42000A0922(02)

Κεκτημένο του Σένγκεν - Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 239 της 22/09/2000 σ. 0019 - 0062


ΣΥΜΒΑΣΗ

ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΣΕΝΓΚΕΝ

της 14ης Ιουνίου 1985

μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα

Το ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ, η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, η ΓΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, το ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ και το ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ, στο εξής καλούμενα τα συμβαλλόμενα μέρη,

ΒΑΣΙΖΟΜΕΝΑ στη συμφωνία του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα,

EΧΟΝΤΑΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ να εκπληρώσουν την εκφρασμένη σ' αυτή τη συμφωνία θέληση να επιτύχουν την κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα κατά την κυκλοφορία των προσώπων και να διευκολύνουν τη μεταφορά και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η συνθήκη για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως συμπληρώθηκε με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, προβλέπει ότι η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα,

ΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ότι ο στόχος που επιδιώκουν τα συμβαλλόμενα μέρη συμπίπτει με αυτόν τον αντικειμενικό σκοπό, χωρίς να προδικάζουν τα μέτρα που θα ληφθούν κατ' εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης,

ΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ότι η εκπλήρωση της θέλησης αυτής απαιτεί τη λήψη μιας σειράς κατάλληλων μέτρων και τη στενή συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Κατά την έννοια της παρούσας σύμβασης, νοούνται ως:

Εσωτερικά σύνορα: τα κοινά χερσαία σύνορα των συμβαλλομένων μερών, καθώς επίσης και τα αεροδρόμια προκειμένου περί των εσωτερικών πτήσεων και τα θαλάσσια λιμάνια προκειμένου περί των κανονικών συνδέσεων πλοίων μεταφόρτωσης, που προέρχονται ή κατευθύνονται αποκλειστικώς σε άλλο λιμάνι στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών, χωρίς να προσεγγίσουν λιμάνια εκτός των εδαφών αυτών.

Εξωτερικά σύνορα: τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα, καθώς επίσης και τα αεροδρόμια και τα θαλάσσια λιμάνια των συμβαλλομένων μερών, εφόσον δεν αποτελούν εσωτερικά σύνορα.

Πτήση εσωτερικού: κάθε πτήση προερχόμενη ή κατευθυνόμενη αποκλειστικώς στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών χωρίς προσγείωση στην επικράτεια τρίτου κράτους.

Τρίτο κράτος: κάθε κράτος άλλο από τα συμβαλλόμενα μέρη.

Αλλοδαπός: κάθε πρόσωπο που δεν είναι υπήκοος των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Αλλοδαπός που έχει καταχωρηθεί ως ανεπιθύμητο άτομο: κάθε αλλοδαπός που έχει καταχωρηθεί ως ανεπιθύμητος στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 96.

Σημείο συνοριακής διέλευσης: κάθε επιτρεπόμενο σημείο διέλευσης από τις αρμόδιες αρχές για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων.

Συνοριακός έλεγχος: ο έλεγχος στα σύνορα ο οποίος, ανεξάρτητα από κάθε άλλο αίτιο, στηρίζεται μόνο στην πρόθεση διέλευσης των συνόρων.

Μεταφορέας: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκτελεί κατ' επάγγελμα, τη μεταφορά ατόμων διά εναέριας, θαλάσσιας ή χερσαίας οδού.

Τίτλος διαμονής: κάθε άδεια οποιασδήποτε μορφής, εκδιδόμενη από ένα συμβαλλόμενο μέρος που παρέχει το δικαίωμα διαμονής στο έδαφός του. Δεν περιλαμβάνεται σε αυτό τον ορισμό η προσωρινή άδεια διαμονής στο έδαφος ενός συμβαλλόμενου μέρους, που αποβλέπει στην εξέταση μιας αιτήσεως παροχής ασύλου ή μιας αιτήσεως εκδόσεως τίτλου διαμονής.

Αίτηση παροχής ασύλου: κάθε αίτηση, έγγραφη, προφορική, ή κατ' άλλο τρόπο, αλλοδαπού, στα εξωτερικά σύνορα ή στο έδαφος ενός συμβαλλόμενου μέρους, προκειμένου να επιτύχει την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα, σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951, σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967 και να τύχει, υπό αυτή την ιδιότητά του, δικαιώματος διαμονής.

Αιτών άσυλο: κάθε αλλοδαπός ο οποίος υπέβαλε αίτηση ασύλου κατά το πνεύμα της παρούσας σύμβασης και η οποία δεν έχει κριθεί ακόμη οριστικά.

Εξέταση μιας αίτησης ασύλου: το σύνολο των διαδικασιών εξέτασης της λήψης αποφάσεων και των μέτρων που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή των οριστικών αποφάσεων σχετικά με μια αίτηση ασύλου, με εξαίρεση τον καθορισμό του υπεύθυνου συμβαλλόμενου μέρους για την εξέταση της αίτησης ασύλου, δυνάμει των διατάξεων της παρούσας σύμβασης.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΣΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΣΥΝΟΡΑ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

Άρθρο 2

1. Η διέλευση των εσωτερικών συνόρων μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε σημείο, χωρίς να πραγματοποιηθεί έλεγχος προσώπων.

2. Ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, εντούτοις, μετά από σύμφωνη γνώμη και των άλλων συμβαλλομένων μερών, όταν το επιβάλλει η δημόσια τάξη ή η εθνική ασφάλεια, να αποφασίσει ότι για μια περιορισμένη χρονική περίοδο θα πραγματοποιηθούν στα εσωτερικά του σύνορα εθνικοί συνοριακοί έλεγχοι, προσαρμοσμένοι στην κατάσταση. Εάν η δημόσια τάξη ή η εθνική ασφάλεια απαιτούν μια άμεση δράση, το ενδιαφερόμενο μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα και πληροφορεί το ταχύτερο δυνατό τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη.

3. Η εξάλειψη του ελέγχου προσώπων στα εσωτερικά σύνορα δεν θίγει ούτε τις διατάξεις του άρθρου 22, ούτε την άσκηση των αστυνομικών αρμοδιοτήτων εκ μέρους των αρμοδίων αρχών στο σύνολο της επικράτειας κάθε συμβαλλόμενου μέρους δυνάμει της νομοθεσίας του, ούτε τις υποχρεώσεις κατοχής, μεταφοράς και εμφανίσεως τίτλων και εγγράφων, που προβλέπονται από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου μέρους.

4. Οι έλεγχοι εμπορευμάτων διενεργούνται σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσας σύμβασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

Άρθρο 3

1. Κατά κανόνα, η διέλευση των εξωτερικών συνόρων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στα σημεία συνοριακής διέλευσης και κατά τη διάρκεια των καθορισμένων ωρών λειτουργίας. Οι αναλυτικότερες διατάξεις και οι εξαιρέσεις, ο τρόπος διεξαγωγής της μικρής διασυνοριακής κυκλοφορίας, καθώς επίσης και οι εφαρμοζόμενοι κανόνες σε ειδικές κατηγορίες της θαλάσσιας κυκλοφορίας, όπως η ναυσιπλοΐα αναψυχής ή η παράκτια αλιεία, αποφασίζονται από την εκτελεστική επιτροπή.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να θεσπίσουν κυρώσεις για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων η οποία γίνεται χωρίς άδεια, εκτός των σημείων συνοριακής διέλευσης και των καθορισμένων ωρών λειτουργίας.

Άρθρο 4

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη εγγυώνται ότι από το 1993 οι ταξιδιώτες πτήσεως προερχόμενης από τρίτο κράτος, που επιβιβάζονται σε πτήσεις εσωτερικού θα υπόκεινται προηγουμένως, κατά την είσοδο στο αεροδρόμιο αφίξεως της εξωτερικής πτήσεως, σε έλεγχο προσώπων και έλεγχο χειραποσκευών. Οι ταξιδιώτες πτήσεως εσωτερικού που επιβιβάζονται σε πτήση με προορισμό τρίτο κράτος, θα υπόκεινται προηγουμένως, κατά την έξοδο, σε έλεγχο προσώπων και σε έλεγχο χειραποσκευών στο αεροδρόμιο αναχωρήσεως της εξωτερικής πτήσεως.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε οι έλεγχοι να μπορούν να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν επηρεάζουν τον έλεγχο των καταγεγραμμένων αποσκευών· ο έλεγχος αυτός διεξάγεται στο αεροδρόμιο τελικού προορισμού ή, αντιστοίχως, στο αεροδρόμιο της αρχικής αναχωρήσεως.

4. Μέχρι την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 ημερομηνία τα αεροδρόμια θεωρούνται, κατά παρέκκλιση από τον ορισμό των εσωτερικών συνόρων, ως εξωτερικά σύνορα προκειμένου για πτήσεις εσωτερικού.

Άρθρο 5

1. Μπορεί να επιτραπεί η είσοδος στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών, για διαμονή που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, σε αλλοδαπούς που ανταποκρίνονται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) είναι κάτοχοι εγκύρου εγγράφου ή εγγράφων, επιτρεπόντων τη διέλευση των συνόρων, καθοριζομένων από την εκτελεστική επιτροπή·

β) είναι κάτοχοι μιας έγκυρης θεωρήσεως, εάν αυτή απαιτείται·

γ) προσκομίζουν, αν παραστεί ανάγκη, έγγραφα που δικαιολογούν το σκοπό και καθορίζουν τις συνθήκες της προβλεπόμενης παραμονής τους, διαθέτουν δε τα αναγκαία μέσα διαβιώσεως, τόσο για την προβλεπόμενη παραμονή τους όσο και για την επιστροφή τους στη χώρα προελεύσεώς τους ή τη διέλευση προς τρίτο κράτος στο οποίο είναι εξασφαλισμένη η είσοδός τους, ή είναι σε θέση να εξασφαλίσουν νομίμως τα μέσα διαβιώσεώς τους·

δ) δεν είναι καταχωρημένοι στους καταλόγους ανεπιθυμήτων·

ε) δεν θεωρούνται ικανοί να διαταράξουν τη δημόσια τάξη, την εθνική ασφάλεια ή τις διεθνείς σχέσεις ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη.

2. Πρέπει να απαγορεύεται η είσοδος στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών στους ξένους που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές στο σύνολό τους, εκτός εάν ένα από τα μέρη κρίνει απαραίτητο να παρεκκλίνει από την αρχή αυτή για λόγους ανθρωπιστικούς, ή εθνικού συμφέροντος, ή λόγω διεθνών υποχρεώσεων. Στην περίπτωση αυτή, η είσοδος θα περιορίζεται στο έδαφος του ενδιαφερόμενου συμβαλλόμενου μέρους το οποίο θα πρέπει να ειδοποιήσει τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη.

Οι κανόνες αυτοί δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των ιδιαίτερων διατάξεων περί δικαιώματος ασύλου ούτε και των διατάξεων του άρθρου 18.

3. Επιτρέπεται η διέλευση ξένων που είναι κάτοχοι άδειας διαμονής ή θεωρήσεως επιτροπής που έχει χορηγήσει ένα από τα μέρη, ή εάν αυτό είναι απαραίτητο, και των δύο αυτών εγγράφων, εκτός και αν έχουν καταχωρηθεί στον εθνικό πίνακα ανεπιθυμήτων του συμβαλλόμενου μέρους στα εξωτερικά σύνορα του οποίου παρουσιάζονται.

Άρθρο 6

1. Η διασυνοριακή κυκλοφορία στα εξωτερικά σύνορα υπόκειται στον έλεγχο των αρμοδίων αρχών. Ο έλεγχος διεξάγεται σύμφωνα με ομοιόμορφες αρχές, από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και μέσα στα πλαίσια της εθνικής νομοθεσίας, λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον όλων των μερών και για το έδαφος των συμβαλλομένων μερών.

2. Οι ομοιόμορφες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι οι ακόλουθες:

α) ο έλεγχος προσώπων περιλαμβάνει όχι μόνο την εξακρίβωση των ταξιδιωτικών εγγράφων και των άλλων προϋποθέσεων εισόδου, διαμονής, εργασίας και εξόδου, αλλά επίσης και την έρευνα και την πρόληψη των απειλών κατά της εθνικής ασφαλείας και της δημόσιας τάξεως των μερών. Ο έλεγχος αυτός αφορά επίσης τα οχήματα και τα αντικείμενα που βρίσκονται στην κατοχή των προσώπων που διασχίζουν τα σύνορα. Διεξάγεται από κάθε συμβαλλόμενο μέρος σύμφωνα με τη νομοθεσία του, ιδίως όσον αφορά την έρευνα·

β) όλα τα πρόσωπα πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο ενός τουλάχιστον ελέγχου, ο οποίος θα επιτρέψει την επιβεβαίωση της ταυτότητάς τους διά της προσκομίσεως ή της επιδείξεως των ταξιδιωτικών τους εγγράφων·

γ) κατά την είσοδο, οι αλλοδαποί πρέπει να υποβάλλονται σε ενδελεχή έλεγχο, σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχείου α)·

δ) κατά την έξοδο, ο απαιτούμενος έλεγχος διεξάγεται με γνώμονα το συμφέρον όλων των συμβαλλομένων μερών δυνάμει της νομοθεσίας περί αλλοδαπών και για τις ανάγκες της έρευνας και της προλήψεως των απειλών κατά της εθνικής ασφαλείας και της δημόσιας τάξεως των μερών. Ο έλεγχος αυτός διενεργείται εν πάση περιπτώσει έναντι των αλλοδαπών·

ε) εάν, λόγω υπάρξεως ειδικών συνθηκών, δεν μπορούν να διεξαχθούν αυτοί οι έλεγχοι, πρέπει να καθορίζονται προτεραιότητες. Στη συνάρτηση αυτή, ο έλεγχος της κυκλοφορίας κατά την είσοδο έχει κατ' αρχήν προτεραιότητα έναντι του ελέγχου κατά την έξοδο.

3. Οι αρμόδιες αρχές επιτηρούν με κινητές μονάδες τα ενδιάμεσα διαστήματα των εξωτερικών συνόρων μεταξύ των συνοριακών σημείων διελεύσεως. Το ίδιο ισχύει και για τα σημεία διελεύσεως των συνόρων, εκτός των κανονικών ωρών λειτουργίας. Ο έλεγχος αυτός γίνεται κατά τρόπο ώστε να μην ωθεί τα άτομα στην αποφυγή των ελέγχων στα σημεία διελεύσεως. Οι όροι της επιτηρήσεως καθορίζονται, κατά περίπτωση, από την εκτελεστική επιτροπή.

4. Τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να διαθέσουν προσωπικό κατάλληλο και επαρκές σε αριθμό για την άσκηση του ελέγχου και της επιβλέψεως των εξωτερικών συνόρων.

5. Στα εξωτερικά σύνορα ασκείται έλεγχος αντιστοίχου επιπέδου.

Άρθρο 7

Τα συμβαλλόμενα μέρη παρέχουν αμοιβαία συνδρομή και συνεργάζονται στενά προκειμένου να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική διεξαγωγή των ελέγχων και της επιβλέψεως. Θα προβούν κυρίως στην ανταλλαγή κάθε είδους κατάλληλων και σημαντικών πληροφοριών, με εξαίρεση τα ονομαστικά στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα, πλην αντιθέτων διατάξεων της παρούσας σύμβασης, σε μια -κατά το μέτρο του δυνατού- εναρμόνιση των οδηγιών προς τις υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με τους ελέγχους και στην παροχή ομοιόμορφης εκπαιδεύσεως και ανακυκλώσεως του προσωπικού που υπηρετεί στην υπηρεσία ελέγχων. Η συνεργασία αυτή μπορεί να πάρει τη μορφή ανταλλαγής υπαλλήλων-συνδέσμων.

Άρθρο 8

Η εκτελεστική επιτροπή λαμβάνει όλες τις αναγκαίες αποφάσεις, σχετικά με τους πρακτικούς όρους εφαρμογής των ελέγχων και της επιτήρησης των συνόρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ

Τμήμα 1

Θεωρήσεις σύντομης διάρκειας

Άρθρο 9

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να ακολουθήσουν κοινή πολιτική, όσον φορά την κυκλοφορία των προσώπων, και ειδικά το καθεστώς θεωρήσεων. Προς το σκοπό αυτόν, παρέχουν αμοιβαία συνδρομή. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιδιώξουν από κοινού την εναρμόνιση της πολιτικής τους ως προς τις θεωρήσεις.

2. Προκειμένου περί υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι υπόκεινται, κατά την υπογραφή της παρούσας συμβάσης ή κατόπιν αυτής, σε καθεστώς θεωρήσεως κοινής για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, το καθεστώς αυτό μπορεί να μεταβληθεί μόνο με κοινή συμφωνία όλων των συμβαλλομένων μερών. Ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, σε εξαιρετική περίπτωση, να παρεκκλίνει από το κοινό καθεστώς θεωρήσεων έναντι τρίτου κράτους για σημαντικούς λόγους εθνικής πολιτικής οι οποίοι επιβάλλουν να ληφθεί επείγουσα απόφαση. Οφείλει προηγουμένως να συμβουλευθεί τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη και, κατά την απόφασή του, να λάβει υπόψη τα συμφέροντά τους, καθώς και τις επιπτώσεις αυτής της απόφασης.

Άρθρο 10

1. Θεσπίζεται μια ομοιόμορφη θεώρηση, ισχύουσα στο σύνολο του εδάφους των συμβαλλομένων μερών. Η θεώρηση αυτή, η διάρκεια ισχύος της οποίας διέπεται από το άρθρο 11, μπορεί να εκδοθεί για τρίμηνη διαμονή κατ' ανώτατο όριο.

2. Μέχρι την υλοποίηση της θεώρησης αυτής, τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν τις αντίστοιχες εθνικές τους θεωρήσεις, εφόσον η χορήγησή τους πραγματοποιείται βάσει των κοινών όρων και κριτηρίων που καθορίζουν οι σχετικές διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

3. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, κάθε συμβαλλόμενο μέρος διατηρεί το δικαίωμα να περιορίσει την εδαφική ισχύ της θεωρήσεως, σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες που ορίζονται στα πλαίσια των σχετικών διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 11

1. Η θεώρηση που θεσπίζεται από το άρθρο 10 μπορεί να είναι:

α) θεώρηση ταξιδιού ισχύουσα για μία ή περισσότερες εισόδους, χωρίς ούτε η διάρκεια συνεχούς διαμονής, ούτε η συνολική διάρκεια των αλλεπαλλήλων διαμονών να δύνανται να υπερβούν τους τρεις μήνες ανά εξάμηνο, από την ημερομηνία της πρώτης εισόδου·

β) θεώρηση διελεύσεως που επιτρέπει στον κάτοχό της να διέλθει μία, δύο ή -σε εξαιρετικές περιπτώσεις- περισσότερες φορές από το έδαφος των συμβαλλομένων μερών, προκειμένου να μεταβεί σε ένα τρίτο κράτος, χωρίς η διάρκεια της διελεύσεως να δύναται να υπερβαίνει τις πέντε ημέρες.

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εμποδίζουν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να χορηγήσει, σε περίπτωση ανάγκης, μια νέα θεώρηση κατά τη διάρκεια του υπό εξέταση εξαμήνου, η ισχύς της οποίας θα περιορίζεται στο έδαφός του.

Άρθρο 12

1. Η ομοιόμορφη θεώρηση που θεσπίζεται με το άρθρο 10 παράγραφος 1, χορηγείται από τις διπλωματικές και προξενικές αρχές των συμβαλλομένων μερών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από τις αρχές των συμβαλλομένων μερών που ορίζονται στα πλαίσια του άρθρου 17.

2. Αρμόδιο συμβαλλόμενο μέρος για τη χορήγηση αυτής της θεωρήσεως είναι, κατά κανόνα, αυτό του κύριου προορισμού. Εάν ο προορισμός αυτός δεν μπορεί να καθορισθεί επακριβώς, η χορήγηση της θεωρήσεως ανήκει, κατά κανόνα, στο διπλωματικό ή προξενικό γραφείο του συμβαλλόμενου μέρους της πρώτης εισόδου.

3. Η εκτελεστική επιτροπή ορίζει τον τρόπο εφαρμογής, και ιδίως τα κριτήρια καθορισμού του κύριου προορισμού.

Άρθρο 13

1. Δεν μπορεί να καταχωρηθεί θεώρηση σε ταξιδιωτικό έγγραφο, του οποίου η ισχύς έχει λήξει.

2. Η διάρκεια ισχύος του ταξιδιωτικού εγγράφου πρέπει να υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος της θεωρήσεως, λαμβάνοντας υπόψη την προθεσμία χρησιμοποιήσεώς της. Πρέπει να επιτρέπει την επιστροφή του αλλοδαπού στη χώρα καταγωγής του ή την είσοδό του σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 14

1. Δεν μπορεί να καταχωρηθεί θεώρηση σε ταξιδιωτικό έγγραφο το οποίο δεν ισχύει για κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Αν το ταξιδιωτικό έγγραφο ισχύει μόνο για ένα ή περισσότερα μέρη, η καταχωρούμενη θεώρηση περιορίζεται σε αυτό ή αυτά τα συμβαλλόμενα μέρη.

2. Σε περίπτωση που η ισχύς του ταξιδιωτικού εγγράφου δεν αναγνωρίζεται από ένα ή περισσότερα συμβαλλόμενα μέρη, η θεώρηση μπορεί να εκδοθεί υπό μορφήν αδείας, η οποία επέχει θέση θεωρήσεως.

Άρθρο 15

Οι θεωρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10 εκδίδονται, κατά κανόνα, μόνον αν ο αλλοδαπός ανταποκρίνεται στους όρους εισόδου που ορίζει το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ), δ) και ε).

Άρθρο 16

Εάν ένα συμβαλλόμενο μέρος κρίνει αναγκαίο να παρεκκλίνει, για μια από τις αιτίες που απαριθμούνται στο άρθρο 5 παράγραφος 2, από τη αρχή που ορίζει το άρθρο 15, εκδίδοντας θεώρηση σε αλλοδαπό που δεν πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων εισόδου του άρθρου 5 παράγραφος 1, η ισχύς αυτής της θεωρήσεως περιορίζεται στο έδαφος του συμβαλλόμενου αυτού μέρους, το οποίο οφείλει να ενημερώσει τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη.

Άρθρο 17

1. Η εκτελεστική επιτροπή εκδίδει κοινούς κανόνες για την εξέταση των αιτήσεων θεωρήσεως, φροντίζει για την ορθή εφαρμογή τους και τους προσαρμόζει στις νέες καταστάσεις και περιστάσεις.

2. Επιπλέον, η εκτελεστική επιτροπή ορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η χορήγηση θεωρήσεως υπόκειται σε διαβουλεύσεις με τις κεντρικές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους, στο οποίο εκκρεμεί η αίτηση καθώς και, κατά περίπτωση, με τις κεντρικές αρχές των άλλων συμβαλλομένων μερών.

3. Η εκτελεστική επιτροπή λαμβάνει, επιπλέον, τις απαραίτητες αποφάσεις σχετικά με τα ακόλουθα στοιχεία:

α) τα ταξιδιωτικά έγγραφα, στα οποία μπορεί να καταχωρούνται θεωρήσεις·

β) τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη χορήγηση των θεωρήσεων·

γ) τους όρους χορηγήσεως των θεωρήσεων στα σύνορα·

δ) τη μορφή, το περιεχόμενο, τη διάρκεια ισχύος των θεωρήσεων και τα τέλη που εισπράττονται για τη χορήγησή τους·

ε) τους όρους παράτασης και άρνησης των θεωρήσεων που αναφέρονται στα στοιχεία γ) και δ), προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα του συνόλου των συμβαλλομένων μερών·

στ) τον τρόπο περιορισμού της εδαφικής ισχύος των θεωρήσεων·

ζ) τις αρχές που διέπουν την κατάρτιση ενός κοινού καταλόγου ανεπιθυμήτων αλλοδαπών, με την επιφύλαξη του άρθρου 96.

Τμήμα 2

Θεωρήσεις για διαμονή μακράς διαρκείας

Άρθρο 18

Οι θεωρήσεις για διαμονή άνω των τριών μηνών, είναι εθνικές θεωρήσεις που εκδίδονται από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του. Παρόμοια θεώρηση επιτρέπει στον κάτοχό της να διέλθει από το έδαφος των άλλων συμβαλλομένων μερών προκειμένου να εισέλθει στο έδαφος του συμβαλλομένου μέρους που χορήγησε τη θεώρηση, εκτός αν δεν πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου που προβλέπει το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), δ) και ε), ή αν αναγράφεται στον εθνικό κατάλογο ανεπιθυμήτων του συμβαλλόμενου μέρους, από το έδαφος του οποίου επιθυμεί να διέλθει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΟΡΟΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ

Άρθρο 19

1. Αλλοδαποί κάτοχοι ομοιόμορφης θεωρήσεως, οι οποίοι εισέρχονται κανονικά στο έδαφος ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη, μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος του συνόλου των συμβαλλομένων μερών κατά τη διάρκεια ισχύος της θεωρήσεώς τους, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις εισόδου που προβλέπει το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ), δ) και ε).

2. Μέχρι την υλοποίηση της ομοιόμορφης θεωρήσεως, οι αλλοδαποί κάτοχοι θεωρήσεως που έχει χορηγηθεί από ένα συμβαλλόμενο μέρος, οι οποίοι έχουν εισέλθει κανονικά στο έδαφος ενός από αυτά, μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος του συνόλου των συμβαλλομένων μερών κατά τη διάρκεια ισχύος της θεωρήσεως και κατ' ανώτατο όριο επί τρεις μήνες από την ημερομηνία της πρώτης εισόδου, εφόσον πληρούν τους όρους εισόδου όπως προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ), δ) και ε).

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή προκειμένου για θεωρήσεις των οποίων η ισχύς αποτελεί το αντικείμενο εδαφικού περιορισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 3 του παρόντος τίτλου.

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22.

Άρθρο 20

1. Αλλοδαποί μη υποκείμενοι στην υποχρέωση θεωρήσεως μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών επί τρεις μήνες κατ' ανώτατο όριο, εντός περιόδου έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης εισόδου, εφόσον πληρούν τους όρους εισόδου που προβλέπονται από το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ), δ) και ε).

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν παρακωλύουν το δικαίωμα κάθε συμβαλλομένου μέρους να παρατείνει την παραμονή αλλοδαπού στο έδαφός του πέραν των τριών μηνών, κάτω από ειδικές συνθήκες ή κατ' εφαρμογή των διατάξεων διμερούς συμφωνίας η οποία έχει συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας σύμβασης.

