ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2014 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Τομέας των πλαστικών βιομηχανικών σάκων — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Πλήρης δικαιοδοσία του Γενικού Δικαστηρίου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Καταλογισμός στη μητρική εταιρία της παραβάσεως την οποία διέπραξε η θυγατρική — Ευθύνη της μητρικής εταιρίας για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική — Αναλογικότητα — Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου — Eύλογη διάρκεια της δίκης»

Στην υπόθεση C‑238/12 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 16 Μαΐου 2012,

FLSmidth & Co. A/S, με έδρα το Valby (Δανία), εκπροσωπούμενη από τον M. Dittmer, advokat,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Castillo de la Torre και V. Bottka, επικουρούμενους από την M. Gray, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, A. Borg Barthet, E. Levits, M. Berger (εισηγήτρια) και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιανουαρίου 2014,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η FLSmidth & Co. A/S (στο εξής: FLSmidth) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης FLSmidth κατά Επιτροπής (T‑65/06, EU:T:2012:103, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε μερικώς την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2005) 4634 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] (υπόθεση COMP/F/38.354 – Βιομηχανικοί σάκοι) (στο εξής: επίδικη απόφαση), ή, επικουρικώς, την ακύρωση ή τη μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε.

Ιστορικό της διαφοράς και επίδικη απόφαση

2

Η FLSmidth είναι η μητρική εταιρία ενός ομίλου εταιριών που δραστηριοποιούνται στους τομείς της μηχανικής, των εξορύξεων και των κατασκευών. Μία από τις εταιρίες αυτές είναι η FLS Plast A/S (στο εξής: FLS Plast), πρώην μητρική εταιρία της Trioplast Wittenheim SA (πρώην Silvallac SA, στο εξής: Trioplast Wittenheim), που παράγει βιομηχανικούς σάκους, μεμβράνες και σωλήνες από πλαστικό στο Wittenheim (Γαλλία).

3

Τον Δεκέμβριο του 1990 η FLS Plast αγόρασε το 60 % των μετοχών της Trioplast Wittenheim. Αγόρασε το υπόλοιπο 40 % τον Δεκέμβριο του 1991. Πωλήτρια ήταν η Cellulose du Pin, γαλλική εταιρία ανήκουσα στον όμιλο της Compagnie de Saint‑Gobain SA.

4

Το 1999 η FLS Plast πώλησε με τη σειρά της την Trioplast Wittenheim στην Trioplanex France SA, γαλλική θυγατρική της Trioplast Industrier AB (στο εξής: Trioplast Industrier), που ήταν η μητρική εταιρία του ομίλου Trioplast. Η μεταβίβαση αυτή παρήγε αποτελέσματα από 1ης Ιανουαρίου 1999.

5

Τον Νοέμβριο του 2001 η British Polythene Industries ενημέρωσε την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με την ύπαρξη συμπράξεως στον τομέα των πλαστικών βιομηχανικών σάκων, στην οποία εμπλεκόταν η FLS Plast.

6

Αφού πραγματοποίησε το 2002 ελέγχους στις εγκαταστάσεις, μεταξύ άλλων, της Trioplast Wittenheim, η Επιτροπή απηύθυνε το 2002 και το 2003 στις εμπλεκόμενες εταιρίες, στις οποίες συγκαταλεγόταν η Trioplast Wittenheim, αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Με έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 2002, που συμπληρώθηκε με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2003, η Trioplast Wittenheim δήλωσε ότι προτίθετο να συνεργαστεί κατά την έρευνα της Επιτροπής, στο πλαίσιο της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 1996, C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί επιείκειας).

