This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Η οδηγία είναι μια νομική πράξη που εγκρίνεται από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), απευθύνεται στα κράτη μέλη και, όπως ορίζεται στο άρθρο 288 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δεσμευτική ως προς το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί. Η οδηγία ανήκει στο παράγωγο δίκαιο της ΕΕ, δηλαδή στη νομοθεσία απορρέει από τις αρχές και τους στόχους που τίθενται από τις Συνθήκες της ΕΕ (το πρωτογενές δίκαιο).
Οι εθνικές αρχές κάθε χώρας της ΕΕ στην οποία απευθύνεται η οδηγία καθορίζουν τον τρόπο και τις μεθόδους που θα χρησιμοποιήσουν προκειμένου να ενσωματώσουν την οδηγία στο εθνικό δίκαιο (επισήμως αυτό αποκαλείται «μεταφορά στο εθνικό δίκαιο»). Σε γενικές γραμμές, αυτό πρέπει να γίνει μέσα σε 2 χρόνια από την έγκριση της οδηγίας.
Για να τεθεί σε ισχύ η οδηγία, πρέπει με τα εθνικά μέτρα να επιτευχθούν οι στόχοι που καθορίζονται σε αυτήν. Οι εθνικές αρχές οφείλουν να κοινοποιούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα μέτρα τα οποία υιοθετούν.
Οι οδηγίες μπορούν να θεσπίζουν ελάχιστα πρότυπα, συχνά λόγω του ότι τα νομικά συστήματα ορισμένων κρατών μελών έχουν ήδη καθορίσει αυστηρότερα πρότυπα. Σε αυτή την περίπτωση, τα κράτη μέλη έχουν δικαίωμα να θέσουν αυστηρότερα πρότυπα από εκείνα που καθορίζονται στην οδηγία.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι οδηγίες θέτουν ομοιόμορφα όρια εναρμόνισης. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προβλέψουν κανόνες που να είναι αυστηρότεροι από εκείνους τους οποίους θεσπίζει η οδηγία.
Αν ένα κράτος μέλος δεν μεταφέρει μια οδηγία στο εθνικό δίκαιο, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει διαδικασία επί παραβάσει κατά της χώρας και να προσφύγει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΒΛΕΠΕ ΕΠΙΣΗΣ