Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52003DC0334

    Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της οδηγίας EΠΕ (Οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ) - Με πόση επιτυχία εφαρμόζουν τα κράτη μέλη την οδηγία ΕΠΕ

    /* COM/2003/0334 τελικό */

    52003DC0334

    Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της οδηγίας EΠΕ (Οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ) - Με πόση επιτυχία εφαρμόζουν τα κράτη μέλη την οδηγία ΕΠΕ /* COM/2003/0334 τελικό */


    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της οδηγίας EΠΕ (Οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ) - Με πόση επιτυχία εφαρμόζουν τα κράτη μέλη την οδηγία ΕΠΕ

    1. Εισαγωγη

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκπόνησε την παρούσα έκθεση πενταετίας, εκπληρώνοντας την υποχρέωσή της που απορρέει από το άρθρο 2 της οδηγίας 97/11/ΕΚ και από το άρθρο 11 παράγραφος 1 και 2 της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (οδηγία ΕΠΕ), η οποία απαιτεί: "Πέντε χρόνια μετά την κοινοποίηση της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητά της. Η έκθεση θα βασιστεί στην ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας".

    Η έκθεση περιλαμβάνει δύο μέρη, ήτοι, περίληψη των πορισμάτων και των δράσεων που πρέπει να αναληφθούν και επισυναπτόμενη ανασκόπηση της πενταετούς εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ με λεπτομερείς πληροφορίες επί θεμάτων που αφορούν την εν λόγω εφαρμογή. η έκθεση έχει εκπονηθεί βάσει των απαντήσεων που παρασχέθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών.

    2. Περιληψη των πορισματων

    Η παρούσα έκθεση της Επιτροπής εξετάζει την εφαρμογή της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ (οδηγία ΕΠΕ). Πρόκειται για την τρίτη ανασκόπηση της οδηγίας ΕΠΕ και στηρίζεται στις ανασκοπήσεις που διεξήχθησαν το 1993 και το 1997. Η παρούσα ανασκόπηση πραγματοποιείται πέντε έτη μετά από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 97/11/ΕΚ και εξετάζει την αποτελεσματικότητα τόσο των αλλαγών που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ, όσο και την οδηγία ΕΠΕ στο σύνολό της. Το κύριο σώμα της έκθεσης βασίζεται στο υλικό το οποίο συγκεντρώθηκε βάσει έρευνας με ερωτηματολόγιο στα κράτη μέλη, από τη Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος. Η Μονάδα Εκτίμησης Επιπτώσεων της Oxford Brookes συμπλήρωσε τα στοιχεία που έλειπαν και συνάθροισε τις πληροφορίες. Απευθύνουμε ιδιαιτέρως τις ευχαριστίες μας σε όλο το προσωπικό των κρατών μελών που συνεργάστηκε και βοήθησε στην παροχή πληροφοριών για την παρούσα έκθεση.

    Εκτός από τις αλλαγές που εισήχθησαν ως συνέπεια της πρώτης έκθεσης της Επιτροπής η οποία αξιολογούσε την αποτελεσματικότητα της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, οι τροποποιήσεις οι οποίες έγιναν από την οδηγία 97/11/ΕΚ αντικατοπτρίζουν επίσης τη σημαντική ενίσχυση και διασάφηση που έγινε επί ορισμένων στοιχείων της οδηγίας ΕΠΕ από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Εuropean Court of Justice - ECJ). Η έκθεση δίνει έμφαση στις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ και από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που τις υποστηρίζουν, και αντικατοπτρίζει το σχετικό πολιτικό πλαίσιο. Η έκθεση ασχολείται επίσης με το θέμα των καταγγελιών για την οδηγία ΕΠΕ που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή. Η οδηγία 97/11/ΕΚ διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ αυξάνοντας τον αριθμό των τύπων έργου που καλύπτονται, καθώς και τον αριθμό των έργων που απαιτούν υποχρεωτική διεξαγωγή ΕΠΕ (Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων) (Παράρτημα Ι). Ενισχύει επίσης τη διαδικαστική βάση της οδηγίας ΕΠΕ προβλέποντας νέες ρυθμίσεις όσον αφορά την επιλογή, όπου συμπεριλαμβάνονται τα νέα κριτήρια επιλογής (στο Παράρτημα ΙΙΙ) για τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ, καθώς και προβλέποντας ελάχιστες απαιτήσεις πληροφόρησης. Η ανασκόπηση της υλοποίησης και εφαρμογής της οδηγίας 97/11/ΕΚ κατέδειξε ότι τα νέα μέτρα που εισήχθησαν από την οδηγία δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί πλήρως σε όλα τα κράτη μέλη. Τα πορίσματα της Επιτροπής σχετικά με την αργή αποδοχή των τροποποιήσεων που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ εκ μέρους ορισμένων κρατών μελών δεν μειώνουν τη γενικότερη σημασία που τα περισσότερα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδίδουν στην ΕΠΕ, ως εργαλείο υλοποίησης των ευρύτερων περιβαλλοντικών πολιτικών.

    Η έκθεση της Επιτροπής εξετάζει τους καίριας σημασίας τομείς υλοποίησης της οδηγίας ΕΠΕ, όπου συμπεριλαμβάνεται η επιλογή (προσδιορίζεται εάν απαιτείται διενέργεια ΕΠΕ για ένα ειδικό έργο), το πεδίο εφαρμογής (ήτοι προσδιορίζονται τα θέματα που πρέπει να καλυφθούν από τη δήλωση περιβαλλοντικών επιπτώσεων), η ανασκόπηση (εξετάζονται οι δηλώσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων και άλλες πληροφορίες που υποβάλλονται από τον κύριο του έργου προκειμένου να διασφαλισθεί ότι αυτό συμμορφούται με τις ελάχιστες απαιτήσεις πληροφόρησης που θέτει η οδηγία), και η λήψη αποφάσεων. Η έκθεση εξετάζει επίσης τις ρυθμίσεις που θέσπισαν τα κράτη μέλη προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα κυριότερα θέματα που αφορούν την ΕΠΕ, όπως η μελέτη εναλλακτικών λύσεων, η συμμετοχή του κοινού και ο ποιοτικός έλεγχος. Με βάση τις πληροφορίες που εξετάζονται εδώ, δεν υπάρχουν πραγματικά στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι σε αυτή τη φάση απαιτούνται περαιτέρω τροποποιήσεις της οδηγίας ΕΠΕ.

    1) Η έρευνα επί της οποίας βασίζεται η παρούσα έκθεση, αποκάλυψε ότι εκφράζονται ελάχιστες αξιοσημείωτες ανησυχίες στα κράτη μέλη όσον αφορά τον υφιστάμενο διαχωρισμό μεταξύ έργων του Παραρτήματος Ι και του Παραρτήματος ΙΙ. φαίνεται δε ότι τα κράτη μέλη έχουν ενστερνιστεί την ευελιξία που επιτρέπει το άρθρο 4 παράγραφος 2 και χρησιμοποιούν είτε την προσέγγιση με βάση κατώτατα όρια ή την κατά περίπτωση προσέγγιση για την επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ. Υπάρχει ποικιλία προσεγγίσεων όσον αφορά την επιλογή μεταξύ κρατών μελών. Πολλά κράτη μέλη φαίνεται να χρησιμοποιούν την προσέγγιση του "φωτεινού σηματοδότη" για την επιλογή και έχουν εκπονήσει κατώτατα όρια συνυπολογισμού (απαιτείται πάντοτε διενέργεια ΕΠΕ- Κόκκινο), κατώτατα όρια αποκλεισμού (δεν απαιτείται ποτέ διενέργεια ΕΠΕ- Πράσινο) και ενδεικτικά ή καθοδηγητικά κατώτατα όρια (ενδεχομένως να απαιτηθεί διενέργεια ΕΠΕ - Πορτοκαλί). Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις τα κράτη μέλη φαίνεται να χρησιμοποιούν μια ποικιλία διαφορετικών προσεγγίσεων, χρησιμοποιώντας διαφορετικές διαδικασίες επιλογής για διαφορετικούς τύπους έργων. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται μόνο κατώτατα όρια συνυπολογισμού ή υποχρεωτικά και δεν είναι πάντοτε σαφές από τις απαντήσεις που έχουν ληφθεί εάν λαμβάνει χώρα σε όλες τις περιπτώσεις κάποια επιλογή βάσει ορίων που είναι κατώτερα από τα κατώτατα υποχρεωτικά όρια. Πολύ λίγα κράτη μέλη χρησιμοποιούν την κατά περίπτωση προσέγγιση για όλους τους τύπους έργων.

    2) Κατά την έρευνα διαπιστώθηκε ότι υπάρχει ευρεία ποικιλία προσεγγίσεων κατά τον καθορισμό των κατωτάτων ορίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ πολλά κράτη μέλη έχουν θέσει κατώτατα όρια για τους ίδιους τύπους έργου, υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές ως προς τα επίπεδα στα οποία έχουν τεθεί τα κατώτατα όρια. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν καταστήσει υποχρεωτική τη διενέργεια ΕΠΕ για ορισμένους τύπους έργων, ανεξαρτήτως μεγέθους. Αυτό σημαίνει ότι ένα έργο θα υποβληθεί σε ΕΠΕ σε υποχρεωτική βάση σε ένα κράτος μέλος, ενώ ο ίδιος τύπος έργου, του ιδίου μεγέθους, θα απαιτήσει διενέργεια ΕΠΕ μόνο μετά από κατά περίπτωση εξέταση σε άλλο κράτος μέλος. Η έκθεση δεν διερεύνησε την αιτιολόγηση των επιπέδων στα οποία έχουν τεθεί τα επιμέρους κατώτατα όρια. Οι πληροφορίες που εξετάστηκαν για την παρούσα έκθεση δεν βασίζονται στη διενέργεια της επιλογής στην πράξη από τις αρμόδιες αρχές και, ως εκ τούτου, δεν είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο τα διάφορα κατώτατα όρια και τα άλλα κριτήρια επιλογής τα οποία εκπονήθηκαν από τα κράτη μέλη έχουν εφαρμοστεί από τις αρμόδιες αρχές. Λίγα κράτη μέλη εμπλέκουν το κοινό στη διαδικασία επιλογής και πολλά θεωρούν ότι πρόκειται για αμιγώς τεχνική απόφαση.

    3) Ο ετήσιος αριθμός ΕΠΕ που διεξάγονται φαίνεται να ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συγκέντρωση των εν λόγω πληροφοριών δεν ήταν εύκολη υπόθεση και σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει σύστημα υποβολής εκθέσεων μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά όχι σε περιφερειακό. Ενώ η έκθεση παρέχει εκτιμήσεις για τον αριθμό ΕΠΕ που έχουν λάβει χώρα τόσο πριν από τη μεταφορά της οδηγίας 97/11/ΕΚ, όσο και μετά από αυτήν, δεν κατέστη δυνατόν να αναλυθούν τα εν λόγω στοιχεία ανά τύπο έργου ή ακόμη να γίνει διαχωρισμός μεταξύ έργων του Παραρτήματος Ι και έργων του Παραρτήματος ΙΙ. Κατά την άποψη της Επιτροπής, πολλά κράτη μέλη δεν φαίνεται να διαθέτουν ακριβή ετήσια στοιχεία για τη δραστηριότητα ΕΠΕ και όταν τα κράτη μέλη δεν κάνουν διάκριση στην εθνική τους νομοθεσία μεταξύ έργων του Παραρτήματος Ι και έργων του Παραρτήματος ΙΙ, είναι δύσκολο να διαχωριστούν αυτά για τους σκοπούς της συγκέντρωσης δεδομένων. Η έλλειψη εθνικής παρακολούθησης της δραστηριότητας ΕΠΕ και η εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ στην πράξη καθιστούν δύσκολη τη διατύπωση υποθέσεων σχετικά με τους λόγους για τους οποίους υπάρχει τόσο μεγάλη ποικιλία μεταξύ κρατών μελών σχετικά με τον αριθμό ΕΠΕ που έχουν ολοκληρωθεί. Η ποικιλία θα μπορούσε ενδεχομένως να εξηγηθεί από τις σχετικές οικονομικές συνθήκες των χωρών, ή μπορεί επίσης να σχετίζεται με τα επίπεδα στα οποία έχουν τεθεί τα κατώτατα όρια.

    4) Οι διατάξεις περί της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής παρουσιάζουν διαφορές. Η ανασκόπηση αποκάλυψε ότι υπάρχει μεγάλη ποικιλία προσεγγίσεων κατά τη φάση οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής της ΕΠΕ. Φαίνεται ότι ορισμένα κράτη μέλη αναγνωρίζουν την αξία της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής σε ένα πρώιμο στάδιο περισσότερο από άλλα. Φαίνεται ότι υπάρχει ελάχιστη πραγματική δέσμευση για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής σε εκείνες τις χώρες οι οποίες δεν έχουν καταστήσει την εν λόγω οριοθέτηση υποχρεωτική και δεν προβλέπουν δημόσιες διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της οικειοθελούς φάσης οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής. Εντούτοις, ορισμένα από τα κράτη μέλη επιδεικνύουν την αντίθετη τάση και απαιτούν τη δημοσίευση του σχεδίου των εκθέσεων οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής ή ακόμη του σχεδίου των Δηλώσεων Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΔΠΕ). Επίσης, σε ορισμένα κράτη μέλη αναγνωρίζεται ότι με τη δημόσια συμμετοχή κατά τη φάση οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής εντοπίζονται τα θέματα τα οποία είναι "σημαντικά" για τους πολίτες που θα αναγκαστούν να ζήσουν με το έργο και όχι μόνο για τους "εμπειρογνώμονες" οι οποίοι δεν θα ζήσουν με το έργο.

    5) Η οδηγία 97/11/ΕΚ εισήγαγε νέες ελάχιστες απαιτήσεις παροχής πληροφοριών από τον κύριο του έργου. Οιαδήποτε παράλειψη παροχής κατάλληλων πληροφοριών αποτελεί λόγο άρνησης της χορήγησης άδειας εκτέλεσης του έργου στις περισσότερες χώρες, δυνάμει μιας πληθώρας ρυθμίσεων. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει μια επίσημη διαδικασία εξέτασης προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι περιβαλλοντικές πληροφορίες παρέχονται στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με την οδηγία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μια επιτροπή εξέτασης από ανεξάρτητους ειδικούς ή μια ομάδα εμπειρογνωμόνων διεξάγει την εξέταση της ΔΠΕ (Δήλωσης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων). Εντούτοις, από τη στιγμή που δεν προβλέπεται ρητή υποχρέωση στην οδηγία για διενέργεια τέτοιου είδους εξέτασης, δεν υπάρχει εναρμονισμένη προσέγγιση επί του θέματος. Η εξέταση των παρεχόμενων πληροφοριών εναπόκειται σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη στην αρμόδια αρχή και σε πολλά κράτη μέλη οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να το πράξουν χωρίς τη συνδρομή ειδικών καταλόγων ελέγχου για την εξέταση ή κριτηρίων εξέτασης. Ενώ τα στοιχεία που παρατίθενται στο Παράρτημα IV αποτελούν τη βάση των απαιτήσεων για τη διεξαγωγή κατάλληλων εκτιμήσεων, οι εν λόγω μάλλον βασικές πληροφορίες χρησιμοποιήθηκαν (δηλαδή για τους καταλόγους ελέγχου) μόνο σε ορισμένα κράτη μέλη. Έχουν διεξαχθεί κάποιες έρευνες σχεδόν στο ήμισυ των κρατών μελών όσον αφορά την ποιότητα των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις περιβαλλοντικές δηλώσεις και όσον αφορά την συνολική ποιότητα των εκτιμήσεων. Όπου τέτοιου είδους μελέτες έχουν διενεργηθεί, έχει καταδειχθεί ότι έως το 50% των ΔΠΕ δεν πληροί απολύτως τις απαιτήσεις της οδηγίας.

    6) Χωρίς επίσημη παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της διαδικασίας ΕΠΕ και χωρίς διεξοδικότερη έρευνα είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο τρόπος με τον οποίο η διαδικασία της περιβαλλοντικής εκτίμησης έχει επηρεάσει τις αιτήσεις και τις αποφάσεις για χορήγηση άδειας εκτέλεσης έργου. Ένας από τους σκοπούς της οδηγίας ΕΠΕ είναι να ενισχύσει τη συνεκτίμηση των ενδεχόμενων σημαντικών επιπτώσεων κατά τη λήψη αποφάσεων, αλλά σε πολλές απαντήσεις επισημαίνεται ότι χρειάζεται επίσης να ληφθούν υπόψη άλλα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη όταν λαμβάνονται αποφάσεις για αιτήσεις χορήγησης άδειας εκτέλεσης. Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις σχετικά με τις καθυστερήσεις μεταξύ της εκπόνησης των απαιτούμενων πληροφοριών ΕΠΕ και της απόφασης, καθώς και μεταξύ της απόφασης για χορήγηση άδειας εκτέλεσης και της έναρξης της εκτέλεσης έχουν καταδείξει ότι οι εν λόγω καθυστερήσεις αντιμετωπίζονται πολύ διαφορετικά στα κράτη μέλη και αποτελούν παράγοντα δυνητικού προβληματισμού. Ο λόγος είναι ότι όταν σημειώνονται μεγάλες καθυστερήσεις μπορεί να υπάρξουν αλλαγές στην κατάσταση του περιβάλλοντος, ή ενδεχομένως να καταστούν διαθέσιμα νέα μέτρα άμβλυνσης. Δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα κράτη μέλη σχετικά με την κλίμακα ή τη συχνότητα των καθυστερήσεων που σημειώνονται, φαίνεται να αναγνωρίζονται σε μικρό βαθμό οι περιβαλλοντικές συνέπειες των εν λόγω προβλημάτων και υπάρχει μικρή συνοχή στην προσέγγιση για την αντιμετώπισή τους.

    7) Σε ορισμένα κράτη μέλη η συνεκτίμηση εναλλακτικών λύσεων αποτελεί κεντρικό στοιχείο της διαδικασίας ΕΠΕ, ενώ σε άλλα η συνεκτίμηση εναλλακτικών λύσεων φαίνεται να είναι λιγότερο πλήρης απ'ό,τι θα μπορούσε να είναι. Η πλειονότητα των κρατών μελών απαιτούν εκτίμηση της μηδενικής εναλλακτικής λύσης και άλλων εναλλακτικών λύσεων για το έργο, οι οποίες ενδέχεται να συμπεριλαμβάνουν επιλογές όσον αφορά τη θέση, τη διαδικασία, τον σχεδιασμό, κλπ. Μια πληθώρα οργάνων και ενίοτε το κοινό μπορούν να συμμετάσχουν στην επιλογή εναλλακτικών λύσεων για την εκτίμηση, οι οποίες ενδέχεται να περιλαμβάνουν την "πλέον φιλική προς το περιβάλλον" εναλλακτική λύση. Πολλά κράτη μέλη θεωρούν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των θεμάτων της "σαλαμοποίησης", των "τροποποιήσεων και επεκτάσεων" έργων και των "σωρευτικών επιπτώσεων". Το θέμα της πιθανής σαλαμοποίησης αναγνωρίζεται από τα κράτη μέλη και ορισμένα κράτη θέσπισαν μέτρα προκειμένου να αποκαλύψουν και να προλάβουν μια τέτοια πρακτική, μέτρα στα οποία συμπεριλαμβάνεται η θέσπιση χαμηλών κατωτάτων ορίων ή η έκκληση για εκτίμηση "του συνόλου του προγράμματος" όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο. Πολύ λίγα κράτη μέλη έχουν συγκεκριμένα στοιχεία για το πόσο διαδεδομένη μπορεί να είναι η πρακτική της σαλαμοποίησης [1]. Μια πληθώρα προσεγγίσεων για την αντιμετώπιση των τροποποιήσεων και των επεκτάσεων χρησιμοποιείται στην ΕΕ, σύμφωνα με τις υφιστάμενες απαιτήσεις για χορήγηση άλλων αδειών, τη φύση του έργου και τη φύση της τροποποίησης ή επέκτασης. Σε διάφορα κράτη μέλη εφαρμόζονται τόσο τα ειδικά κατώτατα όρια (συχνά θεσπίζονται αναλογικά ως προς το μέγεθος του αρχικού έργου) όσο και η εξέταση κατά περίπτωση, ή συνδυασμός των δύο. Ορισμένα κράτη μέλη ζητούν διενέργεια ΕΠΕ όταν προτείνεται αλλαγή δυναμικότητας, η οποία δεν συνεπάγεται αναγκαστικά κατασκευαστικές εργασίες. Σύμφωνα με τις απαντήσεις που παρασχέθηκαν στην Επιτροπή φαίνεται να υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των θεμάτων που προκύπτουν από την απαίτηση εκτίμησης της συσσώρευσης των επιπτώσεων, και σε πολλά κράτη μέλη έχουν θεσπιστεί μέτρα για την αντιμετώπισή της. Στα περισσότερα κράτη μέλη φαίνεται ότι δεν υπάρχουν σαφείς και πλήρεις κατευθύνσεις προς τους κυρίους έργων και τους λοιπούς εμπλεκομένους, π.χ. επί των ορίων της περιοχής εκτίμησης, για την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των κυρίων του έργου και άλλες ρυθμίσεις για τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών.

    [1] Η σαλαμοποίηση είναι η πρακτική κατά την οποία διασπάται ένα αρχικό έργο σε πολλά επιμέρους έργα, τα οποία μεμονωμένα δεν υπερβαίνουν το κατώτατο όριο που έχει θεσπιστεί ή δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις όταν εξετάζονται κατά περίπτωση και, κατά συνέπεια, δεν απαιτούν εκτίμηση επιπτώσεων αλλά, μπορούν, εάν ληφθούν συνολικά υπόψη, να έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

    8) Σε ολόκληρη την ΕΕ το κοινό έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί των έργων τα οποία υποβάλλονται σε ΕΠΕ. Ο βαθμός της συμμετοχής του κοινού ποικίλλει σημαντικά και η ερμηνεία του "ενδιαφερόμενου κοινού" ποικίλλει από πολύ στενή έως ευρεία. Οι απαντήσεις που παρασχέθηκαν στην Επιτροπή αποκαλύπτουν ότι ορισμένα έργα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιφέρουν υψηλά επίπεδα συμμετοχής. Δεδομένου του μεγάλου εύρους των τύπων έργου που καλύπτονται από την οδηγία, των διαφόρων συστημάτων χορήγησης άδειας που χρησιμοποιούνται για τους διάφορους τύπους έργων και των διαφόρων επιπέδων ενδιαφέροντος που συνεπάγονται, δεν αποτελεί έκπληξη ότι δεν υπάρχει κάποια τυποποιημένη πρακτική συμμετοχής του κοινού στο σύνολο της ΕΕ. Η μεταφορά της Σύμβασης του Aarhus στη νομοθεσία της ΕΠΕ ενδεχομένως να παράσχει τη δυνατότητα βελτίωσης της συμμετοχής του κοινού στην ΕΠΕ. Υπάρχει ανάγκη, κατά την άποψη της Επιτροπής, βελτίωσης των επίσημων και ανεπίσημων ρυθμίσεων όσον αφορά τις διαβουλεύσεις με τις γειτονικές χώρες για τις διασυνοριακές επιπτώσεις, καθώς και ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι πρακτικές. Έχει επίσης εντοπιστεί η ανάγκη βελτίωσης των υφιστάμενων διαπεριφερειακών διαδικασιών ορισμένων χωρών. Χρειάζονται ακριβέστερες ρυθμίσεις για τον έλεγχο, προκειμένου να παρασχεθούν αξιόπιστες πληροφορίες όσον αφορά τον αριθμό, τον τύπο και τα αποτελέσματα των διασυνοριακών έργων.

    9) Οι επιπτώσεις της εκτέλεσης των έργων επί της χλωρίδας και της πανίδας εκτιμώνται στο πλαίσιο της ΕΠΕ στα κράτη μέλη και φαίνεται να πληρούνται εν προκειμένω οι απαιτήσεις της οδηγίας 97/11/ΕΚ για παροχή πληροφοριών. Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο είναι λιγότερο σαφείς όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο υπάρχει σεβασμός των διαφόρων επιπέδων βιοποικιλότητας στην πράξη. Πρόσφατα εγκρίθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές για την ενσωμάτωση των θεμάτων βιοποικιλότητας στις εκτιμήσεις επιπτώσεων, δυνάμει της Σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα.

    10) Ο κίνδυνος αντιμετωπίζεται με πολλούς τρόπους και σε πολύ διαφορετικά επίπεδα στο σύνολο της ΕΕ, εν μέρει λόγω της ποικιλίας των γεωγραφικών, γεωλογικών, κλιματολογικών και άλλων συνθηκών. Ο κίνδυνος αποτελεί κριτήριο επιλογής βάσει του Παραρτήματος ΙΙΙ και οι εκτιμήσεις του κινδύνου εμφαίνονται σε πολλές ΔΠΕ (Δηλώσεις Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων), όμως, τα περισσότερα κράτη μέλη θεωρούν τον κίνδυνο ως κάτι το διαφορετικό από τη διαδικασία ΕΠΕ, δεδομένου ότι συχνά αντιμετωπίζεται από καθεστώτα ελέγχου στα οποία δεν εφαρμόζεται η οδηγία ΕΠΕ. Οι σχέσεις μεταξύ ΕΠΕ και εθνικών καθεστώτων περιβαλλοντικού ελέγχου είναι πολύπλοκες και φαίνεται να υπάρχει ελάχιστος πραγματικός συντονισμός μεταξύ της οδηγίας ΕΠΕ και άλλων οδηγιών, όπως η οδηγία IPPC (Ολοκληρωμένη Πρόληψη και Έλεγχος της Ρύπανσης) και η οδηγία περί ενδιαιτημάτων. Λίγα κράτη μέλη έδραξαν την ευκαιρία που προσφέρει η οδηγία 97/11/ΕΚ για να προβούν σε μεγαλύτερη συνεκτικότητα και μείωση της επαναλαμβανόμενης τεκμηρίωσης και των εκτιμήσεων, που θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα του καλύτερου συντονισμού μεταξύ ΕΠΕ και IPPC. Σε ορισμένα κράτη μέλη ειπώθηκε ότι υπάρχει συσχέτιση, αλλά η εν λόγω συσχέτιση ενδέχεται απλώς να συνίσταται στη σύσταση η ΕΠΕ και κάθε άλλη σχετική διαδικασία να διενεργούνται συγχρόνως.

    11) Η εκτίμηση των επιπτώσεων στην υγεία δεν αποτελεί ένα ιδιαιτέρως ισχυρό χαρακτηριστικό της τρέχουσας πρακτικής. Σημειώνεται μεγάλη ποικιλία ως προς την κάλυψη, από την στενή έως την ευρεία ερμηνεία των επιπτώσεων στην υγεία. Υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι οι επιπτώσεις στην υγεία θεωρείται ότι έχουν μικρότερη σχέση με την ΕΠΕ, ή/και ότι σε έναν κάποιο βαθμό καλύπτονται από άλλες νομοθετικές διατάξεις. Υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι οι επιπτώσεις στην υγεία εξετάζονται στο πλαίσιο άλλων κεφαλαίων, όπως η ρύπανση ή ο κίνδυνος.

    12) Μολονότι η υφιστάμενη οδηγία ΕΠΕ δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, η πλειονότητα των κρατών μελών την προβλέπουν στα εθνικά τους συστήματα. Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη όσον αφορά την ΕΠΕ περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό σε όσους έχουν το νομοθετικό δικαίωμα να ασκήσουν προσφυγή κατά αποφάσεων ενώπιον δικαστηρίου. Στις περισσότερες περιπτώσεις τέτοιου είδους αμφισβητήσεις δεν μπορούν να εκδηλωθούν παρά μόνον εφόσον έχει χορηγηθεί άδεια για το έργο, ενώ λίγα είναι τα κράτη μέλη που προβλέπουν τη δυνατότητα προσφυγής σε πρωιμότερες φάσεις της ΕΠΕ.

    13) Λίγα είναι τα επίσημα μέτρα που έχουν τεθεί σε εφαρμογή για τον συνολικό έλεγχο της ποιότητας των διαδικασιών ΕΠΕ. Η ίδια η οδηγία μάλλον παρουσιάζει αδυναμίες ως προς αυτό το σημείο και επικεντρώνεται περισσότερο στις διαδικαστικές πτυχές της ΕΠΕ. Η διασφάλιση του ποιοτικού ελέγχου της ΕΠΕ εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό στις αρμόδιες αρχές και οι έλεγχοι γίνονται με διαδικασίες δικαστικής εξέτασης. Η έλλειψη κεντρικής παρακολούθησης των κυριότερων φάσεων της ΕΠΕ καθιστά δύσκολη τη διασφάλιση εκ μέρους των κρατών μελών ότι τα συστήματα ΕΠΕ που διαθέτουν εφαρμόζονται με συνέπεια και ορθότητα. Υπάρχουν ορισμένα παραδείγματα καινοτόμου πρακτικής, όπου ορισμένα κράτη μέλη προβαίνουν σε παρακολούθηση των έργων μετά από τη λήψη της απόφασης, προκειμένου να διασφαλίσουν την ποιότητα των αποτελεσμάτων της διαδικασίας ΕΠΕ.

    3. ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ - ΔΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΛΗΦΘΟΥΝ

    Οι πληροφορίες που παρέχονται στην παρούσα έκθεση αποκαλύπτουν ορισμένες ελλείψεις και αδυναμίες. Κατά την άποψη της Επιτροπής, σε ορισμένα κράτη μέλη υπάρχουν παραδείγματα πολύ ορθής πρακτικής, π.χ. σε σχέση με την ενθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού ή την πρόβλεψη σαφών διαδικασιών ποιοτικού ελέγχου. Σε άλλα (και ενίοτε στα ίδια κράτη μέλη στα οποία εντοπίζονται τα στοιχεία ορθής πρακτικής), υπάρχουν ακόμη αδυναμίες. Τα συγκεκριμένα πορίσματα πρέπει να εκτιμηθούν μετά προσοχής, παράλληλα με άλλους παράγοντες, προκειμένου να αποφασίσει η Επιτροπή εάν η οδηγία ΕΠΕ πρέπει να τροποποιηθεί περαιτέρω στην παρούσα φάση. Φαίνεται ότι το κύριο πρόβλημα έγκειται στην εφαρμογή και υλοποίηση της οδηγίας και όχι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, στη μεταφορά των νομικών απαιτήσεων της οδηγίας. Εντούτοις, είναι σαφές από τις αδυναμίες που έχουν εντοπιστεί ότι υπάρχει ανάγκη βελτίωσης και ενίσχυσης της εφαρμογής της οδηγίας ως προς ορισμένες πτυχές της και η Επιτροπή θα συνεχίσει να προωθεί την εν λόγω εφαρμογή. Η οδηγία παρέχει το πλαίσιο και οι υφιστάμενοι μηχανισμοί επί παραβάσει παρέχουν τη νομική υποστήριξη για την καλύτερη μεταφορά και εφαρμογή της οδηγίας. Προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της οδηγίας, η Επιτροπή πιστεύει ότι είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να ενεργήσουν υπεύθυνα και να χρησιμοποιήσουν τις πληροφορίες που παρέχονται στην παρούσα έκθεση θετικά προκειμένου να αυξήσουν την ατομική και συλλογική τους επίδοση.

    Βασιζόμενη στο υλικό που έχει συγκεντρωθεί για την παρούσα ανασκόπηση και στην εκτίμηση των ισχυρών σημείων και των αδυναμιών, καθώς και της αποτελεσματικότητας της οδηγίας ΕΠΕ, η Επιτροπή διατυπώνει τις ακόλουθες συστάσεις οι οποίες θα βοηθήσουν στην καλύτερη εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ:

    - Τα κράτη μέλη πρέπει να ελέγξουν την εθνική και περιφερειακή τους νομοθεσία για την ΕΠΕ και κατά συνέπεια να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις (π.χ. όσον αφορά τα κατώτατα όρια, τον ποιοτικό έλεγχο, τη σαλαμοποίηση, τη συσσώρευση, κλπ.). Η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν την επερχόμενη τροποποίηση της οδηγίας ΕΠΕ, στο πλαίσιο της μεταφοράς της Σύμβασης του Aarhus, για να το πράξουν.

    - Είναι αναγκαία μια ακριβής μορφή ετήσιας καταγραφής και παρακολούθησης προκειμένου να παρασχεθούν αξιόπιστες ετήσιες πληροφορίες όσον αφορά τον αριθμό και τον τύπο των έργων ΕΠΕ, καθώς επίσης και την έκβαση καίριας σημασίας αποφάσεων. Τα κράτη μέλη πρέπει να εισαγάγουν τέτοιου είδους συστήματα όπου αυτά δεν υπάρχουν ακόμη. Αυτό θα τα βοηθήσει, κατά την άποψη της Επιτροπής, να αξιολογήσουν τον αριθμό των ΕΠΕ που διενεργούνται και τους τύπους έργων που εμπλέκονται, καθώς επίσης και να εκτιμήσουν την επίδοση και την ποιότητα του εκτελεσθέντος έργου. Από την άλλη πλευρά, αυτό θα τα βοηθήσει να βελτιώσουν τα συστήματά τους.

    - Σε σχέση με την επιλογή, όσα κράτη μέλη χρησιμοποιούν ένα σύστημα σταθερών υποχρεωτικών κατώτατων ορίων πρέπει να εξασφαλίσουν ότι το εν λόγω σύστημα διασφαλίζει ότι όλα τα έργα που ενδεχομένως έχουν σημαντικές επιπτώσεις υποβάλλονται στην κατάλληλη διαδικασία επιλογής. Για την παρούσα περίοδο, η Επιτροπή αναμένει ότι θα λάβουν ιδιαιτέρως υπόψη έργα που έχουν σχεδιασθεί εντός ή κοντά σε ευαίσθητες περιοχές, καθώς και την ενδεχόμενη συσσώρευση έργων.

    - Η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να προβούν σε ευρύτερη χρήση των υφιστάμενων κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά την επιλογή, το πεδίο εφαρμογής, την ανασκόπηση και τις σωρευτικές επιπτώσεις. Πρέπει επίσης να υπάρξει περισσότερη επιμόρφωση σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά τη χρήση των εν λόγω εγγράφων ποιοτικού ελέγχου. Τα συγκεκριμένα έγγραφα βρίσκονται στην ιστοσελίδα της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος: http://europa.eu.int/comm/environment/eia/ home.htm.

    - Η ποιότητα της διαδικασίας ΕΠΕ, και ειδικότερα της ΔΠΕ αποτελούν το κλειδί της αποτελεσματικής ΕΠΕ. Η Επιτροπή καλεί όσα τα κράτη μέλη δεν το έχουν ήδη πράξει, να εισαγάγουν τις επίσημες διατάξεις για την εξέταση των περιβαλλοντικών πληροφοριών που παρέχει ο κύριος του έργου, προκειμένου να διασφαλίσουν την αυστηρή συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας ΕΠΕ. Τέτοιου είδους μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την συγκρότηση ομάδων εμπειρογνωμόνων, την εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών για τον συντονισμό των εμπειρογνωμόνων, σαφείς οδηγίες σχετικά με την ανάληψη ευθυνών, προσφυγή σε εξέταση από ανεξάρτητους εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, κλπ. Ένα άλλο εργαλείο ποιοτικού ελέγχου θα μπορούσε να είναι η εισαγωγή ενός αποδοτικού συστήματος παρακολούθησης μετά από τη λήψη των αποφάσεων.

    - Η Επιτροπή πιστεύει ότι χρειάζεται να εισαχθεί ειδική επιμόρφωση σε ορισμένα κράτη μέλη για τις αρχές, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, προκειμένου να βελτιωθεί η εκ μέρους τους κατανόηση της οδηγίας ΕΠΕ και η εφαρμογή αυτής εντός του οικείου εθνικού συστήματος. Οι μηχανισμοί αποδοτικής διοικητικής διαχείρισης θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ενίσχυση των ικανοτήτων.

    - Στο διασυνοριακό πλαίσιο τα κράτη μέλη πρέπει να προβούν σε μεγαλύτερη χρήση των κατευθυντήριων γραμμών που παρέχονται από την UNECE (Οικονομική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Ευρώπη) όσον αφορά τις διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες και τις πρακτικές λεπτομέρειες της διενέργειας διασυνοριακής ΕΠΕ (βλ. ιστοσελίδα της UNECE: http://www.unece.org/env/ eia). Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό θα βοηθήσει να διασφαλισθεί ότι έχουν θεσπιστεί κατάλληλες διατάξεις, παραδείγματος χάριν όσον αφορά τις άμεσες επαφές μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών και άλλων υπηρεσιών για διαβουλεύσεις επί των διασυνοριακών επιπτώσεων.

    - Η ποιότητα της ΕΠΕ έχει συνέπειες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και είναι καίριας σημασίας για την αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Ο τρόπος με τον οποίο η έκβαση της ΕΠΕ επηρεάζει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι καίριας σημασίας για τους σκοπούς της ΕΠΕ και της οδηγίας. Η ποιότητα των αποφάσεων εξαρτάται από την ποιότητα των παρεχόμενων πληροφοριών κατά τη διαδικασία ΕΠΕ και η ισχύς μιας αποτελεσματικής ΕΠΕ πρέπει να καταδεικνύεται σε μια απόφαση η οποία έχει δεόντως λάβει υπόψη και αντικατοπτρίζει την περιβαλλοντική διάσταση, στην οποία δίνεται έμφαση κατά τη διαδικασία ΕΠΕ. Σε ορισμένα κράτη μέλη, προβλέπεται άρνηση χορήγησης άδειας εκτέλεσης, σε περιπτώσεις όπου αναμένεται να υπάρξει σοβαρή περιβαλλοντική ζημία. Εν προκειμένω, η Επιτροπή πιστεύει ότι τα κράτη μέλη πρέπει, όπου είναι αναγκαίο, να εξετάζουν την ενίσχυση των εθνικών τους διαδικασιών, διασφαλίζοντας την καταλληλότητα των όρων που συνδέονται με την(τις) επακόλουθη(ες) απόφαση(εις), προκειμένου να προληφθεί ή να μετριαστεί οιαδήποτε περιβαλλοντική ζημία που ήταν αναμενόμενη.

    - Η Επιτροπή θα λάβει υπόψη την ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας όσον αφορά τη χρήση των κατωτάτων ορίων και των διαφόρων συστημάτων που εφαρμόζονται κατά τη φάση επιλογής, προκειμένου να έχει σαφέστερη εικόνα και συγκρίσιμα δεδομένα, τα οποία θα βοηθήσουν στην εξαγωγή έγκυρων συμπερασμάτων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί η βελτίωση και η μεγαλύτερη συνοχή της προσέγγισης κατά τη διαδικασία επιλογής. (Πρωτοβουλία 1).

    - Οι εν λόγω συστάσεις, εάν εφαρμοστούν, κατά κάποιον τρόπο θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της οδηγίας και η Επιτροπή θα εξετάσει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, τους τρόπους βελτίωσης και επέκτασης των κατευθυντήριων γραμμών που είναι ήδη διαθέσιμες. Η Επιτροπή προτίθεται να εκπονήσει ερμηνευτικές και πρακτικής φύσεως κατευθυντήριες γραμμές, με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη, καθώς επίσης και άλλων άμεσα ενδιαφερομένων, όπως οι ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις), οι τοπικές και περιφερειακές αρχές και η βιομηχανία. Αυτό θα οδηγήσει να υπερνικηθούν κάποιες ανομοιογένειες που έχουν αναφερθεί ως προς τον καθορισμό των έργων που εμπίπτουν στην οδηγία, τη θέσπιση και εφαρμογή κατωτάτων ορίων και κριτηρίων επιλογής, τον τρόπο με τον οποίο διενεργείται η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής, τη σχέση μεταξύ των αποτελεσμάτων των διαφόρων έργων (συσσώρευση, σαλαμοποίηση), τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος στο πλαίσιο των εκτιμήσεων, καθώς και το είδος των δεδομένων που πρέπει να συγκεντρωθούν από τα συστήματα παρακολούθησης. (Πρωτοβουλία 2).

    - Η Επιτροπή θα εξετάσει επίσης με τα κράτη μέλη τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να βελτιωθεί η επιμόρφωση των υπαλλήλων που είναι υπεύθυνοι για την ΕΠΕ, με σκοπό τη βελτίωση της κατάστασης. (Πρωτοβουλία 3).

    - Μολαταύτα, η ενίσχυση των ικανοτήτων και η οικειοθελής δράση έχουν τα όριά τους, και η Επιτροπή θα συνεχίσει να αναλαμβάνει δράση επιβολής της νομοθεσίας, σε περιπτώσεις ατελούς ή ακατάλληλης μεταφοράς ή/και ελάχιστης εφαρμογής της οδηγίας. (Πρωτοβουλία 4).

    - Εν ευθέτω χρόνω ενδέχεται να απαιτηθούν περαιτέρω τροποποιήσεις της οδηγίας με σκοπό τη συνεκτικότερη εφαρμογή της. Βάσει των αποτελεσμάτων των δράσεων που σκιαγραφούνται ανωτέρω, η Επιτροπή θα μελετήσει τι είδους περαιτέρω τροποποιήσεις πρέπει να εισαχθούν. Παραδείγματος χάριν, αυτές θα μπορούσαν να είναι ο πλέον αποδοτικός τρόπος πρόβλεψης κατάλληλου ποιοτικού ελέγχου και συγκέντρωσης συναφών δεδομένων και, επίσης, ενδεχομένως να παραστεί ανάγκη βελτίωσης του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα κατώτατα όρια και οι σωρευτικές επιπτώσεις. Θα μπορούσαν να εισαχθούν συγχρόνως και άλλες διευκρινίσεις και βελτιώσεις (παραδείγματος χάριν όσον αφορά τη διαδικασία εξαιρέσεων σε εξαιρετικές περιπτώσεις (άρθρο 2 παράγραφος 3)). Όλες οι εν λόγω δράσεις, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της οδηγίας SEA (Strategic Environmental Assessment - Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση), θα δημιουργήσουν ένα έγκυρο σύνολο διαδικασιών για τη βελτίωση της λήψης αποφάσεων και θα συνδράμουν στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί στο 6ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον (ΠΔΠ). (Πρωτοβουλία 5).

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Ανασκόπηση της πενταετούς εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας της οδηγίας ΕΠΕ (Οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ)

    1. Εισαγωγή

    1.1. Σκοποί και στόχοι

    1.1.1. Η οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου (όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ) για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (εφεξής η οδηγία ΕΠΕ (Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων)) θεωρείται ως ένα από "τα κύρια κείμενα περιβαλλοντικής νομοθεσίας" [2] της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Πρωταρχικός σκοπός της ΕΠΕ είναι να προσδιοριστούν οι οιεσδήποτε σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις ενός μεγάλου αναπτυξιακού έργου και, όπου είναι δυνατόν, να ληφθούν μέτρα άμβλυνσης, προκειμένου να μειωθούν ή να εξαλειφθούν οι εν λόγω επιπτώσεις, εκ των προτέρων, πριν από τη λήψη απόφασης για χορήγηση άδειας κατασκευής του έργου. Ως εργαλείο το οποίο βοηθά τη λήψη αποφάσεων, η ΕΠΕ θεωρείται ευρέως ως προενεργός μορφή προστασίας του περιβάλλοντος, η οποία, παράλληλα με τη συμμετοχή του κοινού και τις διαβουλεύσεις, μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των ευρύτερων περιβαλλοντικών προβληματισμών και στην τήρηση των πολιτικών αρχών της ΕΕ. Μολαταύτα, προκειμένου να επιτευχθούν οι εν λόγω στόχοι, η οδηγία ΕΠΕ πρέπει να εφαρμοστεί όσο το δυνατόν συνεκτικότερα σε ολόκληρη την ΕΕ. Τα στοιχεία από τις ανασκοπήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) για το 1993 και το 1997 σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ [3], καθώς και άλλα στοιχεία [4], καταδεικνύουν ότι υπήρξε μικρή συνοχή ως προς την εφαρμογή των κυριότερων διαδικασιών ΕΠΕ, όπως η επιλογή και η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής. Επιπλέον, ορισμένες σημαντικές υποθέσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (European Court of Justice - ECJ) [5] κατέδειξαν ότι ορισμένα κράτη μέλη παρέλειψαν να εφαρμόσουν πλήρως την οδηγία. Λόγω των διαφορετικών διαδικασιών όσον αφορά τη χορήγηση άδειας έργου που ισχύουν στα κράτη μέλη, σημειώθηκαν δυσχέρειες για την επίτευξη συνοχής κατά την εφαρμογή της στο σύνολο της Κοινότητας. Πράγματι, ο μείζων στόχος της τροποποιητικής οδηγίας 97/11/ΕΚ ήταν, εν μέρει, να ελαχιστοποιηθούν οι διαφορές ως προς την εφαρμογή μεταξύ κρατών μελών και να εναρμονιστεί η εφαρμογή.

    [2] Βλ. CEC (2001) Environmental Impact Assessment Guidance on Screening (Κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων όσον αφορά το στάδιο της επιλογής), Βρυξέλλες, CEC.

    [3] CEC (1993) Report from the Commission of the Implementation of Directive 85/337/EEC on the Assessment of the Effects of Certain Public and Private Projects on the Environment and Annexes for Member States (Έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον και Παραρτήματα για τα κράτη μέλη). Com (93) 28 τελικό - Τόμος 12, Βρυξέλλες, Απρίλιος.

    [4] Βλ. Dresner, S. και N. Gilbert (1999) Decision-making Processes for Projects Requiring Environmental Impact Assessment: Case Studies in Six European Counturies in Journal of Environmental Assessment Policy and Management (Διαδικασίες λήψης αποφάσεων για έργα που απαιτούν εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων: περιπτωσιολογικές μελέτες σε έξι ευρωπαϊκές χώρες στην Επιθεώρηση για την πολιτική και διαχείριση της περιβαλλοντικής εκτίμησης), Τόμος 1, αριθ. 1, σσ. 105-130, και επίσης Ladeur, K-H και Prelle, R. (2001) Environmental Assessment and Judicial Approaches to Procedural Errors - A European and Comparative Law Analysis, Journal of Environmental Law (Περιβαλλοντική εκτίμηση και δικαστικές προσεγγίσεις των διαδικαστικών σφαλμάτων - Ανάλυση ευρωπαϊκού και συγκριτικού δικαίου, Επιθεώρηση περιβαλλοντικού δικαίου), Τόμος. 3, αριθ. 2, σ. 185-198.

    [5] Βλ. Υποθέσεις C-392/96, C-150/97 και C-287/98.

    1.1.2 Είναι αξιοσημείωτη η πρόκληση να διασφαλιστεί ότι η οδηγία ΕΠΕ εγκρίνεται και εφαρμόζεται με αποτελεσματικό και συνεκτικό τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της οδηγίας ΕΠΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξήγαγε δύο ανασκοπήσεις, οι οποίες οδήγησαν στην υποβολή εκθέσεων το 1993 και το 1997. Η παρούσα ανασκόπηση έχει τρεις κύριους στόχους:

    - Να παρασχεθεί μια λεπτομερής επισκόπηση των ρυθμίσεων που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη για την εφαρμογή των τροποποιήσεων που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ.

    - Να παρασχεθεί μια λεπτομερής επισκόπηση και αξιολόγηση της εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ στο σύνολό της.

    - Να διατυπωθούν υποδείξεις και συστάσεις για την περαιτέρω ενίσχυση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας της οδηγίας ΕΠΕ στο σύνολό της.

    Ειδικότερα, η ανασκόπηση εξετάζει την εφαρμογή των κυριότερων φάσεων και των κυριότερων στοιχείων της οδηγίας ΕΠΕ. Ειδικότερα:

    - την αύξηση του αριθμού και των τύπων έργου που υποβάλλονται σε ΕΠΕ και τη μετακίνηση ορισμένων τύπων έργου (παραδείγματος χάριν των μεγάλων εγκαταστάσεων εντατικής κτηνοτροφίας) στο Παράρτημα Ι.

    - τα μέσα με τα οποία τα κράτη μέλη εξαιρούν ειδικά έργα από τις διατάξεις της οδηγίας (άρθρο 2 παράγραφος 3).

    - το εύρος και τον τύπο των έργων που εξαιρούνται από την οδηγία δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 5, τα μέσα με τα οποία χορηγείται άδεια και τον τρόπο με τον οποίο εξετάζονται οι περιβαλλοντικές πληροφορίες κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης.

    - τις διατάξεις που ισχύουν στα κράτη μέλη για την επιλογή και το πεδίο εφαρμογής και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα κριτήρια ή τα κατώτατα όρια, όταν η επιλογή γίνεται με κατά περίπτωση εξέταση.

    - τις πληροφορίες που παρέχει ο κύριος του έργου και την πληρότητα των παρεχόμενων πληροφοριών, καθώς επίσης και τα μέσα με τα οποία οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν εάν οι εν λόγω πληροφορίες είναι πλήρεις.

    - τις πτυχές που αφορούν την υγεία και τη σχέση τους με θέματα όπως η ποιότητα του αέρα, κλπ..

    - τα στοιχεία που αφορούν τη "σαλαμοποίηση" ή τη δυνατότητα που έχουν οι προτείνοντες το έργο να αποφύγουν την ολοκλήρωση της ΕΠΕ, σχεδιάζοντας το έργο με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να παραμένουν κάτω από τα κατώτατα όρια ή τα κριτήρια για διενέργεια ΕΠΕ.

    - τη συσσώρευση έργων και τον τρόπο με τον οποίο θεσπίζονται τα χωροχρονικά όρια.

    - την εκτίμηση του κινδύνου και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση και κοινοποίηση του κινδύνου.

    - τη σχέση με άλλες οδηγίες, ειδικότερα με την οδηγία IPPC (για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης) και με την οδηγία περί ενδιαιτημάτων.

    - τις διατάξεις που έχουν θεσπιστεί για τη διεξαγωγή διασυνοριακών διαβουλεύσεων.

    - τα μέσα με τα οποία τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν τις τροποποιήσεις ή τις επεκτάσεις των έργων, μετά από τη χορήγηση άδειας.

    - τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η εκτίμηση και η κοινοποίηση των εναλλακτικών λύσεων, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο οι εναλλακτικές λύσεις εντοπίζονται και καθορίζονται. και

    - τους μηχανισμούς που έχουν θεσπιστεί για τη συμμετοχή του κοινού, υπό το πρίσμα της έγκρισης του σχεδίου οδηγίας COM(2000)839 περί τροποποιήσεως της οδηγίας ΕΠΕ, προκειμένου να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Σύμβασης του Aarhus.

    1.2. Ερευνητική ομάδα

    1.2.1 Η παρούσα ανασκόπηση διεξήχθη από τη Μονάδα Εκτίμησης Επιπτώσεων (Impacts Assessment Unit -IAU) της Σχολής Σχεδιασμού (School of Planning - SoP), του Πανεπιστημίου Oxford Brookes [6], σε συνεργασία με την καθοδηγητική επιτροπή του προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και με έναν εκπρόσωπο των κρατών μελών.

    [6] Η SoP (School of Planning) είναι η μεγαλύτερη σχολή του είδους στο Ηνωμένο Βασίλειο και μία από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης. Στη Σχολή φοιτούν πάνω από 700 φοιτητές, σε ένα μεγάλο εύρος προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και ερευνητικών προγραμμάτων, και στελεχώνεται με πάνω από 60 άτομα διδακτικό, διοικητικό και ερευνητικό προσωπικό. Η Σχολή κατέλαβε πρόσφατα υψηλή θέση στην κατάταξη του Συμβουλίου Χρηματοδότησης Ανώτατης Εκπαίδευσης της Αγγλίας (Higher Education Funding Council for England) στο πλαίσιο της αξιολόγησης των ερευνητικών ιδρυμάτων για το 2001. Αυτή η διάκριση θέτει τη σχολή στην κορυφή μεταξύ των νέων πανεπιστημιακών σχολών σχεδιασμού του Ηνωμένου Βασιλείου και επικυρώνει άλλες πρόσφατες αξιολογήσεις σχολών σχεδιασμού οι οποίες θεωρούν την Oxford Brookes ως την κορυφαία σχολή σχεδιασμού του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Μονάδα Εκτίμησης Επιπτώσεων (IAU) είναι ένα καθιερωμένο και αναγνωρισμένο από την ΕΕ κέντρο έρευνας, επιμόρφωσης και εκπαίδευσης σε θέματα Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΕΠΕ), Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Λήψης Αποφάσεων για το Περιβάλλον. Επικεφαλής της IAU είναι ο καθηγητής John Glasson, ο οποίος είναι επίσης διευθυντής της Σχολής Σχεδιασμού.

    1.3. Μεθοδολογία

    1.3.1 Πρωταρχική πηγή πληροφοριών για την παρούσα μελέτη ήταν οι απαντήσεις των κρατών μελών σε ένα ερωτηματολόγιο το οποίο σχεδιάστηκε και εκπονήθηκε από την Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (το ερωτηματολόγιο επισυνάπτεται ως Προσάρτημα 1 στην παρούσα έκθεση). Προκειμένου να διασφαλιστεί η σαφέστερη κατανόηση των απαντήσεων των κρατών μελών, η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος επεδίωξε να λάβει περαιτέρω διευκρινίσεις από τα περισσότερα κράτη μέλη επί των κύριων πτυχών εφαρμογής της οδηγίας. Η αρχική εξέταση των απαντήσεων εντόπισε πολλά επιπλέον θέματα για τα οποία έπρεπε να δοθούν περαιτέρω απαντήσεις από τα επιμέρους κράτη μέλη και η ομάδα της IAU (Μονάδα Εκτίμησης Επιπτώσεων) το επεδίωξε σε εξατομικευμένο επίπεδο. Ένα επιπρόσθετο σύνολο ερωτήσεων διαβιβάστηκε επίσης σε όλους τους εθνικούς εμπειρογνώμονες ΕΠΕ των κρατών μελών προκειμένου να βοηθήσουν την IAU να κατανοήσει και να ερμηνεύσει την εφαρμογή της τροποποιητικής οδηγίας (οι εν λόγω συμπληρωματικές ερωτήσεις επισυνάπτονται ως Προσάρτημα 1 στην παρούσα έκθεση). Η καθοδηγητική ομάδα της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και η Μονάδα Εκτίμησης Επιπτώσεων επιθυμούν να ευχαριστήσουν όλο το προσωπικό των κρατών μελών που συνεργάστηκε και βοήθησε στην παροχή πληροφοριών για την παρούσα έκθεση. Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο και οι μεταγενέστερες ερωτήσεις για διευκρινίσεις και εμβάθυνση αναλύθηκαν από την ομάδα έργου, όπου κάθε μέλος της είχε την ευθύνη μιας δέσμης ερωτήσεων.

