Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32016R2338

    Κανονισμός (ΕΕ) 2016/2338 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 σχετικά με το άνοιγμα της αγοράς εγχώριων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ )

    ΕΕ L 354 της 23.12.2016, p. 22–31 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2016/2338/oj

    23.12.2016   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 354/22


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/2338 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 14ης Δεκεμβρίου 2016

    για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 σχετικά με το άνοιγμα της αγοράς εγχώριων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 91,

    Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Οι σιδηροδρομικές μεταφορές έχουν το δυναμικό να αναπτυχθούν και να αυξήσουν το μερίδιό τους και να παίξουν σημαντικό ρόλο σε ένα βιώσιμο σύστημα μεταφορών και κινητικότητας, δημιουργώντας νέες επενδυτικές ευκαιρίες και θέσεις εργασίας. Ωστόσο, η ανάπτυξη των σιδηροδρομικών επιβατικών μεταφορών δεν έχει συμβαδίσει με την εξέλιξη των άλλων μέσων μεταφοράς.

    (2)

    Η ενωσιακή αγορά διεθνών επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών έχει ανοίξει στον ανταγωνισμό από το 2010. Επιπλέον, ορισμένα κράτη μέλη έχουν ανοίξει τις υπηρεσίες εγχώριων επιβατικών μεταφορών στον ανταγωνισμό, θεσπίζοντας δικαιώματα ανοικτής πρόσβασης ή δημόσιους διαγωνισμούς για τις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ή και τα δύο. Το άνοιγμα της αγοράς για εγχώριες επιβατικές σιδηροδρομικές μεταφορές θα πρέπει να έχει θετικό αντίκτυπο στη λειτουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, οδηγώντας σε καλύτερες υπηρεσίες για τους χρήστες.

    (3)

    Στη λευκή της βίβλο για τις μεταφορές της 28ης Μαρτίου 2011, η Επιτροπή εξέφρασε την πρόθεσή της να ολοκληρώσει την εσωτερική αγορά σιδηροδρομικών μεταφορών, καταργώντας τεχνικούς, διοικητικούς και νομικούς φραγμούς που εμποδίζουν την είσοδο στη σιδηροδρομική αγορά.

    (4)

    Η ολοκλήρωση του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου θα πρέπει να προωθήσει την ανάπτυξη των σιδηροδρομικών μεταφορών ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση έναντι άλλων τρόπων μεταφοράς, μεταξύ άλλων από άποψη τιμών και ποιότητας.

    (5)

    Συγκεκριμένος στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να ενισχύσει την ποιότητα, τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και τις επιδόσεις υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών.

    (6)

    Υπηρεσίες σε διασυνοριακό επίπεδο που παρέχονται βάσει συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, μεταξύ αυτών και υπηρεσίες δημόσιων μεταφορών που καλύπτουν τοπικές και περιφερειακές μεταφορικές ανάγκες, θα πρέπει να υπόκεινται στην έγκριση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στην επικράτεια των οποίων παρέχονται οι υπηρεσίες.

    (7)

    Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθορίσουν προδιαγραφές για τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας στις δημόσιες επιβατικές μεταφορές. Οι προδιαγραφές αυτές θα πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους στόχους πολιτικής όπως αυτοί αναφέρονται σε έγγραφα πολιτικής δημόσιων μεταφορών στα κράτη μέλη.

    (8)

    Οι προδιαγραφές των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας στις δημόσιες επιβατικές μεταφορές θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να αποφέρουν θετικά αποτελέσματα δικτύου, μεταξύ άλλων με όρους βελτίωσης της ποιότητας των υπηρεσιών, της κοινωνικής και εδαφικής συνοχής ή της συνολικής αποτελεσματικότητας του συστήματος δημόσιων μεταφορών.

    (9)

    Οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να συνάδουν με την πολιτική δημόσιων μεταφορών. Ωστόσο, αυτό δεν γεννά δικαίωμα των αρμόδιων αρχών να λαμβάνουν συγκεκριμένο ποσό χρηματοδότησης.

    (10)

    Όταν καταρτίζονται έγγραφα πολιτικής δημόσιων μεταφορών, θα πρέπει να ζητείται η γνώμη των συμφεροντούχων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Στους εν λόγω συμφεροντούχους μπορούν να περιλαμβάνονται μεταφορείς, διαχειριστές υποδομών, οργανώσεις των εργαζομένων και εκπρόσωποι των χρηστών των δημόσιων υπηρεσιών μεταφοράς.

