Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31996D0335

    96/335/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 8ης Μαΐου 1996 για τη θέσπιση ευρετηρίου και κοινής ονοματολογίας των συστατικών που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΕΕ L 132 της 1.6.1996, p. 1–684 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 07/05/2020; καταργήθηκε από 32019D0701

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1996/335/oj

    31996D0335

    96/335/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 8ης Μαΐου 1996 για τη θέσπιση ευρετηρίου και κοινής ονοματολογίας των συστατικών που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 132 της 01/06/1996 σ. 0001 - 0684


    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 8ης Μαΐου 1996 για τη θέσπιση ευρετηρίου και κοινής ονοματολογίας των συστατικών που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (96/335/EK)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    την οδηγία 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα (), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 95/34/ΕΚ της Επιτροπής (), και ιδίως το άρθρο 5α και το άρθρο 7 παράγραφος 2,

    Μετά από γνωμοδότηση της Επιστημονικής Επιτροπής Καλλυντικών,

    Εκτιμώντας:

    ότι το ευρετήριο των συστατικών που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα πρέπει να περιλαμβάνει ένα μέρος για τις αρωματικές πρώτες ύλες και ένα άλλο για τις λοιπές ουσίες 7

    ότι το ευρετήριο αυτό πρέπει να περιέχει πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του συστατικού, και συγκεκριμένα: τις χημικές ονομασίες, INCI (πρώην CFTA), Ευρωπαϊκής Φαρμακοποιΐας, INN και IUPAC, τους αριθμούς EINECS/ELINCS, CAS και Colour Index, την κοινή ονομασία η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ, καθώς και τις ιδιότητες και, εφόσον χρειάζεται, τους περιορισμούς, τις οδηγίες χρήσης και προειδοποιήσεις που πρέπει υποχρεωτικά να αναφέρονται στην επισήμανση 7

    ότι, πέρα από τις απαραίτητες πληροφορίες που θα παρέχει για τα συστατικά που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα, το ευρετήριο πρέπει να συσχετισθεί με την υποχρέωση που ορίζει το άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ, το οποίο επιβάλλει, από την 1η Ιανουαρίου 1997, για τα καλλυντικά προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά, την υποχρέωση να αναφέρονται, πάνω στο προϊόν ή/και στη συσκευασία του, η ιδιότητα του προϊόντος και ο κατάλογος των συστατικών του 7

    ότι το προτεινόμενο ευρετήριο πρέπει να είναι επαρκώς πλήρες, ώστε να επιτρέπει την επισήμανση των καλλυντικών προϊόντων όσον αφορά τα συστατικά τους 7

    ότι θα πρέπει, ωστόσο, να είναι ενδεικτικό και να μην αποτελεί κατάλογο ουσιών των οποίων επιτρέπεται η χρήση στα καλλυντικά προϊόντα 7

    ότι πρέπει να ενημερώνεται περιοδικά 7

    ότι μια κοινή ονοματολογία των συστατικών θα επιτρέψει τον προσδιορισμό των ουσιών με την ίδια ονομασία σε όλα τα κράτη μέλη και θα δώσει τη δυνατότητα στους καταναλωτές να αναγνωρίζουν εύκολα τις ουσίες που τους συνιστάται να αποφεύγουν (παραδείγματος χάρη σε περίπτωση αλλεργίας), ανεξαρτήτως σε ποιο μέρος της Κοινότητας αγοράζουν τα καλλυντικά τους 7

    ότι οι ονομασίες INCI (International Nomenclature Cosmetic Ingredient) είναι αυτές που ανταποκρίνονται καλύτερα στις παραπάνω απαιτήσεις, είναι σχετικά απλές και, επιπλέον, χρησιμοποιούνται ήδη διεθνώς 7

    ότι τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των οδηγιών που αποσκοπούν στην εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στις συναλλαγές στον τομέα των καλλυντικών προϊόντων,

    ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

    Άρθρο 1

    Το ευρετήριο των συστατικών που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 5α της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ θεσπίζεται όπως παρατίθεται στο παράρτημα.

    Άρθρο 2

    Οι ονομασίες INCI (International Nomenclature Cosmetic Ingredient) που περιλαμβάνονται στο ευρετήριο συνιστούν την κοινή ονοματολογία κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ.

    Βρυξέλλες, 8 Μαΐου 1996.

    Για την Επιτροπή

    Emma BONINO

    Μέλος της Επιτροπής

    () ΕΕ αριθ. L 262 της 27. 9. 1976, σ. 169.

    () ΕΕ αριθ. L 167 της 18. 7. 1995, σ. 19.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

    ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΑΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

    ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    1. Η οδηγία 93/35/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1993 για την έκτη τροποποίηση της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τα καλλυντικά () (αποκαλούμενη εφεξής «οδηγία για τα καλλυντικά προϊόντα») προβλέπει ότι η Επιτροπή καταρτίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο του άρθρου 10 της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ, ευρετήριο των συστατικών που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα, βάσει κυρίως των πληροφοριών που παρέχουν οι ενδιαφερόμενοι βιομηχανικοί κύκλοι. Το ευρετήριο είναι ενδεικτικό και δεν αποτελεί κατάλογο ουσιών που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα.