    1.3.2 Για να διευρυνθεί η κατανόηση των θεμάτων σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 97/11/ΕΚ, πραγματοποιήθηκε αναζήτηση βιβλιογραφίας για τις υφιστάμενες έρευνες σχετικά με την εφαρμογή της τροποποιημένης οδηγίας ΕΠΕ, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών υποθέσεων του Δικαστηρίου. Επιπλέον, εξετάστηκαν οι ιστοθέσεις των ευρωπαϊκών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και οι ιστοθέσεις που αφορούν την ΕΠΕ για την εξεύρεση περαιτέρω στοιχείων όσον αφορά τις πρακτικές πτυχές της ΕΠΕ εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

    1.4. Δομή της έκθεσης

    1.4.1 Η παρούσα έκθεση διαρθρώνεται με γνώμονα τη μεταφορά και εφαρμογή της οδηγίας 97/11/ΕΚ, καθώς και την εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ στο σύνολό της, και όχι με βάση τις επιμέρους ερωτήσεις που θέτει το ερωτηματολόγιο της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος. Αυτό διευκόλυνε την πληρέστερη επισκόπηση της προόδου που έχει επιτευχθεί όσον αφορά τη μεταφορά και την εφαρμογή και έδωσε έμφαση σε κύρια θέματα που χρήζουν περαιτέρω προσοχής. Μετά από την παρούσα εισαγωγή, το Τμήμα 2 της έκθεσης περιλαμβάνει επισκόπηση του ιστορικού έγκρισης της οδηγίας 97/11/ΕΚ, καθώς και τους παράγοντες που διαμόρφωσαν τις τροποποιήσεις που εισήχθησαν από την οδηγία και στη συνέχεια εξετάζει την πρόοδο η οποία έχει επιτευχθεί κατά τη μεταφορά της οδηγίας από τα κράτη μέλη και τα θέματα τα οποία προέκυψαν κατά τη διαδικασία εφαρμογής. Ο κύριος κορμός της έκθεσης περιλαμβάνεται στα Τμήματα 3 και 4 και εστιάζεται στις λεπτομέρειες εφαρμογής της οδηγίας, εξετάζοντας τις κυριότερες αλλαγές που εισάγει η οδηγία όσον αφορά την επιλογή, το πεδίο εφαρμογής και την ανασκόπηση, καθώς επίσης και τα κύρια θέματα τα οποία η τροποποιητική οδηγία επεδίωξε να αντιμετωπίσει. Το Τμήμα 5 της έκθεσης περιλαμβάνει επισκόπηση της αποτελεσματικότητας της οδηγίας ΕΠΕ στο σύνολό της και διατυπώνει ορισμένες συστάσεις για τη μελλοντική εξέλιξη της οδηγίας ΕΠΕ.

    1.5. Ορολογία

    1.5.1 Με σκοπό την σαφήνεια και την κατανόηση παρακάτω ορίζονται οι κυριότεροι όροι του γλωσσάριου που χρησιμοποιείται στην παρούσα έκθεση.

    - ΕΠΕ - Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων - η διαδικασία συνεχούς εκτίμησης η οποία περιλαμβάνει ορισμένες επιμέρους φάσεις, όπως η επιλογή, η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής και η συμμετοχή του κοινού.

    - Οδηγία ΕΠΕ - η οδηγία στο σύνολό της - ήτοι η οδηγία 85/337/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ - όταν στην έκθεση γίνεται αναφορά στην οδηγία 85/337/ΕΟΚ ή στην οδηγία 97/11/ΕΚ, η συζήτηση θα αφορά μόνο τις επιμέρους οδηγίες που αναφέρονται στο κείμενο.

    - Περιβαλλοντικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης της Δήλωσης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΔΠΕ) - η έκθεση, το έγγραφο ή το σύνολο των εγγράφων που παρήχθησαν από τον κύριο του έργου ή εκπονήθηκαν για αυτόν κατόπιν πληρωμής, προκειμένου να παράσχει τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας ΕΠΕ, και τα οποία αποτελούν τη βάση για τη συμμετοχή του κοινού και τις διαβουλεύσεις των περιβαλλοντικών αρχών και υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή για εξέταση.

    2. Ιστορικο τησ Τροποποιησησ τησ Οδηγιασ ΕΠΕ (85/337/ΕΟΚ)

    2.1 Ανασκοπήσεις της οδηγίας ΕΠΕ 85/337/ΕΟΚ

    2.1.1 Οι ανασκοπήσεις του 1993 και του 1997 όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας [7] κατέδειξαν την ύπαρξη μεγάλης ποικιλίας μεταξύ κρατών μελών ως προς την εφαρμογή ορισμένων από τις κύριες φάσεις που απαιτεί η οδηγία. Ενώ οι ανασκοπήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι τυπικές απαιτήσεις της οδηγίας κατά τη στιγμή εκείνη είχαν "ως επί το πλείστον θεσπιστεί" στο σύνολο της ΕΕ, παρέμεναν σημεία όπου δεν ήταν σαφές εάν όλα τα κράτη μέλη συμμορφώνονταν ή όχι αυστηρά με τις κυριότερες φάσεις, όπως η φάση επιλογής. Η ανασκόπηση του 1993 κατέδειξε ότι ελλόχευε ο κίνδυνος η διακριτική ευχέρεια την οποία παρέχει η οδηγία στα κράτη μέλη για τη θέσπιση κατωτάτων ορίων για την επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ να οδηγήσει σε γενική υποτίμηση των διατάξεων του άρθρου 2 παράγραφος 1. Αυτός ήταν σε μεγάλο βαθμό ο λόγος για τον οποίο η οδηγία 97/11/ΕΚ εισήγαγε ένα νέο Παράρτημα ΙΙΙ το οποίο καθιερώνει τα κριτήρια επιλογής που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη θέσπιση των κατωτάτων ορίων και για την επιλογή μετά από κατά περίπτωση εξέταση των έργων του Παραρτήματος ΙΙ. Η ανασκόπηση του 1993 έφερε επίσης στο φως τις ανησυχίες σχετικά με το επίπεδο και την ποιότητα των πληροφοριών που παρέχονται στις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας ΕΠΕ. Ήταν αυτές οι ανησυχίες που οδήγησαν στην εισαγωγή νέων ελάχιστων απαιτήσεων πληροφόρησης που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ (άρθρο 3 παράγραφος 3), καθώς και των προαιρετικών διαδικασιών οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής που προβλέπει το άρθρο 5 παράγραφος 2.

    [7] CEC (1993) Report from the Commission of the Implementation of Directive 85/337/EEC on the Assessment of the Effects of Certain Public and Private Projects on the Environment and Annexes for Member States (Έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον και Παραρτήματα για τα κράτη μέλη). Com (93) 28 τελικό - Τόμος 12, Βρυξέλλες, Απρίλιος CEC. CEC (1997) Report from the Commission of the Implementation of Directive 85/337/EEC on the Assessment of the Effects of Certain Public and Private Projects on the Environment, CEC (Έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, CEC).

    2.1.2 Η ανασκόπηση του 1997 υπογραμμίζει τα πολλά διαφορετικά συστήματα ΕΠΕ λειτουργούν στο σύνολο της ΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη είχαν μεταφέρει την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο, συχνά στο πλαίσιο των υφιστάμενων συστημάτων που είχαν αναπτύξει βάσει της ιστορικής νομικής παράδοσης και πολιτισμού των κρατών μελών. Η έκθεση εντόπισε επίσης ορισμένα θέματα σχετικά με τη γλώσσα της οδηγίας και καταγγελίες εκ μέρους κρατών μελών όσον αφορά τη σαφήνεια ορισμένων όρων που χρησιμοποιούνται στην οδηγία και επεδίωξε σαφέστερους ορισμούς ή ερμηνεία των κύριων όρων, όπως του όρου "έργα".

    2.1.3 Οι ανασκοπήσεις εντόπισαν επίσης τη μεγάλη ποικιλία διαδικασιών χορήγησης άδειας που χρησιμοποιούνται για τους διάφορους τύπους έργων στα διάφορα κράτη μέλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν μία ενιαία διαδικασία χορήγησης άδειας για όλους τους τύπους έργων, ορισμένα χρησιμοποιούν δύο ή περισσότερες (σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ περισσότερες), ενώ άλλα χρησιμοποιούν ένα σύστημα δύο φάσεων σύμφωνα με το οποίο ορισμένες πτυχές ενός έργου αδειοδοτούνται με βάση ένα σύνολο νομοθετικών διατάξεων (παραδείγματος χάριν ο σχεδιασμός χρήσης γης), ενώ άλλες πτυχές αντιμετωπίζονται με βάση κάποιο άλλο σύνολο νομοθετικών διατάξεων (παραδείγματος χάριν η χορήγηση περιβαλλοντικής άδειας). Οι εν λόγω διαφορές καθιστούν την απευθείας σύγκριση της εφαρμογής της οδηγίας μεταξύ κρατών μελών και στο σύνολο της ΕΕ ένα εξαιρετικά πολύπλοκο καθήκον. Έτσι παρέμενε η κατάσταση το 2002.

    2.1.4 Η ανασκόπηση του 1997 κατέδειξε ότι όλα τα κράτη μέλη είχαν προβλέψει τη διενέργεια ΕΠΕ για τα έργα που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι. εντούτοις, η θέση τους όσον αφορά τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ ήταν κατά πολύ λιγότερο σαφής. Υπήρχαν διαφορές ως προς την προσέγγιση της αντιμετώπισης των έργων του Παραρτήματος ΙΙ, τόσο όσον αφορά την ερμηνεία όσο και την αντίληψη για τη σημασία τους σε επιμέρους χώρες. Τα περισσότερα κράτη μέλη αποδείχθηκε ότι χρησιμοποίησαν κάποια μορφή κριτηρίων ή κατωτάτων ορίων επιλογής για να καθορίσουν πότε ένα έργο του Παραρτήματος ΙΙ πρέπει να υποβληθεί σε ΕΠΕ. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτά ήταν ενδεικτικά και χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία όπου η επιλογή γίνεται με κατά περίπτωση εξέταση, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα κατώτατα όρια ήταν υποχρεωτικά και όταν ένα έργο υπερέβαινε τα κατώτατα όρια έπρεπε πάντα αυτομάτως να διενεργηθεί ΕΠΕ. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν τεθεί κατώτατα όρια τα οποία είχαν ως πρακτικό αποτέλεσμα την εξαίρεση ολόκληρων τύπων έργων από τη διενέργεια ΕΠΕ. Αυτές οι περιπτώσεις αποτέλεσαν τη βάση νομικών αντιπαραθέσεων οι οποίες οδήγησαν στη θέσπιση σταθερής νομολογίας για την εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ εντός της ΕΕ. Η ανασκόπηση του 1997 κατέδειξε επίσης ότι υπήρξε μεγάλη ποικιλία ως προς το επίπεδο στο οποίο είχαν τεθεί τα κατώτατα όρια (παραδείγματος χάριν η περιοχή, η δυναμικότητα) για τους ίδιους τύπους έργων στα διάφορα κράτη μέλη.

    2.1.5 Τα κυριότερα πορίσματα της ανασκόπησης του 1997 για την εφαρμογή της οδηγίας μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

    - η ΕΠΕ αποτελεί σύνηθες χαρακτηριστικό των συστημάτων χορήγησης άδειας/έγκρισης, μολονότι υπάρχει μεγάλη ποικιλία σε σχέση με τις εν λόγω διαδικασίες (παραδείγματος χάριν διαφορετικές διαδικαστικές φάσεις. σχέσεις με άλλες σχετικές διαδικασίες).

    - διαφορετική ερμηνεία και διαδικασίες για τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ.

    - ο ποιοτικός έλεγχος για την διαδικασία ΕΠΕ είναι ελλιπής.

    - τα κράτη μέλη δεν έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή στην εξέταση εναλλακτικών λύσεων.

    - επιτεύχθηκε βελτίωση όσον αφορά την συμμετοχή του κοινού και τις διαβουλεύσεις. και

    - τα κράτη μέλη εξέφρασαν παράπονα σχετικά με τις ασάφειες και την έλλειψη ορισμών των κύριων όρων της οδηγίας.

    2.2. Πολιτικό και νομικό πλαίσιο

    2.2.1 Η πορεία της ΕΠΕ εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να ειδωθεί ως μία εξελικτική διαδικασία η οποία διαμορφώνεται από την ανάπτυξη της πολιτικής και του δικαίου. Οι ανασκοπήσεις της πενταετούς εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ αποτέλεσαν μέρος αυτής της εξέλιξης και της διαδικασίας εντοπισμού των ισχυρών σημείων, των αδυναμιών, του κόστους και του οφέλους όσον αφορά την εφαρμογή των διαδικασιών ΕΠΕ. Αυτή η διαδικασία εντόπισε τα σημεία στα οποία θα μπορούσαν να γίνουν βελτιώσεις ή/και τα σημεία όπου οι γενικές διατάξεις της οδηγίας θα μπορούσαν να διευκρινιστούν ή να ενισχυθούν. Οι εν λόγω ανασκοπήσεις δεν ήταν η μοναδική επίδραση στην πορεία της οδηγίας ΕΠΕ. Από τη θέσπισή της το 1985 και την παρέλευση της προθεσμίας για τη μεταφορά της το 1988, υπήρξαν ορισμένες υποθέσεις που κατέληξαν ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο παρείχε ορισμένες διευκρινίσεις επί κύριων θεμάτων και βοήθησε να ερμηνευθεί και ως εκ τούτου να εφαρμοστεί η οδηγία. Υπήρξαν επίσης ορισμένες καίριας σημασίας πολιτικές αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν από την ΕΕ μετά το 1985 και οι οποίες χρειάστηκε να ενσωματωθούν στην οδηγία ΕΠΕ.

    2.2.2 Η οδηγία ΕΠΕ είναι προγενέστερη ορισμένων πολύ σημαντικών αλλαγών στην ΕΕ. Η πρώτη εξ αυτών ήταν η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986, η οποία μαζί με την Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, παγίωσε τις κύριες αρχές της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής και τις ανήγαγε σε κύριο προβληματισμό όλων των τομέων της πολιτικής της ΕΕ. Μετά ακολούθησε η έγκριση του 5ου Προγράμματος Δράσης για το Περιβάλλον (ΠΔΠ), το οποίο έδωσε έμφαση στην ολοκληρωμένη προσέγγιση της προστασίας και της διαχείρισης του περιβάλλοντος. Επίσης ορισμένες βασικές οδηγίες είχαν επιπτώσεις στην ΕΠΕ. Μεταξύ αυτών είναι:

    - η οδηγία 79/409/ΕΟΚ περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών και η οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, οι οποίες καθιερώνουν τις δικές τους διαδικασίες εκτίμησης που αφορούν τους τόπους του Natura 2000.

    - η οδηγία 90/313/ΕΟΚ σχετικά με την ελεύθερη πληροφόρηση για θέματα περιβάλλοντος, η οποία έχει επιπτώσεις στη συμμετοχή του κοινού και στις διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας ΕΠΕ.

    - η οδηγία 96/61/ΕΚ σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, η οποία εισήγαγε ένα νέο σύστημα έγκρισης της χορήγησης άδειας για πολλούς από τους καταλόγους των τύπων έργου των Παραρτημάτων της οδηγίας ΕΠΕ και η οδηγία 97/11/ΕΚ, η οποία εισήγαγε το άρθρο 2 παράγραφος α) προκειμένου να επιτρέψει στα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν μια ενιαία διαδικασία για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ και της οδηγίας 96/61/ΕΚ.

    2.2.3 Η Σύμβαση Espoo για την ΕΠΕ σε διασυνοριακό πλαίσιο υπεγράφη το 1991 από 29 χώρες και από την ΕΕ και διεύρυνε και ενίσχυσε τις απαιτήσεις για διαβουλεύσεις σχετικά με τις διασυνοριακές επιπτώσεις που προβλέπονται από την οδηγία 85/337/ΕΟΚ. Σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Σύμβασης τα άρθρα 7 και 11 της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ έπρεπε να τροποποιηθούν από την οδηγία 97/11/ΕΚ προκειμένου να προβλεφθεί ένα υψηλότερο επίπεδο πληροφοριών που πρέπει να διατίθενται στα θιγόμενα κράτη μέλη όταν εντοπίζονται σημαντικές διασυνοριακές επιπτώσεις. Η Σύμβαση ορίζει τις διασυνοριακές επιπτώσεις ως: "οιεσδήποτε επιπτώσεις, όχι αποκλειστικώς γενικής φύσεως, εντός περιοχής που βρίσκεται υπό την δικαιοδοσία συμβαλλόμενου μέρους (της Σύμβασης), οι οποίες προκαλούνται από προτεινόμενη δραστηριότητα η φυσική προέλευση της οποίας τοποθετείται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει εντός της περιοχής η οποία βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία άλλου συμβαλλομένου μέρους." Ο εν λόγω ορισμός αφορά τόσο τα έργα όσο και τις επιπτώσεις που υπερβαίνουν τα σύνορα και, ως εκ τούτου, δεν περιορίζει ως προς το πεδίο εφαρμογής τις επιπτώσεις της Σύμβασης στην εξέταση έργων που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με σύνορα. Επιπλέον, στην υπόθεση C-133/94 Επιτροπή κατά Βελγίου, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφάσισε ότι οι υποχρεώσεις διαβουλεύσεων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ δεν περιορίζονται στα έργα τα οποία βρίσκονται σε περιφέρειες που συνορεύουν με άλλες χώρες. Η σύμβαση του Espoo περιλαμβάνει κατάλογο των τύπων έργου στους οποίους εφαρμόζεται η Σύμβαση και οι εν λόγω τύποι περιλαμβάνουν ορισμένα έργα τα οποία δεν παρατίθενται στα Παραρτήματα της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ:

    - Παραγωγή πυρηνικών καυσίμων και εγκαταστάσεις επανεπεξεργασίας.

    - Άντληση υπογείων υδάτων (10 εκατομμύρια ή περισσότερα κυβικά μέτρα κατ' έτος). και

    - Μεγάλης κλίμακας αποδάσωση.

    Η τροποποιητική οδηγία 97/11/ΕΚ προσέθεσε δύο από τους εν λόγω τύπους έργων στο Παράρτημα Ι και έναν (αποδάσωση) στο Παράρτημα ΙΙ. επίσης μετακίνησε οκτώ περαιτέρω τύπους έργων της Σύμβασης Espoo από το Παράρτημα ΙΙ στο Παράρτημα Ι προκειμένου να καταστήσει την οδηγία ΕΠΕ συμβατή με τη Σύμβαση.

    2.2.4 Η οδηγία ΕΠΕ έδωσε το έναυσμα για σημαντικό αριθμό καταγγελιών στην Επιτροπή, στις οποίες έπρεπε να απαντήσει. Οι πίνακες και τα στοιχεία των σελίδων που ακολουθούν δίνουν πληροφορίες για τις εν λόγω καταγγελίες και για άλλες διαδικασίες. Οι εν λόγω πίνακες παρουσιάζουν στατιστικές πληροφορίες για την πενταετή περίοδο 1997-2001 σχετικά με τις διαδικασίες επί παραβάσει που αφορούν την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου για την ΕΠΕ. Ως βοήθημα για τη σωστή ερμηνεία τους, το Πλαίσιο 1 παρέχει τους ορισμούς των κύριων όρων που χρησιμοποιούνται.

    Πλαίσιο 1

    Προειδοποιητικη επιστολη

    Η προειδοποιητική επιστολή αποτελεί την πρώτη φάση της διαδικασίας λόγω παράβασης. Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι ένα κράτος μέλος έχει παραλείψει να εκπληρώσει υποχρέωσή του που απορρέει από τη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αποστέλλει προειδοποιητική επιστολή, παρέχοντας στο σχετικό κράτος τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

    Αιτιολογημενη γνωμη

    Η αιτιολογημένη γνώμη εκδίδεται όταν η Επιτροπή είναι σίγουρη ότι έχει εντοπίσει κάποια παράβαση. Σύμφωνα με το άρθρο 266 παράγραφος 1 της Συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας: εάν η Επιτροπή κρίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ της παρούσας Συνθήκης, διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη επί του θέματος, αφού προηγουμένως παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος αυτό να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

    Προσφυγη

    Η προσφυγή είναι η φάση της παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την οποία η διαδικασία λόγω παράβασης καθίσταται δικαστική διαδικασία. Σύμφωνα με το άρθρο 226 παράγραφος 2 της Συνθήκης: εάν το κράτος δεν συμμορφωθεί με τη γνώμη αυτή εντός της προθεσμίας που του τάσσει η Επιτροπή, η τελευταία δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο.

    Υπόθεση εξ ιδιασ πρωτοβουλιασ

    Οι υποθέσεις "εξ ιδίας πρωτοβουλίας" κινούνται άμεσα από την Επιτροπή. Δρομολογούνται κυρίως βάσει γραπτών ερωτήσεων ή αιτημάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σημειωτέον ότι οι λόγοι για τους οποίους υπάρχουν περισσότερες υποθέσεις σε ένα κράτος μέλος απ'ό,τι σε ένα άλλο είναι οι ίδιοι με τους λόγους των καταγγελιών (βλ. παρακάτω). Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή σε πολλές υποθέσεις κίνησε τη διαδικασία "εξ ιδίας πρωτοβουλίας" εναντίον ορισμένων κρατών μελών δεν σημαίνει ότι θεωρεί την κατάσταση στα εν λόγω κράτη χειρότερη απ'ό,τι σε άλλα κράτη μέλη.

    2.2.5 Προκειμένου να ελεγχθεί η σωστή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στα κράτη μέλη, η Επιτροπή ενεργεί σε διαφορετικά στάδια: πρώτον, ελέγχει εάν τα κράτη μέλη μεταφέρουν τις οδηγίες στο νομικό τους σύστημα εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Κατόπιν ελέγχει αφενός τη συμβατότητα της νομοθεσίας των κρατών μελών με τις οδηγίες τις οποίες η εν λόγω νομοθεσία θεωρείται ότι μεταφέρει και αφετέρου τη σωστή εφαρμογή της εν λόγω νομοθεσίας στην πράξη, καθώς επίσης και την ορθότητα των διοικητικών πρακτικών σε κάθε κράτος μέλος. Προκειμένου να εκτιμηθεί η σωστή εφαρμογή στα κράτη μέλη, η Επιτροπή βασίζει τις αποφάσεις της στις εκθέσεις των κρατών μελών όσον αφορά: την εφαρμογή των οδηγιών, οιεσδήποτε καταγγελίες που αποκαλύπτουν ειδικές καταστάσεις όπου δυνητικά μπορεί να υπάρξει παράβαση του δικαίου της ΕΚ. και γεγονότα τα οποία γνωστοποιούνται μέσω γραπτών ερωτήσεων και αιτημάτων που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέτει υπόψη της Επιτροπής. Έτσι, οι ενέργειες της Επιτροπής όσον αφορά τον έλεγχο της σωστής εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ βασίζονται κυρίως σε καταγγελίες, σε αιτήματα και σε γραπτές ερωτήσεις. Ενώ η εν λόγω πηγή πληροφοριών είναι πολύ χρήσιμη για τον εντοπισμό των ελλείψεων στα διάφορα κράτη μέλη, δεν είναι πάντοτε σε θέση να παράσχει αντικειμενικά δεδομένα βάσει των οποίων θα γίνει η σύγκριση της "επίδοσης" των διαφόρων κρατών μελών. Μόνο εκείνα τα προβλήματα τα οποία αποτελούν αντικείμενο καταγγελίας, αιτήματος ή γραπτής ερώτησης είναι ορατά από την Επιτροπή και μπορεί να συμβεί σοβαρά προβλήματα να μην έλθουν ποτέ στο φως. Ο αριθμός των καταγγελιών ποικίλλει από κράτος σε κράτος, ανάλογα με παράγοντες όπως η περιβαλλοντική ευαισθησία, το αίσθημα συμμετοχής σε δημόσιες αποφάσεις και το επίπεδο εμπιστοσύνης στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.

    Πίνακας 1. 2001 Έλλειψη συμμόρφωσης με την οδηγία 1985/337 & την οδηγία 1997/11 ανά διαδικαστική φάση, 1997-2001

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Πίνακας 2. Εσφαλμένη εφαρμογή της οδηγίας 1985/337 & της οδηγίας 1997/11 ανά διαδικαστική φάση, 1997- 2001

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Πίνακας 3. Εκτίμηση επιπτώσεων - Νέες υποθέσεις που κίνησε η Επιτροπή εξ ιδίας πρωτοβουλίας, ανά έτος

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Σχήμα 1. Σύνολο νέων υποθέσεων εξ ιδίας πρωτοβουλίας (1997-2001)

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Πίνακας 4. Εκτίμηση επιπτώσεων - Νέες καταγγελίες που υποβλήθηκαν, ανά έτος

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Σχήμα 2. Σύνολο νέων καταγγελιών που υποβλήθηκαν (1997-2001)

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Σχήμα 3. Εκτίμηση επιπτώσεων - Ανοικτές υποθέσεις (κατάσταση στις 25/09/2002)

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    2.2.6 Επιπλέον, όπως μπορεί να συναχθεί από τα παραπάνω σχήματα, μόνο μία πολύ μικρή αναλογία καταγγελιών και υποθέσεων "εξ ιδίας πρωτοβουλίας" καταλήγουν σε διαδικασίες επί παραβάσει. Μεταξύ του 1997 και του 2001, η Επιτροπή πραγματεύτηκε 977 καταγγελίες (συμπεριλαμβανομένων των υποθέσεων "εξ ιδίας πρωτοβουλίας") όσον αφορά τη συμμόρφωση και την εσφαλμένη εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ. Κατά τα ίδια έτη η Επιτροπή απέστειλε μόνο 36 αιτιολογημένες γνώμες στα κράτη μέλη, 22 για έλλειψη συμμόρφωσης και 36 για εσφαλμένη εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί βάσει δύο κύριων λόγων:

    α) Οι καταγγελίες ενδέχεται να μην είναι επαρκώς τεκμηριωμένες (εντούτοις, η Επιτροπή υποχρεούται να ανοίξει φάκελο καταγγελίας, δυνάμει των εσωτερικών της κανόνων, ακόμη και όταν διαφαίνεται πολύ μικρή πιθανότητα παράβασης) [8]. Σε πολλές περιπτώσεις είναι σαφές ότι το ευρύ κοινό παρανοεί την οδηγία και τον ρόλο της Επιτροπής: σε ορισμένες περιπτώσεις οι πολίτες διατυπώνουν παρατηρήσεις πολύ πριν από την έναρξη οιασδήποτε διοικητικής διαδικασίας και ισχυρίζονται ότι δεν έχει διεξαχθεί καμία διαδικασία ΕΠΕ, ενώ στην πραγματικότητα σε αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί παράβαση, δεδομένου ότι πρόκειται για κατάσταση σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο και η οδηγία απαιτεί τη διεξαγωγή ΕΠΕ μόνον πριν τη χορήγηση άδειας. Σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι ένα έργο θα έχει σημαντικές επιπτώσεις, αλλά η Επιτροπή δεν ενημερώνεται ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η φάση επιλογής ή η διαδικασία ΕΠΕ (και, ως εκ τούτου, ότι οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν την οδηγία). Η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να εκτιμήσει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των επιμέρους έργων, είναι μόνο αρμόδια να εκτιμήσει εάν και πώς εφαρμόζεται η οδηγία. Σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, οι πληροφορίες βάσει των οποίων υποβάλλεται η καταγγελία πρέπει να είναι πιο συγκεκριμένες, προκειμένου να εκτιμηθεί η σημασία τους στο πλαίσιο της οδηγίας (παραδείγματος χάριν, η φύση του έργου ή οι φάσεις των διαδικασιών) και οι καταγγέλλοντες δεν είναι σε θέση να παράσχουν διευκρινίσεις. Πολλοί καταγγέλλοντες είναι πεπεισμένοι ότι μια αρνητική εκτίμηση μπορεί να αποτρέψει τις αρχές να χορηγήσουν άδεια εκτέλεσης ή ότι η έλλειψη ΕΠΕ για ένα έργο του Παραρτήματος ΙΙ συνιστά από μόνη της παράβαση της οδηγίας. Επιπλέον, ορισμένες περιπτώσεις αποκαλύπτουν απλά προβλήματα εφαρμογής του εσωτερικού δικαίου, ειδικότερα εθνικών ή περιφερειακών διαδικασιών.

    [8] Σε ορισμένες υποθέσεις οι καταγγελίες δεν προχωρούν πέραν της εξέτασής τους από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη ενδέχεται να μην ενημερωθούν για την υποβολή καταγγελίας.

    β) Ο δεύτερος λόγος είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις όπου υπάρχει πραγματική παράβαση της οδηγίας, η οποία αναδεικνύεται μέσω καταγγελιών, γραπτών ερωτήσεων ή αιτημάτων, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν ή συμμορφούνται με την οδηγία μόλις αποσταλεί μια απλή αίτηση παροχής πληροφοριών από τις υπηρεσίες της Επιτροπής ή από τη στιγμή που η Επιτροπή αποστείλει προειδοποιητική επιστολή. Κατά συνέπεια, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει παράβαση συχνά επιλύονται πριν υποχρεωθεί η Επιτροπή να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη.

    2.2.7 Η διάταξη η οποία αποτελεί συχνότερα το σημείο αναφοράς των διαδικασιών επί παραβάσει της οδηγίας ΕΠΕ είναι το άρθρο 4 παράγραφος 2, ειδικότερα όσον αφορά 1) την ίδια την "επιλογή", 2) την εφαρμογή των κατωτάτων ορίων, και 3) τον κατάλογο των έργων του Παραρτήματος ΙΙ. Τόσο δυνάμει της παλιάς όσο και της νέας έκδοσης της οδηγίας, η εκτίμηση των χαρακτηριστικών των έργων του Παραρτήματος ΙΙ (προκειμένου να καθοριστεί, σε επιμέρους περιπτώσεις, εάν το έργο πρέπει να υποβληθεί σε ΕΠΕ) συχνά δεν διεξάγεται σωστά (πρόκειται για περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής). Επίσης είναι αληθές ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τα κατώτατα όρια τίθενται τόσο υψηλά, ώστε οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων συχνά απορρίπτουν την ανάγκη διεξαγωγής ΕΠΕ για μικρότερα έργα, για τα οποία αυτή ενδεχομένως απαιτείται, παραδείγματος χάριν διότι τα έργα βρίσκονται σε ευαίσθητες περιοχές (πρόκειται για περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής). Τέλος, ορισμένα κράτη μέλη δεν συμμορφούνται με την οδηγία ΕΠΕ, διότι η εσωτερική τους νομοθεσία ΕΠΕ δεν καλύπτει όλα τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ (περίπτωση μη συμμόρφωσης) (βλ. π.χ. υπόθεση C-474/99 Επιτροπή κατά Ισπανίας).

    2.2.8 Οι διαδικασίες επί παραβάσει για μη συμμόρφωση και εσφαλμένη εφαρμογή αφορούν επίσης το άρθρο 6 (συμμετοχή του κοινού) διότι παρέχεται μια πολύ μικρή χρονική περίοδος διαβουλεύσεων με το κοινό) και το άρθρο 8 (πληροφορίες που συγκεντρώνονται σύμφωνα με τα άρθρα 5, 6 και 7 και οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας εκτέλεσης) της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ. Οι εν λόγω διαδικασίες αφορούν επίσης το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 97/11/ΕΚ (μεταβατική διάταξη).

    2.2.9 Η εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ στάθηκε στο επίκεντρο της ιδιαίτερης προσοχής του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (European Court of Justice - ECJ). Πολλές υποθέσεις ΕΠΕ οι οποίες εξετάστηκαν από το Δικαστήριο αφορούσαν την εφαρμογή της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ από τα επιμέρους κράτη μέλη, ενώ άλλες αφορούσαν την εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Δεν αποτελεί σκοπό της παρούσας έκθεσης να ασχοληθεί διεξοδικά με όλες τις περιπτώσεις ΕΠΕ οι οποίες παραπέμφθηκαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Εντούτοις, είναι χρήσιμο, στο πλαίσιο της τροποποιητικής οδηγίας 97/11/ΕΚ, να γίνει αναφορά σε ορισμένες καίριας σημασίας δικαστικές αποφάσεις και κρίσεις οι οποίες βοήθησαν να διαμορφωθούν οι αλλαγές που εισήχθησαν. Οι κυριότερες υποθέσεις οι οποίες έδωσαν το έναυσμα για πολλές τροποποιήσεις που έγιναν με την οδηγία 97/11/ΕΚ είναι οι εξής:

    - C-431/92 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (εφεξής C-431/92 υπόθεση Grosskrotzenburg).

    - C-133/94 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά του Βασιλείου του Βελγίου (εφεξής C-133/94 Επιτροπή κατά Βελγίου).

    - C-72/95 Aannemersbedrijf P.K. Kraaijeveld BV e.a. κατά Gedeputeerde Staten van Zuid-Holland (εφεξής C-72/95 υπόθεση ολλανδικών αναχωμάτων).

    - C-392/96 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας (εφεξής C-392/96 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας) (ενώ η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι μεταγενέστερη της θέσπισης της οδηγίας 97/11/ΕΟΚ, η Επιτροπή είχε υπόψη της τα θέματα που τίθενται από την υπόθεση κατά την εκπόνηση των τροποποιήσεων της οδηγίας).

    2.2.10 Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε γενικώς ότι η οδηγία πρέπει να ερμηνευθεί ως έχουσα ευρύ πεδίο εφαρμογής και εξαιρετικά ευρύ σκοπό (βλ. παραδείγματος χάριν την υπόθεση C-72/95 περί των ολλανδικών αναχωμάτων) και ότι τα επιμέρους κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές δεν πρέπει να επιδιώκουν να περιορίσουν τον εν λόγω σκοπό κατά την εφαρμογή της. Ενώ μεγάλο μέρος της οδηγίας ΕΠΕ προβλέπει διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή των διαδικασιών βάσει της αρχής της επικουρικότητας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο περιόρισε την διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν τα κράτη μέλη ποικιλοτρόπως. Η υπόθεση των ολλανδικών αναχωμάτων κατέστησε σαφές ότι οι διακριτικές εξουσίες που παρέχει η οδηγία δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται προκειμένου να υποτιμούν τις γενικές απαιτήσεις της οδηγίας οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, σύμφωνα με το οποίο όλα τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ πρέπει να υποβάλλονται σε ΕΠΕ εφόσον προκαλούν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι όλα τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ πρέπει να υποβάλονται σε διαδικασία επιλογής (π.χ. με βάση τη θέσπιση κατωτάτων ορίων ή/και την προσφυγή σε κατά περίπτωση εξέταση). Στην υπόθεση C-133/94 Επιτροπή κατά Βελγίου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι τα κράτη μέλη είχαν την ελευθερία να χρησιμοποιήσουν είτε την κατά περίπτωση προσέγγιση, είτε την προσέγγιση βάσει κατωτάτων ορίων για την επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ. Οι αποφάσεις στην υπόθεση C-133/94 Επιτροπή κατά Βελγίου, στην υπόθεση C-72/95 περί των ολλανδικών αναχωμάτων και στην υπόθεση C-431/92 Grosskrotzenburg κατέστησαν σαφές ότι ενώ τα κράτη μέλη είχαν τη διακριτική ευχέρεια να ορίσουν κατώτατα όρια για την επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ, τα εν λόγω κατώτατα όρια δεν μπορούσαν να θεσπιστούν σε τέτοιο επίπεδο ώστε να αποκλείονται ολόκληροι τύποι έργων από την εκτίμηση. Επιπλέον, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-392/96), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι τα κριτήρια επιλογής ή τα κατώτατα όρια δεν μπορούν να περιοριστούν στην εξέταση του μεγέθους των έργων και ότι η φύση και η θέση του έργου έπρεπε επίσης να ληφθούν υπόψη. Στην υπόθεση C-392/96 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι η θέσπιση κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων για τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ δεν μπορεί να γίνει σε τόσο υψηλό επίπεδο ώστε οι στόχοι της οδηγίας να παρακάμπτονται μέσω της διαίρεσης των έργων σε μικρότερες μονάδες και ότι πρέπει να εκτιμηθούν οι σωρευτικές επιπτώσεις μιας τέτοιας προσέγγισης. Λόγω των ζητημάτων που προέκυψαν από τις εν λόγω υποθέσεις όσον αφορά την επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ, καθώς και λόγω των πορισμάτων της ανασκόπησης του 1993 για την εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ, εισήχθησαν στην οδηγία 97/11/ΕΚ το άρθρο 4 παράγραφος 3 και το Παράρτημα ΙΙΙ. Αυτό το νέο Παράρτημα παρέχει τα κριτήρια επί των οποίων πρέπει να βασίζονται τα κατώτατα όρια και τα άλλα κριτήρια επιλογής. Στην υπόθεση C-431/92 Grosskrotzenburg και στην υπόθεση C-72/95 περί των ολλανδικών αναχωμάτων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ασχολήθηκε επίσης με τα θέματα των τροποποιήσεων ή των επεκτάσεων των έργων και αποφάσισε ότι οι προσθήκες ή επεκτάσεις σε υφιστάμενα έργα πρέπει να υποβάλλονται σε ΕΠΕ, εάν το μέγεθος ή η κλίμακα ή άλλοι παράγοντες πληρούν τις απαιτήσεις ΕΠΕ για ένα νέο έργο αυτού του τύπου. Πτυχές των εν λόγω αποφάσεων ενσωματώθηκαν στην οδηγία ΕΠΕ μέσω της οδηγίας 97/11/ΕΚ, δια της προσθήκης στο Παράρτημα ΙΙ του σημείου 13, το οποίο αφορά τις τροποποιήσεις ή επεκτάσεις έργων του Παραρτήματος Ι ή του Παραρτήματος ΙΙ.

    2.3 Μεταφορά της οδηγίας 97/11/ΕΚ

    Κύρια χαρακτηριστικά της οδηγίας 97/11/ΕΚ

    2.3.1 Ως απάντηση στα θέματα που συζητήθηκαν ανωτέρω στο σημείο 2.2, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την τροποποιητική οδηγία (97/11/ΕΚ), η οποία θα ενίσχυε την οδηγία ευθυγραμμιζόμενη με την ευρύτερη εξέλιξη των περιβαλλοντικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και με τα αποτελέσματα των ανασκοπήσεων της πενταετούς εφαρμογής της οδηγίας και θα παγίωνε τις αλλαγές και τις διευκρινίσεις που παρέχονται από τη Σύμβαση Espoo και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Οι πηγές που στηρίζουν τις αλλαγές που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ παρατίθενται στον Πίνακα 5. Η τροποποιητική οδηγία (97/11/ΕΚ) θεσπίστηκε το 1997 και απαιτούσε από τα κράτη μέλη να μεταφέρουν τις αλλαγές στην εσωτερική τους νομοθεσία έως τις 14 Μαρτίου 1999.

    Πίνακας 5.

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    2.3.2 Οι κυριότερες αλλαγές που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ περιλαμβάνουν:

    - Αλλαγές στο άρθρο 2

    - Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι όλα τα έργα τα οποία υποβάλλονται σε ΕΠΕ πρέπει επίσης να υποβληθούν σε χορήγηση άδειας εκτέλεσης.

    - Αλλαγές στα Παραρτήματα

    - ο αριθμός των έργων του Παραρτήματος Ι αυξήθηκε με 14 νέους τύπους έργων και επέκταση 4 άλλων.

    - ο αριθμός των έργων του Παραρτήματος ΙΙ αυξήθηκε κατά 8 και 8 άλλα έργα επεκτάθηκαν, 1 τύπος έργου διεγράφη (παραγωγή μοριοσανίδων και ινοσανίδων).

    - στο Παράρτημα ΙΙ προστέθηκαν τροποποιήσεις ή επεκτάσεις επί των έργων του Παραρτήματος Ι και του Παραρτήματος ΙΙ .

    - Επιλογή

    - τα κράτη μέλη δύνανται είτε να προσδιορίσουν κριτήρια και κατώτατα όρια για τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ, είτε να εξετάσουν τα έργα κατά περίπτωση ή να χρησιμοποιήσουν συνδυασμό των εν λόγω δύο προσεγγίσεων.

    - εισάγεται ένα νέο Παράρτημα ΙΙΙ, το οποίο αφιερώνεται στα κριτήρια επιλογής που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη μέλη (κατά την εκπόνηση της νομοθεσίας τους) και από τις αρμόδιες αρχές όταν λαμβάνουν αποφάσεις για επιλογή έργων του Παραρτήματος ΙΙ και κατά την εκπόνηση των κατωτάτων ορίων και των κριτηρίων για την επιλογή. Το Παράρτημα ΙΙΙ περιλαμβάνει θέματα όπως τα χαρακτηριστικά των έργων, η θέση των έργων και τα χαρακτηριστικά των δυνητικών επιπτώσεων, όπως η συσσώρευση με άλλα έργα και ο κίνδυνος.

    - οι αρμόδιες αρχές πρέπει να δημοσιοποιούν τους λόγους για τους οποίους έχουν την πεποίθηση ότι απαιτείται ΕΠΕ σε κάθε επιμέρους περίπτωση.

    - Πεδίο εφαρμογής

    - κατόπιν αιτήματος του κυρίου του έργου, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να γνωμοδοτήσουν σχετικά με το τι πρέπει να περιλαμβάνεται στις περιβαλλοντικές πληροφορίες τις οποίες πρέπει να παράσχει ο κύριος του έργου.

    - τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτήσουν από τις αρχές να παράσχουν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το πεδίο εφαρμογής, ανεξαρτήτως της υποβολής σχετικού αιτήματος.

    - Περιβαλλοντική έκθεση

    - η διάταξη για τη σκιαγράφηση των κύριων εναλλακτικών λύσεων που εξετάστηκαν προστέθηκε ως στοιχείο των ελάχιστων απαιτήσεων για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο κύριος του έργου σε όλες τις περιπτώσεις.

    - Εναλλακτικές λύσεις

    - οι κύριοι του έργου πρέπει να περιλαμβάνουν το σχέδιο των κύριων εναλλακτικών λύσεων που εξετάστηκαν και αναφορά των κυριότερων λόγων που τεκμηριώνουν την επιλογή που έγινε, λαμβάνοντας υπόψη τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. αυτό επίσης αποτέλεσε στοιχείο των ελάχιστων πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται (βλ. ανωτέρω).

    - Διαβουλεύσεις και συμμετοχή του κοινού

    - εκτός των υφιστάμενων απαιτήσεων για διαβουλεύσεις μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να διεξάγονται διαβουλεύσεις με το κοινό και τις περιβαλλοντικές αρχές και άλλων κρατών μελών που ενδέχεται να θιγούν από το έργο, .

    - τα αποτελέσματα των εν λόγω διαβουλεύσεων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην απόφαση.

    - οι λόγοι της απόφασης πρέπει να δημοσιοποιούνται σε όλες τις περιπτώσεις. και

    - τα κυριότερα μέτρα άμβλυνσης που θεσπίζονται πρέπει να δημοσιοποιούνται.

    Ρυθμίσεις των κρατών μελών όσον αφορά τη μεταφορά

    2.3.3 Με βάση τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής για την παρούσα ανασκόπηση, τις μεταγενέστερες διευκρινιστικές ερωτήσεις και την περαιτέρω έρευνα, μπορεί να δηλωθεί ότι τα περισσότερα κράτη μέλη θέσπισαν ρυθμίσεις για τη μεταφορά της τροποποιητικής οδηγίας (βλ. Πίνακα 6). Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η μεταφορά της οδηγίας στο νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η μεταφορά πραγματοποιείται σε πλήρη συμμόρφωση με την οδηγία. Η ομοσπονδιακή/περιφερειακή δομή ορισμένων κρατών μελών, καθώς και το γεγονός ότι τα ερωτηματολόγια για την παρούσα ανασκόπηση σε μεγάλο βαθμό διανεμήθηκαν μόνο σε εθνικό επίπεδο, καθιστά αδύνατη τη δήλωση μετά βεβαιότητος ότι η τροποποιητική οδηγία μεταφέρθηκε πλήρως στο επιμέρους εθνικό επίπεδο. Άλλες έρευνες όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας ΕΠΕ στα ομοσπονδιακώς οργανωμένα κράτη μέλη τονίζουν την πολυπλοκότητα των διαφόρων διοικητικών ρυθμίσεων και διαδικασιών δεδομένου ότι επηρεάζουν την εφαρμογή της οδηγίας στην πράξη σε τοπικό επίπεδο [9]. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα κράτη μέλη αναφέρουν ότι οι αρχικές τους ρυθμίσεις ήδη ενσωμάτωσαν πολλές από τις τροποποιήσεις που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ. Ορισμένα κράτη μέλη υπογραμμίζουν ότι καθώς οι αρχικές τους ρυθμίσεις ήταν υπό τροποποίηση, λόγω του γεγονότος ότι ήταν ατελείς ή απαιτούσαν αλλαγές για να υπάρξει συμμόρφωση με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ήταν σε θέση να συμπεριλάβουν τις απαιτήσεις της τροποποιητικής οδηγίας όταν ακόμη αυτή ήταν υπό μορφή σχεδίου.

    [9] Βλ. Prelle, R. (2001) Environmental Assessment and Judicial Approaches to Procedural Errors - A European and Comparative Law Analysis, Journal of Environmental Law (Περιβαλλοντική εκτίμηση και δικαστικές προσεγγίσεις των διαδικαστικών σφαλμάτων - Ανάλυση ευρωπαϊκού και συγκριτικού δικαίου, Επιθεώρηση περιβαλλοντικού δικαίου), Τόμος. 3, αριθ. 2, σσ. 185-198.

    Πίνακας 6

    Κατάσταση όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 97/11/ΕΚ από τα κράτη μέλη κατά την 1η Νοεμβρίου 2002

    Κράτος μέλος // Κατάσταση όσον αφορά τη μεταφορά

    Αυστρία // Υπάρχουν ακόμη ελλείψεις όσον αφορά τη μεταφορά σε σχέση με τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ (1α) σε 3 ομοσπονδιακά κρατίδια (Burgenland, Carinthia, και Salzburg)

    Βέλγιο // Η μεταφορά δεν είναι πλήρης στην περιφέρεια της Βαλλονίας και της Φλάνδρας

    Δανία // Η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει μεταφερθεί

    Φινλανδία // Η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει μεταφερθεί

    Γαλλία // Υπάρχουν ακόμη ελλείψεις όσον αφορά τις διατάξεις που αφορούν τη διαδικασία οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 7 της οδηγίας 97/11/ΕΚ σε σχέση με ορισμένα έργα. Υπόθεση C-348/01 Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.

    Γερμανία // Η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει μεταφερθεί

    Ελλάδα // Η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει μεταφερθεί

    Ιρλανδία // Η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει μεταφερθεί

    Ιταλία // Η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει μεταφερθεί

    Λουξεμβούργο // Απουσία μεταφοράς. Η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 19/2/2002 (υπόθεση C2000/366) δηλώνει την παράλειψη του Λουξεμβούργου να μεταφέρει την οδηγία 97/11/ΕΚ. Το Λουξεμβούργο εκπονεί αυτή τη στιγμή σχέδιο κανονισμών για τη μεταφορά της οδηγίας.

    Κάτω Χώρες // Η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει μεταφερθεί

    Πορτογαλία // Η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει μεταφερθεί

    Ισπανία // Η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει μεταφερθεί

    Σουηδία // Η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει μεταφερθεί

    Ηνωμένο Βασίλειο // Η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει μεταφερθεί

    2.3.4 Πολλά κράτη μέλη δεν τήρησαν την προθεσμία μεταφοράς του συνόλου ή μέρους της οδηγίας. Παραδείγματος χάριν, η Γερμανία μετέφερε την οδηγία 97/11/ΕΚ στο γερμανικό δίκαιο μόνο τον Ιούνιο του 2001. Σε άλλες περιπτώσεις η μεταφορά φαίνεται ότι έγινε τμηματικά, με τμήματα της οδηγίας να έχουν μεταφερθεί και άλλα όχι. Με τα ομοσπονδιακά κράτη, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η κατάσταση είναι λιγότερο σαφής. Μόνο το Βέλγιο διεβίβασε χωριστές απαντήσεις για κάθε περιφέρεια και η μεταφορά εκεί είναι μάλλον ετερόκλητη. Η περιφέρεια της Φλάνδρας παραδείγματος χάριν συμπεριέλαβε πολλές από τις αλλαγές της τροποποιητικής οδηγίας στις αρχικές της ρυθμίσεις, αλλά ακόμη βρίσκεται στη διαδικασία εκπόνησης νέας νομοθεσίας για να ολοκληρώσει τη μεταφορά. Η Ελλάδα επίσης συμπεριέλαβε πολλές από τις απαιτήσεις της τροποποιητικής οδηγίας στην αρχική εθνική της νομοθεσία, αλλά οφείλει ακόμη να συμμορφωθεί πλήρως με όλες τις απαιτήσεις της οδηγίας. Το Λουξεμβούργο οφείλει ακόμη να μεταφέρει την τροποποιητική οδηγία και τη στιγμή της παρούσας έρευνας αυτό αποτελούσε αντικείμενο διερεύνησης από την Επιτροπή. Εκκρεμεί επίσης η ανάληψη δράσης εκ μέρους της Επιτροπής για πολλά άλλα κράτη μέλη όσον αφορά την παράλειψή τους να συμμορφωθούν πλήρως με την οδηγία 97/11/ΕΚ.

    2.3.5 Φαίνεται πως υπάρχει ένας αρκετά σαφής διαχωρισμός μεταξύ εκείνων των κρατών μελών που εισήγαγαν πλήρως τη νέα νομοθεσία για τη μεταφορά της οδηγίας 97/11/ΕΚ και εκείνων που απλώς τροποποίησαν υφιστάμενες ρυθμίσεις. Πολλά κράτη μέλη έδραξαν την ευκαιρία που προσέφερε η μεταφορά προκειμένου να πραγματοποιήσουν αλλαγές επί των συστημάτων τους ΕΠΕ. Όπως συνέβη και με την αρχική οδηγία ΕΠΕ, σε ορισμένες χώρες η ΕΠΕ αντιμετωπίστηκε με ένα μόνο νομοθετικό κείμενο, ενώ σε άλλες υπάρχουν διαφορετικά νομοθετήματα για διαφορετικούς τύπους έργων. Σε ορισμένα κράτη μέλη απαιτήθηκε ξεχωριστή νομοθεσία ΕΠΕ προκειμένου να αντικατοπτρίσει τις διαφορετικές διαδικασίες χορήγησης άδειας που χρησιμοποιούνται για διαφορετικούς τύπους έργων - παραδείγματος χάριν, η χορήγηση αδειών για τον σχεδιασμό χρήσης γης και οι περιβαλλοντικές άδειες. Η τροποποίηση του άρθρου 2 παράγραφος 1 που εισήχθη από την οδηγία 97/11/ΕΚ και απαιτεί όλα τα έργα που ορίζονται από το άρθρο 4 να υποβάλλονται σε χορήγηση άδειας εκτέλεσης, θέτει υπό έλεγχο έργα τα οποία προηγουμένως δεν υποβάλλονταν σε διαδικασίες χορήγησης άδειας. Αυτό απαίτησε τη θέσπιση σε ορισμένες χώρες νέων διαδικασιών χορήγησης άδειας για να μπορεί να εφαρμοστεί η ΕΠΕ. Παραδείγματος χάριν, οι κανονισμοί ΕΠΕ του Ηνωμένου Βασιλείου για την "ακαλλιέργητη γη ή τις ημιφυσικές περιοχές για εντατικές γεωργικές καλλιέργειες" τέθηκε σε ισχύ μόλις τον Ιανουάριο του 2002.

    Ανασκόπηση της εφαρμογής της οδηγίας 97/11/ΕΚ

    Εκτός από τις αλλαγές που εισήχθησαν ως συνέπεια της πρώτης έκθεσης αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, οι τροποποιήσεις που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ αντικατοπτρίζουν επίσης τη σημαντική ενίσχυση και τις διευκρινίσεις που δόθηκαν σε ορισμένα στοιχεία της οδηγίας ΕΠΕ, όπως προτάθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η οδηγία διευρύνει επίσης τη διαδικαστική βάση παρέχοντας, στο Παράρτημα ΙΙΙ, κριτήρια επιλογής για τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ, ως βάση επί της οποίας πρέπει να εδράζονται τα κατώτατα όρια επιλογής, όπως και οι αποφάσεις.

    Η ανασκόπηση της μεταφοράς της οδηγίας 97/11/ΕΚ κατέδειξε ότι τα νέα μέτρα που εισήχθησαν από την οδηγία δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί πλήρως σε όλα τα κράτη μέλη. Η αργή αποδοχή των τροποποιήσεων που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ από ορισμένα κράτη μέλη δεν αντικατοπτρίζει τη γενική σημασία που τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδίδουν στην ΕΠΕ, ως εργαλείο υλοποίησης ευρύτερων περιβαλλοντικών πολιτικών.

    3. ρυθμισεισ οσον αφορα τισ κυριοτερεσ Φασεισ

    3.1 Εισαγωγή

    3.1.1 Το παρόν τμήμα της έκθεσης εξετάζει την εφαρμογή της τροποποιημένης οδηγίας στα κράτη μέλη, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις τροποποιήσεις που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ. Τα κράτη μέλη, είτε αρχικά, είτε σε επόμενες τροποποιήσεις των οικείων συστημάτων ΕΠΕ, εισήγαγαν πολλές από τις νέες απαιτήσεις της οδηγίας 97/11/ΕΚ. Ως εκ τούτου, δεν ήταν πάντοτε δυνατόν να αποδεσμευτεί η εφαρμογή του αρχικού συστήματος από οιεσδήποτε αλλαγές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν συνεπεία της θέσπισης της οδηγίας 97/11/ΕΚ. Στο παρόν τμήμα γίνεται ανασκόπηση των κύριων φάσεων της διαδικασίες ΕΠΕ, ενώ το τμήμα 4 πραγματεύεται τις ειδικές θεματικές περιοχές που είναι καίριας σημασίας για την εφαρμογή της οδηγίας στο σύνολό της. Τόσο το τμήμα 3 όσο και το τμήμα 4 βασίζονται στην ανάλυση του ερωτηματολογίου που διαβιβάστηκε στους εμπειρογνώμονες ΕΠΕ των κυβερνητικών υπηρεσιών κάθε κράτους μέλους. Σε ορισμένες περιπτώσεις η εν λόγω ανάλυση υποστηρίχθηκε από περαιτέρω επαφές με τους εμπειρογνώμονες ΕΠΕ για διευκρινίσεις και εμβάθυνση των απαντήσεών τους. Μολαταύτα, η ποιότητα και οι λεπτομέρειες των απαντήσεων ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, κυμαίνονται δε από πλήρεις απαντήσεις με παραπομπές στη νομοθεσία, σε κανονισμούς και σε υποθέσεις, έως πολύ περιληπτικότερες απαντήσεις όπου ο διαθέσιμος χρόνος δεν αρκούσε για να δοθούν πληρέστερες απαντήσεις. Κατά συνέπεια, η ανάλυση δεν μπορεί να είναι τόσο διεξοδική όσο ενδεχομένως θα επιθυμούσαμε και η άμεση σύγκριση μεταξύ κρατών μελών επί όλων των σημείων δεν κατέστη δυνατή.

