ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Φεβρουαρίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Κρατικές ενισχύσεις — Επιδότηση για την αγορά ή τη μίσθωση ψηφιακών αποκωδικοποιητών — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία καθεστώς ενισχύσεων κηρύσσεται παράνομο και ασύμβατο προς την εσωτερική αγορά — Ανάκτηση — Προσδιορισμός του προς ανάκτηση ποσού — Αποστολή του εθνικού δικαστηρίου — Συνεκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο των θέσεων που έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εκτελέσεως της αποφάσεώς της — Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας»

Στην υπόθεση C‑69/13,

με αντικείμενο την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale civile di Roma (Ιταλία) με απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Φεβρουαρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Mediaset SpA

κατά

Ministero dello Sviluppo Economico,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça, Γ. Αρέστη, J.-C. Bonichot, και A. Arabadjiev (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: A. Impellizzeri, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Νοεμβρίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Mediaset SpA, εκπροσωπούμενη από τους L. Medugno, A. Lauteri, G. Rossi, G. M. Roberti, M. Serpone και I. Perego, avvocati,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον A. De Stefano, avvocato dello Stato,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Grespan, B. Stromsky και G. Conte,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του περί κρατικών ενισχύσεων δικαίου της Ένωσης.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Mediaset SpA (στο εξής: Mediaset) και του Ministero dello Sviluppo economico όσον αφορά την ανάκτηση της κρατικής ενισχύσεως την οποία η Ιταλική Δημοκρατία χορήγησε στη Mediaset, στο πλαίσιο καθεστώτος ενισχύσεων υπέρ των επίγειων ψηφιακών ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών που παρέχουν τηλεοπτικές υπηρεσίες επί πληρωμή και των φορέων καλωδιακής τηλεοράσεως επί πληρωμή, η οποία κηρύχθηκε ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά με την απόφαση 2007/374/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 52/2005 (πρώην NN 88/2005, πρώην CP 101/2004) που χορήγησε η Ιταλική Δημοκρατία μέσω της συνεισφοράς για την αγορά ψηφιακών αποκωδικοποιητών (ΕΕ L 147, σ. 1) (στο εξής: απόφαση 2007/374).

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999

3

Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), στο άρθρο του 14 με τίτλο «Ανάκτηση της ενίσχυσης», ορίζει τα εξής:

«1.   Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση ανάκτησης”). Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου.

2.   Το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί δυνάμει απόφασης ανάκτησης περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους, υπολογιζόμενους με το δέον επιτόκιο που ορίζει η Επιτροπή. Οι τόκοι πρέπει να καταβληθούν από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της.

3.   Με την επιφύλαξη απόφασης του Δικαστηρίου της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] κατ’ εφαρμογή του άρθρου [278 ΣΛΕΕ], η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της […] νομοθεσίας [της Ένωσης].»

Η απόφαση 2007/374

4

Το άρθρο 1 της αποφάσεως 2007/374 ορίζει τα εξής:

«Το καθεστώς το οποίο εφάρμοσε παράνομα η Ιταλική Δημοκρατία υπέρ των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών επίγειας ψηφιακής μετάδοσης που παρέχουν τηλεοπτικές υπηρεσίες επί πληρωμή και των φορέων εκμετάλλευσης καλωδιακής τηλεόρασης επί πληρωμή συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.»

5

Το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως προβλέπει τα εξής:

«1.   Η Ιταλική Δημοκρατία λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για να ανακτήσει από τους δικαιούχους την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1.

2.   Η ανάκτηση πραγματοποιείται χωρίς καθυστέρηση και βάσει των διαδικασιών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, υπό τον όρο ότι αυτές παρέχουν τη δυνατότητα άμεσης και αποτελεσματικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης. Τα προς ανάκτηση ποσά παράγουν τόκους, από την ημερομηνία κατά την οποία η ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την ημερομηνία ανάκτησής της.

3.   Οι προς ανάκτηση τόκοι βάσει της παραγράφου 2 υπολογίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 9 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 [ΕΕ L 140, σ. 1].»

