Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32009R1224

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2009 , περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 847/96, (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 768/2005, (ΕΚ) αριθ. 2115/2005, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007, (ΕΚ) αριθ. 676/2007, (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, (ΕΚ) αριθ. 1300/2008, (ΕΚ) αριθ. 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και (ΕΚ) αριθ. 1966/2006

    ΕΕ L 343 της 22.12.2009, p. 1–50 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2009/1224/oj

    22.12.2009   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 343/1


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 20ής Νοεμβρίου 2009

    περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τροποποιήσεως των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 847/96, (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 768/2005, (ΕΚ) αριθ. 2115/2005, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007, (ΕΚ) αριθ. 676/2007, (ΕΚ) αριθ. 1098/2007, (ΕΚ) αριθ. 1300/2008, (ΕΚ) αριθ. 1342/2008 και καταργήσεως των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, (ΕΚ) αριθ. 1627/94 και (ΕΚ) αριθ. 1966/2006

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37,

    την πρόταση της Επιτροπής,

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

    τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

    τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (3),

    τη γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (4),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Στόχος της κοινής αλιευτικής πολιτικής, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (5), είναι να διασφαλίζει την εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων κατά τρόπο που να εξασφαλίζει βιώσιμες οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες.

    (2)

    Δεδομένου ότι η επιτυχία της κοινής αλιευτικής πολιτικής εξαρτάται από την εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου, τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό αποσκοπούν στη θέσπιση ενός κοινοτικού συστήματος ελέγχου, επιθεώρησης και επιβολής, με μια συνολική και ολοκληρωμένη προσέγγιση σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με όλους τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής και να καταστεί δυνατή η βιώσιμη εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων μέσω της κάλυψης όλων των πτυχών της πολιτικής.

    (3)

    Η εμπειρία από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην κοινή αλιευτική πολιτική (6), έδειξε ότι το υφιστάμενο σύστημα ελέγχου δεν επαρκεί πλέον για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

    (4)

    Οι διατάξεις ελέγχου βρίσκονται σήμερα σε πολλά επικαλυπτόμενα και περίπλοκα νομοθετικά κείμενα. Ορισμένα σημεία του συστήματος ελέγχου εφαρμόζονται ελλιπώς από τα κράτη μέλη, γεγονός το οποίο οδηγεί σε ελλιπή και αποκλίνοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των παραβάσεων των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, υπονομεύοντας έτσι την καθιέρωση συνθηκών ισότιμου ανταγωνισμού για τους αλιείς σε όλη την Κοινότητα. Κατά συνέπεια, το υφιστάμενο καθεστώς και όλες οι υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από αυτό θα πρέπει να ενοποιηθούν, να κωδικοποιηθούν και να απλουστευθούν, ιδιαίτερα μέσω της μείωσης της επικάλυψης των κανονιστικών και διοικητικών διαδικασιών.

    (5)

    Λαμβανομένου υπόψη του βαθμού εξάντλησης των θαλάσσιων υδρόβιων πόρων, είναι ζωτικής σημασίας για την Κοινότητα να εγκρίνει τα απαραίτητα μέτρα για την ανάπτυξη σε όλες τις επιχειρήσεις μιας κουλτούρας συμμόρφωσης με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής και με τους στόχους οι οποίοι τέθηκαν στην Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής για την Αειφόρο Ανάπτυξη το 2002 καθώς και στη στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Για την επίτευξη του στόχου αυτού θα πρέπει να ενισχυθούν και να εναρμονιστούν οι κανόνες ελέγχου, επιθεώρησης και επιβολής των μέτρων διατήρησης και διαχείρισης των πόρων, των διαρθρωτικών μέτρων και των μέτρων για την κοινή οργάνωση της αγοράς.

    (6)

    Δεδομένου ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1005/2008 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2008, περί δημιουργίας κοινοτικού συστήματος πρόληψης, αποτροπής και εξάλειψης της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας (7), υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της καταπολέμησης της παράνομης, λαθραίας και άναρχης (ΠΛΑ) αλιείας και των συναφών δραστηριοτήτων και δεδομένου ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1006/2008 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με τις άδειες αλιείας κοινοτικών αλιευτικών σκαφών εκτός των υδάτων της Κοινότητας και για την πρόσβαση σκαφών τρίτων χωρών στα ύδατα της Κοινότητας (8), θεσπίζει διατάξεις για τη χορήγηση άδειας στα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη ώστε να ασκούν αλιευτικές δραστηριότητες εκτός των κοινοτικών υδάτων και στα αλιευτικά σκάφη τρίτων χωρών ώστε να ασκούν αλιευτικές δραστηριότητες στα κοινοτικά ύδατα, ο παρών κανονισμός πρέπει να είναι συμπληρωματικός των κανονισμών αυτών και να εξασφαλίζει ότι δεν υφίστανται διακρίσεις μεταξύ υπηκόων κρατών μελών και τρίτων χωρών.

    (7)

    Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τις ειδικές διατάξεις που περιέχονται σε διεθνείς συμφωνίες ή που εφαρμόζονται στο πλαίσιο περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης αλιείας, ούτε τις εθνικές διατάξεις περί ελέγχου οι οποίες, μολονότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, υπερβαίνουν τις στοιχειώδεις διατάξεις του, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι οι εθνικές αυτές διατάξεις είναι σύμφωνες προς το κοινοτικό δίκαιο.

    (8)

    Πρέπει να αξιοποιηθούν οι σύγχρονες τεχνολογίες, όπως το Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών, το Σύστημα Εντοπισμού Σκαφών και το Σύστημα Αυτόματης Αναγνώρισης, καθώς επιτρέπουν την αποτελεσματική παρακολούθηση και τη διενέργεια συστηματικών και αυτόματων διασταυρούμενων ελέγχων ταχύτατα και με χαμηλό κόστος, διευκολύνουν τις διοικητικές διαδικασίες τόσο για τις εθνικές αρχές όσο και για τις επιχειρήσεις, επιτρέποντας έτσι την έγκαιρη εκπόνηση αναλύσεων του κινδύνου και συνολικών αξιολογήσεων όλων των συναφών πληροφοριών όσον αφορά τον έλεγχο. Συνεπώς, το σύστημα ελέγχου πρέπει να επιτρέπει στα κράτη μέλη να συνδυάζουν τη χρήση των διαφόρων οργάνων ελέγχου για την εξασφάλιση των πιο αποτελεσματικών μεθόδων ελέγχου.

    (9)

    Χρειάζεται μια νέα, κοινή προσέγγιση στον έλεγχο της αλιείας η οποία να περιλαμβάνει την ολοκληρωμένη παρακολούθηση των αλιευμάτων, με στόχο την εξασφάλιση συνθηκών ισότιμου ανταγωνισμού για τον αλιευτικό τομέα που να λαμβάνει υπόψη τις διαφορές μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων του στόλου· για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να θεσπισθούν κοινά κριτήρια για την εφαρμογή του ελέγχου των αλιευμάτων και ειδικότερα για τυποποιημένες και συντονισμένες διαδικασίες επιθεώρησης εν πλω, στην ξηρά και σε όλα τα επίπεδα της αλυσίδας εμπορίας. Στο πλαίσιο της νέας αυτής προσέγγισης, θα πρέπει να αποσαφηνισθούν οι αντίστοιχες ευθύνες των κρατών μελών, της Επιτροπής και της Κοινοτικής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας.

    (10)

    Η διαχείριση των αλιευτικών πόρων σε κοινοτικό επίπεδο βασίζεται, συγκεκριμένα, σε συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα (TAC), σε ποσοστώσεις, σε καθεστώτα ελέγχου της αλιευτικής προσπάθειας και σε τεχνικά μέτρα. Πρέπει να διασφαλιστεί πως τα κράτη μέλη θα εγκρίνουν τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή των προαναφερόμενων μέτρων διαχείρισης με αποτελεσματικό τρόπο.

    (11)

    Οι δραστηριότητες και οι μέθοδοι ελέγχου πρέπει να βασίζονται στη διαχείριση του κινδύνου με ταυτόχρονη χρήση διασταυρούμενων ελέγχων με συστηματικό και ολοκληρωμένο τρόπο από τα κράτη μέλη. Είναι επίσης απαραίτητο τα κράτη μέλη να ανταλλάσσουν χρήσιμες πληροφορίες.

    (12)

    Για να επιτευχθεί η συμμόρφωση προς τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής θα πρέπει να ενταθεί η συνεργασία και ο συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών, της Επιτροπής και της Κοινοτικής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας.

    (13)

    Προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι αλιευτικές δραστηριότητες διεξάγονται σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής, πρέπει αυτές να υπόκεινται σε αλιευτική άδεια και, σε ειδικές περιστάσεις, σε άδεια αλίευσης. Επίσης θα πρέπει να εφαρμόζονται κανόνες σχετικά με τον εντοπισμό αλιευτικών σκαφών και των εργαλείων τους.

    (14)

    Για να εξασφαλισθεί αποτελεσματικός έλεγχος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών και τα αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 12 μέτρων ή περισσότερο θα πρέπει να διαθέτουν συσκευή που να επιτρέπει στα κράτη μέλη τον αυτόματο εντοπισμό και αναγνώρισή τους. Επίσης, τα αλιευτικά σκάφη θα πρέπει να είναι εξοπλισμένα με Σύστημα Αυτόματης Αναγνώρισης. σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης (9), τα δε κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα δεδομένα του συστήματος αυτού με σκοπό την επαλήθευση.

    (15)

    Χρειάζεται ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ κοινοτικών οργανισμών και μεταξύ αρχών των κρατών μελών. Προς τούτο, τα δεδομένα από το Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών, το Σύστημα Εντοπισμού Σκαφών και το Σύστημα Αυτόματης Αναγνώρισης θα πρέπει να μπορούν να διαβιβάζονται στους κοινοτικούς οργανισμούς και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που διεξάγουν επιχειρήσεις παρακολούθησης με σκοπό την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, τον έλεγχο των συνόρων, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και γενικά την επιβολή του νόμου.

    (16)

    Εναπόκειται στο Συμβούλιο να λάβει απόφαση σχετικά με τη χρήση στο μέλλον ηλεκτρονικών συσκευών παρακολούθησης και οργάνων ιχνηλασιμότητας, όπως είναι η γενετική ανάλυση καθώς και άλλες τεχνολογίες ελέγχου της αλιείας, εφόσον τα τεχνικά αυτά μέσα έχουν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της συμμόρφωσης με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής κατά τρόπο αποτελεσματικό σε σχέση με το κόστος.

    (17)

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρακολουθούν τις δραστηριότητες των αλιευτικών σκαφών τους εντός και εκτός των κοινοτικών υδάτων. Για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής παρακολούθησης, οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών μήκους 10 μέτρων ή άνω οφείλουν να τηρούν ημερολόγιο αλιείας και να υποβάλλουν δηλώσεις εκφόρτωσης και μεταφόρτωσης. Προκειμένου να αξιοποιούνται οι σύγχρονες τεχνολογίες, για τα αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 12 μέτρων ή άνω, το ημερολόγιο αλιείας θα πρέπει να έχει ηλεκτρονική μορφή και οι δηλώσεις εκφόρτωσης και μεταφόρτωσης να υποβάλλονται ηλεκτρονικά.

    (18)

    Οι πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στα ημερολόγια αλιείας των αλιευτικών σκαφών θα πρέπει να εξακριβώνονται κατά τη στιγμή της εκφόρτωσης. Κατά συνέπεια, τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην εκφόρτωση και στην εμπορία των ιχθύων και των αλιευτικών προϊόντων θα πρέπει να δηλώνουν τις ποσότητες που εκφορτώνονται, μεταφορτώνονται, διατίθενται προς πώληση ή αγοράζονται.

    (19)

    Όσον αφορά τα αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους κάτω των 10 μέτρων η υποχρέωση τήρησης ημερολογίου αλιείας ή συμπλήρωσης δήλωσης εκφόρτωσης θα συνιστούσε δυσανάλογο βάρος συγκριτικά με την αλιευτική τους ικανότητα. Για να εξασφαλισθεί ικανοποιητικό επίπεδο ελέγχου στα προαναφερόμενα σκάφη, τα κράτη μέλη πρέπει να παρακολουθούν τις δραστηριότητές τους μέσω της εφαρμογής σχεδίου δειγματοληψίας.

    (20)

    Οι μεταφορτώσεις εν πλω διαφεύγουν τον κανονικό έλεγχο από το κράτος σημαίας ή από το παράκτιο κράτος και συνεπώς αποτελούν τρόπο για τις επιχειρήσεις να επιδίδονται σε παράνομες αλιευτικές δραστηριότητες. Για τη βελτίωση των ελέγχων, οι δραστηριότητες μεταφόρτωσης στην Κοινότητα θα πρέπει να επιτρέπονται μόνον σε καθορισμένους λιμένες.

    (21)

    Οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθούν τις εκφορτώσεις στους λιμένες τους. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να απαιτείται από τα αλιευτικά σκάφη που αλιεύουν αποθέματα υποκείμενα σε πολυετές σχέδιο, τα οποία υποχρεούνται να καταχωρίζουν ηλεκτρονικώς δεδομένα ημερολογίου αλιείας, να κοινοποιούν εκ των προτέρων στις οικείες αρχές την πρόθεσή τους για εκφόρτωση στους λιμένες τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αρνούνται την πρόσβαση, εφόσον οι απαιτούμενες πληροφορίες δεν είναι πλήρεις.

    (22)

    Δεδομένου ότι η διαχείριση των αλιευτικών όρων βασίζεται στις αλιευτικές δυνατότητες, θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι τα αλιεύματα και η καταβαλλόμενη αλιευτική προσπάθεια καταγράφονται σωστά και υπολογίζονται βάσει των ποσοστώσεων και της κατανομής της αλιευτικής προσπάθειας του κράτους μέλους της σημαίας. Η αλιεία θα πρέπει να απαγορεύεται εφόσον εξαντλείται η διαθέσιμη ποσόστωση ή κατανομή προσπάθειας.

    (23)

    Λόγω των απαιτήσεων χωρητικότητας του κοινοτικού αλιευτικού στόλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 639/2004 του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 2004, για τη διαχείριση αλιευτικών στόλων που είναι νηολογημένοι σε εξόχως απόκεντρες περιοχές της Κοινότητας (10), στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1438/2003 της Επιτροπής, της 12ης Αυγούστου 2003, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής για την κοινοτική πολιτική που αφορά το στόλο όπως ορίζεται στο κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου (11), και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2104/2004 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2004, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 639/2004 (12), πρέπει να θεσπισθούν μέσα για τον έλεγχο της χωρητικότητας του στόλου, τα οποία πρέπει να περιλαμβάνουν την παρακολούθηση της ισχύος της μηχανής και της χρήσης των αλιευτικών εργαλείων. Για τον λόγο αυτό, τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η συνολική χωρητικότητα των αλιευτικών αδειών δεν υπερβαίνει τα μέγιστα επίπεδα χωρητικότητας και ότι η ισχύς πρόωσης κινητήρα των αλιευτικών σκαφών δεν υπερβαίνει την πιστοποιούμενη ισχύ κινητήρα των εν λόγω σκαφών. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη πρέπει να πιστοποιούν την ισχύ πρόωσης κινητήρα των αλιευτικών σκαφών των οποίων η ισχύς πρόωσης κινητήρα υπερβαίνει τα 120 kW και να επαληθεύουν, βάσει σχεδίου δειγματοληψίας, τη συμμόρφωση της ισχύος κινητήρα με άλλα διαθέσιμα στοιχεία.

    (24)

    Συγκεκριμένα μέτρα θα πρέπει να ισχύουν στην περίπτωση πολυετών σχεδίων ειδικά για την προστασία συγκεκριμένων αποθεμάτων. Οι μεταφορτώσεις αλιευμάτων αποθεμάτων που υπόκεινται σε πολυετές σχέδιο θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο σε καθορισμένους λιμένες και μόνο εφόσον τα αλιεύματα αυτά έχουν ζυγιστεί.

    (25)

    Χρειάζονται ειδικές διατάξεις ούτως ώστε να χρησιμοποιούνται μόνο επιτρεπόμενα εργαλεία και να ανασύρονται τα απολεσθέντα εργαλεία.

    (26)

    Στις περιοχές περιορισμένες αλιείας πρέπει να ισχύουν ειδικοί κανόνες. Πρέπει να ορισθεί σαφώς η διαδικασία για την επιβολή και την άρση απαγορεύσεων της αλιείας σε αλιευτικές περιοχές, σε πραγματικό χρόνο.

    (27)

    Επειδή ότι η ερασιτεχνική αλιεία μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στους αλιευτικούς πόρους, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι διεξάγεται κατά τρόπο συμβατό προς τους στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Όσον αφορά τα αποθέματα που υπόκεινται σε σχέδιο ανάκτησης, τα κράτη μέλη πρέπει να συλλέγουν δεδομένα αλιευμάτων από την ερασιτεχνική αλιεία. Όταν η αλιεία αυτή έχει σημαντική επίπτωση στους πόρους, το Συμβούλιο θα πρέπει να μπορεί να αποφασίσει ειδικά μέτρα διαχείρισης.

    (28)

    Για την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου καθεστώτος ελέγχου, το σύνολο της αλυσίδας παραγωγής και εμπορίας θα πρέπει να καλύπτεται από καθεστώς τέτοιου τύπου. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει ένα συνεκτικό σύστημα ιχνηλασιμότητας το οποίο θα συμπληρώνει τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (13), και μεγαλύτερο έλεγχο των οργανώσεων των παραγωγών. Πρέπει επίσης να προστατεύει τα συμφέροντα των καταναλωτών προσφέροντας στοιχεία που αφορούν την εμπορική ονομασία, τη μέθοδο παραγωγής και τη ζώνη αλίευσης σε κάθε στάδιο της εμπορίας, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2065/2001 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 2001, για τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 όσον αφορά την ενημέρωση του καταναλωτή στον τομέα των προϊόντων της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (14). Θα πρέπει να εξασφαλίζει την παρακολούθηση των οργανώσεων παραγωγών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2508/2000 της Επιτροπής, της 15ης Νοεμβρίου 2000, για τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου όσον αφορά επιχειρησιακά προγράμματα στον τομέα της αλιείας (15).

    (29)

    Προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι όλα τα αλιεύματα ελέγχονται σωστά, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι όλα τα προϊόντα αλιείας διατίθενται για πρώτη φορά προς πώληση ή καταγράφονται σε ιχθυόσκαλα, ή σε εγγεγραμμένους αγοραστές ή σε οργανώσεις παραγωγών. Δεδομένου ότι θα πρέπει να γίνεται γνωστό το ακριβές βάρος των αλιευμάτων ούτως ώστε να τηρούνται οι ποσοστώσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι ζυγίζονται όλα τα προϊόντα αλιείας, εκτός αν εφαρμόζονται σχέδια δειγματοληψίας που βασίζονται σε κοινή μέθοδο.

    (30)

    Προκειμένου να παρακολουθείται η πορεία των αλιευμάτων και να ελέγχεται η συνέπεια με τα δεδομένα αλιευμάτων, οι εγγεγραμμένοι αγοραστές, οι εγγεγραμμένες ιχθυόσκαλες ή άλλοι οργανισμοί ή πρόσωπα που έχουν λάβει άδεια από τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν δελτία πώλησης. Εάν έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών στις πρώτες πωλήσεις αλιευτικών προϊόντων άνω των 200 000 ευρώ, τα δελτία πώλησης πρέπει να διαβιβάζονται ηλεκτρονικά.

    (31)

    Για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τα κοινοτικά μέτρα διατήρησης και εμπορικού χαρακτήρα, πρέπει να προβλεφθεί ότι όλα τα αλιευτικά προϊόντα για τα οποία δεν έχει υποβληθεί ούτε δελτίο πώλησης ούτε δήλωση ανάληψης και τα οποία μεταφέρονται σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο εκφόρτωσης συνοδεύονται από παραστατικό μεταφοράς στο οποίο δηλώνεται η φύση, η καταγωγή και το βάρος τους, εκτός εάν έχει διαβιβασθεί ηλεκτρονικά παραστατικό μεταφοράς πριν από τη μεταφορά.

    (32)

    Τα κράτη μέλη πρέπει να ελέγχουν τακτικά τις οργανώσεις παραγωγών ώστε να διαπιστώνουν ότι πληρούν τις νομικές απαιτήσεις. Πρέπει επίσης να ελέγχουν τα καθεστώτα τιμών και παρέμβασης.

    (33)

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διεξάγουν επιτήρηση στα κοινοτικά ύδατα και να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα αν η διόπτευση ή ο εντοπισμός δεν αντιστοιχεί στα στοιχεία που διαθέτουν.

    (34)

    Η έννοια και τα καθήκοντα των παρατηρητών ελέγχου θα πρέπει να καθορισθούν με σαφήνεια για τα μελλοντικά καθεστώτα παρατηρητών ελέγχου. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να θεσπισθούν κανόνες για τη διεξαγωγή της επιτήρησης.

    (35)

    Για τη διασφάλιση της συνεπούς και αποτελεσματικής δίωξης των παραβάσεων θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα πλήρους αξιοποίησης των εκθέσεων επιθεώρησης και επιτήρησης που συντάσσονται από υπαλλήλους της Επιτροπής, από τους κοινοτικούς επιθεωρητές και από αρμόδιους υπαλλήλους των κρατών, κατά τον ίδιο τρόπο με τις εθνικές εκθέσεις. Ταυτόχρονα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δημιουργήσουν ηλεκτρονική βάση δεδομένων με τις εκθέσεις επιθεώρησης και επιτήρησης των υπαλλήλων τους.

    (36)

    Προκειμένου να ενισχυθεί κοινό επίπεδο ελέγχου στα κοινοτικά ύδατα, θα πρέπει να καταρτισθεί κατάλογος κοινοτικών επιθεωρητών και να διευκρινισθούν τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητές τους. Για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να μπορούν να διεξάγονται επιθεωρήσεις αλιευτικών σκαφών εκτός των υδάτων του επιθεωρούντος κράτους μέλους υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

    (37)

    Σε περίπτωση παράβασης, θα πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπισή της, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο ετελέσθη. Σε ορισμένες περιπτώσεις σοβαρών παραβάσεων, πρέπει να λαμβάνονται ενισχυμένα μέτρα ώστε να καθίσταται δυνατή η άμεση διερεύνησή τους. Εν προκειμένω, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να υποχρεούνται να λαμβάνουν ενδεδειγμένα μέτρα όταν η παράβαση διαπιστώνεται από κοινοτικό επιθεωρητή. Υπό ορισμένες συνθήκες, θα πρέπει να είναι δυνατή η διαβίβαση της διαδικασίας στο κράτος μέλος σημαίας ή στο κράτος μέλος του οποίου υπήκοος είναι ο δράστης.

    (38)

    Οι υπήκοοι κρατών μελών θα πρέπει να αποτρέπονται από τη διάπραξη παραβάσεων των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Επειδή τα μέτρα που λαμβάνονται για τον κολασμό των παραβάσεων των κανόνων αυτών διαφέρουν ευρέως μεταξύ των κρατών μελών, προκαλώντας έτσι διακρίσεις και στρέβλωση του ανταγωνισμού για τους αλιείς και δεδομένου ότι η απουσία αποτρεπτικών, αναλογικών και αποτελεσματικών κυρώσεων σε ορισμένα κράτη μέλη μειώνει την αποτελεσματικότητα των ελέγχων, ενδείκνυται να εισαχθούν διοικητικές κυρώσεις σε συνδυασμό με ένα σύστημα σώρευσης μορίων για σοβαρές παραβάσεις για ένα πραγματικά αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

    (39)

    Η συχνότητα μεγάλου αριθμού σοβαρών παραβάσεων των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής εντός των υδάτων της Κοινότητας ή από κοινοτικές επιχειρήσεις οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο μη αποτρεπτικό επίπεδο των κυρώσεων προστίμων που προβλέπονται στη εθνική νομοθεσία όσον αφορά τις σοβαρές παραβάσεις των εν λόγω κανόνων· Η αδυναμία αυτή επιτείνεται λόγω των μεγάλων διαφορών μεταξύ των κυρώσεων που προβλέπονται στα διάφορα κράτη μέλη, κάτι που ενθαρρύνει τις παράνομες επιχειρήσεις να αναπτύσσουν δραστηριότητες σε ύδατα ή στην επικράτεια των κρατών μελών με τις χαμηλότερες κυρώσεις. Κατά συνέπεια, ενδείκνυται να συμπληρωθούν τα μέγιστα επίπεδα κυρώσεων για τις σοβαρές παραβάσεις των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008 περί δημιουργίας κοινοτικού συστήματος πρόληψης, αποτροπής και εξάλειψης της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας, με αποτρεπτικές κυρώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της ζημίας, την αξία των αλιευτικών προϊόντων που προκύπτουν ως συνέπεια της σοβαρής παράβασης που διαπράχθηκε, την οικονομική κατάσταση του δράστη και την τυχόν επανάληψη παράβασης. Πρέπει επίσης να προβλεφθούν άμεσα μέτρα επιβολής και συμπληρωματικά μέτρα.

    (40)

    Η θέσπιση κυρώσεων πρέπει να συμπληρωθεί με σύστημα σώρευσης μορίων για σοβαρές παραβάσεις βάσει του οποίου θα πρέπει να αναστέλλεται η αλιευτική άδεια εάν ο κάτοχός της συγκεντρώσει ορισμένο αριθμό μορίων μετά την επιβολή κυρώσεων για σοβαρές παραβάσεις. Εάν η αλιευτική άδεια ανασταλεί πέντε φορές βάσει αυτού του συστήματος και πάλι συγκεντρωθεί ο αριθμός των μορίων, πρέπει να αφαιρεθεί οριστικά η αλιευτική άδεια. Εν προκειμένω, τα κράτη μέλη πρέπει να καταγράφουν σε εθνική βάση δεδομένων όλες τις παραβάσεις των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

    (41)

    Για να εξασφαλισθεί η επίτευξη των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να λάβει αποτελεσματικά διορθωτικά μέτρα· για τον σκοπό αυτό πρέπει να ενισχυθούν η ικανότητα διαχείρισης της Επιτροπής και η ικανότητά της να παρεμβαίνει αναλογικά ως προς το βαθμό μη συμμόρφωσης ενός κράτους μέλους. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί ώστε να πραγματοποιεί επιθεωρήσεις δίχως προηγούμενη κοινοποίηση και ανεξάρτητα, με σκοπό να εξακριβώνει τις δραστηριότητες ελέγχου τις οποίες πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

    (42)

    Για να προστατευτούν τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας και να διαφυλαχθεί το προεξάρχον συμφέρον της διατήρησης των αλιευτικών πόρων, προϋπόθεση της χρηματοοικονομικής ενίσχυσης στα πλαίσια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2006, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας (16), και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2006 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2006 για τη θέσπιση κοινοτικών χρηματοδοτικών μέτρων για την εφαρμογή της κοινής αλιευτικής πολιτικής και στον τομέα του δικαίου της θάλασσας (17), θα πρέπει να είναι η συμμόρφωση των κρατών μελών με τις υποχρεώσεις τους στους τομείς του ελέγχου της αλιείας, και επομένως θα πρέπει να προβλέπεται η αναστολή και η ακύρωση αυτής της χρηματοοικονομικής ενίσχυσης σε περιπτώσεις ανεπαρκούς εφαρμογής των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής από τα κράτη μέλη η οποία επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των χρηματοδοτούμενων μέτρων.

    (43)

    Ενδείκνυται να παραχωρηθούν εξουσίες στην Επιτροπή για την απαγόρευση της αλιείας όταν εξαντλούνται οι ποσοστώσεις ενός κράτους μέλους ή τα ίδια τα TAC. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί για την αφαίρεση ποσοστώσεων και κατανομής προσπάθειας ώστε να τηρούνται πλήρως οι περιορισμοί των αλιευτικών δυνατοτήτων. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να λαμβάνει έκτακτα μέτρα εφόσον υπάρχουν αποδείξεις ότι οι αλιευτικές δραστηριότητές ή τα μέτρα ενός κράτους μέλους υπονομεύουν τα μέτρα διατήρησης και διαχείρισης των σχεδίων διαχείρισης ή απειλούν το θαλάσσιο οικοσύστημα.

    (44)

    Θα πρέπει να διασφαλισθεί η ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων με άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή ή το ορισμένο από αυτήν όργανο. Η Επιτροπή ή το όργανο το οποίο ορίζει η ίδια θα πρέπει να έχει άμεση πρόσβαση στα αλιευτικά δεδομένα των κρατών μελών ώστε να είναι σε θέση να εξακριβώνει εάν τα κράτη μέλη τηρούν τις υποχρεώσεις τους και να παρεμβαίνει όταν διαπιστώνονται παραβάσεις.

    (45)

    Προκειμένου να βελτιωθεί η επικοινωνία, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πρέπει να δημιουργήσουν ιστοσελίδες με γενικές πληροφορίες που θα διατίθενται σε τμήμα στο οποίο θα έχει πρόσβαση στο κοινό και επιχειρησιακές πληροφορίες σε απόρρητο τμήμα της ιστοσελίδας. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζεται η συνεργασία των αρμόδιων για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού αρχών των κρατών μελών μεταξύ τους, με την Επιτροπή και με το όργανο που αυτή ορίζει καθώς και με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

    (46)

    Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (18). Όλα τα μέτρα τα οποία εγκρίνει η Επιτροπή για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

    (47)

    Η εντολή της Κοινοτικής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας πρέπει να αναπροσαρμοσθεί και να επεκταθεί ούτως ώστε η υπηρεσία αυτή να υποστηρίξει την ενιαία εφαρμογή του συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής, να διασφαλίσει την οργάνωση της επιχειρησιακής συνεργασίας, να παράσχει βοήθεια σε κράτη μέλη και να μπορέσει να συστήσει μονάδα έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρού κινδύνου για την κοινή αλιευτική πολιτική. Πρέπει επίσης να μπορεί να διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό για την εκπόνηση κοινών σχεδίων ανάπτυξης μέσων και για τη συνεργασία στην εφαρμογή της ενιαίας πολιτικής της ΕΕ για τη θάλασσα.

    (48)

    Τα στοιχεία που συλλέγονται και ανταλλάσσονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει τυγχάνουν επεξεργασίας σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες εμπιστευτικότητος. Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (19), εφαρμόζεται στις δραστηριότητες που αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι οποίες διεξάγονται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (20), θα πρέπει να διέπει τις δραστηριότητες επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

    (49)

    Για να ευθυγραμμισθεί η κοινοτική νομοθεσία με τον παρόντα κανονισμό πρέπει να τροποποιηθούν ορισμένοι κανονισμοί που αφορούν διατάξεις περί ελέγχου.