3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22.

Άρθρο 21

1. Αλλοδαποί κάτοχοι θεωρήσεως που έχει χορηγηθεί από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών, μπορούν με την κάλυψη του τίτλου αυτού, καθώς και ενός ταξιδιωτικού εγγράφου, η ισχύς των οποίων δεν έχει λήξει, να κυκλοφορούν ελεύθερα επί τρεις μήνες κατ' ανώτατο όριο στο έδαφος των άλλων μερών εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις εισόδου που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ) και ε) και δεν περιλαμβάνονται στους εθνικούς πίνακες ανεπιθυμήτων του οικείου συμβαλλομένου μέρους.

2. Η παράγραφος 1 έχει επίσης εφαρμογή σε αλλοδαπούς κατόχους προσωρινής αδείας διαμονής, που έχει χορηγηθεί από ένα συμβαλλόμενο μέρος, και ενός ταξιδιωτικού εγγράφου που έχει εκδοθεί από ένα συμβαλλόμενο μέρος.

3. Τα συμβαλλόμενα μέρη ανακοινώνουν στην εκτελεστική επιτροπή τον κατάλογο των εγγράφων που εκδίδουν και τα οποία επέχουν θέση τίτλου διαμονής ή αδείας προσωρινής διαμονής και ταξιδιωτικού εγγράφου κατά την έννοια του παρόντος άρθρου.

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 22.

Άρθρο 22

1. Αλλοδαποί εισερχόμενοι κανονικά στο έδαφος ενός εκ των συμβαλλομένων μερών οφείλουν να δηλώνουν την παρουσία τους στις αρμόδιες αρχές του συμβαλλομένου μέρους, στο έδαφος του οποίου εισέρχονται υπό τους όρους που καθορίζει κάθε συμβαλλόμενο μέρος. Η δήλωση αυτή μπορεί να πραγματοποιείται, κατ' επιλογή κάθε συμβαλλόμενου μέρους, κατά την είσοδο, ή εντός προθεσμίας τριών ημερών από της εισόδου στο έδαφος του συμβαλλομένου μέρους.

2. Αλλοδαποί οι οποίοι κατοικούν στο έδαφος ενός εκ των συμβαλλομένων μερών και εισέρχονται στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου μέρους, υπόκεινται στην υποχρέωση δηλώσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

3. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος αποφασίζει τις εξαιρέσεις από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 και τις ανακοινώνει στην εκτελεστική επιτροπή.

Άρθρο 23

1. Αλλοδαπός ο οποίος δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις σύντομης παραμονής που ισχύουν στο έδαφος ενός συμβαλλομένου μέρους, πρέπει κατά κανόνα να εγκαταλείψει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τα εδάφη των συμβαλλομένων μερών.

2. Αλλοδαπός ο οποίος διαθέτει προσωρινό τίτλο ή προσωρινή άδεια διαμονής που έχει εκδοθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος, η ισχύς της οποίας δεν έχει ακόμα λήξει, πρέπει να κατευθυνθεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο έδαφος του συμβαλλομένου αυτού μέρους.

3. Όταν η αναχώρηση αλλοδαπού ο οποίος εμπίπτει στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν πραγματοποιείται εθελοντικώς, ή όταν μπορεί να εκληφθεί ότι η αναχώρηση αυτή δεν θα πραγματοποιηθεί, εάν η αναχώρηση του αλλοδαπού επιβάλλεται για λόγους εθνικής ασφαλείας ή δημόσιας τάξεως, ο αλλοδαπός πρέπει να απομακρύνεται από το έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους στο οποίο συλλαμβάνεται, υπό τους όρους που προβλέπει η εθνική νομοθεσία του συμβαλλόμενου μέρους. Εάν η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής δεν επιτρέπει την απομάκρυνση, τότε το οικείο συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να επιτρέψει στον αλλοδαπό τη διαμονή στο έδαφός του.

4. Η απομάκρυνση του προσώπου αυτού από το έδαφος του οικείου κράτους μπορεί να γίνει προς τη χώρα προέλευσής του, ή προς κάθε άλλο κράτος στο οποίο είναι δυνατή η είσοδός του, κατ' εφαρμογή κυρίως των σχετικών διατάξεων των συμφωνιών επανεισδοχής που έχουν συναφθεί μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

5. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 δεν παρακωλύουν την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων περί ασύλου, ούτε την εφαρμογή της συμβάσεως της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 περί του καθεστώτος των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, ούτε την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 33 παράγραφος 1 της παρούσας συμβάσεως.

Άρθρο 24

Υπό την επιφύλαξη εκ μέρους της εκτελεστικής επιτροπής του ορισμού, των κριτηρίων και της κατάλληλης πρακτικής διαδικασίας, τα συμβαλλόμενα μέρη συμψηφίζουν μεταξύ τους τις οικονομικές ανισορροπίες που μπορούν να προκύψουν από την υποχρέωση απομακρύνσεως που προβλέπεται στο άρθρο 23, όταν η απομάκρυνση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με έξοδα του αλλοδαπού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΤΙΤΛΟΙ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΩΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ

Άρθρο 25

1. Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος πρόκειται να χορηγήσει τίτλο διαμονής σε αλλοδαπό που έχει καταχωρηθεί ως ανεπιθύμητος, συμβουλεύεται προηγουμένως το καταχωρούν συμβαλλόμενο μέρος και λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντά του. Ο τίτλος διαμονής θα εκδοθεί μόνο για σοβαρούς λόγους, κυρίως ανθρωπιστικούς ή λόγους που απορρέουν από διεθνείς υποχρεώσεις.

Εάν ο τίτλος διαμονής χορηγηθεί, το συμβαλλόμενο μέρος που καταχώρησε τον αλλοδαπό προβαίνει στην ανάκληση της καταχωρήσεως, αλλά ωστόσο μπορεί να εγγράψει τον αλλοδαπό στον εθνικό του πίνακα ανεπιθυμήτων.

2. Όταν προκύπτει ότι αλλοδαπός, κάτοχος ενός ισχύοντος τίτλου διαμονής που έχει χορηγηθεί από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών, έχει καταχωρηθεί ως ανεπιθύμητος, το συμβαλλόμενο μέρος που τον έχει καταχωρήσει συνεννοείται με το μέρος που χορήγησε τον τίτλο διαμονής, προκειμένου να αποφασισθεί αν υφίστανται επαρκείς λόγοι για να ανακληθεί ο τίτλος διαμονής.

Εάν ο τίτλος διαμονής δεν ανακληθεί, το καταχωρούν συμβαλλόμενο μέρος προβαίνει στην ανάκληση της καταχωρήσεως, αλλά μπορεί να εγγράψει τον αλλοδαπό στον εθνικό του κατάλογο ανεπιθυμήτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 26

1. Υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από την προσχώρησή τους στη σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 σχετικά με το καθεστώς προστασίας των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εισάγουν στην εθνική τους νομοθεσία τους ακόλουθους κανόνες:

α) αν υπαγορευθεί η είσοδος στο έδαφος ενός εκ των συμβαλλομένων μερών σε αλλοδαπό, ο μεταφορέας που τον έφερε με εναέρια, θαλάσσια, ή οδική συγκοινωνία στα εξωτερικά σύνορα υποχρεούται να τον αναλάβει και πάλι χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Κατόπιν αιτήσεως των αρχών επιτηρήσεως των συνόρων οφείλει να επαναφέρει τον αλλοδαπό στο τρίτο κράτος από το οποίο τον μετέφερε, στο τρίτο κράτος που εξέδωσε το ταξιδιωτικό έγγραφο με το οποίο ταξίδευσε, ή σε κάθε άλλο τρίτο κράτος στο οποίο είναι εξασφαλισμένη η είσοδός του·

β) ο μεταφορέας οφείλει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να βεβαιωθεί ότι ο αλλοδαπός που μεταφέρεται με εναέρια ή θαλάσσια συγκοινωνία είναι κάτοχος των ταξιδιωτικών εγγράφων που απαιτούνται για την είσοδό του στην επικράτεια των συμβαλλομένων μερών.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται, υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από την προσχώρησή τους στη σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951, τη σχετική με το καθεστώς προστασίας των προσφύγων, όπως έχει τροποποιηθεί από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, και τηρώντας την συνταγματική νομοθεσία τους, να θεσπίσουν κυρώσεις κατά των μεταφορέων που διοχετεύουν από ένα τρίτο κράτος προς το έδαφός τους με εναέριες ή θαλάσσιες συγκοινωνίες αλλοδαπούς που δεν κατέχουν τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 στοιχείο β) και της παραγράφου 2 εφαρμόζονται στους μεταφορείς ομάδων που εξασφαλίζουν διεθνείς οδικές συνδέσεις με τουριστικά λεωφορεία, με εξαίρεση την συνοριακή κυκλοφορία.

Άρθρο 27

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να θεσμοθετήσουν τις αρμόζουσες κυρώσεις κατά οιουδήποτε ο οποίος για κερδοσκοπικούς λόγους βοηθά ή επιχειρεί να βοηθήσει αλλοδαπό να εισέλθει ή να διαμείνει στο έδαφος ενός εκ των συμβαλλομένων μερών, κατά παράβαση της νομοθεσίας του συμβαλλομένου αυτού μέρους της σχετικής με την είσοδο και διαμονή αλλοδαπών.

2. Αν ένα συμβαλλόμενο μέρος ενημερωθεί για πράξεις αναφερόμενες στην παράγραφο 1, οι οποίες αποτελούν παράβαση της νομοθεσίας ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους, ενημερώνει σχετικά το τελευταίο αυτό μέρος.

3. Το συμβαλλόμενο μέρος που ζητεί από άλλο συμβαλλόμενο μέρος να ασκήσει δίωξη λόγω παραβάσεως της νομοθεσίας του, για πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οφείλει να αιτιολογήσει διά επισήμου καταγγελίας ή βεβαιώσεως των αρμοδίων αρχών τις διατάξεις του νόμου οι οποίες παραβιάστηκαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΣΥΛΟΥ

Άρθρο 28

Τα συμβαλλόμενα μέρη επαναβεβαιώνουν τις υποχρεώσεις τους εκ της συμβάσεως της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951, περί του καθεστώτος των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, χωρίς κανένα γεωγραφικό περιορισμό του πεδίου εφαρμογής των κειμένων αυτών, καθώς και την υποχρέωσή τους να συνεργαστούν με τις υπηρεσίες του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες, για την εφαρμογή των εν λόγω πράξεων.

Άρθρο 29

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εξασφαλίσουν την εξέταση κάθε αιτήσεως παροχής ασύλου που κατατίθεται από έναν αλλοδαπό στο έδαφος ενός εξ αυτών.

2. Η υποχρέωση αυτή δεν συνεπάγεται ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος επιτρέπει πάντοτε στον αιτούντα άσυλο την είσοδο ή τη διαμονή στο έδαφός του.

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος, βάσει των εθνικών του διατάξεων και σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις του, διατηρεί το δικαίωμα να επαναπροωθήσει ή να απομακρύνει τον αιτούντα άσυλο προς ένα τρίτο κράτος.

3. Όποιο και αν είναι το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο ο αλλοδαπός απευθύνει την αίτηση παροχής ασύλου, ένα μόνο συμβαλλόμενο μέρος είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του. Το συμβαλλόμενο αυτό μέρος καθορίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 30.

4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, κάθε συμβαλλόμενο μέρος διατηρεί το δικαίωμα -για ιδιαίτερους λόγους που ανάγονται ιδίως στην εθνική νομοθεσία του- να εξετάσει μια αίτηση παροχής ασύλου έστω και αν η ευθύνη, κατά την έννοια της παρούσας συμβάσεως, ανήκει σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος.

Άρθρο 30

1. Το συμβαλλόμενο μέρος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου ορίζεται ως εξής:

α) αν ένα συμβαλλόμενο μέρος χορήγησε στον αιτούντα άσυλο οποιασδήποτε μορφής θεώρηση ή τίτλο διαμονής, έχει και την ευθύνη εξετάσεως της αιτήσεως. Αν η θεώρηση χορηγήθηκε ύστερα από εξουσιοδότηση άλλου συμβαλλόμενου μέρους, υπεύθυνο είναι το συμβαλλόμενο μέρος που έδωσε την εξουσιοδότηση·

β) αν περισσότερα συμβαλλόμενα μέρη χορήγησαν στον αιτούντα άσυλο οποιασδήποτε μορφής θεώρηση, ή ένα τίτλο διαμονής, το συμβαλλόμενο μέρος που είναι υπεύθυνο είναι αυτό που χορήγησε την άδεια διαμονής ή τον τίτλο διαμονής με την πλέον μακρά λήξη·

γ) εφόσον ο αιτών άσυλο δεν εγκατέλειψε το έδαφος των συμβαλλομένων μερών, η κατά τα στοιχεία α) και β) ευθύνη παραμένει, έστω και αν έχει λήξει η διάρκεια ισχύος της οποιασδήποτε μορφής θεωρήσεως ή του τίτλου διαμονής. Αν ο αιτών άσυλο εγκατέλειψε το έδαφος των συμβαλλομένων μερών μετά τη χορήγηση της θεωρήσεως ή του τίτλου διαμονής, τα έγγραφα αυτά θεμελιώνουν την ευθύνη σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β), εκτός αν στο μεταξύ έληξε η ισχύς τους δυνάμει εθνικών διατάξεων·

δ) αν ο αιτών άσυλο έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση χορηγήσεως θεωρήσεως από τα συμβαλλόμενα μέρη, υπεύθυνο είναι το συμβαλλόμενο μέρος, από τα εξωτερικά σύνορα του οποίου εισήλθε ο αιτών άσυλο στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών.

Εφόσον χρόνο δεν θα έχει ολοκληρωθεί η εναρμόνιση των αδειών διαμονής και αν ο αιτών το άσυλο έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση θεωρήσεως από ορισμένα μόνο συμβαλλόμενα μέρη, υπεύθυνο, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των στοιχείων α), β) και γ) είναι το συμβαλλόμενο μέρος από τα εξωτερικά σύνορα του οποίου εισήλθε ο αιτών άσυλο στα εδάφη των συμβαλλομένων μερών, επωφελούμενος της απαλλαγής από την υποχρέωση χορηγήσεως θεωρήσεως.

Αν η αίτηση παροχής ασύλου υποβληθεί σε ένα συμβαλλόμενο μέρος το οποίο έχει χορηγήσει στον αιτούντα θεώρηση διελεύσεως -ασχέτως του αν ο αιτών πέρασε ή όχι από τον έλεγχο διαβατηρίων- και αν η θεώρηση διελεύσεως χορηγήθηκε αφού η χώρα διελεύσεως βεβαιώθηκε από τις προξενικές ή διπλωματικές αρχές του συμβαλλόμενου μέρους προορισμού ότι ο αιτών άσυλο ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις εισόδου στο έδαφός της, υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως είναι το συμβαλλόμενο μέρος προορισμού·

ε) αν ο αιτών άσυλο εισήλθε στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών χωρίς να διαθέτει ένα ή περισσότερα έγγραφα επιτρέποντα τη διέλευση των συνόρων, όπως τα έχει καθορίσει η εκτελεστική επιτροπή, υπεύθυνο είναι το συμβαλλόμενο μέρος από τα εξωτερικά σύνορα του οποίου εισήλθε ο αιτών άσυλο στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών·

στ) αν ένας αλλοδαπός, η αίτηση παροχής ασύλου του οποίου εξετάζεται ήδη από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών, καταθέσει νέα αίτηση, υπεύθυνο είναι το συμβαλλόμενο μέρος που ήδη εξετάζει την αίτησή του·

ζ) αν ένας αλλοδαπός, του οποίου μια προηγούμενη αίτηση παροχής ασύλου αποτέλεσε αντικείμενο οριστικής αποφάσεως από ένα εκ των συμβαλλομένων μερών, καταθέσει νέα αίτηση, υπεύθυνο είναι το συμβαλλόμενο μέρος που εξέτασε την προηγούμενη αίτηση, εφόσον ο αλλοδαπός δεν εγκατέλειψε το έδαφος των συμβαλλομένων μερών.

2. Αν ένα συμβαλλόμενο μέρος ανέλαβε την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 29 παράγραφος 4, το υπεύθυνο συμβαλλόμενο μέρος δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του.

3. Αν το υπεύθυνο συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να ορισθεί βάσει των κριτηρίων που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, υπεύθυνο είναι το συμβαλλόμενο μέρος ενώπιον του οποίου κατατέθηκε η αίτηση παροχής ασύλου.

Άρθρο 31

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη θα προσπαθήσουν να καθορίσουν το ταχύτερο δυνατόν ποιο μεταξύ αυτών είναι υπεύθυνο για την εξέταση μιας αιτήσεως παροχής ασύλου.

2. Αν αίτηση παροχής ασύλου απευθύνεται προς μη υπεύθυνο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 30, συμβαλλόμενο μέρος από αλλοδαπό που διαμένει στο έδαφός του, το συμβαλλόμενο αυτό μέρος μπορεί να ζητήσει από το υπεύθυνο συμβαλλόμενο μέρος να αναλάβει τον αιτούντα άσυλο, προκειμένου να διεκπεραιώσει την εξέταση της αιτήσεώς του για την παροχή ασύλου.

3. Το υπεύθυνο συμβαλλόμενο μέρος υποχρεούται να αναλάβει τον αιτούντα το άσυλο που αναφέρεται στην παράγραφο 2, αν το σχετικό αίτημα προβληθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως παροχής ασύλου. Αν το αίτημα δεν προβληθεί εντός αυτής της προθεσμίας, υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου είναι το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση αυτή.

Άρθρο 32

Η εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου γίνεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του υπεύθυνου συμβαλλόμενου μέρους

Άρθρο 33

1. Όταν ο αιτών το άσυλο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου βρίσκεται παρανόμως στο έδαφος ενός άλλου συμβαλλόμενου μέρους, το υπεύθυνο μέρος υποχρεούται να τον αναλάβει εκ νέου.

2. Η παράγραφος 1 δεν έχει εφαρμογή, όταν το άλλο συμβαλλόμενο μέρος έχει χορηγήσει προς τον αιτούντα το άσυλο τίτλο διαμονής με ισχύ μεγαλύτερη ή ίση του ενός έτους. Στην περίπτωση αυτή, η ευθύνη για την εξέταση της αιτήσεως μεταφέρεται στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος.

Άρθρο 34

1. Το υπεύθυνο συμβαλλόμενο μέρος υποχρεούται να αναλάβει εκ νέου τον αλλοδαπό, του οποίου η αίτηση παροχής ασύλου απορρίφθηκε οριστικώς, και ο οποίος μετέβη στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου μέρους, χωρίς να έχει άδεια διαμονής.

2. Εντούτοις η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν το υπεύθυνο συμβαλλόμενο μέρος είχε απομακρύνει τον αλλοδαπό εκτός του εδάφους των συμβαλλομένων μερών.

Άρθρο 35

1. Το συμβαλλόμενο μέρος που αναγνώρισε σε έναν αλλοδαπό το καθεστώς του πρόσφυγα και του χορήγησε δικαίωμα διαμονής υποχρεούται, με την προϋπόθεση ότι συμφωνούν οι ενδιαφερόμενοι, να αναλάβει την ευθύνη της εξετάσεως της αιτήσεως παροχής ασύλου ενός μέλους της οικογένειάς του.

2. Το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 μέλος της οικογένειας είναι ο σύζυγος ή το άγαμο τέκνο του πρόσφυγα, ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών, ή αν ο πρόσφυγας είναι άγαμο τέκνο μικρότερο των δεκαοκτώ ετών, ο πατέρας ή η μητέρα του.

Άρθρο 36

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως παροχής ασύλου μπορεί, για ανθρωπιστικούς λόγους που στηρίζονται ιδίως σε οικογενειακούς ή πολιτιστικούς λόγους, να ζητήσει από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος να αναλάβει την ευθύνη αυτή, εφόσον το επιθυμεί ο ενδιαφερόμενος. Το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο υποβάλλεται το σχετικό αίτημα, εκτιμά κατά πόσον να ανταποκριθεί σε αυτό.

Άρθρο 37

1. Οι αρμόδιες αρχές των συμβαλλομένων μερών ανακοινώνουν αμοιβαίως, το ταχύτερο δυνατόν, πληροφορίες στα ακόλουθα θέματα:

α) κανονισμούς ή νέα μέτρα που λαμβάνονται στον τομέα του δικαιώματος ασύλου, ή τη μεταχείριση των αιτούντων άσυλο, το αργότερο, κατά την έναρξη ισχύος τους·

β) στατιστικά δεδομένα που αφορούν τις μηνιαίες αφίξεις των αιτούντων άσυλο, σημειώνοντας τις κυριότερες χώρες προελεύσεως, καθώς και τις συνακόλουθες αποφάσεις επί των αιτήσεων παροχής ασύλου, στο μέτρο που είναι διαθέσιμες·

γ) εμφάνιση ή σημαντική αύξηση ορισμένων ομάδων που ζητούν άσυλο, καθώς και τις υφιστάμενες πληροφορίες σε αυτό το θέμα·

δ) θεμελιώδεις αποφάσεις στον τομέα του δικαιώματος ασύλου.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη εξασφαλίζουν, επιπλέον, στενή συνεργασία όσον αφορά τη συγκέντρωση πληροφοριών, ως προς την κατάσταση στις χώρες προελεύσεως των αιτούντων άσυλο, προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή εκτίμηση.

3. Κάθε επιθυμία που εκφράζεται από ένα συμβαλλόμενο μέρος σχετικά με την εμπιστευτική επεξεργασία των πληροφοριών που ανακοινώνει, πρέπει να γίνεται σεβαστή από τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη.

Άρθρο 38

1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος διαβιβάζει σε κάθε άλλο μέρος που το ζητεί τα στοιχεία που διαθέτει σχετικά με έναν αιτούντα άσυλο, τα οποία είναι απαραίτητα για:

- τον καθορισμό του συμβαλλόμενου μέρους που είναι υπεύθυνο για την επεξεργασία της αιτήσεως παροχής ασύλου,

- την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου,

- την υλοποίηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το παρόν κεφάλαιο.

2. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να αφορούν αποκλειστικά:

α) την ταυτότητα (όνομα και επώνυμο, ενδεχομένως προηγούμενα ονόματα, προσωνυμίες ή ψευδώνυμα, χρόνο και τόπο γεννήσεως, παρούσα και προηγούμενη ιθαγένεια του αιτούντος άσυλο και, κατά περίπτωση, των μελών της οικογένειάς του)·

β) τα έγγραφα ταυτότητας και ταξιδίου (αριθμό, διάρκεια ισχύος, ημερομηνία έκδοσης, εκδούσα αρχή, τόπος έκδοσης κ.λπ.)·

γ) τα λοιπά στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διαπίστωση της ταυτότητας του αιτούντος·

δ) τους τόπους διαμονής και τα δρομολόγια των ταξιδίων·

ε) τους τίτλους διαμονής ή τις θεωρήσεις που έχουν χορηγηθεί από ένα συμβαλλόμενο μέρος·

στ) τον τόπο καταθέσεως της αιτήσεως παροχής ασύλου.

ζ) κατά περίπτωση, την ημερομηνία καταθέσεως μιας προηγούμενης αιτήσεως παροχής ασύλου, την ημερομηνία καταθέσεως της παρούσας αιτήσεως, την κατάσταση προόδου της διαδικασίας, το κείμενο της αποφάσεως.

3. Ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, επιπλέον, να ζητήσει από άλλο συμβαλλόμενο μέρος να του κοινοποιήσει τους λόγους που επικαλέστηκε ο αιτών άσυλο, προκειμένου να θεμελιώσει την αίτησή του και, ενδεχομένως, την αιτιολογία της ληφθείσας απόφασης που τον αφορά. Το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο υποβλήθηκε το σχετικό αίτημα εκτιμά κατά πόσον μπορεί να δώσει συνέχεια στο αίτημα αυτό. Η ανακοίνωση αυτών των πληροφοριών υπόκειται, σε κάθε περίπτωση, στη συναίνεση του αιτούντος το άσυλο.

4. Η ανταλλαγή στοιχείων πραγματοποιείται μετά από σχετικό αίτημα ενός συμβαλλόμενου μέρους και μόνο μεταξύ των αρχών που κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει ανακοινώσει προς την εκτελεστική επιτροπή.

5. Τα ανταλλασσόμενα στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τους προβλεπόμενους στην παράγραφο 1 σκοπούς. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να ανακοινωθούν μόνο προς διοικητικές και δικαστικές αρχές οι οποίες είναι αρμόδιες:

- για τον καθορισμό του συμβαλλόμενου μέρους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου,

- για την εξέταση της αιτήσεως παροχής ασύλου,

- την υλοποίηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το παρόν κεφάλαιο.

6. Το συμβαλλόμενο μέρος που διαβιβάζει τα στοιχεία μεριμνά ώστε τα στοιχεία αυτά να είναι ενημερωμένα και ακριβή.

Αν προκύψει ότι αυτό το συμβαλλόμενο μέρος χορήγησε ανακριβή στοιχεία ή στοιχεία που δεν έπρεπε να διαβιβαστούν, τα συμβαλλόμενα μέρη προς τα οποία απευθύνονται ειδοποιούνται αμέσως. Υποχρεούνται να διορθώσουν αυτές τις πληροφορίες ή να τις καταστρέψουν.

7. Ο αιτών άσυλο έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αίτησή του να του ανακοινωθούν οι ανταλλαγείσες πληροφορίες που τον αφορούν, εφόσον χρόνο είναι διαθέσιμες.

Αν διαπιστώσει ότι οι πληροφορίες αυτές είναι ανακριβείς ή ότι δεν έπρεπε να διαβιβαστούν, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη διόρθωση ή την καταστροφή τους. Οι διορθώσεις πραγματοποιούνται υπό τις συνθήκες της παραγράφου 6.

8. Σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος, η διαβίβαση και η αποδοχή των πληροφοριών που ανταλλάσσονται καταχωρούνται.

9. Τα διαβιβασθέντα στοιχεία φυλάσσονται για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το απαραίτητο για τους σκοπούς για τους οποίους έχουν ανταλλαγεί. Η ανάγκη διατηρήσεώς τους πρέπει να εξεταστεί την κατάλληλη στιγμή από το ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος.