    Το ευρετήριο χωρίζεται σε δύο μέρη που αφορούν:

    - τα αρώματα και τις αρωματικές πρώτες ύλες και

    - τις λοιπές ουσίες.

    Το ευρετήριο περιέχει πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του συστατικού, δηλαδή τις χημικές ονομασίες INCI (πρώην CFTA), Ph. Eur., INN, IUPAC, τους αριθμούς EINECS/ELINCS, CAS και Colour Index, την κοινή ονομασία που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 της τροποποιημένης οδηγίας 76/768/ΕΟΚ καθώς και τις δράσεις, τους περιορισμούς και τους όρους χρήσης και τις προειδοποιήσεις που πρέπει να αναγράφονται υποχρεωτικά.

    Εκτός από τη σημασία που παρουσιάζουν οι πληροφορίες για τα συστατικά που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα των οποίων πρέπει να εξασφαλίζεται η ασφάλεια, το ευρετήριο πρέπει να τηρήσει την υποχρέωση που θεσπίζεται από το νέο άρθρο 6 παράγραφος 1 (άρθρο 1 παράγραφος 7 της οδηγίας 93/35/ΕΟΚ) που προβλέπει την υποχρέωση αναγραφής επί του προϊόντος ή/και της συσκευασίας του (για τον κατάλογο), από την 1η Ιανουαρίου 1997, της δράσης του προϊόντος και του καταλόγου των συστατικών για τα καλλυντικά προϊόντα που τίθενται σε κυκλοφορία στην αγορά.

    Η οδηγία 93/35/ΕΟΚ προβλέπει επίσης ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν τα συστατικά να αναγράφονται σε γλώσσα εύκολα κατανοητή και, για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή θεσπίζει κοινή ονοματολογία συστατικών, σύμφωνα με τη διαδικασία του CATP (άρθρο 1 παράγραφος 10 της οδηγίας 93/35/ΕΟΚ που τροποποιεί το άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ).

    Αυτή η κοινή ονοματολογία θα επιτρέψει τον προσδιορισμό των ουσιών με ίδια ονομασία σε όλα τα κράτη μέλη και θα έχει ως συνέπεια οι καταναλωτές να μπορούν εύκολα να αναγνωρίζουν τις ουσίες που πρέπει να αποφεύγουν (π.χ. λόγω αλλεργιών), και αυτό όπου και αν αγοράζουν τα καλλυντικά τους προϊόντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

    Σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής της ..., το σύνολο των ονομασιών INCI συνιστά την κοινή ονοματολογία.

    2. Η πρόταση ευρετηρίου που υπέβαλε η Επιτροπή περιλαμβάνει τα δύο μέρη που προβλέπονται από την οδηγία 93/35/ΕΟΚ, δηλαδή:

    - έναν κατάλογο των συστατικών των καλλυντικών εκτός από τα αρώματα και τις πρώτες αρωματικές ύλες (μέρος 1)

    και

    - έναν κατάλογο των αρωμάτων και των αρωματικών πρώτων υλών (μέρος 2).

    Το προτεινόμενο ευρετήριο είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να καταρτιστεί εντός των πολύ μικρών προθεσμιών που προέβλεπε η οδηγία 93/35/ΕΟΚ. Λαμβάνει υπόψη το διπλό μέλημα, αφενός, να είναι επαρκώς πλήρες ώστε να επιτρέπει την αναγνώριση των καλλυντικών προϊόντων και, αφετέρου, να είναι επίσης κατά το δυνατό σωστό και λεπτομερές.

    Ωστόσο, η οδηγία 93/35/ΕΟΚ ορίζει στο άρθρο 1 σημείο 4 παράγραφος 3 ότι το ευρετήριο πρέπει να ενημερώνεται τακτικά.

    ΜΕΡΟΣ 1

    ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΑΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ

    Εισαγωγή

    Ο κατάλογος αυτός καταρτίστηκε με βάση τις πληροφορίες που παρέσχε η ευρωπαϊκή βιομηχανία καλλυντικών προϊόντων που αντιπροσωπεύεται από την ευρωπαϊκή ένωση καλλυντικών προϊόντων (COLIPA).

    Ο κατάλογος καλύπτει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται βάσει του άρθρου 5α της οδηγίας για τα καλλυντικά σχετικά με την ταυτότητα, την ή τις συνήθεις δράσεις και τους περιορισμούς σχετικά με τα συστατικά απαριθμούνται με αλφαβητική σειρά στις ονομασίες INCI, που συνιστούν μαζί την κοινή ονοματολογία για την αναγνώριση σε ολόκληρη την ΕΕ.

    Ο κατάλογος περιλαμβάνει τα ακόλουθα πεδία:

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    Έχουν καταχωριστεί οι παρακάτω λειτουργίες:

    ΑΔΙΑΦΑΝΟΠΟΙΗΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε διαφανή ή ημιδιαφανή καλλυντικά προϊόντα προκειμένου να τα καταστήσουν πιο αδιαπέραστα στο ορατό φως και τη γύρω ακτινοβολία.

    ΑΝΑΓΩΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα και μεταβάλλουν τη χημική φύση άλλης ουσίας με την προσθήκη υδρογόνου ή την αφαίρεση οξυγόνου.

    ΑΝΤΙΑΦΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

    Ουσιές που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα κατά της δημιουργίας αφρού κατά την παρασκευή ή για τη μείωση της τάσης των έτοιμων προϊόντων να αφρίζουν.

    ΑΝΤΙΔΙΑΒΡΩΤΙΚΑ

    Ουσιές που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για να αποφεύγεται η διάβρωση της συσκευασίας.

    ΑΝΤΙΙΔΡΩΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για τη μείωση της εφίδρωσης.

    ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΑ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για να υποβοηθήσουν τη μείωση της δραστηριότητας των μικροοργανισμών κυρίως στο δέρμα ή στο σώμα.

    ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΑ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για να αναστείλουν αντιδράσεις που προκαλούνται από το εξυγόνο και να αποφεύγεται, με τον τρόπο αυτό, η οξείδωση και η τάγγιση.

    ΑΝΤΙΠΙΤΥΡΙΔΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε προϊόντα περιποίησης των μαλλιών για τον έλεγχο της πιτυρίδας.

    ΑΝΤΙΣΤΑΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

    Ουσιές που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για τη μείωση του στατικού ηλεκτρισμού με την εξουδετέρωση του επιφανειακού ηλεκτρικού φορτίου.

    ΑΠΟΡΡΟΦΗΤΙΚΑ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα προκειμένου να απορροφούν υδατοδιαλυτές ή/και ελαιοδιαλυτές ουσίες που είναι διαλυμένες ή σε μεγάλη διασπορά.

    ΑΠΟΣΜΗΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για τη μείωση ή τη συγκάλυψη δυσάρεστων οσμών του σώματος.

    ΑΠΟΤΡΙΧΩΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για την αφαίρεση ανεπιθύμη της τριχοφυΐας.

    ΒΑΦΕΣ ΜΑΛΛΙΩΝ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για το χρωματισμό των μαλλιών.

    ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΣΘΕΤΑ

    Ουσίες βιολογικής προέλευσης που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για να επιτευχθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά σύνθεσης.

    ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΟΠΟΙΗΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα και οι οποίες είναι επιφανειοδραστικοί παράγοντες που διευκολύνουν το σχηματισμό ομογενών μειγμάτων μη αναμείξιμων υγρών.

    ΔΙΑΛΥΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για τη διάλυση άλλων συστατικών.

    ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΔΡΑΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για τη μείωση της επιφανειακής τάσης καθώς και τη διευκόλυνση της ομοιόμορφης κατανομής του καλλυντικού προϊόντος κατά τη χρήση.

    ΛΕΙΟΤΡΙΠΤΙΚΑ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα προκειμένου είτε να αφαιρούν υλικά από διάφορα μέρη του σώματος είτε να βοηθούν το μηχανικό καθαρισμό των δοντιών ή για να βελτιώνουν τη στιλπνότητα.

    ΛΕΥΚΑΝΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για την επίτευξη ανοιχτότερου χρώματος μαλλιών ή δέρματος.

    ΜΑΛΑΚΤΙΚΑ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για να καθιστούν το δέρμα πιο απαλό και λείο.

    ΜΕΤΟΥΣΙΩΤΙΚΑ

    Ουσίες οι οποίες προστίθενται κυρίως σε καλλυντικά προϊόντα που περιέχουν αιθυλική αλκοόλη προκειμένου να τα καταστήσουν δυσάρεστα στη γεύση.

    ΟΞΕΙΔΩΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για τη μεταβολή της χημικής φύσης άλλης ουσίας με την προσθήκη οξυγόνου.

    ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΧΗΛΙΚΩΝ ΕΝΩΣΕΩΝ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα προκειμένου να αντιδρούν και να σχηματίζουν σύμπλοκα με μεταλλικά ιόντα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη σταθερότητα ή/και την εμφάνιση των προϊόντων αυτών.

    ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΙΞΩΔΟΥΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για την αύξηση ή τη μείωση του ιξώδους των τελικών προϊόντων.

    ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΟΜΑΤΙΚΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για την περιποίηση της στοματικής κοιλότητας.

    ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΥΜΕΝΙΩΝ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για τη δημιουργία, μετά την εφαρμογή, συνεχούς υμενίου πάνω στο δέρμα, τα μαλλιά ή τα νύχια.

    ΠΡΟΣΘΕΤΑ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα, συχνά σε σχετικά μικρές ποσότητες, προκειμένου να παρέχουν ή να βελτιώνουν επιθυμητές ιδιότητες ή να αναιρούν (ή να ελαχιστοποιούν) ανεπιθύμητες ιδιότητες.

    ΠΡΟΩΘΗΤΙΚΑ

    Αέριες ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα υπό πίεση σε περιέκτες ανθεκτικούς στην πίεση για την εξώθηση του περιεχομένου του περιέκτη όταν αίρεται η πίεση.

    ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για τη ρύθμιση ή τη σταθεροποίηση του ρΗ των προϊόντων αυτών.

    ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΕΣ ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΩΝ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για τη διευκόλυνση της γαλακτωματοποίησης και για τη βελτίωση της σταθερότητας του μείγματος και την αύξηση της διάρκειας ζωής του σκευάσματος.