    (50)

    Καθώς με τον παρόντα κανονισμό θα θεσπισθεί ένα νέο, ολοκληρωμένο καθεστώς ελέγχου, πρέπει να καταργηθούν ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2847/93, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1627/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1994, για τη θέσπιση των γενικών διατάξεων για τις ειδικές άδειες αλιείας (21), και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1966/2006 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, για την ηλεκτρονική καταχώρηση και αναφορά αλιευτικών δραστηριοτήτων καθώς και για τα μέσα τηλεπαρακολούθησης (22).

    (51)

    Προκειμένου να δοθεί στα κράτη μέλη ο απαραίτητος χρόνος για να προσαρμοσθούν σε ορισμένες από τις νέες υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, είναι σκόπιμο να μετατεθεί η θέση σε εφαρμογή ορισμένων διατάξεων σε μεταγενέστερη ημερομηνία,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΤΙΤΛΟΣ Ι

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 1

    Αντικείμενο

    Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινοτικό σύστημα για τον έλεγχο, την επιθεώρηση και την επιβολή (στο εξής καλούμενο «Κοινοτικό σύστημα ελέγχου») προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

    Άρθρο 2

    Πεδίο εφαρμογής

    1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις δραστηριότητες που καλύπτει η κοινή αλιευτική πολιτική και οι οποίες διεξάγονται στην επικράτεια των κρατών μελών ή σε κοινοτικά ύδατα ή από κοινοτικά αλιευτικά σκάφη ή, με την επιφύλαξη της πρωταρχικής ευθύνης του κράτους μέλους της σημαίας, από υπηκόους των κρατών μελών.

    2.   Οι δραστηριότητες που ασκούνται στα θαλάσσια ύδατα των υπερπόντιων εδαφών και διαμερισμάτων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ της συνθήκης αντιμετωπίζονται σαν να ασκούνται στα θαλάσσια ύδατα τρίτων χωρών.

    Άρθρο 3

    Συνάφεια με τις διεθνείς και εθνικές διατάξεις

    1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που περιέχονται σε αλιευτικές συμφωνίες οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών ή των διατάξεων που εφαρμόζονται στο πλαίσιο περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης αλιείας ή παρόμοιων συμφωνιών στις οποίες η Κοινότητα είναι συμβαλλόμενο μέρος ή μη συμβαλλόμενο συνεργαζόμενο μέρος.

    2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των τυχόν εθνικών μέτρων ελέγχου που υπερβαίνουν τις στοιχειώδεις απαιτήσεις του, εφόσον συμφωνούν με την κοινοτική νομοθεσία και με την κοινή αλιευτική πολιτική. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, τα κράτη μέλη κοινοποιούν τα προαναφερόμενα μέτρα ελέγχου.

    Άρθρο 4

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ορισμοί του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002. Επίσης, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1)

    ως «αλιευτική δραστηριότητα» νοείται κάθε δραστηριότητα που συνδέεται με την αναζήτηση αλιευμάτων, τη ρίψη, την πόντιση, τη σύρση και την ανάσυρση αλιευτικών εργαλείων και αλιευμάτων επί του σκάφους, τη μεταφόρτωση, τη διατήρηση και τη μεταποίηση επί τους σκάφους, τη μεταβίβαση, τον εγκλωβισμό, την πάχυνση και την εκφόρτωση ιχθύων και αλιευτικών προϊόντων·

    2)

    ως «κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής» νοούνται οι διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με τη διατήρηση, τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων, σχετικά με την υδατοκαλλιέργεια και τη μεταποίηση, μεταφορά και εμπορία προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας·

    3)

    ως «έλεγχος» νοείται η παρακολούθηση και η επιτήρηση·

    4)

    ως «επιθεώρηση» νοείται κάθε έλεγχος ο οποίος διενεργείται από υπαλλήλους και αφορά τη συμμόρφωση με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής και για τον οποίο συντάσσεται έκθεση επιθεώρησης·

    5)

    ως «επιτήρηση» νοείται η παρατήρηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων βάσει διοπτεύσεων από πλοία επιθεώρησης ή υπηρεσιακά αεροσκάφη και οι τεχνικές μέθοδοι ανίχνευσης και αναγνώρισης·

    6)

    ως «υπάλληλος» νοείται το πρόσωπο το οποίο εξουσιοδοτείται από εθνική αρχή, από την Επιτροπή ή από την Κοινοτική Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας να διενεργήσει επιθεώρηση·

    7)

    ως «επιθεωρητές της Κοινότητας» νοούνται οι υπάλληλοι κράτους μέλους, ή της Επιτροπής ή του οργάνου που ορίζει η ίδια, όπως αναφέρεται στον κατάλογο του άρθρου 79 του παρόντος κανονισμού·

    8)

    ως «παρατηρητής ελέγχου» νοείται το πρόσωπο το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί από εθνική αρχή να παρακολουθεί την εφαρμογή των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής·

    9)

    ως «αλιευτική άδεια» νοείται το επίσημο έγγραφο το οποίο παραχωρεί στον κάτοχό του το δικαίωμα, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, να χρησιμοποιεί ορισμένη αλιευτική ικανότητα για την εμπορική εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων. Η εν λόγω άδεια περιέχει τις ελάχιστες απαιτήσεις που αφορούν τα αναγνωριστικά στοιχεία, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τον εξοπλισμό ενός κοινοτικού αλιευτικού σκάφους·

    10)

    ως «άδεια αλίευσης» νοείται η άδεια αλίευσης η οποία εκδίδεται για ένα κοινοτικό αλιευτικό σκάφος επιπλέον της αλιευτικής του άδειας και του δίνει το δικαίωμα να πραγματοποιεί αλιευτικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, σε δεδομένη περιοχή ή για δεδομένο τύπο αλιείας υπό ειδικές προϋποθέσεις·

    11)

    ως «σύστημα αυτόματης αναγνώρισης», νοείται ένα σύστημα αυτόνομης και συνεχούς αναγνώρισης και παρακολούθησης σκαφών, το οποίο παρέχει σε αυτά ένα μέσο ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων με άλλα πλοία που βρίσκονται κοντά καθώς και με τις αρχές στην ξηρά, σχετικά με τα στοιχεία ταυτότητας κάθε πλοίου, τον τύπο, τη θέση, την πορεία και την ταχύτητά του·

    12)

    ως «δεδομένα Συστήματος Παρακολούθησης Σκαφών» νοούνται τα δεδομένα που αφορούν τα στοιχεία ταυτότητας του αλιευτικού σκάφους, τη γεωγραφική του θέση, την ημερομηνία, την ώρα, την ταχύτητα και την κατεύθυνση που διαβιβάζονται μέσω συσκευές δορυφορικού εντοπισμού εγκατεστημένες σε αλιευτικά σκάφη στο Κέντρο παρακολούθησης αλιευτικών του κράτους μέλους σημαίας·

    13)

    ως «σύστημα εντοπισμού σκαφών» νοείται δορυφορική τεχνολογία τηλεπαρακολούθησης που έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίζει σκάφη και να εντοπίζει τη θέση τους στη θάλασσα·

    14)

    ως «περιοχή περιορισμένης αλιείας» νοείται κάθε θαλάσσια περιοχή υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, την οποία έχει καθορίσει το Συμβούλιο και όπου οι αλιευτικές δραστηριότητες είναι είτε περιορισμένες είτε απαγορευμένες·

    15)

    ως «Κέντρο Παρακολούθησης Αλιείας» νοείται επιχειρησιακό κέντρο ιδρυθέν από το κράτος μέλος σημαίας το οποίο διαθέτει υλισμικό και λογισμικό υπολογιστών που διευκολύνουν την αυτόματη λήψη, την επεξεργασία και την ηλεκτρονική διαβίβαση δεδομένων·

    16)

    ως «μεταφόρτωση» νοείται η εκφόρτωση του συνόλου ή μέρους προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας ευρισκόμενων επί ενός σκάφους, σε άλλο σκάφος·

    17)

    ως «κίνδυνος» νοείται το ενδεχόμενο οιουδήποτε περιστατικού το οποίο θα συνιστούσε παραβίαση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής·

    18)

    ως «διαχείριση κινδύνων» νοείται ο συστηματικός εντοπισμός των κινδύνων και η εφαρμογή κάθε αναγκαίου μέτρου για τον περιορισμό τους. Ο όρος αυτός καλύπτει δραστηριότητες όπως η συλλογή δεδομένων και πληροφοριών, η ανάλυση και εκτίμηση των κινδύνων, η εκπόνηση και η λήψη μέτρων, καθώς και η τακτική παρακολούθηση και επανεξέταση της διαδικασίας και των αποτελεσμάτων της, βάσει των διεθνών, κοινοτικών και εθνικών πηγών και στρατηγικών·

    19)

    ως «επιχειρηματίας» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λειτουργεί ή κατέχει επιχείρηση η οποία πραγματοποιεί οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που συνδέεται με οποιοδήποτε στάδιο της παραγωγής, μεταποίησης, εμπορίας και διανομής των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας σε αλυσίδες λιανικής πώλησης·

    20)

    ως «παρτίδα» νοείται η ποσότητα των αλιευτικών προϊόντων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας συγκεκριμένου είδους η οποία έχει την ίδια παρουσίαση και η οποία προέρχεται από την ίδια αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή και το ίδιο αλιευτικό σκάφος ή ομάδα αλιευτικών σκαφών ή την ίδια μονάδα παραγωγής υδατοκαλλιέργειας·

    21)

    ως «μεταποίηση» νοείται η διαδικασία βάσει της οποίας προετοιμάστηκαν τα παρουσιαζόμενα προϊόντα. Σε αυτήν περιλαμβάνεται ο τεμαχισμός σε φιλέτα, η συσκευασία, η κονσερβοποίηση, η κατάψυξη, το κάπνισμα, το αλάτισμα, το μαγείρεμα, η διατήρηση σε ξίδι, η αποξήρανση ή η προετοιμασία των ιχθύων για την αγορά ή καθ’ οιοδήποτε άλλο τρόπο·

    22)

    ως «εκφόρτωση» νοείται η αρχική εκφόρτωση οποιασδήποτε ποσότητας αλιευτικών προϊόντων από αλιευτικό σκάφος στην ξηρά·

    23)

    ως «λιανική» νοείται ο χειρισμός ή/και η μεταποίηση προϊόντων έμβιων υδρόβιων πόρων και η αποθήκευσή τους στο σημείο πώλησης ή παράδοσης στον τελικό καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένης της διανομής·

    24)

    ως «πολυετή σχέδια» νοούνται τα σχέδια αποκατάστασης του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, τα σχέδια διαχείρισης του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 καθώς και άλλες κοινοτικές διατάξεις οι οποίες έχουν εγκριθεί βάσει του άρθρου 37 της συνθήκης ΕΚ και προβλέπουν ειδικά μέτρα διαχείρισης για συγκεκριμένα ιχθυαποθέματα διάρκειας πολλών ετών·

    25)

    ως «παράκτιο κράτος» νοείται το κράτος στα ύδατα της επικράτειας ή της δικαιοδοσίας ή των λιμένων του οποίου πραγματοποιείται αλιευτική δραστηριότητα·

    26)

    ως «επιβολή των κανόνων» νοούνται τα μέτρα που λαμβάνονται για την εξασφάλιση της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής·

    27)

    ως «πιστοποιούμενη ισχύς κινητήρα» νοείται η μέγιστη συνεχής ισχύς κινητήρα που μπορεί να αποκτηθεί στον άξονα εξόδου κινητήρα σύμφωνα με το πιστοποιητικό που εκδίδουν οι αρχές του κράτους μέλους ή οι εταιρείες πιστοποίησης ή άλλοι φορείς που έχουν οριστεί από τις εν λόγω αρχές·

    28)

    ως «ερασιτεχνική αλιεία» νοούνται οι αλιευτικές μη εμπορικές δραστηριότητες στο πλαίσιο των οποίων αλιεύονται θαλάσσιοι έμβιοι υδρόβιοι πόροι για αναψυχή, τουρισμό ή άθληση·

    29)

    ως «μετακίνηση επί σκάφους» νοούνται οι αλιευτικές δραστηριότητες όπου το αλίευμα, ολόκληρο ή μέρη του, μεταφέρεται ή μετακινείται από κοινό αλιευτικό εργαλείο πάνω σε αλιευτικό σκάφος ή από το αμπάρι σκάφους ή το αλιευτικό του εργαλείο σε σάκκο, περιέκτη ή κλωβό στο οποίο διατηρείται το ζωντανό αλίευμα έως την εκφόρτωση·

    30)

    ως «αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή» νοείται θαλάσσια περιοχή θεωρούμενη ως μονάδα για τους σκοπούς γεωγραφικής ταξινόμησης αλιείας καταγεγραμμένης με αναφορά σε υποπεριοχή, διαίρεση ή υποδιαίρεση FAO ή, ανάλογα με την περίπτωση, στατιστικό τετράγωνο ICES, ζώνη αλιευτικής προσπάθειας, οικονομική ζώνη ή περιοχή καθορισμένη με γεωγραφικές συντεταγμένες·

    31)

    ως «αλιευτικό σκάφος» νοείται σκάφος εξοπλισμένο για εμπορική εκμετάλλευση έμβιων υδρόβιων πόρων·

    32)

    ως «αλιευτική δυνατότητα» νοείται το ποσοτικοποιημένο νόμιμο δικαίωμα αλίευσης, εκπεφρασμένο ως αλιεύματα και/ή αλιευτική προσπάθεια·

    ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

    Άρθρο 5

    Γενικές αρχές

    1.   Τα κράτη μέλη ελέγχουν τις δραστηριότητες οι οποίες πραγματοποιούνται από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εντός του πεδίου εφαρμογής της κοινής αλιευτικής πολιτικής στην επικράτειά τους και εντός των υδάτων που υπόκεινται στην κυριαρχία ή στη δικαιοδοσία τους, ειδικότερα την αλιεία, τις μεταφορτώσεις, τη μεταφορά των ιχθύων σε κλωβούς ή τις εγκαταστάσεις υδατοκαλλιέργειας, περιλαμβανομένων των εγκαταστάσεων πάχυνσης, εκφόρτωσης, εισαγωγής, μεταφοράς, μεταποίησης, εμπορίας και αποθήκευσης αλιευτικών προϊόντων και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας.

    2.   Τα κράτη μέλη ελέγχουν επίσης την πρόσβαση σε ύδατα και πόρους και τις δραστηριότητες ελέγχου εκτός των κοινοτικών υδάτων που πραγματοποιούνται από κοινοτικά αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία τους καθώς και, με την επιφύλαξη της πρωταρχικής ευθύνης του κράτους μέλους της σημαίας, τις δραστηριότητες των υπηκόων τους.

    3.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ενδεδειγμένα μέτρα, παραχωρούν επαρκείς οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους και συγκροτούν τη διοικητική και τεχνική δομή που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση του ελέγχου, της επιθεώρησης και της επιβολής των κανόνων σχετικά με τις δραστηριότητες οι οποίες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Θέτουν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών και των υπαλλήλων τους κάθε ενδεδειγμένο μέσο το οποίο μπορεί να συμβάλει στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.

    4.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι ο έλεγχος, η επιθεώρηση και η επιβολή πραγματοποιούνται χωρίς διακρίσεις όσον αφορά τομείς, σκάφη ή πρόσωπα και με βάση τη διαχείριση του κινδύνου.

    5.   Σε κάθε κράτος μέλος, μια ενιαία αρχή συντονίζει τις δραστηριότητες ελέγχου όλων των εθνικών αρχών ελέγχου. Η αρχή αυτή είναι αρμόδια και για τον συντονισμό της συλλογής, της επεξεργασίας και της πιστοποίησης των πληροφοριών σχετικά με τις αλιευτικές δραστηριότητες καθώς και για την υποβολή αναφορών, τη συνεργασία και εξασφάλιση της διαβίβασης πληροφοριών με την Επιτροπή, με την Κοινοτική Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας, που έχει συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 768/2005 του Συμβουλίου (23), με άλλα κράτη μέλη και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, με τρίτες χώρες..

    6.   Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 103, η καταβολή συνεισφορών από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1198/2006, και κοινοτικών χρηματοδοτικών συνεισφορών σε μέτρα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 8 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2006 εξαρτάται από το αν τα κράτη μέλη τηρούν την υποχρέωσή τους να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα των χρηματοδοτούμενων μέτρων ή την επηρεάζουν, καθώς και να έχουν θέσει σε λειτουργία και να διατηρούν αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου, επιθεώρησης, και επιβολής προς τον σκοπό αυτόν.

    7.   Σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τη διαχείριση και τον έλεγχο της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής.

    ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

    ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΥΔΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΡΟΥΣ

    Άρθρο 6

    Αλιευτική άδεια

    1.   Ένα κοινοτικό αλιευτικό σκάφος μπορεί να χρησιμοποιείται για εμπορική εκμετάλλευση έμβιων υδρόβιων πόρων μόνον εφόσον διαθέτει έγκυρη αλιευτική άδεια.

    2.   Το κράτος μέλος σημαίας εξασφαλίζει ότι τα στοιχεία που περιέχονται στην αλιευτική άδεια είναι ακριβή και συνεπή με τα στοιχεία τα οποία περιέχονται στο κοινοτικό μητρώο αλιευτικών σκαφών του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002.

    3.   Το κράτος μέλος σημαίας αναστέλλει προσωρινά την αλιευτική άδεια σκάφους το οποίο υπόκειται σε προσωρινή ακινητοποίηση κατόπιν απόφασης του ίδιου κράτους μέλους ή η άδεια του οποίου ανεστάλη σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008.

    4.   Το κράτος μέλος σημαίας προβαίνει σε οριστική αφαίρεση της αλιευτικής άδειας σκάφους στο οποίο έχει επιβληθεί μέτρο προσαρμογής της αλιευτικής ικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, ή από το οποίο έχει αφαιρεθεί η άδεια αλίευσης σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008.

    5.   Το κράτος μέλος σημαίας εκδίδει, διαχειρίζεται και αφαιρεί την αλιευτική άδεια σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες που έχουν θεσπισθεί με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 7

    Άδεια αλίευσης

    1.   Τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη που δραστηριοποιούνται σε κοινοτικά ύδατα επιτρέπεται να πραγματοποιούν αλιευτικές δραστηριότητες μόνον εφόσον αυτές περιέχονται σε έγκυρη άδεια αλίευσης όταν οι χώροι αλίευσης ή οι αλιευτικές ζώνες υπόκεινται σε:

    α)

    καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας·

    β)

    πολυετές σχέδιο·

    γ)

    περιοχή περιορισμένης αλιείας·

    δ)

    αλιεία για επιστημονικούς λόγους·

    ε)

    άλλες περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας.

    2.   Όταν σε ένα κράτος μέλος ισχύει συγκεκριμένο εθνικό καθεστώς άδειας αλίευσης, τότε αυτό διαβιβάζει στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματός της, σύνοψη των στοιχείων που περιέχονται στην εκδοθείσα άδεια καθώς και τα συναφή συγκεντρωτικά στοιχεία σχετικά με την αλιευτική προσπάθεια.

    3.   Όταν το κράτος μέλος σημαίας έχει εγκρίνει εθνικές διατάξεις υπό τη μορφή εθνικού καθεστώτος άδειας αλίευσης για τη χορήγηση σε μεμονωμένα σκάφη των αλιευτικών δυνατοτήτων που διαθέτει, το εν λόγω κράτος διαβιβάζει στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματός της, πληροφορίες σχετικά με τα σκάφη τα οποία επιτρέπεται να συμμετέχουν σε αλιευτικές δραστηριότητες σε δεδομένο χώρο αλιείας, ιδίως όσον αφορά τον εξωτερικό αριθμό ταυτοποίησης, το όνομα των αλιευτικών σκαφών και τις αλιευτικές δυνατότητες που τους έχουν κατανεμηθεί.

    4.   Η άδεια αλίευσης δεν εκδίδεται εφόσον το σχετικό σκάφος δεν διαθέτει αλιευτική άδεια η οποία έχει χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 ή εάν η αλιευτική του άδεια έχει ανασταλεί ή αφαιρεθεί. Η άδεια αλίευσης αφαιρείται αυτομάτως όταν η αλιευτική άδεια που αντιστοιχεί στο σκάφος αφαιρεθεί οριστικά. Αναστέλλεται προσωρινά σε περίπτωση προσωρινής αναστολής της αλιευτικής άδειας.

    5.   Λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 8

    Σήμανση των αλιευτικών εργαλείων

    1.   Ο πλοίαρχος αλιευτικού σκάφους τηρεί τους όρους και τους περιορισμούς σχετικά με τη σήμανση και τα αναγνωριστικά στοιχεία των αλιευτικών σκαφών και των εργαλείων τους.

    2.   Λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη σήμανση και τα αναγνωριστικά στοιχεία των αλιευτικών σκαφών και των εργαλείων τους θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 9

    Σύστημα παρακολούθησης σκαφών

    1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε λειτουργία δορυφορικό Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών για την ουσιαστική παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των αλιευτικών σκαφών τα οποία φέρουν τη σημαία τους, όπου και αν βρίσκονται, και των αλιευτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται στα ύδατά τους.

    2.   Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που περιέχονται στα πολυετή σχέδια, σε αλιευτικό σκάφος συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω εγκαθίστανται συσκευές πλήρους λειτουργίας, οι οποίες επιτρέπουν τον αυτόματο εντοπισμό του σκάφους και την αναγνώρισή του από το Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών, μέσω της διαβίβασης του γεωγραφικού του στίγματος σε τακτά διαστήματα. Οι εν λόγω συσκευές δίνουν επίσης στο κέντρο παρακολούθησης αλιείας του κράτους μέλους σημαίας τη δυνατότητα εντοπισμού του αλιευτικού σκάφους με διαδοχική σταθμοσκόπηση. Για τα αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 12 μέτρων ή περισσότερο και κάτω των 15 μέτρων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου από την 1η Ιανουαρίου 2012.

    3.   Όταν ένα αλιευτικό σκάφος βρίσκεται στα ύδατα άλλου κράτους μέλους, το κράτος μέλος σημαίας διαθέτει τα στοιχεία του Συστήματος Παρακολούθησης Σκαφών για το εν λόγω σκάφος μέσω αυτόματης διαβίβασης στο κέντρο παρακολούθησης αλιείας των παράκτιων κρατών μελών. Τα δεδομένα του Συστήματος Παρακολούθησης Σκαφών διατίθενται επίσης στο κράτος μέλος στους λιμένες του οποίου ένα αλιευτικό σκάφος είναι πιθανόν να εκφορτώσει τα αλιεύματά του, κατόπιν αιτήματος του κράτους αυτού, ή στα ύδατα του οποίου το αλιευτικό σκάφος είναι πιθανόν να συνεχίσει τις αλιευτικές του δραστηριότητες.

    4.   Εάν ένα κοινοτικό αλιευτικό σκάφος δραστηριοποιείται στα ύδατα τρίτης χώρας ή σε περιοχές της ανοικτής θάλασσας όπου οι αλιευτικοί πόροι αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης από διεθνή οργανισμό και εφόσον το προβλέπει η συμφωνία με την εν λόγω τρίτη χώρα ή οι ισχύοντες κανόνες του εν λόγω διεθνούς οργανισμού, τα δεδομένα αυτά διατίθενται επίσης στην εν λόγω χώρα ή στον εν λόγω οργανισμό.

    5.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαλλάσσουν τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους κάτω των 15 μέτρων που φέρουν τη σημαία τους από την απαίτηση εξοπλισμού με Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών εφόσον:

    α)

    δραστηριοποιούνται αποκλειστικά εντός της θαλάσσιας επικράτειας του κράτους μέλους σημαίας, ή

    β)

    δεν παραμένουν ποτέ για χρονικό διάστημα άνω των 24 ωρών στη θάλασσα, αρχής γενομένης από τον χρόνο αναχώρησης έως την επιστροφή στον λιμένα.

    6.   Στα αλιευτικά σκάφη τρίτων χωρών συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω και στα βοηθητικά αλιευτικά σκάφη τρίτων χωρών που συμμετέχουν σε δραστηριότητες βοηθητικές των αλιευτικών δραστηριοτήτων και δραστηριοποιούνται σε κοινοτικά ύδατα, εγκαθίστανται συσκευές πλήρους λειτουργίας, οι οποίες επιτρέπουν τον αυτόματο εντοπισμό και την αναγνώριση των σκαφών αυτών από το Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών, μέσω της διαβίβασης του γεωγραφικού τους στίγματος σε τακτά διαστήματα, όπως ισχύει για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη.

    7.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη λειτουργία Κέντρων Παρακολούθησης Αλιείας (ΚΠΑ) που παρακολουθούν τις αλιευτικές δραστηριότητες και την αλιευτική προσπάθεια. Το Κέντρο Παρακολούθησης Αλιείας ενός κράτους μέλους παρακολουθεί τα αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία του εν λόγω κράτους, ανεξάρτητα από τα ύδατα στα οποία δραστηριοποιούνται ή από το λιμάνι στο οποίο ευρίσκονται, καθώς και τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη που φέρουν σημαία άλλων κρατών μελών και τα αλιευτικά σκάφη τρίτων χωρών, που υπόκεινται στο Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών, το οποία ασκούν δραστηριότητα στα ύδατα που βρίσκονται στην επικράτεια ή στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους.

    8.   Κάθε κράτος μέλος σημαίας ορίζει τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για το Κέντρο Παρακολούθησης Αλιείας και λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι το Κέντρο Παρακολούθησης Αλιείας που εδρεύει σε αυτό έχει επανδρωθεί με το κατάλληλο προσωπικό και είναι εξοπλισμένο με υλισμικό και λογισμικό υπολογιστών που διευκολύνουν την αυτόματη επεξεργασία και την ηλεκτρονική διαβίβαση δεδομένων. Τα κράτη μέλη προβλέπουν την εφαρμογή διαδικασιών αντιγράφων ασφαλείας και ανάκτησης των δεδομένων σε περίπτωση βλάβης του συστήματος. Τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να διευθύνουν κοινό Κέντρο Παρακολούθησης Αλιείας.

    9.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν ή να επιτρέπουν στα αλιευτικά που φέρουν τη σημαία τους να εξοπλίσουν το σκάφος με Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών.

    10.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 10

    Σύστημα αυτόματης αναγνώρισης

    1.   Σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ μέρος Ι σημείο 3 της οδηγίας 2002/59/ΕΚ, τα αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους άνω των 15 μέτρων πρέπει να είναι εξοπλισμένα με σύστημα αυτόματης αναγνώρισης το οποίο λειτουργεί συνεχώς και το οποίο πληροί τις προδιαγραφές απόδοσης που έχει ορίσει ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός σύμφωνα με το κεφάλαιο V κανονισμός 19 τμήμα 2.4.5 της σύμβασης SOLAS του 1974.

    2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 ισχύουν:

    α)

    από 31ης Μαΐου 2014, για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 15 μέτρων και περισσότερο και κάτω από 18·

    β)

    από 31ης Μαΐου 2013, για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 18 μέτρων και περισσότερο και κάτω από 24·

    γ)

    από 31ης Μαΐου 2012, για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 24 μέτρων και περισσότερο και κάτω από 45·

    3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν τα δεδομένα του Συστήματος Αυτόματης Αναγνώρισης, όταν είναι διαθέσιμα, με στόχο τον διασταυρούμενο έλεγχο με άλλα διαθέσιμα στοιχεία σύμφωνα με τα άρθρα 109 και 110. Για τον σκοπό αυτόν τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα δεδομένα του συστήματος αυτόματης αναγνώρισης για τα αλιευτικά σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία τους τίθενται στη διάθεση των εθνικών αρχών τους ελέγχου της αλιείας.

    Άρθρο 11

    Σύστημα εντοπισμού σκαφών

    Όταν τα κράτη μέλη έχουν σαφείς ενδείξεις θετικής σχέσης κόστους/οφέλους σε σύγκριση με τα παραδοσιακά μέσα εντοπισμού των αλιευτικών σκαφών, χρησιμοποιούν Σύστημα Εντοπισμού Σκαφών το οποίο τους επιτρέπει να αντιστοιχίζουν τα γεωγραφικά στίγματα που προέρχονται από εικόνες που έχουν ληφθεί μέσω τηλεπαρακολούθησης και οι οποίες διαβιβάζονται στη γη μέσω δορυφόρου ή άλλων αντίστοιχων συστημάτων με τα δεδομένα τα οποία λαμβάνουν από το Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών ή από το Σύστημα Αυτόματης Αναγνώρισης, με στόχο την εκτίμηση της παρουσίας αλιευτικών σκαφών στην περιοχή. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα εθνικά τους κέντρα παρακολούθησης αλιείας διαθέτουν την τεχνική ικανότητα να χρησιμοποιούν σύστημα εντοπισμού σκαφών.

    Άρθρο 12

    Διαβίβαση δεδομένων για επιχειρήσεις επιτήρησης

    Τα δεδομένα τα οποία προέρχονται από το Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών, από το Σύστημα Αυτόματης Αναγνώρισης και από το Σύστημα Εντοπισμού Σκαφών τα οποία συλλέγονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, είναι δυνατόν να διαβιβάζονται στις κοινοτικές υπηρεσίες και στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οι οποίες συμμετέχουν σε επιχειρήσεις επιτήρησης για τους σκοπούς της ασφάλειας και της προστασίας στη θάλασσα, των συνοριακών ελέγχων, της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και εν γένει της επιβολής του νόμου.

    Άρθρο 13

    Νέες τεχνολογίες

    1.   Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει, σύμφωνα με το άρθρο 37 της συνθήκης, ως προς την υποχρέωση χρησιμοποίησης ηλεκτρονικών συσκευών παρακολούθησης και οργάνων ιχνηλασιμότητας όπως είναι η γενετική ανάλυση. Για την εκτίμηση της τεχνολογίας που πρέπει να χρησιμοποιήσουν, τα κράτη μέλη, με πρωτοβουλία τους ή σε συνεργασία με την Επιτροπή ή με το όργανο που έχει καθορίσει η ίδια, πρέπει να πραγματοποιήσουν πιλοτικά προγράμματα για τα όργανα ιχνηλασιμότητας, όπως είναι η γενετική ανάλυση, πριν από την 1η Ιουνίου 2013.

