32000L0046

Οδηγία 2000/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 275 της 27/10/2000 σ. 0039 - 0043


Οδηγία 2000/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

της 18ης Σεπτεμβρίου 2000

για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 47 (2) πρώτο και τρίτο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής(1),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας(3),

Αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης(4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β) της οδηγίας 2000/12/ΕΚ(5), έχουν περιορισμένο πεδίο δραστηριοτήτων.

(2) Είναι σκόπιμο να ληφθούν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά αυτών των ιδρυμάτων και να προβλεφθούν τα αναγκαία μέτρα για το συντονισμό και την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.

(3) Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, το ηλεκτρονικό χρήμα μπορεί να θεωρηθεί ως ηλεκτρονικό υποκατάστατο των κερμάτων και χαρτονομισμάτων, αποθηκευμένο σε ηλεκτρονικό υπόθεμα, όπως κάρτα με τσιπ ή μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή, και προοριζόμενο κατά κανόνα για πληρωμές μικροποσών.

(4) Η υιοθετηθείσα προσέγγιση αποσκοπεί μόνο στην επίτευξη της βασικής εναρμόνισης που είναι αναγκαία και επαρκής για την εξασφάλιση της αμοιβαίας αναγνώρισης της άδειας λειτουργίας και της προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, ώστε να καταστεί δυνατή η χορήγηση ενιαίας άδειας λειτουργίας αναγνωρισμένης σε όλη την Κοινότητα και στοχεύουσας στην εξασφάλιση της εμπιστοσύνης των κομιστών, καθώς και η εφαρμογή της αρχής της προληπτικής εποπτείας από το κράτος μέλος καταγωγής.

(5) Στο ευρύτερο πλαίσιο του ταχέως αναπτυσσόμενου ηλεκτρονικού εμπορίου, είναι επιθυμητό να θεσπιστεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που θα επιτρέπει την πλήρη αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων του ηλεκτρονικού χρήματος και δεν θα εμποδίζει ιδίως την τεχνολογική καινοτομία η παρούσα οδηγία εισάγει κατά συνέπεια ένα τεχνολογικώς ουδέτερο νομικό πλαίσιο που εναρμονίζει την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος στον αναγκαίο βαθμό έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η υγιής και συνετή λειτουργία αυτών των ιδρυμάτων και ιδίως η χρηματοοικονομική τους ακεραιότητα.

(6) Στα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται ήδη, δυνάμει του σημείου 5 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, να εκδίδουν και να διαχειρίζονται μέσα πληρωμής, συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρονικού χρήματος, και να ασκούν αυτές τις δραστηριότητες σε όλη την Κοινότητα στο πλαίσιο της αμοιβαίας αναγνώρισης και του συνολικού συστήματος προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές τραπεζικές οδηγίες.

(7) Η θέσπιση ιδιαίτερου εποπτικού καθεστώτος για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο διαφέρει από εκείνο που εφαρμόζεται στα άλλα πιστωτικά ιδρύματα παρόλο που βασίζεται σε αυτό και ιδίως στην οδηγία 2000/12/ΕΚ πλην του τίτλου V, κεφάλαια 2 και 3 αυτής, δικαιολογείται και είναι επιθυμητή διότι η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος δεν συνιστά αυτή καθεαυτή, λόγω της ιδιαιτερότητάς του ως ηλεκτρονικού υποκατάστατου των κερμάτων και τραπεζογραμματίων, δραστηριότητα αποδοχής καταθέσεων υπό την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, αν τα εισπραττόμενα ποσά ανταλλάσσονται αμέσως με ηλεκτρονικό χρήμα.

(8) Η είσπραξη ποσών από το κοινό έναντι χορηγήσεως ηλεκτρονικού χρήματος, η οποία έχει ως αποτέλεσμα πιστωτικό υπόλοιπο σε λογαριασμό του ιδρύματος-εκδότη, συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων για τους σκοπούς της οδηγίας 2000/12/ΕΚ.

(9) Η δυνατότητα εξαργύρωσης του ηλεκτρονικού χρήματος είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης των κομιστών· η δυνατότητα εξαργύρωσης δεν συνεπάγεται, αυτή καθεαυτή, ότι τα ποσά που εισπράττονται έναντι χορηγήσεως ηλεκτρονικού χρήματος θεωρούνται ως καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια για τους σκοπούς της οδηγίας 2000/12/ΕΚ.

(10) Η δυνατότητα εξαργύρωσης πρέπει πάντοτε να νοείται στην ονομαστική αξία.

