61980J0203

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 11ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1981. - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΤΑ GUERRINO CASATI. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ TRIBUNALE ΤΟΥ BOLZANO - ΙΤΑΛΙΑ). - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ - ΕΘΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΛΕΓΧΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 203/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 02595
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00211
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00217
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00681


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων — Θέση σέ εφαρμογή — Κριτήρια — Εκτίμηση τών αναγκών τής κοινής αγοράς — Αρμοδιότης τού Συμβουλίου

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 67 παράγραφος 1 καί άρθρο 69 )

2 . Ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων — Διατάξεις τής συνθήκης — Άρθρο 67 παράγραφος 1 — Άμεσο αποτέλεσμα — Έλλειψη — Περιορισμοί στήν εξαγωγή τραπεζογραμματίων — Επιτρεπτό

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 67 παράγραφος 1 καί άρθρο 69 )

3 . Ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων — Μή ελευθερωθείσες διακινήσεις κεφαλαίων — Προσφυγή στήν ρήτρα διαφυγής τού άρθρου 73 τής συνθήκης — Όχι

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 73 )

4 . Ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων — Διατάξεις τής συνθήκης — Άρθρο 71 παράγραφος 1 — Άμεσο αποτέλεσμα — Έλλειψη

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 71 παράγραφος 1 )

5 . Ισοζύγιο πληρωμών — Ελευθέρωση πληρωμών — Μεταφορές συναλλάγματος σχετικές μέ τίς άδηλες συναλλαγές — Επανεξαγωγή τραπεζογραμματίων — Αποκλεισμός

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 106 παράγραφος 3 )

6 . Ισοζύγιο πληρωμών — Ελευθέρωση πληρωμών — Πληρωμές σχετικές μέ τήν κυκλοφορία εμπορευμάτων — Άδεια μεταφοράς τραπεζογραμματίων — Υποχρέωση τών Κρατών μελών — Έλλειψη

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 106 παράγραφοι 1 καί 2 )

7 . Ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων — Μή ελευθερωθείσες διακινήσεις κεφαλαίων καί μεταφορές χρήματος — Μέτρα ελέγχου τών Κρατών μελών — Ποινικές κυρώσεις — Επιτρεπτό

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρα 67 καί 106 )

Περίληψη


1 . Τό άρθρο 67 παράγραφος 1 τής συνθήκης ΕΟΚ διαφέρει από τίς διατάξεις περί τής ελεύθερης κυκλοφορίας τών εμπορευμάτων , τών προσώπων καί τών υπηρεσιών , κατά τήν έννοια οτι η υποχρέωση ελευθερώσεως τών διακινήσεων τών κεφαλαίων προβλέπεται μόνο «κατά τό μέτρο πού ειναι αναγκαίο γιά τήν καλή λειτουργία τής κοινής αγοράς» . Η έκταση τού περιορισμού αυτού , πού εξακολουθεί νά ισχύει καί μετά τήν λήξη τής μεταβατικής περιόδου , ποικίλλει εκάστοτε καί εξαρτάται από τήν εκτίμηση τών αναγκών τής κοινής αγοράς καί από τήν εκτίμηση τόσο τών πλεονεκτημάτων , οσο καί τών κινδύνων πού ενδέχεται νά έχει γιά τήν εν λόγω αγορά η ελευθέρωση , εν όψει τής καταστάσεώς της κατά τό δεδομένο χρονικό σημείο καί , ιδίως , τού βαθμού ολοκληρώσεως πού έχει επιτευχθεί στούς τομείς γιά τούς οποίους οι διακινήσεις κεφαλαίων έχουν ιδιάζουσα σημασία .

Η εκτίμηση αυτή απόκειται , κατά πρώτο λόγο , στό Συμβούλιο , μέ τήν διαδικασία πού προβλέπεται στό άρθρο 69 .

2 . Τό άρθρο 67 παράγραφος 1 τής συνθήκης πρέπει νά ερμηνευθεί υπό τήν έννοια οτι οι περιορισμοί στήν εξαγωγή τραπεζογραμματίων δέν δύνανται νά θεωρηθούν καταργηθέντες από τής λήξεως τής μεταβατικής περιόδου , ανεξαρτήτως τών διατάξεων τού άρθρου 69 .

3 . Δέν συνιστά παράβαση τής συνθήκης η παράλειψη προσφυγής στίς διαδικασίες λήψεως μέτρων προστασίας τού άρθρου 73 οσον αφορά περιορισμούς πού επιβάλλονται στίς διακινήσεις κεφαλαίων , τίς οποίες τό οικείο Κράτος μέλος δέν υποχρεούται νά ελευθερώσει δυνάμει τών κοινοτικών κανόνων .

4 . Τό άρθρο 71 πρώτη παράγραφος τής συνθήκης δέν επιβάλλει στά Κράτη μέλη μία άνευ ορων υποχρέωση , τήν οποία δύνανται νά επικαλούνται οι ιδιώτες .

5 . Τό άρθρο 106 παράγραφος 3 τής συνθήκης δέν έχει εφαρμογή επί τής επανεξαγωγής ενός ποσού πού εισήχθη προηγουμένως γιά τήν διενέργεια αγορών εμπορικής φύσεως , οι οποίες , οπως διεπιστώθη , δέν επραγματοποιήθησαν .