10. Τα διαβιβαζόμενα στοιχεία τυγχάνουν, σε κάθε περίπτωση, της ίδιας τουλάχιστον προστασίας με αυτήν που προβλέπεται από το δίκαιο του παραλαμβάνοντος συμβαλλόμενου μέρους για πληροφορίες παρομοίας φύσεως.

11. Αν η επεξεργασία των στοιχείων δεν γίνει αυτομάτως, αλλά κατ' άλλο τρόπο, κάθε συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να λάβει τα αρμόζοντα μέτρα για να εξασφαλίσει την τήρηση του παρόντος άρθρου με αποτελεσματικά μέσα ελέγχου. Αν ένα συμβαλλόμενο μέρος διαθέτει μια υπηρεσία του ιδίου τύπου προς αυτόν που αναφέρεται στην παράγραφο 12, μπορεί να αναθέσει σε αυτήν την υπηρεσία τα καθήκοντα ελέγχου.

12. Αν ένα ή περισσότερα συμβαλλόμενα μέρη επιθυμούν να διεξάγουν την επεξεργασία όλων ή μέρους των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, η ηλεκτρονική επεξεργασία επιτρέπεται μόνον αν τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν θεσπίσει νομοθεσία σχετική με την επεξεργασία αυτή, η οποία θέτει σε εφαρμογή τις αρχές της συμβάσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981, για την προστασία των ατόμων έναντι της αυτόματης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και αν ανέθεσαν σε αρμόδια εθνική αρχή τον ανεξάρτητο έλεγχο της επεξεργασίας και αξιοποίησης των δεδομένων που διαβιβάζονται σύμφωνα προς την παρούσα σύμβαση.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 39

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση όπως οι αστυνομικές υπηρεσίες τους παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, τηρώντας την εθνική νομοθεσία και εντός των ορίων της αρμοδιότητός τους, για την πρόληψη και έρευνα σχετικά με αξιόποινες πράξεις εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν απαιτεί την άδεια των δικαστικών αρχών, το δε σχετικό αίτημα και η διεκπεραίωσή του δεν συνεπάγεται την εφαρμογή μέτρων καταναγκασμού εκ μέρους του συμβαλλόμενου μέρους, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αυτό. Όταν οι αστυνομικές αρχές προς τις οποίες υποβάλλεται το αίτημα δεν είναι αρμόδιες για τη διεκπεραίωσή του, το διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές.

2. Οι έγγραφες πληροφορίες που χορηγούνται από το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο υποβάλλεται το αίτημα δυνάμει της παραγράφου 1, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το συμβαλλόμενο μέρος που υπέβαλε το αίτημα, ως αποδεικτικά στοιχεία ενοχής, μόνον με τη σύμφωνη γνώμη των αρμοδίων δικαστικών αρχών του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο το αίτημα απευθύνεται.

3. Τα αιτήματα συνδρομής που προβλέπονται στην παράγραφο 1, καθώς και οι απαντήσεις σε αυτά τα αιτήματα, μπορούν να ανταλλαγούν μεταξύ των αρμόδιων κεντρικών οργάνων κάθε συμβαλλόμενου μέρους για τη διεθνή αστυνομική συνεργασία. Όταν το αίτημα δεν μπορεί να υποβληθεί εγκαίρως διά της ανωτέρω οδού, τότε απευθύνεται από τις αστυνομικές αρχές του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους απευθείας προς τις αρμόδιες αρχές του μέρους προς το οποίο υποβάλλεται το αίτημα και αυτές μπορούν να απαντήσουν απευθείας. Στις περιπτώσεις αυτές, η αστυνομική αρχή που υποβάλλει το αίτημα ειδοποιεί το ταχύτερο δυνατόν, σχετικά με το απευθείας αίτημά της, το αρμόδιο κεντρικό όργανο του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους για τη διεθνή αστυνομική συνεργασία.

4. Στις παραμεθόριες περιοχές η συνεργασία μπορεί να ρυθμίζεται από διακανονισμούς μεταξύ των αρμόδιων υπουργών των συμβαλλομένων μερών.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν παρακωλύουν τις πληρέστερες, παρούσες ή μελλοντικές, διμερείς συμφωνίες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών που έχουν κοινά σύνορα. Τα συμβαλλόμενα μέρη ενημερώνονται αμοιβαίως γι' αυτές τις συμφωνίες.

Άρθρο 40

1. Τα όργανα ενός εκ των συμβαλλομένων μερών, τα οποία στα πλαίσια δικαστικής έρευνας μέσα στη χώρα τους παρακολουθούν άτομο ύποπτο συμμετοχής σε αξιόποινη πράξη, που μπορεί να συνεπάγεται απέλαση, εξουσιοδοτούνται να συνεχίσουν την παρακολούθηση αυτή στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου μέρους, αν αυτό έχει επιτρέψει τη διασυνοριακή παρακολούθηση βάσει προηγούμενης αιτήσεως δικαστικής συνδρομής. Η εξουσιοδότηση μπορεί να συνοδεύεται από προϋποθέσεις.

Η παρακολούθηση θα ανατεθεί, κατόπιν αιτήσεως, στα όργανα του συμβαλλομένου μέρους, στο έδαφος του οποίου διεξάγεται.

Η αίτηση δικαστικής συνδρομής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να απευθύνεται στην αρχή που έχει ορίσει κάθε ένα εκ των συμβαλλομένων μερών, και η οποία είναι αρμόδια για την παροχή ή τη διαβίβαση της ζητουμένης εξουσιοδοτήσεως.

2. Όταν για λόγους ιδιαίτερα επείγοντες δεν μπορεί να ζητηθεί προηγουμένως η εξουσιοδότηση του άλλου συμβαλλομένου μέρους, τα αρμόδια όργανα παρακολουθήσεως εξουσιοδοτούνται να συνεχίσουν πέραν των συνόρων την παρακολούθηση ατόμου υπόπτου διαπράξεως αξιόποινων πράξεων αναφερομένων στην παράγραφο 7, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η διέλευση των συνόρων κατά την παρακολούθηση θα ανακοινωθεί αμέσως στην αρχή του συμβαλλόμενου μέρους που ορίζεται στην παράγραφο 5, στο έδαφος του οποίου συνεχίζεται η παρακολούθηση·

β) θα κατατεθεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αίτηση δικαστικής συνδρομής, που θα έχει υποβληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 και θα εκθέτει τους λόγους που αιτιολογούν τη διέλευση των συνόρων χωρίς προηγούμενη εξουσιοδότηση.

Η παρακολούθηση θα σταματά μόλις το συμβαλλόμενο μέρος, στο έδαφος του οποίου λαμβάνει χώρα, το ζητήσει σε συνέχεια της ανακοινώσεως που προβλέπεται στο στοιχείο α), ή της αιτήσεως που προβλέπεται στο στοιχείο β), ή αν η εξουσιοδότηση δεν χορηγήθηκε πέντε ώρες μετά τη διέλευση των συνόρων.

3. Η παρακολούθηση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 μπορεί να ασκηθεί μόνον υπό τους ακόλουθους γενικούς όρους:

α) τα παρακολουθούντα όργανα οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και προς το δίκαιο του συμβαλλομένου μέρους, στο έδαφος του οποίου δρουν· οφείλουν να υπακούουν στις εντολές των αρμοδίων κατά τόπον αρχών·

β) με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 καταστάσεων, κατά τη διάρκεια της παρακολουθήσεως τα όργανα εφοδιάζονται με έγγραφο που πιστοποιεί ότι χορηγήθηκε εξουσιοδότηση·

γ) τα παρακολουθούντα όργανα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν ανά πάσα στιγμή την επίσημη ιδιότητά τους·

δ) τα παρακολουθούντα όργανα μπορούν να φέρουν το υπηρεσιακό τους όπλο κατά τη διάρκεια της παρακολουθήσεως εκτός ρητής αντιθέτου αποφάσεως του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα· η χρησιμοποίησή του επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση νομίμου αμύνης·

ε) η είσοδος στις ιδιωτικές κατοικίες και σε μη κοινόχρηστους χώρους απαγορεύεται·

στ) τα παρακολουθούντα όργανα δεν μπορούν ούτε να σταματήσουν, ούτε να συλλάβουν τον παρακολουθούμενο·

ζ) κάθε επιχείρηση αποτελεί αντικείμενο αναφοράς προς τις αρχές του συμβαλλόμενου μέρους, στο έδαφος του οποίου πραγματοποιείται· μπορεί να ζητηθεί η προσωπική εμφάνιση των παρακολουθούντων οργάνων·

η) οι αρχές του συμβαλλόμενου μέρους από το οποίο προέρχονται τα παρακολουθούντα όργανα προσφέρουν -όταν τούτο ζητείται από τις αρχές του συμβαλλόμενου μέρους στην επικράτεια του οποίου πραγματοποιήθηκε η παρακολούθηση- τη συνδρομή τους κατά την ανάκριση που ακολουθεί την επιχείρηση στην οποία έλαβαν μέρος, περιλαμβανομένων και των δικαστικών διαδικασιών.

4. Τα όργανα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 είναι τα ακόλουθα:

- όσον αφορά το Βασίλειο του Βελγίου: τα μέλη της Police Judiciaire près les Parquets, της Gendarmerie και της Police Comunale, καθώς επίσης και οι τελωνειακοί υπάλληλοι σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις κατάλληλες διμερείς συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 6, όσον αφορά τις δικαιοδοσίες τους τις σχετικές με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, τη διακίνηση όπλων και εκρηκτικών και την παράνομη μεταφορά τοξικών και βλαβερών αποβλήτων,

- όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας: τα όργανα των Polizeien des Bundes und der Länder καθώς και, μόνο για τους τομείς της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών και της διακίνησης όπλων, τα όργανα της Zollfahndungsdienst (Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών) υπό την ιδιότητά τους ως βοηθητικών υπαλλήλων του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως,

- όσον αφορά τη Γαλλική Δημοκρατία: οι αξιωματικοί υπάλληλοι της Police Judiciaire, της Police Nationale και της Gendarmerie Nationale, καθώς και οι τελωνειακοί υπάλληλοι σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις κατάλληλες διμερείς συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 6, όσον αφορά τις δικαιοδοσίες τους τις σχετικές με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, τη διακίνηση όπλων και εκρηκτικών και την παράνομη μεταφορά τοξικών και βλαβερών αποβλήτων,

- όσον αφορά το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου: τα όργανα της Gendarmerie και της Police, καθώς και οι τελωνειακοί υπάλληλοι σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις κατάλληλες διμερείς συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 6, όσον αφορά τις δικαιοδοσίες τους τις σχετικές με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, τη διακίνηση όπλων και εκρηκτικών και την παράνομη μεταφορά τοξικών και βλαβερών αποβλήτων,

- όσον αφορά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών: τα όργανα της Rijkspolitie και της Gemeentepolitie, καθώς και οι υπάλληλοι της Φορολογικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και Ελέγχων που είναι αρμόδιοι για τα τέλη εισαγωγής και τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις κατάλληλες διμερείς συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 6, όσον αφορά τις δικαιοδοσίες τους τις σχετικές με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, τη διακίνηση όπλων και εκρηκτικών και την παράνομη μεταφορά τοξικών και βλαβερών αποβλήτων.

5. Η αρχή που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 είναι:

- όσον αφορά το Βασίλειο του Βελγίου: το Commissariat général de la Police judiciaire,

- όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας: το Bundeskriminalamt,

- όσον αφορά τη Γαλλική Δημοκρατία: η Direction centrale de la Police judiciaire,

- όσον αφορά το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου: ο Procureur général d' État

- όσον αφορά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών: ο Landelijk Officier van Justitie που είναι αρμόδιος για τη διασυνοριακή παρακολούθηση.

6. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επεκτείνουν διμερώς το πεδίο εφαρμογής και να θεσπίσουν πρόσθετες διατάξεις προς εκτέλεση του παρόντος άρθρου.

7. Η παρακολούθηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο για μια από τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις:

- δολοφονία,

- φόνος,

- βιασμός,

- εμπρησμός,

- παραχάραξη,

- διακεκριμένη κλοπή και κλεπταποδοχή,

- εκβιασμός,

- απαγωγή και ομηρία,

- δουλεμπόριο,

- παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

- παράβαση των διατάξεων ως προς όλα τα όπλα και τα εκρηκτικά,

- καταστροφές δι' εκρηκτικών,

- παράνομη μεταφορά τοξικών και βλαβερών αποβλήτων,

- αδίκημα φυγής κατόπιν δυστυχήματος που προκάλεσε θάνατο ή σοβαρούς τραυματισμούς.

Άρθρο 41

1. Τα όργανα ενός εκ των συμβαλλομένων μερών τα οποία μέσα στη χώρα τους καταδιώκουν ένα άτομο που κατελήφθη επ' αυτοφώρω να ενεργεί μια από τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ή να συμμετέχει σε μια από τις πράξεις αυτές, εξουσιοδοτούνται να συνεχίσουν την καταδίωξη -χωρίς προηγούμενη άδεια- στο έδαφος ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους, όταν οι αρμόδιες αρχές του άλλου μέρους δεν μπόρεσαν να ειδοποιηθούν εκ των προτέρων για την είσοδο στο έδαφός του, λόγω εξαιρετικώς επείγοντος, με ένα από τα μέσα επικοινωνίας που προβλέπονται στο άρθρο 44, ή όταν οι αρχές αυτές δεν μπόρεσαν να βρεθούν εγκαίρως επιτόπου για να συνεχίσουν την καταδίωξη.

Το ίδιο ισχύει όταν το καταδιωκόμενο πρόσωπο, που τελεί υπό προσωρινή κράτηση, ή που εκτίει στερητική της ελευθερίας ποινή, δραπετεύει.

Τα διωκτικά όργανα προσφεύγουν, το αργότερο κατά τη διέλευση των συνόρων, στις αρμόδιες αρχές του συμβαλλόμενου μέρους στην επικράτεια του οποίου πραγματοποιείται η καταδίωξη. Η καταδίωξη σταματά μόλις ζητηθεί αυτό από το συμβαλλόμενο μέρος, στο έδαφος του οποίου θα πρέπει να συνεχιστεί. Με αίτηση των διωκτικών οργάνων, οι αρμόδιες κατά τόπον αρχές συλλαμβάνουν το καταδιωκόμενο άτομο, για να εξακριβώσουν τα στοιχεία της ταυτότητός του ή να προβούν στη σύλληψή του.

2. Η καταδίωξη ασκείται σύμφωνα με έναν από τους ακόλουθους τρόπους, οριζόμενους με τη δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 9:

α) τα διωκτικά όργανα δεν έχουν το δικαίωμα να σταματήσουν τον καταδιωκόμενο·

β) αν δεν ζητηθεί η διακοπή της καταδιώξεως, οι δε αρμόδιες κατά τόπον αρχές δεν μπορούν να επέμβουν αρκετά γρήγορα, τα διωκτικά όργανα μπορούν να σταματήσουν το καταδιωκόμενο άτομο μέχρις ότου τα όργανα του συμβαλλομένου μέρους στο έδαφος του οποίου πραγματοποιείται η καταδίωξη, τα οποία πρέπει να ενημερωθούν χωρίς υπαίτια βραδύτητα, μπορούν να εξακριβώσουν την ταυτότητά του ή να προβούν στη σύλληψή του.

3. Η καταδίωξη ασκείται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, κατά έναν από τους ακόλουθους τρόπους, οριζόμενους με τη δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 9:

α) μέσα σε μια ζώνη ή για ένα χρονικό διάστημα μετά τη διέλευση των συνόρων, που θα καθορισθούν στη δήλωση·

β) χωρίς κατά χρόνον ή κατά τόπον περιορισμούς.

4. Με δήλωση προβλεπόμενη στην παράγραφο 8, τα συμβαλλόμενα μέρη καθορίζουν τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπει η παράγραφος 1, κατά τον ακόλουθο τρόπο:

α) οι ακόλουθες αξιόποινες πράξεις:

- δολοφονία,

- φόνος,

- βιασμός,

- εμπρησμός,

- παραχάραξη,

- διακεκριμένη κλοπή και κλεπταποδοχή,

- εκβιασμός,

- απαγωγή και ομηρία,

- δουλεμπόριο,

- παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

- παράβαση των διατάξεων ως προς όλα τα όπλα και τα εκρηκτικά,

- καταστροφές δι' εκρηκτικών,

- παράνομη μεταφορά τοξικών και βλαβερών αποβλήτων,

- αδίκημα φυγής κατόπιν δυστυχήματος που προκάλεσε θάνατο ή σοβαρούς τραυματισμούς·

β) οι παραβάσεις που μπορούν να επισύρουν απέλαση.

5. Η δίωξη μπορεί να ασκηθεί μόνον υπό τους ακόλουθους γενικούς όρους:

α) τα διωκτικά όργανα πρέπει να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και προς το δίκαιο του συμβαλλομένου μέρους στο έδαφος του οποίου δρουν· οφείλουν να υπακούουν στις διαταγές των κατά τόπον αρμοδίων αρχών·

β) η καταδίωξη πραγματοποιείται μόνο διά των κατά ξηράν συνόρων·

γ) η είσοδος στις ιδιωτικές κατοικίες και σε μη κοινόχρηστους χώρους απαγορεύεται·

δ) τα διωκτικά όργανα αναγνωρίζονται εύκολα, είτε από τη στολή τους, είτε από περιβραχιόνιο, είτε από τα ενδεικτικά σήματα που τοποθετούν στο αυτοκίνητο· η πολιτική περιβολή, συνδυασμένη με τη χρήση αυτοκινήτων με συμβατικούς αριθμούς χωρίς τα προαναφερθέντα σήματα αναγνώρισης, απαγορεύεται· τα διωκτικά όργανα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν ανά πάσα στιγμή την επίσημη ιδιότητά τους·

ε) τα διωκτικά όργανα μπορούν να φέρουν το υπηρεσιακό τους όπλο· η χρησιμοποίησή του επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση νομίμου αμύνης·

στ) μετά τη σύλληψή του σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 στοιχείο β), το καταδιωκόμενο πρόσωπο μπορεί να υφίσταται μόνο μια σωματική έρευνα ασφαλείας, προκειμένου να οδηγηθεί ενώπιον των αρμοδίων τοπικών αρχών· κατά τη μεταγωγή του μπορούν να χρησιμοποιούνται χειροπέδες· τα αντικείμενα που βρίσκονται στην κατοχή του καταδιωκόμενου προσώπου μπορούν να κατασχεθούν·

ζ) μετά από κάθε επιχείρηση αναφερόμενη στις παραγράφους 1, 2 και 3 τα καταδιωκτικά όργανα παρουσιάζονται ενώπιον των κατά τόπον αρμοδίων αρχών του συμβαλλόμενου μέρους, στο έδαφος του οποίου έδρασαν και δίνουν αναφορά ως προς την αποστολή τους· κατόπιν αιτήσεως των αρχών αυτών υποχρεούνται να παραμείνουν στη διάθεσή τους μέχρις ότου διαφωτιστούν πλήρως οι περιστάσεις της δράσεώς τους· ο όρος αυτός εφαρμόζεται ακόμη και όταν η δίωξη δεν οδήγησε στη σύλληψη του καταδιωκόμενου προσώπου·

η) οι αρχές του συμβαλλομένου μέρους στο οποίο υπάγονται οι αρμόδιες διωκτικές αρχές, προσφέρουν -όταν ζητείται τούτο από τις αρχές του συμβαλλόμενου μέρους, στην επικράτεια του οποίου έλαβε χώρα η καταδίωξη- τη συνδρομή τους στην έρευνα που ακολουθεί την επιχείρηση στην οποία έλαβαν μέρος, περιλαμβανομένων και των δικαστικών διαδικασιών.

6. Ένα άτομο το οποίο σε συνέχεια της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 δράσεως συλλαμβάνεται από τις κατά τόπον αρμόδιες αρχές, μπορεί ασχέτως της ιθαγενείας του, να κρατηθεί για προανάκριση. Οι αντίστοιχοι κανόνες του εθνικού δικαίου εφαρμόζονται κατ' αναλογία.

Αν το άτομο αυτό δεν έχει την ιθαγένεια του συμβαλλομένου μέρους στο έδαφος του οποίου συνελήφθη, αφήνεται ελεύθερο το αργότερο έξι ώρες μετά τη σύλληψή του, χωρίς να υπολογίζονται οι ώρες μεταξύ του μεσονυκτίου και της ενάτης, εκτός και αν οι κατά τόπον αρμόδιες αρχές παραλάβουν προηγουμένως οιασδήποτε μορφής αίτημα προσωρινής κρατήσεως επί σκοπώ εκδόσεως.

7. Τα όργανα που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους είναι:

- όσον αφορά το Βασίλειο του Βελγίου: τα μέλη της Police Judiciaire près les Parquets, της Gendarmerie και της Police Communale, καθώς επίσης και οι τελωνειακοί υπάλληλοι σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις κατάλληλες διμερείς συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 10, όσον αφορά τις δικαιοδοσίες τους τις σχετικές με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, τη διακίνηση όπλων και εκρηκτικών και την παράνομη μεταφορά τοξικών και βλαβερών αποβλήτων,

- όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας: τα όργανα των Polizeien des Bundes und der Länder καθώς και, μόνον για τους τομείς της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών και της διακίνησης όπλων, τα όργανα της Zollfahndungsdienst (Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών) υπό την ιδιότητά τους ως βοηθητικών υπαλλήλων του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως,

- όσον αφορά τη Γαλλική Δημοκρατία: οι αξιωματικοί υπάλληλοι της Police Judiciaire, της Police Nationale και της Gendarmerie Nationale, καθώς και οι τελωνειακοί υπάλληλοι σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις κατάλληλες διμερείς συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 10, όσον αφορά τις δικαιοδοσίες τους τις σχετικές με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, τη διακίνηση όπλων και εκρηκτικών και την παράνομη μεταφορά τοξικών και βλαβερών αποβλήτων,

- όσον αφορά το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου: τα όργανα της Gendarmerie και της Police, καθώς και οι τελωνειακοί υπάλληλοι σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις κατάλληλες διμερείς συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 10, όσον αφορά τις δικαιοδοσίες τους τις σχετικές με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, τη διακίνηση όπλων και εκρηκτικών και την παράνομη μεταφορά τοξικών και βλαβερών αποβλήτων,

- όσον αφορά το Βασίλειο των Κάτω Χωρών: τα όργανα της Rijkspolitie και της Gemeentepolitie, καθώς και οι υπάλληλοι της Φορολογικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και Ελέγχων που είναι αρμόδιοι για τα τέλη εισαγωγής και τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις κατάλληλες διμερείς συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 10, όσον αφορά τις δικαιοδοσίες τους τις σχετικές με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, τη διακίνηση όπλων και εκρηκτικών και την παράνομη μεταφορά τοξικών και βλαβερών αποβλήτων.

8. Το παρόν άρθρο δεν θίγει για τα ενδιαφερόμενα συμβαλλόμενα μέρη το άρθρο 27 της συμφωνίας Μπενελούξ, περί εκδόσεως και δικαστικής συνδρομής σε ποινικά θέματα της 27ης Ιουνίου 1962, όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο της 11ης Μαΐου 1974.

9. Κατά την υπογραφή της παρούσας σύμβασης, κάθε συμβαλλόμενο μέρος καταθέτει δήλωση με την οποία καθορίζει, επί τη βάσει των διατάξεων των παραγράφων 2, 3 και 4, τους όρους ασκήσεως της καταδιώξεως στο έδαφός του, για κάθε συμβαλλόμενο μέρος με το οποίο έχει κοινά σύνορα.

Ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αντικαταστήσει τη δήλωσή του με άλλη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή δεν περιορίζει την έκταση εφαρμογής της προηγούμενης.

Κάθε δήλωση πραγματοποιείται μετά από συνεννόηση με κάθε ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη και με πνεύμα ισοδυναμίας των καθεστώτων που ισχύουν από τις δύο πλευρές των εσωτερικών συνόρων.

10. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν, επί διμερούς επιπέδου, να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 και να θεσπίσουν συμπληρωματικές διατάξεις, προς εκτέλεση του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 42

Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 40 και 41, τα όργανα που βρίσκονται σε αποστολή στο έδαφος ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους εξομοιώνονται προς τα όργανα του μέρους αυτού, όσον αφορά τις παραβάσεις των οποίων ενδεχομένως θα είναι θύματα, ή τις οποίες ενδεχομένως θα διαπράξουν.

Άρθρο 43

1. Όταν, συμφώνως προς τα άρθρα 40 και 41 της παρούσας σύμβασης, τα όργανα ενός συμβαλλομένου μέρους βρίσκονται σε αποστολή στο έδαφος ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους, το πρώτο συμβαλλόμενο μέρος είναι υπεύθυνο για τις ζημίες που προξενούν κατά την εκτέλεση της αποστολής τους συμφώνως προς το δίκαιο του συμβαλλομένου μέρους στο έδαφος του οποίου δρουν.

2. Το συμβαλλόμενο μέρος, στο έδαφος του οποίου προξενήθηκαν οι ζημίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αναλαμβάνει την αποκατάσταση των ζημιών αυτών υπό τους όρους που ισχύουν για τις ζημίες που προξενούνται από τα δικά του όργανα.

3. Το συμβαλλόμενο μέρος, τα όργανα του οποίου προκάλεσαν ζημίες σε οιονδήποτε στο έδαφος ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους, καταβάλλει εξ ολοκλήρου στο τελευταίο τα ποσά τα οποία τούτο κατέβαλε στα θύματα ή στους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα.

4. Με την επιφύλαξη της ασκήσεως των δικαιωμάτων του έναντι τρίτων και κατ' εξαίρεση από τη διάταξη της παραγράφου 3, κάθε ένα εκ των συμβαλλομένων μερών θα παραιτηθεί, στην περίπτωση που προβλέπεται από την παράγραφο 1, του δικαιώματος να ζητήσει από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος την επιστροφή του ποσού των ζημιών που υπέστη.

Άρθρο 44

1. Σύμφωνα με τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις και λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές συνθήκες, καθώς και τις τεχνικές δυνατότητες, τα συμβαλλόμενα μέρη δημιουργούν, κυρίως στις παραμεθόριες περιοχές, συνδέσεις τηλεφώνου, ραδιοτηλεφώνου, τέλεξ και άλλες άμεσες συνδέσεις προκειμένου να διευκολυνθεί η αστυνομική και τελωνειακή συνεργασία, ιδίως για την έγκαιρη διαβίβαση πληροφοριών, στα πλαίσια της διασυνοριακής επιτηρήσεως και καταδιώξεως.

