Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003PC0423

    Σχέδιο πρότασης για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες στον ατμοσφαιρικό αέρα

    /* COM/2003/0423 τελικό - COD 2003/0164 */

    52003PC0423

    Σχέδιο πρότασης για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες στον ατμοσφαιρικό αέρα /* COM/2003/0423 τελικό - COD 2003/0164 */


    Σχέδιο πρότασης για ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες στον ατμοσφαιρικό αέρα

    (υποβλήθηκε από την Επιτροπή)

    ΣΧΕΔΙΟ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

    1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Η οδηγία 96/62/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 [1] για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα (οδηγία πλαίσιο για την ποιότητα του αέρα) απετέλεσε το πλαίσιο για τη μελλοντική κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την ποιότητα του ατμοσφαιρικό αέρα. Η τέσσερις στόχοι της οδηγίας πλαισίου για την ποιότητα του αέρα είναι οι εξής:

    [1] ΕΕ L 296, 21.11.1996, σ. 55.

    - ο προσδιορισμός και καθορισμός των στόχων για την ποιότητα του ατμοσφαιρικό αέρα στην Κοινότητα, ώστε να αποφεύγονται, να προλαμβάνονται ή να μειώνονται οι επιβλαβείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο σύνολο του περιβάλλοντος.

    - η, βάσει κοινών μεθόδων και κριτηρίων, εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα στα κράτη μέλη.

    - η συγκέντρωση κατάλληλων πληροφοριών για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και η ενημέρωση του κοινού, μεταξύ άλλων, μέσω ορίων συναγερμού.

    - η διατήρηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, όταν είναι καλή και η βελτίωσή της στις άλλες περιπτώσεις.

    Η προτεινόμενη οδηγία βασίζεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας πλαισίου για την ποιότητα του αέρα, όπου απαριθμούνται οι ατμοσφαιρικοί ρύποι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα. Η οδηγία 1999/30/ΕΚ σχετικά με τις οριακές τιμές διοξειδίου του θείου, διοξειδίου του αζώτου και οξειδίων του αζώτου, σωματιδίων και μολύβδου, στον αέρα του περιβάλλοντος [2], η οδηγία 2000/69/EΚ για οριακές τιμές βενζολίου και μονοξειδίου του άνθρακα στον αέρα του περιβάλλοντος [3] και η οδηγία 2002/3/EΚ σχετικά με το όζον στον ατμοσφαιρικό αέρα [4] έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ. Εκτός από τη νομοθεσία αυτή, το παράρτημα Ι της οδηγίας πλαισίου για την ποιότητα του αέρα περιέχει διάταξη για τη ρύθμιση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα ειδικά όσον αφορά το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (ΠΑΥ), με τον καθορισμό κριτηρίων και τεχνικών για την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και τη θέσπιση διατάξεων για τη διαβίβαση πληροφοριών στην Επιτροπή και τη δημοσιοποίησή τους. Συνεπώς, η πρόταση ενσωματώνει τους στόχους του έκτου κοινοτικού προγράμματος δράσης για το περιβάλλον [5].

    [2] ΕΕ L 163, 29.6.1999, Σ. 41.

    [3] ΕΕ L 313, 13.12.2000, Σ. 12.

    [4] ΕΕ L 67, 9.3.2002, Σ. 14.

    [5] ΕΕ L 242, 10.9.2002, Σ. 1

    2 Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΉΣ ΔΡΑΣΗΣ

    Η παρούσα πρόταση αφορά τη θέσπιση κοινοτικής νομοθεσίας για το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (ΠΑΥ) προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 96/62/EΚ. Στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την εν λόγω οδηγία (COM(94)109 τελικό) παρουσιάζονται οι λόγοι που επιβάλλουν την ανάληψη δράσης στον τομέα της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και το σχετικό πεδίο εφαρμογής.

    Το αρσενικό, το κάδμιο, ο υδράργυρος, ορισμένες ενώσεις του νικελίου και οι ΠΑΥ είναι γνωστές καρκινογόνες ουσίες για τον άνθρωπο, για τις οποίες δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί ανώτατο όριο που να αποκλείει αρνητικές επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία. Η παρούσα πρόταση αφορά την υποχρεωτική, βάσει της Συνθήκης, εφαρμογή της αρχής της ελάχιστης εύλογης έκθεσης σε τέτοιους ρύπους.

    Υπάρχουν διάφορα νομοθετικά κείμενα καθώς και διεθνείς συμβάσεις και πολιτικές (πρβλ. κεφάλαιο 3) για τη ρύθμιση των εκπομπών βαρέων μετάλλων και ΠΑΥ στον αέρα. Ως αποτέλεσμα αναμένεται να μειωθούν σημαντικά σε όλη την ΕΕ οι εκπομπές βαρέων μετάλλων και ΠΑΥ. Ωστόσο, οι παρατηρούμενες σε ορισμένες περιοχές συγκεντρώσεις αυτών των χημικών ουσιών εξακολουθούν να αποτελούν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία. Η οικονομική εκτίμηση της σχέσης κόστους-οφέλους δείχνει ότι σε αστικές και κατοικημένες περιοχές είναι δυνατή η μείωση των εκπομπών ΠΑΥ από τα συστήματα οικιακής θέρμανσης και από την οδική κυκλοφορία ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επιβλαβείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία, χωρίς υπερβολικό οικονομικό κόστος. Καθορίζεται τιμή στόχος για το βενζο(a)πυρένιο (BaP) ώστε τα κράτη μέλη να θεσπίσουν σχετικές ρυθμίσεις, ιδίως όσον αφορά τις μη βιομηχανικές πηγές.

    Ωστόσο, για να επιτευχθούν κοντά σε ορισμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις επίπεδα συγκεντρώσεων στον ατμοσφαιρικό αέρα που θα ελαχιστοποιούσαν τις επιβλαβείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία θα έπρεπε να αυξηθεί υπερβολικά το κόστος για όλες τις προαναφερθείσες ουσίες, με εξαίρεση τον υδράργυρο. Έχουν ήδη θεσπιστεί ρυθμίσεις για τη μείωση των βιομηχανικών εκπομπών βαρέων μετάλλων και ΠΑΥ στο μέγιστο δυνατό βαθμό από οικονομική άποψη.

    Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν σαφείς ρυθμίσεις που να διέπουν την παρακολούθηση της εφαρμογής των μέτρων περιορισμού των εκπομπών με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, ιδίως όσον αφορά τις διάχυτες και τις ανεξέλεγκτες εκπομπές. Όπου οι συγκεντρώσεις στον ατμοσφαιρικό αέρα και τα επίπεδα απόθεσης επιφέρουν αύξηση των επιβλαβών επιδράσεων στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, η εναρμονισμένη παρακολούθηση κρίνεται απαραίτητη για:

    - την εκτίμηση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων περιορισμού ιδίως κοντά σε πηγές διάχυτων και ανεξέλεγκτων εκπομπών,

    - τη συλλογή στοιχείων για την ποιότητα του αέρα τοπικώς και όπου απαιτείται βελτίωση,

    - την παρακολούθηση της κατάστασης του περιβάλλοντος συμπεριλαμβανομένης της υποβάθμισης του εδάφους,

    - την εφαρμογή του πρωτοκόλλου της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UN-ECE) σχετικά με τα βαρέα μέταλλα και τους έμμονους οργανικούς ρύπους και των συμπερασμάτων της Σφαιρικής Αξιολόγησης για τον Υδράργυρο του προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον (UNEP).

    Προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα της ρύπανσης του αέρα που σχετίζονται με τις συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων και ΠΑΥ στον ατμοσφαιρικό αέρα, η προτεινόμενη οδηγία συμπληρώνει τις στρατηγικές περιορισμού των εκπομπών που εφαρμόζονται σε όλη την ΕΕ σε συμμόρφωση με την ισχύουσα νομοθεσία και ενθαρρύνει τη λήψη περαιτέρω μέτρων, όπου χρειάζεται. Τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τον προσδιορισμό και την υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων, κατάλληλα προσαρμοσμένων στις κατά τόπους συνθήκες.

    3 ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

    3.1 Ανώτατα όρια σε εθνικό επίπεδο

    Στις νομοθεσίες των ΗΠΑ και της ΕΕ δεν προβλέπονται προς το παρόν ανώτατες τιμές της συγκέντρωσης αρσενικού, υδραργύρου, νικελίου και ΠΑΥ στον ατμοσφαιρικό αέρα. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει ενδεικτικές τιμές ή τιμές στόχου, οι οποίες δεν είναι νομικώς δεσμευτικές και κυμαίνονται από 0,5 έως 12,5 ng/m³ για το αρσενικό, 0,25 έως 5 ng/m³ για το νικέλιο και 0,1 έως 1,3 ng/m³ για το βενζο(a)πυρένιο, που χρησιμοποιείται ως δείκτης του συνολικού μίγματος πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων (ΠΑΥ). Στην Ιταλία, η νομοθεσία προβλέπει ότι η συγκέντρωση βενζο(a)πυρένιου πρέπει να μην υπερβαίνει το 1,0 ng/m³. Η Σουηδία έχει ορίσει ως ενδεικτική τιμή συγκέντρωσης φλουοροανθενίου στον αέρα τα 2 ng/m³.

    Όσον αφορά το κάδμιο, το Βέλγιο και η Γερμανία έχουν θεσπίσει τα 40 ng/m³ ως ετήσιο μέσο όρο για την ποιότητα του αέρα του περιβάλλοντος. Η Γερμανία έχει θέσει ως τιμή στόχο το 1,7 ng/m³. Η Αυστρία και η Γερμανία έχουν ορίσει, αντιστοίχως, ως ανώτατες τιμές απόθεσης τα 2 ϴg ανά m και ανά ημέρα και 5 ϴg ανά m και ανά ημέρα. Στη Σουηδία, το ανώτατο όριο συγκέντρωσης στον ατμοσφαιρικό αέρα είναι 1,5 ng/m³ και το ανώτατο όριο απόθεσης 2 ϴg ανά m και ανά ημέρα. Οι τιμές στόχοι όσον αφορά την απόθεση του καδμίου ποικίλουν μεταξύ των κρατών μελών και κυμαίνονται μεταξύ 0,27 έως 20 ϴg ανά m ανά ημέρα. Στις ΗΠΑ δεν υπάρχει προς το παρόν ανώτατο όριο συγκέντρωσης στον αέρα και απόθεσης για το κάδμιο.

    3.2 Κοινοτική νομοθεσία και μέτρα άσκησης πολιτικής

    Τα ακόλουθα μέτρα άσκησης πολιτικής αποσκοπούν στη μείωση των εκπομπών αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου, νικελίου και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων.

    3.2.1 Οδηγία 96/61/EΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης [6]

    [6] ΕΕ L 257, 10.10.1996, σ.26.

    Στόχος της οδηγίας 96/61/EΚ (οδηγία IPPC) είναι η επίτευξη υψηλού επίπεδου προστασίας του περιβάλλοντος μέσω συστήματος αδειών για συγκεκριμένες βιομηχανικές δραστηριότητες. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι βιομηχανικές πηγές αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου, νικελίου και ΠΑΥ. Μεταξύ άλλων, οι εν λόγω άδειες αφορούν τις εκπομπές στον ατμοσφαιρικό αέρα και βασίζονται στην εφαρμογή των Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών (BΔT), δηλαδή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το κόστος και τα πλεονεκτήματα των τεχνικών. Η οδηγία αυτή ισχύει για νέες εγκαταστάσεις που χρονολογούνται από το 1999 και μετά, ενώ οι παλαιότερες εγκαταστάσεις οφείλουν να συμμορφωθούν έως τον Οκτώβριο του 2007.

    3.2.2 Οδηγίες που καθορίζουν ανώτατες τιμές εκπομπών

    - Η οδηγία 2001/80/EΚ, [7] η νέα οδηγία για τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης (LCP), αναμένεται να συμβάλει σε κάποιο βαθμό στον περιορισμό των εκπομπών βαρέων μετάλλων από τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις LCP που λειτουργούν με άνθρακα ή πετρέλαιο, καθώς ορίζει ανώτατες τιμές συνολικών εκπομπών κονιορτού. Θα ισχύσει για νέες εγκαταστάσεις που έλαβαν άδεια λειτουργίας μετά το 1987, ενώ οι παλαιότερες εγκαταστάσεις οφείλουν να συμμορφωθούν από το 2008 και μετά. Η προγραμματισμένη αναθεώρηση το 2004 ενδέχεται να συμβάλει ακόμη περισσότερο στη μείωση των εκπομπών βαρέων μετάλλων.

    [7] EE L 309, 27.11.2001, σ. 1.

    - Η οδηγία 2000/76/EΚ για την αποτέφρωση των αποβλήτων [8] καλύπτει ευρύ φάσμα διαδικασιών αποτέφρωσης και συναποτέφρωσης. Η οδηγία αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στη μείωση των εκπομπών βαρέων μετάλλων, καθώς προβλέπει άμεσα εφαρμόσιμα ανώτατα όρια εκπομπών για συγκεκριμένα μέταλλα και για αιωρούμενα σωματίδια.

    [8] EE L 332, 28.12.2000, σ. 91.

    3.2.3 Λοιπή συναφής κοινοτική νομοθεσία

    - Η οδηγία 2000/60/EΚ για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων [9] περιέχει μία περαιτέρω ολοκληρωμένη προσέγγιση για τον περιορισμό, όπου απαιτείται, της απόρριψης, μεταξύ άλλων, καδμίου, νικελίου, υδραργύρου και ΠΑΥ στο περιβάλλον. Το άρθρο 16 της οδηγίας κατατάσσει το κάδμιο, τον υδράργυρο και τους ΠΑΥ στις επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας.

    [9] EE L 327, 22.12.2000, σ. 1.

    - Οι ανώτατες τιμές για τα αιωρούμενα σωματίδια (PM10) [10] και τον μόλυβδο που θεσπίζονται στη «θυγατρική» οδηγία για την ποιότητα του αέρα 1999/30/EΚ είναι επίσης συναφείς ως προς τις εκπομπές άλλων μετάλλων και ΠΑΥ.

    [10] Αιωρούμενα σωματίδια αεροδυναμικής διαμέτρου μικρότερης των 10 μm.

    - Η οδηγία 98/70/EΚ σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ θέτει περιορισμούς όσον αφορά την περιεκτικότητα των καυσίμων ντίζελ σε ΠΑΥ. Οι κοινοτικές ρυθμίσεις για νέα οχήματα που πληρούν τις προδιαγραφές EURO 4 θα έχουν ως σημαντική έμμεση συνέπεια τη μείωση των ΠΑΥ.

    3.2.4 Συναφείς κοινοτικές στρατηγικές

    - Θεματική στρατηγική για την προστασία του εδάφους [11]

    [11] COM(2002) 179, 16.4.2002

    Για την αποφυγή της μη αναστρέψιμης υποβάθμισης του εδάφους και της πιθανής ρύπανσης του υδροφόρου ορίζοντα ως συνέπεια αυτής, δεν πρέπει να υπερβεί ορισμένα όρια η εισροή ρυπογόνων ουσιών στο περιβάλλον, όπως βαρέα μέταλλα και έμμονοι οργανικοί ρύποι (POP). Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια στρατηγική για την προστασία του εδάφους αναφέρει, μεταξύ άλλων, ως παράγοντα υποβάθμισης του εδάφους, την τοπική και γενικευμένη ρύπανση του εδάφους μέσω της απόθεσης. Η απόθεση και η συσσώρευση των προαναφερθεισών ρυπογόνων ουσιών στο έδαφος οδηγεί στην από το στόμα πρόσληψή τους μέσω της τροφικής αλυσίδας.

    Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι έχουν αντιστραφεί σημαντικά οι αρνητικές τάσεις ως προς την υποβάθμιση του εδάφους. Θα απαιτηθούν αναλυτικά και συγκρίσιμα στοιχεία σχετικά με τη ρύπανση του εδάφους, προκειμένου να καταρτισθεί στρατηγική για την πρόληψη περαιτέρω υποβάθμισης. Εκτός από την παρακολούθηση της κατάστασης του εδάφους, θα απαιτηθεί και ο προσδιορισμός των μεγεθών απόθεσης.

    - Στρατηγική για την υγεία και το περιβάλλον [12]

    [12] COM...

    Στόχος της στρατηγικής αυτής είναι η ανάπτυξη κοινοτικού συστήματος το οποίο να παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτίμηση του συνολικού αντίκτυπου του περιβάλλοντος στην ανθρώπινη υγεία. Βασικός στόχος είναι η μείωση της έκθεσης στις επικίνδυνες ουσίες προτεραιότητας, όπως τα βαρέα μέταλλα, των οποίων η αρνητική επίδραση στην ανθρώπινη υγεία είναι σημαντική.

    Είναι αναγκαστικά μακροπρόθεσμος ο προσδιορισμός του αντίκτυπου των έμμονων ρύπων που συσσωρεύονται στο περιβάλλον. Ορισμένοι περιβαλλοντικοί ρύποι υπάρχουν σε ελάχιστες ποσότητες. Συσσωρεύονται στο περιβάλλον, στην τροφική αλυσίδα και στον ανθρώπινο οργανισμό. Τα σωρευτικά τους αποτελέσματα γίνονται ορατά μόνο ύστερα από πολλά χρόνια.

    3.3 Διεθνής δράση

    3.3.1 Το πρωτόκολλο της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UN-ECE) σχετικά με τα βαρέα μέταλλα

    Στόχος του πρωτοκόλλου είναι η μείωση των εκπομπών βαρέων μετάλλων που μεταφέρονται στην ατμόσφαιρα σε μεγάλες αποστάσεις πέραν των συνόρων και είναι πιθανόν να έχουν σημαντικές δυσμενείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Τα συμβαλλόμενα στο Πρωτόκολλο μέρη ενθαρρύνονται να μειώσουν τις εκπομπές βαρέων μετάλλων στην επικράτειά τους και να παρακολουθούν τις τιμές συγκέντρωσης και απόθεσης με τη χρήση εναρμονισμένων μεθόδων.

    Η θέση σε ισχύ του Πρωτοκόλλου δεν θα αργήσει, καθώς δεκατέσσερα εκ των απαιτούμενων δεκαέξι κατ' ελάχιστον μερών έχουν ήδη κυρώσει το Πρωτόκολλο, μεταξύ αυτών και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα [13].

    [13] COM ...