    3.2 Επιλογή

    Εισαγωγή

    3.2.1 Οι κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [10] ορίζουν την επιλογή ως "εκείνο το μέρος της διαδικασίας ΕΠΕ κατά το οποίο καθορίζεται εάν απαιτείται διενέργεια ΕΠΕ για ένα συγκεκριμένο έργο" (http://europa.eu.int/comm/environment/eia/ eia-guidelines/g-screening-full-text.pdf). Όπως και τα περισσότερα συστήματα ΕΠΕ σε ολόκληρο τον κόσμο, η οδηγία ΕΠΕ απαιτεί τη διενέργεια ΕΠΕ για έργα "τα οποία είναι πιθανόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον" (Άρθρο 2). Η οδηγία παρέχει δύο καταλόγους έργων που καλύπτονται από το άρθρο 2 και τα εν λόγω έργα παρατίθενται ως έργα του Παραρτήματος Ι και του Παραρτήματος ΙΙ. Το άρθρο 4 παράγραφος 1 απαιτεί όλα τα έργα που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι να υποβάλλονται σε ΕΠΕ υποχρεωτικά. Λόγω των τροποποιήσεων που απαιτήθηκαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ και ως αποτέλεσμα σχετικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όλα τα έργα που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ πρέπει να υποβάλλονται σε επιλογή. Αυτό σημαίνει ότι για τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ τα κράτη μέλη πρέπει πρώτα να καθορίσουν εάν αυτά είναι "πιθανόν" να έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Σε περίπτωση που η απάντηση είναι καταφατική, εφαρμόζονται οι πλήρεις διαδικασίες ΕΠΕ της οδηγίας. Η απόφαση για την επιλογή απαιτεί την εξέταση του έργου και του περιβάλλοντος υποδοχής του προκειμένου να καθοριστεί η πιθανότητα "σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων". Προκειμένου να διευκολυνθεί η εν λόγω απόφαση επιλογής, η οδηγία παρέχει στα κράτη μέλη μεγάλο βαθμό διακριτικής ευχέρειας ώστε να καθορίσουν τη βάση επί της οποίας θα πρέπει να προσδιοριστούν οι σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Μολαταύτα, στην υπόθεση Grosskrotzenburg, Επιτροπή κατά Βελγίου και στην υπόθεση των ολλανδικών αναχωμάτων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στα κράτη μέλη ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, διευκρινίζοντας το περιθώριο εντός του οποίου τα κράτη μέλη δύνανται να κινηθούν. Η οδηγία 97/11/ΕΚ εισήγαγε το νέο άρθρο 4 παράγραφος 2, το οποίο απαιτεί από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν την απόφαση της επιλογής κατόπιν:

    [10] Βλ. CEC (2001) Environmental Impact Assessment Guidance on Screening (Κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων όσον αφορά το στάδιο της επιλογής), Βρυξέλλες, CEC.

    (α) κατά περίπτωση εξέτασης των έργων. ή

    (β) χρήσης κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων που καθορίζει κάθε κράτος μέλος. ή

    (γ) συνδυασμού των περιπτώσεων (α) και (β) ανωτέρω.

    3.2.2 Σύμφωνα με την υπόθεση Grosskrotzenburg, Επιτροπή κατά Βελγίου και την υπόθεση των ολλανδικών αναχωμάτων, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τα κατώτατα όρια για να αποκλείουν ολόκληρες κατηγορίες έργων, αλλά τα κατώτατα όρια μπορούν να χρησιμοποιούνται προκειμένου να εξαιρεθούν πολύ μικρά ή ήσσονος σημασίας έργα. Στην υπόθεση C-392/96 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι τα κατώτατα όρια δεν μπορούν να βασίζονται μόνο στο μέγεθος ή σε άλλα φυσικά χαρακτηριστικά του έργου, αλλά ότι πρέπει να βασίζονται και στη θέση και σε άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η οδηγία 97/11/ΕΚ εφαρμόζει την εν λόγω αρχή εισάγοντας το άρθρο 4 παράγραφος 3 όπου αναφέρεται: "Όταν διενεργείται κατά περίπτωση εξέταση ή όταν έχουν τεθεί κατώτατα όρια ή κριτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 2, λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά κριτήρια επιλογής που ορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Τα εν λόγω κριτήρια επιλογής βασίζονται:

    - στα χαρακτηριστικά του έργου - παραδείγματος χάριν το μέγεθος, η χρήση φυσικών πόρων, κλπ..

    - σε παράγοντες που αφορούν τη θέση του έργου - παραδείγματος χάριν εντός ή κοντά σε ευαίσθητες περιοχές όπως υδροβιότοποι, προστατευμένοι χώροι άγριας πανίδας και χλωρίδας και περιοχές με μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα, κλπ.. και

    - στα χαρακτηριστικά των ενδεχόμενων επιπτώσεων - παραδείγματος χάριν βαθμός και εύρος των επιπτώσεων, διασυνοριακή φύση των επιπτώσεων, κλπ.

    3.2.3 Μετά από τη θέσπιση της οδηγίας 97/11/ΕΚ και την εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τις προαναφερθείσες υποθέσεις, τα κράτη μέλη θέσπισαν τους ακόλουθους τύπους κατωτάτων ορίων για την επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ:

    - κατώτατα όρια ή κριτήρια συνυπολογισμού ή υποχρεωτικά - έργα ορισμένου μεγέθους ή ειδικών χαρακτηριστικών θέσης ή άλλων χαρακτηριστικών τα οποία απαιτούν υποχρεωτική διενέργεια ΕΠΕ.

    - ενδεικτικά ή καθοδηγητικά κατώτατα όρια ή κριτήρια - τα κατώτατα όρια παρέχονται μόνο εν είδει καθοδήγησης -τα έργα που είναι πάνω από ένα συγκεκριμένο μέγεθος ή άλλα επίπεδα κατωτάτων ορίων/κριτηρίων θεωρείται πιθανότερο να απαιτήσουν ΕΠΕ, ενώ τα έργα κάτω από τα εν λόγω κατώτατα όρια θεωρείται λιγότερο πιθανόν να απαιτήσουν ΕΠΕ, αλλά εξακολουθούν να χρειάζονται επιλογή μετά από κατά περίπτωση εξέταση λόγω της πιθανότητας σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

    - κατώτατα όρια ή κριτήρια αποκλεισμού - έργα κάτω από ένα συγκεκριμένο μέγεθος ή ειδικών χωροταξικών ή άλλων χαρακτηριστικών τα οποία δεν απαιτούν διενέργεια ΕΠΕ.

    Όλα τα προαναφερθέντα κατώτατα όρια και κριτήρια πρέπει να βασίζονται στα κριτήρια επιλογής που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Για εκείνες τις χώρες που δεν υιοθετούν εξ ολοκλήρου την προσέγγιση της κατά περίπτωση εκτίμησης για την επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ, η συνδυασμένη χρήση της προσέγγισης βάσει κατωτάτων ορίων και της κατά περίπτωση προσέγγισης μπορεί να χαρακτηριστεί ως προσέγγιση του "φωτεινού σηματοδότη" όσον αφορά την επιλογή (βλ. Σχήμα 4). Όταν δεν υφίστανται κατώτατα όρια αποκλεισμού χρησιμοποιείται μια τροποποημένη προσέγγιση "φωτεινού σηματοδότη" (βλ. Σχήμα 5 παρακάτω).

    Σχήμα 4: Η προσέγγιση του "φωτεινού σηματοδότη" όσον αφορά την επιλογή

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Σχήμα 5: Τροποποιημένη προσέγγιση "φωτεινού σηματοδότη" όσον αφορά την επιλογή

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Αλλαγές οι οποίες εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ στο Παράρτημα Ι και στο Παράρτημα ΙΙ

    3.2.4 Η οδηγία 97/11/ΕΚ τροποποίησε τους δύο καταλόγους έργων που παρατίθενται στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ. Ο αριθμός των έργων του Παραρτήματος Ι αυξήθηκε, με 14 νέους τύπους έργων και επέκταση 4 άλλων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα έργα που ανήκαν προηγουμένως στο Παράρτημα ΙΙ μετακινήθηκαν στο Παράρτημα Ι εάν υπερέβαιναν ένα συγκεκριμένο κατώτατο όριο, παραδείγματος χάριν οι εγκαταστάσεις εντατικής εκτροφής πουλερικών ή χοίρων προηγουμένως ήταν όλα έργα του Παραρτήματος ΙΙ, ενώ τώρα, δυνάμει της οδηγίας 97/11/ΕΚ, τα έργα που υπερβαίνουν το κατώτατο όριο των 85.000 θέσεων για κοτόπουλα πάχυνσης, των 60.000 θέσεων για κότες και των 3.000 θέσεων για χοίρους πάχυνσης άνω των 30 kg και των 900 θέσεων για χοιρομητέρες είναι έργα του Παραρτήματος Ι, για τα οποία η ΕΠΕ είναι υποχρεωτική. Ο αριθμός των έργων του Παραρτήματος ΙΙ αυξήθηκε κατά 8, και 8 άλλα επεκτάθηκαν. Η έρευνα της Επιτροπής στα κράτη μέλη επεδίωξε τη συγκέντρωση απόψεων σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της διαίρεσης των έργων σε δύο Παραρτήματα. Η έρευνα επεδίωξε επίσης να συλλέξει απόψεις σχετικά με το εάν τα κατώτατα όρια του Παραρτήματος Ι τέθηκαν στο σωστό επίπεδο, ή εάν τα κριτήρια αποτέλεσαν το κατάλληλο έναυσμα για απαίτηση υποχρεωτικής ΕΠΕ.

    3.2.5 Η λογική που υποστηρίζει τη μετακίνηση ορισμένων έργων - π.χ. η εντατική εκτροφή χοίρων - στο Παράρτημα Ι, έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση από ορισμένα κράτη μέλη, λόγω του μεγέθους τους και των πιθανών επιπτώσεών τους. Εκφράστηκαν ανησυχίες για την ασάφεια ορισμένων περιγραφών έργου - παραδείγματος χάριν τα υπαίθρια ορυχεία (Παράρτημα Ι (19)) θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνουν σχέδια αποκατάστασης εδαφών, όταν υπάρχει ανάγκη η διενέργεια ΕΠΕ να αποφασίζεται καλύτερα μετά από κατά περίπτωση εξέταση. Υποστηρίχτηκε επίσης η άποψη ότι έπρεπε να υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία ως προς την εφαρμογή του Παραρτήματος Ι, ούτως ώστε τα κατώτατα όρια να μπορούν να προσαρμόζονται προκειμένου να ανταποκρίνονται στις εθνικές συνθήκες και στους κοινωνικοοικονομικούς όρους των επιμέρους χωρών. Ορισμένα κράτη μέλη (Αυστρία, Βέλγιο-Βρυξέλλες, Γαλλία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Κάτω Χώρες και Πορτογαλία) έθεσαν κάποια κατώτατα όρια σε χαμηλότερα επίπεδα απ'ό,τι αυτά του Παραρτήματος Ι. Ορισμένα κράτη μέλη υπογράμμισαν ότι στις μικρές χώρες τα κατώτατα όρια της οδηγίας μπορεί να θεωρηθούν υψηλά.

    3.2.6 Έχει επιτευχθεί κάποιος βαθμός συναίνεσης μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά τη χρησιμότητα της προσέγγισης βάσει κατωτάτων ορίων που χρησιμοποιείται στο Παράρτημα Ι. Εντούτοις, ορισμένα κράτη μέλη ζήτησαν την αιτιολόγηση των κατωτάτων ορίων που χρησιμοποιούνται και εκφράστηκαν ανησυχίες ότι δεν είναι σαφή όλα τα κατώτατα όρια - παραδείγματος χάριν, όσον αφορά το Παράρτημα Ι (16) (αγωγοί μεταφοράς αερίου, πετρελαίου ή χημικών ουσιών), δεν ήταν σαφές εάν το κατώτατο όριο των 800mm αναφέρεται στην εξωτερική ή στην εσωτερική διάμετρο. Πολλά κράτη μέλη υπέδειξαν ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν για ορισμένα έργα καταλληλότερα κατώτατα όρια. Σε αυτά περιλαμβάνονται:

    - παραγωγή οργανικού αζώτου για εγκαταστάσεις εντατικής κτηνοτροφίας (Παράρτημα Ι (17)).

    - μέγεθος του έργου, παρά εκτόπισμα του σκάφους για τους εμπορικούς λιμένες (Παράρτημα Ι (8β).

    - εισροές πόρων ή αποτελέσματα παραγωγής για έργα όπως οι ολοκληρωμένες μεταλλουργικές βιομηχανίες για την παραγωγή ακατέργαστου χυτοσιδήρου και χάλυβα, και οι ολοκληρωμένες χημικές εγκαταστάσεις (Παράρτημα Ι (4) και (6)).

    3.2.7 Τα κράτη μέλη ρωτήθηκαν εάν πιστεύουν πως υπάρχει λόγος μετακίνησης ορισμένων έργων από το Παράρτημα ΙΙ στο Παράρτημα Ι. Ορισμένα κράτη μέλη το είχαν ήδη κάνει, τοποθετώντας ορισμένα έργα στη δική τους έκδοση του Παραρτήματος Ι ή θεσπίζοντας υποχρεωτικά κατώτατα όρια για ορισμένα έργα του Παραρτήματος ΙΙ. Εντούτοις, το μεγαλύτερο ποσοστό όσων απάντησαν είχαν την αίσθηση ότι δεν υπήρχε λόγος μετακίνησης έργων από το Παράρτημα ΙΙ στο Παράρτημα Ι (π.χ. η Αυστρία, η Δανία, η Ελλάδα, οι Κάτω Χώρες, η Ισπανία, η Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο). Επιτεύχθηκε συναίνεση όσον αφορά την άποψη ότι ήταν πάρα πολύ νωρίς να κριθεί εάν οι κατάλογοι του Παραρτήματος Ι και του Παραρτήματος ΙΙ χρειάζονταν περαιτέρω αναθεώρηση και ότι υπήρχε ανάγκη να διενεργηθεί περαιτέρω έρευνα όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των Παραρτημάτων και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα στην πράξη σε ολόκληρη την ΕΕ γενικά. Επίσης, προτάθηκε ότι χρειάζονται περισσότερο αξιόπιστα δεδομένα όσον αφορά τις διαφορές [μεταξύ κρατών μελών] καθώς και να διερευνηθεί εάν οι εν λόγω διαφορές προκύπτουν ενδεχομένως ή όχι από γεωγραφικούς, κοινωνικοοικονομικούς ή άλλους παράγοντες. Μολαταύτα, ορισμένα κράτη μέλη (Βέλγιο-Φλάνδρα, Βέλγιο-Βαλλονία και Ιταλία) αντιμετωπίζουν όντως τη δυνατότητα περαιτέρω προσαρμογής και μία πρόταση είναι τα δύο παραρτήματα να συγχωνευθούν με την εισαγωγή υποχρεωτικών κατωτάτων ορίων για την ΕΠΕ για κάθε κατηγορία έργου. Η Αυστρία, η Γαλλία και η Ελλάδα ήδη χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη προσέγγιση και αυτή τη στιγμή δεν κάνουν διάκριση μεταξύ έργων του Παραρτήματος Ι και του Παραρτήματος ΙΙ στην εσωτερική τους νομοθεσία ΕΠΕ.

    3.2.8 Πάνω από το ήμισυ όσων απάντησαν τόνισαν ότι η εσωτερική τους νομοθεσία απαίτησε διενέργεια ΕΠΕ για άλλες κατηγορίες έργων από αυτές που αναφέρονται στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ. Η συχνότερα αναφερόμενη κατηγορία είναι τα γήπεδα γκολφ. Άλλοι πρότειναν προσθήκες στα Παραρτήματα, συμπεριλαμβανομένων των ακολούθων (σε ορισμένες περιπτώσεις τα κράτη μέλη τα οποία υποδεικνύουν τις εν λόγω προσθήκες ήδη τις έχουν συμπεριλάβει στις οικείες εσωτερικές ρυθμίσεις):

    - εγκαταστάσεις για εργασίες με βιολογικές ουσίες υψηλού κινδύνου.

    - εγκαταστάσεις για Γενετικώς Τροποποιημένους Οργανισμούς (ΓΤΟ), όπως εργαστήρια, εγκαταστάσεις δοκιμών και χώροι πειραμάτων.

    - πεδία βολής.

    - κεραίες κινητής τηλεφωνίας.

    - κατασκευή ινοσανίδων.

    - επιταχυντές μορίων (50 MeV και άνω).

    - εντατική εκτροφή βοοειδών και μόσχων.

    - στρατιωτικά πεδία ασκήσεων. και

    - παραγωγή ασβέστη.

    Εντούτοις, όσοι απάντησαν δεν κατέστησαν σαφές εάν οι αλλαγές που προτείνουν αφορούν το Παράρτημα Ι ή το Παράρτημα ΙΙ. υποθέτουμε ότι οι περισσότερες πρέπει να αφορούν το Παράρτημα ΙΙ.

    3.2.9 Η πρόταση να συμπεριληφθεί η εντατική εκτροφή βοοειδών και μόσχων ενδέχεται να χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, δεδομένου ότι κάποια στοιχεία υποδεικνύουν ότι η συγκεκριμένη μορφή κτηνοτροφίας αποτελεί την αιτία υψηλών επιπέδων αμμωνιακής ρύπανσης σε ορισμένες χώρες και ότι ο έλεγχος ίσως είναι αναγκαίος προκειμένου να τηρηθούν οι απαιτήσεις του πρωτοκόλλου της Οικονομικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Ευρώπη σχετικά με την καταπολέμηση της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος (πρωτόκολλο πολλαπλών συνιστωσών). Η πρόταση να συμπεριληφθεί η κατασκευή ή η μετατροπή ή η επέκταση ενός στρατιωτικού πεδίου ασκήσεων (σημερινής έκτασης 100 εκταρίων ή άνω) είναι ενδιαφέρουσα από την άποψη ότι καλύπτει θέματα άμυνας και ασφάλειας τα οποία συχνά εξαιρούνται από τη διενέργεια ΕΠΕ. Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο προτείνεται η συνεκτίμησή του είναι ότι τέτοιου είδους πεδία ασκήσεων συχνά γειτνιάζουν με περιοχές διατήρησης της φύσης. Οι εν λόγω προτάσεις δεν πρέπει να θεωρηθούν ως καθολική αίτηση διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του Παραρτήματος Ι και του Παραρτήματος ΙΙ. Ορισμένοι εξ όσων απάντησαν στο ερωτηματολόγιο δεν βλέπουν το λόγο να προστεθούν νέοι τύποι έργων στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ σε αυτή τη φάση, θεωρώντας ότι είναι πρόωρο δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις επ'αυτών είναι πρόσφατες. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη επεκτείνει τον κατάλογο των έργων του Παραρτήματος ΙΙ προκειμένου να συμπεριλάβουν ορισμένους από τους προαναφερθέντες τύπους έργων και αναγνωρίζουν ότι η οδηγία ΕΠΕ, καθώς και οι εθνικές τους διαδικασίες, τους προσφέρουν την αναγκαία ευελιξία να προσθέσουν νέα έργα στο Παράρτημα ΙΙ εάν θεωρηθεί αναγκαίο. Το γεγονός ότι άλλα κράτη μέλη δεν το έχουν πράξει, παρ' όλο που προτείνουν να συμπεριληφθούν ορισμένα έργα στα Παραρτήματα, μπορεί να σημαίνει ότι απαιτούνται διευκρινίσεις όσον αφορά τη διακριτική ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη σχετικά με τη διεύρυνση του Παραρτήματος ΙΙ.

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Αλλαγές που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ στο Παράρτημα I και στο Παράρτημα II

    Φαίνεται ότι υπάρχουν λίγες σημαντικές ανησυχίες όσον αφορά τον υφιστάμενο διαχωρισμό μεταξύ έργων του Παραρτήματος Ι και του Παραρτήματος ΙΙ και την ευελιξία που παρέχεται από την οδηγία, η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη να αυξήσουν τα έργα που καλύπτονται από το Παράρτημα Ι. Υπάρχει μεγάλη υποστήριξη από τα κράτη μέλη για την προσέγγιση βάσει κατωτάτων ορίων που χρησιμοποιείται στο Παράρτημα Ι.

    Δράση: Βλέπε σύσταση 5.4.2.(θ)

    Επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ σύμφωνα με την οδηγία 97/11/ΕΚ

    3.2.10 Τα περισσότερα κράτη μέλη φαίνεται να χρησιμοποιούν συνδυασμό των δύο προσεγγίσεων, βάσει κατωτάτων ορίων και κατά περίπτωση εξέτασης (βλ. Πίνακα 7). Τα κατώτατα όρια θεσπίζονται προκειμένου να εξαιρεθούν από την ΕΠΕ έργα,

    Πίνακας 7 Μηχανισμοί επιλογής των έργων του Παραρτήματος ΙΙ στο σύνολο των κρατών μελών

    Αυστρία // Η επιλογή βασίζεται σε συνδυασμό των κατωτάτων ορίων και της κατά περίπτωση εξέτασης. Ορισμένα κατώτατα όρια δίνουν το έναυσμα για διενέργεια υποχρεωτικής ΕΠΕ. Χρησιμοποιούνται ενδεικτικά κατώτατα όρια με την κατά περίπτωση εξέταση καθώς και, σε ευαίσθητες περιοχές, οι τιμές των κατωτάτων ορίων συνήθως μειώνονται στο ήμισυ. Χρησιμοποιούνται επίσης κατώτατα όρια αποκλεισμού. νέα έργα ή τροποποιήσεις επί υφιστάμενων έργων που αποτελούν λιγότερο από το 25% του σχετικού κατωτάτου ορίου δεν απαιτούν διενέργεια ΕΠΕ.

    Βέλγιο // (Βρυξέλλες)

    Θεσπίστηκαν κατώτατα όρια για διενέργεια υποχρεωτικής ΕΠΕ για ορισμένους τύπους έργων (κατώτατα όρια κατηγορίας Α). Ενδεικτικά κατώτατα όρια (κατώτατα όρια κατηγορίας Β) με κατά περίπτωση εξέταση. Τα ενδεικτικά κατώτατα όρια (κατώτατα όρια κατηγορίας Β) λειτουργούν επίσης ως κατώτατα όρια αποκλεισμού για μικρότερες εγκαταστάσεις.

    (Φλάνδρα)

    Κατ'αρχήν, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης νομοθεσίας, προτείνεται ένας κατάλογος τύπων έργων / δραστηριοτήτων (όπου συμπεριλαμβάνονται ορισμένα κατώτατα όρια) για τα οποία η διενέργεια ΕΠΕ είναι υποχρεωτική. Ένας δεύτερος κατάλογος θα προσδιορίζει τις δραστηριότητες για τις οποίες θα χρειάζεται η κατά περίπτωση εξέταση.

    (Βαλλονία)

    Χρησιμοποιείται ένα σύστημα υποχρεωτικών σταθερών κατωτάτων ορίων. Κάτω από τα εν λόγω κατώτατα όρια δεν απαιτείται ΕΠΕ.

    Δανία // Τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ επιλέγονται πρωτίστως κατά περίπτωση, χρησιμοποιώντας κριτήρια που βασίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμός υποχρεωτικών κατωτάτων ορίων ή/και κριτηρίων βάσει χωροθέτησης, και κάτω από τα εν λόγω κατώτατα κριτήρια χρησιμοποιείται η κατά περίπτωση προσέγγιση. Δεν υπάρχουν κατώτατα όρια αποκλεισμού.

    Φινλανδία // Ορισμένα έργα του Παραρτήματος ΙΙ έχουν συμπεριληφθεί στον υποχρεωτικό κατάλογο κατωτάτων ορίων. Για τα άλλα έργα του Παραρτήματος ΙΙ η επιλογή διεξάγεται πρωτίστως χρησιμοποιώντας την κατά περίπτωση εξέταση με βάση το Παράρτημα ΙΙ, χωρίς ενδεικτικά κατώτατα όρια ή κατώτατα όρια αποκλεισμού.

    Γαλλία // Χρησιμοποιούνται κατώτατα όρια και κριτήρια αποκλεισμού (τόσο τεχνικά, νομισματικά, καθώς επίσης και σε σχέση με τη φύση της πρότασης). Κατ'αρχήν, όλα τα έργα τα οποία δεν εξαιρούνται με αυτόν τον τρόπο θα απαιτήσουν διενέργεια ΕΠΕ. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται μια απλοποιημένη διαδικασία ΕΠΕ, όταν δεν θεωρείται αναγκαία η διενέργεια πλήρους ΕΠΕ.

    Γερμανία // Χρησιμοποιείται ένα σύστημα υποχρεωτικών κατωτάτων ορίων. Κάτω από τα εν λόγω επίπεδα, θεσπίζονται επιπρόσθετα κατώτατα όρια, τα οποία κάνουν διάκριση μεταξύ γενικής επιλογής και επιλογής σε σχέση με τη χωροθέτηση. Για την "γενική επιλογή" πρέπει να εξεταστούν πλήρως τα κριτήρια που βασίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Για την "επιλογή σε σχέση με τη χωροθέτηση" τα κατώτατα όρια είναι χαμηλότερα και επικεντρώνονται στα κριτήρια τα οποία σχετίζονται μόνο με τη χωροθέτηση του προτεινόμενου έργου.

    Ελλάδα // Για τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ χρησιμοποιείται ένας υποχρεωτικός κατάλογος ο οποίος προσδιορίζει τα κατώτατα όρια και τα κριτήρια πάνω από τα οποία απαιτείται πάντοτε η διενέργεια ΕΠΕ. Για τα έργα τα οποία βρίσκονται κάτω από τα εν λόγω όρια εφαρμόζεται η διαδικασία "απλοποιημένης ΕΠΕ".

    Ιρλανδία // Έχουν θεσπιστεί υποχρεωτικά κατώτατα όρια για κάθε μία από τις κατηγορίες έργων του Παραρτήματος ΙΙ. Υπάρχει μια καταστατική βάση η οποία καθιστά δυνατή την απαίτηση για διενέργεια ΕΠΕ σε περιπτώσεις όπου το έργο βρίσκεται κάτω από τα εν λόγω κατώτατα όρια και η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι είναι πιθανόν να υπάρξουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις (με αναφορά στα κριτήρια του Παραρτήματος ΙΙΙ). Δεν χρησιμοποιούνται κατώτατα όρια αποκλεισμού.

    Ιταλία // Χρησιμοποιείται ένας κατάλογος προκειμένου να προσδιοριστούν τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ για τα οποία είναι υποχρεωτική η διενέργεια ΕΠΕ. Τα άλλα έργα του Παραρτήματος ΙΙ επιλέγονται χρησιμοποιώντας συνδυασμό των κατωτάτων ορίων και της κατά περίπτωση εξέτασης. Έχουν θεσπιστεί κατώτατα όρια αποκλεισμού για σχεδόν κάθε έργο του Παραρτήματος ΙΙ.

    Λουξεμβούργο // Δεν διατίθενται πληροφορίες

    Κάτω Χώρες // Για τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ έχουν θεσπιστεί κατώτατα όρια πάνω από τα οποία λαμβάνει χώρα εξέταση κατά περίπτωση (χρησιμοποιώντας τα κριτήρια του Παραρτήματος ΙΙΙ). Κάτω από τα κατώτατα όρια δεν απαιτείται διενέργεια ΕΠΕ.

    Πορτογαλία // Χρησιμοποιούνται υποχρεωτικά κατώτατα όρια για την επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ. Στις ευαίσθητες περιοχές εφαρμόζονται διαφορετικά κατώτατα όρια. Δεν υφίσταται επιλογή κατά περίπτωση.

    Ισπανία // Χρησιμοποιούνται υποχρεωτικά κατώτατα όρια προκειμένου να προσδιοριστούν τα έργα για τα οποία είναι υποχρεωτική η διενέργεια ΕΠΕ. Τα άλλα έργα του Παραρτήματος ΙΙ επιλέγονται χρησιμοποιώντας την εξέταση κατά περίπτωση σε συνδυασμό με τα ενδεικτικά κατώτατα όρια. Δεν χρησιμοποιούνται κατώτατα όρια αποκλεισμού.

    Σουηδία // Ορισμένοι τύποι έργων περιλαμβάνουν τη γενική απαίτηση για διεξαγωγή ΕΠΕ, π.χ. οι σιδηρόδρομοι, οι οδοί, η παραγωγή τσιμέντου. Για τα άλλα έργα, χρησιμοποιείται συνδυασμός των υποχρεωτικών κατωτάτων ορίων και της εξέτασης κατά περίπτωση. Δεν υπάρχουν κατώτατα όρια αποκλεισμού.

    ΗΒ // Η επιλογή διενεργείται χρησιμοποιώντας συνδυασμό των ενδεικτικών κατωτάτων ορίων και της εξέτασης κατά περίπτωση. Θεσπίζονται κατώτατα όρια αποκλεισμού κάτω από τα οποία δεν απαιτείται διενέργεια ΕΠΕ (εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων όπου ο υπουργός δύναται χρησιμοποιήσει τις ειδικές του αρμοδιότητες για να απαιτήσει διενέργεια ΕΠΕ).

    τα οποία βρίσκονται κάτω από ορισμένο μέγεθος ή κριτήρια, στην Αυστρία, στο Βέλγιο-Βρυξέλλες, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στις Κάτω Χώρες, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εντούτοις, είναι σημαντικό να επεξηγηθεί η εν λόγω δήλωση, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται διαφορετικές προσεγγίσεις για διαφορετικούς τύπους έργων εντός των επιμέρους κρατών μελών. Δεν έχουν θεσπιστεί αναγκαστικά κατώτατα όρια αποκλεισμού για όλους τους τύπους έργων σε όλες τις προαναφερθείσες χώρες. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα υποχρεωτικά κατώτατα όρια ή τα κατώτατα όρια συνυπολογισμού λειτουργούν επίσης ως κατώτατα όρια αποκλεισμού, ούτως ώστε εάν ένα έργο βρίσκεται πάνω από ένα συγκεκριμένο κατώτατο όριο απαιτείται πάντοτε η διενέργεια ΕΠΕ, και όταν βρίσκεται κάτω από το συγκεκριμένο κατώτατο όριο δεν απαιτείται ΕΠΕ. Σε ορισμένα κράτη μέλη διενεργείται επιλογή για έργα που βρίσκονται κάτω από τα κατώτατα όρια, όχι όμως για όλα. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, τα έργα που βρίσκονται κάτω από τα υποχρεωτικά κατώτατα όρια υποβάλλονται σε απλοποιημένη διαδικασία ΕΠΕ. Η Αυστρία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ελλάδα δεν κάνουν διάκριση μεταξύ έργων του Παραρτήματος Ι και του Παραρτήματος ΙΙ και βασίζουν τις αποφάσεις τους ως προς την επιλογή σε κατώτατα όρια συνυπολογισμού ή υποχρεωτικά, καθώς και στην κατά περίπτωση εξέταση του έργου και του περιβάλλοντος υποδοχής του, και για τις δύο ομάδες έργων. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν μόνο υποχρεωτικά κατώτατα όρια για τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ και η επιλογή λαμβάνει χώρα με κατά περίπτωση εξέταση των έργων που είναι κάτω από τα εν λόγω κατώτατα όρια. Όπου εφαρμόζεται η συγκεκριμένη πρακτική, όσοι απάντησαν στο ερωτηματολόγιο είναι γενικώς της άποψης ότι υπάρχει περιορισμένη ανάγκη για επιλογή κάτω από τα κατώτατα όρια, εφόσον έχουν θεσπιστεί υποχρεωτικά κατώτατα όρια (κατά την άποψή τους) σε πολύ χαμηλό επίπεδο (Βέλγιο - περιφέρειες της Φλάνδρας και της Βαλλονίας, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία). Σε ορισμένες από τις εν λόγω περιπτώσεις η αρμόδια αρχή δύναται να απαιτήσει από τον κύριο του έργου να διεξάγει ΕΠΕ, ακόμη και αν το έργο είναι κάτω από το κατώτατο όριο ή σε ορισμένες περιπτώσεις διεξάγεται απλοποιημένη διαδικασία ΕΠΕ. Σε πολλά κράτη μέλη έχει τεθεί σε εφαρμογή ένα βαθμιδωτό σύστημα ΕΠΕ. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται ευρέως στη χρήση υποχρεωτικών κατωτάτων ορίων: άνω από το κατώτατο όριο απαιτείται πάντοτε διενέργεια ΕΠΕ, κάτω από το κατώτατο όριο απαιτείται μόνο απλοποιημένη ΕΠΕ ή υποβολή έκθεσης. Στην Ελλάδα αυτό περιλαμβάνει απαντήσεις σε ερωτηματολόγιο. Στο Βέλγιο-Βρυξέλλες απαιτείται από τον κύριο του έργου να υποβάλει περιβαλλοντική έκθεση για τα περισσότερα έργα του Παραρτήματος ΙΙ, εκτός εάν η κυβέρνηση θεωρεί ότι είναι αναγκαία η διενέργεια πλήρους ΕΠΕ. Η χρήση της βαθμιδωτής προσέγγισης όσον αφορά την ΕΠΕ επιφέρει ως όφελος τη διασφάλιση ότι όλα τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ υποβάλλονται σε κάποια μορφή εκτίμησης και υποβολής έκθεσης, αλλά οι απαιτήσεις της οδηγίας τηρούνται μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου στο πλαίσιο της απλοποιημένης ΕΠΕ δεν εντοπίζονται σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

    3.2.11 Ορισμένα κράτη μέλη έχουν μετακινήσει ορισμένους τύπους του Παραρτήματος ΙΙ στο δικό τους παράρτημα Ι (παραδείγματος χάριν η Δανία και η Φινλανδία). Σε ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπιστεί υποχρεωτικά κατώτατα όρια για ορισμένα έργα του Παραρτήματος ΙΙ και όπου αυτό συμβαίνει είναι ουσιαστικό να εφαρμόζεται μια διαδικασία επιλογής με κατά περίπτωση εξέταση των έργων τα οποία βρίσκονται κάτω από τα υποχρεωτικά κατώτατα όρια (η τροποποιημένη προσέγγιση του "φωτεινού σηματοδότη" - βλ. παράγραφο 3.2.3 ανωτέρω). Η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία φαίνεται να χρησιμοποιούν την εκτίμηση κατά περίπτωση για την πλειονότητα των έργων του Παραρτήματος ΙΙ τα οποία δεν έχουν μεταφερθεί στον δικό τους υποχρεωτικό κατάλογο (Παράρτημα Ι). Δεν είναι σαφές ποιες προσεγγίσεις επιλογής χρησιμοποιούνται σε ορισμένα από τα ομοσπονδιακά κράτη όπου η λειτουργία της ΕΠΕ έχει εκχωρηθεί σε περιφερειακό επίπεδο και δεν έχουν υποβληθεί στοιχεία σχετικά με τον τρόπο που τα συστήματα ΕΠΕ λειτουργούν στην πράξη. Δεν υπάρχουν επίσης πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εφαρμόζουν στην πράξη τα κατώτατα όρια ή τις διαδικασίες επιλογής με κατά περίπτωση εξέταση.

    3.2.12 Τα περισσότερα κράτη μέλη καθιέρωσαν είτε δικά τους κριτήρια επιλογής είτε ενδεικτικά κατώτατα όρια ή χρησιμοποιούν τα κριτήρια επιλογής του Παραρτήματος ΙΙΙ. Όπου τα κράτη μέλη έχουν καθιερώσει δικά τους κριτήρια, αυτά βασίζονται ευρέως στον κατάλογο του Παραρτήματος ΙΙΙ, αλλά επεκτείνονται και στον κατάλογο του Παραρτήματος ΙΙΙ προκειμένου να συμπεριλάβουν ειδικές χαρακτηρισμένες περιοχές σε εθνικό επίπεδο ή άλλους παράγοντες, όπως το πολιτιστικό και ιστορικό τοπίο ή τα αρχαιολογικά χαρακτηριστικά. Η γενική άποψη των κρατών μελών είναι θετική σχετικά με την αποδοτικότητα των κριτηρίων επιλογής του Παραρτήματος ΙΙΙ. Κατόπιν συμβουλής της Επιτροπής, τα περισσότερα κράτη (συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας, της Δανίας, της Φινλανδίας, της Ιρλανδίας, των Κάτω Χωρών, της Ισπανίας, της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου) έχουν έως τώρα μεταφέρει το Παράρτημα ΙΙΙ άμεσα στη δική τους νομοθεσία. Ορισμένοι εξ όσων απάντησαν θεωρούν ότι τα κριτήρια του Παραρτήματος ΙΙΙ καθιστούν τη διαδικασία επιλογής σαφέστερη και διαφανέστερη. Από την άλλη πλευρά, κάποιοι εξ όσων απάντησαν θεωρούν τα κριτήρια ασαφή, αρκετά τεχνικά και υποκειμενικά.

    3.2.13 Η διαδικασία επιλογής περιπλέκεται σε πολλά κράτη μέλη λόγω του γεγονότος ότι για ορισμένα έργα του Παραρτήματος ΙΙ απαιτείται σχεδιασμός της χρήσης γης ή χορήγηση άδειας κατασκευής, για άλλα έργα μόνο περιβαλλοντική άδεια (παρόμοια με την IPPC), ενώ ακόμη σε άλλα είναι αναγκαίες και οι δύο άδειες. Η απόφαση της επιλογής συχνά στηρίζεται στα σχετικά κατώτατα όρια και κριτήρια του συγκεκριμένου καθεστώτος χορήγησης άδειας και δεν είναι καθόλου σαφές από τις απαντήσεις εάν αυτά εφαρμόζονται ή μπορούν να εφαρμοστούν με συνέπεια. Παραδείγματος χάριν, παρόμοιοι τύποι έργων μπορούν να επιλεγούν χρησιμοποιώντας διαφορετικά κριτήρια: το μέγεθος του έργου από την άποψη της επιφάνειάς του για ορισμένα έργα και τα ποσοστά εκπομπών ή η παραγωγή ενέργειας για παρόμοια έργα της ίδιας κατηγορίας.

    3.2.14 Σε ορισμένα κράτη μέλη η εσωτερική νομοθεσία ΕΠΕ απαιτεί διενέργεια ΕΠΕ για έργο του Παραρτήματος ΙΙ μόνον όταν ενδέχεται να υπάρξουν σημαντικές δυσμενείς ή αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Εντούτοις, το άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας δεν κάνει διάκριση μεταξύ θετικών ή αρνητικών επιπτώσεων. Είναι σημαντικό ότι όταν χρησιμοποιούνται μόνο οι σημαντικές "δυσμενείς" ή "αρνητικές" επιπτώσεις ως έναυσμα για τη διενέργεια ΕΠΕ, τέτοιου είδους επιπτώσεις δεν μετρώνται αρχικά σε συνάρτηση με τις οιεσδήποτε θετικές επιπτώσεις. Στην Αυστρία οιαδήποτε επιμέρους σημαντική δυσμενής επίπτωση επιβάλλει την ανάγκη διενέργειας ΕΠΕ, ανεξαρτήτως εάν υπάρχουν σημαντικές θετικές επιπτώσεις. Όταν χρησιμοποιούνται μόνο οι σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις προκειμένου να διενεργηθεί ΕΠΕ, χρειάζεται να διενεργούνται πολύ προσεκτικοί έλεγχοι προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι αρμόδιες αρχές δεν κάνουν κακή χρήση της εν λόγω προσέγγισης παραμερίζοντας τις περιβαλλοντικές ανησυχίες υπέρ του οικονομικού οφέλους.

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Επιλογή έργων του Παραρτήματος ΙΙ

    Τα κράτη μέλη έχουν ενστερνιστεί την ευελιξία την οποία επιτρέπει το άρθρο 4 παράγραφος 2 και υπάρχει ένα σύνολο προσεγγίσεων της επιλογής σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολλά κράτη μέλη φαίνεται να χρησιμοποιούν την προσέγγιση του "φωτεινού σηματοδότη" για την επιλογή και έχουν καταρτίσει κατώτατα όρια συνυπολογισμού, αποκλεισμού και ενδεικτικά ή καθοδηγητικά κατώτατα όρια. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις τα κράτη μέλη φαίνεται να χρησιμοποιούν μια ποικιλία διαφορετικών προσεγγίσεων, χρησιμοποιώντας διαφορετικές διαδικασίες επιλογής για διαφορετικούς τύπους έργων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, χρησιμοποιούνται μόνο κατώτατα όρια συνυπολογισμού ή υποχρεωτικά. Πολύ λίγα κράτη μέλη χρησιμοποιούν την κατά περίπτωση προσέγγιση για όλους τους τύπους έργων. Από την ανασκόπηση των διαδικασιών επιλογής ανακύπτουν τα ακόλουθα καίριας σημασίας θέματα:

    Δεν είναι σαφές από τα στοιχεία τα οποία εξετάζονται εδώ εάν όλα τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ υποβάλλονται σε συστηματική διαδικασία επιλογής. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν λίγα στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η επιλογή λαμβάνει χώρα κάτω από τα θεσπισθέντα σε εθνικό επίπεδο υποχρεωτικά κατώτατα όρια ή κριτήρια.

    Υπάρχουν λίγα στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο τα συστήματα επιλογής που έχουν θεσπισθεί λειτουργούν στην πράξη σε επίπεδο αρμόδιας αρχής.

    Υπάρχουν λίγα παραδείγματα σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί η διαδικασία επιλογής σε περιφερειακό επίπεδο στα ομοσπονδιακά κράτη.

    Δράση: Βλέπε σύσταση 5.4.2.(α), (γ), (δ), (θ) και (ι).

    Παραδείγματα κατωτάτων ορίων/κριτηρίων για ορισμένα έργα

    3.2.16 Οι προηγούμενες ανασκοπήσεις και άλλες έρευνες προσδιόρισαν συγκεκριμένα προβλήματα όσον αφορά την επιλογή, όπου συμπεριλαμβάνονται η ασυνέπεια των προσεγγίσεων και οι ανησυχίες σχετικά με τον ορισμό ή την ερμηνεία ορισμένων τύπων έργων. Το ερωτηματολόγιο της Επιτροπής επεδίωξε την απόκτηση πληροφοριών εκ μέρους των κρατών μελών όσον αφορά τα κατώτατα όρια και τα κριτήρια επιλογής που χρησιμοποιήθηκαν για τα ακόλουθα έργα:

    - Παράρτημα II, 1(δ) Αναδάσωση και αποδάσωση

    - Παράρτημα II, 1(ε) Εγκαταστάσεις εντατικής κτηνοτροφίας

    - Παράρτημα II, 3(η) Υδροηλεκτρικός σταθμός

    - Παράρτημα II, 3(θ) Αιολικά πάρκα

    - Παράρτημα II, 4(γ) Χυτήρια σιδηρούχων μετάλλων

    - Παράρτημα II, 5(β) Παραγωγή τσιμέντου

    - Παράρτημα II, 10(β) Αστική ανάπτυξη

    - Παράρτημα II, 10(γ) Σιδηρόδρομοι και εγκαταστάσεις μεταφόρτωσης διατροπικών μεταφορών

    - Παράρτημα II, 10(δ) Αερολιμένες

    - Παράρτημα II, 10 (ε) Οδοί

    3.2.17 Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν τη μεγάλη ποικιλία προσεγγίσεων. Στα περισσότερα κράτη μέλη ορισμένοι από τους τύπους έργων έχουν υποδιαιρεθεί, παραδείγματος χάριν το Παράρτημα ΙΙ, 1(δ) (Αναδάσωση και αποδάσωση) διαιρείται σε δύο, όπως και το Παράρτημα ΙΙ 10(γ) (Σιδηρόδρομοι και εγκαταστάσεις μεταφόρτωσης διατροπικών μεταφορών). Στην περίπτωση των εγκαταστάσεων εντατικής κτηνοτροφίας (παράρτημα ΙΙ 1(ε) υποβάλλεται σε ΕΠΕ μια ποικιλία διαφορετικών τύπων ζωικού κεφαλαίου. Παραδείγματος χάριν, στην Αυστρία, τα κατώτατα όρια για τις μονάδες πουλερικών βασίζονται σε διαφορετικούς τύπους παραγωγής με κατώτατα όρια 48.000 θέσεων για ωοτόκα κοτόπουλα ή για πουλάδες ή για γαλοπούλες και 65.000 θέσεων για κοτόπουλα πάχυνσης. στο Βέλγιο (Βαλλονία) ισχύουν υποχρεωτικά κατώτατα όρια για τις πάπιες, τις χήνες και τις γαλοπούλες (άνω των 25.000 ζώων). Στη Δανία ισχύουν υποχρεωτικά κατώτατα όρια 2.400 θέσεων για χοίρους βάρους 30-100 kg και 750 θέσεων για χοιρομητέρες. Το Προσάρτημα 3 παρέχει ανασκόπηση των κατωτάτων ορίων που χρησιμοποιούνται για τα έργα που παρατίθενται στο σημείο 3.2.16 ανωτέρω. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την προσέγγιση του "φωτεινού σηματοδότη" για την επιλογή, χρησιμοποιώντας τα κατώτατα όρια αποκλεισμού (ΠΡΑΣΙΝΟ), τα ενδεικτικά κατώτατα όρια και κριτήρια για την κατά περίπτωση εκτίμηση (ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ) και τα κατώτατα όρια συνυπολογισμού (υποχρεωτικά) (ΚΟΚΚΙΝΟ) (Βλ. Σχήματα 6-11 παρακάτω). Μολαταύτα πρέπει να σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις τα κατώτατα όρια χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με άλλα κριτήρια επιλογής, όπως αυτά που παρέχει το Παράρτημα ΙΙΙ και, ως εκ τούτου, μπορεί να είναι παραπλανητική η αυστηρή σύγκριση των κατωτάτων ορίων μεταξύ κρατών μελών.

    3.2.18 Διαπιστώνεται ότι υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς τα επίπεδα στα οποία έχουν θεσπιστεί ορισμένα κατώτατα όρια. Παραδείγματος χάριν, όσον αφορά τα έργα αρχικής δάσωσης, η περιοχή δενδροφύτευσης η οποία μπορεί να δώσει το έναυσμα για διενέργεια υποχρεωτικής ΕΠΕ είναι 30 εκτάρια στη Δανία, 50 εκτάρια στην Ισπανία και τη Γερμανία, 200 εκτάρια στη Φινλανδία και 350 εκτάρια στην Πορτογαλία. Δεν έχουν αιτιολογηθεί επαρκώς τα επίπεδα στα οποία έχουν θεσπιστεί τα κατώτατα όρια και δεν είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο έχει χρησιμοποιηθεί το Παράρτημα ΙΙΙ προκειμένου να θεσπιστούν τα υποχρεωτικά κατώτατα όρια για το μέγεθος του έργου. Σε ορισμένα κράτη μέλη πολλά από τα έργα θεωρείται ότι απαιτούν πάντοτε διενέργεια ΕΠΕ, ανεξαρτήτως του μεγέθους ή άλλου έργου ή παραγόντων που αφορούν τη θέση - αποδάσωση και υδροηλεκτρικός σταθμός στη Σουηδία, χυτήρια σιδηρούχων μετάλλων στη Δανία και στην Ελλάδα, παραγωγή τσιμέντου στη Δανία, στη Φινλανδία, στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία και στη Σουηδία, σιδηρόδρομοι στη Γερμανία, στην Ελλάδα και στην Ιρλανδία, εγκαταστάσεις μεταφόρτωσης διατροπικών μεταφορών, αερολιμένες και οδοί στην Ελλάδα.

    Σχήμα 6

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Σχήμα 7

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Σχήμα 8

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Σχήμα 9 [11]

    [11] Τα κράτη μέλη δεν έχουν προσδιορίσει σαφείς τύπους έργων που καλύπτονται από την κατηγορία 10 (α) του Παραρτήματος ΙΙ "Έργα ανάπτυξης βιομηχανικών ζωνών". Μολαταύτα, έχουν χρησιμοποιηθεί κατώτατα όρια για να προσδιοριστούν οι απαιτήσεις για διενέργεια ΕΠΕ για την εν λόγω κατηγορία. Στη Γαλλία, χρησιμοποιείται ένα χρηματοδοτικό κατώτατο όριο και η ΕΠΕ είναι επίσης υποχρεωτική όταν εφαρμόζεται σχέδιο αστικής ανάπτυξης. Σε άλλα κράτη μέλη το κατώτατο όριο εξαρτάται από την περιοχή όπου προτείνεται η ανάπτυξη βιομηχανικών ζωνών.

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Σχήμα 10

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Σχήμα 11

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    3.2.19 Όταν τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν την κατά περίπτωση προσέγγιση για την επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ, χρησιμοποιώντας τα κριτήρια του Παραρτήματος ΙΙΙ και άλλα κριτήρια επιλογής, αυτά συνήθως υποστηρίζονται από ενδεικτικά ή καθοδηγητικά κατώτατα όρια. Εδώ υπάρχει επίσης σημαντική ποικιλία προσεγγίσεων σε ολόκληρη την ΕΕ. Τα κριτήρια επιλογής που έχουν αναπτυχθεί και χρησιμοποιούνται από ορισμένα κράτη μέλη είναι εξαιρετικά πολύπλοκα και συχνά συνδυάζουν πολλούς παράγοντες. Το υποχρεωτικό κατώτατο όριο για την αποδάσωση στη Δανία ορίζεται ως εξής:

    "Εάν η θιγόμενη περιοχή είναι παλαιότερη των 20 ετών και άνω των 30 εκταρίων, σε περιοχή δάσωσης η οποία έχει χαρακτηρισθεί εντός περιφερειακού σχεδίου και όταν μια συγκρίσιμη περιοχή τουλάχιστον του ιδίου μεγέθους δεν δενδροφυτεύεται, εκτός εάν η αρμόδια αρχή του κράτους δηλώσει ότι το δάσος το οποίο πρέπει να αποψιλωθεί δεν έχει σημαντική δασοκομική ή βιολογική αξία, αξία τοπίου ή ψυχαγωγική αξία".

    Προδιαγραφές έργου

    3.2.20 Οι δύο προηγούμενες ανασκοπήσεις της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ ανέδειξαν ορισμένα θέματα σχετικά με την ερμηνεία των ορισμών κάποιων τύπων έργων. Εκφράστηκαν ιδιαίτερες ανησυχίες όσον αφορά τους ορισμούς των έργων ανάπτυξης βιομηχανικών ζωνών (Παράρτημα ΙΙ 10[α]) και των έργων αστικής ανάπτυξης (Παράρτημα ΙΙ 10[β]). Στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής για την παρούσα ανασκόπηση ζητήθηκαν ειδικώς από τα κράτη μέλη πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω δύο κατηγοριών. Οι απαντήσεις ποικίλλουν, αλλά φαίνεται ότι οι ανησυχίες ως προς την ερμηνεία παραμένουν. Παραδείγματος χάριν, φάνηκε ότι εκφράστηκαν μεγάλες ανησυχίες όσον αφορά το εάν τα έργα εκτός πόλεων και χωριών μπορούν να ανήκουν στην κατηγορία των "έργων αστικής ανάπτυξης". Με βάση την ευρεία ερμηνεία της οδηγίας που απαιτείται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ως έργο αστικής ανάπτυξης πρέπει να θεωρηθεί ένα έργο το οποίο είναι αστικό ως προς τη φύση του, ανεξαρτήτως της θέσης του. Ενώ πολλά κράτη μέλη έχουν ακόμη προβλήματα σχετικά με τον ορισμό των εν λόγω κατηγοριών έργων, μόνο τρία θεωρούν ότι είναι αναγκαίες οιεσδήποτε περαιτέρω προδιαγραφές. Τα περισσότερα από τα κράτη μέλη προτιμούν να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να διαμορφώνούν τα ίδια τους ορισμούς. Ένας εξ αυτών που απάντησαν, ο οποίος είχε την πεποίθηση ότι είναι αναγκαίες περαιτέρω προδιαγραφές, υποστήριξε ότι αυτές χρειάζονται προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη εναρμόνιση και συνάφεια. Κάποιος άλλος διατύπωσε το επιχείρημα ότι οι συνιστώσες της αστικής ανάπτυξης - οι οδοί, οι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, τα κτίρια, κλπ. - εκτιμώνται καταλληλότερα σε επίπεδο Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (SEA) ενός πολεοδομικού σχεδίου. Λίγα από τα κράτη μέλη φαίνεται να έχουν παράσχει περαιτέρω διευκρινίσεις για την περιγραφή των βιομηχανικών ζωνών του σημείου 10(α). Η Αυστρία ορίζει τα βιομηχανικά ή επιχειρηματικά πάρκα ως εξής:

    "περιοχές που αναπτύσσονται από έναν κατασκευαστή και έναν φορέα εκμετάλλευσης και διασφαλίζουν την απαιτούμενη υποδομή για την κοινή βιομηχανική ή επιχειρηματική χρήση από διάφορες εταιρείες και οι οποίες χαρακτηρίζονται από χωροταξική γειτνίαση και αποτελούν μια επιχειρησιακή ή λειτουργική μονάδα".

    Ο Πίνακας 8 κάτωθι δίνει παραδείγματα του τύπου έργων που τα κράτη μέλη συμπεριλαμβάνουν στο σημείο 10(β).

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Προδιαγραφές έργου

    Ενώ τα περισσότερα κράτη μέλη προσέκρουσαν σε δυσκολίες όσον αφορά την ερμηνεία του σημείου 10 (α) του Παραρτήματος (έργα ανάπτυξης βιομηχανικών ζωνών) και του σημείου 10 (β) του Παραρτήματος ΙΙ (έργα αστικής ανάπτυξης), η προσέγγιση η οποία υιοθετήθηκε από τα κράτη μέλη σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του εν λόγω θέματος ποικίλλει. Φαίνεται ότι τα περισσότερα προτιμούν ο εν λόγω ορισμός να επαφίεται στα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις οικείες οικονομικές και κοινωνικές πτυχές οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη μελέτη του τύπου του έργου, καθώς επίσης και του σχετικού κατωτάτου ορίου.

    Δράση: Βλέπε σύσταση 5.4.2.(ι).

    Πίνακας 8. Έργα του Παραρτήματος II 10β που προσδιορίζονται από ορισμένα κράτη μέλη Ευαίσθητη ζώνη

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    3.2.21 Το Παράρτημα ΙΙΙ, όπως εισήχθη από την οδηγία 97/11/ΕΚ, περιλαμβάνει, ως υποχρεωτικό κριτήριο επιλογής, "την περιβαλλοντική ευαισθησία των γεωγραφικών περιοχών που ενδέχεται να θιγούν από τα έργα" και προβαίνει σε κατάρτιση καταλόγου των θεμάτων που χρειάζεται να μελετηθούν κατά τη διαδικασία επιλογής, συμπεριλαμβανομένων των ζωνών ειδικής προστασίας που έχουν χαρακτηρισθεί κατ'εφαρμογήν της οδηγίας περί αγρίων πτηνών και της οδηγίας περί ενδιαιτημάτων. Ορισμένα κράτη μέλη (συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας, της Γερμανίας, της Ιρλανδίας, των Κάτω Χωρών, του Ηνωμένου Βασιλείου) επέκτειναν την έννοια της "ευαίσθητης περιοχής" που αναφέρεται στο Παράρτημα ΙΙ και την ενσωμάτωσαν στην εθνικής τους νομοθεσία. Οι Κάτω Χώρες μετέφεραν τις απαιτήσεις του Παραρτήματος σε έναν εξαντλητικό κατάλογο ευαίσθητων περιοχών που περιλαμβάνεται στο 'Structuurschema Groene Ruimte', οι οποίες μεταφράζονται σε έγγραφα πολιτικής σε επαρχιακό επίπεδο (επαρχιακή οικολογική δομή). Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι εκτελεστικοί κανονισμοί συμπεριλαμβάνουν ορισμό των ευαίσθητων περιοχών ο οποίος περιλαμβάνει εννέα κεφάλαια (όπου συμπεριλαμβάνονται οι τόποι του Natura 2000, άλλοι τόποι ειδικού επιστημονικού ενδιαφέροντος, περιοχές εξαιρετικού φυσικού κάλλους, κλπ.). Σκοπός είναι να απαιτηθεί κάθε προτεινόμενο αναπτυξιακό έργο εντός ή εν μέρει εντός ευαίσθητης περιοχής να υποβάλλεται σε επιλογή, ακόμη και εάν βρίσκεται κάτω από το κατώτατο όριο αποκλεισμού.