2. Εκτός από τα μέτρα αυτά που πρέπει να ληφθούν βραχυπρόθεσμα, θα εξετάσουν τις ακόλουθες κυρίως δυνατότητες:

α) την ανταλλαγή υλικού ή την απόσπαση υπαλλήλων-συνδέσμων, εφοδιασμένων με τον κατάλληλο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό·

β) την επέκταση των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται στις παραμεθόριες ζώνες·

γ) τη δημιουργία μιας κοινής συνδέσεως μεταξύ αστυνομικών και τελωνειακών υπηρεσιών που δρουν στις ίδιες αυτές ζώνες·

δ) το συντονισμό των προγραμμάτων αγοράς εξοπλισμού επικοινωνιών, προκειμένου να καταλήξουν στη δημιουργία τυποποιημένων και συμβατών συστημάτων επικοινωνίας.

Άρθρο 45

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι:

α) ο διευθυντής ξενοδοχείου ή ο αντικαταστάτης του μεριμνούν ώστε οι διαμένοντες στο ξενοδοχείο αλλοδαποί, περιλαμβανομένων και των υπηκόων των άλλων συμβαλλομένων μερών, καθώς και άλλων κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την εξαίρεση των συζύγων ή των ανήλικων τέκνων που τους συνοδεύουν ή των μελών ομάδων οργανωμένων ταξιδίων, συμπληρώνουν και υπογράφουν προσωπικά τα δελτία δηλώσεως και αποδεικνύουν την ταυτότητά τους με την επίδειξη έγκυρου εγγράφου ταυτότητος·

β) τα δελτία δηλώσεως που έχουν συμπληρωθεί κατ' αυτόν τον τρόπο θα κρατούνται στη διάθεση των αρμοδίων αρχών ή θα διαβιβάζονται σ' αυτές, εφόσον οι αρχές αυτές το κρίνουν αναγκαίο για την πρόληψη απειλών, για ποινικές διώξεις ή για να διαφωτιστεί η τύχη των εξαφανισθέντων ατόμων ή των θυμάτων δυστυχήματος, εκτός αν το εθνικό δίκαιο ορίζει διαφορετικά.

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στα πρόσωπα που διαμένουν σε οιοδήποτε μέρος δυνάμει μισθώσεως συναπτόμενης με παρέχοντες υπηρεσίες επί επαγγελματικής βάσεως, και ιδίως σε αντίσκηνα, τροχόσπιτα και πλεούμενα.

Άρθρο 46

1. Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, τηρώντας την εθνική του νομοθεσία και χωρίς να καλείται προς αυτό, να ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος πληροφορίες που μπορούν να είναι σημαντικές γι' αυτό και αποβλέπουν στη βοήθεια για την καταστολή μελλοντικών αξιόποινων πράξεων, την πρόληψη αξιόποινων πράξεων, ή την πρόληψη απειλών κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας.

2. Με την επιφύλαξη του καθεστώτος της συνεργασίας στις παραμεθόριες περιοχές που προβλέπονται στο άρθρο 39 παράγραφος 4, οι πληροφορίες ανταλλάσσονται μέσω μιας κεντρικής υπηρεσίας που θα ορισθεί. Σε ιδιαίτερα επείγουσες περιπτώσεις, η ανταλλαγή πληροφοριών κατά την έννοια του παρόντος άρθρου μπορεί να πραγματοποιηθεί απευθείας μεταξύ των οικείων αστυνομικών αρχών, εκτός αντιθέτων εθνικών διατάξεων. Η κεντρική υπηρεσία ενημερώνεται σχετικά το ταχύτερο δυνατόν.

Άρθρο 47

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συνάψουν διμερείς συμφωνίες που επιτρέπουν την απόσπαση υπαλλήλων-συνδέσμων ενός μέρους στις αστυνομικές υπηρεσίες του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο.

2. Η απόσπαση των υπαλλήλων-συνδέσμων για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, έχει ως σκοπό να προάγει και επιταχύνει τη συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, παρέχοντας κυρίως συνδρομή:

α) υπό μορφή ανταλλαγής πληροφοριών για την προληπτική όσο και κατασταλτική καταπολέμηση της εγκληματικότητας·

β) κατά την εκτέλεση των αιτήσεων αστυνομικής και δικαστικής συνδρομής σε ποινικά θέματα·

γ) για τις ανάγκες της ασκήσεως των αποστολών των αρμόδιων αρχών που είναι επιφορτισμένες με την επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων.

3. Η αποστολή των υπαλλήλων-συνδέσμων είναι γνωμοδοτικής φύσεως καθώς και συνδρομής. Δεν είναι αρμόδιοι για την αυτόνομη εκτέλεση αστυνομικών μέτρων. Παρέχουν πληροφορίες και εκτελούν την αποστολή τους στα πλαίσια των εντολών που τους έχουν δοθεί από το συμβαλλόμενο μέρος από το οποίο προέρχονται και από το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο είναι αποσπασμένοι. Υποβάλλουν τακτικά εκθέσεις στον προϊστάμενο της αστυνομικής υπηρεσίας στην οποία είναι αποσπασμένοι.

4. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν σε διμερές ή πολυμερές πλαίσιο ότι οι υπάλληλοι-σύνδεσμοι ενός μέρους που είναι αποσπασμένοι σε τρίτα κράτη εκπροσωπούν ταυτόχρονα τα συμφέροντα ενός ή περισσοτέρων άλλων συμβαλλομένων μερών. Δυνάμει παρομοίων συμφωνιών οι υπάλληλοι-σύνδεσμοι που είναι αποσπασμένοι σε τρίτα κράτη παρέχουν πληροφορίες σε άλλα συμβαλλόμενα μέρη κατόπιν αιτήσεως ή με ιδία πρωτοβουλία και εκτελούν, στα όρια των αρμοδιοτήτων τους, αποστολές υπέρ αυτών των μερών. Τα συμβαλλόμενα μέρη ενημερώνονται αμοιβαίως ως προς τις προθέσεις τους σχετικά με την απόσπαση υπαλλήλων-συνδέσμων σε τρίτα κράτη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Άρθρο 48

1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου αποβλέπουν στη συμπλήρωση και τη διευκόλυνση εφαρμογής της ευρωπαϊκής συνθήκης δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, της 20ής Απριλίου 1959. Στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών που είναι και μέλη της Οικονομικής Ένώσης Μπενελούξ ισχύει ομοίως το εδάφιο 1 όσον αφορά το κεφάλαιο II της συνθήκης Μπενελούξ περί εκδόσεως και δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις της 27ης Ιουνίου 1962 και στη διατύπωση του πρωτοκόλλου της 11ης Μαΐου 1974.

2. Η παράγραφος 1 δεν επηρεάζει την ισχύ ευρυτέρων διατάξεων που ισχύουν μεταξύ των μελών με βάση διμερείς συμφωνίες.

Άρθρο 49

Η δικαστική συνδρομή επιτρέπεται επίσης:

α) σε διαδικασίες για πράξεις οι οποίες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ενός ή και των δύο συμβαλλομένων μερών, τιμωρούνται ως παραβάσεις τάξεως από διοικητικά όργανα, εναντίον της αποφάσεως των οποίων μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο ενώπιον ιδίως ποινικού δικαστηρίου·

β) σε διαδικασίες αποζημιώσεως για μέτρα διώξεως ή άδικης καταδίκης·

γ) σε αστικές υποθέσεις που σχετίζονται με ποινική δίωξη, εφόσον το δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφασίσει οριστικά επί της ποινικής διώξεως·

ε) για την επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων σχετικά με την εκτέλεση μιας ποινής ή ενός μέτρου ασφαλείας, της εισπράξεως προστίμου ή της καταβολής των δικαστικών εξόδων·

στ) για μέτρα που σχετίζονται με την αναστολή επιβολής ή εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας, την υφ' όρον απόλυση, την προσωρινή αναστολή ενάρξεως εκτίσεως ή τη διακοπή εκτίσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας.

Άρθρο 50

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση παροχής δικαστικής συνδρομής, κατά τα ρυθμιζόμενα από τις συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 48, για περιπτώσεις παραβιάσεως των διατάξεων εν γένει περί φόρων καταναλώσεως, φόρων προστιθέμενης αξίας και τελωνειακών δασμών. Ως τελωνειακές διατάξεις εννοούνται αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 2 της σύμβασης μεταξύ Βελγίου, Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Λουξεμβούργου και Ολλανδίας περί αμοιβαίας τελωνειακής υποστηρίξεως της 7ης Σεπτεμβρίου 1967, καθώς και αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1468/81 του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1981.

2. Αιτήσεις δικαστικής συνδρομής για περιπτώσεις κατηγορίας απάτης περί τους φόρους καταναλώσεως δεν επιτρέπεται να απορρίπτονται με την αιτιολογία ότι το κράτος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση δεν επιβάλλει φόρους καταναλώσεως.

3. Το εκζητούν συμβαλλόμενο μέρος δεν θα διαβιβάσει ή χρησιμοποιήσει πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε από το εκζητούμενο μέρος για ανακριτικές, διωκτικές ή διαδικαστικές πράξεις άλλες από αυτές που περιγράφονται στην αίτηση συνδρομής, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του εκζητουμένου μέρους.

4. Η προβλεπόμενη από το παρόν άρθρο αίτηση δικαστικής συνδρομής μπορεί να απορριφθεί, όταν το ποσό που υπήρξε αντικείμενο μη καταβολής ή εξαπατήσεως δεν ξεπερνά τα 25000 Ecu ή η αξία των ειδών που εισήχθησαν ή εξήχθησαν χωρίς άδεια δεν υπερβαίνει τα 100000 Ecu, εκτός εάν η πράξη λόγω του είδους της ή του προσώπου του δράστη χαρακτηρισθεί ως πολύ σοβαρή από το εκζητούν μέρος.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις όπου η αίτηση δικαστικής συνδρομής αναφέρεται σε πράξεις που τιμωρούνται με πρόστιμο (παραβάσεως τάξεως) και η αίτηση υποβάλλεται από δικαστική αρχή.

Άρθρο 51

Τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να εξαρτήσουν το παραδεκτό αιτήσεων δικαστικής συνδρομής για έρευνα ή κατάσχεση από όρους άλλους εκτός από τους ακόλουθους:

α) η πράξη που αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως δικαστικής συνδρομής να τιμωρείται κατά το δίκαιο και των δύο συμβαλλομένων μερών με ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας περιοριστικό της ελευθερίας, το ανώτατο όριο των οποίων να είναι τουλάχιστον έξι μήνες, ή να τιμωρείται κατά το δίκαιο ενός των συμβαλλομένων μερών με ισοδύναμες κυρώσεις και κατά το δίκαιο του άλλου μέρους να τιμωρείται ως παράβαση τάξεως από διοικητική αρχή, η απόφαση της οποίας να δύναται να προσβληθεί ενώπιον ιδίως ποινικού δικαστηρίου·

β) η εκτέλεση της αιτήσεως δικαστικής συνδρομής να μην αντιτίθεται και κατά τα λοιπά στο δίκαιο του εκζητουμένου κράτους.

Άρθρο 52

1. Έκαστο των συμβαλλομένων μερών μπορεί να επιδίδει τα έγγραφα της διαδικασίας απευθείας μέσω ταχυδρομείου σε πρόσωπα που ευρίσκονται στο έδαφος ενός άλλου μέρους. Τα συμβαλλόμενα μέρη γνωστοποιούν στην εκτελεστική επιτροπή κατάλογο των εγγράφων που μπορούν να διαβιβασθούν μέσω αυτής της οδού.

2. Εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο παραλήπτης δεν γνωρίζει τη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί το έγγραφο, πρέπει το έγγραφο -τουλάχιστον στα βασικά του μέρη- να μεταφρασθεί στη γλώσσα ή σε μία από τις γλώσσες του συμβαλλομένου μέρους, στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο παραλήπτης. Εάν η επιδίδουσα αρχή γνωρίζει ότι ο παραλήπτης ομιλεί μόνο μια άλλη γλώσσα, τότε το έγγραφο -ή τα σημαντικότερα μέρη αυτού- πρέπει να μεταφρασθούν σε αυτή την άλλη γλώσσα.

3. Ο πραγματογνώμων ή ο μάρτυς, ο οποίος δεν συμμορφώνεται σε κλήτευση που του εστάλη μέσω ταχυδρομείου, δεν επιτρέπεται να τιμωρηθεί, ακόμη και αν η κλήτευση περιέχει μέτρα καταναγκασμού, εκτός εάν αργότερα μεταβεί οικειοθελώς στο έδαφος του εκζητούντος κράτους και εκεί κλητευθεί εκ νέου νόμιμα. Οι επιδίδουσες αρχές επιμελούνται ώστε οι κλητεύσεις μέσω ταχυδρομείου να μην εμπεριέχουν μέτρα καταναγκασμού. Η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει το άρθρο 34 της συνθήκης Μπενελούξ περί εκδόσεως και δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, της 27ης Ιουνίου 1962, όπως είναι τροποποιημένο στο πρωτόκολλο της 11ης Μαΐου 1974.

4. Εάν η πράξη για την οποία ζητείται η δικαστική συνδρομή τιμωρείται κατά το δίκαιο τόσο του εκζητούντος όσο και του εκζητουμένου συμβαλλομένου μέρους διοικητικά ως παράβαση τάξεως που είναι δυνατό να εκκληθεί ενώπιον ποινικού δικαστηρίου, τότε η επίδοση εγγράφων λαμβάνει κατά κανόνα χώρα σύμφωνα με την παράγραφο 1.

5. Ανεξάρτητα από την παράγραφο 1, η επίδοση εγγράφων της διαδικασίας μπορεί να λάβει χώρα και μέσω της δικαστικής αρχής του εκζητουμένου κράτους, όταν η διεύθυνση του παραλήπτη είναι άγνωστη ή το εκζητούν κράτος απαιτεί προσωπική επίδοση.

Άρθρο 53

1. Οι αιτήσεις δικαστικής συνδρομής και οι σχετικές απαντήσεις δύνανται να υποβάλλονται απευθείας μεταξύ των δικαστικών αρχών.

2. Η παράγραφος 1 δεν επηρεάζει τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεων μεταξύ των Υπουργείων Δικαιοσύνης ή μέσω των εθνικών κεντρικών γραφείων της Διεθνούς Αστυνομικής Οργανώσεως.

3. Οι αιτήσεις προσωρινής μεταφοράς ή διαμεταγωγή ατόμων που τελούν υπό καθεστώς προσωρινής κρατήσεως ή φυλακίσεως ή στα οποία έχει επιβληθεί στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας καθώς και η τακτική ή ευκαιριακή ανταλλαγή πληροφοριών από δικαστικά αρχεία γίνεται μέσω των Υπουργείων Δικαιοσύνης.

4. Σύμφωνα με το πνεύμα της ευρωπαϊκής σύμβασης για δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις της 20ής Απριλίου 1959, ως Υπουργείο Δικαιοσύνης σχετικά με τη Γερμανία εννοούμε τον Ομοσπονδιακό Υπουργό Δικαιοσύνης και τους Υπουργούς ή Γερουσιαστές Δικαιοσύνης των ομόσπονδων κρατών.

5. Μηνύσεις ή καταγγελίες επί σκοπώ ποινικής διώξεως, σύμφωνα με το άρθρο 21 της ευρωπαϊκής σύμβασης δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, της 20ής Απριλίου 1959, ή σύμφωνα με το άρθρο 42 της συνθήκης Μπενελούξ για έκδοση και δικαστική συνδρομή σε ποινικά θέματα, της 27ης Ιουνίου 1962, όπως διατυπώθηκε στο πρωτόκολλο της 11ης Μαΐου 1974, λόγω παραβάσεως των διατάξεων περί οδηγήσεως και αναπαύσεως, δύνανται να διαβιβάζονται απευθείας από τις δικαστικές αρχές του εκζητούντος στις δικαστικές αρχές του εκζητουμένου κράτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ NE BIS IN IDEM

Άρθρο 54

Όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.

Άρθρο 55

1. Ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως της παρούσας σύμβασης, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβε υπόψη της η αλλοδαπή δικαστική απόφαση έλαβαν χώρα είτε εν όλω είτε εν μέρει στο έδαφός του, στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται, εάν τα πραγματικά αυτά περιστατικά έλαβαν χώρα εν μέρει στο έδαφος του συμβαλλομένου μέρους, όπου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση·

β) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας του κράτους ή εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων αυτού του συμβαλλομένου μέρους·

γ) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση διεπράχθησαν από δημόσιο υπάλληλο αυτού του συμβαλλόμενου μέρους κατά παράβαση των καθηκόντων της θέσεώς του.

2. Συμβαλλόμενο μέρος που προέβη στη δήλωση εξαιρέσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχειίο β) προσδιορίζει τις κατηγορίες των αξιοποίνων πράξεων, στις οποίες μπορεί να εφαρμοσθεί αυτή η εξαίρεση.

3. Συμβαλλόμενο μέρος έχει τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να ανακαλεί μια τέτοια δήλωση σχετική με μία ή περισσότερες από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4. Οι εξαιρέσεις, που αποτελούν αντικείμενο μιας δηλώσεως κατά την παράγραφο 1, δεν εφαρμόζονται όταν το ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος έχει ζητήσει από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος την ποινική δίωξη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ή συναίνεσε στην έκδοση του εν λόγω προσώπου.

Άρθρο 56

Εάν ασκήθηκε νέα ποινική δίωξη από ένα συμβαλλόμενο μέρος εναντίον προσώπου, το οποίο καταδικάσθηκε αμετάκλητα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος, ο χρόνος στερήσεως της ελευθερίας που εκτίθηκε στο έδαφος του τελευταίου τούτου συμβαλλομένου μέρους εξαιτίας αυτών των πραγματικών περιστατικών πρέπει να εκπίπτει από την κύρωση που ενδεχομένως θα επιβληθεί. Θα λαμβάνονται επίσης υπόψη, στο μέτρο που οι εθνικές νομοθεσίες το επιτρέπουν, οι οποιεσδήποτε άλλες κυρώσεις πέραν των στερητικών της ελευθερίας ποινών.

Άρθρο 57

1. Όταν κάποιος κατηγορείται για μια αξιόποινη πράξη από ένα συμβαλλόμενο μέρος και οι αρμόδιες αρχές αυτού του μέρους έχουν λόγους να πιστεύουν ότι η κατηγορία αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά για τα οποία δικάστηκε ήδη αμετάκλητα από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος, οι αρχές αυτές θα ζητήσουν, εάν το θεωρούν αναγκαίο, τις κατάλληλες πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές του συμβαλλομένου μέρους, στο έδαφος του οποίου έχει ήδη εκδοθεί μια απόφαση.

2. Οι ζητούμενες πληροφορίες θα χορηγούνται όσο το δυνατόν συντομότερα και λαμβάνονται υπόψη περαιτέρω κατά την εκκρεμή διαδικασία.

3. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος υποδεικνύει κατά το χρόνο της κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως της παρούσας σύμβάσης τις αρχές που είναι αρμόδιες να ζητούν και να δέχονται τις πληροφορίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 58

Οι προηγούμενες διατάξεις δεν εμποδίζουν την εφαρμογή ευρυτέρων εθνικών διατάξεων που αφορούν την εφαρμογή της αρχής "ne bis in idem", η οποία συνδέεται με τις δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στο εξωτερικό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΕΚΔΟΣΗ

Άρθρο 59

1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου αποσκοπούν στη συμπλήρωση της ευρωπαϊκής σύμβασης εκδόσεως, της 13ης Σεπτεμβρίου 1957, καθώς και το κεφάλαιο Ι στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, τα οποία είναι μέλη της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της συνθήκης Μπενελούξ για την έκδοση και τη δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων της 27ης Ιουνίου 1962, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της 11ης Μαΐου 1974. Ακόμη, οι εν λόγω διατάξεις αποβλέπουν στη διευκόλυνση της εφαρμογής αυτών των συμφωνιών.

2. Η παράγραφος 1 δεν επηρεάζει την εφαρμογή ευρύτερων διατάξεων που ισχύουν με βάση διμερείς συμφωνίες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

Άρθρο 60

Στις σχέσεις μεταξύ δύο συμβαλλομένων μερών, από τα οποία το ένα δεν είναι μέρος της ευρωπαϊκής σύμβασης εκδόσεως, της 13ης Σεπτεμβρίου 1957, εφαρμόζονται οι διατάξεις της σύμβασης αυτής, λαμβανομένων υπόψη των επιφυλάξεων και των δηλώσεων που κατατέθηκαν είτε κατά την επικύρωση της εν λόγω σύμβασης είτε -για τα συμβαλλόμενα μέρη που δεν είναι μέρη της σύμβασης- κατά την επικύρωση, την κύρωση ή την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης.

Άρθρο 61

Η Γαλλική Δημοκρατία υποχρεούται, κατόπιν αιτήσεως ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους, να εκδώσει τα πρόσωπα που διώκονται ποινικώς για αξιόποινες πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται από τη γαλλική νομοθεσία με ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον δύο ετών, καθώς και από το δίκαιο του εκζητούντος συμβαλλομένου μέρους με ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους.

Άρθρο 62

1. Ως προς τη διακοπή της παραγραφής εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του εκζητούντος συμβαλλομένου μέρους.

2. Αμνηστία χορηγούμενη από το εκζητούμενο συμβαλλόμενο μέρος δεν εμποδίζει την έκδοση, εκτός αν η αξιόποινη πράξη υπάγεται στη δικαιοδοσία του εν λόγω συμβαλλομένου μέρους.

3. Η έλλειψη μηνύσεως ή επίσημης αδείας που επιτρέπει την ποινική δίωξη, οι οποίες είναι απαραίτητες μόνο με βάση τη νομοθεσία του εκζητουμένου συμβαλλομένου μέρους, δεν θίγει την υποχρέωση προς έκδοση.

Άρθρο 63

Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση, σύμφωνα με τη σύμβαση και τη συνθήκη που μνημονεύθηκαν στο άρθρο 59, να εκδίδουν μεταξύ τους τα πρόσωπα που διώκονται ποινικώς από τις δικαστικές αρχές του εκζητούντος συμβαλλομένου μέρους για μια από τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 ή εκζητούνται για τις τελευταίες με σκοπό την εκτέλεση ποινής ή μέτρου ασφαλείας που έχει επιβληθεί για μια τέτοια αξιόποινη πράξη.

Άρθρο 64

Ένα σήμα στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν διαβιβαζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 95, έχει το ίδιο αποτέλεσμα με μια αίτηση προσωρινής συλλήψεως υπό την έννοια του άρθρου 16 της ευρωπαϊκής σύμβασης εκδόσεως, της 13ης Σεπτεμβρίου 1957, ή του άρθρου 15 της συνθήκης Μπενελούξ για την έκδοση και τη δικαστική συνδρομή για ποινικές υποθέσεις της 27ης Ιουνίου 1962, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της 11ης Μαΐου 1974.

Άρθρο 65

1. Επιφυλασσομένης της δυνατότητας προσφυγής μέσω της διπλωματικής οδού, οι αιτήσεις εκδόσεως και διαμεταγωγής απευθύνονται από το αρμόδιο Υπουργείο του εκζητούντος συμβαλλομένου μέρους στο αρμόδιο Υπουργείο του εκζητουμένου συμβαλλομένου μέρους.

2. Αρμόδια υπουργεία είναι:

- για το Βασίλειο του Βελγίο: το Υπουργείο Δικαιοσύνης,

- για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανία: το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης και οι Υπουργοί ή οι Γερουσιαστές Δικαιοσύνης των ομόσπονδων κρατών,

- για τη Γαλλική Δημοκρατία: το Υπουργείο Εξωτερικών,

- για το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου: το Υπουργείο Δικαιοσύνης,

- για το Βασίλειο των Κάτω Χωρών: το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Άρθρο 66

1. Αν η έκδοση ενός εκζητουμένου προσώπου δεν απαγορεύεται ρητώς βάσει του δικαίου του εκζητουμένου συμβαλλομένου μέρους, το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να επιτρέψει την έκδοση χωρίς την τήρηση της τυπικής διαδικασίας εκδόσεως, υπό τον όρο ότι το εκζητούμενο πρόσωπο συναινεί με έκθεση που συντάσσεται ενώπιον δικαστή και μετά από ακρόαση από τον τελευταίο, ώστε να τον πληροφορήσει για το δικαίωμά του σε τυπική διαδικασία εκδόσεως. Το εκζητούμενο πρόσωπο μπορεί να παρίσταται με δικηγόρο κατά τη διάρκεια της ακροάσεώς του.

2. Στην περίπτωση εκδόσεως βάσει της παραγράφου 1, το εκζητούμενο πρόσωπο που δηλώνει ρητώς παραίτηση της προστασίας που του παρέχει η αρχή της ειδικότητας, δεν μπορεί να ανακαλέσει τη δήλωση αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Άρθρο 67

Για τα συμβαλλόμενα μέρη που προσεχώρησαν στη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης της 21ης Μαρτίου 1983 για τη μεταφορά καταδίκων ισχύουν συμπληρωματικά οι ακόλουθες διατάξεις.

Άρθρο 68

1. Ένα συμβαλλόμενο μέρος στο έδαφος του οποίου υπήκοος ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους καταδικάσθηκε αμετάκλητα σε ποινή περιοριστική της ελευθερίας ή σε μέτρο ασφαλείας, μπορεί εάν ο περί ου ο λόγος προσπαθήσει να αποφύγει την έναρξη ή την συνέχιση εκτελέσεως της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας καταφεύγοντας στην πατρίδα του, να απευθύνει αίτηση προς το κράτος, στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο φυγόδικος, να αναλάβει την εκτέλεση της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας.

2. Εν αναμονή των εγγράφων που θεμελιώνουν την αίτηση αναλήψεως της εκτελέσεως της ποινής ή των μέτρων ασφαλείας ή του μέρους της ποινής που δεν έχει εκτιθεί ακόμη και της εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως, το εκζητούμενο συμβαλλόμενο μέρος δύναται, μετά από αίτηση του εκζητούντος μέρους, να διατάξει την προσωρινή κράτηση του καταδίκου ή να λάβει άλλα μέτρα που θα διασφαλίζουν τη διαμονή του στο έδαφος του εκζητουμένου κράτους.