    3.3.2 Το Πρωτόκολλο της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UN-ECE) [14] και η Σύμβαση του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP) [15] για τους έμμονους οργανικούς ρύπους

    [14] Πρωτόκολλο έμμονων οργανικών ρύπων (POP)

    [15] Σύμβαση της Στοκχόλμης

    Τα συμβαλλόμενα στο Πρωτόκολλο μέρη είναι υποχρεωμένα να μειώσουν τις εκπομπές ΠΑΥ, μεταξύ άλλων. Με τη Σύμβαση απαιτείται από τα μέρη να εφαρμόσουν μέτρα ελέγχου των εκπομπών έμμονων οργανικών ρύπων, να διευκολύνουν την ανταλλαγή πληροφοριών και την ευαισθητοποίηση του κοινού καθώς και την πρόσβαση στις πληροφορίες. Προβλέπονται ειδικές διατάξεις για τη μείωση των εκπομπών ΠΑΥ.

    Μέχρι στιγμής, το Πρωτόκολλο έχει κυρωθεί από δεκατέσσερα εκ των απαιτούμενων δεκαέξι κατ' ελάχιστον μέρη. Αναμένεται συνεπώς ότι θα τεθεί σε ισχύ το 2003. Η Σύμβαση έχει κυρωθεί από 26 μέρη. αρχίζει να ισχύει μετά τη πεντηκοστή κύρωση. η οποία αναμένεται το 2004. Η κύρωση των δύο κειμένων, του Πρωτοκόλλου και της Σύμβασης, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι σε εξέλιξη.

    3.3.3 Η έκθεση της σφαιρικής αξιολόγησης για τον υδράργυρο του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP) [16]

    [16] Έκθεση του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP) για τον υδράργυρο

    Η έκθεση αυτή συνοψίζει τα υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τον υδράργυρο, από την άποψη της χημείας, της τοξικολογίας και των επιπτώσεών του στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, καθώς και σχετικά με τις φυσικές και ανθρωπογενείς πηγές υδραργύρου ανά τον κόσμο. Παρουσιάζει ολοκληρωμένα και αναλυτικά τα στοιχεία που αφορούν τη μεταφορά του υδραργύρου σε μεγάλες αποστάσεις, την προέλευσή του, τις διαδρομές που ακολουθεί, την εναπόθεση και τις χημικές μετατροπές του σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνοψίζει επίσης διάφορα στοιχεία σχετικά με τις τεχνολογίες και πρακτικές πρόληψης και ελέγχου, καθώς και το κόστος και την αποτελεσματικότητα αυτών, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης κατάλληλων υποκατάστατων, όπου αυτό είναι δυνατό.

    Η έκθεση καταλήγει ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν τις σημαντικές αρνητικές επιδράσεις του υδραργύρου σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να κρίνεται απαραίτητη η ανάληψη διεθνούς δράσης για τη μείωση των κινδύνων που απειλούν την ανθρώπινη υγεία και/ή το περιβάλλον λόγω των εκλύσεων υδραργύρου στο περιβάλλον. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα και δραστηριοποίηση για την βαθύτερη κατανόηση και τον καλύτερο συντονισμό σε διάφορους τομείς. για παράδειγμα, η αξιολόγηση και η παρακολούθηση των επιπέδων υδραργύρου και των επιπτώσεων τους στους ανθρώπους και τα οικοσυστήματα.

    Το Συμβούλιο συμφώνησε με τα συμπεράσματα της έκθεσης. [17]

    [17] ΣΥΜΒΟΎΛΙΟ ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2002

    4 ΕΜΠΛΟΚΉ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΏΝ ΚΑΙ ΠΗΓΈΣ ΠΛΗΡΟΦΌΡΗΣΗΣ

    Στην οδηγία πλαίσιο για την ποιότητα του αέρα προβλέπεται ότι η παράγωγη νομοθεσία πρέπει να βασίζεται σε παγιωμένη τεχνική και επιστημονική τεκμηρίωση, σύμφωνα με τη Συνθήκη. Τεχνικές ομάδες εργασίας αποτελούμενες από εμπειρογνώμονες διαφόρων κρατών μελών, βιομηχανικών κλάδων, μη κυβερνητικών οργανώσεων, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και από άλλους εκπροσώπους από διεθνείς επιστημονικούς φορείς και από την Επιτροπή συναντήθηκαν για να προσδιορίσουν το τρέχον επίπεδο γνώσεων και να συντάξουν τεχνικές εισηγήσεις για κάθε ρύπο. Στις εν λόγω ομάδες εργασίας προήδρευαν εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη. Αποτέλεσμα των εργασιών τους ήταν τρεις εισηγήσεις: μία για το αρσενικό, το κάδμιο και το νικέλιο, μία για τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (ΠΑΥ) και μία για τον υδράργυρο. Η τελευταία δεν αφορά μόνον τον υδράργυρο στον ατμοσφαιρικό αέρα, αλλά καλύπτει όλο τον κύκλο του υδραργύρου στο περιβάλλον. Οι εισηγήσεις διατίθενται στην ιστοθέση της Επιτροπής [18].

    [18] http://www.europa.eu.int/comm/environment/air/ambient.htm

    2

    Η Επιτροπή υπέγραψε κοινή συμφωνία με το Περιφερειακό Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Ευρώπη για συνεργασία στον τομέα της ποιότητας του αέρα και, ειδικότερα, για τροποποίηση των κατευθυντήριων γραμμών. Οι αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα στην Ευρώπη [19] τέθηκαν στη διάθεση των ομάδων εργασίας, και ειδικοί από το Ευρωπαϊκό Κέντρο του ΠΟΥ για το Περιβάλλον και την Υγεία συμμετείχαν στις ομάδες εργασίας που προαναφέρθηκαν. Ζητήθηκε από την Επιστημονική Επιτροπή για την Τοξικότητα, την Οικοτοξικότητα και το Περιβάλλον (CSTEE) να γνωμοδοτήσει σχετικά με την εκτίμηση των αποδεκτών επιπέδων συγκέντρωσης με γνώμονα τις καρκινογόνες και μη επιδράσεις [20].

    [19] Air Quality Guidelines for Europe, Δεύτερη έκδοση, ΠΟΥ, Κοπεγχάγη, Δανία, 2000.

    [20] http://europa.eu.int/comm/food/fs/sc/sct/index_en.html

    Η Επιτροπή ανέθεσε σε σύμβουλους την εκπόνηση δύο μελετών, με τίτλους «Οικονομική αξιολόγηση των τιμών στόχων για τις συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων στον αέρα» και «Οικονομική αξιολόγηση των τιμών στόχων για τις συγκεντρώσεις ΠΑΥ στον αέρα». Οι μελέτες αυτές συμπεριέλαβαν τα 15 κράτη μέλη της ΕΕ και αρκετές από της υποψήφιες προς ένταξη χώρες, δηλαδή την Εσθονία, την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Σλοβενία και την Τσεχική Δημοκρατία. Τα στοιχεία που προέρχονταν από τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες ελήφθησαν υπόψη στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό, ώστε να συνεκτιμηθεί η κατάσταση στις χώρες αυτές. Οι δύο μελέτες διατίθενται στην ιστοθέση της Επιτροπής18. Στις μελέτες αυτές θεωρήθηκε ως βάση εξέλιξης η συνέχιση της κατάστασης ως έχει και ελήφθησαν υπόψη οι πολιτικές σε επίπεδο ΕΕ και διεθνές, οι οποίες αναμένεται ότι θα οδηγήσουν σε σημαντικές περαιτέρω μειώσεις των εκπομπών έως το 2010. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στις βασικές πολιτικές που αναφέρονται στο κεφάλαιο 3.2.

    Η πρόταση συζητήθηκε στο πλαίσιο διαβουλεύσεων σε πολλές συνεδριάσεις της συντονιστικής ομάδας του προγράμματος Καθαρός Αέρας για την Ευρώπη (CAFE) [21], κατά τη διάρκεια των οποίων εκπρόσωποι των κρατών μελών, των υποψήφιων προς ένταξη χωρών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών είχαν την ευκαιρία να καταθέσουν την άποψη τους.

    [21] COM (2001) 245

    5 ΣΥΓΚΕΝΤΡΏΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΌ ΑΈΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΙΣ ΕΚΠΟΜΠΈΣ

    5.1 Αρσενικό

    Το αρσενικό είναι μεταλλοειδές που σχηματίζει διάφορες ανόργανες και οργανικές ενώσεις. Στον ατμοσφαιρικό αέρα εντοπίζεται κυρίως στα αιωρούμενα σωματίδια μικρής διαμέτρου (PM2,5).

    Οι τρέχουσες συγκεντρώσεις του αρσενικού στον ατμοσφαιρικό αέρα αγροτικών περιοχών δεν υπερβαίνουν κατά κανόνα τα 1,5 ng/m³, με κατώτατη τιμή τα 0,2 ng/m³. Στις αστικές μη εκτιθέμενες περιοχές τα επίπεδα αρσενικού στον αέρα κυμαίνονται μεταξύ 0,5 και 3 ng/m³. Οι συγκεντρώσεις αρσενικού που παρατηρούνται κοντά σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις ενδέχεται να διαφέρουν από τις τιμές αυτές ακόμη και κατά μία τάξη μεγέθους, ανάλογα με το είδος της εγκατάστασης και με την απόσταση και τη θέση του σημείου παρακολούθησης.

    Οι συνολικές εκπομπές αρσενικού στην Κοινότητα το 1990 υπολογίζονται σε 575 τόνους, εκ των οποίων 86% προέρχεται από καύση σε σταθερές εγκαταστάσεις. Ωστόσο, γενικά, οι εκπομπές που προέρχονται από την πηγή αυτή δεν οδηγούν σε αντίστοιχες συγκεντρώσεις στον ατμοσφαιρικό αέρα, καθώς εκλύονται από καπνοδόχους αρκετά μεγάλου ύψους. Επειδή είναι ανεξέλεγκτες, οι εκπομπές από τις βιομηχανίες σιδήρου και χάλυβα και μη σιδηρούχων μετάλλων, ιδίως του κλάδου παραγωγής χαλκού και μολύβδου, έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, μολονότι το ποσοστό που τους αντιστοιχεί είναι μόνον 9 % των συνολικών εκπομπών αρσενικού.

    Γενικά, οι ανθρωπογενείς πηγές υπερέχουν των φυσικών πηγών. το ποσοστό των συνολικών εκπομπών αρσενικού από φυσικές πηγές εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 25%, και προέρχεται κυρίως από τα ηφαίστεια. Σε τοπική κλίμακα, σε περιοχές πλούσιες σε θειούχα μεταλλεύματα, το ποσοστό αυξάνεται σημαντικά, μέχρι 60%, λόγω της αποσάθρωσης.

    5.2 Κάδμιο

    Το κάδμιο είναι ένα σχετικά σπάνιο στοιχείο, το οποίο απαντά στη φύση κυρίως σε θειούχα μεταλλεύματα άλλων μετάλλων. Στον ατμοσφαιρικό αέρα απαντά κυρίως σε αιωρούμενα σωματίδια μικρής διαμέτρου (PM2,5). Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την κατανομή του καδμίου των αιωρουμένων σωματιδίων.

    Οι τρέχουσες συγκεντρώσεις του αρσενικού στον ατμοσφαιρικό αέρα αγροτικών περιοχών δεν υπερβαίνουν κατά κανόνα τα 0,4 ng/m³, με κατώτατη τιμή τα 0,1 ng/m³. Στις αστικές περιοχές τα επίπεδα αρσενικού στον αέρα κυμαίνονται μεταξύ 0,2 και 2,5 ng/m³. Οι συγκεντρώσεις αρσενικού που παρατηρούνται κοντά σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις ενδέχεται να διαφέρουν από τις τιμές αυτές ακόμη και κατά μία τάξη μεγέθους, ανάλογα με το είδος της εγκατάστασης και με την απόσταση και τη θέση του σημείου παρακολούθησης.

    Οι συνολικές εκπομπές στην Κοινότητα το 1990 ανήλθαν σε 203 τόνους. Οι βιομηχανίες σιδήρου και χάλυβα, η καύση σε σταθερές εγκαταστάσεις και οι μεταφορές καταλαμβάνουν μερίδιο από 20% περίπου στις συνολικές ανθρωπογενείς εκπομπές καδμίου.

    Οι συναφείς συγκεντρώσεις στον ατμοσφαιρικό αέρα είναι αποτέλεσμα του κλάδου μη σιδηρούχων μετάλλων, ο οποίος ευθύνεται για 14 % των εκπομπών. Όπως συμβαίνει και με το αρσενικό, οι ενώσεις του καδμίου εκλύονται στην ατμόσφαιρα κατά την παραγωγή χαλκού και μολύβδου. Ωστόσο, η παραγωγή ψευδαργύρου είναι ο σημαντικότερος βιομηχανικός κλάδος μη σιδηρούχων μετάλλων όσον αφορά τις εκπομπές καδμίου. Ο ψευδάργυρος σχηματίζει ενώσεις με το κάδμιο, και τα συμπυκνώματά τους είναι μία από τις πηγές του μετάλλου αυτού.

    Οι ανθρωπογενείς πηγές υπερέχουν σημαντικά των φυσικών πηγών, όπως είναι τα ηφαιστειογενή αερολύματα και ο κονιορτός. Το ποσοστό των συνολικών εκπομπών που αποδίδεται σε φυσικές πηγές υπολογίζεται σε 10 %.

    5.3 Υδράργυρος

    Ο υδράργυρος απαντά με τη μορφή διάφορων σταθερών ισοτόπων. Στο περιβάλλον απαντά κυρίως ως στοιχειακός υδράργυρος και ως μεθυλικός υδράργυρος. Στον ατμοσφαιρικό αέρα, η πιο συνηθισμένη μορφή του είναι ο ατμός στοιχειακού υδραργύρου. Λόγω της μεγάλης διάρκειας ζωής του στην ατμόσφαιρα, ο υδράργυρος μεταφέρεται σε μεγάλες αποστάσεις. Η απόθεση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μεταφορά του υδραργύρου από την ατμόσφαιρα στα επιφανειακά ύδατα και στο έδαφος ή τη βλάστηση, και παρατηρείται σταθερή συσσώρευση υδραργύρου στο έδαφος. Στο υδάτινο περιβάλλον, ο υδράργυρος μετατρέπεται σε μεθυλικό υδράργυρο.

    Οι συγκεντρώσεις υδραργύρου καταγράφονται σε μερικά μόνο σημεία και, γενικά, όχι συστηματικά. Οι συνολικές συγκεντρώσεις αέριου υδραργύρου στην Ευρώπη ποικίλλουν από κάτω του 2 ng/m³ σε μη εκτεθειμένες περιοχές στην Ευρώπη έως περίπου 35 ng/m³ κατά μέγιστο σε ιδιαιτέρως επιβαρυμένες περιοχές. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τις τάσεις εξέλιξης των συνολικών συγκεντρώσεων αέριου υδραργύρου στον ατμοσφαιρικό αέρα. Ωστόσο, οι συγκεντρώσεις υδραργύρου στο νερό της βροχής δείχνουν ότι από το 1995 και μετά υπάρχει συνεχής μείωση.

    Οι φυσικές εκπομπές συνιστούν περίπου το ένα τρίτο των συνολικών εκπομπών υδραργύρου στην Ευρώπη, κυρίως σε στοιχειακή αέρια μορφή. Τα ηφαίστεια θεωρούνται μία από τις σημαντικότερες φυσικές πηγές υδραργύρου μαζί με την έκλυση του στοιχείου από τα υδάτινα και χερσαία οικοσυστήματα.

    Οι ανθρωπογενείς εκπομπές υδραργύρου προέρχονται κυρίως από την καύση του άνθρακα και την αποτέφρωση των απορριμμάτων (περίπου 50 %). Το 1990, 12 % των 245 συνολικά τόνων υδραργύρου στην Κοινότητα προήλθε από τη βιομηχανία χλωροαλκαλίων. Η ΕΕ-15 ευθύνεται για περίπου ένα τρίτο των συνολικών ανθρωπογενών εκπομπών στην Ευρώπη. Έως 60% των ανθρωπογενών εκπομπών υδραργύρου στην Ευρώπη εκτιμάται ότι είναι σε αέρια στοιχειακή μορφή, 30 % υπό μορφή αέριου δισθενούς υδραργύρου και 10% υπό μορφή στοιχειακού υδραργύρου σε σωματίδια.

    Η απόκλιση στις εκτιμήσεις όσον αφορά τις ανθρωπογενείς εκπομπές δεν υπερβαίνει το 30 %, με εξαίρεση την αποτέφρωση των απορριμμάτων, όπου θεωρείται ότι είναι πολύ υψηλότερη. Οι εκτιμήσεις των φυσικών εκπομπών θεωρούνται πολύ λιγότερο ακριβείς από τις εκτιμήσεις των ανθρωπογενών εκπομπών.

    5.4 Νικέλιο

    Το νικέλιο απαντά σε διάφορες μορφές, δηλαδή ως μεταλλικό νικέλιο, οξείδια του νικελίου και θειούχο νικέλιο ή ως διαλυτά άλατα του νικελίου.

    Οι τρέχουσες συγκεντρώσεις του νικελίου στον ατμοσφαιρικό αέρα αγροτικών περιοχών δεν υπερβαίνουν κατά κανόνα τα 1,4 ng/m³, με κατώτατη τιμή τα 13 ng/m³. Στις αστικές περιοχές τα επίπεδα αρσενικού στον αέρα κυμαίνονται μεταξύ 0,2 και 2,5 ng/m³. Οι συγκεντρώσεις αρσενικού που παρατηρούνται κοντά σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις ενδέχεται να διαφέρουν από αυτές τις τιμές ακόμη και κατά μία τάξη μεγέθους, ανάλογα με το είδος της εγκατάστασης και με την απόσταση και τη θέση του σημείου παρακολούθησης.

    Η μορφή με την οποία το νικέλιο απαντά στον ατμοσφαιρικό αέρα εξαρτάται από την προέλευσή του. Μολονότι έως 50 % του νικελίου που προέρχεται από καύσεις είναι διαλυτό, το ίδιο ισχύει μόνον για το 10 % του θειικού νικελίου. Ενδεικτικές μετρήσεις δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό στον ατμοσφαιρικό αέρα καταλαμβάνουν τα οξείδια του νικελίου. Όσον αφορά την κατανομή κατά μέγεθος, το νικέλιο στον ατμοσφαιρικό αέρα απαντά σε σημαντικό ποσοστό σε μεγάλα σωματίδια, διαμέτρου περίπου 10 ϴm.