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Ευαίσθητη περιοχή

    Τα περισσότερα κράτη μέλη ενσωμάτωσαν την έννοια "ευαίσθητη περιοχή" στην εθνική τους νομοθεσία για την ΕΠΕ και σε πολλές περιπτώσεις επέκτειναν την έννοια προκειμένου να καλύψουν τις εθνικές τους περιοχές που έχουν χαρακτηρισθεί ευαίσθητες από περιβαλλοντική άποψη. Όταν τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τα κατώτατα όρια αποκλεισμού (Πράσινο), προβλέπουν ρήτρα βάσει της οποίας τα έργα που βρίσκονται κάτω από τα κατώτατα όρια πρέπει παρ' όλα αυτά να υποβάλλονται σε ΕΠΕ εάν βρίσκονται εντός ή κοντά σε ευαίσθητη περιοχή.

    Διαβουλεύσεις

    3.2.22 Η οδηγία 97/11/ΕΚ εισήγαγε πολλούς νέους τομείς όπου μπορεί να λάβουν χώρα διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας ΕΠΕ. Ενώ δεν υπάρχει υποχρεωτική απαίτηση από την οδηγία για διεξαγωγή διαβουλεύσεων κατά τη φάση της επιλογής, το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή ενδεχομένως χρειαστεί να λάβει υπόψη, βάσει του Παραρτήματος ΙΙΙ, τομείς εκτός της δικής της εμπειρογνωσίας, σημαίνει ότι ενδεχομένως καθίστανται αναγκαίες κάποιες διαβουλεύσεις με ομάδες εμπειρογνωμόνων. Μόνο τρία κράτη μέλη (Ιταλία, Ισπανία και Σουηδία) διεξάγουν διαβουλεύσεις με το κοινό πριν καταλήξουν στη λήψη απόφασης για επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ. Ο λόγος ο οποίος προβλήθηκε για να συμπεριληφθεί η συμμετοχή του κοινού στη φάση επιλογής είναι ότι το μέτρο με το οποίο κρίνεται το τι συνιστά σημαντική επίπτωση είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικό και ο προσδιορισμός της σημαντικής επίπτωσης θα πρέπει να εμπλέκει όσους θα θιγούν από το έργο. Ορισμένα κράτη μέλη δημοσιοποιούν το γεγονός ότι πρέπει να ληφθεί απόφαση για την επιλογή και το κοινό έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του. Σε άλλα κράτη μέλη η απόφαση όσον αφορά την επιλογή θεωρείται ως αμιγώς τεχνική διαδικασία, όπου το κοινό είτε "εκπροσωπείται" από δημόσιους φορείς, είτε του δίνεται η δυνατότητα να προσφύγει κατά της απόφασης ενώπιον δικαστηρίου. Όπως σημειώνεται ανωτέρω στο σημείο 3.2.10, σε ορισμένες περιπτώσεις η εσωτερική νομοθεσία καθιστά την ΕΠΕ για τα περισσότερα έργα του Παραρτήματος ΙΙ υποχρεωτική, και έτσι δεν παρίσταται ανάγκη να πρέπει να ζητηθεί η γνώμη του κοινού για κάποια απόφαση όσον αφορά την επιλογή.

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Διαβουλεύσεις

    Λίγα κράτη μέλη εμπλέκουν το ενδιαφερόμενο κοινό στη διαδικασία επιλογής και πολλά την θεωρούν αμιγώς τεχνική απόφαση.

    Αριθμός έργων

    3.2.23 Η οδηγία 97/11/ΕΚ επέκτεινε τόσο τους τύπους έργων του Παραρτήματος Ι όσο και τους τύπους έργων του Παραρτήματος ΙΙ, και η Επιτροπή εκδήλωσε ενδιαφέρον για να ενημερωθεί εάν η τροποποιημένη οδηγία είχε ή όχι επιπτώσεις επί του αριθμού των ΕΠΕ που διεξήχθησαν στα κράτη μέλη. Η φύση των απαντήσεων χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία. Σχεδόν το ήμισυ των κρατών μελών είτε ανέφεραν, είτε προέβλεψαν ουσιαστική αύξηση του αριθμού των ΕΠΕ μετά από την εφαρμογή της τροποποιημένης οδηγίας. Σημειώθηκε σημαντική αύξηση σε ορισμένα κράτη μέλη (Αυστρία, Δανία, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο). Δεν ήταν όλα τα κράτη μέλη σε θέση να διαβιβάσουν στοιχεία είτε για την αύξηση είτε για τη μείωση του αριθμού, δεδομένου ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν υπήρχαν δεδομένα που να έχουν συγκεντρωθεί σε εθνικό επίπεδο για τη δραστηριότητα ΕΠΕ. Ορισμένα κράτη μέλη χαρακτήρισαν τον ποσοτικό προσδιορισμό δύσκολο για διαφόρους λόγους, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται οι εξής:

    - η τροποποιημένη οδηγία δεν έχει ακόμη εφαρμοσθεί.

    - έλλειψη κατάλληλης βάσης δεδομένων.

    - ποικιλία και αριθμός των διαδικασιών χορήγησης άδειας στο έργο, στο πλαίσιο των οποίων λαμβάνει χώρα η ΕΠΕ.

    - επιπλοκές περιφερειακής διάστασης.

    Ορισμένα κράτη μέλη ανέφεραν ότι σημειώθηκαν μικρές ή καθόλου αλλαγές, διότι είχαν ήδη συμπεριλάβει τους νέους τύπους έργων που είχαν εισαχθεί με την οδηγία 97/11/ΕΚ στην αρχική τους νομοθεσία. Πολλά κράτη μέλη συνάντησαν δυσκολίες στη διαφοροποίηση μεταξύ έργων του Παραρτήματος Ι και του Παραρτήματος ΙΙ ως προς τον αριθμό τους. Ο μέσος όρος του αριθμού ΕΠΕ κατ'έτος μετά από την εφαρμογή της οδηγίας ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των κρατών μελών και κυμαίνεται από άνω των 7000 έως κάτω από 10. Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι για τους οποίους υπάρχει τέτοια ποικιλία ως προς την διεξαγωγή της δραστηριότητας ΕΠΕ μεταξύ κρατών μελών, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι σχετικές οικονομικές συνθήκες μεταξύ κρατών μελών και η τάση που διαγράφεται να σημειώνεται μεγαλύτερη δραστηριοποίηση για ορισμένα έργα σε κάποιες χώρες απ'ό,τι σε άλλες. Ορισμένα κράτη μέλη σημείωσαν ότι οι συγκρίσεις στο χρόνο θα μπορούσαν να καταλήξουν σε στρεβλώσεις λόγω των τάσεων της οικονομικής συγκυρίας, οι οποίες μπορούν να ποικίλουν μεταξύ χωρών. Μολαταύτα, η μεγάλη ποικιλία ως προς τα επίπεδα στα οποία έχουν τεθεί τα κατώτατα όρια έχει σαφείς επιπτώσεις στον ποσοτικό προσδιορισμό της δραστηριότητας ΕΠΕ.

    3.2.24 Ορισμένες χώρες διαθέτουν καλές βάσεις δεδομένων για τη δραστηριότητα ΕΠΕ, οι οποίες τους επιτρέπουν να καταρτίσουν με σαφήνεια καταλόγους αποτελεσμάτων, τόσο ανά Παράρτημα όσο και ανά τύπο έργου σε ετήσια βάση. Αυτό είναι πολύ χρήσιμο για την υλοποίηση της παρακολούθησης, των τάσεων και των ερευνητικών δραστηριοτήτων ΕΠΕ. Σε άλλες περιπτώσεις η συλλογή πληροφοριών στον εν λόγω τομέα είναι λιγότερο ακριβής και σε πολλές περιπτώσεις έχουν παρασχεθεί μόνον εκτιμήσεις σχετικά με τη δραστηριότητα ΕΠΕ. Δεδομένων των προαναφερθέντων περιορισμών και της έλλειψης λεπτομερειών από όσους απήντησαν, η βέλτιστη εκτίμηση του μέσου ετήσιου αριθμού πριν και μετά την τροποποίηση παρέχεται στον Πίνακα 9.

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Αριθμός έργων

    Ο ετήσιος αριθμός ΕΠΕ φαίνεται να ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έλλειψη εθνικής παρακολούθησης της δραστηριότητας ΕΠΕ και της εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ στην πράξη καθιστά δυσχερή τη διατύπωση υποθέσεων ως προς τους λόγους για τους οποίους υπάρχει μια τόσο μεγάλη ποικιλία μεταξύ των κρατών μελών ως προς τον αριθμό των ΕΠΕ που ολοκληρώθηκαν. Η ποικιλία μπορεί να εξηγηθεί από τις σχετικές οικονομικές συνθήκες των χωρών, ή μπορεί επίσης να σχετίζεται με τα επίπεδα στα οποία έχουν τεθεί τα κατώτατα όρια.

    Δράση: Βλέπε σύσταση 5.4.2. (β) και (κ).

    Πίνακας 9: Αλλαγές ως προς τον όγκο της δραστηριότητας ΕΠΕ (Κατ'εκτίμηση αριθμοί που διαβιβάστηκαν από τα κράτη μέλη)*

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    *Ο παρών πίνακας πρέπει να χρησιμοποιηθεί με επιφύλαξη. Τα στοιχεία που παρέχονται καταδεικνύουν την έλλειψη συστηματικής υποβολής εκθέσεων και διαφάνειας για το σύνολο των 15 κρατών μελών και σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελούν μόνο εκτιμήσεις της δραστηριότητας ή εκφράζουν το εθνικό επίπεδο και όχι το περιφερειακό.

    **Ισπανία: Δεν διατίθενται ακριβείς πληροφορίες. Για το περιφερειακό επίπεδο μπορεί να είναι 20-30.000.

    3.3 Πεδίο εφαρμογής

    Διαδικασίες

    3.3.1 Το έγγραφο των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΕ [12] προσδιορίζει την οριοθέτηση πεδίου εφαρμογής ως "τη διαδικασία καθορισμού του περιεχομένου και του εύρους των θεμάτων τα οποία πρέπει να καλύπτονται από τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή για έργα τα οποία υπόκεινται σε ΕΠΕ" (http://www.europa.eu.int/comm/environment/ eia/eia-guidelines/g-scoping-full-text.pdf). Σκοπός της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής είναι να επικεντρωθεί η περιβαλλοντική εκτίμηση στις κύριες ή τις σημαντικές επιπτώσεις. Η διαδικασία οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής, κατά συνέπεια, απαιτεί λεπτομερή χαρακτηρισμό ενός έργου, καθώς και του περιβάλλοντος υποδοχής του, προκειμένου να προσδιοριστούν όλες οι ενδεχόμενες επιπτώσεις και εξ αυτού να εξακριβωθεί ποιες από τις εν λόγω επιπτώσεις είναι πιθανόν να είναι σημαντικές. Λόγω της πολυπλοκότητας του προσδιορισμού των επιπτώσεων και της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής, συχνά είναι αναγκαίο ο κύριος του έργου να διεξάγει διαβουλεύσεις με την αρμόδια αρχή και με άλλες υπηρεσίες που έχουν περιβαλλοντικές αρμοδιότητες ως προς το πεδίο εφαρμογής της εκτίμησης. Το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας όσον αφορά την ορθή πρακτική για την ΕΠΕ συνηγορεί επίσης υπέρ της διεξαγωγής διαβουλεύσεων με το κοινό όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της ΕΠΕ [13]. Το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας ΕΠΕ εισήχθη από την οδηγία 97/11/ΕΚ και προβλέπει μια τυποποιημένη διαδικασία οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής. Η οδηγία 85/337/ΕΟΚ δεν περιελάμβανε παρόμοια απαίτηση, μολονότι τα περισσότερα κράτη μέλη εφάρμοσαν μορφές οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής στα εθνικά τους συστήματα. Κύριος σκοπός της εισαγωγής της απαίτησης για οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής στην οδηγία ήταν να θεσπιστούν πρώιμες επαφές και κάποιου είδους συνεργασία μεταξύ του κυρίου του έργου και της αρμόδιας αρχής επί θεμάτων καίριας σημασίας που αφορούν τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο κύριος του έργου και να εξετάζει η αρμόδια αρχή. Αυτό πρέπει να γίνεται πριν ο κύριος του έργου υποβάλει αίτηση για χορήγηση άδειας εκτέλεσης. Η συγκεκριμένη διαδικασία έχει σκοπό να αποφευχθούν καθυστερήσεις αργότερα κατά τη διαδικασία και να διασφαλίσει μια ορισμένη ποιότητα, καθώς και την πληρότητα των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται. Η οδηγία ΕΠΕ προβλέπει δύο περιπτώσεις. Αφενός απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να παράσχουν, κατόπιν αιτήματος του κυρίου του έργου, γνωμοδότηση επί του καταλόγου των πληροφοριών που πρέπει να υποβληθούν αργότερα ως "Δήλωση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων". Αφετέρου, η οδηγία επιτρέπει επίσης στα κράτη μέλη να καταστήσουν την εν λόγω διαδικασία υποχρεωτική, απαιτώντας από τις αρμόδιες αρχές να γνωμοδοτούν για το πεδίο εφαρμογής ανεξαρτήτως εάν έχει ζητηθεί από τον κύριο του έργου. Κατά τη διαδικασία οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής, η οδηγία απαιτεί επίσης οι σχετικές δημόσιες υπηρεσίες με περιβαλλοντικές αρμοδιότητες να γνωμοδοτούν και ενδεχομένως να παρέχουν οιεσδήποτε πληροφορίες έχουν στην κατοχή τους και οι οποίες ενδέχεται να βοηθήσουν τη διαδικασία ΕΠΕ.

    [12] Βλ. CEC (2001) Environmental Impact Assessment Guidance on Scoping (Κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής), Βρυξέλλες, CEC.

    [13] Βλ.Glasson, J. R. Therivel και A. Chadwick (1999) Introduction to Environmental Impact Assessment (Εισαγωγή στην εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων), 2η έκδοση, Λονδίνο, UCL Press, σ.91.

    3.3.2 Επτά κράτη μέλη έχουν θέσει σε εφαρμογή μια υποχρεωτική διαδικασία οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής. Στη Γαλλία υφίσταται υποχρεωτική διαδικασία οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής για ορισμένους τύπους έργων (βιομηχανία, λατομεία και ορισμένα αγροτικά έργα). Κάποιες περιοχές της Ιταλίας έχουν θεσπίσει υποχρεωτική οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής, μολονότι δεν αποτελεί εθνική απαίτηση. Μολαταύτα, πρέπει να σημειωθεί ότι σε πολλές χώρες όπου εφαρμόζεται η υποχρεωτική οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής, οι εν λόγω διατάξεις υπήρχαν στην αρχική νομοθεσία ΕΠΕ και δεν επηρεάστηκαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ. Οι γνώμες μεταξύ των κρατών μελών διίστανται ως προς το εάν η εισαγωγή των διαδικασιών οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής επέφερε βελτιώσεις. Πολλοί εξ όσων απάντησαν πιστεύουν ότι είναι πάρα πολύ νωρίς να κριθεί η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας, ενώ άλλοι απλώς δηλώνουν ότι εφόσον πάντοτε συμπεριελάμβαναν τη φάση της υποχρεωτικής οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής στην οικεία νομοθεσία ΕΠΕ δεν μπορούν να προβούν σε αξιόπιστη σύγκριση. Ορισμένοι εξ όσων απάντησαν διατύπωσαν την άποψη ότι η εισαγωγή της φάσης οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής βελτίωσε την ποιότητα των πληροφοριών που παρέχονται στην αρμόδια αρχή. εντούτοις, παραδέχονται ότι δεν διαθέτουν αξιόπιστα στοιχεία για να τεκμηριώσουν την άποψή τους. Η εισαγωγή των διαδικασιών οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής δυνητικά μπορεί να επιμηκύνει το χρονικό διάστημα διεξαγωγής της διαδικασίας ΕΠΕ, όμως, υπάρχουν λίγα στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι στην πράξη η εισαγωγή της φάσης οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής επηρέασε τη διάρκεια της διαδικασίας ΕΠΕ.

    Διαβουλεύσεις

    3.3.3 Οι διαβουλεύσεις με το κοινό κατά τη διάρκεια των διαδικασιών οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής λαμβάνουν χώρα στα μισά κράτη μέλη. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό αποτελεί μέρος της διαδικασίας που απορρέει ως νομική απαίτηση (Βέλγιο - Βρυξέλλες και περιφέρεια της Βαλλονίας, Δανία, Φινλανδία, Κάτω Χώρες, Ισπανία και Σουηδία). Στην Αυστρία, στη Γερμανία, στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο γνωμοδοτούν οι σχετικές περιβαλλοντικές αρχές ή υπηρεσίες, αλλά εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να αποφασίσει εάν το κοινό πρέπει να γνωμοδοτήσει επί του πεδίου εφαρμογής ή όχι. Στη Φινλανδία οι διαβουλεύσεις με το κοινό βασίζονται στη δημοσίευση ενός σχεδίου εγγράφου για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής. Το έγγραφο για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής είναι ένα πρόγραμμα εργασίας σχετικά με τον τρόπο που θα διεξαχθεί η εκτίμηση και ποια θέματα θα πραγματευθεί. Το κοινό έχει την ευκαιρία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί του εγγράφου οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής και να διατυπώσει προτάσεις ως προς τη συνεκτίμηση ή τον αποκλεισμό θεμάτων που πρέπει να καλυφθούν από την ΕΠΕ.

    Μέθοδοι

    3.3.4 Το εύρος των μεθόδων που φαίνεται να χρησιμοποιούνται κατά τις διαδικασίες οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής συμπεριλαμβάνει καταλόγους ελέγχου, μητρώα, αλυσίδες επιπτώσεων και μοντελοποίηση, καθώς και γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων οι οποίες συχνότατα λαμβάνονται υπόψη. Σε πολλές περιπτώσεις, δεν επιβάλλεται κάποια ειδική μεθοδολογία, διότι εν μέρει αναγνωρίζεται το γεγονός ότι ποικίλες τεχνικές μπορεί να είναι κατάλληλες σε διαφορετικές περιπτώσεις (π.χ. Γαλλία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Βέλγιο-Βαλλονία). Περίπου το 50% των κρατών μελών δηλώνουν κατηγορηματικά ότι χρησιμοποιούνται οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής. Ορισμένα κράτη μέλη εκπόνησαν κατευθυντήριες γραμμές με δική τους πρωτοβουλία - είτε ανεξάρτητα (π.χ. Κάτω Χώρες), είτε προσαρμόζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής (π.χ. Αυστρία). Η Ελλάδα εκπόνησε κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες εκθέτουν τις απαιτούμενες πληροφορίες για τις διάφορες κατηγορίες έργων, αλλά για κάθε επιμέρους περίπτωση οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές επεκτείνονται ώστε να προσαρμοστούν στις ειδικές απαιτήσεις της εκάστοτε περίπτωσης. Οι προκλήσεις που συνδέονται με την αντιμετώπιση της διάδρασης των επιπτώσεων στο πλαίσιο της ΕΠΕ αναγνωρίζονται από όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του θέματος της μεθοδολογικής αβεβαιότητας και της ανάγκης αποτελεσματικού συντονισμού και επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων εκτιμητών των επιπτώσεων που τυπικά εμπλέκονται στην ΕΠΕ (βλ. Πίνακα 10).

    Πίνακας 10: Μεθοδολογίες οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής για τη διάδραση των επιπτώσεων

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Περίληψη των κυριοτέρων πορισμάτων: Πεδίο εφαρμογής

    Υπάρχει μεγάλη ποικιλία προσεγγίσεων όσον αφορά τη φάση οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής της ΕΠΕ. Φαίνεται ότι ορισμένα κράτη μέλη δίνουν αξία σε μια πρώιμη φάσης οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής περισσότερο από άλλα. Φαίνεται να υπάρχει μικρή πραγματικά δέσμευση για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής σε εκείνες τις χώρες που δεν την έχουν καταστήσει υποχρεωτική και δεν έχουν ακόμη προβλέψει δημόσιες διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της φάσης οικειοθελούς οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής. Μολαταύτα, σε ορισμένα κράτη μέλη εκδηλώνεται η αντίθετη τάση και απαιτείται δημοσίευση του σχεδίου των εκθέσεων σχετικά με την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής ή ακόμη του σχεδίου των ΔΠΕ. Επίσης, σε ορισμένα κράτη μέλη αναγνωρίζεται ότι η συμμετοχή του κοινού στη φάση οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής οδηγεί στον εντοπισμό των θεμάτων που είναι "σημαντικά" για το κοινό, το οποίο θα κληθεί να ζήσει με το έργο και όχι μόνο για τους "εμπειρογνώμονες", οι οποίοι δεν θα ζήσουν με το έργο.

    Δράση: Βλέπε σύσταση 5.4.2. (δ), (στ) και (ι).

    3.4 Ανασκόπηση των περιβαλλοντικών πληροφοριών

    Εισαγωγή

    3.4.1 Δυνάμει της οδηγίας ΕΠΕ δεν απαιτείται από τα κράτη μέλη να προβλέπουν επίσημη ανασκόπηση της καταλληλότητας των περιβαλλοντικών πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί στην αρμόδια αρχή από τον κύριο του έργου. Όμως, η οδηγία 97/11/ΕΚ εισήγαγε νέες υποχρεωτικές ελάχιστες απαιτήσεις παροχής πληροφοριών, οι οποίες καθιερώνουν την έμμεση ανάγκη ανασκόπησης, δεδομένου ότι ένα έργο ενδέχεται να μην λάβει άδεια εάν οι πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 δεν είναι πλήρεις. Μεταξύ των εν λόγω ελάχιστων απαιτήσεων πληροφόρησης είναι η εισαγωγή στην οδηγία ΕΠΕ μέσω της οδηγίας 97/11/ΕΚ του συνυπολογισμού των πληροφοριών όσον αφορά τις εναλλακτικές λύσεις που έχουν μελετηθεί από τον κύριο του έργου (εξετάζονται παρακάτω στην παράγραφο 5.1). Το έγγραφο με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ [14] ορίζει την ανασκόπηση των περιβαλλοντικών πληροφοριών ως εξής:

    [14] Βλέπε CEC(2001) Environmental Impact Assessment Guidance on Review (Κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων όσον αφορά την ανασκόπηση), Βρυξέλλες, CEC.

    "η διαδικασία κατά την οποία καθορίζεται εάν οι περιβαλλοντικές πληροφορίες τις οποίες υποβάλλει ο κύριος του έργου στην αρμόδια αρχή, ως μέρος της διαδικασίας ΕΠΕ, είναι κατάλληλες προκειμένου να τεκμηριώσουν την απόφαση που θα ληφθεί για τη χορήγηση άδειας εκτέλεσης".

    (http://www.europa.eu.int/comm/environment/ eia/eia-guidelines/g-review-full-text.pdf).

    Η οδηγία ΕΠΕ δεν ορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο παρέχονται οι περιβαλλοντικές πληροφορίες από τον κύριο του έργου, αλλά σύμφωνα με την διεθνή βέλτιστη πρακτική, τα περισσότερα κράτη μέλη αναμένουν οι εν λόγω πληροφορίες να παρέχονται υπό μορφή ενιαίας έκθεσης ως Δήλωση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.

    Ρυθμίσεις όσον αφορά την ανασκόπηση

    3.4.2 Στην πλειονότητα των κρατών μελών η αρμόδια αρχή είναι εν τέλει υπεύθυνη για τη μελέτη της καταλληλότητας των παρεχόμενων πληροφοριών, όπου συμπεριλαμβάνεται η συμμόρφωσή τους με τη νομοθεσία. Η πλειονότητα των κρατών μελών δεν διαθέτει συστηματική διαδικασία ανασκόπησης της ΕΠΕ και υπάρχουν μεγάλες διαφορές ως προς την πρακτική διασφάλισης της συμμόρφωσης με την οδηγία. Όλα τα κράτη μέλη αναφέρθηκαν στις υφιστάμενες γενικές διατάξεις συμμόρφωσης και διασφάλισης της ποιότητας μέσω διαβουλεύσεων με τις σχετικές κυβερνητικές αρχές, τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Non Governmental Agencies - NGOs) και το κοινό. Τα περισσότερα κράτη δεν είχαν εφαρμόσει ή δεν σχεδίαζαν να εφαρμόσουν μια συστηματική και υποχρεωτική ανασκόπηση της διαδικασίας ΕΠΕ και ορισμένα κράτη μέλη δήλωσαν ότι δεν είχαν εφαρμόσει κάποια υποχρεωτική ανασκόπηση της ΕΠΕ, εφόσον δεν αποτελεί απαίτηση της οδηγίας.

    3.4.3 Το σύστημα ανασκόπησης που χρησιμοποιήθηκε από τα κράτη μέλη παρουσιάζεται στον Πίνακα 11. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν αυστηρά σημεία ελέγχου στο πλαίσιο μιας επίσημης διαδικασίας ανασκόπησης, ενσωματώνοντας την ανεξάρτητη αξιολόγηση της ΔΠΕ. Όμως, πολλά κράτη μέλη εκχωρούν την απόφαση όσον αφορά την καταλληλότητα και την πληρότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών στην αρμόδια αρχή, χωρίς άλλα σημεία ελέγχου. Τα περισσότερα κράτη μέλη αναφέρουν σαφώς ότι όταν οι πληροφορίες δεν θεωρούνται ικανοποιητικές, η αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει επιπλέον πληροφορίες, και εφόσον οι εν λόγω πληροφορίες αποδειχθεί στη συνέχεια ότι είναι ακατάλληλες, τότε μπορούν να αρνηθούν την αίτηση. Σε πολλές περιπτώσεις, η έγκριση της ΕΠΕ αποτελεί φάση της διαδικασίας χορήγησης άδειας, χωρίς την οποία

    Πίνακας 11 Ανασκόπηση περιβαλλοντικών πληροφοριών

    Κράτος μέλος //

    Αυστρία // Το Παράρτημα IV έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο (άρθρο 6 του νόμου για την ΕΠΕ) και κάθε Δήλωση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΔΠΕ) ελέγχεται με βάση τις εν λόγω απαιτήσεις από ομάδα εσωτερικών ή/και εξωτερικών εμπειρογνωμόνων της Αρχής ΕΠΕ και των συνεργαζόμενων αρχών, οι οποίοι πρέπει να εκπονήσουν περίληψη της εκτίμησης των πιθανών σημαντικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

    Βέλγιο- // Βρυξέλλες

    Ένα σώμα εμπειρογνωμόνων από διαφορετικές ενδιαφερόμενες περιφερειακές και τοπικές διοικήσεις (που έχει συγκροτηθεί ως "Comitι d'Accompagnement de l'ιtude EIA" (Συνοδευτική Επιτροπή Μελέτης της ΕΠΕ)) εκπονεί τη σύνοψη των προδιαγραφών της ΕΠΕ, και η εν λόγω σύνοψη υποβάλλεται σε δημόσια εξέταση και στην επίσημη γνωμοδότηση της(των) σχετικής(ών) διοίκησης(εων). Μόνο όταν το εν λόγω σώμα κρίνει ότι η ΕΠΕ είναι πλήρης (π.χ. με επαρκείς και επαρκούς ποιότητας πληροφορίες) τότε δηλώνει ότι το εν λόγω μέρος της διαδικασίας είναι πλήρες. Μια δεύτερη δημόσια εξέταση λαμβάνει χώρα πριν η διοίκηση χορηγήσει την άδεια.

    Φλάνδρα

    Οι υφιστάμενοι κανονισμοί ΕΠΕ περιλαμβάνουν τη μεταφορά των απαιτήσεων ως προς το περιεχόμενο της ΔΠΕ της οδηγίας ΕΠΕ. Η εκπόνηση μιας ΔΠΕ καθορίζεται από μια ανεπίσημη διαδικασία η οποία περιλαμβάνει επεξεργασία των νομικών απαιτήσεων για το πεδίο εφαρμογής και έλεγχο του σχεδίου της ΔΠΕ, πριν αυτή υποβληθεί για επίσημη έγκριση από τη μονάδα ΕΠΕ της Διοίκησης Περιβάλλοντος.

    Βαλλονία

    Η ποιότητα και επάρκεια των πληροφοριών ελέγχεται από ανεξάρτητο σώμα εμπειρογνωμόνων με ειδίκευση σε διάφορες επιστήμες του περιβάλλοντος.

    Δανία // Η δήλωση επιπτώσεων πρέπει να πληροί το περιεχόμενο του Παραρτήματος IV του δανικού υπουργικού διατάγματος αριθ. 428, της 2ας Ιουνίου 1999, το οποίο είναι σχεδόν παραπλήσιο με το Παράρτημα IV της οδηγίας.

    Φινλανδία // Η συντονιστική αρχή (Περιφερειακό Περιβαλλοντικό Κέντρο) κρίνει την καταλληλότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών, αλλά τελικώς είναι η αρμόδια αρχή αυτή που κρίνει την καταλληλότητα των πληροφοριών - συχνά οι κύριοι του έργου υποβάλλουν σχέδιο ΔΠΕ στην αρμόδια αρχή για διατύπωση παρατηρήσεων.

    Γαλλία // Ο έλεγχος της ποιότητας των περιβαλλοντικών πληροφοριών λειτουργεί σε διαφορετικά επίπεδα, ανάλογα με το ποια είναι η αρχή χορήγησης άδειας. Εναπόκειται στις εν λόγω αρχές η ευθύνη διασφάλισης της καταλληλότητας των πληροφοριών.

    Γερμανία // Η διαδικασία χορήγησης άδειας αρχίζει μόνον εφόσον έχουν τηρηθεί όλες οι νομικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της παροχής όλων των σχετικών πληροφοριών σύμφωνα με το Παράρτημα IV της οδηγίας, και όταν η αρμόδια αρχή έχει δηλώσει ότι η πρόταση είναι πλήρης.

    Ελλάδα // Η αρμόδια αρχή εξετάζει την καταλληλότητα και την ποιότητα κάθε ΔΠΕ σε συνάρτηση με:

    - τις απαιτήσεις περιβαλλοντικών πληροφοριών που ορίζονται στο Παράρτημα IV της οδηγίας 97/11/ΕΚ,

    - οιεσδήποτε υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές για τη ΔΠΕ, για ειδικούς τύπους έργων,

    - όλες τις νομικές απαιτήσεις,

    - την επάρκεια των επιστημονικών και τεχνικών πληροφοριών.

    Ιρλανδία // Οι κατευθυντήριες γραμμές (και τα συνοδευτικά Συμβουλευτικά Σημειώματα) εκπονούνται προκειμένου να συνδράμουν τις αρχές χορήγησης άδειας στην εξέταση της καταλληλότητας των ΔΠΕ που τους υποβάλλονται.

    Ιταλία // Δεν υπάρχει επίσημη ανασκόπηση, αλλά η ΔΠΕ πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις των κανονισμών.

    Λουξεμβούργο // Δεν διατίθενται πληροφορίες.

    Κάτω Χώρες // Εκπονούνται ειδικές κατευθυντήριες γραμμές έργου για τη ΔΠΕ, ως απαίτηση της ολλανδικής νομοθεσίας ΕΠΕ. Η αρμόδια αρχή πρέπει να αποδεχθεί επισήμως τη ΔΠΕ. Αυτό γίνεται μέσω του ελέγχου του περιεχομένου της ΔΠΕ σε συνάρτηση με τις ειδικές κατευθυντήριες γραμμές και μέσω της ανασκόπησης που διεξάγεται από την ανεξάρτητη Επιτροπή ΕΠΕ.

    Πορτογαλία // Το Υπουργείο Περιβάλλοντος έχει στη διάθεσή του 20 εργάσιμες ημέρες για να δηλώσει εάν η ΕΠΕ πληροί τις απαιτήσεις των νόμων ή εάν χρειάζονται περαιτέρω πληροφορίες.

    Ισπανία // Η μελέτη επιπτώσεων ελέγχεται ως προς τους όρους που έχουν θεσπιστεί κατά τη φάση οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής, η οποία περιλαμβάνει συμμετοχή του κοινού.

    Σουηδία // Η "Επιτροπή Περιβαλλοντικής Εξέτασης" που συγκροτείται στο πλαίσιο του διοικητικού συμβουλίου της κομητείας και το Περιβαλλοντικό Δικαστήριο αποφασίζουν εάν η ΕΠΕ πληροί τις απαιτήσεις της νομοθεσίας ΕΠΕ.

    ΗΒ // Τελικώς εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να αποφασίσει τους βέλτιστους τρόπους με τους οποίους διασφαλίζεται ότι οι περιβαλλοντικές πληροφορίες είναι κατάλληλες και ότι πληρούν το σκοπό τους.

    δεν μπορεί να επιδιωχθεί η χορήγηση της άδειας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, παραδείγματος χάριν, η απόφαση για την αίτηση εκτέλεσης αναστέλλεται εν αναμονή περαιτέρω πληροφοριών. Στην Ιταλία, η χορήγηση άδειας εκτέλεσης απορρίπτεται προσωρινά, εν αναμονή της παροχής κατάλληλων πληροφοριών. στην Ισπανία ένα έργο μπορεί να μην λάβει άδεια έως ότου οι πληροφορίες είναι πλήρεις. Στις Κάτω Χώρες η αρμόδια αρχή πρέπει να αποδεχθεί επισήμως την ΕΠΕ. Η ΔΠΕ ελέγχεται πρώτον σε σχέση με τις ειδικές κατευθυντήριες γραμμές για το έργο. Εάν η ΔΠΕ δεν είναι ικανοποιητική, δεν γίνεται δεκτή και πρέπει να συμπληρωθεί. Εφόσον γίνει αποδεκτή, η αρμόδια αρχή οφείλει να ζητήσει τη γνωμοδότηση της ανεξάρτητης Επιτροπής ΕΠΕ επί της ποιότητας και της καταλληλότητας των πληροφοριών. Κατά τα πρόσφατα έτη, μια ανεξάρτητη Επιτροπή ΕΠΕ κατέδειξε ότι, σε ποσοστό που κυμαίνεται από 30% έως 40%, οι ΔΠΕ είναι ακατάλληλες και συμβούλευσε την αρμόδια αρχή να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες. Στη Γαλλία, οι όροι για την άρνηση χορήγησης άδειας έχουν εκπονηθεί βάσει των εργασιών των διοικητικών δικαστηρίων και οι εν λόγω διαδικασίες έχουν ορίσει τα θέματα που αφορούν την παρουσίαση και το περιεχόμενο. υπάρχουν ακριβέστερες ρυθμίσεις για τις ταξινομημένες εγκαταστάσεις. Σημειωτέον όμως ότι στο Βέλγιο-Βρυξέλλες δεν είναι ο κύριος του έργου αυτός που παρέχει τις πληροφορίες, αλλά ένας ανεξάρτητος και κατάλληλα εξειδικευμένος σύμβουλος, ο οποίος εργάζεται επί της σύνοψης που καταρτίζει το σώμα εμπειρογνωμόνων των σχετικών διοικήσεων. Το εν λόγω σώμα αξιολογεί την ποιότητα και την καταλληλότητα των παρεχόμενων πληροφοριών. Στη Φινλανδία δεν μπορεί να υπάρξει άρνηση χορήγησης άδειας εκτέλεσης λόγω ακατάλληλης ποιότητας ή ανεπάρκειας πληροφοριών. Η ισπανική διαδικασία με την οποία κρίνεται η ποιότητα και η επάρκεια των πληροφοριών συνίσταται στην εξέταση του περιεχομένου της μελέτης επιπτώσεων σε συνάρτηση με τους όρους που έχουν θεσπιστεί κατά τη φάση οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής, καθώς και με τα αποτελέσματα της συμμετοχής του κοινού και της ανασκόπησης.

    3.4.4 Λιγότερα από τα μισά κράτη μέλη έχουν διεξάγει έρευνα για την ποιότητα και την καταλληλότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών ή όσον αφορά τις ΔΠΕ που έχουν επιβληθεί έως σήμερα (βλ. Πίνακα 12).

    Πίνακας 12: Έρευνα για την ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Ανασκόπηση περιβαλλοντικών πληροφοριών

    Η οδηγία 97/11/ΕΚ εισήγαγε νέες ελάχιστες απαιτήσεις για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο κύριος του έργου. Η παράλειψη παροχής κατάλληλων πληροφοριών συνιστά λόγο άρνησης της χορήγησης άδειας εκτέλεσης στην πλειονότητα των χωρών, στο πλαίσιο ποικίλων ρυθμίσεων. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν επισημοποιήσει μια διαδικασία εξέτασης προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι περιβαλλοντικές πληροφορίες οι οποίες παρέχονται στην αρμόδια αρχή συμμορφούνται με την οδηγία. Εντούτοις, εφόσον η οδηγία δεν προβλέπει ρητή υποχρέωση για διενέργεια μιας τέτοιας εξέτασης, δεν υπάρχει εναρμονισμένη προσέγγιση επί του θέματος. Ενώ οι κατευθυντήριες γραμμές του Παραρτήματος IV αποτελούν τη βάση των απαιτήσεων για κατάλληλες εκτιμήσεις, οι εν λόγω μάλλον στοιχειώδεις πληροφορίες έχουν αξιοποιηθεί (π.χ. με καταλόγους ελέγχου) σε ορισμένα μόνο κράτη μέλη. Η εξέταση των παρεχόμενων πληροφοριών, σε όλα σχεδόν τα κράτη, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή και σε πολλά κράτη μέλη ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να το πράξουν χωρίς τη συνδρομή ειδικών καταλόγων ελέγχου ή κριτηρίων εξέτασης. Περίπου στα μισά κράτη μέλη έχει διεξαχθεί κάποια έρευνα σχετικά με την ποιότητα των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις περιβαλλοντικές δηλώσεις και με τη συνολική ποιότητα των εκτιμήσεων. Όπου πραγματοποιήθηκαν τέτοιου είδους μελέτες αποδείχτηκε ότι έως το 50% των ΔΠΕ δεν συμμορφούνται πλήρως με τις απαιτήσεις της οδηγίας.

    Δράση: Βλέπε σύσταση 5.4.2. (ε).

    3.5 Λήψη αποφάσεων

    3.5.1 Σκοπός της ΕΠΕ είναι να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις μιας δράσης στους υπευθύνους λήψης αποφάσεων, πριν από τη λήψη της απόφασης, ούτως ώστε οι εν λόγω πληροφορίες να μπορέσουν να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης απόφασης. Το άρθρο 8 απαιτεί οι περιβαλλοντικές πληροφορίες που παρέχονται από τον κύριο του έργου (η Δήλωση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων) και η διαδικασία διαβουλεύσεων που απαιτείται από τα άρθρα 6 και 7 να λαμβάνονται υπόψη κατά τις διαδικασίες χορήγησης άδειας. Μολονότι η οδηγία επικεντρώνεται σε περιβαλλοντικά θέματα, δεν καθιστά τη συνεκτίμηση της περιβαλλοντικής διάστασης σημαντικότερη από άλλες πτυχές που η αρμόδια αρχή πρέπει να λάβει υπόψη κατά τη λήψη απόφασης. Πολλοί εξ όσων απάντησαν τόνισαν ότι κατά τη λήψη αποφάσεων όσον αφορά αναπτυξιακά έργα, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη και άλλα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη. Αυτό που κάνει μολαταύτα τη διαφορά είναι το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη οδηγία επικεντρώνεται και δίνει έμφαση στη συνεκτίμηση των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης. Η μεγάλη πλειονότητα των κρατών μελών όντως έχουν θεσπίσει νομοθεσία η οποία προβλέπει την άρνηση της χορήγησης άδειας εκτέλεσης σε περιπτώσεις όπου είναι αναπόφευκτη η σοβαρή περιβαλλοντική ζημία.

    3.5.2 Η έρευνα της Επιτροπής καλούσε τα κράτη μέλη να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τις καθυστερήσεις μεταξύ της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της χορήγησης άδειας για το έργο και τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τις καθυστερήσεις μεταξύ χορήγησης άδειας και κατασκευής ή λειτουργίας. Τέτοιου είδους καθυστερήσεις έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην έκβαση της διαδικασίας ΕΠΕ και στη χορήγηση άδειας για μεγάλα έργα. Κατά τη διάρκεια μεγάλων περιόδων καθυστέρησης το περιβάλλον υποδοχής μπορεί να αλλάξει και οι περιβαλλοντικές πληροφορίες για τις συνθήκες αναφοράς μπορεί να μην είναι πλέον σχετικές. Αυτό έχει επιπτώσεις στην ακρίβεια οιωνδήποτε προβλέψεων για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και στη σημασία και αποτελεσματικότητα των μέτρων άμβλυνσης. Βάσει των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο, φαίνεται να υπάρχουν τέσσερις ευρείες προσεγγίσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων μεταξύ της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της χορήγησης άδειας εκτέλεσης:

    (i) σε ορισμένα συστήματα, θεωρητικώς, δεν πρέπει να υπάρχουν καθυστερήσεις.

    (ii) στη διαδικασία χορήγησης άδειας επιβάλλεται χρονικό περιθώριο το οποίο κυμαίνεται από 140 σε 450 ημέρες.

    (iii) η αρμόδια αρχή εξετάζει και εκτιμά τις πληροφορίες προκειμένου να καθορίσει εάν είναι επίκαιρες, ζητώντας επιπρόσθετες πληροφορίες όπου κρίνεται αναγκαίο. Αυτή είναι η πλέον κοινή πρακτική που εφαρμόζεται στα κράτη μέλη και όταν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στην πρόταση, τότε τυπικά απαιτείται νέα ΔΠΕ.

    (iv) δεν θεσπίζονται ειδικές διατάξεις για την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων.

    3.5.3 Από τη στιγμή που εκδίδεται άδεια για ένα έργο, η απόφαση είναι κανονικά δεσμευτική και, εκτός αν εφαρμόζονται ειδικά μέτρα, οιεσδήποτε επιπρόσθετες ή διαφορετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεν είναι, κατά συνέπεια, δυνατόν να υποβληθούν σε εκτίμηση και να ληφθούν υπόψη (εκτός εάν υπάρχουν τροποποιήσεις ή επεκτάσεις του έργου εκείνη τη στιγμή, οι οποίες είναι πιθανόν να προκαλέσουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις και κατά συνέπεια να απαιτήσουν νέα ΕΠΕ). Σε περιπτώσεις όπου οι καθυστερήσεις μεταξύ της χορήγησης άδειας εκτέλεσης και της κατασκευής ή λειτουργίας ενός έργου είναι πολύ μεγάλες, αυτές μπορεί να είναι σοβαρότερες απ'ό,τι οι καθυστερήσεις πριν από την έκδοση άδειας. Υπάρχει ποικιλία ως προς τις πρακτικές αντιμετώπισης τέτοιου είδους καθυστερήσεων και οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο αναδεικνύουν τις ακόλουθες κύριες προσεγγίσεις:

    (i) κοινή προσέγγιση των κρατών μελών είναι να ορίζουν ένα χρονικό όριο για την εγκυρότητα της χορήγησης άδειας. Σε ορισμένες περιπτώσεις το χρονικό όριο εναπόκειται στη διακριτική τους ευχέρεια, ενώ σε άλλα συστήματα είναι καθορισμένο, και μπορεί να ποικίλει μεταξύ 2 έως 5 ετών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μετά από την καθορισμένη χρονική περίοδο μπορεί να απαιτηθούν επιπλέον εργασίες εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

    (ii) μπορεί να προβλεφθούν επιπλέον όροι εάν οι συνθήκες αλλάξουν έως τον χρόνο κατασκευής.

    (iii) δεν προβλέπονται ειδικές διατάξεις για τις καθυστερήσεις και η ΕΠΕ δεν μπορεί να "δρομολογηθεί εκ νέου" μετά από την έκδοση της άδειας.

    (iv) υπάρχει ξεχωριστή νομοθεσία για την ΕΠΕ και την έκδοση άδειας, και οι σημαντικές καθυστερήσεις μεταξύ της έκδοσης άδειας και της κατασκευής του έργου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας ΕΠΕ.

    3.5.4 Η Γαλλία έχει εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για τα οδικά έργα, όπου είναι πιθανόν να υπάρξει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ του αρχικού σχεδιασμού του έργου και της τελικής κατασκευής/λειτουργίας. Οι κατευθυντήριες γραμμές δίνουν συμβουλές σχετικά με τον τρόπο διασφάλισης της συνέχειας της ΕΠΕ κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, και σχετικά με την κάλυψη των κενών, όταν το έργο περνάει στα χέρια διαφορετικών ομάδων οι οποίες εμπλέκονται σε αυτό. Η προσέγγιση έχει εφαρμοστεί δοκιμαστικά σε τέσσερις γνωστές περιπτώσεις. Ο Πίνακας 13 παρέχει πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο κάθε κράτος μέλος χειρίζεται τις καθυστερήσεις.

    Πίνακας 13: Αντιμετώπιση καθυστερήσεων

    Χώρα // Παρατηρήσεις

    Αυστρία // Η νομοθεσία η οποία καλύπτει τη διαδικασία χορήγησης άδειας προβλέπει μέγιστο χρονικό όριο 6 μηνών (για την απλοποιημένη διαδικασία) ή 9 μηνών. Εάν οι περιβαλλοντικές συνθήκες αλλάξουν μεταξύ της εκτίμησης και της χορήγησης άδειας, πρέπει να εκπονηθούν νέες περιβαλλοντικές πληροφορίες και να εξεταστούν πριν ληφθεί απόφαση για χορήγηση άδειας. Η αρμόδια αρχή μπορεί να υποβάλει τη χορήγηση άδειας (ή τμημάτων της άδειας) σε χρονικά όρια, προκειμένου να προλάβει οιεσδήποτε μη αναγκαίες καθυστερήσεις μεταξύ της χορήγησης άδειας εκτέλεσης και της κατασκευής/λειτουργίας.

    Βέλγιο - // Βρυξέλλες Από νομική άποψη υπάρχει μια μέγιστη περίοδος 450 ημερών μεταξύ της αίτησης (όταν η ΕΠΕ χαρακτηρίζεται πλήρης) και της χορήγησης άδειας εκτέλεσης. Η συγκεκριμένη περίοδος περιλαμβάνει την περίοδο για την επανεκτίμηση των προδιαγραφών της ΕΠΕ, τις δύο δημόσιες έρευνες και την ίδια την ΕΠΕ (περί τους 6 έως 8 μήνες για την ΕΠΕ).

    Η νομοθεσία ΕΠΕ προβλέπει ότι δεν μπορούν να παρέλθουν περισσότερα από 2 έτη μεταξύ της χορήγησης άδειας εκτέλεσης και της έναρξης κατασκευής. Εάν έχουν γίνει σημαντικές τροποποιήσεις σε μία πρόταση, ούτως ώστε οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις να είναι διαφορετικές εν συγκρίσει με το αρχικό έργο, τότε απαιτείται νέα ΕΠΕ. Η αρμόδια αρχή μπορεί να τροποποιήσει τους όρους της εκτέλεσης, εάν οι συνθήκες έχουν αλλάξει έως τη στιγμή της κατασκευής (στην πράξη συμβαίνει σπάνια).

    Φλάνδρα Όπου υπάρχει καθυστέρηση μεταξύ της τελικώς εγκριθείσας ΔΠΕ και της άδειας εκτέλεσης, στη ΔΠΕ προστίθεται ένα σημείωμα ενημέρωσης. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν σημαντικές τροποποιήσεις επί της αρχικής σκιαγράφησης ή σχεδιασμού του έργου, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι γνωμοδοτούν, προκειμένου να αποφασιστεί εάν καθίσταται αναγκαία η διενέργεια νέας ΕΠΕ. Από τη στιγμή που χορηγείται η άδεια εκτέλεσης, το έργο πρέπει να ξεκινήσει εντός 3 ετών.

    Βαλλονία Μετά από υποβολή της τελικής ΔΠΕ, η αρμόδια αρχή έχει στη διάθεσή της κατά μέγιστο όριο 140 ημέρες για να λάβει απόφαση. Εάν το έργο αρχίσει να λειτουργεί πάνω από 5 έτη μετά από την έκδοση άδειας, ή εάν μεταγενέστερα καταστεί προφανές ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη στην ΕΠΕ σημαντικές επιπτώσεις, τότε πρέπει να επισυναφθεί προσάρτημα στην αρχική έκθεση της ΔΠΕ.

    Δανία // Η ΕΠΕ παραμένει έγκυρη έως την πρώτη αναθεώρηση του περιφερειακού σχεδίου, εκτός εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει να παρατείνει την εγκυρότητά της για 4 ακόμη έτη (το περιφερειακό σχέδιο πρέπει να αναθεωρείται κάθε 4 έτη). Η χορήγηση άδειας εκτέλεσης μετά από ΕΠΕ είναι έγκυρη για 3 έτη, μετά από τα οποία πρέπει να υποβληθεί αίτηση για νέα άδεια.

    Φινλανδία // Εάν σημειωθεί σημαντική καθυστέρηση μεταξύ της ΕΠΕ και της έκδοσης άδειας εκτέλεσης, η αρμόδια αρχή οφείλει να ελέγξει εάν οι περιβαλλοντικές συνθήκες και το ίδιο το έργο έχουν μεταβληθεί από τη στιγμή που έχει γίνει εκτίμηση επιπτώσεων. Εάν έχουν γίνει μείζονος σημασίας τροποποιήσεις στο έργο, ενδεχομένως να απαιτηθεί νέα ΕΠΕ. Υπάρχει ξεχωριστή νομοθεσία για την ΕΠΕ και για την έκδοση άδειας, και οι σημαντικές καθυστερήσεις μεταξύ της έκδοσης άδειας και της κατασκευής του έργου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας ΕΠΕ.

    Γαλλία // Πρέπει να μην υπάρχουν καθυστερήσεις μεταξύ της ΕΠΕ και της έκδοσης άδειας εκτέλεσης (η ΔΠΕ αποτελεί μέρος του φακέλου που υποβάλλεται από τον κύριο του έργου προς εξέταση με σκοπό την έκδοση άδειας εκτέλεσης και οι πληροφορίες που παρέχονται πρέπει να είναι ακριβείς και ενημερωμένες). Η άδεια εκτέλεσης παραμένει έγκυρη για 3 έτη, μετά από τα οποία απαιτείται επιπρόσθετη εργασία περιβαλλοντικής εκτίμησης. Για τις οδούς, έχουν δημοσιευθεί κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να παράσχουν συμβουλές σχετικά με τον τρόπο διασφάλισης της συνέχειας της ΕΠΕ από το στάδιο του σχεδιασμού έως τη φάση λειτουργίας.

    Γερμανία // Γενικώς δεν υπάρχουν καθυστερήσεις μεταξύ της ΕΠΕ και της χορήγησης άδειας εκτέλεσης. Η αρμόδια αρχή πρέπει να ελέγχει εάν οι περιβαλλοντικοί όροι και το ίδιο το έργο έχουν τροποποιηθεί, καθώς και οιεσδήποτε άλλες τροποποιήσεις οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Μετά από την έκδοση άδειας για ένα έργο, εάν επέλθουν σημαντικές τροποποιήσεις όσον αφορά το έργο και τις περιβαλλοντικές συνθήκες πριν από την κατασκευή/λειτουργία του, ενδεχομένως να χρειαστεί μια διαδικασία χορήγησης άδειας η οποία να περιλαμβάνει διενέργεια ΕΠΕ. Η άδεια της πολεοδομίας παύει να είναι έγκυρη μετά από παρέλευση 5 ετών.

    Ελλάδα // Η αρμόδια αρχή εξετάζει τη ΔΠΕ και διεξάγει διαβουλεύσεις με τις σχετικές αρχές προκειμένου να εκτιμήσει εάν οι πληροφορίες είναι επίκαιρες. Εάν κριθεί αναγκαίο, η αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει ενημέρωση της ΔΠΕ. Η ΕΠΕ καταλήγει σε χορήγηση περιβαλλοντικής άδειας, η οποία συνοδεύεται από προϋποθέσεις που επιβάλλουν περιβαλλοντικούς όρους με ημερομηνία εκπνοής και, κατά συνέπεια, απαιτείται να εξεταστεί εάν υπάρχει σημαντική καθυστέρηση μεταξύ της έκβασης της ΕΠΕ και της τελικής άδειας εκτέλεσης.

    Μετά από τη χορήγηση άδειας εκτέλεσης, εάν διαπιστωθεί ότι, λόγω αλλαγών των περιβαλλοντικών συνθηκών, το περιβάλλον δεν προστατεύεται επαρκώς από τις επιβαλλόμενες διατάξεις της περιβαλλοντικής άδειας, μπορούν να τεθούν επιπλέον όροι προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι μεταβληθείσες συνθήκες. Η λήξη της περιβαλλοντικής άδειας μπορεί επίσης να οδηγήσει σε νέα διαδικασία ΕΠΕ, εάν έχουν επέλθει σημαντικές τροποποιήσεις στο έργο ή στο περιβάλλον υποδοχής.

    Ιρλανδία // Η ΕΠΕ διεξάγεται κατά τη διάρκεια εξέτασης της αίτησης για χορήγηση άδειας εκτέλεσης και στην πραγματικότητα δεν σημειώνονται καθυστερήσεις μεταξύ της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της χορήγησης άδειας εκτέλεσης. Δεν προβλέπονται περισσότερα από 5 έτη μεταξύ της άδειας εκτέλεσης και της έναρξης κατασκευής.

    Ιταλία // Δεν προβλέπονται διατάξεις στη νομοθεσία ΕΠΕ ούτε για τις καθυστερήσεις μεταξύ της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της άδειας εκτέλεσης, ούτε για τις καθυστερήσεις μεταξύ της χορήγησης άδειας και της κατασκευής/λειτουργίας του έργου.

    Λουξεμβούργο // Δεν διατίθενται λεπτομέρειες.