7

Στις 30 Νοεμβρίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο h, της οποίας εκτίθετο ότι η FLSmidth και η FLS Plast είχαν παραβεί, από τις 31 Δεκεμβρίου 1990 έως τις 19 Ιανουαρίου 1999, το άρθρο 81 ΕΚ, μετέχοντας σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των πλαστικών βιομηχανικών σάκων στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες, οι οποίες αφορούσαν τον καθορισμό των τιμών και την κατάρτιση κοινών προτύπων υπολογισμού των τιμών, τον καταμερισμό των αγορών και την απονομή ποσοστώσεων για τις πωλήσεις, την παραχώρηση πελατών, συμφωνιών και παραγγελιών, τη συντονισμένη υποβολή προσφορών σε ορισμένους διαγωνισμούς και την ανταλλαγή ατομικών πληροφοριακών στοιχείων.

8

Στο άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο f, της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στην Trioplast Wittenheim πρόστιμο ύψους 17,85 εκατομμυρίων ευρώ, συνυπολογίζοντας μείωση ύψους 30 % την οποία είχε χορηγήσει κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί επιείκειας. Επί του ποσού αυτού, η FLSmidth και η FLS Plast ευθύνονταν εις ολόκληρον μέχρι το ποσό των 15,30 εκατομμυρίων ευρώ και η Trioplast Industrier ευθυνόταν μέχρι το ποσό των 7,73 εκατομμυρίων ευρώ.

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

9

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Φεβρουαρίου 2006, η FLSmidth άσκησε προσφυγή κατά της επίδικης αποφάσεως. Αίτημα της προσφυγής ήταν η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως στο μέτρο που την αφορούσε ή, επικουρικώς, η μείωση του ύψους του προστίμου για την καταβολή του οποίου είχε προβλεφθεί η εις ολόκληρον ευθύνη της.

10

Προς στήριξη της προσφυγής της, η αναιρεσείουσα προέβαλλε δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείτο από παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), λόγω του καταλογισμού στην FLSmidth της ευθύνης για την παράβαση της Trioplast Wittenheim. Ο δεύτερος λόγος προβαλλόταν προς στήριξη του επικουρικού αιτήματος της FLSmidth. Η FLSmidth θεωρούσε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον είχε προβλέψει ότι η FLSmidth ευθυνόταν για την καταβολή του επιβληθέντος προστίμου ως προς ένα υπερβολικό, δυσανάλογο, αυθαίρετο και συνεπαγόμενο δυσμενή διάκριση ποσό.

11

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση στο μέτρο που έκρινε ότι η FLSmidth ευθυνόταν για την παράβαση κατά το διάστημα μεταξύ 31ης Δεκεμβρίου 1990 και 31ης Δεκεμβρίου 1991. Κατά συνέπεια, μείωσε το ύψος του ποσού για την καταβολή του οποίου είχε προβλεφθεί η εις ολόκληρον ευθύνη της FLSmidth δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο f, της επίδικης αποφάσεως σε 14,45 εκατομμύρια ευρώ. Κατά τα λοιπά, απέρριψε την προσφυγή.

Τα αιτήματα των διαδίκων

12

Η FLSmidth ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, στο μέτρο που την αφορά, ή, επικουρικώς, να μειώσει το ύψος του προστίμου για την καταβολή του οποίου ευθύνεται δυνάμει της επίδικης αποφάσεως·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

13

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως·

να υποχρεώσει την FLSmidth να της αποδώσει τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

14

Προς στήριξη των αιτημάτων της, η FLSmidth προβάλλει έξι λόγους αναιρέσεως, από τους οποίος ο τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος προβάλλονται προς στήριξη του επικουρικού αιτήματός της.

15

Η FLSmidth ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί το ίδιο, μετά την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επί των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε κατά της επίδικης αποφάσεως.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από το ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το ορθό νομικό κριτήριο όσον αφορά την ευθύνη της μητρικής εταιρίας και δεν συνήγαγε κατ’ ορθό τρόπο τις έννομες συνέπειες των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων

Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

16

Κατά την FLSmidth, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον δέχθηκε, στις σκέψεις 20 έως 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το νομικό κριτήριο που είχε εφαρμόσει η Επιτροπή προκειμένου να συναγάγει ότι η FLSmidth δεν είχε ανατρέψει το τεκμήριο ευθύνης για την επίδικη παράβαση, που θεμελιωνόταν στο ότι κατείχε εμμέσως το 100 % της Trioplast Wittenheim.

