Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32012H0772

2012/772/ΕΕ: Σύσταση της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2012 , σχετικά με τον επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό

ΕΕ L 338 της 12.12.2012, pp. 41–43 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2012/772/oj

12.12.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 338/41


ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 6ης Δεκεμβρίου 2012

σχετικά με τον επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό

(2012/772/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 292,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο φορολογικός σχεδιασμός αντιμετωπιζόταν πάντοτε από όλα τα κράτη ως θεμιτή πρακτική. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, οι δομές φορολογικού σχεδιασμού έχουν καταστεί ολοένα και πιο πολύπλοκες. Οι δομές αυτές αναπτύσσονται σε διάφορες δικαιοδοσίες με αποτέλεσμα τα φορολογητέα κέρδη να μετατοπίζονται σε κράτη με ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα. Καίριας σημασίας χαρακτηριστικό των εν λόγω πρακτικών είναι ότι μειώνουν τη φορολογική υποχρέωση μέσω αυστηρά νομικών ρυθμίσεων οι οποίες όμως αντιβαίνουν στο πνεύμα του νόμου.

(2)

Ο επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός συνίσταται στην εκμετάλλευση των τεχνικών πτυχών του φορολογικού συστήματος ή των αναντιστοιχιών μεταξύ δύο ή περισσότερων φορολογικών συστημάτων με σκοπό τη μείωση της φορολογικής υποχρέωσης. Ο επιθετικός φορολογικός σχεδιασμός μπορεί να λάβει πολλές μορφές. Στις συνέπειές του συγκαταλέγονται οι διπλές εκπτώσεις (π.χ. η ίδια ζημία αφαιρείται τόσο στο κράτος προέλευσης του εισοδήματος όσο και στο κράτος διαμονής) και η διπλή μη φορολόγηση (π.χ. εισόδημα το οποίο δεν φορολογείται στο κράτος προέλευσης του εισοδήματος, απαλλάσσεται από φορολογία στο κράτος διαμονής).

(3)

Τα κράτη μέλη, παρά τις σημαντικές προσπάθειες που καταβάλλουν, συναντούν δυσκολίες ως προς την προστασία των εθνικών τους φορολογικών βάσεων από τον κίνδυνο διάβρωσης που διατρέχουν λόγω του επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού. Οι εθνικές διατάξεις στον εν λόγω τομέα συχνά δεν είναι πλήρως αποτελεσματικές, ιδίως λόγω του διασυνοριακού χαρακτήρα πολλών δομών φορολογικού σχεδιασμού και της αυξημένης κινητικότητας κεφαλαίων και προσώπων.

(4)

Με στόχο τη μετάβαση στην καλύτερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, είναι απαραίτητο να ενθαρρυνθούν όλα τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν την ίδια γενική προσέγγιση ως προς τον επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό, ώστε να συμβάλουν στη μείωση των υφιστάμενων στρεβλώσεων.

(5)

Για τον σκοπό αυτό, είναι απαραίτητο να αντιμετωπιστούν οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ένας φορολογούμενος αποκομίζει φορολογικά οφέλη μέσω της διαχείρισης των φορολογικών του υποθέσεων κατά τρόπον ώστε το εισόδημά του να μην φορολογείται από καμιά από τις οικείες φορολογικές δικαιοδοσίες (διπλή μη φορολόγηση). Ο συνεχιζόμενος χαρακτήρας αυτής της κατάστασης μπορεί να οδηγήσει σε τεχνητές ροές κεφαλαίων και κινήσεις των φορολογουμένων εντός της εσωτερικής αγοράς, βλάπτοντας έτσι την εύρυθμη λειτουργία της και διαβρώνοντας τις φορολογικές βάσεις των κρατών μελών.

(6)

Το 2012 η Επιτροπή διεξήγαγε δημόσια διαβούλευση σχετικά με τη διπλή μη φορολόγηση στην εσωτερική αγορά. Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν με μια ενιαία λύση όλα τα θέματα που συζητήθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω διαβούλευσης, ενδείκνυται να αντιμετωπιστεί σε πρώτη φάση το θέμα που συνδέεται με ορισμένες δομές φορολογικού σχεδιασμού που χρησιμοποιούνται συχνά, οι οποίες εκμεταλλεύονται τις αναντιστοιχίες μεταξύ δύο ή περισσότερων φορολογικών συστημάτων και συχνά οδηγούν σε διπλή μη φορολόγηση.