Άρθρο 69

Η μεταβίβαση της εκτελέσεως της ποινής κατά το άρθρο 68 δεν προϋποθέτει τη συναίνεση του προσώπου που καταδικάσθηκε σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας. Οι άλλες διατάξεις της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 21ης Μαρτίου 1983 σχετικά με τη μεταφορά των καταδίκων εφαρμόζονται ανάλογα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ

Άρθρο 70

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη συγκροτούν μόνιμη ομάδα εργασίας επιφορτισμένη με την εξέταση των κοινών προβλημάτων που αφορούν την καταστολή της εγκληματικότητας στον τομέα των ναρκωτικών, καθώς και την επεξεργασία, ενδεχομένως, προτάσεων προκειμένου να βελτιωθούν, αν παραστεί ανάγκη, οι πρακτικές και τεχνικές πλευρές της συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Η ομάδα εργασίας υποβάλει τις προτάσεις της στην εκτελεστική επιτροπή.

2. Η ομάδα εργασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, της οποίας τα μέλη ορίζονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, θα περιλαμβάνει, ειδικότερα, αντιπροσώπους των αστυνομικών και τελωνειακών αρχών.

Άρθρο 71

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση, όσον αφορά την άμεση ή έμμεση διάθεση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών οποιασδήποτε μορφής, περιλαμβανομένης και της ινδικής καννάβεως, καθώς και την κατοχή των εν λόγω προϊόντων και ουσιών με σκοπό τη διάθεση ή την εξαγωγή τους, να λάβουν σε συμφωνία με τις υφιστάμενες συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών(1), κάθε απαραίτητο μέτρο για την πρόληψη και την καταστολή της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προλαμβάνουν και να καταστέλλουν με τη βοήθεια διοικητικών και ποινικών μέτρων την παράνομη εξαγωγή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, περιλαμβανομένης και της ινδικής καννάβεως, καθώς και την πώληση, την προμήθεια και την παράδοση των εν λόγω προϊόντων και ουσιών, με κάθε επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων των άρθρων 74, 75 και 76.

3. Προκειμένου να καταπολεμήσουν την παράνομη εισαγωγή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, περιλαμβανομένης και της ινδικής καννάβεως, τα συμβαλλόμενα μέρη θα ενισχύσουν τους ελέγχους της κυκλοφορίας προσώπων και εμπορευμάτων, καθώς και των μέσων μεταφοράς στα εξωτερικά σύνορα. Τα μέτρα αυτά θα οριστούν ακριβέστερα από την ομάδα εργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 70. Η εν λόγω ομάδα εργασίας θα λάβει υπόψη, ειδικότερα, τη μεταφορά ενός μέρους του προσωπικού της αστυνομίας και των τελωνείων, που θα αποδεσμευτεί από τα εσωτερικά σύνορα, καθώς και την προσφυγή σε σύγχρονες μεθόδους ανιχνεύσεως ναρκωτικών και σε ειδικά για το σκοπό αυτό εκπαιδευμένους σκύλους.

4. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, τα συμβαλλόμενα μέρη θα εποπτεύουν, ειδικότερα, τα μέρη για τα οποία είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούνται για τη διακίνηση των ναρκωτικών.

5. Όσον αφορά την καταπολέμηση της παράνομης ζήτησης ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών οποιασδήποτε μορφής, περιλαμβανομένης και της ινδικής καννάβεως, τα συμβαλλόμενα μέρη θα λάβουν κάθε δυνατό μέτρο για την πρόληψη και καταπολέμηση των αρνητικών επιπτώσεων της παράνομης αυτής ζήτησης. Τα συμβαλλόμενα μέρη είναι υπεύθυνα για τη λήψη των αναγκαίων για το σκοπό αυτό μέτρων.

Άρθρο 72

Σύμφωνα με το σύνταγμα και την εθνική νομοθεσία τους, τα συμβαλλόμενα μέρη εγγυώνται ότι θα ληφθούν τα αναγκαία νόμιμα μέτρα, ώστε να γίνει δυνατή η κατάσχεση και η δήμευση των προϊόντων της παράνομης διακινήσεως ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.

Άρθρο 73

1. Σύμφωνα με το σύνταγμα και την εθνική νομοθεσία τους, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λάβουν μέτρα προκειμένου να γίνουν δυνατές οι ελεγχόμενες παραδόσεις στην απαγορευμένη κυκλοφορία ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.

2. Η απόφαση προσφυγής σε ελεγχόμενες παραδόσεις θα λαμβάνεται σε κάθε περίπτωση βάσει της εκ των προτέρων εγκρίσεως του κάθε ενδιαφερόμενου συμβαλλόμενου μέρους.

3. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος διατηρεί τη διεύθυνση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως στην επικράτειά του, και εξουσιοδοτείται να παρέμβει.

Άρθρο 74

Όσον αφορά το νόμιμο εμπόριο ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι οι έλεγχοι που απορρέουν από τις συμβάσεις των Ηνωμένων Εθνών που αναφέρονται στο άρθρο 71 και πραγματοποιούνται στα εσωτερικά σύνορα, μεταφέρονται, στο μέτρο του δυνατού, στο εσωτερικό της χώρας.

Άρθρο 75

1. Όσον αφορά την κυκλοφορία ταξιδιωτών με προορισμό την επικράτεια ή εντός της επικρατείας των συμβαλλομένων μερών, τα πρόσωπα μπορούν να μεταφέρουν τα αναγκαία, στα πλαίσια θεραπευτικής αγωγής, ναρκωτικά ή ψυχοτρόπους ουσίες, μόνον εφόσον επιδεικνύουν σε κάθε έλεγχο πιστοποιητικό που εκδόθηκε ή επικυρώθηκε από αρμόδια προς το σκοπό αυτόν υπηρεσία του κράτους διαμονής.

2. Η εκτελεστική επιτροπή αποφασίζει για τη μορφή και το περιεχόμενο του πιστοποιητικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και χορηγείται από τα συμβαλλόμενα μέρη, ειδικότερα δε για τις πληροφορίες που αφορούν τη φύση και την ποσότητα των προϊόντων και των ουσιών, καθώς και τη διάρκεια του ταξιδιού.

3. Τα συμβαλλόμενα μέρη ενημερώνουν αμοιβαία τις αρμόδιες αρχές για την έκδοση ή την επικύρωση του πιστοποιητικού που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 76

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αποφασίζουν, εφόσον είναι αναγκαίο και σύμφωνα με τα ιατρικά, ηθικά και πρακτικά έθιμά τους, τα κατάλληλα μέτρα για τον έλεγχο των ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, που υπόκεινται, στην επικράτεια ενός ή περισσότερων από τα συμβαλλόμενα μέρη, σε ελέγχους αυστηρότερους από ό,τι στη δική τους επικράτεια, ώστε να μην θέσουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των ελέγχων αυτών.

2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης και για τις ουσίες που χρησιμοποιούνται συχνά για την παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.

3. Τα συμβαλλόμενα μέρη ενημερώνονται αμοιβαία για τα μέτρα που λαμβάνουν προκειμένου να υλοποιήσουν την εποπτεία του νόμιμου εμπορίου των ουσιών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4. Τα προβλήματα που συναντώνται στα πλαίσια αυτά, αναφέρονται τακτικά στην εκτελεστική επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΠΥΡΟΒΟΛΑ ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΠΥΡΟΜΑΧΙΚΑ

Άρθρο 77

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προσαρμόσουν στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές εθνικές τους διατάξεις που αναφέρονται στην απόκτηση, την κατοχή, την εμπορία και την παράδοση πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών.

2. Το παρόν κεφάλαιο αφορά την απόκτηση, την κατοχή, την εμπορία και την παράδοση πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών από φυσικά και νομικά πρόσωπα· δεν ισχύει για παραδόσεις όπλων προς τις κεντρικές και περιφερειακές αρχές, τις ένοπλες δυνάμεις και την αστυνομία, ούτε την απόκτηση και την κατοχή όπλων από τις εν λόγω αρχές, ούτε την κατασκευή πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών από δημόσιες επιχειρήσεις.

Άρθρο 78

1. Στα πλαίσια του παρόντος κεφαλαίου, τα πυροβόλα όπλα κατατάσσονται ως εξής:

α) απαγορευμένα όπλα·

β) όπλα για τα οποία απαιτείται άδεια·

γ) όπλα για τα οποία απαιτείται δήλωση.

2. Ο μηχανισμός του κλείστρου, ο γεμιστήρας και η κάννη των πυροβόλων όπλων υπόκεινται, κατ' αναλογία, στις διατάξεις που ισχύουν για το όπλο του οποίου αποτελούν τμήμα ή για το οποίο προορίζονται.

3. Κατά την έννοια της παρούσας σύμβασης, ως βραχύκαννα όπλα νοούνται τα πυροβόλα όπλα των οποίων το μήκος της κάννης δεν υπερβαίνει τα 30 cm, ή των οποίων το ολικό μήκος δεν υπερβαίνει τα 60 cm· ως μακρύκαννα όπλα νοούνται όλα τα άλλα πυροβόλα όπλα.

Άρθρο 79

1. Ο κατάλογος των απαγορευμένων πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών περιλαμβάνει τα ακόλουθα αντικείμενα:

α) τα πυροβόλα όπλα που χρησιμοποιούνται συνήθως ως πολεμικά πυροβόλα όπλα·

β) τα αυτόματα πυροβόλα όπλα, ακόμη και αν δεν είναι πολεμικά όπλα·

γ) τα πυροβόλα όπλα παραλλαγμένα με τη μορφή άλλου αντικειμένου·

δ) τα πυρομαχικά με διατρητικές, εκρηκτικές ή εμπρηστικές σφαίρες, καθώς και τα βλήματα για τα πυρομαχικά αυτά·

ε) τα πυρομαχικά για πιστόλια και περίστροφα με βλήματα dum-dum ή κοίλου γεμίσματος, καθώς και τα βλήματα για τα πυρομαχικά αυτά.

2. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σε ειδικές περιπτώσεις, να χορηγούν άδειες για τα πυροβόλα όπλα και τα πυρομαχικά της παραγράφου 1, εφόσον το γεγονός αυτό δεν αντιβαίνει στη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

Άρθρο 80

1. Ο κατάλογος των πυροβόλων όπλων για την απόκτηση και την κατοχή των οποίων απαιτείται άδεια, περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα πυροβόλα όπλα, εφόσον αυτά δεν είναι απαγορευμένα:

α) τα βραχύκαννα ημιαυτόματα ή επαναληπτικά πυροβόλα όπλα·

β) τα βραχύκαννα πυροβόλα όπλα μιας βολής με κεντρική επίκρουση·

γ) τα βραχύκαννα πυροβόλα όπλα μιας βολής με δακτυλιοειδή επίκρουση, συνολικού μήκους μικρότερου από 28 cm·

δ) τα μακρύκαννα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα των οποίων ο γεμιστήρας και η θαλάμη μπορούν να φέρουν περισσότερα από τρία φυσίγγια·

ε) τα μακρύκαννα επαναληπτικά και ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα με λεία κάννη, το μήκος της οποίας δεν υπερβαίνει τα 60 cm·

στ) τα ημιαυτόματα μη πολεμικά πυροβόλα όπλα που έχουν τη μορφή αυτόματου πολεμικού πυροβόλου όπλου.

2. Ο κατάλογος των πυροβόλων όπλων για τα οποία απαιτείται άδεια δεν περιλαμβάνει:

α) όπλα προοριζόμενα να δίνουν σήμα προειδοποιήσεως, να εκτοξεύουν δακρυγόνα ή να δίνουν σήμα συναγερμού, υπό τον όρο ότι με τεχνικά μέσα εξασφαλίζεται ότι δεν είναι δυνατή η μετατροπή τους με κοινά εργαλεία σε όπλα κατάλληλα για την εκτόξευση πυρομαχικών με σφαίρες και ότι η εκτόξευση μιας ερεθιστικής ουσίας δεν προκαλεί ανεπανόρθωτες ζημιές σε ανθρώπους·

β) τα μακρύκαννα ημιαυτόματα πυροβόλα όπλα των οποίων ο γεμιστήρας και η θαλάμη δεν μπορούν να περιέχουν περισσότερα από τρία φυσίγγια χωρίς να επαναγεμίζονται, υπό τον όρο ότι ο γεμιστήρας είναι σταθερός ή ότι διασφαλίζεται ότι τα εν λόγω όπλα δεν μπορούν να μετατραπούν με κοινά εργαλεία σε όπλα των οποίων ο γεμιστήρας και η θαλάμη μπορούν να περιέχουν περισσότερα από τρία φυσίγγια.

Άρθρο 81

Στον κατάλογο των πυροβόλων όπλων για τα οποία απαιτείται δήλωση περιλαμβάνονται, εφόσον τα όπλα αυτά δεν είναι ούτε απαγορευμένα ούτε υπόκεινται σε άδεια:

α) τα μακρύκαννα επαναληπτικά πυροβόλα όπλα·

β) τα μακρύκαννα πυροβόλα όπλα μιας βολής με μία ή περισσότερες κάννες με ραβδώσεις·

γ) τα βραχύκαννα πυροβόλα όπλα, μιας βολής με δακτυλιοειδή επίκρουση, συνολικού μήκους μεγαλύτερου από 28 cm·

δ) τα όπλα που αναφέρονται στο άρθρο 80 παράγραφος 2 στοιχείο β).

Άρθρο 82

Οι κατάλογοι των όπλων που αναφέρονται στα άρθρα 79, 80 και 81 δεν περιλαμβάνουν:

α) τα πυροβόλα όπλα των οποίων ο τύπος ή το έτος κατασκευής είναι -πλην εξαιρέσεων- προγενέστερα της 1ης Ιανουαρίου 1870, υπό τον όρο ότι αυτά δεν μπορούν να δεχθούν πυρομαχικά που προορίζονται για όπλα απαγορευμένα ή για τα οποία απαιτείται άδεια·

β) αναπαραγωγή όπλων της κατηγορίας που αναφέρεται στο στοιχείο α), υπό τον όρο ότι δεν είναι δυνατή η χρησιμοποίηση φυσιγγίου με μεταλλικό περίβλημα·

γ) τα πυροβόλα όπλα που έχουν καταστεί ακατάλληλα για χρήση με οποιαδήποτε πυρομαχικά, με την εφαρμογή τεχνικών μεθόδων εγγυημένων από έναν επίσημο οργανισμό με τη χάραξη του ειδικού προς τούτο σήματος, ή αναγνωρισμένων από ένα τέτοιο οργανισμό.

Άρθρο 83

Η άδεια αποκτήσεως και κατοχής πυροβόλου όπλου που αναφέρεται στο άρθρο 80, χορηγείται μόνο:

α) σε πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους, πλην παρεκκλίσεων για κυνηγετικές ή αθλητικές δραστηριότητες·

β) σε άτομα που διαθέτουν τις απαραίτητες διανοητικές και φυσικές ικανότητες για την απόκτηση ή την κατοχή ενός πυροβόλου όπλου·

γ) σε πρόσωπα που δεν έχουν καταδικαστεί για κάποια αξιόποινη πράξη και εφόσον δεν υφίστανται άλλα στοιχεία που να αφήνουν την υπόνοια ότι τα εν λόγω άτομα αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια·

δ) εφόσον ο λόγος που προβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο για την απόκτηση ή την κατοχή πυροβόλου όπλου μπορεί να θεωρηθεί ως βάσιμος.

Άρθρο 84

1. Η δήλωση για τα όπλα που αναφέρονται στο άρθρο 81 καταγράφεται σε κατάλογο που τηρείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 85.

2. Όταν ένα όπλο χορηγείται από πρόσωπο μη αναφερόμενο στο άρθρο 85, η σχετική δήλωση πρέπει να γίνεται σύμφωνα με διαδικασίες που καθορίζονται από κάθε συμβαλλόμενο μέρος.

3. Οι δηλώσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο πρέπει να περιλαμβάνουν τα απαραίτητα στοιχεία για την αναγνώριση των προσώπων και των όπλων στα οποία αναφέρονται.

Άρθρο 85

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υποβάλλουν σε υποχρέωση εκδόσεως αδείας τους κατασκευαστές και τους εμπόρους πυροβόλων όπλων για τα οποία απαιτείται η έκδοση αδείας· αναλαμβάνουν επίσης την υποχρέωση να υποβάλλουν σε υποχρέωση δηλώσεως τους κατασκευαστές και τους εμπόρους πυροβόλων όπλων για τα οποία απαιτείται δήλωση. Η έκδοση αδείας για τα πυροβόλα όπλα για τα οποία απαιτείται άδεια καλύπτει επίσης και τα πυροβόλα όπλα για τα οποία απαιτείται δήλωση. Τα συμβαλλόμενα μέρη εποπτεύουν τους κατασκευαστές και τους εμπόρους πυροβόλων όπλων κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται αποτελεσματικός έλεγχος.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να θεσπίσουν διατάξεις, προκειμένου, ως ελάχιστο μέτρο, όλα τα πυροβόλα όπλα να εφοδιάζονται μόνιμα με αριθμό σειράς ο οποίος θα καθιστά δυνατή την αναγνώρισή τους, καθώς και με την επωνυμία του κατασκευαστή.

3. Τα συμβαλλόμενα μέρη προβλέπουν την υποχρέωση για τους κατασκευαστές και τους εμπόρους πυροβόλων όπλων να καταγράφουν σε ειδικές καταστάσεις όλα τα όπλα για τα οποία απαιτείται άδεια και δήλωση. Οι καταστάσεις αυτές πρέπει να καθιστούν δυνατόν τον άμεσο προσδιορισμό του χαρακτήρα των πυροβόλων όπλων, της προελεύσεως και του αγοραστή τους.

4. Για τα πυροβόλα όπλα για τα οποία απαιτείται άδεια σύμφωνα με τα άρθρα 79 και 80, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να θεσπίσουν διατάξεις προκειμένου ο αριθμός αναγνωρίσεως και η επωνυμία του κατασκευαστή που αναγράφονται στα όπλα να επαναλαμβάνονται και στην άδεια που χορηγείται στον κάτοχό τους.

Άρθρο 86

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να θεσπίσουν διατάξεις με τις οποίες να απαγορεύεται στους νομίμους κατόχους πυροβόλων όπλων για τα οποία απαιτείται άδεια ή δήλωση να τα παραχωρούν σε πρόσωπα που δεν διαθέτουν άδεια για την απόκτηση όπλου ή πιστοποιητικό δηλώσεως όπλου.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιτρέψουν την προσωρινή παραχώρηση των εν λόγω όπλων σύμφωνα με διαδικασίες που αυτά καθορίζουν.

Άρθρο 87

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη εισάγουν στην εθνική τους νομοθεσία διατάξεις οι οποίες επιτρέπουν την αφαίρεση της αδείας, στις περιπτώσεις που ο δικαιούχος δεν ικανοποιεί πλέον τους όρους χορηγήσεως που προβλέπονται στο άρθρο 83.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα που περιλαμβάνουν, ειδικότερα, την κατάσχεση του πυροβόλου όπλου και την αφαίρεση της αδείας, και να προβλέψουν τις κατάλληλες κυρώσεις για τις περιπτώσεις παραβιάσεως των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που ισχύουν για τα πυροβόλα όπλα. Οι κυρώσεις μπορούν να προβλέπουν και την κατάσχεση των πυροβόλων όπλων

Άρθρο 88

1. Οι δικαιούχοι άδειας αποκτήσεως πυροβόλου όπλου απαλλάσσονται από την υποχρέωση αδείας για την απόκτηση πυρομαχικών προοριζόμενων για το όπλο αυτό.

2. Η απόκτηση πυρομαχικών από πρόσωπα που δεν είναι δικαιούχοι αδείας αποκτήσεως όπλου υπόκειται στο καθεστώς που ισχύει για το όπλο για το οποίο προορίζονται τα πυρομαχικά αυτά. Η άδεια μπορεί να χορηγείται για μόνον μία ή όλες τις κατηγορίες πυρομαχικών.

Άρθρο 89

Οι καταστάσεις των απαγορευμένων πυροβόλων όπλων, για τα οποία απαιτείται άδεια και δήλωση, μπορούν να τροποποιούνται ή να συμπληρώνονται από την εκτελεστική επιτροπή, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι τεχνικές και οικονομικές εξελίξεις καθώς και η κρατική ασφάλεια.

Άρθρο 90

Τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να θεσπίσουν αυστηρότερους νόμους ή διατάξεις, όσον αφορά το καθεστώς των πυροβόλων όπλων και των πυρομαχικών.

Άρθρο 91

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν, επί τη βάσει της ευρωπαϊκής σύμβασης, της 28ης Ιουνίου 1978, για τον έλεγχο της αποκτήσεως και της κατοχής πυροβόλων όπλων από ιδιώτες, να δημιουργήσουν, στα πλαίσια των εθνικών τους νομοθεσιών, ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών, όσον αφορά την απόκτηση πυροβόλων όπλων από πρόσωπα, απλούς ιδιώτες ή οπλοπώλες λιανικής πωλήσεως - που συνήθως διαμένουν ή είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος ενός άλλου συμβαλλομένου μέρους. Ως οπλοπώλης λιανικής πωλήσεως θεωρείται κάθε πρόσωπο του οποίου η επαγγελματική δραστηριότητα συνίσταται, εν όλω ή εν μέρει, στο λιανικό εμπόριο πυροβόλων όπλων.

2. Η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά:

α) μεταξύ δύο συμβαλλομένων μερών που έχουν επικυρώσει τη σύμβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα πυροβόλα όπλα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 1 μέρος Α σημείο 1 στοιχεία α) έως η) της εν λόγω σύμβασης,

β) μεταξύ δύο συμβαλλομένων μερών εκ των οποίων τουλάχιστον ένα δεν έχει επικυρώσει τη σύμβαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα όπλα που κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη υποβάλλει σε καθεστώς αδείας ή δηλώσεως.

3. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην απόκτηση πυροβόλων όπλων διαβιβάζονται χωρίς καμία καθυστέρηση και περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία:

α) την ημερομηνία κτήσεως και τα στοιχεία ταυτότητος του αποκτώντος, δηλαδή, ειδικότερα:

- αν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο: επώνυμο, όνομα(-τα), ημερομηνία και τόπο γεννήσεως, διεύθυνση και αριθμό διαβατηρίου ή ταυτότητας, καθώς και την ημερομηνία παραδόσεως και μνεία της εκδούσης αρχής, είτε πρόκειται για οπλοπώλη είτε όχι,

- αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο: όνομα ή εμπορική επωνυμία και έδρα, καθώς και επώνυμο, όνομα(-τα), ημερομηνία και τόπο γεννήσεως, διεύθυνση και αριθμό διαβατηρίου ή ταυτότητας του νόμιμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου·

β) τον τύπο, τον αριθμό κατασκευής, το διαμέτρημα και τα άλλα χαρακτηριστικά του πυροβόλου όπλου, καθώς και τον αριθμό αναγνωρίσεως.

4. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος ορίζει μια εθνική αρχή που αποστέλλει και λαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 και ανακοινώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη κάθε τροποποίηση όσον αφορά τον ορισμό της εν λόγω αρχής.

5. Η οριζόμενη από κάθε συμβαλλόμενο μέρος αρχή μπορεί να διαβιβάζει τις πληροφορίες που της ανακοινώθηκαν στις αρμόδιες τοπικές αστυνομικές αρχές και στις αρχές εποπτείας των συνόρων, - προκειμένου να προληφθούν ή να διωχθούν αξιόποινες πράξεις και παραβάσεις των κανονισμών.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΕΝΓΚΕΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΕΝΓΚΕΝ

Άρθρο 92

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη δημιουργούν και συντηρούν ένα κοινό σύστημα πληροφοριών ονομαζόμενο στο εξής σύστημα πληροφοριών Σένγκεν, αποτελούμενο από ένα εθνικό τμήμα σε καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη και από ένα τμήμα τεχνικής υποστηρίξεως. Το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν παρέχει τη δυνατότητα στις αρχές που ορίστηκαν από τα συμβαλλόμενα μέρη, χάρη σε μια αυτόματη διαδικασία υποβολής ερωτήσεων, να έχουν στη διάθεσή τους τους πίνακες καταχωρήσεως προσώπων και αντικειμένων, κατά τη διενέργεια συνοριακών ελέγχων και διαπιστώσεων καθώς και άλλων αστυνομικών και τελωνειακών ελέγχων πραγματοποιούμενων στο εσωτερικό της χώρας σύμφωνα με την εθνική της νομοθεσία καθώς και, μόνο για την κατηγορία των πινάκων καταχωρήσεως που αναφέρονται στο άρθρο 96 προς το σκοπό της διαδικασίας χορηγήσεως θεωρήσεων και τίτλων διαμονής και της διοικητικής παρακολουθήσεως των αλλοδαπών, μέσα στα πλαίσια της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας σύμβασης για την κυκλοφορία των προσώπων.

2. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος δημιουργεί και συντηρεί, για ίδιο λογαριασμό και με δική του ευθύνη, το εθνικό του τμήμα του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν, του οποίου το αρχείο δεδομένων καθίσταται ουσιαστικά όμοιο με τα αρχεία δεδομένων των εθνικών τμημάτων όλων των άλλων συμβαλλομένων μερών διά της προσφυγής στο τμήμα τεχνικής υποστηρίξεως. Προκειμένου να γίνει δυνατή η ταχεία και αποτελεσματική διαβίβαση των δεδομένων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, κάθε συμβαλλόμενο μέρος συμμορφώνεται, κατά τη σύσταση του εθνικού του τμήματος, με τα πρωτόκολλα και τις διαδικασίες που θεσπίστηκαν από κοινού από τα συμβαλλόμενα μέρη για την υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως. Το αρχείο δεδομένων κάθε εθνικού τμήματος χρησιμεύει στην αυτόματη αναζήτηση στοιχείων στην επικράτεια καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η εξέταση των αρχείων δεδομένων των εθνικών τμημάτων των άλλων συμβαλλομένων μερών δεν θα είναι δυνατή.