6

Το άρθρο 3 της ίδιας αποφάσεως προβλέπει τα εξής:

«Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ιταλική Δημοκρατία ενημερώνει την Επιτροπή για τα μέτρα που έχει λάβει για να συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται μέσω του συνημμένου στην παρούσα απόφαση ερωτηματολογίου.

Εντός της ιδίας προθεσμίας που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, η Ιταλική Δημοκρατία διαβιβάζει τα απαιτούμενα έγγραφα προς απόδειξη ότι κινήθηκε διαδικασία ανάκτησης από τους δικαιούχους των παράνομων και ασυμβίβαστων ενισχύσεων.»

7

Όσον αφορά τα ποσά των προς ανάκτηση ενισχύσεων, η Επιτροπή διευκρίνισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 191 έως 193 της αποφάσεως 2007/374, τα εξής:

«(191)

Η Επιτροπή, κατά τη θέσπιση του τι πρέπει να ανακτηθεί από τους ΡΤΟ, αναγνωρίζει ότι ο επακριβής προσδιορισμός του ποσού των κρατικών πόρων που έχουν όντως λάβει οι δικαιούχοι είναι κατά κάποιον τρόπο πολύπλοκος. Τούτο όχι μόνο γιατί η ενίσχυση χορηγήθηκε έμμεσα μέσω των καταναλωτών, αλλά και γιατί συνδεόταν με συσκευή λήψης αναγκαία για τη λήψη υπηρεσιών των ΡΤΟ μάλλον, παρά με τις ίδιες τις υπηρεσίες.

(192)

Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, κανένας κοινοτικός νομικός κανόνας δεν επιβάλλει στην Επιτροπή, κατά την εντολή επιστροφής ενίσχυσης που έχει κηρυχθεί ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, να καθορίσει το ακριβές ποσό της προς επιστροφή ενίσχυσης. Αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιλαμβάνει στοιχεία που να επιτρέπουν στον αποδέκτη της απόφασης να καθορίσει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία το ποσό αυτό [...].

(193)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να παράσχει ορισμένες κατευθύνσεις σχετικά με τη μέθοδο που πρέπει να εφαρμοστεί για την ποσοτική αξιολόγηση της πλεονεκτήματος. Ειδικότερα, η Επιτροπή θεωρεί ότι, εάν ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπό εξέταση περίπτωσης, μια κατάλληλη μέθοδος συνίσταται στον υπολογισμό του ποσού των επιπλέον κερδών που προέκυπταν χάρη στο υπό εξέταση μέτρο, από τις νέες ψηφιακές υπηρεσίες και από τις προσφορές τηλεόρασης επί πληρωμή ή με χρέωση ανά θέαση.»

8

Στις αιτιολογικές σκέψεις 196 έως 205 της ίδιας αποφάσεως, η Επιτροπή παρέσχε στοιχεία όσον αφορά τη μέθοδο στην οποία αναφέρθηκε με τη σκέψη 193 της αποφάσεως αυτής, προκειμένου να παράσχει στην Ιταλική Δημοκρατία τη δυνατότητα να προσδιορίσει επακριβώς τα ποσά που πρέπει να ανακτηθούν.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9

Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως 2007/374, η Επιτροπή και η Ιταλική Δημοκρατία αντάλλαξαν έγγραφα αφορώντα τον προσδιορισμό των κατ’ ιδίαν προσώπων τα οποία ωφελήθηκαν από το καθεστώς ενισχύσεων που κρίθηκε παράνομο και των ακριβών προς ανάκτηση ποσών.