    Οι κυριότερες ανθρωπογενείς πηγές νικελίου είναι η καύση σε σταθερές εγκαταστάσεις (55 %) και οι κινητές πηγές και τα μηχανήματα, πλην των οδικών μεταφορών (30 %). Το τελευταίο ποσοστό δεν επιβεβαιώνεται από τα εθνικά στοιχεία, βάσει των οποίων μικρό μόνον ποσοστό αποδίδεται στην πηγή αυτή. Οι συνολικές εκπομπές από την Κοινότητα το 1990 ήταν 4.860 τόνοι. Όσον αφορά την ποιότητα του αέρα, οι συναφείς πηγές είναι η διύλιση του πετρελαίου και οι ανεξέλεγκτες εκπομπές από ηλεκτρικές καμίνους βολταϊκού τόξου σε χαλυβουργικές μονάδες .

    Σημαντικές φυσικές πηγές νικελίου είναι η αερόφερτη σκόνη του εδάφους και τα ηφαίστεια. Οι ανθρωπογενείς πηγές υπερέχουν σημαντικά των φυσικών πηγών. Συνολικά, εκτιμάται ότι συνιστούν 35 % του συνόλου, στην Ευρώπη όμως το ποσοστό είναι κατά πάσα πιθανότητα χαμηλότερο, καθώς οι αποθέσεις νικελίου είναι ελάχιστες.

    5.5 Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες

    Οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες είναι μια μεγάλη ομάδα χημικών ενώσεων, οι οποίες περιέχουν δύο ή περισσότερους αρωματικούς δακτυλίους αποτελούμενους αποκλειστικά από άνθρακα και υδρογόνο. Οι φυσικοχημικές ιδιότητες των ΠΑΥ ποικίλλουν σημαντικά και ο ημι-πτητικός χαρακτήρας ορισμένων ΠΑΥ διευκολύνει σημαντικά τη μεταφορά τους σε όλο το περιβάλλον, καθώς μέσω της απόθεσης και της επανεξαέρωσης κατανέμονται στον αέρα, το έδαφος και το νερό. Ορισμένοι ΠΑΥ μεταφέρονται σε μακρινές αποστάσεις στην ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα να αποτελούν διασυνοριακό περιβαλλοντικό πρόβλημα.

    Δεν υπάρχουν αρκετά συγκρίσιμα και συνεπή στοιχεία όσον αφορά τις συγκεντρώσεις ΠΑΥ στο σύνολο της ΕΕ, ώστε να καθίσταται δυνατή η λεπτομερής ανάλυση είτε των συνολικών συγκεντρώσεων είτε των επιμέρους συγκεντρώσεων των διαφόρων ΠΑΥ. Τα διαθέσιμα στοιχεία αφορούν κυρίως τις συγκεντρώσεις βενζο(a)πυρενίου (BaP).

    Κατά τη δεκαετία του 1990, οι τυπικές ετήσιες μέσες συγκεντρώσεις BaP στον ατμοσφαιρικό αέρα ποίκιλλαν μεταξύ 0,1 και 1 ng/m3 σε αγροτικές, μη εκτεθειμένες περιοχές. μεταξύ 0,5 και 3 ng/m3 σε αστικές περιοχές (στις εκτεθειμένες περιοχές κοντά σε οδικές αρτηρίες αντιστοιχούν οι υψηλότερες τιμές αυτού του εύρους). και έως 30 ng/m3 κοντά σε ορισμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Τα ελάχιστα διαθέσιμα στοιχεία για τις αγροτικές περιοχές, όπου ο άνθρακας και το ξύλο καίγονται για οικιακές χρήσεις, υποδηλώνουν παρόμοια επίπεδα με αυτά που παρατηρούνται στις πόλεις. Οι συγκεντρώσεις είναι υψηλές κοντά σε βιομηχανικές περιοχές και σε πολυσύχναστους δρόμους.

    Οι ΠΑΥ εκπέμπονται από διάφορες βιομηχανικές, αγροτικές και οικιακές πηγές, και οι κυριότερες από αυτές είναι η καύση στερεών καυσίμων (βέλτιστη εκτίμηση: 50 % των συνολικών εκπομπών βενζο(a)πυρενίου), και σε πολύ μικρότερο βαθμό η πρωτοβάθμια παραγωγή αλουμινίου (15 % το 1990) και οι μονάδες παραγωγής οπτάνθρακα (κοκ) (5 % το 1990). Μία άλλη πηγή είναι οι εξατμίσεις των οχημάτων, όπως των κινητήρων ντίζελ (5 %). Σημαντικές φυσικές πηγές είναι οι πυρκαγιές και τα ηφαίστεια. Το BaP από βιομηχανικές και κινητές πηγές απαντά κυρίως σε αιωρούμενα σωματίδια διαμέτρου 2,5 μm. Το BaP από οικιακές πηγές απαντά σε σωματίδια μεγαλύτερης διαμέτρου.

    Οι τρέχουσες καταγραφές εκπομπών χαρακτηρίζονται από υψηλό ποσοστό στατιστικής αβεβαιότητας, καθώς 75 % των εκπομπών προέρχεται από πηγές διάχυτων εκπομπών. Για τις συναφείς βιομηχανικές πηγές δεν υπάρχουν έγκυρες εκτιμήσεις λόγω των σημαντικών ποσοτήτων διάχυτων και ανεξέλεγκτων εκπομπών. Επίσης, τα καταγεγραμμένα στοιχεία συχνά δεν είναι άμεσα συγκρίσιμα καθώς ορισμένα αναφέρονται μόνο στο BaP, ενώ άλλα περιλαμβάνουν και άλλες ενώσεις που δεν προσδιορίζονται πάντα. Παρά τις τρέχουσες αβεβαιότητες σχετικά με τα στοιχεία για τις εκπομπές ΠΑΥ, εκτιμάται ότι από το 1990 έως το 2010 η συνολική μάζα των εκπομπών θα ακολουθεί συνεχή καθοδική πορεία, κυρίως όσον αφορά τις βιομηχανικές και τις κινητές πηγές.

    Οι αγροτικές και οι φυσικές πηγές, όπως η καύση άχυρου ή οι δασικές πυρκαγιές, είναι πιθανό να συμβάλλουν σημαντικά στην άνοδο των επιπέδων ΠΑΥ σε ορισμένες περιοχές. Λόγω της αβεβαιότητας όσον αφορά τους παράγοντες εκπομπών και τη συχνότητα των φαινομένων αυτών, είναι δύσκολο να προσδιορισθεί ποσοτικά το μερίδιο που καταλαμβάνουν.

    6 ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ

    Από το κεφάλαιο 5 μπορεί να συναχθεί ότι οι βιομηχανικές εκπομπές αρσενικού, καδμίου και νικελίου που επιδρούν αρνητικά στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα προέρχονται κυρίως από τον κλάδο των μη σιδηρούχων μετάλλων, τις χαλυβουργικές μονάδες που χρησιμοποιούν ηλεκτρικές καμίνους βολταϊκού τόξου και τα διυλιστήρια πετρελαίου.

    Αυτές οι βιομηχανικές δραστηριότητες υπάγονται στην οδηγία IPPC και συνεπώς απαιτείται στην περίπτωσή τους η εφαρμογή Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών (ΒΔΤ) έως το 2007 το αργότερο. Τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν υπόψη τα έγγραφα αναφοράς των ΒΔΤ (BREF), τα οποία προσδιορίζουν τι συνιστά ΒΔΤ σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τους κλάδους αυτούς κατά τη διατύπωση των όρων άδειας λειτουργίας. Αρκετά BREF [22] αφορούν ανεξέλεγκτες εκπομπές βαρέων μετάλλων από βιομηχανικές πηγές και ορίζουν τις καλύτερες τεχνικές για τη μείωσή τους με στόχο υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος.

    [22] http:///jrc.eippcb.es

    Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την αξιολόγηση της εφαρμογής της οδηγίας IPPC οι κυριότερες ελλείψεις που παρατηρήθηκαν ήταν η έλλειψη ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής των ΒΔΤ και η ανεπαρκής παρακολούθηση. Όσον αφορά τις βιομηχανικές πηγές, στην οδηγία IPPC προβλέπεται ότι η παρακολούθηση αποτελεί προϋπόθεση για την αξιολόγηση των μέτρων περιορισμού των εκπομπών που περιέχονται στις άδειες λειτουργίας. Στο έγγραφο αναφοράς (BREF) σχετικά με τις γενικές αρχές παρακολούθησης εκπομπών δίδεται έμφαση στην άνοδο της σχετικής σπουδαιότητας των πηγών διάχυτων και ανεξέλεγκτων εκπομπών και στην αυξανόμενη αναγκαιότητα παρακολούθησης των εκπομπών από αυτές τις πηγές. Για τον σκοπό αυτό, στο BREF συνίσταται ο ποσοτικός προσδιορισμός των εκπομπών βάσει των στοιχείων που αφορούν την ποιότητα του αέρα σε υπήνεμα σημεία και λαμβάνοντας υπόψη την απόθεση των συναφών ρύπων.

    Στο BREF για τον κλάδο των μη σιδηρούχων μετάλλων αναφέρεται ότι τα βαρέα μέταλλα εκπέμπονται στα περισσότερα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Αναφέρεται ότι οι ανεξέλεγκτες εκπομπές από μεταλλουργεία είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με τις εκπομπές των καπνοδόχων και σημειώνεται ότι η αποθήκευση, ο χειρισμός και προ-επεξεργασία των πρώτων υλών είναι οι βασικότερες πηγές διάχυτων και ανεξέλεγκτων εκπομπών. Η συντήρηση θεωρείται το κύριο μέτρο περιορισμού των εκπομπών στον κλάδο αυτό.

    Τα διυλιστήρια πετρελαίου πληρούν διάφορες τεχνικές προδιαγραφές. Επιπλέον, τα επίπεδα εκπομπών εξαρτώνται από το εάν χρησιμοποιείται αργό πετρέλαιο υψηλής περιεκτικότητας σε θείο ή όχι. Οι εκλύσεις βαρέων μετάλλων προέρχονται κυρίως από τα καυσαέρια από κλιβάνους και λέβητες. Η δυνατότητα μείωσης των εκπομπών μέσω της χρήσης αργού πετρελαίου χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο είναι περιορισμένη λόγω των μικρών διαθέσιμων ποσοτήτων του προϊόντος αυτού και λόγω των τεχνικών απαιτήσεων. Σε ορισμένες περιοχές η χρήση φυσικού αερίου ως εναλλακτικό καύσιμο θα αποτελούσε κατάλληλη λύση για τον περιορισμό των εκπομπών. Στο έγγραφο αναφοράς (BREF) σχετικά με τα διυλιστήρια πετρελαίου και αερίου περιέχονται και ορισμένες άλλες εναλλακτικές λύσεις για τη μείωση των εκπομπών στον ατμοσφαιρικό αέρα, όπως π.χ. η βελτιστοποίηση της καταλυτικής πυρόλυσης και η αντικατάσταση των λεβήτων και των κλιβάνων στις παλαιότερες εγκαταστάσεις.

    Στο έγγραφο αναφοράς (BREF) σχετικά με την παραγωγή σιδήρου και χάλυβα αναφέρεται η αύξηση της δυνατότητας συλλογής κονιορτού ως η καταλληλότερη λύση για τη μείωση των εκπομπών από ηλεκτρικές καμίνους βολταϊκού τόξου σε χαλυβουργικές μονάδες. Εκτός από τη βελτιστοποίηση του χειρισμού των πρώτων υλών και της αποθήκευσης, αναφέρεται επίσης ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στην αποκονίωση των απαερίων με τη χρήση καλά μελετημένου υφασμάτινου φίλτρου.

    Από το κεφάλαιο 5 προκύπτει ότι οι υψηλές συγκεντρώσεις ΠΑΥ στον ατμοσφαιρικό αέρα οφείλονται κυρίως στην οικιακή θέρμανση με καύση στερεών καυσίμων, καθώς και σε μικρότερο βαθμό, στις οδικές μεταφορές, στις μονάδες παραγωγής οπτάνθρακα (κοκ) και στην παραγωγή αλουμινίου.

    Οι εκπομπές από την καύση στερεών καυσίμων για οικιακή θέρμανση, δηλαδή η καύση ξύλου και βιομάζας και η χρήση άνθρακα, είναι δυνατό να μειωθούν σημαντικά με την εφαρμογή κανόνων ορθής πρακτικής. Οι πρακτικές αυτές δεν ρυθμίζονται από την κοινοτική νομοθεσία, και οι συνολικές εκπομπές που προέρχονται από αυτές τις πηγές θα παραμείνουν κατά πάσα πιθανότητα σταθερές έως το 2010 εάν δεν υπάρξουν επιπλέον κίνητρα. Η αυξημένη αποδοτικότητα της καύσης στις σύγχρονες θερμάστρες αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική μείωση των εκπομπών ΠΑΥ.

    Το BREF σχετικά με την παραγωγή σιδήρου και χάλυβα αναφέρεται στις μονάδες παραγωγής οπτάνθρακα (κοκ). Αναφέρει τις διάχυτες και ανεξέλεγκτες εκπομπές από διάφορες πηγές, όπως διαρροές από καπάκια, από τις πόρτες των κλιβάνων και των περιβλημάτων τους, από τους σωλήνες ανυψώσεως, καθώς και εκπομπές από ορισμένες βιομηχανικές διαδικασίες, όπως η τροφοδοσία με άνθρακα και το ξεφούρνισμα και η αποπύρωση οπτάνθρακα (κοκ), ως συναφείς πηγές ΠΑΥ. Επιπλέον, οι ανεξέλεγκτες εκπομπές προέρχονται από τις μονάδες επεξεργασίας των αερίων των κλιβάνων οπτάνθρακα. Για τον περιορισμό των εκπομπών αυτών το BREF συνιστά να δοθεί προτεραιότητα στην ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία καθώς και στη συντήρηση των κλιβάνων οπτάνθρακα.

    Οι εκπομπές από την παραγωγή αλουμινίου είναι συναφείς μόνο όσον αφορά την ποιότητα του αέρα κοντά τις μονάδες που χρησιμοποιούν ακόμη τη μέθοδο Sφderberg. Οι εκπομπές ΠΑΥ από αυτές τις μονάδες παραγωγής είναι μεγαλύτερες κατά δύο τάξεις μεγέθους από τις εκπομπές μονάδων που χρησιμοποιούν υψικαμίνους ανόδου.

    Η οδηγία 98/70/ΕΚ σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ θέτει περιορισμούς όσον αφορά την περιεκτικότητα των καυσίμων ντίζελ σε ΠΑΥ. Περαιτέρω μείωση των συνολικών εκπομπών από τις οδικές μεταφορές θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί μέσω της λήψης μέτρων για τη μείωση των εκπομπών αιωρούμενων σωματιδίων από τους κινητήρες ντίζελ.

    Με την παρούσα πρόταση θα παρακολουθούνται τα μέτρα που εφαρμόζονται υπό την οδηγία IPPC με την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα κοντά σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Για αυτές τις εγκαταστάσεις δεν προβλέπονται άλλα μέτρα εκτός της εφαρμογής των ΒΔΤ που απαιτείται από την οδηγία IPPC. Με βάση την βασική έννοια των ΒΔΤ, δηλαδή τεχνικές των οποίων η υλοποίηση είναι οικονομικώς και τεχνολογικώς εφικτή, αποκλείεται το κλείσιμο υφιστάμενων εγκαταστάσεων ώστε να πληρούνται τα πρότυπα ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα. Επιπλέον, σύμφωνα με την παρούσα πρόταση θα απαιτείται από τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν όλα τα μέτρα περιορισμού των εκπομπών τα οποία δεν επιφέρουν υπερβολικό κόστος στους κλάδους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας IPPC, π.χ. η θέρμανση κατοικιών με στερεά καύσιμα και οι οδικές μεταφορές.

    7 ΕΠΊΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΏΠΙΝΗ ΥΓΕΙΑ

    Οι ομάδες εργασίας που αναφέρθηκαν στο κεφάλαιο 4 κατέληξαν στα επίπεδα συγκέντρωσης στον ατμοσφαιρικό αέρα που θα ελαχιστοποιούσαν τις επιβλαβείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία. Η εκτίμηση βασίζεται στον ορισμό του μοναδιαίου κινδύνου, δηλαδή ο επιπλέον κίνδυνος καρκινογένεσης υπό συνεχή έκθεση σε 1 ϴg/m3 καθ' όλη τη διάρκεια ζωής ενός ατόμου. Για ρύπους για τους οποίους ο ΠΟΥ έχει ορίσει τον μοναδιαίο κίνδυνο, τα όρια αφορούν τον αποδεκτό επιπλέον κίνδυνος καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής. Καθώς ο ΠΟΥ δεν παρέχει συστάσεις σχετικά με το τι συνιστά αποδεκτό επίπεδο κινδύνου, η προσέγγιση που επέλεξαν οι ομάδες εργασίας ήταν αυτή που προβλέπεται στην οδηγία 98/83/EΚ σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης [23], στην οποία θεωρήθηκε ως βάση επιπλέον συνολικός κίνδυνος ίσος με ένα στο εκατομμύριο. Όταν δεν ήταν δυνατός ο προσδιορισμός μοναδιαίου κινδύνου, η εκτίμηση των επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία αφορά μη καρκινογόνο δράση. Σε γενικές γραμμές, η Επιστημονική Επιτροπή για την Τοξικότητα, την Οικοτοξικότητα και το Περιβάλλον (CSTEE) [24] συμφώνησε με τα προτεινόμενα επίπεδα προστασίας. Επίσης η Επιστημονική Επιτροπή τόνισε ότι είναι περιορισμένες οι επιστημονικές, τεχνικές και επιδημιολογικές γνώσεις για την εκτίμηση της επικινδυνότητας των συγκεντρώσεων ΠΑΥ στον ατμοσφαιρικό αέρα και συνέστησε περαιτέρω έρευνα.

    [23] ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 32.