17

Η FLSmidth υποστηρίζει, συναφώς, ότι το εφαρμοσθέν από το Γενικό Δικαστήριο τεκμήριο ευθύνης αντιβαίνει στον κανόνα περί του τεκμηρίου αθωότητας. Ειδικότερα, η εφαρμογή του ως άνω τεκμηρίου ευθύνης στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο καθιστά το εν λόγω τεκμήριο, κατ’ ουσίαν, αμάχητο. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει επομένως στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασiα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) και στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Εν πάση περιπτώσει, η FLSmidth όντως προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο.

18

Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του ως άνω λόγου αναιρέσεως, διότι αυτός δεν προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Εξάλλου, ο συγκεκριμένος λόγος είναι εντελώς αφηρημένος. Η FLSmidth δεν υποδεικνύει τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε στην προβαλλόμενη πλάνη. Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επίμαχο τεκμήριο δεν είναι ασυμβίβαστο προς την ΕΣΔΑ και τον Χάρτη. Εξάλλου, η Επιτροπή προσθέτει ότι στηρίχθηκε και σε άλλες ενδείξεις προκειμένου να αποδείξει την άσκηση, από την FLSmidth, αποφασιστικής επιρροής στην Trioplast Wittenheim.

19

Στο υπόμνημά της απαντήσεως, η FLSmidth υποστηρίζει ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως δεν είναι νέος, αλλά συνιστά ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας την οποία προέβαλε στον πρώτο βαθμό. Προσθέτει ότι υπέδειξε συγκεκριμένα, στα σημεία 18 έως 24 της αιτήσεως αναιρέσεως, ως προς τι επικρίνει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθώς και την επιχειρηματολογία την οποία προβάλλει.

20

Η Επιτροπή, στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, αμφισβητεί τα ως άνω προβαλλόμενα από την FLSmidth.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του παραδεκτού

21

Σε ό,τι αφορά το παραδεκτό του πρώτου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η FLSmidth δεν υποστήριξε, στο δικόγραφο της προσφυγής της, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 48 του Χάρτη και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ καταλογίζοντας στην FLSmidth την ευθύνη για την παράβαση την οποία διέπραξε η Trioplast Wittenheim.

22

Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η FLSmidth, στο σημείο 81 του δικογράφου της προσφυγής, όντως επικαλέσθηκε, πέραν πολλών άλλων επιχειρημάτων που είχαν ως σκοπό να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να της είχε καταλογίσει την ευθύνη αυτή, και το ότι «[ο]ποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα θα σήμαινε ότι τεκμήριο περί δυνατότητας καταλογισμού το οποίο απορρέει από συμμετοχή κατά 100 % σε υποθυγατρική εταιρία συνιστά de facto αμάχητο τεκμήριο». Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως η FLSmidth αμφισβήτησε, έστω και πολύ συνοπτικά, τη νομιμότητα των κριτηρίων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή προκειμένου να της καταλογίσει την ευθύνη για την επίδικη παράβαση. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η διευκρίνιση την οποία παρέσχε η FLSmidth στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά την οποία τα ως άνω κριτήρια ήταν παράνομα μεταξύ άλλων ως αντιβαίνοντα στο άρθρο 48 του Χάρτη και στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ αποτελεί ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας την οποία εξέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία είναι, ως εκ τούτου, παραδεκτή κατά το στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως.

23

Όσον αφορά, δεύτερον, τον προβαλλόμενο μη συγκεκριμένο χαρακτήρα του πρώτου λόγου αναιρέσεως και το γεγονός ότι η FLSmidth δεν υποδεικνύει τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που πάσχουν πλάνη, διαπιστώνεται ότι τα όσα προσάπτει η FLSmidth στο Γενικό Δικαστήριο προκύπτουν, κατά τρόπο επαρκώς συγκεκριμένο, από τα σημεία 17 της 24 της αιτήσεως αναιρέσεως και ότι η ως άνω εταιρία επέκρινε ρητώς, στο σημείο 18 της αιτήσεως αναιρέσεως, τις σκέψεις 20 έως 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

24

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της FLSmidth είναι παραδεκτός.