(11) Για την αντιμετώπιση των ειδικών κινδύνων που σχετίζονται με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, αυτό το καθεστώς προληπτικής εποπτείας πρέπει να είναι πιο εξειδικευμένο και συνεπώς λιγότερο δύσκαμπτο από το εποπτικό καθεστώς που εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως όσον αφορά τις μειωμένες απαιτήσεις για αρχικό κεφάλαιο και τη μη εφαρμογή της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ(6) και του τίτλου V, κεφάλαιο 2, τμήματα II και III της οδηγίας 2000/12/ΕΚ.

(12) Είναι ωστόσο αναγκαίο να διατηρηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος και άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων που εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα και, με τον τρόπο αυτό, να εξασφαλιστούν συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ ενός ευρύτερου φάσματος επιχειρήσεων, προς όφελος των κομιστών· ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται, εφόσον τα προαναφερθέντα απλουστευμένα χαρακτηριστικά του εποπτικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος αντισταθμίζονται από διατάξεις πιο αυστηρές από εκείνες που εφαρμόζονται στα άλλα πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως όσον αφορά τους περιορισμούς στις δραστηριότητες που μπορούν να ασκούν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και ιδιαίτερα τους περιορισμούς στις επενδύσεις τους, οι οποίοι αποσκοπούν στο να εξασφαλίσουν ότι οι σχετιζόμενες με κυκλοφορούν ηλεκτρονικό χρήμα χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις των ιδρυμάτων αυτών καλύπτονται ανά πάσα στιγμή από περιουσιακά στοιχεία με επαρκή ρευστότητα και χαμηλό κίνδυνο.

(13) Εν αναμονή της εναρμόνισης της προληπτικής εποπτείας των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων που ανατίθενται υπεργολαβικώς, είναι σκόπιμο να έχουν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υγιείς και συνετές διαδικασίες διαχείρισης και ελέγχου· λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας που έχουν τα ιδρύματα που δεν υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία να εκτελούν λειτουργικές και άλλες βοηθητικές εργασίες που σχετίζονται με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, είναι απαραίτητο να διαθέτουν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος εσωτερική δομή που να ανταποκρίνεται στους χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένα.

(14) Η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος μπορεί να θίξει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών· προκύπτει ανάγκη στενής συνεργασίας για την εκτίμηση της ακεραιότητας των συστημάτων ηλεκτρονικού χρήματος.

(15) Είναι σκόπιμο να δοθεί στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα να εξαιρούν από ορισμένες ή όλες τις απαιτήσεις που επιβάλλει η παρούσα οδηγία τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος τα οποία λειτουργούν μόνο στην επικράτεια του κράτους μέλους τους.

(16) Η έκδοση της παρούσας οδηγίας αποτελεί το καταλληλότερο μέσο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων· η παρούσα οδηγία περιορίζεται στις ελάχιστες ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων αυτών και δεν υπερβαίνει τα απολύτως αναγκαία για το σκοπό αυτό μέσα.

(17) Πρέπει να προβλεφθεί η επανεξέταση της παρούσας οδηγίας βάσει της εμπειρίας που θα αποκτηθεί όσον αφορά τις εξελίξεις της αγοράς και την προστασία των κομιστών ηλεκτρονικού χρήματος.

(18) Ζητήθηκε η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής τραπεζών σχετικά με τη θέσπιση της παρούσας οδηγίας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής, ορισμοί και περιορισμοί δραστηριοτήτων

1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.

2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ.

3. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

α) ως "ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος" νοείται μια επιχείρηση ή άλλου τύπου νομικό πρόσωπο, εκτός του πιστωτικού ιδρύματος κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 1, πρώτο εδάφιο στοιχείο α) της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, η οποία εκδίδει μέσα πληρωμής υπό μορφή ηλεκτρονικού χρήματος·

β) ως "ηλεκτρονικό χρήμα" νοείται νομισματική αξία αντιπροσωπευόμενη από απαίτηση έναντι του εκδότη, η οποία:

i) είναι αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό υπόθεμα,

ii) έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού τουλάχιστον ίσου με την εκδοθείσα νομισματική αξία,

iii) γίνεται δεκτή ως μέσο πληρωμής από άλλες επιχειρήσεις πέραν της εκδότριας.

4. Τα κράτη μέλη απαγορεύουν σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, άρθρο 1, σημείο 1 πρώτο εδάφιο, να ασκούν τη δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος.