(7)

Στις συμβάσεις για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, τα κράτη συχνά αποφασίζουν να μη φορολογήσουν ορισμένα στοιχεία εισοδήματος. Κατά τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, δεν λαμβάνουν απαραιτήτως υπόψη εάν τα συγκεκριμένα εισοδήματα υπόκεινται στον φόρο βάσει του φορολογικού συστήματος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, και συνεπώς εάν υπάρχει κίνδυνος διπλής μη φορολόγησης. Τέτοιος κίνδυνος μπορεί να προκύψει επίσης σε περίπτωση που κράτη μέλη απαλλάσσουν μονομερώς στοιχεία εισοδήματος αλλοδαπής, ανεξαρτήτως εάν υπόκεινται στον φόρο στο κράτος προέλευσης του εισοδήματος. Είναι σημαντικό η παρούσα σύσταση να αντιμετωπίσει και τις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις.

(8)

Καθώς οι δομές φορολογικού σχεδιασμού γίνονται ολοένα και πιο πολύπλοκες και οι εθνικοί νομοθέτες συχνά δεν διαθέτουν επαρκή χρόνο για να αντιδράσουν, τα ειδικά μέτρα αντιμετώπισης των καταχρήσεων συχνά αποδεικνύονται ακατάλληλα για την επιτυχή αντιμετώπιση νέων δομών επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού. Οι δομές αυτές μπορεί να αποβούν επιζήμιες για τα εθνικά φορολογικά έσοδα και για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Συνεπώς, συνιστάται στα κράτη μέλη να εγκρίνουν έναν κοινό γενικό κανόνα απαγόρευσης των καταχρήσεων, ώστε να αποφευχθεί η πολυπλοκότητα συνύπαρξης πολλών διαφορετικών κανόνων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι περιορισμοί που επιβάλλει η ενωσιακή νομοθεσία όσον αφορά τους κανόνες απαγόρευσης καταχρήσεων.

(9)

Για τη διατήρηση της αυτόνομης εφαρμογής των υφιστάμενων πράξεων της Ένωσης στον εν λόγω τομέα, η παρούσα σύσταση δεν ισχύει εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2009/133/ΕΚ του Συμβουλίου (1), της οδηγίας 2011/96/ΕΕ του Συμβουλίου (2) και της οδηγίας 2003/49/ΕΚ του Συμβουλίου (3). Η Επιτροπή εξετάζει επί του παρόντος το ενδεχόμενο αναθεώρησης των εν λόγω οδηγιών με στόχο την εφαρμογή των αρχών στις οποίες βασίζεται η παρούσα σύσταση,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΣΤΑΣΗ:

1.   Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα σύσταση αφορά τον επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό στον τομέα της άμεσης φορολογίας.

Δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής πράξεων της Ένωσης, η εφαρμογή των οποίων μπορεί να επηρεαστεί από τις διατάξεις της.

2.   Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «φόρος» νοείται ο φόρος εισοδήματος, ο φόρος εταιρειών και κατά περίπτωση, η φορολογία κερδών κεφαλαίου καθώς και η παρακράτηση του φόρου που λαμβάνει χαρακτήρα ισοδύναμο με οιονδήποτε από τους εν λόγω φόρους·

β)

ως «εισόδημα» νοούνται όλα τα στοιχεία που ορίζονται ως τέτοια στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους που εφαρμόζει τον εν λόγω όρο και κατά περίπτωση, τα στοιχεία που ορίζονται ως κέρδη κεφαλαίου.

3.   Περιορισμός της εφαρμογής κανόνων με σκοπό την αποφυγή της διπλής φορολόγησης

3.1.