– Επί της ουσίας

25

Σε ό,τι αφορά, καταρχάς, τον παράνομο χαρακτήρα του ισχύοντος στο πλαίσιο του περί ανταγωνισμού δικαίου της Ένωσης τεκμηρίου περί πραγματικής ασκήσεως, από εταιρία κατέχουσα κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο το σύνολο, ή σχεδόν το σύνολο, του κεφαλαίου άλλης εταιρίας, αποφασιστικής επιρροής στην τελευταία εταιρία, υπενθυμίζεται ότι το τεκμήριο αυτό προκύπτει από πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Dow Chemical κατά Επιτροπής, C‑179/12 P, EU:C:2013:605, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι ουδόλως συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων που απονέμονται από το άρθρο 48 του Χάρτη και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ.

26

Επομένως, παρά τα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στις σκέψεις 22 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθύμισε τις αρχές που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η μητρική εταιρία ενός ομίλου εταιριών, όπως η FLSmidth, μπορεί να κριθεί ότι ευθύνεται εις ολόκληρον για ενέργειες κατά του ανταγωνισμού καταλογιζόμενες σε εταιρία ανήκουσα στον ίδιο όμιλο, δηλαδή, εν προκειμένω, στην Trioplast Wittenheim.

27

Συνεπώς, ορθή είναι και η εκτίμηση που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 23 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, βάσει της ως άνω νομολογίας, η Επιτροπή μπορούσε να συναγάγει το τεκμήριο ότι η FLSmidth είχε ασκήσει, έστω και κατά τρόπο έμμεσο, αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της Trioplast Wittenheim μεταξύ 31ης Δεκεμβρίου 1991 και 19ης Ιανουαρίου 1999, δεδομένου ότι η FLSmidth μετείχε κατά 100 % στην FLS Plast και η FLS Plast μετείχε επίσης κατά 100 % στην Trioplast Wittenheim.

28

Όσον αφορά, εν συνεχεία, το επιχείρημα ότι η συγκεκριμένη εφαρμογή του τεκμηρίου αυτού, όπως πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή και επικυρώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, κατέστησε το τεκμήριο αυτό αμάχητο, υπενθυμίζεται ότι αυτό καθαυτό το γεγονός ότι είναι δυσχερές να παρασχεθεί η απαραίτητη προς ανατροπή του τεκμηρίου αντίθετη απόδειξη δεν σημαίνει ότι το τεκμήριο είναι στην πραγματικότητα αμάχητο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση ENI κατά Επιτροπής, C‑508/11 P, EU:C:2013:289, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29

Τέλος, όσον αφορά τα όσα επικαλείται η FLSmidth σχετικά με το ότι όντως προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το επίμαχο τεκμήριο, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε συναφώς, στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η FLSmidth δεν προέβαλε συγκεκριμένα επιχειρήματα που να ανατρέπουν το τεκμήριο αυτό. Ειδικότερα, σε απάντηση επιχειρήματος της FLSmidth σχετικά με την αποκεντρωμένη οργανωτική δομή του οικείου ομίλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια οργανωτική δομή δεν εμποδίζει κατ’ ανάγκην την άσκηση επιρροής από τη μητρική εταιρία στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής της, παραδείγματος χάριν με ενημέρωσή της για την πρόοδο των δραστηριοτήτων της θυγατρικής της διά της αποστολής τακτικών αναφορών.