10

Συγκεκριμένα, με έγγραφο της 1ης Απριλίου 2008, η Επιτροπή ενέκρινε τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε η Ιταλική Δημοκρατία και συγκεκριμένα μια δημοσκόπηση την οποία διενήργησε η Ipsos, για να προσδιορίσει τον αριθμό των επιπλέον χρηστών που προσελκύσθηκαν χάρη στην επίμαχη ενίσχυση, τα μέσα έσοδα ανά χρήστη, καθώς επίσης και τα επιπλέον έσοδα. Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης τη συμφωνία της με τα συμπεράσματα της Ιταλικής Δημοκρατίας κατά τα οποία η TIMedia και η Fastweb, λήπτριες της εν λόγω ενισχύσεως, δεν έπρεπε να υποβληθούν στην υποχρέωση επιστροφής, στο μέτρο που οι πραγματοποιηθείσες αναλύσεις έδειξαν ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν άντλησαν κανένα επιπλέον όφελος κατά το διάστημα χορηγήσεως της επίμαχης ενισχύσεως. Αντιθέτως, με το ίδιο έγγραφο, η Επιτροπή εξέφρασε επιφυλάξεις όσον αφορά τις δυνάμενες να αποφευχθούν δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Mediaset και, ως εκ τούτου, έκρινε ότι το προς ανάκτηση από τη Mediaset ποσό ενισχύσεως ανερχόταν σε 6844351,30 ευρώ.

11

Με έγγραφο της 11ης Ιουνίου 2008, η Επιτροπή ενέκρινε, κατόπιν των νέων στοιχείων που της γνωστοποίησε η Ιταλική Δημοκρατία, τον νέο υπολογισμό των δυναμένων να αποφευχθούν δαπανών στον οποίο προέβη το κράτος μέλος αυτό ως προς τη Mediaset, οπότε το προς ανάκτηση από την επιχείρηση αυτή ποσό ενισχύσεως ανήλθε σε 4926543,22 ευρώ.

12

Με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 2009, κατόπιν νέας υποβολής συμπληρωματικών στοιχείων εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή απέρριψε το νέο οικονομετρικό υπόδειγμα που υιοθέτησε το κράτος μέλος αυτό, με το σκεπτικό ότι αφορούσε διαφορετικά διαστήματα για τον καταλογισμό των δαπανών και των εσόδων και ότι το εν λόγω κράτος μέλος είχε ήδη απορρίψει παρεμφερή μεθοδολογία. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης στο έγγραφο αυτό ότι, σε περίπτωση που η Ιταλική Δημοκρατία δεν προέβαινε αμέσως στην ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως από τη Mediaset, θα κινούσε ενδεχομένως τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

13

Με διαταγή πληρωμής της 12ης Νοεμβρίου 2009, οι ιταλικές αρχές υποχρέωσαν τη Mediaset να καταβάλει το συνολικό ποσό των 5969442,12 ευρώ, το οποίο περιελάμβανε τους τόκους που υπολογίσθηκαν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999.

14

Στις 11 Δεκεμβρίου 2009, αφού κατέβαλε το ποσό το οποίο απαίτησαν οι ιταλικές αρχές, η Mediaset προσέφυγε ενώπιον του Tribunale civile di Roma, με αίτημα την ακύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής και τη μείωση του προς ανάκτηση ποσού, επικαλούμενη ιδίως την εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων για τον προσδιορισμό του επιμάχου ποσού τα οποία προβλέφθηκαν στην απόφαση 2007/374 και τους εσφαλμένους υπολογισμούς που έγιναν για να καθορισθεί το επιπλέον κέρδος που απέφερε η επίμαχη ενίσχυση. Επιπλέον, η Mediaset ζήτησε να διεξαχθεί δικαστική πραγματογνωμοσύνη.

15

Η Mediaset είχε ασκήσει εν τω μεταξύ προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως 2007/374 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αυτή με την απόφαση της 15ης Ιουνίου 2010, T-177/07, Mediaset κατά Επιτροπής (Συλλογή 2010, σ. II-2341). Η Mediaset άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, C‑403/10 P, Mediaset κατά Επιτροπής).

16

Στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, το Tribunale civile di Roma διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, τα συμπεράσματα της οποίας διατυπώθηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου 2011 από την επιτροπή εμπειρογνωμόνων και περιέχουν επικρίσεις τόσο ως προς τη δημοσκόπηση που χρησιμοποιήθηκε για να υπολογιστεί ο αριθμός των επιπλέον θεατών τους οποίους προσήλκυσαν η προσφορά τηλεοράσεως με χρέωση ανά θέαση και τα νέα ψηφιακά κανάλια όσο και ως προς τα οικονομετρικά υποδείγματα που προτάθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τους διαδίκους της κύριας δίκης. Η έκθεση καταλήγει επίσης ότι δεν αποδεικνύεται ότι η ύπαρξη της επίμαχης ενισχύσεως όντως επηρέασε τις πωλήσεις αποκωδικοποιητών κατά το υπό εξέταση διάστημα. Με τις από 17 Ιουλίου 2012 παρατηρήσεις του, το Ministero dello Sviluppo economico αμφισβήτησε τα συμπεράσματα της πραγματογνωμοσύνης.

