EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32019L0771

Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 1999/44/ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

PE/27/2019/REV/1

ΕΕ L 136 της 22.5.2019, p. 28–50 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2019/771/oj

22.5.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 136/28


ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/771 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 20ής Μαΐου 2019

σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 1999/44/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστική στις παγκόσμιες αγορές, η Ένωση οφείλει να βελτιώσει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ανταποκριθεί με επιτυχία στις πολλαπλές προκλήσεις που θέτει σήμερα μια οικονομία η οποία έχει όλο και περισσότερο ως κινητήριο δύναμή της την τεχνολογία. Η στρατηγική για την ψηφιακή ενιαία αγορά προβλέπει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο που διευκολύνει την ενσωμάτωση της ψηφιακής διάστασης στην εσωτερική αγορά. Ο πρώτος πυλώνας της στρατηγικής για την ψηφιακή ενιαία αγορά αντιμετωπίζει τον κατακερματισμό του εμπορίου εντός της ΕΕ, εξετάζοντας όλα τα σημαντικά εμπόδια για την ανάπτυξη του διασυνοριακού ηλεκτρονικού εμπορίου, το οποίο αποτελεί το σημαντικότερο τμήμα των διασυνοριακών πωλήσεων αγαθών από επιχειρήσεις προς καταναλωτές.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η Ένωση θεσπίζει τα μέτρα για την εγκαθίδρυση ή τη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, που περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Σύμφωνα με το άρθρο 169 παράγραφος 1 και το άρθρο 169 παράγραφος 2 στοιχείο α) ΣΛΕΕ, η Ένωση συμβάλλει στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με μέτρα θεσπιζόμενα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 114 ΣΛΕΕ στα πλαίσια της υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς. Η παρούσα οδηγία επιδιώκει να επιτύχει τη σωστή ισορροπία μεταξύ της επίτευξης ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και της προώθησης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, εξασφαλίζοντας παράλληλα την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας.

(3)

Θα πρέπει να εναρμονιστούν ορισμένα θέματα συμβάσεων πώλησης αγαθών, με βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, προκειμένου να επιτευχθεί μια πραγματική ψηφιακή ενιαία αγορά, να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου και να μειωθεί το κόστος των συναλλαγών, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις («ΜΜΕ»).

(4)

Το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι σημαντική κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Ωστόσο, το αναπτυξιακό δυναμικό του απέχει πολύ από την πλήρη αξιοποίηση. Προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της Ένωσης και να τονωθεί η ανάπτυξη, η Ένωση πρέπει να δράσει γρήγορα και να ενθαρρύνει τους οικονομικούς φορείς να αξιοποιήσουν το πλήρες δυναμικό που προσφέρει η εσωτερική αγορά και αυτό μπορεί να γίνει μόνον εάν όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στις διασυνοριακές πωλήσεις αγαθών, μεταξύ άλλων στις συναλλαγές ηλεκτρονικού εμπορίου. Οι κανόνες του δικαίου των συμβάσεων βάσει των οποίων οι συμμετέχοντες στην αγορά συνάπτουν συναλλαγές συγκαταλέγονται στους βασικούς παράγοντες βάσει των οποίων διαμορφώνονται οι αποφάσεις των επιχειρήσεων εάν θα προσφέρουν αγαθά σε διασυνοριακό επίπεδο. Οι κανόνες αυτοί επηρεάζουν επίσης την προθυμία των καταναλωτών να υιοθετήσουν και να εμπιστευτούν αυτό το είδος αγορών.

(5)

Η τεχνολογική εξέλιξη έχει οδηγήσει σε μια αναπτυσσόμενη αγορά για τα αγαθά που ενσωματώνουν ή διασυνδέονται με ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακές υπηρεσίες. Λόγω του αυξανόμενου αριθμού τέτοιων συσκευών και της ραγδαία αυξανόμενης υιοθέτησής τους από τους καταναλωτές, απαιτείται δράση σε ενωσιακό επίπεδο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι υπάρχει υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου σε ό,τι αφορά τους κανόνες που ισχύουν για τις συμβάσεις πώλησης αυτών των αγαθών. Η ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου θα συμβάλει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των πωλητών.

(6)

Οι κανόνες της Ένωσης που ισχύουν για τις πωλήσεις αγαθών εξακολουθούν να είναι κατακερματισμένοι, παρά το γεγονός ότι οι κανόνες σχετικά με τους όρους παράδοσης και, στην περίπτωση των εξ αποστάσεως ή εκτός εμπορικού καταστήματος συμβάσεων, τις απαιτήσεις προσυμβατικής πληροφόρησης και το δικαίωμα υπαναχώρησης έχουν ήδη εναρμονιστεί πλήρως με την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3). Άλλα βασικά συμβατικά στοιχεία, όπως τα κριτήρια συμμόρφωσης, οι τρόποι επανόρθωσης για την έλλειψη συμμόρφωσης με τη σύμβαση και οι βασικές ρυθμίσεις για την άσκησή τους υπόκεινται επί του παρόντος σε ελάχιστη εναρμόνιση δυνάμει της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Επετράπη στα κράτη μέλη να υπερβαίνουν τα πρότυπα της Ένωσης και να θεσπίζουν ή να διατηρούν κανόνες που εξασφαλίζουν ακόμη υψηλότερο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Ως εκ τούτου, ενήργησαν επί διαφόρων στοιχείων και σε διαφορετικό βαθμό. Συνεπώς, οι εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/44/ΕΚ αποκλίνουν σημαντικά επί του παρόντος στα ουσιώδη στοιχεία, όπως είναι η ύπαρξη ή όχι ιεράρχησης των τρόπων επανόρθωσης.

(7)

Οι υφιστάμενες διαφορές ενδέχεται να επηρεάζουν αρνητικά τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), οι επιχειρήσεις που κατευθύνουν τις δραστηριότητές τους σε καταναλωτές σε άλλα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κανόνες αναγκαστικού δικαίου των καταναλωτικών συμβάσεων που συνάπτονται στη χώρα συνήθους διαμονής του καταναλωτή. Καθώς οι κανόνες αυτοί διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών, οι επιχειρήσεις ενδέχεται να επιβαρύνονται με πρόσθετο κόστος. Κατά συνέπεια, πολλές επιχειρήσεις μπορεί να προτιμούν να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά ή να εξάγουν μόνο σε ένα ή δύο κράτη μέλη. Αυτή η συνειδητή ελαχιστοποίηση της έκθεσης στο κόστος και τους κινδύνους που συνδέονται με το διασυνοριακό εμπόριο συνεπάγεται χαμένες ευκαιρίες για εμπορική επέκταση και επίτευξης οικονομιών κλίμακας. Οι ΜΜΕ είναι αυτές που επηρεάζονται ιδιαίτερα.

(8)

Ενώ οι καταναλωτές επωφελούνται από υψηλό επίπεδο προστασίας όταν πραγματοποιούν αγορές από το εξωτερικό, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008, ο νομικός κατακερματισμός επηρεάζει αρνητικά την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις διασυνοριακές συναλλαγές. Ενώ πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στη δυσπιστία αυτή, η αβεβαιότητα σχετικά με τα βασικά συμβατικά δικαιώματα αποτελεί μία από τις βασικότερες ανησυχίες των καταναλωτών. Η αβεβαιότητα αυτή υφίσταται ανεξάρτητα από το αν οι καταναλωτές προστατεύονται ή όχι από τις διατάξεις αναγκαστικού δικαίου του δικού τους κράτους μέλους σε περίπτωση που οι πωλητές κατευθύνουν τις διασυνοριακές δραστηριότητές τους προς αυτούς, ή εάν οι καταναλωτές συνάψουν ή όχι διασυνοριακές συμβάσεις με πωλητές, χωρίς αυτοί να δραστηριοποιούνται στο κράτος μέλος του καταναλωτή.

(9)

Ενώ οι διαδικτυακές πωλήσεις αγαθών αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των διασυνοριακών πωλήσεων στην Ένωση, οι διαφορές μεταξύ των εθνικών δικαίων των συμβάσεων επηρεάζουν εξίσου τους εμπόρους λιανικής που χρησιμοποιούν διαύλους εξ αποστάσεως πωλήσεων και τους εμπόρους λιανικής που πραγματοποιούν πωλήσεις με προσωπική επαφή, και τους εμποδίζουν να αναπτυχθούν διασυνοριακά. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει όλους τους διαύλους πωλήσεων, χάριν ισότητος του ανταγωνισμού για όλες τις επιχειρήσεις που πωλούν αγαθά σε καταναλωτές. Με τη θέσπιση ομοιόμορφων κανόνων για όλους τους διαύλους πωλήσεων, η παρούσα οδηγία αναμένεται να αποτρέψει τυχόν αποκλίσεις που θα προκαλούσαν δυσανάλογες επιβαρύνσεις για τον αυξανόμενο αριθμό εμπόρων λιανικής στην Ένωση. Η ανάγκη διατήρησης συνεκτικών κανόνων για τις πωλήσεις και τις εγγυήσεις αγαθών οι οποίοι θα διέπουν όλους τους διαύλους πωλήσεων επιβεβαιώθηκε κατά τον έλεγχο καταλληλότητας της ενωσιακής νομοθεσίας για τους καταναλωτές και την εμπορία από την Επιτροπή που δημοσιεύθηκε στις 29 Μαΐου 2017, και ο οποίος συμπεριέλαβε επίσης την οδηγία 1999/44/ΕΚ.

(10)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει τους κανόνες που ισχύουν για τις πωλήσεις αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αγαθών με ψηφιακά στοιχεία, μόνο σε σχέση με τα βασικά στοιχεία των συμβάσεων που απαιτούνται για να ξεπεραστούν οι σχετιζόμενοι με το δίκαιο των συμβάσεων φραγμοί στην εσωτερική αγορά. Για τον σκοπό αυτό, οι κανόνες σχετικά με τις απαιτήσεις συμμόρφωσης, τους τρόπους επανόρθωσης που διατίθενται στους καταναλωτές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των αγαθών με τη σύμβαση και τις βασικές διαδικασίες άσκησής τους θα πρέπει να εναρμονιστούν πλήρως και το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών σε σύγκριση με την οδηγία 1999/44/ΕΚ θα πρέπει να αυξηθεί. Η θέσπιση πλήρως εναρμονισμένων κανόνων για μερικά ουσιώδη στοιχεία του δικαίου των καταναλωτικών συμβάσεων θα διευκολύνει τις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ, να προσφέρουν τα προϊόντα τους σε άλλα κράτη μέλη. Χάρη στην πλήρη εναρμόνιση των βασικών κανόνων οι καταναλωτές θα επωφεληθούν από υψηλό επίπεδο προστασίας και αύξηση της ευημερίας.

(11)

Η παρούσα οδηγία συμπληρώνει την οδηγία 2011/83/ΕΕ. Ενώ η οδηγία 2011/83/ΕΕ κυρίως θεσπίζει διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις προσυμβατικής ενημέρωσης και το δικαίωμα υπαναχώρησης από εξ αποστάσεως συμβάσεις και συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος, καθώς και κανόνες σχετικά με την παράδοση των αγαθών και τη μετάθεση του κινδύνου, η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη συμμόρφωση των αγαθών, τους τρόπους επανόρθωσης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης και τις διαδικασίες άσκησης αυτών.

(12)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε ενσώματα κινητά αγαθά τα οποία αποτελούν αγαθά κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επομένως να είναι ελεύθερα να ρυθμίζουν τις συμβάσεις για την πώληση ακινήτων, όπως κτιρίων που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, και των κύριων συστατικών τους που προορίζονται να αποτελέσουν σημαντικό μέρος των εν λόγω ακινήτων.

(13)

Η παρούσα οδηγία και η οδηγία (ΕΕ) 2019/770 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) θα πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται. Ενώ η οδηγία (ΕΕ) 2019/770. θεσπίζει κανόνες για ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με τις συμβάσεις για την παροχή ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακών υπηρεσιών, η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με τις συμβάσεις για την πώληση αγαθών. Συνεπώς, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των καταναλωτών και να διασφαλίζει σαφές και απλό νομικό πλαίσιο για τους εμπόρους ψηφιακού περιεχομένου ή τους παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών, η οδηγία (ΕΕ) 2019/770. εφαρμόζεται στην παροχή ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακών υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του ψηφιακού περιεχομένου που παρέχεται σε υλικό μέσο, όπως DVD, CD, κλειδιά USB και κάρτες μνήμης, καθώς και στο ίδιο το υλικό μέσο, υπό την προϋπόθεση ότι το υλικό μέσο λειτουργεί αποκλειστικά ως φορέας για τη μεταφορά του ψηφιακού περιεχομένου. Αντιθέτως, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει για τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αγαθών με ψηφιακά στοιχεία που χρειάζονται ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία προκειμένου να εκτελούν τις λειτουργίες τους.

(14)

Ο όρος «αγαθά» στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνει τα «αγαθά με ψηφιακά στοιχεία» και, επομένως, ότι αναφέρεται επίσης σε ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία που ενσωματώνεται στα αγαθά ή διασυνδέεται με αυτά κατά τέτοιο τρόπο ώστε η απουσία του εν λόγω ψηφιακού περιεχομένου ή της εν λόγω ψηφιακής υπηρεσίας να εμποδίζει τα αγαθά να εκτελούν τις λειτουργίες τους. Το ψηφιακό περιεχόμενο που ενσωματώνεται σε αγαθό ή διασυνδέεται με αυτό μπορεί να είναι οποιαδήποτε δεδομένα που παράγονται ή παρέχονται σε ψηφιακή μορφή, όπως τα λειτουργικά συστήματα, οι εφαρμογές και οποιοδήποτε άλλο λογισμικό. Το ψηφιακό περιεχόμενο μπορεί να είναι προεγκατεστημένο κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πώλησης ή, όταν το προβλέπει η σύμβαση, μπορεί να εγκατασταθεί στη συνέχεια. Στις ψηφιακές υπηρεσίες που διασυνδέονται με ένα αγαθό μπορούν να περιλαμβάνονται υπηρεσίες που επιτρέπουν τη δημιουργία, την επεξεργασία ή την αποθήκευση δεδομένων σε ψηφιακή μορφή, ή την πρόσβαση σε αυτά, όπως το λογισμικό ως υπηρεσία που παρέχεται σε περιβάλλον υπολογιστικού νέφους, η συνεχόμενη παροχή δεδομένων κίνησης σε σύστημα πλοήγησης, ή η συνεχής παροχή εξατομικευμένων προγραμμάτων εκγύμνασης στην περίπτωση ενός έξυπνου ρολογιού (smart watch).

