Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52001DC0125

    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας

    /* COM/2001/0125 τελικό */

    52001DC0125

    Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας /* COM/2001/0125 τελικό */


    ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ - Ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας

    1. Εισαγωγή

    Το άνοιγμα του ενεργειακού τομέα στον ανταγωνισμό επιτεύχθηκε πολύ αργότερα σε σχέση με το άνοιγμα άλλων τομέων της οικονομίας στο πλαίσιο του στόχου που τέθηκε το 1985 για τη δημιουργία, το 1992, μίας ενιαίας αγοράς στην Ευρώπη χωρίς εσωτερικά σύνορα. Οι οδηγίες για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο [1], οι οποίες εκδόθηκαν το 1996 και το 1998, με εφαρμογή από τον Φεβρουάριο του 1999 και τον Αύγουστο του 2000 αντίστοιχα, κάλυψαν εν μέρει αυτό το κενό και αποτελούν σημαντικό βήμα για τη δημιουργία μίας εσωτερικής αγοράς στους τομείς αυτούς. Στόχος των οδηγιών είναι το άνοιγμα των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου μέσω της σταδιακής εισαγωγής του ανταγωνισμού και της ενίσχυσης, με τον τρόπο αυτό, της απόδοσης του ενεργειακού τομέα και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας στο σύνολό της.

    [1] Οδηγία 96/92/EΚ, ΕΕ L 027, 30.1.1997 και οδηγία 98/30/EΚ, ΕΕ L 204, 21.7.1998.

    Το πλήρες άνοιγμα των αγορών ενέργειας αποτελεί κεντρικό παράγοντα για τη βελτίωση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας και για την ευημερία των πολιτών της. Η ηλεκτρική ενέργεια είναι η πλέον σημαντική δευτερογενής πηγή ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. η βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους τομείς της οικονομίας στην Ευρώπη, με ετήσια παραγωγή περίπου 2.500 τεραβατώρες [2] και συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών περίπου 150 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυξάνεται η σπουδαιότητα του φυσικού αερίου στον πρωτογενή ενεργειακό εφοδιασμό της ΕΕ, ιδίως ως καυσίμου επιλογής για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η ετήσια αξία των τελικών πωλήσεων φυσικού αερίου στην ΕΕ εκτιμάται ότι ανέρχεται σε περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των φόρων).

    [2] Ήτοι 2.500 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες.

    Το κόστος της ενέργειας αποτελεί σημαντικό μέρος του κόστους παραγωγής στην Ευρώπη. Σε μια παγκόσμια και ανταγωνιστική αγορά, η εξασφάλιση της απόδοσης του ενεργειακού εφοδιασμού και η διαμόρφωση των τιμών ενέργειας με βάση τον ανταγωνισμό έχουν ζωτική σημασία. Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου τους τελευταίους μήνες, παράλληλα με την παραδοσιακή σύνδεση της τιμολόγησης του φυσικού αερίου στην Ευρώπη με τις τιμές του πετρελαίου, καθιστούν εμφανή τα δυνητικά οφέλη του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων φυσικού αερίου, ο οποίος αποτελεί βασικό στοιχείο για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας.

    Η παρούσα ανακοίνωση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σήμερα οι συνέπειες από το άνοιγμα της αγοράς είναι θετικές σε σχέση με την ανάπτυξη της αγοράς καθεαυτής και την επίδραση του ανοίγματος της αγοράς σε σχετικούς σημαντικούς τομείς πολιτικής, όπως οι στόχοι της παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας, το περιβάλλον και η ασφάλεια του εφοδιασμού. Ωστόσο, προκειμένου να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά ενέργειας και να αξιοποιηθούν πλήρως τα οφέλη που απορρέουν από αυτή, απαιτείται λήψη περαιτέρω μέτρων. Έχει καθορισθεί η φύση των μέτρων που είναι αναγκαία για την παροχή αυτής της ώθησης. έχει προσδιοριστεί. αφορά το βαθμό ανοίγματος της αγοράς («ποσοτικές προτάσεις») και τις ελάχιστες απαιτήσεις ως προς την πρόσβαση στο δίκτυο, την προστασία των καταναλωτών, την κανονιστική ρύθμιση και την αποθεματοποίηση/διαχωρισμό μεταφοράς και διανομής σε ολοκληρωμένες εταιρείες φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού («ποιοτικές προτάσεις»).

    Βάσει των συμπερασμάτων αυτών η Επιτροπή υπέβαλε επίσημη πρόταση για τροποποίηση των οδηγιών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο. Προτείνεται επίσης κανονισμός που καθορίζει αρχές και διαδικασίες αναφορικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας.

    Η ανακοίνωση ανταποκρίνεται με τον τρόπο αυτό στο αίτημα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβώνας της 23ης - 24ης Μαρτίου 2000 για την ταχεία ανάληψη προσπαθειών με σκοπό την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου. Ανταποκρίνεται επίσης στο αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς την Επιτροπή να θεσπίσει λεπτομερές χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη επακριβώς καθορισμένων στόχων αποβλέποντας στη σταδιακή, αλλά πλήρη ελευθέρωση των ενεργειακών αγορών [3]. Βάσει προηγούμενης ανακοίνωσης της Επιτροπής [4], η οποία περιλαμβάνει αρχική ανάλυση της κατάστασης όσον αφορά το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και εξετάζει τις δράσεις που θα πρέπει να αναληφθούν για τη διευκόλυνση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, το Συμβούλιο Ενέργειας της 30ής Μαΐου 2000 επανέλαβε την έκκληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβώνας [5].

    [3] Resolution "Liberalisation of energy markets" A5-0180/2000 of 6 July 2000.

    [4] COM(2000) 297. Παραπομπή στην ανακοίνωση «Οι πρόσφατες πρόοδοι στη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού».

    [5] Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί συνέχεια της ανακοίνωσης της 16ης Μαΐου 2000 στην οποία η Επιτροπή διατύπωσε τις προκαταρκτικές της σκέψεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να ολοκληρωθεί η ελευθέρωση του κλάδου της ηλεκτρικής ενέργειας.

    Κατά την εκπόνηση της παρούσας ανακοίνωσης και πριν καταλήξει σε συμπεράσματα, η Επιτροπή θεώρησε σημαντικό να ακουστούν οι απόψεις όλων των ενδιαφερομένων μερών, δηλαδή των κοινωνικών εταίρων, των επιχειρήσεων ηλεκτροπαραγωγής, των παραγωγών φυσικού αερίου, των διαχειριστών δικτύων μεταφοράς (εφεξής αποκαλούμενων TSO), των διανομέων, των καταναλωτών και άλλων ενδιαφερομένων μερών. Για τον λόγο αυτό διοργανώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2000 δημόσια ακρόαση, στην οποία συμμετείχαν περίπου 120 ενώσεις και επιχειρήσεις.

    2. Οι εσωτερικές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου - η πρόοδος έως σήμερα

    2.1. Το νομικό πλαίσιο

    Οι κοινοτικές οδηγίες για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο (96/92/EΚ και 98/30/EΚ) τέθηκαν σε ισχύ στις 19 Φεβρουαρίου 1997 και στις 10 Αυγούστου 1998 αντίστοιχα και έπρεπε, κατά γενικό κανόνα, να εφαρμοστούν στην εθνική νομοθεσία δύο έτη αργότερα.

    Μολονότι οι δύο οδηγίες αντικατοπτρίζουν τα διαφορετικά ειδικά τεχνικά και εμπορικά χαρακτηριστικά καθενός από τους δύο τομείς, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα ίδια βασικά μέτρα που έχουν ως στόχο το άνοιγμα των αγορών στον ανταγωνισμό. Τα αποκλειστικά δικαιώματα εισαγωγών και εξαγωγών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, και κατασκευής και εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας καταργήθηκαν μετά την εφαρμογή των οδηγιών αυτών. Όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, η κατασκευή νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής άνοιξε επίσης πλήρως τον ανταγωνισμό.

    Όσον αφορά τον βαθμό ανοίγματος της αγοράς, οι οδηγίες καθορίζουν ελάχιστους στόχους ανοίγματος της αγοράς, οι οποίοι, στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας, αντιστοιχούν στο 30% της εγχώριας κατανάλωσης το 2000 και στο 35% το 2003. Στην περίπτωση του φυσικού αερίου το άνοιγμα πρέπει να είναι 20% το 2000 και 28% το 2003. Με τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα στους μεγαλύτερους καταναλωτές να επιλέγουν ελεύθερα τους προμηθευτές τους. Όσον αφορά το φυσικό αέριο, η ίδια δυνατότητα δίνεται επίσης και στις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ανεξάρτητα από την ετήσια κατανάλωσή τους.

    Μολονότι το άνοιγμα σημαντικού τμήματος της αγοράς (ποσοτικό άνοιγμα) έχει ζωτική σημασία για την ανάπτυξη του ανταγωνισμού, δεν εξασφαλίζει αυτό καθεαυτό την ομαλή λειτουργία της αγοράς στην πράξη. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσβαση στο δίκτυο αποτελεί βασικό ζήτημα, δεδομένου ιδίως ότι είναι πιθανό να παραμείνει φυσικό μονοπώλιο. Πράγματι, στις περισσότερες φορές δεν είναι οικονομικά εύλογο να αναπαραχθούν τα υφιστάμενα δίκτυα που, επομένως, αποτελούν ουσιώδη υποδομή. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό οι παράγοντες της αγοράς να μπορούν να έχουν ισότιμη πρόσβαση στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, συμπεριλαμβανομένων όλων των απαραίτητων σχετικών βοηθητικών εγκαταστάσεων («πρόσβαση τρίτων»/ΤΡΑ). Αυτό είναι πολύ πιο πιθανό να επιτευχθεί εάν η εκμετάλλευση των δικτύων μεταφοράς και διανομής (η οποία στην πράξη συχνά πραγματοποιείται από καθετοποιημένες επιχειρήσεις εκμετάλλευσης) διαχωριστεί λειτουργικά από τα υπόλοιπα εμπορικά συμφέροντα, ιδίως την παραγωγή και την προμήθεια.

    Οι οδηγίες προσφέρουν στα κράτη μέλη την επιλογή μεταξύ ενός συστήματος πρόσβασης τρίτων βάσει δημοσιευμένων τιμολογίων που ισχύουν για όλους τους πελάτες («ρυθμιζόμενη πρόσβαση τρίτων») και ενός συστήματος που βασίζεται σε διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και στη δημοσίευση των βασικών εμπορικών όρων («διαπραγματευόμενη πρόσβαση τρίτων»). Όσον αφορά τον διαχωρισμό/αποδεσμοποίηση, οι ολοκληρωμένες επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να διαχωρίζουν τις διάφορες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες τηρώντας ξεχωριστούς λογαριασμούς και διατηρώντας το απόρρητο των εμπορικώς ευαίσθητων πληροφοριών μέσω «σινικού τείχους» («Chinese walls»). Επιπλέον, η οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια απαιτεί να ορίζεται ένας ανεξάρτητος (τουλάχιστον από πλευράς διοίκησης) διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς (TSO) προκειμένου να εξασφαλίζεται η απουσία διακρίσεων στη χρήση του δικτύου μεταξύ του επίσημου διαχειριστή και των νεοεισερχομένων. Για να εξασφαλιστεί αυτή η απουσία διακρίσεων, τα κράτη μέλη είναι επίσης υποχρεωμένα να ορίσουν μία αρμόδια και ανεξάρτητη αρχή «επίλυσης διαφορών».

    2.2. Εφαρμογή στην πράξη [6]

    [6] Αναλυτικές πληροφορίες διατίθενται στην ιστοθέση της Επιτροπής: ηλεκτρική ενέργεια, http://europa.eu.int/comm/energy/en/elec_single_market/index_en.html, φυσικό αέριο, http://europa.eu.int/en/comm/dg17/gashome.htm.

    Όλα τα κράτη μέλη έχουν πλέον μεταφέρει στο εθνικό τους δίκαιο τις διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Το Βέλγιο δεν έχει ακόμα εγκρίνει την παράγωγη νομοθεσία (διατάγματα εφαρμογής) που είναι απαραίτητη για την εφαρμογή της νομοθεσίας.

    Όσον αφορά το φυσικό αέριο, τα περισσότερα κράτη μέλη είχαν μεταφέρει τη σχετική οδηγία στην κύρια εθνική τους νομοθεσία στις 10 Αυγούστου του 2000. Όσον αφορά αυτά τα κράτη, η Επιτροπή εξετάζει επί του παρόντος τη νομοθεσία εφαρμογής, προκειμένου να διασφαλιστεί η κάλυψη του συνόλου των αναλυτικών απαιτήσεων των οδηγιών. Ωστόσο, τρία κράτη μέλη (Γαλλία, Λουξεμβούργο και Γερμανία) πρέπει ακόμα να ολοκληρώσουν τη διαδικασία, ενώ έχουν κινηθεί διαδικασίες επί παραβάσει.

    Παρά ταύτα, η αρχική εμπειρία από την εφαρμογή των οδηγιών είναι ενθαρρυντική. Όσον αφορά το άνοιγμα της αγοράς, για παράδειγμα, τα περισσότερα κράτη μέλη προχώρησαν πέρα από τις νομικές απαιτήσεις και πολλά από αυτά έχουν ήδη αποφασίσει να προχωρήσουν σταδιακά στην πλήρη ελευθέρωση.

    Άνοιγμα των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ - 2000

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    Επιπλέον, ευρεία πλειονότητα κρατών μελών επέλεξαν διαρθρωτικά μέτρα σε σχέση με το άνοιγμα της αγοράς που είναι πιθανότερο ότι θα προωθήσουν τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό. Πράγματι τα περισσότερα κράτη μέλη επέλεξαν τη ρυθμιζόμενη πρόσβαση τρίτων, τη διαδικασία χορήγησης αδειών για την κατασκευή νέων μονάδων παραγωγής, τον πλήρη νομικό διαχωρισμό των διαχειριστών του συστήματος μεταφοράς και τη δημιουργία ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών.

    Ωστόσο, η τάση προς την κατεύθυνση της ρυθμιζόμενης πρόσβασης τρίτων και του αυστηρού διαχωρισμού είναι λιγότερο έκδηλη στον τομέα του φυσικού αερίου από ό,τι στην ηλεκτρική ενέργεια. μόνον έξι κράτη μέλη εφαρμόζουν ή εξετάζουν σοβαρά το νομικό ή ιδιοκτησιακό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων μεταφοράς και εμπορικής διάθεσης των ολοκληρωμένων επιχειρήσεων.

    Συμπερασματικά, θα μπορούσε στο παρόν στάδιο να αναφερθεί ότι η κατάσταση εφαρμογής είναι ενθαρρυντική. Ωστόσο η πρακτική εμπειρία έχει ήδη δείξει ότι απαιτούνται περαιτέρω βελτιώσεις και προσπάθειες για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των δύο αγορών.

    Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, ο βαθμός ανοίγματος της αγοράς διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών και, χωρίς ανάληψη περαιτέρω δράσης, η τάση αυτή πιθανότατα θα συνεχιστεί. Ενώ η συντριπτική πλειονότητα των κρατών μελών αναμένεται να προχωρήσει στην ελευθέρωση όλων των πελατών ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2007 και όλων των πελατών φυσικού αερίου μέχρι το 2008, η εικόνα απέχει πολύ από το να είναι ομοιόμορφη. Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει σοβαρές ανησυχίες μεταξύ των περισσοτέρων κρατών μελών και των παραγόντων της αγοράς που εκφράζουν ανησυχίες ότι αν η κατάσταση αυτή διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν θα αναπτυχθούν πραγματικά ισότιμοι όροι ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Οι διατάξεις περί αμοιβαιότητας που περιλαμβάνουν οι οδηγίες για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο στοχεύουν, προσωρινά, στην αντιμετώπιση του ζητήματος των ποσοτικών ανισορροπιών στο άνοιγμα της αγοράς. Ωστόσο, η εμπειρία στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχει δείξει ότι μια τέτοια ρήτρα ενδεχομένως να μην επαρκεί για να αντιμετωπίσει όλες τις πτυχές της δημιουργίας πραγματικά ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών και των φορέων εκμετάλλευσης [7].

    [7] Για παράδειγμα, οι διαρκώς λεπτομερέστερες εμπορικές διευθετήσεις καθιστούν αδύνατη την ανίχνευση της προέλευσης του φυσικού αερίου ή του ηλεκτρισμού.

    Η σπουδαιότητα του ζητήματος αυτού τονίστηκε στο πλαίσιο της δημόσιας ακρόασης από τη συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων. Το σημαντικά διαφορετικό ανταγωνιστικό περιβάλλον μεταξύ των κρατών μελών, από την άποψη των δυνατοτήτων προμήθειας φθηνότερης ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΜΜΕ, θεωρήθηκε σημαντική στρέβλωση του ανταγωνισμού. Μάλιστα, πάνω από το 80% των ερωτηθέντων στο πλαίσιο της ακρόασης τάχθηκαν υπέρ του πλήρους ανοίγματος της αγοράς βραχυμεσοπρόθεσμα.

    Το άνοιγμα της αγοράς είναι σημαντικό, αλλά για να είναι αποτελεσματικό στην πράξη θα πρέπει να διασφαλιστεί η δίκαιη και ισότιμη πρόσβαση στο δίκτυο. Μολονότι έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος από την άποψη αυτή, ιδίως στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, εξακολουθούν να απαιτούνται περαιτέρω βελτιώσεις. Οι πολυάριθμες καταγγελίες που λαμβάνει η Επιτροπή και οι εθνικές διοικήσεις, καθώς και οι ρυθμιστικές αρχές/αρχές ανταγωνισμού δείχνουν ότι ο στόχος της ισότιμης πρόσβασης στο δίκτυο δεν έχει ακόμη επιτευχθεί πλήρως στην πράξη. Επιπλέον, ορισμένες επιχειρήσεις επεσήμαναν στην Επιτροπή ότι σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει σαφής και αποτελεσματικός διαχωρισμός, σε συνδυασμό με ενιαία δημοσιευμένα τιμολόγια πρόσβασης τρίτων, αυτό αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την είσοδο στην αγορά, καθώς θεωρείται ότι δεν θα υπάρξει αποτελεσματική και ισότιμη πρόσβαση στο δίκτυο. Αυτό αποτελεί σημαντικό περιορισμό για την ανάπτυξη μίας αποτελεσματικής εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Τα συστήματα και οι κανόνες πρόσβασης τρίτων καθώς και ο βαθμός διαχωρισμού διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στο πλαίσιο αυτό. Τα θεμελιώδη αυτά στοιχεία για τον θεμιτό ανταγωνισμό υπογραμμίστηκαν επίσης στην πρόσφατη Πράσινη Βίβλο για την ασφάλεια εφοδιασμού [8].

    [8] COM(2000) 769, σ. 71.