    Κάτω Χώρες // Εάν σημειωθεί σημαντική καθυστέρηση μεταξύ της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της χορήγησης άδειας εκτέλεσης, η αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει επιπλέον πληροφορίες ή επιπρόσθετη ΔΠΕ. Όταν υπεισέρχονται σημαντικές αλλαγές στην προτεινόμενη δραστηριότητα μπορεί να δρομολογηθεί μια εντελώς νέα διαδικασία. Οιαδήποτε καθυστέρηση μεταξύ της χορήγησης άδειας εκτέλεσης και της κατασκευής/λειτουργίας δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αλλαγές στη ΔΠΕ.

    Πορτογαλία // Το Υπουργείο Περιβάλλοντος οφείλει να χορηγήσει Δήλωση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων στον κύριο του έργου, η οποία παραμένει έγκυρη για 2 έτη. Εάν στη συνέχεια η αρμόδια αρχή δεν χορηγήσει άδεια εκτέλεσης εντός του διαστήματος των 2 ετών κατά το οποίο η Δήλωση παραμένει έγκυρη, τότε απαιτείται η διενέργεια νέας ΕΠΕ σε περίπτωση προτάσεων έργων του ιδιωτικού τομέα. Για έργα του δημοσίου τομέα, η ΔΠΕ επανεξετάζεται και, εάν οι συνθήκες δεν έχουν αλλάξει, η Δήλωση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων παραμένει έγκυρη (σημειωτέον ότι αυτό δεν έχει ακόμη συμβεί στην πράξη δεδομένου ότι η νομοθεσία έχει θεσπιστεί μόλις εδώ και 2 έτη).

    Ισπανία // Κατά περίπτωση εξέταση

    Σουηδία // Δεν προβλέπονται ειδικές διατάξεις για καθυστερήσεις μεταξύ της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και της χορήγησης άδειας εκτέλεσης. Η αρμόδια αρχή μπορεί να θέσει όρους για την υλοποίηση του έργου.

    Ηνωμένο Βασίλειο // Η αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες ανά πάσα στιγμή έως ότου ληφθεί η απόφαση για χορήγηση άδειας. Ως εκ τούτου, η αρμόδια αρχή έχει την ευθύνη να διασφαλίσει ότι πριν από τη χορήγηση άδειας όλες οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις έχουν εξεταστεί στο πλαίσιο των σημερινών γνώσεων και μεθόδων εκτίμησης.

    Εφόσον χορηγηθεί η άδεια εκτέλεσης, ο κύριος του έργου είναι σε θέση να προχωρήσει στη φάση κατασκευής. Σε αυτή τη φάση η διαδικασία ΕΠΕ δεν είναι δυνατόν να δρομολογηθεί εκ νέου (η οδηγία απαιτεί την εκτίμηση πριν από τη λήψη απόφασης για τη χορήγηση άδειας εκτέλεσης). Εάν οι μέχρι τότε άγνωστες επιπτώσεις είναι τόσο σημαντικές, π.χ. μπορούν να επιφέρουν μείζονος σημασίας και αμετάκλητη ζημία σε προστατευόμενο τόπο ή είδος, τότε κανονικά εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να εξετάσει εάν η άδεια πρέπει να ανακληθεί, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας.

    Οι εκτελεστικοί κανονισμοί της οδηγίας για έργα που αφορούν χέρσα γη θέτουν χρονικά όρια για την έναρξη και την ολοκλήρωση των εργασιών μετά από τη χορήγηση της άδειας εκτέλεσης και προβλέπουν επανεξέταση της άδειας εάν ο τόπος στη συνέχεια χαρακτηριστεί Ευρωπαϊκός Τόπος (για τη διατήρηση της φύσης).

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Λήψη αποφάσεων

    Χωρίς επίσημη παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της διαδικασίας ΕΠΕ και διεξοδικότερη έρευνα, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα της οδηγίας ΕΠΕ ως προς τη λήψη αποφάσεων. Μολαταύτα, είναι προφανές από τις απαντήσεις ότι οι περιβαλλοντικοί προβληματισμοί που τίθενται από τη διαδικασία ΕΠΕ σταθμίζονται κατά τη λήψη απόφασης έναντι άλλων κοινωνικών και οικονομικών προβληματισμών. Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις σχετικά με τις καθυστερήσεις μεταξύ της εκπόνησης των απαιτούμενων πληροφοριών ΕΠΕ και της απόφασης, καθώς και μεταξύ απόφασης και έναρξης εκτέλεσης έχουν καταδείξει ότι αυτές αντιμετωπίζονται πολύ διαφορετικά από τα κράτη μέλη και αποτελούν δυνητικό θέμα ανησυχίας. Δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα κράτη μέλη σχετικά με την κλίμακα ή τη συχνότητα των καθυστερήσεων που σημειώνονται, φαίνεται να αναγνωρίζονται ελάχιστα οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των εν λόγω προβλημάτων και υπάρχει μικρή συνοχή στις προσεγγίσεις για την αντιμετώπισή τους.

    Δράση: Βλέπε σύσταση 5.4.2. (η).

    3.6 Περίληψη των πορισμάτων όσον αφορά τις ρυθμίσεις για τις κυριότερες φάσεις

    3.6.1 Τα στοιχεία της παρούσας ανασκόπησης καταδεικνύουν ότι υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά τόσο ως προς την προσέγγιση, όσο και ως προς την εφαρμογή της ΕΠΕ στα κράτη μέλη της ΕΕ. Η προσέγγιση που χρησιμοποιείται για την επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ ποικίλλει σημαντικά, τόσο ως προς τη χρήση, όσο και ως προς τα επίπεδα των κατωτάτων ορίων. Επίσης υπάρχει πληθώρα προσεγγίσεων όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής, με πολύ λίγα κράτη μέλη να απαιτούν οιαδήποτε συμμετοχή του κοινού σε αυτή τη σημαντική φάση της ΕΠΕ (η οδηγία όντως δεν απαιτεί τέτοιου είδους συμμετοχή σε αυτή τη φάση). Πολύ λίγα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει πραγματικούς μηχανισμούς ανασκόπησης της λειτουργίας του οικείου συστήματος ΕΠΕ σε εθνικό ή συγκεντρωτικό επίπεδο. Λίγα κράτη μέλη είναι σε θέση να παράσχουν ακριβή στοιχεία όσον αφορά τον αριθμό των ΕΠΕ που διενεργήθηκαν στη χώρα τους για ορισμένο χρονικό διάστημα ή για τον τύπο των έργων που υποβλήθηκαν στις διαδικασίες. Σε πολύ λίγα κράτη μέλη έχει τυποποιηθεί με επίσημο τρόπο η εξέταση της καταλληλότητας των περιβαλλοντικών πληροφοριών που υποβάλλονται από τον κύριο του έργου. Η επίδραση της ΕΠΕ στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και στην έκβαση των αποφάσεων απαιτεί περισσότερη παρακολούθηση και έρευνα εκ μέρους των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή της ΕΠΕ στην πράξη.

    4.0 Εφαρμογη τησ Οδηγιασ στο συνολο τησ

    4.0.1 Στο παρόν τμήμα της έκθεσης συζητώνται οι ρυθμίσεις οι οποίες θεσπίστηκαν από τα κράτη μέλη προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις κύριες πτυχές της οδηγίας ΕΠΕ. Τα εν λόγω θέματα σχετίζονται ευρέως με την αποδοτικότητα της εφαρμογής της οδηγίας στο σύνολό της, μολονότι μερικά από τα θέματα που συζητώνται εδώ εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ.

    4.1.0 Εναλλακτικές λύσεις

    4.1.1 Μία από τις κυριότερες κριτικές που διατυπώθηκαν κατά της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ ήταν ότι δεν απαιτούσε από τους κυρίους του έργου ή από τις αρμόδιες αρχές να εξετάσουν εναλλακτικές λύσεις, όπου υπήρχαν, από την έναρξη της εξέλιξης της ΕΠΕ. Στην αρχική του έκδοση, το άρθρο 5 παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το Παράρτημα ΙΙΙ, απαιτούσε από τον κύριο του έργου "όπου κρίνεται σκόπιμο" να σκιαγραφήσει τις κυριότερες εναλλακτικές λύσεις που έχουν μελετηθεί και να παρουσιάσει τους κυριότερους λόγους της επιλογής του, λαμβάνοντας υπόψη τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ο όρος "όπου κρίνεται σκόπιμο" για τη μελέτη των εναλλακτικών λύσεων διαγράφηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ. Επιπλέον, οι πληροφορίες σχετικά με τις εναλλακτικές λύσεις συμπεριελήφθησαν στο άρθρο 5 παράγραφος 3 της τροποποιημένης οδηγίας, η οποία απαιτεί οι ελάχιστες περιβαλλοντικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στην αρμόδια αρχή ως μέρος της διαδικασίας ΕΠΕ να περιλαμβάνουν επίσης την εν λόγω σκιαγράφηση των κυριότερων εναλλακτικών λύσεων που "έχουν μελετηθεί από τον κύριο του έργου". Έτσι, η οδηγία 97/11/ΕΚ τόνισε τη σημασία της εξέτασης εναλλακτικών λύσεων στο πλαίσιο της οδηγίας ΕΠΕ στο σύνολό της. Αυτό ευθυγραμμίζεται με την εξέλιξη της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Παραδείγματος χάριν, το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας περί ενδιαιτημάτων απαιτεί να εξεταστεί εάν υπάρχει "απουσία εναλλακτικών λύσεων" πριν ένα έργο, το οποίο θίγει δυσμενώς τόπο του Natura 2000, εξεταστεί για έκδοση άδειας [15]. Δυνάμει της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε στην υπόθεση C-232/97 Nederhoff v Dijkgraaf en Hoogheemrader va het Hooghemraadschap Rijnmland [16] ότι τα κράτη μέλη δύνανται εννόμως να υποβάλουν τη χορήγηση άδειας απόρριψης στον όρο της συμμόρφωσης με την υποχρέωση διερεύνησης και επιλογής εναλλακτικών λύσεων οι οποίες είναι λιγότερο επιβλαβείς για το περιβάλλον. Ως εκ τούτου, η εξέταση εναλλακτικών λύσεων έχει αύξουσα σημασία για την περιβαλλοντική πολιτική και το δίκαιο της ΕΕ. Η απαίτηση της οδηγίας 97/11/ΕΚ "να σκιαγραφηθούν οι κυριότερες εναλλακτικές λύσεις που εξετάστηκαν" συνεπάγεται ότι ο κύριος του έργου έχει εξετάσει τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις στο βαθμό που τέτοιες πληροφορίες μπορούν να θεωρηθούν ως σχετικές, υπό την επιφύλαξη των κριτηρίων του άρθρου 5 παράγραφος 1. Τα εν λόγω κριτήρια συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα ειδικά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου έργου ή τύπου έργου και τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά που είναι δυνατόν να θιγούν. Η απαίτηση να "παρουσιαστούν οι κυριότεροι λόγοι της επιλογής, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις στο περιβάλλον" καταδεικνύει ότι ο κύριος του έργου οφείλει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους μια ορισμένη εναλλακτική λύση η οποία υπάρχει δεν έχει εξεταστεί, καθώς και τους λόγους για τους οποίους μια ορισμένη εναλλακτική λύση έχει επιλεγεί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εν πάση περιπτώσει, ο κύριος του έργου δεν μπορεί να επιλέξει ελεύθερα εάν θα εξετάσει ή όχι πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Η εξέταση εναλλακτικών λύσεων στο πλαίσιο της ΕΠΕ έχει εξαιρετικά μεγάλο εύρος και η βιβλιογραφία υποδεικνύει ότι κανονικά πρέπει να εξετάζεται το κάτωθι εύρος εναλλακτικών λύσεων:

    [15] Βλέπε CEC (2000) Managing Natura 2000 sites: the provision of Article 6 of the "Habitats Directive" (Διαχείριση των τόπων του Natura 2000: η διάταξη του άρθρου 6 της "Οδηγίας περί ενδιαιτημάτων"), Βρυξέλλες, CEC.

    [16] Υπόθεση C-232/97, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο 1999, I-6385, παράγραφοι 55-56.

    - χωροθέτηση ή χάραξη.

    - διάταξη του τόπου και σχεδιασμός του έργου.

    - μέγεθος και κλίμακα.

    - λειτουργικές ή διοικητικές ρυθμίσεις.

    - χρονοδιάγραμμα κατασκευής και λειτουργίας. και

    - "μηδενική επιλογή".

    Σύμφωνα με τον Wood (1997), η εξέταση εναλλακτικών λύσεων είναι η πρώτη φάση του σχεδιασμού και της διαχείρισης ενός έργου [17] και, εάν έτσι έχουν τα πράγματα, δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί καταστάσεις όπου οι κύριοι του έργου μπορούν να δηλώσουν ότι δεν έχουν καθόλου "μελετήσει" οιεσδήποτε εναλλακτικές λύσεις.

    [17] Wood C. (1997) Environmental Impact Assessment: A Comparative Review (Εκτίμηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων: συγκριτική εξέταση), Λονδίνο, Longman Scientific and Technical.

    4.1.2 Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής καταδεικνύουν ότι στα περισσότερα κράτη μέλη αυτή τη στιγμή υπάρχει η νομική υποχρέωση εξέτασης εναλλακτικών λύσεων, λαμβάνοντας υπόψη τους επιδιωκόμενους στόχους του έργου, υπό την επιφύλαξη της χορήγησης άδειας εκτέλεσης. Επιπλέον, όπου δεν είναι υποχρεωτική, αλλά έχει διεξαχθεί (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο) η εκτίμηση πρέπει να τεκμηριώνεται. Το ποιες εναλλακτικές λύσεις εκτιμώνται εξαρτάται γενικώς από τη φύση του έργου - μπορεί να μην υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για τη χωροθέτηση έργων όπως οι οδοί ή οι αγωγοί. σε τέτοιες περιπτώσεις εξετάζονται εναλλακτικές λύσεις όσον αφορά τη χάραξη και τον σχεδιασμό, συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών λύσεων για τις μετατροπές και την παρουσίαση. Οι εναλλακτικές λύσεις που εξετάζονται σε ορισμένες χώρες (π.χ. Γαλλία) περιλαμβάνουν όχι μόνο παραλλαγές του έργου, αλλά και διαφορετικούς τύπους έργου προκειμένου να επιτευχθούν οι ίδιοι σκοποί.

    4.1.3 Σε χώρες όπου υπάρχει ευελιξία ως προς το χρονοδιάγραμμα (π.χ. Φινλανδία), γενικώς αυτό που συμβαίνει είναι ότι όταν μία ΕΠΕ διεξάγεται νωρίτερα, υπάρχουν περισσότερες εναλλακτικές λύσεις. Στην Ισπανία και στις Κάτω Χώρες, εκτιμάται η εναλλακτική λύση η οποία επιφέρει τη μικρότερη περιβαλλοντική ζημία. Η αρμόδια αρχή, το κοινό (και στις Κάτω Χώρες - η ανεξάρτητη Επιτροπή ΕΠΕ) δύνανται να συμβάλουν στον προσδιορισμό των εναλλακτικών λύσεων που πρέπει να εκτιμηθούν. Επίσης, στις Κάτω Χώρες μπορεί να απαιτηθούν επιπλέον πληροφορίες από τους κύριους του έργου, εάν θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν για τις εναλλακτικές λύσεις είναι ακατάλληλες. Η εν λόγω προσέγγιση για τον προσδιορισμό και την εκτίμηση των εναλλακτικών λύσεων - παραπλήσια με την εκτίμηση της Βέλτιστης Εφαρμόσιμης Περιβαλλοντικής Επιλογής - έχει επίσης υιοθετηθεί από ορισμένους κύριους έργου στο Ηνωμένο Βασίλειο.

    4.1.4 Η εκτίμηση της μηδενικής εναλλακτικής λύσης δεν είναι υποχρεωτική σε όλες τις χώρες. Στην Ιταλία, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι εξετάζεται, η μηδενική εναλλακτική λύση εκτιμάται από την αρμόδια αρχή, εάν αυτό δεν έχει γίνει από τον κύριο του έργου. Η "ελάχιστη" εναλλακτική λύση εκτιμάται στη Φινλανδία μαζί με περίπου τρεις άλλες εναλλακτικές λύσεις, βοηθώντας έτσι να καταστούν σαφή τα κριτήρια σκοπιμότητας του κυρίου του έργου.

    4.1.5 Στην Ελλάδα, όταν δεν προσδιορίζεται καμία εναλλακτική λύση προς εκτίμηση, η έλλειψη εφικτών εναλλακτικών λύσεων πρέπει να εξηγείται - αυτό συνάδει με τη θέση που απορρέει από την υπόθεση Nederhoff (βλ. ανωτέρω) σύμφωνα με την οποία όταν ο κύριος του έργου δεν εξετάζει εναλλακτικές λύσεις, οφείλει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν το πράττει, καθώς και τους λόγους για τους οποίους τέτοιου είδους λύσεις δεν υπάρχουν. Η γερμανική νομοθεσία περί σχεδιασμού απαιτεί την εξέταση εναλλακτικών λύσεων και ειδικότερα αυτό να γίνεται όταν η απόφαση λαμβάνεται στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης του σχεδιασμού. Παραδείγματος χάριν, στα έργα του τομέα των μεταφορών, οι εναλλακτικές λύσεις εξετάζονται κατά τη διάρκεια των προηγούμενων φάσεων σχεδιασμού, βάσει της σχετικής νομοθεσίας. Μελλοντικά, για τις εν λόγω προηγούμενες φάσεις σχεδιασμού θα διεξάγεται μια στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση, κατ' εφαρμογήν της οδηγίας 2001/42/ΕΚ.

    4.1.6 Ορισμένα κράτη μέλη (π.χ. Σουηδία, Γαλλία) θεωρούν ότι υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης της ποιότητας κατά την εξέταση εναλλακτικών λύσεων. Σε άλλα κράτη μέλη (π.χ. Ιταλία), οι πληροφορίες γενικώς είναι κατάλληλες, ενώ αλλού έχει παρατηρηθεί ότι οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν σχετικά με τις εναλλακτικές λύσεις τείνουν να είναι καλύτερες για τα μεγαλύτερα έργα, καθώς και όταν κύριος του έργου είναι κυβερνητικές υπηρεσίες.

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Εκτίμηση εναλλακτικών λύσεων

    Σε ορισμένα κράτη μέλη η εξέταση εναλλακτικών λύσεων αποτελεί κεντρικό πυρήνα της διαδικασίας ΕΠΕ, ενώ αλλού η εξέταση εναλλακτικών λύσεων φαίνεται να είναι λιγότερο πλήρης απ'ό,τι πρέπει. Η πλειονότητα των κρατών μελών απαιτεί την εκτίμηση της μηδενικής εναλλακτικής λύσης και άλλων εναλλακτικών λύσεων για το έργο, οι οποίες ενδεχομένως περιλαμβάνουν επιλογές ως προς τη χωροθέτηση, τη διαδικασία, τον σχεδιασμό, κλπ. Ένα πλήθος υπηρεσιών και ενίοτε το κοινό μπορούν να συμβάλουν στην επιλογή των προς εκτίμηση εναλλακτικών λύσεων και σε αυτές μπορεί να συμπεριλαμβάνεται η πλέον "φιλική προς το περιβάλλον" εναλλακτική λύση.

    4.2 Εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 5 και εξαιρέσεις σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3

    4.2.1 Το άρθρο 1 παράγραφος 5 της οδηγίας 97/11/ΕΚ προβλέπει εξαιρέσεις για τα έργα στα οποία έχει δοθεί ειδική άδεια βάσει της νομοθετικής διαδικασίας ενός κράτους μέλους, από τη στιγμή που ότι η εν λόγω νομοθετική διαδικασία προβλέπει την παροχή των περιβαλλοντικών πληροφοριών που απαιτούνται από την οδηγία. Οι εξαιρέσεις από την οδηγία ΕΠΕ προβλέπονται επίσης από το άρθρο 2 παράγραφος 3 για ειδικά έργα, όπου το κράτος μέλος έχει αιτιολογήσει την εξαίρεση ενώπιον της Επιτροπής, πριν από τη λήψη της απόφασης. Γενικώς, φαίνεται να υπάρχουν πολύ λίγες περιπτώσεις στις οποίες έργα έχουν εξαιρεθεί από ΕΠΕ λόγω του γεγονότος ότι έχουν εγκριθεί δυνάμει εθνικής νομοθεσίας ή έχουν εξαιρεθεί από ΕΠΕ δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 3. Μόνο η Δανία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν χρησιμοποιήσει το άρθρο 1 παράγραφος 5, αλλά σε πολύ περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων. Η Ισπανία έχει επίσης χρησιμοποιήσει το άρθρο 2 παράγραφος 3 για μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αφορούσε την παροχή νερού. Στην υπόθεση C-435/97 World Wildlife Fund and Others v Autonome Sektion Provinz Bozen and Others (Διεθνές Ταμείο Περιβάλλοντος και άλλοι κατά Αυτόνομου Τμήματος της Επαρχίας Bozen και άλλων) (υπόθεση Bozen) το θέμα που τέθηκε επί τάπητος ήταν εάν πρέπει να διεξάγεται ΕΠΕ σε περιπτώσεις μικτού αερολιμένα (στρατιωτικού και εμπορικού) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 ισχύει μόνο για έργα τα οποία εξυπηρετούν πρωταρχικά σκοπούς εθνικής άμυνας. δεδομένου ότι το θέμα που τέθηκε ήταν η μικτή χρήση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι ισχύει η οδηγία ΕΠΕ.

    4.3 Τροποποιήσεις και επεκτάσεις, συσσώρευση με άλλα έργα και σαλαμοποίηση

    Εισαγωγή

    4.31 Υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ των θεμάτων της "συσσώρευσης με άλλα έργα", των "τροποποιήσεων και επεκτάσεων" και της "σαλαμοποίησης", καθώς και της απαίτησης του άρθρου 3 να εκτιμώνται τόσο οι άμεσες, όσο και οι έμμεσες επιπτώσεις ενός έργου. Αυτή τη στιγμή υφίσταται χρήσιμη νομολογία, η οποία πραγματεύεται τα εν λόγω θέματα - κυρίως η υπόθεση C-72/95 περί ολλανδικών αναχωμάτων, η υπόθεση C-431/92 Grosskrotzenburg, η υπόθεση C-392/96 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας και η υπόθεση C-435/97 Διεθνές Ταμείο Περιβάλλοντος και άλλοι κατά Αυτόνομου Τμήματος της Επαρχίας Bozen και άλλων (υπόθεση Bozen). Από τις εν λόγω υποθέσεις είναι σαφές ότι οιαδήποτε ερμηνεία της "συσσώρευσης με άλλα έργα", των "τροποποιήσεων και επεκτάσεων" και των "άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων" πρέπει να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τον εκτενή και ευρύ στόχο της οδηγίας ΕΠΕ στο σύνολό της. Στην υπόθεση Bozen το Δικαστήριο αποφάσισε ότι τα μέτρα που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη δεν πρέπει να υπονομεύουν τον στόχο της οδηγίας, ο οποίος είναι ότι "κανένα έργο το οποίο είναι πιθανόν να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, υπό την έννοια της οδηγίας, δεν πρέπει να απαλλάσσεται από τη διενέργεια εκτίμησης..." (παράγραφος 45). Όσον αφορά τα θέματα που συζητώνται στην παρούσα, η "έννοια της οδηγίας" αναφέρεται στην απαίτηση όλα τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ, τα οποία είναι πιθανόν να προκαλέσουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, να υποβάλλονται στις διαδικασίες ΕΠΕ, με βάση την εκτίμηση των κριτηρίων που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ.

    4.3.2 Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου υποδεικνύουν επίσης ότι παρέχοντας στην οδηγία ΕΠΕ ευρύ και εκτενή σκοπό, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόσουν την εν λόγω ευρεία και εκτενή ερμηνεία σε ό,τι αποτελεί "τροποποίηση ή επέκταση", στη "συσσώρευση με άλλα έργα" και στις "άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις". Αυτό ισχύει επίσης και στην περίπτωση που ένα μεγάλο αναπτυξιακό έργο απαρτίζεται από πολλά επιμέρους έργα τα οποία, ενώ μεμονωμένα βρίσκονται κάτω από τα κατώτατα όρια επιλογής, όταν ληφθούν υπόψη συνολικά προκαλούν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Μετά από την υπόθεση C-392/96 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, αυτή η στάση πρέπει να τηρείται προκειμένου να προληφθεί η πρακτική της σαλαμοποίησης (π.χ. αποφυγή των μέτρων που απαιτούνται δυνάμει της οδηγίας ΕΠΕ, λαμβάνοντας υπόψη τα επιμέρους στοιχεία ενός έργου παρά το έργο στο σύνολό του, ή εισάγοντας κατώτατα όρια για το έργο ελαφρώς κατώτερα από εκείνα της οδηγίας ΕΠΕ). Ως εκ τούτου, όταν ένα έργο κατά την αρχική φάση ή κατά τις επόμενες επιμέρους φάσεις είναι κάτω των εθνικών κατωτάτων ορίων επιλογής, αλλά όταν εξεταστεί στο σύνολό του είναι άνω των εν λόγω κατωτάτων ορίων, ή βάσει των κριτηρίων του παραρτήματος ΙΙΙ είναι πιθανόν να προκαλέσει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, τότε πρέπει να απαιτείται διενέργεια ΕΠΕ. Η υπόθεση Bozen κατέδειξε επίσης το γεγονός ότι η αλλαγή χρήσης ενός υφιστάμενου έργου μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως "τροποποίηση ή επέκταση", όταν η εν λόγω τροποποίηση είναι πιθανόν να επιφέρει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις - στη συγκεκριμένη περίπτωση μετατροπή ενός αρχικώς στρατιωτικού αεροδρομίου σε εμπορικό αεροδρόμιο μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων.

    Τροποποιήσεις και επεκτάσεις

    4.3.4 Μετά από την υπόθεση Grosskrotzenburg, η οδηγία 97/11/ΕΚ εισήγαγε, στο σημείο 13 του Παραρτήματος ΙΙ, την απαίτηση εξέτασης οιωνδήποτε τροποποιήσεων ή επεκτάσεων επί των έργων που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι και στο Παράρτημα ΙΙ και έχουν ήδη αδειοδοτηθεί, εκτελεστεί ή βρίσκονται στη διαδικασία εκτέλεσης και τα οποία ενδεχομένως έχουν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, προκειμένου να εξετασθεί εάν απαιτείται ή όχι διενέργεια ΕΠΕ για τις εν λόγω τροποποιήσεις ή επεκτάσεις. Η αλλαγή που εισήχθη διευκρινίζει ότι για τις επιπλέον τροποποιήσεις και επεκτάσεις έργων του Παραρτήματος ΙΙ ακολουθείται η ίδια προσέγγιση όπως και για τις τροποποιήσεις και επεκτάσεις έργων του Παραρτήματος Ι. Το Παράρτημα ΙΙ σημείο 13 προβλέπει δυνατότητες επιλογής που δεν είναι μνημονεύονται στο υπόλοιπο τμήμα της οδηγίας ΕΠΕ, από την άποψη ότι μόνο τροποποιήσεις ή επεκτάσεις οι οποίες ενδέχεται να έχουν σημαντικές "δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις" θα υποβάλλονται σε ΕΠΕ. Η γενική προσέγγιση είναι ότι όλα τα έργα τα οποία παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙ απαιτούν επιλογή με εφαρμογή των κριτηρίων του Παραρτήματος ΙΙΙ. Το επιπρόσθετο στοιχείο προσανατολίζει προς την κατεύθυνση δημιουργίας μιας διαδικασίας επιλογής σε δύο φάσεις. Κατά τη διεξαγωγή της επιλογής πρέπει πρώτον να προσδιοριστεί εάν η τροποποίηση ή η επέκταση είναι πιθανόν να έχει δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις και, εάν η απάντηση είναι καταφατική, στη συνέχεια να αποφασιστεί εάν οι εν λόγω επιπτώσεις είναι πιθανόν να είναι σημαντικές. Όσον αφορά τις γενικές διατάξεις περί επιλογής που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ, προκειμένου να καθοριστεί η σημασία οιωνδήποτε δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η αρμόδια αρχή πρέπει να λάβει υπόψη τα κριτήρια επιλογής που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Η μελλοντική οδηγία COM/2000/0839 για τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων σχετικών με το περιβάλλον [18], τροποποιεί μεταξύ άλλων τις οδηγίες ΕΠΕ και IPPC προκειμένου να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της Σύμβασης του Aarhus. Η εν λόγω οδηγία εισάγει τη νέα παράγραφο 22 στο Παράρτημα Ι, η οποία απαιτεί τη διεξαγωγή ΕΠΕ όταν μία τροποποίηση ή επέκταση πληροί τα κατάλληλα κριτήρια ή τα κατώτατα όρια που ορίζονται στο Παράρτημα Ι. Για εκείνες τις τροποποιήσεις και επεκτάσεις που δεν καλύπτονται από το Παράρτημα Ι, εξακολουθεί να ισχύει το προηγούμενο παράρτημα ΙΙΙ σημείο 13. Με τον τρόπο αυτό αντικατοπτρίζεται σωστά το πνεύμα της υπόθεσης Grosskrotzenburg στην οδηγία ΕΠΕ.

    [18] Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 41/2002, της 25ης Απριλίου 2002, η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο [...] με σκοπό τη θέσπιση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συμμετοχής του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων σχετικών με το περιβάλλον και περί τροποποίησης των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου * COM/2000/0839 τελικό - COD 2000/0331 */ Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C 170 E, 16/07/2002, σ. 0022-0036.

    4.3.5 Γενικώς, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν είτε την εξέταση κατά περίπτωση, είτε την προσέγγιση βάσει κατωτάτου ορίου για να εξετάσουν εάν θα απαιτήσουν διενέργεια ΕΠΕ στην περίπτωση τροποποιήσεων ή επεκτάσεων. Μολαταύτα, ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν μια συνδυασμένη προσέγγιση, την εξατομικευμένη εξέταση των υποθέσεων και τα κριτήρια βάσει κατωτάτων ορίων για συγκεκριμένες δραστηριότητες. Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν λίγα στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει ειδικά μέτρα προκειμένου να χειριστούν το θέμα του προσδιορισμού των 'δυσμενών' επιπτώσεων, αντί των συνήθων ελέγχων που γίνονται για τον προσδιορισμό των σημαντικών επιπτώσεων. Όπου χρησιμοποιούνται κατώτατα όρια, αυτά εκφράζονται ως ποσοστό (συχνά το 25%) του κριτηρίου βάσει κατωτάτων ορίων. Η Ιρλανδία έχει εισαγάγει υποχρεωτικά κατώτατα όρια κατ'εφαρμογήν του σημείου 13 του Παραρτήματος ΙΙ, αλλά διαθέτει επίσης και μια διάταξη «που τα καλύπτει όλα», σύμφωνα με την οποία απαιτείται ΕΠΕ για όλες εκείνες τις περιπτώσεις όπου η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι ένα αναπτυξιακό έργο που βρίσκεται κάτω από το κατώτατο όριο είναι πιθανόν να προκαλέσει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Όταν η ΕΠΕ αποτελεί περιφερειακή ευθύνη (Βέλγιο, Γερμανία, Ιταλία), οι προσεγγίσεις είναι δυνατόν να ποικίλλουν μεταξύ περιφερειών. Στη Γερμανία, στην περίπτωση τροποποίησης ή επέκτασης ενός έργου που υποβάλλεται σε ΕΠΕ, η τροποποίηση ή η επέκταση πρέπει αναγκαστικά να υποβληθεί σε ΕΠΕ, εάν η ίδια τροποποίηση ή η επέκταση αγγίζει τα κατώτατα όρια π.χ. του Παραρτήματος Ι του γερμανικού Νόμου περί ΕΠΕ σχετικά με τη διενέργεια υποχρεωτικής ΕΠΕ. Οιαδήποτε άλλη τροποποίηση ή επέκταση ενός έργου το οποίο υπόκειται σε ΕΠΕ αυτομάτως ενεργοποιεί μια διαδικασία γενικής επιλογής, σχετικά με το εάν η τροποποίηση ή η επέκταση πρέπει να υποβληθούν σε ΕΠΕ, χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που ορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ του Νόμου περί ΕΠΕ, τα οποία αντιστοιχούν στο Παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας ΕΠΕ.

    4.3.6 Στη Γαλλία, όπου δεν υπάρχει μεταγενέστερη τροποποίηση της δυναμικότητας ή των χαρακτηριστικών, δεν απαιτείται ΕΠΕ, ενώ απαιτείται όταν οι εργασίες εκσυγχρονισμού υποδηλώνουν αύξηση της δυναμικότητας υφιστάμενου έργου (π.χ. όσον αφορά την οδική κυκλοφορία ή τη βιομηχανική παραγωγή). Για ειδικές εγκαταστάσεις χρειάζεται νέα χορήγηση άδειας εκτέλεσης και νέα δήλωση επιπτώσεων, όταν έχει επέλθει σημαντική αλλαγή ως προς το επίπεδο παραγωγής ή στη χρησιμοποιούμενη βιομηχανική διαδικασία- η εν λόγω απόφαση λαμβάνεται με εξέταση κατά περίπτωση. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι τροποποιήσεις ή οι αλλαγές επί των έργων του Παραρτήματος ΙΙ, που ενδεχομένως να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, εξετάζονται προκειμένου να καθοριστεί εάν είναι πιθανές οι σημαντικές επιπτώσεις και, εάν αυτό συμβαίνει, απαιτείται διενέργεια ΕΠΕ. Εφαρμόζονται κατώτατα όρια και κριτήρια αποκλεισμού ή καθοδηγητικά. Παραδείγματα κατωτάτων ορίων για τις «τροποποιήσεις και επεκτάσεις» παρέχονται στο Πλαίσιο 2.

    Πλαίσιο 2: Παραδείγματα κατωτάτων ορίων για τις τροποποιήσεις και τις επεκτάσεις έργων

    Αυστρία

    Κάθε τροποποίηση ή επέκταση πρέπει να υποβάλλεται σε ΕΠΕ, εάν ανέρχεται στο 50% ή περισσότερο του κατωτάτου ορίου, το οποίο ορίζεται στο Παράρτημα για νέα έργα και η αρμόδια αρχή καθορίζει με βάση την κατά περίπτωση εξέταση εάν αναμένονται σημαντικές επιβλαβείς, ενοχλητικές ή δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον.

    Βέλγιο

    (Βρυξέλλες και Βαλλονία)

    Όταν μια τροποποίηση ή επέκταση συνεπάγεται τουλάχιστον αύξηση έως στο 25% του κατωτάτου ορίου που λαμβάνεται υπόψη για την ΕΠΕ ή εάν η τροποποίηση ή η επέκταση σημαίνει ότι το έργο ανέρχεται στο κατώτατο όριο, απαιτείται διενέργεια νέας ΕΠΕ. Σημειωτέον ότι όταν έχει διενεργηθεί ΕΠΕ μετά από μια τροποποίηση ή επέκταση της τάξεως του 25%, το νέο όριο της άδειας είναι το κατώτατο όριο της τροποποίησης ή της επέκτασης. Αυτό σημαίνει ότι εάν παραδείγματος χάριν ένα πρώτο κατώτατο όριο αντιστοιχεί σε παραγωγή 100 τόνους/ημερησίως, μία τροποποίηση ή επέκταση η οποία αντιστοιχεί σε παραγωγή 125 τόνους/ημερησίως (ή μεγαλύτερη) απαιτεί διενέργεια ΕΠΕ. Το κατώτατο όριο για περαιτέρω ΕΠΕ θα είναι 125 (ή άνω), χρησιμοποιώντας τον κανόνα του 25%.

    Ιρλανδία

    Τα εν λόγω κατώτατα όρια είναι τα εξής:

    (α) Οιαδήποτε τροποποίηση ή επέκταση αναπτυξιακού έργου η οποία:

    (i) έχει ως αποτέλεσμα ένα έργο να συγκαταλέγεται σε κατηγορία που αναφέρεται στο Παράρτημα Ι ή στις παραγράφους 1 έως 12 του Παραρτήματος ΙΙ, και

    (ii) έχει ως αποτέλεσμα αύξηση του μεγέθους του μεγαλύτερη από 25%, ή

    (iii) ανέρχεται στο 50% του σχετικού κατωτάτου ορίου, όταν αυτό είναι το υψηλότερο.

    (β) Έργα του Παραρτήματος Ι τα οποία έχουν αναληφθεί αποκλειστικά ή κυρίως για εκτέλεση και δοκιμή νέων μεθόδων ή προϊόντων και δεν χρησιμοποιούνται για πάνω από 2 έτη.

    (η αύξηση μεγέθους υπολογίζεται βάσει της μονάδας μέτρησης του σχετικού κατωτάτου ορίου)

    4.3.7 Η οδηγία εφαρμόζεται σε «έργα», τα οποία ορίζονται στο άρθρο Ι ως "κατασκευαστικές εργασίες ή άλλες εγκαταστάσεις ή έργα", ή "άλλες επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον [...]". Μολονότι μια αλλαγή δυναμικότητας μπορεί να μην είναι άμεσα το αποτέλεσμα κατασκευαστικών εργασιών, μπορεί να συμβεί να απαιτούνται άλλα συμπληρωματικά έργα για να υποστηρίξουν την αλλαγή δυναμικότητας, π.χ. επιπλέον οδοί και χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων όταν αυξάνεται το δυναμικό πτήσεων αερολιμένα. Οι τροποποιήσεις και επεκτάσεις έργων συνήθως συνεπάγονται κάποιες κατασκευαστικές εργασίες. Σε ορισμένα κράτη μέλη οι τροποποιήσεις επί των υφιστάμενων έργων υποδομής, όπως αερολιμένες, αυτοκινητόδρομοι, σιδηρόδρομοι, εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων ή βιομηχανικά έργα, είναι δυνατόν να αυξήσουν σημαντικά τη δυναμικότητά τους, χωρίς σημαντικές κατασκευαστικές εργασίες (π.χ. αύξηση της εναέριας κυκλοφορίας, εισαγωγή επιπλέον βάρδιας). Εάν αυτό θεωρείται ή όχι τροποποίηση ή επέκταση από τα κράτη μέλη, εξαρτάται ενίοτε από τη φύση της άδειας/έγκρισης που έχει δοθεί για το αρχικό σχέδιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις δίνεται άδεια για τη δυναμικότητα ενός νέου έργου, σε άλλες για τις κατασκευαστικές εργασίες - και κάθε επιμέρους χώρα δύναται να εφαρμόσει και τα δύο συστήματα για διαφορετικούς τύπους έργων (π.χ. Γαλλία: οι οδοί αδειοδοτούνται ως προς τον αριθμό των λωρίδων, ενώ η βιομηχανική ανάπτυξη αδειοδοτείται ως προς την παραγωγική ικανότητα). Όταν αδειοδοτείται η δυναμικότητα, οιαδήποτε αύξηση στα αποτελέσματα/χρήση έως αυτή τη δυναμικότητα δεν απαιτεί διενέργεια ΕΠΕ, ενώ η αύξηση πέραν αυτής της δυναμικότητας (ίσως συνεπάγεται νέα κατασκευή) απαιτεί διενέργεια ΕΠΕ. Ενδεχομένως να τεθεί κατώτατο όριο για την αύξηση της δυναμικότητας απαιτώντας διενέργεια ΕΠΕ, παραδείγματος χάριν, στην Αυστρία, αύξηση της τάξεως των 20.000 πτήσεων κατ'έτος για τους αερολιμένες. Κατά την κατά περίπτωση εξέταση των επεκτάσεων έργων λαμβάνεται υπόψη εάν η τοποθεσία βρίσκεται εντός ή κοντά σε προστατευόμενη περιοχή. Όσον αφορά την ειδική ερώτηση εάν μια επέκταση η οποία συμπεριλαμβάνει αύξηση της δυναμικότητας η οποία δεν συμπεριλαμβάνει κατασκευαστικές εργασίες θα απαιτήσει ΕΠΕ, αυτό εξαρτάται από τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης, στην Ιταλία, Ισπανία και Δανία. Αλλού, εάν δεν υπάρχει σύνδεση με άλλη διαδικασία χορήγησης άδειας, τότε δεν δρομολογείται ΕΠΕ (Κάτω Χώρες, Βέλγιο-Φλάνδρα, Ηνωμένο Βασίλειο). Σημειωτέον ότι η οδηγία ισχύει για «έργα», και αυτά ορίζονται στο άρθρο 1 ως "κατασκευαστικές εργασίες ή άλλες εγκαταστάσεις ή έργα" ή "άλλες επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον [...]". Μολονότι οιαδήποτε τροποποίηση της δυναμικότητας δεν είναι ίσως άμεσα αποτέλεσμα κατασκευαστικών εργασιών, απαιτούνται ενδεχομένως συμπληρωματικές εργασίες για να υποστηρίξουν την τροποποίηση της δυναμικότητας, π.χ. επιπλέον οδοί και χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων όπου υπάρχει αύξηση της δυναμικότητας πτήσεων αερολιμένα.

    4.3.8 Στη Γερμανία, οι τροποποιήσεις ως προς τη λειτουργία ενός έργου που υποβάλλεται σε ΕΠΕ, οι οποίες δεν συνεπάγονται σημαντικές κατασκευαστικές εργασίες, μπορούν από μόνες τους να υποβληθούν σε ΕΠΕ, ως τροποποίηση επί τεχνικής εγκατάστασης. Αυτό ισχύει παραδείγματος χάριν για τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων και τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Στην Ιρλανδία, όπου η χρήση εντατικοποιείται σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να συνιστά υλική αλλαγή της χρήσης, απαιτείται άδεια σχεδιασμού και ισχύουν οι διατάξεις για τα υποχρεωτικά κατώτατα όρια σε συνάρτηση με το σημείο 13 του Παραρτήματος ΙΙ. Μολαταύτα, τα έργα υποδομής, όπως οι αυτοκινητόδρομοι και οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων σχεδιάζονται εντός ορισμένων περιορισμών δυναμικότητας που προϋποθέτουν κάποια αύξηση. Από τη στιγμή που χρειαστεί επιπλέον δυναμικότητα, εφαρμόζονται οι ιρλανδικές νομοθετικές διατάξεις για την ΕΠΕ.

    Συσσώρευση με άλλα έργα

    4.3.9 Τα κριτήρια επιλογής που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας ΕΠΕ πρέπει να ληφθούν υπόψη, όταν τα κράτη μέλη θέτουν κατώτατα όρια επιλογής ή βασίζουν την επιλογή των έργων του Παραρτήματος ΙΙ σε εκτίμηση κατά περίπτωση. Τα κριτήρια του Παραρτήματος ΙΙΙ καλύπτουν τα χαρακτηριστικά των έργων, τη χωροθέτηση των έργων και τα χαρακτηριστικά των δυνητικών επιπτώσεων. «Η συσσώρευση με άλλα έργα» συμπεριλαμβάνεται στα «χαρακτηριστικά των έργων» ή στη «χωροθέτηση των έργων», όπου συμπεριλαμβάνεται «η υφιστάμενη χρήση γης». Η συσσώρευση με άλλα έργα μολαταύτα δεν έχει σημασία μόνο όταν γίνεται επιλογή, αλλά έχει γενική σημασία για κάθε έργο που υπόκειται στην οδηγία ΕΠΕ (βλ. παραδείγματος χάριν το Παράρτημα IV, το οποίο απαιτεί περιγραφή των φυσικών χαρακτηριστικών ολόκληρου του έργου και των απαιτήσεων χρήσης γης).

    4.3.10 Φαίνεται ότι τα διάφορα κράτη μέλη πραγματεύονται διαφορετικές πτυχές των σωρευτικών επιπτώσεων, καθώς αυτές καθίστανται έκδηλες. Σε ορισμένες περιπτώσεις η συνεκτίμηση της συσσώρευσης των επιπτώσεων πραγματοποιείται μόνο όταν τα διάφορα έργα προτείνονται και εξετάζονται ταυτοχρόνως, ενώ σε άλλες περιπτώσεις λαμβάνονται υπόψη όταν ένα νέο έργο πρόκειται να εγκατασταθεί κοντά σε υφιστάμενο έργο. Σε ορισμένα κράτη μέλη, όταν τα παρακείμενα έργα είναι παραπλήσια, τότε εξετάζεται η συσσώρευση των επιπτώσεων, ενώ όταν τα παρακείμενα έργα είναι διαφορετικά δεν συνεκτιμώνται. Εντούτοις, στην Πορτογαλία πραγματοποιήθηκε συνεκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων των αιολικών πάρκων και των λατομείων. Αλλού, «οι λειτουργικές διασυνδέσεις» μεταξύ έργων εντός ενός προγράμματος αποτελούν καθοριστικό ζήτημα και η οδηγία SEA (σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων) μπορεί να παράσχει μελλοντικά σχετικές κατευθυντήριες γραμμές.

    4.3.11 Στη Γαλλία και στην Πορτογαλία, η λειτουργική διασύνδεση μεταξύ έργων που διεξάγονται συγχρόνως καθιστά αναγκαία την εκτίμηση όλου του προγράμματος έργων - υποδηλώνοντας ότι τα έργα τα οποία δεν συνδέονται λειτουργικά αλλά πραγματοποιούνται συγχρόνως ίσως να μην αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Η Ελλάδα μελετά την πιθανή συσσώρευση των επιπτώσεων από διαφόρους τύπους έργων, αλλά χρησιμοποιεί ένα οριακό κατώτατο όριο για τη μελέτη των επιπτώσεων, π.χ. υπάρχει το όριο των 5 χιλιομέτρων για τα έργα αιολικών πάρκων. Όμως, εάν ένας και ο αυτός κύριος έργου προτείνει παραπλήσια έργα σε απόσταση μεγαλύτερη των 5 χιλιομέτρων, μπορεί να εκτιμηθούν ως ένα ενιαίο έργο (εκτός εάν το έργο θεωρηθεί επέκταση, εφόσον προτείνεται από τον υφιστάμενο κύριο του έργου). Στην Ιταλία η ικανότητα περιβαλλοντικής αφομοίωσης χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της συνέργειας και τις σωρευτικές επιπτώσεις. Όμως, στην Ιταλία όπως και στις Κάτω Χώρες, δεν μπορεί να απαιτηθεί ΕΠΕ για έργα κάτω από τα κατώτατα όρια. Στις Κάτω Χώρες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη συσσώρευση έργων και περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ειδικότερα όταν εξετάζουν κατά περίπτωση εάν πρέπει να διεξαχθεί ΕΠΕ. Η ανάλυση της κινητικότητας γύρω από το έργο ενδεχομένως να χρησιμεύει στην εκτίμηση του κατά προσέγγιση αριθμού των ατόμων που θα χρησιμοποιήσουν τα νέα έργα, όπως γραφεία, καταστήματα και κατοικίες.

    4.3.12 Στη Φινλανδία, εάν οι επιπτώσεις μιας σειράς ταυτόχρονων έργων που λαμβάνονται υπόψη συνολικά, υπερβαίνουν τα οριζόμενα στο Παράρτημα Ι κατώτατα όρια, μπορεί να χρειαστεί να εφαρμοστεί ΕΠΕ (ακόμη και αν τα κατώτατα όρια ενός έργου δεν υπερβαίνουν τα εν λόγω κατώτατα όρια). Μπορεί να χρειαστούν εναλλακτικές προσεγγίσεις όταν τα έργα διεξάγονται χωριστά και σε διαφορετική χρονική στιγμή, ειδικότερα όταν τα επιμέρους έργα δεν προκαλούν το καθένα χωριστά σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η Γερμανία κάνει διάκριση μεταξύ διαφόρων περιπτώσεων συσσώρευσης:

    - συσσώρευση με άλλα έργα σε μία θέση (αυτό αποτελεί κριτήριο για επιλογή δυνάμει του σημείου 2 του Παραρτήματος ΙΙ του γερμανικού Νόμου περί ΕΠΕ). Η συσσώρευση με άλλο έργο σε μία θέση απαιτεί από κοινού εξέταση των έργων ως προς τα αντίστοιχα κατώτατα όρια. Η εν λόγω συσσώρευση πρέπει να περιγράφεται στα έγγραφα ΕΠΕ τα οποία πρέπει να παρέχονται από τον κύριο του έργου.

    - όταν ένα υφιστάμενο ή σωρευτικό (επιπρόσθετο) έργο έχει τον ίδιο κύριο έργου - περίπτωση κατά την οποία μπορεί να ταξινομηθεί ως ενιαίο έργο ή ως τροποποίηση ή επέκταση.

    - ένα συνδυασμένο έργο (π.χ. εγκαταστάσεις εντατικής κτηνοτροφίας) το οποίο δεν έχει αναγκαστικά ενιαίο κύριο έργου. Το έργο για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση συνήθως αποτελεί νέο ανεξάρτητο έργο και η συσσώρευση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της ΕΠΕ.

    4.3.13 Η Αυστρία έχει αναπτύξει μια προσέγγιση της συσσώρευσης των επιπτώσεων κατά την οποία απαιτείται από την αρμόδια αρχή να διεξαγάγει εξέταση κατά περίπτωση των σωρευτικών επιπτώσεων όταν (παρά το γεγονός ότι κάθε επιμέρους έργο μπορεί να μην πληροί τα κριτήρια του Παραρτήματος Ι της εθνικής νομοθεσίας ΕΠΕ) τα έργα γειτνιάζουν με άλλα έργα του ιδίου τύπου (π.χ. δύο υπαίθρια ορυχεία ή διαφορετικοί χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων), και όταν μαζί τα εν λόγω έργα ανέρχονται στη σχετική αξία του κατωτάτου ορίου ή πληρούν τα κριτήρια του Παραρτήματος Ι της νομοθεσίας. Μια τέτοια κατά περίπτωση εξέταση δεν διεξάγεται μολαταύτα εάν το δυναμικό του υποβαλλόμενου έργου είναι μικρότερο από το 25% της αξίας του κατωτάτου ορίου του Παραρτήματος Ι. Όταν ένα προτεινόμενο έργο είναι παρακείμενο σε υφιστάμενα έργα, τότε η ΕΠΕ αφορά μόνο το πρόσθετο έργο και όχι την υφιστάμενη εγκατάσταση, λαμβάνοντας όμως υπόψη τις επιπτώσεις επί της τελευταίας.

    4.3.14 Στη Σουηδία και στη Δανία, η φάση επιλογής περιλαμβάνει εκτίμηση του δυναμικού των σωρευτικών επιπτώσεων, ενώ στην Ιρλανδία οι διατάξεις όσον αφορά την εξέταση των έργων που βρίσκονται κάτω από το κατώτατο όριο μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα να διασφαλίζεται ότι οι σωρευτικές επιπτώσεις των έργων αντιμετωπίζονται όπως αρμόζει. Από την άλλη πλευρά, στην Ισπανία, τα ήσσονος σημασίας (μικρά) έργα που βρίσκονται σε (μικρή) απόσταση από άλλα έργα, τα οποία είτε σχεδιάζονται, είτε ήδη υπάρχουν, αντιμετωπίζονται ως νέα έργα προς εκτίμηση. Σε ορισμένα κράτη μέλη αναγνωρίζεται ότι μπορεί να υπάρξουν διαμάχες που θα προκύψουν από την ανάγκη αποδοτικής αντιμετώπισης των έργων που χρησιμοποιούν ένα σύστημα με βάση κατώτατα όρια και από την ανάγκη εκτίμησης κατά περίπτωση, όταν υπάρχει αριθμός μικρών ή άσχετων μεταξύ τους έργων. Επιπλέον, η αδυναμία να απαιτηθεί διεξαγωγή ΕΠΕ για έργα κάτω από το κατώτατο όριο μπορεί να οδηγήσει στην παράβλεψη των σωρευτικών επιπτώσεων.

    'Σαλαμοποίηση'

    4.3.15 Η σαλαμοποίηση περιλαμβάνει την πρακτική διαίρεσης των έργων σε μία ή περισσότερες χωριστές οντότητες, ούτως ώστε κάθε επιμέρους στοιχείο να μην απαιτεί ΕΠΕ, και ως εκ τούτου, το έργο στο σύνολό του να μην εκτιμάται. Αναφέρεται επίσης στην χαρακτηριστική πρακτική ενός κυρίου έργου ο οποίος αποκτά άδεια για ένα έργο που είναι κάτω από το κατώτατο όριο και, ως εκ τούτου, δεν υποβάλλεται σε ΕΠΕ, και μεταγενέστερα επεκτείνει το εν λόγω έργο ή τη δυναμικότητά του πάνω από τα όρια του κατωτάτου ορίου. Φαίνεται ότι έχει γενικώς συνειδητοποιηθεί η πιθανότητα «σαλαμοποίησης» και η ανάγκη να ληφθούν μέτρα για την αποφυγή της, μολονότι ορισμένες χώρες δεν είναι της άποψης ότι όσα έχουν γίνει μέχρι σήμερα είναι αρκετά. Πολλά κράτη μέλη φαίνεται να αντιμετωπίζουν τη σαλαμοποίηση είτε στο πλαίσιο της «τροποποίησης ή επέκτασης», είτε στο πλαίσιο των σωρευτικών έργων. Σε ορισμένες χώρες οι εσωτερικοί κανονισμοί ΕΠΕ απαιτούν να εκτιμάται «το σύνολο του προγράμματος» όταν πρόκειται για σειρά διασυνδεόμενων έργων που εκτελούνται σταδιακά ή ταυτόχρονα. Στη Γερμανία, παραδείγματος χάριν, όταν ένα έργο υποδομής εκπονείται σε διαφορετικές φάσεις, τα επιμέρους τμήματα του έργου δεν πρέπει να ορίζονται ως ανεξάρτητα επιμέρους έργα παρά μόνο εάν το καθένα από αυτά «αποτελεί από μόνο του μια αξιόλογη μονάδα». Αυτό απορρέει από τις αποφάσεις του Γερμανικού Διοικητικού Δικαστηρίου. Στις Κάτω Χώρες, όταν προβλέπονται διασυνδεόμενα αναπτυξιακά έργα, αυτά θεωρούνται τμήμα του έργου και εκτιμώνται ως τέτοια. Στη Σουηδία, κατά τη φάση εξέτασης αξιολογείται το πεδίο εφαρμογής του έργου και η φύση του ως προς τη συσσώρευση. Όταν υπάρχουν σχέσεις μεταξύ έργων (π.χ. αιολική ενέργεια) η αίτηση είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ως ενιαία. Εδώ συμπεριλαμβάνεται η αντιμετώπιση διαφορετικών κυρίων έργου ως ενός μοναδικού κυρίου έργου. Ομοίως, στο Ηνωμένο Βασίλειο, το νομικό προηγούμενο προβλέπει ότι κατά τον προσδιορισμό της ανάγκης για διενέργεια ΕΠΕ, μια αίτηση δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα εάν αποτελεί «αναπόσπαστο μέρος ενός αναπόφευκτα σημαντικότερου έργου».