    2.   Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, με βάση το άρθρο 37 της συνθήκης, σχετικά με την εισαγωγή άλλων νέων τεχνολογιών ελέγχου της αλιείας, εφόσον οι τεχνολογίες αυτές οδηγούν σε βελτιωμένη συμμόρφωση με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής κατά τρόπο αποδοτικό από οικονομικής πλευράς.

    ΤΙΤΛΟΣ IV

    ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΑΛΙΕΙΑΣ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

    Έλεγχος της χρήσης των αλιευτικών δυνατοτήτων

    Τμήμα 1

    Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 14

    Συμπλήρωση και υποβολή του ημερολογίου αλιείας

    1.   Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε πολυετή σχέδια, οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών συνολικού μήκους 10 μέτρων και άνω τηρούν ημερολόγιο αλιείας σχετικά με τις δραστηριότητές τους, όπου αναφέρουν συγκεκριμένα όλες τις ποσότητες κάθε είδους το οποίο αλιεύεται και διατηρείται επί του σκάφους άνω των 50 kg ισοδύναμου ζώντος βάρους.

    2.   Το ημερολόγιο αλιείας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει ιδίως τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)

    τον εξωτερικό αριθμό ταυτοποίησης και το όνομα του αλιευτικού σκάφους·

    β)

    τον τριψήφιο αλφαβητικό κωδικό FAO κάθε είδους και την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή όπου ελήφθησαν τα αλιεύματα·

    γ)

    ημερομηνία των αλιεύσεων·

    δ)

    ημερομηνία απόπλου και κατάπλου και διάρκεια του αλιευτικού ταξιδιού·

    ε)

    τύπο εργαλείου, μέγεθος ματιών και διαστάσεις·

    στ)

    τις κατ’ εκτίμηση ποσότητες κάθε είδους σε χιλιόγραμμα εκφραζόμενες σε ζων βάρος ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τον αριθμό των ατόμων·

    ζ)

    τον αριθμό των αλιευτικών δραστηριοτήτων.

    3.   Το επιτρεπόμενο περιθώριο ανοχής όσον αφορά τις εκτιμήσεις που καταγράφονται στο ημερολόγιο αλιείας σχετικά με τις ποσότητες σε χιλιόγραμμα των ιχθύων που διατηρούνται επί του σκάφους πρέπει να είναι ποσοστό 10 % για όλα τα είδη.

    4.   Οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών καταγράφουν επίσης στο ημερολόγιο αλιείας τους όλες τις εκτιμώμενες απορρίψεις άνω των 50 kg ισοδύναμου όγκου ζώντος βάρους για όλα τα είδη.

    5.   Όσον αφορά τα αλιεύματα τα οποία υπόκεινται σε κοινοτικό καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, οι πλοίαρχοι των κοινοτικών αλιευτικών πλοίων καταγράφουν και αιτιολογούν στα ημερολόγια αλιείας τον χρόνο για τον οποίο παραμένουν σε μια περιοχή αναφέροντας:

    α)

    Όσον αφορά τα συρόμενα εργαλεία:

    i)

    την είσοδο και την έξοδο από λιμένα που ευρίσκεται σε εκείνη την περιοχή·

    ii)

    κάθε είσοδο σε θαλάσσιες περιοχές και έξοδο από αυτές, όπου ισχύουν ειδικοί κανόνες πρόσβασης σε ύδατα και πόρους·

    iii)

    τα αλιεύματα τα οποία παραμένουν επί του σκάφους ανά είδος σε χιλιόγραμμα ζώντος βάρους κατά την έξοδο από αυτή την περιοχή ή πριν από την είσοδο σε λιμένα ευρισκόμενο στην εν λόγω περιοχή.

    β)

    Όσον αφορά τα στατικά εργαλεία:

    i)

    την είσοδο και την έξοδο από λιμένα που ευρίσκεται σε εκείνη την περιοχή·

    ii)

    κάθε είσοδο σε θαλάσσιες περιοχές και έξοδο από αυτές, όπου ισχύουν ειδικοί κανόνες πρόσβασης σε ύδατα και πόρους·

    iii)

    την ημερομηνία και τον χρόνο της πόντισης ή της αναπόντισης των στατικών εργαλείων στις εν λόγω περιοχές·

    iv)

    την ημερομηνία και τον χρόνο ολοκλήρωσης των αλιευτικών δραστηριοτήτων με χρησιμοποίηση στατικών εργαλείων·

    v)

    τα αλιεύματα τα οποία παραμένουν επί του σκάφους ανά είδος σε χιλιόγραμμα ζώντος βάρους κατά την έξοδο από αυτή την περιοχή ή πριν από την είσοδο σε λιμένα ευρισκόμενο στην εν λόγω περιοχή.

    6.   Οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών υποβάλλουν τις πληροφορίες που περιέχει το ημερολόγιο αλιείας το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο 48 ώρες μετά την εκφόρτωση:

    α)

    στο κράτος μέλος σημαίας τους· και

    β)

    σε περίπτωση που η εκφόρτωση πραγματοποιήθηκε σε λιμένα άλλου κράτους μέλους, στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους λιμένα.

    7.   Για τη μετατροπή αποθηκευμένου ή μεταποιημένου βάρους ιχθύων σε βάρος ζωντανών ιχθύων, οι πλοίαρχοι των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών εφαρμόζουν τον συντελεστή μετατροπής που έχει καθοριστεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    8.   Οι πλοίαρχοι αλιευτικών σκαφών τρίτων χωρών τα οποία δραστηριοποιούνται σε κοινοτικά ύδατα καταγράφουν τα στοιχεία τα οποία αναφέρονται στο παρόν άρθρο κατά τον ίδιο τρόπο με τους πλοιάρχους των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών.

    9.   Η ακρίβεια των δεδομένων που καταγράφονται στο ημερολόγιο αλιείας αποτελεί ευθύνη του πλοιάρχου.

    10.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 15

    Ηλεκτρονική συμπλήρωση και διαβίβαση των δεδομένων του ημερολόγιου αλιείας

    1.   Ο πλοίαρχος κοινοτικού αλιευτικού σκάφους συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω καταγράφει με ηλεκτρονικά μέσα τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 14 και τα διαβιβάζει ηλεκτρονικά στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους σημαίας τουλάχιστον μία φορά την ημέρα.

    2.   Ο πλοίαρχος κοινοτικού αλιευτικού σκάφους συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω διαβιβάζει τα δεδομένα του άρθρου 14 όποτε του ζητηθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους σημαίας και, εν πάση περιπτώσει, τα σχετικά δεδομένα του ημερολογίου αλιείας διαβιβάζονται μετά την ολοκλήρωση της τελευταίας αλιευτικής δραστηριότητας και πριν από τον κατάπλου σε λιμένα.

    3.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 ισχύουν:

    α)

    από 1ης Ιανουαρίου 2012 για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 12 μέτρων και περισσότερο και κάτω των 15 μέτρων·

    β)

    από 1ης Ιουλίου 2011 για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 15 μέτρων και περισσότερο και κάτω των 24 μέτρων· και

    γ)

    από 1ης Ιανουαρίου 2010 για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 24 μέτρων και άνω·

    4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν τους πλοιάρχους κοινοτικών αλιευτικών σκαφών μέγιστου συνολικού μήκους κάτω των 15 μέτρων που φέρουν τη σημαία τους από την εφαρμογή της παραγράφου 1 εφόσον:

    α)

    δραστηριοποιούνται αποκλειστικά εντός της θαλάσσιας επικράτειας του κράτους μέλους σημαίας ή

    β)

    δεν παραμένουν ποτέ για χρονικό διάστημα άνω των 24 ωρών στη θάλασσα, αρχής γενομένης από τον χρόνο αναχώρησης έως την επιστροφή στον λιμένα.

    5.   Οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών που καταγράφουν και διαβιβάζουν ηλεκτρονικά τα δεδομένα των αλιευτικών δραστηριοτήτων τους απαλλάσσονται από την υποχρέωση συμπλήρωσης του γραπτού ημερολογίου αλιείας και των δηλώσεων εκφόρτωσης και μεταφόρτωσης.

    6.   Τα κράτη μέλη δύνανται να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες σχετικά με τη χρήση ηλεκτρονικού συστήματος υποβολής εκθέσεων για τα σκάφη που φέρουν τη σημαία τους εντός των υδάτων υπό την κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία τους. Τα σκάφη τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των συμφωνιών απαλλάσσονται από τα υποχρέωση συμπλήρωσης του γραπτού ημερολογίου αλιείας εντός των υδάτων αυτών.

    7.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλλουν ή να επιτρέπουν στους πλοιάρχους των αλιευτικών σκαφών που φέρουν τη σημαία τους, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2010, να καταγράφουν και να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 14.

    8.   Οι αρμόδιες αρχές παράκτιου κράτους μέλους αποδέχονται τις ηλεκτρονικές αναφορές που λαμβάνονται από το κράτος μέλος σημαίας και οι οποίες περιέχουν τα δεδομένα από τα αλιευτικά σκάφη τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

    9.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 16

    Αλιευτικά μη υποκείμενα στις απαιτήσεις σχετικά με το ημερολόγιο αλιείας

    1.   Κάθε κράτος μέλος παρακολουθεί δειγματοληπτικά τις δραστηριότητες των αλιευτικών σκαφών που δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις των άρθρων 14 και 15, ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση των σκαφών αυτών με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

    2.   Για τον σκοπό παρακολούθησης κατά την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη καταρτίζουν σχέδιο δειγματοληψίας το οποίο βασίζεται στη μεθοδολογία η οποία έχει εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119 και το διαβιβάζουν έως την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους στην Επιτροπή αναφέροντας τις μεθόδους οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση του εν λόγω σχεδίου. Τα σχέδια δειγματοληψίας πρέπει να παραμένουν, κατά το δυνατόν, σταθερά στον χρόνο και τυποποιημένα εντός των αντίστοιχων γεωγραφικών περιοχών.

    3.   Τα κράτη μέλη που απαιτούν από τα αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους κάτω των 10 μέτρων που φέρουν τη σημαία τους να υποβάλλουν τα ημερολόγια αλιείας που αναφέρονται στο άρθρο 14, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, απαλλάσσονται της υποχρέωσης των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

    4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, τα δελτία πώλησης που υποβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 62 και 63 γίνονται δεκτά ως εναλλακτικό μέτρο των σχεδίων δειγματοληψίας.

    Άρθρο 17

    Προαναγγελία

    1.   Οι πλοίαρχοι των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω που αλιεύουν αποθέματα υπαγόμενα σε πολυετές σχέδιο, οι οποίοι υποχρεούνται να καταγράφουν ηλεκτρονικά τα δεδομένα του ημερολογίου αλιείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15, κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους της σημαίας τους, τουλάχιστον τέσσερις ώρες πριν από την προβλεπόμενη ώρα άφιξης στον λιμένα, τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)

    εξωτερικό αριθμό ταυτοποίησης και όνομα του αλιευτικού σκάφους·

    β)

    όνομα του λιμένα προορισμού και σκοπός προσέγγισης, όπως εκφόρτωση, μεταφόρτωση ή πρόσβαση σε υπηρεσίες·

    γ)

    ημερομηνίες του αλιευτικού ταξιδιού και αντίστοιχες γεωγραφικές περιοχές στις οποίες ελήφθησαν τα αλιεύματα·

    δ)

    εκτιμώμενη ημερομηνία και χρόνος άφιξης στον λιμένα·

    ε)

    ποσότητες κάθε είδους που καταγράφονται στο ημερολόγιο αλιείας·

    στ)

    τις προς εκφόρτωση ή μεταφόρτωση ποσότητες κάθε είδους.

    2.   Όταν κοινοτικό αλιευτικό σκάφος προτίθεται να εισέλθει σε λιμένα κράτους μέλους άλλο από το κράτος μέλος σημαίας, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας προωθούν με ηλεκτρονικά μέσα την προαναγγελία, αμέσως μετά τη λήψη της, στις αρμόδιες αρχές του παράκτιου κράτους μέλους.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές του παράκτιου κράτους μέλους μπορούν να δώσουν άδεια για την είσοδο του σκάφους νωρίτερα στον λιμένα.

    4.   Τα ηλεκτρονικά δεδομένα του ημερολογίου αλιείας που αναφέρονται στο άρθρο 15 και η ηλεκτρονική προαναγγελία μπορούν να αποστέλλονται με μία ηλεκτρονική διαβίβαση.

    5.   Η ακρίβεια των δεδομένων που περιέχει η ηλεκτρονική προαναγγελία αποτελεί ευθύνη του πλοιάρχου.

    6.   Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119, η Επιτροπή μπορεί να απαλλάσσει, για περιορισμένη και ανανεώσιμη περίοδο, ορισμένες κατηγορίες αλιευτικών σκαφών από την υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ή να προβλέπει για την αναγγελία άλλο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος των αλιευτικών προϊόντων, την απόσταση μεταξύ των περιοχών αλιείας, των τόπων εκφόρτωσης και των λιμένων στους οποίους τα εν λόγω σκάφη είναι νηολογημένα ή καταχωρισμένα.

    Άρθρο 18

    Προαναγγελία εκφόρτωσης σε άλλο κράτος μέλος

    1.   Οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών οι οποίοι απαλλάσσονται από την υποχρέωση ηλεκτρονικής καταγραφής των δεδομένων του ημερολογίου αλιείας, εν αναμονή της θέσης σε ισχύ των διατάξεων του άρθρου 15 παράγραφος 3 και προτίθενται να χρησιμοποιήσουν τις εγκαταστάσεις του λιμένα ή τις εγκαταστάσεις εκφόρτωσης σε παράκτιο κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος της σημαίας τους κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές του παράκτιου κράτους μέλους, τουλάχιστον τέσσερις ώρες πριν από την προβλεπόμενη ώρα άφιξης στον λιμένα, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές του παράκτιου κράτους μέλους μπορούν να δώσουν άδεια για την είσοδο του σκάφους νωρίτερα στον λιμένα.

    Άρθρο 19

    Άδεια πρόσβασης σε λιμένα

    Οι αρμόδιες αρχές του παράκτιου κράτους μέλους μπορούν να αρνούνται την πρόσβαση στο λιμένα στα αλιευτικά σκάφη, εάν οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 17 και 18 δεν είναι πλήρεις, πλην των περιπτώσεων ανωτέρας βίας.

    Άρθρο 20

    Διαδικασίες μεταφόρτωσης

    1.   Δεν επιτρέπεται η μεταφόρτωση εν πλω σε κοινοτικά ύδατα. Επιτρέπεται μόνο κατόπιν αδείας και υπό τους όρους του παρόντος κανονισμού στους λιμένες ή τα σημεία πλησίον της ακτής των κρατών μελών που ορίζονται προς τούτο και σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 43 παράγραφος 5.

    2.   Εάν διακοπεί η διαδικασία μεταφόρτωσης, μπορεί να απαιτηθεί άδεια για να αρχίσει εκ νέου η μεταφόρτωση.

    3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η μετακίνηση επί σκάφους, οι δραστηριότητες ζευγαρωτής τράτας και οι αλιευτικές δραστηριότητες που περιλαμβάνουν κοινή δράση δύο ή περισσοτέρων κοινοτικών αλιευτικών σκαφών δεν θεωρούνται μεταφόρτωση.

    Άρθρο 21

    Συμπλήρωση και υποβολή της δήλωσης μεταφόρτωσης

    1.   Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε πολυετή σχέδια, οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών συνολικού μήκους 10 μέτρων και άνω που συμμετέχουν σε δραστηριότητα μεταφόρτωσης συμπληρώνουν δήλωση μεταφόρτωσης, στην οποία αναφέρουν συγκεκριμένα όλες τις ποσότητες κάθε είδους που μεταφορτώθηκαν ή παρελήφθησαν άνω των 50 kg ισοδύναμου ζώντος βάρους.

    2.   Η δήλωση μεταφόρτωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιέχει τουλάχιστον τα εξής πληροφοριακά στοιχεία:

    α)

    τον εξωτερικό αριθμό ταυτοποίησης και το όνομα τόσο του αλιευτικού σκάφους που μεταφορτώνει όσο και του αλιευτικού σκάφους που παραλαμβάνει·

    β)

    τον τριψήφιο αλφαβητικό κωδικό FAO κάθε είδους και την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή όπου ελήφθησαν τα αλιεύματα·

    γ)

    τις κατ’ εκτίμηση ποσότητες κάθε είδους σε χιλιόγραμμα βάρους προϊόντος, αναλυτικά ανά τύπο παρουσίασης προϊόντος ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τον αριθμό των ατόμων·

    δ)

    τον λιμένα προορισμού του παραλαμβάνοντος αλιευτικού σκάφους·

    ε)

    τον καθορισμένο λιμένα μεταφόρτωσης.

    3.   Το επιτρεπόμενο περιθώριο ανοχής όσον αφορά τις εκτιμήσεις που καταγράφονται στη δήλωση μεταφόρτωσης σχετικά με τις ποσότητες σε χιλιόγραμμα των ιχθύων που μεταφορτώνονται ή παραλαμβάνονται πρέπει να είναι ποσοστό 10 % για όλα τα είδη.

    4.   Οι πλοίαρχοι του αλιευτικού σκάφους τόσο μεταφόρτωσης όσο και παραλαβής υποβάλλουν τη δήλωση μεταφόρτωσης το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο 48 ώρες μετά τη μεταφόρτωση,

    α)

    στο κράτος(-η) μέλος(-η) σημαίας τους και

    β)

    σε περίπτωση που η μεταφόρτωση πραγματοποιήθηκε σε λιμένα άλλου κράτους μέλους, στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους λιμένα.

    5.   Οι πλοίαρχοι των αλιευτικών σκαφών τόσο μεταφόρτωσης όσο και παραλαβής φέρουν ατομική ευθύνη για την ακρίβεια των δεδομένων που περιέχουν οι οικείες δηλώσεις μεταφόρτωσης.

    6.   Με τη διαδικασία του άρθρου 119, η Επιτροπή μπορεί να απαλλάσσει, για περιορισμένο και ανανεώσιμο χρονικό διάστημα, ορισμένες κατηγορίες αλιευτικών σκαφών τρίτων χωρών από την υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ή να προβλέπει για την αναγγελία άλλο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τον τύπο των αλιευτικών προϊόντων και την απόσταση μεταξύ των περιοχών αλιείας, των τόπων μεταφόρτωσης και των λιμένων στους οποίους τα εν λόγω σκάφη είναι νηολογημένα.

    7.   Οι διαδικασίες και τα έντυπα της δήλωσης μεταφόρτωσης καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 22

    Ηλεκτρονική συμπλήρωση και διαβίβαση των στοιχείων της δήλωσης μεταφόρτωσης

    1.   Ο πλοίαρχος κοινοτικού αλιευτικού σκάφους συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω καταγράφει με ηλεκτρονικά μέσα τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 21, και τα διαβιβάζει ηλεκτρονικά στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους σημαίας εντός 24ωρών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταφόρτωσης.

    2.   Οι διατάξεις της παραγράφου 1 ισχύουν:

    α)

    από 1ης Ιανουαρίου 2012 για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 12 μέτρων ή περισσότερο και κάτω των 15 μέτρων·

    β)

    από 1ης Ιουλίου 2011 για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 15 μέτρων ή περισσότερο και κάτω των 24 μέτρων· και

    γ)

    από 1ης Ιανουαρίου 2010 για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 24 μέτρων και άνω·

    3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν τους πλοιάρχους κοινοτικών αλιευτικών σκαφών συνολικού μήκους κάτω των 15 μέτρων που φέρουν τη σημαία τους από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 εφόσον:

    α)

    δραστηριοποιούνται αποκλειστικά εντός της θαλάσσιας επικράτειας του κράτους μέλους σημαίας ή

    β)

    δεν παραμένουν ποτέ για χρονικό διάστημα άνω των 24 ωρών στη θάλασσα, αρχής γενομένης από τον χρόνο αναχώρησης έως την επιστροφή στον λιμένα.

    4.   Οι αρμόδιες αρχές παράκτιου κράτους μέλους αποδέχονται τις ηλεκτρονικές εκθέσεις που λαμβάνονται από το κράτος μέλος σημαίας και οι οποίες περιέχουν τα δεδομένα από τα αλιευτικά σκάφη τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

    5.   Όταν κοινοτικό αλιευτικό σκάφος μεταφορτώνει τα αλιεύματά του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος σημαίας, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας διαβιβάζουν ηλεκτρονικά τη δήλωση μεταφόρτωσης στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο μεταφορτώθηκαν τα αλιεύματα και προς το οποίο προορίζονται τα αλιεύματα.

    6.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να επιβάλλει ή να επιτρέπει στους πλοιάρχους των αλιευτικών σκαφών που φέρουν τη σημαία του, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2010, να καταγράφουν και να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 21.

    7.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 23

    Συμπλήρωση και υποβολή της δήλωσης εκφόρτωσης

    1.   Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε πολυετή σχέδια, οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών συνολικού μήκους 10 μέτρων και άνω ή οι εκπρόσωποί τους συμπληρώνουν δήλωση εκφόρτωσης, στην οποία αναφέρουν συγκεκριμένα όλες τις ποσότητες κάθε είδους που εκφορτώθηκαν.

    2.   Η δήλωση εκφόρτωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιέχει τουλάχιστον τα εξής πληροφοριακά στοιχεία:

    α)

    τον εξωτερικό αριθμό ταυτοποίησης και το όνομα του αλιευτικού σκάφους·

    β)

    τον τριψήφιο αλφαβητικό κωδικό FAO κάθε είδους και την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή όπου ελήφθησαν τα αλιεύματα·

    γ)

    τις ποσότητες κάθε είδους σε χιλιόγραμμα βάρους προϊόντος αναλυτικά ανά τύπο παρουσίασης προϊόντος ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τον αριθμό των ατόμων·

    δ)

    τον λιμένα εκφόρτωσης.

    3.   Οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών ή οι εκπρόσωποί τους υποβάλλουν τη δήλωση εκφόρτωσης το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο 48 ώρες μετά την ολοκλήρωση της εκφόρτωσης:

    α)

    στο κράτος μέλος σημαίας τους και

    β)

    σε περίπτωση που η εκφόρτωση πραγματοποιήθηκε σε λιμένα άλλου κράτους μέλους, στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους λιμένα.

    4.   Η ακρίβεια των δεδομένων που καταγράφονται στη δήλωση εκφόρτωσης αποτελεί ευθύνη του πλοιάρχου.

    5.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 24

    Ηλεκτρονική συμπλήρωση και διαβίβαση των στοιχείων της δήλωσης εκφόρτωσης

    1.   Οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω ή οι εκπρόσωποί τους καταγράφουν με ηλεκτρονικά μέσα τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 23, και τα διαβιβάζουν ηλεκτρονικά στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους σημαίας εντός 24 ωρών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκφόρτωσης.

    2.   Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν:

    α)

    από 1ης Ιανουαρίου 2012 για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 12 μέτρων και περισσότερο και κάτω των 15 μέτρων·

    β)

    από 1ης Ιουλίου 2011 για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 15 μέτρων και περισσότερο και κάτω των 24 μέτρων· και

    γ)

    από 1ης Ιανουαρίου 2010 για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους 24 μέτρων και άνω.

    3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν τους πλοιάρχους κοινοτικών αλιευτικών σκαφών συνολικού μήκους κάτω των 15 μέτρων που φέρουν τη σημαία τους από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 εφόσον:

    α)

    δραστηριοποιούνται αποκλειστικά εντός της θαλάσσιας επικράτειας του κράτους μέλους σημαίας ή

    β)

    δεν παραμένουν ποτέ για χρονικό διάστημα άνω των 24 ωρών στη θάλασσα, αρχής γενομένης από τον χρόνο αναχώρησης έως την επιστροφή στον λιμένα.

    4.   Όταν ένα κοινοτικό αλιευτικό σκάφος εκφορτώνει τα αλιεύματά του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος σημαίας, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας διαβιβάζουν ηλεκτρονικά στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο εκφορτώθηκαν τα αλιεύματα τη δήλωση εκφόρτωσης, αμέσως μόλις τη λάβουν.

    5.   Οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών ή οι εκπρόσωποί τους, οι οποίοι καταγράφουν με ηλεκτρονικά μέσα τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 23 και εκφορτώνουν τα αλιεύματά τους σε κράτος μέλος άλλο από αυτό τους κράτους μέλους σημαίας τους, απαλλάσσονται από την απαίτηση υποβολής γραπτής δήλωσης εκφόρτωσης στο παράκτιο κράτος μέλος.

    6.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να επιβάλλει ή να επιτρέπει στους πλοιάρχους των αλιευτικών σκαφών που φέρουν τη σημαία του, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2010, να καταγράφουν και να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 23

    7.   Οι αρμόδιες αρχές παράκτιου κράτους μέλους αποδέχονται τις ηλεκτρονικές εκθέσεις που λαμβάνονται από το κράτος μέλος σημαίας και οι οποίες περιέχουν τα δεδομένα από τα αλιευτικά σκάφη τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

    8.   Οι διαδικασίες και τα έντυπα της δήλωσης εκφόρτωσης καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 25

    Σκάφη μη υποκείμενα στις απαιτήσεις δήλωσης εκφόρτωσης

    1.   Κάθε κράτος μέλος παρακολουθεί δειγματοληπτικά τις δραστηριότητες των αλιευτικών σκαφών που δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις δήλωσης εκφόρτωσης των άρθρων 23 και 24, ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση των σκαφών αυτών με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

    2.   Για τον σκοπό της παρακολούθησης κατά την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη καταρτίζουν σχέδιο δειγματοληψίας το οποίο βασίζεται στη μεθοδολογία η οποία έχει εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119 και το διαβιβάζουν έως την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους στην Επιτροπή αναφέροντας τις μεθόδους οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση του εν λόγω σχεδίου. Τα σχέδια δειγματοληψίας πρέπει να παραμένουν, κατά το δυνατόν, σταθερά στον χρόνο και τυποποιημένα εντός των αντίστοιχων γεωγραφικών περιοχών.

    3.   Τα κράτη μέλη που απαιτούν από τα αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους κάτω των 10 μέτρων που φέρουν τη σημαία τους να υποβάλλουν τις δηλώσεις εκφόρτωσης που αναφέρονται στο άρθρο 23, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, απαλλάσσονται της υποχρέωσης των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

    4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, τα δελτία πώλησης που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 62 και 63 γίνονται δεκτά ως εναλλακτικό μέτρο των σχεδίων δειγματοληψίας.

    Τμήμα 2

    Έλεγχος της αλιευτικής προσπάθειας

    Άρθρο 26

    Παρακολούθηση της αλιευτικής προσπάθειας

    1.   Τα κράτη μέλη ελέγχουν τη συμμόρφωση προς τα καθεστώτα αλιευτικής προσπάθειας σε γεωγραφικές περιοχές όπου ισχύει μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια. Μεριμνούν ώστε τα αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία τους να βρίσκονται σε γεωγραφική περιοχή υπαγόμενη σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας μόνον όταν φέρουν ή, κατά περίπτωση, χρησιμοποιούν αλιευτικό εργαλείο ή εργαλεία υπαγόμενα στο εν λόγω καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας ή, κατά περίπτωση, δραστηριοποιούνται σε τύπο αλιείας υπαγόμενο στο εν λόγω καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, μόνο εφόσον δεν έχουν φθάσει τη μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια που έχουν στη διάθεσή τους και εφόσον δεν έχει εξαντληθεί η προσπάθεια που διαθέτει το συγκεκριμένο αλιευτικό σκάφος.

    2.   Με την επιφύλαξη ειδικών κανόνων, όταν ένα αλιευτικό σκάφος φέρει ή, κατά περίπτωση, χρησιμοποιεί αλιευτικό εργαλείο ή εργαλεία υπαγόμενα σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας ή δραστηριοποιείται σε τύπο αλιείας υπαγόμενο σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας διασχίζει την ίδια ημέρα δύο ή περισσότερες γεωγραφικές περιοχές υπαγόμενες στο εν λόγω καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, η καταβαλλόμενη αλιευτική προσπάθεια υπολογίζεται βάσει της μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας που σχετίζεται με τα συγκεκριμένα αλιευτικά εργαλεία ή τον συγκεκριμένο τύπο αλιείας και με τη γεωγραφική περιοχή στην οποία διανύθηκε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου την ημέρα εκείνη.

    3.   Όταν κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27 παράγραφος 2 ένα κράτος μέλος επιτρέπει σε αλιευτικό σκάφος να χρησιμοποιεί πολλά αλιευτικά εργαλεία ή εργαλεία που ανήκουν σε διάφορες ομάδες αλιευτικών εργαλείων υπαγόμενες σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, κατά τη διάρκεια αλιευτικού ταξιδιού σε γεωγραφική περιοχή υπαγόμενη στο συγκεκριμένο καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, η αλιευτική προσπάθεια που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού υπολογίζεται ταυτόχρονα βάσει των μέγιστων επιτρεπόμενων αλιευτικών προσπαθειών τις οποίες διαθέτει το εν λόγω κράτος μέλος και οι οποίες σχετίζονται με τα συγκεκριμένα εργαλεία ή ομάδες αλιευτικών εργαλείων και με τις συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές.

    4.   Όταν τα εργαλεία αυτά ανήκουν στην ίδια ομάδα αλιευτικών εργαλείων την υπαγόμενη στο καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, η αλιευτική προσπάθεια που καταβάλλεται σε μια γεωγραφική περιοχή από αλιευτικά σκάφη που φέρουν τα εργαλεία αυτά υπολογίζεται άπαξ μόνον βάσει της μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη ομάδα αλιευτικών εργαλείων και με τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

    5.   Τα κράτη μέλη ρυθμίζουν την αλιευτική προσπάθεια του στόλου τους σε γεωγραφικές περιοχές υπαγόμενες σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, όταν ο στόλος φέρει ή, κατά περίπτωση, χρησιμοποιεί αλιευτικό εργαλείο ή εργαλεία υπαγόμενα στο συγκεκριμένο καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας ή δραστηριοποιείται σε τύπο αλιείας υπαγόμενο στο συγκεκριμένο καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, με τη λήψη κατάλληλων μέτρων για να εξασφαλίσουν, εφόσον επίκειται η εξάντληση των ορίων της αλιευτικής προσπάθειας, ότι η καταβαλλόμενη αλιευτική προσπάθεια δεν θα υπερβεί τα προβλεπόμενα όρια.