6 . Οι δύο πρώτες παράγραφοι τού άρθρου 106 τής συνθήκης αποσκοπούν στήν εξασφάλιση τής πραγματικής ελεύθερης κυκλοφορίας τών εμπορευμάτων , επιτρέποντας ολες τίς αναγκαίες πρός τούτο μεταφορές χρήματος . Αντιθέτως , οι διατάξεις αυτές δέν υποχρεώνουν τά κράτη νά επιτρέπουν τήν εισαγωγή καί τήν εξαγωγή τραπεζογραμματίων γιά τήν διενέργεια εμπορικών πράξεων , οταν τέτοιες μεταφορές δέν ειναι αναγκαίες γιά τήν ελεύθερη κυκλοφορία τών εμπορευμάτων . Στό πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών , ο τρόπος αυτός μεταφοράς , ο οποίος εξ άλλου δέν ειναι σύμφωνος πρός τά συναλλακτικά ήθη , δέν δύναται νά θεωρηθεί οτι ανταποκρίνεται σέ μία τέτοια ανάγκη .

7 . Όσον αφορά τίς διακινήσεις κεφαλαίων καί τίς μεταφορές χρήματος τίς οποίες τά Κράτη μέλη δέν υποχρεούνται νά ελευθερώσουν δυνάμει τών κοινοτικών κανόνων , οι εν λόγω κανόνες δέν περιορίζουν τήν εξουσία τών Κρατών μελών νά λαμβάνουν μέτρα ελέγχου καί νά επιβάλλουν τήν τήρησή τους υπό τήν απειλή ποινικών κυρώσεων .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 203/80

πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού Tribunale di Bolzano πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τής ποινικής διώξεως κατά

GUERRINO CASATI ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία , μεταξύ άλλων , τών άρθρων 67 , 69 , 71 , 73 καί 106 τής εν λόγω συνθήκης , καθώς καί διαφόρων αρχών τού κοινοτικού δικαίου , προκειμένου νά καταστεί δυνατό στόν παραπέμποντα δικαστή νά αποφανθεί επί τού άν ωρισμένες διατάξεις τής ιταλικής νομοθεσίας περί συναλλάγματος συμβιβάζονται πρός τά ανωτέρω άρθρα καί αρχές ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ διάταξη τής 6ης Οκτωβρίου 1980 , πού περιήλθε στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου τήν 16η Οκτωβρίου 1980 , τό Tribunale di Bolzano υπέβαλε στό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ωρισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 67 , 69 , 71 , 73 καί 106 τής συνθήκης αυτής , καί ως πρός τήν υπαρξη διαφόρων αρχών τού κοινοτικού δικαίου , προκειμένου νά δυνηθεί νά κρίνει άν ωρισμένες διατάξεις τής ιταλικής νομοθεσίας περί συναλλάγματος συμβιβάζονται πρός τά ανωτέρω άρθρα καί αρχές .

2 Τά ζητήματα αυτά ανέκυψαν στό πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά ιταλού υπηκόου , κατοίκου τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας , ο οποίος κατηγορείται οτι απεπειράθη νά εξαγάγει από τήν Ιταλία , χωρίς τήν άδεια πού προβλέπεται από τίς ιταλικές διατάξεις περί συναλλάγματος , μεταξύ άλλων καί τό ποσό τών 24 000 γερμανικών μάρκων , τό οποίο ευρέθη νά κατέχει τήν 16η Ιουλίου 1979 στά ιταλοαυστριακά σύνορα . Ο κατηγορούμενος ισχυρίσθη οτι ειχε εισαγάγει προηγουμένως τό ποσό αυτό στήν Ιταλία , χωρίς νά τό δηλώσει , μέ σκοπό νά αγοράσει μηχανήματα πού τού ηταν αναγκαία γιά τήν επιχείρηση πού εκμεταλλεύεται στήν Γερμανία , καί οτι ευρέθη αναγκασμένος νά τό επανεξαγάγει , διότι τό εργοστάσιο από τό οποίο εσκόπευε νά αγοράσει τά μηχανήματα ηταν κλειστό λόγω διακοπών .

3 Τό άρθρο 14 τής ιταλικής υπουργικής αποφάσεως ( Decreto Ministeriale ) τής 7ης Αυγούστου 1978 ( Gazzetta Ufficiale , φύλλο 220 , τής 8ης Αυγούστου 1978 ) επιτρέπει τήν ελεύθερη εισαγωγή ξένων τραπεζογραμματίων . Τό άρθρο 13 τής ίδιας αποφάσεως ορίζει οτι η εξαγωγή ξένων τραπεζογραμματίων από μή κάτοικο επιτρέπεται μέχρι τού ποσού πού έχει εισαχθεί προηγουμένως ή έχει κτηθεί νομίμως στήν Ιταλία , καί εφ’ οσον τά περιστατικά αυτά αποδεικνύονται κατά τόν τρόπο πού προσδιορίζεται από τόν Υπουργό Εξωτερικού Εμπορίου . Ο τρόπος αυτός προσδιωρίσθη , ιδίως , μέ τήν εγκύκλιο Α/300 , τής 3ης Μα ΐου 1974 , τού Ufficio Italiano dei Cambi ( ιταλικού γραφείου συναλλάγματος ), η οποία ορίζει , στό σημείο της 11 , οτι οι μή κάτοικοι δύνανται νά επανεξαγάγουν τά νομίσματα πού εδήλωσαν μέ τό «έντυπο V 2» κατά τήν είσοδό τους στήν Ιταλία .