    4.3.16 Στην Πορτογαλία αναγνωρίζεται ότι η σαλαμοποίηση όντως συμβαίνει και, μολονότι κανονικά δεν μπορεί να απαιτηθεί ΕΠΕ κάτω από τα κατώτατα όρια, εάν οιαδήποτε αρμόδια αρχή θεωρήσει ότι ένα έργο διασπάται προκειμένου να αποφευχθεί η διενέργεια ΕΠΕ, τότε αποστέλλεται επιστολή στο Υπουργείο Περιβάλλοντος. Οι υπουργοί μπορούν, και το κάνουν, να ζητήσουν διενέργεια ΕΠΕ κάτω από τα κατώτατα όρια. Στην Αυστρία οι περιπτώσεις σαλαμοποίησης αντιμετωπίζονται με την απαίτηση να λαμβάνονται υπόψη οιεσδήποτε τροποποιήσεις ή επεκτάσεις έργων έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια των πέντε προηγούμενων ετών. Στη Δανία και τη Φινλανδία υπάρχει η άποψη ότι η επιλογή με κατά περίπτωση εξέταση μπορεί να είναι χρήσιμη για την αποφυγή της σαλαμοποίησης, ενώ στην Ιρλανδία υπάρχει η αίσθηση ότι η θέσπιση χαμηλών υποχρεωτικών κατωτάτων ορίων μπορεί να αποτρέψει την εν λόγω πρακτική. Ενώ δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις κατά της «σαλαμοποίησης» στην Ισπανία, δεδομένου ότι όλα τα τμήματα ενός κατασκευαστικού προγράμματος εξετάζονται κατά περίπτωση προκειμένου να εντοπισθεί το εν λόγω πρόβλημα, πιστεύεται ότι η σαλαμοποίηση μπορεί να αποφευχθεί.

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων:

    Τροποποιήσεις και επεκτάσεις

    Χρησιμοποιείται μια ποικιλία προσεγγίσεων για την αντιμετώπιση των τροποποιήσεων και των επεκτάσεων σε ολόκληρη την ΕΕ, σύμφωνα με τις υφιστάμενες απαιτήσεις για άλλες άδειες, τη φύση του έργου και τη φύση της τροποποίησης και της επέκτασης. Στα διάφορα κράτη μέλη απαιτούνται τόσο ειδικά κατώτατα όρια (συχνά τίθενται ως ποσοστό του μεγέθους του αρχικού έργου) όσο και εξέταση κατά περίπτωση, ή συνδυασμός των δύο. Ορισμένα κράτη μέλη ζητούν διενέργεια ΕΠΕ όταν προτείνεται τροποποίηση δυναμικότητας, η οποία δεν συνεπάγεται αναγκαστικά κατασκευαστικές εργασίες. Όταν η δυναμικότητα τροποποιείται χωρίς σημαντικές κατασκευαστικές εργασίες, το αν θα απαιτηθεί ή όχι ΕΠΕ ενίοτε εξαρτάται από το τι αδειοδοτήθηκε αρχικά: η παραγωγική ικανότητα (ενδεχομένως συμπεριλαμβάνεται το στοιχείο της αναμενόμενης αύξησής της) ή το μέγεθος του έργου (π.χ. αριθμός λωρίδων αυτοκινητοδρόμου) ή το εύρος του έργου.

    Συσσώρευση με άλλα έργα

    Φαίνεται να υπάρχει αυξανόμενη συνειδητοποίηση των θεμάτων που προκύπτουν από την απαίτηση εκτίμησης της συσσώρευσης των επιπτώσεων και έχουν θεσπιστεί μέτρα σε πολλές χώρες προκειμένου αυτή να αντιμετωπιστεί. Στα περισσότερα κράτη μέλη φαίνεται να απουσιάζουν οι σαφείς και περιεκτικές κατευθυντήριες γραμμές για τους κυρίους του έργου και τους λοιπούς εμπλεκομένους, π.χ. όσον αφορά τα όρια της προς εκτίμηση περιοχής, την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των κυρίων έργου και για άλλες ρυθμίσεις προκειμένου οι πληροφορίες να καθίστανται διαθέσιμες.

    Σαλαμοποίηση

    Το θέμα της πιθανής σαλαμοποίησης αναγνωρίζεται από τα κράτη μέλη και ορισμένα κράτη έχουν θεσπίσει μέτρα για να αποκαλύψουν και να προλάβουν μια τέτοια πρακτική, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης χαμηλών κατωτάτων ορίων ή της έκκλησης για διενέργεια εκτίμησης του «συνόλου του προγράμματος», όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο. Ενδεχομένως να υπάρχει στενή σχέση με την εκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων και τις τροποποιήσεις ή επεκτάσεις. Μολαταύτα, πολύ λίγα κράτη μέλη έχουν συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με το πόσο ευρεία μπορεί να είναι η πρακτική της σαλαμοποίησης.

    Δράση: Βλέπε συστάσεις 5.4.2. (α), (γ), (δ), (στ), και (ι).

    4.4 Συμμετοχή του κοινού

    4.4.1 Όπως σημειώνεται στο Τμήμα 4 της παρούσας έκθεσης, οι διαβουλεύσεις με το κοινό μπορούν να πραγματοποιηθούν σε διαφορετικές φάσεις της διαδικασίας ΕΠΕ. ορισμένα κράτη μέλη επιζητούν τη συμμετοχή του κοινού κατά τη διάρκεια τόσο της φάσης επιλογής, όσο και της φάσης οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής, ενώ σε άλλα κράτη μέλη το κοινό γνωμοδοτεί κατά την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής. Σε όλες τις περιπτώσεις απαιτείται από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι διεξάγονται διαβουλεύσεις με το κοινό όσον αφορά τις πληροφορίες που συγκεντρώνονται κατ'εφαρμογήν του άρθρου 5 (ΔΠΕ) της οδηγίας ΕΠΕ. Οι τροποποιήσεις της οδηγίας ΕΠΕ σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού έχουν κυρίως σκοπό να εναρμονίσουν την εν λόγω οδηγία με τις διατάξεις για τις διασυνοριακές επιπτώσεις της Σύμβασης Espoo. Το άρθρο 6 της οδηγίας ΕΠΕ ορίζει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οιοδήποτε αίτημα για χορήγηση άδειας εκτέλεσης και οιεσδήποτε πληροφορίες συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 5 διατίθενται στο κοινό εντός «ευλόγου χρόνου», προκειμένου να δοθεί στο ενδιαφερόμενο κοινό η δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του πριν από τη χορήγηση της άδειας εκτέλεσης. Η οδηγία ΕΠΕ δεν προβλέπει ορισμό ούτε του «κοινού» ούτε του «ενδιαφερόμενου κοινού». Δυνάμει των υφιστάμενων ρυθμίσεων εναπόκειται στα κράτη μέλη να ορίσουν τις λεπτομερείς διευθετήσεις όσον αφορά: τη φύση του "ενδιαφερόμενου κοινού". το που μπορούν να μελετώνται οι πληροφορίες. τις μεθόδους πληροφόρησης και διαβουλεύσεων με το κοινό και τα χρονικά όρια των φάσεων της διαδικασίας. Το άρθρο 9 προβαίνει σε παρουσίαση των διευθετήσεων πληροφόρησης του κοινού σχετικά με τις αποφάσεις χορήγησης ή άρνησης χορήγησης της άδειας εκτέλεσης. Επί του παρόντος, η οδηγία ΕΠΕ είναι υπό περαιτέρω τροποποίηση από την προτεινόμενη οδηγία [19], η οποία μεταφέρει τον δεύτερο πυλώνα της Σύμβασης του Aarhus σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων για το περιβάλλον στο πλαίσιο της νομοθεσίας ΕΕ (COM (2000) 839 τελικό). Οι ορισμοί που προβλέπονται στη Σύμβαση του Aarhus πρέπει να εισαχθούν στην οδηγία ΕΠΕ. Οι εν λόγω ορισμοί είναι οι εξής:

    [19] COM (2000) 839 τελικό - 2000/0331 (COD): Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συμμετοχής του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων σχετικών με το περιβάλλον και περί τροποποίησης των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

    ως "κοινό" νοούνται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, καθώς και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι ενώσεις, οι οργανώσεις και οι ομάδες αυτών.

    ως "ενδιαφερόμενο κοινό" νοείται το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή έχει συμφέροντα σε συνάρτηση με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για το περιβάλλον που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 [20]. για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος και πληρούν τις απαιτήσεις που πηγάζουν από την εθνική νομοθεσία θεωρείται ότι έχουν συμφέροντα.

    [20] Κείμενο της κοινής θέσης η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 25 Απριλίου 2002, ΕΕ C 170 της 16ης Ιουλίου 2002, σελίδα 22.

    4.4.2 Σε πολλά κράτη μέλη δεν υπάρχει γεωγραφικό όριο σχετικά με το που βρίσκεται το «ενδιαφερόμενο κοινό» (π.χ. στην Αυστρία, στο Βέλγιο-Βαλλονία, στην Ιρλανδία, στην Ιταλία, στην Ισπανία). αλλού αυτό περιορίζεται στις θιγόμενες κοινότητες, βλ. Πίνακα 14. Σε όσα κράτη μέλη υπάρχει γεωγραφικός περιορισμός για τις διαβουλεύσεις, μερικές φορές υπάρχει ευελιξία όσον αφορά τις απόψεις των εκτός της περιοχής κατοίκων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

    4.4.3 Η οδηγία ΕΠΕ απαιτεί «το κοινό» να ενημερώνεται και το «ενδιαφερόμενο κοινό» να γνωμοδοτεί (π.χ. επιζητούνται με ενεργό τρόπο οι παρατηρήσεις του), πριν από τη χορήγηση της άδειας εκτέλεσης. Το πόσο ευρέως διαδίδονται οι πληροφορίες σχετικά με μια αίτηση για χορήγηση άδειας έργου ή μια περιβαλλοντική δήλωση, συνήθως καθορίζει εκείνους που έχουν πρόσβαση σε αυτό και ενδεχομένως διατυπώσουν παρατηρήσεις. Οι μέθοδοι που κοινώς χρησιμοποιούνται συμπεριλαμβάνουν την τοιχοκόλληση, τις ανακοινώσεις γύρω από τη θέση, την ταχυδρομική κοινοποίηση στους παρακείμενους κυρίους έργου και τις ανακοινώσεις σε εφημερίδες. Οι εφημερίδες που επιλέγονται μπορεί να είναι τοπικές, περιφερειακές ή εθνικές ή συνδυασμός αυτών. Παραδείγματος χάριν, στη Γερμανία, ανάλογα με τις πιθανές επιπτώσεις, μπορεί να γίνει αναγγελία σε διαπεριφερειακή εφημερίδα. στην Ιρλανδία, επιλέγεται μια εφημερίδα με επαρκώς μεγάλη κυκλοφορία στην περιοχή αρμοδιότητας της αρχής σχεδιασμού, ενώ στην Ιταλία επιλέγονται δύο εφημερίδες: μία περιφερειακή και μία εθνική ημερήσια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας.

    Πίνακας 14: Το «ενδιαφερόμενο κοινό»

    16. // 17. Γεωγραφικο οριο

    Αυστρία // Απεριόριστο

    Βέλγιο - // Βρυξέλλες

    Μπορεί να περιοριστεί σε μία μόνο κοινότητα, αλλά μπορεί να διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει αρκετές κοινότητες, ανάλογα με το έργο και τη θέση του. Η δημόσια διερεύνηση δρομολογείται από την κοινότητα/δήμο ή από όλες τις κοινότητες από κοινού.

    Φλάνδρα

    Η δημόσια διερεύνηση διοργανώνεται από την τοπική δημοτική αρχή.

    Βαλλονία

    Απεριόριστο

    Δανία // Κατά τη δημόσια ακρόαση το «ενδιαφερόμενο κοινό» μπορεί να είναι ο καθένας, χωρίς περιορισμούς. Αλλά το «δικαίωμα προσφυγής» περιορίζεται «σε όποιον έχει έννομο συμφέρον», συμπεριλαμβανομένων των ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις). Δεν υπάρχει γεωγραφικός περιορισμός.

    Φινλανδία // Ο φινλανδικός Νόμος περί ΕΠΕ αναφέρεται «σε εκείνες τις συνοικίες των οποίων οι συνθήκες ή τα συμφέροντα μπορούν να θιγούν από ένα έργο ή σχέδιο». Το «ενδιαφερόμενο κοινό» δεν ορίζεται άμεσα από το Νόμο, αλλά το δικαίωμα προσφυγής περιορίζεται στο «ενδιαφερόμενο κοινό», στο πλαίσιο των διαφόρων νόμων για τη χορήγηση άδειας εκτέλεσης.

    Γαλλία // Το κοινό το οποίο ζει ή έχει τα συμφέροντά του στις θιγόμενες κοινότητες: βιομηχανικά έργα 2-5 km. Κατά περίπτωση ορισμός όταν πρόκειται για ποταμό.

    Γερμανία // Ο τύπος του έργου βοηθά στον καθορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού. Η γεωγραφική περιοχή γενικώς είναι η τοπική περιοχή ευθύνης της αρμόδιας αρχής.

    Ελλάδα // Η δημοσίευση της ΔΠΕ σε νομαρχιακό επίπεδο (δεύτερος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης). αλλά οιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος μπορεί να ενημερωθεί και να εκφράσει τις απόψεις του στο Νομαρχιακό Συμβούλιο ή στην αρμόδια αρχή ή αυτοπροσώπως κατά τη διάρκεια ακροάσεων.

    Ιρλανδία // Οιοσδήποτε από το κοινό ή κάθε ενδιαφερόμενη ομάδα μπορεί να υποβάλει την πρότασή του για μια αίτηση.

    Ιταλία // Δεν υπάρχει γεωγραφικό όριο: οιοδήποτε πρόσωπο το οποίο [...] δύναται να υποβάλει γραπτά αιτήματα ή να διατυπώσει παρατηρήσεις εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση της έκθεσης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

    Λουξεμβούργο // Δεν διατίθενται πληροφορίες

    Κάτω Χώρες // Δεν υπάρχει γεωγραφικό όριο. Δεν υπάρχει ανάγκη να τηρηθεί η απαίτηση ιδιοκτησίας. «Το ενδιαφερόμενο κοινό» απαρτίζεται από εκείνους που δείχνουν ενδιαφέρον.

    Πορτογαλία // Ναι - οι πολίτες οι οποίοι ζουν σε περιοχή που γειτνιάζει με το έργο, όπως ορίζεται από τα τοπικά και περιφερειακά διοικητικά όρια, ΑΛΛΑ λαμβάνονται επίσης υπόψη οι παρατηρήσεις από κατοίκους εκτός της εν λόγω περιοχής.

    Ισπανία // Δεν υπάρχει γεωγραφικό όριο - ως κοινό νοείται το ευρύ κοινό.

    Σουηδία // Ως ενδιαφερόμενο κοινό ορίζονται εκείνοι οι οποίοι ζουν κοντά και εκείνοι που θίγονται ειδικότερα. οι πρόωρες διαβουλεύσεις περιλαμβάνουν τους ιδιώτες που είναι πιθανόν να θιγούν.

    ΗΒ // Δεν ορίζεται το ενδιαφερόμενο κοινό - η ανακοίνωση γίνεται σε τοπικό επίπεδο.

    4.4.4 Οιαδήποτε έλλειψη σαφούς ορισμού του ποιος συνιστά το «ενδιαφερόμενο κοινό» δύναται να επηρεάσει την προθυμία για διατύπωση παρατηρήσεων και υποβολή προτάσεων. Στη Γαλλία, υπάρχουν κανονιστικές διατάξεις που ορίζουν «τη θιγόμενη περιοχή» και αυτή μπορεί να είναι, παραδείγματος χάριν, δύο έως πέντε χιλιόμετρα από ένα βιομηχανικό έργο ή, όπου θίγεται ποταμός, μια ευρύτερη περιοχή που ορίζεται κατά περίπτωση. Η προθυμία/δυνατότητα διατύπωσης γραπτών παρατηρήσεων σε ένα βιβλίο που διατίθεται σε ειδικά σημεία (παραδείγματος χάριν στο δημαρχείο) καθορίζει επίσης το ποιος διατυπώνει παρατηρήσεις.

    4.4.5 Το επίπεδο συμμετοχής επηρεάζεται από μια πληθώρα παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της φύσης, του μεγέθους και της θέσης του έργου, καθώς επίσης και από το επίπεδο της διένεξης που έχει προκληθεί - συχνά τροφοδοτείται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και από τις ΜΚΟ. Οι τύποι των έργων που διαπιστώνεται συχνά ότι επιφέρουν υψηλό επίπεδο συμμετοχής του κοινού σε ολόκληρη την ΕΚ συμπεριλαμβάνουν: τους αυτοκινητοδρόμους, τις οδούς και τους αγωγούς, τις εγκαταστάσεις αποβλήτων, τους αερολιμένες, τους ηλεκτρικούς σταθμούς, τα αστικά έργα υψηλών προδιαγραφών, τα λατομεία και τα μεγάλα φράγματα, καθώς επίσης και τα έργα τα οποία θίγουν ειδικώς τους προστατευμένους τόπους, π.χ. τους τόπους του Natura 2000. Ορισμένοι τύποι έργων αναφέρονται αποκλειστικά από μεμονωμένα κράτη μέλη (αεροστρόβιλοι - Σουηδία. κτίρια γραφείων - Βέλγιο-Βρυξέλλες), αλλά τα έργα με ενδεχόμενες επιπτώσεις στην υγεία θεωρείται ευρέως ότι είναι πιθανόν να προκαλέσουν δημόσια συζήτηση. Στις Κάτω Χώρες έχει διεξαχθεί έρευνα προκειμένου να εξακριβωθεί ποια είναι τα πλέον αμφιλεγόμενα έργα, τόσο κατά τη φάση οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής, όσο και κατά τη φάση ανασκόπησης. Εκείνα τα οποία έδωσαν το έναυσμα για τις περισσότερες επιστολές/προτάσεις ήταν οι αερολιμένες, οι αυτοκινητόδρομοι, τα στρατιωτικά πεδία ασκήσεων, οι σιδηρόδρομοι, οι εγκαταστάσεις διάθεσης αποβλήτων και εξόρυξης ορυκτών, και κατόπιν τα βιομηχανικά πάρκα, η επεξεργασία ραδιενεργών αποβλήτων, οι χώροι αναψυχής, κλπ.

    4.4.6 Ορισμένα κράτη μέλη διαβίβασαν λεπτομέρειες των ειδικών διατάξεων που διατίθενται προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα υψηλά επίπεδα συμμετοχής του κοινού, όπου συμπεριλαμβάνονται: οι ανοικτές ακροάσεις και οι δημόσιες συσκέψεις, οι ειδικές εκθέσεις, η διάδοση πληροφοριών από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, η αλλαγή απαιτήσεων, όπου αντί των προσωπικών επαφών προτιμώνται οι δημόσιες ανακοινώσεις. Τα μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν σε ολόκληρη την ΕΕ για τη διευκόλυνση και την προαγωγή της συμμετοχής του κοινού, όπου η παρατεταμένη διαμάχη θεωρήθηκε πιθανή, περιλαμβάνουν: πρόωρη έναρξη των συζητήσεων με σκοπό την προώθηση της συμμετοχής του κοινού, επέκταση της περιόδου δημόσιας διερεύνησης, συγκρότηση τοπικής επιτροπής και διορισμός περισσοτέρων του ενός αρμοδίων διερεύνησης και διοργάνωση πολλών συναντήσεων με το κοινό.

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Συμμετοχή του κοινού

    Σε ολόκληρη την ΕΕ το κοινό έχει τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις επί των έργων που υποβάλλονται σε ΕΠΕ. Ο βαθμός συμμετοχής του κοινού ποικίλλει σημαντικά και η ερμηνεία του «ενδιαφερόμενου κοινού» κυμαίνεται από αρκετά στενή έως ευρεία. Η έρευνα αποκάλυψε ότι ορισμένα έργα είναι πιθανότερο να προκαλέσουν υψηλά επίπεδα συμμετοχής. Δεδομένης της μεγάλης ποικιλίας τύπων έργου που καλύπτει η οδηγία, των διαφορετικών συστημάτων χορήγησης αδειών που χρησιμοποιούνται για διαφορετικούς τύπους έργου και των διαφορετικών επιπέδων ενδιαφέροντος που προκαλούν, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι δεν υπάρχει μία τυποποιημένη πρακτική για τη συμμετοχή του κοινού στην ΕΕ.

    Δράση: Βλέπε συστάσεις 5.4.2. (α)

    4.5 Διασυνοριακές επιπτώσεις

    4.5.1 Η Σύμβαση Espoo για την ΕΠΕ σε διασυνοριακό πλαίσιο υπεγράφη το 1991. Η Σύμβαση ορίζει τις διασυνοριακές επιπτώσεις ως: «οιεσδήποτε επιπτώσεις, όχι αποκλειστικά γενικής φύσεως, εντός περιοχής που ανήκει στη δικαιοδοσία Συμβαλλομένου Μέρους (της Σύμβασης), οι οποίες προκαλούνται από την προτεινόμενη δραστηριότητα, η φυσική προέλευση της οποίας βρίσκεται συνολικά ή εν μέρει εντός της περιοχής που ανήκει στη δικαιοδοσία άλλου Συμβαλλομένου Μέρους». Ο εν λόγω ορισμός αφορά τόσο τα έργα όσο και τις επιπτώσεις που ξεπερνούν τα σύνορα και, ως εκ τούτου, δεν περιορίζει την εφαρμογή των αρχών της Σύμβασης στην εξέταση των έργων που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με κάποιο σύνορο. Επιπλέον, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου (C-186/91), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι υποχρεώσεις διαβούλευσης που περιλαμβάνονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ δεν περιορίζονται σε έργα που βρίσκονται σε περιφέρειες που έχουν κοινά σύνορα με άλλες χώρες. Όπως και με την οδηγία στο σύνολό της, η ερμηνεία του τι αποτελεί έργο με διασυνοριακές επιπτώσεις πρέπει να έχει ευρεία και εκτενή έννοια. Η οδηγία 97/11/ΕΚ επέφερε ουσιαστικές τροποποιήσεις στο άρθρο 7 προκειμένου να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τη Σύμβαση Espoo. Οι κυριότερες αλλαγές που εισήχθησαν είναι:

    - Οι απαιτούμενες πληροφορίες πρέπει να αποστέλλονται στα θιγόμενα από τις διασυνοριακές επιπτώσεις κράτη μέλη όχι αργότερα από τη στιγμή που ενημερώνεται το κοινό του κράτους μέλους εντός του οποίου βρίσκεται το έργο.

    - Η οδηγία απαιτεί εφεξής να αποστέλλονται στο θιγόμενο κράτος μέλος περισσότερο διεξοδικές πληροφορίες.

    - Όταν το θιγόμενο κράτος μέλος επιθυμεί να συμμετάσχει στη διαδικασία ΕΠΕ, η οδηγία επιβάλλει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος την υποχρέωση να θέτει τις πληροφορίες για το έργο στη διάθεση των σχετικών δημοσίων αρχών και του κοινού.

    Το άρθρο 8 της οδηγίας ΕΠΕ απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της διαβούλευσης με τα θιγόμενα κράτη μέλη κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης και το άρθρο 9 απαιτεί το κράτος μέλος που πραγματοποιεί την κοινοποίηση να ενημερώσει το θιγόμενο κράτος μέλος για την εν λόγω απόφαση.

    Το άρθρο 7 της οδηγίας 97/11/ΕΚ εισήγαγε τις κύριες απαιτήσεις της Σύμβασης Espoo. Οι λεπτομερείς ρυθμίσεις για την εφαρμογή του άρθρου εναπόκεινται στα κράτη μέλη. Δεδομένης της μεγάλης ποικιλίας θεμάτων που μπορεί να προκύψουν μεταξύ των ενδιαφερόμενων χωρών λόγω των ενδεχόμενων διασυνοριακών επιπτώσεων ενός έργου, τα περισσότερα κράτη μέλη δρομολόγησαν τη θέσπιση διμερών ή πολυμερών συμφωνιών. Το καθοδηγητικό υλικό που έχει εκπονηθεί δυνάμει της Σύμβασης Espoo [21] όσον αφορά τις διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες και την πρακτική εφαρμογή της Σύμβασης αποτελούν εν προκειμένω χρήσιμη πηγή πληροφοριών.

    [21] Ιστοσελίδα ΕΠΕ της Οικονομικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Ευρώπη: http:/www.unece.org βλέπε σημείο 'documents prepared under the Convention' (έγγραφα που έχουν εκπονηθεί στο πλαίσιο της Σύμβασης).

    4.5.2 Μια ποικιλία θεμάτων έχουν ανακύψει κατά την εφαρμογή του άρθρου 7 στην ΕΕ. Τα διαδικαστικά θέματα αναφέρθηκαν από διάφορα κράτη μέλη (Βέλγιο-Φλάνδρα, Βέλγιο-Βαλλονία, Γαλλία, Κάτω Χώρες, Σουηδία). σε αυτά περιλαμβάνεται ο συντονισμός της κοινοποίησης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, οι αργοπορημένες απαντήσεις, καθώς και τα έγγραφα που δεν συνοδεύονται από επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να επιτρέψουν την ταχεία διαβίβαση στον σχετικό αποδέκτη. Τα θέματα που αφορούν τον καθορισμό υπευθύνων επαφής, καθώς επίσης και η διενέργεια μετάφρασης (συμπεριλαμβανομένου του κόστους αυτής), αναφέρθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία και τις Κάτω Χώρες. Οι πολιτιστικές και νομικές διαφορές αναφέρθηκαν επίσης από τις Κάτω Χώρες. Ορισμένα κράτη μέλη αναφέρθηκαν σε ειδικά θέματα, ειδικότερα σε διασυνοριακές υποθέσεις - βλ. Πλαίσιο 7 παρακάτω. Όμως, το Βέλγιο-Βρυξέλλες, η Δανία, η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Πορτογαλία δηλώνουν ότι δεν σημειώθηκαν δυσκολίες.

    4.5.3 Για το Βέλγιο-Βαλλονία, παραδείγματος χάριν, οι διαφορές στη νομοθεσία μεταξύ κρατών μελών ενδέχεται να καθυστερήσουν τη διαβίβαση των πληροφοριών (Η πορεία που ακολουθούν οι πληροφορίες είναι η ακόλουθη: Υπουργός Περιβάλλοντος - Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων - Πρέσβης, παρά απευθείας στις αρμόδιες αρχές ή μεταξύ αυτών). Προκειμένου να ξεπεραστούν οι καθυστερήσεις που συνεπάγεται η νομική διαδικασία διαβίβασης πληροφοριών, σε μια από τις απαντήσεις που διαβιβάστηκαν υποστηρίζονται οι ανεπίσημες συμφωνίες μεταξύ αρχών των διαφόρων κρατών μελών. Στο Βέλγιο-Βαλλονία χρησιμοποιείται μια ανεπίσημη διαδικασία άμεσης επικοινωνίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των γειτονικών κρατών, η οποία επισπεύδει το χρόνο αντίδρασης. Το Βέλγιο- Φλάνδρα έχει επίσης πείρα στις ανεπίσημες επαφές (επιστολές, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τηλεφωνήματα) προκειμένου να υπερνικηθούν οι δυσκολίες. Άλλα κράτη μέλη θεωρούν ότι τα διαδικαστικά προβλήματα μπορούν να υπερνικηθούν εγκαινιάζοντας καλές επαφές και εργασιακές σχέσεις με τις αρχές των θιγόμενων κρατών μελών. Στη Δανία, κάθε υπόθεση αντιμετωπίζεται ξεχωριστά. Γίνονται συνεδριάσεις, κατά προσέγγιση μία ή δύο κατ'έτος, μεταξύ των αρμοδίων αρχών ΕΠΕ. Η Πορτογαλία δηλώνει ότι, επί του παρόντος, η συμμετοχή του κοινού διασφαλίζεται μέσω διμερών επίσημων επαφών μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων. Στη Σουηδία το Διάταγμα περί ΕΠΕ παραπέμπει στα άρθρα και τις διαδικασίες της Σύμβασης Espoo. Η Σουηδική Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος έχει διοριστεί από τη σουηδική κυβέρνηση ως υπεύθυνη επαφών για τη Σύμβαση Espoo.

    4.5.4 Πολύ λίγες επίσημες συνθήκες ή συμφωνίες όσον αφορά τις διασυνοριακές επιπτώσεις έχουν ολοκληρωθεί από τα κράτη μέλη της ΕΕ, μεταξύ τους, ή μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ και γειτονικών χωρών μη μελών της ΕΕ. Μόνο μία αναφέρεται στις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο (Φινλανδία-Εσθονία), μολονότι ορισμένες βρίσκονται αυτή τη στιγμή υπό διαπραγμάτευση (παραδείγματος χάριν μεταξύ Γερμανίας και Ηνωμένου Βασιλείου). Εντούτοις, όντως υφίστανται μεταξύ ορισμένων χωρών μη δεσμευτικές συμφωνίες, «πρακτικές ρυθμίσεις» και «συστάσεις» για την προστασία του περιβάλλοντος (όπως οι τριμερείς συστάσεις που τηρεί η Γερμανία με διάφορες χώρες και οι ανεπίσημες σχέσεις μεταξύ Κάτω Χωρών και Βελγίου-Βαλλονίας και Κάτω Χωρών και Βελγίου-Φλάνδρας). Το Βέλγιο-Βαλλονία θεωρεί ότι υπάρχει ανάγκη για καλύτερες, πιο «εύχρηστες» επίσημες ρυθμίσεις με τις γειτονικές χώρες. Στο Βέλγιο διαπιστώνεται επίσης η ανάγκη βελτίωσης των υφιστάμενων διαδικασιών μεταξύ περιφερειών, καθώς επίσης και μεταξύ περιφερειακού επιπέδου και σχετικών ομοσπονδιακών αρχών. Οι υφιστάμενες συνθήκες και συμφωνίες παρατίθενται στον Πίνακα 15.

    Πίνακας 15: Συνθήκες και συμφωνίες

    Χώρα // Συνθήκες ή συμφωνίες

    Αυστρία // Τριμερής μη δεσμευτική συμφωνία με την Ελβετία και το Λιχτενστάιν.

    Οι συμφωνίες με τη Σλοβακία και την Τσεχική Δημοκρατία είναι υπό εκπόνηση.

    Βέλγιο - // 17.1.1. Φλάνδρα

    Φλάνδρα-Κάτω Χώρες - επίσημη συμφωνία για τη διασυνοριακή ΕΠΕ, συμπεριλαμβανομένων των διαδικαστικών μέτρων.

    17.1.2. Βαλλονία

    Ανεπίσημες πρακτικές ρυθμίσεις με τις Κάτω Χώρες.

    Φινλανδία // Διμερής συμφωνία με την Εσθονία, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 6 Ιουνίου 2002.

    Η διμερής συμφωνία με την Ρωσική Ομοσπονδία είναι υπό διαπραγμάτευση.

    Γαλλία // Διμερείς συνθήκες επί σημαντικών δημοσίων έργων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με την Ιταλία, την Ισπανία, την Ελβετία, τη Βάδη-Βυρτεμβέργη (Γερμανία). Δεν υπάρχουν γενικές συνθήκες ή συμφωνίες.

    Γερμανία // Οι συμφωνίες για τη διασυνοριακή ΕΠΕ αυτή τη στιγμή είναι υπό εκπόνηση:

    * Γερμανία-Πολωνία

    * Γερμανία-Κάτω Χώρες

    * Γερμανία-Τσεχική Δημοκρατία

    * Γερμανία-Ελβετία, Αυστρία, Λιχτενστάιν (υπό σχεδιασμό)

    Οι συμφωνίες πληρούν εν μέρει τις διατάξεις της οδηγίας 97/11/ΕΚ και της Σύμβασης ESPOO, αλλά δεν γίνεται αναφορά στα εν λόγω έγγραφα:

    * Τριμερείς συστάσεις της Γερμανο-γαλλο-ελβετικής Κυβερνητικής Επιτροπής για τη συνεργασία όσον αφορά δραστηριότητες με περιβαλλοντική διάσταση στον Άνω Ρήνο (1996).

    * Σύσταση Saar-Lor-Lux (Γερμανία-Γαλλία-Λουξεμβούργο) Κυβερνητική Επιτροπή για τη διμερή κοινοποίηση των δραστηριοτήτων που σχεδιάστηκαν πρόσφατα και των τροποποιήσεων επί υφιστάμενης δραστηριότητας που χρειάζεται χορήγηση άδειας εκτέλεσης (1986).

    Συμφωνίες που αναφέρονται στη Σύμβαση ESPOO (όχι οδηγία ΕΠΕ), αλλά χωρίς λεπτομερείς αποφάσεις για τη διασυνοριακή ΕΠΕ:

    * Γερμανία-Πολωνία, συνεργασία σε θέματα περιβαλλοντικής προστασίας (1994, τέθηκε σε ισχύ το 1998)

    * Γερμανία-Τσεχική Δημοκρατία, συνεργασία σε θέματα περιβαλλοντικής προστασίας (1996, τέθηκε σε ισχύ το 1999)

    Ιρλανδία // Αυτή τη στιγμή διεξάγονται διαπραγματεύσεις για να τυποποιηθούν οι υφιστάμενες διαδικασίες διαβούλευσης με την Βόρειο Ιρλανδία (με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου). Έχει επέλθει σε μεγάλο βαθμό συμφωνία επί του κειμένου του Μνημονίου Συμφωνίας.

    Κάτω Χώρες // Βέλγιο, Φλάνδρα: μη δεσμευτική συμφωνία (από το 1995)

    Βέλγιο, περιφέρεια Βαλλονίας: πρακτικές ρυθμίσεις

    Γερμανία, Βόρειος Ρηνανία-Βεστφαλία και Κάτω Σαξονία: μη δεσμευτική συμφωνία (υπό διαπραγμάτευση)

    ΗΒ // Μακροχρόνια ανεπίσημη συμφωνία μεταξύ Υπουργείου Περιβάλλοντος (Βόρειος Ιρλανδία) και Ιρλανδικής Δημοκρατίας σχετικά με τη διασυνοριακή συνεργασία.

    4.5.5 Το εύρος των έργων που υποβάλλονται σε διασυνοριακή διαβούλευση αντικατοπτρίζει το εύρος των έργων που καλύπτονται από την οδηγία ΕΠΕ. Τα κράτη μέλη έχουν διεξάγει διαβουλεύσεις για σημαντικό αριθμό μεταφορικών υποδομών (αυτοκινητόδρομοι. σιδηρόδρομοι. αερολιμένες. τερματικοί σταθμοί εμπορευματοκιβωτίων ή λιμένες. σήραγγες και γέφυρες) και ενεργειακά προγράμματα (ηλεκτρικοί σταθμοί). αιολικά πάρκα. πυρηνικοί σταθμοί, πυρηνικές εγκαταστάσεις αποθήκευσης ή επανεπεξεργασίας. και αγωγοί μεταφοράς αερίου και ηλεκτρισμού. Στη Νότιο Ευρώπη, τα έργα για τους υδάτινους πόρους καταλαμβάνουν σημαντική θέση. Μεταξύ των έργων του ιδιωτικού τομέα περιλαμβάνονται η βυθοκόρηση θαλασσών και άλλες δραστηριότητες εξόρυξης ορυκτών, η εντατικοποίηση της γεωργίας και οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις και συγκροτήματα. Το επίπεδο πληροφοριών που παρέχουν τα κράτη μέλη σχετικά με τα έργα υποδομών φαίνεται ότι είναι πληρέστερο απ'ό,τι για τα ιδιωτικά έργα, όπως παραδείγματος χάριν για την αστική ανάπτυξη και τα έργα αναψυχής. Ο Πίνακας 16 παρέχει περαιτέρω πληροφορίες για τους τύπους και τον αριθμό των έργων που αναφέρονται από τα κράτη μέλη.

    Πίνακας 16: Αριθμός και τύποι διασυνοριακών έργων

    Σημείωση: Οι πληροφορίες του παρόντος Πίνακα έχουν εξαχθεί από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο και από τη βάση δεδομένων Enimpas για την ΕΠΕ σε διασυνοριακό πλαίσιο [22]. Όμως, οι αριθμοί δεν ανταποκρίνονται στους τύπους των έργων που είτε αναφέρθηκαν από όσους απάντησαν, είτε βρίσκονται στη βάση δεδομένων, και ο κατάλογος των έργων δεν καταδεικνύει αναγκαστικά ότι το έργο προέρχεται από την εν λόγω χώρα.

    [22] https://www.mos.gov.pl/enimpas/

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    4.5.6 Φαίνεται να υπάρχουν σημαντικά προβλήματα κατά τον έλεγχο του αριθμού των υποθέσεων διασυνοριακής ΕΠΕ, με αντιφάσεις μεταξύ όμορων κρατών μελών, καθώς και έλλειψη πληροφοριών σε εθνικό κυβερνητικό επίπεδο, ειδικότερα όταν εφαρμόζονται ομοσπονδιακά συστήματα. Δεν είναι δυνατόν να εξαχθεί από τις απαντήσεις πόσα είναι τα έργα που εμπίπτουν στο Παράρτημα Ι και πόσα τα έργα που εμπίπτουν στο Παράρτημα ΙΙ. Δεδομένου ότι τα κατώτατα όρια για να αποφασιστεί ποια έργα χρειάζονται ΕΠΕ ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ κρατών μελών (βλ. Τμήμα 4.2) είναι πιθανόν η εφαρμογή του άρθρου 7 να είναι ασυνεπής εντός της ΕΕ. Φαίνεται να εφαρμόζονται διαφορετικά κριτήρια απόστασης ή γεωγραφικού εύρους των πιθανών επιπτώσεων. Παραδείγματος χάριν, οι Κάτω Χώρες έχουν υιοθετήσει μια ευρεία ερμηνεία των πιθανών επιπτώσεων του αεροδρομίου Schipol, ενημερώνοντας πολλές δυνητικά θιγόμενες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας.

    4.5.7 Ορισμένες χώρες στις απαντήσεις τους κάνουν διάκριση μεταξύ κοινοποίησης και διαβούλευσης όσον αφορά τις διασυνοριακές επιπτώσεις. Επίσης, ορισμένα κράτη μέλη παρέχουν πληροφορίες για τις διασυνοριακές διαβουλεύσεις με χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ (όπως η Ελβετία, η Σλοβενία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Πολωνία, η Εσθονία και η Νορβηγία). Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο συχνά δεν μνημονεύουν προβλήματα διαφωνιών επί της τελικής απόφασης, μολονότι η Ιρλανδία θεωρεί ότι χρειάζεται να αναπτυχθεί εν ευθέτω χρόνω μια πιο επίσημη ρύθμιση, ειδικότερα στο πλαίσιο των εξελίξεων που αφορούν την πυρηνική ενέργεια - από καιρού εις καιρόν λαμβάνουν όντως χώρα ανεπίσημες επαφές.

    4.5.8 Χρειάζεται μια ακριβέστερη μορφή ελέγχου προκειμένου να παρέχονται αξιόπιστες πληροφορίες όσον αφορά τον αριθμό, τον τύπο και τα αποτελέσματα των διασυνοριακών έργων του άρθρου 7. Η Σουηδία φαίνεται να έχει θέσει σε εφαρμογή ένα πλήρες σύστημα καταγραφής, αλλά τέτοιου είδους συστήματα είναι σπάνια. Οι άλλες βάσεις δεδομένων δεν είναι ακόμη δυνατόν να παράσχουν τις εν λόγω πληροφορίες. Η βάση δεδομένων της UNECE (Οικονομική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Ευρώπη) σχετικά με τη διασυνοριακή ΕΠΕ (www.mos.gov.pl/enimpas) είναι ατελής: υπάρχουν λήμματα που παραπέμπουν σε εθνικά ιδρύματα (Υπεύθυνοι επαφών για κοινοποίηση και Κέντρα Επαφών για την εφαρμογή της Σύμβασης της UNECE), αλλά λίγες λεπτομέρειες για τα έργα που υπόκεινται στη Σύμβαση. Οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται από τα Κέντρα Επαφών των αντιστοίχων χωρών. Υπάρχει ελπίδα για μελλοντική βελτίωση.

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Διασυνοριακές επιπτώσεις

    Υπάρχει ανάγκη καλύτερων επίσημων και ανεπίσημων ρυθμίσεων για τις διαβουλεύσεις με τις γειτονικές χώρες όσον αφορά τις διασυνοριακές επιπτώσεις και ανάγκη διασφάλισης ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι πρακτικές. Έχει επίσης προσδιοριστεί η ανάγκη βελτίωσης των υφιστάμενων διαπεριφερειακών διαδικασιών ορισμένων χωρών. Χρειάζονται ακριβέστερες ρυθμίσεις όσον αφορά τον έλεγχο, προκειμένου να παρασχεθούν αξιόπιστες πληροφορίες όσον αφορά τον αριθμό, τον τύπο και τα αποτελέσματα των διασυνοριακών έργων σύμφωνα με το άρθρο 7.

    Δράση: βλέπε σύσταση 5.4.2. (ζ).

    4.6 Βιοποικιλότητα, κίνδυνος και ανθρώπινη υγεία

    Βιοποικιλότητα

    4.6.1 Ενώ η οδηγία ΕΠΕ ορίζει ότι οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις ενός έργου επί της πανίδας και χλωρίδας πρέπει να προσδιορίζονται, να περιγράφονται και να εκτιμώνται στο πλαίσιο της ΕΠΕ, δεν κάνει ρητή αναφορά στην έννοια της βιοποικιλότητας. Εντούτοις, το άρθρο 14 της Σύμβασης για τη βιοποικιλότητα (Convention on Biological Diversity - CBD) απαιτεί να εφαρμόζεται ΕΠΕ στα αναπτυξιακά έργα τα οποία είναι δυνατόν να έχουν ως αποτέλεσμα δυσμενείς επιπτώσεις επί της βιοποικιλότητας. Η CBD ορίζει τη βιοποικιλότητα στο άρθρο 2 ως «ποικιλότητα μεταξύ ζωντανών οργανισμών κάθε προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των χερσαίων, των θαλάσσιων και άλλων υδάτινων οικοσυστημάτων και των οικολογικών συμπλεγμάτων των οποίων αποτελούν μέρος. εδώ περιλαμβάνεται η ποικιλία εντός και μεταξύ ειδών και η ποικιλία των οικοσυστημάτων» (Βλέπε http://www.biodiv.org/convention/ articles.asp). Η έννοια της βιοποικιλότητας είναι προφανώς πολύ ευρεία, και στο πλαίσιο του ορισμού της CBD μπορούν να προσδιοριστούν τρία επίπεδα:

    (i) Επίπεδο οικοσυστήματος - ποικιλομορφία, ποικιλία και συχνότητα διαφορετικών οικοσυστημάτων.

    (ii) Επίπεδο ειδών - συχνότητα και ποικιλομορφία διαφορετικών ειδών. και

    (iii) Γενετικό επίπεδο - συχνότητα και ποικιλομορφία διαφορετικών γονιδίων ή/και γονιδιωμάτων, π.χ. γενετική ποικιλομορφία εντός κάθε είδους.

    4.6.2 Από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο είναι σαφές ότι τα συστήματα ΕΠΕ των κρατών μελών λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις επί της χλωρίδας και της πανίδας, και, ως εκ τούτου, πληρούν την εν λόγω απαίτηση της οδηγίας. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις οικολογικές επιπτώσεις όταν μπορεί να απειληθούν ειδικώς προστατευόμενες περιοχές, όπως οι τόποι του Natura 2000. Ωστόσο, από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο εξάγονται λιγότερο σαφή στοιχεία σχετικά με το αν η βιοποικιλότητα λαμβάνεται ρητώς υπόψη ως παράμετρος εκτίμησης (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις). Στη φινλανδική νομοθεσία ο ορισμός των περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιλαμβάνει τη βιοποικιλότητα και τα Συμβουλευτικά Σημειώματα που εκπονούνται από την Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος της Ιρλανδίας καταδεικνύουν τη σημασία της διερεύνησης και της πρόβλεψης των επιπτώσεων επί της ποικιλομορφίας των ειδών. Οι Ολλανδοί συντονίζουν την εφαρμογή του Προγράμματος Δράσης: Integration of Biodiversity in Impact Assessment (IAIA -Ενσωμάτωση της Βιοποικιλότητας στην Εκτίμηση των Επιπτώσεων) (Ιούλιος 2001). Η Επιτροπή των Κάτω Χωρών για την Εκτίμηση των Επιπτώσεων έχει εκπονήσει μια έκθεση (η οποία χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα IAIA) με τίτλο «Προτεινόμενο εννοιολογικό και διαδικαστικό πλαίσιο για την ενσωμάτωση των θεμάτων της βιοποικιλότητας στα εθνικά συστήματα για την εκτίμηση των επιπτώσεων», Ιούλιος 2000.

    4.6.3 Στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων τα κράτη μέλη δεν προβλέπουν περαιτέρω μέτρα προκειμένου να ενισχύσουν τη συνεκτίμηση της βιοποικιλότητας. Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη αναγνωρίζουν πράγματι ότι υπάρχει ένα δυνητικό θέμα το οποίο χρειάζεται να επιλυθεί και, στη Φινλανδία, η συνεκτίμηση της βιοποικιλότητας αυτή τη στιγμή είναι υπό μελέτη μέσω της εξέτασης 50 εγγράφων ΕΠΕ. Επιπλέον, αυτή τη στιγμή εκπονούνται οι φινλανδικές κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση των επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα στο πλαίσιο της ΕΠΕ και του σχεδιασμού της χρήσης γης. Η περιφέρεια της Φλάνδρας στο Βέλγιο εξετάζει επίσης ένα σχέδιο νομοθετικών διατάξεων για την ΕΠΕ, το οποίο περιλαμβάνει μια βελτιωμένη προσέγγιση της ΕΠΕ ώστε να λαμβάνεται υπόψη το θέμα της βιοποικιλότητας. Η Ισπανία χρησιμοποιεί ένα στρατηγικό σχέδιο για τη διατήρηση και την αειφόρο χρήση της βιοποικιλότητας. Οι Κάτω Χώρες φαίνεται να έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την ενσωμάτωση των θεμάτων της βιοποικιλότητας εντός της ΕΠΕ. Η βιοποικιλότητα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ολλανδικού πλαισίου επανεξέτασης της ΔΠΕ, η οποία διενεργείται από την ανεξάρτητη Επιτροπή ΕΠΕ των Κάτω Χωρών. Προσφάτως θεσπίστηκαν κατευθυντήριες γραμμές για την αντιμετώπιση των θεμάτων της βιοποικιλότητας στις διάφορες φάσεις της διαδικασίες ΕΠΕ, στο πλαίσιο της Σύμβασης για την βιοποικιλότητα: http://www.biodiv.org/decisions/ default.asp. Αυτές μπορεί να παρέχουν καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της βιοποικιλότητας στο πλαίσιο της ΕΠΕ και με τον τρόπο με τον οποίο θα εκπονηθεί σε εθνικό επίπεδο το περαιτέρω υλικό τεκμηρίωσης επί του θέματος.

    Περίληψη: Βιοποικιλότητα

    Οι επιπτώσεις των έργων επί της χλωρίδας και της πανίδας εκτιμώνται στο πλαίσιο της ΕΠΕ εντός των κρατών μελών και εν προκειμένω φαίνεται να τηρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις της οδηγίας 97/11/ΕΚ. Ωστόσο, οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο είναι λιγότερο σαφείς όσον αφορά το εύρος στο οποίο τηρούνται στην πράξη τα διάφορα επίπεδα βιοποικιλότητας. Η αντιμετώπιση της βιοποικιλότητας κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων αποτέλεσε το επίκεντρο της εν εξελίξει έρευνας στη Φινλανδία και στις Κάτω Χώρες.

    Κίνδυνος

    4.6.4 Το Παράρτημα III της οδηγίας παραθέτει τα κριτήρια επιλογής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 3 για την επιλογή. Τα εν λόγω κριτήρια καλύπτουν τα χαρακτηριστικά των έργων, τη χωροθέτηση των έργων και τα χαρακτηριστικά των ενδεχόμενων επιπτώσεων. Βάσει των εν λόγω κριτηρίων "ο κίνδυνος ατυχημάτων, ιδίως ως προς χρησιμοποιούμενες ουσίες ή τεχνολογίες" περιλαμβάνεται στα "χαρακτηριστικά του έργου". Ο κίνδυνος ατυχημάτων είναι πάντοτε παρών και δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει κατάσταση χωρίς κινδύνους. Κατά συνέπεια, ως κριτήριο επιλογής για ΕΠΕ, δεν είναι το «γεγονός» του κινδύνου που χρειάζεται να ληφθεί υπόψη, αλλά εάν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος και εάν οι συνέπειες ενός επικίνδυνου γεγονότος είναι πιθανόν να προκαλέσουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η ύπαρξη ρητής υποχρέωσης να μελετώνται οι πιθανές σημαντικές επιπτώσεις ενός ατυχήματος ή εκτάκτων περιστάσεων φαίνεται να ποικίλλει στην ΕΕ, σύμφωνα με την αντίληψη περί ενδεχόμενου φυσικού κινδύνου και επίσης σε σχέση με τον τύπο του σχετικού έργου: μεγάλα έργα, έργα που καλύπτονται από την οδηγία Seveso, της 24ης Ιουνίου 1982, σχετικά με τους κινδύνους μεγάλων ατυχημάτων ορισμένων βιομηχανικών δραστηριοτήτων, καθώς και "άλλα έργα". Το εύρος του είδους των συμβάντων που καλύπτονται στα κράτη μέλη συμπεριλαμβάνει τους φυσικούς κινδύνους, όπως χιονοστιβάδες, πλημμύρες και σεισμούς, καθώς και τεχνολογικές και ανθρώπινες παραλείψεις (π.χ. ελλιπής διαχείριση εγκαταστάσεων) και δολιοφθορά.

    4.6.5 Ο κίνδυνος και τα ατυχήματα καλύπτονται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στα διάφορα κράτη μέλη, και γενικώς δεν είναι η οδηγία ΕΠΕ η οποία έχει ισχύ ελέγχου κατά την εκτίμηση του κινδύνου (π.χ. στη Γαλλία αυτό γίνεται μέσω της ελεγκτικής νομοθεσίας για τις ταξινομημένες εγκαταστάσεις. στη Σουηδία, παραδείγματος χάριν, μέσω Νόμων για τις πυρηνικές εγκαταστάσεις). Έτσι, υπάρχει το ενδεχόμενο αλληλοεπικάλυψης. Στη Σουηδία, σύμφωνα με τον Περιβαλλοντικό Κώδικα, όταν μία δραστηριότητα καλύπτεται από το Νόμο περί των Μέτρων Πρόληψης και Περιορισμού των Συνεπειών Σοβαρών Χημικών Ατυχημάτων, σκοπός της ΕΠΕ είναι να προσδιορίσει και να εκτιμήσει τους σχετικούς με την ασφάλεια παράγοντες που συνδέονται με τη δραστηριότητα. Στην Ιταλία ο κύριος του έργου πρέπει να παράσχει «ανάλυση της δυσλειτουργίας του συστήματος», η οποία σχετίζεται με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που είναι αποτέλεσμα των εκπομπών στην ατμόσφαιρα και στα ύδατα, όπως και των εκρήξεων, πυρκαγιάς, κλπ. Σε ορισμένα κράτη μέλη η απαίτηση για εκτίμηση του κινδύνου δεν είναι υποχρεωτική, αλλά συνήθως διενεργείται. Έτσι, η εκτίμηση του κινδύνου φαίνεται ενίοτε να είναι ανομοιογενής - παραδείγματος χάριν στη Σουηδία, ενώ οι επιπτώσεις που είναι αποτέλεσμα δραστηριοτήτων που σχετίζονται με χημικές ουσίες καλύπτονται από τον Περιβαλλοντικό Κώδικα, δεν καλύπτονται οι δραστηριότητες που δεν έχουν σχέση με χημικές ουσίες. Ομοίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι εκτελεστικές κανονιστικές διατάξεις δεν κάνουν αναφορά στην εκτίμηση του κινδύνου από ατυχήματα ή στις επιπτώσεις εκτάκτων περιστάσεων (όπως δυνατή νεροποντή, σεισμός, κατολίσθηση εδάφους και άλλες απρόβλεπτες φυσικές καταστροφές), διότι αυτές δεν θεωρούνται «πιθανές». Ωστόσο, η εκτίμηση ενδεχόμενης πλημμύρας και κατολίσθησης θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος της πρόωρης φάσης εκτέλεσης ενός έργου. Οι εγκαταστάσεις που είναι ευάλωτες σε σεισμική δραστηριότητα (π.χ. πυρηνικές εγκαταστάσεις) καλύπτονται από διατάξεις που ελέγχονται από την Υπηρεσία για την Υγεία και την Ασφάλεια.

    4.6.6 Ο κίνδυνος καλύπτεται με πολλούς τρόπους στην πρακτική της Γαλλίας. Το γαλλικό Υπουργείο Περιβάλλοντος περιλαμβάνει ένα Τμήμα Πρόληψης Μεγάλων Κινδύνων. Οι εκθέσεις έργου περιλαμβάνουν πάντοτε ένα τμήμα σχετικά με τον κίνδυνο. Τα Σχέδια Έκθεσης σε Κινδύνους λαμβάνουν υπόψη τους τεχνολογικούς κινδύνους ενώ τα Σχέδια Πρόληψης Κινδύνου λαμβάνουν υπόψη τους φυσικούς κινδύνους - αυτά δεν σχετίζονται πάντοτε με ειδικά έργα. Σκοπός τους είναι να αποφευχθούν τα ακατάλληλα έργα ή να οριστούν οι ακριβείς απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας σε έργα. Οι ταξινομημένες εγκαταστάσεις (στις οποίες περιλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις Seveso και αποτελούν το ήμισυ των έργων για τα οποία εκπονείται δήλωση επιπτώσεων) απαιτούν μελέτη εκτίμησης του κινδύνου ("ιtude de danger"), η οποία προσδιορίζει τις πηγές του κινδύνου και τα προβλέψιμα σενάρια ατυχημάτων. Η εν λόγω μελέτη πρέπει να αξιολογεί τις συνέπειες και να αιτιολογεί τα μέτρα που προτείνονται για την πρόληψη και την άμβλυνση των επιπτώσεων.

    4.6.7 Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Διοικητικό Διάταγμα για την ΕΠΕ (UVP-Verwaltungsvorschrift) περιλαμβάνει καθοδήγηση για την εφαρμογή του Γερμανικού Νόμου περί ΕΠΕ και δηλώνει ότι οι επιπτώσεις στο περιβάλλον περιλαμβάνουν τις επιπτώσεις λόγω λειτουργικής βλάβης. Όταν μία εγκατάσταση χρειάζεται να σχεδιαστεί έτσι ώστε να προλαμβάνονται τα ατυχήματα, η αρμόδια αρχή οφείλει να απαιτήσει από τον υποψήφιο περιγραφή των ενδεχόμενων σημαντικών επιπτώσεων σε περίπτωση ατυχήματος ή εκτάκτων περιστάσεων. Στη Γερμανία ειδικοί θεματικοί νόμοι παρέχουν το συνολικό πλαίσιο. οι εργασίες εκτίμησης του κινδύνου αξιολογούνται από τον υπεύθυνο λήψης απόφασης. Στο Βέλγιο-Βρυξέλλες η Πυροσβεστική Υπηρεσία ή η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας συνεργάζονται κατά τη λήψη απόφασης, εξετάζοντας τα ρεαλιστικά σενάρια κινδύνου/ατυχήματος.