17

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale civile di Roma αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Δεσμεύεται το εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να αποφανθεί σχετικά με το ποσό της κρατικής ενισχύσεως, η ανάκτηση της οποίας επιτάσσεται από την […] Επιτροπή, τόσο όσον αφορά το νομότυπο όσο και το ποσό της ανακτήσεως, από την απόφαση [2007/374], όπως συμπληρώθηκε με τις εκτελεστικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες περιέχονται στα [έγγραφα της 11ης Ιουνίου 2008 και της 23ης Οκτωβρίου 2009], και επικυρώθηκε [με την προπαρατεθείσα απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Mediaset κατά Επιτροπής];

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως:

2)

Αποσκοπούσε το [Γενικό] Δικαστήριο, κρίνοντας με την [προπαρατεθείσα απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Mediaset κατά Επιτροπής] ότι το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του ποσού της κρατικής ενισχύσεως, να περιορίσει την εν λόγω εξουσία στον υπολογισμό ποσού το οποίο, δεδομένου ότι αναφέρεται σε κρατική ενίσχυση πράγματι χορηγηθείσα ή εκτελεσθείσα, δέον αναγκαστικώς να είναι θετικό και δεν είναι δυνατόν να είναι μηδενικό;

3)

Ή, αντιθέτως, αποσκοπούσε το [Γενικό] Δικαστήριο, κρίνοντας με την [προπαρατεθείσα απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Mediaset κατά Επιτροπής] ότι το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του ποσού της κρατικής ενισχύσεως, να αναγνωρίσει στο εθνικό δικαστήριο εξουσία εκτιμήσεως της απαιτήσεως περί ανακτήσεως, τόσο όσον αφορά το νομότυπο όσο και το ποσό της ανακτήσεως, και συνεπώς ακόμα και την εξουσία να απορρίψει την ύπαρξη υποχρεώσεως επιστροφής;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

18

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, προς εκτέλεση μιας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία καθεστώς ενισχύσεων κηρύσσεται παράνομο και ασύμβατο προς την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η ανάκτηση των επιμάχων ενισχύσεων, αλλά δεν προσδιορίζονται οι κατ’ ιδίαν λήπτες των ενισχύσεων αυτών και τα ακριβή ποσά που πρέπει να επιστραφούν, το εθνικό δικαστήριο δεσμεύεται όχι μόνον από την απόφαση αυτή, αλλά και από τις θέσεις που λαμβάνει το εν λόγω θεσμικό όργανο στο πλαίσιο της εκτελέσεως της ανωτέρω αποφάσεως, οι οποίες ορίζουν με ακρίβεια το ποσό της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί από συγκεκριμένο λήπτη.

19

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων αποτελεί αρμοδιότητα, αφενός, της Επιτροπής και, αφετέρου, των εθνικών δικαστηρίων, έκαστο δε εκπληρώνει συμπληρωματική αλλά διακριτή αποστολή σε σχέση με την αποστολή του ετέρου (βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, C‑284/12, Deutsche Lufthansa, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20

Ως εκ τούτου, βάσει του συστήματος αυτού, η Επιτροπή έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, για την εκτίμηση του συμβατού ενισχύσεως με την κοινή αγορά (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2003, C-261/01 και C-262/01, van Calster κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-12249, σκέψη 75, της 5ης Οκτωβρίου 2006, C-368/04, Transalpine Ölleitung in Österreich κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-9957, σκέψη 38, καθώς και Deutsche Lufthansa, προπαρατεθείσα, σκέψη 28).