    (11)

    Για συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που δεν ανατίθενται με βάση διαδικασία διαγωνισμού, η εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας από τους φορείς δημόσιων υπηρεσιών θα πρέπει να αποζημιώνεται κατάλληλα, ώστε να διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα των υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών μεταφορών σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην πολιτική δημόσιων μεταφορών. Ειδικότερα, η αποζημίωση αυτή θα πρέπει να προάγει τη διατήρηση ή την ανάπτυξη αποτελεσματικής διαχείρισης από τον φορέα παροχής δημόσιας υπηρεσίας και την παροχή υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών επαρκώς υψηλού επιπέδου.

    (12)

    Στο πλαίσιο της σύστασης του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο κοινωνικής προστασίας για το προσωπικό των φορέων παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

    (13)

    Με σκοπό την κατάλληλη ενσωμάτωση κοινωνικών και εργασιακών απαιτήσεων στις διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών μεταφορών, οι φορείς δημόσιων υπηρεσιών θα πρέπει, κατά την εκτέλεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, να συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις στον τομέα του κοινωνικού και εργατικού δικαίου οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος όπου ανατίθεται η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας και οι οποίες απορρέουν από νόμους, κανονισμούς και αποφάσεις, σε επίπεδο τόσο εθνικό όσο και ενωσιακό, καθώς και από ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις, υπό τον όρο ότι οι εθνικοί αυτοί κανόνες και η εφαρμογή τους συμμορφώνονται με το ενωσιακό δίκαιο.

    (14)

    Όταν τα κράτη μέλη απαιτούν το προσωπικό που είχε προσλάβει ο προηγούμενος φορέας να μεταβιβαστεί στον νέο επιλεγμένο φορέα παροχής δημόσιας υπηρεσίας, στο προσωπικό αυτό θα πρέπει να χορηγούνται τα δικαιώματα που θα διέθετε εάν είχε γίνει μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου (4). Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να θεσπίζουν τέτοιες διατάξεις.

    (15)

    Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να καθιστούν διαθέσιμες σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη συναφείς πληροφορίες για την κατάρτιση προσφορών στο πλαίσιο διαδικασιών διαγωνισμού, διασφαλίζοντας παράλληλα τη θεμιτή προστασία εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών.

    (16)

    Η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να παράσχει σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη πληροφορίες απαραίτητες για την κατάρτιση προσφοράς στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού δεν θα πρέπει να εκτείνεται στη δημιουργία πρόσθετων πληροφοριών, όταν οι πληροφορίες αυτές δεν υπάρχουν.

    (17)

    Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ποικιλομορφία στην εδαφική και πολιτική οργάνωση των κρατών μελών, μπορεί να ανατεθεί σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας από αρμόδια αρχή που αποτελείται από ομάδα δημόσιων αρχών. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να υπάρχουν σαφείς κανόνες που να καθορίζουν τους αντίστοιχους ρόλους κάθε δημόσιας αρχής στη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

    (18)

    Λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των διοικητικών δομών στα κράτη μέλη, στην περίπτωση των συμβάσεων για την παροχή υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών που ανατίθενται απευθείας από ομάδα αρμόδιων τοπικών αρχών, ο καθορισμός των τοπικών αρχών που είναι αρμόδιες όσον αφορά «αστικά κέντρα» και «αγροτικές περιοχές» παραμένει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

    (19)

    Συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών θα πρέπει να χορηγούνται με βάση διαδικασία διαγωνισμού, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

    (20)

    Οι διαδικασίες διαγωνισμού για ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να είναι ανοικτές σε όλους τους φορείς, να είναι δίκαιες και να τηρούν τις αρχές της διαφάνειας και της μη διακριτικής μεταχείρισης.

    (21)

    Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών ανατίθενται βάσει διαδικασίας διαγωνισμού, νέες συμβάσεις μπορούν να ανατίθενται προσωρινά απευθείας, ώστε να διασφαλιστεί ότι παρέχονται υπηρεσίες με τον οικονομικά αποδοτικότερο τρόπο. Οι συμβάσεις αυτές δεν θα πρέπει να ανανεώνονται για να καλύψουν τις ίδιες ή παρόμοιες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

    (22)

    Όταν μόνο ένας φορέας εκμετάλλευσης εκφράζει ενδιαφέρον μετά από δημοσίευση της πρόθεσης να διοργανωθεί διαδικασία διαγωνισμού, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τον εν λόγω φορέα για να αναθέσουν τη σύμβαση χωρίς περαιτέρω δημοσίευση ανοικτής διαδικασίας διαγωνισμού.

    (23)

    Τα ελάχιστα κατώτατα όρια για απευθείας ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να προσαρμοστούν για να αντικατοπτρίζουν τους υψηλότερους όγκους και τα μοναδιαία κόστη στις υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών σε σύγκριση με άλλους τρόπους μεταφοράς που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Υψηλότερα όρια θα πρέπει επίσης να ισχύουν σε υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών μεταφορικών όπου ο σιδηρόδρομος αντιπροσωπεύει άνω του 50 % της αξίας των εν λόγω υπηρεσιών.