    [24] http://europa.eu.int/comm/food/fs/sc/sct/index_en.html

    7.1 Αρσενικό

    Το αρσενικό στον ατμοσφαιρικό αέρα έχει σημαντικές επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία. Εκτός από την μη καρκινογόνο επίδρασή του, οι σημαντικότερες επιπτώσεις στην υγεία από την παρατεταμένη έκθεση σε αυτό είναι καρκίνοι του δέρματος και των πνευμόνων. Ο Διεθνής Οργανισμός Καρκινολογικών Ερευνών (IARC) κατατάσσει το αρσενικό στις γνωστές καρκινογόνους ουσίες για τον άνθρωπο. Η ομάδα εργασίας για τα μέταλλα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επί του παρόντος επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το αρσενικό δρα ως γονιδιοτοξικός [25] παράγοντας, πράγμα που συνεπάγεται ότι για τους γνωστούς μηχανισμούς δράσης του υπάρχει ήδη ασφαλές ανώτατο όριο. Αντιθέτως, η Επιστημονική Επιτροπή για την Τοξικότητα, την Οικοτοξικότητα και το Περιβάλλον (CSTEE) κρίνει ότι το αρσενικό πρέπει να θεωρείται γονιδιοτοξικό. Η από το στόμα πρόσληψη του αρσενικού είναι υποδεέστερης σημασίας σε σύγκριση με την καρκινογόνο δράση του μέσω της εισπνοής.

    [25] Γονιδιοτοξικές είναι ουσίες ικανές να προξενήσουν βλάβες στο DNA

    Εφόσον θεωρηθεί ότι το αρσενικό είναι γονιδιοτοξική καρκινογόνος ουσία για τον άνθρωπο, και εφόσον δεν έχει οριστεί ανώτατο επίπεδο κάτω από το οποίο δεν παρατηρούνται αρνητικές επιδράσεις στην υγεία, κάθε εκτίμηση του κινδύνου που συνιστά για την ανθρώπινη υγεία πρέπει να βασίζεται στην προσέγγιση του μοναδιαίου κινδύνου. Ο ΠΟΥ προτείνει ως μοναδιαίο κίνδυνο για το αρσενικό τα 1,5 x 10-3 (ϴg/m³)-1. Ο μοναδιαίος κίνδυνος είναι ο επιπλέον κίνδυνος που διατρέχει κάποιος να εμφανίσει καρκίνο του πνεύμονα υπό συνεχή έκθεση σε 1 ϴg/m3 αρσενικού καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του. Εάν αυτός ο μοναδιαίος κίνδυνος αναχθεί σε ετήσια μέση συγκέντρωση που να αντιστοιχεί σε διά βίου κίνδυνο ίσο προς ένα στο εκατομμύριο, η συγκέντρωση αυτή είναι 0,66 ng/m³.

    Ωστόσο, όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη ανώτατου ορίου, η ομάδα εργασίας έκρινε ότι η προσέγγιση με βάση τον μοναδιαίο κίνδυνο θα οδηγούσε σε υπερεκτίμηση του πραγματικού κινδύνου. Η πλειονότητα των μελών τάχθηκε υπέρ ανώτατου ψευδο-ορίου, καταλήγοντας ότι ετήσιες μέσες συγκεντρώσεις συνολικού αρσενικού κάτω των 4-13 ng/m³ θα ελαχιστοποιούσαν τις επιβλαβείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία.

    7.2 Κάδμιο

    Μολονότι η από το στόμα πρόσληψη του καδμίου είναι γενικώς ο σημαντικότερος τρόπος έκθεσης σε αυτό, υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το κάδμιο στον ατμοσφαιρικό αέρα αποτελεί κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία. Οι επιπτώσεις του στην υγεία, καρκινογόνοι και μη, είναι δυνητικά σοβαρές, και το κάδμιο θεωρείται πιθανός γονιδιοτοξικός παράγοντας. Όσον αφορά τη μη καρκινογόνο δράση του, το όργανο που πλήττεται κυρίως είναι τα νεφρά. Βάσει μελετών σε συγκεκριμένους εργασιακούς κλάδους, ο ΠΟΥ όρισε ως LOAEL [26] για τη νεφρική δυσλειτουργία τα 100 ϴg/m³ πολλαπλασιαζόμενα επί τα έτη έκθεσης. Εάν αυτή η τιμή χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον υπολογισμό του NOAEL [27] λαμβάνοντας υπόψη τη διά βίου έκθεση και τις αποκλίσεις μεταξύ οργανισμών του ιδίου είδους, ο ΠΟΥ συνιστά τα 5 ng/m³ ως ανώτατο ασφαλές όριο για τη μη εμφάνιση καρκίνου.

    [26] (LOAEL = Lowest-observed-adverse-effect level) Το ελάχιστο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία, όπως ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του ΠΟΥ για την ποιότητα του αέρα στην Ευρώπη

    [27] (NOAEL = No-observed-adverse-effect level) Επίπεδο στο οποίο δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιδράσεις , όπως ορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του ΠΟΥ για την ποιότητα του αέρα στην Ευρώπη

    Μολονότι το κάδμιο και οι ενώσεις του θεωρούνται καρκινογόνοι ουσίες από τον IARC, ο ΠΟΥ δεν ήταν σε θέση να συστήσει αξιόπιστο μοναδιαίο κίνδυνο λόγω της επιρροής της ταυτόχρονης έκθεσης σε αρσενικό στις διαθέσιμες επιδημιολογικές μελέτες. Μη λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενη σύγχυση των στοιχείων, η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA) των ΗΠΑ συνιστά ως μοναδιαίο κίνδυνο το 1,8 10-3 (ϴg/m³)-1. Θεωρώντας τον επιπλέον συνολικό κίνδυνο ίσο προς ένα στο εκατομμύριο, η αντίστοιχη συγκέντρωση είναι 0,24 ng/m³.

    Η ομάδα εργασίας για τα μέταλλα και η CSTEE θεωρούν την προσέγγιση της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ υπερπροστατευτική, μολονότι συμφωνεί ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ώστε να χαρακτηρισθεί το κάδμιο οριστικά μη γονιδιοτοξικό. Συνιστά η ετήσια μέση συγκέντρωση καδμίου στον ατμοσφαιρικό αέρα να μην υπερβαίνει τα 5 ng/m³, ώστε να αποφεύγονται δυσμενείς, μη καρκινογόνοι, επιδράσεις στην υγεία. Αυτό ανάγεται σε ανώτατο αποδεκτό επιπλέον κίνδυνο καθ' όλη τη διάρκεια ζωής ίσο προς 20 περιπτώσεις στο εκατομμύριο.

    7.3 Υδράργυρος

    Η επίδραση του υδραργύρου στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον είναι αποτέλεσμα διάφορων τοξικοκινητικών μηχανισμών, ανάλογα με τη χημική του μορφή, η οποία μπορεί να είναι αυτή του στοιχειακού υδράργυρου ή διάφορων οργανικών και ανόργανων ενώσεων.

    Ο βασικός τρόπος έκθεσης στον υδράργυρο είναι η κατάποση. Η χρόνια έκθεση στον υδράργυρο με οποιοδήποτε τρόπο ενδέχεται να προκαλέσει βλάβες στο κεντρικό νευρικό σύστημα και δυσμενείς επιδράσεις στα νεφρά. Μπορεί να προκαλέσει επίσης βλάβες στο έμβρυο και να μειώσει τη γονιμότητα ανδρών και γυναικών. Ο μεθυλικός υδράργυρος ταξινομείται από τον IARC ως πιθανή καρκινογόνος ουσία για τον άνθρωπο, ενώ ο στοιχειακός υδράργυρος θεωρείται μη ταξινομήσιμος. Σύμφωνα με τον IARC, ο μεταλλικός υδράργυρος είναι επίσης μη ταξινομήσιμος όσον αφορά πιθανή καρκινογόνο δράση. Ο υδράργυρος μπορεί να προκαλέσει μυϊκό τρόμο, αλλαγές προσωπικότητας και συμπεριφοράς, απώλεια μνήμης, μεταλλική γεύση, χαλάρωση των ούλων, πεπτικές διαταραχές, εξανθήματα και βλάβες στον εγκέφαλο και στα νεφρά. Μπορεί επίσης να προκαλέσει δερματικές αλλεργίες και συσσωρεύεται στον οργανισμό.

    Η έκθεση στον στοιχειακό υδράργυρο, δηλαδή στον Hg(0), οφείλεται κυρίως στα σφραγίσματα των δοντιών και, κατά ένα μικρό μόνο μέρος, σε εισπνοή ή κατάποση. Το πόρισμα σχετικής μελέτης LOAEL ήταν ότι η ετήσια μέση συγκέντρωση στον ατμοσφαιρικό αέρα πρέπει να μην υπερβαίνει 50 ng Hg(0) ανά m³.

    Οι ενώσεις του ανόργανου υδραργύρου απορροφώνται σε μικρό μόνον βαθμό, και το μεγαλύτερο μέρος των δόσεων που εισέρχονται στον οργανισμό μέσω εισπνοής ή κατάποσης αποβάλλονται με τα κόπρανα.

    7.4 Νικέλιο

    Οι μη καρκινογόνοι επιδράσεις στην υγεία του νικελίου που περιέχεται στον ατμοσφαιρικό αέρα αφορούν κυρίως την αναπνευστική οδό, το ανοσοποιητικό σύστημα και την ενδοκρινική ρύθμιση. Οι δυσμενείς επιδράσεις εξαρτώνται από τη μορφή του νικελίου, και οι διαλυτές ενώσεις του νικελίου είναι οι πλέον επικίνδυνες.

    Η ομάδα εργασίας για τα μέταλλα και η CSTEE κατέληξαν ότι δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί το NOAEL από τις υπάρχουσες μελέτες. Χρησιμοποιώντας ως βάση LOAEL ίσο προς 0,06 mg/m³, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές μεταξύ ειδών και μεταξύ οργανισμών του ίδιου είδους και υπολογίζοντας τη διά βίου έκθεση από προέκταση των στοιχείων που αφορούν τη μη συνεχή έκθεση, η ομάδα εργασίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ετήσια μέση τιμή της συγκέντρωσης του νικελίου στον ατμοσφαιρικό αέρα πρέπει να μην υπερβαίνει τα 10-50 ng/m³. Η CSTEE συμφωνεί με την κατώτερη τιμή αυτού του εύρους, προτείνει όμως να θεωρείται ως υπόθεση εργασίας ότι οι διαλυτές ενώσεις του νικελίου αντιστοιχούν γενικά στο 50 % κατά μέγιστο της συνολικής ποσότητας νικελίου στον ατμοσφαιρικό αέρα. Με τα δεδομένα αυτά, η CSTEE προτείνει ως ανώτατο όριο τα 20 ng/m³, προκειμένου να αποφεύγονται οι μη καρκινογόνοι επιπτώσεις του νικελίου.

    Πολλές ενώσεις του νικελίου θεωρούνται καρκινογόνοι για τον άνθρωπο, και το μεταλλικό νικέλιο θεωρείται πιθανή καρκινογόνος ουσία από τον IARC. Καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το νικέλιο είναι μη γονιδιοτοξικό, η ομάδα εργασίας για τα μέταλλα και η CSTEE αποφάσισαν ότι δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί ανώτατο ασφαλές όριο. Ο ΠΟΥ συνιστά ως μοναδιαίο κίνδυνο τα 3,8 10-4 (ϴg/m³)-1. Βάσει αυτού του αριθμού, σε επιπλέον συνολικό κίνδυνο ίσο προς ένα στο εκατομμύριο αντιστοιχεί συγκέντρωση 2,5 ng/m³. Η CSTEE θεωρεί ότι πρόκειται για συντηρητική εκτίμηση καθώς ακόμη και το θειούχο νικέλιο, η πλέον συνηθισμένη ένωση, αντιπροσωπεύει μόνον 10 % της συνολικής συγκέντρωσης νικελίου στον ατμοσφαιρικό αέρα. Η CSTEE θεωρεί συνεπώς ότι η διατήρηση της συγκέντρωσης στο επίπεδο των 20 ng/m³ παρέχει επαρκή προστασία από καρκινογόνους επιπτώσεις.

    7.5 Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες

    Οι άνθρωποι δεν εκτίθενται ποτέ σε μεμονωμένους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες, και για τον λόγο αυτό δεν είναι δυνατό να χαρακτηρισθούν μεμονωμένες ενώσεις ΠΑΥ αποδεδειγμένα καρκινογόνοι για τον άνθρωπο. Οι ΠΑΥ που απαντούν στο περιβάλλον περιλαμβάνουν ουσίες που έχουν χαρακτηρισθεί από το IARC πιθανά ή δυνητικά καρκινογόνοι. Πολλοί ΠΑΥ είναι επίσης γονιδιοτοξικοί. Η έκθεση λαμβάνει χώρα μέσω της εισπνοής και της εισόδου στους πνεύμονες ενώσεων ΠΑΥ που βρίσκονται σε αερόφερτα σωματίδια.

    Υπάρχουν μελέτες για συγκεκριμένους εργασιακούς κλάδους, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τον υπολογισμό του κινδύνου που αποτελούν για την ανθρώπινη υγεία τα επίπεδα των ΠΑΥ στον ατμοσφαιρικό αέρα. Βασιζόμενη στα τρέχοντα στοιχεία, η ομάδα εργασίας όρισε το BaP ως την ένωση δείκτη για την εκτίμηση των κινδύνων που απορρέουν από τα μίγματα ΠΑΥ που απαντούν στο περιβάλλον. Από την άλλη πλευρά, η CSTEE είναι της άποψης ότι τα υπάρχοντα στοιχεία επιτρέπουν τη χρήση του BaP μόνο ως ημι-ποσοτικού δείκτη για την παρουσία καρκινογόνων ΠΑΥ. Λόγω της έλλειψης επαρκών στοιχείων, η CSTEE συνιστά τη διεξαγωγή περαιτέρω ερευνών.

    Εκτεταμένες μηχανιστικές μελέτες έχουν δείξει ότι πολλές ενώσεις ΠΑΥ - συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ενώσεων που απαντούν στον ατμοσφαιρικό αέρα - είναι πλήρως καρκινογόνοι, δηλαδή προκαλούν και ταυτόχρονα ευνοούν την ανάπτυξη καρκίνου. Η δράση τους αυτή χαρακτηρίζεται γονιδιοτοξική και επιγενετική, αντίστοιχα. Εφόσον το BaP θεωρηθεί γονιδιοτοξική καρκινογόνος ουσία για τον άνθρωπο και, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ανώτατο επίπεδο κάτω από το οποίο δεν θα παρατηρηθούν δυσμενείς επιδράσεις, οποιαδήποτε ρύθμιση όσον αφορά την ποιότητα του αέρα πρέπει να βασίζεται στον μοναδιαίο κίνδυνο. Ωστόσο, η σχέση δόσης-απόκρισης που χαρακτηρίζει την επιγενετική δράση των ΠΑΥ περιγράφεται καλύτερα από σιγμοειδή καμπύλη - εφόσον θεωρηθεί ότι υπάρχει κάποιο ανώτατο όριο κάτω από το οποίο δεν παρατηρείται τέτοιου είδους δράση.

    Ο ΠΟΥ προτείνει ως μοναδιαίο κίνδυνο για το BaP τα 8,7 x 10-5 (ng/m³)-1. Αυτός ο μοναδιαίος κίνδυνος είναι ο επιπλέον κίνδυνος εκδήλωσης καρκίνου από κάποιον που εκτίθεται διαρκώς σε 1 ϴg/m3 καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του. Ο ΠΟΥ δεν παρέχει καμία σύσταση σχετικά με τα ανεκτά επίπεδα κινδύνου. Η αναγωγή του ανωτέρω μοναδιαίου κινδύνου σε ετήσια μέση συγκέντρωση, που αντιστοιχεί σε διά βίου κίνδυνο ίσο προς ένα στο εκατομμύριο, δίνει συγκέντρωση 0,01 ng/m³. Η ομάδα εργασίας και η CSTEE κρίνουν ότι, δεδομένου του σιγμοειδούς χαρακτήρα της σχέσης δόσης-απόκρισης, ο υπολογισμός της συγκέντρωσης με την προαναφερόμενη μέθοδο οδηγεί κατά πάσα πιθανότητα σε υπερεκτίμηση του κινδύνου καρκινογένεσης.

    8 ΑΠΌΘΕΣΗ - ΕΠΙΠΤΏΣΕΙΣ ΣΤΟ ΈΔΑΦΟΣ, ΤΟ ΝΕΡΌ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ

    Η τοπική και η γενικευμένη ρύπανση του εδάφους μέσω της απόθεσης είναι σημαντική αιτία της υποβάθμισης του εδάφους. Η απόθεση και η συσσώρευση βαρέων μετάλλων και έμμονων οργανικών ρύπων στο έδαφος οδηγεί στην από το στόμα πρόσληψη μέσω της τροφικής αλυσίδας. Για ρύπους που δρουν συστημικά όπως το κάδμιο, η από το στόμα πρόσληψη μέσω της τροφής ή του εδάφους (παιδιά) είναι ενδεχομένως πιο σημαντική από την εισπνοή. Μακροπρόθεσμα, η συσσώρευση μεταλλικών ενώσεων και ΠΑΥ στο έδαφος μπορεί να προκαλέσει προβλήματα επειδή αυξάνεται η αφομοίωσή τους από τα φυτά και η μόλυνσή τους. Βραχυπρόθεσμα, οι αποθέσεις κονιορτού οδηγούν στη συσσώρευση ρύπων στα επίγεια τμήματα του φυτού. Αυτό είναι δυνατό να οδηγήσει σε αυξημένη αφομοίωση από τον άνθρωπο είτε διά της επαφής, π.χ. παιδιά που έρχονται σε επαφή με τα φυτά ή το χώμα και προσλαμβάνουν βαρέα μέταλλα όταν οι αποθέσεις περνούν στα χέρια τους, είτε μέσω της κατανάλωσης λαχανικών.

    Λαμβάνοντας υπόψη τα επίπεδα ενώσεων αρσενικού, καδμίου και νικελίου στο περιβάλλον, η ομάδα εργασίας για τα μέταλλα (βλέπε κεφάλαιο 4) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κάδμιο είναι πέρα από κάθε αμφιβολία το μέταλλο που κατά κύριο λόγο προσλαμβάνεται διά της στοματικής οδού.

    Οι ενώσεις του καδμίου δρουν ως συστημικοί ρύποι και η εισαγωγή τους στην τροφική αλυσίδα είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Η ομάδα εργασίας συνιστά επομένως ότι τα επίπεδα μέσης ετήσιας απόθεσης του καδμίου πρέπει να μην υπερβαίνουν τα 2,5-5 ϴg ανά m και ανά ημέρα. Αυτό το εύρος τιμών βασίζεται σε ανεκτή ημερήσια δόση ίση με 0,75 - 0,95 ϴg ανά χιλιόγραμμο σωματικού βάρους και ανά ημέρα. Η σύσταση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το κάδμιο συσσωρεύεται στο έδαφος εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η Επιτροπή καταρτίζει ήδη θεματική στρατηγική για την αποφυγή περαιτέρω υποβάθμισης του εδάφους.