(15)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει για τις συμβάσεις πώλησης αγαθών, συμπεριλαμβανομένων αγαθών με ψηφιακά στοιχεία όταν η απουσία του ενσωματωμένου ή διασυνδεδεμένου ψηφιακού περιεχομένου ή της ενσωματωμένης ή διασυνδεδεμένης ψηφιακής υπηρεσίας θα εμπόδιζε τα αγαθά να εκτελέσουν τις λειτουργίες τους και όταν το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία παρέχεται με τα αγαθά στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης των εν λόγω αγαθών. Το κατά πόσον η παροχή του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας που ενσωματώνεται στα αγαθά ή διασυνδέεται με αυτά αποτελεί μέρος της σύμβασης πώλησης με τον πωλητή θα πρέπει να εξαρτάται από το περιεχόμενο της εν λόγω σύμβασης. Θα πρέπει να περιλαμβάνεται το ενσωματωμένο ή διασυνδεδεμένο ψηφιακό περιεχόμενο ή οι ενσωματωμένες ή διασυνδεδεμένες ψηφιακές υπηρεσίες η προμήθεια των οποίων προβλέπεται ρητά στη σύμβαση. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται οι συμβάσεις πώλησης για τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτουν την προμήθεια συγκεκριμένου ψηφιακού περιεχομένου ή συγκεκριμένης ψηφιακής υπηρεσίας, επειδή συνηθίζονται στα αγαθά ίδιου τύπου και είναι εύλογο να τα αναμένει ο καταναλωτής, δεδομένης της φύσης των αγαθών και λαμβάνοντας υπόψη τυχόν δημόσια δήλωση που έχει πραγματοποιηθεί από τον πωλητή ή για λογαριασμό του πωλητή ή άλλων προσώπων σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας συναλλαγών, περιλαμβανομένου του παραγωγού. Εάν, για παράδειγμα, διαφημίζεται ότι μια έξυπνη τηλεόραση περιλαμβάνει ειδική εφαρμογή βίντεο, η εφαρμογή αυτή θα θεωρείται ότι αποτελεί μέρος της σύμβασης πώλησης. Αυτό θα πρέπει να ισχύει ανεξάρτητα από το αν το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία έχει προεγκατασταθεί στο ίδιο το αγαθό ή αν πρέπει να καταφορτωθεί στη συνέχεια σε άλλη συσκευή και διασυνδέεται απλώς με το αγαθό. Για παράδειγμα, ένα έξυπνο τηλέφωνο μπορεί να διαθέτει μια τυποποιημένη προεγκατεστημένη εφαρμογή, παρεχόμενη σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης, όπως ξυπνητήρι ή φωτογραφική μηχανή. Άλλο πιθανό παράδειγμα αποτελούν τα έξυπνα ρολόγια. Στην περίπτωση αυτή, το ίδιο το ρολόι θα εθεωρείτο ότι είναι το αγαθό με ψηφιακά στοιχεία το οποίο μπορεί να εκτελέσει τις λειτουργίες του μόνο με μια εφαρμογή που παρέχεται στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης, αλλά πρέπει να καταφορτωθεί από τον καταναλωτή σε έξυπνο τηλέφωνο· στην περίπτωση αυτή, η εφαρμογή θα ήταν το διασυνδεδεμένο ψηφιακό στοιχείο. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει αν το ενσωματωμένο ή διασυνδεδεμένο ψηφιακό περιεχόμενο ή η ενσωματωμένη ή διασυνδεδεμένη ψηφιακή υπηρεσία δεν παρέχεται από τον ίδιο τον πωλητή, αλλά από τρίτο μέρος σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης. Προκειμένου να αποφεύγεται η αβεβαιότητα τόσο για τους εμπόρους όσο και για τους καταναλωτές, σε περίπτωση αμφιβολιών σχετικά με το κατά πόσον η προμήθεια του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας αποτελεί μέρος της σύμβασης πώλησης, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι κανόνες της παρούσας οδηγίας. Επιπλέον, η διαπίστωση διμερούς συμβατικής σχέσης, μεταξύ του πωλητή και του καταναλωτή, της οποίας αποτελεί μέρος η παροχή του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας που ενσωματώνεται στα αγαθά ή διασυνδέεται με αυτά δεν θα πρέπει να επηρεάζεται απλώς και μόνο από το γεγονός ότι ο καταναλωτής πρέπει να συναινέσει σε συμφωνία παραχώρησης άδειας με τρίτο ώστε να επωφεληθεί από το ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία.

(16)

Αντιθέτως, εάν η απουσία του ενσωματωμένου ή διασυνδεδεμένου ψηφιακού περιεχομένου ή της ενσωματωμένης ή διασυνδεδεμένης ψηφιακής υπηρεσίας δεν εμποδίζει τα αγαθά να εκτελούν τις λειτουργίες τους ή εάν ο καταναλωτής συνάπτει σύμβαση για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακής υπηρεσίας που δεν αποτελεί τμήμα της σύμβασης πώλησης αγαθών με ψηφιακά στοιχεία, η εν λόγω σύμβαση θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι ανεξάρτητη από τη σύμβαση πώλησης των αγαθών, ακόμη και αν ο πωλητής ενεργεί ως ενδιάμεσος της δεύτερης σύμβασης με τον τρίτο πάροχο, και ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 εάν πληρούνται οι όροι της εν λόγω οδηγίας. Για παράδειγμα, αν ο καταναλωτής καταφορτώσει εφαρμογή παιχνιδιού από κατάστημα εφαρμογών σε έξυπνο τηλέφωνο, η σύμβαση παροχής της εφαρμογής παιχνιδιού είναι ξεχωριστή από τη σύμβαση πώλησης του ίδιου του έξυπνου τηλεφώνου. Συνεπώς, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στη σύμβαση πώλησης σχετικά με το έξυπνο τηλέφωνο, ενώ η παροχή της εφαρμογής παιχνιδιού θα πρέπει να εμπίπτει στην οδηγία (ΕΕ) 2019/770, εάν πληρούνται οι όροι της εν λόγω οδηγίας. Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η περίπτωση στην οποία συμφωνείται ρητά ότι ο καταναλωτής αγοράζει έξυπνο τηλέφωνο χωρίς συγκεκριμένο λειτουργικό σύστημα και στη συνέχεια συνάπτει σύμβαση για την παροχή λειτουργικού συστήματος από τρίτο. Στην περίπτωση αυτή, η παροχή του λειτουργικού συστήματος που αγοράζεται ξεχωριστά δεν θα αποτελεί τμήμα της σύμβασης πώλησης και συνεπώς δεν θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας αλλά θα μπορούσε ενδεχομένως να εμπίπτει στο πλαίσιο της οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 εάν πληρούνται οι όροι της εν λόγω οδηγίας.

(17)

Για λόγους νομικής σαφήνειας, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να περιλαμβάνει ορισμό της σύμβασης πώλησης καθώς και να ορίζει με σαφήνεια το πεδίο εφαρμογής της. Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει επίσης να καλύπτει τις συμβάσεις για αγαθά που δεν έχουν ακόμη παραχθεί ή κατασκευαστεί, μεταξύ άλλων και υπό τις προδιαγραφές του καταναλωτή. Επιπλέον, η εγκατάσταση των αγαθών θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας εφόσον αποτελεί μέρος της σύμβασης πώλησης και πρέπει να πραγματοποιηθεί από τον πωλητή ή υπό την ευθύνη του. Σε περίπτωση που μια σύμβαση περιλαμβάνει στοιχεία τόσο πώλησης αγαθών όσο και παροχής υπηρεσιών, θα πρέπει να καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο αν η σύμβαση στο σύνολό της μπορεί να χαρακτηριστεί σύμβαση πώλησης κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

(18)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει το εθνικό δίκαιο στον βαθμό που τα σχετικά ζητήματα δεν ρυθμίζονται από αυτήν, ιδίως η νομιμότητα των αγαθών, οι αποζημιώσεις και οι πτυχές του γενικού δικαίου των συμβάσεων, όπως η κατάρτιση, το κύρος, η ακυρότητα ή τα αποτελέσματα των συμβάσεων. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει για τις συνέπειες του τερματισμού της σύμβασης και για ορισμένα θέματα επισκευής και αντικατάστασης που δεν ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία. Όσον αφορά τη ρύθμιση του δικαιώματος των μερών να αρνηθούν εν όλω ή εν μέρει να εκπληρώσουν την παροχή τους για όσο χρόνο ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώνει την αντιπαροχή του, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις και τις διευθετήσεις σχετικά με την επίσχεση του τιμήματος από τον καταναλωτή. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να παραμένουν ελεύθερα να ρυθμίζουν το δικαίωμα του καταναλωτή να λάβει αποζημίωση για ζημία που υπέστη λόγω παραβίασης της παρούσας οδηγίας από τον πωλητή. Επιπλέον, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τους εθνικούς κανόνες που δεν αφορούν ειδικά τις συμβάσεις καταναλωτών και προβλέπουν συγκεκριμένους τρόπους επανόρθωσης για ορισμένα είδη ελαττωμάτων που δεν ήταν εμφανή κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης πώλησης, ήτοι εθνικές διατάξεις που ενδέχεται να ορίζουν συγκεκριμένους κανόνες σχετικά με την ευθύνη του πωλητή για κρυφά ελαττώματα. Επίσης, δεν θα πρέπει να θίγει την εθνική νομοθεσία που προβλέπει εξωσυμβατικούς τρόπους επανόρθωσης για τον καταναλωτή, σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης των αγαθών, έναντι προσώπων σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας συναλλαγών, για παράδειγμα, κατασκευαστών ή άλλων προσώπων που εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις των προσώπων αυτών.

(19)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιτρέπουν στους καταναλωτές να επιλέγουν συγκεκριμένο τρόπο επανόρθωσης αν η έλλειψη συμμόρφωσης των αγαθών καθίσταται εμφανής εντός σύντομου χρονικού διαστήματος μετά την παράδοση, ήτοι εθνικές διατάξεις που προβλέπουν για τον καταναλωτή το δικαίωμα να απορρίψει αγαθά που παρουσιάζουν ελάττωμα και να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή να ζητήσει την άμεση αντικατάσταση των αγαθών, εντός συγκεκριμένου σύντομου χρονικού διαστήματος μετά την παράδοση, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 30 ημέρες.

(20)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα να ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις ενημέρωσης εκ μέρους του πωλητή σε σχέση με τη σύναψη της σύμβασης ή το καθήκον του πωλητή να προειδοποιεί τον καταναλωτή, για παράδειγμα, σχετικά με ορισμένα χαρακτηριστικά του αγαθού, την καταλληλότητα των υλικών που παρέχει ο καταναλωτής ή πιθανά μειονεκτήματα που προκύπτουν από συγκεκριμένα αιτήματα του καταναλωτή, όπως το αίτημα του καταναλωτή για τη χρήση συγκεκριμένου υφάσματος για τη ραφή ενός βραδινού φορέματος.

(21)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να παραμένουν ελεύθερα να επεκτείνουν την εφαρμογή των κανόνων της παρούσας οδηγίας σε συμβάσεις που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ή να ρυθμίζουν με άλλον τρόπο τέτοιου είδους συμβάσεις. Για παράδειγμα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα να επεκτείνουν την προστασία που παρέχεται σε καταναλωτές δυνάμει της παρούσας οδηγίας και σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι καταναλωτές, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, όπως οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι νεοφυείς επιχειρήσεις ή οι ΜΜΕ.

(22)

Ο ορισμός της έννοιας του «καταναλωτή» θα πρέπει να καλύπτει φυσικά πρόσωπα τα οποία ενεργούν για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική τους δραστηριότητα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν στην περίπτωση συμβάσεων διττού σκοπού, όπου η σύμβαση συνάπτεται για σκοπούς ευρισκόμενους εν μέρει εντός και εν μέρει εκτός των εμπορικών δραστηριοτήτων του προσώπου και όπου η εμπορική σκοπιμότητα είναι τόσο περιορισμένη ώστε να μην έχει εξέχουσα θέση στο γενικό πλαίσιο της σύμβασης, κατά πόσον, και υπό ποιες προϋποθέσεις, το εν λόγω πρόσωπο θα πρέπει επίσης να θεωρείται καταναλωτής.

(23)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε σύμβαση με την οποία ο πωλητής μεταβιβάζει ή αναλαμβάνει να μεταβιβάσει την κυριότητα αγαθών στον καταναλωτή. Οι πάροχοι πλατφόρμας μπορούν να χαρακτηριστούν πωλητές στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας εάν ενεργούν για σκοπούς που αφορούν τη δική τους επιχειρηματική δραστηριότητα και ως οι άμεσοι αντισυμβαλλόμενοι του καταναλωτή για την πώληση αγαθών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα να επεκτείνουν την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε παρόχους πλατφόρμας που δεν πληρούν τις απαιτήσεις για να χαρακτηριστούν «πωλητές» δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

(24)

Προκειμένου να εξισορροπηθεί η ανάγκη ασφάλειας δικαίου με την κατάλληλη ευελιξία των νομικών κανόνων, οποιαδήποτε αναφορά, στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, σε ό,τι μπορεί να αναμένεται από πρόσωπο θα πρέπει να νοείται ως αναφορά σε ό,τι μπορεί να αναμένεται ευλόγως. Ο εύλογος χαρακτήρας θα πρέπει να διαπιστώνεται αντικειμενικά, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα και τον σκοπό της σύμβασης, τις συγκεκριμένες περιστάσεις και τις συνήθειες και πρακτικές των εμπλεκομένων μερών.