21

Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται, όταν διατάσσει την ανάκτηση ενισχύσεως κηρυχθείσας ασύμβατης προς την κοινή αγορά, να προσδιορίζει το ακριβές ποσό της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί. Αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων ο αποδέκτης της να μπορεί να προσδιορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσχέρειες, το ποσό αυτό (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-480/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-8717, σκέψη 25, Mediaset κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 126, και της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C-81/10 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-12899, σκέψη 102).

22

Πράγματι, η Επιτροπή, όταν βρίσκεται ενώπιον ενός καθεστώτος ενισχύσεων, δεν είναι κατά κανόνα σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια το ποσό της ενισχύσεως που έχει εισπράξει έκαστος από τους κατ’ ιδίαν λήπτες και, ως εκ τούτου, οι ιδιαίτερες περιστάσεις που αφορούν έκαστον από τους ωφελουμένους από καθεστώς ενισχύσεων είναι δυνατό να εκτιμώνται μόνον κατά το στάδιο της ανακτήσεως της ενισχύσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-2289, σκέψεις 89 έως 91).

23

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι αποφάσεις των θεσμικών οργάνων είναι υποχρεωτικές ως προς όλα τα στοιχεία τους για τους αποδέκτες που αυτές ορίζουν. Συνεπώς, το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης αποφάσεως της Επιτροπής η οποία το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες και ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά ενισχύσεις οφείλει, δυνάμει του άρθρου αυτού, να λάβει όλα τα πρόσφορα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-209/00, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2002, σ. I-11695, σκέψη 31, και της 26ης Ιουνίου 2003, C-404/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2003, σ. I-6695, σκέψη 21). Ο υποχρεωτικός αυτός χαρακτήρας ισχύει έναντι όλων των οργάνων του κράτους αποδέκτη, περιλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών οργάνων του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Μαΐου 1987, 249/85, Albako Margarinefabrik, Συλλογή 1987, σ. 2345, σκέψη 17).

24

Συνεπώς, καίτοι η απόφαση 2007/374, η οποία κατέστη απρόσβλητη, κατόπιν της εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου Mediaset κατά Επιτροπής, είναι υποχρεωτική για την Ιταλική Δημοκρατία που είναι αποδέκτης της, και, εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο, τούτο δεν ισχύει για τα έγγραφα τα οποία απηύθυνε στη συνέχεια η Επιτροπή στην Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο των μεταξύ τους επαφών προς διασφάλιση της άμεσης και αποτελεσματικής εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως.

25

Πράγματι, συναφώς, υπογραμμίζεται ότι τα έγγραφα αυτά και συγκεκριμένα τα έγγραφα με ημερομηνία 11 Ιουνίου 2008 και 23 Οκτωβρίου 2009, τα οποία επισημαίνουν ότι η Mediaset ωφελήθηκε από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων και προσδιορίζουν το ακριβές ποσό των προς ανάκτηση από αυτήν ενισχύσεων, δεν συνιστούν αποφάσεις θεσμικού οργάνου, υπό την έννοια του άρθρου 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

26

Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι τέτοιου είδους θέσεις τις οποίες λαμβάνει η Επιτροπή δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των πράξεων που είναι δυνατό να εκδοθούν βάσει του κανονισμού 659/1999.

27

Εξάλλου, η Επιτροπή αναγνώρισε, στις παρατηρήσεις της, ότι οι θέσεις τις οποίες έλαβε δεν σκοπούσαν στην τροποποίηση ή στη συμπλήρωση του περιεχομένου της αποφάσεως 2007/374 και ότι ουδόλως ήταν δεσμευτικές.

28

Κατά συνέπεια, οι θέσεις τις οποίες έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο εκτελέσεως της αποφάσεως 2007/374 δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δεσμευτικές για το εθνικό δικαστήριο.

29

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η εφαρμογή των περί ανταγωνισμού κανόνων της Ένωσης θεμελιώνεται στην υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ, αφενός, των εθνικών δικαστηρίων και, αφετέρου, της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας έκαστο ενεργεί σύμφωνα με την αποστολή που του έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη ΛΕΕ. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα που είναι πρόσφορα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και να μη λαμβάνουν μέτρα ικανά να θέσουν σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Deutsche Lufthansa, σκέψη 41).