    ΣΥΝΔΕΤΙΚΑ

    Ουσίες που προστίθενται σε στερεά καλλυντικά μείγματα για την παροχή συνοχής.

    ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΑ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα με πρωταρχικό σκοπό την αναστολή της ανάπτυξης μικροοργανισμών.

    ΥΓΡΑΝΤΙΚΑ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για τη συγκράτηση και την πρόσληψη υγρασίας.

    ΦΙΛΤΡΑ ΥΠΕΡΙΩΔΟΥΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑΣ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα με ειδικό σκοπό την απορρόφηση ορισμένων υπεριωδών ακτίνων προκειμένου να προστατεύεται το δέρμα ή τα προϊόντα από ορισμένες επιβλαβείς δράσεις των ακτίνων αυτών. Για την προστασία του δέρματος από τις δράσεις αυτές επιτρέπεται μόνο η χρήση των ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα VII της οδηγίας για τα καλλυντικά προϊόντα.

    ΦΥΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ

    Ουσίες που λαμβάνονται από φυτά, κυρίως με φυσικά μέσα, και προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για την επίτευξη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών σύνθεσης.

    ΧΡΩΣΤΙΚΕΣ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΩΝ

    Ουσίες που προστίθενται σε καλλυντικά προϊόντα για το χρωματισμό του καλλυντικού προϊόντος ή/και τη μεταφορά χρώματος στο δέρμα ή/και τις αποφύσεις του. Όλες οι χρωστικές ουσίες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο είναι ουσίες που υπάγονται στο θετικό κατάλογο χρωστικών (παράρτημα IV της οδηγίας για τα καλλυντικά προϊόντα).

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    ΜΕΡΟΣ ΙΙ

    ΑΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ

    1. Εισαγωγή

    Το ευρετήριο αυτό είναι αντιπροσωπευτικό των βασικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στα αρώματα και τις αρωματικές συνθέσεις. Ο κατάλογος καταρτίστηκε, κυρίως, με βάση πληροφορίες που παρείχε η EFFA (ευρωπαϊκή ένωση αρωματοποιίας). Συνιστά το ευρετήριο των αρωματικών ουσιών.

    2. Ταυτότητα των αρωματικών ουσιών

    Για τις αρωματικές ουσίες δεν χρειάζεται κοινή ονοματολογία, καθώς στην ετικέτα οι αρωματικές ουσίες ή τα συστατικά τους (άρωμα και αρωματικές συνθέσεις και οι πρώτες ύλες τους) πρέπει να δηλώνονται με τις λέξεις «άρωμα» [άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο ζ)] της οδηγίας για τα καλλυντικά προϊόντα. Συνεπώς, οι πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των ουσιών αυτών πρέπει να συνίστανται σε μια χημική ονομασία με την οποία αναγνωρίζεται το προϊόν κατα το σαφέστερο τρόπο. Το σύστημα αυτό υπάρχει ήδη στα «κοινοτικά κεκτημένα», δηλαδή στον EINECS (European Inventory of Existing Commercial Chemical Substances), τον ευρωπαϊκό κατάλογο των χημικών ουσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο (), και στον ELINCS (European List of Notified Chemical Substances), τον ευρωπαϊκό κατάλογο κοινοποιημένων χημικών ουσιών, η πιο πρόσφατη έκδοση του οποίου δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αριθ. C 361 της 17ης Δεκεμβρίου 1993. Αυτές οι δημοσιεύσεις περιλαμβάνουν, κυρίως, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την περιγραφή μιας χημικής ουσίας κατά το σαφέστερο τρόπο, δηλαδή τη χημική ονομασία, τον αριθμό CAS και τον αριθμό EINECS.

    Επίσης, στους καταλόγους αυτούς περιλαμβάνονται οι ουσίες άγνωστης δομής, ποικίλης σύνθεσης ή βιολογικής προέλευσης (οι καλούμενες ουσίες UVCB). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ευρετήριο των αρωματικών ουσιών καταρτίστηκε σύμφωνα με το σύστημα EINECS. Τα άλλα αναγνωριστικά στοιχεία που αναφέρονται στην οδηγία 93/35/ΕΟΚ δεν μπορούν να εφαρμοστούν (ονομασία CTFA, ονομασία της ευρωπαϊκής φαρμακοποιίας, ονομασίες αναγνωρισμένες από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, αριθμός Colour Index). Η ονομασία κατά IUPAC καλύπτεται από τον αριθμό EINECS.

    Όταν οι ουσίες δεν περιλαμβάνονται στο σύστημα EINECS, παρέχονται μόνον ο αριθμός CAS και η ονομασία CAS.

    3. Δράση των αρωματικών ουσιών

    Η δράση όλων των συστατικών που περιλαμβάνονται σε αυτό το ευρετήριο είναι ο αρωματισμός. Ορισμένα συστατικά μπορούν, ωστόσο, να έχουν περισσότερες δράσεις.

    Οι ουσίες που χρησιμοποιούνται στα αρώματα εξαιτίας των ιδιοτήτων ανάμειξης τους (διαλύτες, έκδοχα, κ.λπ.) περιλαμβάνονται επίσης στον κατάλογο. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της οδηγίας για τα καλλυντικά προϊόντα, οι ουσίες αυτές μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν μέρος του αρώματος και δεν χρειάζεται να δηλώνονται ως συστατικό καλλυντικού, εφόσον χρησιμοποιούνται στις απολύτως αναγκαίες ποσότητες.