    Επιπλέον, η ομάδα εργασίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η από το στόμα πρόσληψη αρσενικού είναι η σημαντικότερη οδός έκθεσης, ωστόσο, η εισπνοή κρίνεται ως πιο σημαντική όσον αφορά την καρκινογόνο δράση του. Για το νικέλιο, η ομάδα εργασίας κατέληξε ότι η εκτίμηση του κινδύνου αφορά κυρίως τις επιδράσεις του στο αναπνευστικό σύστημα.

    Μολονότι οι φυσικοχημικές ιδιότητες των διαφόρων ΠΑΥ ποικίλλουν σημαντικά, η ημι-πτητικότητα ορισμένων ΠΑΥ διευκολύνει τη μεταφορά τους σε όλο το περιβάλλον με αποτέλεσμα να ρυπαίνουν εξίσου τον αέρα, το έδαφος και τα υδάτινα σώματα, μέσω των διαδικασιών της απόθεσης και της επανεξαέρωσης. Όπως ισχύει και με άλλους έμμονους οργανικούς ρύπους, η συσσώρευση ΠΑΥ οδηγεί σε περαιτέρω υποβάθμιση του εδάφους και επηρεάζει τη λειτουργία του.

    Η πλέον σημαντική οδός έκθεσης στον μεθυλικό υδράργυρο (MeHg) είναι η από το στόμα πρόσληψη μέσω της τροφής, και ιδίως η κατανάλωση ψαριών. Ο μεθυλικός υδράργυρος είναι η σημαντικότερη ένωση του υδραργύρου καθώς απορροφάται γρήγορα και σε υψηλό ποσοστό από τον γαστρεντερικό σύστημα. Η δόση αναφοράς που συνιστά η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ είναι 0,1 ϴg MeHg ανά χιλιόγραμμο σωματικού βάρους και θεωρείται κατάλληλη και για την Ευρώπη.

    Ο στοιχειακός υδράργυρος που εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα τελικά αποτίθεται ρυπαίνοντας επίγεια και υδάτινα οικοσυστήματα, όπου μετατρέπεται σε MeHg. Ωστόσο, μεγάλα τμήματα του κύκλου του υδραργύρου στο περιβάλλον παραμένουν άγνωστα και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τον προσδιορισμό τους. Αυτό αφορά την εκπομπή, τη μεταφορά, την απόθεση, τη μετατροπή και τη βιοσυσσώρευσή του. Η ομάδα εργασίας για τον υδράργυρο (βλέπε κεφάλαιο 4) ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχει γενικής ισχύος σχέση μεταξύ των ανθρωπογενών εκπομπών υδραργύρου και των συγκεντρώσεων MeHg στα ψάρια.

    Προκειμένου να εκτιμηθεί η ακρίβεια των μέτρων ελέγχου και η συνολική εισερχόμενη ποσότητα υδραργύρου στα χερσαία και τα θαλάσσια οικοσυστήματα πρέπει να συγκροτηθεί στην Κοινότητα δίκτυο υποχρεωτικής παρακολούθησης των συνολικών ποσοτήτων αέριου υδραργύρου στον ατμοσφαιρικό αέρα και των αποθέσεων υδραργύρου.

    9 ΚΌΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΦΕΛΗ

    Σκοπός των οικονομικών μελετών που αναφέρθηκαν στο κεφάλαιο 4 ήταν η εκτίμηση του επιπρόσθετου κόστους και των πιθανών ωφελειών των δράσεων που απαιτούνται, ώστε να επιτευχθούν συγκεντρώσεις στον ατμοσφαιρικό αέρα οι οποίες θα ελαχιστοποιούσαν τις επιβλαβείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία, σύμφωνα με τις συστάσεις των προαναφερθεισών ομάδων εργασίας.

    Στις μελέτες αυτές, η προσέγγιση που επιλέχθηκε ήταν η εξέταση κάθε τομέα χωριστά μέσω της ανάλυσης των πηγών των εκπομπών και των τρόπων μείωσής τους. Μετά από σύγκριση της αναμενόμενης ποιότητας του αέρα το 2010 εάν η κατάσταση παραμείνει ως έχει προς εκείνη που θα προκύψει εάν εφαρμοστούν τα προτεινόμενα επίπεδα συγκέντρωσης, αναζητήθηκαν επιπρόσθετες τεχνικές μείωσης των εκπομπών, ώστε να καταστεί δυνατή η συμμόρφωση με τα εν λόγω επίπεδα. Τέλος, πραγματοποιήθηκε εκτίμηση κόστους ώστε να προσδιορισθούν οι οικονομικότερες τεχνικές.

    Στις μελέτες εξετάσθηκε η επίδραση της έκθεσης στη θνησιμότητα. Τα οφέλη εκφράστηκαν σε χρηματικά ποσά, ώστε να είναι δυνατή η αντιπαραβολή τους με το κόστος συμμόρφωσης με τα προτεινόμενα επίπεδα συγκέντρωσης.

    Πρέπει να αναφερθεί ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα δευτερεύοντα οφέλη, καθώς δεν είναι ακόμη δυνατό να εκφρασθούν σε χρηματικά ποσά. Στα οφέλη αυτά περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, η μείωση των δυσμενών επιδράσεων στα οικοσυστήματα και τις καλλιέργειες ή η μείωση της έκθεσης στον χώρο εργασίας.

    Οι οικονομικές πτυχές που αφορούν τον υδράργυρο δεν εξετάσθηκαν καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι τρέχουσες συγκεντρώσεις του στον ατμοσφαιρικό αέρα συνιστούν σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.

    Το κόστος που σχετίζεται με την παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα και των αποθέσεων εκτιμήθηκε βάσει του τρέχοντος λειτουργικού κόστους σε επιλεγμένα κράτη μέλη.

    9.1 Αρσενικό

    Ύστερα από συζητήσεις της ομάδας εργασίας για τα μέταλλα, εκτιμήθηκαν το κόστος και τα οφέλη όσον αφορά τις εκπομπές από συναφείς πηγές για πέντε πιθανές τιμές συγκέντρωσης, 20 ng/m³, 13 ng/m³, 5 ng/m³, 4 ng/m³ και 1 ng/m³. Θεωρήθηκε τεχνικώς αδύνατο να επιτευχθεί η χαμηλότερη από αυτές τις τιμές σε όλες σχεδόν τις εγκαταστάσεις μέχρι το έτος στόχο, δηλαδή το 2010. Για μία μονάδα παραγωγής χαλκού και μία μονάδα παραγωγής μολύβδου αποφασίστηκε ότι, προκειμένου να επιτευχθεί η υψηλότερη έστω από τις πέντε τιμές, οι μονάδες έπρεπε να τεθούν εκτός λειτουργίας. Προκειμένου να επιτευχθούν οι συνιστώμενες τιμές 4 - 13 ng/m³, η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατό να εφαρμοστούν τεχνικές συμμόρφωσης, το κόστος υπερβαίνει τα συγκεκριμένα ποσοτικοποιήσιμα οφέλη.

    Η εφαρμογή των ΒΔΤ στις εννέα μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής χαλκού στην ΕΕ-15 αναμένεται να οδηγήσει σε μέγιστες συγκεντρώσεις στον ατμοσφαιρικό αέρα μεταξύ 10 και 20 ng/m³. Το κόστος επίτευξης του στόχου αυτού για τον κλάδο της παραγωγής χαλκού εκτιμάται σε 19 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Τα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν λόγω χαμηλότερης θνησιμότητας, με τον περιορισμό της συγκέντρωσης εντός του εύρους από 4 έως 13 ng/m³, υπολογίστηκε ότι θα ανέρχονταν σε μόνον 0,1 εκατομμύριο ευρώ ετησίως.

    Δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για την ποσοτικοποίηση του κόστους σε μονάδες παραγωγής μολύβδου. Η συμμόρφωση στις μονάδες παραγωγής νικελίου και κραμάτων νικελίου θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί μέσω επενδύσεων σε μέτρα περιορισμού των εκπομπών νικελίου (βλέπε κεφάλαιο 9.3).

    9.2 Κάδμιο

    Ύστερα από συζητήσεις της ομάδας εργασίας για τα μέταλλα, εκτιμήθηκαν το κόστος και τα οφέλη για τρεις πιθανές τιμές συγκέντρωσης, 15 ng/m³, 5 ng/m³ και 0,5 ng/m³. Θεωρήθηκε αδύνατο να επιτευχθεί η χαμηλότερη από τις τιμές αυτές σε όλες σχεδόν τις εγκαταστάσεις μέχρι το έτος στόχο, δηλαδή το 2010. Για μία μονάδα παραγωγής χαλκού και μία άλλη παραγωγής μολύβδου αποφασίστηκε ότι, προκειμένου να επιτευχθεί η υψηλότερη έστω από τις πέντε τιμές, οι μονάδες έπρεπε να τεθούν εκτός λειτουργίας. Προκειμένου να επιτευχθεί η συνιστώμενη τιμή 5 ng/m³, η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στις περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατό να εφαρμοστούν τεχνικές συμμόρφωσης, το κόστος υπερβαίνει τα συγκεκριμένα ποσοτικοποιήσιμα οφέλη.

    Στοιχεία της δεκαετίας του 1990 δείχνουν ότι η συγκεντρώσεις καδμίου κοντά σε μονάδες παραγωγής ψευδαργύρου ήταν τουλάχιστον 30 ng/m³. Μέσω της εφαρμογής των ΒΔΤ αναμένεται ότι θα επιτευχθεί η συνιστώμενη συγκέντρωση σε 14 εκ των 19 μεγαλύτερων μονάδων παραγωγής ψευδαργύρου. Για τις υπόλοιπες πέντε μονάδες, σύμφωνα με την ευνοϊκότερη εκτίμηση για τα μέτρα περιορισμού είναι συνολικά 24 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Τα οφέλη από την χαμηλότερη θνησιμότητα λόγω του περιορισμού της συγκέντρωσης στα προαναφερόμενα επίπεδα, υπολογίστηκε ότι θα ανέρχονταν σε μόνον 0,2 εκατομμύριο ευρώ ετησίως.

    Σε δύο μονάδες παραγωγής χαλκού, θεωρήθηκε τεχνικώς αδύνατο να επιτευχθεί το ζητούμενο επίπεδο συγκέντρωσης, κυρίως λόγω επαναιώρησης, ενώ στις υπόλοιπες μονάδες η συμμόρφωση θεωρείται εφικτή μέσω επενδύσεων σε μέτρα περιορισμού των εκπομπών αρσενικού (βλέπε κεφάλαιο 9.2). Δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για την ποσοτικοποίηση του κόστους σε μονάδες παραγωγής μολύβδου.

    9.3 Νικέλιο

    Ύστερα από συζητήσεις της ομάδας εργασίας για τα μέταλλα, εκτιμήθηκαν το κόστος και τα οφέλη για τρεις πιθανές τιμές συγκέντρωσης: 50 ng/m³, 30 ng/m³, 10 ng/m³ και 3 ng/m³. Θεωρήθηκε αδύνατο να επιτευχθεί η χαμηλότερη από τις τιμές αυτές σε όλες σχεδόν τις εγκαταστάσεις μέχρι το έτος στόχο, δηλαδή το 2010, ενώ τα 50 ng/m³ θεωρήθηκε εφικτός στόχος σε όλες τις εγκαταστάσεις χωρίς επιπρόσθετο κόστος. Όσον αφορά τη συγκέντρωση 20 ng/m³, η μελέτη κατέληξε ότι στις περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατό να εφαρμοστούν τεχνικές συμμόρφωσης, το κόστος υπερβαίνει τα συγκεκριμένα ποσοτικοποιήσιμα οφέλη. Επιπλέον, η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν τεχνικά αδύνατο να επιτευχθούν επίπεδα συγκέντρωσης 10 ng/m³ κοντά στις εννέα μονάδες παραγωγής χαλκού της ΕΕ-15.

    Προκειμένου να επιτευχθεί συγκέντρωση 10 ng/m³ κοντά σε ορισμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις πέρα από την εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας. Σύμφωνα με την ευνοϊκότερη εκτίμηση, το κόστος ανά έτος είναι 405 εκατομμύρια ευρώ για τα 48 διυλιστήρια πετρελαίου στην ΕΕ-15. το κόστος εφαρμογής των τεχνικών συμμόρφωσης σε 11 εγκαταστάσεις διύλισης πετρελαίου ώστε να επιτευχθεί συγκέντρωση 30 ng/m³, υπολογίζεται σε 136 εκατομμύρια ευρώ. Το κόστος για τα μέτρα περιορισμού των εκπομπών στους 34 από τους 250 περίπου ηλεκτρικούς κλιβάνους βολταϊκού τόξου υπολογίζεται ότι κυμαίνεται μεταξύ 54 και 73 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, ενώ στις τέσσερις μονάδες παραγωγής νικελίου ή κραμάτων νικελίου το κόστος υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 6 εκατομμύρια ευρώ. Τα οφέλη από την χαμηλότερη θνησιμότητα λόγω περιορισμού της συγκέντρωσης στα 20 ng/m³ υπολογίστηκε ότι θα ανέρχονταν σε μόνον 0,3 εκατομμύριο ευρώ ετησίως.

    Δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για την ποσοτικοποίηση του κόστους σε μονάδες παραγωγής ψευδαργύρου και μολύβδου, και του κόστους για τη μείωση των εκπομπών από ναυτιλιακές δραστηριότητες κοντά σε λιμένες.

    9.4 Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες

    Ύστερα από συζητήσεις στην ομάδα εργασίας σχετικά με τους ΠΑΥ, υπολογίστηκαν το κόστος και τα οφέλη χρησιμοποιώντας το BaP ως δείκτη. Εξετάστηκαν πέντε πιθανές τιμές συγκέντρωσης - 5,0 ng/m³, 1,0 ng/m³, 0,5 ng/m³, 0,05 ng/m³ και 0,01 ng/m³ - με χρονικό ορίζοντα συμμόρφωσης το 2010. Η χαμηλότερη από τις τιμές αυτές είναι προφανές ότι είναι κατά πολύ μικρότερη των τρεχουσών συγκεντρώσεων σε μη εκτεθειμένες περιοχές, και η επίτευξή της δεν θα ήταν δυνατή έως το 2010, ίσως δε να μην είναι καθόλου εφικτή.

    Επί του παρόντος, παρατηρούνται συγκεντρώσεις άνω των 5 ng/m³ κοντά σε μονάδες παραγωγής οπτάνθρακα (κοκ) και μονάδες παραγωγής αλουμινίου που χρησιμοποιούν τη μέθοδο Sφderberg. Το 2010, τα επίπεδα ΠΑΥ στον ατμοσφαιρικό αέρα αναμένεται ότι θα είναι τα ίδια, ακόμη και με την εφαρμογή ΒΔΤ. Προκειμένου να επιτευχθεί τιμή συγκέντρωσης από 1 έως 5 ng/m³, η μόνη εναλλακτική λύση, αντί της παύσης λειτουργίας των εγκαταστάσεων, είναι η μετατροπή τους σε νέες μονάδες. Ωστόσο, ακόμη με την ευνοϊκότερη εκτίμηση, το κόστος - περίπου 10 εκατομμύρια ευρώ ανά μονάδα για την μετατροπή από τη μέθοδο Sφderberg σε μονάδα με τεχνολογία προθέρμανσης - υπερβαίνει σαφώς τα συνολικό οφέλη λόγω μείωσης της θνησιμότητας, που υπολογίζονται σε 3 εκατομμύρια ευρώ για όλες τις βιομηχανικές μονάδες.

    Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η κατανάλωση στερεών καυσίμων για οικιακή θέρμανση, δηλαδή η καύση ξύλου και βιομάζας και η χρήση άνθρακα, αναμένεται ότι θα είναι η αιτία του 86 % των περιπτώσεων εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα λόγω έκθεσης σε ΠΑΥ στην ΕΕ-15 το 2010. Σύμφωνα με οικονομική μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής, τα οφέλη από τη μείωση των εκπομπών, ώστε η συγκέντρωση ΠΑΥ να μειωθεί στο 1 ng/m3 BaP, θα ανέλθουν σε περίπου 150 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, και το συνολικό κόστος για την βελτιστοποίηση των θερμαστρών στην ΕΕ- 15 σε 2,5 - 3,7 δισεκατομ. ευρώ εντός μιας δεκαετίας. Στη μελέτη επισημαίνεται ότι αυτές οι εκτιμήσεις κόστους χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα και πρέπει να θεωρηθούν ως μέγιστες πιθανές τιμές. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ετήσιο κόστος θα είναι περίπου της ιδίας τάξης μεγέθους με τα εκτιμώμενα οφέλη. Η σχέση κόστους-οφέλους ποικίλλει μεταξύ των κρατών μελών, λόγω των διαφορετικών συγκεντρώσεων στον ατμοσφαιρικό αέρα, των διαφορών στα ποσοστά χρήσης σύγχρονων θερμαστρών και του κόστους αντικατάστασης των παλαιών θερμαστρών κλπ. Συνεπώς, προκειμένου να αποφασίσουν τα μέτρα που πρέπει να εφαρμοσθούν σε περιοχές όπου τα επίπεδα συγκέντρωσης υπερβαίνουν τα επιδιωκόμενα, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να βασισθούν στην κατά περίπτωση εκτίμηση των πλέον ενδεδειγμένων για την περιοχή τους μέτρων.

    Πολλά από τα μέτρα που θα ήταν δυνατόν να εφαρμοσθούν για τη μείωση των εκπομπών ΠΑΥ από τα οχήματα απορρέουν από την ήδη υπάρχουσα νομοθεσία για άλλους ρύπους και από μέτρα για τη μείωση της συμφόρησης σε μικρές και μεγάλες πόλεις. Είναι όμως σαφές ότι θα είναι δύσκολο να προσδιορισθούν οι βασικές συγκεντρώσεις για το 2010, καθώς επικρατεί αβεβαιότητα σχετικά με τον βαθμό στον οποίο τα μέτρα αυτά θα εφαρμοσθούν. Η βέλτιστη εκτίμηση των οικονομικών οφελών που θα προκύψουν από την επίτευξη του στόχου του 1 ng/m³ BaP για τις εκπομπές οχημάτων είναι 7 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.