4 Κατά τό άρθρο 1 τού νόμου 159 τής 30ής Απριλίου 1976 , η χωρίς άδεια εξαγωγή συναλλάγματος αξίας ανωτέρας τών 500 000 λιρετών τιμωρείται μέ στερητική τής ελευθερίας ποινή ενός μέχρις εξι ετών καί μέ πρόστιμο από τού διπλασίου μέχρι τού τετραπλασίου τής αξίας τού εξαγομένου συναλλάγματος . Πρό τού 1976 , οι παραβάσεις αυτές αποτελούσαν απλές διοικητικές παραβάσεις καί όχι εγκλήματα , ετιμωρούντο δέ μέ διοικητικές μόνο ποινές , συνιστάμενες στήν πληρωμή ποσού μέχρι τού πενταπλασίου τής αξίας τού εξαγομένου συναλλάγματος .

5 Στήν διάταξη περί παραπομπής , ο εθνικός δικαστής αναφέρεται στήν νομολογία τού Suprema Corte di Cassazione , κατά τήν οποία ο μή κάτοικος πού παρέλειψε νά συμπληρώσει τό έντυπο V2 κατά τήν είσοδό του στό ιταλικό έδαφος καί αποπειράται νά επανεξαγάγει τό συνάλλαγμα πού ισχυρίζεται οτι εισήγαγε νομίμως , διαπράττει τήν αξιόποινη πράξη πού περιγράφεται στό άρθρο 1 τού νόμου 159 τού 1976 .

6 Εν όψει τών περιστάσεων αυτών , τό εθνικό δικαστήριο ζητεί από τό Δικαστήριο νά απαντήσει στά ακόλουθα ερωτήματα :

«1 ) Μετά τήν λήξη τής μεταβατικής περιόδου , οι περιορισμοί επί τών διακινήσεων κεφαλαίων πού αναφέρονται στό άρθρο 67 τής συνθήκης ΕΟΚ λογίζονται καταργηθέντες , ανεξαρτήτως τών διατάξεων τού άρθρου 69 τής συνθήκης αυτής ;

2)Συνιστά παραβίαση τής συνθήκης η παράλειψη , από τήν ιταλική κυβέρνηση , τής διαδικασίας διαβουλεύσεως πού προβλέπεται από τό άρθρο 31 τής συνθήκης , οσον αφορά τό νομοθετικό διάταγμα 31 τής 4ης Μαρτίου 1976 , τό οποίο μετετράπη στόν νόμο 159 τής 30ής Απριλίου 1976 ;

3)Μήπως υφίσταται αρχή ή διάταξη τής συνθήκης , η οποία εξασφαλίζει στόν μή κάτοικο τό δικαίωμα νά επανεξάγει συνάλλαγμα πού έχει εισαχθεί προηγουμένως καί δέν έχει χρησιμοποιηθεί , έστω καί άν έχει μετατραπεί σέ ιταλικές λιρέτες ;

4)Σέ περίπτωση καταφατικής απαντήσεως , η ενδεχομένη παράλειψη τών διατυπώσεων πού προβλέπονται από τήν νομοθεσία περί συναλλάγματος τού κράτους από τό οποίο εν συνεχεία επανεξάγονται τά ποσά , υπό τίς ανωτέρω συνθήκες , επιτρέπεται νά τιμωρείται μέ ποινές συνιστάμενες στήν δήμευση τού συναλλάγματος , πρόστιμο μέχρι τού πενταπλασίου τού ποσού τού εν λόγω συναλλάγματος , καθώς καί στέρηση τής προσωπικής ελευθερίας μέχρι πέντε ετών ( τών ποινών αυτών επιβαρυνομένων σέ περίπτωση συμμετοχής περισσοτέρων προσώπων );

5)Σέ περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στό προηγούμενο ερώτημα , η ενδεχομένη παράλειψη τών διατυπώσεων πού περιγράφονται ανωτέρω επιτρέπεται νά επισύρει ποινές τής ίδιας βαρύτητος μέ εκείνες πού απειλούνται γιά τήν παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος ;

6)Μετά τήν λήξη τής μεταβατικής περιόδου , πρέπει νά θεωρηθεί οτι συμβιβάζεται πρός τίς υποχρεώσεις τού «standstill» , τίς οποίες θεσπίζουν τά άρθρα 71 καί 106 παράγραφος 3 , ενας εθνικός νόμος πού επιτείνει τήν βαρύτητα τών απειλουμένων από προγενέστερο νόμο ποινών , οπως πχ . οταν παραβάσεις , πού προηγουμένως ετιμωρούντο μέ διοικητικές ποινές , τιμωρούνται ήδη , χαρακτηριζόμενες ως εγκλήματα , μέ ποινή στερητική τής ελευθερίας καί πρόστιμο ;

7)Η αρχή κατά τήν οποία ανόμοιες καταστάσεις δέν δύνανται νά τυγχάνουν ομοιας μεταχειρίσεως ( η οποία συνάγεται επίσης από τήν αρχή τής απαγορεύσεως τών διακρίσεων , πού διατυπώνεται , μεταξύ άλλων , στό άρθρο 7 τής συνθήκης ) επιτρέπει , οι ίδιες ποινές πού απειλούνται από ενα Κράτος μέλος γιά τήν παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος ή γιά τήν μή τήρηση τών προβλεπομένων από τήν περί συναλλάγματος νομοθεσία διατυπώσεων , νά επιβάλλονται αδιακρίτως τόσο επί τών κατοίκων , οσο καί επί τών μή κατοίκων τού κράτους αυτού ;