    6.   Η παρουσία μιας ημέρας εντός περιοχής αντιστοιχεί με συνεχές διάστημα 24 ωρών ή μέρος του διαστήματος αυτού κατά τη διάρκεια του οποίου ένα αλιευτικό σκάφος βρίσκεται εντός της γεωγραφικής περιοχής και απουσιάζει από τον λιμένα ή, κατά περίπτωση, χρησιμοποιεί τα αλιευτικά εργαλεία του. Η στιγμή από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται το συνεχές χρονικό διάστημα της παρουσία μιας ημέρας εντός περιοχής εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κράτους μέλους του οποίου τη σημαία φέρει το αλιευτικό σκάφος για το οποίο πρόκειται. Μία ημέρα απουσίας από τον λιμένα αντιστοιχεί με συνεχές διάστημα 24 ωρών ή μέρος του διαστήματος αυτού κατά τη διάρκεια του οποίου το αλιευτικό σκάφος απουσιάζει από τον λιμένα.

    Άρθρο 27

    Γνωστοποίηση αλιευτικών εργαλείων

    1.   Με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων, σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές που υπάγονται σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας όπου εφαρμόζονται περιορισμοί σχετικοί με τα εργαλεία ή όπου έχουν καθοριστεί μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια για διαφορετικά αλιευτικά εργαλεία ή ομάδες αλιευτικών εργαλείων, ο πλοίαρχος αλιευτικού σκάφους ή ο εκπρόσωπός του δηλώνει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας, πριν από το διάστημα κατά το οποίο εφαρμόζονται οι μέγιστες επιτρεπόμενες αλιευτικές προσπάθειες, ποια αλιευτικά εργαλεία χρησιμοποιεί ή ενδεχομένως τα αλιευτικά εργαλεία που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει κατά το διάστημα που επίκειται. Μέχρις ότου γίνει η γνωστοποίηση αυτή, το αλιευτικό σκάφος δεν έχει δικαίωμα να ασκεί αλιευτική δραστηριότητα στις γεωγραφικές περιοχές στις οποίες εφαρμόζεται το καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας.

    2.   Όταν ένα καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας επιτρέπει να χρησιμοποιούνται σε μια γεωγραφική περιοχή εργαλεία που ανήκουν σε πολλές ομάδες αλιευτικών εργαλείων, η χρησιμοποίηση πολλών αλιευτικών εργαλείων κατά τη διάρκεια ενός αλιευτικού ταξιδιού εξαρτάται από την εκ των προτέρων έγκριση του κράτους μέλους σημαίας.

    Άρθρο 28

    Έκθεση αλιευτικής προσπάθειας

    1.   Ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου, ο πλοίαρχος κοινοτικού αλιευτικού το οποίο δεν διαθέτει Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών εν λειτουργία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 ή δεν διαβιβάζει ηλεκτρονικώς δεδομένα ημερολογίου αλιείας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 και υπάγεται σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, κοινοποιεί με τέλεξ, φαξ, τηλεφωνικό ή ηλεκτρονικό μήνυμα δεόντως καταγραφέν από τον παραλήπτη ή με τον ασύρματο, μέσω ραδιοφωνικού σταθμού εγκεκριμένου βάσει των κοινοτικών κανόνων, υπό μορφή έκθεσης αλιευτικής προσπάθειας, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους της σημαίας του και, κατά περίπτωση, στο παράκτιο κράτος μέλος ακριβώς πριν από κάθε είσοδο σε γεωγραφική περιοχή υπαγόμενη στο συγκεκριμένο καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας και έξοδο από αυτήν, τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)

    το όνομα, το εξωτερικό σήμα αναγνώρισης, το αναγνωριστικό κλήσεως ασυρμάτου και το όνομα του πλοιάρχου του αλιευτικού σκάφους·

    β)

    τη γεωγραφική θέση του αλιευτικού σκάφους στην οποία αναφέρεται η κοινοποίηση·

    γ)

    την ημερομηνία και τον χρόνο κάθε εισόδου και εξόδου από την περιοχή και ενδεχομένως από τμήματά της·

    δ)

    τα αλιεύματα που παραμένουν επί του σκάφους ανά είδος και σε χιλιόγραμμα ζώντος βάρους.

    2.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόζει, κατόπιν συμφωνίας με άλλο κράτος μέλος το οποίο αφορούν οι αλιευτικές δραστηριότητες του πρώτου, εναλλακτικά μέτρα ελέγχου για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις αναφοράς της αλιευτικής προσπάθειας. Τα μέτρα αυτά είναι το ίδιο αποτελεσματικά και διαφανή με τις υποχρεώσεις αναφοράς της παραγράφου 1 και κοινοποιούνται στην Επιτροπή πριν τεθούν σε εφαρμογή.

    Άρθρο 29

    Εξαιρέσεις

    1.   Ένα αλιευτικό σκάφος που φέρει αλιευτικά εργαλεία υπαγόμενα σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας επιτρέπεται να διέλθει από γεωγραφική περιοχή υπαγόμενη στο συγκεκριμένο καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, εάν δεν έχει άδεια αλιείας για να δραστηριοποιηθεί στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ή εάν έχει πρώτα γνωστοποιήσει στις αρμόδιες αρχές του την πρόθεση διέλευσής του. Ενόσω το αλιευτικό σκάφος βρίσκεται εντός αυτής της γεωγραφικής περιοχής, τα τυχόν αλιευτικά εργαλεία που υπάγονται στο συγκεκριμένο καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας που φέρει το σκάφος προσδένονται και στοιβάζονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 47.

    2.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει να μην υπολογίσει βάσει της τυχόν διαθέσιμης μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας την εργασία αλιευτικού σκάφους που επιδίδεται σε εξωαλιευτικές δραστηριότητες εντός γεωγραφικής περιοχής υπαγόμενης σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, υπό τον όρον ότι το αλιευτικό σκάφος γνωστοποιεί προηγουμένως στο κράτος μέλος της σημαίας του την πρόθεσή του αυτή, τη φύση των δραστηριοτήτων του και το γεγονός ότι παραιτείται από την αλιευτική του άδεια για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τα αλιευτικά σκάφη αυτά δεν φέρουν αλιευτικά εργαλεία ούτε διατηρούν ψάρια κατά το χρονικό αυτό διάστημα.

    3.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει να μην υπολογίσει βάσει της τυχόν διαθέσιμης μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας τη δραστηριότητα ενός αλιευτικού σκάφους το οποίο βρισκόταν εντός γεωγραφικής περιοχής υπαγόμενης σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας αλλά δεν ήταν σε θέση να προβεί σε αλιευτική δραστηριότητα διότι συνέτρεχε άλλο αλιευτικό σκάφος ευρισκόμενο σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή διότι μετέφερε τραυματία προκειμένου να του παρασχεθούν οι πρώτες ιατρικές βοήθειες. Εντός ενός μηνός από την απόφασή του αυτή, το κράτος μέλος σημαίας ενημερώνει την Επιτροπή και παρέχει αποδεικτικά στοιχεία της έκτακτης βοήθειας που παρασχέθηκε.

    Άρθρο 30

    Εξάντληση της αλιευτικής προσπάθειας

    1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 29 και 31 σε μια γεωγραφική περιοχή όπου τα αλιευτικά εργαλεία υπάγονται σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, ένα αλιευτικό σκάφος το οποίο φέρει αλιευτικό εργαλείο ή εργαλεία αυτού του είδους παραμένει στον λιμένα ή εκτός αυτής της γεωγραφικής περιοχής για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα εφαρμογής της αλιευτικής αυτής προσπάθειας, εάν

    α)

    έχει εξαντλήσει το μέρος της μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας που σχετίζεται με αυτή τη γεωγραφική περιοχή και το αλιευτικό εργαλείο ή εργαλεία που του έχουν οριστεί, ή

    β)

    έχει εξαντληθεί η μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια που σχετίζεται με αυτή τη γεωγραφική περιοχή και το αλιευτικό εργαλείο ή εργαλεία την οποία διαθέτει το οικείο κράτος μέλος σημαίας.

    2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 29 και σε γεωγραφική περιοχή όπου ένας τύπος αλιείας υπάγεται σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας, ένα αλιευτικό σκάφος δεν δραστηριοποιείται στη συγκεκριμένη περιοχή, εάν

    α)

    έχει εξαντλήσει το μέρος της μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας που σχετίζεται με αυτή τη γεωγραφική περιοχή και τον τύπο αλιείας που του έχουν ορισθεί, ή

    β)

    έχει εξαντληθεί η μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια που σχετίζεται με αυτή τη γεωγραφική περιοχή και τον τύπο αλιείας την οποία διαθέτει το οικείο κράτος μέλος σημαίας.

    Άρθρο 31

    Αλιευτικά σκάφη που εξαιρούνται από την εφαρμογή καθεστώτος αλιευτικής προσπάθειας

    Το παρόν τμήμα δεν ισχύει σε αλιευτικά σκάφη στο βαθμό που απαλλάσσονται από την εφαρμογή καθεστώτος αλιευτικής προσπάθειας.

    Άρθρο 32

    Λεπτομερείς κανόνες

    Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος Τμήματος μπορούν να θεσπιστούν με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Τμήμα 3

    Καταγραφή και ανταλλαγή δεδομένων από τα κράτη μέλη

    Άρθρο 33

    Καταγραφή των αλιευμάτων και της αλιευτικής προσπάθειας

    1.   Κάθε κράτος μέλος σημαίας καταγράφει όλα τα συναφή στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 14, 21, 23, 28 και 62 του παρόντος κανονισμού, σχετικά με τις αλιευτικές δυνατότητες όπως αναφέρεται στο παρόν κεφάλαιο, τόσο αναφορικά με τις εκφορτώσεις όσο και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αναφορικά με την αλιευτική προσπάθεια, και τηρεί τα πρωτότυπα αυτών των στοιχείων για χρονικό διάστημα τριών ετών ή περισσοτέρων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

    2.   Με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων της κοινοτικής νομοθεσίας, πριν από τις 15 εκάστου μηνός κάθε κράτος μέλος σημαίας κοινοποιεί στην Επιτροπή ή στο όργανο που έχει ορίσει η ίδια μέσω ηλεκτρονικής διαβίβασης

    α)

    τα συγκεντρωτικά δεδομένα για τις ποσότητες κάθε αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπόκειται σε TAC ή ποσοστώσεις και εκφορτώνεται κατά τον προηγούμενο μήνα· και

    β)

    τα συγκεντρωτικά δεδομένα για την αλιευτική προσπάθεια που καταβλήθηκε τον περασμένο μήνα για κάθε αλιευτική περιοχή υπαγόμενη σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας ή, κατά περίπτωση, για κάθε τύπο αλιείας υπαγόμενο σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας.

    3.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 2 στοιχείο α), για ποσότητες που εκφορτώνονται από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως την 31η Δεκεμβρίου 2010, τα κράτη μέλη καταγράφουν τις ποσότητες που εκφορτώνονται από αλιευτικά σκάφη άλλων κρατών μελών στους λιμένες τους και τις κοινοποιούν στην Επιτροπή με τις διαδικασίες που προβλέπει το παρόν άρθρο.

    4.   Πριν από το τέλος του πρώτου μήνα κάθε ημερολογιακού τριμήνου, κάθε κράτος μέλος σημαίας κοινοποιεί ηλεκτρονικά στην Επιτροπή τις ποσότητες αποθεμάτων συγκεντρωτικά, πλην εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οι οποίες εκφορτώθηκαν κατά το προηγούμενο τρίμηνο.

    5.   Όλα τα αλιεύματα από απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων που υπόκεινται σε ποσόστωση και τα οποία αλιεύθηκαν από κοινοτικά αλιευτικά σκάφη καταλογίζονται στην ποσόστωση που ισχύει για το εν λόγω απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων για το κράτος μέλος σημαίας, ανεξαρτήτως του τόπου εκφόρτωσης.

    6.   Οι αλιεύσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο επιστημονικής έρευνας και που διατίθενται και πωλούνται στην αγορά καταλογίζονται στην ποσόστωση που ισχύει για το κράτος μέλος σημαίας όταν υπερβαίνουν το 2 % των οικείων ποσοστώσεων. Το άρθρο 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008 του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 2008, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικού πλαισίου για τη συλλογή, διαχείριση και χρήση δεδομένων στον τομέα της αλιείας και τη στήριξη όσον αφορά τις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για την κοινή αλιευτική πολιτική (24), δεν εφαρμόζεται για τα ταξίδια επιστημονικής έρευνας κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποιούνται οι εν λόγω αλιεύσεις.

    7.   Με την επιφύλαξη του Τίτλου ΧΙΙ, τα κράτη μέλη μπορούν μέχρι τις 30 Ιουνίου 2011 να εκτελούν πιλοτικά προγράμματα με την Επιτροπή και το όργανο που έχει καθορίσει η ίδια για την εξ αποστάσεως και σε πραγματικό χρόνο πρόσβαση στα δεδομένα των κρατών μελών που έχουν καταγραφεί και επικυρωθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ο μορφότυπος και οι διαδικασίες πρόσβασης στα δεδομένα υποβάλλονται σε εξέταση και δοκιμή. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2011 σχετικά με το αν προγραμματίζουν να εκτελέσουν πιλοτικά προγράμματα. Από την 1η Ιανουαρίου 2012, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικό τρόπο και συχνότητα διαβίβασης δεδομένων από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή.

    8.   Εξαιρουμένης της προσπάθειας που καταβάλλεται από αλιευτικά σκάφη τα οποία αποκλείονται από την εφαρμογή του καθεστώτος αλιευτικής προσπάθειας, όλες οι αλιευτικές προσπάθειες τις οποίες καταβάλλουν τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη όταν φέρουν ή, κατά περίπτωση, χρησιμοποιούν αλιευτικό εργαλείο ή εργαλεία υπαγόμενα στο εν λόγω καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας ή δραστηριοποιούνται σε τύπο αλιείας υπαγόμενο σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας εντός γεωγραφικής περιοχής υπαγόμενης στο εν λόγω καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας υπολογίζονται βάσει της μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και τα συγκεκριμένα αλιευτικά εργαλεία και έχει διατεθεί στο κράτος μέλος σημαίας.

    9.   Η αλιευτική προσπάθεια που καταβάλλεται στα πλαίσια επιστημονικών ερευνών από σκάφος που φέρει αλιευτικό εργαλείο ή εργαλεία υπαγόμενα σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας ή δραστηριοποιούνται σε τύπο αλιείας υπαγόμενο σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας εντός γεωγραφικής περιοχής υπαγόμενης στο συγκεκριμένο καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας υπολογίζεται βάσει της μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας που σχετίζεται με το συγκεκριμένο αλιευτικό εργαλείο ή εργαλεία ή τύπο αλιείας και τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή του κράτους μέλους του οποίου τη σημαία φέρει, σε περίπτωση που τα αλιεύματα τα οποία συλλαμβάνονται κατά την αλιευτική προσπάθεια κυκλοφορήσουν στην αγορά και πωληθούν όταν υπερβαίνουν το 2 % της κατανεμηθείσας αλιευτικής προσπάθειας. Οι διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008 δεν εφαρμόζονται στα ταξίδια επιστημονικής έρευνας κατά τη διάρκεια των οποίων συλλαμβάνονται τα αλιεύματα αυτά.

    10.   Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τύπους για τη διαβίβαση των δεδομένων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 34

    Στοιχεία που αφορούν την εξάντληση των αλιευτικών δυνατοτήτων

    Ένα κράτος μέλος ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή εφόσον διαπιστώνει ότι:

    α)

    τα αλιεύματα αλιευτικών σκαφών τα οποία φέρουν τη σημαία του θεωρείται ότι έχουν εξαντλήσει ποσοστό 80 % της ποσόστωσης ενός αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπόκεινται σε ποσόστωση ή

    β)

    80 % του μέγιστου επιπέδου αλιευτικής προσπάθειας που σχετίζεται με αλιευτικά εργαλεία ή τύπο αλιείας και με γεωγραφική περιοχή και αφορά το σύνολο ή ομάδα των αλιευτικών σκαφών που φέρουν τη σημαία τους θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί.

    Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματός της, πιο λεπτομερείς πληροφορίες και σε μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με ό,τι προβλέπεται στο άρθρο 33.

    Τμήμα 4

    Απαγόρευση αλιείας

    Άρθρο 35

    Απαγόρευση της αλιείας από τα κράτη μέλη

    1.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει την ημερομηνία από την οποία:

    α)

    θεωρείται ότι τα αλιεύματα αλιευτικών σκαφών τα οποία φέρουν τη σημαία του έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση ενός αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπόκειται σε ποσόστωση·

    β)

    θεωρείται ότι η μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια που σχετίζεται με αλιευτικά εργαλεία ή την αλιεία και με μια γεωγραφική περιοχή και εφαρμόζεται σε όλα ή σε ομάδα των αλιευτικών σκαφών που φέρουν τη σημαία του, έχει εξαντληθεί.

    2.   Από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος απαγορεύει την αλιεία είτε όσον αφορά το συγκεκριμένο απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων των οποίων η ποσόστωση εξαντλήθηκε, στον συγκεκριμένο τύπο αλιείας είτε για όλα ή για ομάδα των αλιευτικών σκαφών που φέρουν τα συγκεκριμένα αλιευτικά εργαλεία στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή όπου σημειώθηκε η μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια, και ιδιαίτερα τη διατήρηση επί του σκάφους, τη μεταφόρτωση, τη μετακίνηση επί του σκάφους και την εκφόρτωση ιχθύων που αλιεύονται μετά την εν λόγω ημερομηνία, και καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας επιτρέπονται οι μεταφορτώσεις, οι μεταφορές και οι εκφορτώσεις ή οι οριστικές δηλώσεις αλιευμάτων.

    3.   Η απόφαση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 δημοσιοποιείται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και κοινοποιείται αμέσως στην Επιτροπή. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σειρά C) και στις δημόσιες ιστοσελίδες της Επιτροπής. Από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση δημοσιοποιείται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την απαγόρευση, εντός των υδάτων και της επικράτειάς τους, της διατήρησης επί του σκάφους, της μεταφόρτωσης, της μετακίνησης επί του σκάφους και των εκφορτώσεων είτε των εν λόγω ιχθύων, είτε από όλα ή από ομάδα αλιευτικών σκαφών τα οποία φέρουν τη σημαία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και διαθέτουν τα συγκεκριμένα αλιευτικά εργαλεία στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

    4.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των κρατών μελών, με ηλεκτρονικά μέσα, τις κοινοποιήσεις που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου.

    Άρθρο 36

    Απαγόρευση της αλιείας από την Επιτροπή

    1.   Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει τηρήσει την υποχρέωση κοινοποίησης των μηνιαίων δεδομένων σχετικά με τις αλιευτικές δυνατότητες που προβλέπει το άρθρο 33 παράγραφος 2, δύναται να ορίσει την ημερομηνία κατά την οποία ποσοστό 80 % των αλιευτικών δυνατοτήτων του εν λόγω κράτους μέλους θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία εκτιμάται ότι οι αλιευτικές δυνατότητες θα θεωρηθεί ότι έχουν εξαντληθεί.

    2.   Σύμφωνα με τα στοιχεία του άρθρου 35 ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, όταν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι οι αλιευτικές δυνατότητες τις οποίες διαθέτει η Κοινότητα, ένα κράτος μέλος ή ομάδα κρατών μελών θεωρείται ότι έχουν εξαντληθεί, ενημερώνει σχετικά τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και απαγορεύει τις αλιευτικές δραστηριότητες στις αντίστοιχες περιοχές, με τα αντίστοιχα εργαλεία, για τα αποθέματα, την ομάδα αποθεμάτων ή για τους στόλους που συμμετέχουν στις συγκεκριμένες αλιευτικές δραστηριότητες.

    Άρθρο 37

    Διορθωτικά μέτρα

    1.   Σε περίπτωση που η Επιτροπή απαγορεύσει την αλιεία λόγω της τεκμαιρόμενης εξάντλησης των αλιευτικών δυνατοτήτων που διαθέτει ένα κράτος μέλος ή ομάδα κρατών μελών ή η Κοινότητα, αλλά αποδειχθεί ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει πράγματι εξαντλήσει τις αλιευτικές του δυνατότητες, εφαρμόζεται το παρόν άρθρο.

    2.   Εάν η ζημία την οποία έχει υποστεί το κράτος μέλος, στο οποίο απαγορεύθηκε η αλιεία πριν από την εξάντληση των αλιευτικών του δυνατοτήτων δεν αποκατασταθεί, θα εγκριθούν μέτρα με στόχο να αποκατασταθεί δεόντως η προκληθείσα ζημία, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119. Τα μέτρα αυτά μπορεί να συνεπάγονται μειώσεις στις αλιευτικές δυνατότητες οιουδήποτε κράτους μέλους έχει υπερβεί τις ποσοστώσεις του, ώστε οι αφαιρούμενες ποσότητες να κατανέμονται κατάλληλα στα κράτη μέλη που απαγόρευσαν τις αλιευτικές τους δραστηριότητες πριν από την εξάντληση των αλιευτικών τους δυνατοτήτων.

    3.   Οι μειώσεις της παραγράφου 2 και οι επακόλουθες κατανομές γίνονται λαμβάνοντας υπόψη, κατά προτεραιότητα, τα είδη και τις αντίστοιχες γεωγραφικές περιοχές για τις οποίες είχαν καθορισθεί οι αλιευτικές δυνατότητες. Οι μειώσεις αυτές μπορούν να πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του έτους κατά το οποίο υπέστη τη ζημία το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή κατά το επόμενο έτος ή έτη.

    4.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό των σχετικών ποσοτήτων, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

    Έλεγχος της διαχείρισης του αλιευτικού στόλου

    Τμήμα 1

    Αλιευτική ικανότητα

    Άρθρο 38

    Αλιευτική ικανότητα

    1.   Τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη διενέργεια των απαραίτητων ελέγχων ώστε να εξασφαλίζουν ότι η συνολική αλιευτική ικανότητα που αντιστοιχεί στις αλιευτικές άδειες που εκδίδει ένα κράτος μέλος, εκφρασμένη σε GT και σε kW, δεν υπερβαίνει, ανά πάσα στιγμή, τα μέγιστα επίπεδα ικανότητας που έχουν θεσπιστεί για το εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με:

    α)

    το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002·

    β)

    τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 639/2004·

    γ)

    τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1438/2003, και

    δ)

    τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2104/2004.

    2.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου ιδιαίτερα όσον αφορά:

    α)

    τη νηολόγηση αλιευτικών σκαφών·

    β)

    την επαλήθευση της ισχύος του κινητήρα των αλιευτικών σκαφών·

    γ)

    την επαλήθευση της χωρητικότητας των αλιευτικών σκαφών·

    δ)

    την επαλήθευση του είδους, του αριθμού και των χαρακτηριστικών των αλιευτικών εργαλείων.

    μπορούν να θεσπιστούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    3.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, στο πλαίσιο της έκθεσης του άρθρου 118, σχετικά με τις μεθόδους ελέγχου που χρησιμοποίησαν, καθώς και τα ονόματα και τις διευθύνσεις των οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με την επαλήθευση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

    Τμήμα 2

    Ισχύς κινητήρα

    Άρθρο 39

    Παρακολούθηση της ισχύος του κινητήρα

    1.   Απαγορεύεται η αλιεία με αλιευτικά σκάφη τα οποία είναι εξοπλισμένα με κινητήρες η ισχύς των οποίων υπερβαίνει την ισχύ κινητήρα που αναφέρεται στην αλιευτική άδεια.

    2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ισχύς του κινητήρα δεν υπερβαίνει την πιστοποιούμενη ισχύ κινητήρα. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, στο πλαίσιο της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 118, σχετικά με τα μέτρα ελέγχου τα οποία έχουν λάβει για να εξασφαλίσουν ότι η ισχύς του κινητήρα δεν υπερβαίνει την πιστοποιούμενη ισχύ κινητήρα.

    3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να χρεώσουν εν μέρει ή συνολικά τις δαπάνες που προκύπτουν από την πιστοποίηση της ισχύος κινητήρα στους κατόχους των αλιευτικών σκαφών.

    Άρθρο 40

    Πιστοποίηση της ισχύος του κινητήρα

    1.   Τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για την πιστοποίηση της ισχύος του κινητήρα πρόωσης και την έκδοση πιστοποιητικών κινητήρα για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη με ισχύ κινητήρα πρόωσης άνω των 120 κιλοβάτ (kW), πλην των σκαφών που χρησιμοποιούν αποκλειστικά σταθερά εργαλεία, των βοηθητικών σκαφών, των βυθοκόρων και των σκαφών που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την υδατοκαλλιέργεια.

    2.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πιστοποιούν επίσημα τους νέους κινητήρες πρόωσης, τους κινητήρες αντικατάστασης και τους κινητήρες πρόωσης που έχουν υποστεί τεχνική τροποποίηση, οι οποίοι ανήκουν σε αλιευτικά σκάφη που αναφέρονται στην παράγραφο 1, από την άποψη ότι δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν περισσότερη μέγιστη συνεχή ισχύ κινητήρα από την αναφερόμενη στο πιστοποιητικό κινητήρα. Η πιστοποίηση αυτή χορηγείται μόνον εφόσον ο κινητήρας δεν είναι σε θέση να αναπτύσσει μεγαλύτερη ισχύ από τη δηλωμένη μέγιστη συνεχή ισχύ κινητήρα.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να αναθέτουν την πιστοποίηση της ισχύος των κινητήρων σε νηογνώμονες ή σε άλλες επιχειρήσεις που διαθέτουν την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη για την τεχνική εξέταση της ισχύος του κινητήρα. Οι προαναφερόμενοι πιστοποιούν ότι οι κινητήρες πρόωσης δεν είναι σε θέση να υπερβούν την επισήμως δηλωμένη ισχύ, μόνον εφόσον δεν υπάρχει δυνατότητα αύξησης της απόδοσης του κινητήρα πρόωσης πέραν της πιστοποιημένης ισχύος.

    4.   Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση νέων κινητήρων πρόωσης, κινητήρων αντικατάστασης ή κινητήρων πρόωσης που έχουν υποστεί τεχνική τροποποίηση, τους οποίους δεν έχει εγκρίνει επισήμως το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

    5.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στα αλιευτικά σκάφη που θα υπάγονται σε καθεστώς αλιευτικής προσπάθειας από την 1η Ιανουαρίου του 2012. Για τα λοιπά αλιευτικά σκάφη εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου του 2013.

    6.   Οι λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος τμήματος θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 41

    Επαλήθευση της ισχύος του κινητήρα

    1.   Τα κράτη μέλη πραγματοποιούν, μετά από ανάλυση κινδύνου, ελέγχους δεδομένων σύμφωνα με σχέδιο δειγματοληψίας βάσει της μεθοδολογίας που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 119 για το κατά πόσον η ισχύς του κινητήρα συμφωνεί με όλα τα στοιχεία που διαθέτει η διοίκηση σχετικά με τα τεχνικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου σκάφους. Ειδικότερα, εξακριβώνουν τα στοιχεία που περιέχονται:

    α)

    στα μητρώα του Συστήματος Παρακολούθησης Σκαφών·

    β)

    στο ημερολόγιο αλιείας·

    γ)

    στο πιστοποιητικό EIAPP (Διεθνές πιστοποιητικό πρόληψης της ρύπανσης της ατμόσφαιρας από κινητήρα), το οποίο έχει εκδοθεί για τον κινητήρα σύμφωνα με το παράρτημα VI της σύμβασης MARPOL 73/78·

    δ)

    σε πιστοποιητικά κλάσης τα οποία έχουν εκδοθεί από αναγνωρισμένο οργανισμό επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων κατά την έννοια της οδηγίας 94/57/ΕΚ·

    ε)

    στο πιστοποιητικό δοκιμής στη θάλασσα·

    στ)

    στο Κοινοτικό Μητρώο Αλιευτικού Στόλου και

    ζ)

    σε οιαδήποτε άλλα έγγραφα τα οποία περιέχουν συναφή στοιχεία σχετικά με την ισχύ της μηχανής ή οιαδήποτε άλλα συναφή τεχνικά χαρακτηριστικά.

    2.   Μετά την ανάλυση των στοιχείων της παραγράφου 1, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ισχύς κινητήρα αλιευτικού σκάφους είναι μεγαλύτερη από ό,τι η ισχύς η οποία αναφέρεται στην αλιευτική του άδεια, τα κράτη μέλη προβαίνουν σε φυσική επαλήθευση της ισχύος του κινητήρα.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

    Έλεγχος των πολυετών σχεδίων

    Άρθρο 42

    Μεταφόρτωση στο λιμένα

    1.   Τα αλιευτικά σκάφη τα οποία συμμετέχουν στα είδη αλιείας που υπάγονται σε πολυετή σχέδια δεν μεταφορτώνουν τα αλιεύματά τους επί οιουδήποτε άλλου σκάφους σε καθορισμένο λιμένα ή σε σημεία πλησίον των ακτών, εκτός εάν αυτά έχουν ζυγιστεί κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 60.

    2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη μπορούν να μεταφορτώνουν πελαγικά αλιεύματα υποκείμενα σε πολυετές σχέδιο σε καθορισμένους λιμένες ή σε σημεία πλησίον των ακτών, τα οποία δεν έχουν ζυγιστεί, εφόσον είναι παρών παρατηρητής ελέγχου ή υπάλληλος στο σκάφος παραλαβής ή εφόσον διεξαχθεί επιθεώρηση προτού το σκάφος παραλαβής αναχωρήσει μετά την ολοκλήρωση της μεταφόρτωσης. Ο πλοίαρχος του σκάφους παραλαβής είναι υπεύθυνος για την ενημέρωση των αρμόδιων αρχών του παράκτιου κράτους 24 ώρες πριν από την προβλεπόμενη αναχώρηση του σκάφους παραλαβής. Ο παρατηρητής ελέγχου ή ο υπάλληλος ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας του σκάφους παραλαβής. Εάν το σκάφος παραλαβής συμμετέχει σε αλιευτικές δραστηριότητες πριν ή αφού παραλάβει τα εν λόγω αλιεύματα, φέρει επ’ αυτού παρατηρητή ή υπάλληλο μέχρι την εκφόρτωση των παραλαμβανόμενων αλιευμάτων. Το σκάφος παραλαβής εκφορτώνει τα παραλαμβανόμενα αλιεύματα σε λιμένα κράτους μέλους που καθορίζεται για αυτόν τον σκοπό σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 43 παράγραφος 4, και όπου τα αλιεύματα ζυγίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 60 και 61.