    9.5 Δαπάνες για την παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα και της απόθεσης

    Βάσει στοιχείων από επιλεγμένα κράτη μέλη όπου λειτουργούν σταθμοί μέτρησης των ρύπων, το μέσο κόστος ανάλυσης ανά δείγμα ανέρχεται σε 15 ευρώ για καθένα από τα βαρέα μέταλλα και σε 100 ευρώ για το BaP. Ο συνολικός αριθμός δειγμάτων υπολογίζεται βάσει της παραδοχής ότι η διεξαγωγή μετρήσεων θα είναι υποχρεωτική, εκεί όπου οι συγκεντρώσεις ρύπων στον ατμοσφαιρικό αέρα συνιστούν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.

    Από την οικονομική μελέτη σχετικά με την παρακολούθηση των επιπέδων BaP προκύπτει ότι μετρήσεις πρέπει να πραγματοποιούνται στις περιοχές γύρω από τις περισσότερες μονάδες παραγωγής οπτάνθρακα (κοκ), σε ορισμένες κατοικημένες ζώνες και σε πολλούς οικισμούς. Συνολικά, περίπου 100 μονάδες μέτρησης ρύπων πρέπει να εγκατασταθούν στην ΕΕ-15. Εάν η χρονική κάλυψη ανέρχεται στο 33 % και η δειγματοληψία γίνεται σε 24ωρη βάση, το συνολικό κόστος παρακολούθησης των επιπέδων BaP θα ανέλθει σε περίπου 1,5 εκατομμύριο ευρώ ετησίως.

    Από την οικονομική μελέτη προκύπτει ότι θα απαιτηθούν περίπου 100 σταθμοί μέτρησης ρύπων για το αρσενικό, το κάδμιο και το νικέλιο στην ΕΕ-15. Εάν η περίοδος δειγματοληψίας είναι διάρκειας μίας μόνον εβδομάδας και η χρονική κάλυψη ίση με 50 %, το συνολικό ετήσιο κόστος θα ανέλθει σε 250.000 ευρώ.

    Για την παρακολούθηση των επιπέδων συγκέντρωσης αρσενικού, καδμίου και νικελίου στον ατμοσφαιρικό αέρα μη εκτεθειμένων περιοχών καθώς και των επιπέδων απόθεσής τους σε περίπου 40 τοποθεσίες, με χαμηλότερη συχνότητα δειγματοληψιών, π.χ. 20 δείγματα ετησίως, το κόστος θα ήταν περίπου 80.000 ευρώ ετησίως.

    10 Η ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΕΥΡΥΜΈΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉ ΚΟΙΝΌΤΗΤΑ

    Οι πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση στις υπό ένταξη χώρες προέρχονται από στοιχεία που δημοσιεύονται στο πλαίσιο της σύμβασης για τη Μεγάλης Εμβέλειας Διασυνοριακή Ρύπανση του Αέρα [28]. Από τα στοιχεία που καταχωρήθηκαν το 1999 προκύπτει ότι οι συνολικές εκπομπές καδμίου και ΠΑΥ από τις δέκα υποψήφιες χώρες υπερβαίνουν αυτές της ΕΕ-15, ενώ οι εκπομπές αρσενικού και νικελίου εγγίζουν το 50 % των επίπεδων στην ΕΕ-15.

    [28] http://www.emep.int/emis_tables/tab1.html

    Όπως συμβαίνει και στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η βιομηχανία παραγωγής σιδήρου και χάλυβα και η βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων ευθύνονται κυρίως για τις εκπομπές αρσενικού, καδμίου και νικελίου στις υποψήφιες χώρες. Λόγω της δομής της βιομηχανίας της, η Πολωνία ευθύνεται για την παραγωγή του 50 % των ρύπων. ακολουθούν η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Η Λιθουανία εκπέμπει σημαντικές ποσότητες νικελίου. Όπως συμβαίνει και στην ΕΕ-15, από το 1990 παρατηρείται καθοδική πορεία. Η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου θα εξασφαλίσει περαιτέρω μείωση αυτών των περιβαλλοντικών ρύπων.

    Οι εκπομπές BaP στις υποψήφιες χώρες υπερβαίνουν τις αντίστοιχες εκπομπές στην Κοινότητα για το 1999, και ο κύριος όγκος προέρχεται από την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Τσεχική Δημοκρατία. Από το 1990, παρατηρείται ελαφρώς καθοδική πορεία. Μολονότι δεν υπάρχει ανάλυση ανά κλάδο για τις εκπομπές ΠΑΥ, είναι εύκολο να συναχθεί από τη γενική εικόνα των εκπομπών ότι οι κυριότερες πηγές είναι η οικιακή θέρμανση και οι μονάδες παραγωγής οπτάνθρακα (κοκ).

    Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία από παρακολούθηση των συγκεντρώσεων βαρέων μετάλλων και ΠΑΥ στον ατμοσφαιρικό αέρα στις υποψήφιες χώρες. Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι τα επίπεδα συγκέντρωσης στις υποψήφιες χώρες υπερβαίνουν τα επίπεδα που θεωρείται ότι δεν συνιστούν σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία. Λόγω της έλλειψης επαρκών δεδομένων, δεν στάθηκε δυνατό να συμπεριληφθούν οι υποψήφιες χώρες στις αναλύσεις κόστους-οφέλους. Είναι ωστόσο δυνατόν να θεωρείται βέβαιο ότι στην πλειονότητα των περιοχών όπου τα επίπεδα υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια, η επίτευξη των επιθυμητών συγκεντρώσεων δεν θα είναι εφικτή χωρίς το κλείσιμο κάποιων βιομηχανικών μονάδων. Παράλληλα, τα οφέλη από ορισμένες βασικές βελτιώσεις προς την κατεύθυνση των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών θα αντιστάθμιζαν κατά πάσα πιθανότητα το κόστος.

    11 Η ΠΡΌΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    11.1 Τιμή στόχος

    Επειδή δεν υπάρχουν οικονομικώς αποτελεσματικά μέτρα για να επιτευχθούν παντού επίπεδα συγκέντρωσης τα οποία να μην επιφέρουν αύξηση των επιβλαβών επιδράσεων στην ανθρώπινη υγεία, στην πρόταση δεν υιοθετήθηκε η προσέγγιση της οδηγίας 96/62/ΕΚ όπου προβλέπεται ο καθορισμός δεσμευτικών οριακών τιμών.

    Ιδίως όσον αφορά τον κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία από τις εκπομπές ΠΑΥ από την οικιακή θέρμανση και την οδική κυκλοφορία προτείνεται ως τιμή στόχος 1ngBaP/m³ ατμοσφαιρικού αέρα, η οποία πρέπει να προσεγγισθεί όσο το δυνατόν περισσότερο και χωρίς να προκληθεί υπερβολικό κόστος. Αυτή η τιμή στόχος αναφέρεται στο μέσο ετήσιο ποσοστό αιωρούμενων σωματιδίων PM10 στον ατμοσφαιρικό αέρα. Η επίτευξη των επιπέδων αυτών θα συνεπαγόταν επαρκή προστασία του πληθυσμού έναντι των καρκινογόνων επιδράσεων των ρύπων.

    Για να επιτευχθεί η βέλτιστη προστασία της ανθρώπινης υγείας πρέπει να ληφθούν όλα τα εύλογα μέτρα περιορισμού των εκπομπών όπου παρατηρείται υπέρβαση της τιμής στόχου. Εν προκειμένω, με την παρούσα πρόταση συμπληρώνεται η οδηγία IPPC, επειδή αναβαθμίζεται η ευαισθητοποίηση σχετικά με τυχόν υπέρβαση της προαναφερόμενης τιμής στόχου και εξασφαλίζεται ότι παρακολουθούνται επαρκώς τα επιτεύγματα για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα.

    11.2 Παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα και της απόθεσης

    Η πρόταση προβλέπει την υποχρεωτική παρακολούθηση των επιπέδων συγκέντρωσης, όταν οι συγκεντρώσεις υπερβαίνουν τα εξής όρια:

    - 6 ng αρσενικό /m³,

    - 5 ng κάδμιο /m³,

    - 20 ng νικέλιο /m³,

    - 1 ng BaP /m³.

    Δεδομένου ότι συγκεντρώσεις κάτω από αυτά τα επίπεδα θα ελαχιστοποιούσαν τις επιβλαβείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία, απαιτείται μόνον η ενδεικτική παρακολούθηση των συγκεντρώσεων αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου, νικελίου και ορισμένων ΠΑΥ σε περιορισμένο αριθμό τοποθεσιών όπου δεν παρατηρείται υπέρβαση των τιμών εκτίμησης. Ο σκοπός αυτής της παρακολούθησης μη εκτεθειμένων περιοχών είναι να εκτιμηθεί ο αντίκτυπος στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Για τον ίδιο σκοπό απαιτείται καταγραφή της συνολικής απόθεσης αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου και ΠΑΥ.

    11.3 Εκτίμηση και υποβολή εκθέσεων σχετικά με την ποιότητα του αέρα και την απόθεση

    Τα κράτη μέλη θα υποχρεούνται να ενημερώνουν την Επιτροπή και το κοινό σχετικά με κάθε υπέρβαση της τιμής στόχου, τα αίτια αυτής και τα μέτρα για την αντιμετώπισή της. Μετά το 2007, θα απαιτείται η εφαρμογή των ΒΔΤ σε κάθε βιομηχανική μονάδα που φέρει μερίδιο της ευθύνης για τυχόν υπέρβαση.

    Η πρόταση καθορίζει τα σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή και το πλήθος των σταθμών μέτρησης ρύπων. Τα κράτη μέλη θα οφείλουν να ενημερώνουν την Επιτροπή και το κοινό σχετικά με την ποιότητα του αέρα και την απόθεση ρύπων. Η απόφαση 97/101/ΕΚ για την αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών [29] θα τροποποιηθεί ώστε να καθιστά υποχρεωτική την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τα εν λόγω δεδομένα.

    [29] ΕΕ L 35, 5.2.97, σ. 14, όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2001/752/ΕΚ, ΕΕ L 282, 26.10.2001, σ. 69.

    11.4 Έκθεση σχετικά με την εφαρμογή

    Η Επιτροπή θεωρεί την πρότασή της φιλόδοξη αλλά και πρακτική, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων στοιχείων. Σκοπός της είναι η αποτελεσματικότητα των μέτρων περιορισμού των εκπομπών αρσενικού, καδμίου, νικελίου και ΠΑΥ τα οποία να είναι δυνατόν να ληφθούν ευλόγως από τα κράτη μέλη.

    Η Επιτροπή θεωρεί ωστόσο απαραίτητο να αναθεωρηθούν οι στόχοι αυτοί εν ευθέτω χρόνω. Η εν λόγω αναθεώρηση πρέπει να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην γονιδιοτοξικότητα του αρσενικού, του καδμίου και του νικελίου και στην καταλληλότητα του BaP ως δείκτη για τη συνολική καρκινογόνο δράση των ΠΑΥ, καθώς και στη σχέση δόσης-απόκρισης. Επιπλέον, πρέπει να εξετάζεται η πρόοδος που σημειώνεται στην επίτευξη των τιμών στόχων, με ιδιαίτερη έμφαση στη σύγκριση των εκπομπών σε τοποθεσίες που παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς τις πηγές εκπομπών.

    Όσον αφορά τον υδράργυρο, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να αναθεωρηθούν εν ευθέτω χρόνω τα στοιχεία που αφορούν τη συνολική έκθεση. Η αναθεώρηση αυτή πρέπει να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις σχέσεις μεταξύ πηγών και αποδεκτών και στις χημικές μετατροπές του υδραργύρου στο περιβάλλον.

    Βάσει της πρότασης απαιτείται από την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας το αργότερο έως το 2010.

    11.5 Νομική βάση

    Η νομική βάση της πρότασης είναι το άρθρο 175, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Οι στόχοι της προτεινόμενης οδηγίας αφορούν τη διατήρηση, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος και την προστασία της ανθρώπινης υγείας.

    12 ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΛΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

    Άρθρα 1 και 2

    Τα άρθρα αυτά εκθέτουν τους στόχους της παρούσας πρότασης και παραθέτουν τους απαραίτητους ορισμούς για την ερμηνεία της.

    Άρθρο 3

    Με το άρθρο αυτό θεσπίζονται οι διατάξεις για τη ρύθμιση των εκπομπών ΠΑΥ στον ατμοσφαιρικό αέρα. Ειδικότερα, προσδιορίζεται τιμή-στόχος για το BaP. Περιέχονται επίσης διατάξεις για την περίπτωση υπέρβασης της τιμής στόχου.

    Άρθρο 4 και Παραρτήματα

    Προβλέπονται οι απαιτήσεις όσον αφορά την παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα και της απόθεσης ρύπων. Στο παράρτημα Ι θεσπίζονται τα αντίστοιχα όρια εκτίμησης. Καθορίζονται επίσης διατάξεις για τον ελάχιστο αριθμό και τη θέση των σταθμών μέτρησης ρύπων, ενώ τα παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ περιέχουν όλες τις σχετικές λεπτομέρειες. Οι μέθοδοι αναφοράς προσδιορίζονται στο παράρτημα IV.

    Άρθρο 5

    Τα κράτη μέλη οφείλουν να διαβιβάζουν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με ζώνες και οικισμούς όπου σημειώνονται υπερβάσεις της τιμής στόχου ή της τιμής εκτίμησης. Η Επιτροπή οφείλει να διαθέτει αυτές τις πληροφορίες στο κοινό.

    Άρθρο 6

    Στο άρθρο αυτό προβλέπεται η σύσταση ειδικής επιτροπής που επικουρεί την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 96/62/ΕΚ.

    Άρθρο 7

    Με το άρθρο αυτό απαιτείται από τα κράτη μέλη να ενημερώνουν τακτικά το κοινό και τους αρμόδιους φορείς σχετικά με το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες και ιδίως όσον αφορά την αντίστοιχη τιμή στόχο για το BaP.

    Άρθρο 8

    Με το άρθρο αυτό υποχρεώνεται η Επιτροπή να υποβάλει έκθεση στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και την επιτευχθείσα πρόοδο όσον αφορά τις γνώσεις σχετικά με τους ρύπους που αποτελούν αντικείμενό της.

    Άρθρα 9 έως 12

    Πρόκειται για τυπικές διατάξεις

    2003/0164 (COD)

    Πρότασης για ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ σχετικά με το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες στον ατμοσφαιρικό αέρα

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175, παράγραφος 1,

    την πρόταση της Επιτροπής [30],

    [30] ΕΕ C [...], [...], σ. [...].

    τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [31],

    [31] ΕΕ C [...], [...], σ. [...].

    τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [32],

    [32] ΕΕ C [...], [...], σ. [...].

    αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης [33],

    [33] Γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της ......( δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ....... (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    Εκτιμώντας τα εξής:

    (1) Βάσει των αρχών που καθορίζονται στο άρθρο 175, παράγραφος 3 της Συνθήκης, στο έκτο κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον [34], το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση 1600/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [35], διαπιστώνεται η ανάγκη να επιτευχθούν επίπεδα ρύπανσης τα οποία να ελαχιστοποιούν τις επιβλαβείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, να βελτιωθεί η παρακολούθηση και η αξιολόγηση της ποιότητας του αέρα καθώς και της απόθεσης ρύπων, και να ενημερώνεται το κοινό.

    [34] ΕΕ L 242, 10.9.2002, σ. 1.

    [35] ΕΕ L 242, 10.9.2002, σ. 1.

    (2) Στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 96/62/EΚ του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα [36], προβλέπεται ότι η Επιτροπή θα υποβάλει προτάσεις για τη ρύθμιση των ρύπων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις που περιέχονται στις παραγράφους 3 και 4 του προαναφερθέντος άρθρου.

    [36] ΕΕ L 296, 21.11.1996, σ. 55.

    (3) Επιστημονικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι το αρσενικό, το κάδμιο, το νικέλιο και ορισμένοι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες είναι γονιδιοτοξικοί καρκινογόνοι παράγοντες για τον άνθρωπο και ότι δεν υπάρχουν προσδιορίσιμα ανώτατα επίπεδα κάτω από τα οποία οι εν λόγω ουσίες να μη συνιστούν κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία. Οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον είναι αποτέλεσμα των συγκεντρώσεων στον ατμοσφαιρικό αέρα και της απόθεσης. Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική και την τεχνική εφικτότητα, σε ορισμένες περιοχές δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν επίπεδα συγκεντρώσεων αρσενικού, καδμίου και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων στον ατμοσφαιρικό αέρα τα οποία να μη συνιστούν σημαντικό κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.

    (4) Το βενζο(a)πυρένιο χρησιμοποιείται ως δείκτης της επικινδυνότητας καρκινογένεσης από πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες στον ατμοσφαιρικό αέρα και ορίζεται τιμή στόχος, η οποία πρέπει να προσεγγίζεται όσο το δυνατό περισσότερο.

    (4α) Με την τιμή στόχο για το βενζο(a)πυρένιο δεν θα απαιτηθούν μέτρα που συνεπάγονται υπερβολικό κόστος. Όσον αφορά τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις, η τιμή στόχος για το βενζο(a)πυρένιο δεν συνεπάγεται επιπλέον μέτρα πέραν της εφαρμογής της βέλτιστης διαθέσιμης τεχνικής (ΒΔΤ), όπως απαιτείται από την οδηγία 96/61/ΕΚ, και, ιδίως, δεν θα επιφέρει το κλείσιμο εγκαταστάσεων. Ωστόσο, με αυτήν την τιμή στόχο, τα κράτη μέλη θα υποχρεωθούν να λάβουν όλα τα οικονομικώς αποτελεσματικά μέτρα περιορισμού των εκπομπών στους σχετικούς κλάδους, όπως π.χ. οικιακή θέρμανση με στερεά καύσιμα.

    (5) Στις περιπτώσεις στις οποίες οι συγκεντρώσεις υπερβαίνουν ορισμένα όρια, η παρακολούθηση των επιπέδων αρσενικού, καδμίου, νικελίου και βενζο(a)πυρενίου θα είναι υποχρεωτική. Προβλέπεται επίσης περαιτέρω παρακολούθηση των συγκεντρώσεων στον ατμοσφαιρικό αέρα και της απόθεσης σε μη εκτιθέμενες περιοχές.

    (6) Με βάση το άρθρο 176 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρούν ή να θεσπίζουν αυστηρότερα μέτρα προστασίας όσον αφορά το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες, υπό την προϋπόθεση αυτά να είναι συμβατά με τη Συνθήκη.