8)Μετά τήν λήξη τής μεταβατικής περιόδου πρέπει νά θεωρούνται ως ασυμβίβαστες πρός τά άρθρα 67 , 71 καί 106 , παράγραφος 3 τής συνθήκης , εθνικές διατάξεις πού προβλέπουν ωρισμένες διατυπώσεις γιά τήν άσκηση τού αναγνωριζομένου δικαιώματος τής επανεξαγωγής κεφαλαίων πού έχουν εισαχθεί προηγουμένως , ανάγοντας τήν τήρηση τών διατυπώσεων αυτών σέ αποκλειστική απόδειξη τής προηγουμένης εισαγωγής καί συνεπώς καταλήγοντας κατ’ ουσία στήν ποινική κύρωση τής παραλείψεώς τους;»

7 Τά ερωτήματα αυτά δύνανται νά διαιρεθούν σέ δύο ομάδες . Τά τρία πρώτα καί τό εκτο αφορούν κυρίως τήν ερμηνεία τών διατάξεων τής συνθήκης τών σχετικών μέ τίς διακινήσεις κεφαλαίων καί τίς μεταφορές χρημάτων . Τά υπόλοιπα ανάγονται στούς περιορισμούς πού ενδεχομένως θέτει τό κοινοτικό δίκαιο στούς κανόνες ποινικού δικαίου ή ποινικής δικονομίας πού έχουν θεσπίσει τά Κράτη μέλη σέ σχετικούς μέ τό κοινοτικό δίκαιο τομείς .

Επί τής ερμηνείας τών διατάξεων περί τών διακινήσεων τών κεφαλαίων καί τών μεταφορών χρημάτων

8 Τό πρώτο ερώτημα αφορά τά αποτελέσματα τού άρθρου 67 , καί ειδικότερα τής παραγράφου του 1 , μετά τήν λήξη τής μεταβατικής περιόδου . Τό άρθρο αυτό ειναι τό πρώτο τού κεφαλαίου πού αφορά τά κεφάλαια καί πού περιέχεται στόν τίτλο περί τής «ελεύθερης κυκλοφορίας τών προσώπων , τών υπηρεσιών καί τών κεφαλαίων» , ο οποίος περιλαμβάνεται στό δεύτερο μέρος τής συνθήκης , πού τιτλοφορείται «οι βάσεις τής Κοινότητος» . Η οικονομία τών διατάξεων αυτών αντιστοιχεί στήν απαρίθμηση , από τό άρθρο 3 τής συνθήκης , τών μέσων πού προβλέπονται γιά τήν επίτευξη τών σκοπών τής Κοινότητος . Τά μέσα αυτά περιλαμβάνουν , σύμφωνα μέ τό άρθρο 3 στοιχείο γ , «τήν εξάλειψη τών εμποδίων στήν ελεύθερη κυκλοφορία τών προσώπων , τών υπηρεσιών καί τών κεφαλαίων μεταξύ τών Κρατών μελών» . Συνεπώς , η ελεύθερη κυκλοφορία τών κεφαλαίων συνιστά , οπως καί εκείνη τών προσώπων καί τών υπηρεσιών , μία από τίς βασικές ελευθερίες τής Κοινότητος . Επί πλέον , η ελευθερία ωρισμένων διακινήσεων κεφαλαίων συνιστά , στήν πράξη , προϋπόθεση τής αποτελεσματικής ασκήσεως τών άλλων ελευθεριών πού διασφαλίζει η συνθήκη , καί ιδίως τού δικαιώματος εγκαταστάσεως .

9 Εν τούτοις , η διακίνηση τών κεφαλαίων συνδέεται επίσης στενά μέ τήν οικονομική καί νομισματική πολιτική τών Κρατών μελών . Κατά τό παρόν στάδιο , δέν αποκλείεται η απόλυτη ελευθερία τής κινήσεως κεφαλαίων νά δύναται νά θέσει σέ κίνδυνο τήν οικονομική πολιτική κάποιου Κράτους μέλους ή νά προκαλέσει μία ανισορροπία τού ισοζυγίου πληρωμών του , παραβλάπτοντας έτσι τήν καλή λειτουργία τής κοινής αγοράς .

10 Γιά τούς λόγους αυτούς , τό άρθρο 67 παράγραφος 1 διαφέρει από τίς διατάξεις περί τής ελεύθερης κυκλοφορίας τών εμπορευμάτων , τών προσώπων καί τών υπηρεσιών , κατά τήν έννοια οτι η υποχρέωση ελευθερώσεως τών διακινήσεων κεφαλαίων προβλέπεται μόνο «κατά τό μέτρο πού ειναι αναγκαίο γιά τήν καλή λειτουργία τής κοινής αγοράς» . Η έκταση τού περιορισμού αυτού , πού εξακολουθεί νά ισχύει καί μετά τήν λήξη τής μεταβατικής περιόδου , ποικίλλει εκάστοτε καί εξαρτάται από τήν εκτίμηση τών αναγκών τής κοινής αγοράς καί από τήν εκτίμηση τόσο τών πλεονεκτημάτων , οσο καί τών κινδύνων πού ενδέχεται νά έχει γιά τήν εν λόγω αγορά η ελευθέρωση , εν όψει τής καταστάσεώς της κατά τό δεδομένο χρονικό σημείο καί , ιδίως , τού βαθμού ολοκληρώσεως πού έχει επιτευχθεί στούς τομείς γιά τούς οποίους οι διακινήσεις κεφαλαίων έχουν ιδιάζουσα σημασία .