    4. Περιορισμοί που ισχύουν για τις αρωματικές ουσίες

    Όταν χρειάζεται, αναφέρονται οι περιορισμοί στη χρήση του συστατικού. Οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από την ίδια την οδηγία ή από τον κώδικα πρακτικής της IFRA (διεθνής ένωση αρωματοποιίας). Αυτοί οι περιορισμοί μπορεί να έχουν τη μορφή ποσοτικού περιορισμού (που εκφράζεται σε ποσοστό του τελικού προϊόντος ή σε «συγκέντρωση επί του δέρματος») ή να θέτουν ορισμένες προδιαγραφές που πρέπει να ικανοποιεί το συστατικό ή να ορίζουν ότι το συστατικό μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο σε συνδυασμό με ορισμένα άλλα συστατικά.

    Οι ουσίες αυτές επισημαίνονται στον κατάλογο με έναν αστερίσκο (περιορισμοί IFRA) ή με δύο αστερίσκους (περιορισμοί της οδηγίας για τα καλλυντικά προϊόντα).

    5. Το ευρετήριο αρωματικών ουσιών ως ενδεικτικός κατάλογος

    Πρέπει να σημειωθεί ότι, στο ευρετήριο αυτό, οι διάφορες ποιότητες ενός συγκεκριμένου συστατικού, όπως η γερανιόλη, δεν αναφέρονται ξεχωριστά 7 το ίδιο ισχύει και για τις διάφορες ποιότητες των φυσικών προϊόντων που λαμβάνονται από την ίδια βιολογική πηγή. Τα αιθέρια έλαια πορτοκαλιάς από τη Βραζιλία, τη Φλόριντα, την Καλιφόρνια κ.λπ., συμπυκνωμένα ή όχι, περιλαμβάνονται όλα στην ίδια και την αυτή καταχώριση, δηλαδή στην καταχώριση «εκχυλίσματα πορτοκαλιάς, γλυκά», CAS 8028-48-6, EINECS 232-433-8. Η καταχώριση αυτή ορίζεται ως: «εκχυλίσματα και φυσικώς τροποποιημένα παράγωγά τους, όπως βάμματα, συμπήγματα, απόλυτα, αιθέρια έλαια, ελαιορητίνες, τερπένια, κλάσματα απαλλαγμένα τερπενίων, αποστάγματα, υπολείμματα κ.λ.π., που λαμβάνονται από το Citrus sinensis, Rutaceae».

    Επιπλέον, το ευρετήριο δεν περιλαμβάνει τα συστατικά, η χημική ταυτότητα των οποίων τηρείται απόρρητη και συνιστά πνευματική ιδιοκτησία του παραγωγού αρωμάτων. Οι ουσίες αυτές δεν πωλούνται όπως είναι, αλλά χρησιμοποιούνται αποκλειστικά, γενικά σε πολύ μικρή ποσότητα σε αρωματικές συνθέσεις, προκειμένου να προσδώσουν σε αυτές κάποια μικροδιαφορά ή/και αποκλειστικότητα.

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

    Οι συμβάσεις που χρησιμοποιούνται στην κατάρτιση των ονομασιών INCI είναι οι ακόλουθες:

    1. Για ευκολία χρήσης και για λόγους σαφήνειας, οι ονομασίες INCI ορίστηκαν κατά τρόπο ώστε να απαιτείται η ελάχιστη χρήση σημείων στίξης και κεφαλαίων γραμμάτων.

    2. Όπου χρησιμοποιείται νέα ονοματολογία, καταβάλλεται κάθε προσπάθεια να χρησιμοποιείται η συντομότερη ονομασία που είναι συνεπής με τους κανόνες αυτούς.

    3. Οποτεδήποτε είναι δυνατό, χρησιμοποιούνται απλές χημικές ονομασίες.

    4. Όταν χρειάζεται, χρησιμοποιούνται οι αναγνωρισμένες χημικές συντομογραφίες. Στη σελίδα παρατίθεται κατάλογος των συντομογραφιών που χρησιμοποιούνται στο ευρετήριο.

    5. Τα παραδοσιακά θέματα διατηρούνται όταν είναι συνεπή με άλλα συστήματα.

    6. Για την απολούστευση της ονοματολογίας οικογενειών σύνθετων συστατικών, όταν χρειάζεται, χρησιμοποιούνται συντομογραφίες.

    7. Ενώσεις που είναι σχετικές ή παρόμοιες με υλικά που περιγράφονται σε αναγνωρισμένες πηγές ονομάζονται, όταν είναι δυνατόν, και`αναλογία των παρατιθέμενων ονομασιών.

    8. Μονοϋποκατεστημένα παράγωγα δεν περιέχουν συνήθως το πρόθεμα mono (μονο). Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται όταν απαιτείται για λόγους σαφήνειας. Η απουσία συγκεκριμένου προθέματος υπονοεί το πρόθεμα mono, π.χ. Glyceryl Stearate.