(25)

Για να υπάρξει σαφήνεια ως προς το τι μπορεί να αναμένει ο καταναλωτής από τα αγαθά και για τι θα είναι υπεύθυνος ο πωλητής σε περίπτωση αδυναμίας του να ανταποκριθεί σε ό,τι αναμένεται, είναι απαραίτητο να εναρμονιστούν πλήρως οι κανόνες για τον προσδιορισμό της συμμόρφωσης των αγαθών. Κάθε αναφορά στη συμμόρφωση στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να αφορά τη συμμόρφωση των αγαθών με τη σύμβαση πώλησης. Για να διασφαλίζονται τα νόμιμα συμφέροντα και των δύο μερών σε μια σύμβαση πώλησης, η συμμόρφωση θα πρέπει να αξιολογείται με βάση τόσο υποκειμενικά όσο και αντικειμενικά κριτήρια συμμόρφωσης.

(26)

Επομένως, τα αγαθά θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πωλητή και του καταναλωτή στη σύμβαση πώλησης. Οι απαιτήσεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την ποσότητα, την ποιότητα, τον τύπο και την περιγραφή των αγαθών, την καταλληλότητά τους για συγκεκριμένο σκοπό, καθώς και την παράδοση των αγαθών με τα συμφωνηθέντα εξαρτήματα και τυχόν οδηγίες. Στις απαιτήσεις της σύμβασης πώλησης θα πρέπει να περιλαμβάνονται αυτές που προκύπτουν από την προσυμβατική ενημέρωση, η οποία, σύμφωνα με την οδηγία 2011/83/ΕΕ, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης πώλησης.

(27)

Η έννοια της λειτουργικότητας θα πρέπει να αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους τα αγαθά μπορούν να εκτελούν τις λειτουργίες τους, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τους. Η έννοια της διαλειτουργικότητας σχετίζεται με το εάν και σε ποιο βαθμό τα αγαθά μπορούν να λειτουργήσουν με υλισμικό ή λογισμικό διαφορετικό από εκείνο με το οποίο χρησιμοποιούνται κατά κανόνα τα αγαθά του ίδιου είδους. Η επιτυχής λειτουργία θα περιλάμβανε, για παράδειγμα, την ικανότητα των αγαθών να ανταλλάσσουν πληροφορίες με το εν λόγω άλλο λογισμικό ή υλισμικό και να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται.

(28)

Δεδομένου ότι το ψηφιακό περιεχόμενο ή οι ψηφιακές υπηρεσίες που ενσωματώνονται σε αγαθά ή διασυνδέονται με αυτά αναπτύσσονται διαρκώς, οι πωλητές μπορούν να συμφωνούν με τους καταναλωτές να παρέχουν ενημερώσεις για τέτοια αγαθά. Οι ενημερώσεις, όπως συμφωνούνται στη σύμβαση πώλησης, μπορούν να βελτιώνουν και να ενισχύουν το στοιχείο των αγαθών που αφορά το ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία, να διευρύνουν τις λειτουργικές τους δυνατότητες, να τα προσαρμόζουν στις τεχνικές εξελίξεις, να τα προστατεύουν από νέες απειλές σε σχέση με την ασφάλεια ή να εξυπηρετούν άλλους σκοπούς. Ως εκ τούτου, η συμμόρφωση των αγαθών με ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακές υπηρεσίες που ενσωματώνονται στα αγαθά ή διασυνδέονται με αυτά θα πρέπει επίσης να αξιολογείται σε σχέση με το αν το στοιχείο των αγαθών αυτών που αφορά το ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία έχει ενημερωθεί σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης. Η μη παροχή ενημερώσεων που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης θα πρέπει να θεωρείται ως έλλειψη συμμόρφωσης των αγαθών. Επιπλέον, οι ελαττωματικές ή ατελείς ενημερώσεις θα πρέπει επίσης να θεωρούνται ως έλλειψη συμμόρφωσης των αγαθών, καθώς αυτό σημαίνει ότι οι εν λόγω ενημερώσεις δεν πραγματοποιούνται κατά τον τρόπο που ορίζεται στη σύμβαση πώλησης.

(29)

Για να θεωρούνται συμμορφούμενα, τα αγαθά θα πρέπει να συμμορφώνονται όχι μόνο με τις υποκειμενικές απαιτήσεις συμμόρφωσης, αλλά και με τις αντικειμενικές απαιτήσεις συμμόρφωσης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Η συμμόρφωση θα πρέπει να αξιολογείται, μεταξύ άλλων, εξετάζοντας τον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται συνήθως τα αγαθά του ίδιου τύπου, αν παρέχονται με τα εξαρτήματα και τις οδηγίες που μπορεί ευλόγως να αναμένει να λάβει ο καταναλωτής ή αν αντιστοιχούν στο δείγμα ή το υπόδειγμα που ο πωλητής έθεσε στη διάθεση του καταναλωτή. Τα αγαθά θα πρέπει επίσης να διαθέτουν τα συνήθη ποιοτικά και άλλα χαρακτηριστικά ενός αγαθού του ίδιου τύπου, τα οποία μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, δεδομένης της φύσης των αγαθών και λαμβάνοντας υπόψη τυχόν δημόσια δήλωση που έχει πραγματοποιηθεί από τον πωλητή ή για λογαριασμό του πωλητή ή από άλλα πρόσωπα ή για λογαριασμό άλλων προσώπων σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας συναλλαγών.

(30)

Εκτός από τις ενημερώσεις που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της σύμβασης, ο πωλητής θα πρέπει επίσης να παρέχει ενημερώσεις, συμπεριλαμβανομένων ενημερώσεων ασφαλείας, προκειμένου να διασφαλίζεται η διατήρηση της συμμόρφωσης των αγαθών με ψηφιακά στοιχεία. Η υποχρέωση του πωλητή θα πρέπει να περιορίζεται στις ενημερώσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου τα εν λόγω αγαθά να διατηρούν τη συμμόρφωσή τους προς τις αντικειμενικές και υποκειμενικές απαιτήσεις συμμόρφωσης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Εκτός εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει διαφορετικά στο πλαίσιο της σύμβασης, ο πωλητής δεν θα πρέπει να υποχρεούται να παρέχει αναβαθμισμένες εκδόσεις του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας των αγαθών ούτε να βελτιώνει ή να διευρύνει τις λειτουργικές δυνατότητες των αγαθών πέρα από τις απαιτήσεις συμμόρφωσης. Εάν ενημέρωση που έχει παράσχει ο πωλητής ή τρίτο μέρος το οποίο παρέχει το ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης, προκαλέσει έλλειψη συμμόρφωσης του αγαθού με ψηφιακά στοιχεία, ο πωλητής θα πρέπει να φέρει την ευθύνη για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης του αγαθού. Ο καταναλωτής θα πρέπει να παραμένει ελεύθερος να αποφασίζει αν θα εγκαθιστά τις παρεχόμενες ενημερώσεις. Σε περίπτωση που ο καταναλωτής αποφασίσει να μην εγκαταστήσει ενημερώσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου τα αγαθά με ψηφιακά στοιχεία να διατηρούν τη συμμόρφωσή τους, δεν θα πρέπει να αναμένει ότι θα διατηρηθεί η συμμόρφωση των αγαθών αυτών. Ο πωλητής θα πρέπει να ενημερώνει τον καταναλωτή ότι η απόφαση του καταναλωτή να μην εγκαταστήσει ενημερώσεις που είναι αναγκαίες για τη διατήρηση των αγαθών με ψηφιακά στοιχεία σε συμμόρφωση, συμπεριλαμβανομένων των ενημερώσεων ασφαλείας, θα επηρεάσει την ευθύνη του πωλητή για τη μη συμμόρφωση εκείνων των χαρακτηριστικών των αγαθών με ψηφιακά στοιχεία που οι σχετικές ενημερώσεις επρόκειτο να τηρήσουν σε συμμόρφωση. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις παροχής ενημερώσεων ασφαλείας που ορίζονται σε άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου ή στο εθνικό δίκαιο.

(31)

Κατά κανόνα, στην περίπτωση αγαθών με ψηφιακά στοιχεία κατά την οποία το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία που ενσωματώνεται στα αγαθά ή διασυνδέεται με αυτά παρέχεται με μεμονωμένη πράξη παροχής, ο πωλητής θα πρέπει να ευθύνεται μόνο για την έλλειψη συμμόρφωσης που υφίσταται κατά τον χρόνο της παράδοσης. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την υποχρέωση παροχής ενημερώσεων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι το ψηφιακό περιβάλλον αυτών των αγαθών μεταβάλλεται διαρκώς. Οι ενημερώσεις συνιστούν, επομένως, απαραίτητο μέσο για να διασφαλίζεται ότι τα αγαθά μπορούν να λειτουργούν όπως λειτουργούσαν κατά τον χρόνο της παράδοσης. Περαιτέρω, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά αγαθά, τα αγαθά με ψηφιακά στοιχεία δεν είναι πλήρως διαχωρισμένα από το περιβάλλον του πωλητή, καθώς ο πωλητής, ή τρίτο πρόσωπο που παρέχει το ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης, μπορεί να ενημερώνει τα αγαθά εξ αποστάσεως, συνήθως μέσω του διαδικτύου. Ως εκ τούτου, αν το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία παρέχεται με μεμονωμένη πράξη παροχής, ο πωλητής θα πρέπει να ευθύνεται για την παροχή των ενημερώσεων που απαιτούνται για τη διατήρηση της συμμόρφωσης των αγαθών με ψηφιακά στοιχεία για το χρονικό διάστημα που μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής, ακόμα και αν τα αγαθά ήταν συμμορφούμενα κατά τον χρόνο της παράδοσης. Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί ευλόγως να αναμένει ο καταναλωτής ότι θα λαμβάνει ενημερώσεις θα πρέπει να εκτιμάται με βάση τον τύπο και τον σκοπό των αγαθών και των ψηφιακών στοιχείων, και λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις και τη φύση της σύμβασης πωλήσεως. Ο καταναλωτής αναμένει κανονικά να λαμβάνει ενημερώσεις τουλάχιστον για το διάστημα κατά το οποίο ο πωλητής είναι υπεύθυνος για την έλλειψη συμμόρφωσης, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η εύλογη προσδοκία του καταναλωτή μπορεί να υπερβαίνει αυτή την περίοδο, όπως μπορεί να συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση των ενημερώσεων ασφαλείας. Σε άλλες περιπτώσεις, για παράδειγμα, όσον αφορά τα αγαθά με ψηφιακά στοιχεία των οποίων ο σκοπός είναι χρονικά περιορισμένος, η υποχρέωση του πωλητή να παρέχει ενημερώσεις θα πρέπει να περιορίζεται κανονικά στο εν λόγω χρονικό διάστημα.

(32)

Η διασφάλιση της μεγαλύτερης ανθεκτικότητας των καταναλωτικών αγαθών είναι σημαντική για την επίτευξη περισσότερο βιώσιμων προτύπων κατανάλωσης και μιας κυκλικής οικονομίας. Ομοίως, η απομάκρυνση των μη συμμορφούμενων αγαθών από την αγορά της Ένωσης με την ενίσχυση της εποπτείας της αγοράς και την παροχή των κατάλληλων κινήτρων στους οικονομικούς φορείς είναι απαραίτητη προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Για τους σκοπούς αυτούς, η τομεακή νομοθεσία της Ένωσης είναι το πιο κατάλληλο μέσο για τη θέσπιση απαιτήσεων όσον αφορά την ανθεκτικότητα και άλλων απαιτήσεων που συνδέονται με τα προϊόντα σε σχέση με συγκεκριμένους τύπους ή ομάδες αγαθών, χρησιμοποιώντας για τον σκοπό αυτό προσαρμοσμένα κριτήρια. Συνεπώς, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τους στόχους που επιδιώκονται στην εν λόγω τομεακή νομοθεσία της Ένωσης και θα πρέπει να περιλαμβάνει την ανθεκτικότητα ως αντικειμενικό κριτήριο για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των αγαθών. Η ανθεκτικότητα στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να αφορά την ικανότητα των αγαθών να διατηρούν τις απαιτούμενες λειτουργίες και επιδόσεις τους στο πλαίσιο της συνήθους χρήσης. Για να συμμορφώνονται τα αγαθά θα πρέπει να διαθέτουν την ανθεκτικότητα που είναι συνήθης για τα αγαθά του ίδιου τύπου και την οποία είναι εύλογο να αναμένει ο καταναλωτής, δεδομένης της φύσης των συγκεκριμένων αγαθών, συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης ανάγκης για εύλογη συντήρηση των αγαθών όπως η τακτική επιθεώρηση ή αλλαγή φίλτρων σε ένα αυτοκίνητο, και λαμβάνοντας υπόψη τυχόν δημόσια δήλωση που έχει πραγματοποιηθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι μέρος της αλυσίδας συναλλαγών ή για λογαριασμό του. Η αξιολόγηση θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη όλες τις άλλες σχετικές περιστάσεις, όπως το τίμημα των αγαθών και η ένταση ή η συχνότητα χρήσης τους από τον καταναλωτή. Επιπλέον, στον βαθμό που σε οποιαδήποτε προσυμβατική δήλωση που αποτελεί μέρος της σύμβασης πώλησης αναφέρονται συγκεκριμένες πληροφορίες για την ανθεκτικότητα, ο καταναλωτής θα πρέπει να είναι σε θέση να βασιστεί σε αυτές στο πλαίσιο των υποκειμενικών κριτηρίων συμμόρφωσης.

(33)

Δυνάμει της παρούσας οδηγίας ο πωλητής θα πρέπει να υποχρεούται να παραδίδει στον καταναλωτή αγαθά συμμορφούμενα κατά τον χρόνο της παράδοσης. Οι πωλητές μερικές φορές χρησιμοποιούν ανταλλακτικά για να εκπληρώνουν την υποχρέωση επισκευής των αγαθών σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης που υπήρχε κατά τον χρόνο της παράδοσης. Παρόλο που η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επιβάλλει ως αντικειμενική απαίτηση συμμόρφωσης την υποχρέωση των πωλητών να εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα των ανταλλακτικών κατά τη διάρκεια ενός χρονικού διαστήματος, δεν θα πρέπει να θίγει άλλες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που υποχρεώνουν τον πωλητή, τον παραγωγό ή άλλα πρόσωπα που είναι μέρη της αλυσίδας συναλλαγών να εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα των ανταλλακτικών ή να ενημερώνουν τους καταναλωτές σχετικά με αυτήν.