Στις περιπτώσεις στις οποίες κράτη μέλη, στο πλαίσιο συμβάσεων για την αποφυγή της διπλής φορολογίας τις οποίες έχουν συνάψει μεταξύ τους ή με τρίτες χώρες, έχουν δεσμευτεί να μη φορολογούν δεδομένο στοιχείο εισοδήματος, πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η εν λόγω δέσμευση ισχύει μόνον εφόσον το συγκεκριμένο στοιχείο υπόκειται στον φόρο βάσει του φορολογικού συστήματος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους της σύμβασης.

3.2.

Για να εφαρμοστεί το σημείο 3.1, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να συμπεριλάβουν ανάλογη ρήτρα στις συμβάσεις τους για την αποφυγή της διπλής φορολογίας. Η εν λόγω ρήτρα μπορεί να διατυπωθεί ως εξής:

«Εφόσον η παρούσα σύμβαση προβλέπει ότι στοιχείο εισοδήματος φορολογείται μόνον σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη ή ότι μπορεί να φορολογείται σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη, θα αποκλείεται η φορολόγηση του εν λόγω στοιχείου από το άλλο συμβαλλόμενο κράτος μόνον εφόσον το στοιχείο αυτό υπόκειται στον φόρο στο πρώτο συμβαλλόμενο κράτος.».

Σε περίπτωση πολυμερών συμβάσεων, η αναφορά στο «άλλο συμβαλλόμενο κράτος» αντικαθίσταται από αναφορά στα «λοιπά συμβαλλόμενα κράτη».

3.3.

Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη, με στόχο την αποφυγή της διπλής φορολόγησης μέσω μονομερών εθνικών κανόνων, προβλέπουν φοροαπαλλαγή όσον αφορά δεδομένο στοιχείο εισοδήματος η προέλευση του οποίου ανάγεται σε άλλη δικαιοδοσία, βάσει της οποίας το εν λόγω στοιχείο δεν υπόκειται στον φόρο, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να φορολογείται το εν λόγω στοιχείο.

3.4.

Για τους σκοπούς των σημείων 3.1, 3.2 και 3.3 ένα στοιχείο εισοδήματος πρέπει να θεωρείται ότι υπόκειται στον φόρο όταν αντιμετωπίζεται ως φορολογητέο από την οικεία δικαιοδοσία και δεν απαλλάσσεται από τον φόρο, ούτε τυγχάνει πλήρους πίστωσης φόρου ή φορολόγησης με μηδενικό συντελεστή.

4.   Γενικός κανόνας απαγόρευσης καταχρήσεων

4.1.

Για την αντιμετώπιση των πρακτικών επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού οι οποίες δεν εμπίπτουν εντός του πεδίου εφαρμογής των ειδικών κανόνων κατά της φοροαποφυγής, τα κράτη μέλη οφείλουν να εγκρίνουν έναν γενικό κανόνα απαγόρευσης των καταχρήσεων, προσαρμοσμένο σε εθνικές και διασυνοριακές περιπτώσεις εντός της Ένωσης και σε περιπτώσεις που θα αφορούν τρίτες χώρες.

4.2.

Για να εφαρμοστεί το σημείο 4.1, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να συμπεριλάβουν την ακόλουθη ρήτρα στην εθνική τους νομοθεσία:

«Η τεχνητή ρύθμιση ή η τεχνητή σειρά ρυθμίσεων που έχει δρομολογηθεί με βασικό σκοπό την αποφυγή της φορολόγησης και οδηγεί σε φορολογικό πλεονέκτημα αγνοείται. Οι εθνικές αρχές αντιμετωπίζουν τις εν λόγω ρυθμίσεις, για φορολογικούς σκοπούς, βάσει των χαρακτηριστικών της οικονομικής τους υπόστασης.».

4.3.

Για τους σκοπούς του σημείου 4.2 ως ρύθμιση νοείται κάθε συναλλαγή, καθεστώς, δράση, πράξη, συμφωνία, επιχορήγηση, συνεννόηση, υπόσχεση, δέσμευση ή εκδήλωση. Μια ρύθμιση μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα στάδια ή μέρη.

4.4.