    Συμπεραίνεται, επομένως, ότι για να αναπτυχθεί πραγματικός ανταγωνισμός και να υπάρξουν απτά αποτελέσματα τόσο για τους προμηθευτές όσο και για τους καταναλωτές, απαιτείται αποτελεσματικός διαχωρισμός και κατάλληλα, δίκαια και ισότιμα τιμολόγια και συνθήκες πρόσβασης στα ευρωπαϊκά δίκτυα φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας. Εάν δεν πληρούνται και οι δύο αυτές προϋποθέσεις, θα παραμείνει πιθανή η στρέβλωση του ανταγωνισμού. Ως προς τη διάρθρωση του τομέα του φυσικού αερίου, η ανάπτυξη γνήσιου ανταγωνισμού στην προσφορά είναι επίσης ζωτικής σημασίας προς το ανάντη της αλυσίδας προσφοράς φυσικού αερίου. Τόσο η οδηγία για το φυσικό αέριο, όσο και η πολιτική ανταγωνισμού θα έχουν ενδεχομένως σημαντικό ρόλο εν προκειμένω.

    Τα ποιοτικά αυτά ζητήματα υπογραμμίστηκαν και πάλι από όσους συμμετείχαν στη δημόσια ακρόαση, ως ζωτικής σημασίας για την εξασφάλιση της ανάπτυξης πραγματικού, αποτελεσματικού και θεμιτού ανταγωνισμού. Μάλιστα, πάνω από το 70% των ερωτηθέντων στο πλαίσιο της δημόσιας ακρόασης τάχθηκε υπέρ της ενίσχυσης των υφιστάμενων διατάξεων περί διαχωρισμού. Ουσιαστικά, πέραν των εκπροσώπων της βιομηχανίας φυσικού αερίου, μόνο δύο από τις 117 οργανώσεις και επιχειρήσεις που παρίσταντο εξέφρασαν την άποψη ότι οι τρέχουσες διατάξεις της οδηγίας είναι επαρκείς για την εξασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού. Επιπλέον, όσον αφορά την πρόσβαση τρίτων, το ζήτημα της κατά περίπτωση διαπραγματευόμενης πρόσβασης, το οποίο επιτρέπεται επί του παρόντος από την οδηγία, δεν υποστηρίχθηκε από κανέναν από τους ερωτηθέντες.

    Στο ίδιο πλαίσιο, πολλοί συμμετέχοντες υπογράμμισαν τη σημασία της ύπαρξης ανεξάρτητης εθνικής ρυθμιστίκής αρχής, ενώ ορισμένοι τάχθηκαν και υπέρ μιας ρυθμιστικής αρχής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ρυθμιστική αρχή είναι σημαντική για την επίτευξη γνήσιας ανταγωνιστικής αγοράς, ιδίως για την εξασφάλιση ισότιμης πρόσβασης στο δίκτυο. Αυτές οι ρυθμιστικές αρχές έχουν αρμοδιότητα καθορισμού ή έγκρισης τιμολογίων δικτύου και εκ των προτέρων παρέμβασης στην αγορά, σε αντίθεση με τις αρχές ανταγωνισμού που μόνον εκ των υστέρων μπορούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα ανταγωνισμού και με διαδικασίες που δεν είναι προσαρμοσμένες για να αντιμετωπίσουν τον καθορισμό τιμολογίων.

    Τέλος, είναι σημαντική η ανάπτυξη κοινής προσέγγισης επί του θέματος, βάσει υψηλών προτύπων, για την εξασφάλιση ισότιμων συνθηκών, εν όψει της κατάστρωσης παρόμοιων κανόνων στις υποψήφιες για ένταξη χώρες.

    Συνεπώς, μολονότι η υφιστάμενη διαδικασία ανοίγματος της αγοράς αποφέρει θετικά οφέλη για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα στο σύνολό της, φαίνεται - ήδη σε αυτό το πρώιμο στάδιο - ότι υπάρχουν αρκετές αδυναμίες στο τρέχον νομικό πλαίσιο, το οποίο θα χρειαστεί να τροποποιηθεί προκειμένου να επιτευχθεί πλήρως λειτουργική εσωτερική αγορά για το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια.

    2.3. Εξέλιξη τιμών [9]

    [9] Κύρια πηγή στοιχείων για το παρόν κεφάλαιο είναι η Eurostat,η οποία δημοσιεύει δύο φορές ετησίως στατιστικές σχετικά με τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

    Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για τους βιομηχανικούς καταναλωτές μειώθηκαν σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη μετά την εφαρμογή της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια. Γενικά, οι σημαντικότερες μειώσεις τιμών σημειώνονται στα κράτη μέλη όπου η αγορά ανοίχτηκε περισσότερο από το ελάχιστα απαιτούμενο από τη νομοθεσία και όπου η αγορά ήταν ανοικτή σε αποτελεσματικό ανταγωνισμό, εγχώριο ή εισαγόμενο. Τούτο φαίνεται στο ακόλουθο διάγραμμα, το οποίο παρουσιάζει την εξέλιξη των τιμών για τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές από το 1995.

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΓΡΑΦΗΚΟ>

    Πηγή: Eurostat

    Στο ΗΒ, την πρώτη χώρα όπου θεσπίστηκε το άνοιγμα της αγοράς, σημειώθηκαν σημαντικές μειώσεις των τιμών μετά την εφαρμογή της ελευθέρωσης το 1990. οι τιμές για τους βιομηχανικούς χρήστες στο ΗΒ, για παράδειγμα, μειώθηκαν κατά μέσο όρο 35%, σε πραγματικούς όρους, μετά το έτος αυτό, έναντι μέσου όρου μείωσης στην Κοινότητα κατά 25%. Στη Φινλανδία και στη Σουηδία, όπου το άνοιγμα της αγοράς ξεκίνησε αργότερα, η μείωση τιμών ήταν επίσης σημαντική, 20% στη Φινλανδία από το 1995 και 15% στη Σουηδία από το 1996. Αυτό είναι αξιοσημείωτο δεδομένου ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας σε αυτές τις δύο χώρες ήδη συγκαταλέγονταν μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρώπη πριν από το άνοιγμα της αγοράς. Τέλος, στη Γερμανία, όπου το άνοιγμα της αγοράς πραγματοποιήθηκε μόλις πρόσφατα, οι τιμές μειώθηκαν με ταχείς ρυθμούς, κατά μέσο ποσοστό 25% μεταξύ Μαρτίου 1998 και Αυγούστου 2000.

    Η μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας δεν περιορίζεται στη βιομηχανία, μολονότι το επίπεδό τους είναι λιγότερο εμφανές για τα νοικοκυριά. Οι μεγαλύτερες μειώσεις τιμών σημειώνονται στα κράτη μέλη όπου οι καταναλωτές είναι ελεύθεροι να επιλέξουν προμηθευτή και όταν αυτό είναι πράγματι εύκολο. Η εμπειρία από τη Φινλανδία και τη Σουηδία δείχνει π.χ. ότι τα νοικοκυριά επωφελήθηκαν από το άνοιγμα όταν εισήχθη η έννοια των τυποποιημένων μορφών καμπύλης φορτίου [10]. Από το 1998, οι μέσες τιμές για τους οικιακούς καταναλωτές μειώθηκαν κατά 13% στη Φινλανδία και κατά 16% στη Σουηδία [11].

    [10] Η τυποποιημένη μορφή καμπύλης φορτίου είναι παραδοχή της τυπικής, σε ποσότητα και ποιότητα, κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας μικρού καταναλωτή. Οι αποκλίσεις από αυτή τη μορφή ρυθμίζονται με περιοδικές αναγνώσεις του μετρητή, αποφεύγοντας τη δαπανηρή συνεχή ανάγνωση της κατανάλωσης του καταναλωτή και αντισταθμίζοντάς τις ως προς τη συμφωνηθείσα ποσότητα κατανάλωσης.

    [11] Σύμφωνα με την Ένωση Σουηδών Διανομέων Ηλεκτρικής Ενέργειας, το 10% του συνόλου των νοικοκυρών άλλαξαν προμηθευτή μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 1999 και 31ης Αυγούστου 2000. Ωστόσο, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκαν επίσης και για άλλα νοικοκυριά. Η Ένωση εκτιμά ότι οι τιμές μειώθηκαν στα 2/3 του συνόλου των προμηθειών ηλεκτρικής ενέργειας.

    Έτσι η εξέλιξη των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας υπήρξε πολύ θετική έπειτα από τη διαδικασία ανοίγματος της αγοράς που άρχισε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν μπορούμε, πάντως, να συμπεράνουμε ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να μειώνονται καθώς προχωρά το άνοιγμα της αγοράς. Ένας από τους σημαντικότερους καθοριστικούς παράγοντες για την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας είναι τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, π.χ., έχει μικρή επίδραση στην ανάπτυξη της τιμής του αργού πετρελαίου και, τουλάχιστον επί του παρόντος, του φυσικού αερίου, που στην πλειονότητα των κρατών μελών συνδέεται με την τιμή πετρελαίου. Αυτό που πράγματι εξασφαλίζει γνήσια ανταγωνιστική αγορά είναι, ωστόσο, ότι οι τιμές αντικατοπτρίζουν επαρκώς τη ζήτηση και τη προσφορά, και ότι πραγματοποιούνται κέρδη όσον αφορά την απόδοση, που δεν επιτυγχάνονταν με το προηγούμενο καθεστώς της αγοράς που κυριαρχούνταν από τα εθνικά μονοπώλια.

    Η εικόνα είναι λιγότερο σαφής για το φυσικό αέριο. Η επίδραση του ανοίγματος της αγοράς στις τιμές του φυσικού αερίου στρεβλώνεται σημαντικά από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και την εξέλιξη της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου. Σε ορισμένο βαθμό, τούτο αντικατοπτρίζει τις διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ της παραγωγής φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, και των συμβατικών ρυθμίσεων για την προμήθεια με φυσικό αέριο, συμπεριλαμβανομένης της σύνδεσης της τιμής του φυσικού αερίου με τις τιμές του πετρελαίου. Έως ότου αναπτυχθεί γνήσιος ανταγωνισμός στον κλάδο του φυσικού αερίου, οι τιμές του δεν θα αντικατοπτρίζουν επακριβώς την κατάσταση προσφοράς και ζήτησης στην αγορά φυσικού αερίου, ανεξάρτητα από το πετρέλαιο. Ωστόσο, στο ΗΒ, για παράδειγμα, η εισαγωγή του ανταγωνισμού, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως οι άφθονες προμήθειες καυσίμων και η σχετική απομόνωση της αγοράς του ΗΒ, οδήγησαν αρχικά σε μείωση των τιμών του φυσικού αερίου. Μεταξύ 1990 και 1999, οι μέσες τιμές του φυσικού αερίου στο ΗΒ μιεώθηκαν κατά 45% για τη βιομηχανία και κατά 20% για τους οικιακούς καταναλωτές [12]. Ωστόσο, έπειτα από την έναρξη λειτουργίας του αγωγού διασύνδεσης από το Bacton στο ΗΒ στη Zeebrugge στο Βέλγιο, τον Οκτώβριο του 1998, οι τιμές του φυσικού αερίου στο ΗΒ περίπου διπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια του 2000, κυρίως ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών φυσικού αερίου στην ηπειρωτική Ευρώπη, οι οποίες ήταν συνδεδεμένες με την τιμή του πετρελαίου, που αυξήθηκε σημαντικά κατά τους τελευταίους 18 μήνες.

    [12] Πηγή: Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας: "UK Energy Sector Indicators - 1999".

    Μεταξύ των κρατών μελών υπάρχουν τεράστιες διαφορές τιμών. Η κατάσταση αυτή είναι πιθανό να οδηγήσει σε στρεβλώσεις στην αγορά για την ενεργειοβόρο βιομηχανία. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι ΜΜΕ βρίσκονται σήμερα συχνά σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τους μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες από πλευράς τιμών, ιδίως εάν παραμένουν εξαρτημένοι πελάτες χωρίς δυνατότητα επιλογής προμηθευτή.

    Η παρακολούθηση των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου είναι σημαντική για να εξασφαλισθεί η ανάπτυξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού, καθώς επίσης για να εξασφαλιστεί ότι οι χαμηλότερες τιμές για ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο δεν έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη περιβαλλοντικά ήπιων τεχνολογιών που αναφέρονται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση. Τούτο δεν αφορά μόνο τις τελικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και τους δείκτες ανταγωνισμού - που, π.χ., το επίπεδο αλλαγής των πελατών έπειτα από το άνοιγμα της αγοράς, τις μεταβολές στα μερίδια της αγοράς, καθώς και η έκταση της εισόδου νέων εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας στη νέα αγορά. Είναι πάντως σημαντικό να μη λησμονηθεί ότι αρκεί η απειλή εισόδου νέων εταιρειών στην αγορά για να οδηγήσει τους καθιερωμένους προμηθευτές να περιορίσουν τις τιμές τους. Η ανάλυση των μεριδίων της αγοράς μπορεί να μην είναι ακριβής ένδειξη του αντίκτυπου της ελευθέρωσης. Θα είναι επομένως σημαντικό να οριστούν κριτήρια συγκριτικών επιδόσεων για τιμολόγια μεταφοράς και διανομής σε κοινοτική κλίμακα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές θα διαθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες για να εγγυώνται κατάλληλη σύγκριση των εγχώριων επιπέδων τιμολόγησης. Η Επιτροπή δρομολόγησε πρόσφατα μελέτη επί του θέματος, μέλημα που θα συνεχίσει να αποτελεί μέρος των τρεχουσών εργασιών της.

    2.4. Η ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών στην εσωτερική αγορά

    2.4.1. Σημερινή κατάσταση και τάσεις στην εσωτερική αγορά

    Ο απώτερος στόχος των οδηγιών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο είναι η δημιουργία πραγματικά ολοκληρωμένης ενιαίας αγοράς και όχι δεκαπέντε λίγο έως πολύ ελευθερωμένων αλλά κατά κύριο λόγο εθνικών αγορών. Κατά συνέπεια, είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι προοδεύει επίσης το διασυνοριακό εμπόριο. Ο συνολικός όγκος εμπορικών συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας, για παράδειγμα, αντιστοιχεί στο 8% περίπου της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Κοινότητα. Όπως αναφέρεται στη Πράσινη Βίβλο σχετικά με την ασφάλεια εφοδιασμού [13], το εν λόγω επίπεδο εμπορίου είναι πολύ χαμηλότερο από τους άλλους τομείς που έχουν πολύ επωφεληθεί από την εσωτερική αγορά, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και τα βιομηχανικά προϊόντα.

    [13] COM(2000) 769, σ. 69.

    Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζεται το επίπεδο φυσικών εξαγωγών και εισαγωγών για κάθε χώρα, για το 1999 [14]:

    [14] Δεν περιλαμβάνεται το εμπόριο εντός του σκανδιναβικού συστήματος

    >ΘΕΣΗ ΠIΝΑΚΑ>

    (NORDEL) καθώς και μεταξύ Ιρλανδίας και του ΗΒ.

    Μολονότι είναι ακόμη περιορισμένο το διασυνοριακό εμπόριο, τούτο δεν σημαίνει ότι το ανταγωνισμός δεν είχε αποτελέσματα. Πράγματι, όπως σημειώθηκε ήδη, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε σε σχεδόν όλα τα κράτη μέλη έπειτα από την εφαρμογή της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια. Τόσο ο ανταγωνισμός σε εθνικό επίπεδο, όπως επίσης και η πίεση του εξωτερικού ανταγωνισμού σημαίνει ότι, παρά τα φυσικά εμπόδια, οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας αναγκάστηκαν να μειώσουν τις τιμές για να διατηρήσουν την πελατειακή τους βάση.

    Ένας σημαντικός περαιτέρω δείκτης για την ανάπτυξη πραγματικής/ολοκληρωμένης εσωτερικής αγοράς είναι ο αριθμός των πελατών που έχουν επιλέξει να αλλάξουν προμηθευτή, καθώς και εάν οι νέες προμήθειες προέρχονται από παραγωγό ενέργειας που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος. Η Επιτροπή έχει επομένως αρχίσει σχετική παρακολούθηση, και έχει ζητήσει τις εν λόγω πληροφορίες, στο βαθμό που διατίθενται από τη βιομηχανία, τα κράτη μέλη και τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Μολονότι τα δεδομένα δεν υφίστανται ακόμη για όλα τα κράτη μέλη μπορούν ήδη να προσδιοριστούν ορισμένοι δείκτες.

    Σύμφωνα με τις επί του παρόντος διαθέσιμες πληροφορίες που μπόρεσε να συλλέξει η Επιτροπή, ο αριθμός των πελατών που έχουν αλλάξει προμηθευτή είναι μεγαλύτερος στα κράτη μέλη όπου άρχισε νωρίς το άνοιγμα της αγοράς. Στη Φιλανδία, λόγου χάρη, ποσοστό περίπου 20% έχουν αλλάξει προμηθευτή, ενώ στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο οι περισσότεροι βιομηχανικοί καταναλωτές πιστεύεται ότι έχουν αλλάξει προμηθευτή τουλάχιστον μία φορά ύστερα από την εισαγωγή του ανταγωνισμού, το 1996. Επίσης, και στα κράτη μέλη όπου το άνοιγμα της αγοράς πραγματοποιήθηκε αργότερα διακρίνεται τάση αλλαγής προμηθευτή. Όσον αφορά, π.χ., τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία και τη Πορτογαλία, εκτιμάται ότι ποσοστό περίπου 5% των επιλέξιμων πελατών έχουν αλλάξει προμηθευτή.

    Όσον αφορά τη χώρα προέλευσης του νέου προμηθευτή που έχουν επιλέξει οι πελάτες, διατίθενται πολύ περιορισμένα στοιχεία. Φαίνεται όντως ότι οι περισσότεροι πελάτες τείνουν να επιλέξουν εθνικό προμηθευτή, εκτός από τις χώρες όπου κυριαρχεί ένας εθνικός προμηθευτής. Η παρακολούθηση των εξελίξεων είναι σημαντική και αναμένονται περισσότερες σχετικές πληροφορίες από τους δείκτες που επί του παρόντος αναπτύσσει η Επιτροπή, μέσω της EUROSTAT, για την παρακολούθηση και αποτίμηση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

    Οι εν λόγω εξελίξεις καταδεικνύουν την έναρξη μιας γνήσια ανταγωνιστικής κοινοτικής αγοράς. Δείχνουν, ωστόσο, επίσης ότι η αγορά αυτή απέχει πολύ ακόμα από την ολοκλήρωσή της.

    Σε χώρες όπου η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας κυριαρχείται από έναν ή δύο παραγωγούς που παράγουν το σύνολο της εγχώριας ενέργειας, το ανταγωνιστικό περιβάλλον, δηλαδή γνήσιος ανταγωνισμός στην αγορά, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εφόσον καταστεί δυνατό υψηλό επίπεδο εισαγωγών.