30

Ως εκ τούτου, αν το εθνικό δικαστήριο έχει αμφιβολίες ή αντιμετωπίζει δυσχέρειες ως προς τον υπολογισμό του ποσού των προς ανάκτηση ενισχύσεων, έχει πάντοτε τη δυνατότητα να απευθυνθεί στην Επιτροπή, προκειμένου αυτή να του παράσχει τη συνδρομή της σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως τούτο προκύπτει ιδίως από τα σημεία 89 έως 96 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια (ΕΕ 2009, C 85, σ. 1).

31

Συνεπώς, μολονότι οι θέσεις τις οποίες λαμβάνει η Επιτροπή δεν δεσμεύουν το εθνικό δικαστήριο, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, στο μέτρο που τα στοιχεία τα οποία περιέχονται στις εν λόγω θέσεις καθώς και στις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής τις οποίες έχει ενδεχομένως ζητήσει το εθνικό δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως οι εκτεθείσες στην προηγούμενη σκέψη, σκοπούν στη διευκόλυνση της εκπληρώσεως του καθήκοντος των εθνικών αρχών στο πλαίσιο της άμεσης και αποτελεσματικής εκτελέσεως της αποφάσεως περί ανακτήσεως και βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να τις λάβει υπόψη ως στοιχείο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί και να αιτιολογήσει την απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει κατατεθεί ενώπιόν του.

32

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, καίτοι, προς εκτέλεση μιας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία καθεστώς ενισχύσεων κηρύσσεται παράνομο και ασύμβατο προς την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η ανάκτηση των επιμάχων ενισχύσεων, αλλά δεν προσδιορίζονται οι κατ’ ιδίαν λήπτες των ενισχύσεων αυτών και τα ακριβή ποσά που πρέπει να επιστραφούν, το εθνικό δικαστήριο δεσμεύεται από την απόφαση αυτή, δεν δεσμεύεται, αντιθέτως, από τις θέσεις που λαμβάνει το εν λόγω θεσμικό όργανο στο πλαίσιο της εκτελέσεως της ανωτέρω αποφάσεως. Πάντως, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να λάβει υπόψη τις θέσεις αυτές ως στοιχείο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

33

Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν το εθνικό δικαστήριο δύναται, κατά τον προσδιορισμό των ακριβών ποσών των προς ανάκτηση ενισχύσεων και όταν η Επιτροπή, στην απόφασή της περί κηρύξεως ενός καθεστώτος ενισχύσεων ως παράνομου και ασύμβατου προς την εσωτερική αγορά, δεν έχει προσδιορίσει τους κατ’ ιδίαν λήπτες των επιμάχων ενισχύσεων ούτε τα ακριβή ποσά που πρέπει να επιστραφούν, να καταλήξει ότι το ποσό της επιστρεπτέας ενισχύσεως είναι μηδενικό, εφόσον τούτο προκύπτει από υπολογισμούς που έγιναν βάσει όλων των κρίσιμων στοιχείων των οποίων έχει λάβει γνώση.

34

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, η ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως που έχει κηρυχθεί ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, εφόσον αυτές δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη την αναζήτηση που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης και δεν προσβάλλουν την αρχή της ισοδυναμίας σε σχέση με τις διαδικασίες που σκοπούν στην επίλυση αμιγώς εσωτερικών διαφορών του ίδιου είδους (βλέπε απόφαση της 13ης Ιουνίου 2002, C-382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-5163, σκέψη 90). Οι ένδικες διαφορές που αφορούν την ανάκτηση αυτή εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 24ης Ιουλίου 2003, C-297/01, Sicilcassa κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I-7849, σκέψεις 41 και 42).

35

Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 22, 23 και 29 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε, στην απόφασή της, τους κατ’ ιδίαν λήπτες της επίμαχης ενισχύσεως ούτε το ακριβές ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται, αν επιληφθεί της υποθέσεως, να αποφανθεί επί του ποσού της ενισχύσεως της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή. Σε περίπτωση δυσχερειών, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, το εθνικό δικαστήριο έχει πάντοτε τη δυνατότητα να απευθυνθεί στην Επιτροπή, προκειμένου αυτή να του παράσχει τη συνδρομή της σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

36

Συνεπώς, προκειμένου να προσδιορίσει το ποσό των προς ανάκτηση ενισχύσεων, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη, υπό συνθήκες όπως οι εκτεθείσες στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων των οποίων έχει λάβει γνώση, περιλαμβανομένων των επαφών μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας.