    9. Ο όρος Glyceride (γλυκερίδιο) χρησιμοποιείται για την περιγραφή μονογλυκεριδίων. Μείγματα μονο-, δι- και τριγλυκεριδίων αναφέρονται ως Glycerides (γλυκερίδια). Για τα τριγλυκερίδια χρησιμοποιείται ειδική ονοματολογία, π.χ. Tristearin.

    10. Η πολλαπλή υποκατάσταση περιγράφεται συνήθως με το κατάλληλο πρόθεμα, όπως di (δι-), tri (τρι-) ή tetra (τετρα-), π.χ. Glyceryl Distearate.

    11. Οι ονομασίες συστατικών, εκτός των χρωστικών, που περιλαμβάνουν αριθμούς στο τέλος συνδέονται συνήθως με ενωτικό σημείο. Τα παράγωγα αυτών των υλικών διατηρούν το αρχικό ενωτικό σημείο.

    12. Οι καταστάσεις ενυδάτωσης συνήθως δεν δηλώνονται.

    13. Οι αλκυλομάδες με ευθεία αλυσίδα περιγράφονται με τις κοινές ονομασίες των θεμάτων.

    14. Τα υλικά που περιέχουν μείγματα κλασμάτων αλύσων με ζυγό αριθμό ατόμων άνθρακα ονομάζονται με το κατάλληλο, συνήθως, χρησιμοποιούμενο όρο που χαρακτηρίζει το θέμα της λιπαρής ένωσης. Τα υλικά που περιέχουν μείγματα κλασμάτων αλύσων με ζυγό και μονό αριθμό ατόμων άνθρακα περιγράφονται με εναλλακτική ονοματολογία.

    15. Οι αλκυλομάδες με διακλαδισμένη αλυσίδα περιγράφονται, συνήθως, με το πρόθεμα iso (ισο) που ακολουθείται από την κοινή ονομασία για την αντίστοιχη ομάδα με ευθεία αλυσίδα (π.χ. ισοστεατική αλκοόλη, ισοκετυλική αλκοόλη). Η σημαντικότερη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα είναι η ονοματολογία των αλκοολών Guerbet. Τα υλικά αυτά περιγράφονται με τη συστηματική ονομασία (π.χ. Octyldodecanol, Decyltetradecanol) με εξαίρεση το «2-αιθυλεξύλιο», το οποίο αντιπροσωπεύεται από τον όρο octyl (οκτύλιο) λόγω της ευρύτατης χρήσης του (π.χ. Dioctyl Sodium Sulfosuccinate, Octyl Myristate). Συνεπώς, οι εστέρες ή άλλα παράγωγα του 2-αιθυλεξυλεξανοϊκού οξέος ονομάζονται ως παράγωγα του οκτανικού όξέος (π.χ. Iso-decyl Octanoate). Οι ομάδες με οκτώ άτομα άνθρακα σε ευθεία αλυσίδα ονομάζονται, συνήθως, με το κατάλληλο θέμα που παράγεται από το καπρυλικό οξύ (βλέπε και κανόνες 16 και 17).

    16. Ο παρακάτω πίνακας περιλαμβάνεται για τη διασάφηση της ονοματολογίας των παραγώγων του καπρονικού, του καπρυλικού και του καπρικού οξέος.

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    17. Ο παρακάτω πίνακας περιγράφει την ονοματολογία που ακολουθείται για τα οξέα και τις αλκοόλες ευθείας αλυσίδας. Τα οξέα και οι αλκοόλες διακλαδιασμένης αλυσίδας χρησιμοποιούν τις ονομασίες που περιλαμβάνονται στον πίνακα αυτό και το πρόθεμα iso (ισο) (π.χ. Isostearic Acid). Ωστόσο, οι αλκοόλες Guerbet περιγράφονται με ειδικές ονομασίες (π.χ. Octyldodecanol) (βλέπε και κανόνα 15).

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    18. Η ονοματολογία συστατικών που είναι μείγματα παρόμοιων υλικών (π.χ. λιπαρών οξέων, λιπαρών αλκοολών) καθορίζεται με βάση τη χημική ταυτότητα των πρώτων υλών, όπως κυκλοφορούν στο εμπόριο. Μείγματα που αντικατοπτρίζουν την αρχική κατανομή των συστατικών εξαιτίας της φυσικής πηγής (π.χ. coconut/πυρήνα κοκοφοίνικα) ονομάζονται χρησιμοποιώντας το θέμα της πηγής (π.χ. coconut alcohol/αλκοόλη πυρήνα κοκοφοίνικα). Εάν η αρχική φυσική κατανομή έχει μειωθεί ή εμπλουτιστεί σημαντικά, το μείγμα ονομάζεται με βάση το κύριο συστατικό.

    19. Οι ονομασίες των παραγώγων της λανολίνης περιέχουν συνήθως το θέμα lan (λαν).

    20. Τα αλκανολαμίδια ονομάζονται με το συγκεκριμένο θέμα αλκυλαμιδίου και την κατάλληλη συντομογραφία, π.χ. MEA, DEA, εξαιτίας της ευρύτατης χρήσης αυτών των ονομασιών.