    Άρθρο 43

    Καθορισμένοι λιμένες

    1.   Το Συμβούλιο δύναται να ορίζει, κατά την έγκριση πολυετούς σχεδίου, ποσοτικό όριο ζώντος βάρους ειδών που υπάγονται σε πολυετές σχέδιο, άνω του οποίου ένα αλιευτικό σκάφος υποχρεούται να εκφορτώνει τα αλιεύματά του σε καθορισμένο λιμένα ή σε σημείο πλησίον της ακτής.

    2.   Όταν πρόκειται να εκφορτωθεί ποσότητα ιχθύων η οποία υπερβαίνει το όριο της παραγράφου 1, ο πλοίαρχος του κοινοτικού αλιευτικού σκάφους μεριμνά ώστε οι εκφορτώσεις αυτές να γίνονται μόνον σε καθορισμένους λιμένες ή σε σημεία πλησίον της ακτής εντός της Κοινότητας.

    3.   Όταν το πολυετές σχέδιο εφαρμόζεται στο πλαίσιο περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης αλιείας, οι εκφορτώσεις ή μεταφορτώσεις δύνανται να πραγματοποιούνται σε λιμένα συμβαλλόμενου μέρους ή μη συμβαλλόμενου συνεργαζόμενου μέρους της εν λόγω οργάνωσης, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται από τις περιφερειακές οργανώσεις διαχείρισης αλιείας.

    4.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει λιμένες ή σημεία πλησίον της ακτής όπου θα πραγματοποιούνται οι εκφορτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

    5.   Για τον καθορισμό του λιμένα ή του σημείου πλησίον της ακτής, πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

    α)

    καθορισμένοι χρόνοι εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης·

    β)

    καθορισμένα σημεία εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης·

    γ)

    καθορισμένες διαδικασίες ελέγχου και επιτήρησης.

    6.   Όταν λιμένας ή σημείο πλησίον της ακτής έχει οριστεί ως καθορισμένος λιμένας για την εκφόρτωση δεδομένου είδους υπαγόμενου σε πολυετές σχέδιο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκφόρτωση κάθε άλλου είδους.

    7.   Τα κράτη μέλη θα εξαιρούνται από τις διατάξεις της παραγράφου 5 στοιχεία γ) και δ) εάν το εθνικό ελεγκτικό πρόγραμμα δράσης που θεσπίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46 περιλαμβάνει σχέδιο του τρόπου διεξαγωγής των ελέγχων σε καθορισμένους λιμένες, εξασφαλίζοντας το ίδιο επίπεδο ελέγχου από πλευράς αρμοδίων αρχών. Το σχέδιο θεωρείται επαρκές εφόσον έχει εγκριθεί από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 44

    Χωριστή στοιβασία των βυθόβιων αλιευμάτων που υπάγονται σε πολυετή σχέδια

    1.   Όλα τα αλιεύματα βυθόβιων αποθεμάτων που υπάγονται σε πολυετές σχέδιο και διατηρούνται σε κοινοτικό αλιευτικό σκάφος συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω, τοποθετούνται σε δοχεία, συσκευασία ή περιέκτες, κάθε απόθεμα χωριστά και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διακρίνεται από άλλα δοχεία, διαμερίσματα ή περιέκτες.

    2.   Οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών σκαφών διατηρούν τα αλιεύματα βυθόβιων αποθεμάτων που υπάγονται σε πολυετές σχέδιο σύμφωνα με σχέδιο στοιβασίας στο οποίο περιγράφεται η θέση των διαφόρων ειδών στα αμπάρια.

    3.   Απαγορεύεται η διατήρηση επί κοινοτικού αλιευτικού σκάφους, εντός οιουδήποτε δοχείου, συσκευασίας ή περιέκτη, κάθε ποσότητας αλιευμάτων βυθόβιων αποθεμάτων που υπάγονται σε πολυετές σχέδιο, αναμεμειγμένης με οποιοδήποτε άλλο αλιευτικό προϊόν.

    Άρθρο 45

    Χρήση ποσοστώσεων σε πραγματικό χρόνο

    1.   Όταν η σωρευτική ποσότητα αλιευμάτων αποθεμάτων που υπάγονται σε πολυετές σχέδιο φθάσει σε συγκεκριμένο κατώτατο όριο της εθνικής ποσόστωσης, τα σχετικά στοιχεία αλιευμάτων διαβιβάζονται συχνότερα στην Επιτροπή.

    2.   Το Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με το εφαρμοστέο κατώτατο όριο και τη συχνότητα της κοινοποίησης των εν λόγω στοιχείων της παραγράφου 1.

    Άρθρο 46

    Εθνικά προγράμματα ελέγχου

    1.   Τα κράτη μέλη καταστρώνουν εθνικό ελεγκτικό πρόγραμμα δράσης το οποίο ισχύει για κάθε πολυετές σχέδιο. Όλα τα εθνικά προγράμματα ελέγχου κοινοποιούνται στην Επιτροπή ή διατίθενται στο τμήμα του δικτυακού τόπου κάθε κράτους μέλους όπου απαιτείται κωδικός πρόσβασης σύμφωνα με το άρθρο 115 στοιχείο α).

    2.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει ειδικά κριτήρια αναφοράς σε θέματα επιθεώρησης σύμφωνα με το παράρτημα Ι. Τα εν λόγω κριτήρια καθορίζονται σύμφωνα με διαχείριση κινδύνου και αναθεωρούνται περιοδικά ύστερα από ανάλυση των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων. Τα κριτήρια αναφοράς για τις επιθεωρήσεις εξελίσσονται προοδευτικά, έως ότου επιτευχθούν τα κριτήρια-στόχοι που ορίζονται στο παράρτημα Ι.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

    Έλεγχος των τεχνικών μέτρων

    Τμήμα 1

    Χρήση αλιευτικών εργαλείων

    Άρθρο 47

    Αλιευτικά εργαλεία

    Όσον αφορά τα είδη αλιείας στα οποία δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση περισσοτέρων από έναν τύπο εργαλείων, κάθε άλλο εργαλείο προσδένεται και στοιβάζεται έτσι ώστε να μην είναι εύκολη η άμεση χρησιμοποίησή του, σύμφωνα με τις εξής προϋποθέσεις:

    α)

    τα δίχτυα, τα βαρίδια και παρόμοια εργαλεία αποσυνδέονται από τις αντίστοιχες πόρτες της τράτας και τα συρματόσχοινα σύρσης και ανέλκυσης·

    β)

    τα δίχτυα που βρίσκονται επί του καταστρώματος ή άνωθεν αυτού προσδένονται σταθερά και στοιβάζονται·

    γ)

    τα παραγάδια στοιβάζονται σε καταστρώματα σε χαμηλότερο επίπεδο.

    Άρθρο 48

    Ανάσυρση απωλεσθέντων εργαλείων

    1.   Κάθε κοινοτικό αλιευτικό σκάφος πρέπει να διαθέτει επ’ αυτού εξοπλισμό για την ανάσυρση απωλεσθέντων εργαλείων.

    2.   Ο πλοίαρχος που έχει απωλέσει εργαλεία ή μέρος αυτών επιχειρεί να τα ανασύρει το συντομότερο δυνατόν.

    3.   Εάν τα απωλεσθέντα εργαλεία δεν μπορούν να ανασυρθούν, ο πλοίαρχος του σκάφους ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους σημαίας του το οποίο ενημερώνει στη συνέχεια την αρμόδια αρχή του παράκτιου κράτους μέλους εντός 24 ωρών σχετικά με τα εξής:

    α)

    τον εξωτερικό αριθμό ταυτοποίησης και την ονομασία του αλιευτικού σκάφους·

    β)

    το είδος των απωλεσθέντων εργαλείων·

    γ)

    πότε απωλέσθησαν τα εργαλεία·

    δ)

    το γεωγραφικό στίγμα όπου απωλέσθησαν τα εργαλεία·

    ε)

    τα μέτρα που ελήφθησαν για την ανάσυρση των εργαλείων.

    4.   Εάν τα εργαλεία που ανασύρουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν έχουν αναφερθεί ως απωλεσθέντα, οι ίδιες αρχές μπορούν να απαιτήσουν το κόστος από τον πλοίαρχο του αλιευτικού σκάφους που απώλεσε τα εργαλεία.

    5.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απαλλάσσουν τα κοινοτικά αλιευτικά μέγιστου συνολικού μήκους κάτω των 12 μέτρων που φέρουν τη σημαία τους από την απαίτηση εξοπλισμού με Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών εφόσον:

    α)

    δραστηριοποιούνται αποκλειστικά εντός της θαλάσσιας επικράτειας του κράτους μέλους σημαίας ή

    β)

    δεν παραμένουν ποτέ για χρονικό διάστημα άνω των 24 ωρών στη θάλασσα, αρχής γενομένης από τον χρόνο αναχώρησης έως την επιστροφή στον λιμένα.

    Άρθρο 49

    Σύνθεση των αλιευμάτων

    1.   Σε περίπτωση που τα ευρισκόμενα επί κοινοτικού σκάφους αλιεύματα έχουν αλιευθεί με δίχτυα με διαφορετικά ελάχιστα μεγέθη ματιών κατά το ίδιο ταξίδι, η σύνθεση ανά είδος υπολογίζεται για κάθε τμήμα των αλιευμάτων που αλιεύθηκαν υπό διαφορετικές συνθήκες. Για τον σκοπό αυτόν, καταχωρείται στο ημερολόγιο αλιείας οποιαδήποτε αλλαγή του μεγέθους των διχτυών, σε σχέση με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν προηγουμένως, καθώς και η σύνθεση των επί του σκάφους αλιευμάτων τη στιγμή της τυχόν αλλαγής.

    2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 44, θεσπίζονται, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119, λεπτομερείς κανόνες για την τήρηση επί του σκάφους σχεδίου στοιβασίας, ανά είδη, των μεταποιημένων προϊόντων, με αναφορά του σημείου αποθήκευσής τους στο αμπάρι.

    Τμήμα 2

    Έλεγχος των περιοχών περιορισμένης αλιείας

    Άρθρο 50

    Έλεγχος των περιοχών περιορισμένης αλιείας

    1.   Οι αλιευτικές δραστηριότητες των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών και αλιευτικών σκαφών τρίτων χωρών σε αλιευτικές ζώνες όπου μια περιοχή έχει οριστεί περιοχή περιορισμένης αλιείας από το Συμβούλιο, ελέγχονται από το κέντρο παρακολούθησης αλιείας του παράκτιου κράτους μέλους, το οποίο πρέπει να διαθέτει σύστημα για τον εντοπισμό και την καταγραφή της εισόδου, του διάπλου και της εξόδου των σκαφών από την περιοχή περιορισμένης αλιείας.

    2.   Επιπροσθέτως της παραγράφου 1, το Συμβούλιο καθορίζει ημερομηνία από την οποία τα αλιευτικά σκάφη θα φέρουν επιχειρησιακό σύστημα επ’ αυτών ώστε να ειδοποιείται ο πλοίαρχος για την είσοδο προς και έξοδο από περιοχή περιορισμένης αλιείας.

    3.   Η συχνότητα διαβίβασης δεδομένων πρέπει να είναι τουλάχιστον ανά 30 λεπτά όταν ένα αλιευτικό σκάφος εισέρχεται σε περιοχή περιορισμένης αλιείας.

    4.   Ο διάπλους περιοχής περιορισμένης αλιείας επιτρέπεται σε όλα τα αλιευτικά σκάφη που δεν έχουν άδεια να αλιεύουν στις περιοχές αυτές υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    όλα τα εργαλεία επί του σκάφους προσδένονται και στοιβάζονται κατά τη διάρκεια του διάπλου· και

    β)

    η ταχύτητα κατά τον διάπλου είναι μεγαλύτερη των 6 κόμβων, εκτός των περιπτώσεων ανωτέρας βίας ή αντίξοων συνθηκών. Στις περιπτώσεις αυτές, ο πλοίαρχος ενημερώνει αμέσως το κέντρο παρακολούθησης αλιείας του κράτους μέλους της σημαίας το οποίο ενημερώνει στη συνέχεια την αρμόδια αρχή του παράκτιου κράτους μέλους.

    5.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη και τα αλιευτικά σκάφη τρίτων χωρών συνολικού μήκους 12 μέτρων και άνω.

    Τμήμα 3

    Απαγόρευση της αλιείας σε πραγματικό χρόνο

    Άρθρο 51

    Γενικές διατάξεις

    1.   Όταν σε μια περιοχή ο όγκος των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων ενός συγκεκριμένου είδους ή ομάδας ειδών που καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119 υπερβαίνει το όριο ενεργοποίησης, απαγορεύεται προσωρινά η συγκεκριμένη αλιεία στην αντίστοιχη περιοχή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τμήματος.

    2.   Το όριο ενεργοποίησης για τα αλιεύματα υπολογίζεται με βάση τη μεθοδολογία δειγματοληψίας που υιοθέτησε η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119, ως το ποσοστό ή το βάρος ενός συγκεκριμένου είδους ή ομάδας ειδών σε σύγκριση με το συνολικό αλίευμα του εν λόγω είδους σε μια ανάσυρση.

    3.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος τμήματος μπορούν να εκδοθούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 52

    Όριο ενεργοποίησης σε δύο ανασύρσεις

    1.   Σε περίπτωση που η ποσότητα των αλιευμάτων υπερβαίνει το όριο ενεργοποίησης για τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα σε δύο διαδοχικές ανασύρσεις, το αλιευτικό σκάφος αλλάζει αλιευτική περιοχή κατά πέντε τουλάχιστον ναυτικά μίλια — ή δύο ναυτικά μίλια για αλιευτικά σκάφη συνολικού μήκους κάτω των 12 μέτρων— από το στίγμα της προηγούμενης ανάσυρσης πριν συνεχίσει τις αλιευτικές του δραστηριότητες και ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές του παράκτιου κράτους μέλους.

    2.   Η Επιτροπή, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας ή αιτήματος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, δύναται να τροποποιεί τις αποστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 53

    Απαγόρευση που επιβάλλεται σε πραγματικό χρόνο από τα κράτη μέλη

    1.   Σε περίπτωση που υπάλληλος, παρατηρητής ελέγχου ή ομάδα ερευνών εντοπίσει παράβαση ενός ορίου ενεργοποίησης, ο υπάλληλος ή ο παρατηρητής ελέγχου του παράκτιου κράτους μέλους ή όποιος συμμετέχει σε κοινή επιχείρηση στο πλαίσιο κοινού σχεδίου ανάπτυξης, ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές του παράκτιου κράτους μέλους.

    2.   Με βάση τις πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, το παράκτιο κράτος μέλος αποφασίζει αμελλητί την απαγόρευση της αλιείας σε πραγματικό χρόνο στην αντίστοιχη περιοχή. Μπορεί επίσης να αξιοποιήσει τις πληροφορίες που ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 52 ή την οποιαδήποτε διαθέσιμη πληροφορία για την απόφαση αυτή. Στην απόφαση για την απαγόρευση της αλιείας σε πραγματικό χρόνο προσδιορίζονται σαφώς η γεωγραφική έκταση των περιοχών αλιείας που επηρεάζονται, η διάρκεια της απαγόρευσης και οι προϋποθέσεις που διέπουν την αλιεία στην έκταση αυτή κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης.

    3.   Σε περίπτωση που η περιοχή που αναφέρεται στην παράγραφο 2 επικαλύπτει ζώνες δικαιοδοσίας, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενημερώνει αμελλητί το γειτονικό παράκτιο κράτος μέλος για τα σχετικά πορίσματα και την απόφαση απαγόρευσης. Το γειτονικό κράτος μέλος αποφασίζει αμελλητί την απαγόρευση αλιείας στο οικείο τμήμα της περιοχής.

    4.   Η απαγόρευση αλιείας σε πραγματικό χρόνο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν εισάγει διακρίσεις και εφαρμόζεται μόνο για τα αλιευτικά σκάφη που είναι εξοπλισμένα να αλιεύουν τα σχετικά είδη ή/και που διαθέτουν άδεια αλίευσης στις αντίστοιχες περιοχές αλιείας.

    5.   Το παράκτιο κράτος μέλος ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή, όλα τα κράτη μέλη και τις τρίτες χώρες, αλιευτικά σκάφη των οποίων επιτρέπεται να δραστηριοποιούνται στην εν λόγω περιοχή, ότι έχει επιβληθεί απαγόρευση σε πραγματικό χρόνο.

    6.   Η Επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει από το κράτος μέλος να ακυρώσει ή να τροποποιήσει άμεσα την απαγόρευση της αλιείας σε πραγματικό χρόνο, εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν έχει δώσει επαρκή πληροφόρηση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 51 για την παραβίαση ενός ορίου ενεργοποίησης.

    7.   Οι αλιευτικές δραστηριότητες στην περιοχή που αναφέρεται στην παράγραφο 2 απαγορεύονται όπως ορίζεται στην απόφαση με την οποία επιβάλλεται η απαγόρευση της αλιείας σε πραγματικό χρόνο.

    Άρθρο 54

    Απαγόρευση που επιβάλλεται σε πραγματικό χρόνο από την Επιτροπή

    1.   Με βάση τα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι το όριο ενεργοποίησης για τα αλιεύματα έχει καλυφθεί, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει προσωρινή απαγόρευση της αλιείας σε μια περιοχή, εάν δεν το έχει ήδη πράξει το παράκτιο κράτος μέλος.

    2.   Η Επιτροπή ενημερώνει αμελλητί όλα τα κράτη μέλη και τις τρίτες χώρες, αλιευτικά σκάφη των οποίων δραστηριοποιούνται στην εν λόγω απαγορευμένη περιοχή, και αναρτά άμεσα χάρτη στον επίσημο δικτυακό τόπο της με τις συντεταγμένες της περιοχής στην οποία έχει επιβληθεί προσωρινή απαγόρευση της αλιείας, προσδιορίζοντας τη διάρκεια της απαγόρευσης και τις προϋποθέσεις αλιείας στη συγκεκριμένη απαγορευμένη περιοχή.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

    Έλεγχος της ερασιτεχνικής αλιείας

    Άρθρο 55

    Ερασιτεχνική αλιεία

    1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ερασιτεχνική αλιεία στην επικράτειά τους και στα κοινοτικά ύδατα διεξάγεται κατά τρόπο συμβατό με τους στόχους και τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

    2.   Η εμπορία των αλιευμάτων της ερασιτεχνικής αλιείας απαγορεύεται.

    3.   Με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 199/2008, τα κράτη μέλη παρακολουθούν, βάσει σχεδίου δειγματοληψίας, τα αλιεύματα αποθεμάτων που υπάγονται σε σχέδια αποκατάστασης και προέρχονται από ερασιτεχνική αλιεία την οποία ασκούν σκάφη που φέρουν τη σημαία τους και σκάφη τρίτων χωρών στα ύδατα που υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία τους. Δεν περιλαμβάνεται η αλιεία από την ακτή.

    4.   Η επιστημονική, τεχνική και οικονομική επιτροπή αλιείας (ΕΤΟΕΑ) αξιολογεί τις βιολογικές επιπτώσεις της ερασιτεχνικής αλιείας όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3. Όταν διαπιστώνεται ότι οι επιπτώσεις της ερασιτεχνικής αλιείας είναι σημαντικές, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 37 της συνθήκης, να υπαγάγει την ερασιτεχνική αλιεία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 σε ειδικά μέτρα διαχείρισης όπως άδειες αλίευσης και δηλώσεις αλιευμάτων.

    5.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    ΤΙΤΛΟΣ V

    ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

    Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 56

    Αρχές που διέπουν τον έλεγχο της εμπορίας

    1.   Κάθε κράτος μέλος είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της εφαρμογής των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής στην επικράτειά του, σε όλα τα στάδια της εμπορίας προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, από την πρώτη πώληση έως τη λιανική πώληση, περιλαμβανομένης της μεταφοράς.

    2.   Στην περίπτωση καθορισμού ελάχιστου μεγέθους για ένα συγκεκριμένο είδος στην κοινοτική νομοθεσία, οι εμπορευόμενοι που είναι υπεύθυνοι για την αγορά, την πώληση, την αποθήκευση ή τη μεταφορά, πρέπει να μπορούν να αποδεικνύουν την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή προέλευσης των προϊόντων.

    3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την κατανομή σε παρτίδες από την αλίευση ή την καλλιέργειά τους όλων των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας πριν από την πρώτη πώληση.

    4.   Οι ποσότητες κάτω των 30 kg ανά μεμονωμένο είδος το οποίο προέρχεται από την ίδια περιοχή διαχείρισης και από διάφορα αλιευτικά σκάφη μπορεί να κατανέμεται σε παρτίδες από την οργάνωση παραγωγών, μέλος της οποίας είναι ο επιχειρηματίας του αλιευτικού σκάφους, ή από εγκεκριμένο αγοραστή πριν από την πρώτη πώληση. Η οργάνωση παραγωγών και ο εγκεκριμένος αγοραστής τηρούν αρχεία για τρία τουλάχιστον χρόνια σχετικά με την προέλευση του περιεχομένου των παρτίδων στις οποίες έχουν κατανεμηθεί αλιεύματα διαφόρων αλιευτικών σκαφών.

    Άρθρο 57

    Κοινές προδιαγραφές εμπορίας

    1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα προϊόντα για τα οποία ισχύουν κοινές προδιαγραφές εμπορίας εκτίθενται ή προσφέρονται για πρώτη πώληση, πωλούνται ή διατίθενται στο εμπόριο καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο, μόνον εφόσον συμμορφώνονται με τις προδιαγραφές αυτές.

    2.   Τα προϊόντα τα οποία αποσύρονται από την αγορά, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 104/2000, πρέπει να πληρούν τις κοινές προδιαγραφές εμπορίας, ιδίως όσον αφορά τις κατηγορίες φρεσκότητας.

    3.   Οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι υπεύθυνες για την αγορά, την πώληση, την αποθήκευση ή τη μεταφορά παρτίδων προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι τα προϊόντα αυτά τηρούν τις στοιχειώδεις προδιαγραφές εμπορίας σε όλα τα στάδια.

    Άρθρο 58

    Ιχνηλασιμότητα

    1.   Με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002, όλες οι παρτίδες προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας πρέπει να είναι ανιχνεύσιμες σε όλες τις φάσεις παραγωγής, κατεργασίας και διανομής, από την αλίευση ή την καλλιέργειά τους έως τη λιανική πώληση.

    2.   Τα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας που τίθενται ή ενδέχεται να τεθούν σε εμπορία εντός της Κοινότητας φέρουν την προσήκουσα σήμανση για να εξασφαλίζεται η ανιχνευσιμότητα κάθε παρτίδας.

    3.   Οι παρτίδες αλιείας και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας μπορούν να συγχωνεύονται ή να διασπώνται μετά την πρώτη πώληση μόνον εφόσον είναι δυνατό να ανιχνευθεί το εκάστοτε στάδιο αλίευσης ή καλλιέργειας.

    4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επιχειρήσεις να εφαρμόζουν συστήματα και διαδικασίες για την αναγνώριση κάθε επιχείρησης από την οποία έχουν προμηθευτεί παρτίδες αλιείας και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας καθώς και τις επιχειρήσεις στις οποίες έχουν προμηθεύσει τα προϊόντα τους. Τα στοιχεία αυτά τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών κατόπιν σχετικού αιτήματος.

    5.   Στις ελάχιστες απαιτήσεις επισήμανσης και πληροφόρησης για όλες τις παρτίδες αλιείας και προϊόντων υδατοκαλλιέργειας περιλαμβάνονται:

    α)

    ο αριθμός ταυτοποίησης της παρτίδας·

    β)

    ο εξωτερικός αριθμός ταυτοποίησης και η ονομασία του αλιευτικού σκάφους ή η ονομασία της μονάδας παραγωγής προϊόντων υδατοκαλλιέργειας·

    γ)

    ο τριψήφιος αλφαβητικός κωδικός FAO κάθε είδους·

    δ)

    η ημερομηνία των αλιεύσεων ή η ημερομηνία παραγωγής·

    ε)

    οι ποσότητες κάθε είδους σε χιλιόγραμμα εκφραζόμενες σε καθαρό βάρος ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο αριθμός μονάδων·

    στ)

    η ονομασία και η διεύθυνση των προμηθευτών·

    ζ)

    οι πληροφορίες προς τους καταναλωτές που προβλέπονται στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2065/2001: εμπορική ονομασία, επιστημονική ονομασία, αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή και μέθοδος παραγωγής·

    η)

    αν τα αλιευτικά προϊόντα έχουν προηγουμένως καταψυχθεί ή όχι.

    6.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 5 στοιχεία ζ) και η) του παρόντος άρθρου να παρέχονται στον καταναλωτή σε επίπεδο λιανικής πώλησης.

    7.   Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 5 στοιχεία α) έως στ) δεν εφαρμόζονται σε προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας που εισάγονται στην Κοινότητα με πιστοποιητικά αλιευμάτων υποβαλλόμενα βάσει των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008.

    8.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου τις μικρές ποσότητες προϊόντων που πωλούνται απευθείας από τα αλιευτικά σκάφη σε καταναλωτές, αρκεί να μην υπερβαίνουν σε αξία τα 50 ευρώ ημερησίως. Τυχόν τροποποιήσεις του ορίου αυτού εγκρίνονται με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    9.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

    Δραστηριότητες μετά την εκφόρτωση

    Άρθρο 59

    Πρώτη πώληση αλιευτικών προϊόντων

    1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλα τα αλιευτικά προϊόντα διατίθενται για πρώτη φορά προς πώληση ή καταγράφονται σε ιχθυόσκαλα ή σε εγγεγραμμένους αγοραστές ή σε οργανώσεις παραγωγών.

    2.   Ο αγοραστής σε πρώτη πώληση αλιευτικών προϊόντων από αλιευτικό σκάφος οφείλει να είναι εγκεκριμένος από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου πραγματοποιείται η πρώτη πώληση. Για την αναγνώριση της ιδιότητάς του αυτής, σε κάθε αγοραστή αντιστοιχεί αριθμός ΦΠΑ, αριθμός φορολογικού μητρώου ή αποκλειστικός αναγνωριστικός αριθμός που περιέχεται στις εθνικές βάσεις δεδομένων.

    3.   Οι αγοραστές αλιευτικών προϊόντων μέγιστου βάρους 30 kg τα οποία δεν διατίθενται στην αγορά, αλλά χρησιμοποιούνται μόνον για ιδιωτική κατανάλωση, απαλλάσσονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Τυχόν τροποποιήσεις του ορίου αυτού εγκρίνονται με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 60

    Ζύγιση αλιευτικών προϊόντων

    1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλα τα αλιευτικά προϊόντα έχουν ζυγιστεί με συστήματα εγκεκριμένα από τις αρμόδιες αρχές, εκτός εάν έχουν θεσπίσει σχέδιο δειγματοληψίας εγκεκριμένο από την Επιτροπή και στηριγμένο στη μεθοδολογία με βάση τον κίνδυνο που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    2.   Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων, η ζύγιση πραγματοποιείται κατά την εκφόρτωση πριν από την αποθήκευση, μεταφορά ή πώληση των αλιευτικών προϊόντων.

    3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη ζύγιση αλιευτικών προϊόντων επί του αλιευτικού σκάφους που έχει υπαχθεί σε σχέδιο δειγματοληψίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

    4.   Οι εγκεκριμένοι αγοραστές, οι εγκεκριμένες ιχθυόσκαλες ή άλλοι οργανισμοί ή πρόσωπα υπεύθυνα για την πρώτη εμπορία αλιευτικών προϊόντων σε ένα κράτος μέλος φέρουν ευθύνη για την ακρίβεια της ζύγισης εκτός εάν, όπως προβλέπει η παράγραφος 3, η ζύγιση πραγματοποιείται επί του αλιευτικού σκάφους, οπότε την ευθύνη φέρει ο πλοίαρχος.

    5.   Η ποσότητα που προκύπτει από τη ζύγιση χρησιμοποιείται για τη συμπλήρωση των δηλώσεων εκφόρτωσης, των παραστατικών μεταφοράς, των δελτίων πώλησης και των δηλώσεων ανάληψης.

    6.   Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους μπορούν να απαιτούν για οποιαδήποτε ποσότητα αλιευτικών προϊόντων που εκφορτώνονται για πρώτη φορά στο εν λόγω κράτος μέλος να ζυγίζεται με την παρουσία υπαλλήλων προτού μεταφερθεί από το σημείο εκφόρτωσης σε άλλο σημείο.

    7.   Οι λεπτομερείς κανόνες όσον αφορά τη μεθοδολογία με βάση τον κίνδυνο και τη διαδικασία ζύγισης θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 61

    Ζύγιση των αλιευτικών προϊόντων μετά τη μεταφορά από το σημείο εκφόρτωσης

    1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 60 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη ζύγιση αλιευτικών προϊόντων μετά τη μεταφορά από το σημείο εκφόρτωσης, υπό τον όρο ότι τα προϊόντα αυτά μεταφέρονται σε έναν προορισμό επί του εδάφους του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και ότι το εν λόγω κράτος μέλος έχει υιοθετήσει σχέδιο ελέγχου εγκεκριμένο από την Επιτροπή και στηριγμένο στη μεθοδολογία με βάση τον κίνδυνο με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο εκφορτώνονται τα αλιευτικά προϊόντα μπορούν να επιτρέπουν τη μεταφορά των προϊόντων αυτών πριν από τη ζύγισή τους σε εγκεκριμένους αγοραστές, εγκεκριμένες ιχθυόσκαλες ή άλλους οργανισμούς ή πρόσωπα που είναι υπεύθυνοι για την πρώτη εμπορία των αλιευτικών προϊόντων σε άλλο κράτος μέλος. Η άδεια αυτή υπόκειται σε κοινό πρόγραμμα ελέγχου μεταξύ των συγκεκριμένων κρατών μελών, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 94 και έχει εγκριθεί από την Επιτροπή, βασίζεται δε στη μεθοδολογία με βάση τον κίνδυνο που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 62

    Συμπλήρωση και υποβολή δελτίων πώλησης

    1.   Οι εγκεκριμένοι αγοραστές, οι εγκεκριμένες ιχθυόσκαλες ή άλλοι οργανισμοί ή πρόσωπα που έχουν εγκριθεί από τα κράτη μέλη, με ετήσιο κύκλο εργασιών στις πρώτες πωλήσεις αλιευτικών προϊόντων άνω των 200 000 ευρώ, που είναι αρμόδιοι για την πρώτη διάθεση στην αγορά των αλιευτικών προϊόντων τα οποία εκφορτώνονται σε κράτος μέλος, υποβάλλουν εντός 48 ωρών από την πρώτη πώληση, ει δυνατόν ηλεκτρονικώς, δελτίο πώλησης προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου πραγματοποιείται η πρώτη πώληση. Την ευθύνη για την ακρίβεια του δελτίου πώλησης φέρουν οι εν λόγω αγοραστές, ιχθυόσκαλες, οργανισμοί ή πρόσωπα.