    Επιπλέον, εάν το διασυνοριακό εμπόριο παραμείνει περιορισμένο και οι αγορές είναι κυρίως εθνικές, είναι πιθανό ότι δεν θα αξιοποιηθεί αποτελεσματικά το δυναμικό παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παραδείγματος χάρη, εάν παραμείνουν οι φυσικοί περιορισμοί για τις εξαγωγές, είναι πιθανό ότι νέες εγκαταστάσεις παραγωγής θα κατασκευαστούν σε μία χώρα, παρά την ύπαρξη αναξιοποίητου δυναμικού παραγωγής σε άλλη χώρα, με κίνδυνο κλεισίματος. Τέλος, η διαδικασία αυτή είναι πιθανό ότι θα έχει αντίκτυπο στην ασφάλεια της κατάστασης εφοδιασμού στην Ένωση, εάν στις νέες εγκαταστάσεις χρησιμοποιηθεί εισαγόμενη πηγή ενέργειας - λόγου χάρη φυσικό αέριο - ενώ οι υφιστάμενες μονάδες, που απειλούνται με κλείσιμο, λειτουργούν με ενεργειακούς πόρους που θέτουν λιγότερα ή καθόλου προβλήματα όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού, όπως είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

    Για την αντιμετώπιση των εν λόγω θεμάτων είναι σημαντική η μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων εμπορίου. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η ανάλυση τριών μειζόνων δράσεων:

    *ενδεδειγμένοι καταμερισμού όσον αφορά την τιμολόγηση του διασυνοριακού εμπορίου.

    *κανόνες κατανομής και διαχείρισης περιορισμένης δυναμικότητας διασύνδεσης. και

    *όπου αυτό είναι οικονομικώς αιτιολογημένο, αύξηση της υφιστάμενης φυσικής δυναμικότητας διασύνδεσης.

    Όλα αυτά τα θέματα αποτελούν ουσιαστικό συμπλήρωμα των οδηγιών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο.

    2.4.2. Οι εργασίες στα Φόρουμ της Φλωρεντίας και της Μαδρίτης

    Για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα αυτά και ιδίως τα δύο πρώτα μελήματα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε την πρωτοβουλία σύστασης δύο νέων φορέων - του ρυθμιστικού φόρουμ ηλεκτρικής ενέργειας της Φλωρεντίας, το 1988 και του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού φόρουμ φυσικού αερίου της Μαδρίτης, το 1999. Τα παραπάνω αναφερόμενα θέματα είναι τεχνικού και σύνθετου χαρακτήρα και εξελίσσονται με ταχείς ρυθμούς, ενώ τα φόρουμ αντιπροσωπεύουν τον κατάλληλο και ευέλικτο μηχανισμό για την επίτευξη προόδου. Τα φόρουμ συγκαλούνται δύο φορές ετησίως και αποτελούνται από εκπροσώπους των κρατών μελών, των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των διαχειριστών δικτύων μεταφοράς, των προμηθευτών και εμπόρων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, των καταναλωτών, των χρηστών των δικτύων και των χρηματιστηρίων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

    Και για τα δύο αυτά φόρουμ, το πρώτο βήμα ήταν η δημιουργία ενός οργανισμού εκπροσώπησης των διαχειριστών δικτύων μεταφοράς (TSO). Έτσι, για την ηλεκτρική ενέργεια δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση Διαχειριστών Δικτύων Μεταφοράς (ETSO), ένας εξ ολοκλήρου νέος και ξεχωριστός φορέας από τις υπόλοιπες ενώσεις ή τους φορείς της βιομηχανίας ηλεκτρικής ενέργειας. Όσον αφορά το φυσικό αέριο, το καλοκαίρι του 2000 συστάθηκε σύμπραξη των διαχειριστών δικτύων μεταφοράς, η GTE. Πέραν αυτού, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου δημιούργησαν το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (CEER). Οι εξελίξεις αυτές αποδείχθηκαν σημαντικές για την κατάληξη σε ενιαίες θέσεις σχετικά με σειρά από τα εξεταζόμενα θέματα.

    2.4.3. Τιμολόγια μεταφοράς για διασυνοριακό εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας.

    Όταν θεσπίστηκε η οδηγία, κάθε κράτος μέλος αντιμετώπισε το θέμα της τιμολόγησης του διασυνοριακού εμπορίου με βάση το εθνικό του σύστημα. Τούτο οδήγησε σε σημαντικές διαφορές στην τιμολογιακή διάρθρωση εντός της Κοινότητας. Ορισμένες χώρες επιβάλλουν τέλη μόνο σε καταναλωτές, ενώ άλλοι έχουν τιμολόγια εν μέρει για μονάδες παραγωγές, εν μέρει για καταναλωτές. Επίσης, ορισμένα κράτη μέλη επιβάλλουν τέλη στις μεταφορές, ενώ άλλα όχι. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και, σε πολλές περιπτώσεις, συνονθύλευμα επιβολής τελών από όλες τις χώρες που παρεμβάλλονται μεταξύ του φορέα παραγωγής και του καταναλωτή, προσέγγιση που δεν ανταποκρίνεται στις αντίστοιχες δαπάνες που προκύπτουν. Πρώτο καθήκον, επομένως, του φόρουμ της Φλωρεντίας ήταν η συμφωνία για εναρμονισμένο σύστημα διασυνοριακής τιμολόγησης.

    Το φόρουμ συμφώνησε ταχέως επί των βασικών αρχών του εν λόγω συστήματος τιμολόγησης: διαφάνεια, απλότητα, κοστοστρέφεια και αμεροληψία. Ακολούθως επετεύχθη συμφωνία σχετικά με τον μηχανισμό που απαιτείται για την υλοποίηση των εν λόγω αρχών:

    *ο μηχανισμός πρέπει να βασίζεται σε φυσικές ροές ηλεκτρικής ενέργειας, και όχι στην απόσταση μεταξύ δύο συμβαλλομένων μερών.

    *οι χώρες που εξάγουν περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια απ'ό,τι εισάγουν, προξενούν φυσική ροή και διαμετακόμιση. Οι ροές αυτές προξενούν δαπάνες στις χώρες μέσω των οποίων διέρχονται.

    *οι εν λόγω χώρες διαμετακόμισης ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να λαμβάνουν αντιστάθμιση για το κόστος που προκαλείται στα δίκτυά τους, από τους συντελεστές της αγοράς στο δίκτυο των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς (ΔΣΜ) που προκαλούν αυτές τις ροές.

    *οι εν λόγω αντισταθμίσεις πραγματοποιούνται με καταβολές μεταξύ των ΔΣΜ.

    Κατά την πέμπτη συνεδρίαση του φόρουμ της Φλωρεντίας, τον Μάρτιο του 2000, επετεύχθη επί της αρχής συμφωνία για την εισαγωγή συστήματος τιμολόγησης του διασυνοριακού εμπορίου ηλεκτρικής ενέργειας, βάσει των παραπάνω αρχών και για τη διάρκεια προκαταρκτικής δοκιμαστικής φάσης ενός έτους. Βάσει αυτού, οι ΔΣΜ αλληλοαποζημιώνονται για μεταφορές βάσει προτεινόμενων οικονομικών υπολογισμών που επαληθεύονται σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, ένα σημαντικό ζήτημα παρέμεινε αντικείμενο επικουρικότητας: ο τρόπος με τον οποίο οι εθνικοί ΔΣΜ λογίζουν το αποτέλεσμα των αντισταθμίσεων που έχουν καταβληθεί και εισπραχθεί στο εθνικό τους σύστημα τιμολόγησης. Στο συγκεκριμένο αυτό σημείο συμφωνήθηκε να αφεθεί το ζήτημα κατά τη διάρκεια της προσωρινής μονοετούς περιόδου στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Ωστόσο, οι εθνικοί μηχανισμοί παραμένουν αντικείμενο συνολικού συντονισμού και ελέγχου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι δυνητικά διαφορετικές προσεγγίσεις σε επίπεδο κράτους μέλους δεν θα έχουν ως αποτέλεσμα αναιτιολόγητη στρέβλωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

    Η Επιτροπή δεν έχει ακόμα προετοιμασθεί να υποστηρίξει την έναρξη λειτουργίας του προσωρινού συστήματος. Με βάση τις υφιστάμενες πληροφορίες από όλες τις ενδιαφερόμενες ρυθμιστικές/αρμόδιες αρχές, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι οι δυνητικά διαφορετικές προσεγγίσεις δεν θα καταλήξουν σε αναιτιολόγητη στρέβλωση της εσωτερικής αγοράς. Πράγματι, οι διάφορες ομάδες κρατών μελών κατατάσσονται, σε δύο βασικές κατηγορίες: μία ομάδα επιδιώκει την υιοθέτηση τέλους εξαγωγής, ενώ η δεύτερη τείνει να επιλέξει σύστημα κατανομής δαπανών σε όλους τους χρήστες δικτύου. Υπό τις εν λόγω περιστάσεις, η εισαγωγή του προσωρινού συστήματος θα είχε μάλλον ως αποτέλεσμα έναν απαράδεκτο βαθμό διάκρισης μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης καθώς και στρεβλώσεις του εμπορίου, πολύ δε περισσότερο στο βαθμό όπου το ύψος του τέλους εξαγωγής που επιδιώκουν ορισμένες χώρες, σε πολλές περιπτώσεις θα οδηγούσε σε κόστος συναλλαγής σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τα τρέχοντα εθνικά συστήματα τιμολόγησης.

    Tούτο υπογραμμίστηκε επίσης από εκπροσώπους μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών, εμπορευόμενους, σειρά κρατών μελών και εθνικές ρυθμιστικές αρχές, που, σε διάφορες ευκαιρίες, διατύπωσαν τις σοβαρές επιφυλάξεις τους όσον αφορά την έννοια και το επίπεδο του επιδιωκόμενου τέλους εξαγωγής.

    Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι ήδη ο προσωρινός μηχανισμός, παρά τον παροδικό χαρακτήρα του, πρέπει να βασίζεται σε αρχές που να εξασφαλίζουν κατάλληλη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να μην περιέχουν στοιχεία που συνιστούν φραγμούς στο εμπόριο. Ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος επίτευξης του στόχου αυτού είναι ότι τα δύο κράτη μέλη που επιδιώκουν την υιοθέτηση τέλους εξαγωγής θα πρέπει να εξετάζουν τη δυνατότητα να μην το υιοθέτηση ή τη σημαντική μείωση του ύψους του, ώστε να περιορισθούν πιθανές στρεβλώσεις για το εμπόριο και τον ανταγωνισμό.

    Η Επιτροπή πραγματοποίησε περαιτέρω συζητήσεις με μεμονωμένες ρυθμιστικές/εθνικές αρχές για την επίλυση του θέματος αυτού, με στόχο να επιτραπεί η εισαγωγή του προσωρινού συστήματος στο εγγύς μέλλον.

    Στην πορεία, ωστόσο, των συζητήσεων αυτών, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, ιδίως η Γερμανία, δήλωσαν ότι είναι πρόθυμα να περιορίσουν το σχεδιαζόμενο τιμολόγιο εξαγωγής τους μόνο υπό τον όρο ότι όλα τα άλλα κράτη μέλη θα υιοθετήσουν και αυτά τέλος εξαγωγής του ιδίου επιπέδου, συμπεριλαμβανομένων όσων επιλέγουν σύστημα κατανομής κόστους στο σύνολο των χρηστών του δικτύου. Η προσέγγιση αυτή θα ήταν, πάντως, απαράδεκτη για τα εν λόγω κράτη μέλη και για την Επιτροπή. Πράγματι, η Επιτροπή, στην πρότασή της για οριστικό σύστημα τιμολόγησης που περιγράφεται στη συνέχεια (2.4.5.) εισηγείται την αρχή κατανομής του κόστους για όλα τα κράτη μέλη και, κατά συνέπεια, δεν θα ήταν συνεπές να ενθαρρυνθούν τα κράτη μέλη τα οποία είναι διατεθειμένα να θεσπίσουν την εν λόγω προσέγγιση που ισχύει ήδη στο μεταβατικό σύστημα, να την εγκαταλείψουν και να υιοθετήσουν τέλος εξαγωγής.

    Η θέσπιση προσωρινού συστήματος θα αποτελούσε σημαντικό βήμα προς τα εμπρός για την απόκτηση εμπειρίας με τον μηχανισμό αντιστάθμισης μεταξύ των ΔΣΜ καθώς και για να επιτευχθεί η κατάργηση των ισχυόντων τιμολογίων, γεγονός που θα οδηγούσε επίσης σε απλούστευση των διαρθρώσεων των τιμολογίων.

    Ωστόσο, εάν δεν καταστεί δυνατή η εφεύρεση ικανοποιητικής λύσης, θα συνεχίσουν να ισχύουν τα πλήρως εθνικά συστήματα για τη διασυνοριακή μεταφορά, έως ότου τεθεί σε ισχύ σταθερό οριστικό σύστημα, σύμφωνα με την παρακάτω πρόταση (2.4.5.). Τα μεταβατικά αυτά εθνικά συστήματα πρόκειται πάντως να συνεχίσουν να αποτελούν αντικείμενο των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης.

    Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση που τελικά τεθεί σε ισχύ το προσωρινό σύστημα, θα παραμείνουν προς επίλυση διάφορα σημαντικά θέματα πριν τεθεί σε λειτουργία οριστικό σύστημα τιμολόγηση, πλήρως σύμφωνο με τις βασικές αρχές που αναφέρονται παραπάνω. Σε αυτές περιλαμβάνεται η ακριβής μέθοδος υπολογισμού του κόστους της διαμετακόμισης, η εναρμόνιση της μεθόδου χρηματοδότησης των πληρωμών, καθώς και η εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των εθνικών συστημάτων τιμολόγησης, που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη θεμιτού και μη διαστρεβλωμένου εμπορίου [15]. Δεν κατέστη δυνατόν να επιλυθούν αυτά τα θέματα στο πλαίσιο του Φόρουμ της Φλωρεντίας.

    [15] Tούτο αφορά ιδίως το βαθμό κατανομής των τελών του δικτύου μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών.

    2.4.4. Διαχείριση συμφόρησης

    Ενώ η Επιτροπή θέτει σε υψηλή προτεραιότητα το θέμα εξασφάλισης της κατασκευής απαραίτητης και οικονομικά αιτιολογημένης νέας δυναμικότητας διασύνδεσης, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι ορισμένες διασυνδέσεις θα παραμείνουν υπό καθεστώς συμφόρησης για το προβλέψιμο μέλλον. Είναι επομένως ζωτικής σημασίας η ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, ώστε η διαθέσιμη δυναμικότητα να καταμερίζεται κατά τον πλέον κατάλληλο τρόπο για την επίτευξη ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς. Το Φόρουμ της Φλωρεντίας επεδίωξε την ανάπτυξη κοινά αποδεκτών κατευθυντηρίων γραμμών ώστε να εξασφαλισθεί ότι ο εν λόγω στόχος θα αντιμετωπισθεί όταν τα κράτη μέλη καταμερίζουν τη δυναμικότητα. Συγκροτήθηκε ομάδα εργασίας όπου εκπροσωπούντο οι ρυθμιστικές αρχές η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και, κατά περίπτωση, η βιομηχανία, με σκοπό την κατάρτιση των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, οι οποίες συμφωνήθηκαν κατά την τελευταία συνεδρίαση του Φόρουμ της Φλωρεντίας, τον Νοέμβριο του 2000. Κατέληξαν, συγκεκριμένα, ότι η δυναμικότητα θα πρέπει να κατανέμεται μέσω μηχανισμών της αγοράς. Η έγκριση των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών συνιστά βήμα προόδου στο θέμα. Η πρακτική υλοποίησή της, ωστόσο, στην εθνική νομοθεσία παραμένει θέμα εξ ολοκλήρου εθελοντικού χαρακτήρα.

    2.4.5. Η ανάγκη λήψης περαιτέρω μέτρων

    Tο Φόρουμ της Φλωρεντίας υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματικό για την επίτευξη συναίνεσης σε ιδιαίτερα σύνθετα, ταχέως εξελισσόμενα και επίμαχα θέματα. Ενώ η διαδικασία αυτή αποτελεί σημαντικό εργαλείο ιδίως επειδή εξασφαλίζει την εκπροσώπηση της βιομηχανίας και των καταναλωτών ενέχει ωστόσο όπως αποδείχθηκε από πρόσφατες εμπειρίες ιδίως στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης εισαγωγής προσωρινού συστήματος τιμολόγησης σειρά μειονεκτημάτων όσον αφορά την απαραίτητη επίτευξη συγκεκριμένων αποφάσεων σε επί μέρους θέματα:

    *η διαδικασία είναι άτυπη, βασίζεται σε δύο συνεδριάσεις ετησίως διήμερης διάρκειας. Δεν είναι ενδεδειγμένη για τη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων σε πολύ λεπτομερή ζητήματα, για τα οποία απαιτούνται συζητήσεις σε βάθος.

    *για την πρόοδο σε οποιοδήποτε ζήτημα απαιτείται πλήρης συναίνεση όλων των μερών.

    *κάθε απόφαση που λαμβάνεται μπορεί να υλοποιηθεί μόνον εφόσον όλα τα μέλη τις τηρούν. δεν υφίστανται διαδικασίες για την εξασφάλιση της υλοποίησης.

    *ορισμένα θέματα όπως ο υπολογισμός του ορθού επιπέδου εσωτερικών πληρωμών μεταξύ των ΔΣΜ απαιτούν τη λήψη τακτικών λεπτομερών αποφάσεων. Το Φόρουμ δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ενδεδειγμένα τα εν λόγω θέματα.

    Με βάση τα παραπάνω η Επιτροπή κατέληξε ότι, για να είναι δυνατή η αξιοποίηση της προόδου που επιτεύχθηκε στο Φόρουμ, είναι πλέον απαραίτητη η θέσπιση νομοθετικής πράξης για σαφή διαδικασία λήψης απόφασης, ώστε να επιτευχθεί η τελική πρόοδος στα θέματα της τιμολόγησης της διασυνοριακής μεταφοράς και της διαχείρισης συμφόρησης στις γραμμές διασύνδεσης. Το μέσο αυτό είναι ζωτικής σημασίας ώστε οι καταναλωτές να καρπωθούν πλήρως τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς. Το μέσο αυτό, θα εξασφαλίσει, επιπλέον, την πλήρη συμμετοχή του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

    Tα κράτη μέλη δεν είναι σε θέση μόνα τους να επιλύσουν το θέμα αυτό: για την ανάπτυξη αποτελεσματικού συστήματος τιμολόγησης επιβάλλεται εναρμονισμένη προσέγγιση, η οποία δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί σε εθνικό επίπεδο. Όπως αποδείχθηκε παραπάνω, η άτυπη συλλογική προσέγγιση δεν οδηγεί στην εφαρμογή ενδεδειγμένου συστήματος με τις απαραίτητες διαδικαστικές και δημοκρατικές διασφαλίσεις. Επομένως, πρόταση αυτή εντάσσεται πλήρως στην αρχή της επικουρικότητας, και μάλιστα απορρέει από αυτών. Κατά συνέπεια, μαζί με την έγκριση της παρούσας ανακοίνωσης, η Επιτροπή αποφάσισε να προτείνει στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο της έγκριση «κανονισμού σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για διασυνοριακές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας, στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας» [16].

    [16] ΕΕ

    2.4.6. Φυσικό αέριο: Tο Φόρουμ της Μαδρίτης

    Tο Eυρωπαϊκό ρυθμιστικό Φόρουμ για το φυσικό αέριο (Φόρουμ της Μαδρίτης) συνήλθε πρώτη φορά το 1999. έκτοτε έχει πραγματοποιήσει τρεις συνεδριάσεις.