11 Η εκτίμηση αυτή απόκειται , κατά πρώτο λόγο , στό Συμβούλιο , μέ τήν διαδικασία πού προβλέπεται στό άρθρο 69 . Βάσει τού άρθρου αυτού τό Συμβούλιο έχει εκδώσει δύο οδηγίες , τήν πρώτη στίς 11 Μα ΐου 1960 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 10/0001 , σ . 4 ) καί τήν δεύτερη στίς 18 Δεκεμβρίου 1962 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 10/001 , σ . 16 ). Στά παραρτήματα τών δύο οδηγιών , τό σύνολο τών διακινήσεων κεφαλαίων διαιρείται σέ τέσσερις κατηγορίες ( κατάλογοι Α , Β , Γ καί Δ ). Γιά τίς διακινήσεις πού απαριθμούνται στούς καταλόγους Α καί Β , οι οδηγίες προβλέπουν τήν ελευθέρωση χωρίς ορους . Απεναντίας , γιά τίς διακινήσεις πού περιέχονται στόν κατάλογο Γ , οι οδηγίες επιτρέπουν στά Κράτη μέλη νά διατηρούν ή νά επαναφέρουν συναλλαγματικούς περιορισμούς πού ισχύουν κατά τήν ημερομηνία τής ενάρξεως τής ισχύος τής πρώτης οδηγίας , άν η ελευθερία τών διακινήσεων αυτών ενδέχεται νά παρεμποδίσει τήν πραγματοποίηση τών στόχων τής οικονομικής πολιτικής τού οικείου κράτους . Τέλος , γιά τίς διακινήσεις πού απαριθμούνται στόν κατάλογο Δ , οι οδηγίες δέν επιβάλλουν στά Κράτη μέλη κανένα μέτρο ελευθερώσεως . Στόν τελευταίο αυτό κατάλογο περιέχονται , μεταξύ άλλων , η υλική εισαγωγή καί εξαγωγή αξιών , στίς οποίες περιλαμβάνονται καί τά τραπεζογραμμάτια .

12 Ενδείκνυται , συνεπώς , νά συναχθεί τό συμπέρασμα οτι η υποχρέωση πού επιβάλλει στά Κράτη μέλη τό άρθρο 67 παράγραφος 1 , νά καταργήσουν τούς περιορισμούς στήν διακίνηση τών κεφαλαίων , δέν δύναται νά εξειδικευθεί , εν σχέσει πρός ωρισμένη κατηγορία αυτών τών διακινήσεων , ανεξάρτητα από τήν εκτίμηση στήν οποία προβαίνει τό Συμβούλιο , στό πλαίσιο τού άρθρου 69 , ως πρός τήν αναγκαιότητα τής ελευθερώσεως τής κατηγορίας αυτής γιά τήν καλή λειτουργία τής κοινής αγοράς . Τό Συμβούλιο έχει , μέχρι στιγμής , κρίνει οτι τέτοια ανάγκη δέν υφίσταται οσον αφορά τήν ελευθέρωση τής εξαγωγής τραπεζογραμματίων — πράξη γιά τήν οποία διώκεται ο κατηγορούμενος στήν κυρία δίκη — καί τίποτα δέν επιτρέπει νά υποτεθεί οτι , λαμβάνοντας αυτή τήν θέση , υπερέβη τά ορια τής διακριτικής εξουσίας του .

13 Στό πρώτο ερώτημα πρέπει συνεπώς νά δοθεί η απάντηση οτι τό άρθρο 67 παργραφος 1 πρέπει νά ερμηνευθεί υπό τήν έννοια οτι οι περιορισμοί στήν εξαγωγή τραπεζογραμματίων δέν δύνανται νά θεωρηθούν καταργηθέντες από τής λήξεως τής μεταβατικής περιόδου , ανεξαρτήτως τών διατάξεων τού άρθρου 69 .

14 Τό δεύτερο ερώτημα τού εθνικού δικαστού αφορά τήν ρήτρα διαφυγής τού άρθρου 73 . Τό άρθρο αυτό επιτρέπει στά Κράτη μέλη νά εισάγουν υπό ωρισμένες προϋποθέσεις καί κατά ωρισμένες διαδικασίες , περιορισμούς πού θά ηταν άλλως , βάσει τών γενικών αρχών περί διακινήσεως τών κεφαλαίων , υποχρεωμένα νά μή επιβάλλουν . Δέν έχει εφαρμογή στήν περίπτωση περιορισμών , η εισαγωγή τών οποίων έχει ήδη επιτραπεί δυνάμει τών γενικών αυτών κανόνων .

15 Εν όψει τής απαντήσεως στό πρώτο ερώτημα , αρκεί στό δεύτερο ερώτημα η απάντηση οτι δέν συνιστά παράβαση τής συνθήκης η παράλειψη προσφυγής στίς διαδικασίες τού άρθρου 73 οσον αφορά περιορισμούς πού επιβάλλονται στίς διακινήσεις κεφαλαίων , τίς οποίες τό οικείο Κράτος μέλος δέν υποχρεούται νά ελευθερώσει δυνάμει τών κοινοτικών κανόνων .