    21. Ο όρος dimethyl (διμεθυλο) παραλείπεται και υπονοείται σε όλες τις ονομασίες αλκυλοδιμεθυλοαμινοξειδίων (π.χ. Stearamine Oxide). Τα τριτοταγή αμινοξείδια με διαφορετικές ομάδες υποκατάστασης περιγράφονται με την πλήρη ονομασία (π.χ. Dihydroxyethyl Stearamnine Oxide).

    22. Τα άλατα του τεταρτοταγούς αμμωνίου ονομάζονται συνήθως με το θέμα του κατιόντος και με την κατάληξη -ium (-ιο). Ο όρος monium (μωνιο) περιγράφει ένα μόριο τεταρτοταγούς αζώτου με ένα μεθυλικό υποκαταστάτη 7 ο όρος dimonium (διμωνιο) περιγράφει ένα μόριο τετατροταγούς αζώτου με δύο μεθυλικούς υποκαταστάτες 7 και ο όρος trimonium (τριμωνιο) περιγράφει ένα μόριο τετατροταγούς αζώτου με τρεις μεθυλικούς υποκαταστάτες.

    23. Οι όροι quaternium/polyquaternium χρησιμοποιούνται για την περιγραφή σύνθετων αλάτων τεταρτοταγούς αμμωνίου που δεν έχουν κοινή ονομασία ή που δεν μπορούν να ονομαστούν κατ`αναλογία με τις καθιερωμένες ονομασίες (π.χ. Quaternium-82, Polyquaternium-20).

    24. Ο όρος ampho (αμφο) χρησιμοποιείται ως συνδετικός όρος στην ονοματολογία για τις επαμφοτερίζουσες ουσίες του τύπου της ιμιδαζολίνης. Κατά την ονομασία αυτών των ενώσεων, το εν λόγω θέμα συνδυάζεται με τα κατάλληλα θέματα των ομάδων υποκατάστασης (π.χ. Sodium Cocoamphoacetate).

    25. Οι κοινές ονομασίες των θεμάτων λιπαρών ενώσεων χρησιμοποιούνται για την περιγραφή του αλκυλικού τμήματος των ενώσεων της αλκυλοϊμιδαζολίνης (π.χ. Lauryl Hydroxyethyl Imidazoline) ακόμη και εάν ένα άτομο άνθρακα της ρίζας της λιπαρής ένωσης καθίσταται μέλος του ετεροκυκλικού δακτυλίου κατά την κατασκευή των υλικών.

    26. Τα βιολογικά υλικά ονομάζονται με συγκεκριμένους όρους (π.χ. Hyalouronic Acide/υαλουρονικό οξύ) όταν το υλικό έχει απομονωθεί, καθαρθεί και χαρακτηριστεί χημικά. Η εναλλακτική ονοματολογία των βιολογικών υλικών (π.χ. Glycosaminoglycanes/γλυκοζαμινογλυκάνες ή Spleen Extract/εκχύλισμα ήπατος) χρησιμοποιείται για την ονομασία υλικών σύμφωνα με το βαθμό επεξεργασίας τους.

    27. Οι καλλυντικές χρωστικές ουσίες έχουν ονομασίες INCI σύμφωνα με την ονοματολογία που χρησιμοποιείται στο παράρτημα IV της οδηγίας 76/768/ΕΟΚ περί καλλυντικών.

    28. Τα συστατικά των βαφών για μαλλιά ονομάζονται σύμφωνα με το συντακτικό τύπο τους. Σε περίπτωση που οι χημικές ονομασίες είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες χρησιμοποιείται ένας συνδυασμός χρώματος/αριθμού, ο οποίος προηγείται από τα γράμματα HC.

    29. Οι μετουσιωμένες αλκοόλες περιγράφονται με την ονομασία INCI Alcohol Denat. (μετ. αλκοόλη). Μετουσιωμένη αλκοόλη είναι η αιθυλική αλκοόλη που έχει μετουσιωθεί με έναν ή περισσότερους μετουσιωτικούς παράγοντες σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    30. Τα υλικά που προέρχονται από φυτά είναι γνωστά ως φυτικές ουσίες. Έχουν ονομασίες INCI με βάση τη διεθνή καθιερωμένη ονοματολογία LINNE των γενών και των ειδών. Για τα χημικά παράγωγα των φυτικών ουσιών χρησιμοποιούνται οι κανόνες ονοματολογίας για τις χημικές ουσίες.

    31. Οι συνδυασμοί ονομασίας/αριθμού χρησιμοποιούνται ως ονομασίες INCI για συστατικά καλλυντικών μόνον όταν ο πολύπλοκος ή/και ο παρόμοιος χαρακτήρας των συστατικών αποκλείει τη δυνατότητα να προσδωθεί μια λογική ονομασία με άλλο τρόπο. Σε όλες τις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται αυθαίρετοι αριθμοί, οι αριθμοί αυτοί προηγούνται από ονομασίες που υποδεικνύουν τη δομή ή τη σύνθεση του υλικού. Κάθε συνδυασμός ονομασίας/αριθμού αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο συστατικό που περιλαμβάνεται στο ευρετήριο. Έχουν χρησιμοποιηθεί οι παρακάτω συνδυασμοί ονομασίας/αριθμού:

    α) Benzophenone (βενζοφαινόνη)

    Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για όλα τα παράγωγα της βενζοφαινόνης (π.χ. Benzophenone-2).