3. Τα συμβαλλόμενα μέρη δημιουργούν και συντηρούν, για λογαριασμό όλων των μερών και αναλαμβάνοντας από κοινού τους κινδύνους, την υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν, για την οποία είναι υπεύθυνη η Γαλλική Δημοκρατία. Η εν λόγω υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως εγκαθίσταται στο Στρασβούργο. Η υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως περιλαμβάνει ένα αρχείο δεδομένων με τη βοήθεια του οποίου εξασφαλίζεται η ομοιότητα των αρχείων δεδομένων των εθνικών μερών μέσω της άμεσης διαβιβάσεως πληροφοριών. Στο αρχείο δεδομένων της υπηρεσίας τεχνικής υποστηρίξεως θα περιλαμβάνονται οι πίνακες σημάνσεως προσώπων και αντικειμένων, εφόσον αυτά αφορούν όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Το αρχείο της υπηρεσίας τεχνικής υποστηρίξεως δεν περιέχει άλλα στοιχεία εκτός από αυτά που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και στην παράγραφο 2 του άρθρου 113.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΕΝΓΚΕΝ

Άρθρο 93

Το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν έχει ως αντικείμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης, την προστασία της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας, περιλαμβανομένης και της κρατικής ασφάλειας, και την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας σύμβασης για την κυκλοφορία των προσώπων στην επικράτεια των συμβαλλομένων μερών, χρησιμοποιώντας πληροφορίες που διαβιβάζονται μέσω του εν λόγω συστήματος.

Άρθρο 94

1. Το σύστημα πληροφοριών Σένγκεν περιλαμβάνει αποκλειστικά τις κατηγορίες δεδομένων που παρέχονται από τα συμβαλλόμενα μέρη και είναι απαραίτητα για τους σκοπούς που προβλέπονται στα άρθρα 95 έως 100. Το συμβαλλόμενο μέρος που παρέχει τις πληροφορίες ελέγχει αν η σπουδαιότητα της συγκεκριμένης περιπτώσεως αιτιολογεί την εισαγωγή τους στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν.

2. Οι κατηγορίες των δεδομένων είναι οι ακόλουθες:

α) καταχωρούμενα πρόσωπα·

β) αντικείμενα που αναφέρονται στο άρθρο 100 και τα οχήματα που αναφέρονται στο άρθρο 99.

3. Για τα πρόσωπα, μπορούν να εισάγονται κατ' ανώτατο όριο τα ακόλουθα στοιχεία:

α) το επώνυμο και το όνομα· ενδεχόμενα συναφή στοιχεία καταγράφονται ξεχωριστά·

β) τα ιδιαίτερα, αντικειμενικά και αναλλοίωτα φυσικά χαρακτηριστικά·

γ) το πρώτο γράμμα του δεύτερου ονόματος·

δ) η ημερομηνία και ο τόπος γεννήσεως·

ε) το φύλο·

στ) η ιθαγένεια·

ζ) η ένδειξη ότι τα υπόψη πρόσωπα είναι οπλισμένα·

η) η ένδειξη ότι τα υπόψη πρόσωπα είναι βίαια·

θ) ο λόγος της σημάνσεως·

ι) η στάση που ενδείκνυται να τηρηθεί.

Άλλες αναφορές, και ειδικότερα τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 6 πρώτο εδάφιο της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 28ης Ιανουαρίου 1981, για την προστασία των προσώπων έναντι της αυτόματης επεξεργασίας στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα, δεν επιτρέπονται.

4. Στο μέτρο που ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη εκτιμά ότι μια καταχώρηση σύμφωνα με τα άρθρα 95, 97 ή 99 είναι ασύμβατη με την εθνική του νομοθεσία, τις διεθνείς υποχρεώσεις του ή τα ζωτικά του εθνικά συμφέροντα, μπορεί, εκ των υστέρων, να συνοδεύσει την καταχώρηση αυτή στο αρχείο του εθνικού τμήματος του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν με μια ένδειξη στην οποία να αναφέρεται ότι η τήρηση της ενδεδειγμένης στάσεως δεν αιτιολογείται στο έδαφός του εξαιτίας της καταχωρήσεως. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να γίνονται σχετικές διαβουλεύσεις με τα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη. Αν το συμβαλλόμενο μέρος που προέβη στην καταχώρηση δεν την αποσύρει, τότε αυτή διατηρείται σε πλήρη εφαρμογή για τα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη.

Άρθρο 95

1. Τα στοιχεία που αφορούν καταζητούμενα για σύλληψη πρόσωπα με σκοπό την έκδοσή τους, περιλαμβάνονται στην αίτηση της δικαστικής αρχής του αιτούντος συμβαλλομένου μέρους.

2. Πριν από την καταχώρηση ενός προσώπου, το συμβαλλόμενο μέρος που προβαίνει στην ενέργεια αυτή ελέγχει αν η σύλληψη επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο των συμβαλλομένων μερών προς τα οποία απευθύνεται η αίτηση. Αν το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος έχει αμφιβολίες, συμβουλεύεται τα άλλα σχετικά συμβαλλόμενα μέρη.

Το αιτούν συμβαλλόμενο μέρος αποστέλλει στα συμβαλλόμενα μέρη προς τα οποία απευθύνεται η αίτηση, παράλληλα με την καταχώρηση ενός προσώπου, με τον ταχύτερο δυνατό τρόπο, τις ακόλουθες βασικές πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση:

α) την υπηρεσία από την οποία προέρχεται η αίτηση συλλήψεως·

β) την ύπαρξη εντάλματος συλλήψεως ή πράξεως αναλόγου ισχύος, ή εκτελεστικής αποφάσεως·

γ) τη φύση και το νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης·

δ) την περιγραφή των περιστάσεων υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αξιόποινη πράξη, περιλαμβανομένων και του χρόνου, του τόπου και του βαθμού συμμετοχής, στην αξιόποινη πράξη του υπόψη προσώπου·

ε) στο μέτρο του δυνατού, τις συνέπειες της αξιόποινης πράξης.

3. Ένα συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να ζητήσει να συνοδεύεται η καταχώρηση στο αρχείο του εθνικού τμήματος του συστήματος Σένγκεν με ένδειξη που θα αποβλέπει στην, μέχρι τη διαγραφή της εν λόγω ενδείξεως, απαγόρευση της συλλήψεως με το αιτιολογικό που αναφέρεται στην καταχώρηση αυτή. Η ένδειξη αυτή πρέπει να διαγράφεται το αργότερο είκοσι τέσσερις ώρες μετά την καταχώρηση, εκτός αν το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος αρνείται την αιτούμενη σύλληψη για νομικούς ή ειδικούς περιστασιακούς λόγους. Στο βαθμό που, σε τελείως εξαιρετικές περιπτώσεις, η σύνθετη φύση των γεγονότων στα οποία στηρίχθηκε η καταχώρηση το αιτιολογεί, η προαναφερθείσα προθεσμία μπορεί να παραταθεί μέχρι και μία εβδομάδα. Με την επιφύλαξη μιας απορριπτικής ενδείξεως ή αποφάσεως, τα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να προβούν στην αιτούμενη βάσει της καταχωρήσεως σύλληψη.

4. Αν για λόγους ιδιαίτερα επείγοντες, ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ζητήσει μια άμεση έρευνα, το μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση εξετάζει αν μπορεί να παραιτηθεί από την υπόδειξη. Το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να γίνει δυνατή, χωρίς καθυστέρηση, η τήρηση της ενδεδειγμένης στάσεως στην περίπτωση που η καταχώρηση είναι έγκυρη.

5. Εάν δεν είναι δυνατόν να γίνει σύλληψη, επειδή δεν έχει περατωθεί κάποια εξέταση ή εξαιτίας μιας απορριπτικής αποφάσεως του συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος οφείλει να αντιμετωπίσει την καταχώρηση ως καταχώρηση με σκοπό τη γνωστοποίηση του τόπου διαμονής.

6. Τα συμβαλλόμενα μέρη προς τα οποία απευθύνεται η αίτηση τηρούν την ενδεδειγμένη στάση που ζητείται στην καταχώρηση, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμβάσεις εκδόσεως και το εθνικό τους δίκαιο. Εφόσον πρόκειται για δικό τους υπήκοο, δεν είναι υποχρεωμένα να τηρήσουν την ενδεδειγμένη στάση που ζητείται στην καταχώρηση, με την επιφύλαξη της δυνατότητας συλλήψεως σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 96

1. Τα στοιχεία των αλλοδαπών που περιλαμβάνονται στο σύστημα με σκοπό την άρνηση εισόδου καταχωρούνται επί τη βάσει των εθνικών πινάκων καταχωρήσεως που βασίζονται σε ληφθείσες αποφάσεις, τηρουμένων των διαδικαστικών κανόνων που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία, τις διοικητικές αρχές ή τη σχετική νομολογία.

2. Οι αποφάσεις μπορούν να στηρίζονται στην απειλή για τη δημόσια τάξη ή την κρατική ασφάλεια που ενδέχεται να συνιστά η παρουσία ενός αλλοδαπού στο εθνικό έδαφος.

Τέτοια μπορεί να είναι, ιδίως, η περίπτωση:

α) αλλοδαπού ο οποίος καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη επισύρουσα στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον ενός έτους·

β) αλλοδαπού εις βάρος του οποίου υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι διέπραξε σοβαρές αξιόποινες πράξεις, περιλαμβανομένων και αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 71, ή εις βάρος του οποίου υπάρχουν πραγματικές ενδείξεις ότι προτίθεται να εκτελέσει παρόμοιες πράξεις στο έδαφος ενός συμβαλλομένου μέρους.

3. Οι αποφάσεις μπορούν να στηρίζονται επίσης στο γεγονός ότι ο αλλοδαπός αποτέλεσε αντικείμενο ενός μέτρου άμεσου και χωρίς αναστολή απομακρύνσεως, αποπομπής ή απελάσεως που περιλαμβάνει ή συνοδεύεται και από απαγόρευση εισόδου, ή, κατά περίπτωση, διαμονής, και στηρίζεται στην μη τήρηση των εθνικών ρυθμίσεων όσον αφορά την είσοδο ή την διαμονή αλλοδαπών.

Άρθρο 97

Τα στοιχεία που αναφέρονται σε πρόσωπα που εξαφανίστηκαν ή σε πρόσωπα που, για δική τους προστασία ή για πρόληψη απειλών, πρέπει να τεθούν προσωρινά σε ασφαλές μέρος κατ' αίτηση της αρμόδιας αρχής ή της αρμόδιας δικαστικής αρχής του συμβαλλομένου μέρους που έχει καταχωρήσει τα πρόσωπα αυτά στους εθνικούς του πίνακες καταχωρήσεως, εισάγονται προκειμένου οι αστυνομικές αρχές να μπορούν να ανακοινώνουν στο ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος τον τόπο διαμονής, ή να μπορούν να θέτουν τα εν λόγω πρόσωπα σε ασφαλές μέρος, ώστε να τα εμποδίσουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους, εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους ανήλικους και για τα πρόσωπα που πρέπει να εγκλεισθούν σε άσυλο σύμφωνα με απόφαση της αρμόδιας αρχής. Η ανακοίνωση υπόκειται στη συγκατάθεση του εξαφανισθέντος προσώπου, εφόσον πρόκειται για ενήλικο.

Άρθρο 98

1. Τα στοιχεία σχετικά με τους μάρτυρες, τα πρόσωπα που καλούνται να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστικών αρχών στα πλαίσια μιας ποινικής διαδικασίας για να καταθέσουν ως προς γεγονότα για τα οποία διώκονται, ή τα πρόσωπα που αποτελούν αντικείμενο κοινοποιήσεως μιας καταδικαστικής αποφάσεως ή κλήσεως προς εμφάνιση προκειμένου να εκτίσουν στερητική της ελευθερίας ποινή, καταχωρούνται ύστερα από αίτηση των αρμοδίων δικαστικών αρχών, με σκοπό την ανακοίνωση του τόπου διαμονής ή κατοικίας.

2. Οι αιτούμενες πληροφορίες ανακοινώνονται στο ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τις ισχύουσες συμβάσεις όσον φορά τη δικαστική συνδρομή στις ποινικές υποθέσεις.

Άρθρο 99

1. Τα στοιχεία σχετικά με τα πρόσωπα ή τα οχήματα εισάγονται, τηρουμένου του εθνικού δικαίου του συμβαλλομένου μέρους που προβαίνει στην καταχώρηση, με στόχο τη διακριτική παρακολούθηση ή τον ειδικό έλεγχο, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

2. Μια τέτοια καταχώρηση μπορεί να πραγματοποιείται για την καταστολή ποινικών παραβάσεων και την πρόληψη απειλών της δημοσίας ασφαλείας:

α) στις περιπτώσεις που υπάρχουν πραγματικές ενδείξεις που δημιουργούν υπόνοιες ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο προτίθεται να διαπράξει ή διαπράττει πολυάριθμες και εξαιρετικά σοβαρές αξιόποινες πράξεις, ή

β) στις περιπτώσεις που η συνολική εκτίμηση για το συγκεκριμένο άτομο, και ειδικότερα με βάση τις αξιόποινες πράξεις τις οποίες έχει διαπράξει μέχρι τη συγκεκριμένη στιγμή, επιτρέπει να υποτεθεί ότι το υπόψη πρόσωπο θα διαπράξει και στο μέλλον εξαιρετικά σοβαρές αξιόποινες πράξεις.

3. Επιπλέον, η καταχώρηση μπορεί να πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ύστερα από αίτηση των αρμοδίων οργάνων για την κρατική ασφάλεια, στις περιπτώσεις που υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις που επιτρέπουν να υποτεθεί ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 είναι απαραίτητες για την πρόληψη μιας σοβαρής απειλής που προέρχεται από το εν λόγω πρόσωπο, ή άλλων σοβαρών απειλών της εσωτερικής και εξωτερικής ασφαλείας του κράτους. Το συμβαλλόμενο μέρος που επιθυμεί να εισάγει κάποιο πρόσωπο στους πίνακες σημάνσεως υποχρεούται να συμβουλευθεί προηγουμένως τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη.

4. Στα πλαίσια της διακριτικής παρακολουθήσεως, οι ακόλουθες πληροφορίες μπορούν, εν όλω ή εν μέρει, να συγκεντρώνονται και να διαβιβάζονται στην αρχή που έχει προβεί στη σήμανση, με την ευκαιρία μεθοριακών ή άλλων αστυνομικών και τελωνειακών ελέγχων που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας:

α) το γεγονός ότι βρέθηκε καταχωρημένο άτομο ή όχημα·

β) ο τόπος, ή ώρα ή ο λόγος του ελέγχου·

γ) το δρομολόγιο και ο προορισμός του ταξιδιού·

δ) τα πρόσωπα που συνοδεύουν τον ενδιαφερόμενο ή οι συνεπιβάτες του οχήματος·

ε) το χρησιμοποιούμενο όχημα·

στ) τα μεταφερόμενα αντικείμενα·

ζ) οι συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκαν το πρόσωπο ή το όχημα.

Κατά τη συγκέντρωση των πληροφοριών αυτών, είναι σκόπιμο να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να μην παραβιάζεται ο διακριτικός χαρακτήρας της παρακολουθήσεως.

5. Στα πλαίσια του ειδικού ελέγχου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα πρόσωπα, τα οχήματα και τα μεταφερόμενα αντικείμενα μπορούν να ερευνώνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να επιτυγχάνεται ο στόχος που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3. Αν ο ειδικός έλεγχος δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός συμβαλλομένου μέρους, τότε ο ειδικός έλεγχος μετατρέπεται αυτόματα, για το συμβαλλόμενο αυτό μέρος, σε διακριτική παρακολούθηση.

6. Ένα συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί να συνοδεύει την καταχώρηση στο αρχείο του εθνικού τμήματος του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν με ένδειξη που θα αποβλέπει στην απαγόρευση, μέχρι τη διαγραφή της, της εκτελέσεως της ενδεδειγμένης να τηρηθεί στάσεως κατ' εφαρμογήν της καταχωρήσεως, χάριν της διακριτικής παρακολουθήσεως ή του ειδικού ελέγχου. Η ένδειξη αυτή πρέπει να διαγράφεται το αργότερο είκοσι τέσσερις ώρες μετά την εισαγωγή της καταχωρήσεως στο αρχείο, εκτός αν το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος αρνείται να τηρήσει την αιτούμενη συμπεριφορά για νομικούς ή ειδικούς περιστασιακούς λόγους. Με την επιφύλαξη απορριπτικής ενδείξεως ή αποφάσεως, τα λοιπά συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να τηρούν την αιτούμενη με την καταχώρηση συμπεριφορά.

Άρθρο 100

1. Τα στοιχεία σχετικά με αντικείμενα που αναζητούνται προκειμένου να κατασχεθούν ή να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία σε μια ποινική διαδικασία καταχωρούνται στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν.

2. Αν ύστερα από μια αναζήτηση στο σύστημα προκύψει ότι ένα ανευρεθέν αντικείμενο περιλαμβάνεται σ' αυτό, η αρχή που το διαπίστωσε επικοινωνεί με την καταχωρούσα αρχή προκειμένου να συμφωνήσουν τα απαραίτητα μέτρα. Για το σκοπό αυτό, μπορούν να διαβιβάζονται και στοιχεία προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση. Τα μέτρα που λαμβάνονται από το συμβαλλόμενο μέρος που βρήκε το αντικείμενο πρέπει να είναι σύμφωνα προς το εθνικό του δίκαιο.

3. Καταχωρούνται οι κατωτέρω κατηγορίες αντικειμένων:

α) οχήματα με κινητήρα κυλινδρισμού μεγαλύτερου των 50 cc που έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απωλεσθεί·

β) ρυμουλκούμενα οχήματα και τροχόσπιτα βάρους, χωρίς φορτίο, μεγαλύτερου των 750 kg, που έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απωλεσθεί·

γ) πυροβόλα όπλα που έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απωλεσθεί·

δ) κενά έγγραφα που έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απωλεσθεί πριν την έκδοσή τους·

ε) έγγραφα ταυτότητας (διαβατήρια, ταυτότητες, άδειες οδηγήσεως) που έχουν κλαπεί, υπεξαιρεθεί ή απωλεσθεί·

στ) τραπεζογραμμάτια (των οποίων οι αριθμοί έχουν κρατηθεί).

Άρθρο 101

1. Η πρόσβαση στα καταχωρημένα στοιχεία του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν, καθώς και το δικαίωμα της απ' ευθείας χρησιμοποιήσεώς τους επιφυλάσσονται αποκλειστικά υπέρ των αρχών που είναι αρμόδιες για:

α) τους συνοριακούς ελέγχους·

β) άλλους αστυνομικούς και τελωνειακούς ελέγχους που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και για το συντονισμό τους.

2. Επιπλέον, πρόσβαση στα καταχωρημένα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 96, καθώς και δικαίωμα απ' ευθείας χρησιμοποιήσεώς τους έχουν οι αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση θεωρήσεων, οι κεντρικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εξέταση των αιτήσεων χορηγήσεως θεωρήσεων, καθώς και οι κεντρικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση τίτλων διαμονής και τη διοικητική παρακολούθηση αλλοδαπών στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας συνθήκης για την κυκλοφορία των προσώπων. Η πρόσβαση στα στοιχεία διέπεται από το εθνικό δίκαιο κάθε συμβαλλομένου μέρους.

3. Οι χρήστες μπορούν να συμβουλεύονται μόνο τα δεδομένα που απαιτούνται για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

4. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος ανακοινώνει στην εκτελεστική επιτροπή την κατάσταση των αρμόδιων αρχών, στις οποίες παρέχεται το δικαίωμα να συμβουλεύονται απευθείας τα καταχωρημένα στοιχεία στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν. Στην κατάσταση αυτή αναφέρονται επίσης για κάθε αρχή τα στοιχεία που μπορεί να συμβουλεύεται και για ποιο σκοπό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΕΝΓΚΕΝ

Άρθρο 102

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να χρησιμοποιούν τα δεδομένα που προβλέπονται στα άρθρα 95 ως 100, μόνον για τους σκοπούς που αναγράφονται σε καθεμία από τις καταχωρήσεις που προβλέπονται στα άρθρα αυτά.

2. Τα δεδομένα μπορούν να αντιγραφούν μόνο για τεχνικούς σκοπούς και εφόσον η αντιγραφή αυτή είναι αναγκαία για την απ' ευθείας χρήση τους από τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 101. Οι καταχωρήσεις άλλων συμβαλλομένων μερών δεν μπορούν να αντιγραφούν από το εθνικό τμήμα του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν σε άλλα εθνικά αρχεία δεδομένων.

3. Στα πλαίσια των καταχωρήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 95 έως 100 της παρούσας σύμβασης, κάθε παρέκκλιση από την παράγραφο 1 για την μετάβαση από ένα τύπο καταχωρήσεως σε άλλο πρέπει να αιτιολογείται από την ανάγκη προλήψεως επικείμενης σοβαρής απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφάλειας, για σοβαρούς λόγους ασφαλείας του κράτους ή για την πρόληψη σοβαρής αξιοποίνου πράξεως. Προς το σκοπό αυτό πρέπει να ληφθεί προηγουμένως η έγκριση του συμβαλλόμενου μέρους που έκανε την καταχώρηση.

4. Τα δεδομένα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διοικητικούς σκοπούς. Κατά παρέκκλιση, τα δεδομένα που έχουν καταχωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 96 μπορούν να χρησιμοποιηθούν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία εκάστου συμβαλλόμενου μέρους, μόνον για τους σκοπούς που απορρέουν από το άρθρο 101 παράγραφος 2.

5. Κάθε χρήση των δεδομένων που δεν είναι σύμφωνη με τις παραγράφους 1 έως 4 θα θεωρείται έναντι της εθνικής νομοθεσίας εκάστου συμβαλλομένου μέρους ως κατάχρηση του επιδιωκόμενου σκοπού.

Άρθρο 103

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος φροντίζει ώστε, κατά μέσον όρο, να εγγράφεται στο εθνικό τμήμα του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν κάθε δέκατη μετάδοση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκ μέρους της αρχής που διαχειρίζεται το αρχείο, με σκοπό τον έλεγχο του παραδεκτού των ερωτημάτων. Η εγγραφή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο προς αυτόν το σκοπό και διαγράφεται μετά από έξι μήνες.

Άρθρο 104

1. Η εθνική νομοθεσία του καταχωρούντος συμβαλλόμενου μέρους εφαρμόζεται στην καταχώρηση, με την επιφύλαξη αυστηρότερων προϋποθέσεων προβλεπομένων από την παρούσα σύμβαση.

2. Εφόσον η παρούσα σύμβαση δεν προβλέπει ειδικές διατάξεις, η νομοθεσία κάθε συμβαλλομένου μέρους εφαρμόζεται στα δεδομένα που καταχωρούνται στο εθνικό τμήμα του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν.

3. Εφόσον η παρούσα σύμβαση δεν προβλέπει ειδικές διατάξεις όσον αφορά την τήρηση της ενδεδειγμένης από την καταχώρηση συμπεριφοράς, εφαρμόζεται το εθνικό δίκαιο του εκτελούντος την ενδεδειγμένη συμπεριφορά συμβαλλομένου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Στο μέτρο που η παρούσα συνθήκη προβλέπει ειδικές διατάξεις σχετικά με την εκτέλεση της ενδεδειγμένης από την καταχώρηση συμπεριφοράς, οι αρμοδιότητες σε θέματα ενδεδειγμένης συμπεριφοράς διέπονται από την εθνική νομοθεσία του συμβαλλόμενου μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Αν η ενδεδειγμένη συμπεριφορά δεν μπορεί να εκτελεστεί, το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση πληροφορεί το καταχωρούν συμβαλλόμενο μέρος δίχως υπαίτια καθυστέρηση.

Άρθρο 105

Το καταχωρούν συμβαλλόμενο μέρος είναι υπεύθυνο για την ακρίβεια, την ενημερότητα, καθώς και τη νομιμότητα της καταχωρήσεως των δεδομένων στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν.

Άρθρο 106

1. Μόνο το καταχωρούν συμβαλλόμενο μέρος επιτρέπεται να τροποποιεί, συμπληρώνει, διορθώνει ή να διαγράφει τα δεδομένα που εισήγαγε.

2. Αν ένα μη καταχωρήσαν συμβαλλόμενο μέρος διαθέτει ενδείξεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένα δεδομένο περιέχει σφάλμα περί το δίκαιο ή περί τα πράγματα, πληροφορεί το ταχύτερο δυνατόν το καταχωρούν συμβαλλόμενο μέρος, το οποίο πρέπει να επαληθεύσει υποχρεωτικά την ανακοίνωση και να διορθώσει, αν είναι αναγκαίο, ή να διαγράψει χωρίς καθυστέρηση το δεδομένο.

3. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία, το μη καταχωρήσαν συμβαλλόμενο μέρος υποβάλλει την περίπτωση για γνωμοδότηση στην κοινή αρχή ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 115 παράγραφος 1.

Άρθρο 107

Όταν ένα πρόσωπο αποτέλεσε ήδη αντικείμενο καταχωρήσεως στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν, το συμβαλλόμενο μέρος που εισάγει νέα καταχώρηση φροντίζει, σε συνεργασία με το συμβαλλόμενο μέρος που εισήγαγε την αρχική καταχώρηση, να εναρμονίσει τις καταχωρήσεις. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν προς τον σκοπό αυτό να θεσπίσουν επίσης γενικές διατάξεις.

Άρθρο 108

1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος ορίζει μια αρχή που αναλαμβάνει την κεντρική αρμοδιότητα για το εθνικό τμήμα του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν.

2. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος πραγματοποιεί τις καταχωρήσεις του διαμέσου αυτής της αρχής.

3. Η εν λόγω αρχή είναι υπεύθυνη για την ορθή λειτουργία του εθνικού τμήματος του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει το σεβασμό των διατάξεων της παρούσας σύμβασης.

4. Τα συμβαλλόμενα μέρη ενημερώνονται αμοιβαίως μέσω του θεματοφύλακα της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 αρχής.

Άρθρο 109

1. Το δικαίωμα κάθε ατόμου να έχει πρόσβαση στα δεδομένα που το αφορούν και τα οποία είναι καταχωρημένα στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν ασκείται τηρουμένου του δικαίου του συμβαλλόμενου μέρους, ενώπιον του οποίου ασκεί το δικαίωμά του. Αν προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, η εθνική αρχή ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 114 παράγραφος 1 αποφασίζει κατά πόσον οι σχετικές πληροφορίες είναι ανακοινώσιμες και με ποια διαδικασία. Ένα μη καταχωρήσαν συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ανακοινώσει πληροφορίες σχετικές με αυτά τα δεδομένα, μόνον αν έδωσε προηγουμένως στο καταχωρήσαν μέρος την ευκαιρία να τοποθετηθεί.