    Οι εργασίες στον τομέα αυτόν δεν έχουν προχωρήσει τόσο όσο στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας εξ αιτίας τους γεγονότος ότι η οδηγία για το φυσικό αέριο εφαρμόστηκε 18 μήνες μετά από την οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια. Ωστόσο, σειρά σημαντικών θεμάτων αντιμετωπίζεται επί του παρόντος στο πλαίσιο του Φόρουμ της Μαδρίτης και έχει πραγματοποιηθεί σημαντική πρόοδος. Η τρίτη συνεδρίαση του Φόρουμ, τον Οκτώβριο του 2000, απετέλεσε σημείο καμπής, με τον προσδιορισμό των κύριων θεμάτων καθώς και σειράς βασικών αρχών και σαφούς θεματολογίου για τις μελλοντικές εργασίες.

    Μεταξύ της φυσικής και της συμβατικής διαδρομής για το φυσικό αέριο υφίσταται μεγαλύτερος βαθμός συσχέτισης από ότι συμβαίνει στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα όσον αφορά διεθνή διαμετακόμιση για την μεταφορά του φυσικού αερίου από τα πεδία παραγωγής του έως τις καταναλωτικές αγορές. Η μεταφορά φυσικού αερίου μεταξύ και μέσω κρατών μελών πραγματοποιείται επί σειρά ετών, ενώ ποσοστό μεγαλύτερο του 50% του συνόλου του φυσικού αερίου που καταναλώνεται εντός της EΕ διασχίζει τουλάχιστον ένα εθνικό σύνορο. Υφίστανται ήδη διασυνοριακά τιμολόγια, βάσει φυσικής ροής μέσω συστημάτων.

    Ο συσχετισμός, ωστόσο, μεταξύ φυσικής και συμβατικής ροής θα περιορισθεί ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού. Είναι επομένως ζωτικής σημασίας να εξασφαλισθεί ότι τα ευρωπαϊκά συστήματα τιμολόγησης του φυσικού αερίου θα συνεκτιμήσουν το γεγονός αυτό και ότι τα τιμολόγια πρόσβασης τρίτων θα είναι κοστοστρεφή. Τα τιμολόγια δεν θα είναι, π.χ., σε συνάρτηση με την απόσταση, εφόσον το τρέχον κόστος μεταφοράς δεν αντικατοπτρίζει τη συμβατική διαδρομή, δηλαδή όταν πραγματοποιούνται συναλλαγές.

    Επιπλέον, ενώ επί του παρόντος η συμφόρηση δεν έχει δημιουργήσει σημαντικούς περιορισμούς όσον αφορά την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου, αναφέρεται ολοένα συχνότερα ως δυνητικός φραγμός στις εμπορικές συναλλαγές, ενέχοντας την πιθανότητα απαγόρευσης πρόσβασης. Ως πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση έγκαιρης και επακριβούς πληροφόρησης σχετικά με τις διαθέσιμες δυναμικότητες στο ευρωπαϊκό δίκτυο φυσικού αερίου, οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς φυσικού αερίου δέχθηκαν να αναπτύξουν και να δημοσιεύσουν λεπτομερή χάρτη του ευρωπαϊκού δικτύου φυσικού αερίου, όπου να σημειώνονται οι διαθέσιμες δυναμικότητες μεταφοράς σε όλα τα μείζονα σημεία τροφοδοσίας και απόληψης.

    Τέλος, για τη διευκόλυνση της εισόδου νέων συντελεστών της αγοράς, θα απαιτηθεί η καθιέρωση ισότιμων κωδικών πρόσβασης στο πλέγμα, προσδιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των χρηστών του δικτύου. Tο Φόρουμ της Μαδρίτης ζήτησε την καθιέρωση ρυθμίσεων εντός των ΔΣΜ με σκοπό την διευκόλυνση του διασυνοριακού εμπορίου και ως μηχανισμό συμψηφισμού για μεταφορές μεταξύ διαφορετικών συστημάτων. Tα πρόσθετα αυτά μέτρα είναι σαφώς απαραίτητα ώστε να εξασφαλισθεί ότι οι καταναλωτές θα επωφεληθούν πλήρως από τα οφέλη που θα προκύψουν από την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Οι εργασίες στο πλαίσιο του Φόρουμ της Μαδρίτης πρέπει επομένως να συνεχιστούν και να ολοκληρωθούν. Δεν είναι ακόμα ενδεδειγμένη η πρόταση θέσπισης νομοθετικών μέτρων όσον αφορά θέματα όπως η τιμολόγηση και η διαχείριση της συμφόρησης για το φυσικό αέριο, εξ αιτίας των παραπάνω αναφερόμενων λόγων. Η Επιτροπή θα συνεχίσει, μολοντούτο, να παρακολουθεί το εν λόγω θέμα και, εφόσον απαιτηθεί, θα προτείνει ενδεδειγμένα μέτρα.

    2.4.7. Υποδομή: η ανάπτυξη σχεδίου υποδομής ηλεκτρικής ενέργειας και η αναθεώρηση των κατευθυντηρίων γραμμών για τα διευρωπαϊκά δίκτυα (TEN).

    -Υποδομή ηλεκτρικής ενέργειας

    Η τόνωση του ενδοκοινοτικού εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτάται από τη βέλτιστη χρήση των υφιστάμενων διασυνδέσεων μεταξύ των κρατών μελών, η οποία όπως περιγράφεται παραπάνω, πρέπει να επιτευχθεί με την παροχή δίκαιων και διαφανών κανόνων διασυνοριακής τιμολόγησης και διαχείρισης της συμφόρησης.

    Περαιτέρω, και εξίσου σημαντικό, πρέπει να ενθαρρυνθεί η κατασκευή νέας υποδομής. Το ευρωπαϊκό σύστημα μεταφοράς δεν είναι ακόμα επαρκώς ανεπτυγμένο για τους σκοπούς μιας γνήσιας εσωτερικής αγοράς με αποτελεσματικές ευκαιρίες συναλλαγών. Τούτο δεν αποτελεί έκπληξη δεδομένου ότι, κατά το παρελθόν, οι γραμμές διασύνδεσης κατασκευάζονταν από καθετοποιημένες μονοπωλιακές εταιρίες, των οποίων οι στόχοι δεν υπερέβαιναν τη βελτίωση του δικού τους συστήματος ασφάλειας και ποιότητας παρεχόμενων υπηρεσιών.

    Δύο έτη έπειτα από την έναρξη ισχύος της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια, υφίστανται τα ακόλουθα τρία κύρια σημεία συμφόρησης όσον αφορά την διασύνδεση:

    -η Ιβηρική χερσόνησος παραμένει, σε σημαντικό βαθμό, απομονωμένη, εξ αιτίας του ανεπαρκούς δυναμικού διασύνδεσης με τη Γαλλία και, κατά συνέπεια με το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού δικτύου.

    -η διαθέσιμη για την Ιταλία δυναμικότητα διασύνδεσης (από τη Γαλλία, την Ελβετία και τη Αυστρία) είναι ανεπαρκής.

    -το ΗΒ διαθέτει μόνον έναν αγωγό διασύνδεσης με τη Γαλλία, με περιορισμένη δυναμικότητα. μελετώνται άλλα σχέδια, όμως το κόστος υλοποίησης τους είναι υψηλό.

    Ωστόσο, προβλήματα συμφόρησης προκύπτουν επίσης συχνά και σε άλλα σημεία του ευρωπαϊκού δικτύου, λ.χ. στις χώρες Benelux και στην Κεντρική Ευρώπη, όπως επίσης και μεταξύ Σκανδιναβίας και της ηπειρωτικής Ευρώπης.

    Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση των γάλλο-ισπανικών συνόρων, η μόνη λύση για την ανάπτυξη του εμπορίου είναι η κατασκευή νέων συνδέσεων ή η αύξηση της δυναμικότητας υφιστάμενων γραμμών, στο μέτρο του τεχνικώς δυνατού.

    Η κατασκευή νέας υποδομής συχνά δεν αποτελεί οικονομικό πρόβλημα, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις είναι διατεθειμένες να επενδύσουν σε νέα δίκτυα, ανταποκρινόμενες στην ζήτηση της αγοράς. Το πρόβλημα είναι μάλλον γενικότερου, πολιτικού χαρακτήρα. Συχνά, σχέδια κατασκευής νέας δυναμικότητας διασύνδεσης προσκρούουν σε εμπόδια που αφορούν την ισορροπία μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος, είτε κοινοτικού είτε εθνικού, και των τοπικών επιφυλάξεων όσον αφορά νέα υποδομή. Η κατασκευή νέων γραμμών συχνά βρίσκεται αντιμέτωπη με τοπική αντίθεση σε στρατηγικά σημεία, λ.χ. όπως αναφέρθηκε παραπάνω, γύρω από Πυρηναία ή τις Άλπεις, γεγονός που δυσχεραίνει την υλοποίηση του επιδιωκόμενου προγράμματος.

    Η Κοινότητα έχει καίριο ρόλο να διαδραματίσει σχετικά εξασφαλίζοντας ότι η λειτουργία της αγοράς δεν παρεμποδίζεται από φυσικά εμπόδια. Στην Πράσινη Βίβλο σχετικά με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού [17], η Επιτροπή υπογράμμισε ότι η έλλειψη δικτυακής υποδομής μπορεί να επιβραδύνει την ολοκλήρωση των εθνικών αγορών και, επομένως, να περιορίσει την ασφάλεια του εφοδιασμού. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί η δέουσα προσοχή και στην διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς, όπως και στην πρόσθετη δυναμικότητα διασύνδεσης που απαιτείται προς τούτο.

    [17] COM(2000) 769, σ. 70.

    Για το ξεπέρασμα των προβλημάτων αυτών πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες, πρώτον, για την αναβάθμιση της διαθέσιμης δυναμικότητας στις υφιστάμενες γραμμές. Δεύτερον, πρέπει, όπου είναι απαραίτητο, να διευκολυνθεί η κατασκευή νέων γραμμών. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να αρχίσουν εργασίες για την κατάρτιση ευρωπαϊκού σχεδίου διασύνδεσης, όπου να προσδιορίζονται προγράμματα μόνον 'ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος' μέσω νέας διαδικασίας. Θα υποβληθεί πρότασης σύμφωνα με την επερχόμενη αναθεώρηση των κατευθυντηρίων γραμμών στα διευρωπαϊκά δίκτυα. Το σχέδιο αυτό θα συνέβαλλε στο ξεπέρασμα διαφόρων τοπικών και εθνικών εμποδίων.

    Ως πρώτο στάδιο διαμόρφωσης του εν λόγω σχεδίου και έχοντας υπόψη το στόχο του καλύτερου συντονισμού των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών, η Επιτροπή θα δρομολογήσει ανασκόπηση με τα ακόλουθα θέματα:

    1) Ανάλυση των ορισμών και κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της διαθέσιμης δυναμικότητας σε εθνικό επίπεδο, καθώς επίσης και από μεγαλύτερες ενώσεις ή δίκτυα (UCTE, NORDEL, ΗΒ). Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να προταθεί σχετική αύξηση της δηλωμένης διαθέσιμης δυναμικότητας. Θα εξετασθούν επίσης τεχνικές προδιαγραφές λειτουργίας (π.χ. μέγιστη θερμοκρασία καλωδίων), καθώς και προτάσεις αναθεώρησης και εναρμόνισης.

    2) Δυνατότητες τεχνικών βελτιώσεων, όπως η ενίσχυση μετασχηματιστών ή ορισμένων τμημάτων γραμμών και εισαγωγή νέων τεχνολογιών προκειμένου να αυξηθεί επίσης η φυσική δυναμικότητα ορισμένων γραμμών διασύνδεσης.

    3) Έπειτα από την εν λόγω αξιολόγηση δυνατοτήτων για αύξηση της δυναμικότητας σε υφιστάμενα δίκτυα, η μελέτη θα προχωρήσει στην καθιέρωση του ελάχιστου επίπεδου διασύνδεσης που απαιτείται μεταξύ δικτύων για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και θα προσδιορίσει τις νέες απαιτούμενες συνδέσεις.

    Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντικό η οδηγία να εξασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν όλα τα απαραίτητα μέσα για να απαιτούν την εν λόγω ενίσχυση, καθώς και ότι τα εν λόγω μέτρα συμβιβάζονται με την οδηγία. Οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνονται κατά συνέπεια στην προτεινόμενη αναθεώρηση της οδηγίας.

    -Υποδομή φυσικού αερίου

    Όπως και στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας, καλά ολοκληρωμένο δίκτυο αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, καθώς επίσης και για την ασφάλεια εφοδιασμού. Η απαίτηση αυτή υπογραμμίσθηκε από την απότομη αύξηση της ζήτησης για φυσικό αέριο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την προηγούμενη δεκαετία, καθώς και από την ιδιαίτερη κατάσταση που προέκυψε έπειτα από την πρόσφατη υλοποίηση της οδηγίας για το φυσικό αέριο.

    Σε γενικές γραμμές, η διασύνδεση των δικτύων φυσικού αερίου στην ΕΕ αναπτύσσεται ομαλά, επειδή προωθείται από συνδυασμό εξελίξεων στην πλευρά της ζήτησης, από την ανάγκη πρόσθετης δυναμικότητας μεταφοράς καθώς και από μελήματα που αφορούν την ασφάλεια του φυσικού αερίου.

    Κατά τα τελευταία έτη τέθηκαν σε λειτουργία πολλά μείζονα νέα συστήματα αγωγών, τα οποία ενίσχυσαν και ολοκλήρωσαν περαιτέρω το κοινοτικό δίκτυο φυσικού αερίου, τόσο εσωτερικά εντός της ΕΕ, όσο και σε σχέση προς εξωτερικούς προμηθευτές. Προσφάτως συγκροτήθηκε, από φορείς εκμετάλλευσης φυσικού αερίου, μείζων νέα υποδομή μεταφοράς φυσικού αερίου ώστε να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση. Περιλαμβάνονται έργα στο βόρειο μέρος της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένου του αγωγού διασύνδεσης ΗΒ - ηπειρωτικής Ευρώπης, νέων αγωγών εφοδιασμού από τη Νορβηγία, καθώς και αντίστοιχη ενίσχυση στην ηπειρωτική Ευρώπη), στο κεντρικό τμήμα (συμπεριλαμβανομένων διαφόρων αγωγών φυσικού αερίου στην Γερμανία και την Αυστρία), καθώς και στο νότιο τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (νέα δίκτυα φυσικού αερίου στην Πορτογαλία, την Ελλάδα και την δυτική Ισπανία, νέοι αγωγοί φυσικού αερίου από την Αλγερία).

    Ωστόσο, η αυξανόμενη ζήτηση και το διασυνοριακό εμπόριο ως αποτέλεσμα του ανοίγματος της αγοράς ενδέχεται να οδηγήσουν σε συμφόρηση, ενώ φαίνεται να προκύπτει ήδη η ανάγκη αντιμετώπισης θεμάτων συμφόρησης παρεμφερών με τα παραπάνω αναφερθέντα για τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, δηλ. στα ολλανδικά σύνορα, στην Ισλανδία και στη Γαλλία (υγροποιημένο φυσικό αέριο). Κατά συνέπεια θα πρέπει επομένως να θεσπισθεί και για τα δίκτυα φυσικού αερίου παρόμοια προσέγγιση με αυτήν που ίσχυσε για τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας όσον αφορά τον προσδιορισμό νέων διασυνδέσεων, την καθιέρωση κατάλληλης τιμολόγησης και μηχανισμούς καταμερισμού δυναμικότητας.

    -Αναθεώρηση των κατευθυντηρίων γραμμών των διευρωπαϊκών δικτύων

    Το 1994 η Ευρωπαϊκή Ένωση δρομολόγησε το πολιτικό πλαίσιο για την προώθηση των διευρωπαϊκών δικτύων (TEN), ενώ από το 1995 άρχισαν τα προγράμματα TEN να καλύπτουν τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Επί του παρόντος έχουν προσδιορισθεί 44 έργα κοινοτικού ενδιαφέροντος που καλύπτουν συνδέσεις μεταξύ κρατών μελών και με τρίτες χώρες στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ 46 έργα αφορούν σε αγωγούς, τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου και αποθήκευσης, στον τομέα του φυσικού αερίου. Η καθιέρωση και ανάπτυξη διευρωπαϊκών δικτύων ενέργειας συμβάλλει στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς. Συμβάλλει επίσης στην αξιοπιστία και ασφάλεια εφοδιασμού ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στην Κοινότητα, καθώς και στην προσπάθεια για συνοχή. Μεταξύ των προτεραιοτήτων της πολιτικής των διευρωπαϊκών δικτύων για την ενέργεια είναι η ανάπτυξη αγωγών διασύνδεσης μεταξύ κρατών μελών καθώς επίσης και εσωτερικές συνδέσεις, οι οποίες επεκτείνουν τις εν λόγω συνδέσεις σε εθνικό επίπεδο. Η ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς οδήγησε την Επιτροπή να προτείνει αναθεώρηση των ισχυουσών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τα διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας, ώστε να επισημανθεί ο σκοπός της βέλτιστης λειτουργίας των ενεργειακών δικτύων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, αποδίδοντας δέουσα προσοχή στην μελλοντική της διεύρυνση.

    Με αυτά τα δεδομένα, η Επιτροπή πρόκειται σύντομα να εγκρίνει έκθεση σχετικά με την υλοποίηση των κατευθυντηρίων γραμμών για διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας, καθώς και αναθεώρηση των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών. Στο πλαίσιο αυτό θα είναι απαραίτητη η κατάλληλη υποστήριξη και εστίαση σε έργα ιδιαίτερου περιβαλλοντικού οφέλους, και ιδίως σε όσα αναμένεται να περιορίσουν το επίπεδο απωλειών στα δίκτυα. Στην αναθεώρηση αυτή θα συμπεριληφθεί η επίλυση των προβλημάτων των ελλειπόντων κρίκων του δικτύου, της συμφόρησης καθώς και του εντοπισμού νέων απαιτήσεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των οδηγιών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο, όπως και από τον αυξανόμενο αριθμό επιλέξιμων πελατών.

    2.4.8. Συμπέρασμα

    Είναι σαφές ότι η εξέλιξη των προϋποθέσεων για την προαγωγή των εμπορικών συναλλαγών στην ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο πρέπει και θα είναι μεταξύ των προτεραιοτήτων της Επιτροπής. Η έγκριση του προτεινόμενου κανονισμού περί διασυνοριακής τιμολόγησης της μεταφοράς και διαχείρισης της συμφόρησης θα αποτελέσει μείζων βήμα προόδου. Η εν λόγω πρωτοβουλία πρέπει, μολοντούτο, να συμπληρωθεί από την κατασκευή νέας υποδομής, όπου αυτό είναι τεχνικά εφικτό και οικονομικά αιτιολογημένο. Η Επιτροπή θα δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο τελευταίο αυτό καθήκον.