(34)

Πολλά καταναλωτικά αγαθά πρέπει πρώτα να εγκατασταθούν ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν παραγωγικά από τον καταναλωτή. Επιπλέον, στην περίπτωση αγαθών με ψηφιακά στοιχεία, η εγκατάσταση του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας είναι συνήθως απαραίτητη ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να χρησιμοποιεί τα εν λόγω αγαθά για τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται. Επομένως, κάθε έλλειψη συμμόρφωσης που απορρέει από πλημμελή εγκατάσταση των αγαθών, μεταξύ άλλων από την πλημμελή εγκατάσταση του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας που ενσωματώνεται στα αγαθά ή διασυνδέεται με αυτά, θα πρέπει να θεωρείται έλλειψη συμμόρφωσης, όταν η εγκατάσταση πραγματοποιείται από τον πωλητή ή υπό τον έλεγχο του πωλητή. Σε περίπτωση που τα αγαθά προορίζονταν να εγκατασταθούν από τον καταναλωτή, η έλλειψη συμμόρφωσης που απορρέει από πλημμελή εγκατάσταση θα πρέπει να θεωρείται ως έλλειψη συμμόρφωσης των αγαθών ανεξάρτητα από το αν η εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε από τον καταναλωτή ή από τρίτο υπό την ευθύνη του καταναλωτή, αν η πλημμελής εγκατάσταση οφειλόταν σε ελλείψεις των οδηγιών εγκατάστασης, όπως ανεπάρκειες ή ασάφειες των οδηγιών εγκατάστασης, που τις καθιστούν δυσχερείς στη χρήση για τον μέσο καταναλωτή.

(35)

Η συμμόρφωση θα πρέπει να καλύπτει τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά ελαττώματα. Οι περιορισμοί που προκύπτουν από την παραβίαση δικαιωμάτων τρίτων, ιδίως των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ενδέχεται να παρεμποδίζουν ή να περιορίζουν τη χρήση των αγαθών σύμφωνα με τη σύμβαση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ο καταναλωτής έχει δικαίωμα επανόρθωσης για την έλλειψη συμμόρφωσης όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία, εκτός εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει την ακυρότητα της σύμβασης ή το ακυρώσιμο αυτής σε τέτοιες περιπτώσεις.

(36)

Για να διασφαλιστεί επαρκής ευελιξία στους κανόνες, για παράδειγμα σε σχέση με την πώληση μεταχειρισμένων αγαθών, θα πρέπει τα μέρη να έχουν τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από τις αντικειμενικές απαιτήσεις συμμόρφωσης που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Η παρέκκλιση αυτή θα πρέπει να είναι δυνατή μόνο αν ο καταναλωτής έχει λάβει συγκεκριμένη σχετική ενημέρωση και αν την έχει αποδεχθεί ξεχωριστά από άλλες δηλώσεις ή συμφωνίες και μέσω συνειδητής και αδιαμφισβήτητης συμπεριφοράς.

(37)

Η ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου τόσο για τους καταναλωτές όσο και τους πωλητές απαιτεί σαφή ένδειξη του χρόνου κατά τον οποίο θα πρέπει να αξιολογηθεί η συμμόρφωση των αγαθών με τις συμβάσεις. Ο κρίσιμος χρόνος για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των αγαθών θα πρέπει να είναι ο χρόνος παράδοσης των αγαθών. Αυτό θα πρέπει επίσης να ισχύει για τα αγαθά που ενσωματώνουν ή διασυνδέονται με ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία που παρέχεται με μεμονωμένη πράξη παροχής. Ωστόσο, όταν το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία που ενσωματώνεται στα αγαθά ή διασυνδέεται με αυτά πρόκειται να παρέχεται συνεχώς σε χρονική διάρκεια, ο κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εν λόγω στοιχείου που αφορά το ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία δεν θα πρέπει να είναι μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή αλλά ένα χρονικό διάστημα, το οποίο ξεκινά κατά τον χρόνο της παράδοσης. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, αυτό το χρονικό διάστημα θα πρέπει να αντιστοιχεί στην εν λόγω περίοδο κατά την οποία ο πωλητής ευθύνεται για τυχόν έλλειψη συμμόρφωσης.

(38)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ρυθμίζει την έννοια της «παράδοσης», η οποία θα πρέπει να διέπεται από το εθνικό δίκαιο, ειδικότερα όσον αφορά το ερώτημα του τι πρέπει να κάνει ο πωλητής για να εκπληρώσει την υποχρέωση παράδοσης των αγαθών. Επιπλέον, οι αναφορές στον χρόνο της παράδοσης στην παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγουν τους κανόνες σχετικά με τη μετάθεση του κινδύνου όπως προβλέπονται στην οδηγία 2011/83/ΕΕ και εφαρμόζονται αναλόγως στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών.

(39)

Τα αγαθά με ψηφιακά στοιχεία θα πρέπει να θεωρούνται παραδοθέντα στον καταναλωτή όταν έχουν παραδοθεί τα υλικά στοιχεία των αγαθών και έχει εκτελεστεί η μεμονωμένη πράξη παροχής του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας ή έχει ξεκινήσει η συνεχής παροχή του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας σε χρονική διάρκεια.. Αυτό σημαίνει ότι ο πωλητής θα πρέπει επίσης να θέτει το ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία στη διάθεση του καταναλωτή ή να του παρέχει σχετική πρόσβαση με τέτοιο τρόπο ώστε το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία, ή οποιοδήποτε άλλο μέσο κατάλληλο για την καταφόρτωση ή την προσπέλασή τους, να έχει φτάσει στο περιβάλλον του καταναλωτή και να μην απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια από τον πωλητή για να δώσει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το ψηφιακό περιεχόμενο ή την ψηφιακή υπηρεσία σύμφωνα με τη σύμβαση, για παράδειγμα παρέχοντας σύνδεσμο ή επιλογή καταφόρτωσης. Συνεπώς, ο κρίσιμος χρόνος για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης θα πρέπει να είναι ο χρόνος παροχής του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας, αν τα υλικά στοιχεία έχουν παραδοθεί προηγουμένως. Ως αποτέλεσμα, διασφαλίζεται η ύπαρξη ενιαίου σημείου εκκίνησης της περιόδου ευθύνης για το υλικό στοιχείο αφενός και για το ψηφιακό στοιχείο αφετέρου. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση να εντοπίσει ελάττωμα στο υλικό στοιχείο πριν παρασχεθεί το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία.

(40)

Όταν τα αγαθά χρειάζεται να εγκατασταθούν από τον πωλητή, ο καταναλωτής σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να μην είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τα αγαθά ή να εντοπίσει ελάττωμα πριν ολοκληρωθεί η εγκατάσταση. Επομένως, όταν σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης τα αγαθά πρέπει να εγκατασταθούν από τον πωλητή ή υπό την ευθύνη του πωλητή, τα αγαθά θα πρέπει να θεωρούνται παραδοθέντα στον καταναλωτή όταν ολοκληρώνεται η εγκατάσταση.

(41)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου για τους πωλητές και η συνολική εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις διασυνοριακές αγορές, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί χρονική περίοδος κατά την οποία ο καταναλωτής δικαιούται επανόρθωσης για οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης υφισταμένη κατά τον κρίσιμο χρόνο διαπίστωσης της συμμόρφωσης. Δεδομένου ότι κατά την εφαρμογή της οδηγίας 1999/44/ΕΚ τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν προβλέψει περίοδο δύο ετών και η περίοδος αυτή θεωρείται, στην πράξη, εύλογη από τους συμμετέχοντες στην αγορά, η περίοδος αυτή θα πρέπει να διατηρηθεί. Η ίδια περίοδος θα πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση των αγαθών με ψηφιακά στοιχεία. Ωστόσο, όταν η σύμβαση προβλέπει συνεχή παροχή για πάνω από δύο έτη, ο καταναλωτής θα πρέπει να δικαιούται επανόρθωση για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας που προκύπτει ή καθίσταται εμφανής εντός της περιόδου κατά την οποία πρέπει να παρέχεται το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία σύμφωνα με τη σύμβαση. Για να διασφαλιστεί η ευελιξία προκειμένου τα κράτη μέλη να ενισχύσουν το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών στο εθνικό τους δίκαιο, θα πρέπει τα κράτη μέλη να παραμείνουν ελεύθερα να προβλέπουν μεγαλύτερες περιόδους για την ευθύνη του πωλητή σε σχέση με εκείνες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(42)

Για λόγους συνέπειας με τις υφιστάμενες εθνικές έννομες τάξεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν είτε ότι οι πωλητές ευθύνονται για έλλειψη συμμόρφωσης που καθίσταται εμφανής εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, πιθανώς σε συνδυασμό με παραγραφή, είτε ότι οι τρόποι επανόρθωσης που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής υπόκεινται μόνο σε παραγραφή. Στην πρώτη περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η περίοδος ευθύνης του πωλητή δεν παρακάμπτεται με την προθεσμία παραγραφής για τους τρόπους επανόρθωσης που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής. Ενώ η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει, συνεπώς, να εναρμονίσει το σημείο εκκίνησης των εθνικών προθεσμιών παραγραφής, θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι εν λόγω περίοδοι παραγραφής δεν περιορίζουν το δικαίωμα των καταναλωτών να ασκούν τους τρόπους επανόρθωσης που έχουν στη διάθεσή τους για οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης που καθίσταται προφανής καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο πωλητής είναι υπεύθυνος για έλλειψη συμμόρφωσης. Στη δεύτερη περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μόνο προθεσμία παραγραφής για τους τρόπους επανόρθωσης που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής χωρίς να θεσπίσουν συγκεκριμένη περίοδο εντός της οποίας πρέπει να καταστεί εμφανής η έλλειψη συμμόρφωσης για να ισχύει η ευθύνη του πωλητή. Για να διασφαλιστεί ότι στις περιπτώσεις αυτές προστατεύονται εξίσου οι καταναλωτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι όταν ισχύει μόνο προθεσμία παραγραφής, αυτή θα πρέπει ωστόσο να επιτρέπει στους καταναλωτές να ασκήσουν τους τρόπους επανόρθωσης για οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης που καθίσταται εμφανής τουλάχιστον κατά το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία ως περίοδος ευθύνης.

(43)

Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να δικαιολογείται διαφορετική αντιμετώπιση των μεταχειρισμένων αγαθών. Παρόλο που μια περίοδος ευθύνης ή προθεσμία παραγραφής δύο ή περισσότερων ετών συμφιλιώνει γενικά τα συμφέροντα τόσο του πωλητή όσο και του καταναλωτή, ενδέχεται να μην ισχύει το ίδιο σε ό,τι αφορά τα μεταχειρισμένα αγαθά. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να παρέχουν στα μέρη τη δυνατότητα να συμφωνούν βραχύτερη περίοδο ευθύνης ή προθεσμία παραγραφής για τα αγαθά αυτά. Η ρύθμιση αυτού του ζητήματος με συμβατική συμφωνία μεταξύ των μερών αυξάνει τη συμβατική ελευθερία και διασφαλίζει ότι ο καταναλωτής θα πρέπει να ενημερώνεται τόσο για το ότι πρόκειται για μεταχειρισμένο αγαθό όσο και για τη βραχύτερη περίοδο ευθύνης ή προθεσμία παραγραφής. Ωστόσο, μια τέτοια περίοδος που συμφωνείται στο πλαίσιο σύμβασης δεν θα πρέπει να είναι βραχύτερη του ενός έτους.

(44)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ρυθμίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η περίοδος ευθύνης, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, ή η προθεσμία παραγραφής μπορεί να ανασταλεί ή να διακοπεί. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να προβλέπουν την αναστολή ή τη διακοπή της περιόδου ευθύνης ή της προθεσμίας παραγραφής, για παράδειγμα σε περίπτωση επισκευής, αντικατάστασης ή διαπραγματεύσεων μεταξύ του πωλητή και του καταναλωτή με στόχο τον φιλικό διακανονισμό.

(45)

Για περίοδο ενός έτους, ή για περίοδο δύο ετών εφόσον τα κράτη μέλη επιλέξουν να εφαρμόσουν διετή περίοδο, ο καταναλωτής θα πρέπει να χρειάζεται να αποδείξει απλώς ότι το αγαθό παρουσιάζει έλλειψη συμμόρφωσης, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει και ότι η έλλειψη συμμόρφωσης υπήρχε όντως κατά τον κρίσιμο χρόνο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης. Για να αντικρούσει την αξίωση του καταναλωτή, ο πωλητής θα πρέπει να αποδείξει ότι δεν υπήρχε έλλειψη συμμόρφωσης κατά τον χρόνο αυτόν. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις το τεκμήριο ότι η έλλειψη συμμόρφωσης υπήρχε κατά τον κρίσιμο χρόνο διαπίστωσης της συμμόρφωσης μπορεί να μη συνάδει με τη φύση των αγαθών ή τη φύση της έλλειψης συμμόρφωσης. Η πρώτη περίπτωση θα μπορούσε να αφορά αγαθά που αλλοιώνονται λόγω της φύσης τους, όπως τα ευαλλοίωτα προϊόντα, για παράδειγμα τα άνθη, ή τα αγαθά που προορίζονται για μία χρήση. Ένα παράδειγμα για τη δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε να είναι η έλλειψη συμμόρφωσης που μπορεί να οφείλεται μόνο σε ενέργεια του καταναλωτή ή σε προφανή εξωτερική αιτία που προέκυψε μετά την παράδοση των αγαθών στον καταναλωτή. Στην περίπτωση αγαθών με ψηφιακά στοιχεία για τα οποία η σύμβαση προβλέπει συνεχή παροχή του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας, ο καταναλωτής δεν θα υποχρεούται να αποδείξει ότι το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία παρουσίαζε έλλειψη συμμόρφωσης κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο διαπίστωσης της συμμόρφωσης. Για να αντικρούσει την αξίωση του καταναλωτή, ο πωλητής θα χρειαζόταν να αποδείξει ότι το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία παρουσίαζε συμμόρφωση κατά την περίοδο αυτή.