    β) Χρώμα HC

    Βλέπε κανόνα 28.

    γ) Quaternium/Polyquaternium

    Βλέπε κανόνα 23.

    δ) Hydrofluorocarbon/Hydrochlorofluorocarbon (Υδροφθοράνθρακας/Υδροχλωροφθοράνθρακας)

    Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται για τα υδροαλογονούχα προωθητικά αερολυμμάτων (π.χ. Hydrofluorocarbon 152a, Hydrochlorofluorocarbon 142b).

    ε) Polysilicone (Πολυσιλικόνη)

    Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για την περιγραφή πολύπλοκων πολυμερών σιλικόνης που δεν μπορούν να ονομαστούν με κοινές ονομασίες ή με καθιερωμένες συμβάσεις για τις ενώσεις σιλικόνης (π.χ. Polysilicone-1).

    32. Σύνθετα μείγματα που δημιουργούνται με το συνδυασμό διάφορων υλικών ονομάζονται με την παράθεση κάθε συστατικού κατά φθίνουσα σειρά ως προς το βάρος.

    33. Οι ονομασίες INCI για εκχυλίσματα αντιπροσωπεύουν το «εκχυλισμένο υλικό» και δεν περιλαμβάνουν αναφορά στους διαλύτες εκχύλισης ή/και άλλα αραιωτικά που μπορεί να περιέχονται σε αυτά τα υλικά.

    34. Διαλύτες ή/και αραιωτικά που περιέχονται σε πρώτες ύλες που διατίθενται στο εμπόριο, όπως επιφανειοδραστικές ουσίες, πολυμερή και ρητίνες, κανονικά δεν περιλαμβάνονται στην ονομασία INCI ενός συστατικού.

    35. Τα αλκοξυλιωμένα υλικά ονομάζονται με την προσθήκη του επιπέδου αλκοξυλίωσης με τη μορφή του μέσου αριθμού μορίων αιθυλενοξειδίου ή/και προπυλενοξειδίου.

    Οι αιθοξυλεστέρες, οι οποίοι συνήθως εκφράζονται με το κατά προσέγγιση μοριακό βάρος, μετατρέπονται σε αριθμό μορίων με τη χρήση του παρακάτω πίνακα:

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    Οι αριθμοί που περιλαμβάνονται σε εναλλακτικές χημικές ονομασίες για αιθοξυλιωμένες ενώσεις περιγράφουν το μέσο αριθμό μορίων αιθοξυλίωσης, όταν αναφέρονται μέσα σε παρένθεση, π.χ. Polyethylene Glycol (20 000).

    Εάν ο αριθμός δεν βρίσκεται μέσα σε παρένθεση δηλώνει το μοριακό βάρος, π.χ. Polyethylene Glycol 20 000.

    36. Οι αιθοξυλιωμένες αλκοόλες ονομάζονται με τη συμπλήρωση του συμβατικού θέματος που περιγράφει την αντίστοιχη αλκοόλη με το eth (αιθο-) ακολουθούμενο από το μέσο αριθμό μορίων αιθυλενοξειδίου.

    37. Το κλάσμα πολυαιθυλενογλυκόλης όλων των άλλων αιθοξυλιωμένων ενώσεων που δεν ονομάζονται σύμφωνα με τους κανόνες 6 ή 36 ακολουθείται από το μέσο αριθμό μορίων αιθυλενοξειδίου.

    38. Ο όρος Pareth αφορά τις αιθοξυλιωμένες παραφινικές αλκοόλες που περιέχουν κλάσματα αλύσων με μονό και ζυγό αριθμό ατόμων άνθρακα.

    39. Ο όρος Acrylates (ακρυλικά) χρησιμοποιείται για την περιγραφή γραμμικών, μη διασταυρούμενων συμπολυμερών που περιέχουν συνδυασμούς ακρυλικού οξέος, μεθακρυλικού οξέος και των απλών εστέρων τους. Αντίστοιχα, ο όρος Crotonates (κροτονικά) χρησιμοποιείται για την περιγραφή συμπολυμερών που περιέχουν συνδυασμούς του κροτονικού εξέος και των απλών εστέρων του.

    40. Ο όρος Carbomer χρησιμοποιείται για την περιγραφή των υψηλού μοριακού βάρους διασταυρούμενων ομοπολυμερών του ακρυλικού οξέος. Οι παράγοντες δημιουργίας διασταυρούμενων πολυμερών εντοπίζονται μέσα στον ορισμό της μονογραφίας των συστατικών (βλέπε και κανόνα 41).

    41. Ο όρος Cross-polymer (συμπολυμερές) χρησιμοποιείται για την περιγραφή πολυμερών εκτός των Carbomer που είναι διασταυρούμενα (βλέπε και κανόνα 40).

    ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

    Οι παρακάτω συντομογραφίες χρησιμοποιούνται μόνες ή σε συνδυασμό για την ονομασία συστατικών των καλλυντικών που περιλαμβάνονται στο ευρετήριο:

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    () ΕΕ αριθ. L 151 της 23. 6. 1993, σ. 32.

    () ΕΕ αριθ. C 146Α της 15. 6. 1990.

    Top