16 Μέ τό τρίτο ερώτημα ερωτάται , κυρίως , άν μία αρχή τού κοινοτικού δικαίου ή μία διάταξη τής συνθήκης εξασφαλίζει στόν μή κάτοικο τό δικαίωμα νά επανεξαγάγει συνάλλαγμα πού έχει εισαχθεί προηγουμένως καί δέν έχει χρησιμοποιηθεί .

17 Πρέπει πρώτον νά παρατηρηθεί οτι , οπως προκύπτει από τίς απαντήσεις πού εδόθησαν στά δύο πρώτα ερωτήματα , ο βαθμός ελευθερώσεως τών διακινήσεων κεφαλαίων καί η προοδευτική κατάργηση τών συναλλαγματικών περιορισμών δέν απορρέουν από μία γενική αρχή , αλλά ρυθμίζονται από τά άρθρα 67 καί 69 τής συνθήκης καί τίς διατάξεις τών ανωτέρω οδηγιών τής 11ης Μα ΐου 1960 καί τής 18ης Δεκεμβρίου 1962 , πού εξεδόθησαν πρός εκτέλεσή τους . Πρέπει , εν τούτοις , νά εξετασθεί τό ζήτημα άν , στούς τομείς οπου , δυνάμει τών διατάξεων αυτών , οι διακινήσεις κεφαλαίων δέν απαιτείται ακόμη νά ελευθερωθούν υποχρεωτικώς — οπως στήν περίπτωση μεταφορών συναλλάγματος σέ μετρητά — τά άτομα απολαύουν δικαιωμάτων πού τά Κράτη μέλη οφείλουν νά σέβονται , είτε δυνάμει τών κανόνων «standstill» τού άρθρου 71 τής συνθήκης είτε δυνάμει τού άρθρου 106 τής συνθήκης , διατάξεων στίς οποίες αναφέρεται ο εθνικός δικαστής , άν καί σέ άλλη αλληλουχία , στό εκτο καί στό εβδομο ερώτημά του .

18 Κατά τό άρθρο 71 πρώτη παράγραφος , τά Κράτη μέλη καταβάλλουν προσπάθεια νά μή εισάγουν εντός τής Κοινότητος νέους συναλλαγματικούς περιορισμούς πού επηρεάζουν τίς διακινήσεις κεφαλαίων καί νά μή καθιστούν περισσότερο περιοριστικές τίς υπάρχουσες ρυθμίσεις .

19 Μέ τήν χρήση τής φράσεως «καταβάλλουν προσπάθεια» , τό κείμενο τής διατάξεως αυτής διακρίνεται σαφώς από τούς περισσότερο απόλυτους ορους μέ τούς οποίους έχουν διατυπωθεί άλλες παρόμοιες διατάξεις σχετικές μέ τούς περιορισμούς στήν ελεύθερη κυκλοφορία τών εμπορευμάτων , τών προσώπων καί τών υπηρεσιών . Από τήν διατύπωση αυτή προκύπτει οτι , πάντως , τό άρθρο 71 πρώτη παράγραφος δέν επιβάλλει στά Κράτη μέλη μία άνευ ορων υποχρέωση , τήν οποία δύνανται νά επικαλούνται οι ιδιώτες .

20 Οι διακινήσεις τών κεφαλαίων δέν συνιστούν παρά ενα μέρος τών πράξεων πού συνεπάγονται μεταφορές χρήματος . Ορθώς , επομένως , ο εθνικός δικαστής επισύρει τήν προσοχή στό άρθρο 106 , τό οποίο αποσκοπεί στήν εξασφάλιση τών μεταφορών χρήματος πού ειναι αναγκαίες τόσο γιά τήν ελευθέρωση τών διακινήσεων τών κεφαλαίων οσο καί γιά τήν ελεύθερη κυκλοφορία τών εμπορευμάτων , τών υπηρεσιών καί τών προσώπων , καί τό οποίο , επί πλέον , δέν περιέχει τούς ίδιους περιορισμούς μέ εκείνους πού προβλέπονται ρητώς από τίς ήδη εξετασθείσες διατάξεις .

21 Ειδικότερα , στό εκτο ερώτημα , ο εθνικός δικαστής αναφέρεται στήν υποχρέωση «standstill» πού επιβάλλει τό άρθρο 106 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο . Κατά τήν διάταξη αυτή , τά Κράτη μέλη αναλαμβάνουν τήν υποχρέωση νά μή εισάγουν μεταξύ τους νέους περιορισμούς στίς μεταφορές συναλλάγματος τίς σχετικές μέ τίς λεγόμενες «άδηλες» συναλλαγές πού απαριθμούνται στόν πίνακα τού παραρτήματος ΙΙΙ τής συνθήκης .

22 Εν προκειμένω , ενδείκνυται νά υπομνησθεί οτι ο κατηγορούμενος στήν κυρία δίκη υπεστήριξε οτι ειχε τήν πρόθεση νά επανεξαγάγει ενα ποσό πού ειχε προηγουμένως εισαγάγει μέ σκοπό νά προβεί σέ αγορές εμπορικής φύσεως , καί όχι ενα ποσό πού αντιστοιχούσε σέ μία από τίς συναλλαγές πού πράγματι απαριθμούνται στό παράρτημα ΙΙΙ .