    (7) Ο μεθυλικός υδράργυρος θεωρείται πιθανή καρκινογόνος ουσία για τον άνθρωπο, ενώ ο στοιχειακός υδράργυρος θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να ταξινομηθεί ως προς την καρκινογόνο δράση του. Κύριος τρόπος έκθεσης στον υδράργυρο είναι η κατάποση. στην Ευρώπη, οι συγκεντρώσεις υδραργύρου στον ατμοσφαιρικό αέρα είναι αρκετά χαμηλές ώστε να μην έχουν δυσμενείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία. Καθώς ο ατμοσφαιρικός αέρας είναι το κύριο μέσο διάδοσης του υδραργύρου στο περιβάλλον, η απόθεση του αερόφερτου υδραργύρου συνεισφέρει στη συσσώρευση τοξικού μεθυλικού υδραργύρου στο νερό και στο έδαφος. Επί του παρόντος, ο κύκλος του υδραργύρου στο περιβάλλον δεν είναι επαρκώς γνωστός, ιδίως όσον αφορά τους ρυθμούς μεταφοράς του και τις οδούς έκθεσης σε αυτόν, συνεπώς, δεν ενδείκνυται η θέσπιση τιμών στόχων στο παρόν στάδιο.

    (8) Προκειμένου να διευκολυνθεί η αναθεώρηση της παρούσας οδηγίας το 2010, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνήσουν για την προώθηση την έρευνας σχετικά με τις επιπτώσεις του αρσενικού, του καδμίου, του υδραργύρου, του νικελίου και των πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον, ιδίως μέσω της απόθεσης.

    (9) Οι τυποποιημένες και ακριβείς τεχνικές μέτρησης και τα κοινά κριτήρια επιλογής των σημείων όπου θα εγκατασταθούν οι σταθμοί μέτρησης είναι σημαντικές παράμετροι της αξιολόγησης της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, ώστε τα στοιχεία που συλλέγονται να είναι συγκρίσιμα σε όλη την Κοινότητα.

    (10) Τα στοιχεία σχετικά με τις συγκεντρώσεις και την απόθεση των ελεγχόμενων ρύπων πρέπει να διαβιβάζονται στην Επιτροπή ώστε να αποτελούν τη βάση των τακτικών εκθέσεων.

    (11) Το κοινό πρέπει να έχει εύκολη πρόσβαση στα επίκαιρα στοιχεία σχετικά με τις συγκεντρώσεις των ελεγχόμενων ρύπων στον ατμοσφαιρικό αέρα και την απόθεσή τους.

    (12) Τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που θα επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

    (13) Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας πρέπει να εγκριθούν σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [37].

    [37] ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

    (14) Οι τροποποιήσεις που κρίνονται απαραίτητες για την προσαρμογή της οδηγίας στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο πρέπει να αφορούν αποκλειστικά στα κριτήρια και τις τεχνικές για την εκτίμηση των συγκεντρώσεων και της απόθεσης των ελεγχόμενων ρύπων ή στις αναλυτικές διαδικασίες για την διαβίβαση πληροφοριών στην Επιτροπή. Δεν θα τροποποιούν τις τιμές στόχου ή τα ανώτατα όρια, είτε άμεσα είτε έμμεσα,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    Άρθρο 1

    Στόχοι

    Η παρούσα οδηγία:

    (α) θεσπίζει τιμή στόχο για τη συγκέντρωση βενζο(a)πυρενίου στον ατμοσφαιρικό αέρα ώστε να αποφεύγονται, να προλαμβάνονται ή να περιορίζονται οι δυσμενείς επιδράσεις των πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων στην ανθρώπινη υγεία.

    (β) διασφαλίζει ότι η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα θα διατηρηθεί εκεί όπου είναι καλή και θα βελτιωθεί στις υπόλοιπες περιπτώσεις όσον αφορά τις συγκεντρώσεις πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων.

    (γ) προσδιορίζει κοινές μεθόδους και κριτήρια για την εκτίμηση των συγκεντρώσεων αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου, νικελίου και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων στον ατμοσφαιρικό αέρα, καθώς και της απόθεσης αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων.

    (δ) διασφαλίζει ότι το κοινό θα έχει πρόσβαση σε επαρκή πληροφόρηση όσον αφορά τις συγκεντρώσεις αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου, νικελίου και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων στον ατμοσφαιρικό αέρα καθώς και την απόθεση αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται οι ορισμοί του άρθρου 2 της οδηγίας 96/62/EΚ, με εξαίρεση τον ορισμό «τιμής στόχος».

    Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    (α) «τιμή στόχος», η συγκέντρωση στον ατμοσφαιρικό αέρα, η οποία καθορίζεται με σκοπό να ελαχιστοποιούνται οι επιβλαβείς επιδράσεις των πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον.

    (β) «όριο εκτίμησης», το επίπεδο που προσδιορίζεται στο παράρτημα Ι, η υπέρβαση του οποίου επιβάλλει την παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα, σύμφωνα με το άρθρο 4 της παρούσας οδηγίας.

    (γ) «σταθερές μετρήσεις», οι μετρήσεις που εκτελούνται σε σταθερούς σταθμούς μέτρησης ρύπων είτε διαρκώς είτε με τυχαία δειγματοληψία.

    (δ) «αρσενικό», «κάδμιο», «νικέλιο» και «βενζο(a)πυρένιο», η συνολική περιεκτικότητα των αιρούμενων σωματιδίων διαμέτρου 10 μm (PM10) σε αυτά τα στοιχεία.

    (ε) «PM10», τα σωματίδια που διέρχονται διά στομίου κατά μέγεθος διαλογής σύμφωνο με το πρότυπο ISO 7708 το οποίο συγκρατεί το 50 % των σωματιδίων αεροδυναμικής διαμέτρου 10 μm.

    (στ) «πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες», οι οργανικές ενώσεις που συνίστανται από τουλάχιστον δύο αρωματικούς δακτυλίους οι οποίοι αποτελούνται αποκλειστικά από άνθρακα και υδρογόνο.

    (ζ) «συνολικός αέριος υδράργυρος», ατμός στοιχειακού υδραργύρου (Hg0) και δραστικός αέριος υδράργυρος, δηλαδή υδατοδιαλυτές χημικές μορφές του υδραργύρου με πίεση ατμών επαρκώς υψηλή ώστε να παραμένουν στην αέρια φάση.

    Άρθρο 3

    Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες

    1. Το βενζο(a)πυρένιο χρησιμοποιείται ως δείκτης για τον κίνδυνο καρκινογένεσης που αντιπροσωπεύουν οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες στον ατμοσφαιρικό αέρα. Για την εκτίμηση του μεριδίου του βενζο(a)πυρενίου στον κίνδυνο καρκινογένεσης κάθε κράτος μέλος παρακολουθεί και άλλους συναφείς πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες σε περιορισμένο αριθμό σημείων μέτρησης. Στις ενώσεις που παρακολουθούνται σύμφωνα με το άρθρο 4 περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι εξής: βενζο(a)ανθρακένιο, βενζο(b)φλουορανθένιο, βενζο(j)φλουορανθένιο, βενζο(k)φλουορανθένιο, ινδενο(1,2,3-cd)πυρένιο, διβενζο(a,h)ανθρακένιο και φλουορανθένιο.

    2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που δεν συνεπάγονται υπερβολικό κόστος ώστε να διασφαλίζουν ότι οι συγκεντρώσεις βενζο(a)πυρενίου στον ατμοσφαιρικό αέρα, όπως αυτές εκτιμώνται βάσει του άρθρου 4, δεν υπερβαίνουν την τιμή στόχο του 1 ng/m³ που ισχύει για τη μέση περιεκτικότητα των σωματιδίων PM10 σε βενζο(a)πυρένιο σε διάστημα ενός ημερολογιακού έτους.

    3. Τα κράτη μέλη καταρτίζουν κατάλογο των ζωνών και των οικισμών όπου τα επίπεδα βενζο(a)πυρενίου είναι κατώτερα της τιμής στόχου. Τα κράτη μέλη διατηρούν τα επίπεδα βενζο(a)πυρενίου σε αυτές τις ζώνες και σε αυτούς τους οικισμούς κάτω από την τιμή στόχο και καταβάλλουν προσπάθειες για την διατήρηση της καλύτερης δυνατής ποιότητας του αέρα, στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης.

    4. Τα κράτη μέλη καταρτίζουν κατάλογο των ζωνών και των οικισμών όπου διαπιστώνεται υπέρβαση της τιμής στόχου που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2.

    Για αυτές τις ζώνες και οικισμούς, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τις περιοχές όπου σημειώνεται υπέρβαση του ορίου και τις πηγές εκπομπών που συμβάλουν στην εν λόγω υπέρβαση. Για τις πληττόμενες περιοχές, τα κράτη μέλη οφείλουν να αποδεικνύουν ότι σε όλες τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις που συμβάλλουν στις υπερβάσεις του ορίου εφαρμόζονται όλα των απαραίτητα μέτρα που δεν συνεπάγονται υπερβολικό κόστος, στοχεύουν ιδίως τις κυρίαρχες πηγές εκπομπών, συμπεριλαμβανομένων των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 11 της οδηγίας 96/61/EΚ.

    Άρθρο 4

    Εκτίμηση των συγκεντρώσεων στον ατμοσφαιρικό αέρα και του ρυθμού απόθεσης

    1. Η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα όσον αφορά τη συγκέντρωση αρσενικού, καδμίου, νικελίου, βενζο(a)πυρενίου και συνολικού αέριου υδραργύρου εκτιμάται σε όλη την επικράτεια των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη παρακολουθούν επίσης τη συνολική απόθεση αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων. Συνίσταται επίσης η παράλληλη παρακολούθηση του στερεού και αέριου δισθενούς υδραργύρου.

    2. Τα όρια εκτίμησης για το αρσενικό, το κάδμιο, το νικέλιο και το βενζο(a)πυρένιο και οι μέθοδοι εντοπισμού των περιπτώσεων υπέρβασης αυτών προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι. Σε ζώνες και οικισμούς όπου παρατηρείται υπέρβαση των ορίων εκτίμησης, είναι υποχρεωτική η σταθερή μέτρηση των συγκεντρώσεων στον ατμοσφαιρικό αέρα. Για την εκτίμηση του μεριδίου των διοχετευόμενων εκπομπών επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται τεχνικές προσομοίωσης της ποιότητας του αέρα.

    Στις περιπτώσεις στις οποίες τα παρατηρούμενα επίπεδα είναι χαμηλότερα του ορίου εκτίμησης, επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ενδεικτική παρακολούθηση για την εκτίμηση της ποιότητας του αέρα σε ζώνη ή σε οικισμό, με εξαίρεση το βενζο(a)πυρένιο για το οποίο οι σταθερές μετρήσεις είναι υποχρεωτικές σε όλους τους οικισμούς.

    3. Ο ελάχιστος αριθμός σημείων δειγματοληψίας για τις σταθερές μετρήσεις των συγκεντρώσεων είναι αυτός που ορίζεται στο τμήμα IV που παραρτήματος II, και οι αντίστοιχοι σταθμοί μέτρησης εγκαθίστανται σε κάθε ζώνη ή οικισμό όπου απαιτείται η διεξαγωγή μετρήσεων.

    4. Ανεξαρτήτως των επιπέδων συγκέντρωσης, πρέπει να υπάρχει ένας σταθμός δειγματοληψίας ανά 50.000 km για την ενδεικτική μέτρηση των συγκεντρώσεων αρσενικού, καδμίου, συνολικού αέριου υδραργύρου, νικελίου, βενζο(a)πυρενίου και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων εκτός του βενζο(a)πυρενίου, καθώς και της συνολικής απόθεσης αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου, και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων. Κάθε κράτος μέλος εγκαθιστά τουλάχιστον έναν σταθμό μέτρησης. Όταν κρίνεται απαραίτητο, η παρακολούθηση συντονίζεται με το Πρόγραμμα ΕΜΕΡ για τη στρατηγική παρακολούθησης και μετρήσεων.

    5. Τα κριτήρια για την χωροθέτηση των σημείων δειγματοληψίας για τη μέτρηση των συγκεντρώσεων αρσενικού, καδμίου, νικελίου και βενζο(a)πυρενίου στον ατμοσφαιρικό αέρα απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ.

    Τα σημεία δειγματοληψίας για την παρακολούθηση του συνολικού αέριου υδραργύρου και των πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων εκτός από το βενζο(a)πυρένιο πρέπει να επιλέγονται κατά τρόπο ώστε να καθίστανται σαφείς οι γεωγραφικές διαφορές και οι μακροπρόθεσμες τάσεις. Οι σταθμοί μέτρησης πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων συστεγάζονται με τους σταθμούς μέτρησης βενζο(a)πυρενίου. Εφαρμόζονται τα οριζόμενα στα τμήματα ΙΙ και ΙΙΙ του παραρτήματος ΙΙ.

    Τα σημεία δειγματοληψίας για την παρακολούθηση της απόθεσης πρέπει να επιλέγονται κατά τρόπο ώστε να καθίστανται σαφείς οι γεωγραφικές διαφορές και οι μακροπρόθεσμες τάσεις. Εφόσον είναι εφικτό, τα σημεία δειγματοληψίας για την παρακολούθηση της απόθεσης πρέπει να βρίσκονται εκεί όπου παρατηρούνται τα υψηλότερα επίπεδα απόθεσης στα καλλιεργούμενα εδάφη. Εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο τμήμα ΙΙΙ του παραρτήματος ΙΙ. Προτιμάται η συστέγαση τους με σταθμούς παρακολούθησης της ποιότητας του εδάφους. Στις περιοχές όπου εκτιμώνται οι κατά τόπους επιπτώσεις στα οικοσυστήματα, επιτρέπεται η χρήση βιοδεικτών .

    6. Τα δεδομένα που προκύπτουν από την παρακολούθηση πρέπει να πληρούν τους στόχους ποιότητας δεδομένων που ορίζονται στο τμήμα Ι του παραρτήματος ΙΙΙ. Στις περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιούνται τεχνικές προσομοίωσης της ποιότητας του αέρα για την εκτίμηση, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο τμήμα ΙΙ του παραρτήματος ΙΙΙ.

    7. Οι μέθοδοι αναφοράς για τη δειγματοληψία και την ανάλυση για τις συγκεντρώσεις αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου, νικελίου και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων καθορίζονται στο παράρτημα IV.

    8. Η καταληκτική ημερομηνία για την κοινοποίηση στην Επιτροπή από τα κράτη μέλη των μεθόδων που χρησιμοποιούν για την προκαταρκτική εκτίμηση της ποιότητας του αέρα σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δ) της οδηγίας 96/62/EΚ, είναι η ημερομηνία που προβλέπεται στο άρθρο 10 της παρούσας οδηγίας.

    9. Οι τυχόν αναγκαίες τροποποιήσεις για την προσαρμογή των παραγράφων 1 έως 6, του τμήματος ΙΙ του παραρτήματος Ι και των παραρτημάτων ΙΙ έως ΙV στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο εγκρίνονται με τη διαδικασία του άρθρου 6, παράγραφος 2, αλλά δεν επιτρέπεται να επιφέρουν σε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση μεταβολή των τιμών εκτίμησης.

    Άρθρο 5

    Διαβίβαση πληροφοριών και υποβολή εκθέσεων

    1. Όσον αφορά τις ζώνες και τους οικισμούς όπου παρατηρείται υπέρβαση οποιουδήποτε από τα όρια εκτίμησης που καθορίζονται στο παράρτημα Ι, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τις εξής πληροφορίες:

    (α) καταλόγους των σχετικών ζωνών και οικισμών,

    (β) περιοχές υπέρβασης των ορίων,

    (γ) τιμές συγκέντρωσης που παρατηρήθηκαν,

    (δ) αίτια της υπέρβασης και, ειδικότερα, πηγές εκπομπών που ευθύνονται

    (ε) πληθυσμός που εκτίθεται σε συγκεντρώσεις ανώτερες του ορίου εκτίμησης.

    Τα κράτη μέλη υποβάλλουν επίσης εκθέσεις σχετικά με όλα τα δεδομένα των εκτιμήσεων σύμφωνα με το άρθρο 4.

    Οι πληροφορίες διαβιβάζονται ανά ημερολογιακό έτος, το αργότερο έως την 30ή Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους, και για πρώτη φορά το αργότερο έως [...*].

    2. Εκτός από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ανωτέρω, τα κράτη μέλη κοινοποιούν τα μέτρα που λαμβάνουν σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.

    3. Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 τίθενται άμεσα και με τα κατάλληλα μέσα στη διάθεση του κοινού.

    4. Η Επιτροπή εγκρίνει, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2, κάθε αναλυτική διαδικασία για τη διαβίβαση των πληροφοριών που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

    Άρθρο 6

    Ειδική επιτροπή

    1. Η Επιτροπή επικουρείται από την ειδική επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 96/62/EΚ, καλούμενη στο εξής «η επιτροπή».

    2. Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

    3. Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

    Άρθρο 7

    Ενημέρωση του κοινού

    1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι διατίθενται σαφείς και κατανοητές πληροφορίες σε τακτική βάση στο κοινό καθώς και στους αρμόδιους φορείς, όπως περιβαλλοντικές οργανώσεις, ενώσεις καταναλωτών, οργανώσεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντα ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων και λοιποί συναφείς φορείς του τομέα της υγείας, σχετικά με τις συγκεντρώσεις αρσενικού, καδμίου, υδραργύρου, νικελίου και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων.

    2. Στις πληροφορίες αυτές αναφέρεται και επίσης τυχόν ετήσια υπέρβαση της τιμής στόχου για το βενζο(a)πυρένιο, η οποία ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2. Αναφέρονται οι λόγοι της υπέρβασης και η περιοχή όπου αυτή παρατηρείται. Παρέχεται επίσης σύντομη εκτίμηση όσον αφορά τις τιμές στόχου και οι κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τις επιπτώσεις στην υγεία.

    Πληροφορίες σχετικά με οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2, τίθενται στη διάθεση των φορέων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

    3. Οι πληροφορίες τίθενται στη διάθεση του κοινού μέσω, για παράδειγμα, του Τύπου, υπηρεσιών δικτύων ηλεκτρονικών υπολογιστών ή τηλεκειμενογραφίας (teletext).