5. Οι δραστηριότητες των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, περιορίζονται:

α) στην παροχή χρηματοπιστωτικών και μη χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών οι οποίες συνδέονται στενά με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, όπως η διαχείριση ηλεκτρονικού χρήματος με την εκτέλεση λειτουργικών και άλλων βοηθητικών εργασιών που σχετίζονται με την έκδοσή του, καθώς και η έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμής, με εξαίρεση οποιαδήποτε πιστοδοτική δραστηριότητα και

β) στην αποθήκευση στοιχείων στο ηλεκτρονικό υπόθεμα εκ μέρους άλλων επιχειρήσεων ή δημόσιων ιδρυμάτων.

Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος δεν κατέχουν οποιοδήποτε δικαίωμα συμμετοχής σε άλλες επιχειρήσεις, εκτός εάν αυτές οι άλλες επιχειρήσεις εκτελούν λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασiες που σχετίζονται με το ηλεκτρονικό χρήμα το οποίο εκδίδεται ή διανέμεται από το συγκεκριμένο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος.

Άρθρο 2

Εφαρμογή των τραπεζικών οδηγιών

1. Όπου δεν προβλέπεται ρητώς διαφορετικά, στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος εφαρμόζονται μόνο οι αναφορές σε πιστωτικά ιδρύματα που περιέχονται στις οδηγίες 91/308/ΕΟΚ(7) και 2000/12/ΕΚ πλην του τίτλου V, κεφάλαιο 2 αυτής.

2. Τα άρθρα 5, 11, 13, 19, 20 παράγραφος 7, 51 και 59 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ δεν εφαρμόζονται. Οι ρυθμίσεις περί αμοιβαίας αναγνώρισης που προβλέπονται στην οδηγία 2000/12/ΕΚ δεν εφαρμόζονται σε άλλες δραστηριότητες ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.

3. Η είσπραξη ποσών κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο β) σημείο ii) δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων υπό την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, εάν τα εισπραττόμενα ποσά ανταλλάσσονται αμέσως με ηλεκτρονικό χρήμα.

Άρθρο 3

Δυνατότητα εξαργύρωσης

1. Ο κομιστής ηλεκτρονικού χρήματος δικαιούται, κατά την περίοδο ισχύος τον χρήματος αυτού, να ζητήσει την εξαργυρωσή του στην ονομαστική αξία σε κέρματα και χαρτονομίσματα ή με μεταφορά σε τραπεζικό λογαριασμό χωρίς άλλα τέλη από τα απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης.

2. Η σύμβαση μεταξύ του εκδότη και τον κομιστή ορίζει σαφώς τους όρους εξαργύρωσης.

3. Στη σύμβαση προβλέπεται ελάχιστο όριο εξαργύρωσης. Το όριο αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 10 ευρώ.

Άρθρο 4

Απαιτήσεις αρχικού κεφαλαίου και μονίμων ιδίων κεφαλαίων

1. Το αρχικό κεφάλαιο του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος όπως ορίζεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2 σημεία 1) και 2) της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, δεν είναι κατώτερο από 1 εκατομμύριο ευρώ. Παρά τις ακόλουθες παραγράφους 2 και 3, τα ίδια κεφάλαια, όπως ορίζονται στην οδηγία 2000/12/ΕΚ, δεν μπορούν να υπολείπονται του ποσού αυτού.

2. Ανά πάσα στιγμή, τα ίδια κεφάλαια τον ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει να είναι τουλάχιστον το 2 % του τρέχοντος υπολοίπου ή του μέσου ποσού των προηγούμενων 6 μηνών, όποιο είναι υψηλότερο, των συνολικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδώσει.

3. Τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος που δεν έχει συμπληρώσει 6 μήνες λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της ημέρας έναρξης λειτουργίας, πρέπει να είναι τουλάχιστον το 2 % του τρέχοντος υπολοίπου ή του προβλεπόμενου για 6 μήνες ποσού-στόχου, όποιο είναι υψηλότερο, του συνόλου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεών του από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδώσει. Το προβλεπόμενο για 6 μήνες ποσό-στόχος του συνόλου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων του ιδρύματος από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδώσει αποδεικνύεται βάσει του επιχειρηματικού του προγράμματος, με την επιφύλαξη τυχόν προσαρμογών του εν λόγω προγράμματος κατόπιν απαιτήσεως των αρμοδίων αρχών.