2. Η ανακοίνωση πληροφοριών προς το ενδιαφερόμενο άτομο απορρίπτεται αν είναι ικανή να βλάψει την εκτέλεση του εντεταλμένου νόμιμου έργου της καταχωρήσεως ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων. Απορρίπτεται σε κάθε περίπτωση κατά τη διάρκεια της περιόδου καταχωρήσεως για διακριτική παρακολούθηση.

Άρθρο 110

Κάθε άτομο μπορεί να επιτύχει τη διόρθωση ή τη διαγραφή των δεδομένων που το αφορούν και περιέχουν λανθασμένα πραγματικά γεγονότα, ή τη διαγραφή των δεδομένων που το αφορούν τα οποία περιέχουν νομικά σφάλματα.

Άρθρο 111

1. Κάθε άτομο μπορεί να απευθυνθεί στο έδαφος κάθε συμβαλλόμενου μέρους προς την δικαστική αρχή ή άλλη αρχή, που είναι δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας αρμόδια για τη διόρθωση, εξάλειψη, ενημέρωση ή αποζημίωση εξαιτίας μιας καταχωρήσεως που το αφορά.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την αμοιβαία υποχρέωση να εκτελέσουν τις οριστικές αποφάσεις που λαμβάνονται από τις δικαστικές αρχές ή άλλες αρμόδιες αρχές της παραγράφου 1, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 116.

Άρθρο 112

1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν καταχωρηθεί στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν προς τον σκοπό της αναζήτησης προσώπων, φυλάσσονται μόνον κατά το χρονικό διάστημα που είναι απαραίτητο για τους σκοπούς για τους οποίους παρασχέθηκαν. Τρία χρόνια το αργότερο μετά την ενσωμάτωσή τους, πρέπει να εξεταστεί η ανάγκη φυλάξεώς τους από το καταχωρούν συμβαλλόμενο μέρος. Η προθεσμία αυτή είναι ενός έτους για τις καταχωρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 99.

2. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος ορίζει κατά περίπτωση συντομότερες προθεσμίες εξετάσεως συμφώνως προς την εθνική του νομοθεσία.

3. Η υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν ανακοινώνει αυτόματα στα συμβαλλόμενα μέρη την προγραμματισθείσα διαγραφή εντός του συστήματος, με προειδοποίηση ενός μηνός.

4. Το καταχωρούν συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, κατά την προθεσμία εξετάσεως, να αποφασίσει να διατηρήσει την καταχώρηση, αν κριθεί αναγκαία για τους σκοπούς που έγινε η καταχώρηση. Η παράταση της καταχωρήσεως πρέπει να ανακοινωθεί στην υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται στην παρατεινόμενη καταχώρηση.

Άρθρο 113

1. Δεδομένα άλλα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 112 διατηρούνται επί δέκα έτη κατ' ανώτατο όριο, δεδομένα σχετικά με τα χορηγούμενα δελτία ταυτότητος και τα τραπεζογραμμάτια των οποίων έχει κρατηθεί ο αριθμός επί πέντε έτη κατ' ανώτατο όριο και δεδομένα σχετικά με τα αυτοκίνητα, ρυμουλκούμενα και τροχόσπιτα επί τρία έτη κατ' ανώτατο όριο.

2. Τα διαγραφόμενα δεδομένα διατηρούται επί ένα ακόμη έτος στην υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής μπορούν να μελετηθούν μόνον προκειμένου να ελεγχθεί εκ των υστέρων η ακρίβειά τους και η νομιμότητα της καταχωρήσεώς τους. Στη συνέχεια θα πρέπει να καταστραφούν.

Άρθρο 114

1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος ορίζει μια αρχή ελέγχου η οποία, τηρουμένης της εθνικής νομοθεσίας, είναι επιφορτισμένη να ασκεί ανεξάρτητο έλεγχο του αρχείου του εθνικού τμήματος του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν και να ελέγχει αν η επεξεργασία και η χρήση των καταχωρημένων στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν δεδομένων δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα του οικείου προσώπου. Προς τον σκοπό αυτόν, η αρχή ελέγχου έχει πρόσβαση στο αρχείο του εθνικού τμήματος του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν.

2. Κάθε πρόσωπο δικαιούται να ζητήσει από τις αρχές ελέγχου να εξετάσουν τα δεδομένα που το αφορούν και τα οποία είναι καταχωρημένα στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν, όπως επίσης και τη γενόμενη χρήση αυτών των δεδομένων. Το δικαίωμα αυτό διέπεται από το εθνικό δίκαιο του συμβαλλόμενου μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η σχετική αίτηση. Αν τα δεδομένα εισήχθησαν από άλλο συμβαλλόμενο μέρος, ο έλεγχος πραγματοποιείται σε στενή συνεργασία με την αρχή ελέγχου του συμβαλλόμενου αυτού μέρους.

Άρθρο 115

1. Δημιουργείται κοινή αρχή ελέγχου, επιφορτισμένη με τον έλεγχο της υπηρεσίας τεχνικής υποστήριξης του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν. Η αρχή αυτή απαρτίζεται από δύο εκπροσώπους κάθε εθνικής αρχής ελέγχου. Κατά τις διαβουλεύσεις κάθε συμβαλλόμενο μέρος διαθέτει μία ψήφο. Ο έλεγχος ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης, της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 28ης Ιανουαρίου 1981, περί προστασίας των ατόμων έναντι της αυτόματης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση R (87) 15, της 17ης Σεπτεμβρίου 1987, της επιτροπής υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη ρύθμιση της χρήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον αστυνομικό τομέα και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του συμβαλλόμενου μέρους που είναι υπεύθυνο για την υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως.

2. Έναντι της υπηρεσίας τεχνικής υποστηρίξεως του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν, η κοινή αρχή ελέγχου έχει ως αποστολή να επαληθεύσει την ορθή εκτέλεση των διατάξεων της παρούσας σύμβασης. Για το σκοπό αυτό έχει πρόσβαση στην υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως.

3. Η κοινή αρχή ελέγχου είναι επίσης αρμόδια να αναλύσει τις δυσκολίες εφαρμογής ή ερμηνείας που μπορεί να παρουσιαστούν κατά τη λειτουργία του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν, να μελετήσει τα προβλήματα που μπορούν να τεθούν κατά την άσκηση του ανεξάρτητου ελέγχου που πραγματοποιείται από τις εθνικές αρχές ελέγχου των συμβαλλόμενων μερών, ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως του δικαιώματος προσβάσεως στο σύστημα, καθώς επίσης για την επεξεργασία εναρμονισμένων προτάσεων, προκειμένου να εξερευθούν κοινές λύσεις στα υφιστάμενα προβλήματα.

4. Οι εκθέσεις της κοινής αρχής ελέγχου διαβιβάζονται στις αρχές προς τις οποίες οι εθνικές αρχές ελέγχου διαβιβάζουν τις εκθέσεις τους.

Άρθρο 116

1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος είναι υπεύθυνο σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο για κάθε ζημία που προκαλείται σε ένα άτομο από την εκμετάλλευση του εθνικού αρχείου του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν. Το ίδιο συμβαίνει επίσης όταν οι βλάβες προκλήθηκαν από το καταχωρούν μέρος, το οποίο καταχώρησε δεδομένα που περιέχουν σφάλματα περί το δίκαιο ή περί τα πράγματα.

2. Αν το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η σχετική αγωγή δεν είναι το καταχωρούν μέρος, το τελευταίο αυτό υποχρεούται να καταβάλλει, κατόπιν αιτήσεως, τα ποσά που καταβλήθηκαν ως αποζημίωση, εκτός αν τα δεδομένα δεν είχαν χρησιμοποιηθεί από το εκζητούμενο συμβαλλόμενο μέρος κατά παράβαση της παρούσας συνθήκης.

Άρθρο 117

1. Όσον αφορά την αυτόματη επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται κατ' εφαρμογή του παρόντος τίτλου, κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα προβεί, το αργότερο κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας σύμβασης, στις εθνικές ρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την επίτευξη ενός επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τουλάχιστον ίσου προς αυτό που απορρέει από τις αρχές της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 28ης Ιανουαρίου 1981, για την προστασία των ατόμων έναντι της αυτόματης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τηρουμένης της σύστασης R (87) 15, της 17ης Σεπτεμβρίου 1987, της επιτροπής υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη ρύθμιση της χρήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον αστυνομικό τομέα.

2. Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται από τον παρόντα τίτλο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον όταν τεθούν σε ισχύ οι διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών τα οποία εμπλέκονται στη διαβίβαση.

Άρθρο 118

1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος υποχρεούται να λάβει, στο εθνικό τμήμα του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν, τα κατάλληλα μέτρα για:

α) να εμποδίσει την είσοδο κάθε μη εξουσιοδοτημένου προσώπου στις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (έλεγχος στην είσοδο των εγκαταστάσεων)·

β) να εμποδίσει την ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή απομάκρυνση των μέσων αποθήκευσης δεδομένων από ένα μη εξουσιοδοτημένο άτομο (έλεγχος των μέσων αποθηκεύσεως δεδομένων)·

γ) να εμποδίσει την μη εξουσιοδοτημένη καταχώρηση στο αρχείο, καθώς επίσης και κάθε μη εξουσιοδοτημένη γνωστοποίηση, τροποποίηση ή διαγραφή των καταχωρημένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (έλεγχος καταχωρήσεως)·

δ) να εμποδίσει τη χρησιμοποίηση των συστημάτων αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένα άτομα με τη βοήθεια εγκαταστάσεων μεταδόσεως δεδομένων (έλεγχος χρήσεως)·

ε) να εξασφαλισθεί ότι τα άτομα που είναι εξουσιοδοτημένα για τη χρησιμοποίηση ενός συστήματος αυτόματης επεξεργασίας των δεδομένων έχουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που αφορούν την αρμοδιότητά τους (έλεγχος προσβάσεως)·

στ) να εξασφαλισθεί ότι μπορεί να ελέγχεται και να βεβαιώνεται, σε ποιες αρχές μπορούν να διαβιβάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από τις εγκαταστάσεις διαβιβάσεως των δεδομένων (έλεγχος διαβιβάσεως)·

ζ) να εξασφαλισθεί ότι μπορεί να ελέγχεται και να βεβαιώνεται εκ των υστέρων ποια δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εισήχθησαν στο σύστημα αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων, πότε και από ποιο άτομο εισήχθησαν (έλεγχος εισαγωγής)·

η) να εμποδίσουν κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και κατά την μεταφορά των μέσων αποθηκεύσεώς τους την ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή τους κατά τρόπο μη εξουσιοδοτημένο (έλεγχος μεταφοράς).

2. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος οφείλει να λάβει ειδικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την ασφάλεια των δεδομένων κατά τη διαβίβασή τους σε υπηρεσίες ευρισκόμενες εκτός του εδάφους των συμβαλλόμενων μερών. Τα μέτρα αυτά οφείλουν να κοινοποιηθούν στην κοινή αρχή ελέγχου.

3. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ορίσει για την επεξεργασία δεδομένων του εθνικού του τμήματος του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν μόνον άτομα ειδικώς εκπαιδευμένα και υποβληθέντα σε έλεγχο ασφαλείας.

4. Το μέρος που είναι υπεύθυνο για την υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν λαμβάνει υπέρ αυτής της τελευταίας τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 έως 3 μέτρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΕΝΓΚΕΝ

Άρθρο 119

1. Τα έξοδα εγκαταστάσεως και χρήσεως της υπηρεσίας τεχνικής υποστηρίξεως που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων εγκαταστάσεως γραμμών για τη σύνδεση των εθνικών τμημάτων του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν με την υπηρεσία τεχνικής υποστηρίξεως φέρουν από κοινού τα συμβαλλόμενα μέρη. Το μερίδιο που αναλογεί σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος καθορίζεται βάσει του ποσοστού συμμετοχής εκάστου μέρους στην κοινή βάση του φόρου προστιθέμενης αξίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοχείο γ) της αποφάσεως του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 24ης Ιουνίου 1988, σχετικά με το σύστημα ιδίων πόρων των Κοινοτήτων.

2. Τα έξοδα εγκαταστάσεως και χρήσεως του εθνικού τμήματος του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν φέρει ατομικώς κάθε συμβαλλόμενο μέρος.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

Άρθρο 120

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη φροντίζουν από κοινού ώστε οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τους να μην εμποδίζουν, χωρίς αιτιολογία, την κυκλοφορία των εμπορευμάτων στα εσωτερικά σύνορα.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη διευκολύνουν την κυκλοφορία των εμπορευμάτων στα εσωτερικά σύνορα, πραγματοποιώντας τις διατυπώσεις που συνδέονται με απαγορεύσεις και περιορισμούς κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων ενόψει της θέσεώς τους στην κατανάλωση. Ο τελωνισμός αυτός μπορεί, κατά την εκλογή του ενδιαφερομένου, να πραγματοποιείται είτε στο εσωτερικό της χώρας είτε στα εσωτερικά σύνορα. Τα συμβαλλόμενα μέρη θα προσπαθήσουν να προωθήσουν τον τελωνισμό στο εσωτερικό της χώρας.

3. Κατά το μέτρο που οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 ελαφρύνσεις δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν εν όλω ή εν μέρει σε ορισμένους τομείς, τα συμβαλλόμενα μέρη θα καταβάλλουν προσπάθειες να υλοποιήσουν τις προϋποθέσεις αυτές μεταξύ τους, ή στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται ιδίως στον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων περί αδειών μεταφοράς και περί τεχνικών ελέγχων των μεταφορικών μέσων, περί υγειονομικών κτηνιατρικών ελέγχων, περί φυτοϋγειονομικών ελέγχων, καθώς επίσης και περί ελέγχων σχετικών με τις μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων και αποβλήτων.

4. Τα συμβαλλόμενα μέρη προσπαθούν να εναρμονίσουν τις διατυπώσεις σχετικά με την κυκλοφορία των εμπορευμάτων στα εξωτερικά σύνορα και να ελέγξουν την τήρησή τους σύμφωνα με ομοιόμορφες αρχές. Προς τον σκοπό αυτόν τα συμβαλλόμενα μέρη συνεργάζονται στενά στα πλαίσια της εκτελεστικής επιτροπής, στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς.

Άρθρο 121

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη παραιτούνται, τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου, από τους ελέγχους και την προσκόμιση των φυτοϋγειονομικών πιστοποιητικών που προβλέπονται από το κοινοτικό δίκαιο για ορισμένα φυτά και φυτικά προϊόντα.

Η εκτελεστική επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των φυτών και φυτικών προϊόντων στα οποία εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στο πρώτο εδάφιο απλοποίηση. Μπορεί να τροποποιεί τον κατάλογο αυτό και να καθορίσει την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της τροποποιήσεως. Τα συμβαλλόμενα μέρη ενημερώνονται αμοιβαίως για τα λαμβανόμενα μέτρα.

2. Σε περίπτωση κινδύνου εισαγωγής ή εξαπλώσεως βλαβερών οργανισμών, ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει την προσωρινή επαναφορά των μέτρων ελέγχου που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο και να τα εφαρμόσει. Θα ειδοποιεί αμέσως τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη εγγράφως, αιτιολογώντας την απόφασή του.

3. Το φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό μπορεί να συνεχίσει να χρησιμοποιείται ως πιστοποιητικό απαιτούμενο δυνάμει του νόμου περί προστασίας των ειδών.

4. Κατόπιν αιτήσεως, η αρμόδια αρχή χορηγεί φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό όταν η αποστολή προορίζεται εν όλω ή εν μέρει προς επανεξαγωγή και τούτο στο μέτρο που τηρούνται οι φυτοϋγειονομικές απαιτήσεις για τα οικεία φυτά ή φυτικά προϊόντα.

Άρθρο 122

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη ενισχύουν τη συνεργασία τους προκειμένου να επιτύχουν την ασφάλεια των μεταφορών επικίνδυνων εμπορευμάτων και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εναρμονίσουν τις εθνικές νομοθεσίες που λήφθηκαν σε εφαρμογή των εν ισχύ διεθνών συμβάσεων. Επιπλέον, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να διατηρήσουν ιδίως το σημερινό επίπεδο ασφαλείας με:

α) εναρμόνιση των απαιτήσεων σε θέματα επαγγελματικών προσόντων των οδηγών·

β) εναρμόνιση της διαδικασίας και της συχνότητας των πραγματοποιούμενων ελέγχων κατά τη μεταφορά και στις επιχειρήσεις·

γ) εναρμόνιση του χαρακτηρισμού των παραβάσεων και των διατάξεων της νομοθεσίας σχετικά με τις ισχύουσες κυρώσεις·

δ) διασφάλιση συνεχούς ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών σε σχέση με τα υλοποιούμενα μέτρα και τους πραγματοποιούμενους ελέγχους.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη ενισχύουν την μεταξύ τους συνεργασία προκειμένου να πραγματοποιήσουν τους ελέγχους κατά τη μεταφορά των επικίνδυνων και μη αποβλήτων διά των εσωτερικών τους συνόρων.

Για τον λόγο αυτό καταβάλλουν προσπάθεια να λάβουν κοινή θέση όσον αφορά την τροποποίηση των κοινοτικών οδηγιών σχετικά με τους ελέγχους και τη διαχείριση μεταφοράς επικίνδυνων αποβλήτων και για τη θέσπιση κοινοτικών πράξεων σχετικών με τα μη επικίνδυνα απόβλητα, προκειμένου να δημιουργηθεί μια ικανοποιητική υποδομή αποκομιδής και να καθορισθούν υψηλού επιπέδου εναρμονισμένα πρότυπα αποκομιδής των αποβλήτων.

Εν αναμονή κοινοτικών κανόνων σχετικά με τα μη επικίνδυνα απόβλητα, οι έλεγχοι μεταφοράς αυτών των αποβλήτων θα πραγματοποιούνται βάσει ειδικής διαδικασίας η οποία θα καθιστά δυνατό τον έλεγχο της μεταφοράς στον τόπο προορισμού κατά την επεξεργασία.

Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεύτερο εδάφιο έχουν επίσης εφαρμογή.

Άρθρο 123

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εναρμονίσουν τη στάση τους προκειμένου να καταργήσουν μεταξύ τους την ισχύουσα υποχρέωση προσκομίσεως μιας αδείας εξαγωγής στρατηγικών βιομηχανικών προϊόντων, καθώς και τεχνολογιών, και αν παραστεί ανάγκη να αντικαταστήσουν την εν λόγω άδεια από μια ελαστική διαδικασία εφόσον η χώρα του πρώτου και του τελικού προορισμού είναι ένα συμβαλλόμενο μέρος.

Υπό την επιφύλαξη των σχετικών συνεννοήσεων και προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα των ελέγχων που θα αποδειχθούν αναγκαίοι, τα συμβαλλόμενα μέρη θα προσπαθήσουν, συνεργαζόμενα στενά μέσω ενός συντονιστικού μηχανισμού, να προβούν στην ανταλλαγή χρήσιμων πληροφοριών, λαμβάνοντας υπόψη την εθνική νομοθεσία.

2. Όσον αφορά τα άλλα προϊόντα εκτός των στρατηγικών βιομηχανικών προϊόντων και τεχνολογιών που προβλέπονται στην παράγραφο 1, τα συμβαλλόμενα μέρη θα καταβάλουν προσπάθεια ώστε, αφενός μεν, να διεκπεραιώνονται οι εξαγωγικές διατυπώσεις στο εσωτερικό της χώρας, αφετέρου δε, να εναρμονίσουν τις διαδικασίες ελέγχων.

3. Στα πλαίσια των στόχων που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, τα συμβαλλόμενα μέρη θα προβούν σε συνεννοήσεις με τους άλλους ενδιαφερόμενους εταίρους.

Άρθρο 124

Ο αριθμός και η συχνότητα των ελέγχων στα εμπορεύματα κατά την κυκλοφορία των ταξιδιωτών στα εσωτερικά σύνορα, μειώνονται στο κατώτερο δυνατό επίπεδο. Η συνέχιση της μειώσεώς τους και η οριστική εξάλειψή τους εξαρτάται από την προοδευτική μείωση των ταξιδιωτικών αφορολόγητων ορίων και τη μελλοντική εξέλιξη των ρυθμίσεων που ισχύουν κατά τη διασυνοριακή κυκλοφορία των ταξιδιωτών.

Άρθρο 125

1. Τα συμβαλλόμενα μέρη συνάπτουν διακανονισμούς σχετικά με την απόσπαση υπαλλήλων-συνδέσμων των τελωνειακών διοικήσεών τους.

2. Η απόσπαση υπαλλήλων-συνδέσμων έχει ως σκοπό να προωθήσει και να επιταχύνει τη συνεργασία μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών γενικώς, και ιδίως στα πλαίσια των υφιστάμενων συμβάσεων και των κοινοτικών πράξεων αμοιβαίας συνδρομής.

3. Οι υπάλληλοι-σύνδεσμοι ασκούν καθήκοντα συμβουλευτικού χαρακτήρα και συνδρομής. Δεν είναι εξουσιοδοτημένοι να λαμβάνουν με ιδία τους πρωτοβουλία τελωνειακά μέτρα διοικητικής φύσεως. Παρέχουν πληροφορίες και εκπληρούν την αποστολή τους στα πλαίσια των οδηγιών που τους δίδονται από το συμβαλλόμενο μέρος καταγωγής τους.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΠΡΟΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Άρθρο 126

1. Όσον αφορά την αυτόματη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία μεταβιβάζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας σύμβασης, κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη θα θεσπίσει, το αργότερο μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας σύμβασης, την αναγκαία εθνική νομοθεσία, ώστε να εξασφαλίσει ένα επίπεδο προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο θα είναι τουλάχιστον ίσο με εκείνο που απορρέει από τις αρχές της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 28ης Ιανουαρίου 1981, για την προστασία του προσώπου κατά του κινδύνου της αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2. Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται από την παρούσα σύμβαση δεν μπορεί να διενεργηθεί, παρά μόνον όταν οι διατάξεις για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 τεθούν σε ισχύ στο έδαφος των συμβαλλόμενων μερών τα οποία αφορά η διαβίβαση.

3. Επιπλέον, όσον αφορά την αυτόματη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία διαβιβάζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας σύμβασης, εφαρμόζονται επίσης οι ακόλουθες διατάξεις:

α) τα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το συμβαλλόμενο μέρος που είναι ο αποδέκτης τους μόνον για τους σκοπούς για τους οποίους η παρούσα σύμβαση προβλέπει τη διαβίβαση τέτοιων δεδομένων. Η χρησιμοποίηση τέτοιων δεδομένων για άλλους σκοπούς είναι δυνατή μόνον κατόπιν προηγούμενης αδείας του συμβαλλόμενου μέρους που διαβιβάζει τα δεδομένα και τηρουμένης της νομοθεσίας του συμβαλλόμενου μέρους που είναι αποδέκτης τους. Η άδεια μπορεί να χορηγηθεί, εφόσον η εθνική νομοθεσία του συμβαλλόμενου μέρους που διαβιβάζει τα δεδομένα το επιτρέπει·

β) τα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον από τις δικαστικές αρχές, τις υπηρεσίες και τις αρχές που ασκούν καθήκοντα ή εκπληρούν λειτούργημα στο πλαίσιο των σκοπών που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ) το συμβαλλόμενο μέρος που διαβιβάζει τα δεδομένα υποχρεούται να μεριμνά για την ακρίβεια τους. Αν διαπιστώσει, είτε εξ ιδίας πρωτοβουλίας είτε κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου προσώπου, ότι έχουν χορηγηθεί δεδομένα ανακριβή ή δεδομένα που δεν έπρεπε να διαβιβασθούν, το ή τα συμβαλλόμενα μέρη που είναι αποδέκτες πρέπει να ενημερωθούν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Το τελευταίο αυτό ή τα τελευταία αυτά μέρη υποχρεούνται να προβούν στη διόρθωση ή την καταστροφή των δεδομένων ή να αναφέρουν ότι αυτά τα δεδομένα είναι ανακριβή ή ότι δεν έπρεπε να διαβιβασθούν·

δ) ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να επικαλεσθεί το γεγονός ότι ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος διαβίβασε ανακριβή δεδομένα, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη που το βαρύνει, σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία απέναντι στο ζημιωθέν πρόσωπο. Εάν το συμβαλλόμενο μέρος που είναι αποδέκτης υποχρεωθεί σε αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω χρησιμοποιήσεως των διαβιβασθέντων ανακριβών δεδομένων, το συμβαλλόμενο μέρος που διαβίβασε τα δεδομένα επιστρέφει στο ακέραιο τα ποσά τα οποία κατέβαλε για αποκατάσταση της ζημίας το συμβαλλόμενο μέρος που είναι αποδέκτης·

e) η διαβίβαση και η λήψη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να καταχωρούνται στο αρχείο από το οποίο προέρχονται και στο αρχείο στο οποίο τηρούνται·

στ) η κοινή αρχή ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 115 μπορεί, κατόπιν αιτήσεως ενός των συμβαλλομένων μερών, να γνωμοδοτήσει επί των δυσχερειών εφαρμογής και ερμηνείας του παρόντος άρθρου.

4. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στη διαβίβαση δεδομένων που προβλέπεται στον τίτλο II κεφάλαιο 7 και στον τίτλο IV. Η παράγραφος 3 δεν εφαρμόζεται στη διαβίβαση δεδομένων που προβλέπεται στον τίτλο III κεφάλαια 2, 3, 4 και 5.

Άρθρο 127

1. Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν διαβιβασθεί σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας σύμβασης, οι διατάξεις του άρθρου 126 εφαρμόζονται στη διαβίβαση δεδομένων που προέρχονται από ένα μη αυτόματο αρχείο και στην καταχώρησή τους σ' ένα μη αυτόματο αρχείο.