Για τους σκοπούς του σημείου 4.2 η ρύθμιση ή η σειρά ρυθμίσεων είναι τεχνητή εφόσον στερείται εμπορικής ουσίας. Για τον καθορισμό του τεχνητού ή μη χαρακτήρα μιας ρύθμισης ή σειράς ρυθμίσεων, οι εθνικές αρχές καλούνται να εξετάζουν εάν αυτές αφορούν μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

ο νομικός χαρακτηρισμός των μεμονωμένων σταδίων από τα οποία αποτελείται μια ρύθμιση είναι ασυμβίβαστος με τη νομική υπόσταση της ρύθμισης στο σύνολό της·

β)

η ρύθμιση ή η σειρά ρυθμίσεων εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν συνάδει με μια φυσιολογική επιχειρηματική συμπεριφορά·

γ)

η ρύθμιση ή η σειρά ρυθμίσεων περιλαμβάνει στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα την αλληλο-αντιστάθμιση ή την αλληλο-ακύρωσή τους·

δ)

η σύναψη συναλλαγών είναι κυκλικού χαρακτήρα·

ε)

η ρύθμιση ή η σειρά ρυθμίσεων οδηγεί σε σημαντικό φορολογικό πλεονέκτημα αλλά αυτό δεν αντανακλάται στους επιχειρηματικούς κινδύνους τους οποίους αναλαμβάνει ο υποκείμενος στον φόρο ή στις ταμειακές ροές του·

στ)

το αναμενόμενο περιθώριο κέρδους πριν από τον φόρο είναι σημαντικό σε σύγκριση με το ύψος του αναμενόμενου φορολογικού πλεονεκτήματος.

4.5.

Για τους σκοπούς του σημείου 4.2, ο στόχος μιας ρύθμισης ή σειράς ρυθμίσεων συνίσταται στην αποφυγή της φορολόγησης, εφόσον, ανεξαρτήτως από τυχόν υποκειμενικές προθέσεις του υποκείμενου στον φόρο, αντίκειται στο αντικείμενο, στο πνεύμα και στον σκοπό των φορολογικών διατάξεων που θα ίσχυαν σε άλλη περίπτωση.

4.6.

Για τους σκοπούς του σημείου 4.2, ένας δεδομένος στόχος πρέπει να θεωρείται ουσιαστικός εφόσον οιοσδήποτε άλλος στόχος που αποδίδεται ή θα μπορούσε να αποδοθεί στη ρύθμιση ή στη σειρά ρυθμίσεων φαίνεται, το πολύ, αμελητέος, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.

4.7.

Για να καθοριστεί εάν η ρύθμιση ή η σειρά ρυθμίσεων έχει οδηγήσει σε φορολογικό πλεονέκτημα όπως αναφέρεται στο σημείο 4.2, οι εθνικές αρχές καλούνται να συγκρίνουν το ύψος του οφειλόμενου φόρου από έναν υποκείμενο στον φόρο, λαμβάνοντας υπόψη την/τις εν λόγω ρύθμιση/ρυθμίσεις, με το ποσό που θα όφειλε ο ίδιος υποκείμενος στον φόρο υπό τις ίδιες συνθήκες, εν απουσία της/ων εν λόγω ρύθμισης/ρυθμίσεων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι χρήσιμο να εξεταστεί εάν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

δεν περιλαμβάνεται κάποιο ποσό στη φορολογική βάση·

β)

ο φορολογούμενος δικαιούται έκπτωση από τον φόρο·

γ)

καταχωρίζεται ζημία για φορολογικούς σκοπούς·

δ)

δεν οφείλεται παρακράτηση φόρου·

ε)

αντισταθμίζεται ο φόρος αλλοδαπής.

5.   Επακόλουθες ενέργειες

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν ώστε να συμμορφωθούν με την παρούσα σύσταση, καθώς και με τυχόν μεταβολές που έχουν επέλθει στα εν λόγω μέτρα.

Η Επιτροπή θα δημοσιεύσει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας σύστασης εντός τριετίας από την έκδοσή της.

6.   Αποδέκτες

Η παρούσα σύσταση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 6 Δεκεμβρίου 2012.

Για την Επιτροπή

Algirdas ŠEMETA

Μέλος της Επιτροπής


(1)   ΕΕ L 310 της 25.11.2009, σ. 34.

(2)   ΕΕ L 345 της 29.12.2011, σ. 8.

(3)   ΕΕ L 157 της 26.6.2003, σ. 49.


Top