(46)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν διατάξεις που ορίζουν ότι, για να επωφεληθεί από τα δικαιώματά του, ο καταναλωτής οφείλει να ενημερώσει τον πωλητή για την έλλειψη συμμόρφωσης εντός περιόδου τουλάχιστον δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο καταναλωτής διαπίστωσε την εν λόγω έλλειψη συμμόρφωσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διασφαλίσουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας του καταναλωτή με το να μη θεσπίσουν τέτοια υποχρέωση.

(47)

Προκειμένου να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου και να εξαλειφθεί ένα από τα κύρια εμπόδια της εσωτερικής αγοράς, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εναρμονίσει πλήρως τους τρόπους επανόρθωσης που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής για την έλλειψη συμμόρφωσης των αγαθών και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να ασκηθούν. Ειδικότερα, σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης, οι καταναλωτές θα πρέπει να δικαιούνται να ζητήσουν αποκατάσταση της συμμόρφωσης των αγαθών, να λάβουν ανάλογη μείωση του τιμήματος ή να τερματίσουν τη σύμβαση.

(48)

Για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης των αγαθών, οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ της επισκευής ή της αντικατάστασης. Η παροχή στους καταναλωτές της δυνατότητας να απαιτήσουν επισκευή θα πρέπει να ενθαρρύνει τη βιώσιμη κατανάλωση και μπορεί να συμβάλει στην επιμήκυνση της διάρκειας ζωής των προϊόντων. Η επιλογή του καταναλωτή μεταξύ επισκευής και αντικατάστασης θα πρέπει να περιορίζεται μόνο εάν η επιλεχθείσα λύση θα ήταν νομικά και πρακτικά αδύνατη ή, σε σχέση με την άλλη διαθέσιμη επιλογή, θα επιβάρυνε τον πωλητή με δυσανάλογες δαπάνες. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι δυσανάλογο να απαιτηθεί η αντικατάσταση αγαθών εξαιτίας κάποιου μικρού σημαδιού, εάν η αντικατάσταση αυτή θα προκαλούσε σημαντικές δαπάνες και το σημάδι αυτό θα μπορούσε εύκολα να επισκευαστεί.

(49)

Ο πωλητής θα πρέπει να μπορεί να αρνηθεί την αποκατάσταση της συμμόρφωσης των αγαθών αν τόσο η επισκευή όσο και η αντικατάσταση είναι αδύνατες ή αναμένεται να επιφέρουν δυσανάλογες δαπάνες για τον πωλητή. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει αν είτε η επισκευή είτε η αντικατάσταση είναι αδύνατη και ο εναλλακτικός τρόπος επανόρθωσης θα συνεπάγετο δυσανάλογες δαπάνες για τον πωλητή. Για παράδειγμα, όταν τα αγαθά βρίσκονται σε τόπο ο οποίος είναι διαφορετικός από εκείνο στον οποίο παραδόθηκαν αρχικά, οι δαπάνες αποστολής και μεταφοράς θα μπορούσαν να είναι δυσανάλογες για τον πωλητή.

(50)

Όταν καθίσταται εμφανής η έλλειψη συμμόρφωσης, ο καταναλωτής θα πρέπει να ενημερώνει σχετικά τον πωλητή ώστε να παρέχει στον πωλητή την ευκαιρία να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση του αγαθού. Ο πωλητής θα πρέπει να πραγματοποιεί την αποκατάσταση αυτή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Συνεπώς, ο καταναλωτής δεν θα πρέπει κατά κανόνα να δικαιούται αμέσως να λάβει μείωση του τιμήματος ή να τερματίσει τη σύμβαση, αλλά θα πρέπει να δώσει στον πωλητή εύλογο χρονικό διάστημα για να επισκευάσει ή να αντικαταστήσει το μη συμμορφούμενο αγαθό. Εάν ο πωλητής δεν έχει επισκευάσει ή αντικαταστήσει το αγαθό εντός αυτού του χρονικού διαστήματος, ο καταναλωτής θα πρέπει να δικαιούται να ζητήσει και να επιτύχει τη μείωση του τιμήματος ή τον τερματισμό της σύμβασης χωρίς περαιτέρω αναμονή.

(51)

Όταν η επισκευή ή η αντικατάσταση δεν έχουν παράσχει στον καταναλωτή κατάλληλη επανόρθωση για την έλλειψη συμμόρφωσης, ο καταναλωτής θα πρέπει να δικαιούται να λάβει μείωση του τιμήματος ή να τερματίσει τη σύμβαση. Αυτό θα πρέπει να ισχύει ειδικότερα στην περίπτωση που ο πωλητής δεν έχει ολοκληρώσει την επισκευή ή την αντικατάσταση ή συνάγεται από τις περιστάσεις ότι ο πωλητής δεν θα ολοκληρώσει την επισκευή ή την αντικατάσταση, ή ο πωλητής αρνήθηκε να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση των αγαθών, διότι η επιδιόρθωση και η αντικατάσταση είναι αδύνατες ή θα επέφεραν δυσανάλογες δαπάνες για τον πωλητή.

(52)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να δικαιολογείται το δικαίωμα του καταναλωτή να ζητήσει άμεσα τη μείωση του τιμήματος ή τον τερματισμό της σύμβασης. Σε περίπτωση που ο πωλητής έχει ενεργήσει για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης των αγαθών αλλά μεταγενέστερα καθίσταται εμφανής έλλειψη συμμόρφωσης, θα πρέπει να εξετάζεται αντικειμενικά αν ο καταναλωτής θα πρέπει να δεχθεί επιπλέον προσπάθειες εκ μέρους του πωλητή για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης των αγαθών, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως το είδος και την αξία των αγαθών και τη φύση και τη σημασία της έλλειψης συμμόρφωσης. Ειδικότερα, για τα ακριβά ή περίπλοκα αγαθά ενδέχεται να δικαιολογείται να επιτρέπεται στον πωλητή άλλη μία προσπάθεια να επανορθώσει για την έλλειψη συμμόρφωσης. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη αν δεν μπορεί να αναμένεται από τον καταναλωτή να εξακολουθεί να έχει εμπιστοσύνη στην ικανότητα του πωλητή να αποκαταστήσει ή όχι τη συμμόρφωση των αγαθών, για παράδειγμα λόγω του ότι το ίδιο πρόβλημα εμφανίζεται δύο φορές. Παρομοίως, ενίοτε η έλλειψη συμμόρφωσης ενδέχεται να είναι τόσο σοβαρή που κλονίζεται η εμπιστοσύνη του καταναλωτή στην ικανότητα του πωλητή να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση των αγαθών, όπως όταν η έλλειψη συμμόρφωσης επηρεάζει σοβαρά την ικανότητα του καταναλωτή να κάνει συνήθη χρήση των αγαθών και δεν μπορεί να αναμένεται από τον καταναλωτή να πιστεύει ότι η επισκευή ή η αντικατάσταση από τον πωλητή θα επανορθώσει το πρόβλημα.

(53)

Για να διατηρηθεί η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, ο καταναλωτής θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να τερματίσει τη σύμβαση μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έλλειψη συμμόρφωσης δεν είναι επουσιώδης.

(54)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η παροχή του οφειλέτη μπορεί να εκπληρωθεί από άλλο πρόσωπο, όπως τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η υποχρέωση του πωλητή να επισκευάσει ένα αγαθό μπορεί να εκπληρωθεί από τον καταναλωτή ή από τρίτο με έξοδα του πωλητή.

(55)

Προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές από τον κίνδυνο παρατεταμένων καθυστερήσεων, κάθε επισκευή ή αντικατάσταση θα πρέπει να ολοκληρώνεται επιτυχώς εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Ο χρόνος που θεωρείται εύλογος για την ολοκλήρωση μιας επισκευής ή αντικατάστασης θα πρέπει να αντιστοιχεί στον συντομότερο δυνατό χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση της επισκευής ή της αντικατάστασης. Ο χρόνος αυτός θα πρέπει να διαπιστώνεται αντικειμενικά, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την πολυπλοκότητα των αγαθών, τη φύση και τη σοβαρότητα της έλλειψης συμμόρφωσης, καθώς και την προσπάθεια που απαιτείται για την ολοκλήρωση της επισκευής ή της αντικατάστασης. Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να ερμηνεύσουν την έννοια του εύλογου χρονικού διαστήματος για την ολοκλήρωση της επισκευής ή της αντικατάστασης, προβλέποντας καθορισμένες χρονικές περιόδους που θα μπορούσαν γενικά να θεωρηθούν εύλογες για την επισκευή ή την αντικατάσταση, ιδίως για συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων.

(56)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ρυθμίζει τον τόπο εκπλήρωσης της παροχής του οφειλέτη. Συνεπώς, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει ούτε να προσδιορίζει τον τόπο παράδοσης ούτε να καθορίζει πού θα γίνει η επισκευή ή η αντικατάσταση· τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να ρυθμίζονται από το εθνικό δίκαιο.

(57)

Σε περίπτωση που πωλητής αποκαθιστά τη συμμόρφωση του αγαθού αντικαθιστώντας το, ο καταναλωτής δεν θα πρέπει να υποχρεούται να πληρώσει για τη συνήθη χρήση των αγαθών πριν από την αντικατάστασή τους. Η χρήση των αγαθών θα πρέπει να θεωρείται συνήθης εάν συνάδει με τη φύση και τον σκοπό τους.

(58)

Προκειμένου το δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης να καταστεί αποτελεσματικό για τους καταναλωτές, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής αποκτά πολλά αγαθά και η έλλειψη συμμόρφωσης επηρεάζει ορισμένα από τα αγαθά που παραδίδονται στο πλαίσιο της σύμβασης, ο καταναλωτής θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να τερματίσει τη σύμβαση σε σχέση και με τα άλλα αγαθά που απέκτησε μαζί με τα μη συμμορφούμενα αγαθά, ακόμα και αν αυτά είναι σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, εάν δεν είναι εύλογο να αναμένεται από αυτόν να δεχθεί να κρατήσει μόνο τα συμμορφούμενα αγαθά.

(59)

Αν ο καταναλωτής τερματίσει τη σύμβαση λόγω της έλλειψης συμμόρφωσης, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ορίζει κανόνες μόνο για τις βασικές συνέπειες και διαδικαστικές λεπτομέρειες του δικαιώματος τερματισμού, ιδίως την υποχρέωση των μερών να επιστρέψουν αμοιβαίως όσα έχουν λάβει. Επομένως, ο πωλητής θα πρέπει να υποχρεούται να επιστρέψει το τίμημα που έλαβε από τον καταναλωτή και ο καταναλωτής θα πρέπει να επιστρέψει τα αγαθά.

(60)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την ελευθερία των κρατών μελών να ρυθμίζουν τις συνέπειες του τερματισμού εκτός αυτών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, όπως τις συνέπειες της απομείωσης της αξίας των αγαθών ή της καταστροφής ή απώλειάς τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να ρυθμίζουν τη διαδικασία επιστροφής του τιμήματος στον καταναλωτή, για παράδειγμα τη διαδικασία σχετικά με τα μέσα που θα χρησιμοποιούνται για την εν λόγω επιστροφή ή το πιθανό κόστος ή επιβαρύνσεις που προκύπτουν λόγω της επιστροφής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, για παράδειγμα, να έχουν επίσης την ελευθερία να προβλέπουν ορισμένες προθεσμίες για την επιστροφή του τιμήματος ή των αγαθών.

(61)

Η αρχή σύμφωνα με την οποία ο πωλητής υποχρεούται εις αποζημίωση αποτελεί βασικό στοιχείο των συμβάσεων πώλησης. Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές θα πρέπει να δικαιούνται να αξιώσουν αποζημίωση για κάθε ζημία που προκλήθηκε από παραβίαση της παρούσας οδηγίας εκ μέρους του πωλητή, συμπεριλαμβανομένων των ζημιών που υπέστη ως συνέπεια της έλλειψης συμμόρφωσης. Η εν λόγω αποζημίωση θα πρέπει να αποκαθιστά, στον βαθμό του δυνατού, την κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής αν υπήρχε συμμόρφωση των αγαθών. Δεδομένου ότι η ύπαρξη αυτού του δικαιώματος αποζημίωσης διασφαλίζεται ήδη σε όλα τα κράτη μέλη, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να μην θίγει τους εθνικούς κανόνες σχετικά με την αποζημίωση των καταναλωτών για ζημία προκληθείσα από παραβίαση των κανόνων αυτών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να παραμένουν ελεύθερα να ρυθμίζουν το δικαίωμα του καταναλωτή προς αποζημίωση για περιπτώσεις στις οποίες η επισκευή ή η αντικατάσταση προκάλεσε σημαντική ενόχληση ή καθυστέρησε.