    2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να υποχρεώνουν ή να επιτρέπουν σε εγκεκριμένους αγοραστές, εγκεκριμένες ιχθυόσκαλες ή άλλους οργανισμούς ή πρόσωπα που έχουν εγκριθεί από τα κράτη μέλη, με ετήσιο κύκλο εργασιών στις πρώτες πωλήσεις αλιευτικών προϊόντων άνω των 200 000 ευρώ, να καταγράφουν και να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 64 παράγραφος 1.

    3.   Εάν το κράτος μέλος στου οποίου το έδαφος πραγματοποιείται η πρώτη πώληση δεν είναι το κράτος μέλος σημαίας του αλιευτικού σκάφους που εκφόρτωσε τα αλιεύματα, το εν λόγω κράτος μέλος φροντίζει ώστε, μόλις παραληφθούν τα σχετικά στοιχεία να υποβληθεί αντίγραφο του δελτίου πώλησης ει δυνατόν ηλεκτρονικά στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας.

    4.   Σε περίπτωση που η πρώτη εμπορία των αλιευτικών προϊόντων δεν πραγματοποιείται στο κράτος μέλος στο οποίο εκφορτώθηκαν, το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για τον έλεγχο της πρώτης εμπορίας μεριμνά, μόλις παραληφθεί το δελτίο πώλησης, να υποβληθεί αντίγραφό του ει δυνατόν ηλεκτρονικά στις αρχές που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο της εκφόρτωσης των συγκεκριμένων προϊόντων και στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας του σκάφους.

    5.   Όταν η εκφόρτωση πραγματοποιείται εκτός Κοινότητας, η δε πρώτη πώληση σε τρίτη χώρα, ο πλοίαρχος του αλιευτικού σκάφους ή ο εκπρόσωπός του διαβιβάζουν, ει δυνατόν ηλεκτρονικώς, αντίγραφο του δελτίου πώλησης ή οποιοδήποτε άλλο ισοδύναμο έγγραφο που περιέχει εφάμιλλη πληροφόρηση προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους σημαίας εντός 48 ωρών μετά την πρώτη πώληση.

    6.   Σε περίπτωση που το δελτίο πώλησης δεν αντιστοιχεί με το τιμολόγιο ή με το έγγραφο που το αντικαθιστά, όπως προβλέπεται στα άρθρα 218 και 219 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (25), το οικείο κράτος μέλος θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου να εξασφαλίσει ότι τα στοιχεία σχετικά με την αφορολόγητη τιμή για παραδόσεις προϊόντων στον αγοραστή είναι ταυτόσημα με εκείνα που αναγράφονται στο τιμολόγιο. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις, ώστε τα στοιχεία σχετικά με την αφορολόγητη τιμή για παραδόσεις προϊόντων στον αγοραστή να είναι ταυτόσημα με εκείνα που αναγράφονται στο τιμολόγιο.

    Άρθρο 63

    Ηλεκτρονική συμπλήρωση και διαβίβαση δεδομένων του δελτίου πώλησης

    1.   Οι εγκεκριμένοι αγοραστές, οι εγκεκριμένες ιχθυόσκαλες ή άλλοι οργανισμοί ή πρόσωπα που έχουν εγκριθεί από τα κράτη μέλη, με ετήσιο κύκλο εργασιών στις πρώτες πωλήσεις αλιευτικών προϊόντων άνω των 200 000 ευρώ και άνω, καταγράφουν με ηλεκτρονικά μέσα τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 64 παράγραφος 1 και τα διαβιβάζουν ηλεκτρονικά, εντός 24 ωρών μετά τη λήξη της πρώτης πώλησης, προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στου οποίου το έδαφος πραγματοποιήθηκε η πρώτη πώληση.

    2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν ηλεκτρονικά με τον ίδιο τρόπο τα στοιχεία σχετικά με τα δελτία πώλησης που προβλέπονται στο άρθρο 62 παράγραφοι 3 και 4.

    Άρθρο 64

    Περιεχόμενο των δελτίων πώλησης

    1.   Τα δελτία πώλησης που αναφέρονται στα άρθρα 62 και 63 περιέχουν τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)

    τον εξωτερικό αριθμό ταυτοποίησης και την ονομασία του αλιευτικού σκάφους από το οποίο εκφορτώθηκε το προϊόν·

    β)

    το λιμάνι και την ημερομηνία εκφόρτωσης·

    γ)

    το όνομα του επιχειρηματία ή του πλοιάρχου του αλιευτικού σκάφους και, εάν διαφέρει, το όνομα του πωλητή·

    δ)

    το όνομα και τον αριθμό ΦΠΑ του αγοραστή, τον αριθμό φορολογικού του μητρώου ή άλλον αποκλειστικό αναγνωριστικό αριθμό·

    ε)

    τον τριψήφιο αλφαβητικό κωδικό FAO κάθε είδους και την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή όπου ελήφθησαν τα αλιεύματα·

    στ)

    τις ποσότητες κάθε είδους σε χιλιόγραμμα, εκφραζόμενες σε βάρος προϊόντος, αναλυτικά ανά τύπο παρουσίασης προϊόντος ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τον αριθμό μονάδων·

    ζ)

    για όλα τα προϊόντα, τα οποία υπάγονται, κατά περίπτωση, σε προδιαγραφές εμπορίας, το ατομικό μέγεθος ή βάρος, την ποιότητα, την παρουσίαση και τη φρεσκότητα·

    η)

    όπου ενδείκνυται, τον προορισμό των προϊόντων που αποσύρθηκαν από την αγορά (μεταφορά, χρησιμοποίηση για ζωοτροφές, παραγωγή αλεύρων για ζωοτροφές, για δολώματα ή για μη-διατροφικούς σκοπούς)·

    θ)

    τον τόπο και την ημερομηνία της πώλησης·

    ι)

    ει δυνατόν, τον αριθμό αναφοράς και την ημερομηνία του τιμολογίου και ενδεχομένως, τη σύμβαση πώλησης·

    ια)

    ανάλογα με την περίπτωση, μνεία της δήλωσης ανάληψης που αναφέρεται στο άρθρο 66 ή του παραστατικού μεταφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 68·

    ιβ)

    την τιμή.

    2.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 65

    Εξαιρέσεις από απαιτήσεις για δελτία πωλήσεων

    1.   Με τη διαδικασία του άρθρου 119, η Επιτροπή μπορεί να χορηγήσει απαλλαγή από την υποχρέωση υποβολής του δελτίου πώλησης στις αρμόδιες αρχές ή σε άλλους οργανισμούς εξουσιοδοτημένους από το κράτος μέλος, προκειμένου περί αλιευτικών προϊόντων που εκφορτώνονται από ορισμένες κατηγορίες κοινοτικών σκαφών συνολικού μήκους κάτω των 10 μέτρων ή για εκφορτωθείσες ποσότητες αλιευτικών προϊόντων που δεν υπερβαίνουν τα 50 kg ισοδύναμου ζώντος βάρους ανά είδος. Οι απαλλαγές αυτές είναι δυνατόν να χορηγούνται μόνον εφόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει θεσπίσει αποδεκτό σύστημα δειγματοληψίας, σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 25.

    2.   Οι αγοραστές προϊόντων μέγιστου βάρους 30 kg τα οποία δεν διατίθενται στην αγορά, αλλά χρησιμοποιούνται μόνον για ιδιωτική κατανάλωση, απαλλάσσονται από τις διατάξεις των άρθρων 62, 63 και 64. Τροποποιήσεις του ορίου αυτού εγκρίνονται με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 66

    Δήλωση ανάληψης

    1.   Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε πολυετή σχέδια, όταν τα αλιευτικά προϊόντα προορίζονται για πώληση σε μεταγενέστερο στάδιο, οι εγκεκριμένοι αγοραστές, οι εγκεκριμένες ιχθυόσκαλες ή άλλοι οργανισμοί ή πρόσωπα με ετήσιο κύκλο εργασιών στις πρώτες πωλήσεις αλιευτικών προϊόντων άνω των 200 000 ευρώ, που είναι αρμόδιοι για την πρώτη εμπορία των αλιευτικών προϊόντων τα οποία εκφορτώνονται σε κράτος μέλος, υποβάλλουν εντός 48 ωρών από την εκφόρτωση, δήλωση ανάληψης προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου πραγματοποιείται η ανάληψη. Την ευθύνη για την υποβολή και την ακρίβεια της δήλωσης ανάληψης φέρουν οι εν λόγω αγοραστές, ιχθυόσκαλες, άλλοι οργανισμοί ή πρόσωπα.

    2.   Εάν το κράτος μέλος στου οποίου το έδαφος πραγματοποιείται η ανάληψη δεν είναι το κράτος μέλος σημαίας του αλιευτικού σκάφους που εκφόρτωσε τα αλιεύματα, το εν λόγω κράτος μέλος φροντίζει ώστε, μόλις παραληφθούν τα σχετικά στοιχεία, να υποβάλλεται ει δυνατόν ηλεκτρονικά στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας αντίγραφο της δήλωσης ανάληψης.

    3.   Η δήλωση ανάληψης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιέχει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

    α)

    τον εξωτερικό αριθμό ταυτοποίησης και την ονομασία του αλιευτικού σκάφους από το οποίο εκφορτώθηκαν τα προϊόντα·

    β)

    το λιμάνι και την ημερομηνία εκφόρτωσης·

    γ)

    το όνομα του πλοιοκτήτη ή του πλοιάρχου·

    δ)

    τον τριψήφιο αλφαβητικό κωδικό FAO κάθε είδους και την αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή όπου ελήφθησαν τα αλιεύματα·

    ε)

    τις ποσότητες κάθε αποθηκευμένου είδους σε χιλιόγραμμα, εκφραζόμενες σε βάρος προϊόντος, αναλυτικά ανά τύπο παρουσίασης προϊόντος ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τον αριθμό μονάδων·

    στ)

    το όνομα και τη διεύθυνση των εγκαταστάσεων όπου είναι αποθηκευμένα τα προϊόντα·

    ζ)

    ανάλογα με την περίπτωση, αναφορά στο παραστατικό μεταφοράς το οποίο ορίζεται στο άρθρο 68.

    Άρθρο 67

    Ηλεκτρονική συμπλήρωση και διαβίβαση δεδομένων της δήλωσης ανάληψης

    1.   Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που περιλαμβάνονται στα πολυετή σχέδια, όταν τα αλιευτικά προϊόντα προορίζονται για πώληση σε μεταγενέστερο στάδιο, οι εγκεκριμένοι αγοραστές, οι εγκεκριμένες ιχθυόσκαλες ή άλλοι οργανισμοί ή πρόσωπα με ετήσιο κύκλο εργασιών στις πρώτες πωλήσεις αλιευτικών προϊόντων άνω των 200 000 ευρώ, που είναι αρμόδιοι για την πρώτη εμπορία αλιευτικών προϊόντων που εκφορτώνονται σε ένα κράτος μέλος, καταγράφουν με ηλεκτρονικά μέσα τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 66 και τα διαβιβάζουν ηλεκτρονικά, εντός 24 ωρών προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στου οποίου το έδαφος πραγματοποιήθηκε η ανάληψη.

    2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν ηλεκτρονικά με τον ίδιο τρόπο τα στοιχεία σχετικά με τη δήλωση ανάληψης που προβλέπεται στο άρθρο 66 παράγραφος 2.

    Άρθρο 68

    Συμπλήρωση και υποβολή παραστατικού μεταφοράς

    1.   Τα αλιευτικά προϊόντα που εκφορτώνονται στην Κοινότητα, είτε αμεταποίητα είτε μεταποιημένα επί του σκάφους, και για τα οποία δεν έχει υποβληθεί ούτε δήλωση πώλησης ούτε δήλωση ανάληψης, σύμφωνα με τα άρθρα 62, 63, 66 και 67, και τα οποία μεταφέρονται σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο εκφόρτωσης, συνοδεύονται από έγγραφο που συντάσσεται από το μεταφορέα έως ότου πραγματοποιηθεί η πρώτη πώληση. Ο μεταφορέας υποβάλλει παραστατικό μεταφοράς στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου έχουν εκφορτωθεί τα προϊόντα εντός 48 ωρών από τη φόρτωση, ή σε άλλους φορείς εγκεκριμένους από αυτές.

    2.   Ο μεταφορέας απαλλάσσεται από την υποχρέωση να συνοδεύονται τα αλιευτικά προϊόντα από το παραστατικό μεταφοράς, εφόσον το παραστατικό μεταφοράς έχει διαβιβαστεί ηλεκτρονικά πριν από την έναρξη της μεταφοράς στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας. οι οποίες, σε περίπτωση που τα προϊόντα μεταφέρονται σε κράτος μέλος διάφορο από το κράτος μέλος εκφόρτωσης, διαβιβάζουν το παραστατικό μεταφοράς αμέσως μόλις παραληφθεί προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου δηλώνεται ότι πραγματοποιείται η πρώτη πώληση.

    3.   Σε περίπτωση που τα προϊόντα μεταφέρονται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος εκφόρτωσης, ο μεταφορέας οφείλει να υποβάλει, εντός 48 ωρών από τη φόρτωση των αλιευτικών προϊόντων αντίγραφο του παραστατικού μεταφοράς στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου δηλώνεται ότι πραγματοποιείται η πρώτη πώληση. Το κράτος μέλος της πρώτης πώλησης μπορεί να ζητήσει από το κράτος μέλος εκφόρτωσης περαιτέρω στοιχεία σχετικά με το θέμα αυτό.

    4.   Ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος για την ακρίβεια του περιεχομένου του παραστατικού μεταφοράς.

    5.   Στο παραστατικό μεταφοράς πρέπει να αναφέρεται:

    α)

    ο τόπος προορισμού της ή των αποστολών και τα στοιχεία του μεταφορικού μέσου·

    β)

    ο εξωτερικός αριθμός ταυτοποίησης και η ονομασία του αλιευτικού σκάφους από το οποίο εκφορτώθηκαν τα προϊόντα·

    γ)

    ο τριψήφιος αλφαβητικός κωδικός FAO κάθε είδους και η αντίστοιχη γεωγραφική περιοχή όπου ελήφθησαν τα αλιεύματα·

    δ)

    οι ποσότητες κάθε μεταφερόμενου είδους σε χιλιόγραμμα, εκφραζόμενες σε βάρος προϊόντος, αναλυτικά ανά τύπο παρουσίασης προϊόντος ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο αριθμός μονάδων·

    ε)

    το όνομα και η διεύθυνση του παραλήπτη ή των παραληπτών·

    στ)

    ο τόπος και η ημερομηνία φόρτωσης.

    6.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να εγκρίνουν απαλλαγές από την υποχρέωση που ορίζεται στην παράγραφο 1, εφόσον τα αλιευτικά προϊόντα μεταφέρονται εντός των ορίων ζώνης λιμανιού ή σε μέγιστη απόσταση 20 χιλιομέτρων από το σημείο εκφόρτωσης.

    7.   Στις περιπτώσεις στις οποίες, προϊόντα αλιείας για τα οποία έχει δηλωθεί σε δελτίο πώλησης ότι έχουν πωληθεί, μεταφέρονται σε τοποθεσία άλλη εκτός του σημείου εκφόρτωσης, ο μεταφορέας πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει εγγράφως ότι η πώληση έχει πραγματοποιηθεί.

    8.   Ο μεταφορέας απαλλάσσεται από την υποχρέωση που ορίζεται στο παρόν άρθρο όταν το παραστατικό μεταφοράς αντικαθίσταται από αντίγραφο της προβλεπόμενης στο άρθρο 23 δήλωσης εκφόρτωσης αναφορικά με τις μεταφερόμενες ποσότητες ή οποιοδήποτε άλλο ισοδύναμο έγγραφο που περιέχει εφάμιλλη πληροφόρηση.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

    Οργανώσεις παραγωγών και καθεστώς τιμών και παρεμβάσεων

    Άρθρο 69

    Παρακολούθηση των οργανώσεων παραγωγών

    1.   Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, τα κράτη μέλη διενεργούν ελέγχους σε τακτά διαστήματα για να εξασφαλίσουν ότι:

    α)

    οι οργανώσεις παραγωγών τηρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις αναγνώρισης·

    β)

    η αναγνώριση μιας οργάνωσης παραγωγών μπορεί να ανακαλείται όταν δεν πληρούνται πλέον οι όροι του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 ή εάν η αναγνώριση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένα στοιχεία·

    γ)

    η αναγνώριση ανακαλείται αμελλητί αναδρομικά εάν αποδειχθεί ότι η οργάνωση δολίως επέτυχε την αναγνώριση ή επωφελείται αυτής.

    2.   Για να εξασφαλιστεί ότι τηρούνται οι κανόνες που αφορούν τις οργανώσεις παραγωγών όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 και στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000, η Επιτροπή διεξάγει ελέγχους, στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να ζητεί, ενδεχομένως, από τα κράτη μέλη να ανακαλούν χορηγηθείσες αναγνωρίσεις.

    3.   Κάθε κράτος μέλος διεξάγει τους απαραίτητους ελέγχους για να εξασφαλίσει ότι οι οργανώσεις παραγωγών τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο επιχειρησιακό πρόγραμμα για το αντίστοιχο αλιευτικό έτος, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2508/2000, και επιβάλλει τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών.

    Άρθρο 70

    Παρακολούθηση των καθεστώτων τιμών και παρέμβασης

    Τα κράτη μέλη διεξάγουν όλους τους ελέγχους όσον αφορά τα καθεστώτα τιμών και παρέμβασης και συγκεκριμένα:

    α)

    όσον αφορά την απόσυρση προϊόντων από την αγορά για σκοπούς άλλους από την ανθρώπινη κατανάλωση·

    β)

    επιχειρήσεις μεταφοράς για τη σταθεροποίηση, την αποθεματοποίηση ή/και τη μεταποίηση προϊόντων που έχουν αποσυρθεί από την αγορά·

    γ)

    την ιδιωτική αποθεματοποίηση προϊόντων τα οποία έχουν καταψυχθεί εν πλω·

    δ)

    την αντισταθμιστική αποζημίωση για τον τόνο που προορίζεται για μεταποίηση.

    ΤΙΤΛΟΣ VI

    ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ

    Άρθρο 71

    Διοπτεύσεις εν πλω και εντοπισμός από τα κράτη μέλη

    1.   Τα κράτη μέλη διεξάγουν επιχειρήσεις εποπτείας σε κοινοτικά ύδατα υπό την κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία τους με βάση:

    α)

    τη διόπτευση αλιευτικών σκαφών από σκάφη επιθεώρησης ή αεροσκάφη επιτήρησης·

    β)

    το Σύστημα Παρακολούθησης Σκαφών που αναφέρεται στο άρθρο 9, ή

    γ)

    κάθε άλλη μέθοδο ανίχνευσης και αναγνώρισης.

    2.   Σε περίπτωση που τα στοιχεία που προκύπτουν από τη διόπτευση ή τον εντοπισμό δεν αντιστοιχούν στα υπόλοιπα στοιχεία που διαθέτει το κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος διενεργεί τις απαραίτητες έρευνες που θα του επιτρέψουν να αποφασίσει τις ενδεδειγμένες επακόλουθες ενέργειες.

    3.   Σε περίπτωση που η διόπτευση ή ο εντοπισμός αφορούν αλιευτικό σκάφος άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας και τα στοιχεία τα οποία προκύπτουν δεν αντιστοιχούν στα υπόλοιπα στοιχεία που διαθέτει το παράκτιο κράτος μέλος και εάν το εν λόγω παράκτιο κράτος μέλος δεν είναι σε θέση να λάβει περαιτέρω μέτρα, τότε καταγράφει τις διαπιστώσεις του σε έκθεση επιτήρησης την οποία διαβιβάζει αμελλητί, εάν είναι δυνατόν ηλεκτρονικά, στο κράτος μέλος σημαίας ή στις οικείες τρίτες χώρες. Σε περίπτωση που πρόκειται για σκάφος τρίτης χώρας, η έκθεση επιτήρησης αποστέλλεται και στην Επιτροπή ή στον φορέα που έχει ορίσει η ίδια.

    4.   Σε περίπτωση που υπάλληλος κράτους μέλους διοπτεύσει ή εντοπίσει αλιευτικό σκάφος το οποίο συμμετέχει σε δραστηριότητες που μπορούν να θεωρηθούν ως παραβίαση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, εκδίδει αμελλητί έκθεση επιτήρησης την οποία διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του.

    5.   Το περιεχόμενο της έκθεσης επιτήρησης καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 72

    Μέτρα τα οποία πρέπει να λαμβάνονται από τη λήψη στοιχείων προερχόμενων από διοπτεύσεις και εντοπισμό

    1.   Τα κράτη μέλη σημαίας, μόλις λάβουν έκθεση επιτήρησης από άλλο κράτος μέλος, επιλαμβάνονται αμέσως και διεξάγουν κάθε αναγκαία περαιτέρω έρευνα ώστε να μπορέσουν να προσδιορίσουν τις απαιτούμενες επακόλουθες ενέργειες.

    2.   Τα κράτη μέλη εκτός του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους σημαίας επαληθεύουν, εφόσον αυτό είναι σκόπιμο, κατά πόσον το διοπτευθέν σκάφος που αποτελεί το αντικείμενο της έκθεσης, έχει αναπτύξει δραστηριότητες στα ύδατα υπό τη δικαιοδοσία ή την κυριαρχία τους ή κατά πόσο αλιευτικά προϊόντα που προέρχονται από το εν λόγω σκάφος έχουν εκφορτωθεί ή εισαχθεί στην επικράτειά τους και διερευνούν το ιστορικό της συμμόρφωσής του με τα σχετικά μέτρα διατήρησης και διαχείρισης.

    3.   Η Επιτροπή ή ο φορέας που έχει η ίδια ορίσει ή, εφόσον είναι σκόπιμο, το κράτος μέλος σημαίας και άλλα κράτη μέλη, εξετάζουν επίσης τις κατάλληλα τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με τα διοπτευθέντα σκάφη που υποβλήθηκαν από μεμονωμένους πολίτες, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων περιβαλλοντικών οργανώσεων καθώς και από εκπροσώπους του κλάδου της αλιείας ή ενδιαφερομένων με συμφέροντα στον κλάδο του εμπορίου αλιευτικών προϊόντων.

    Άρθρο 73

    Παρατηρητές ελέγχου

    1.   Εφόσον έχει θεσπιστεί από το Συμβούλιο κοινοτικό καθεστώς παρατηρητή ελέγχου, οι παρατηρητές ελέγχου που βρίσκονται επί αλιευτικών σκαφών εξακριβώνουν εάν αυτά τηρούν τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Εκτελούν όλα τα καθήκοντα που προβλέπει το πρόγραμμα παρατηρητών και συγκεκριμένα, επαληθεύουν και καταγράφουν τις αλιευτικές δραστηριότητες του σκάφους και συναφή έγγραφα.

    2.   Οι παρατηρητές ελέγχου πρέπει να διαθέτουν την ανάλογη κατάρτιση για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πρέπει να είναι ανεξάρτητοι σε σχέση με τον ιδιοκτήτη ή τον πλοίαρχο του αλιευτικού σκάφους ή σε σχέση με οιοδήποτε μέλος του πληρώματος. Δεν πρέπει να έχουν οικονομικό δεσμό με τον εκμεταλλευόμενο το αλιευτικό

    3.   Στο μέτρο του δυνατού, οι παρατηρητές ελέγχου εξασφαλίζουν ότι η παρουσία τους επί των αλιευτικών σκαφών δεν εμποδίζει τις αλιευτικές δραστηριότητες και τις κανονικές λειτουργίες του σκάφους ούτε παρεμβαίνει σε αυτές.

    4.   Σε περίπτωση που παρατηρητής ελέγχου διαπιστώσει σοβαρή παράβαση, ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας.

    5.   Οι παρατηρητές ελέγχου συντάσσουν έκθεση παρατήρησης, ει δυνατόν ηλεκτρονικά, την οποία διαβιβάζουν αμελλητί, ει δυνατόν με χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών μέσων διαβίβασης επί του αλιευτικού σκάφους, στις αρμόδιες αρχές τους και στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας. Τα κράτη μέλη εισάγουν την έκθεση στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 78.

    6.   Σε περίπτωση που η έκθεση παρατήρησης αναφέρει ότι το σκάφος που παρατηρήθηκε συμμετείχε σε αλιευτικές δραστηριότητες αντίθετα με τον κανόνα της κοινής αλιευτικής πολιτικής, οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 λαμβάνουν όλα τα δέοντα μέτρα διερεύνησης της υπόθεσης.

    7.   Οι πλοίαρχοι των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών παρέχουν κατάλληλες διευκολύνσεις ενδιαίτησης για τους εγκεκριμένους παρατηρητές ελέγχου, διευκολύνουν το έργο τους και αποφεύγουν τις παρεμβάσεις κατά την επιτέλεση των καθηκόντων τους. Οι πλοίαρχοι κοινοτικών αλιευτικών προσφέρουν στους παρατηρητές ελέγχου πρόσβαση στα συναφή τμήματα του σκάφους, περιλαμβανομένων των αλιευμάτων καθώς και στα έγγραφα του σκάφους, περιλαμβανομένων των ηλεκτρονικών φακέλων.

    8.   Όλες οι δαπάνες που αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων των παρατηρητών ελέγχου που αναφέρονται στο παρόν άρθρο βαρύνουν τα κράτη μέλη σημαίας. Τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να χρεώσουν τις δαπάνες αυτές, εν μέρει ή συνολικά, στους αντίστοιχους ιδιοκτήτες των αλιευτικών σκαφών που φέρουν τη σημαία τους και συμμετείχαν στον συγκεκριμένο τύπο αλιείας.

    9.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου μπορούν να θεσπιστούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    ΤΙΤΛΟΣ VII

    ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

    Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 74

    Διεξαγωγή των επιθεωρήσεων

    1.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν και επικαιροποιούν κατάλογο υπαλλήλων αρμόδιων για τη διενέργεια επιθεωρήσεων.

    2.   Οι υπάλληλοι εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία. Μεριμνώντας ώστε να μην γίνονται διακρίσεις, διεξάγουν επιθεωρήσεις εν πλω, στους λιμένες, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, σε εγκαταστάσεις μεταποίησης και κατά τη διάρκεια της εμπορίας των αλιευτικών προϊόντων.

    3.   Οι υπάλληλοι ελέγχουν, ιδίως

    α)

    τη νομιμότητα των αλιευμάτων που διατηρούνται επί του σκάφους, αποθηκεύονται, μεταφέρονται, μεταποιούνται ή διατίθενται στο εμπόριο και την ακρίβεια του περιεχομένου των συναφών εγγράφων ή ηλεκτρονικών διαβιβάσεων·

    β)

    τη νομιμότητα των αλιευτικών εργαλείων που χρησιμοποιούνται για το υπόψη είδος και για τα αλιεύματα που διατηρούνται επί του σκάφους·

    γ)

    εφόσον ενδείκνυται, το σχέδιο στοιβασίας και τη χωριστή στοιβασία των ειδών·

    δ)

    τη σήμανση των εργαλείων και

    ε)

    τα στοιχεία για τον κινητήρα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 40.

    4.   Οι υπάλληλοι μπορούν να εξετάζουν όλα τα συναφή τμήματα, καταστρώματα και χώρους. Μπορούν επίσης να εξετάζουν τα αλιεύματα, είτε έχουν υποστεί μεταποίηση είτε όχι, τα δίχτυα ή άλλα εργαλεία, τον εξοπλισμό, τους περιέκτες και τις συσκευασίες που περιέχουν αλιεύματα ή αλιευτικά προϊόντα και οιαδήποτε συναφή έγγραφα ή ηλεκτρονικές διαβιβάσεις που θεωρούν απαραίτητα για να εξακριβώσουν εάν τηρούνται οι κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Δύνανται επίσης να ανακρίνουν πρόσωπα τα οποία εικάζεται ότι έχουν πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο της επιθεώρησης.

    5.   Οι επιθεωρητές διεξάγουν τις επιθεωρήσεις με τρόπο που να προκαλεί την ελάχιστη διαταραχή η παρενόχληση στο σκάφος ή στο όχημα μεταφοράς και στις δραστηριότητές του καθώς και στην αποθήκευση, μεταποίηση και εμπορία των αλιευμάτων. Προσπαθούν, στο μέτρο του δυνατού, να αποφεύγουν οιαδήποτε αλλοίωση των αλιευμάτων κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων.

    6.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ειδικότερα όσον αφορά τη μεθοδολογία και τη διενέργεια της επιθεώρησης, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 75

    Καθήκοντα του επιχειρηματία

    1.   Οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων διευκολύνουν την ασφαλή πρόσβαση στο σκάφος, στο όχημα μεταφοράς ή στο χώρο όπου τα αλιευτικά προϊόντα αλιεύονται, αποθηκεύονται, μεταποιούνται ή διατίθενται στην αγορά. Μεριμνούν για την ασφάλεια των υπαλλήλων και δεν παρεμποδίζουν, εκφοβίζουν ή παρεμβαίνουν στο έργο τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

    2.   Ο λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου μπορούν να θεσπιστούν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 76

    Έκθεση επιθεώρησης

    1.   Οι υπάλληλοι συντάσσουν έκθεση επιθεώρησης ύστερα από κάθε επιθεώρηση και τη διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές στις οποίες υπάγονται. Οσάκις είναι δυνατόν, η έκθεση αρχειοθετείται και διαβιβάζεται με ηλεκτρονικά μέσα. Σε περίπτωση επιθεώρησης αλιευτικού σκάφους που φέρει τη σημαία άλλου κράτους μέλους, αντίγραφο της έκθεσης επιθεώρησης διαβιβάζεται αμελλητί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σημαίας εφόσον έχει διαπιστωθεί παράβαση κατά την επιθεώρηση. Σε περίπτωση επιθεώρησης αλιευτικού σκάφους που φέρει τη σημαία τρίτης χώρας, αντίγραφο της έκθεσης επιθεώρησης διαβιβάζεται αμελλητί στις αρμόδιες αρχές της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας εφόσον έχει διαπιστωθεί παράβαση κατά την επιθεώρηση. Σε περίπτωση επιθεώρησης σε ύδατα υπό τη δικαιοδοσία άλλου κράτους μέλους, αντίγραφο της έκθεσης επιθεώρησης διαβιβάζεται αμελλητί στο εν λόγω κράτος μέλος.