    (24)

    Η σύσταση του ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου απαιτεί κοινούς κανόνες για την ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε αυτόν τον τομέα, οι οποίοι να λαμβάνουν ταυτόχρονα υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε κράτους μέλους.

    (25)

    Εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις συναφείς με τη φύση και τη δομή της σιδηροδρομικής αγοράς ή του σιδηροδρομικού δικτύου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να δικαιούνται να αναθέσουν απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών, όταν μια τέτοια σύμβαση μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών ή οικονομική αποδοτικότητα ή και τα δύο.

    (26)

    Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν μέτρα για να αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, περιορίζοντας τον αριθμό των συμβάσεων που αναθέτουν σε μία σιδηροδρομική επιχείρηση.

    (27)

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα νομικά τους συστήματα παρέχουν τη δυνατότητα να αξιολογούνται από ανεξάρτητο φορέα οι αποφάσεις της αρμόδιας αρχής περί απευθείας ανάθεσης συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών βάσει προσέγγισης με γνώμονα την απόδοση. Αυτό θα μπορούσε να γίνει στο πλαίσιο δικαστικής επανεξέτασης.

    (28)

    Όταν προετοιμάζουν διαδικασίες διαγωνισμού, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν κατά πόσον απαιτούνται μέτρα για να διασφαλιστεί αποτελεσματική και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε κατάλληλο σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να θέτουν την έκθεση αξιολόγησης στη διάθεση του κοινού.

    (29)

    Ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά επερχόμενης διαδικασίας διαγωνισμού για την ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας είναι ανάγκη να είναι απόλυτα διαφανή, ώστε να επιτρέπουν μια καλύτερα οργανωμένη απόκριση της αγοράς.

    (30)

    Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 τροποποιείται ως εξής:

    1)

    Στο άρθρο 1 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Με την επιφύλαξη της συμφωνίας των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών στην επικράτεια των οποίων παρέχονται οι υπηρεσίες, οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας μπορούν να αφορούν υπηρεσίες δημόσιων μεταφορών σε διασυνοριακό επίπεδο, περιλαμβανομένων και όσων καλύπτουν τοπικές και περιφερειακές ανάγκες μεταφορών.».

    2)

    Στο άρθρο 2, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

    «αα)   “υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών”: οι δημόσιες σιδηροδρομικές επιβατικές μεταφορές, εξαιρουμένων των επιβατικών μεταφορών με άλλους τρόπους μεταφορών σταθερής τροχιάς, όπως το μετρό ή το τραμ·».

    3)

    Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 2α

    Προδιαγραφές των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας

    1.   Η αρμόδια αρχή ορίζει τις προδιαγραφές των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας για την παροχή υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών μεταφορών και το πεδίο εφαρμογής τους σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ε). Αυτό περιλαμβάνει τη δυνατότητα ομαδοποίησης υπηρεσιών των οποίων το κόστος καλύπτεται με υπηρεσίες των οποίων το κόστος δεν καλύπτεται.

    Όταν ορίζει τις εν λόγω προδιαγραφές και το πεδίο εφαρμογής τους, η αρμόδια αρχή τηρεί δεόντως την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.

    Οι προδιαγραφές είναι σύμφωνες προς τους στόχους πολιτικής που αναφέρονται σε έγγραφα πολιτικής δημόσιων μεταφορών στα κράτη μέλη.

    Το περιεχόμενο και η μορφή των εγγράφων πολιτικής δημόσιων μεταφορών και οι διαδικασίες διαβούλευσης με τους συμφεροντούχους καθορίζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

    2.   Οι προδιαγραφές των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και η σχετική αποζημίωση του καθαρού οικονομικού αποτελέσματος των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας:

    α)

    επιτυγχάνουν τους στόχους της πολιτικής δημόσιων μεταφορών με οικονομικά συμφέροντα τρόπο· και

    β)

    υποστηρίζουν την οικονομική βιωσιμότητα της παροχής δημόσιων επιβατικών μεταφορών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην πολιτική δημόσιων μεταφορών, κατά τρόπο μακροπρόθεσμο.».

    4)

    Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    Στην παράγραφο 1, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α)

    καθορίζουν με σαφήνεια τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2α αυτού, με τις οποίες ο φορέας παροχής δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να συμμορφώνεται, και τις οικείες γεωγραφικές περιοχές·

    β)

    καθορίζουν εκ των προτέρων, με αντικειμενικότητα και διαφάνεια,

    i)

    τις παραμέτρους με βάση τις οποίες πρέπει να υπολογίζεται η πληρωμή της αποζημίωσης, εάν υπάρχει· και

    ii)

    τη φύση και την έκταση των τυχόν χορηγούμενων αποκλειστικών δικαιωμάτων, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση.