(62)

Για τη διασφάλιση της διαφάνειας, θα πρέπει να προβλέπονται ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με τις εμπορικές εγγυήσεις, παράλληλα με τις απαιτήσεις προσυμβατικής ενημέρωσης σχετικά με την ύπαρξη και τις προϋποθέσεις των εμπορικών εγγυήσεων κατά τα αναφερόμενα στην οδηγία 2011/83/ΕΕ. Επιπλέον, προκειμένου να βελτιωθεί η ασφάλεια δικαίου και να αποφευχθεί τυχόν παραπλάνηση των καταναλωτών, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπει ότι, σε περίπτωση που οι όροι της εμπορικής εγγύησης που περιέχονται σε σχετικές διαφημίσεις είναι ευνοϊκότεροι για τον καταναλωτή από αυτούς που περιλαμβάνονται στη δήλωση της εγγύησης, θα πρέπει να υπερισχύουν οι ευνοϊκότεροι όροι. Τέλος, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να θεσπίζει κανόνες σχετικά με το περιεχόμενο της δήλωσης εγγύησης και τον τρόπο κατά τον οποίο αυτή θα πρέπει να παρέχεται στους καταναλωτές. Για παράδειγμα, η δήλωση εγγύησης θα πρέπει να περιλαμβάνει τους όρους της εμπορικής εγγύησης και να αναφέρει ότι η νόμιμη εγγύηση συμμόρφωσης δεν επηρεάζεται από την εμπορική εγγύηση, καθιστώντας σαφές ότι οι όροι της εμπορικής εγγύησης αποτελούν δέσμευση επιπρόσθετη στη νόμιμη εγγύηση συμμόρφωσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με άλλες πτυχές των εμπορικών εγγυήσεων που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, π.χ. σχετικά με τη δυνατότητα να συμπεριληφθούν οφειλέτες εκτός του εγγυητή στην εμπορική εγγύηση, υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί δεν θα στερούν από τους καταναλωτές την προστασία που τους παρέχεται με τις πλήρως εναρμονισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τις εμπορικές εγγυήσεις. Παρόλο που τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα να απαιτούν τη δωρεάν παροχή των εμπορικών εγγυήσεων, θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι κάθε ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του πωλητή ή του παραγωγού που εμπίπτει στον ορισμό της εμπορικής εγγύησης όπως καθορίζεται στην παρούσα οδηγία συμμορφώνεται με τους εναρμονισμένους κανόνες της παρούσας οδηγίας.

(63)

Δεδομένου ότι ο πωλητής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης αγαθών λόγω πράξης ή παράλειψης του πωλητή ή τρίτου προσώπου, ο πωλητής θα πρέπει να μπορεί να διεκδικήσει επανόρθωση από τον υπεύθυνο σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας των συναλλαγών. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει μπορεί να διεκδικήσει επανόρθωση για έλλειψη συμμόρφωσης που προκύπτει από παράλειψη ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των ενημερώσεων ασφαλείας, η οποία θα ήταν αναγκαία προκειμένου να διατηρηθεί το αγαθό με ψηφιακά στοιχεία σε συμμόρφωση. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων μεταξύ του πωλητή και άλλων μερών της αλυσίδας των συναλλαγών. Οι λεπτομέρειες για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, ιδίως κατά ποίου μπορεί να στραφεί κάποιος, πώς διεκδικεί επανόρθωση και κατά πόσον η επανόρθωση έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, θα πρέπει να ορίζονται από τα κράτη μέλη. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ρυθμίζει το αν ο καταναλωτής μπορεί επίσης να προβάλει αξίωση απευθείας εναντίον προσώπου σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας συναλλαγών, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες ο παραγωγός προσφέρει στον καταναλωτή εμπορική εγγύηση για τα αγαθά.

(64)

Τα πρόσωπα ή οι οργανώσεις που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, έννομο συμφέρον προστασίας των συμβατικών δικαιωμάτων των καταναλωτών θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες είτε ενώπιον δικαστηρίου είτε ενώπιον διοικητικού οργάνου, αρμόδιων να αποφασίζουν σχετικά με τις προσφυγές αυτές ή να κινούν τις κατάλληλες δικαστικές διαδικασίες.

(65)

Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν θίγει την εφαρμογή των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ιδίως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(66)

Η οδηγία 1999/44/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί. Η ημερομηνία κατάργησής της θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται με την ημερομηνία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν τα κράτη μέλη προς την παρούσα οδηγία στις συμβάσεις που θα συνάπτονται από την ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και εφεξής, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάφθηκαν πριν από την ημερομηνία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο.

(67)

Το παράρτημα του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) θα πρέπει να τροποποιηθεί για να συμπεριλάβει παραπομπή στην παρούσα οδηγία, ώστε να διευκολυνθεί η διασυνοριακή συνεργασία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(68)

Το παράρτημα I της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) θα πρέπει να τροποποιηθεί για να συμπεριλάβει παραπομπή στην παρούσα οδηγία, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

(69)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (10), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να επισυνάπτουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, και ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν τον δεσμό ανάμεσα στα στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα τμήματα των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί αιτιολογημένη τη διαβίβαση τέτοιων εγγράφων.

(70)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή να συμβάλει στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με την ενιαία αντιμετώπιση των εμποδίων που σχετίζονται με το δίκαιο των συμβάσεων για τις διασυνοριακές πωλήσεις αγαθών εντός της Ένωσης, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, επειδή τα επιμέρους κράτη μέλη δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνα τους τον υφιστάμενο κατακερματισμό του νομικού πλαισίου διασφαλίζοντας ότι η νομοθεσία τους θα είναι συνεκτική με τις νομοθεσίες των λοιπών κρατών μελών, αλλά μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, με την εξάλειψη, μέσω πλήρους εναρμόνισης, των βασικών εμποδίων που σχετίζονται με το δίκαιο των συμβάσεων, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως εκτίθεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών όρια.

(71)

Είναι σκόπιμο να επανεξετάσει η Επιτροπή την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος της, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των διατάξεων σχετικά με τους τρόπους επανόρθωσης και το βάρος της απόδειξης —μεταξύ άλλων όσον αφορά τα μεταχειρισμένα αγαθά καθώς και τα αγαθά που πωλούνται σε δημόσιους πλειστηριασμούς— και την εμπορική εγγύηση του παραγωγού όσον αφορά την ανθεκτικότητα. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να αξιολογήσει κατά πόσον η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 διασφαλίζει ένα συνεπές και συνεκτικό νομικό πλαίσιο όσον αφορά την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακών υπηρεσιών και αγαθών με ψηφιακά στοιχεία.

(72)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων όσων κατοχυρώνονται στα άρθρα 16, 38 και 47,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και σκοπός

Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς προβλέποντας συγχρόνως υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών μέσω της θέσπισης κοινών κανόνων για ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με τις συμβάσεις πώλησης που συνάπτονται μεταξύ του πωλητή και του καταναλωτή, και ειδικότερα κανόνων σχετικά με τη συμμόρφωση των αγαθών με τη σύμβαση, την επανόρθωση σε περίπτωση έλλειψης της εν λόγω συμμόρφωσης, τους τρόπους άσκησης της εν λόγω επανόρθωσης και τις εμπορικές εγγυήσεις.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«σύμβαση πώλησης»: κάθε σύμβαση βάσει της οποίας ο πωλητής μεταβιβάζει ή αναλαμβάνει να μεταβιβάσει την κυριότητα αγαθών στον καταναλωτή, και ο καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα·

2)

«καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας·

3)

«πωλητής»: κάθε φυσικό πρόσωπο ή κάθε νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το εάν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο, όσον αφορά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί, ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματος του εν λόγω φυσικού ή νομικού προσώπου, ή για λογαριασμό του εν λόγω προσώπου, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του εν λόγω προσώπου·

4)

«παραγωγός»: ο κατασκευαστής αγαθών, ο εισαγωγέας αγαθών στο έδαφος της Ένωσης ή κάθε πρόσωπο που παρουσιάζεται ως παραγωγός, θέτοντας επί του αγαθού το όνομά του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο·

5)

«αγαθά»:

α)

κάθε ενσώματο κινητό αντικείμενο · το νερό, το αέριο και η ηλεκτρική ενέργεια θεωρούνται αγαθά κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας όταν προσφέρονται προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή καθορισμένη ποσότητα·

β)

κάθε ενσώματο κινητό αντικείμενο που ενσωματώνει ή διασυνδέεται με ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία κατά τέτοιο τρόπο ώστε η απουσία του εν λόγω ψηφιακού περιεχομένου ή της εν λόγω ψηφιακής υπηρεσίας να παρεμποδίζει τα αγαθά από το να εκτελούν τις λειτουργίες τους («αγαθά με ψηφιακά στοιχεία»)·

6)

«ψηφιακό περιεχόμενο»: δεδομένα τα οποία παράγονται και παρέχονται σε ψηφιακή μορφή·

7)

«ψηφιακή υπηρεσία»:

α)

υπηρεσία που παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να δημιουργεί, να επεξεργάζεται, να αποθηκεύει δεδομένα σε ψηφιακή μορφή ή να έχει πρόσβαση σε αυτά· ή

β)

υπηρεσία που επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων σε ψηφιακή μορφή, που έχουν αναφορτωθεί ή δημιουργηθεί από καταναλωτή ή άλλους χρήστες της υπηρεσίας αυτής, ή κάθε άλλη αλληλεπίδραση με τα δεδομένα αυτά·

8)

«συμβατότητα»: η ικανότητα των αγαθών να λειτουργούν με υλισμικό ή λογισμικό με το οποίο χρησιμοποιούνται κατά κανόνα τα αγαθά του ίδιου είδους, χωρίς να απαιτείται η μετατροπή των αγαθών, του υλισμικού ή του λογισμικού·

9)

«λειτουργικότητα»: η ικανότητα των αγαθών να εκτελούν τις λειτουργίες τους, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τους·

10)

«διαλειτουργικότητα»: η ικανότητα των αγαθών να λειτουργούν με υλικό ή λογισμικό διαφορετικό από εκείνο με το οποίο χρησιμοποιούνται κατά κανόνα τα αγαθά του ίδιου είδους·

11)

«σταθερό μέσο»: κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή ή στον πωλητή να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική πρόσβαση επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

12)

«εμπορική εγγύηση»: κάθε ανάληψη υποχρέωσης του πωλητή ή παραγωγού («εγγυητής») έναντι του καταναλωτή, επιπλέον των νομικών υποχρεώσεων του πωλητή σχετικά με την εγγύηση συμμόρφωσης, για επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος ή για αντικατάσταση, επισκευή ή συντήρηση καθ’ οιονδήποτε τρόπο των αγαθών σε περίπτωση που αυτά δεν ικανοποιούν τις προδιαγραφές ή οποιαδήποτε άλλη απαίτηση πέραν της συμμόρφωσης που αναφέρονται στη δήλωση της εγγύησης ή στη σχετική διαφήμιση και που είναι διαθέσιμες κατά τη στιγμή ή πριν από τη σύναψη της σύμβασης·

13)

«ανθεκτικότητα»: η ικανότητα των αγαθών να διατηρούν τις απαιτούμενες λειτουργίες και επιδόσεις τους στο πλαίσιο της συνήθους χρήσης·

14)

«δωρεάν»: χωρίς τις απαραίτητες δαπάνες που συνεπάγεται η αποκατάσταση της συμμόρφωσης του αγαθού, ιδίως τις δαπάνες αποστολής, μεταφοράς, το εργατικό κόστος ή το κόστος των υλικών·

15)

«δημόσιος πλειστηριασμός»: μέθοδος πώλησης κατά την οποία τα αγαθά ή οι υπηρεσίες προσφέρονται από τον έμπορο σε καταναλωτές, οι οποίοι συμμετέχουν ή έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στον πλειστηριασμό οι ίδιοι, μέσω διαφανούς ανταγωνιστικής διαδικασίας προσφορών που διεξάγεται από έναν εκπλειστηριαστή και όπου ο νικητής πλειοδότης δεσμεύεται να αγοράσει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία ισχύει για τις συμβάσεις πώλησης μεταξύ καταναλωτή και πωλητή.

2.   Οι συμβάσεις μεταξύ καταναλωτή και πωλητή για την προμήθεια αγαθών που πρόκειται να κατασκευασθούν ή να παραχθούν θεωρούνται επίσης συμβάσεις πώλησης για τον σκοπό της παρούσας οδηγίας.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν ισχύει για τις συμβάσεις παροχής ψηφιακού περιεχομένου ή ψηφιακών υπηρεσιών. Ισχύει, ωστόσο, για το ψηφιακό περιεχόμενο ή τις ψηφιακές υπηρεσίες που ενσωματώνονται σε αγαθά ή διασυνδέονται με αυτά κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 5) στοιχείο β) και παρέχονται με τα αγαθά στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης, ανεξάρτητα από το αν το εν λόγω ψηφιακό περιεχόμενο ή η εν λόγω ψηφιακή υπηρεσία παρέχεται από τον πωλητή ή από τρίτο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για το αν η παροχή ενσωματωμένου ή διασυνδεδεμένου ψηφιακού περιεχομένου ή ενσωματωμένης ή διασυνδεδεμένης ψηφιακής υπηρεσίας αποτελεί μέρος της σύμβασης πώλησης, τεκμαίρεται ότι το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία καλύπτεται από τη σύμβαση πώλησης.

4.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε:

α)

οποιοδήποτε υλικό μέσο που χρησιμεύει αποκλειστικά ως φορέας για τη μεταφορά ψηφιακού περιεχομένου· ή

β)

οποιαδήποτε αγαθά που πωλούνται στο πλαίσιο αναγκαστικής εκτέλεσης ή με άλλο τρόπο από δικαστική αρχή.

5.   Τα κράτη μέλη δύνανται να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τις συμβάσεις πώλησης για:

α)

μεταχειρισμένα αγαθά που πωλούνται σε δημόσιους πλειστηριασμούς· και

β)

ζώντα ζώα.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α), εξασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση των καταναλωτών σε σαφή και ολοκληρωμένη ενημέρωση ότι δεν ισχύουν τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

6.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ελευθερία των κρατών μελών να ρυθμίζουν πτυχές του γενικού δικαίου περί συμβάσεων, όπως οι κανόνες σχετικά με την κατάρτιση, το κύρος, την ακυρότητα ή τα αποτελέσματα μιας σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών του τερματισμού μιας σύμβασης, στον βαθμό που τα θέματα αυτά δεν ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία, ή το δικαίωμα αποζημίωσης.

7.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ελευθερία των κρατών μελών να επιτρέπουν στους καταναλωτές να επιλέγουν συγκεκριμένο τρόπο επανόρθωσης αν η έλλειψη συμμόρφωσης των αγαθών καταστεί εμφανής εντός χρονικού διαστήματος μετά την παράδοσή τους, το οποίο δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες. Επιπλέον, η παρούσα οδηγία δεν θίγει τους εθνικούς κανόνες που δεν αφορούν ειδικά τις συμβάσεις καταναλωτών οι οποίοι προβλέπουν συγκεκριμένους τρόπους επανόρθωσης για ορισμένα είδη ελαττωμάτων που δεν ήταν εμφανή κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πώλησης.