    Άρθρο 8

    Έκθεση και αναθεώρηση

    1. Η Επιτροπή υποβάλλει το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση βασισμένη στην πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, και, ειδικότερα, στα αποτελέσματα των πλέον πρόσφατων επιστημονικών ερευνών όσον αφορά τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, με έμφαση στις ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού, από την έκθεση στο αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες, καθώς και στις τεχνολογικές εξελίξεις, όπου συμπεριλαμβάνεται η επιτευχθείσα πρόοδος όσον αφορά τις μεθόδους μέτρησης και τους λοιπούς τρόπους εκτίμησης των συγκεντρώσεων αυτών των ρυπογόνων ουσιών στον ατμοσφαιρικό αέρα καθώς και της απόθεσής τους.

    2. Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 λαμβάνει υπόψη ειδικότερα τα εξής, όσον αφορά το αρσενικό, το κάδμιο, τον υδράργυρο, το νικέλιο και τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες:

    (α) τρέχουσα ποιότητα του αέρα, τάσεις και προβλέψεις έως και μετά το 2015.

    (β) δυνατότητα περαιτέρω μειώσεων των ρυπογόνων εκπομπών από όλες τις συναφείς πηγές, λαμβάνοντας υπόψη την τεχνική σκοπιμότητα και την ικανοποιητική σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας.

    (γ) τις σχέσεις μεταξύ ρύπων και δυνατοτήτων εφαρμογής συνδυασμένων στρατηγικών για τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα στην Κοινότητα και των συναφών στόχων.

    (δ) τρέχουσες και μελλοντικές απαιτήσεις όσον αφορά την ενημέρωση του κοινού και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής.

    (ε) την πείρα που έχει αποκτηθεί στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και ιδίως τις συνθήκες υπό τις οποίες διενεργήθηκαν μετρήσεις των συγκεντρώσεων όπως ορίζεται στο παράρτημα ΙΙ.

    3. Προκειμένου να επιτευχθούν επίπεδα συγκεντρώσεων στο αέρα του περιβάλλοντος τα οποία να μην επιφέρουν αύξηση των επιβλαβών επιδράσεων στην ανθρώπινη υγεία και να διασφαλίζεται εύλογη προστασία του περιβάλλοντος, και λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική και τεχνική εφικτότητα περαιτέρω δράσης, η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι δυνατό να συνοδεύεται, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, από προτάσεις για τροποποίηση της παρούσας οδηγίας. Λαμβάνοντας υπόψη την πλέον πρόσφατη επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, η Επιτροπή εξετάζει ιδίως τις επιπτώσεις του αρσενικού, του καδμίου και του νικελίου στην ανθρώπινη υγεία με στόχο την ποσοτικοποίηση της γονιδιοτοξικής καρκινογόνου δράσης τους και την εξακρίβωση της καταλληλότητας του βενζο(a)πυρενίου ως δείκτη για τη συνολική καρκινογόνο δράση των πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων. Επιπλέον, η Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο κανονιστικής ρύθμισης της απόθεσης καδμίου, υδραργύρου και ορισμένων πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων.

    Άρθρο 9

    Κυρώσεις

    Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

    Άρθρο 10

    Εφαρμογή

    1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο στις [... [38] Πληροφορούν δε αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

    [38] 8 μήνες μετά την έναρξη ισχύος.

    Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

    2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου, τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 11

    Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Άρθρο 12

    Αποδέκτες

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    Βρυξέλλες, [...]

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

    [...] [...]

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

    ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΉΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΑΡΣΕΝΙΚΟΥ, ΚΑΔΜΙΟΥ, ΝΙΚΕΛΙΟΥ ΚΑΙ ΒΕΝΖΟ(Α)ΠΥΡΕΝΙΟΥ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΝΤΌΣ ΖΩΝΗΣ Ή ΟΙΚΙΣΜΟΥ

    I. Ορια Εκτίμησης

    Ρύπος // Όριο εκτίμησης(1)

    Αρσενικό // 6 ng/m3

    Κάδμιο // 5 ng/m³

    Νικέλιο // 20 ng/m³

    Βενζο(a)πυρένιο // 1 ng/m³

    (1) Για τη συνολική μέση περιεκτικότητα των σωματιδίων PM10 κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους

    II. Προσδιορισμός των υπερβάσεων των οριών εκτίμησης

    Οι υπερβάσεις των ορίων εκτίμησης πρέπει να προσδιορίζονται με βάση τις συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια των προηγούμενων πέντε ετών, εφόσον υπάρχουν επαρκή δεδομένα. Υπέρβαση ορίου εκτίμησης τεκμαίρεται, εάν έχουν σημειωθεί υπερβάσεις τουλάχιστον κατά τρία από τα πέντε τελευταία έτη.

    Σε περιοχές για τις οποίες δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για τα πέντε προηγούμενα χρόνια αλλά υπάρχει λόγος να θεωρείται ότι έχουν σημειωθεί υπερβάσεις, τα κράτη μέλη δύνανται, προκειμένου να προσδιορίζουν τις υπερβάσεις των ορίων εκτίμησης, να συνδυάζουν προγράμματα μετρήσεων σύντομης διάρκειας σε αντιπροσωπευτικές των ανωτάτων επιπέδων ρύπανσης τοποθεσίες και περίοδο του έτους, με στοιχεία προερχόμενα από τις απογραφές των εκπομπών και από μοντέλα.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

    ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΗΜΕΙΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΥΘΜΟΥ ΑΠΟΘΕΣΗΣ

    I. Μακροχωροθέτηση

    Τα σημεία δειγματοληψίας πρέπει να επιλέγονται κατά τρόπον ώστε:

    (i) να παρέχουν στοιχεία για τις περιοχές μέσα σε ζώνες και οικισμούς όπου ο πληθυσμός είναι πιθανόν να εκτεθεί, άμεσα ή έμμεσα, στις μέγιστες μέσες συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους.

    (ii) να παρέχουν δεδομένα για τα επίπεδα σε άλλες περιοχές μέσα στις ζώνες και τους οικισμούς, που να είναι αντιπροσωπευτικά της έκθεσης του γενικού πληθυσμού.

    Τα σημεία δειγματοληψίας πρέπει γενικά να βρίσκονται σε θέση που να αποφεύγεται η μέτρηση σε μικροπεριβάλλον πολύ μικρής έκτασης που γειτνιάζει άμεσα με αυτά. Κατά γενικό κανόνα, τα σημεία δειγματοληψίας πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικά της ποιότητας του αέρα εντός περιοχής τουλάχιστον 200 m , στην περίπτωση των σημείων που καλύπτουν την οδική κυκλοφορία, τουλάχιστον 250x250 m σε βιομηχανικές περιοχές και αρκετών τετραγωνικών χιλιομέτρων, στην περίπτωση των σημείων που καλύπτουν αστικό μη εκτεθειμένο χώρο.

    Όταν στόχος είναι η εκτίμηση των συγκεντρώσεων σε μη εκτεθειμένες περιοχές, το σημείο δειγματοληψίας δεν πρέπει να επηρεάζεται από οικισμούς ή βιομηχανικές εγκαταστάσεις σε κοντινή απόσταση από αυτό, δηλαδή σε απόσταση μικρότερη από μερικά χιλιόμετρα.

    Κατά την εκτίμηση της ρύπανσης κοντά σε βιομηχανικές πηγές, για την τοποθέτηση των σημείων δειγματοληψίας για τις σταθερές μετρήσεις, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πυκνότητα των εκπομπών, οι πιθανές διαδρομές διάδοσης της ρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα και η δυνητική έκθεση του πληθυσμού.

    Όταν πρόκειται να εκτιμηθεί το μερίδιο βιομηχανικών πηγών στη ρύπανση, τουλάχιστον ένα σημείο δειγματοληψίας πρέπει να εγκαθίσταται στην πλησιέστερη κατοικημένη περιοχή σε υπήνεμη τοποθεσία σε σχέση με την πηγή εκπομπών. Όταν η συγκέντρωση σε μη εκτεθειμένες περιοχές είναι άγνωστη, πρέπει να εγκαθίσταται ακόμη ένα σημείο δειγματοληψίας προς την κύρια κατεύθυνση του ανέμου. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις στις οποίες ισχύει το άρθρο 3 παράγραφος 5, τα σημεία δειγματοληψίας πρέπει να τοποθετούνται κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της εφαρμογής των βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών.

    Τα σημεία δειγματοληψίας πρέπει επίσης, όπου είναι δυνατόν, να είναι αντιπροσωπευτικά ανάλογων τοποθεσιών που δεν βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με αυτά. Εφόσον κριθεί σκόπιμο, πρέπει να συστεγάζονται με τα σημεία δειγματοληψίας για τα σωματίδια PM10.

    II. Μικροχωροθέτηση

    Πρέπει να τηρούνται, όσο είναι πρακτικά δυνατόν, οι ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές:

    - τα ρεύματα γύρω από τον δειγματοληπτικό αισθητήρα εισόδου πρέπει να είναι ελεύθερα, χωρίς εμπόδια που να επηρεάζουν τη ροή του αέρα γύρω από το δειγματολήπτη (κανονικά, μερικά μέτρα μακριά από κτίρια, εξώστες, δένδρα και άλλα εμπόδια και 0,5 μ. τουλάχιστον από το πλησιέστερο κτίριο στην περίπτωση των σημείων δειγματοληψίας που αντιπροσωπεύουν την ποιότητα του αέρα στην οικοδομική γραμμή).

    - γενικά, το σημείο εισόδου του δείγματος πρέπει να απέχει 1,5 μ. (ζώνη αναπνοής) έως 4 μ. από το έδαφος. Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να χρειάζονται υψηλότερες θέσεις (μέχρι 8 μ.). Ενδέχεται επίσης να ενδείκνυται η τοποθέτηση σε υψηλότερο σημείο, εάν ο σταθμός είναι αντιπροσωπευτικός ευρύτερης περιοχής.

    - ο δειγματοληπτικός αισθητήρας εισόδου πρέπει να μην τοποθετείται σε άμεση γειτνίαση με πηγές ώστε να αποφεύγεται η απευθείας είσοδος εκπομπών πριν αναμειχθούν με τον ατμοσφαιρικό αέρα.

    - η έξοδος αερίων του δειγματολήπτη πρέπει να τοποθετείται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η ανακυκλοφορία του εξερχόμενου αέρα στο στόμιο εισόδου των δειγμάτων.

    - τα σημεία δειγματοληψίας που καλύπτουν την οδική κυκλοφορία πρέπει να απέχουν τουλάχιστον 25 μ. από την άκρη μεγάλων κόμβων και τουλάχιστον 4 μ. από το κέντρο της πλησιέστερης λωρίδας κυκλοφορίας. τα στόμια εισόδου πρέπει να μην απέχουν περισσότερο από 5 μ. από το κράσπεδο.

    Είναι επίσης δυνατό να λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

    - πηγές παρεμβολής.

    - ασφάλεια.

    - πρόσβαση.

    - ύπαρξη ηλεκτρικού ρεύματος και τηλεφωνικών γραμμών.

    - ορατότητα του τόπου σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο.

    - ασφάλεια του κοινού και των χειριστών.

    - σκοπιμότητα κοινών σημείων δειγματοληψίας για διαφορετικούς ρύπους.

    - χωροταξικές απαιτήσεις.

    III. Τεκμηρίωση και επανεξέταση επιλογής των θέσεων

    Οι διαδικασίες επιλογής θέσης πρέπει να τεκμηριώνονται πλήρως στο στάδιο της ταξινόμησης, μέσω φωτογραφιών του περιβάλλοντος χώρου με συγκεκριμένα σημεία προσανατολισμού και λεπτομερούς χάρτη. Οι θέσεις πρέπει να επανεξετάζονται σε τακτά διαστήματα με νέα τεκμηρίωση, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα κριτήρια επιλογής παραμένουν διαχρονικώς έγκυρα.

    IV. Ελάχιστος αριθμός σημέιων δειγματοληψίας

    Πληθυσμός του οικισμού ή της ζώνης (χιλιάδες) // Ελάχιστος αριθμός σημείων δειγματοληψίας σε ζώνες και οικισμούς. (1)

    0 - 249 // 1

    250 - 749 // 2

    750 - 999 // 3

    1 000 - 1 999 // 4

    2 000 - 3 749 // 5

    3 750 - 4 749 // 6

    4 750 - 5 999 // 7

    … 6 000 // 8

    (1) Να περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας σταθμός μέτρησης της κυκλοφοριακής ρύπανσης, εφόσον δεν αυξάνεται ο αριθμός των σημείων δειγματοληψίας.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

    ΣΤΟΧΟΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΕΡΑ

    I. Στόχοι ποιότητας δεδομένων

    Δίνονται οι παρακάτω στόχοι ποιότητας δεδομένων, ως οδηγός για προγράμματα διασφάλισης της ποιότητας.

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Η αβεβαιότητα (εκπεφρασμένη ως επίπεδο εμπιστοσύνης 95 %) των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των συγκεντρώσεων στον ατμοσφαιρικό αέρα αξιολογείται σύμφωνα με τις αρχές του οδηγού CEN για την έκφραση της αβεβαιότητας στις μετρήσεις (EN 13005-1999), με τη μεθοδολογία ISO 5725:1994, και τις κατευθυντήριες γραμμές που παρέχονται στην Έκθεση N422 του CEN/TC 264. Τα ποσοστά αβεβαιότητας του πίνακα αφορούν τις μεμονωμένες μετρήσεις, ο μέσος όρος των οποίων εξάγεται για την τυπική περίοδο δειγματοληψίας. Η αβεβαιότητα των μετρήσεων θεωρείται ότι αφορά την περιοχή του σχετικού ορίου εκτίμησης. Εν αναμονή της επίσημης θέσπισης προτύπων CEN με λεπτομερή πρωτόκολλα δοκιμής, η Επιτροπή θα εκδώσει, πριν εκδοθεί η παρούσα οδηγία, τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει εκπονήσει η CEN.

    Στις απαιτήσεις για την ελάχιστη συλλογή δεδομένων και χρονική κάλυψη δεν περιλαμβάνονται οι απώλειες δεδομένων λόγω της τακτικής βαθμονόμησης ή της κανονικής συντήρησης των οργάνων. Για τη μέτρηση του βενζο(a)πυρενίου και άλλων πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων απαιτείται δειγματοληψία σε 24ωρη βάση, και το ίδιο ισχύει για την εκτίμηση της συγκέντρωσης του συνολικού αέριου υδραργύρου. 24ωρη δειγματοληψία συνίσταται επίσης για τις μετρήσεις αρσενικού, καδμίου και νικελίου. Η δειγματοληψία πρέπει να κατανέμεται ομοιόμορφα στις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και σε όλη τη διάρκεια του έτους. Για τις μετρήσεις του ρυθμού απόθεσης συνιστάται μηνιαία δειγματοληψία καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.

    II. Απαιτήσεις για τα μοντελα εκτιμησησ της ποιοτητας του αερα

    Όταν χρησιμοποιείται μοντέλο της ποιότητας του αέρα για την εκτίμηση, πρέπει να συγκεντρώνονται παραπομπές σε περιγραφές του μοντέλου και πληροφορίες σχετικά με το ποσοστό αβεβαιότητας. Η αβεβαιότητα της εκπόνησης του μοντέλου ορίζεται ως η μέγιστη απόκλιση μεταξύ των μετρούμενων και των υπολογιζόμενων επιπέδων συγκέντρωσης, στη διάρκεια ενός έτους, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο ακριβής χρόνος των συμβάντων. Το επίπεδο αβεβαιότητας πρέπει να μην υπερβαίνει το 50 %.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

    ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΟ ΑΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΥΘΜΟΥ ΑΠΟΘΕΣΗΣ

    I. Μέθοδος αναφορας για τη δειγματοληψια και την αναλυση του αρσενικου, του καδμιου και του νικελιου στον ατμοσφαιρικο αερα

    Η μέθοδος αναφοράς για τη μέτρηση των συγκεντρώσεων αρσενικού, καδμίου και νικελίου στον ατμοσφαιρικό αέρα για την οποία εκπονεί τώρα πρότυπο η CEN βασίζεται σε δειγματοληψία διά της χειρός των σωματιδίων PM10 ισοδύναμη του EN 12341, ακολουθούμενη από διάσπαση των δειγμάτων και ανάλυση με φασματομετρία ατομικής απορρόφησης ή φασματομετρία μάζας ICP. Εφόσον δεν υπάρχει τυποποιημένη μέθοδος CEN, τα κράτη μέλη επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εθνικές πρότυπες μεθόδους ή πρότυπες μεθόδους ISO.

    II. Μέθοδος αναφορας για τη δειγματοληψια και την αναλυση των πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων στον ατμοσφαιρικο αερα

    Η μέθοδος αναφοράς για τη μέτρηση των συγκεντρώσεων βενζo(a)πυρενίου στον ατμοσφαιρικό αέρα για την οποία εκπονεί τώρα πρότυπο η CEN βασίζεται σε δειγματοληψία διά της χειρός των σωματιδίων PM10 ισοδύναμη του EN 12341. Εφόσον δεν υπάρχει τυποποιημένη μέθοδος CEN, για το βενζο(a)πυρένιο ή για τους υπόλοιπους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εθνικές πρότυπες μεθόδους ή μεθόδους ISO όπως το πρότυπο ISO 12884.

    III. Μέθοδος αναφορας για τη δειγματοληψια και την αναλυση του υδραργύρου στον ατμοσφαιρικο αερα

    Η μέθοδος αναφοράς για τη μέτρηση των συγκεντρώσεων του συνολικού αέριου υδραργύρου στον ατμοσφαιρικό αέρα είναι αυτοματοποιημένη μέθοδος που βασίζεται στη φασματομετρία ατομικής απορρόφησης ή στη φασματομετρία ατομικού φθορισμού. Η μέθοδος αναφοράς για τη μέτρηση της απόθεσης του υδραργύρου είναι η δειγματοληψία από σωρό με τη χρήση συστήματος χοάνης. Εφόσον δεν υπάρχει τυποποιημένη μέθοδος CEN, τα κράτη μέλη επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εθνικές πρότυπες μεθόδους ή πρότυπες μεθόδους ISO.

    IV. Μέθοδος αναφορας για τη δειγματοληψια και την αναλυση της αποθεσης αρσενικου, καδμιου, υδραργυρου και πολυκυκλικων αρωματικων υδρογονανθράκων

    Η μέθοδος αναφοράς για τη δειγματοληψία των αποθέσεων αρσενικού, καδμίου, υδράργυρου και πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων βασίζεται στη χρήση κυλινδρικών μετρητών αποθέσεων, τυποποιημένων διαστάσεων. Εφόσον δεν υπάρχει τυποποιημένη μέθοδος CEN, τα κράτη μέλη επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εθνικές πρότυπες μεθόδους.

    Top