23 Συνεπώς , στά ερωτήματα τά σχετικά μέ τό άρθρο 106 παράγραφος 3 προσήκει η απάντηση οτι η διάταξη αυτή δέν έχει εφαρμογή επί τής επανεξαγωγής ενός ποσού πού εισήχθη προηγουμένως γιά τήν διενέργεια αγορών εμπορικής φύσεως , οι οποίες , οπως διεπιστώθη , δέν επραγματοποιήθησαν .

24 Η διάταξη περί παραπομπής δέν αναφέρεται ρητώς στίς δύο πρώτες παραγράφους τού άρθρου 106 . Εν όψει , ομως , τού δηλωθέντος σκοπού εισαγωγής τού επιδίκου ποσού , οι δύο αυτές παράγραφοι αποκτούν ενδιαφέρον στό πλαίσιο τού τρίτου ερωτήματος . Σύμφωνα μέ τίς διατάξεις αυτές , τά Κράτη μέλη αναλαμβάνουν τήν υποχρέωση νά επιτρέπουν , μετά τήν λήξη τής μεταβατικής περιόδου , τίς πληρωμές τίς σχετικές , μεταξύ άλλων , μέ τήν κυκλοφορία εμπορευμάτων . Οι δύο πρώτες παράγραφοι τού άρθρου 106 αποσκοπούν , συνεπώς , στήν εξασφάλιση τής πραγματικής ελεύθερης κυκλοφορίας τών εμπορευμάτων , επιτρέποντας ολες τίς αναγκαίες πρός τούτο μεταφορές χρήματος . Αντιθέτως , οι διατάξεις αυτές δέν υποχρεώνουν τά κράτη νά επιτρέπουν τήν εισαγωγή καί τήν εξαγωγή τραπεζογραμματίων γιά τήν διενέργεια εμπορικών πράξεων , οταν τέτοιες μεταφορές δέν ειναι αναγκαίες γιά τήν ελεύθερη κυκλοφορία τών εμπορευμάτων . Στό πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών , ο τρόπος αυτός μεταφοράς , ο οποίος εξ άλλου δέν ειναι σύμφωνος πρός τά συναλλακτικά ήθη , δέν δύναται νά θεωρηθεί οτι ανταποκρίνεται σέ μία τέτοια ανάγκη .

25 Οι ανωτέρω σκέψεις επιτρέπουν νά δοθεί στό τρίτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση οτι καμμία αρχή τού κοινοτικού δικαίου ούτε διάταξη τού δικαίου αυτού σχετική μέ τίς διακινήσεις κεφαλαίων ούτε οι κανόνες τού άρθρου 106 περί τών πληρωμών τών σχετικών μέ τήν κυκλοφορία εμπορευμάτων εξασφαλίζουν στούς μή κατοίκους τό δικαίωμα νά επανεξάγουν τραπεζογραμμάτια πού έχουν προηγουμένως εισαχθεί γιά τήν διενέργεια εμπορικών συναλλαγών , αλλά δέν έχουν χρησιμοποιηθεί .

Επί τών ορίων πού τυχόν επιβάλλει τό κοινοτικό δίκαιο στούς εθνικούς κανόνες ποινικού δικαίου ή ποινικής δικονομίας

26 Μέ τό τέταρτο , πέμπτο καί εβδομο ερώτημά του , ο εθνικός δικαστής ερωτά κυρίως άν οι κυρώσεις , οπως οι προβλεπόμενες από τήν ιταλική νομοθεσία περί συναλλάγματος , ειναι ασυμβίβαστες πρός τίς κοινοτικές αρχές τής αναλογικότητος καί τής απαγορεύσεως τών διακρίσεων . Τό όγδοο ερώτημα θέτει τό ζήτημα τής ελεύθερης εκτιμήσεως τών αποδείξεων στήν ποινική δίκη .

27 Κατ’ αρχήν , η ποινική νομοθεσία καί οι κανόνες ποινικής δικονομίας εξακολουθούν νά εμπίπτουν στήν δικαιοδοσία τών Κρατών μελών . Εν τούτοις , από τήν παγία νομολογία τού Δικαστηρίου προκύπτει οτι , καί σ’ αυτόν τόν τομέα , τό κοινοτικό δίκαιο θέτει ορια ως πρός τά μέτρα ελέγχου πού τό δίκαιο αυτό επιτρέπει στά Κράτη μέλη νά διατηρούν εν ισχύι στό πλαίσιο τής ελεύθερης κυκλοφορίας τών εμπορευμάτων καί τών προσώπων . Τά διοικητικά ή κατασταλτικά μέτρα δέν δύνανται νά υπερβαίνουν τά ορια τού απολύτως αναγκαίου , οι λεπτομέρειες ασκήσεως τού ελέγχου δέν δύνανται νά διαμορφώνονται κατά τρόπο ωστε νά περιορίζουν τήν επιθυμητή από τήν συνθήκη ελευθερία καί δέν πρέπει νά απειλούνται γιά τήν παράβασή τους κυρώσεις τόσο δυσανάλογες εν σχέσει πρός τήν βαρύτητα τής παραβάσεως ωστε νά καθίστανται εμπόδια στήν ελεύθερη αυτή κυκλοφορία .