Άρθρο 4

Επίπεδο εναρμόνισης

Τα κράτη μέλη δεν διατηρούν ούτε θεσπίζουν στην εθνική τους νομοθεσία διατάξεις που παρεκκλίνουν από εκείνες που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερο ή λιγότερο αυστηρών διατάξεων για τη διασφάλιση διαφορετικού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 5

Συμμόρφωση των αγαθών

Ο πωλητής υποχρεούται να παραδίδει στον καταναλωτή αγαθά που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των άρθρων 6, 7 και 8, ανάλογα με την περίπτωση, με την επιφύλαξη του άρθρου 9.

Άρθρο 6

Υποκειμενικές απαιτήσεις συμμόρφωσης

Για να θεωρηθεί ότι συνάδουν με τους όρους της σύμβασης πώλησης, τα αγαθά πρέπει, κατά περίπτωση:

α)

να αντιστοιχούν στην περιγραφή, το είδος, την ποσότητα και την ποιότητα, και να διαθέτουν τη λειτουργικότητα, τη συμβατότητα, τη διαλειτουργικότητα και λοιπά χαρακτηριστικά, ως απαιτούνται από τη σύμβαση πώλησης,

β)

να είναι κατάλληλα για κάθε ειδική χρήση την οποία επιζητεί ο καταναλωτής και την οποία γνωστοποίησε στον πωλητή το αργότερο κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πώλησης, ο δε πωλητής την αποδέχθηκε,

γ)

να παραδίδονται με όλα τα εξαρτήματα και τυχόν οδηγίες, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών εγκατάστασης, όπως ορίζει η σύμβαση πώλησης, και

δ)

να επικαιροποιούνται με ενημερώσεις, όπως προβλέπεται στη σύμβαση πώλησης.

Άρθρο 7

Αντικειμενικές απαιτήσεις συμμόρφωσης

1.   Επιπλέον της τήρησης κάθε υποκειμενικής απαίτησης συμμόρφωσης, τα αγαθά:

α)

είναι κατάλληλα για τους σκοπούς για τους οποίους χρησιμοποιούνται συνήθως αγαθά του ίδιου τύπου, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, κάθε υφιστάμενο ενωσιακό και εθνικό νόμο, τεχνικό πρότυπο ή, απουσία τεχνικών προτύπων, κάθε ισχύοντα ειδικό ανά τομέα κώδικα δεοντολογίας·

β)

κατά περίπτωση, έχουν την ποιότητα και αντιστοιχούν στην περιγραφή δείγματος ή υποδείγματος, το οποίο ο πωλητής έθεσε στη διάθεση του καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης·

γ)

κατά περίπτωση, παραδίδονται μαζί με τα εξαρτήματα, τις συσκευασίες, τις οδηγίες εγκατάστασης ή άλλου είδους οδηγίες που είναι εύλογο να αναμένει να λάβει ο καταναλωτής· και

δ)

διαθέτουν την ποσότητα, καθώς και τα συνήθη ποιοτικά και άλλα χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων σε ό,τι αφορά την ανθεκτικότητα, τη λειτουργικότητα, τη συμβατότητα και την ασφάλεια, που είναι συνήθη για αγαθά του ίδιου τύπου και που είναι εύλογο να αναμένει ο καταναλωτής, δεδομένης της φύσης των αγαθών και λαμβάνοντας υπόψη τυχόν δημόσια δήλωση που έχει πραγματοποιηθεί από τον πωλητή ή για λογαριασμό του πωλητή ή άλλων προσώπων σε προηγούμενα στάδια της αλυσίδας συναλλαγών, περιλαμβανομένου του παραγωγού, ιδίως στη διαφήμιση ή την επισήμανση.

2.   Ο πωλητής δεν δεσμεύεται από δημόσιες δηλώσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), εάν ο πωλητής αποδείξει ότι:

α)

ο πωλητής δεν γνώριζε και δεν μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει τη σχετική δημόσια δήλωση·

β)

κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης η σχετική δημόσια δήλωση είχε διορθωθεί με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο με αυτόν που είχε πραγματοποιηθεί,· ή

γ)

η απόφαση για την αγορά των προϊόντων δεν μπορούσε να επηρεαστεί από τη δημόσια δήλωση.

3.   Στην περίπτωση των αγαθών με ψηφιακά στοιχεία, ο πωλητής διασφαλίζει ότι κοινοποιούνται και παρέχονται στον καταναλωτή οι ενημερώσεις, συμπεριλαμβανομένων των ενημερώσεων ασφαλείας, που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της συμμόρφωσης αυτών των αγαθών, για τη χρονική περίοδο:

α)

την οποία ο καταναλωτής μπορεί ευλόγως να αναμένει, δεδομένου του τύπου και του σκοπού των αγαθών και των ψηφιακών στοιχείων, και λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις και τη φύση της σύμβασης, όταν η σύμβαση πώλησης προβλέπει μία μεμονωμένη πράξη παροχής του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας· ή

β)

η οποία αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 ή 5, ανάλογα με την περίπτωση, όταν η σύμβαση πώλησης προβλέπει τη συνεχή παροχή του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας σε χρονική διάρκεια.

4.   Όταν ο καταναλωτής δεν εγκαθιστά εντός εύλογου χρονικού διαστήματος τις ενημερώσεις που παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, ο πωλητής δεν φέρει ευθύνη για οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης που απορρέει αποκλειστικά από την έλλειψη της σχετικής ενημέρωσης, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

ο πωλητής ενημέρωσε τον καταναλωτή σχετικά με τη διαθεσιμότητα της ενημέρωσης και τις συνέπειες της μη εγκατάστασής της από τον καταναλωτή· και

β)

η αδυναμία του καταναλωτή να εγκαταστήσει την ενημέρωση ή η λανθασμένη εγκατάσταση της ενημέρωσης από τον καταναλωτή δεν οφειλόταν σε ελλείψεις στις οδηγίες εγκατάστασης που παρείχε ο καταναλωτής.

5.   Δεν υπάρχει έλλειψη συμμόρφωσης κατά την έννοια των παραγράφων 1 ή 3 εάν, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πώλησης ο καταναλωτής έλαβε ειδική ενημέρωση ότι ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό των αγαθών παρέκκλινε από τις αντικειμενικές απαιτήσεις συμμόρφωσης που ορίζονται στην παράγραφο 1 ή 3 και αποδέχθηκε ρητώς και χωριστά αυτή την παρέκκλιση κατά τη σύναψη της σύμβασης πώλησης.

Άρθρο 8

Πλημμελής εγκατάσταση των αγαθών

Κάθε έλλειψη συμμόρφωσης η οποία είναι συνέπεια της πλημμελούς εγκατάστασης των αγαθών θεωρείται έλλειψη συμμόρφωσης των αγαθών, εφόσον:

α)

η εγκατάσταση αποτελεί μέρος της σύμβασης πώλησης και πραγματοποιήθηκε από τον πωλητή ή υπό την ευθύνη του· ή

β)

η εγκατάσταση, που προοριζόταν να γίνει από τον καταναλωτή, πραγματοποιήθηκε από τον καταναλωτή και η πλημμελής εγκατάσταση οφείλεται σε ελλείψεις στις οδηγίες εγκατάστασης που παρασχέθηκαν από τον πωλητή ή, στην περίπτωση αγαθών με ψηφιακά στοιχεία, από τον πωλητή ή από τον πάροχο του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας.

Άρθρο 9

Δικαιώματα τρίτων

Όταν ένας περιορισμός που προκύπτει από παραβίαση οποιουδήποτε δικαιώματος τρίτου, ιδίως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, παρεμποδίζει ή περιορίζει τη χρήση των αγαθών σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο καταναλωτής έχει τα δικαιώματα επανόρθωσης για την έλλειψη συμμόρφωσης που προβλέπονται στο άρθρο 13, εκτός εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει την ακυρότητα της σύμβασης πώλησης ή το ακυρώσιμο αυτής σε τέτοιες περιπτώσεις.

Άρθρο 10

Ευθύνη του πωλητή

1.   Ο πωλητής ευθύνεται έναντι του καταναλωτή για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης η οποία υφίσταται κατά τον χρόνο παράδοσης των αγαθών και η οποία καθίσταται εμφανής εντός δύο ετών από τη στιγμή αυτή. Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 3, η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται επίσης σε αγαθά με ψηφιακά στοιχεία.

2.   Στην περίπτωση αγαθών με ψηφιακά στοιχεία για τα οποία η σύμβαση πώλησης προβλέπει συνεχή παροχή του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας σε χρονική διάρκεια, ο πωλητής ευθύνεται επίσης για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας που προκύπτει ή καθίσταται εμφανής εντός δύο ετών από τον χρόνο παράδοσης των αγαθών με ψηφιακά στοιχεία. Όταν η σύμβαση προβλέπει συνεχή παροχή για πάνω από δύο έτη, ο πωλητής ευθύνεται για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας που προκύπτει ή καθίσταται εμφανής εντός της περιόδου κατά την οποία πρέπει να παρέχεται το ψηφιακό περιεχόμενο ή η ψηφιακή υπηρεσία βάσει της σύμβασης πώλησης.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μεγαλύτερες προθεσμίες από αυτές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.   Εάν, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, οι τρόποι επανόρθωσης που προβλέπονται στο άρθρο 13 υπόκεινται επίσης σε προθεσμία παραγραφής, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εν λόγω προθεσμία παραγραφής επιτρέπει στον καταναλωτή να ασκήσει τους τρόπους επανόρθωσης που ορίζονται στο άρθρο 13 για οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης για την οποία φέρει ευθύνη ο πωλητής δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και η οποία καθίσταται εμφανής κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στις εν λόγω παραγράφους.

5.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μόνο προθεσμία παραγραφής για τους τρόπους επανόρθωσης που προβλέπονται στο άρθρο 13. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εν λόγω προθεσμία παραγραφής επιτρέπει στον καταναλωτή να ασκήσει τους τρόπους επανόρθωσης που ορίζονται στο άρθρο 13 για οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης για την οποία φέρει ευθύνη ο πωλητής δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και η οποία καθίσταται εμφανής εντός του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στις εν λόγω παραγράφους.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι, στην περίπτωση των μεταχειρισμένων αγαθών, ο πωλητής και ο καταναλωτής δύνανται να συμφωνήσουν επί συμβατικών όρων ή συμφωνιών με συντομότερη περίοδο ευθύνης ή προθεσμία παραγραφής σε σχέση με τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1, 2 και 5, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω συντομότερες περίοδοι ή προθεσμίες δεν είναι βραχύτερες του ενός έτους.

Άρθρο 11

Βάρος της απόδειξης

1.   Κάθε έλλειψη συμμόρφωσης η οποία καθίσταται εμφανής εντός ενός έτους από τον χρόνο παράδοσης των αγαθών τεκμαίρεται ότι υφίστατο κατά τον χρόνο παράδοσης των αγαθών, εκτός αποδείξεως του αντιθέτου ή εκτός εάν το τεκμήριο αυτό είναι ασυμβίβαστο με τη φύση των αγαθών ή με τη φύση της έλλειψης συμμόρφωσης. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται επίσης σε αγαθά με ψηφιακά στοιχεία.

2.   Αντί της περιόδου του ενός έτους που ορίζεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν περίοδο δύο ετών από τον χρόνο παράδοσης των αγαθών.

3.   Στην περίπτωση αγαθών με ψηφιακά στοιχεία για τα οποία η σύμβαση πώλησης προβλέπει συνεχή παροχή του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας σε χρονική διάρκεια, το βάρος της απόδειξης όσον αφορά τη συμμόρφωση του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 2 το φέρει ο πωλητής για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης που καθίσταται εμφανής εντός του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο.

Άρθρο 12

Υποχρέωση κοινοποίησης

Τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν διατάξεις που ορίζουν ότι, για να επωφεληθεί από τα δικαιώματά του, ο καταναλωτής οφείλει να ενημερώσει τον πωλητή για την έλλειψη συμμόρφωσης εντός περιόδου τουλάχιστον δύο μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαπίστωσε την εν λόγω έλλειψη συμμόρφωσης.

Άρθρο 13

Τρόποι αποκατάστασης της συμμόρφωσης

1.   Σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης, ο καταναλωτής δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της συμμόρφωσης των αγαθών ή να λάβει ανάλογη μείωση του τιμήματος, ή να τερματίσει τη σύμβαση σύμφωνα με τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης των αγαθών, ο καταναλωτής δύναται να επιλέξει μεταξύ επισκευής και αντικατάστασης, εκτός αν ο επιλεγείς τρόπος επανόρθωσης θα ήταν αδύνατος ή, σε σύγκριση με τον άλλον τρόπο επανόρθωσης, θα συνεπάγετο για τον πωλητή δυσανάλογες δαπάνες, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, μεταξύ των οποίων οι εξής:

α)

η αξία που θα είχαν τα αγαθά εάν δεν υπήρχε έλλειψη συμμόρφωσης ·

β)

η σημασία που έχει η έλλειψη συμμόρφωσης · και

γ)

το κατά πόσον ο εναλλακτικός τρόπος επανόρθωσης θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή.

3.   Ο πωλητής δύναται να αρνηθεί την αποκατάσταση της συμμόρφωσης των αγαθών εάν η επισκευή και η αντικατάσταση είναι αδύνατες ή θα συνεπάγονταν δυσανάλογες δαπάνες για τον πωλητή, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων όσων αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β).