    Στην περίπτωση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας μη ανατεθειμένων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1, 3 ή 3β, οι εν λόγω παράμετροι καθορίζονται έτσι ώστε καμία πληρωμή αποζημίωσης να μην υπερβαίνει το ποσό που είναι αναγκαίο για να καλύψει το καθαρό οικονομικό αποτέλεσμα επί του κόστους που προκύπτει και των εσόδων που γεννά η εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των συναφών εσόδων που αποκομίζει ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας και ενός εύλογου κέρδους·».

    β)

    Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

    «4α.   Κατά την εκτέλεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι φορείς δημόσιων υπηρεσιών συμμορφώνονται με τις ισχύουσες υποχρεώσεις στον τομέα του κοινωνικού και εργατικού δικαίου που θεσπίστηκαν από το ενωσιακό δίκαιο, το εθνικό δίκαιο ή συλλογικές συμβάσεις.

    4β.   Η οδηγία 2001/23/ΕΚ εφαρμόζεται στην περίπτωση αλλαγής φορέα δημόσιας υπηρεσίας, όταν η αλλαγή αυτή συνιστά μεταβίβαση επιχειρήσεως κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.».

    γ)

    Η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6.   Όταν αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, απαιτούν από φορείς δημόσιων υπηρεσιών να πληρούν ορισμένα κριτήρια ποιότητας και κοινωνικά πρότυπα ή θεσπίζουν κοινωνικά και ποιοτικά κριτήρια, τα εν λόγω πρότυπα και κριτήρια περιλαμβάνονται στα έγγραφα προκήρυξης του διαγωνισμού και στις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Με την επιφύλαξη της τήρησης της οδηγίας 2001/23/ΕΚ, αυτά τα έγγραφα προκήρυξης του διαγωνισμού και οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας περιλαμβάνουν επίσης, όπου συντρέχει περίπτωση, πληροφορίες για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που αφορούν τη μεταβίβαση του προσωπικού που είχε προσληφθεί από τον προηγούμενο φορέα.».

    δ)

    Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «8.   Οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης να παράσχει στην αρμόδια αρχή τις απαραίτητες πληροφορίες για την ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, διασφαλίζοντας παράλληλα τη θεμιτή προστασία των εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών. Οι αρμόδιες αρχές καθιστούν διαθέσιμες σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη συναφείς πληροφορίες για την κατάρτιση προσφοράς στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού, διασφαλίζοντας παράλληλα τη θεμιτή προστασία εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται πληροφορίες για ζήτηση επιβατών, ναύλους, κόστος και έσοδα σχετικές με τις δημόσιες επιβατικές μεταφορές που καλύπτονται από τη διαδικασία διαγωνισμού και λεπτομέρειες των προδιαγραφών υποδομής σχετικών για τη λειτουργία των απαιτούμενων οχημάτων ή τροχαίου υλικού που να επιτρέπουν στα ενδιαφερόμενα μέρη να καταρτίσουν τεκμηριωμένα επιχειρηματικά σχέδια. Οι διαχειριστές σιδηροδρομικών υποδομών στηρίζουν τις αρμόδιες αρχές παρέχοντας όλες τις σχετικές προδιαγραφές υποδομών. Η μη συμμόρφωση προς τις ανωτέρω διατάξεις υπόκειται στη δικαστική αναθεώρηση που προβλέπει το άρθρο 5 παράγραφος 7.».

    5)

    Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    Στην παράγραφο 2, το εισαγωγικό κείμενο αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

    «2.   Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, κάθε αρμόδια τοπική αρχή, είτε είναι μεμονωμένη αρχή είτε ομάδα αρχών που παρέχει ολοκληρωμένες υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών μεταφορών, μπορεί να αποφασίζει να παρέχει η ίδια υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών μεταφορών ή να αναθέτει συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας απευθείας σε νομικώς διακριτή οντότητα επί της οποίας η αρμόδια τοπική αρχή ή, στην περίπτωση ομάδας αρχών μία τουλάχιστον αρμόδια τοπική αρχή, ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των δικών της τμημάτων.

    Στην περίπτωση υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών, η ομάδα αρχών που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να αποτελείται μόνο από αρμόδιες τοπικές αρχές των οποίων η γεωγραφική περιοχή αρμοδιότητας δεν είναι εθνική. Η υπηρεσία δημόσιας επιβατικής μεταφοράς ή η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να καλύπτει μόνο τις μεταφορικές ανάγκες αστικών οικισμών ή αγροτικών περιοχών ή και τα δύο.