2. Όταν, σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που ρυθμίζονται από το άρθρο 126 παράγραφος 1 ή από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, διαβιβάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος κατ' εφαρμογή της παρούσας σύβασης, εφαρμόζεται το άρθρο 126 παράγραφος 3, πλην του στοιχείου ε). Επιπλέον, εφαρμόζονται και οι ακόλουθες διατάξεις:

α) η διαβίβαση και η λήψη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καταχωρούνται εγγράφως. Αυτή η υποχρέωση δεν ισχύει όταν δεν είναι αναγκαίο για τη χρησιμοποίησή τους, ιδίως επειδή τα δεδομένα δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα·

β) το συμβαλλόμενο μέρος που είναι αποδέκτης εγγυάται, όσον αφορά τη χρήση των δεδομένων που διαβιβάσθηκαν, ένα επίπεδο προστασίας τουλάχιστον ίσο με εκείνο το οποίο προβλέπει το δίκαιό του για τη χρησιμοποίηση δεδομένων παρόμοιας φύσεως·

γ) το δικαίωμα προσβάσεως και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγείται διέπονται από το εθνικό δίκαιο του συμβαλλόμενου μέρους, στο οποίο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υποβάλλει την αίτησή του.

3. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στη διαβίβαση δεδομένων που προβλέπεται στον τίτλο II κεφάλαιο 7, στον τίτλο III κεφάλαια 2, 3, 4 και 5 και στον τίτλο IV.

Άρθρο 128

1. Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται στην παρούσα σύμβαση μπορεί να διενεργηθεί μόνον όταν τα συμβαλλόμενα μέρη που έχουν σχέση με τη διαβίβαση, έχουν ορίσει μια εθνική αρχή ελέγχου αρμόδια να ασκεί ανεξάρτητο έλεγχο για την τήρηση των διατάξεων των άρθρων 126 και 127 και των διατάξεων που θεσπίζουν για την εφαρμογή τους, ως προς την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αρχεία.

2. Στο μέτρο που ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει ορίσει, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, μια αρχή ελέγχου αρμόδια να ασκεί σε έναν ή περισσότερους τομείς ανεξάρτητο έλεγχο για την τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που δεν είναι καταχωρημένα σε ένα αρχείο, το συμβαλλόμενο αυτό μέρος καθιστά αρμόδια την ίδια αυτή αρχή να εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων του παρόντος τίτλου στα συγκεκριμένα ζητήματα.

3. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στη διαβίβαση δεδομένων που προβλέπεται στον τίτλο II κεφάλαιο 7 και στον τίτλο III κεφάλαια 2, 3, 4 και 5.

Άρθρο 129

Όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ' εφαρμογή του τίτλου III κεφάλαιο 1, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση, επιφυλασσομένων των διατάξεων των άρθρων 126 και 127, να εξασφαλίσουν ένα επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τηρεί τις αρχές της σύστασης R (87) 15, της 17ης Σεπτεμβρίου 1987, της επιτροπής υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης περί της χρήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον αστυνομικό τομέα. Επιπλέον, όσον αφορά τη διαβίβαση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 46, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

α) τα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο απευθύνονται μόνον για τους σκοπούς που υπέδειξε το συμβαλλόμενο μέρος που τα χορήγησε και με την τήρηση των όρων που έθεσε αυτό το συμβαλλόμενο μέρος·

β) τα δεδομένα μπορούν να διαβιβασθούν μόνο στις αστυνομικές υπηρεσίες και αρχές. Η ανακοίνωση των δεδομένων σε άλλες υπηρεσίες μπορεί να διενεργηθεί μόνον κατόπιν προηγούμενης αδείας του συμβαλλόμενου μέρους που τα χορηγεί·

γ) κατόπιν αιτήσεως, το συμβαλλόμενο μέρος προς το οποίο τα δεδομένα απευθύνονται πληροφορεί το συμβαλλόμενο μέρος που διαβιβάζει τα δεδομένα για τη χρήση που έγινε και για τα αποτελέσματα που είχε με βάση τα δεδομένα που μεταβιβάσθηκαν.

Άρθρο 130

Εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν διαβιβασθεί διά μέσου ενός υπαλλήλου-συνδέσμου που προβλέπεται από το άρθρο 47 ή από το άρθρο 125, οι διατάξεις του παρόντος τίτλου εφαρμόζονται μόνον όταν αυτός ο υπάλληλος-σύνδεσμος διαβιβάζει αυτά τα δεδομένα στο συμβαλλόμενο μέρος που τον απέσπασε στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους.

ΤΙΤΛΟΣ VII

EKTELESTIKH EPITROPH

Άρθρο 131

1. Συγκροτείται εκτελεστική επιτροπή για την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης.

2. Με την επιφύλαξη των ειδικών αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται από την παρούσα σύμβαση, η εκτελεστική επιτροπή έχει ως γενική αποστολή να μεριμνά για την ορθή εφαρμογή της παρούσας σύμβασης.

Άρθρο 132

1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος διαθέτει μία έδρα στην εκτελεστική επιτροπή. Τα συμβαλλόμενα μέρη εκπροσωπούνται στην επιτροπή από τον υπουργό που είναι υπεύθυνος για τη θέση σε λειτουργία της παρούσας σύμβασης. Ο υπουργός μπορεί να επικουρείται από εμπειρογνώμονες, που μπορούν να συμμετέχουν στις συζητήσεις.

2. Η εκτελεστική επιτροπή αποφασίζει κατ' ομοφωνία· κανονίζει τη λειτουργία της και προς το σκοπό αυτό μπορεί να προβλέψει μια έγγραφη διαδικασία για τη λήψη αποφάσεων.

3. Κατόπιν αιτήσεως του εκπροσώπου ενός συμβαλλομένου μέρους, η οριστική απόφαση σχετικά με ένα σχέδιο για το οποίο έχει αποφασίσει η εκτελεστική επιτροπή μπορεί να αναβληθεί επί δύο μήνες κατ' ανώτατο όριο μετά την παρουσίαση του σχεδίου αυτού.

4. Ενόψει της προετοιμασίας των αποφάσεων ή άλλων εργασιών, η εκτελεστική επιτροπή μπορεί να συγκροτήσει ομάδες εργασίας που απαρτίζονται από εκπροσώπους των διοικήσεων των συμβαλλομένων μερών.

Άρθρο 133

Η εκτελεστική επιτροπή συνέρχεται εναλλάξ στο έδαφος εκάστου συμβαλλομένου μέρους. Συνέρχεται όσο συχνά τα απαιτεί η καλή εκτέλεση του έργου της.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 134

Οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης εφαρμόζονται μόνο κατά το μέτρο που συμβιβάζονται προς το κοινοτικό δίκαιο.

Άρθρο 135

Οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης εφαρμόζονται υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της σύυμβασης της Γενεύης, της 28ης Ιουλίου 1951, περί του καθεστώτος των προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης, της 31ης Ιανουαρίου 1967.

Άρθρο 136

1. Ένα συμβαλλόμενο μέρος που σχεδιάζει να διεξάγει με τρίτο κράτος διαπραγματεύσεις σχετικές με τους συνοριακούς ελέγχους, ειδοποιεί μέσα σε εύθετο χρόνο τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη.

2. Κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν συνάπτει συμφωνίες με ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη που επιφέρουν απλοποίηση ή κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα, χωρίς την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των άλλων συμβαλλομένων μερών, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να συνάψουν από κοινού τέτοιες συμφωνίες.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εφαρμόζονται στις συμφωνίες που αφορούν την μικρή διασυνοριακή κυκλοφορία, εφόσον οι συμφωνίες αυτές τηρούν τις εξαιρέσεις και τους όρους που έχουν καθορισθεί δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1.

Άρθρο 137

Η παρούσα σύμβαση δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο επιφυλάξεων, εκτός από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 60.

Άρθρο 138

Προκειμένου για τη Γαλλική Δημοκρατία, οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης εφαρμόζονται μόνο στο ευρωπαϊκό έδαφος της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Προκειμένου για το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης εφαρμόζονται μόνο στο έδαφος του Βασιλείου που βρίσκεται στην Ευρώπη.

Άρθρο 139

1. Η παρούσα σύμβαση υπόκειται σε κύρωση, έγκριση ή αποδοχή. Τα έγγραφα επικυρώσεως, εγκρίσεως ή αποδοχής κατατίθενται στην κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, η οποία γνωστοποιεί την κατάθεση αυτή σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.

2. Η παρούσα σύμβαση αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί την κατάθεση του τελευταίου εγγράφου επικύρωσης, έγκρισης ή αποδοχής. Οι σχετικές με τη δημιουργία, τις δραστηριότητες και τις αρμοδιότητες της εκτελεστικής επιτροπής διατάξεις εφαρμόζονται με την έναρξη ισχύος της παρούσας σύμβασης. Οι άλλες διατάξεις εφαρμόζονται από την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα που ακολουθεί την έναρξη ισχύος της παρούσας σύμβασης.

3. Η κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου γνωστοποιεί προς όλα τα συμβαλλόμενα μέρη την ημερομηνία έναρξης ισχύος.

Άρθρο 140

1. Κάθε κράτος μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μπορεί να αποτελέσει συμβαλλόμενο μέρος της παρούσας σύμβασης. Η προσχώρηση αποτελεί το αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ του κράτους αυτού και των συμβαλλομένων μερών.

2. Η συμφωνία αυτή υπόκειται σε κύρωση, έγκριση ή αποδοχή από το κράτος που προσχωρεί και από κάθε ένα εκ των συμβαλλομένων μερών. Αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί την κατάθεση του τελευταίου εγγράφου επικύρωσης, έγκρίσης ή αποδοχής.

Άρθρο 141

1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταθέσει στον θεματοφύλακα πρόταση τροποποιήσεως της παρούσας σύμβασης. Ο θεματοφύλακας διαβιβάζει την πρόταση αυτή στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη. Κατόπιν αιτήσεως ενός συμβαλλόμενου μέρους, τα συμβαλλόμενα μέρη επανεξετάζουν τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης αν, κατά τη γνώμη τους, μια κατάσταση συνθέτει θεμελιώδους χαρακτήρα αλλαγή των όρων που ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας σύμβασης.

2. Τα συμβαλλόμενα μέρη θεσπίζουν από κοινού τις τροποποιήσεις στην παρούσα σύμβαση.

3. Οι τροποποιήσεις αρχίζουν να ισχύουν την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα από την κατάθεση του τελευταίου εγγράφου επικύρωσης, έγκρισης ή αποδοχής.

Άρθρο 142

1. Όταν συνάπτονται συμβάσεις μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την πραγματοποίηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν επί των όρων υπό τους οποίους οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης αντικαθίστανται ή τροποποιούνται σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες διατάξεις των συμβάσεων αυτών.

Προς το σκοπό αυτό, τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι οι διατάξεις της παρούσας σύμβασης μπορούν να προβλέπουν συνεργασία στενότερη από αυτήν που προκύπτει από τις διατάξεις των εν λόγω συμβάσεων.

Διατάξεις που είναι αντίθετες προς τις συμφωνηθείσες μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσαρμόζονται σε κάθε περίπτωση.

2. Οι τροποποιήσεις της παρούσας σύμβασης που κρίνονται αναγκαίες από τα συμβαλλόμενα μέρη υπόκεινται σε κύρωση, έγκριση ή αποδοχή. Η διάταξη του άρθρου 141 παράγραφος 3 έχει εφαρμογή υπό την προϋπόθεση ότι οι τροποποιήσεις δεν θα αρχίσουν να ισχύουν πριν από την έναρξη ισχύος των εν λόγω συμβάσεων μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Σε πίστωση των ανωτέρω, οι κάτωθι πληρεξούσιοι υπέγραψαν την παρούσα σύμβαση.

Έγινε στο Σένγκεν, στις δεκαεννέα Ιουνίου χίλια εννιακόσια ενενήντα, σε ένα μόνο αντίτυπο στη γαλλική, γερμανική και ολλανδική γλώσσα, τα δε τρία κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά· κατατίθενται στο αρχείο της κυβερνήσεως του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, που διαβιβάζει επικυρωμένο αντίγραφο σε καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη.

Για την κυβέρνηση του Βασιλείου του Βελγίου

>PIC FILE= "L_2000239EL.005401.TIF">

Για την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

>PIC FILE= "L_2000239EL.005402.TIF">

Για την κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας

>PIC FILE= "L_2000239EL.005403.TIF">

Για την κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου

>PIC FILE= "L_2000239EL.005404.TIF">

Για την κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών

>PIC FILE= "L_2000239EL.005405.TIF">

(1) Ενιαία σύμβαση του 1961 για τα ναρκωτικά, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του 1972, περί τροποποιήσεως της ενιαίας σύμβασης του 1961 για τα ναρκωτικά· σύμβαση του 1971 για τις ψυχοτρόπους ουσίες· σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών της 20ής Δεκεμβρίου 1988 σχετικά με την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.

ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ

Κατά την υπογραφή της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, τα συμβαλλόμενα μέρη υιοθέτησαν τις ακόλουθες δηλώσεις:

1. Κοινή δήλωση σχετικά με το άρθρο 139

Τα υπογράφοντα κράτη ενημερώνονται αμοιβαίως, πριν ακόμη από την έναρξη ισχύος της σύμβασης, για όλες τις περιστάσεις που είναι σημαντικές για τα θέματα που καλύπτει η παρούσα σύμβαση, καθώς και για την έναρξη ισχύος της.

Η σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει μόνον όταν θα έχουν πληρωθεί στα υπογράφοντα κράτη οι όροι που προαπαιτούνται για την εφαρμογή της σύμβασης, οι δε έλεγχοι στα εξωτερικά σύνορα θα είναι αποτελεσματικοί.

2. Κοινή δήλωση σχετικά με το άρθρο 4

Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να πράξουν ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να τηρηθεί ταυτόχρονα αυτή η προθεσμία και να προληφθεί κάθε ανεπάρκεια όσον αφορά την ασφάλεια. Η εκτελεστική επιτροπή θα εξετάσει, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1992, την πραγματοποιηθείσα πρόοδο. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υπογραμμίζει ότι δεν πρέπει να αποκλεισθούν δυσχέρειες προθεσμίας σε ένα συγκεκριμένο αεροδρόμιο, χωρίς όμως να προκαλέσουν κενά στην ασφάλεια. Τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη θα λάβουν υπόψη τους την κατάσταση αυτή, χωρίς να μπορούν εξ αυτού να προκύψουν δυσχέρειες για την εσωτερική αγορά.

Σε περίπτωση δυσχερειών, η εκτελεστική επιτροπή θα εξετάσει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες ταυτόχρονης εφαρμογής των μέτρων αυτών στα αεροδρόμια.

3. Κοινή δήλωση σχετικά με το άρθρο 71 παράγραφος 2

Εφόσον ένα συμβαλλόμενο μέρος παρεκκλίνει από την αρχή του άρθρου 71 παράγραφος 2, στα πλαίσια της εθνικής πολιτικής του πρόβλεψης και θεραπείας της εξάρτησης από τα ναρκωτικά και τις ψυχότροπες ουσίες, όλα τα συμβαλλόμενα μέρη παίρνουν τα απαραίτητα διοικητικά και ποινικά μέτρα προκειμένου να προβλέψουν και καταστείλουν την παράνομη εισαγωγή και εξαγωγή των εν λόγω προϊόντων και ουσιών, κυρίως προς το έδαφος των άλλων συμβαλλομένων μερών.

4. Κοινή δήλωση σχετικά με το άρθρο 121

Τα συμβαλλόμενα μέρη παραιτούνται, τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου, από τους ελέγχους και την προσκόμιση των φυτοϋγειονομικών πιστοποιητικών που προβλέπονται από το κοινοτικό δίκαιο για τα φυτά και τα φυτικά προϊόντα

α) που απαριθμούνται στο σημείο 1, ή

β) που απαριθμούνται στα σημεία 2 έως 6 και τα οποία έχουν την καταγωγή ενός των συμβαλλομένων μερών:

1. Κομμένα λουλούδια και τμήματα φυτών για τη διακόσμηση από:

Καστανιά

Χρυσάνθεμα

Δενδράνθεμα

Δίανθο

Γλαδιόλα

Γυψόφυλλο

Δαμάσκηνο

Δρυ

Τριαντάφυλλο

Ιτέα

Σύριγγα

Άμπελο

2. Νωπά φρούτα:

Εσπεριδοειδή

Κυδώνια

Μήλα

Δαμάσκηνα

Αχλάδια

3. Ξύλο από:

Καστανιά

Δρυ

4. Καλλιεργήσιμος χώρος που απαρτίζεται, εν όλω ή εν μέρει, από χώμα ή στερεές οργανικές ουσίες, όπως μέρη φυτών, γαιάνθρακες και φλοιοί με φυλλόχωμα, χωρίς ωστόσο να έχουν μεταβληθεί τελείως σε γαιάνθρακες.

5. Σπόροι

6.

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

5. Κοινή ανακοίνωση σχετικά με τις εθνικές πολιτικές σε θέματα ασύλου

Τα συμβαλλόμενα μέρη θα προβούν σε απογραφή των εθνικών πολιτικών σε θέματα ασύλου, προκειμένου να επιδιώξουν την εναρμόνισή τους.

6. Κοινή ανακοίνωση σχετικά με το άρθρο 132

Τα συμβαλλόμενα μέρη ενημερώνουν τα εθνικά τους κοινοβούλια σχετικά με την έναρξη λειτουργίας της παρούσας σύμβασης.

Έγινε στο Σένγκεν, στις δεκαεννέα Ιουνίου χίλια εννιακόσια ενενήντα, σε ένα μόνο αντίτυπο στη γαλλική, γερμανική, και ολλανδική γλώσσα, τα δε τρία κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά· κατατίθενται στο αρχείο της κυβερνήσεως του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου που διαβιβάζει επικυρωμένο αντίγραφο σε καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη.

Για την κυβέρνηση του Βασιλείου του Βελγίου

>PIC FILE= "L_2000239EL.005701.TIF">

Για την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

>PIC FILE= "L_2000239EL.005702.TIF">

Για την κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας

>PIC FILE= "L_2000239EL.005703.TIF">

Για την κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου

>PIC FILE= "L_2000239EL.005704.TIF">

Για την κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών

>PIC FILE= "L_2000239EL.005705.TIF">

ΠΡΑΚΤΙΚΑ

Συμπληρωματικά προς την τελική πράξη της σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, τα συμβαλλόμενα μέρη υιοθέτησαν την ακόλουθη κοινή δήλωση και έλαβαν υπό σημείωση τις ακόλουθες μονομερείς δηλώσεις, που έγιναν σε σχέση με τη σύμβαση αυτή:

I. Δήλωση σχετικά με το πεδίο εφαρμογής

Τα συμβαλλόμενα μέρη διαπιστώνουν: μετά την ένωση των δύο γερμανικών κρατών, το, κατά το διεθνές δίκαιο, πεδίο εφαρμογής της σύμβασης θα επεκταθεί και στο σημερινό έδαφος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

II. Δηλώσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης

1. Η σύμβαση συνάπτεται με την προοπτική της ενώσεως των δύο γερμανικών κρατών.

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν αποτελεί ξένη χώρα σε σχέση προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Το άρθρο 136 δεν ισχύει στις σχέσεις μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

2. Η παρούσα σύμβαση δεν παραβλάπτει το καθεστώς που συμφωνήθηκε κατά την ανταλλαγή των γερμανοαυστριακών επιστολών της 20ής Αυγούστου 1984 που περιέχει ελάφρυνση των ελέγχων στα κοινά σύνορα για τους υπηκόους των δύο κρατών. Το καθεστώς αυτό θα πρέπει, ωστόσο, να εφαρμοστεί λαμβανομένων υπόψη των επιταγών ασφαλείας και ελέγχου της μετανάστευσης των συμβαλλομένων μερών του Σένγκεν, κατά τρόπο ώστε οι διευκολύνσεις αυτές να περιορίζονται, στην πράξη, μόνον στους αυστριακούς υπηκόους.

III. Δήλωση του Βασιλείου του Βελγίου σχετικά με το άρθρο 67

Η διαδικασία που θα εφαρμοστεί σε εσωτερικό επίπεδο για την εκτέλεση μιας ξένης αποφάσεως δεν θα είναι αυτή που προβλέπεται από τον βελγικό νόμο που αφορά τη διακρατική μεταφορά καταδίκων, αλλά μια ειδική διαδικασία που θα καθοριστεί κατά την επικύρωση της παρούσας σύμβασης.

Έγινε στο Σένγκεν, στις δεκαεννέα Ιουνίου χίλια εννιακόσια ενενήντα, σε ένα μόνο αντίτυπο στη γαλλική, γερμανική και ολλανδική γλώσσα, τα δε τρία κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά· κατατίθενται στο αρχείο της κυβερνήσεως του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, που διαβιβάζει επικυρωμένο αντίγραφο σε καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη.

Για την κυβέρνηση του Βασιλείου του Βελγίου

>PIC FILE= "L_2000239EL.005802.TIF">

Για την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

>PIC FILE= "L_2000239EL.005901.TIF">

Για την κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας

>PIC FILE= "L_2000239EL.005902.TIF">

Για την κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου

>PIC FILE= "L_2000239EL.005903.TIF">

Για την κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών

>PIC FILE= "L_2000239EL.005904.TIF">

ΚΟΙΝΗ ΔΗΛΩΣΗ

ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΥΦΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΣΕΝΓΚΕΝ ΣΤΙΣ 19 ΙΟΥΝΙΟΥ 1990

Οι κυβερνήσεις των συμβαλλομένων μερών της συμφωνίας του Σένγκεν θα αρχίσουν ή θα συνεχίσουν τις συζητήσεις στους ακόλουθους, ιδίως, τομείς:

- βελτίωση και απλοποίηση της πρακτικής σε θέματα εκδόσεως,

- βελτίωση της συνεργασίας όσον αφορά τις διώξεις των παραβάσεων οδικής κυκλοφορίας,

- καθεστώς αμοιβαίας αναγνωρίσεως της αφαιρέσεως του δικαιώματος οδηγήσεως οχημάτων με κινητήρα,

- δυνατότητα αμοιβαίας επιβολής ποινών προστίμου,

- επιβολή κανόνων σχετικά με την αμοιβαία διαβίβαση των ποινικών διώξεων, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας μεταφοράς του υπόδικου προσώπου προς τη χώρα καταγωγής του,

- επιβολή κανόνων σχετικά με τον επαναπατρισμό των ανηλίκων που απομακρύνθηκαν παρανόμως από την εξουσία του προσώπου που ασκεί τη γονική μέριμνα,

- συνέχιση της απλοποιήσεως των ελέγχων κατά την εμπορική κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

Έγινε στο Σένγκεν, στις δεκαεννέα Ιουνίου χίλια εννιακόσια ενενήντα, σε ένα μόνο αντίτυπο στη γαλλική, γερμανική και ολλανδική γλώσσα, τα δε τρία κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά· κατατίθενται στο αρχείο της κυβερνήσεως του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, που διαβιβάζει επικυρωμένο αντίγραφο σε καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη.

Για την κυβέρνηση του Βασιλείου του Βελγίου

>PIC FILE= "L_2000239EL.006002.TIF">

Για την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

>PIC FILE= "L_2000239EL.006003.TIF">

Για την κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας

>PIC FILE= "L_2000239EL.006101.TIF">

Για την κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου

>PIC FILE= "L_2000239EL.006102.TIF">

Για την κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών

>PIC FILE= "L_2000239EL.006103.TIF">

ΔΗΛΩΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΥΦΥΠΟΥΡΓΩΝ

Στις 19 Ιουνίου 1990, οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών υπέγραψαν στο Σένγκεν τη σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν στις 14 Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα.

Επ' ευκαιρία της υπογραφής αυτής έκαναν την ακόλουθη δήλωση:

- Τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρούν ότι η σύμβαση συνιστά ένα σημαντικό βήμα προς την υλοποίηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα και εμπνέονται για τη συνέχιση των εργασιών των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

- Οι υπουργοί και υφυπουργοί, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους στον τομέα της ασφάλειας και της παράνομης μετανάστευσης, υπογραμμίζουν την ανάγκη αποτελεσματικών ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα, σύμφωνα με τις ομοιόμορφες αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 6. Τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να προωθήσουν ιδίως την εναρμόνιση των μεθόδων εργασίας για τον έλεγχο και την επιτήρηση των συνόρων, ενόψει της θέσεως σε λειτουργία αυτών των ομοιόμορφων αρχών.

Η εκτελεστική επιτροπή θα εξετάσει εξάλλου όλα τα χρήσιμα μέτρα για τον ομοιόμορφο και αποτελεσματικό έλεγχο στα εξωτερικά σύνορα, καθώς και τη συγκεκριμένη εφαρμογή τους. Αυτά τα μέτρα περιλαμβάνουν τα μέτρα που επιτρέπουν τη διασφάλιση των όρων εισόδου ενός αλλοδαπού στο έδαφος των συμβαλλόμενων μερών, την εφαρμογή των ίδιων τρόπων αρνήσεως εισόδου, την επεξεργασία ενός κοινού εγχειριδίου για τους υπαλλήλους τους επιφορτισμένους με την επιτήρηση των συνόρων και την προώθηση αντιστοίχου επιπέδου ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα με κοινές ανταλλαγές και επισκέψεις εργασίας.

Επ' ευκαιρία αυτής της υπογραφής, επιβεβαίωσαν εξάλλου την απόφαση της κεντρικής ομάδας διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία μιας ομάδας εργασίας επιφορτισμένης:

- να πληροφορεί, ήδη πριν από τη θέση σε ισχύ της σύμβασης, την κεντρική ομάδα διαπραγματεύσεων για όλες τις συνθήκες που θεωρούνται σημαντικές στους τομείς που αναφέρονται στη σύμβαση και για τη θέση σε ισχύ αυτών, ιδίως την πρόοδο που πραγματοποιείται, όσον αφορά την εναρμόνιση των νομικών διατάξεων, στα πλαίσια της ενοποίησης των δύο γερμανικών κρατών,

- να συνεννοείται όσον αφορά τα ενδεχόμενα αποτελέσματα αυτής της εναρμόνισης και αυτών των συνθηκών ενόψει της θέσεως σε λειτουργία της σύμβασης,

- να επεξεργαστεί συγκεκριμένα μέτρα στην προοπτική της κυκλοφορίας αλλοδαπών, που εξαιρούνται της υποχρεώσεως θεωρήσεως πριν από τη θέση σε ισχύ της σύμβασης και να παρουσιάσει προτάσεις με σκοπό την εναρμόνιση των τρόπων ελέγχου των προσώπων στα μελλοντικά εξωτερικά σύνορα.