    2.5. Οι στόχοι παροχής δημόσιας υπηρεσίας

    Στο πλαίσιο των τομέων της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, τα ζητήματα που αφορούν την παροχή δημόσιας υπηρεσίας καλύπτουν ευρύ φάσμα πτυχών που αφορούν την εξασφάλιση του συνεχούς ασφαλούς εφοδιασμού ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής ποιότητας και - όπου υπάρχουν σχετικές συνδέσεις - φυσικού αερίου σε ανταγωνιστικές τιμές. Στο παρελθόν, αυτός ο γενικός στόχος της παροχής δημόσιας υπηρεσίας επιδιωκόταν, σχεδόν σε όλες τις χώρες της ΕΕ, μέσω της δημόσιας ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης όλων των λειτουργιών παραγωγής, μεταφοράς και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και όλων των λειτουργιών μεταφοράς και προμήθειας φυσικού αερίου. Υπό τις συνθήκες, είχε κριθεί απαραίτητο αυτές περιορισμένο μόνο μέρος κανονιστικών ρυθμίσεων προκειμένου να εξασφαλιστεί η διατήρηση των συγκεκριμένων στόχων. Ωστόσο, με την πραγματοποίηση της ιδιωτικοποίησης και του ανοίγματος της αγοράς, οι κυβερνήσεις υιοθέτησαν συστήματα ρύθμισης, ιδίως μέσω τομεακών ρυθμιστικών αρχών, που καθορίζουν ελάχιστα επίπεδα παροχής δημόσιας υπηρεσίας, τα οποία πρέπει να τηρούνται.

    Στην ΕΕ, αποτελεί κοινό τόπο η επιδίωξη ορισμένων στόχων ή επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου. Όσον αφορά την παραγωγή, οι στόχοι αυτοί αφορούν τις υποχρεώσεις των παραγωγών να σέβονται ορισμένα ελάχιστα περιβαλλοντικά πρότυπα, να παράγουν ορισμένες ελάχιστες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ή άλλους περιβαλλοντικούς στόχους ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, να τηρούν ελάχιστους κανόνες σε σχέση με την πρωτογενή πηγή καυσίμου για την αντιμετώπιση των προβληματισμών σχετικά με την ασφάλεια εφοδιασμού. Η πτυχή αυτή προβλήθηκε επίσης στην Πράσινη Βίβλο για την ασφάλεια εφοδιασμού [18].

    [18] COM(2000) 769, σ. 71.

    Τα βασικά θέματα της παροχής δημόσιας υπηρεσίας υπάρχουν επίσης σε επίπεδο μεταφοράς/διανομής/εφοδιασμού. Μάλιστα, από πολλές απόψεις, η εκμετάλλευση των δικτύων μεταφοράς και διανομής μπορεί να θεωρείται αυτή καθεαυτή ως δημόσια υπηρεσία. αποτελεί μονοπώλιο και βασική υπηρεσία για όλους τους πολίτες και τη βιομηχανία. Αυτό ισχύει ειδικότερα στο πλαίσιο των ελευθερωμένων αγορών, καθώς τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής αποτελούν την βασική υποδομή που καθιστά δυνατή την ύπαρξη και την ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Συνεπώς, όλα τα κράτη μέλη επιβάλλουν στους φορείς εκμετάλλευσης δικτύων ελάχιστους όρους λειτουργίας ή παροχής δημόσιας υπηρεσίας - απαιτώντας, για παράδειγμα, από τις εταιρείες μεταφοράς και διανομής να εξασφαλίζουν για όλους τους πολίτες σύνδεση με το δίκτυο υπό εύλογες συνθήκες. Πέραν αυτού, τα κράτη μέλη συχνά, και ολοένα περισσότερο, απαιτούν από τις εταιρείες μεταφοράς και διανομής να πληρούν ορισμένα ελάχιστα κριτήρια υπηρεσίας - όπως το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα πρέπει να πραγματοποιούνται οι επισκευές και οι συνδέσεις.

    Τέλος, σε επίπεδο προμήθειας, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εταιρείες που επιθυμούν να αναπτύξουν δραστηριότητες στις εγχώριες αγορές τους να αποκτήσουν σχετική άδεια. Στις απαιτήσεις για την αδειοδότηση περιλαμβάνονται ελάχιστα κριτήρια τα οποία θα πρέπει να τηρούνται από έναν φορέα εκμετάλλευσης, πολλά από τα οποία έχουν χαρακτήρα δημόσιας υπηρεσίας. Για παράδειγμα, ορισμένες χώρες απαιτούν την προσφορά ενιαίων τιμολογίων σε ισοδύναμους πελάτες και την προσφορά ειδικών τιμολογίων σε χρήστες χαμηλού εισοδήματος, προστασία των ευάλωτων πελατών από αποσύνδεση τροφοδοσίας και, για ορισμένες χώρες, απαιτήσεις όσον αφορά τα επίπεδα υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων όρων συμβάσεων, διαφάνειας πληροφοριών και μηχανισμού αντιμετώπισης παραπόνων.

    Η επίτευξη των υψηλότερων δυνατών επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας στους τομείς αυτούς αποτελεί πρωταρχικό στόχο της κοινοτικής ενεργειακής πολιτικής. Τούτο αντικατοπτρίζει βασικό στόχο της κοινοτικής πολιτικής όσον αφορά τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως υπογραμμίστηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2000, βάσει της ανακοίνωσης της Επιτροπής για τις δημόσιες υπηρεσίες [19]. Είναι βασικό ζήτημα η σταδιακή ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς να συμβάλει στον στόχο αυτό και, κατά συνέπεια, στην διατήρηση και στην ενίσχυση των επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Ειδικότερα, έχει ζωτική σημασία όλοι οι πολίτες της Κοινότητας να έχουν καθολικό δικαίωμα να προμηθεύονται σε λογικές τιμές, καθώς και να διατηρείται ελάχιστο σύνολο προτύπων προστασίας του καταναλωτή. Υπό το φως των ανωτέρω, οι οδηγίες περιέχουν ορισμένες διατάξεις, ιδίως στο άρθρο 3 [20] προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία στο θέμα αυτό.

    [19] Ανακοίνωση της 20ής Σεπτεμβρίου, ΕΕ C 17, 19.1.2001, σ. 4.

    [20] Επίσης όμως και το άρθρο 9, παράγραφος 2 της οδηγίας για το φυσικό αέριο (υποχρέωση προμήθειας σε συγκεκριμένη περιοχή), άρθρο 17 και των δύο οδηγιών (απαγόρευση πρόσβασης), άρθρο 20 της οδηγίας για το φυσικό αέριο και 21 της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια (χορήγηση άδειας δημιουργίας άμεσων γραμμών) και άρθρο 23 της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια και 24 της οδηγίας για το φυσικό αέριο (διασφαλίσεις σε περίπτωση αιφνίδιων κρίσεων).

    Οι συγκεκριμένες διατάξεις εξασφαλίζουν ότι τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη για την επιδίωξη των θεμιτών στόχων παροχής δημόσιας υπηρεσίας συμβιβάζονται με τις οδηγίες, οι οποίες προβλέπουν ότι τα λαμβανόμενα μέτρα θα πρέπει να είναι λογικά και ανάλογα με τους επιδιωκόμενους στόχους. Έως σήμερα, κανένα από τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τα κράτη μέλη δεν έχει εγείρει ουσιαστικά ερωτήματα όσον αφορά συμβιβάσιμο με τις οδηγίες. Κανένα κράτος μέλος δεν έκρινε απαραίτητο να παρεκκλίνει από οποιαδήποτε διάταξη της οδηγίας προκειμένου να εκπληρώσει τους στόχους της παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

    Η επιλογή των μέτρων ή των επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που υιοθετούνται από τα κράτη μέλη είναι κατ' αρχήν θέμα επικουρικότητας. Η Επιτροπή, δεδομένου ότι η διατήρηση και η ενίσχυση των επιπέδων αυτών συνολικά σε ολόκληρη την Κοινότητα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής ενεργειακής πολιτικής, έχει πάντως ξεκινήσει συγκριτική αξιολόγηση με σκοπό τη σύγκριση των μέτρων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, των μεθόδων που επιλέγονται για την επίτευξη των μέτρων αυτών και της επιτυχίας τους όσον αφορά την επίτευξη υψηλών επιπέδων. Τα αποτελέσματα θα βοηθήσουν τα κράτη μέλη στη διατήρηση και την ενίσχυση των επιπέδων αυτών.

    Το πρώτο μέρος αυτής της συγκριτικής αξιολόγησης, η συμπλήρωση αναλυτικών ερωτηματολογίων από τις δημόσιες διοικήσεις και τις ρυθμιστικές αρχές των κρατών μελών, έχει ήδη ολοκληρωθεί. Με βάση αυτά, η Επιτροπή θα εκπονήσει λεπτομερή ανακοίνωση. Ωστόσο, βάσει των πληροφοριών που έχει λάβει, είναι ήδη σαφές ότι το άνοιγμα της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής πλήρους ανταγωνισμού, δεν έχει αποτρέψει με κανένα τρόπο τα κράτη μέλη από την εφαρμογή επιτυχούς πολιτικής διατήρησης υψηλών επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Στην πραγματικότητα, με την πρόοδο του ανοίγματος της αγοράς επιτυγχάνονται αυξημένα επίπεδα παροχής δημόσιας υπηρεσίας μέσω της επιβολής απαιτήσεων ή όρων εξασφάλισης αδειών. Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές παρακολουθούν την τήρηση των όρων αυτών και επιβάλλουν κυρώσεις σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης [21]. Η προσέγγιση αυτή έδωσε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη, μέσω της συνεχούς αναβάθμισης και βελτίωσης των προτύπων, ιδίως όσον αφορά την μεταφορά, τη διανομή και την προμήθεια, να αυξάνουν σταδιακά και συνεχώς τα επίπεδα παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε ελευθερωμένη αγορά.

    [21] Συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της ανάκλησης της άδειας.

    Όλοι σχεδόν οι συμμετέχοντες στη δημόσια ακρόαση υπογράμμισαν τη σπουδαιότητα του θέματος. Η συντριπτική πλειονότητα όσων διατύπωσαν σχόλια επιβεβαίωσαν ότι η μέχρι σήμερα εμπειρία καταδεικνύει σαφώς ότι τα επίπεδα παροχής δημόσιας υπηρεσίας - ιδίως σε σχέση με θέματα όπως η εξασφάλιση καθολικής υπηρεσίας και προστασίας των καταναλωτών - μπορούν όχι μόνο να διατηρηθούν στην ανταγωνιστική αγορά, αλλά και να ενισχυθούν.

    Συμπερασματικά, η εμπειρία δείχνει σαφώς ότι η δημιουργία των ελευθερωμένων αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας δεν έχει οδηγήσει σε οποιαδήποτε υποβάθμιση των επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Αντιθέτως, με τον κατάλληλο κανονιστικό έλεγχο, η ελευθέρωση ουσιαστικά εστίασε την προσοχή στη σπουδαιότητα του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών, με αποτέλεσμα βελτιώσεις τους. Η συγκριτική αξιολόγηση που βρίσκεται υπό εξέλιξη θα προσφέρει τη δυνατότητα σε όλα τα κράτη μέλη να επωφεληθούν από την εμπειρία αυτή, με αποτέλεσμα την επίτευξη των υψηλότερων δυνατών επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε ολόκληρη την Κοινότητα.

    Παρά ταύτα, η έως σήμερα εμπειρία της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή των οδηγιών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο δείχνει ότι θα ήταν ενδεδειγμένη η λήψη περαιτέρω μέτρων για την ενίσχυση των ισχυουσών διατάξεων. Εν πρώτοις, η Επιτροπή θεωρεί ότι ένας βασικός στόχος δημόσιας υπηρεσίας - το δικαίωμα των νοικοκυριών να προμηθεύονται με ηλεκτρική ενέργεια υπό εύλογους όρους - πρέπει να θεωρηθεί ως υποκείμενος στόχος της εσωτερικής αγοράς και, κατά συνέπεια, της οδηγίας. Προτείνεται επομένως να απαιτείται από τα κράτη μέλη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της επίτευξης του εν λόγω στόχου. Δεύτερον, ενδείκνυται να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλιστεί η κάλυψη σειράς ουσιαστικών στόχων δημόσιας υπηρεσίας. Πρέπει επομένως να απαιτηθεί, τόσον όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια όσο και το φυσικό αέριο, να εισαγάγουν κατάλληλες διατάξεις για να εξασφαλιστεί η επίτευξη ουσιωδών στόχων δημόσιας υπηρεσίας, και συγκεκριμένα:

    *προστασία κοινωνικώς ευάλωτων καταναλωτών. τα κράτη μέλη θα πρέπει, π.χ., να εξασφαλίσουν κατάλληλη προστασία από αναιτιολόγητη αποσύνδεση, μεταξύ άλλων των ηλικιωμένων, των ανέργων, των ατόμων με ειδικές ανάγκες κ.λπ.,

    *προστασία τελικού καταναλωτή. τα κράτη μέλη θα πρέπει, π.χ., να εξασφαλίσουν ελάχιστη δέσμη συμβατικών όρων, διαφάνεια πληροφοριών, καθώς και διάθεση οικονομικώς προσιτών και διαφανών μηχανισμών διευθέτησης διαφορών,

    *κοινωνική και οικονομική συνοχή. εκτός από την εξασφάλιση της καθολικής υπηρεσίας, όπου αυτό είναι απαραίτητο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν τον εφοδιασμό και τη σύνδεση σε ενδεδειγμένες τιμές για, λόγου χάρη, απομακρυσμένες περιοχές,

    *περιβαλλοντική προστασία. δηλαδή υποχρέωση διαχείρισης της ζήτησης και μέτρα για την προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και συμπαραγωγής, καθώς και

    *ασφάλεια εφοδιασμού. συγκεκριμένα μέσω εξασφάλισης κατάλληλων επιπέδων συντήρησης και ανάπτυξης της υποδομής, και συγκεκριμένα της διασύνδεσης.

    Έχει ζωτική σημασία οι εργασίες παρακολούθησης και συγκριτικής αξιολόγησης που προαναφέρθηκαν να ολοκληρωθούν και να συνεχισθούν σε τακτική βάση. Το άρθρο 3 παράγραφος 2 και των δύο οδηγιών απαιτεί από τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Όπως προαναφέρθηκε τα κράτη μέλη δεν έκριναν αναγκαία την παρέκκλιση από τις οδηγίες για την επίτευξη στόχων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Για να βοηθηθεί η διαδικασία συγκριτικής αξιολόγησης και παρακολούθησης θα συνιστούσε σημαντική βελτίωση εάν απαιτείτο από τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή όλα τα λαμβανόμενα μέτρα. Η Επιτροπή θα εξέδιδε εξαμηνιαία έκθεση βάσει των πληροφοριών αυτών και, κατά περίπτωση συστάσεις μέτρων τα οποία τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν για την εξασφάλιση υψηλών επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

    2.6. Ασφάλεια εφοδιασμού

    Στην πρόσφατη Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής "Προς μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού" (COM(2000) 769) εξετάζεται λεπτομερέστερα το ζήτημα της ασφάλειας εφοδιασμού και η σχέση του με την καθιέρωση εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Στα θέματα αυτά συνάγεται το συμπέρασμα ότι "η ολοκλήρωση των ενεργειακών αγορών συμβάλλει στην ασφάλεια εφοδιασμού, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αγορές είναι γνήσια ολοκληρωμένες". Εν προκειμένω η Πράσινη Βίβλος επισημαίνει τη ζωτική σημασία της ασφάλειας εφοδιασμού ως βασικής υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Εξετάζονται περαιτέρω οι διατάξεις που περιέχονται στις οδηγίες για το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια, βάσει των οποίων εξασφαλίζεται η ασφάλεια του εφοδιασμού στο πλαίσιο ανοιχτής και ανταγωνιστικής αγορά, σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο.

    Οι οδηγίες περιέχουν, κατ'ουσίαν, διατάξεις που εξασφαλίζουν ότι το σύνολο των διασφαλίσεων που διαθέτουν τα κράτη μέλη για την εγγύηση της ασφάλειας του εφοδιασμού δεν μεταβάλλονται από τη θέσπιση του ανταγωνισμού. Λόγου χάρη, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να προβλέπουν τη δυνατότητα προκήρυξης διαγωνισμών για πρόσθετο δυναμικό παραγωγής, οι οποίοι να υποστηρίζονται με συμφωνίες αγοράς. Διατηρούν επίσης τη δυνατότητα, όπου αυτό είναι απαραίτητο, να περιορίζουν τις αγορές φυσικού αερίου από μεμονωμένη πηγή. Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς συνεπάγεται μεγαλύτερο βαθμό διασύνδεσης αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, καθώς και αυξανόμενο αριθμό προμηθευτών. Υπό την επιφύλαξη κατάλληλης παρακολούθησης σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο και, όπου είναι απαραίτητο, ανάληψη δράσης βάσει των σχετικών διατάξεων των οδηγιών, ο ανταγωνισμός στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου μπορεί επομένως να συμβάλει στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Κοινότητας.

    Σημειώνεται ότι οι εν λόγω διασφαλίσεις, κατάλληλα εφαρμοσμένες από τα κράτη μέλη, συνιστούν εγγύηση ότι δεν θα εμφανιστεί στην ΕΕ η κατάσταση που προέκυψε στην Καλιφόρνια, εξαιτίας έλλειψης εφοδιασμού και (τεχνητής) ανόδου των τιμών. Στην Καλιφόρνια, ένας συνδυασμός παραγόντων οδήγησε στην υφιστάμενη επισφαλή και απαράδεκτη κατάσταση όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού. Συγκεκριμένα, σε αυτήν τη κατάσταση συνετέλεσαν η ύπαρξη υποχρεωτική συγκέντρωση που οδήγησε σε αντιανταγωνιστικές, ολιγοπωλιακές πρακτικές τιμολόγησης, καθώς και στην αδυναμία αντιστάθμισης του κινδύνου μέσω μακροπρόθεσμων συμφωνιών εφοδιασμού, η ταχύρρυθμη αύξηση της ζήτησης εξαιτίας κυρίως της έκρηξης του Internet, η έλλειψη νέου δυναμικού παραγωγής εξαιτίας του ανασφαλούς κανονιστικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα αυστηρών περιορισμών σχεδιασμού, το πάγωμα των τιμών λιανικής, η έλλειψη δυνατότητας για τον ΔΣΜ να προκηρύσσει διαγωνισμούς για την κατασκευή νέου δυναμικού σε συνδυασμό με συμφωνίες αγοράς ενέργειας, η έλλειψη δυναμικότητας διασύνδεσης και συμφωνιών εφοδιασμού με γειτονικές πολιτείες, καθώς και η έλλειψη κατάλληλων διευθετήσεων συναλλαγών μεταξύ των Πολιτειών. Οι παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις, ιδίως η δυνατότητα των κρατών μελών να προκηρύσσουν διαγωνισμούς σε περιπτώσεις που η ζήτηση απειλεί να υπερβεί τον εφοδιασμό, μαζί με τη σημαντική και αυξανόμενη δυναμικότητα διασύνδεσης μεταξύ κρατών μελών, αποτελεσματικές εμπορικές ρυθμίσεις και προσεκτική παρακολούθηση σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο, συνεπάγεται ότι αποκλείεται να συμβούν στην ΕΕ εξελίξεις τύπου "Καλιφόρνιας".