    Όποτε αρμόδια τοπική αρχή λαμβάνει τέτοια απόφαση, εφαρμόζονται τα εξής:».

    β)

    Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Κάθε αρμόδια αρχή που προσφεύγει σε τρίτον, άλλον από τον εγχώριο φορέα, αναθέτει τις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας βάσει διαδικασίας διαγωνισμού, εξαιρουμένων των περιπτώσεων των παραγράφων 3α, 4, 4α, 4β, 5 και 6. Η διαδικασία διαγωνισμού που ακολουθείται είναι ανοικτή σε όλους τους φορείς, δίκαιη και επιτρέπει την τήρηση των αρχών της διαφάνειας και της μη διακριτικής μεταχείρισης. Μετά την υποβολή των προσφορών και την ενδεχόμενη προεπιλογή, η διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με τις ανωτέρω αρχές, με σκοπό να προσδιοριστεί πώς θα ικανοποιηθούν αποτελεσματικότερα ειδικές ή σύνθετες απαιτήσεις.».

    γ)

    Προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

    «3α.   Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, όσον αφορά τις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών που ανατίθενται βάσει διαδικασίας διαγωνισμού, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να αναθέσει προσωρινά νέες συμβάσεις απευθείας, εφόσον η αρμόδια αρχή κρίνει ότι η απευθείας ανάθεση δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις. Τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις περιλαμβάνουν καταστάσεις όπου:

    υπάρχουν ορισμένες διαδικασίες διαγωνισμού που εξετάζονται ήδη από την αρμόδια αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές και οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον αριθμό και την ποιότητα των προσφορών που ενδέχεται να ληφθούν, εάν η σύμβαση αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας διαγωνισμού, ή

    απαιτούνται τροποποιήσεις στο πεδίο εφαρμογής μίας ή περισσότερων συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η παροχή δημόσιων υπηρεσιών.

    Η αρμόδια αρχή εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

    Η διάρκεια των συμβάσεων που ανατίθενται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο είναι ανάλογη προς την εξαιρετική περίσταση και σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει τα 5 έτη.

    Η αρμόδια αρχή δημοσιεύει τις εν λόγω συμβάσεις. Παράλληλα λαμβάνει υπόψη τη θεμιτή προστασία εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών και εμπορικών συμφερόντων.

    Η επακόλουθη σύμβαση που αφορά τις ίδιες υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας δεν ανατίθεται με βάση αυτή τη διάταξη.

    3β.   Κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν να εφαρμόσουν την ακόλουθη διαδικασία:

     

    Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δημοσιοποιούν τις προθέσεις τους για την ανάθεση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών μέσω της δημοσίευσης ενημερωτικής ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

     

    Η εν λόγω ενημερωτική ανακοίνωση περιέχει λεπτομερή περιγραφή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης που πρόκειται να συναφθεί, καθώς και το είδος και τη διάρκεια της σύμβασης.

     

    Οι φορείς εκμετάλλευσης μπορούν να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους εντός προθεσμίας που ορίζεται από την αρμόδια αρχή, η οποία δεν είναι μικρότερη από 60 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης της ενημερωτικής ανακοίνωσης.

    Εάν μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας:

    α)

    μόνον ένας φορέας εκμετάλλευσης έχει εκφράσει ενδιαφέρον να συμμετάσχει στη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

    β)

    ο εν λόγω φορέας εκμετάλλευσης έχει δεόντως αποδείξει ότι θα είναι ουσιαστικά σε θέση να παράσχει την υπηρεσία μεταφοράς σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας·

    γ)

    η απουσία ανταγωνισμού δεν είναι αποτέλεσμα τεχνητού περιορισμού των παραμέτρων της προμήθειας· και

    δ)

    δεν υπάρχει εύλογη εναλλακτική λύση,

    οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τον εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης, προκειμένου να αναθέσουν τη σύμβαση χωρίς περαιτέρω δημοσίευση ανοικτής διαδικασίας υποβολής προσφορών.».

    δ)

    Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4.   Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να αναθέσει απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας:

    α)

    όταν η μέση ετήσια αξία τους υπολογίζεται σε κάτω του 1 000 000 EUR ή, στην περίπτωση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας που περιλαμβάνει υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών, κάτω των 7 500 000 EUR· ή

    β)

    όταν αφορούν την ετήσια παροχή υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών μεταφορών κάτω των 300 000 χιλιομέτρων ή, στην περίπτωση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας που περιλαμβάνει υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών, κάτω των 500 000 χιλιομέτρων.