    4.6.8 Σε ορισμένα κράτη μέλη οι απαιτήσεις των οδηγιών Seveso και IPPC αποτελούν τις ελάχιστες απαιτήσεις για την εκτίμηση του κινδύνου, και τα εν λόγω πρότυπα έχουν ενσωματωθεί στις εθνικές διαδικασίες (π.χ. Βέλγιο-Βαλλονία, Δανία). Στην Πορτογαλία, οι απαιτήσεις δυνάμει των οδηγιών Seveso και IPPC αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο ειδικής νομοθεσίας, ενώ στην Ισπανία οι διαδικασίες ΕΠΕ έχουν συμπεριληφθεί τόσο στη διαδικασία IPPC, όσο και στη διαδικασία Seveso. Γενικώς, όσοι απάντησαν στο ερωτηματολόγιο δεν αναφέρουν τις ειδικές τεχνικές εκτίμησης του κινδύνου που χρησιμοποιούνται, εξηγώντας ότι η μέθοδος εξαρτάται από τον τύπο του έργου. Ορισμένες από τις μεθόδους που αναφέρθηκαν είναι οι εξής:

    - Αυστρία: κατάλογοι ελέγχου, ανάλυση βάσει δένδρου σφαλμάτων

    - Φινλανδία: στατιστική ανάλυση, υπολογισμοί, αξιολόγηση προηγούμενης εμπειρίας

    - Ιταλία: εξέταση κατά περίπτωση μέσω μαθηματικών μοντέλων ή/και μέσω ανάλυσης στατιστικής συχνότητας, καθώς και αξιολόγηση προηγούμενων συμβάντων.

    - Κάτω Χώρες: πρότυπα κινδύνου ομάδας για αερολιμένες.

    4.6.9 Η ένταση και οι λεπτομέρειες της εκτίμησης του κινδύνου μπορεί να εξαρτώνται σε ορισμένα κράτη μέλη από τον τύπο του έργου, καθώς επίσης και από τη χωροθέτησή του. υπό ορισμένες συνθήκες αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τα πρότυπα ποικίλλουν, καθώς και ότι οι διαδικασίες ποικίλλουν τόσο εντός παραπλήσιων τομέων, όσο και μεταξύ τομέων. Στη Φινλανδία ορισμένοι τομείς διαθέτουν καθιερωμένες τεχνικές εκτίμησης και άλλοι όχι. Γενικώς, όσον αφορά τη σύνδεση της ΕΠΕ με την οδηγία IPPC και τις απαιτήσεις της οδηγίας Seveso, οι πλέον λεπτομερείς πληροφορίες για την εκτίμηση του κινδύνου παρέχονται στη Φινλανδία, στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας, ενώ για τους πυρηνικούς σταθμούς η ανάλυση του κινδύνου συζητείται σε πρόωρο στάδιο. Στο Βέλγιο-Φλάνδρα, ενώ η εκτίμηση του κινδύνου δεν έχει αναπτυχθεί σωστά εντός της ΕΠΕ, όσον αφορά τις εγκαταστάσεις τύπου Seveso πρέπει να υποβάλεται ξεχωριστή έκθεση για την ασφάλεια εντός της ΔΠΕ. για τις εγκαταστάσεις που δεν εμπίπτουν στην οδηγία Seveso, οι σημαντικότερες πτυχές αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας ΕΠΕ.

    4.6.10 Το Ηνωμένο Βασίλειο υιοθετεί μια προσέγγιση διαχείρισης του κινδύνου παρά μία αυστηρή διαδικασία εκτίμησης του κινδύνου, προβλέποντας εντός του έργου διαδικασίες διαχείρισης του κινδύνου προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο ενυπάρχων κίνδυνος. Η ασφάλεια, καθώς και η έγκριση των μέτρων πρόληψης ατυχημάτων προβλέπονται στο Ηνωμένο Βασίλειο από τον Νόμο του 1974 για την υγεία και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας και από τις κανονιστικές του διατάξεις που εφαρμόζουν την οδηγία Seveso II, καθώς και από το λοιπό καθεστώς αδειοδότησης που εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις. Οι εν λόγω κανονιστικές διατάξεις απαιτούν αυστηρή συμμόρφωση με τους κανόνες για την υγεία και ασφάλεια εντός και εκτός του χώρου εργασίας. Το πρότυπο που πρέπει να τηρείται επιτοπίως είναι το "As Low As Reasonably Practicable" (ALARP -Κατά το δυνατόν μικρότερος κίνδυνος). Το πρότυπο ALARP χρησιμοποιείται στην Ιρλανδία για τον κίνδυνο που συνδέεται με τα σιδηροδρομικά έργα.

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Κίνδυνος

    Ο κίνδυνος αντιμετωπίζεται μέσω ενός μεγάλου εύρους τρόπων και σε πολύ διαφορετικά επίπεδα στην ΕΕ, εν μέρει έχοντας υπόψη την ποικιλία των γεωγραφικών, γεωλογικών, κλιματολογικών και άλλων συνθηκών. Ο κίνδυνος συγκαταλέγεται στα κριτήρια επιλογής του Παραρτήματος ΙΙΙ και η εκτίμηση του κινδύνου εμφαίνεται σε πολλές ΔΠΕ και, μολαταύτα, για τα περισσότερα κράτη μέλη ο κίνδυνος αντιμετωπίζεται χωριστά από τη διαδικασία ΕΠΕ, δεδομένου ότι συχνά αντιμετωπίζεται από καθεστώτα ελέγχου για τα οποία δεν ισχύει η οδηγία ΕΠΕ. Οι σχέσεις μεταξύ ΕΠΕ και εθνικών καθεστώτων περιβαλλοντικού ελέγχου είναι πολύπλοκες και φαίνεται ότι υπάρχει ελάχιστος πραγματικός συντονισμός μεταξύ της οδηγίας ΕΠΕ και των άλλων οδηγιών, όπως της οδηγίας IPPC και της οδηγίας περί ενδιαιτημάτων.

    Δράση: Βλέπε σύσταση 5.4.2. (ι)

    Ανθρώπινη υγεία

    4.6.11 Ενώ η οδηγία ΕΠΕ δεν απαιτεί ειδικώς να εξετάζεται η ανθρώπινη υγεία ως μέρος της διαδικασίας εκτίμησης, στο άρθρο 3 προβλέπεται ότι η εκτίμηση πρέπει να προσδιορίζει, να περιγράφει και να εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις, μεταξύ άλλων θεμάτων, επί των ανθρωπίνων όντων. Πολλοί από αυτούς που απάντησαν αναφέρουν ότι ενώ οι επιπτώσεις στην υγεία πρέπει θεωρητικώς να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ΕΠΕ ως μέρος της εκτίμησης των επιπτώσεων επί των ανθρωπίνων όντων, στην πράξη το επίπεδο λεπτομερειών περιορίζεται και συχνά δεν είναι τόσο διεξοδικό όσο αυτό που παρέχεται για τις βιοφυσικές επιπτώσεις.

    4.6.12 Οι διαβουλεύσεις με τις σχετικές αρχές δημόσιας υγείας κατά την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής χαρακτηρίζονται από ορισμένους εξ όσων απάντησαν ως μέσο διασφάλισης ότι οι επιπτώσεις στην υγεία λαμβάνονται δεόντως υπόψη. Ως επί το πλείστον, τα πιο κοινά θέματα υγείας αφορούν τον θόρυβο και την ποιότητα του αέρα (συμπεριλαμβανομένης της σκόνης), όπου για την εκτίμηση της σημασίας των επιπτώσεων χρησιμοποιούνται συνήθως ποσοτικά πρότυπα και κατώτατα όρια. Οι επιπτώσεις στην υγεία φαίνεται να λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη σε σχέση με τα έργα υποδομής στον τομέα των μεταφορών (οδοί, σιδηρόδρομοι, αερολιμένες, χώροι στάθμευσης), επεξεργασία αποβλήτων και εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Υπάρχει σημαντική ποικιλία ως προς την κάλυψη που εκτείνεται από:

    - τη στενή ερμηνεία, π.χ. επιπτώσεις των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των έργων στην υγεία (ειδικότερα του θορύβου, της ατμοσφαιρικής ρύπανσης), με γενική αναφορά στις επιπτώσεις στα 'ανθρώπινα όντα', δυνάμει του άρθρου 3. έως

    - την ευρύτερη ερμηνεία, π.χ. ευεξία, κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις (αλλά οι τελευταίες συχνά θεωρείται ότι εκτείνονται πέραν του πεδίου εφαρμογής της ΕΠΕ και καλύπτονται από άλλη νομοθεσία - π.χ. πολεοδομικός και χωροταξικός σχεδιασμός).

    Κατά προσέγγιση το ένα τρίτο των κρατών μελών υιοθετούν μια ευρύτερη προσέγγιση, ενώ τα υπόλοιπα υιοθετούν διάφορες μορφές προσέγγισης με βάση τη στενότερη ερμηνεία.

    4.6.13 Λίγοι εξ όσων απάντησαν θα μπορούσαν να παράσχουν παραδείγματα ορθής πρακτικής, μολονότι ορισμένες χώρες λαμβάνουν ως καθοδήγηση τις προδιαγραφές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και άλλες έχουν εκδώσει τις δικές τους κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να συνδράμουν στη συνεκτίμηση των θεμάτων υγείας, π.χ. στο Βέλγιο-Φλάνδρα οι κατευθυντήριες γραμμές έχουν εκπονηθεί σε συνεργασία με τη Διοίκηση Υγείας και με τη μονάδα ΕΠΕ. Οι ιρλανδικές κατευθυντήριες γραμμές υποδεικνύουν ότι πρέπει να υιοθετηθεί μια προσέγγιση εκτίμησης του κινδύνου και οι Κάτω Χώρες αναγνωρίζουν επίσης τη στενή σχέση μεταξύ της εκτίμησης του κινδύνου και της εκτίμησης των επιπτώσεων στην υγεία. Η ολλανδική κατηγοριοποίηση των επιπτώσεων στην υγεία είναι ενδιαφέρουσα:

    - υγεία (φυσική) - συνήθως ποσοτικές επιπτώσεις (π.χ. σε ποιες τιμές ρύπων που σχετίζονται με την υγεία σημειώνεται υπέρβαση);

    - ευεξία - οχλήσεις (π.χ. λόγω οσμών, στην όραση, θόρυβοι). συνύπαρξη ποιοτικών και ποσοτικών επιπτώσεων. και

    - κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις σε σχέση με την υγεία - απασχόληση και παύση εργασιακής σχέσης, συζητώνται όμως μόνο από γενική άποψη.

    Η ολλανδική πρακτική αναφέρεται επίσης στις επιπτώσεις επί ομάδων παρά επί ατόμων.

    Περίληψη κυριότερων πορισμάτων: Ανθρώπινη υγεία

    Η εκτίμηση των επιπτώσεων στην υγεία δεν αποτελεί ιδιαιτέρως προεξάρχον χαρακτηριστικό της υφιστάμενης πρακτικής. Διαπιστώνεται σημαντική ποικιλία ως προς την κάλυψη από τη στενή έως την ευρεία ερμηνεία των επιπτώσεων στην υγεία. Υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι οι επιπτώσεις στην υγεία θεωρούνται λιγότερο σημαντικές για την ΕΠΕ, ή/και ότι σε ορισμένο βαθμό καλύπτονται από άλλη νομοθεσία. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια στοιχεία που υποδηλώνουν ότι οι επιπτώσεις στην υγεία εξετάζονται στο πλαίσιο άλλων κεφαλαίων, όπως η ρύπανση και ο κίνδυνος.

    Δράση: Βλέπε σύσταση 5.4.2. (ι).

    4.7 Σχέση με άλλες οδηγίες της ΕΕ

    4.7.1 Η οδηγία ΕΠΕ αποτελεί εργαλείο κλειδί για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής της ΕΕ και ανήκει στη δέσμη οδηγιών που έχουν ως πρωταρχικό τους ζητούμενο τη διαχείριση και την προστασία του περιβάλλοντος. Σε πολλές περιπτώσεις τα έργα τα οποία καλύπτονται από την οδηγία ΕΠΕ υπόκεινται επίσης στις διατάξεις άλλων περιβαλλοντικών οδηγιών. Το δίκτυο IMPEL έχει εξετάσει τη σχέση μεταξύ της ΕΠΕ και άλλων οδηγιών κατά το παρελθόν και έχει τονίσει τη σημασία του συντονισμού των κυριότερων φάσεων, όπως η συμμετοχή του κοινού και η ανάγκη να αποφευχθεί, ει δυνατόν, η αλληλοεπικάλυψη ως προς την τεκμηρίωση και τη δραστηριότητα εκτίμησης [23]. Για την παρούσα ανασκόπηση ζητήθηκε από τα κράτη μέλη να δηλώσουν τη σχέση μεταξύ ΕΠΕ και ορισμένων άλλων κύριων περιβαλλοντικών οδηγιών.

    [23] Δίκτυο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Εφαρμογή και την Επιβολή του Ευρωπαϊκού Δικαίου (1998) Σχέσεις μεταξύ των οδηγιών IPPC, ΕΠΕ, SEVESO και των κανονισμών EMAS: τελική έκθεση, Βρυξέλλες, CEC.

    Οδηγία 96/61/ΕΚ για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης

    4.7.2 Το άρθρο 2 παράγραφος 2 εδάφιο α) της οδηγίας ΕΠΕ (εισήχθη από την οδηγία 97/11/ΕΚ) επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέψουν μια ενιαία διαδικασία για την τήρηση των απαιτήσεων τόσο της οδηγίας ΕΠΕ, όσο και της οδηγίας IPPC. Μόνο τέσσερις εξ όσων απάντησαν (Αυστρία, Βέλγιο-Βρυξέλλες, Γερμανία και Ιταλία) δήλωσαν ότι υπάρχει ενιαία διαδικασία για την αδειοδότηση έργων τα οποία εμπίπτουν τόσο στην οδηγία ΕΠΕ, όσο και στην οδηγία IPPC. Η Αυστρία διαθέτει μια ενιαία καθιερωμένη διαδικασία χορήγησης άδειας, ενώ η αρμόδια αρχή (ομοσπονδιακή ή σε επίπεδο ομοσπονδιακών κρατιδίων - Lδnder) λαμβάνει υπόψη τόσο την οδηγία ΕΠΕ, όσο και την οδηγία IPPC, ενώ στην Ιταλία αυτό εφαρμόζεται μόνο για τις τροποποιήσεις και επεκτάσεις υφιστάμενων έργων. Σε ορισμένα κράτη μέλη η εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ υποδιαιρείται μεταξύ αδειοδοτήσεων για χρήση γης και περιβαλλοντικών αδειών (για τις διαδικασίες) και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει επικάλυψη μεταξύ της οδηγίας ΕΠΕ και της οδηγίας IPPC. Στις Κάτω Χώρες, όπου απαιτείται τόσο αδειοδότηση για χρήση γης όσο και αδειοδότηση για τις διαδικασίες, η χορήγηση άδειας για χρήση γης αναστέλλεται έως ότου χορηγηθεί η άδεια IPPC ή άλλη περιβαλλοντική άδεια. Σε όλα τα άλλα κράτη μέλη οι διαδικασίες είναι χωριστές, μολονότι στη Γαλλία, στις Κάτω Χώρες, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο είτε παρέχεται ως συμβουλή στους προτείνοντες το έργο, είτε απαιτείται από αυτούς να υποβάλουν συγχρόνως αίτηση. Στην Ιρλανδία η γενική πρακτική είναι η αίτηση σχεδιασμού χρήσης γης να υποβάλλεται πριν από την αίτηση IPPC. Η Ισπανία δεν έχει ακόμη (πλήρως) μεταφέρει την οδηγία 96/61/ΕΚ στην εθνική της νομοθεσία.

    4.7.3 Στα περισσότερα κράτη μέλη (Βέλγιο-Βρυξέλλες, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία και Σουηδία) τα κατώτατα όρια του Παραρτήματος Ι της οδηγίας IPPC και τα κατώτατα όρια που θεσπίστηκαν για το Παράρτημα ΙΙ της ΕΠΕ είναι γενικώς τα ίδια. Μολονότι σε ορισμένες χώρες τα υποχρεωτικά κατώτατα όρια του Παραρτήματος ΙΙ της ΕΠΕ είναι χαμηλότερα (Γαλλία και Ελλάδα) και στη Γαλλία τα κατώτατα όρια του Παραρτήματος ΙΙ είναι 2 έως 10 φορές χαμηλότερα από εκείνα της οδηγίας IPPC. Ενώ η χρήση των ίδιων κατωτάτων ορίων-κριτηρίων διευκολύνει τη συνάφεια και τη σωστή ενσωμάτωση των απαιτήσεων ΕΠΕ και του καθεστώτος αδειοδότησης IPPC, πολλοί εξ όσων απάντησαν ανέφεραν τα προβλήματα που θέτει μια τέτοια ενσωμάτωση εξαιτίας εθνικών νομοθετικών παραγόντων.

    Οδηγία 92/43/ΕΟΚ περί ενδιαιτημάτων

    4.7.4 Το άρθρο 6 της οδηγίας περί ενδιαιτημάτων απαιτεί να διενεργείται διαδικασία εκτίμησης όταν ένα έργο ή σχέδιο, το οποίο δεν συνδέεται άμεσα με τη διαχείριση τόπου του Natura 2000, είναι πιθανόν να έχει σημαντικές επιπτώσεις επί του εν λόγω τόπου. Η συγκεκριμένη διαδικασία, όπως και η ΕΠΕ, είναι μια κατά φάσεις εκτίμηση του έργου ή του σχεδίου, των επιπτώσεών του επί του τόπου του Natura 2000, των εναλλακτικών λύσεων για το έργο ή το σχέδιο που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποφυγή των δυσμενών επιπτώσεων επί του τόπου, καθώς και οιωνδήποτε μέτρων άμβλυνσης ή αντισταθμιστικών μέτρων που θα διατηρούσαν τη συνολική ακεραιότητα του δικτύου Νatura 2000. Το έγγραφο των υπηρεσιών της Επιτροπής Managing Natura 2000 sites: the Provisions of Article 6 of the Habitats Directive 92/43/EEC [24] (Διαχείριση των τόπων του Natura 2000: οι διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ περί ενδιαιτημάτων) προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ της οδηγίας ΕΠΕ και του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και αναφέρει ότι ένα έργο το οποίο είναι πιθανόν να έχει σημαντικές επιπτώσεις επί τόπου του Natura 2000 είναι πιθανόν να απαιτήσει εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 6 και διενέργεια ΕΠΕ, σύμφωνα με την οδηγία ΕΠΕ. Επιπλέον, οι μη υποχρεωτικές κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για τη διαδικασία εκτίμησης του άρθρου 6 ορίζουν ότι εάν πρόκειται για έργο στο οποίο εφαρμόζεται η οδηγία ΕΠΕ, οι εκτιμήσεις δυνάμει του άρθρου 6 ενδεχομένως να αποτελέσουν μέρος της ΕΠΕ, αλλά πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια και να διακρίνονται εντός της ΔΠΕ [25]. Όλα τα κράτη μέλη, εκτός της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, υποστηρίζουν ότι έχουν συντονίσει την εκτίμηση ΕΠΕ με τις εκτιμήσεις που απαιτούνται δυνάμει της οδηγίας περί ενδιαιτημάτων. Η Πορτογαλία εξήγησε ότι σε ευαίσθητες περιοχές όλα τα έργα απαιτούν διενέργεια ΕΠΕ, ανεξαρτήτως μεγέθους. Στη Φινλανδία, η εκτίμηση δυνάμει της οδηγίας περί ενδιαιτημάτων μπορεί να διενεργηθεί ως τμήμα της διαδικασίας ΕΠΕ ή σε μεταγενέστερο στάδιο της ΕΠΕ, όταν ο σχεδιασμός του έργου θα είναι σε μια πιο συγκεκριμένη φάση.

    [24] Βλέπε http://europa.eu.int/comm/environment/ nature/home.htm

    [25] Βλέπε http://europa.eu.int/comm/environment/ nature/art6_sv.pdf

    Περίληψη των κυριοτέρων πορισμάτων: Σχέσεις με άλλες οδηγίες της ΕΕ

    Υπάρχουν λίγα στοιχεία που να τεκμηριώνουν ευρύ συντονισμό μεταξύ της οδηγίας ΕΠΕ και των άλλων οδηγιών, όπως της οδηγίας IPPC και της οδηγίας περί ενδιαιτημάτων. Λίγα κράτη μέλη έχουν δράξει την ευκαιρία να προβλέψουν μεγαλύτερη συνοχή και μείωση της επαναλαμβανόμενης τεκμηρίωσης και των εκτιμήσεων, με βάση τον στενότερο συντονισμό μεταξύ ΕΠΕ και IPPC. Όταν τα κράτη μέλη ισχυρίζονται ότι όντως υπάρχουν σχέσεις, αυτές συνήθως έχουν τη μορφή καθοδήγησης που δεν υποδηλώνει περισσότερα πράγματα εκτός από το γεγονός ότι οι δύο διαδικασίες πρέπει να αντιμετωπίζονται συγχρόνως.

    4.8 Πρόσβαση στην δικαιοσύνη

    4.8.1 Το άρθρο 9 της Σύμβασης του Aarhus απαιτεί κάθε συμβαλλόμενο μέρος να διασφαλίσει ότι το κοινό έχει πρόσβαση στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες εάν θελήσει να προσβάλει πράξεις ή παραλείψεις ιδιωτών και δημοσίων αρχών, οι οποίες παραβαίνουν διατάξεις της εθνικής του νομοθεσίας για το περιβάλλον. Η προτεινόμενη οδηγία, η οποία θα τροποποιήσει μεταξύ άλλων την οδηγία ΕΠΕ, ούτως ώστε να μεταφέρει τη Σύμβαση του Aarhus στη νομοθεσία της ΕΕ, θα απαιτήσει από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι το ενδιαφερόμενο κοινό (υπό ορισμένες προϋποθέσεις) έχει τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου που έχει θεσπιστεί βάσει νόμου, προκειμένου να προσβάλει την ουσιαστική ή διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που υπόκεινται στις διατάξεις περί συμμετοχής του κοινού της οδηγίας ΕΠΕ (άρθρο 10 περίπτωση α). Το νέο άρθρο 10 περίπτωση α) θα απαιτήσει επίσης από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι τέτοιου είδους διαδικασίες θα είναι δίκαιες και ότι δεν θα είναι απαγορευτικά πολυδάπανες. Ενώ η υφιστάμενη οδηγία ΕΠΕ δεν απαιτεί διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και οι τροποποιήσεις της οδηγίας ΕΠΕ που προέρχονται από τη Σύμβαση του Aarhus δεν έχουν ακόμη θεσπιστεί, η παρούσα ανασκόπηση αναζήτησε πληροφορίες επί των υφιστάμενων ρυθμίσεων για πρόσβαση στη δικαιοσύνη με βάση την ΕΠΕ.

    4.8.2 Από τα στοιχεία της έρευνας εξάγεται ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για την ΕΠΕ φαίνεται να περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό στην προσφυγή στα δικαστικά συστήματα των επιμέρους κρατών μελών. Η χρήση δικαστικών συστημάτων προσφυγής για την εξασφάλιση πρόσβασης στη δικαιοσύνη συχνά είναι δαπανηρή και αργή, και συχνά περιορίζεται σε εκείνους που θίγονται άμεσα από μία απόφαση, ενώ δεν επεκτείνεται στη γενικότερη έννοια του «ενδιαφερόμενου κοινού», όπως προβλέπεται από τη Σύμβαση του Aarhus. Ορισμένες χώρες έχουν καταστήσει την ΕΠΕ αναπόσπαστο μέρος των προϋπαρχουσών διαδικασιών αδειοδότησης και η πρόσβαση στη δικαιοσύνη αποτελεί ως εκ τούτου μέρος της διαδικασίας αδειοδότησης και δεν συνδέεται άμεσα με τη διαδικασία ΕΠΕ. Στη Γερμανία, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά του αποτελέσματος της απόφασης που λαμβάνεται μετά από επιλογή, όμως μόνο μετά τη λήψη της τελικής απόφασης. Το ίδιο συμβαίνει και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Δανία ήταν ένα από τα λίγα κράτη μέλη στα οποία παρέχεται πρόσβαση στη δικαιοσύνη κατά τις ενδιάμεσες φάσεις της επιλογής και της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής. Η νομοθεσία της Ιρλανδίας προβλέπει επίσης τη δικαστική εξέταση σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας σχεδιασμού στην οποία ενσωματώνεται η ΕΠΕ. Επιτρέπει περαιτέρω ένα σύστημα προσφυγής τρίτου μέρους - όπου η απόφαση σχεδιασμού για την αδειοδότηση έργου μπορεί να επανεξεταστεί κατόπιν προσφυγής από το An Bord Pleanαla, το εθνικό συμβούλιο προσφυγών για θέματα σχεδιασμού.

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Πρόσβαση τη δικαιοσύνη

    Μολονότι η υφιστάμενη οδηγία ΕΠΕ δεν περιλαμβάνει διατάξεις για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, η πλειονότητα των κρατών μελών προβλέπουν μια τέτοια πρόσβαση στα εθνικά τους συστήματα. Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη όσον αφορά την ΕΠΕ περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εκείνους τους πολίτες οι οποίοι έχουν εκ του νόμου το δικαίωμα να προσβάλουν αποφάσεις ενώπιον δικαστηρίου. Στις περισσότερες περιπτώσεις τέτοιου είδους προσφυγές μπορούν να γίνουν μόνο εφόσον έχει χορηγηθεί η άδεια για το έργο. λίγα είναι τα κράτη μέλη που προβλέπουν τη δυνατότητα προσφυγής σε πρωιμότερες φάσεις της ΕΠΕ.

    Δράση: Έχει εγκριθεί η τροποποίηση της οδηγίας ΕΠΕ προκειμένου αυτή να ευθυγραμμιστεί με τη Σύμβαση του Aarhus. Η εν λόγω τροποποίηση εισάγει υποχρεώσεις και δικαιώματα όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

    4.9 Ποιοτικός έλεγχος στο πλαίσιο της ΕΠΕ

    4.9.1 Ο ποιοτικός έλεγχος της ΕΠΕ μπορεί να εκτιμηθεί σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας. Μπορούν να θεσπιστούν μέτρα ποιοτικού ελέγχου προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις επιλογής λαμβάνονται σύμφωνα με την οδηγία. μπορούν να θεσπιστούν μέτρα προκειμένου να ελεγχθεί ότι όλες οι σημαντικές επιπτώσεις έχουν δεόντως εντοπιστεί κατά τη φάση οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής, ότι για τη λήψης της απόφαση για χορήγηση άδειας έχουν ληφθεί υπόψη, όπως αρμόζει, οι περιβαλλοντικές πληροφορίες και, μολονότι δεν καλύπτεται από την οδηγία ΕΠΕ, μπορεί να θεσπιστεί ποιοτικός έλεγχος μετά τη λήψη της απόφασης, μέσω παρακολούθησης. Ο ποιοτικός έλεγχος μπορεί επίσης να συμπεριλαμβάνει την ποιότητα της συμμετοχής του κοινού σε κάθε φάση της διαδικασίας. Ωστόσο, η οδηγία δεν επιβάλλει τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές θα εκτελούν τα καθήκοντά τους όσον αφορά την επιλογή, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διενεργείται η διαδικασία οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ολοκληρώνονται οι εκτιμήσεις, το επίπεδο λεπτομέρειας ή τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να υποβάλλεται η έκθεση με τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων. Μετά από την υπόθεση 431/99 Επιτροπή κατά Γερμανίας (Grosskrotzenburg) οι απαιτήσεις της οδηγίας τηρούνται στο βαθμό που παρέχονται οι περιβαλλοντικές πληροφορίες ή στο βαθμό που η αρμόδια αρχή έχει στην κατοχή της τις εν λόγω πληροφορίες και το κοινό έχει τη δυνατότητα να τις εξετάσει και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί των εν λόγω πληροφοριών εκ των προτέρων, πριν από τη λήψη της εκάστοτε απόφασης. Η οδηγία θεσπίζει τους διαδικαστικούς κανόνες βάσει των οποίων διενεργείται η ΕΠΕ, δεν θεσπίζει οιαδήποτε βάση επί της οποίας μπορεί να υποβληθεί σε δοκιμή ο ποιοτικός έλεγχος των φάσεων της διαδικασίας ΕΠΕ, ο οποίος επαφίεται στα κράτη μέλη. Το Πλαίσιο 3 παρέχει λεπτομέρειες ορισμένων μέτρων ποιοτικού ελέγχου που έχουν θεσπιστεί (καλύπτοντας τη φάση οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής και τη ΔΠΕ) σε κάποια κράτη μέλη.

    Πλαίσιο 3: Ποιοτικός έλεγχος ΕΠΕ

    Αυστρία

    Γενικώς υπάρχουν αξιόλογες επαφές μεταξύ του υποψηφίου και της αρμόδιας αρχής κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ΕΠΕ, συμπεριλαμβανομένων των επίσημων/ανεπίσημων διαδικασιών οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής. Η αρμόδια αρχή διατυπώνει παρατηρήσεις επί των τεχνικών και νομικών πτυχών του έργου, και δύναται να προτείνει κατάλληλους εμπειρογνώμονες για την εκτίμηση των επιπτώσεων. Η αρμόδια αρχή εκτιμά την ποιότητα των πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί από τον υποψήφιο, προσφεύγοντας είτε σε εσωτερικούς, είτε σε εξωτερικούς εμπειρογνώμονες. Επιλεγμένες κυβερνητικές περιβαλλοντικές υπηρεσίες λαμβάνουν αντίγραφα της ολοκληρωμένης ΔΠΕ για διατύπωση παρατηρήσεων και όλη η τεκμηρίωση που συνοδεύει την αίτηση είναι ανοικτή για επιθεώρηση από το κοινό και για διατύπωση παρατηρήσεων, για διάστημα έξι εβδομάδων.

    Βέλγιο-Βρυξέλλες

    Η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής είναι υποχρεωτική και η αρμόδια αρχή εκπονεί προδιαγραφές για την ΕΠΕ. Οι κύριοι έργου πρέπει να χρησιμοποιήσουν έναν εγκεκριμένο σύμβουλο για να αναλάβει τη διενέργεια ΕΠΕ. Μετά από την ολοκλήρωση της μελέτης, μια καθοδηγητική επιτροπή (η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους των κυριότερων σχετικών Διοικήσεων) επανεξετάζει την ΕΠΕ και δύναται να εγκρίνει ή να τροποποιήσει τις εργασίες έως ότου επιλύσει ικανοποιητικά τα θέματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο των αρχικών προδιαγραφών ΕΠΕ.

    Βέλγιο-Φλάνδρα

    Οι κύριοι έργου δύνανται να χρησιμοποιήσουν μόνο εγκεκριμένους εμπειρογνώμονες για τη διενέργεια ΕΠΕ και οφείλουν να υποβάλουν την προτεινόμενη ομάδα εμπειρογνωμόνων για την ΕΠΕ καθώς και το σχέδιο της ΔΠΕ προς έγκριση στη Μονάδα ΕΠΕ της Διοίκησης Περιβάλλοντος. Ενώ η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής δεν είναι υποχρεωτική, υφίσταται ως ανεπίσημη απαίτηση και η συνεδρίαση για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής, στην οποία συμμετέχουν όλες τις σχετικές κυβερνητικές υπηρεσίες, ο κύριος του έργου και οι εμπειρογνώμονες ΕΠΕ, αποτελεί τμήμα της τυποποιημένης πρακτικής ΕΠΕ. Το σχέδιο της ΔΠΕ εξετάζεται σε μια δεύτερη συνεδρίαση της εν λόγω ομάδας και η τελική ΔΠΕ πρέπει να εγκριθεί από τη Μονάδα ΕΠΕ της Διοίκησης Περιβάλλοντος. Κατευθυντήριες γραμμές ΕΠΕ (έντυπες).

    Βέλγιο-Βαλλονία

    Το όργανο το οποίο πρέπει να αναλάβει τη διενέργεια ΕΠΕ εγκρίνεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Η αρμόδια αρχή και ένα ανεξάρτητο περιβαλλοντικό συμβούλιο (το οποίο απαρτίζεται από εκπροσώπους της βιομηχανίας, των πανεπιστημίων, των κυβερνητικών περιβαλλοντικών οργάνων, των ενώσεων, του ευρέος κοινού, κλπ.) επανεξετάζει την ποιότητα της ΕΠΕ. Εάν αυτή δεν θεωρηθεί ικανοποιητική, η αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει επιπλέον πληροφορίες. Εάν μεταγενέστερες επιπλέον πληροφορίες δεν είναι ικανοποιητικές, η αίτηση μπορεί να απορριφθεί.

    Δανία

    Αποτελεί υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να συμπεριλάβει τις διαβουλεύσεις με το κοινό ως μέρος της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής. Η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για την ποιότητα της ΕΠΕ. Η εθνική περιβαλλοντική αρχή ελέγχει επίσης τη ΔΠΕ.

    Φινλανδία

    Ο κύριος του έργου εκπονεί ένα έγγραφο για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής, το οποίο υποβάλλεται σε εκτίμηση από την αρμόδια αρχή, και ορίζονται οιεσδήποτε αναγκαίες αναθεωρήσεις επί του προτεινόμενου προγράμματος εκτίμησης. Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει την καταλληλότητα της τελικής έκθεσης της ΔΠΕ, μολονότι πριν από αυτή συχνά υποβάλλεται ένα σχέδιο ΔΠΕ στην αρμόδια αρχή για ανεπίσημη διατύπωση παρατηρήσεων. Το ευρύ κοινό και οι κυβερνητικές υπηρεσίες μπορούν να διατυπώσουν παρατηρήσεις επί του εγγράφου της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής και της ΔΠΕ, και η αρμόδια αρχή λαμβάνει τις εν λόγω παρατηρήσεις υπόψη κατά την εκτίμηση της ποιότητας. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος καταρτίζει τις κατευθυντήριες γραμμές για την επανεξέταση των εγγράφων οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής και των ΔΠΕ, καθώς και την διοικητική διαχείριση της διαδικασίας ΕΠΕ.

    Γαλλία

    Υπεύθυνη για την ποιότητα είναι η αρμόδια αρχή. Ορισμένες αρχές έχουν εκπονήσει έγγραφα καθοδήγησης. Οι περιφερειακές περιβαλλοντικές αρχές δύνανται επίσης να παράσχουν συμβουλές στην αρμόδια αρχή. Σε εθνικό επίπεδο, ο Υπουργός Περιβάλλοντος μπορεί να προκηρύξει πρόταση και να γνωμοδοτήσει για τη ΔΠΕ. Για τα μεγάλα έργα (ορίζονται ως τέτοια λόγω της φύσης και του κόστους τους) διεξάγονται διαβουλεύσεις με τις εθνικές και περιφερειακές αρχές προκειμένου να παράσχουν συμβουλές για την ΕΠΕ.

    Γερμανία

    Η αρμόδια αρχή εξετάζει την ποιότητα και την πληρότητα των πληροφοριών. Οι διαδικασίες αδειοδότησης μπορούν να ξεκινήσουν μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή είναι ικανοποιημένη από την ποιότητα και την πληρότητα των παρεχόμενων πληροφοριών. Εάν κριθεί αναγκαίο, μπορούν να διοριστούν εξωτερικοί εμπειρογνώμονες προκειμένου να συνδράμουν την αρμόδια αρχή στην αξιολόγηση των πληροφοριών.

    Κάτω Χώρες

    Οι Κάτω Χώρες έχουν μια ανεξάρτητη Επιτροπή ΕΠΕ, η οποία επιβλέπει μεγάλο μέρος της διαδικασίας ΕΠΕ, ως μέρος των διαδικασιών ποιοτικού ελέγχου.

    Πορτογαλία

    Η αρμόδια αρχή εξακριβώνει την ορθότητα και την πληρότητα των πληροφοριών και μπορεί να ζητηθούν επιπλέον πληροφορίες. Εάν οι πληροφορίες δεν είναι πλήρεις, αναστέλλεται η έκδοση άδειας για το έργο και πρέπει να διενεργηθεί νέα ΕΠΕ.

    4.9.2 Όπως σημειώθηκε κατά τη συζήτηση της επιλογής στο Τμήμα 3 της παρούσας έκθεσης, τα κράτη μέλη παρακολουθούν ελάχιστα την εφαρμογή της διαδικασίας επιλογής. Τα στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο υποδηλώνουν ότι υπάρχει μεγάλη ασυνέπεια όσον αφορά την προσέγγιση, και πολλά εξαρτώνται από τη δέσμευση που αναλαμβάνει η αρμόδια αρχή για την ΕΠΕ και από τους πόρους που διαθέτει για τον χειρισμό πολύπλοκων ΔΠΕ, ενώ ορισμένες αρμόδιες αρχές δεν απαιτούν ποτέ ΕΠΕ «εφόσον αυτή μπορεί να αποφευχθεί» [26]. Το μόνο μέτρο για τον ποιοτικό έλεγχο που έχει θεσπιστεί για την επιλογή στα περισσότερα κράτη μέλη φαίνεται να είναι η δυνατότητα δικαστικής προσβολής μιας απόφασης για έργο του Παραρτήματος ΙΙ, όταν δεν έχει απαιτηθεί ΕΠΕ και ακόμη, με βάση το Παράρτημα ΙΙ, εάν είναι πιθανόν να υπάρξουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η εμπιστοσύνη στη δικαστική οδό για τη διασφάλιση του ποιοτικού ελέγχου είναι σε μεγάλο βαθμό μη αποδοτική και χωρίς κάποια μορφή συγκεντρωτικής παρακολούθησης των αποφάσεων επιλογής τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να ελέγξουν την ποιότητα της διαδικασίας λήψης της απόφασης επιλογής. Η κατάσταση όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής είναι διαφορετική από την άποψη ότι υπάρχουν λίγες μόνο χώρες στην ΕΕ που έχουν θεσπίσει υποχρεωτικές φάσεις οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής της ΕΠΕ. Όταν η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής αποτελεί φάση που εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών, το μόνο μέτρο που διατίθεται για τον ποιοτικό έλεγχο είναι η χρήση κατευθυντήριων γραμμών. Μπορούν να εντοπιστούν τρεις προσεγγίσεις όσον αφορά τη διασφάλιση του ποιοτικού ελέγχου κατά το στάδιο οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής:

    [26] Βλέπε Weston, J. (2000) EIA, Decision Making Theory and Screening and Scoping in UK Practice (ΕΠΕ, Θεωρία λήψης αποφάσεων, επιλογή και πεδίο εφαρμογής στην πρακτική του Ηνωμένου Βασιλείου), στην Journal of Environmental Planning and management (Επιθεώρηση Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού και Διαχείρισης), Τόμος 43, αριθ. 2, σσ. 185-203.

    - η αρμόδια αρχή καταρτίζει τις προδιαγραφές της ΕΠΕ, ως μέρος της υποχρεωτικής διαδικασίας οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής (π.χ. Βέλγιο-Βρυξέλλες)

    - ο υποψήφιος εκπονεί ένα προσχέδιο ΕΠΕ, το οποίο υπόκειται σε εξέταση από τη σχετική αρχή και τροποποιείται από τον κύριο του έργου εφόσον κριθεί αναγκαίο (Φινλανδία, Σουηδία)

    - εκπονούνται ειδικές για το έργο κατευθυντήριες γραμμές ΔΠΕ, ως αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων, στις οποίες συμμετέχει το κοινό, οι σύμβουλοι και ένα ανεξάρτητο όργανο (π.χ. στις Κάτω Χώρες).

    4.9.3 Ορισμένες πτυχές του ποιοτικού ελέγχου των περιβαλλοντικών πληροφοριών που έχουν υποβληθεί συζητήθηκαν στο Τμήμα 3 και, όσον αφορά την επιλογή και το πεδίο εφαρμογής, σημειώνεται ότι διενεργείται ελάχιστος συγκεντρωτικός ποιοτικός έλεγχος επί του περιεχομένου, του εύρους και της καταλληλότητας των περιβαλλοντικών πληροφοριών που υποβάλλονται από τους κυρίους του έργου. Όπως αναφέρθηκε στο Τμήμα 3, λιγότερα από τα μισά κράτη μέλη έχουν διεξάγει οιεσδήποτε έρευνες για την ποιότητα και την επάρκεια των περιβαλλοντικών πληροφοριών ή για τις ΔΠΕ που έχουν υποβληθεί έως σήμερα και, εκεί όπου έχει γίνει έρευνα, βρέθηκε ότι οι ΔΠΕ είναι γενικώς χαμηλής ποιότητος. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να βελτιώσουν την ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών και των περιβαλλοντικών δηλώσεων (βλ. Πίνακας 17).

    4.9.4 Ζητήθηκε από τα κράτη μέλη να αναφέρουν ποιοι παράγοντες χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για την αξιολόγηση της ποιότητας και της επάρκειας των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από τον κύριο του έργου, και εάν χρησιμοποιήθηκαν εργαλεία όπως οι κατάλογοι ελέγχου. Η Αυστρία θεωρεί κατάλογο ελέγχου το Παράρτημα IV, το οποίο παραθέτει τα στοιχεία των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στη ΔΠΕ, και τα οποία έχουν ήδη μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία. Η ομάδα εμπειρογνωμόνων της αρχής ΕΠΕ και οι συνεργαζόμενες αρχές επιβεβαιώνουν τη συμμόρφωση. Άλλα επίσημα όργανα (π.χ. ο διαμεσολαβητής περιβάλλοντος, ο δήμος υποδοχής, το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Γεωργίας, Δασοκομίας, Περιβάλλοντος και Διαχείρισης Υδάτων) μπορούν να διατυπώσουν παρατηρήσεις επί της ποιότητας της περιβαλλοντικής δήλωσης, όπως μπορεί και το κοινό. Το Βέλγιο-Φλάνδρα, η Δανία και η Γερμανία παραπέμπουν επίσης στις μεταφερθείσες απαιτήσεις του Παραρτήματος IV της οδηγίας ΕΠΕ, θεωρώντας ότι διαδραματίζουν ρόλο καταλόγου ελέγχου. Η Ιρλανδία παραπέμπει στις Κατευθυντήριες Γραμμές για τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις Δηλώσεις Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, θεωρώντας ότι υποδεικνύουν τις πληροφορίες που απαιτούνται. Ομοίως, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Οδηγός Διαδικασιών που δημοσιεύθηκε από το Υπουργείο Μεταφορών, την τοπική κυβέρνηση και τις περιφέρειες, περιλαμβάνει κατάλογο ελέγχου, όπως και οι κατευθυντήριες γραμμές που δημοσιεύθηκαν από την ΕΚ και άλλες πηγές. Ένα ιταλικό διάταγμα (DPCM της 27.12.88) θεσπίζει τους «τεχνικούς κανόνες» που υποδεικνύουν τι πρέπει να περιλαμβάνει το περιεχόμενο μιας περιβαλλοντικής δήλωσης. Στη Γαλλία διατίθεται ένας γενικός οδηγός για το περιεχόμενο των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, καθώς και τεχνικές κατευθύνσεις για τους κύριους τύπους έργων.

    4.9.5 Για την προώθηση της ποιότητας στη Φινλανδία, η Φινλανδική Ένωση για την Εκτίμηση των επιπτώσεων απονέμει βραβείο στη «ΔΠΕ της χρονιάς» κατά την ετήσια διάσκεψή της. Στις Κάτω Χώρες, εκπονούνται ειδικές για το έργο κατευθυντήριες γραμμές για κάθε επιμέρους έργο με βάση ευρεία διαβούλευση (με το κοινό, με συμβούλους και με την Επιτροπή ΕΠΕ). Οι εν λόγω ειδικές για το έργο κατευθυντήριες γραμμές εκπονούνται με βάση την ολλανδική νομοθεσία ΕΠΕ. Στη φάση της επίσημης αποδοχής (όχι αναγκαστικά έγκρισης) της περιβαλλοντικής δήλωσης, η αρμόδια αρχή ελέγχει το περιεχόμενο της περιβαλλοντικής δήλωσης σε σχέση με τις ειδικές κατευθυντήριες γραμμές. Όπου οι πληροφορίες δεν είναι ικανοποιητικές, απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες. Στη συνέχεια, η Επιτροπή ΕΠΕ επανεξετάζει τις διαθέσιμες πληροφορίες με γνώμονα το «πόσο επίκαιρες είναι», εάν περιγράφονται οι σχετικές εναλλακτικές λύσεις και ειδικότερα η πλέον φιλική προς το περιβάλλον εναλλακτική λύση, καθώς επίσης και η ποιότητα των πληροφοριών για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις όπου οι πληροφορίες αρχικώς κρίθηκαν ακατάλληλες και απαιτήθηκαν περαιτέρω πληροφορίες, οι εν λόγω πληροφορίες παρασχέθηκαν στη συνέχεια. Οι λοιποί συμμετέχοντες στη διαδικασία ποιοτικού ελέγχου των Κάτω Χωρών είναι: το κοινό, οι περιφερειακές περιβαλλοντικές αρχές και οι αρχές που είναι αρμόδιες για τη διατήρηση της φύσης.

    4.9.6 Προκειμένου να κριθεί η ποιότητα των αποτελεσμάτων της διαδικασίας ΕΠΕ απαιτείται παρακολούθηση μετά από τη χορήγηση άδειας και η οδηγία ΕΠΕ δεν προβλέπει παρόμοια φάση, μολονότι αποτελεί οικείο μέρος της διαδικασίας σε πάρα πολλές χώρες. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν πράγματι θεσπίσει μηχανισμούς εξέτασης των αποτελεσμάτων της ΕΠΕ. Η ολλανδική νομοθεσία ΕΠΕ συμπεριλαμβάνει διάταξη για την αξιολόγηση, η οποία απαιτεί από την αρμόδια αρχή να καταρτίσει πρόγραμμα αξιολόγησης. Το εν λόγω πρόγραμμα εξετάζει τα αποτελέσματα των προβλέψεων της Περιβαλλοντικής Δήλωσης (Environmental Statement - ΠΔ) και τα συγκρίνει με τις υφιστάμενες συνθήκες. Εάν η αξιολόγηση καταδείξει ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι χειρότερες από τις προβλεπόμενες, η αρμόδια αρχή δύναται να δώσει εντολή για επιπλέον περιβαλλοντικά μέτρα. Η έκθεση του προγράμματος αξιολόγησης δημοσιοποιείται και συνήθως διεξάγεται πέντε έτη μετά από την υλοποίηση του έργου. Η ελληνική εθνική νομοθεσία προβλέπει επίσης εξέταση των αποτελεσμάτων της ΕΠΕ, ως μέρος της διαδικασίας ανανέωσης της περιβαλλοντικής άδειας. Η περιβαλλοντική άδεια έργου χορηγείται για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και ισχύει για όλη τη διάρκεια λειτουργίας του έργου. Εάν έως το τέλος της εν λόγω προκαθορισμένης περιόδου δεν υπεισέλθουν ουσιαστικές τροποποιήσεις όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του έργου, τότε η περιβαλλοντική άδεια ανανεώνεται. Ειδάλλως, δρομολογείται νέα διαδικασία ΕΠΕ,

    Πίνακας 17 Κατευθυντήριες γραμμές για τη ΔΠΕ

    Κράτος μέλος // Κατευθυντήριες γραμμές για την εκπόνηση περιβαλλοντικών δηλώσεων

    Αυστρία // Γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τις περιβαλλοντικές δηλώσεις - Κατευθυντήριες Γραμμές του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Περιβάλλοντος για τις περιβαλλοντικές δηλώσεις όσον αφορά την καύση αποβλήτων και τους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς

    www.ubavie.gv.at/umweltregister/uvp/intro/htm

    Ομοσπονδιακό Υπουργείο Γεωργίας, Δασοκομίας, Περιβάλλοντος και Διαχείρισης Υδάτων:

    Κατευθυντήριες γραμμές για τις χιονοδρομικές πίστες, τα εμπορικά κέντρα, κλπ.

    www.lebensministerium.at/Umwelt/Umweltvertrδglichkeitsprόfung/Materialien zur UVP

    Ορισμένα ομοσπονδιακά κρατίδια έχουν επίσης εκπονήσει τις δικές τους κατευθυντήριες γραμμές.

    Βέλγιο- // Βρυξέλλες Δεν υπάρχουν γενικές κατευθυντήριες γραμμές για την ΕΠΕ, αλλά η αρμόδια αρχή εκπονεί ειδικές κατευθυντήριες γραμμές για τα επιμέρους έργα, βάσει των αποτελεσμάτων της συμμετοχής του κοινού, καθώς επίσης και των συμβουλών του Σώματος Εκπροσώπων των διαφόρων αρμοδίων Διοικήσεων.

    Φλάνδρα Γενικές διαδικαστικές και μεθοδολογικές κατευθυντήριες γραμμές. επίσης μεθοδολογικές κατευθυντήριες γραμμές και κατευθυντήριες γραμμές ανά ειδική δραστηριότητα.

    Βαλλονία Η εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών είναι υπό εξέλιξη και θα δημοσιευθούν σε ιστότοπο εν ευθέτω χρόνω.

    Δανία // Εθνικές κατευθυντήριες γραμμές για την ΕΠΕ: www.mim.dk/lpa

    Φινλανδία // Οι κύριοι του έργου και οι τομεακές αρχές (π.χ. παραγωγή ενέργειας, εξόρυξη, τομείς μεταφορών) έχουν γραπτές κατευθυντήριες γραμμές.

    Οι κατευθυντήριες γραμμές για την ΕΠΕ στην Αρκτική στη διεύθυνση http://finnbarents.urova.fi/aria/ index.asp (στα αγγλικά).

    Γαλλία // Ορισμένες προκαταρκτικές, μη υποχρεωτικές γενικές κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες αποτελούνται από συστάσεις. τονίζεται η αναλογικότητα.

    Γερμανία // Το ομοσπονδιακό Διοικητικό Διάταγμα περιλαμβάνει κατευθυντήριες γραμμές για την ΕΠΕ. ορισμένα κρατίδια έχουν επίσης εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές.

    Ιρλανδία // Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις Δηλώσεις Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων δημοσιεύθηκαν από την EPA το 1995 και ενημερώθηκαν το 2002. Τα συνοδευτικά Συμβουλευτικά Σημειώματα αναθεωρήθηκαν το 2002. Βλέπε www.epa.ie

    Ιταλία // Δεν διατίθενται ακόμη.

    Κάτω Χώρες // Δεν υπάρχουν γενικές κατευθυντήριες γραμμές για την ΕΠΕ, αλλά η αρμόδια αρχή εκπονεί ειδικές κατευθυντήριες γραμμές για τα επιμέρους έργα, βάσει των αποτελεσμάτων της συμμετοχής του κοινού και, επίσης, βάσει συμβουλών της ανεξάρτητης Επιτροπής ΕΠΕ.

    ΗΒ // Ο οδηγός ορθής πρακτικής για την εκπόνηση της περιβαλλοντικής δήλωσης δημοσιεύθηκε το 1995.

    η οποία οδηγεί στην επιβολή νέων περιβαλλοντικών όρων για το έργο ή ακόμη άρνηση χορήγησης περιβαλλοντικής άδειας. Η μεταστέγαση μιας εγκατάστασης μπορεί επίσης να αποτελέσει πιθανό όρο για την αναθεώρηση της περιβαλλοντικής άδειας. Η περιφέρεια των Βρυξελλών του Βελγίου θέτει επίσης χρονικό περιθώριο για τη διάρκεια ισχύος της περιβαλλοντικής άδειας (15 έτη) μετά το οποίο η άδεια πρέπει να ανανεωθεί, και μετά από 30 έτη πρέπει να διενεργηθεί νέα ΕΠΕ. Στην Αυστρία, πρέπει να διεξάγεται μεταγενέστερη ανάλυση του έργου, για ειδικούς τύπους έργου (συμπεριλαμβανομένων των σταθμών επεξεργασίας αποβλήτων, των αερολιμένων, των υδροηλεκτρικών σταθμών, των διεργασιών επεξεργασίας ραδιενεργών υλών και ορισμένων οδικών και σιδηροδρομικών έργων) τρία έως πέντε έτη μετά από την έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης. Η ανάλυση έχει σκοπό να επιβεβαιώσει τη συμμόρφωση με την εκδοθείσα άδεια και να εξακριβώσει εάν οι προβλέψεις της ΕΠΕ αντιστοιχούν με τις πραγματικές επιπτώσεις του έργου. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις παρακολούθησης καθορίζονται για άλλα έργα μέσω διαφορετικών διοικητικών πράξεων, αλλά μπορεί να μην επικεντρώνονται ειδικώς στις πληροφορίες σχετικά με την ΕΠΕ. Η περιφέρεια της Βαλλονίας του Βελγίου αυτή τη στιγμή εκπονεί τη μεθοδολογία επανεξέτασης. Η Ισπανία εφαρμόζει ένα «μέτρο επαγρύπνησης» προκειμένου να διασφαλίσει ότι έχουν εφαρμοστεί τα μέτρα άμβλυνσης των επιπτώσεων («διορθωτικά μέτρα»).

    Περίληψη των κυριότερων πορισμάτων: Ποιοτικός έλεγχος

    Έχουν θεσπιστεί λίγα επίσημα μέτρα για τον έλεγχο της ποιότητας των διαδικασιών ΕΠΕ. Η ίδια η οδηγία μάλλον παρουσιάζει αδυναμίες επ'αυτού του σημείου και επικεντρώνεται περισσότερο στις διαδικαστικές πτυχές της ΕΠΕ. Η διασφάλιση του ποιοτικού ελέγχου στην ΕΠΕ εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό στις αρμόδιες αρχές και οι έλεγχοι διεξάγονται μέσω των δικαστικών διαδικασιών επανεξέτασης. Η έλλειψη κεντρικής παρακολούθησης των κυριότερων φάσεων της ΕΠΕ καθιστά δυσχερή τη εξασφάλιση εκ μέρους των κρατών μελών ότι τα οικεία συστήματα ΕΠΕ εφαρμόζονται με συνέπεια και ορθότητα. Υπάρχουν εντούτοις κάποια παραδείγματα καινοτόμου πρακτικής, όπου ορισμένα κράτη μέλη χρησιμοποιούν την παρακολούθηση των έργων μετά το στάδιο της λήψης απόφασης, προκειμένου να διασφαλίσουν την ποιότητα των αποτελεσμάτων της διαδικασίας ΕΠΕ.

    Δράση: βλέπε σύσταση 5.4.2. (α), (δ), (ε) και (κ).