4.   Ο καταναλωτής δικαιούται είτε να λάβει ανάλογη μείωση του τιμήματος σύμφωνα με το άρθρο 15 είτε να τερματίσει τη σύμβαση πώλησης σύμφωνα με το άρθρο 16 σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

ο πωλητής δεν έχει ολοκληρώσει την επισκευή ή την αντικατάσταση ή, ανάλογα με την περίπτωση, δεν έχει ολοκληρώσει την επισκευή ή την αντικατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφοι 2 και 3 ή ο πωλητής έχει αρνηθεί την αποκατάσταση της συμμόρφωσης των αγαθών σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου·

β)

παρουσιάζεται έλλειψη συμμόρφωσης παρά το γεγονός ότι ο πωλητής είχε προηγουμένως προσπαθήσει να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση των αγαθών·

γ)

η έλλειψη συμμόρφωσης είναι τόσο σοβαρή ώστε να δικαιολογεί την άμεση μείωση του τιμήματος ή τον τερματισμό της σύμβασης πώλησης· ή

δ)

ο πωλητής έχει δηλώσει, ή συνάγεται από τις περιστάσεις, ότι δεν θα αποκαταστήσει τη συμμόρφωση των αγαθών εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή.

5.   Ο καταναλωτής δεν δικαιούται να τερματίσει τη σύμβαση εάν η έλλειψη συμμόρφωσης είναι επουσιώδης. Το βάρος της απόδειξης ότι η έλλειψη συμμόρφωσης είναι επουσιώδης το φέρει ο πωλητής.

6.   Ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να επισχέσει το υπόλοιπο του τιμήματος ή μέρος αυτού έως ότου ο πωλητής εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν τις προϋποθέσεις και τους τρόπους με τους οποίους ο καταναλωτής θα ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης του τιμήματος.

7.   Τα κράτη μέλη δύνανται να ρυθμίζουν αν και σε ποιο βαθμό η συμβολή του καταναλωτή στην έλλειψη συμμόρφωσης επηρεάζει το δικαίωμά του σε επανόρθωση.

Άρθρο 14

Επισκευή ή αντικατάσταση των αγαθών

1.   Η επισκευή ή η αντικατάσταση διεξάγεται:

α)

δωρεάν·

β)

εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη στιγμή που ο πωλητής ενημερώθηκε από τον καταναλωτή σχετικά με την έλλειψη συμμόρφωσης· και

γ)

χωρίς σημαντική ενόχληση του καταναλωτή, λαμβανομένων υπόψη της φύσης των αγαθών και του σκοπού για τον οποίο ο καταναλωτής προόριζε τα αγαθά.

2.   Όταν η έλλειψη συμμόρφωσης επανορθώνεται με επισκευή ή αντικατάσταση των αγαθών, ο καταναλωτής θέτει τα αγαθά στη διάθεση του πωλητή. Ο πωλητής ανακτά τα προς αντικατάσταση αγαθά με δικά του έξοδα.

3.   Όταν η επισκευή απαιτεί την αφαίρεση των αγαθών που είχαν εγκατασταθεί κατά τρόπο σύμφωνο με τη φύση και τον σκοπό τους προτού η έλλειψη συμμόρφωσης καταστεί εμφανής, ή όταν τα αγαθά αυτά πρέπει να αντικατασταθούν, η υποχρέωση επισκευής ή αντικατάστασης των αγαθών περιλαμβάνει την αφαίρεση των μη συμμορφούμενων αγαθών και την εγκατάσταση των υποκατάστατων αγαθών ή των επισκευασθέντων αγαθών, ή την ανάληψη των δαπανών της εν λόγω αφαίρεσης και εγκατάστασης.

4.   Ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να πληρώσει για τη συνήθη χρήση των προς αντικατάσταση αγαθών κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της αντικατάστασής τους.

Άρθρο 15

Μείωση του τιμήματος

Η μείωση του τιμήματος είναι ανάλογη της μείωσης της αξίας των αγαθών που έλαβε ο καταναλωτής σε σύγκριση με την αξία που θα είχαν τα αγαθά αν συμμορφώνονταν.

Άρθρο 16

Τερματισμός της σύμβασης πώλησης

1.   Ο καταναλωτής ασκεί το δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης πώλησης με δήλωση προς τον πωλητή με την οποία εκφράζει την απόφασή του να τερματίσει τη σύμβαση πώλησης.

2.   Σε περίπτωση που η έλλειψη συμμόρφωσης αφορά μόνον ορισμένα από τα αγαθά που παραδίδονται στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης και συντρέχει λόγος τερματισμού της σύμβασης πώλησης σύμφωνα με το άρθρο 13, ο καταναλωτής δύναται να τερματίσει τη σύμβαση πώλησης μόνο σε σχέση με τα αγαθά αυτά και οποιαδήποτε άλλα αγαθά τα οποία απέκτησε μαζί με τα μη συμμορφούμενα αγαθά αν δεν είναι εύλογο να αναμένεται από τον καταναλωτή να δεχθεί να κρατήσει μόνο τα συμμορφούμενα αγαθά.

3.   Σε περίπτωση που ο καταναλωτής τερματίσει τη σύμβαση πώλησης στο σύνολό της ή, σύμφωνα με την παράγραφο 2, σε σχέση με ορισμένα από τα παραδιδόμενα αγαθά στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης:

α)

ο καταναλωτής επιστρέφει στον πωλητή τα αγαθά, με έξοδα του πωλητή· και

β)

ο πωλητής επιστρέφει στον καταναλωτή το τίμημα που αυτός κατέβαλε για τα αγαθά, μόλις παραλάβει τα αγαθά ή κάποια απόδειξη εκ μέρους του καταναλωτή ότι έχουν επιστραφεί τα αγαθά.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν τις λεπτομέρειες για την επιστροφή των αγαθών και του τιμήματος.

Άρθρο 17

Εμπορικές εγγυήσεις

1.   Κάθε εμπορική εγγύηση είναι δεσμευτική για τον εγγυητή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη δήλωση εμπορικής εγγύησης και στη σχετική διαφήμιση που υπήρχε κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πώλησης ή πριν από αυτή. Υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και με την επιφύλαξη τυχόν άλλων εφαρμοστέων διατάξεων του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου, όταν ένας παραγωγός παρέχει στον καταναλωτή εμπορική εγγύηση όσον αφορά την ανθεκτικότητα ορισμένων αγαθών για ορισμένο χρονικό διάστημα, ο παραγωγός είναι άμεσα υπεύθυνος έναντι του καταναλωτή, καθ’ όλη τη διάρκεια της εμπορικής εγγύησης όσον αφορά την ανθεκτικότητα, για την επισκευή ή την αντικατάσταση των αγαθών σύμφωνα με το άρθρο 14. Ο παραγωγός μπορεί να προσφέρει στον καταναλωτή πιο ευνοϊκές συνθήκες στη δήλωση εμπορικής εγγύησης όσον αφορά την ανθεκτικότητα.

Εάν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στη δήλωση εμπορικής εγγύησης είναι λιγότερο ευνοϊκές για τον καταναλωτή από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στη σχετική διαφήμιση, η εμπορική εγγύηση είναι δεσμευτική βάσει των προϋποθέσεων που ορίζονται στη διαφήμιση σχετικά με την εμπορική εγγύηση, εκτός εάν πριν από τη σύναψη της σύμβασης πώλησης η σχετική διαφήμιση είχε διορθωθεί με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο με αυτόν που πραγματοποιήθηκε.

2.   Η δήλωση εμπορικής εγγύησης παρέχεται στον καταναλωτή σε σταθερό μέσο το αργότερο κατά τον χρόνο παράδοσης των αγαθών. Η δήλωση εμπορικής εγγύησης διατυπώνεται σε απλή και κατανοητή γλώσσα. Περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

σαφή δήλωση ότι ο καταναλωτής δικαιούται βάσει νόμου επανόρθωση από τον πωλητή δωρεάν σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης των αγαθών και ότι οι τρόποι επανόρθωσης δεν επηρεάζονται από την εμπορική εγγύηση·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του εγγυητή·

γ)

τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει ο καταναλωτής για να επιτύχει την εφαρμογή της εμπορικής εγγύησης·

δ)

τον προσδιορισμό των αγαθών για τα οποία ισχύει η εμπορική εγγύηση· και

ε)

τους όρους της εμπορικής εγγύησης.

3.   Η μη συμμόρφωση με την παράγραφο 2 δεν θίγει τον δεσμευτικό χαρακτήρα της εμπορικής εγγύησης για τον εγγυητή.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν κανόνες για άλλες πτυχές που αφορούν τις εμπορικές εγγυήσεις οι οποίες δεν ρυθμίζονται στο παρόν άρθρο, συμπεριλαμβανομένων κανόνων σχετικά με τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες πρέπει να διατίθεται στον καταναλωτή η δήλωση εμπορικής εγγύησης.

Άρθρο 18

Δικαίωμα αναγωγής

Αν ο πωλητής φέρει ευθύνη έναντι του καταναλωτή λόγω έλλειψης συμμόρφωσης που απορρέει από πράξη ή παράλειψη προσώπου σε προηγούμενο στάδιο της αλυσίδας συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης της παράλειψης να παρασχεθούν ενημερώσεις σε αγαθά με ψηφιακά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3, ο πωλητής δικαιούται να διεκδικήσει επανόρθωση από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που φέρουν ευθύνη στην αλυσίδα συναλλαγών. Το πρόσωπο κατά του οποίου μπορεί να στραφεί ο πωλητής, καθώς και οι σχετικοί τρόποι επανόρθωσης και οι όροι άσκησής τους, καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 19

Εφαρμογή

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ύπαρξη κατάλληλων και αποτελεσματικών μέσων για τη διασφάλιση της τήρησης της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα μέσα της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν διατάξεις οι οποίες επιτρέπουν σε έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους οργανισμούς, όπως καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία, να προσφεύγουν σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία στα δικαστήρια ή στα αρμόδια διοικητικά όργανα με αίτημα την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας:

α)

δημόσιους οργανισμούς ή τους εκπροσώπους τους·

β)

οργανώσεις καταναλωτών που έχουν έννομο συμφέρον στην προστασία των καταναλωτών·

γ)

επαγγελματικές οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να ενεργήσουν.

Άρθρο 20

Ενημέρωση των καταναλωτών

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι καταναλωτές έχουν στη διάθεσή τους πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών δυνάμει της παρούσας οδηγίας, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τα μέσα για την επιβολή των λόγω δικαιωμάτων.

Άρθρο 21

Υποχρεωτικός χαρακτήρας

1.   Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία, οποιαδήποτε συμβατική συμφωνία η οποία αποκλείει, σε βάρος του καταναλωτή, την εφαρμογή των εθνικών μέτρων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας, παρεκκλίνει από αυτά ή μεταβάλλει την ισχύ τους προτού η έλλειψη συμμόρφωσης των αγαθών περιέλθει σε γνώση του πωλητή από τον καταναλωτή, δεν είναι δεσμευτική για τον καταναλωτή.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τον πωλητή να προσφέρει στον καταναλωτή συμβατικές διευθετήσεις που υπερβαίνουν την προστασία που παρέχει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 22

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ

1)   Στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394, το σημείο 3 αντικαθίσταται από το εξής:

«3.

Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 1999/44/ΕΚ (ΕΕ L 136 της 22.5.2019, σ. 28).».

2)   Στο παράρτημα I της οδηγίας 2009/22/ΕΚ, το σημείο 7 αντικαθίσταται από το εξής:

«7.

Οδηγία (ΕΕ) 2019/771 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 1999/44/ΕΚ (ΕΕ L 136 της 22.5.2019, σ. 28).».

Άρθρο 23

Κατάργηση της οδηγίας 1999/44/ΕΚ

Η οδηγία 1999/44/ΕΚ καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Οι παραπομπές στην καταργηθείσα οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα.

Άρθρο 24

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Έως την 1η Ιουλίου 2021 τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τα μέτρα που απαιτούνται για τη συμμόρφωσή τους προς την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν αυτά τα μέτρα από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των μέτρων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

2.   Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται σε συμβάσεις συναφθείσες πριν την 1η Ιανουαρίου 2022.

Άρθρο 25

Επανεξέταση

Η Επιτροπή επανεξετάζει στις 12 Ιουνίου 2024, το αργότερο, την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεών της σχετικά με τους τρόπους επανόρθωσης και το βάρος της απόδειξης —μεταξύ άλλων όσον αφορά τα μεταχειρισμένα αγαθά καθώς και τα αγαθά που πωλούνται σε δημόσιους πλειστηριασμούς— και την εμπορική εγγύηση του παραγωγού όσον αφορά την ανθεκτικότητα, και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η έκθεση αξιολογεί κατά κύριο λόγο κατά πόσον η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 διασφαλίζει ένα συνεπές και συνεκτικό πλαίσιο για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου, ψηφιακών υπηρεσιών και αγαθών με ψηφιακά στοιχεία, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τις πολιτικές της Ένωσης. Η έκθεση συνοδεύεται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετικές προτάσεις.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ωστόσο, το άρθρο 22 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Άρθρο 27

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 20 Μαΐου 2019.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. TAJANI

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. CIAMBA


(1)  ΕΕ C 264 της 20.7.2016, σ. 57.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2019 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 15ης Απριλίου 2019.

(3)  Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64).

(4)  Οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ L 171 της 7.7.1999, σ. 12).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177 της 4.7.2008, σ. 6).

(6)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/770 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών (Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20.12.2012, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2394 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 (ΕΕ L 345 της 27.12.2017, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 110 της 1.5.2009, σ. 30).

(10)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 1999/44/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 2 σημείο 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β) – πρώτη περίπτωση

Άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β) – δεύτερη και τρίτη περίπτωση

Άρθρο 2 σημείο 5 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 2 σημείο 3

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 2 σημείο 4

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 2 σημείο 12

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 2 σημείο 15 και άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 5

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 6 στοιχείο α) και άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 6 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 2 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 5

Άρθρο 8

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 2 και άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 1 στοιχείο β) και γ)

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 2 σημείο 14

Άρθρο 3 παράγραφος 5

Άρθρο 13 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 6

Άρθρο 13 παράγραφος 5

Άρθρο 4

Άρθρο 18

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2, 3, 4 και 5

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 12

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 11

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 17 παράγραφος 4

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 6

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 6 και 7

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 4

Άρθρο 9

Άρθρα 19 και 20

Άρθρο 10

Άρθρο 22

Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 24 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 24 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 12

Άρθρο 25

Άρθρο 13

Άρθρο 26

Άρθρο 14

Άρθρο 27


Top