Άρθρο 5

Περιορισμοί στις επενδύσεις

1. Η επιχείρηση ηλεκτρονικού χρήματος επενδύει ένα ποσό τουλάχιστον ίσο με τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις της από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδώσει, αποκλειστικά στα ακόλουθα στοιχεία:

α) στοιχεία ενεργητικού που σταθμίζονται με μηδενικό συντελεστή πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημεία 1, 2, 3, 4 και το άρθρο 44 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, και έχουν επαρκή ρευστότητα·

β) καταθέσεις όψεως σε πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης Α, όπως ορίζονται στην οδηγία 2000/12/ΕΚ, και

γ) χρεωστικούς τίτλους οι οποίοι:

i) έχουν επαρκή ρευστότητα,

ii) δεν καλύπτονται από την παράγραφο 1 στοιχείο α),

iii) αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές ως εγκεκριμένα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 12 της οδηγίας 93/6/ΕΟΚ και

iv) εκδίδονται από άλλες επιχειρήσεις εκτός από εκείνες οι οποίες κατέχουν ειδική συμμετοχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, στο συγκεκριμένο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ή οι οποίοι πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς αυτών των επιχειρήσεων.

2. Οι επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ) δεν μπορούν να υπερβαίνουν το εικοσαπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων τον ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και υπόκεινται σε περιορισμούς που είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με εκείνους που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με την οδηγία 2000/12/ΕΚ, τίτλος V, κεφάλαιο 2, τμήμα III.

3. Για την κάλυψη των κινδύνων αγοράς από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και από τις επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος μπορεί να χρησιμοποιεί επαρκούς ρευστότητας στοιχεία εκτός ισολογισμού που σχετίζονται με επιτόκια ή με συναλλαγματικές ισοτιμίες, υπό μορφή παράγωγων μέσων διαπραγματεύσιμων στο χρηματιστήριο, πλην των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσων (OTC), εφόσον υπόκεινται σε καθημερινά υποχρεωτικά όρια καλύμματος, ή συμβάσεις επί τιμών συναλλάγματος με αρχική προθεσμία λήξεως 14 ημερολογιακών ημερών ή λιγότερο. Η χρησιμοποίηση παράγωγων μέσων με τον τρόπο πον αναφέρεται στην πρώτη πρόταση επιτρέπεται μόνο εάν ο στόχος που επιδιώκεται και, που, στο μέτρο τον δυνατού, επιτυγχάνεται, είναι η πλήρης εξάλειψη των κινδύνων αγοράς.

4. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν κατάλληλους περιορισμούς στους κινδύνους αγοράς που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος μπορεί να αναλαμβάνει κατά τις επενδύσεις πον αναφέρονται στην παράγραφο 1.

5. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, τα στοιχεία ενεργητικού αποτιμώνται στην τιμή κτήσης ή στην τρέχουσα αγοραία αξία τους, όποια είναι χαμηλότερη.

6. Εάν η αξία των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπολειφθεί του ποσού των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του εκδοθέντος ηλεκτρονικού χρήματος, οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος θα λάβει κατάλληλα μέτρα για να διορθώσει αμέσως την κατάσταση. Για το σκοπό αυτό, και προσωρινά μόνο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψονν στο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να καλύψει τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδώσει με άλλα στοιχεία εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μέχρι ποσού που δεν υπερβαίνει το 5 % αυτών των υποχρεώσεων ή το συνολικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων της, όποιο είναι χαμηλότερο.

Άρθρο 6

Εξακρίβωση τήρησης συγκεκριμένων απαιτήσεων από τις αρμόδιες αρχές

Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι οι υπολογισμοί που αποδεικνύουν τη συμμόρφωση με τα άρθρα 4 και 5 διενεργούνται τουλάχιστον δύο φορές κατ' έτος, είτε από τα ίδια τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τα οποία τους κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές, μαζί με ό,τι συστατικά στοιχεία απαιτούνται, είτε από τις αρμόδιες αρχές, με βάση τα στοιχεία που γνωστοποιούν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.

Άρθρο 7

Υγιής και συνετή λειτουργία

Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει να έχουν υγιή και συνετή διαχείριση, διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου που να ανταποκρίνονται στους χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένα, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών και διαδικαστικών κινδύνων καθώς και των κινδύνων που συνδέονται με τη συνεργασία με οποιαδήποτε επιχείρηση που εκτελεί λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

Άρθρο 8

Εξαιρέσεις

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξαιρούν από την εφαρμογή ορισμένων ή και όλων των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και από την εφαρμογή της οδηγίας 2000/12/ΕΚ τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, σε περιπτώσεις όπου είτε:

α) όλες οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του είδους που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας τις οποίες ασκεί το ίδρυμα, οδηγούν σε συνολικό ποσό χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος το οποίο δεν υπερβαίνει κανονικά μεν τα 5 εκατομμύρια ευρώ, ουδέποτε δε τα 6 εκατομμύρια ευρώ, είτε