    Στην περίπτωση που ανατίθεται σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας απευθείας σε μικρομεσαία επιχείρηση η οποία χρησιμοποιεί έως 23 οδικά οχήματα, τα εν λόγω κατώτατα όρια μπορούν να αυξάνονται είτε σε μέση ετήσια αξία που υπολογίζεται σε κάτω από 2 000 000 EUR είτε σε ετήσια παροχή υπηρεσιών δημόσιων επιβατικών μεταφορών κάτω των 600 000 χιλιομέτρων.».

    ε)

    Παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

    «4α.   Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να αναθέσει απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών:

    α)

    όταν κρίνει ότι η απευθείας ανάθεση δικαιολογείται από τα σχετικά διαρθρωτικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά της οικείας αγοράς και δικτύου, και ιδίως του μεγέθους, των χαρακτηριστικών της ζήτησης, της πολυπλοκότητας του δικτύου, της τεχνικής και γεωγραφικής απομόνωσης και των υπηρεσιών που καλύπτονται από τη σύμβαση· και

    β)

    όταν μια τέτοια σύμβαση μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών ή της οικονομικής αποδοτικότητας ή και των δύο, σε σύγκριση με την προηγούμενη ανάθεση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

    Σε αυτήν τη βάση, η αρμόδια αρχή δημοσιεύει αιτιολογημένη απόφαση και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή εντός μηνός από τη δημοσίευσή της. Η αρμόδια αρχή μπορεί να προχωρήσει με την ανάθεση της σύμβασης.

    Τα κράτη μέλη στα οποία, στις 24 Δεκεμβρίου 2017, ο μέγιστος ετήσιος όγκος είναι μικρότερος από 23 εκατ. συρμοχιλιόμετρα και τα οποία έχουν μία μόνο αρμόδια αρχή σε εθνικό επίπεδο και μία σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας που διέπει το σύνολο του δικτύου θεωρείται ότι πληρούν την προϋπόθεση που ορίζεται στο στοιχείο α). Όταν η αρμόδια αρχή ενός από τα εν λόγω κράτη μέλη αποφασίζει να αναθέτει απευθείας σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, το οικείο κράτος μέλος ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή. Το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να αποφασίσει να εφαρμόσει το παρόν εδάφιο στη Βόρεια Ιρλανδία.

    Όταν η αρμόδια αρχή αποφασίζει να αναθέτει απευθείας σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ορίζει μετρήσιμες, διαφανείς και επαληθεύσιμες απαιτήσεις επιδόσεων. Οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνονται στη σύμβαση.

    Οι απαιτήσεις επιδόσεων καλύπτουν, ειδικότερα, τη χρονική ακρίβεια των δρομολογίων, τη συχνότητα των δρομολογίων των σιδηροδρόμων, την ποιότητα του τροχαίου υλικού και τη μεταφορική ικανότητα για τους επιβάτες.

    Η σύμβαση περιλαμβάνει ειδικούς δείκτες επιδόσεων που καθιστούν δυνατή τη διεξαγωγή περιοδικών αξιολογήσεων από την αρμόδια αρχή. Η σύμβαση περιλαμβάνει επίσης αποτελεσματικά και αποτρεπτικά μέτρα που πρέπει να επιβάλλονται σε περίπτωση που η σιδηροδρομική επιχείρηση δεν πληροί τις απαιτήσεις επιδόσεων.

    Η αρμόδια αρχή αξιολογεί τακτικά το κατά πόσον η σιδηροδρομική επιχείρηση έχει επιτύχει τους στόχους της προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις επιδόσεων, όπως ορίζεται στη σύμβαση, και δημοσιοποιεί τα ευρήματά της. Οι περιοδικές αυτές αξιολογήσεις πραγματοποιούνται τουλάχιστον κάθε 5 έτη. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα και έγκαιρα μέτρα, περιλαμβανομένης της επιβολής αποτελεσματικών και αποτρεπτικών συμβατικών κυρώσεων, εάν δεν επιτυγχάνονται οι απαιτούμενες βελτιώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών ή την οικονομική αποδοτικότητα ή και τα δύο. Η αρμόδια αρχή μπορεί ανά πάσα στιγμή να αναστείλει ή να καταγγείλει εν όλω ή εν μέρει την ανάθεση της σύμβασης βάσει της παρούσας διάταξης, εάν ο φορέας εκμετάλλευσης δεν πληροί τις απαιτήσεις επιδόσεων.

    4β.   Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, η αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να αναθέσει απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών, όταν αυτές αφορούν την εκμετάλλευση μόνο επιβατικών σιδηροδρομικών υπηρεσιών από φορέα που διαχειρίζεται ταυτόχρονα το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος της σιδηροδρομικής υποδομής επί της οποίας παρέχονται οι υπηρεσίες, όταν η εν λόγω σιδηροδρομική υποδομή εξαιρείται από την εφαρμογή των άρθρων 7, 7α, 7β, 7γ, 7δ, 8, 13 και του κεφαλαίου IV της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή β) της εν λόγω οδηγίας.

    Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 3, η διάρκεια των συμβάσεων που ανατίθενται απευθείας δυνάμει της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 4α του παρόντος άρθρου δεν υπερβαίνει τα 10 έτη, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες ισχύει το άρθρο 4 παράγραφος 4.

    Οι συμβάσεις που ανατίθενται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και την παράγραφο 4α δημοσιεύονται, ενώ παράλληλα λαμβάνεται υπόψη η θεμιτή προστασία των εμπιστευτικών επιχειρηματικών πληροφοριών και των εμπορικών συμφερόντων.

    (*1)  Οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 32).»."

    στ)

    Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «5.   Σε περίπτωση διακοπής των υπηρεσιών ή επικείμενου κινδύνου τέτοιας κατάστασης, η αρμόδια αρχή μπορεί να λαμβάνει έκτακτα μέτρα.

    Τα έκτακτα μέτρα έχουν τη μορφή απευθείας ανάθεσης ή επίσημης συμφωνίας παράτασης της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας ή επιβολής ορισμένων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Ο φορέας παροχής δημόσιας υπηρεσίας έχει το δικαίωμα να προσβάλει την απόφαση για επιβολή ορισμένων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Η περίοδος για την οποία σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας ανατίθεται, παρατείνεται ή επιβάλλεται από έκτακτα μέτρα δεν υπερβαίνει τα 2 έτη.».

    ζ)

    Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «6α.   Προκειμένου να προαχθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν ότι συμβάσεις για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών που καλύπτουν τμήματα του ίδιου δικτύου ή δέσμες γραμμών πρέπει να ανατεθούν σε διαφορετικές σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αποφασίσουν, πριν ξεκινήσουν τη διαδικασία διαγωνισμού, να περιορίσουν τον αριθμό των συμβάσεων που ανατίθενται στην ίδια σιδηροδρομική επιχείρηση.».

    η)

    Στην παράγραφο 7, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο:

    «Για περιπτώσεις που καλύπτονται από τις παραγράφους 4α και 4β, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη δυνατότητα να ζητηθεί αξιολόγηση της αιτιολογημένης απόφασης εκ μέρους της αρμόδιας αρχής από ανεξάρτητο φορέα που ορίζει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης αυτής δημοσιοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.».

    6)

    Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 5α

    Σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό

    1.   Με σκοπό την έναρξη διαδικασίας διαγωνισμού, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσον απαιτούνται μέτρα για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε κατάλληλο τροχαίο υλικό. Η αξιολόγηση αυτή λαμβάνει υπόψη την παρουσία εταιρειών μίσθωσης τροχαίου υλικού ή άλλων παραγόντων της αγοράς που προσφέρουν μίσθωση τροχαίου υλικού στην αντίστοιχη αγορά. Η έκθεση αξιολόγησης δημοσιοποιείται.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τηρώντας τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν αποτελεσματική και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στο κατάλληλο τροχαίο υλικό. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν:

    α)

    την απόκτηση εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του τροχαίου υλικού που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ώστε να το διαθέσει στον επιλεγμένο φορέα δημόσιας υπηρεσίας σε εμπορική τιμή ή ως μέρος της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 6 και, κατά περίπτωση, το παράρτημα·

    β)

    την παροχή εγγύησης εκ μέρους της αρμόδιας αρχής για τη χρηματοδότηση του τροχαίου υλικού που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε εμπορική τιμή ή στο πλαίσιο της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 6 και, κατά περίπτωση, το παράρτημα, περιλαμβάνοντας εγγύηση η οποία καλύπτει τον κίνδυνο υπολειμματικής αξίας·

    γ)

    δέσμευση της αρμόδιας αρχής στη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας να ανακτήσει το τροχαίο υλικό υπό προκαθορισμένους οικονομικούς όρους κατά τη λήξη της σύμβασης στην τιμή που ισχύει στη αγορά· ή

    δ)

    συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές με σκοπό να δημιουργηθεί μεγαλύτερο απόθεμα τροχαίου υλικού.

    3.   Εάν το τροχαίο υλικό τεθεί στη διάθεση νέου φορέα παροχής δημόσιων μεταφορών, η αρμόδια αρχή περιλαμβάνει στα έγγραφα προκήρυξης του διαγωνισμού κάθε διαθέσιμη πληροφορία για το κόστος συντήρησης του τροχαίου υλικού και την κατάστασή του.».