    2.   Οι υπάλληλοι κοινοποιούν τα πορίσματα που συνάγουν από την επιθεώρηση στον επιχειρηματία, ο οποίος έχει επίσης τη δυνατότητα να προβεί σε παρατηρήσεις για την επιθεώρηση και τα πορίσματά της. Οι παρατηρήσεις του επιχειρηματία περιλαμβάνονται στην έκθεση επιθεώρησης. Οι υπάλληλοι αναφέρουν στο ημερολόγιο αλιείας ότι πραγματοποιήθηκε επιθεώρηση.

    3.   Αντίγραφο της έκθεσης επιθεώρησης αποστέλλεται το συντομότερο δυνατό στον επιχειρηματία και σε κάθε περίπτωση εντός 15 εργάσιμων ημερών το αργότερο από την ολοκλήρωση της επιθεώρησης.

    4.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 77

    Παραδεκτό των εκθέσεων επιθεώρησης και επιτήρησης

    Οι εκθέσεις επιθεώρησης και επιτήρησης που συντάσσονται από κοινοτικούς επιθεωρητές ή υπαλλήλους άλλου κράτους μέλους ή κοινοτικούς υπαλλήλους, συνιστούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες οποιουδήποτε κράτους μέλους. Για τον καθορισμό των πραγματικών περιστατικών, οι εκθέσεις αυτές αντιμετωπίζονται ισότιμα με τις εκθέσεις επιθεώρησης και επιτήρησης των κρατών μελών.

    Άρθρο 78

    Ηλεκτρονική βάση δεδομένων

    1.   Τα κράτη μέλη δημιουργούν και ενημερώνουν ηλεκτρονική βάση δεδομένων όπου εισάγουν όλες τις εκθέσεις επιθεώρησης και επιτήρησης οι οποίες έχουν συνταχθεί από τους υπαλλήλους τους.

    2.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 79

    Επιθεωρητές της Κοινότητας

    1.   Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο επιθεωρητών της Κοινότητας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    2.   Με την επιφύλαξη της κύριας ευθύνης των παράκτιων κρατών μελών, οι κοινοτικοί επιθεωρητές μπορούν να πραγματοποιούν επιθεωρήσεις σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό εντός των κοινοτικών υδάτων και σε κοινοτικά αλιευτικά σκάφη εκτός των κοινοτικών υδάτων.

    3.   Στους κοινοτικούς επιθεωρητές είναι δυνατόν να ανατεθούν:

    α)

    η εφαρμογή των ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 95·

    β)

    διεθνή αλιευτικά προγράμματα ελέγχου, για τα οποία η Κοινότητα έχει την ευθύνη της διενέργειας ελέγχων.

    4.   Για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, οι επιθεωρητές της Κοινότητας έχουν αμελλητί πρόσβαση:

    α)

    σε όλες τις περιοχές, επί κοινοτικών αλιευτικών σκαφών και οιωνδήποτε άλλων σκαφών που επιδίδονται σε αλιευτικές δραστηριότητες, σε δημόσιους χώρους ή τόπους και μέσα μεταφοράς και

    β)

    σε όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και ειδικότερα το ημερολόγιο αλιείας, τις δηλώσεις εκφόρτωσης, τα πιστοποιητικά αλιείας, τη δήλωση μεταφόρτωσης, τα δελτία πώλησης και άλλα συναφή έγγραφα,

    στον ίδιο βαθμό και με τις ίδιες προϋποθέσεις όπως οι υπάλληλοι του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιείται η επιθεώρηση.

    5.   Οι κοινοτικοί επιθεωρητές δεν έχουν αστυνομικές και διωκτικές εξουσίες πέραν της επικράτειας των κρατών μελών καταγωγής τους. ή εκτός των κοινοτικών υδάτων υπό την κυριαρχία και δικαιοδοσία των κρατών μελών καταγωγής τους.

    6.   Οι υπάλληλοι της Επιτροπής ή του φορέα που έχει ορίσει η ίδια, όταν αναλαμβάνουν καθήκοντα κοινοτικών επιθεωρητών, δεν έχουν αστυνομικές και διωκτικές εξουσίες.

    7.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

    Επιθεωρήσεις εκτός των υδάτων του επιθεωρούντος κράτους μέλους

    Άρθρο 80

    Επιθεωρήσεις αλιευτικών σκαφών εκτός των υδάτων του επιθεωρούντος κράτους μέλους

    1.   Με την επιφύλαξη της πρωταρχικής αρμοδιότητας του παράκτιου κράτους μέλους, ένα κράτος μέλος δύναται να επιθεωρεί αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία του σε όλα τα κοινοτικά ύδατα εκτός των υδάτων υπό την κυριαρχία άλλου κράτους μέλους.

    2.   Σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ένα κράτος μέλος δύναται να διενεργεί επιθεωρήσεις σε αλιευτικά σκάφη άλλου κράτους μέλους όσον αφορά αλιευτικές δραστηριότητες σε όλα τα κοινοτικά ύδατα εκτός των υδάτων υπό την κυριαρχία άλλου κράτους μέλους:

    α)

    κατόπιν αδείας του οικείου παράκτιου κράτους μέλους, ή

    β)

    εφόσον έχει εγκριθεί ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης σύμφωνα με το άρθρο 95.

    3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιθεωρούν κοινοτικά αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία άλλου κράτους μέλους σε διεθνή ύδατα.

    4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να επιθεωρούν κοινοτικά αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία τους ή τη σημαία άλλου κράτους μέλους σε διεθνή ύδατα σύμφωνα με διεθνείς συμφωνίες.

    5.   Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρμόδια αρχή που ενεργεί ως σημείο επαφής για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου. Το σημείο επαφής των κρατών μελών είναι διαθέσιμο επί 24ώρου βάσεως.

    Άρθρο 81

    Αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας

    1.   Το παράκτιο κράτος μέλος απαντά σε αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας σε κράτος μέλος όσον αφορά τη διενέργεια επιθεώρησης σε αλιευτικά σκάφη σε κοινοτικά ύδατα εκτός των υδάτων της κυριαρχίας ή της δικαιοδοσίας του, όπως αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 2 στοιχείο α), εντός 12 ωρών από τη χρονική στιγμή υποβολής της αίτησης ή εντός εύλογης περιόδου εφόσον η αίτηση υποβάλλεται στο πλαίσιο συνεχούς καταδίωξης η οποία έχει αρχίσει στα ύδατα του επιθεωρούντος κράτους μέλους.

    2.   Το αιτούν κράτος μέλος ενημερώνεται αμελλητί σχετικά με την απόφαση του παράκτιου κράτους μέλους. Οι αποφάσεις κοινοποιούνται επίσης στην Επιτροπή ή στον φορέα που έχει ορίσει η ίδια.

    3.   Οι αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας όσον αφορά τη διενέργεια επιθεωρήσεων είναι δυνατόν να απορρίπτονται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου μόνον εφόσον υφίστανται επιτακτικοί λόγοι. Τόσο η τυχόν απόρριψη όσο και η αιτιολόγησή της διαβιβάζονται αμελλητί στο αιτούν κράτος μέλος και στην Επιτροπή ή στον φορέα που έχει ορίσει η ίδια.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

    Παραβάσεις οι οποίες διαπιστώνονται κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων

    Άρθρο 82

    Ακολουθητέα διαδικασία σε περίπτωση παράβασης

    Σε περίπτωση που από τα στοιχεία τα οποία έχουν συγκεντρωθεί κατά τη διάρκεια επιθεώρησης ή κάθε άλλο στοιχείο προκύπτει ότι έχει διαπραχθεί παράβαση των διατάξεων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τότε ο υπάλληλος:

    α)

    σημειώνει την εικαζόμενη παράβαση στην έκθεση επιθεώρησης·

    β)

    λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την ασφαλή φύλαξη των αποδεικτικών στοιχείων που συνδέονται με την εν λόγω εικαζόμενη παράβαση·

    γ)

    προωθεί αμέσως την έκθεση επιθεώρησης στην αρμόδια αρχή στην οποία υπάγεται·

    δ)

    ενημερώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο εικάζεται ότι έχει διαπράξει ή το οποίο συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να διαπράττει την παράβαση, ότι η εν λόγω παράβαση μπορεί να επισύρει την επιβολή αντίστοιχου αριθμού μορίων σύμφωνα με το άρθρο 92. Τα στοιχεία αυτά σημειώνονται στην έκθεση επιθεώρησης.

    Άρθρο 83

    Παραβάσεις που διαπιστώνονται εκτός των υδάτων του επιθεωρούντος κράτους μέλους

    1.   Σε περίπτωση που διαπιστωθεί παράβαση κατά την επιθεώρηση, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 80, το επιθεωρούν κράτος μέλος υποβάλλει αμελλητί περιληπτική έκθεση επιθεώρησης στο παράκτιο κράτος μέλος ή σε περίπτωση επιθεώρησης εκτός των κοινοτικών υδάτων στο κράτος μέλος σημαίας του συγκεκριμένου αλιευτικού σκάφους. Πλήρης έκθεση επιθεώρησης υποβάλλεται στο παράκτιο κράτος μέλος και στο κράτος μέλος σημαίας εντός 15 ημερών από τη στιγμή της επιθεώρησης.

    2.   Το παράκτιο κράτος μέλος ή, σε περίπτωση επιθεώρησης εκτός κοινοτικών υδάτων, το κράτος μέλος σημαίας του συγκεκριμένου αλιευτικού σκάφους λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα σε σχέση με την παράβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

    Άρθρο 84

    Ιδιαίτερη παρακολούθηση όσον αφορά ορισμένες σοβαρές παραβάσεις

    1.   Το κράτος μέλος σημαίας ή το παράκτιο κράτος μέλος στα ύδατα του οποίου ένα αλιευτικό σκάφος εικάζεται:

    α)

    ότι έχει καταχωρίσει εσφαλμένα αλιεύματα αποθεμάτων που υπάγονται σε πολυετές σχέδιο βάρους άνω των 500 χιλιογράμμων ή ποσοστό 10 % αυτών, υπολογισμένων ως ποσοστό των στοιχείων του ημερολογίου αλιείας, ανάλογα με το πιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο, ή

    β)

    ότι έχει διαπράξει οιαδήποτε από τις σοβαρές παραβάσεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008 ή στο άρθρο 90(1) παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, εντός ενός έτους από τη διάπραξη της πρώτης σοβαρής παράβασης,

    μπορεί να απαιτεί από το εν λόγω σκάφος να κατευθυνθεί τάχιστα σε λιμένα για πλήρη έρευνα και εφαρμόζει τα μέτρα τα οποία αναφέρονται στο κεφάλαιο IX του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008.

    2.   Το παράκτιο κράτος μέλος ενημερώνει το κράτος μέλος σημαίας αμελλητί σχετικά με την έρευνα που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εθνική του νομοθεσία.

    3.   Οι υπάλληλοι δύνανται να παραμένουν επί αλιευτικού σκάφους έως ότου ολοκληρωθεί η έρευνα που αναφέρεται στην παράγραφος 1

    4.   Ο πλοίαρχος του αλιευτικού σκάφους των παραγράφων 1 ή 2 παύει κάθε αλιευτική δραστηριότητα και κατευθύνεται απευθείας σε λιμένα, εφόσον του έχει ζητηθεί.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

    Διαδικασία παράβασης η οποία διαπιστώνεται κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων

    Άρθρο 85

    Διαδικασία παράβασης

    Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 83 παράγραφος 2 και του άρθρου 86, όταν διαπιστώνουν παράβαση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής κατά τη διάρκεια ή κατόπιν επιθεώρησης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους επιθεώρησης λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα σύμφωνα με τον τίτλο VIII, είτε κατά του πλοιάρχου του ενεχόμενου σκάφους είτε κατά παντός νομικού ή φυσικού προσώπου υπεύθυνου για την παράβαση.

    Άρθρο 86

    Διαβίβαση δικογραφιών

    1.   Το κράτος μέλος στο έδαφος ή στα ύδατα του οποίου έχει διαπιστωθεί παράβαση δύναται να διαβιβάζει τη δικογραφία που αφορά τη συγκεκριμένη παράβαση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους σημαίας ή του κράτους μέλους του οποίου ο παραβάτης είναι υπήκοος, με τη συναίνεση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, και υπό τον όρο ότι με τη διαβίβαση αυτή καθίσταται πιθανότερο να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αναφέρει το άρθρο 89 παράγραφος 2.

    2.   Το κράτος μέλος σημαίας δύναται να διαβιβάζει τη δικογραφία που αφορά παράβαση στις αρμόδιες αρχές του επιθεωρούντος κράτους μέλους με τη συναίνεση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και υπό τον όρο ότι με τη διαβίβαση αυτή καθίσταται πιθανότερο να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αναφέρει το άρθρο 89 παράγραφος 2.

    Άρθρο 87

    Παράβαση η οποία έχει διαπιστωθεί από επιθεωρητές της Κοινότητας

    Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για κάθε παράβαση που έχει διαπιστώσει επιθεωρητής της Κοινότητας στα ύδατα υπό την κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία τους ή σε αλιευτικό σκάφος που φέρει τη σημαία τους.

    Άρθρο 88

    Διορθωτικά μέτρα απουσία διαδικασίας παράβασης από το κράτος μέλος εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης

    1.   Εάν το κράτος μέλος εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης δεν είναι το κράτος μέλος σημαίας, οι δε αρμόδιες αρχές του δεν λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα κατά των υπευθύνων φυσικών ή νομικών προσώπων ή δεν διαβιβάζουν τη δικογραφία σύμφωνα με το άρθρο 86, οι ποσότητες που έχουν εκφορτωθεί ή μεταφορτωθεί παράνομα μπορούν να καταλογίζονται στην ποσόστωση που έχει χορηγηθεί στο κράτος μέλος εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης.

    2.   Οι ποσότητες αλιευμάτων που καταλογίζονται στην ποσόστωση του κράτους μέλους εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119 κατόπιν συνεννοήσεως της Επιτροπής με τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

    3.   Εάν το κράτος μέλος εκφόρτωσης ή μεταφόρτωσης δεν διαθέτει πλέον αντίστοιχη ποσόστωση, εφαρμόζεται το άρθρο 37. Για τον σκοπό αυτόν, οι ποσότητες αλιευμάτων που έχουν εκφορτωθεί ή μεταφορτωθεί παράνομα θεωρούνται ίσες προς το ύψος της ζημίας που έχει υποστεί το κράτος μέλος σημαίας, όπως αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο.

    ΤΙΤΛΟΣ VIII

    ΜΕΤΡΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ

    Άρθρο 89

    Μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη συστηματική λήψη κατάλληλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών μέτρων ή ποινικών διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που εικάζεται ότι έχουν παραβεί οιαδήποτε διάταξη των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

    2.   Το συνολικό ύψος των κυρώσεων και των συνοδευτικών κυρώσεων υπολογίζεται, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, με τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ότι αφαιρούν ουσιαστικά από τους υπευθύνους το οικονομικό όφελος που προκύπτει από την παράβασή τους με την επιφύλαξη του θεμιτού δικαιώματος για την άσκηση του επαγγέλματός τους. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει επίσης να είναι σε θέση να παράγουν αποτελέσματα ανάλογα προς τη σοβαρότητα των εν λόγω παραβάσεων, αποθαρρύνοντας ουσιαστικά περαιτέρω παραβάσεις παρόμοιου τύπου.

    3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόσουν σύστημα, βάσει του οποίου τα επιβαλλόμενα πρόστιμα είναι ανάλογα προς τον κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου ή προς τα οικονομικά οφέλη που αποκόμισε ή επρόκειτο να αποκομίσει διαπράττοντας την παράβαση.

    4.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους που έχει δικαιοδοσία σε περίπτωση παράβασης, κοινοποιούν στα κράτη μέλη σημαίας, στο κράτος μέλος υπηκοότητας του παραβάτη ή σε οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος ενέχεται στη δίωξη της παράβασης, αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εθνική τους νομοθεσία, τις διοικητικές ή ποινικές διαδικασίες ή τα λοιπά μέτρα που λαμβάνει και οιαδήποτε οριστική απόφαση συνδέεται με την εν λόγω παράβαση, περιλαμβανομένου του αριθμού των μορίων που έχουν επιβληθεί στον παραβάτη κατά το άρθρο 92.

    Άρθρο 90

    Κυρώσεις που επιβάλλονται για σοβαρές παραβάσεις

    1.   Επιπροσθέτως των διατάξεων του άρθρου 42 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008, οι ακόλουθες δραστηριότητες θεωρούνται επίσης σοβαρές παραβάσεις για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ανάλογα με τη σοβαρότητα της συγκεκριμένης παράβασης η οποία καθορίζεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, βάσει κριτηρίων όπως είναι η φύση της ζημίας, το κόστος της, η οικονομική κατάσταση του παραβάτη και η έκταση της παράβασης, ή η επανάληψή της:

    α)

    η μη διαβίβαση δήλωσης εκφόρτωσης ή δελτίου πώλησης αφού πραγματοποιηθεί η εκφόρτωση των αλιευμάτων στο λιμένα τρίτης χώρας·

    β)

    η επέμβαση σε κινητήρα με σκοπό την αύξηση της ισχύος του πέραν της μέγιστης συνεχούς ισχύος κινητήρα που προβλέπεται στο πιστοποιητικό κινητήρα·

    γ)

    η μη εκφόρτωση υπαγόμενων σε ποσόστωση ειδών τα οποία αλιεύθηκαν κατά τη διάρκεια αλιευτικής δραστηριότητας, εκτός αν η εκφόρτωση θα ήταν αντίθετη στις υποχρεώσεις που προβλέπουν οι κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής για τα αλιεύματα ή τις αλιευτικές ζώνες όπου εφαρμόζονται οι εν λόγω κανόνες.

    2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στο φυσικό πρόσωπο που διέπραξε σοβαρή παράβαση ή στο νομικό πρόσωπο που κρίθηκε υπεύθυνο σοβαρής παράβασης, να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές διοικητικές κυρώσεις, σύμφωνα με την κλίμακα των προβλεπόμενων κυρώσεων και των μέτρων που προβλέπονται στο κεφάλαιο IX του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008.

    3.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 44 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008, τα κράτη μέλη επιβάλλουν πραγματικά αποτρεπτική κύρωση, η οποία υπολογίζεται καταλλήλως επί της αξίας των αλιευτικών προϊόντων που προέκυψαν από τη διάπραξη σοβαρής παράβασης.

    4.   Κατά τον καθορισμό της κύρωσης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης υπόψη την αξία της ζημίας των αλιευτικών πόρων και του θαλάσσιου περιβάλλοντος, αντίστοιχα.

    5.   Τα κράτη μέλη μπορούν, επιπλέον, ή εναλλακτικά, να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις.

    6.   Οι κυρώσεις που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο είναι δυνατόν να συνοδεύονται από άλλες κυρώσεις ή μέτρα, ειδικότερα από εκείνες που περιγράφονται στο άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008.

    Άρθρο 91

    Άμεσα μέτρα επιβολής

    Τα κράτη μέλη λαμβάνουν άμεσα μέτρα για να εμποδίσουν τους πλοιάρχους αλιευτικών, ή άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα που συλλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω να διαπράττουν σοβαρή παράβαση, όπως ορίζεται στο άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008, να συνεχίσουν την παράβαση αυτή.

    Άρθρο 92

    Σύστημα επιβολής μορίων για σοβαρές παραβάσεις

    1.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν σύστημα επιβολής μορίων για σοβαρές παραβάσεις σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1005/2008, σύμφωνα με το οποίο ο κάτοχος αλιευτικής άδειας λαμβάνει τα ανάλογα μόρια σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

    2.   Όταν ένα φυσικό πρόσωπο έχει διαπράξει σοβαρή παράβαση ή ένα νομικό πρόσωπο έχει κριθεί υπεύθυνο σοβαρής παράβασης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, καταλογίζεται στον κάτοχο της αλιευτικής άδειας ο αντίστοιχος αριθμός μορίων λόγω της παράβασης. Τα καταλογισθέντα σημεία μεταβιβάζονται στον τυχόν μελλοντικό κάτοχο της άδειας αλιείας για το συγκεκριμένο σκάφος σε περίπτωση που αυτό πωληθεί, μεταβιβαστεί ή αλλάξει κάτοχο με άλλον τρόπο μετά την ημερομηνία της παράβασης. Ο κάτοχος της αλιευτικής άδειας έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης των διαδικασιών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

    3.   Όταν ο συνολικός αριθμός των μορίων ισούται με ή υπερβαίνει δεδομένο αριθμό μορίων, η αλιευτική άδεια αναστέλλεται αυτομάτως για περίοδο τουλάχιστον δύο μηνών. Η περίοδος αυτή είναι τέσσερις μήνες εάν η αλιευτική άδεια αναστέλλεται για δεύτερη φορά, οκτώ μήνες εάν η αλιευτική άδεια αναστέλλεται για τρίτη φορά και ένα έτος εάν η αλιευτική άδεια αναστέλλεται για τέταρτη φορά λόγω επιβολής του αντίστοιχου αριθμού μορίων στον δεδομένο κάτοχο της άδειας. Σε περίπτωση που επιβληθεί ορισμένος αριθμός μορίων στον κάτοχο της άδειας για πέμπτη φορά, η αλιευτική άδεια αφαιρείται οριστικά.

    4.   Σε περίπτωση που ο κάτοχος αλιευτικής άδειας δεν διαπράξει άλλη σοβαρή παράβαση εντός τριετίας από την ημερομηνία της τελευταίας σοβαρής παράβασης, διαγράφονται όλα τα μόρια που έχουν σωρευθεί στην αλιευτική άδεια.

    5.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    6.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν επίσης σύστημα επιβολής μορίων, σύμφωνα με το οποίο καταλογίζονται στον πλοίαρχο σκάφους τα ανάλογα μόρια σε περίπτωση που έχει διαπράξει σοβαρή παράβαση της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

    Άρθρο 93

    Εθνικά μητρώα παραβάσεων

    1.   Τα κράτη μέλη καταγράφουν σε εθνική βάση δεδομένων όλες τις παραβάσεις των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, οι οποίες έχουν διαπραχθεί από σκάφη που φέρουν τη σημαία τους ή από υπηκόους τους, περιλαμβανομένων των κυρώσεων και του αριθμού των μορίων που τους επιβλήθηκαν. Οι παραβάσεις των σκαφών που φέρουν τη σημαία των κρατών μελών ή υπηκόων τους οι οποίοι έχουν διωχθεί σε άλλα κράτη μέλη καταγράφονται επίσης στα εθνικά μητρώα παραβάσεων των κρατών μελών, κατόπιν κοινοποίησης της οριστικής απόφασης από το κράτος μέλος δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 90.

    2.   Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας παράβασης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από τα υπόλοιπα κράτη μέλη πληροφορίες από τα εθνικά τους μητρώα σχετικά με τα αλιευτικά σκάφη και τα πρόσωπα που εικάζεται ότι έχουν διαπράξει την παράβαση ή έχουν συλληφθεί επ’ αυτοφόρω να διαπράττουν την παράβαση.

    3.   Όταν ένα κράτος μέλος ζητά στοιχεία από άλλο κράτος μέλος σε σχέση με τα μέτρα που έχουν ληφθεί σχετικά με παράβαση, το άλλο κράτος μέλος μπορεί να παράσχει τα συναφή με τα αλιευτικά σκάφη και πρόσωπα στοιχεία.

    4.   Τα στοιχεία που περιέχονται στα εθνικά μητρώα παραβάσεων αποθηκεύονται μόνον για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, χωρίς ποτέ να υπερβούν ένα ελάχιστο διάστημα τριών ημερολογιακών ετών από το έτος που ακολουθεί εκείνο κατά τη διάρκεια του οποίου καταχωρίσθηκαν οι πληροφορίες.

    ΤΙΤΛΟΣ ΙΧ

    ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΛΕΓΧΟΥ

    Άρθρο 94

    Κοινά προγράμματα ελέγχου

    Τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν μεταξύ τους και με ιδία πρωτοβουλία, προγράμματα ελέγχου, επιθεώρησης και επιτήρησης σχετικά με αλιευτικές δραστηριότητες.

    Άρθρο 95

    Ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης

    1.   Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119 και σε συνεννόηση με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, δύναται να καθορίζει ποια αλιεύματα αποτελούν αντικείμενο ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης.

    2.   Τα ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1 αναφέρουν τους στόχους, τις προτεραιότητες και τις διαδικασίες καθώς και τα κριτήρια αναφοράς των δραστηριοτήτων επιθεώρησης. Τα εν λόγω κριτήρια καθορίζονται βάσει της διαχείρισης κινδύνου και αναθεωρούνται περιοδικά ύστερα από ανάλυση των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων.

    3.   Μόλις ένα πολυετές σχέδιο τίθεται σε ισχύ και πριν από την εφαρμογή ειδικού προγράμματος ελέγχου και επιθεώρησης, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει στόχους αναφοράς με βάση τη διαχείριση του κινδύνου, όσον αφορά τις δραστηριότητες επιθεώρησης.

    4.   Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της εφαρμογής των ειδικών προγραμμάτων ελέγχου και επιθεώρησης, ιδιαίτερα όσον αφορά τους απαιτούμενους ανθρώπινους και υλικούς πόρους και τις περιόδους και τις περιοχές όπου πρέπει να αναπτυχθούν.

    ΤΙΤΛΟΣ Χ

    ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

    Άρθρο 96

    Γενικές αρχές

    1.   Η Επιτροπή ελέγχει και αξιολογεί την εφαρμογή των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής από τα κράτη μέλη εξετάζοντας τα σχετικά στοιχεία και έγγραφα και πραγματοποιώντας επαληθεύσεις και αυτοτελείς επιθεωρήσεις και ελέγχους και διευκολύνει τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ τους. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή δύναται, αποφασίζοντας η ίδια και με δικά της μέσα, να ξεκινά και να διεξαγάγει έρευνες, επαληθεύσεις, επιθεωρήσεις και ελέγχους. Ιδίως μπορεί να επαληθεύει:

    α)

    την εφαρμογή και την εκτέλεση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής από τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους·

    β)

    την εφαρμογή και την εκτέλεση των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής στα ύδατα τρίτης χώρας, σύμφωνα με διεθνή συμφωνία που έχει συναφθεί με την εν λόγω χώρα·

    γ)

    τη συμφωνία των εθνικών διοικητικών πρακτικών και των δραστηριοτήτων επιθεώρησης και εποπτείας προς τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής·

    δ)

    την ύπαρξη των απαιτούμενων εγγράφων και τη συμφωνία τους προς τους ισχύοντες κανόνες·

    ε)

    τους όρους υπό τους οποίους διενεργούνται δραστηριότητες ελέγχου από τα κράτη μέλη·

    στ)

    τον εντοπισμό παράβασης και τη σχετική διαδικασία·

    ζ)

    τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών.

    2.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή προκειμένου να διευκολύνουν την εκτέλεση των καθηκόντων της. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να μη δίνεται στις αποστολές επαλήθευσης και αυτοτελούς επιθεώρησης και ελέγχου που διεξάγονται δυνάμει του παρόντος τίτλου, δημοσιότητα που βλάπτει τις επιτόπου αποστολές. Όταν οι υπάλληλοι της Επιτροπής συναντούν δυσκολίες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή τα μέσα για την εκπλήρωση των καθηκόντων της και παρέχουν στους υπαλλήλους της Κοινότητας τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τους ειδικούς ελέγχους και επιθεωρήσεις.

    Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή την αναγκαία συνδρομή προκειμένου να εκτελέσει τα καθήκοντά της.

    Άρθρο 97

    Αρμοδιότητες των υπαλλήλων της Επιτροπής

    1.   Οι υπάλληλοι της Επιτροπής μπορούν να διενεργούν επαληθεύσεις και επιθεωρήσεις επί αλιευτικών σκαφών, καθώς και στις εγκαταστάσεις επιχειρήσεων και άλλων φορέων με δραστηριότητες που άπτονται της κοινής αλιευτικής πολιτικής, θα έχουν δε πρόσβαση σε όσα στοιχεία και έγγραφα είναι απαραίτητα για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, στον ίδιο βαθμό και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιείται η επαλήθευση και η επιθεώρηση.

    2.   Οι υπάλληλοι της Επιτροπής έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν αντίγραφα των σχετικών φακέλων και τα απαιτούμενα δείγματα εφόσον υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι δεν τηρούνται οι κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Μπορούν να ζητήσουν τα στοιχεία ταυτότητας οιουδήποτε προσώπου που βρίσκεται στους επιθεωρούμενους χώρους.

    3.   Οι υπάλληλοι της Επιτροπής δεν διαθέτουν εξουσίες που υπερβαίνουν τις εξουσίες των εθνικών επιθεωρητών ούτε έχουν αστυνομικές και διωκτικές αρμοδιότητες.

    4.   Οι υπάλληλοι της Κοινότητας επιδεικνύουν γραπτή εξουσιοδότηση στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητάς τους και η ιδιότητά τους.

    5.   Η Επιτροπή εκδίδει γραπτές οδηγίες προς τους υπαλλήλους της, στις οποίες διευκρινίζονται οι εξουσίες τους και ο σκοπός της αποστολής τους.

    Άρθρο 98

    Επαληθεύσεις

    1.   Όταν κρίνεται απαραίτητο από την Επιτροπή, οι υπάλληλοί της μπορούν να παρίστανται στους ελέγχους που διενεργούν οι εθνικές υπηρεσίες ελέγχου. Στο πλαίσιο αυτών των αποστολών επαλήθευσης, η Επιτροπή αναπτύσσει τις κατάλληλες επαφές με τα κράτη μέλη για να καταρτιστεί, όπου είναι δυνατόν, ένα αμοιβαία αποδεκτό πρόγραμμα επαλήθευσης.

    2.   Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ενδιαφερόμενοι φορείς ή πρόσωπα να αποδέχονται να υποβληθούν στις επαληθεύσεις της παραγράφου 1.

    3.   Εάν οι εργασίες ελέγχου και επιθεώρησης που προβλέπονται στο πλαίσιο του αρχικού προγράμματος επαλήθευσης δεν μπορούν να διεξαχθούν για αντικειμενικούς λόγους, οι υπάλληλοι της Επιτροπής, σε συνεννόηση και με τη συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, τροποποιούν το αρχικό πρόγραμμα επαλήθευσης.