β) το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο πληρωμής μόνο από τυχόν θυγατρικές του επιχειρήσεις που εκτελούν λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες σχετικές με το ηλεκτρονικό χρήμα το οποίο εκδίδει ή διανέμει το ίδρυμα, η τυχόν μητρική του επιχείρηση ή άλλες θυγατρικές της μητρικής του επιχείρησης, είτε

γ) το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο πληρωμής μόνο από περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σαφώς λόγω:

i) της εγκατάστασής τους στο ίδιο κτίριο ή σε άλλη περιορισμένη περιοχή, ή

ii) των στενών οικονομικών ή επιχειρηματικών τους σχέσεων με το ίδρυμα-εκδότη, όπως λ.χ. ύπαρξη κοινού συστήματος μάρκετινγκ ή διανομής.

Οι οικείες συμβατικές ρυθμίσεις πρέπει να προβλέπουν ότι η ανώτατη ικανότητα αποθήκευσης του ηλεκτρονικού υποθέματος που τίθεται στη διάθεση των κομιστών για τη διενέργεια πληρωμών δεν μπορεί να υπερβεί τα 150 ευρώ.

2. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος για τα οποία έχει χορηγηθεί εξαίρεση δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν καλύπτονται από τις ρυθμίσεις αμοιβαίας αναγνώρισης που προβλέπονται στην οδηγία 2000/12/ΕΚ.

3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από όλα τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ να υποβάλλουν κατά περιόδους έκθεση περί των δραστηριοτήτων τους, η οποία θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το συνολικό ποσό των συναφών με το ηλεκτρονικό χρήμα χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που υπέχουν.

Άρθρο 9

Κατοχύρωση κεκτημένων δικαιωμάτων

Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που διέπονται από την παρούσα οδηγία και έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους υπό το καθεστώς που εφαρμόζεται στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν τα κεντρικά τους γραφεία πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογήν της παρούσας οδηγίας ή πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, οιαδήποτε από τις δύο ημερομηνίες προηγείται χρονικά, τεκμαίρεται ότι έχουν λάβει άδεια λειτουργίας. Τα κράτη μέλη απαιτούν από αυτά τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος να γνωστοποιήσουν όλες τις πληροφορίες που θα επιτρέψουν στις αρμόδιες αρχές να εκτιμήσουν εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογήν της παρούσας οδηγίας, εάν τα ιδρύματα αυτά συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, να προσδιορίσουν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση αυτή ή να αποφασίσουν εάν ενδείκνυται να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας. Εάν η συμμόρφωση αυτή δεν εξασφαλισθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1, το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος δεν θα απολαύει αμοιβαίας αναγνώρισης μετά την ημερομηνία αυτή.

Άρθρο 10

Εφαρμογή

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο την 27η Απριλίου 2002. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της παραπομπής αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα ο οποίος διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 11

Αναθεώρηση

Το αργότερο στις 27 Απριλίου 2005, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, και ιδίως σχετικά με:

- τα μέτρα προστασίας των κομιστών ηλεκτρονικού χρήματος, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ανάγκης για την καθιέρωση ενός καθεστώτος εγγυήσεων,

- τις απαιτήσεις κεφαλαίου,

- τις εξαιρέσεις, και

- την πιθανή ανάγκη να απαγορευθεί η καταβολή τόκων επί ποσών εισπραχθέντων έναντι εκδόσεως ηλεκτρονικού χρήματος,

συνοδευόμενη ενδεχομένως από πρόταση αναθεώρησής της.

Άρθρο 12

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 13

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 18 Σεπτεμβρίου 2000.

Για το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο

Η Πρόεδρος

N. Fontaine

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

H. Védrine

(1) ΕΕ C 317 της 15.10.1998, σ. 7.

(2) ΕΕ C 101 της 12.4.1999, σ. 64.

(3) ΕΕ C 189 της 6.7.1999, σ. 7.

(4) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 1999 (ΕΕ C 219 της 30.7.1999, σ. 415), επιβεβαιωθείσα στις 27 Οκτωβρίου 1999, κοινή θέση του Συμβουλίου της 29ης Νοεμβρίου 1999 (ΕΕ C 26 της 28.1.2000, σ. 1) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Απριλίου 2000 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα). Απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Ιουνίου 2000.

(5) Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (βλέπε σ. 37 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6) Οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 141, 11.6.1993, σ. 1). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 98/33/ΕΚ (ΕΕ L 204, 21.7.1998, σ. 29).

(7) Οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ΕΕ L 166 της 28.6.1991, σ. 77).