    Ωστόσο, δεδομένης της ζωτικής σημασίας του θέματος - ο συνεχιζόμενος ασφαλής εφοδιασμός ηλεκτρικής ενέργειας είναι κατά πάσα πιθανότητα ο σημαντικότερος στόχος δημόσιας υπηρεσίας - ενδείκνυται η ενίσχυση των υφιστάμενων διασφαλίσεων που περιέχονται στην οδηγία περί ηλεκτρικής ενέργειας εν προκειμένω. Ενδείκνυται να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να παρακολουθούν προσεκτικά την κατάσταση στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και ιδίως το υφιστάμενο ισοζύγιο ζήτησης/εφοδιασμού, το επίπεδο της αναμενόμενης μελλοντικής ζήτησης, το προβλεπόμενο πρόσθετο δυναμικό που προγραμματίζεται ή κατασκευάζεται, καθώς και το υφιστάμενο επίπεδο ανταγωνισμού στην αγορά. Θα πρέπει να ζητηθεί από τα κράτη μέλη να δημοσιεύουν, ετησίως, έκθεση όπου θα περιγράφονται τα πορίσματά τους, καθώς και να αναφέρουν τα προβλεπόμενα μέτρα για την εξασφάλιση της ασφάλειας εφοδιασμού. Επιπλέον, δεδομένου ότι εξαιτίας του άκρως διασυνδεδεμένου χαρακτήρα του κοινοτικού δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, η σχέση μεταξύ ζήτησης και εφοδιασμού σε κοινοτικό επίπεδο είναι ζωτικής σημασίας για τη συνολική ασφάλεια του συστήματος, η Επιτροπή, με βάση τις εθνικές εκθέσεις και τις δικές της εργασίες παρακολούθησης, θα πρέπει να δημοσιεύει παρεμφερή ανακοίνωση που να καλύπτει το σύνολο της Κοινότητας.

    2.7. Περιβαλλοντικές συνέπειες από το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας

    Η δημιουργία εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου είχε, από πολλές απόψεις, θετικό αντίκτυπο στο περιβάλλον, εξαιτίας των βελτιώσεων στις μονάδες παραγωγής ενέργειας, της αυξανόμενης απόδοσης λειτουργίας και της μεταστροφής προς καθαρότερα καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι φθίνουσες τιμές ενέργειας ενδέχεται, να μην ευνοήσουν περαιτέρω εξέλιξη της ενεργειακής απόδοσης και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

    Για παράδειγμα, μεταξύ του 1990 και του 1998, η χρήση φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 128%, ενώ η χρήση των στερεών καυσίμων μειώθηκε κατά 18%. Την ίδια περίοδο, η μέση απόδοση μετατροπής των θερμοηλεκτρικών σταθμών αυξήθηκε κατά 6% και η ένταση άνθρακα (CO2/GWh) μειώθηκε κατά περισσότερο από 15%. Αυτή η τάση για καθαρότερες εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται ότι θα επιταχυνθεί με την πρόοδο του ανοίγματος της αγοράς. Για παράδειγμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, που ήταν το πρώτο κράτος μέλος όπου θεσπίστηκε η ελευθέρωση των τομέων της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, είναι ιδιαίτερα σημαντική η εξέλιξη προς καθαρότερο ενεργειακό τομέα. Στο ΗΒ, το μερίδιο του φυσικού αερίου αυξήθηκε από 0,5% το 1990 σε 38,5% το 1999. Η μέση απόδοση μετατροπής αυξήθηκε κατά 9,5% μεταξύ 1990 και 1998. Οι εκπομπές CO2 από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκαν κατά 27% στο Ηνωμένο Βασίλειο, έναντι μόλις 3% κατά μέσο όρο στην ΕΕ την ίδια περίοδο.

    Ωστόσο, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από το άνοιγμα της αγοράς θα πρέπει να παρακολουθούνται συνεχώς [22]. Με την ελευθέρωση, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας ενδέχεται να μειωθούν και αυτό θα δημιουργήσει ορισμένες περιβαλλοντικές προκλήσεις, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν: Εφόσον μειωθεί η τιμή της αγοράς για την ηλεκτρική ενέργεια, ενδέχεται να αυξηθεί η ζήτηση, εν μέρει τουλάχιστον επειδή θα χαλαρώσουν οι προσπάθειες εξοικονόμησης και απόδοσης ενέργειας. Στην Πράσινη Βίβλο για την ασφάλεια εφοδιασμού, οι προεκβολές υποδεικνύουν ενδεχόμενη αύξηση της ζήτησης κατά 20% εξαιτίας χαμηλότερων τιμών ηλεκτρικής ενέργειας [23]. Παρομοίως, ο πλήρης ανταγωνισμός συνεπάγεται ότι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από νέες και λιγότερο ανεπτυγμένες πηγές ενέργειας (π.χ. ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και συνδυασμένη παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας) ενδεχομένως να καταστεί λιγότερο ελκυστική. Με τον τρόπο αυτό ενδέχεται να εμποδιστεί η πορεία προς καθαρότερο μείγμα καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

    [22] Η Επιτροπή δρομολόγησε μελέτη με σκοπό την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπλοκών από το άνοιγμα της αγοράς ως το 2010.

    [23] COM(2000) 769, σ. 71.

    Τόσο η οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια όσο και η οδηγία για το φυσικό αέριο προβλέπουν ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα αυτά:

    -Το άρθρο 3 και στις δύο οδηγίες προβλέπει ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, προς το γενικότερο οικονομικό συμφέρον, οι οποίες μπορούν μεταξύ άλλων να αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, μειώσεις των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας γενικώς δεν αποκλείουν τη θέσπιση τιμολογίων για την ενθάρρυνση της ενεργειακής απόδοσης. Θα μπορούσαν να υλοποιηθούν με περικοπές των πάγιων τελών, χωρίς να επηρεάζουν τα μηνύματα που δίδονται μέσω των τιμών για την αυξομειούμενη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας. Θα πρέπει να υπάρξουν κατάλληλα κανονιστικά κίνητρα ώστε να ενθαρρυνθεί η εμφάνιση ανάλογων καινοτόμων τιμολογίων.

    -Τα άρθρα 8 παράγραφος 3 και 11 παράγραφος 3 της οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια επιτρέπουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στους διαχειριστές του δικτύου μεταφοράς και διανομής, όταν κατανέμουν τα φορτία στις εγκαταστάσεις παραγωγής, να δίδουν προτεραιότητα στις εγκαταστάσεις παραγωγής που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή απορρίμματα ή που παράγουν συνδυασμό ενέργειας και θερμότητας.

    Ορισμένα κράτη μέλη έχουν υιοθετήσει παρόμοια μέτρα και έχουν αναλάβει πρόσθετες δράσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν την τήρηση υψηλών περιβαλλοντικών προτύπων στην παραγωγή και την προμήθεια φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας. Οι κοινοτικοί κανόνες ανταγωνισμού, και ιδίως όσοι αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, συνήθως εφαρμόζονται και σε αυτά τα συστήματα. Ωστόσο, όπως φαίνεται από τον χειρισμό τέτοιων περιπτώσεων, οι εν λόγω μηχανισμοί είναι κατά κανόνα σύμφωνοι με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιπτώσεις τους όσον αφορά τον περιορισμό του ανταγωνισμού δεν είναι δυσανάλογες με τον επιδιωκόμενο περιβαλλοντικό στόχο, και το στόχο της βελτίωσης της ασφάλειας εφοδιασμού της ΕΕ [24]. Εξάλλου, πρόσφατα θεσπίστηκαν κατευθυντήριες γραμμές που ευνοούν ιδιαίτερα μηχανισμούς υποστήριξης για ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμους πόρους.

    [24] COM(2000) 769, σ. 71.

    Για τη συμπλήρωση των μέτρων που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο, η Επιτροπή έχει αναλάβει ορισμένες πρωτοβουλίες:

    -Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η Επιτροπή έχει υποβάλει πρόταση οδηγίας [25] σχετικά με την προαγωγή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Στόχος είναι να εξασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα πραγματοποιείται σύμφωνα με τον γενικό κοινοτικό ενδεικτικό στόχο του διπλασιασμού του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη μεικτή εσωτερική ενεργειακή κατανάλωση μέχρι το 2010. Στις 5 Δεκεμβρίου 2000, στο Συμβούλιο Ενέργειας, επετεύχθη πολιτική συμφωνία επί της πρότασης, που είναι πιθανό να θεσπιστεί κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους.

    [25] COM(2000) 279 τελικό, της 10ης Μαΐου 2000, «Πρόταση οδηγίας για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας».

    -Συμπαραγωγή θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας (ΣΘΗ). Στην ανακοίνωση του 1997 σχετικά με τη συμπαραγωγή θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας [26] περιγράφεται στρατηγική για την περαιτέρω ανάπτυξη της ΣΘΗ και προτείνεται επίσης ενδεικτικός στόχος διπλασιασμού του μεριδίου της ΣΘΗ στην ΕΕ, μέχρι το 2010. Στο πρόσφατο σχέδιο δράσης για την ενεργειακή απόδοση [27] επιβεβαιώνεται ο στόχος αυτός και απαριθμούνται διάφορα μέτρα για την προώθηση της ΣΘΗ. Με την πρόταση αναθεώρησης της οδηγίας για τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης προωθείται επίσης η χρήση της συμπαραγωγής ενέργειας. Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος για την κλιματική αλλαγή, η ΣΘΗ έχει προσδιοριστεί ως ελπιδοφόρο πεδίο όσον αφορά την επίτευξη περιορισμών στις εκπομπές.

    [26] COM(97) 514 τελικό, της 15ης Οκτωβρίου 1997.

    [27] COM(2000) 247 τελικό, της 26ης Απριλίου 2000 «Σχέδιο δράσης για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα».

    -Πρότυπα εκπομπών. Οι εκπομπές από τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ρυθμίζονται από την οδηγία για τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης (88/609/ΕΟΚ) και από την οδηγία σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης [28]. Στις 22 Ιουνίου του 2000, το Συμβούλιο (Περιβάλλοντος) ενέκρινε ομόφωνα κοινή θέση επί της πρότασης για αναθεώρηση της οδηγίας σχετικά με τις μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης. Η κοινή αυτή θέση διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και προβλέπει αυστηρότερα όρια εκπομπών για τους νέους σταθμούς παραγωγής.

    [28] Οδηγία του Συμβουλίου 96/61/EΚ της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης.

    -Ενεργειακή απόδοση και εξοικονόμηση ενέργειας. Τον Απρίλιο του 2000, η Επιτροπή υπέβαλε το σχέδιο δράσης της για την ενεργειακή απόδοση, το οποίο θέτει ως στόχο τη βελτίωση της ενεργειακής έντασης κατά 1% ετησίως σε σύγκριση με σενάριο βασιζόμενο στις αμετάβλητες συνθήκες (business as usual). Στις 30 Μαΐου του 2000, το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει λεπτομερείς προτάσεις σχετικά με την εφαρμογή του σχεδίου δράσης. Είναι σημαντικό να συνεχιστούν οι προσπάθειες στον τομέα αυτό αμέσως και παράλληλα με τη διαδικασία ανοίγματος της αγοράς. Η πλήρως ανοιχτή αγορά χρειάζεται εσωτερίκευση του εξωτερικού κόστους για να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού. Η Επιτροπή θα προωθήσει επομένως πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή, π.χ. επιβολή φόρου ενέργειας/CO2 σε κοινοτική κλίμακα, αυστηρούς κανόνες για κρατικές ενισχύσεις, μέτρα διαχείρισης της ζήτησης, μέτρα για την προώθηση της συμπαραγωγής και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που μειονεκτούν ανταγωνιστικώς εφόσον δεν εσωτερικοποιείται το εξωτερικό κόστος. Η Επιτροπή θα προτείνει, π.χ., τα ακόλουθα νομοθετικά μέτρα στο πεδίο αυτό, κατά το 2001:

    -Πρόταση οδηγίας όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση στα κτίρια.

    -Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με περιβαλλοντικές πτυχές ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού.

    -Πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με πολυετές πρόγραμμα που στοχεύει στην προώθηση ανανεώσιμων μορφών ενέργειας και στην εξοικονόμηση ενέργειας (2003-2006) (συνέχεια των προγραμμάτων SAVE και ALTENER).

    Εξάλλου, επιδιώκει να καταρτίσει, στη διάρκεια του 2002, προτάσεις όσον αφορά τη συμπαραγωγή θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας (ΣΘΗ).

    -Φορολόγηση της ενέργειας. Η Επιτροπή έχει προτείνει την επέκταση της υφιστάμενης οδηγίας για τα πετρελαιοειδή, ούτως ώστε να καλύπτει επίσης άλλες ανταγωνιστικές πηγές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου, του άνθρακα, του λιγνίτη κ.λπ.. Επιπλέον, αρκετά κράτη μέλη έχουν εισάγει ενεργειακούς/περιβαλλοντικούς φόρους με σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.

    -Δυνητικές μελλοντικές δράσεις. Ορισμένα πρόσθετα και συμπληρωματικά μέτρα εξετάζονται επί του παρόντος σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο. Σε αυτά περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, το θέμα της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Η Επιτροπή ξεκίνησε συζήτηση σχετικά με το θέμα αυτό στο πλαίσιο Πράσινης Βίβλου [29] σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κυότο. Οι διάφορες ομάδες εργασίας του Ευρωπαϊκού Προγράμματος για την κλιματική αλλαγή, όπου συμμετέχουν οι ενδιαφερόμενοι, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, ευρίσκονται στη διαδικασία προσδιορισμού πιθανών πολιτικών και μέτρων που θα μπορούσαν να προταθούν στην Επιτροπή, με σκοπό την εκπλήρωση των στόχων της ΕΕ όσον αφορά την κλιματική αλλαγή.

    [29] COM(2000) 87 τελικό, της 8ης Μαρτίου 2000 «Πράσινη Βίβλος για την εμπορία εκπομπών αερίων φαινομένου θερμοκηπίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

    Συμπέρασμα

    Από πολλές απόψεις, το άνοιγμα της αγοράς αποτελεί εργαλείο που θα συμβάλει στην επίτευξη των κοινοτικών περιβαλλοντικών στόχων όσον αφορά την ενέργεια. Ειδικότερα, η άσκηση ανταγωνιστικών πιέσεων έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε ταχύτερη ανάπτυξη αποδοτικότερων και καθαρότερων θερμοηλεκτρικών μονάδων σε αντίθεση με τις μονοπωλιακές συνθήκες. Ωστόσο, με τις δυνητικά χαμηλότερες τιμές που προκύπτουν ως αποτέλεσμα του ανοίγματος της αγοράς, καθίσταται ολοένα σημαντικότερη η εφαρμογή ορισμένων συμπληρωματικών πολιτικών, όπως παρουσιάζονται ανωτέρω.

    Η Επιτροπή πραγματοποιεί επί του παρόντος μελέτη για την αποτίμηση του συνολικού αντικτύπου που θα έχει στο περιβάλλον η ελευθέρωση των ενεργειακών αγορών. Η Επιτροπή θα παρακολουθεί στενά την κατάσταση και, εφόσον κρίνει απαραίτητο, θα προτείνει περαιτέρω μέτρα για την διασφάλιση του περιβάλλοντος που, ταυτόχρονα, να συμβαδίζουν με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς.

    2.8. Οι συνέπειες του ανταγωνισμού στην απασχόληση

    Μολονότι πραγματοποιήθηκε με ορισμένη καθυστέρηση, η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας αποτελεί μέρος του στόχου του 1992 για τη δημιουργία πλήρως λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ενίσχυση ευκαιριών ανάπτυξης και απασχόλησης προς όφελος των πολιτών της Ένωσης. Η αυξανόμενη απόδοση και οι μειωμένες τιμές ενέργειας, καθώς και ευκαιρίες για νέες τεχνολογίες που προκύπτουν από την εισαγωγή του ανταγωνισμού στον τομέα της ενέργειας πρόκειται, τουλάχιστον μεσομακροπρόθεσμα, να δώσουν ώθηση στην απασχόληση στο σύνολο της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

    Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας, το Μάρτιο του 2000, ζητώντας την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, υπογράμμισε το ρόλο της εσωτερικής αγοράς ως καίριο στοιχείο για τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης "να αναδημιουργήσει τις προϋποθέσεις για πλήρη απασχόληση", ώστε "να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο .... με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή." Παρομοίως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του για την ελευθέρωση των αγορών ενέργειας, τον Ιούλιο του 2000, δήλωσε ότι "ο ανταγωνισμός ασκεί ουσιώδη επίδραση στις οικονομίες και στους καταναλωτές ως σύνολο, υπό μορφή .... αύξησης των ευκαιριών νέας απασχόλησης, ενώ διαθέτει θετικό μεσοπρόθεσμο αντίκτυπο στην αγορά εργασίας από γενική οικονομική άποψη".

    Ωστόσο, όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες εξελίξεις αποκλειστικά στον τομέα της ενέργειας, η εισαγωγή του ανταγωνισμού είναι πιθανόν να οδηγήσει σε περιορισμό του εργατικού δυναμικού, ως αποτέλεσμα της απαραίτητης προσαρμογής των εθνικών, πρώην μονοπωλιακών, εταιρειών στον ανταγωνισμό, με τα ενδεδειγμένα μέτρα αναδιάρθρωσης σε επίπεδο εταιρειών.

    Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η εν λόγω απώλειες θέσεων εργασίας που θα προκύψουν στη μεταβατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εταιρείες του ενεργειακού τομέα προσαρμόζονται στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον, αναγνωρίζονται και αντιμετωπίζονται κατάλληλα μέσω εθνικών και κοινοτικών πολιτικών.

    Με βάση τα παραπάνω και για να κατανοήσει εις βάθος την κατάσταση της απασχόλησης στον τομέα της ενέργειας, τόσο όσον αφορά την έως τώρα κτηθείσα εμπειρία όσο και ως προς πιθανές μελλοντικές τάσεις, η Επιτροπή δρομολόγησε την εκπόνηση μελέτης. Η εν λόγω μελέτη καταστρώθηκε και ολοκληρώθηκε σε στενή συνεργασία με εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων. Βασιζόμενη σε υφιστάμενες στατιστικές σχετικά με τις ποσοτικές εξελίξεις του εργασιακού δυναμικού στον τομέα της ενέργειας, περιγράφει και αναλύει ιδιαίτερα τις ποιοτικές πτυχές της εξέλιξης της απασχόλησης στη βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, στο πλαίσιο του ανοίγματος της αγοράς.

    Όσον αφορά τις εξελίξεις του μεγέθους του εργατικού δυναμικού στους εν λόγω δύο τομείς βιομηχανίας, οι στατιστικές δείχνουν ότι ο αριθμός των απασχολούμενων στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου μειώθηκε μεταξύ του 1990 και του 1998 [30]. Η τεχνολογική πρόοδος και η τάση εξωτερικής ανάθεσης ορισμένων λειτουργιών Οι σημαντικότεροι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή τη μείωση, η οποία σε πολλά κράτη μέλη είναι εμφανές ότι είχε ξεκινήσει πριν από το άνοιγμα της αγοράς. Ωστόσο, το άνοιγμα της αγοράς συνέβαλε στην επίσπευση της διαδικασίας, ιδίως στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.