    4.   Σε περίπτωση ελέγχων και επιθεωρήσεων από θαλάσσης ή από αέρος, ο κυβερνήτης του σκάφους ή του αεροσκάφους είναι ο μόνος υπεύθυνος των επιχειρήσεων αυτών. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του λαμβάνει δεόντως υπόψη το πρόγραμμα επαλήθευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

    5.   Η Επιτροπή μπορεί να προβλέψει για τους υπαλλήλους της που πραγματοποιούν αποστολή σε κράτος μέλος, να συνοδεύονται από έναν ή περισσότερους υπαλλήλους άλλου κράτους μέλους με την ιδιότητα του παρατηρητή. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, το αποστέλλον κράτος μέλος διορίζει σε σύντομο χρονικό διάστημα αν χρειασθεί τους εθνικούς υπαλλήλους που θα αποστείλει ως παρατηρητές. Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να καταρτίσουν κατάλογο των εθνικών υπαλλήλων τους οποίους μπορεί να καλέσει η Επιτροπή να είναι παρόντες στους προαναφερόμενους ελέγχους και επιθεωρήσεις. Είναι στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να καλέσει είτε τους εθνικούς υπαλλήλους οι οποίοι περιλαμβάνονται στον εν λόγω κατάλογο είτε εκείνους που της έχουν κοινοποιηθεί. Η Επιτροπή, εφόσον είναι σκόπιμο, θέτει τον κατάλογο στη διάθεση όλων των κρατών μελών.

    6.   Οι κοινοτικοί υπάλληλοι μπορούν να αποφασίσουν, εφόσον το κρίνουν απαραίτητο, να διενεργήσουν τις αποστολές επαλήθευσης που αναφέρονται στο παρόν άρθρο χωρίς προειδοποίηση.

    Άρθρο 99

    Αυτοτελείς επιθεωρήσεις

    1.   Εφόσον υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι διεπράχθησαν παραβιάσεις κατά την εφαρμογή των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής η Επιτροπή δύναται να διεξάγει αυτόνομες επιθεωρήσεις. Οι επιθεωρήσεις αυτές διενεργούνται αυτεπαγγέλτως και χωρίς την παρουσία υπαλλήλων του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

    2.   Κάθε επιχειρηματίας μπορεί να υποβληθεί σε αυτοτελή επιθεώρηση εφόσον αυτή η επιθεώρηση κρίνεται απαραίτητη.

    3.   Στο πλαίσιο των αυτοτελών επιθεωρήσεων, στο έδαφος ή στα ύδατα υπό την κυριαρχία ή δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους, ισχύουν οι διαδικαστικοί κανόνες του εν λόγω κράτους μέλους.

    4.   Εάν οι υπάλληλοι της Επιτροπής διαπιστώσουν παραβίαση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού στο έδαφος ή στα ύδατα υπό την κυριαρχία ή δικαιοδοσία ενός κράτους μέλους, ενημερώνουν αμελλητί τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους οι οποίες λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα σε σχέση με την παραβίαση αυτή.

    Άρθρο 100

    Έλεγχοι

    Η Επιτροπή δύναται να διενεργεί ελέγχους στα συστήματα ελέγχου των κρατών μελών. Οι έλεγχοι μπορεί να περιλαμβάνουν, συγκεκριμένα, την αξιολόγηση:

    α)

    του συστήματος διαχείρισης των ποσοστώσεων της αλιευτικής προσπάθειας·

    β)

    των συστημάτων επικύρωσης δεδομένων, καθώς και των συστημάτων διασταυρούμενων ελέγχων των συστημάτων παρακολούθησης σκαφών, των δεδομένων που αφορούν τα αλιεύματα, την αλιευτική προσπάθεια και την εμπορία και τα δεδομένα που αφορούν το κοινοτικό μητρώο του αλιευτικού στόλου καθώς και την εξακρίβωση των αδειών και των αδειών αλιείας·

    γ)

    της διοικητικής οργάνωσης, περιλαμβανομένης της καταλληλότητας του διαθέσιμου προσωπικού και των διαθέσιμων μέσων, της κατάρτισης του προσωπικού, του καθορισμού των καθηκόντων όλων των αρχών που ενέχονται στον έλεγχο καθώς και των μηχανισμών που έχουν θεσπιστεί για τον συντονισμό του έργου και την κοινή αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των εν λόγω αρχών·

    δ)

    των λειτουργικών συστημάτων, περιλαμβανομένων των διαδικασιών για τον έλεγχο καθορισμένων λιμένων·

    ε)

    των εθνικών προγραμμάτων ελέγχου, περιλαμβανομένης της καθιέρωσης επιπέδων επιθεώρησης και της εφαρμογής τους·

    στ)

    του εθνικού συστήματος κυρώσεων, περιλαμβανομένης της καταλληλότητας των επιβαλλόμενων ποινών, της διάρκειας των διαδικασιών, της απώλειας των οικονομικών οφελών των παραβατών και του αποτρεπτικού χαρακτήρα του εν λόγω συστήματος κυρώσεων·

    Άρθρο101

    Εκθέσεις επαλήθευσης, αυτοτελούς επιθεώρησης και ελέγχου

    1.   Η Επιτροπή ενημερώνει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σχετικά με τα προκαταρκτικά πορίσματα των επαληθεύσεων και των αυτοτελών επιθεωρήσεων το αργότερο εντός μιας ημέρας από τη διενέργειά τους.

    2.   Οι υπάλληλοι της Επιτροπής συντάσσουν έκθεση επαλήθευσης, αυτοτελούς επιθεώρησης ή ελέγχου μετά από κάθε επαλήθευση, αυτοτελή επιθεώρηση ή έλεγχο. Η έκθεση τίθεται στη διάθεση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους εντός ενός μηνός από την ολοκλήρωση της επαλήθευσης, της αυτοτελούς επιθεώρησης ή ελέγχου. Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις στα πορίσματα της έκθεσης εντός ενός μηνός.

    3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα με βάση την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

    4.   Η Επιτροπή δημοσιεύει τις οριστικές εκθέσεις επαλήθευσης, αυτοτελούς επιθεώρησης και ελέγχου, καθώς και τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, στο τμήμα του επίσημου δικτυακού τόπου της όπου απαιτείται κωδικός πρόσβασης.

    Άρθρο 102

    Επακόλουθες ενέργειες μετά τις εκθέσεις επαλήθευσης, αυτοτελούς επιθεώρησης και ελέγχου

    1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις σχετικές πληροφορίες που ζητά όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Κατά την υποβολή της αίτησης για πληροφορίες, η Επιτροπή προσδιορίζει ένα εύλογο χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες.

    2.   Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι διεπράχθησαν παρατυπίες κατά την εφαρμογή των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής ή ότι οι υφιστάμενες διατάξεις και μέθοδοι ελέγχου σε συγκεκριμένα κράτη μέλη δεν είναι αποτελεσματικές, ενημερώνει τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τα οποία διεξάγουν διοικητική έρευνα στην οποία μπορούν να συμμετέχουν υπάλληλοι της Επιτροπής.

    3.   Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας και της διαβιβάζουν έκθεση η οποία συντάσσεται το αργότερο εντός τριμήνου μετά το αίτημα της Επιτροπής. Η περίοδος αυτή είναι δυνατόν να παραταθεί για εύλογο διάστημα από την Επιτροπή, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος από το κράτος μέλος.

    4.   Σε περίπτωση που η διοικητική έρευνα η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν οδηγήσει στη διάλυση των εικασιών περί παρατυπιών ή σε περίπτωση που η Επιτροπή εντοπίσει ελλείψεις στο σύστημα ελέγχου ενός κράτους μέλους κατά τη διάρκεια των επαληθεύσεων ή των αυτοτελών επιθεωρήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 98 και 99 ή στον έλεγχο που αναφέρεται στο άρθρο 100, η Επιτροπή καταστρώνει σχέδιο δράσης με το εν λόγω κράτος μέλος. Το κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή του εν λόγω σχεδίου δράσης.

    ΤΙΤΛΟΣ ΧΙ

    ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

    Χρηματοδοτικά μέτρα

    Άρθρο 103

    Αναστολή και ακύρωση της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής

    1.   Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αναστείλει, για μέγιστη χρονική περίοδο δεκαοκτώ μηνών, όλες ή μέρος των πληρωμών της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 του Συμβουλίου και του άρθρου 8 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2006 εφόσον υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι:

    α)

    η αποτελεσματικότητα των χρηματοδοτούμενων μέτρων επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεαστεί από τη μη συμμόρφωση προς τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής, ιδίως στους τομείς της διατήρησης και διαχείρισης των αλιευτικών πόρων, την προσαρμογή του στόχου και τον έλεγχο της αλιείας·

    β)

    η παράβαση είναι αμέσως καταλογιστέα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος· και

    γ)

    ότι η παράβαση ενδέχεται να συνιστά σοβαρή απειλή για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων ή για την αποτελεσματική λειτουργία του κοινοτικού συστήματος ελέγχου και εφαρμογής·

    και εφόσον η Επιτροπή βάσει των διαθέσιμων στοιχείων και, ενδεχομένως, μετά από εξέταση των εξηγήσεων του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, συμπεραίνει ότι αυτό δεν έχει λάβει τα ενδεδειγμένα επανορθωτικά μέτρα και δεν είναι σε θέση να το πράξει στο άμεσο μέλλον.

    2.   Σε περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναστολής, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εξακολουθεί να μην αποδεικνύει ότι έχει λάβει διορθωτικά μέτρα για να εξασφαλίσει την τήρηση των ισχυόντων κανόνων στο μέλλον και την εφαρμογή τους ή ότι δεν υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να θιγεί η μελλοντική αποτελεσματική λειτουργία του κοινοτικού συστήματος ελέγχου και εφαρμογής, η Επιτροπή δύναται να καταργήσει, συνολικά ή εν μέρει, την κοινοτική χρηματοδοτική συνδρομή, η καταβολή της οποίας έχει ανασταλεί σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η Επιτροπή δύναται να προβεί στην ακύρωση αυτή μόνον εφόσον η αντίστοιχη πληρωμή έχει ανασταλεί για 12 μήνες.

    3.   Πριν λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η Επιτροπή ενημερώνει γραπτά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σχετικά με τις διαπιστώσεις της όσον αφορά τις ελλείψεις στο σύστημα ελέγχου του κράτους μέλους και σχετικά με την πρόθεσή της να εγκρίνει την απόφαση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2 και, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, του ζητά να λάβει επανορθωτικά μέτρα εντός χρονικού διαστήματος που καθορίζεται από την ίδια, το οποίο πρέπει να είναι τουλάχιστον ένας μήνας.

    4.   Σε περίπτωση που το κράτος μέλος δεν απαντήσει στην επιστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εντός προθεσμίας που καθορίζεται σύμφωνα με την ίδια παράγραφο, η Επιτροπή δύναται να λάβει την απόφαση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2 με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της τη δεδομένη στιγμή.

    5.   Το ποσοστό κατά το οποίο μπορούν να ανασταλούν ή να ακυρωθούν οι πληρωμές είναι ανάλογο προς τον χαρακτήρα και τη σοβαρότητα της μη τήρησης των ισχυόντων κανόνων διατήρησης, ελέγχου, επιθεώρησης ή εφαρμογής από το κράτος μέλος και προς το μέγεθος της απειλής για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων ή για την αποτελεσματική λειτουργία του κοινοτικού συστήματος ελέγχου και εφαρμογής και λαμβάνει υπόψιν την αποτελεσματικότητα των μέτρων που χρηματοδοτούνται ή πιθανώς θα χρηματοδοτηθούν. Για τον υπολογισμό του ποσοστού αυτού λαμβάνεται υπόψη το σχετικό μερίδιο της αλιείας και των συναφών δραστηριοτήτων που αφορά η μη συμμόρφωση, στο πλαίσιο των μέτρων που χρηματοδοτούνται από τη χρηματοδοτική συνδρομή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και περιορίζεται από αυτό.

    6.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος άρθρου συνεκτιμούν δεόντως όλες τις σχετικές περιστάσεις κατά τρόπον ώστε να υφίσταται πραγματική οικονομική σύνδεση μεταξύ του αντικειμένου της μη συμμόρφωσης και των μέτρων στα οποία αναφέρεται η αναστολή της πληρωμής ή η κατάργηση της κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής.

    7.   Η αναστολή δεν συνεχίζεται εφόσον δεν πληρούνται πλέον οι όροι της παραγράφου 1.

    8.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

    Απαγόρευση αλιείας

    Άρθρο 104

    Απαγόρευση της αλιείας λόγω μη τήρησης των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής

    1.   Όταν ένα κράτος μέλος δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του ως προς την εφαρμογή πολυετούς σχεδίου και η Επιτροπή διαθέτει αποδείξεις ότι η αδυναμία τήρησης αυτών των υποχρεώσεων αποτελεί σοβαρή απειλή για τη διατήρηση του σχετικού αποθέματος, η Επιτροπή μπορεί να απαγορεύσει προσωρινά στο εν λόγω κράτος μέλος την αλιεία του είδους που έχει πληγεί από αυτές τις ελλείψεις.

    2.   Η Επιτροπή ενημερώνει γραπτά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σχετικά με τις διαπιστώσεις της και τη σχετικά τεκμηρίωση και ορίζει μέγιστη προθεσμία δέκα εργάσιμων ημερών εντός της οποίας το κράτος μέλος αποδεικνύει ότι ο τύπος αλιείας μπορεί να αλιεύεται με ασφάλεια.

    3.   Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ισχύουν μόνον εφόσον το κράτος μέλος δεν ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό της Επιτροπής εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 ή εάν η απάντηση θεωρείται μη ικανοποιητική ή δείχνει σαφώς ότι δεν έχουν εφαρμοστεί τα απαραίτητα μέτρα.

    4.   Η Επιτροπή αίρει την απαγόρευση εφόσον το κράτος μέλος αποδείξει γραπτώς, με τρόπο που να ικανοποιεί την Επιτροπή, ότι ο τύπος της αλιείας μπορεί να συνεχιστεί με ασφάλεια.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

    Αφαίρεση και μεταφορά ποσοστώσεων και αλιευτικής προσπάθειας

    Άρθρο 105

    Μείωση ποσοστώσεων

    1.   Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα κράτος μέλος υπερέβη τις ποσοστώσεις που του χορηγήθηκαν, επιβάλλει μειώσεις στις μελλοντικές ποσοστώσεις αυτού του κράτους μέλους.

    2.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει υπερβεί την ποσόστωση, την παραχωρούμενη ποσότητα ή το διαθέσιμο σε ένα δεδομένο έτος μερίδιο του αποθέματος ή της ομάδας αποθεμάτων του, η Επιτροπή προβαίνει σε μειώσεις στο επόμενο έτος ή έτη των ετήσιων ποσοστώσεων, της παραχωρούμενης ποσότητας ή του μεριδίου του εν λόγω κράτους μέλους το οποίο έχει υπεραλιεύσει, εφαρμόζοντας πολλαπλασιαστικό συντελεστή σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα:

    Βαθμός της υπεραλίευσης σε σχέση με τις επιτρεπόμενες εκφορτώσεις

    Πολλαπλασιαστικός συντελεστής

    Έως 5 %

    Υπεραλίευση * 1,0

    Από 5 % έως 10 %

    Υπεραλίευση * 1,1

    Από 10 % έως 20 %

    Υπεραλίευση * 1,2

    Από 20 % έως 40 %

    Υπεραλίευση * 1,4

    Από 40 % έως 50 %

    Υπεραλίευση * 1,8

    Τυχόν περαιτέρω υπεραλίευση σε ποσοστό άνω του 50 %

    Υπεραλίευση * 2,0

    Ωστόσο, μείωση ίση προς υπεραλίευση x 1,00 εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις υπεραλίευσης που σχετίζονται με επιτρεπόμενη εκφόρτωση ίση ή μικρότερη από 100 τόνους.

    3.   Πέραν του πολλαπλασιαστικού συντελεστή που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εφαρμόζεται πολλαπλασιαστικός συντελεστής 1,5:

    α)

    σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει επανειλημμένως υπερβεί την ποσόστωσή του, την παραχωρούμενη ποσότητα ή το διαθέσιμο μερίδιο του αποθέματος ή της ομάδας αποθεμάτων του κατά την προηγούμενη διετία και οι υπεραλιεύσεις αυτές υπάγονται στις μειώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2·

    β)

    σε περίπτωση που τα διαθέσιμα επιστημονικά, τεχνικά και οικονομικά στοιχεία και ιδίως οι εκθέσεις που συντάσσει η επιστημονική, τεχνική και οικονομική επιτροπή αλιείας συμπεραίνουν ότι η υπεραλίευση συνιστά σοβαρή απειλή για τη διατήρηση του συγκεκριμένου αποθέματος, ή

    γ)

    εάν το απόθεμα υπάγεται σε πολυετές σχέδιο.

    4.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει υπεραλιεύσει την ποσόστωση, την παραχωρηθείσα ποσότητα ή το διαθέσιμο μερίδιο του αποθέματος ή της ομάδας αποθεμάτων του κατά τη διάρκεια προηγουμένων ετών, η Επιτροπή μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, να προβεί με τη διαδικασία του άρθρου 119 σε αφαίρεση ποσοστώσεων από μελλοντικές ποσοστώσεις του εν λόγω κράτους μέλους, ούτως ώστε να ληφθεί υπόψη το επίπεδο της υπεραλίευσης.

    5.   Εάν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μείωση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, επί της ποσόστωσης, της παραχωρούμενης ποσότητας ή του μεριδίου αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που υπέστησαν την υπεραλίευση διότι η ποσόστωση, παραχωρούμενη ποσότητα ή μερίδιο αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων δεν διατίθεται ή δεν διατίθεται επαρκώς στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η Επιτροπή μετά από διαβούλευση με το οικείο κράτος μέλος μπορεί να μειώσει κατά το επόμενο έτος ή έτη ποσοστώσεις για άλλα αποθέματα ή ομάδες αποθεμάτων διαθέσιμων στο εν λόγω κράτος μέλος στην ίδια γεωγραφική περιοχή ή με την ίδια εμπορική αξία σύμφωνα με την παράγραφο 1.

    6.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και ιδίως καθορισμού των συγκεκριμένων ποσοτήτων, μπορούν να θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 106

    Μείωση της αλιευτικής προσπάθειας

    1.   Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα κράτος μέλος υπερέβη την αλιευτική προσπάθεια που του αναλογεί, επιβάλλει μειώσεις στις μελλοντικές αλιευτικές προσπάθειες αυτού του κράτους μέλους.

    2.   Σε περίπτωση υπέρβασης της αλιευτικής προσπάθειας σε γεωγραφική περιοχή ή σε αλιεία στην οποία έχει πρόσβαση ένα κράτος μέλος, η Επιτροπή προβαίνει στο επόμενο έτος ή έτη σε μειώσεις της αλιευτικής προσπάθειας που διαθέτει το εν λόγω κράτος μέλος για τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ή αλιεία, εφαρμόζοντας πολλαπλασιαστικό συντελεστή σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα:

    Βαθμός της υπέρβασης σε σχέση με τη διαθέσιμη αλιευτική προσπάθεια

    Πολλαπλασιαστικός συντελεστής

    Έως 5 %

    Υπέρβαση * 1,0

    Από 5 % έως 10 %

    Υπέρβαση * 1,1

    Από 10 % έως 20 %

    Υπέρβαση * 1,2

    Από 20 % έως 40 %

    Υπέρβαση * 1,4

    Από 40 % έως 50 %

    Υπέρβαση* 1,8

    Τυχόν περαιτέρω υπέρβαση σε ποσοστό άνω του 50 %

    Υπέρβαση * 2,0

    3.   Εάν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μείωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 επί της μέγιστης επιτρεπόμενης αλιευτικής προσπάθειας της οποίας έγινε υπέρβαση, διότι η μέγιστη επιτρεπόμενη αλιευτική προσπάθεια δεν διατίθεται ή δεν διατίθεται επαρκώς στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει κατά το επόμενο έτος ή έτη αλιευτική προσπάθεια που διατίθεται στο εν λόγω κράτος μέλος στην ίδια γεωγραφική περιοχή και σύμφωνα με την παράγραφο 2.

    4.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, και ιδίως καθορισμού της συγκεκριμένης αλιευτικής προσπάθειας, μπορούν να θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    Άρθρο 107

    Μείωση ποσοστώσεων λόγω μη τήρησης των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής

    1.   Εφόσον υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι από κράτος μέλος δεν τηρούνται οι κανόνες για τα αποθέματα που υπάγονται σε πολυετές σχέδιο και ότι το γεγονός αυτό ενδέχεται να συνιστά σοβαρή απειλή για τη διατήρηση των αποθεμάτων αυτών, η Επιτροπή δύναται να προβαίνει σε μειώσεις κατά το επόμενο έτος ή έτη από τις ετήσιες ποσοστώσεις, την παραχωρούμενη ποσότητα ή το μερίδιο αποθέματος ή ομάδας αποθεμάτων που διαθέτει το εν λόγω κράτος μέλος, εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας και με συνεκτίμηση των ζημιών που υφίστανται τα αποθέματα.

    2.   Η Επιτροπή ενημερώνει γραπτά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σχετικά με τις διαπιστώσεις της και ορίζει μέγιστη προθεσμία 15 εργάσιμων ημερών εντός της οποίας το κράτος μέλος αποδεικνύει ότι ο τύπος αλιείας μπορεί να αλιεύεται με ασφάλεια.

    3.   Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ισχύουν μόνον εφόσον το κράτος μέλος δεν ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό της Επιτροπής εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2 ή εάν η απάντηση θεωρείται μη ικανοποιητική ή δείχνει σαφώς ότι δεν έχουν εφαρμοστεί τα απαραίτητα μέτρα.

    4.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό των σχετικών ποσοτήτων, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 119.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

    Έκτακτα μέτρα

    Άρθρο 108

    Έκτακτα μέτρα

    1.   Εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βασίζονται σε αποτελέσματα δειγματοληψίας που έχει διενεργήσει η Επιτροπή, ότι οι αλιευτικές δραστηριότητες ή/και τα μέτρα που ενέκρινε ένα κράτος μέλος ή κράτη μέλη βλάπτουν τα μέτρα διατήρησης και διαχείρισης που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο πολυετών σχεδίων ή απειλούν το θαλάσσιο οικοσύστημα και απαιτείται η άμεση λήψη μέτρων, η Επιτροπή μπορεί, κατόπιν τεκμηριωμένης αίτησης κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, να αποφασίσει τη λήψη επειγόντων μέτρων μέγιστης διάρκειας έξι μηνών. Η Επιτροπή μπορεί να λάβει νέα απόφαση για παράταση των επειγόντων μέτρων για μέγιστη περίοδο έξι μηνών.

    2.   Τα έκτακτα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 είναι ανάλογα με την απειλή και μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

    α)

    την αναστολή των αλιευτικών δραστηριοτήτων των σκαφών που φέρουν τη σημαία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους·

    β)

    την απαγόρευση της αλιείας·

    γ)

    την απαγόρευση για τις κοινοτικές επιχειρήσεις να δέχονται την εκφόρτωση, την τοποθέτηση σε κλωβούς για πάχυνση ή εκτροφή ή τη μεταφόρτωση ιχθύων και αλιευτικών προϊόντων τα οποία έχουν αλιευθεί από σκάφη που φέρουν τη σημαία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους·

    δ)

    την απαγόρευση της διάθεσης στην αγορά ή της χρησιμοποίησης για άλλους εμπορικούς λόγους ιχθύων και αλιευτικών προϊόντων τα οποία έχουν αλιευθεί από σκάφη που φέρουν τη σημαία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους·

    ε)

    την απαγόρευση της προμήθειας ζώντων ιχθύων με προορισμό την ιχθυοτροφία, στα ύδατα υπό τη δικαιοδοσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους·

    στ)

    την απαγόρευση της αποδοχής ζώντων ιχθύων που έχουν αλιευθεί από σκάφη που φέρουν τη σημαία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους για τους σκοπούς της ιχθυοτροφίας, σε ύδατα υπό τη δικαιοδοσία των λοιπών κρατών μελών·

    ζ)

    την απαγόρευση στα αλιευτικά σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να αλιεύουν σε ύδατα υπό τη δικαιοδοσία άλλων κρατών μελών·

    η)

    την κατάλληλη τροποποίηση των αλιευτικών δεδομένων που έχουν υποβάλει τα κράτη μέλη.

    3.   Ένα κράτος μέλος κοινοποιεί ταυτοχρόνως στην Επιτροπή και στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη την αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούν να υποβάλουν εγγράφως τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης. Η Επιτροπή αποφασίζει εντός 15 εργάσιμων ημερών μετά την παραλαβή της αίτησης.

    4.   Τα έκτακτα μέτρα έχουν άμεση ισχύ. Κοινοποιούνται στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    5.   Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη μπορούν να παραπέμψουν την απόφαση της Επιτροπής στο Συμβούλιο εντός 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης.

    6.   Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, μπορεί να λάβει διαφορετική απόφαση εντός ενός μηνός από την παραπομπή.

    ΤΙΤΛΟΣ XII

    ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

    Ανάλυση και έλεγχος των δεδομένων

    Άρθρο 109

    Γενικές αρχές που διέπουν την ανάλυση των δεδομένων

    1.   Τα κράτη μέλη δημιουργούν αυτοματοποιημένη βάση δεδομένων για τους σκοπούς της επικύρωσης των δεδομένων που έχουν καταγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

    2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε όλα τα δεδομένα που έχουν καταγραφεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό να είναι ακριβή, πλήρη και υποβάλλονται μέσα στις προθεσμίες υποβολής τους που προβλέπονται στην κοινή αλιευτική πολιτική. Ειδικότερα:

    α)

    τα κράτη μέλη προβαίνουν σε διασταυρούμενους ελέγχους, ανάλυση και επαλήθευση των ακόλουθων δεδομένων μέσω αυτοματοποιημένων αλγορίθμων και μηχανισμών:

    i)

    δεδομένα του Συστήματος Παρακολούθησης Σκαφών·

    ii)

    δεδομένα αλιευτικών δραστηριοτήτων, και ιδίως ημερολόγια αλιείας, δηλώσεις εκφόρτωσης, δηλώσεις μεταφόρτωσης και προαναγγελίες·

    iii)

    δεδομένα από δηλώσεις ανάληψης, παραστατικά μεταφοράς και δελτία πώλησης·

    iv)

    δεδομένα όσον αφορά την εμπορία αλιευτικών προϊόντων·

    v)

    δεδομένα από επιθεωρήσεις·

    vi)

    δεδομένα ισχύος κινητήρα·

    β)

    τα ακόλουθα δεδομένα επίσης διασταυρώνονται, αναλύονται και επαληθεύονται εάν κριθεί απαραίτητο:

    i)

    δεδομένα του Συστήματος Εντοπισμού Σκαφών·

    ii)

    δεδομένα σχετικά με τις διοπτεύσεις·

    iii)

    δεδομένα σχετικά με τις διεθνείς αλιευτικές συμφωνίες·

    iv)

    δεδομένα όσον αφορά τις εισόδους και εξόδους προς και από αλιευτικές περιοχές, τις θαλάσσιες περιοχές, όπου ισχύουν ειδικοί κανόνες πρόσβασης σε ύδατα και πόρους, τις περιοχές διακανονισμού των περιφερειακών οργανώσεων αλιείας και παρόμοιων οργανώσεων και τα ύδατα τρίτης χώρας·

    v)

    δεδομένα του Συστήματος Αυτόματης Αναγνώρισης.

    3.   Το σύστημα επικύρωσης επιτρέπει τον άμεσο εντοπισμό ανακολουθιών, σφαλμάτων και ελλιπών πληροφοριών μεταξύ των δεδομένων.

    4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να αναγράφεται ευκρινώς στη βάση δεδομένων κάθε ανακολουθία που εντοπίζεται από το σύστημα επικύρωσης δεδομένων. Η βάση δεδομένων επισημαίνει με σχετικό δείκτη όλα τα δεδομένα που διορθώθηκαν καθώς και τον λόγο της σχετικής διόρθωσης.

    5.   Σε περίπτωση που εντοπιστεί ανακολουθία σε δεδομένα, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος διενεργεί τις απαιτούμενες έρευνες και εάν υπάρχουν λόγοι να εικάζει ότι έχει διαπραχθεί παράβαση, λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα.

    6.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να αναγράφονται ευκρινώς στη βάση δεδομένων οι ημερομηνίες παραλαβής, εισαγωγής, επικύρωσης καθώς και οι ημερομηνίες που αφορούν τις επακόλουθες ενέργειες μετά τον εντοπισμό ανακολουθιών.

    7.   Εάν τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν διαβιβαστούν με ηλεκτρονικά μέσα, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι έχουν εισαχθεί αμελλητί στη βάση διά χειρός.

    8.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν εθνικό σχέδιο για την εφαρμογή του συστήματος επικύρωσης στο οποίο εμπίπτουν τα δεδομένα που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β) και η παρακολούθηση των ανακολουθιών. Το σχέδιο επιτρέπει στα κράτη μέλη να ορίζουν προτεραιότητες για την επικύρωση και τους διασταυρούμενους ελέγχους και κατ’ επέκταση να παρακολουθούν τις ανακολουθίες βάσει της διαχείρισης κινδύνων. Το σχέδιο υποβάλλεται στην Επιτροπή προς έγκριση έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Η Επιτροπή εγκρίνει τα σχέδια έως την 1η Ιουλίου 2012 αφού δώσει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβούν σε διορθώσεις. Οι τροποποιήσεις του σχεδίου υποβάλλονται ετησίως στην Επιτροπή προς έγκριση.

    9.   Σε περίπτωση που κατόπιν δικών της ερευνών η Επιτροπή διαπιστώσει ανακολουθίες στα δεδομένα που έχουν εισαχθεί στη βάση δεδομένων του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, αφού παρουσιάσει αποδεικτικά έγγραφα και ζητήσει τη γνώμη του, μπορεί να ζητήσει από το εν λόγω κράτος μέλος να ερευνήσει τους λόγους της ανακολουθίας αυτής και εφόσον χρειαστεί να διορθώσει τα δεδομένα.

    10.   Οι βάσεις δεδομένων που δημιουργούνται και τα δεδομένα που συλλέγονται από τα κράτη μέλη, όπως αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό, θεωρούνται αυθεντικά σύμφωνα με τους όρους που καθορίζει η εθνική νομοθεσία.

    Άρθρο 110

    Πρόσβαση στα δεδομένα

    1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η Επιτροπή ή ο φορέας που έχει ορίσει η ίδια να έχουν εξ αποστάσεως πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο και δίχως προηγούμενη προειδοποίηση, σε όλα τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 115. Επιπλέον, στην Επιτροπή παρέχεται η δυνατότητα να τηλεφορτών