28 Καταστάσεις ανάλογες πρός εκείνες στίς οποίες αναφέρεται η νομολογία αυτή δύνανται νά εμφανισθούν , στό πεδίο τών διακινήσεων κεφαλαίων καί τών μεταφορών χρήματος , οσον αφορά τά μέτρα ελέγχου πού διατηρούνται εν ισχύι στά Κράτη μέλη δυνάμει , πχ ., τού άρθρου 5 τής πρώτης οδηγίας γιά τήν εφαρμογή τού άρθρου 67 , αλλά αποκλειστικώς καί μόνο εν σχέσει πρός πράξεις , η ελευθέρωση τών οποίων απορρέει από τό κοινοτικό δίκαιο . Τά ορια πού προσδιορίζει η εν λόγω νομολογία χρησιμεύουν γιά νά αποφευχθεί νά τεθούν σέ κίνδυνο οι ελευθερίες πού προστατεύει τό κοινοτικό δίκαιο από τά μέτρα ελέγχου πού τό ίδιο αυτό δίκαιο επιτρέπει στά Κράτη μέλη νά διατηρούν . Αυτό δέν συντρέχει στήν υπό κρίση υπόθεση . Από τίς απαντήσεις πού εδόθησαν στά άλλα προδικαστικά ερωτήματα προκύπτει οτι η ελευθέρωση τής επιδίκου πράξεως δέν απορρέει ούτε από τίς διατάξεις τής συνθήκης ούτε από τίς οδηγίες πού εξε δόθησαν γιά τήν εφαρμογή τους . Η ανωτέρω νομολογία δέν εφαρμόζεται σέ τέτοια περίπτωση .

29 Επομένως , στά ερωτήματα αυτά προσήκει η απάντηση οτι οσον αφορά τίς διακινήσεις κεφαλαίων καί τίς μεταφορές χρήματος τίς οποίες τά Κράτη μέλη δέν υποχρεούνται νά ελευθερώσουν δυνάμει τών κοινοτικών κανόνων , οι εν λόγω κανόνες δέν περιορίζουν τήν εξουσία τών Κρατών μελών νά λαμβάνουν μέτρα ελέγχου καί νά επιβάλλουν τήν τήρησή τους υπό τήν απειλή ποινικών κυρώσεων .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

30 Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθησαν η γαλλική κυβέρνηση , η κυβέρνηση τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας , η ιταλική κυβέρνηση , η κυβέρνηση τού Ηνωμένου Βασιλείου , η δανική κυβέρνηση , η κυβέρνηση τής Δημοκρατίας τής Ιρλανδίας καί η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , δέν αποδίδονται· δεδομένου οτι η παρούσα δίκη έχει , ως πρός τόν κατηγορούμενο στήν κυρία δίκη , τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπεβλήθησαν από τό Tribunale di Bolzano , μέ διάταξη τής 6ης Οκτωβρίου 1980 , αποφαίνεται :

1 ) Τό άρθρο 67 παράγραφος 1 πρέπει νά ερμηνευθεί υπό τήν έννοια οτι οι περιορισμοί στήν εξαγωγή τραπεζογραμματίων δέν δύνανται νά θεωρηθούν καταργηθέντες από τής λήξεως τής μεταβατικής περιόδου , ανεξαρτήτως τών διατάξεων τού άρθρου 69 .

2)Δέν συνιστά παράβαση τής συνθήκης η παράλειψη προσφυγής στίς διαδικασίες τού άρθρου 73 οσον αφορά περιορισμούς πού επιβάλλονται στίς διακινήσεις κεφαλαίων , τίς οποίες τό οικείο Κράτος μέλος δέν υποχρεούται νά ελευθερώσει δυνάμει τών κοινοτικών κανόνων .

3)Τό άρθρο 71 πρώτη παράγραφος δέν επιβάλλει στά Κράτη μέλη μία άνευ ορων υποχρέωση , τήν οποία δύνανται νά επικαλούνται οι ιδιώτες .

4)Τό άρθρο 106 παράγραφος 3 δέν έχει εφαρμογή επί τής επανεξαγωγής ενός ποσού πού εισήχθη προηγουμένως γιά τήν διενέργεια αγορών εμπορικής φύσεως , οι οποίες , οπως διεπιστώθη , δέν επραγματοποιήθησαν .

5)Καμμία αρχή τού κοινοτικού δικαίου ούτε διάταξη τού δικαίου αυτού σχετική μέ τίς διακινήσεις κεφαλαίων ούτε οι κανόνες τού άρθρου 106 περί τών πληρωμών τών σχετικών μέ τήν κυκλοφορία εμπορευμάτων εξασφαλίζουν στούς μή κατοίκους τό δικαίωμα νά επανεξάγουν τραπεζογραμμάτια πού έχουν προηγουμένως εισαχθεί γιά τήν διενέργεια εμπορικών συναλλαγών , αλλά δέν έχουν χρησιμοποιηθεί .

6)Όσον αφορά τίς διακινήσεις κεφαλαίων καί τίς μεταφορές χρήματος τίς οποίες τά Κράτη μέλη δέν υποχρεούνται νά ελευθερώσουν δυνάμει τών κοινοτικών κανόνων , οι εν λόγω κανόνες δέν περιορίζουν τήν εξουσία τών Κρατών μελών νά λαμβάνουν μέτρα ελέγχου καί νά επιβάλλουν τήν τήρησή τους υπό τήν απειλή ποινικών κυρώσεων .