    [30] Με βάση τις διαθέσιμες ευρωπαϊκές και εθνικές στατιστικές εκτιμάται οτι περισσότερες από 250.000 θέσεις εργασίας θα μπορούσαν να έχουν χαθεί στον κλάδο μεταξύ 1990 και 1998. Οι στατιστικές, ωστόσο, συχνά δείχνουν μόνο τις εξελίξεις στην απασχόληση στους κλάδους κοινής ωφελείας στο σύνολό τους και δεν κάνουν διάκριση - σε περίπτωση πολλαπλών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας - μεταξύ των διαφόρων κλάδων, δηλαδή του αερίου, της ηλεκτρικής ενέργειας και του ύδατος.

    Η μείωση του εργατικού δυναμικού συνδυάστηκε με αλλαγή στα χαρακτηριστικά δεξιοτήτων που απαιτούνται από την βιομηχανία. Οι θέσεις εργασίας που εκτελούνται από ημιειδικευμένους και ειδικευμένους εργαζομένους καθώς και οι θέσεις εργασίας μέσης τάξεως διοικητικών στελεχών και υπαλλήλων γραφείου έχουν μειωθεί με την πάροδο του χρόνου. Νέες ευκαιρίες θέσεων απασχόλησης έχουν δημιουργηθεί σε τομείς όπως το μάρκετινγκ, η εξυπηρέτηση πελατών, οι τεχνολογίες των πληροφοριών και οι επιχειρηματικές υπηρεσίες. Επιπλέον, η ανάδυση νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, όπως η εμπορία ενέργειας, έχουν δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.

    Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η μείωση του προσωπικού, οι 10 επιχειρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιρλανδία, στη Σουηδία, στην Ιταλία και στη Γερμανία, τις οποίες κάλυψαν οι μελέτες περιπτώσεων που πραγματοποιήθηκαν, να πραγματοποιήσουν την αναδιάρθρωση με κοινωνικώς συναινετικότερεο τρόπο, π.χ. εφαρμόζοντας προγράμματα εθελοντικής πρόωρης συνταξιοδότησης. Επιπλέον, σημαντικός αριθμός μεγαλύτερων επιχειρήσεων που μελετήθηκαν έχουν εφαρμόσει προγράμματα επανεκπαίδευσης και μεταβολής επαγγελματικής ειδίκευσης. Στο πλαίσιο τέτοιων προγραμμάτων, παρέχεται επανεκπαίδευση, προκειμένου είτε να δοθεί η δυνατότητα στα μέλη του προσωπικού να παραμείνουν στην εταιρεία σε νέα θέση εργασίας ή να διευκολυνθεί η ανεύρεση εργασίας εκτός εταιρείας.

    Συνεπώς, το άνοιγμα της αγοράς έχει τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές επιπτώσεις στην κατάσταση της απασχόλησης στις βιομηχανίες ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Οι παραδοσιακές δεξιότητες καθίστανται λιγότερο χρήσιμες, ενώ αναδύονται νέες ευκαιρίες απασχόλησης που απαιτούν δεξιότητες οι οποίες είναι σημαντικές σε ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπως το μάρκετινγκ και η εξυπηρέτηση πελατών.

    Έως τώρα, η μείωση του προσωπικού, στις περιπτώσεις όπου θεωρήθηκε αναπόφευκτη, πραγματοποιήθηκε με κοινωνικά ευαίσθητο τρόπο, μέσω προγραμμάτων πρόωρης συνταξιοδότησης σε συνδυασμό με προγράμματα επανεκπαίδευσης. Ωστόσο, καθώς προχωρεί το άνοιγμα της αγοράς και συνεχίζεται η αναδιάρθρωση, είναι απαραίτητη η διερεύνηση και η ενίσχυση εναλλακτικών μέτρων σε επίπεδο επιχείρησης. Τα μέτρα αυτά, όπως η μείωση του χρόνου εργασίας και η ενίσχυση της επανεκπαίδευσης, συμβαδίζουν με την ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση, βάσει της οποίας θα πρέπει καταρχήν να δίδεται προτεραιότητα στην επανεκπαίδευση και επανατοποθέτηση, και όχι στην πρόωρη συνταξιοδότηση. Η ανάπτυξη εναλλακτικών μέτρων είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση που η δυνατότητα των επιχειρήσεων να χειρίζονται την αναδιάρθρωση μέσω προγραμμάτων πρόωρης συνταξιοδότησης περιοριστεί με την πάροδο του χρόνου, λόγω της μείωσης του μέσου όρου ηλικίας του προσωπικού. Στο θέμα αυτό θα πρέπει να πραγματοποιηθεί ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των επιχειρήσεων και των κοινωνικών εταίρων. Η Επιτροπή θα ενθαρρύνει μια τέτοια ανταλλαγή εμπειριών, για παράδειγμα στο πλαίσιο της κλαδικής επιτροπής διαλόγου για την ηλεκτρική ενέργεια [31].

    [31] Η επιτροπή αυτή συστάθηκε βάσει της απόφασης της Επιτροπής της 20ής Μαΐου 1998 σχετικά με τη σύσταση επιτροπών κλαδικού διαλόγου για την προώθηση του διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

    Η κοινή δήλωση των κοινωνικών εταίρων στη βιομηχανία της ηλεκτρικής ενέργειας, που δημοσιεύθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2000, αποτελεί ενθαρρυντικό πρώτο βήμα στο πλαίσιο αυτό [32]. Στη δήλωση αυτή, η ευρωπαϊκή βιομηχανία ηλεκτρικής ενέργειας και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν τους απασχολούμενους στον τομέα επιχειρούν από κοινού να διερευνήσουν τρόπους με τους οποίους, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και το προσωπικό τους, θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις αλλαγές που συνδέονται με την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς και να περιορίσουν στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις κοινωνικές συνέπειες της αναδιάρθρωσης.

    [32] Διατίθεται στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις www.emcef.org, www.epsu.org, www.eurelectric.org

    Οι προσφερόμενες ευκαιρίες βάσει της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση θα πρέπει επίσης να συνεκτιμηθούν. Η στρατηγική παρέχει το κατάλληλο πλαίσιο για την πραγμάτευση των ποσοτικών και ποιοτικών πτυχών της διαχείρισης της αλλαγής, ιδίως των πτυχών της στρατηγικής που αναφέρονται στην προσαρμοστικότητα και την απασχολησιμότητα. Η προσαρμοστικότητα αναφέρεται στην προσαρμογή της οργάνωσης της εργασίας των εταιρειών ως συνέπεια του νέου βιομηχανικού πλαισίου. Στόχος της απασχολησιμότητας είναι η αύξηση των δεξιοτήτων των απασχολούμενων, ώστε να ανταποκριθούν στην αλλαγή, και περιλαμβάνει στρατηγικές δια βίου μάθησης. Οι δράσεις που αναφέρονται στις παραπάνω πολιτικές απασχόλησης απαιτούν την καθιέρωση ισχυρής εταιρικής συνεργασίας μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών φορέων σε διάφορα επίπεδα και είναι να χρηματοδοτηθεί μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, στο πλαίσιο προγραμμάτων που συμφωνούνται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.

    Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί εν προκειμένω σε εξελίξεις στις υποψήφιες χώρες. Είναι σημαντική η παροχή βοήθειας στις εταιρείες του ενεργειακού τομέα και τις κυβερνήσεις των εν λόγω χωρών στη διαδικασία αναδιάρθρωσης του ενεργειακού τομέα κατά κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο, λόγου χάρη κοινοποιώντας στις υποψήφιες χώρες τις σχετικές εμπειρίες στην Κοινότητα. Η Επιτροπή θα πραγματοποιήσει περαιτέρω παρακολούθηση στον τομέα αυτό, ενώ οι ενδιαφερόμενες χώρες θα ενθαρρυνθούν να ενισχύσουν την πτυχή αυτή στο πλαίσιο του προγράμματος PHARE. Ωστόσο, οι συνέπειες στην απασχόληση από το άνοιγμα της αγοράς του ενεργειακού τομέα ενδέχεται να γίνουν αισθητότατες στις υποψήφιες χώρες, όταν αυτές ενσωματωθούν στην εσωτερική αγορά και όταν το πρόγραμμα PHARE δεν θα ισχύει πλέον. Η Επιτροπή θα εξασφαλίσει ότι η πτυχή αυτή του ανοίγματος της αγοράς στις υποψήφιες χώρες θα συνεχίσει να αποτελεί αντικείμενο προσοχής και υποστήριξης, ακόμα και αφότου οι υποψήφιες χώρες θα έχουν καταστεί μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέχρι στιγμής έχει καταστεί δυνατή η υλοποίηση της αναδιάρθρωσης κατά τρόπο κοινωνικά υπεύθυνο. Ωστόσο, η κατάσταση απαιτεί στενή παρακολούθηση και, εφόσον κριθεί απαραίτητο, τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων, καθώς προχωρά το άνοιγμα της αγοράς και η αναδιάρθρωση της βιομηχανίας. Όλοι οι εμπλεκόμενοι παράγοντες θα πρέπει να συμβάλουν στην εξεύρεση λύσεων που να ελαχιστοποιήσουν τις όποιες αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

    2.9. Εμπορικές συναλλαγές με τρίτες χώρες

    Συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας πραγματοποιούνται μεταξύ της ΕΕ και γειτονικών τρίτων χωρών εδώ και πολλά χρόνια, για παράδειγμα μεταξύ της ΕΕ και των χωρών μελών της Nordel. Πριν από το άνοιγμα της αγοράς, οι συναλλαγές αυτές πραγματοποιούνταν από τις επίσημες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας στο πλαίσιο της μονοπωλιακής τους θέσης. Ωστόσο, το ποσό της ηλεκτρικής ενέργειας που αποτελούσε αντικείμενο των συναλλαγών αυτών ήταν σχετικά περιορισμένο, λόγω τεχνικών περιορισμών, όπως η χαμηλή δυναμικότητα των διασυνδέσεων μεταξύ των εθνικών δικτύων καθώς και τα διαφορετικά πρότυπα λειτουργίας.

    Στην ελευθερωμένη εσωτερική αγορά, το εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας με τρίτες χώρες πιθανότατα θα καταστεί πιο ελκυστικό. Ήδη οι επιχειρήσεις προβαίνουν ολοένα και περισσότερο σε διαπραγματεύσεις με τρίτες χώρες σχετικά με μελλοντικές προμήθειες ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, η κατάσταση όσον αφορά τους τεχνικούς περιορισμούς των διασυνδέσεων σταδιακά βελτιώνεται. Υπάρχουν ορισμένα σχέδια με στόχο τη βελτίωση της σύνδεσης των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας και της Ρωσίας, με τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας της Κοινότητας.

    Η δυνητική αύξηση των εμπορικών συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας με τις γειτονικές χώρες αποτελεί, κατ' αρχήν, θετική εξέλιξη. Θα αυξήσει τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της απόδοσης και, πιθανότατα, την παροχή νέων ευκαιριών επενδύσεων για κοινοτικές επιχειρήσεις στις γειτονικές χώρες. Ωστόσο, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι τέτοια επέκταση της αγοράς θα πραγματοποιηθεί βάσει ισότιμων όρων ανταγωνισμού για όλους τους οικονομικούς παράγοντες. Θεμελιώδης προϋπόθεση για την εισαγωγή του ανταγωνισμού σε ολόκληρη την Κοινότητα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι πλαίσιο συγκρίσιμων συνθηκών σε όλες τις εμπλεκόμενες χώρες.

    Ενόψει των δυνατοτήτων αυξημένων εμπορικών συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας και της ανάγκης οι συναλλαγές αυτές να διενεργούνται υπό ορισμένες συνθήκες, θα πρέπει να συμφωνηθούν σαφείς νομικοί κανόνες και να διασφαλιστεί η τήρησή τους. Οι διαδικασίες διεύρυνσης και η πρόθεση επίσπευσης της διαδικασίας ανοίγματος της αγοράς έχει τονίσει την ανάγκη για τέτοιο πλαίσιο. Η Κοινότητα θα πρέπει να γνωρίζει και να είναι προετοιμασμένη για τις επιπτώσεις του περαιτέρω ανοίγματος της εσωτερικής αγοράς στις εμπορικές σχέσεις με τρίτες χώρες. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας σε τρίτες χώρες, θα πρέπει να έχουν σαφή άποψη που θα τους επιτρέψει να αναπτύξουν αποτελεσματική και συνεκτική στρατηγική όσον αφορά τη συμμετοχή τους στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

    Όσον αφορά το φυσικό αέριο, είναι σαφές ότι η εξωτερική διάσταση της εσωτερικής αγοράς είναι εξίσου σημαντική. Ενόψει της αυξανόμενης εξάρτησης από τις εισαγωγές, τα ζητήματα είναι ωστόσο διαφορετικά. Τα σημαντικά θέματα είναι το αμοιβαίο άνοιγμα των ανάντη και κατάντη αγορών με βάση τις ελεύθερες συναλλαγές και η ολοκλήρωση των κοινοτικών και εξωκοινοτικών αγορών, καθώς και η στενότερη και ενισχυμένη συνεργασία. Ανάλογα με τις εξελίξεις, η Επιτροπή ενδέχεται να εξετάσει κατά πόσον απαιτείται η ανάληψη ειδικών πρωτοβουλιών προκειμένου να ενισχυθεί η αμοιβαιότητα με τρίτες χώρες.

    2.9.1. Δημιουργία αξιόπιστου νομικού πλαισίου για τις εμπορικές συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας με χώρες εκτός ΕΕ

    Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί το ζήτημα αυτό μέσω της συμπλήρωσης των υφιστάμενων κανόνων, προκειμένου να δημιουργηθεί αξιόπιστο νομικό πλαίσιο για τέτοιες δραστηριότητες εμπορικών συναλλαγών. Όπως είχε ήδη διατυπωθεί κατ' αρχήν στην ανακοίνωση της Επιτροπής «Οι πρόσφατες πρόοδοι στη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού» που εκδόθηκε τον Μάιο του 2000 [33], τέτοιο πλαίσιο θα μπορούσε να δημιουργηθεί μέσω της σύναψης διμερών συμφωνιών με ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες, κατά περίπτωση εντός των υφιστάμενων πλαισίων ρυθμίσεων, λόγου χάρη τις συμφωνίες σύνδεσης που συνάπτονται με υποψήφιες χώρες. Θεωρείται ενδεδειγμένο να εξεταστεί η δυνατότητα να απαιτηθεί η ανάληψη δεσμεύσεων, σε αμοιβαία βάση, για την πραγμάτευση περιβαλλοντικών προτύπων και προτύπων πυρηνικής ασφάλειας, ιδίως για την αποφυγή ενδεχόμενων κινδύνων για το περιβάλλον στην Κοινότητα. Οι ρυθμίσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν πλαίσιο αμοιβαιότητας για εμπορικές συναλλαγές με τρίτες χώρες, εξασφαλίζοντας ισότιμη πρόσβαση στην κοινοτική αγορά και στις αγορές των τρίτων χωρών καθώς και την τήρηση βασικών περιβαλλοντικών προτύπων και προτύπων πυρηνικής ασφάλειας. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ρυθμίσεις, εφαρμόζονται οι ισχύοντες κανόνες του διεθνούς εμπορίου.

    [33] COM(2000) 297 τελικό.

    Το σχέδιο δράσης που προβλέπει τεχνική αρωγή για την προετοιμασία των υποψήφιων χωρών για την είσοδό τους στην εσωτερική αγορά ενέργειας, το οποίο εκπονήθηκε από την Επιτροπή το 1998, θα διευκολύνει την επίτευξη του στόχου αυτού. Τονίζεται η ανάγκη τεχνικής αρωγής σε θέματα κανονιστικών ρυθμίσεων, στην κατάρτιση νομοθεσίας, τη λειτουργία της αγοράς και στο σύστημα μεταφοράς, την καθιέρωση εθνικών ρυθμιστικών αρχών κ.λπ.. Οργανώνεται ανάληψη προσαρμοσμένων στην κάθε περίπτωση δράσεων για την εξομάλυνση της διαδικασίας μετάβασης. Ενόψει της προτεινόμενης επιτάχυνσης του ανοίγματος της αγοράς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Επιτροπή θα ενισχύσει το σχέδιο δράσης τεχνικής αρωγής και τις λοιπές προσπάθειές της, ώστε να βοηθήσει τις υποψήφιες χώρες να προσαρμόσουν τον ενεργειακό τους τομέα στις κοινοτικές απαιτήσεις.

    2.9.2. Επόμενα βήματα

    Η Επιτροπή θα προσδιορίσει - μέσω της ανάλυσης διαθέσιμων πληροφοριών και διμερών επαφών - δυνητικές υποψήφιες χώρες για τη σύναψη διμερούς ή περιφερειακής συμφωνίας/μνημονίου συνεννόησης με την Κοινότητα. Κατά κανόνα, οι χώρες αυτές θα πρέπει να διαθέτουν αγορά ηλεκτρικής ενέργειας οργανωμένη σύμφωνα με τις βασικές αρχές της κοινοτικής οδηγίας για την ηλεκτρική ενέργεια, τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική άποψη (δηλαδή όσον αφορά τον βαθμό ανοίγματος της αγοράς, την πρόσβαση τρίτων και τον διαχωρισμό), και θα πρέπει να είναι έτοιμες να χορηγούν σε κοινοτικές επιχειρήσεις πρόσβαση στην αγορά τους. Επιπλέον, η κατάσταση όσον αφορά τα περιβαλλοντικά πρότυπα που εφαρμόζονται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και τα πρότυπα πυρηνικής ασφάλειας θα πρέπει να είναι ικανοποιητική.

    Όσον αφορά τις υποψήφιες χώρες, οι εν λόγω συμφωνίες θα πρέπει να συμβαδίζουν πλήρως με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις και τις μελλοντικές διατάξεις των συνθηκών προσχώρησης.

    Μόλις προσδιοριστούν οι δυνητικές υποψήφιες χώρες, η Επιτροπή θα ζητήσει από το Συμβούλιο εντολή διαπραγματεύσεων, με βάση τη διαδικασία του άρθρου 228 της Συνθήκης και θα ξεκινήσει διαπραγματεύσεις. Αναμένεται ότι οι πρώτες εντολές θα ζητηθούν στις αρχές του 2001.

    Επιπλέον, είναι απαραίτητη η παρακολούθηση των πρακτικών αποτελεσμάτων των συμφωνιών που έχουν συναφθεί. Προκύπτει επομένως ως ενδεδειγμένο να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να υποβάλουν τακτικές εκθέσεις στην Επιτροπή σχετικά με τις ποσότητες και την προέλευση των εισαγωγών, βάσει νέων διμερών ή περιφερειακών συμφωνιών ή υφιστάμενων ρυθμίσεων. Η Επιτροπή θα συντάξει στη συνέχεια έκθεση σχετικά με την αποκτηθείσα εμπειρία και, εάν απαιτηθεί, θα προτείνει τη λήψη πρόσθετων μέτρων σε κοινοτικό επίπεδο.

    3. Συμπερασματα

    Έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την ανάπτυξη των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, τόσο από ποσοτική (ποσοστό ανοίγματος αγοράς) όσο και από ποιοτική (διαρθρωτικές επιλογές σχετικά με τον διαχωρισμό, πρόσβαση στο δίκτυο, κ.λπ.) άποψη. Αυτό έχει οδηγήσει σε σημαντικές μειώσεις τιμών, εκ των οποίων οι σημαντικότερες σημειώνονται στις χώρες με υψηλό βαθμό ποσοτικού ανοίγματος της αγοράς.