    5. Η Αποτελεσματικοτητα τησ Οδηγιασ ΕΠΕ στο συνολο τησ

    5.1.0 Εισαγωγή

    5.1.1 Το προοίμιο της οδηγίας ΕΠΕ ορίζει ότι «η καλύτερη περιβαλλοντική πολιτική συνίσταται στην πρόληψη στην πηγή της δημιουργίας ρύπανσης ή οχλήσεων και όχι στην καταπολέμηση των επιδράσεών τους εκ των υστέρων». Κατά την άποψη της Επιτροπής, η ΕΠΕ αποτελεί σημαντική συνδρομή στη λήψη αποφάσεων η οποία επιδιώκει να διασφαλίσει ότι η προενεργός προσέγγιση της περιβαλλοντικής πολιτικής εφαρμόζεται για τα μεγάλα έργα τα οποία είναι πιθανόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Το προοίμιο συνεχίζει λέγοντας ότι «πρέπει να εναρμονιστούν οι αρχές που θα διέπουν την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ιδίως όσον αφορά τα έργα που θα πρέπει να υπόκεινται σε εκτίμηση, οι βασικές υποχρεώσεις του κυρίου του έργου, και το περιεχόμενο της εκτίμησης». Ο βαθμός στον οποίο η οδηγία ΕΠΕ βοηθά την επίτευξη της προληπτικής πτυχής της περιβαλλοντικής πολιτικής και ο βαθμός στον οποίο έχει επιτευχθεί η εναρμόνιση της εκτίμησης των έργων, των υποχρεώσεων του κυρίου του έργου και του περιεχομένου της εκτίμησης, μπορούν αμφότερα να θεωρηθούν ως μέτρα για την αποτελεσματικότητα της οδηγίας στο σύνολό της.

    5.1.2 Οι τροποποιήσεις που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ προβλέπουν σημαντική ενίσχυση της διαδικαστικής βάσης της ΕΠΕ. Η οδηγία 97/11/ΕΚ ενίσχυσε επίσης την εναρμόνιση των έργων τα οποία υποβάλλονται σε ΕΠΕ, αυξάνοντας τον αριθμό των έργων που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι. Παρέχοντας τα κριτήρια επιλογής του Παραρτήματος ΙΙΙ για τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ, η οδηγία 97/11/ΕΚ έχει επίσης παράσχει μια σταθερή βάση προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις επιλογής βασίζονται σε σαφείς περιβαλλοντικούς προβληματισμούς. Μολαταύτα, όπως η παρούσα ανασκόπηση έχει αναδείξει, παραμένουν μεγάλες διαφορές τόσο ως προς την προσέγγιση, όσο και ως προς την εφαρμογή της ΕΠΕ στα κράτη μέλη της ΕΕ. Έτσι, ενώ υπάρχουν ισχυρά σημεία, υπάρχουν επίσης και ορισμένες σημαντικές αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Το τελευταίο αυτό τμήμα της έκθεσης θα εξετάσει τα ισχυρά σημεία και τις αδυναμίες της οδηγίας ΕΠΕ στο σύνολό της, ως μια επιπλέον εκτίμηση της αποτελεσματικότητάς της. Από την εν λόγω ανάλυση θα διατυπωθούν συστάσεις για περαιτέρω ενίσχυση της εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ.

    5.1.3. Η παρούσα ανασκόπηση έχει παράσχει πολλές πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της ΕΠΕ στα κράτη μέλη της ΕΕ. Έχει επανεξετάσει την «βέλτιστη πρακτική» και την λιγότερο ορθή πρακτική. Ένα κράτος μέλος μπορεί να έχει θεσπίσει ρυθμίσεις που βρίσκονται στην «αιχμή» της βέλτιστης πρακτικής όσον αφορά μία πτυχή, ενώ σε άλλες μπορεί να αναλαμβάνει μικρή μόνο δέσμευση όσον αφορά τη διαδικασία ΕΠΕ στο σύνολό της. Από την ανασκόπηση των πληροφοριών που έχουν εκτιμηθεί είναι πολύ δύσκολο να εξαχθούν οιαδήποτε έγκυρα συμπεράσματα όσον αφορά το ρόλο που διαδραματίζει η ΕΠΕ κατά τη λήψη απόφασης για ένα έργο. Είναι προφανές από τις απαντήσεις ότι οι περιβαλλοντικές ανησυχίες που εγείρονται από τη διαδικασία ΕΠΕ σταθμίζονται έναντι άλλων κοινωνικοοικονομικών προβληματισμών κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης. Μολαταύτα, η ευρύτερη βιβλιογραφία επί των επιπτώσεων της οδηγίας ΕΠΕ υποδηλώνει ότι μία από τις σημαντικότερες επιπτώσεις της οδηγίας επέρχεται κατά τη φάση σχεδιασμού των έργων, όπου τα μέτρα άμβλυνσης ενσωματώνονται στα έργα ευθύς εξαρχής. Η δημόσια φύση της διαδικασίας λήψης απόφασης και η εξέταση από το κοινό των περιβαλλοντικών πληροφοριών αναγκάζει τους κυρίους του έργου να δώσουν στα έργα τους την καλύτερη δυνατή εικόνα κατά την έναρξη των διαδικασιών χορήγησης άδειας. Αυτό πρέπει να οδηγεί σε καλύτερα και λιγότερο ζημιογόνα για το περιβάλλον έργα, όμως χωρίς την παρακολούθηση είτε της διαδικασίας είτε των αποτελεσμάτων της ΕΠΕ, τα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσουν εάν αυτό όντως συμβαίνει.

    5.2 Ισχυρά σημεία

    5.2.1 Η παρούσα ανασκόπηση έχει εντοπίσει πολλά ισχυρά σημεία κατά την εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ. Τα εν λόγω ισχυρά σημεία αντικατοπτρίζουν τόσο την εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπονται από την οδηγία, όσο και την εφαρμογή της ορθής πρακτικής από τα επιμέρους κράτη μέλη, τα οποία συχνά προχωρούν πέραν των απαιτήσεων της οδηγίας. Πολλές χώρες έχουν αναπτύξει τις δικές τους κατευθυντήριες γραμμές για τη βέλτιστη πρακτική που λειτουργούν παράλληλα με τις κατευθυντήριες γραμμές που έχουν εκπονηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσον αφορά την επιλογή, το πεδίο εφαρμογής, την ανασκόπηση και την εκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων. Επίσης υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές ειδικές για το έργο και ειδικές για συγκεκριμένα θέματα, όπως και κατευθυντήριες γραμμές για τις επιπτώσεις στην υγεία, οι οποίες διατίθενται σε ορισμένες χώρες. Τα κράτη μέλη έχουν ενστερνιστεί την αρχή της επικουρικότητας κατά τη μεταφορά αυτών και κατά την εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ με ποικιλία προσεγγίσεων όσον αφορά τη λειτουργία της επιλογής, το πεδίο εφαρμογής και την ανασκόπηση σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ορισμένες χώρες όντως διαθέτουν καλές βάσεις δεδομένων όσον αφορά τη δραστηριότητα ΕΠΕ, γεγονός που τους επιτρέπει να παραθέτουν με σαφήνεια τα αποτελέσματα ανά Παράρτημα και ανά τύπο έργου σε ετήσια βάση. Αυτό είναι πολύ χρήσιμο για την εφαρμογή της παρακολούθησης, για τις τάσεις και τις ερευνητικές δραστηριότητες ΕΠΕ.

    5.2.2 Έγιναν πολύ λίγες εκκλήσεις για περαιτέρω τροποποιήσεις της οδηγίας και εκφράστηκαν λίγες ανησυχίες για θέματα όπως ο υφιστάμενος διαχωρισμός μεταξύ έργων του Παραρτήματος Ι και έργων του Παραρτήματος ΙΙ ή για περαιτέρω διευκρινίσεις από την Επιτροπή των ορισμών των τύπων των έργων. Πολλά κράτη μέλη φαίνεται να χρησιμοποιούν την προσέγγιση του «φωτεινού σηματοδότη» για την επιλογή και έχουν θεσπίσει κατώτατα όρια συνυπολογισμού, αποκλεισμού και ενδεικτικά ή καθοδηγητικά κατώτατα όρια με βάση τα κριτήρια επιλογής που παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Τα περισσότερα κράτη μέλη εκφράζουν ρητά την ικανοποίησή τους για την εισαγωγή του Παραρτήματος ΙΙΙ ως βοηθητικού στοιχείου για να λαμβάνουν πιο συνεκτικές αποφάσεις επιλογής και το μετέφεραν αμέσως στην εθνική τους νομοθεσία ΕΠΕ. Τα κριτήρια επιλογής του Παραρτήματος ΙΙΙ για τις γεωγραφικά ευαίσθητες περιοχές ενσωματώθηκαν στην εσωτερική νομοθεσία ΕΠΕ των κρατών μελών και, σε πολλές περιπτώσεις, έχουν επεκτείνει την έννοιά τους, προκειμένου να καλύψουν τις περιοχές τους που έχουν χαρακτηριστεί σε εθνικό επίπεδο ως ευαίσθητες από περιβαλλοντική άποψη. Πολλά κράτη μέλη εκτιμούν έκδηλα την αξία μιας πρόωρης φάσης οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής και σε κάποιες λίγες περιπτώσεις αυτή κατέστη υποχρεωτική και συμπεριλαμβάνει διαβούλευση με το κοινό. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν τυποποιήσει μια διαδικασία εξέτασης προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι περιβαλλοντικές πληροφορίες που παρέχονται στην αρμόδια αρχή συμμορφούνται με την οδηγία. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα κράτη μέλη έχουν συνειδητοποιήσει τη σημασία της αντιμετώπισης του προβλήματος της «σαλαμοποίησης» και της ανάγκης να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις των τροποποιήσεων και των επεκτάσεων έργων και ορισμένα κράτη μέλη ζητούν διενέργεια ΕΠΕ όταν προτείνεται τροποποίηση δυναμικότητας, η οποία δεν περιλαμβάνει αναγκαστικά κατασκευαστικές εργασίες. Πράγματι, πολλά κράτη μέλη έχουν θεσπίσει σαφείς διαδικασίες αντιμετώπισης των κύριων θεμάτων, όπως είναι η εξέταση των περιβαλλοντικών πληροφοριών που παρέχει ο κύριος του έργου, η 'σαλαμοποίηση', η συσσώρευση με άλλα έργα, ο κίνδυνος, οι διασυνοριακές επιπτώσεις, η παρακολούθηση μετά τη λήψη της απόφασης και η σύνδεση με την οδηγία ΕΠΕ και την οδηγία IPPC .

    5.2.3 Η εξέταση εναλλακτικών λύσεων αποτελεί το επίκεντρο της διαδικασίας ΕΠΕ σε ορισμένα κράτη μέλη και στην πλειονότητα των κρατών μελών αποτελεί υποχρεωτική απαίτηση η εκτίμηση της μηδενικής εναλλακτικής λύσης. Φαίνεται να υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση ως προς τα θέματα που ανακύπτουν με την απαίτηση εκτίμησης της συσσώρευσης των επιπτώσεων και σε πολλά κράτη μέλη έχουν θεσπιστεί μέτρα για την αντιμετώπιση του εν λόγω θέματος. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει καινοτόμα συστήματα για να διασφαλίσουν ότι το κοινό έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στις πολύ πρώιμες φάσεις της ΕΠΕ και σε ολόκληρη την ΕΕ δίνεται η δυνατότητα στο κοινό να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί των έργων τα οποία υποβάλλονται σε ΕΠΕ. Επιπλέον, η συμμετοχή του κοινού και η πρόσβαση στη δικαιοσύνη θα ενισχυθεί σημαντικά από τη μεταφορά της Σύμβασης του Aarhus στην οδηγία ΕΠΕ. Το σχέδιο οδηγίας COM(2000)839, 'Περί συμμετοχής του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων σχετικών με το περιβάλλον και περί τροποποίησης των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου' διευρύνει το πεδίο της συμμετοχής του κοινού στην ΕΠΕ διευκρινίζοντας ορισμένες λεπτομέρειες και θέματα πρακτικής μορφής. Σε ορισμένα κράτη μέλη υπάρχει η απαίτηση παρακολούθησης των έργων μετά από τη λήψη της απόφασης, προκειμένου να διασφαλισθεί η ποιότητα των αποτελεσμάτων της διαδικασίας ΕΠΕ.

    5.3 Αδυναμίες

    5.3.1 Από την άλλη πλευρά, η παρούσα ανασκόπηση έχει εντοπίσει πολλές αδυναμίες, όπου η εφαρμογή της οδηγίας ΕΠΕ θα μπορούσε να ενισχυθεί. Η ανασκόπηση της μεταφοράς της οδηγίας 97/11/ΕΚ έχει καταδείξει ότι τα νέα μέτρα που εισήχθησαν από την οδηγία δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί πλήρως σε όλα τα κράτη μέλη. Η καθυστέρηση στην εφαρμογή των τροποποιήσεων που εισήχθησαν από την οδηγία 97/11/ΕΚ από ορισμένα κράτη μέλη αντιτίθεται στη γενική σημασία που η ΕΕ, στο σύνολό της, αποδίδει στην ΕΠΕ, ως εργαλείου για την εφαρμογή ευρύτερων περιβαλλοντικών πολιτικών. Δεν είναι σαφές από τα στοιχεία που εξετάζονται εδώ εάν όλα τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ υποβάλλονται σε συστηματική διαδικασία επιλογής. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς το επίπεδο στο οποίο τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει κατώτατα όρια για ένα έργο, με διακυμάνσεις από 10 έως 1 για ορισμένους τύπους έργων. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι η επιλογή λαμβάνει χώρα κάτω από τα καθορισμένα σε εθνικό επίπεδο υποχρεωτικά κατώτατα όρια ή κριτήρια και ίσως ακόμη να υπάρχουν περιπτώσεις όπου ολόκληροι τύποι έργων αποκλείονται αποτελεσματικά από την ΕΠΕ. Λίγα στοιχεία έχουν παρασχεθεί σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο έχουν εφαρμοστεί στην πράξη τα συστήματα επιλογής που έχουν θεσπιστεί, σε επίπεδο αρμόδιας αρχής. Τα επίπεδα της δραστηριότητας ΕΠΕ φαίνεται να ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπάρχουν μεγάλα κενά όσον αφορά τις διαθέσιμες γνώσεις για τη δραστηριότητα ΕΠΕ και σε ορισμένες περιπτώσεις διεξάγεται ελάχιστη παρακολούθηση σε εθνικό επίπεδο. Ο ρόλος που το ενδιαφερόμενο κοινό μπορεί να διαδραματίσει κατά τη φάση επιλογής αναγνωρίζεται μόνο από λίγα κράτη μέλη.

    5.3.2 Φαίνεται να υπάρχει ελάχιστη πραγματική δέσμευση για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής σε εκείνες τις χώρες που δεν έχουν καταστήσει την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής υποχρεωτική απαίτηση ή δεν έχουν προβλέψει την οικειοθελή δημόσια διαβούλευση στο πλαίσιο της φάσης οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής. Σε πολλά κράτη μέλη οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν την καταλληλότητα και την πληρότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών χωρίς τη βοήθεια ειδικών καταλόγων ελέγχου ή κριτηρίων εξέτασης που να έχουν εκπονηθεί σε εθνικό επίπεδο. Περίπου στα μισά κράτη μέλη δεν διενεργήθηκε καμία έρευνα σχετικά με την ποιότητα των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις περιβαλλοντικές δηλώσεις και πολλά κράτη μέλη φαίνεται να διαθέτουν ελάχιστες ή καθόλου πληροφορίες σχετικά με την ποιότητα ή την πληρότητα των ΔΠΕ που εκπονούνται.

    5.3.3 Ο βαθμός της συμμετοχής του κοινού ποικίλλει σημαντικά και η ερμηνεία του «ενδιαφερόμενου κοινού» ποικίλλει από πολύ στενή έως ευρεία. Δεν υφίστανται τυποποιημένες πρακτικές στο σύνολο της ΕΕ και επί του παρόντος δεν είναι δυνατόν να κριθεί το πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η συμμετοχή του κοινού. Χρειάζεται να βελτιωθούν οι επίσημες και οι ανεπίσημες ρυθμίσεις για τις διαβουλεύσεις με τις γειτονικές χώρες επί των διασυνοριακών επιπτώσεων και υπάρχει ανάγκη να διασφαλισθεί ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι πρακτικές. Φαίνεται να υπάρχει ελάχιστος συντονισμός μεταξύ της οδηγίας ΕΠΕ και άλλων οδηγιών, όπως της IPPC και της οδηγίας περί ενδιαιτημάτων. Λίγα επίσημα μέτρα έχουν ληφθεί για τον συνολικό έλεγχο της ποιότητας των διαδικασιών ΕΠΕ και φαίνεται στην πράξη να διεξάγεται ελάχιστη παρακολούθηση της ΕΠΕ από τα κράτη μέλη. Διαπιστώθηκαν σημαντικά κενά πληροφόρησης επί σημαντικών πτυχών της ΕΠΕ, όπου συμπεριλαμβάνονται: ο αριθμός των ΕΠΕ που διενεργήθηκαν, οι αποφάσεις επιλογής, η ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών, η συμμετοχή του κοινού, η σαλαμοποίηση, οι σωρευτικές επιπτώσεις, οι επιπτώσεις στην υγεία, η βιοποικιλότητα και η λήψη αποφάσεων - συμπεριλαμβάνονται οι καθυστερήσεις μεταξύ της εξέτασης των περιβαλλοντικών πληροφοριών και της απόφασης, καθώς και μεταξύ απόφασης και υλοποίησης.

    5.4 Συστάσεις

    5.4.1 Οι πληροφορίες που παρέχονται στην έκθεση της Επιτροπής ανέδειξαν ορισμένες ανεπάρκειες και αδυναμίες. Αυτές χρειάζεται να εκτιμηθούν προσεκτικά, παράλληλα με άλλους παράγοντες, προκειμένου να αποφασιστεί εάν η οδηγία ΕΠΕ πρέπει να τροποποιηθεί περαιτέρω στην παρούσα φάση. Φαίνεται ότι το κυριότερο πρόβλημα συνδέεται με την εφαρμογή και την υλοποίηση της οδηγίας και όχι, ως επί το πλείστον, με τη μεταφορά των νομικών απαιτήσεων της οδηγίας. Ωστόσο, είναι σαφές από τις αδυναμίες που εντοπίσθηκαν, ότι υπάρχει ανάγκη βελτίωσης και ενίσχυσης της εφαρμογής της οδηγίας ως προς ορισμένες πτυχές. Η οδηγία παρέχει το πλαίσιο και οι υφιστάμενοι μηχανισμοί παράβασης παρέχουν τη νομική υποστήριξη για την καλύτερη μεταφορά ή εφαρμογή της οδηγίας. Προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της οδηγίας, είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να δράσουν υπεύθυνα και να χρησιμοποιήσουν τις πληροφορίες που παρέχονται στην παρούσα έκθεση θετικά, προκειμένου να αυξήσουν την ατομική και συλλογική επίδοσή τους.

    5.4.2 Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να το επιτύχουν, όπως:

    - (α) Τα κράτη μέλη πρέπει να ελέγξουν την οικεία εθνική και περιφερειακή τους νομοθεσία περί ΕΠΕ και κατόπιν να αντιμετωπίσουν τις ανεπάρκειες (π.χ. όσον αφορά τα κατώτατα όρια, τον ποιοτικό έλεγχο, τη σαλαμοποίηση, τη συσσώρευση, κλπ.). Η Επιτροπή παροτρύνει τα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν την επερχόμενη τροποποίηση της οδηγίας ΕΠΕ στο πλαίσιο της μεταφοράς της Σύμβασης του Aarhus προκειμένου να το πράξουν.

    - (β) Είναι απαραίτητη μια ακριβής μορφή ετήσιας καταγραφής και παρακολούθησης, προκειμένου να παρασχεθούν αξιόπιστες ετήσιες πληροφορίες όσον αφορά τον αριθμό και τον τύπο των έργων ΕΠΕ, καθώς και τα αποτελέσματα των κύριων αποφάσεων. Τα κράτη μέλη πρέπει να εισαγάγουν τέτοιου είδους συστήματα όπου ακόμη δεν υφίστανται. Αυτό θα τα βοηθήσει, κατά την άποψη της Επιτροπής, στην αξιολόγηση του αριθμού των ΕΠΕ που διεξάγονται και των τύπων έργου που εμπλέκονται, καθώς και για την εκτίμηση της επίδοσης και της ποιότητας του έργου που έχει συντελεστεί. Από την άλλη πλευρά, αυτό θα τα βοηθήσει να βελτιώσουν τα συστήματά τους.

    - (γ) Σε σχέση με την επιλογή, εκείνα τα κράτη μέλη τα οποία εφαρμόζουν ένα σύστημα με σταθερά υποχρεωτικά κατώτατα όρια θα πρέπει να βεβαιωθούν ότι αυτό διασφαλίζει ότι όλα τα έργα τα οποία ενδεχομένως έχουν σημαντικές επιπτώσεις υποβάλλονται στην κατάλληλη διαδικασία επιλογής. Στην παρούσα φάση, οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής θα εξετάσουν ειδικότερα τα έργα που έχουν σχεδιαστεί και βρίσκονται εντός ή κοντά σε ευαίσθητες περιοχές, καθώς και την ενδεχόμενη συσσώρευση έργων.

    - (δ) Η Επιτροπή παροτρύνει τα κράτη μέλη να προβούν σε ευρύτερη χρήση των υφιστάμενων κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά την επιλογή, το πεδίο εφαρμογής, την ανασκόπηση και τις σωρευτικές επιπτώσεις. Επίσης, πρέπει να πραγματοποιηθεί περισσότερη επιμόρφωση σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά τη χρήση των εν λόγω εγγράφων ποιοτικού ελέγχου. Τα εν λόγω έγγραφα διατίθενται στην ιστοσελίδα της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος: http://europa.eu.int/comm/environment/eia/ home.htm.

    - (ε) Η ποιότητα της διαδικασίας ΕΠΕ και ειδικότερα της ΔΠΕ, αποτελούν το κλειδί μιας αποτελεσματικής ΕΠΕ. Η Επιτροπή παροτρύνει όσα κράτη μέλη δεν το έχουν ακόμη πράξει να εισαγάγουν επίσημες διατάξεις για την εξέταση των περιβαλλοντικών πληροφοριών που παρέχονται από τον κύριο του έργου, προκειμένου να διασφαλίσουν την αυστηρή συμμόρφωση με τους όρους της οδηγίας ΕΠΕ. Τέτοιου είδους μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν τη συγκρότηση ομάδων εμπειρογνωμόνων, τη θέσπιση κατευθυντηρίων γραμμών για τον συντονισμό των εμπειρογνωμόνων, σαφείς οδηγίες σχετικά με την ανάληψη ευθυνών, την προσφυγή σε εξέταση από ανεξάρτητο εξωτερικό εμπειρογνώμονα, κλπ. Ένα άλλο εργαλείο ποιοτικού ελέγχου θα μπορούσε να είναι η εισαγωγή ενός αποδοτικού συστήματος παρακολούθησης μετά τη λήψη της απόφασης.

    - (στ) Η Επιτροπή πιστεύει ότι πρέπει να εισαχθεί η εξειδικευμένη επιμόρφωση σε ορισμένα κράτη μέλη για τις αρχές σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, προκειμένου να βελτιώσουν την κατανόηση της οδηγίας ΕΠΕ και την εφαρμογής της εντός του σχετικού εθνικού συστήματος. Οι μηχανισμοί αποδοτικής διοικητικής διαχείρισης θα πρέπει να βοηθήσουν στην ανάπτυξη ικανοτήτων.

    - (ζ) Σε διασυνοριακό πλαίσιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβούν σε περαιτέρω χρήση των κατευθυντήριων γραμμών που παρέχονται από την Οικονομική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Ευρώπη (UNECE) επί των διμερών και πολυμερών συμφωνιών και επί των πρακτικών πτυχών διενέργειας της διασυνοριακής ΕΠΕ (βλέπε την ιστοσελίδα της UNECE: http://www.unece.org/env/ eia). Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό θα βοηθήσει να διασφαλισθεί ότι θεσπίζονται κατάλληλες διατάξεις, παραδείγματος χάριν, για άμεσες επαφές μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών και άλλων υπηρεσιών για διαβουλεύσεις όσον αφορά τις διασυνοριακές επιπτώσεις.

    - (η) Η ποιότητα της ΕΠΕ έχει συνέπειες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και είναι καίριας σημασίας για την αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Ο τρόπος με τον οποίο τα αποτελέσματα της ΕΠΕ επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων είναι θεμελιώδους σημασίας για το σκοπό της ΕΠΕ και της οδηγίας. Η ποιότητα της απόφασης εξαρτάται από την ποιότητα των πληροφοριών που παρέχονται κατά τη διαδικασία ΕΠΕ και η ισχύς μιας αποτελεσματικής ΕΠΕ πρέπει να αναδεικνύεται με μια απόφαση η οποία ενσωματώνει και αντικατοπτρίζει την περιβαλλοντική διάσταση στην οποία δίνεται έμφαση στο πλαίσιο της διαδικασίας ΕΠΕ. Σε ορισμένα κράτη μέλη, προβλέπεται άρνηση χορήγησης της άδειας εκτέλεσης σε περιπτώσεις όπου αναμένεται να υπάρξει σοβαρή περιβαλλοντική ζημία. Από αυτή την άποψη, η Επιτροπή πιστεύει ότι τα κράτη μέλη πρέπει, όπου κρίνεται σκόπιμο, να εξετάσουν την ενίσχυση των εθνικών τους διαδικασιών, διασφαλίζοντας ότι οι όροι που συνδέονται με μεταγενέστερη(ες) απόφαση(εις) είναι κατάλληλοι για να προλάβουν ή να αμβλύνουν οιαδήποτε αναμενόμενη περιβαλλοντική ζημία.

    - (θ) Η Επιτροπή θα εξετάσει την ανάγκη περαιτέρω έρευνας όσον αφορά τη χρήση των κατωτάτων ορίων και των διαφόρων συστημάτων που εφαρμόζονται για την επιλογή, προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη σαφήνεια και να συγκεντρωθούν συγκρίσιμα δεδομένα, τα οποία θα μπορούν να καταστήσουν δυνατή την εξαγωγή έγκυρων συμπερασμάτων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί η βελτίωση και η μεγαλύτερη συνάφεια της προσέγγισης κατά τη διαδικασία επιλογής (Πρωτοβουλία 1).

    - (ι) Οι εν λόγω συστάσεις, εάν τεθούν σε εφαρμογή, θα βελτιώσουν κατά κάποιον τρόπο την αποτελεσματικότητα της οδηγίας και η Επιτροπή θα εξετάσει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, τους τρόπους βελτίωσης και επέκτασης των κατευθυντήριων γραμμών που ήδη διατίθενται. Η Επιτροπή προτίθεται να καταρτίσει ερμηνευτικές και πρακτικής φύσεως κατευθυντήριες γραμμές με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη, καθώς επίσης και άλλων άμεσα ενδιαφερομένων, όπως οι ΜΚΟ, οι τοπικές και περιφερειακές αρχές και οι επιχειρήσεις. Αυτό θα βοηθήσει να υπερνικηθούν κάποιες διαφορές που έχουν αναφερθεί ως προς τον ορισμό των έργων τα οποία υπόκεινται στην οδηγία, τη θέσπιση και εφαρμογή κατωτάτων ορίων και κριτηρίων επιλογής, τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής, τις σχέσεις μεταξύ των επιπτώσεων διαφόρων έργων (συσσώρευση, σαλαμοποίηση), τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος στο πλαίσιο των εκτιμήσεων, καθώς και τον τύπο των δεδομένων που πρέπει να συλλέγονται στο πλαίσιο των συστημάτων παρακολούθησης. Προβλέπεται επίσης να βελτιώσουν την εξέταση των επιπτώσεων στην υγεία οι οποίες αντιμετωπίζονται με ασυνέπεια ή μερικώς κατά τη διαδικασία ΕΠΕ στα κράτη μέλη. Υπάρχει σαφώς ανάγκη για συστηματικότερη προσέγγιση. Η προσεχής Κοινοτική Στρατηγική για την Υγεία και το Περιβάλλον θα αποτελέσει τη σταθερή βάση για μια τέτοια προσέγγιση καθιερώνοντας τη συναίνεση όσον αφορά το εύρος της περιβαλλοντικής υγείας, καθώς επίσης και στρατηγικές για την ενίσχυση της συνειδητοποίησης των σχέσεων μεταξύ ανθρώπινης υγείας και περιβάλλοντος. (Πρωτοβουλία 2).

    - (κ) Η Επιτροπή θα εξετάσει επίσης μαζί με τα κράτη μέλη τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη βελτίωση της επιμόρφωσης των υπαλλήλων που είναι υπεύθυνοι για την ΕΠΕ προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση (Πρωτοβουλία 3).

    - (λ) Η ανάπτυξη ικανοτήτων και η οικειοθελής δράση έχουν μολαταύτα τα όριά τους και η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να αναλαμβάνει δράση για την επιβολή της νομοθεσίας σε περιπτώσεις ατελούς ή ακατάλληλης μεταφοράς, ή/και ελάχιστης εφαρμογής της οδηγίας (Πρωτοβουλία 4).

    - (μ) Εν ευθέτω χρόνω, η συνεκτικότερη εφαρμογή ενδέχεται να απαιτήσει περαιτέρω τροποποιήσεις της οδηγίας. Με βάση τα αποτελέσματα των δράσεων που σκιαγραφούνται ανωτέρω, η Επιτροπή θα εξετάσει ποιες περαιτέρω τροποποιήσεις πρέπει να εισαχθούν. Παραδείγματος χάριν, αυτό μπορεί να αποτελεί τον πλέον αποδοτικό τρόπο για τη διασφάλιση σωστού ποιοτικού ελέγχου και τη συλλογή συναφών δεδομένων και επίσης μπορεί να είναι αναγκαίο για τη βελτίωση του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα κατώτατα όρια και οι σωρευτικές επιπτώσεις. Θα μπορούσαν να εισαχθούν συγχρόνως και άλλες διευκρινίσεις και βελτιώσεις (παραδείγματος χάριν, ως προς τη διαδικασία εξαίρεσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις (άρθρο 2 παράγραφος 3). Όλες οι εν λόγω δράσεις, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της οδηγίας SEA, θα παράσχουν ένα έγκυρο σύνολο διαδικασιών για τη βελτίωση της λήψης αποφάσεων και θα βοηθήσουν στην επίτευξη των στόχων που τίθενται από το 6ο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον (ΠΔΠ) (Πρωτοβουλία 5).

    Προσάρτημα 1: Ερωτηματολόγια

    Ερωτηματολογιο

    Το παρόν ερωτηματολόγιο απευθύνεται στους εμπειρογνώμονες ΕΠΕ των κρατών μελών, με σκοπό την εκπόνηση έκθεσης για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της οδηγίας ΕΠΕ (οδηγία 85/337/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/11/ΕΚ) σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας (ενοποιημένη έκδοση). Ζητά ειδικές πληροφορίες όσον αφορά το σημερινό νομοθετικό καθεστώς και την τρέχουσα πρακτική, υποβάλλοντας

    - ερωτήσεις που αφορούν τις τροποποιήσεις της οδηγίας 97/11/ΕΚ,

    - ερωτήσεις που αφορούν την οδηγία στο σύνολό της, και

    - άλλες ερωτήσεις με σκοπό την ενίσχυση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας της οδηγίας.

    Οι απαντήσεις στο παρόν ερωτηματολόγιο δεν απαιτούν επίσημη έγκριση εκ μέρους των κρατών μελών υπό την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες που υποβάλλονται είναι αξιόπιστες.

    I. Ερωτησεισ σε σχεση με τισ Τροποποιησεισ τησ Οδηγιασ 97/11/ΕΚ

    Παράρτημα II/Επιλογή

    1. Με ποιον τρόπο βελτιώθηκε η αντιμετώπιση των έργων του Παραρτήματος ΙΙ χάρη στους μηχανισμούς επιλογής που εισήχθησαν από το άρθρο 4 παράγραφος 2 και τις σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όσον αφορά το Παράρτημα ΙΙ; Παράκληση να περιγραφούν οι κυριότεροι μηχανισμοί επιλογής.

    2. Ποια είναι τα κατώτατα όρια/κριτήρια (παράκληση να διευκρινισθεί ο σκοπός τον οποίο εξυπηρετούν, π.χ. ενδεικτικά ή υποχρεωτικά) για διενέργεια υποχρεωτικής ΕΠΕ ή για κατά περίπτωση εξέταση, τα οποία έχουν θεσπιστεί στο κράτος σας για τις ακόλουθες κατηγορίες έργου:

    - αρχική δάσωση και αποδάσωση (Παράρτημα ΙΙ, αριθ. 1δ)

    - εγκαταστάσεις εντατικής κτηνοτροφίας (Παράρτημα ΙΙ, αριθ. 1ε)

    - εγκαταστάσεις για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας (Παράρτημα ΙΙ, αριθ. 3η)

    - αιολικά πάρκα (Παράρτημα ΙΙ, αριθ. 3θ)

    - χυτήρια σιδηρούχων μετάλλων (Παράρτημα ΙΙ, αριθ. 4γ)

    - εγκαταστάσεις παραγωγής τσιμέντου (Παράρτημα ΙΙ, αριθ. 5β)

    - έργα αστικής ανάπτυξης (Παράρτημα ΙΙ, αριθ. 10β)

    - κατασκευή σιδηροδρόμων και εγκαταστάσεων μεταφόρτωσης διατροπικών μεταφορών (Παράρτημα ΙΙ, αριθ. 10γ)

    - κατασκευή αεροδρομίων (Παράρτημα ΙΙ, αριθ. 10δ)

    - κατασκευή οδών (Παράρτημα ΙΙ, αριθ. 10ε)

    Οι ανωτέρω κατηγορίες έργων χρησιμεύουν ως παραδείγματα τα οποία επιτρέπουν τη σύγκριση κατωτάτων ορίων και κριτηρίων.

    3. Προβλέπει η εθνική σας νομοθεσία τη συμμετοχή του κοινού κατά την επιλογή, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2; Εάν ναι, παρακαλείσθε να συνοψίσετε την εμπειρία σας και να αναφέρετε τους λόγους για τους οποίους συμπεριλαμβάνετε ή όχι τη συμμετοχή του κοινού στην επιλογή.

    4. Με ποιον τρόπο οι κατηγορίες έργων "έργα ανάπτυξης βιομηχανικών ζωνών" και "έργα αστικής ανάπτυξης" (Παράρτημα ΙΙ, 10α και β) έχουν μεταφερθεί στην εθνική σας νομοθεσία; Ποιοι τύποι έργων καλύπτονται (π.χ. εμπορικά κέντρα, στεγαστικά έργα, χώροι εκθέσεων, στάδια, επιχειρηματικά πάρκα); Υπάρχει ανάγκη περαιτέρω εξειδίκευσης της εν λόγω κατηγορίας έργου;

    Αύξηση των ΕΠΕ

    5. Οδήγησε η τροποποίηση της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ από την οδηγία 97/11/ΕΚ σε αύξηση των ΕΠΕ στη χώρα σας; Παράκληση να αναφερθεί κατά προσέγγιση ο αριθμός των ΕΠΕ που έχουν διεξαχθεί κατ'έτος πριν και μετά από την εφαρμογή της οδηγίας 97/11/ΕΚ (ξεκινώντας από το έτος 1995) και να προσδιοριστούν σύμφωνα με τις κατηγορίες έργων του Παραρτήματος Ι και του Παραρτήματος ΙΙ.

    Οριοθέτηση πεδίου εφαρμογής και εκτίμηση/αξιολόγηση

    6. Εφαρμόζεται η «οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής» σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 υποχρεωτικά στη χώρα σας;

    7. Οδήγησε η εισαγωγή της «οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής» σε βελτίωση της ποιότητας των πληροφοριών που παρέχει ο κύριος του έργου (σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1) στη χώρα σας; Έχει η εισαγωγή της «οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής» επηρεάσει τη διάρκεια της διαδικασίας;

    8. Προβλέπει η εθνική σας νομοθεσία ότι οι πολίτες (και ποιοι) γνωμοδοτούν πριν η αρμόδια αρχή διατυπώσει τη γνώμη της επί των πληροφοριών που παρέχει ο κύριος του έργου (παράκληση να αναφερθούν οι λόγοι για τους οποίους συμμετέχει ή όχι το κοινό στην «οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής») ή αυτό γίνεται σε εθελοντική βάση; Έχει αυτή η συμμετοχή βελτιώσει την ποιότητα των παρεχόμενων πληροφοριών;

    Διασυνοριακές διαβουλεύσεις

    9. Σε πόσες περιπτώσεις ΕΠΕ, σύμφωνα με το άρθρο 7, έχει η χώρα σας συμμετάσχει από το 1995 (είτε ως κράτος μέλος προέλευσης είτε ως θιγόμενο κράτος μέλος); Παράκληση να αναφερθεί το όνομα, ο τύπος και το χρονοδιάγραμμα του έργου.

    10. Ποιες δυσκολίες συναντήσατε κατά την εφαρμογή του άρθρου 7 και με ποιον τρόπο τις ξεπέρασε η χώρα σας;

    11. Διαθέτει η χώρα σας οιεσδήποτε ρυθμίσεις δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 5 και σε ποια βάση (συνθήκη, μη δεσμευτική συμφωνία, κλπ.);

    II. Ερωτησεισ σε σχεση με την Οδηγια στο συνολο τησ

    Πληροφορίες που παρέχονται από τον κύριο του έργου και πληρότητα πληροφοριών

    12. Με ποιο τρόπο η χώρα σας διασφαλίζει ότι η ποιότητα των περιβαλλοντικών πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 5 και το Παράρτημα IV είναι επαρκής και ότι οι σχετικές πληροφορίες υποβάλλονται από τον κύριο του έργου;

    13. Με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα (σε ποιες συνιστώσες και σε ποιες κατηγορίες έργου ή χωροθετήσεις δίνεται ειδικότερα έμφαση); Στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ δηλώνεται ρητά ότι οι επιπτώσεις πρέπει να εκτιμώνται προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζεται η διατήρηση της ποικιλίας των ειδών. Το άρθρο 3 υποχρεώνει την εκτίμηση των άμεσων και έμμεσων επιπτώσεων στην πανίδα και χλωρίδα. Στην εν λόγω εκτίμηση μπορεί η βιοποικιλότητα να θεωρηθεί ως μία παράμετρος εκτίμησης.

    14. Ποια(ες) μεθοδολογία(ες) χρησιμοποιείται(ούνται) για την αξιολόγηση της διάδρασης μεταξύ των παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 3; Χρησιμοποιούνται οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής στο κράτος σας ή έχει το κράτος σας θεσπίσει δικές του κατευθυντήριες γραμμές;

    15. Με ποιον τρόπο αντιμετωπίζεται, εάν υπάρξει, η σημαντική καθυστέρηση

    - μεταξύ της περιβαλλοντικής εκτίμησης και της χορήγησης άδειας εκτέλεσης,

    - μεταξύ της χορήγησης άδειας εκτέλεσης και της κατασκευής ή της φάσης λειτουργίας;

    Μετά από τη διεξαγωγή της περιβαλλοντικής εκτίμησης μπορεί να συμβεί - ειδικότερα εξαιτίας μακρών διαδικασιών και καθυστερήσεων - οι όροι εκτίμησης να αλλάξουν (π.χ. λόγω αλλαγών που αφορούν την κατάσταση του περιβάλλοντος ή νέων επιστημονικών στοιχείων ή εξελίξεων).

    16. Προβλέπει η εθνική σας νομοθεσία τη δυνατότητα άρνησης χορήγησης άδειας εκτέλεσης εάν η ΕΠΕ καταδείξει ότι αναμένονται σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις και αυτές δεν μπορούν να μετριαστούν σε ένα ανεκτό επίπεδο;

    Εκτίμηση των επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία

    17. Ποια είναι η υφιστάμενη πρακτική στο κράτος σας, όσον αφορά την εκτίμηση των επιπτώσεων στην υγεία στο πλαίσιο της ΕΠΕ; Σε ποιους τύπους έργων δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις εκτιμήσεις των επιπτώσεων στην υγεία; Ποια θέματα αντιμετωπίζονται στις εν λόγω εκτιμήσεις (υγεία, ευεξία, κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις, κλπ.) και σε ποιο βαθμό; Σύμφωνα με το άρθρο 3, μια ΕΠΕ οφείλει - μεταξύ άλλων - να προσδιορίσει, να περιγράψει και να εκτιμήσει τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις ενός έργου στα ανθρώπινα όντα.

    Τροποποίηση και επέκταση έργων

    18. Με ποιο τρόπο η χώρας σας έχει εφαρμόσει τη διάταξη του Παραρτήματος ΙΙ αριθ. 13 (τροποποιήσεις και επεκτάσεις); Παρακαλείστε να αναφέρετε εάν χρησιμοποιήθηκε η εξέταση κατά περίπτωση ή/και κριτήρια/κατώτατα όρια και να τα προσδιορίσετε.

    19. Τα υφιστάμενα έργα υποδομών, όπως αερολιμένες, αυτοκινητόδρομοι, σιδηρόδρομοι, εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων ή βιομηχανικά έργα είναι δυνατόν να αυξήσουν σημαντικά την δυναμικότητά τους χωρίς σημαντικές κατασκευαστικές εργασίες (π.χ. αύξηση εναέριας κυκλοφορίας, εισαγωγή επιπλέον βάρδιας). Αντιμετωπίζεται αυτό το είδος της τροποποίησης στη χώρα σας ως τροποποίηση ή επέκταση έργου του Παραρτήματος Ι ή του Παραρτήματος ΙΙ, σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ αριθ. 13; Εάν ναι, παράκληση να αναφερθούν παραδείγματα.

    "Σαλαμοποίηση"

    20. Ποιες διατάξεις προβλέπονται στην εθνική σας νομοθεσία προκειμένου να αποτραπούν οι κύριοι ενός έργου να παρακάμψουν την ΕΠΕ και έχουν αυτές αποδειχθεί αποδοτικές στην πράξη;

    Συσσώρευση έργων

    21. Με ποιον τρόπο η χώρα σας έχει λάβει υπόψη τη συσσώρευση έργων και τις περιβαλλοντικές της επιπτώσεις; Παραδείγματος χάριν, με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται τα (μικρότερα) έργα που βρίσκονται σε (μικρή) απόσταση από άλλα έργα (είτε έχουν σχεδιαστεί, είτε έχουν ήδη υλοποιηθεί); Αντιμετωπίζονται ως τροποποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ αριθ. 13 ή ως νέο έργο; Έχετε άλλα παραδείγματα;

    Εναλλακτικές λύσεις

    22. Εκτιμώνται οι εναλλακτικές λύσεις υποχρεωτικά στη χώρα σας (ποιες); Σε σχέση με την τρέχουσα πρακτική, ποια είδη εναλλακτικών λύσεων εκτιμώνται; Θεωρούνται οι σχετικές πληροφορίες για τις εναλλακτικές λύσεις που υποβάλλονται από τον κύριο του έργου ικανοποιητικές;

    23. Ποια είναι η τρέχουσα πρακτική στη χώρα σας όσον αφορά την εκτίμηση των εναλλακτικών λύσεων σχετικά με τις διαφορετικές κατηγορίες έργου των Παραρτημάτων; (π.χ. εκτιμώνται πάντοτε οι εναλλακτικές λύσεις στην περίπτωση οδικών ή σιδηροδρομικών έργων αλλά σε μικρότερο βαθμό ή καθόλου όσον αφορά άλλους τύπους έργων);

    Εκτίμηση κινδύνου

    Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 και το Παράρτημα IV σημείο 4, ο κύριος έργου οφείλει να υποβάλει περιγραφή των πιθανών σημαντικών επιπτώσεων (άμεσων, έμμεσων, δευτερευουσών, σωρευτικών, βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων, μόνιμων και προσωρινών, θετικών και αρνητικών) ενός έργου με τον κατάλληλο τρόπο. Εδώ πρέπει να περιλαμβάνονται οι επιπτώσεις οι οποίες επέρχονται λόγω ατυχημάτων ή άλλων εξαιρετικών συμβάντων (π.χ. φυσικές καταστροφές, όπως δυνατή νεροποντή, σεισμοί, κατολισθήσεις), όπου κρίνεται σκόπιμο.

    24. Όσον αφορά τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 5 υπάρχει ρητή υποχρέωση στη χώρα σας για εκτίμηση και περιγραφή των πιθανών σημαντικών επιπτώσεων σε περίπτωση ατυχήματος ή σε εξαιρετικές περιστάσεις;

    25. Ποια είναι η τρέχουσα πρακτική όσον αφορά τις διαδικασίες ΕΠΕ (λαμβάνοντας υπόψη την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας που αφορά τον κίνδυνο); Ποιες κατηγορίες έργων υποβάλλονται σε εκτίμηση κινδύνου και ποια στοιχεία περιλαμβάνει η εν λόγω εκτίμηση του κινδύνου (κίνδυνοι για την υγεία, για τα υλικά αγαθά, τη φύση, τα ύδατα, τον αέρα, κλπ.) και σε ποιο βαθμό; Παράκληση να εξεταστούν ειδικότερα

    - οι πυρηνικοί σταθμοί και οι λοιπές πυρηνικές εγκαταστάσεις

    - τα αναχώματα και τα φράγματα

    - οι αγωγοί

    - τα διυλιστήρια και η χημική βιομηχανία

    - οι οδοί και οι σιδηρόδρομοι (ειδικότερα οι σήραγγες), οι αερολιμένες).

    Ποιες ειδικές θέσεις έργων (π.χ. σεισμικές ζώνες) υποβάλλονται σε εκτίμηση κινδύνου;

    26. Ποιες τεχνικές εκτίμησης κινδύνου χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της ΕΠΕ στη χώρα σας και ποια είναι η σχέση με τις εκτιμήσεις κινδύνου σε άλλα πλαίσια (π.χ. οδηγία Seveso, IPPC); Ποιοι παράγοντες/εν δυνάμει πηγές συμβάντων (φυσικές καταστροφές, τεχνολογικό ή ανθρώπινο λάθος, δολιοφθορά, κλπ.) λαμβάνονται υπόψη;

    Συμμετοχή του κοινού

    27. Πώς ορίζεται το ενδιαφερόμενο κοινό στη χώρα σας (π.χ. όσον αφορά τη γεωγραφική του οριοθέτηση);

    28. Ποια έργα συνεπάγονται υψηλό βαθμό συμμετοχής του κοινού και πώς αυτή αντιμετωπίζεται;

    Σχέση με άλλες οδηγίες

    29. Έχει η χώρα σας θεσπίσει ενιαία διαδικασία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 περίπτωση α) για έργα τα οποία εμπίπτουν στην οδηγία ΕΠΕ και στην οδηγία IPPC (οδηγία 96/61/ΕΚ); Εάν ναι, παράκληση να περιγραφούν τα κυριότερα στοιχεία της.

    30. Βιομηχανικά έργα: Είναι τα κατώτατα όρια/κριτήρια που έχουν θεσπιστεί για τη διενέργεια υποχρεωτικής ΕΠΕ ή για την κατά περίπτωση εξέταση τα ίδια με εκείνα του Παραρτήματος Ι της οδηγίας IPPC στη χώρας σας; Παράκληση να απαντήσετε με τους εξής όρους: ως επί το πλείστον, εν μέρει, σπανίως, και να αναφερθούν οι κυριότερες αιτίες.

    31. Υπάρχει συντονισμός της εκτίμησης δυνάμει του άρθρου 6 ή του άρθρου 7 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ περί ενδιαιτημάτων με τη διαδικασία ΕΠΕ; Εάν ναι, παράκληση να εξηγηθεί ο τρόπος που αυτή διεξάγεται.

    Εφαρμογή του άρθρου 1 παράγραφος 5 και εξαιρέσεις σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3

    32. Σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζεται το άρθρο 1 παράγραφος 2 και το άρθρο 2 παράγραφος 3; Παράκληση να δοθεί σύντομη αιτιολόγηση.

    III. Άλλες ερωτήσεισ με σκοπό την ενίσχυση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας της οδηγίας

    33. Έχουν τα κριτήρια επιλογής του Παραρτήματος ΙΙΙ αποδειχθεί αποδοτικά; Έχουν οι τύποι των ευαίσθητων περιοχών που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ διευκρινιστεί περαιτέρω στην εθνική σας νομοθεσία; Εάν ναι, παράκληση να δοθούν παραδείγματα. Πρέπει να υπάρξουν περισσότερα ή άλλου είδους κριτήρια επιλογής και αν ναι, ποια;

    34. Απαιτείται διενέργεια ΕΠΕ στη χώρα σας για άλλες κατηγορίες έργων από εκείνες που μνημονεύονται στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ; Εάν ναι, παράκληση να παρασχεθεί αιτιολόγηση.

    35. Υπάρχουν νέοι τύποι έργων που πρέπει να περιληφθούν στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ (π.χ. εγκαταστάσεις κατασκευής μοριοσανίδων ή ινοσανίδων, κεραίες κινητής τηλεφωνίας και ραδιοφώνου ή τηλεπικοινωνιακοί σταθμοί, γήπεδα γκολφ, εγκαταστάσεις έρευνας ΓΤΟ (Γενετικώς Τροποποιημένοι Οργανισμοί) ή παθογόνων μικροοργανισμών, παραγωγή ασβέστη, πεδία βολής ή άλλα); Υπάρχουν τύποι έργων που πρέπει να αφαιρεθούν από τα Παραρτήματα Ι και ΙΙ; Εάν ναι, παράκληση να παρασχεθεί αιτιολόγηση.

    36. Είναι τα κατώτατα όρια/κριτήρια που χρησιμοποιούνται στο Παράρτημα Ι το κατάλληλο έναυσμα για τη διενέργεια υποχρεωτικών ΕΠΕ ή υπάρχει ανάγκη προσαρμογής ορισμένων κατωτάτων ορίων/κριτηρίων; Εάν ναι, παράκληση να αναφερθούν οι τύποι έργων και τα κριτήρια/κατώτατα όρια και να αιτιολογηθούν.

    37. Πρέπει τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ να μετακινηθούν στο Παράρτημα Ι προκειμένου να διασφαλιστεί μια επαρκώς εναρμονισμένη εφαρμογή της οδηγίας όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες έργων; Εάν ναι, παράκληση να παρασχεθεί αιτιολόγηση.

    38. Σε σχέση με τα θέματα βιοποικιλότητας, προβλέπονται οιαδήποτε μέτρα προκειμένου να ενισχυθεί η δέουσα εξέταση της βιοποικιλότητας στο πλαίσιο της ΕΠΕ;

    39. Προβλέπονται στη χώρα σας μέτρα προκειμένου να εξετάζονται τα αποτελέσματα της ΕΠΕ (μετά από χορήγηση άδειας εκτέλεσης);

    40. Διασφαλίζεται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη όσον αφορά την ΕΠΕ στην εθνική σας νομοθεσία και με ποιον τρόπο (π.χ. σε ποιες φάσεις της διαδικασίας και για ποιους πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων διασυνοριακών επιπτώσεων);

    ΓΔ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ B.3 (17 Δεκεμβρίου 2001)

    Επιπλέον ερωτήσεις που υποβλήθηκαν από τη Μονάδα Εκτίμησης Επιπτώσεων του Πανεπιστημίου Oxford Brookes.

    1) Στην πράξη, ποιοι παράγοντες χρησιμοποιούνται ως βάση για την εκτίμηση της ποιότητας και της επάρκειας των πληροφοριών που παρέχονται από τον κύριο του έργου - παραδείγματος χάριν εφαρμόζονται αναγνωρισμένοι κατάλογοι ελέγχου ή κάθε δήλωση επιπτώσεων ελέγχεται με βάση τα στοιχεία που απαριθμούνται στο Παράρτημα IV της οδηγίας;

    2) Επιτρέπει η οικεία νομοθεσία ΕΠΕ άρνηση της χορήγησης άδειας εκτέλεσης λόγω ανεπαρκών/ακατάλληλων πληροφοριών που παρέχονται από τον κύριο του έργου; Παράκληση να εξηγηθεί πώς αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις ελλιπών πληροφοριών στη χώρα σας.

    3) Η χώρα σας έχει εκπονήσει εθνικές ή περιφερειακές κατευθυντήριες γραμμές για

    - α) την εκπόνηση Δηλώσεων Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων από τους κυρίους έργου;

    ή/και

    - β) την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές;

    Εάν ναι, παράκληση να αναφερθεί σύντομα το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, ποιος τις εκπόνησε και σε ποια μορφή διατίθενται (π.χ. σε ιστοσελίδα, κλπ. - παράκληση να αναφερθεί η σχετική διεύθυνση το Ίντερνετ).

    4) Έχει διεξαχθεί στη χώρα σας οιαδήποτε έρευνα για το θέμα της ποιότητας των περιβαλλοντικών πληροφοριών ή της Δήλωσης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που παρέχει ο κύριος έργου; Εάν ναι, παράκληση να αναφερθούν λεπτομερώς τα κυριότερα πορίσματα της μελέτης και να δοθούν λεπτομέρειες για το που μπορεί κανείς να μελετήσει την έκθεση.

    5) Στην πράξη, στη χώρα σας, ποια ήταν η μεγαλύτερη επωφελής αλλαγή που επέφερε η οδηγία 97/11/ΕΚ (η τροποποιητική οδηγία ΕΠΕ) στη διαδικασία ΕΠΕ; Γιατί η εν λόγω αλλαγή είναι επωφελής;

    6) Κατά την άποψή σας, ποια είναι η σημαντικότερη παράλειψη/πρόβλημα που εξακολουθεί να παραμένει [εάν υπάρχει] μετά την τροποποιητική οδηγία ΕΠΕ; Παράκληση να εξηγηθεί γιατί αποτελεί πρόβλημα και ποιες λύσεις προτείνετε.

    7) Έχει η χώρα σας θέσει κατώτατα όρια αποκλεισμού για οιαδήποτε έργα του Παραρτήματος ΙΙ - αυτό σημαίνει κατώτατα όρια κάτω από τα οποία η ΕΠΕ αποκλείεται εντελώς; Παραδείγματος χάριν, οι κανονιστικές διατάξεις του Ηνωμένου Βασιλείου ορίζουν ότι μια νέα εγκατάσταση εντατικής κτηνοτροφίας που έχει εμβαδόν επιφανείας κάτω από τα 500 τ.μ. και δεν βρίσκεται εντός ειδικής περιοχής (π.χ. εντός τόπου του Natura 2000) δεν απαιτεί ποτέ διενέργεια ΕΠΕ.

    8) Εάν η χώρα σας έχει θέσει υποχρεωτικά κατώτατα όρια για τα έργα του Παραρτήματος ΙΙ, ή έχει μεταφέρει κάποια έργα του Παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας στο εθνικό ισοδύναμο του Παραρτήματος Ι, προβλέπονται ενδεικτικά ή καθοδηγητικά κριτήρια κάτω από τα υποχρεωτικά κατώτατα όρια επιλογής;

    Προσάρτημα 2: Πίνακες κατωτάτων ορίων

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    * εκτός εάν η σχετική κρατική αρχή δηλώσει ότι το δάσος το οποίο πρέπει να αποψιλωθεί δεν έχει σημαντική δασοκομική αξία, βιολογική αξία, αξία ως τοπίο ή ως χώρος αναψυχής.

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Top