37

Συνεπώς, δεν αποκλείεται, λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, οι υπολογισμοί του εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να προσδιορίσει τα ποσά των επιστρεπτέων ενισχύσεων να καταλήγουν σε μηδενικό αποτέλεσμα.

38

Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας που διαβίβασε το εθνικό δικαστήριο προκύπτει ότι η Επιτροπή δέχθηκε ρητώς, όσον αφορά την TIMedia και τη Fastweb, ότι κανένα ποσό δεν έπρεπε να ανακτηθεί από τις δύο αυτές επιχειρήσεις.

39

Συνεπώς και χωρίς να αμφισβητείται το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής ούτε η υποχρέωση επιστροφής των ενισχύσεων που κηρύχθηκαν παράνομες και ασύμβατες προς την εσωτερική αγορά, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι το ποσό της προς ανάκτηση ενισχύσεως είναι μηδενικό, στο μέτρο που η διαπίστωση αυτή απορρέει άμεσα από την πράξη προσδιορισμού των προς ανάκτηση ποσών.

40

Κατόπιν των ανωτέρω, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το εθνικό δικαστήριο δύναται, κατά τον προσδιορισμό των ακριβών ποσών των προς ανάκτηση ενισχύσεων και όταν η Επιτροπή, στην απόφασή της περί κηρύξεως ενός καθεστώτος ενισχύσεως ως παράνομου και ασύμβατου προς την εσωτερική αγορά, δεν έχει προσδιορίσει τους κατ’ ιδίαν λήπτες των επιμάχων ενισχύσεων ούτε τα ακριβή ποσά που πρέπει να επιστραφούν, να καταλήξει, χωρίς να αμφισβητεί το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής ούτε την υποχρέωση επιστροφής των ενισχύσεων, ότι το ποσό της επιστρεπτέας ενισχύσεως είναι μηδενικό, εφόσον τούτο προκύπτει από υπολογισμούς που έγιναν βάσει όλων των κρίσιμων στοιχείων των οποίων έχει λάβει γνώση.

Επί των δικαστικών εξόδων

41

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Καίτοι, προς εκτέλεση μιας αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία καθεστώς ενισχύσεων κηρύσσεται παράνομο και ασύμβατο προς την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η ανάκτηση των επιμάχων ενισχύσεων, αλλά δεν προσδιορίζονται οι κατ’ ιδίαν λήπτες των ενισχύσεων αυτών και τα ακριβή ποσά που πρέπει να επιστραφούν, το εθνικό δικαστήριο δεσμεύεται από την απόφαση αυτή, δεν δεσμεύεται, αντιθέτως, από τις θέσεις που λαμβάνει το εν λόγω θεσμικό όργανο στο πλαίσιο της εκτελέσεως της ανωτέρω αποφάσεως. Πάντως, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να λάβει υπόψη τις θέσεις αυτές ως στοιχείο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

 

2)

Το εθνικό δικαστήριο δύναται, κατά τον προσδιορισμό των ακριβών ποσών των προς ανάκτηση ενισχύσεων και όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην απόφασή της περί κηρύξεως ενός καθεστώτος ενισχύσεως ως παράνομου και ασύμβατου προς την εσωτερική αγορά, δεν έχει προσδιορίσει τους κατ’ ιδίαν λήπτες των επιμάχων ενισχύσεων ούτε τα ακριβή ποσά που πρέπει να επιστραφούν, να καταλήξει, χωρίς να αμφισβητεί το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής ούτε την υποχρέωση επιστροφής των ενισχύσεων, ότι το ποσό της επιστρεπτέας ενισχύσεως είναι μηδενικό, εφόσον τούτο προκύπτει από υπολογισμούς που έγιναν βάσει όλων των κρίσιμων στοιχείων των οποίων έχει λάβει γνώση.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.