    7)

    Στο άρθρο 6, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Κάθε αποζημίωση συνδεόμενη με γενικό κανόνα ή σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας είναι σύμφωνη προς το άρθρο 4, ανεξάρτητα από τον τρόπο ανάθεσης της σύμβασης. Κάθε αποζημίωση, ανεξάρτητα από τη φύση της, η οποία συνδέεται με σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας που δεν έχει ανατεθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1, 3 ή 3β ή συνδέεται με γενικό κανόνα, είναι επίσης σύμφωνη με τις διατάξεις του παραρτήματος.».

    8)

    Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Κάθε αρμόδια αρχή δημοσιοποιεί μία φορά κατ' έτος συνολική έκθεση σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για τις οποίες είναι υπεύθυνη. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει την ημερομηνία έναρξης και τη διάρκεια των συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, τους επιλεγέντες φορείς δημόσιων υπηρεσιών και τις καταβολές αποζημιώσεων και τα αποκλειστικά δικαιώματα που χορηγούνται στους εν λόγω φορείς δημόσιων υπηρεσιών ως απόδοση δαπανών. Η έκθεση διακρίνει ανάμεσα στις μεταφορές με λεωφορείο και στις σιδηροδρομικές μεταφορές, καθιστά δυνατή την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των επιδόσεων, της ποιότητας και της χρηματοδότησης του δικτύου δημόσιων μεταφορών και, εφόσον απαιτείται, παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη φύση και την έκταση κάθε τυχόν χορηγηθέντος αποκλειστικού δικαιώματος. Η έκθεση λαμβάνει επίσης υπόψη τους στόχους πολιτικής όπως αυτοί αναφέρονται σε έγγραφα πολιτικής δημόσιων μεταφορών στο οικείο κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την κεντρική πρόσβαση σε αυτές τις εκθέσεις, για παράδειγμα μέσω κοινής διαδικτυακής πύλης.».

    β)

    Στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

    «δ)

    η προβλεπόμενη ημερομηνία έναρξης και η διάρκεια της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας.».

    9)

    Το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3:

    i)

    Το άρθρο 5 εφαρμόζεται στην ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών οδικώς και με μη σιδηροδρομικά μέσα σταθερής τροχιάς, όπως μετρό ή τραμ, από την 3η Δεκεμβρίου 2019.

    ii)

    Το άρθρο 5 εφαρμόζεται στις υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών από τις 3 Δεκεμβρίου 2019.

    iii)

    Το άρθρο 5 παράγραφος 6 και το άρθρο 7 παράγραφος 3 παύουν να ισχύουν από τις 25 Δεκεμβρίου 2023.

    Η διάρκεια των συμβάσεων που θα συναφθούν σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 6 μεταξύ της 3ης Δεκεμβρίου 2019 και της 24ης Δεκεμβρίου 2023 δεν υπερβαίνει τα 10 έτη.

    Έως τις 2 Δεκεμβρίου 2019 τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να συμμορφωθούν σταδιακά προς το άρθρο 5, ούτως ώστε να αποφεύγονται σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, ιδίως σχετικά με τη μεταφορική ικανότητα.

    Εντός έξι μηνών μετά από τις 25ης Δεκεμβρίου 2020 τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση προόδου, επισημαίνοντας την εφαρμογή τυχόν ανάθεσης συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που συμμορφώνονται προς το άρθρο 5. Βάσει των εκθέσεων προόδου των κρατών μελών, η Επιτροπή προβαίνει σε επανεξέταση και, εάν είναι σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετικές προτάσεις.».

    β)

    Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «2α.   Οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για υπηρεσίες δημόσιων επιβατικών σιδηροδρομικών μεταφορών που ανατίθενται απευθείας βάσει διαδικασίας άλλης από μία δίκαιη ανταγωνιστική διαδικασία από τις 24 Δεκεμβρίου 2017 έως τις 2 Δεκεμβρίου 2019 δύναται να συνεχίσουν να ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 3, η διάρκεια των συμβάσεων αυτών δεν υπερβαίνει τα 10 έτη, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες ισχύει το άρθρο 4 παράγραφος 4.».

    γ)

    Στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «δ)

    από τις 26 Ιουλίου 2000 και πριν από τις 24 Δεκεμβρίου 2017, βάσει διαδικασίας άλλης από τη δίκαιη διαδικασία διαγωνισμού.».

    Άρθρο 2

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 24 Δεκεμβρίου 2017.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Στρασβούργο, 14 Δεκεμβρίου 2016.

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    M. SCHULZ

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    I. KORČOK


    (1)  ΕΕ C 327 της 12.11.2013, σ. 122.

    (2)  ΕΕ C 356 της 5.12.2013, σ. 92.

    (3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 17ης Οκτωβρίου 2016 (ΕΕ C 430 της 22.11.2016, σ. 4). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    (4)  Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.2001, σ. 16).

    (5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 1).


    Top