    Όσον αφορά τα πρότυπα παροχής δημόσιας υπηρεσίας, η εμπειρία δείχνει ότι το άνοιγμα της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του πλήρους ανοίγματος, δεν έχει οδηγήσει σε οποιαδήποτε εξασθένιση των επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Αντιθέτως, το πλήρες άνοιγμα της αγοράς, σε συνδυασμό με αποτελεσματικές ρυθμίσεις, έχει οδηγήσει σε αυξημένη ευαισθητοποίηση και πρότυπα δημόσιας υπηρεσίας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν πρέπει να υποβαθμισθεί η μέγιστη σημασία που έχουν τα πρότυπα παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Μολονότι τα δεδομένα συνηγορούν υπέρ της αναβάθμισης των επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, η Επιτροπή θεωρεί σημαντικό να ορισθεί ρητώς ότι σε όλα τα κράτη μέλη πρέπει τουλάχιστον να εξασφαλιστεί η καθολική υπηρεσία στην ηλεκτρική ενέργεια, υπό την έννοια της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής ποιότητας σε όλα τα νοικοκυριά σε οικονομικά προσιτές τιμές, καθώς και να θεσπισθεί ελάχιστη δέσμη προτύπων προστασίας του τελικού καταναλωτή.

    Επίσης, το άνοιγμα της αγοράς έχει αποδειχθεί συμβιβάσιμο με τους κοινοτικούς στόχους όσον αφορά την ασφάλεια του εφοδιασμού και την περιβαλλοντική προστασία, υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής των απαραίτητων συμπληρωματικών πολιτικών. Κατάλληλα μέτρα ήδη εφαρμόζονται ή ευρίσκονται στο στάδιο προετοιμασίας, σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η προοδευτική ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς θα συμβάλει θετικά στους στόχους της Κοινότητας εν προκειμένω.

    Είναι δυνατόν να ληφθούν και ήδη λαμβάνονται μέτρα προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η απαραίτητη αναδιάρθρωση της ενεργειακής βιομηχανίας θα πραγματοποιηθεί κατά κοινωνικά συναινετικό τρόπο, σύμφωνο με τους στόχους της Κοινότητας σε σχέση με την πολιτική απασχόλησης.

    Οι γειτονικές χώρες, ήδη συμμετέχουν ή θα συμμετάσχουν στο μέλλον στην εσωτερική αγορά, στο πλαίσιο όμως των αρχών της αμοιβαιότητας και της προστασίας του περιβάλλοντος οι οποίες να συμβιβάζονται με τους κανόνες του εμπορίου και είναι απαραίτητες για την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Οι διμερείς συμφωνίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα θεμέλια της προόδου εν προκειμένω.

    Οι εξελίξεις αυτές είναι ενθαρρυντικές. Ωστόσο, δεν έχει ακόμη επιτευχθεί ο απώτερος στόχος της πλήρως ολοκληρωμένης αγοράς. Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι διατάξεις των οδηγιών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο όσον αφορά δύο βασικά ζητήματα πρέπει να αναθεωρηθούν και να ενισχυθούν προκειμένου να επιτευχθεί η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς:

    Όσον αφορά το επίπεδο ανοίγματος της αγοράς, τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν προχωρήσει περισσότερο από όσο ορίζουν οι οδηγίες για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο. Ωστόσο, ο βαθμός ανοίγματος της αγοράς διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Η κατάσταση αυτή, εάν διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα, θα αποτρέψει την ανάπτυξη πραγματικά ισότιμων όρων ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Η εξέλιξη αυτή δεν αναμενόταν την εποχή της έγκρισης των οδηγιών για το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια. Την εποχή εκείνη, δεν αναμενόταν ότι η συντριπτική πλειονότητα των κρατών μελών θα άνοιγαν τις αγορές τους σε βαθμό πέραν των νομικών απαιτήσεων, και σίγουρα δεν αναμενόταν ότι θα δεσμεύονταν όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών εντός σύντομου καθορισμένου χρονοδιαγράμματος. Συνεπώς, δεν αναμενόταν στρέβλωση του ανταγωνισμού - τόσο μεταξύ των επιχειρήσεων όσο και μεταξύ των χρηστών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου - η οποία υπάρχει σήμερα. Επιπλέον, οι διατάξεις αμοιβαιότητας της οδηγίας δεν προβλέπουν επαρκή επίλυση της στρέβλωσης αυτής.

    Το άνοιγμα της αγοράς είναι σημαντικό, αλλά για να είναι αποτελεσματικό στην πράξη θα πρέπει να εξασφαλίζεται δίκαιη και ισότιμη πρόσβαση στο δίκτυο. Μολονότι έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στο θέμα αυτό, ιδίως όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, εξακολουθούν να απαιτούνται περαιτέρω βελτιώσεις. Επίσης, τα πρότυπα διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών, κατάσταση η οποία είναι πιθανό να οξύνει τις στρεβλώσεις της αγοράς. Η σπουδαιότητα του ζητήματος αυτού καταδεικνύεται από τον αριθμό των συμμετεχόντων στη δημόσια ακρόαση, οι οποίοι τόνισαν τη θεμελιώδη σπουδαιότητα των συγκεκριμένων ζητημάτων για τη δημιουργία αποτελεσματικού και ισότιμου ανταγωνισμού.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι συνθήκες είναι κατάλληλες για σημαντικό περαιτέρω βήμα στη διαδικασία ανοίγματος της αγοράς, το οποίο θα οδηγήσει στην ταχεία ολοκλήρωση των εσωτερικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Όπως προαναφέρθηκε, η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη δημόσια ακρόαση επιβεβαίωσαν την ανάγκη ταχύτερης ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Όπως τόνισαν οι επιχειρήσεις, οι εκπρόσωποι των καταναλωτών και οι οργανώσεις, τα οφέλη πλήρως ελευθερωμένης αγοράς είναι πολυάριθμα:

    Το πλήρες άνοιγμα των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας θα δημιουργήσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και για το σύνολο των παραγόντων της εσωτερικής αγοράς, προϋποθέσεις οι οποίες δεν μπορεί να αναμένεται ότι θα επιτευχθούν μέσω της εφαρμογής των υφιστάμενων οδηγιών, όπως αποδείχτηκε παραπάνω.

    Όσον αφορά ιδιαίτερα τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, το επίπεδο του ανταγωνισμού που έχει επιτευχθεί στον τομέα έχει οδηγήσει σε σημαντικές μειώσεις. Οι μειώσεις αυτές είναι απαραίτητες προκειμένου να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η γενική ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της ΕΕ. Το άνοιγμα της αγοράς προχωρεί τώρα με ταχύ ρυθμό στις περισσότερες χώρες με τις οποίες ανταγωνίζονται κυρίως οι κοινοτικές επιχειρήσεις. Η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς έχει ζωτική σημασία για να διατηρήσουμε επαφή με τις εξελίξεις στην αγορά των εμπορικών μας εταίρων.

    Εξάλλου, ο ανταγωνισμός θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ομοιογένεια στις τιμές σε ολόκληρη την Κοινότητα, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό ισότιμους όρους ανταγωνισμού τόσο για τους βιομηχανικούς όσο και για τους ιδιωτικούς χρήστες ενέργειας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις ΜΜΕ, οι οποίες επί του παρόντος ευρίσκονται συχνά σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τους μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες, ιδίως εάν είναι μη επιλέξιμοι πελάτες. Εν προκειμένω, είναι αξιοσημείωτο ότι ορισμένοι συμμετέχοντες στη δημόσια ακρόαση υπογράμμισαν το γεγονός ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η συνέχιση της παραχώρησης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε μεγάλες κοινοτικές επιχειρήσεις έναντι των μικρών, όσον αφορά την πρόσβαση σε συγκρίσιμες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Δεδομένης της σπουδαιότητας των ΜΜΕ για την Κοινότητα, η κατάσταση αυτή δεν μπορεί παρά να είναι επιβλαβής για την ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία και την απασχόληση.

    Το πλήρες άνοιγμα της αγοράς θα ενθαρρύνει επίσης την καινοτομία και τη διείσδυση νέων τεχνολογιών στην αγορά. Όντως, πολλές νέες τεχνολογικές εξελίξεις σημειώνονται στο πλαίσιο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως όσον αφορά την τεχνολογία μικροϊσχύος και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι μικροστρόβιλοι αποτελούν ολοένα περισσότερο εναλλακτική λύση για τους πελάτες και εισάγεται σήμερα η τεχνολογία των στοιχείων καυσίμου. Οι τεχνολογίες αυτές παρουσιάζουν σημαντικά πλεονεκτήματα για πολλούς πελάτες από πλευράς αξιοπιστίας, περιβαλλοντικών συνεπειών και, συχνά, κόστους. Επιπλέον, για τις απομακρυσμένες περιοχές, οι τεχνολογίες αυτές είναι ιδιαίτερα ελκυστικές. Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς θα δημιουργήσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού για όλες τις ανταγωνιστικές τεχνολογίες όσον αφορά την πρόσβασή τους στους πελάτες και θα επισπεύσει, κατά συνέπεια, την εισαγωγή των νέων αυτών τεχνολογιών.

    Το περαιτέρω άνοιγμα της αγοράς είναι επίσης πιθανό ότι θα αυξήσει το επίπεδο των υπηρεσιών που παρέχονται στους πελάτες, ιδίως σε επίπεδο καταναλωτών. Η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται από τις επιχειρήσεις, για παράδειγμα όσον αφορά τις επισκευές, τις νέες υπηρεσίες και τις ρυθμίσεις χρέωσης, αποτελούν πεδία ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Αυτό έχει ήδη σημειωθεί σε χώρες όπου έχει θεσπιστεί πλήρες άνοιγμα.

    Τέλος, η ανάπτυξη ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων φυσικού αερίου θα διευκολυνθεί περαιτέρω από την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Σήμερα, η τιμή του φυσικού αερίου στην ηπειρωτική Ευρώπη είναι στενά συνδεδεμένη με την τιμή του πετρελαίου. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, οι τιμές του ελαφρού πετρελαίου θέρμανσης αυξήθηκαν κατά 50% μεταξύ Ιουλίου 1999 και Ιουλίου 2000. Οι τιμές χονδρικής πώλησης φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 42% κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Τον Δεκέμβριο του 2000, η μέση τιμή στα σύνορα για τις γερμανικές εισαγωγές φυσικού αερίου ήταν περίπου στο 90% της αντίστοιχης τιμής του προηγούμενου έτους Είναι σαφές ότι είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να συνεχίσει να αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων φυσικού αερίου και με τον τρόπο αυτό να αποσυνδεθεί η σχέση τιμών πετρελαίου/φυσικού αερίου, καθώς τούτο θα βελτιώσει την ποικιλομορφία του ενεργειακού εφοδιασμού στην ΕΕ. Η οδηγία για το φυσικό αέριο ήδη προβλέπει την ανάπτυξη του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων φυσικού αερίου, μέσω του δικαιώματος των επιλέξιμων πελατών να εξασφαλίσουν πρόσβαση τρίτων μέχρι την πηγή του φυσικού αερίου. Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των επιλέξιμων πελατών που προμηθεύονται σε ανταγωνιστικές τιμές, θα υποχρεωθούν οι παραγωγοί φυσικού αερίου να ανταγωνίζονται ολοένα και περισσότερο μεταξύ τους στο πεδίο των τιμών.

    Η ανάπτυξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού εντός του τομέα του φυσικού αερίου στην Ευρώπη ενδέχεται να παρεμποδιστεί από την έκταση των μακροπρόθεσμων συμβάσεων προμήθειας και μεταφοράς φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Αποτελεσματικός τρόπος να ανοίξει η ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου και να αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός στον τομέα φυσικού αερίου θα ήταν η καθιέρωση προγραμμάτων πώλησης με το άνοιγμα υφιστάμενων μακροπρόθεσμων αποκλειστικών συμβάσεων εφοδιασμού σε τρίτους. Μερικά κράτη μέλη έχουν εισαγάγει ανάλογα προγράμματα, ενώ άλλα θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να τα εξετάσουν, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ρευστότητας στην αγορά φυσικού αερίου.

    Προκειμένου να επιτευχθεί πλήρες άνοιγμα της αγοράς, θα πρέπει να εξεταστούν τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά στοιχεία. Είναι απαραίτητο να καθοριστεί προθεσμία έως την οποία τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέψουν σε όλους τους πελάτες, βιομηχανικούς και οικιακούς, να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο από προμηθευτή της επιλογής τους σε ολόκληρη την Κοινότητα. Έτσι θα εξασφαλιστεί ταχεία ανάπτυξη εσωτερικής αγοράς προς όφελος όλων των πολιτών της Κοινότητας, αλλά και πραγματικά ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για όλες τις κοινοτικές επιχειρήσεις.

    Κατά δεύτερον, είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί αποτελεσματικό σύστημα πρόσβασης στην αγορά - με το οποίο θα διασφαλίζεται ότι οι επιλέξιμοι πελάτες και παραγωγοί μπορούν να έχουν αποτελεσματική ισότιμη πρόσβαση στο δίκτυο μεταφοράς και διανομής και σε άλλες βασικές υποδομές. Η εμπειρία δείχνει ότι η επίτευξη του απώτερου στόχου της ισότιμης πρόσβασης στο δίκτυο δεν μπορεί να επιτευχθεί στην πράξη πλήρως, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις της οδηγίας όσον αφορά την πρόσβαση τρίτων και το επίπεδο του διαχωρισμού. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να συγκροτηθούν σε όλα τα κράτη μέλη ανεξάρτητες εθνικές ρυθμιστικές αρχές, δεδομένου ότι διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην εξασφάλιση ισότιμων όρων πρόσβασης στο δίκτυο. Θα πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον την αρμοδιότητα καθορισμού ή έγκρισης των τιμολογίων μεταφοράς και διανομής.

    Θα πρέπει να εξασφαλιστούν υψηλά πρότυπα όσον αφορά τόσο τις συνθήκες πρόσβασης τρίτων όσο και τον διαχωρισμό, τα οποία να διασφαλίζουν υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας - και συνεπώς αμεροληψίας - των φορέων εκμετάλλευσης των δικτύων. Τα πρότυπα αυτά θα πρέπει κατ' αρχήν να είναι ποιοτικά συγκρίσιμα σε όλα τα κράτη μέλη, προκειμένου να παρέχονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του εμπορίου.

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να υποβληθούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο προτάσεις που πληρούν τις απαιτήσεις αυτές. Επιπλέον, τέτοιες προτάσεις μπορούν να ενισχύσουν τις υφιστάμενες διατάξεις όσον αφορά τους στόχους της παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Οι ποιοτικές αυτές προτάσεις έχουν ήδη προσδιοριστεί στην Πράσινη Βίβλο για την ασφάλεια του εφοδιασμού, που ενέκρινε η Επιτροπή τον Νοέμβριο του 2000 [34].

    [34] COM(2000) 769, σ. 71-72.

    Αληθεύει μεν ότι οι προτάσεις αυτές υποβάλλονται σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εκτέλεση των ισχυουσών οδηγιών για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο, υπάρχουν ισχυροί όμως λόγοι για την πρόταση τέτοιων νέων μέτρων. Πρώτον, το άνοιγμα της αγοράς έχει προχωρήσει με πολύ ταχύτερο ρυθμό απ' ό,τι αναμενόταν στα περισσότερα κράτη μέλη, προκαλώντας σημαντικότερες στρεβλώσεις στην αγορά από αυτές που αναμένονταν. Δεύτερον, η υφιστάμενη εμπειρία δείχνει ότι για να αναπτυχθεί αποτελεσματικός ανταγωνισμός και για να υπάρξουν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, θα πρέπει να καθοριστούν αντίστοιχα και ισχυρά ελάχιστα πρότυπα όσον αφορά το διαχωρισμό και την πρόσβαση τρίτων.

    Ωστόσο, είναι σημαντικό η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς να μην θέσει σε κίνδυνο αλλά να συμβάλει στην επίτευξη των κοινοτικών στόχων σε άλλους σημαντικούς τομείς, όπως η προστασία των καταναλωτών και η προστασία του περιβάλλοντος, η ασφάλεια του εφοδιασμού και άλλα θέματα παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, καθώς επισπεύδεται το άνοιγμα της αγοράς, θα πρέπει να εξακολουθήσει να συνοδεύεται από κατάλληλα μέτρα στους τομείς αυτούς, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο. Η Επιτροπή θα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στο πλαίσιο αυτό και θα υποβάλει κατάλληλες προτάσεις, όποτε κρίνει απαραίτητο.

    Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι το επόμενο αυτό νομοθετικό στάδιο αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να πραγματοποιηθούν για την επίτευξη αποτελεσματικής εσωτερικής αγοράς. Ενώ, π.χ., πολλά έχουν επιτευχθεί στο πλαίσιο των φόρουμ Φλωρεντίας και Μαδρίτης για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο, είναι βασικής σημασίας η επίτευξη περαιτέρω προόδου, ιδιαίτερα όσον αφορά, π.χ., το μηχανισμό διασυνοριακής τιμολόγησης και τη διαχείριση της συμφόρησης στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Η Επιτροπή θα επισημοποιήσει τη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί έως τώρα στο πλαίσιο του ρυθμιστικού φόρουμ ηλεκτρικής ενέργειας, με τη λήψη νομοθετικών μέτρων.

    Ιδιαίτερα όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, είναι πλέον απαραίτητο να καθορισθεί νομικό πλαίσιο που να βασίζεται στα αποτελέσματα του ρυθμιστικού φόρουμ όσον αφορά τη διασυνοριακή πρόσβαση σε δίκτυα μεταφοράς. Τούτο θα επιτρέψει την έγκριση αμέσως εφαρμόσιμων αποφάσεων επί του θέματος. Η Επιτροπή έχει επομένως αποφασίσει να υποβάλει προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρόταση για την εκπλήρωση αυτής της απαίτησης.

    Εξάλλου, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί περαιτέρω πρόοδος στην έγκριση υφιστάμενων προτάσεων στα πεδία του περιβάλλοντος και της φορολόγησης. Για να εξασφαλισθεί η διατήρηση και η βελτίωση των υψηλών επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, η Επιτροπή θα συνεχίσει την τρέχουσα συγκριτική αξιολόγηση και θα εγκρίνει ανακοίνωση επί του θέματος, κατά το τρέχον έτος. Η Επιτροπή θα συνεχίσει επίσης τις εργασίες σε θέματα ασφάλειας εφοδιασμού. Στις 29 Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή ενέκρινε Πράσινη Βίβλο (COM(2000) 769) επί του θέματος αυτού, και θα είναι σημαντική η συνέχιση των εργασιών στον εν λόγω τομέα. Το σύνολο των θεμάτων αυτών θα συνεχίσουν να αποτελούν προτεραιότητες της Επιτροπής, παράλληλα με τη θέσπιση περαιτέρω νομοθετικών μέτρων που στοχεύουν στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, για το φυσικό αέριο και την ηλεκτρική ενέργεια.

    Top