30

Εξάλλου, σχετικά με το γεγονός ότι ο T., μέλος του διοικητικού συμβουλίου της FLSmidth, κατείχε, μεταξύ 1994 και 1999, υπεύθυνη θέση στα διοικητικά συμβούλια και των δύο επίμαχων εταιριών, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε, στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός αυτό αποδεικνύει τη διασύνδεση μεταξύ των διοικήσεων των δύο αυτών εταιριών και ότι η Trioplast Wittenheim δεν μπορούσε να αναπτύξει αυτόνομη έναντι της μητρικής της εταιρίας συμπεριφορά. Επιπλέον, όπως επίσης τόνισε το Γενικό Δικαστήριο, η άσκηση των καθηκόντων του μέλους του διοικητικού συμβουλίου εταιρίας συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς της, νομική ευθύνη για το σύνολο των δραστηριοτήτων της ως άνω εταιρίας, περιλαμβανομένης και της συμπεριφοράς της στην αγορά, η δε θέση της FLSmidth ότι τα καθήκοντα αυτά δεν είναι παρά εντελώς τυπικά έχει ως αποτέλεσμα να αφαιρεί από τα εν λόγω καθήκοντα το εκ του νόμου περιεχόμενό τους.

31

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται επομένως ότι, υποστηρίζοντας ότι όντως προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής στην Trioplast Wittenheim, η FLSmidth στην πραγματικότητα απλώς ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί σε επανεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς όμως να υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε αυτά τα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία. Μια τέτοια εκτίμηση δεν συνιστά όμως νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, αποφάσεις General Motors κατά Επιτροπής, C‑551/03 P, EU:C:2006:229, σκέψεις 51 και 52, καθώς και ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, C‑352/09 P, EU:C:2011:191, σκέψεις 179 και 180). Το επιχείρημα αυτό είναι κατά συνέπεια απαράδεκτο.

32

Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από μη διενέργεια ελέγχου όσον αφορά τη βαρύνουσα την Επιτροπή υποχρέωση αιτιολογήσεως

Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

33

Η FLSmidth υποστηρίζει ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, είχε επικαλεσθεί έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως όσον αφορά την εκ μέρους της άσκηση αποφασιστικής επιρροής στην Trioplast Wittenheim, καθώς και το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε παραλείψει να απαντήσει σε διάφορα επιχειρήματα τα οποία είχε προβάλει με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και με το δικόγραφο της προσφυγής. Η επιχειρηματολογία αυτή αναπτύχθηκε διεξοδικότερα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

34

Ειδικότερα, η FLSmidth είχε υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, ότι αποτελούσε αμιγώς εταιρία συμμετοχών και ότι δεν ήταν αναμεμιγμένη στην καθημερινή λειτουργία των υποθυγατρικών της, ότι ο T., αν και τυπικώς ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Trioplast Wittenheim, δεν ασκούσε επιρροή στον τρόπο με τον οποίο η τελευταία συμπεριφερόταν στην αγορά και δεν είχε γνώση της παράνομης συμπεριφοράς της ως άνω εταιρίας, ότι ο οικείος όμιλος είχε εφαρμόσει αρχές αποκεντρωμένης διοίκησης, ότι δεν είχε προβεί σε έλεγχο των λειτουργικών ζητημάτων, αλλά μόνο σε παρακολούθηση των οικονομικών ζητημάτων, ότι η Trioplast Wittenheim δεν όφειλε να αναφέρεται ευθέως στην ίδια, ότι δεδομένου ότι η ως άνω εταιρία παρουσίαζε μικρό ενδιαφέρον λόγω της μη κερδοφορίας της, πολύ γρήγορα θέλησε να προχωρήσει στην πώλησή της και ότι η Trioplast Wittenheim είχε ασκήσει τις παράνομες δραστηριότητές της πριν και μετά την απόκτησή της από την FLSmidth, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι η ως άνω εταιρία είχε αναπτύξει αυτοτελή δράση στην αγορά.

35

Κατά την FLSmidth όμως, ενώ στις αιτιολογικές σκέψεις 734 έως 739 της επίδικης αποφάσεως η Επιτροπή πραγματεύεται μόνο τη θέση του T. και μολονότι το ζήτημα αυτό τέθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ειδικότερα στις σκέψεις της 31 και 32, δεν περιέχεται καμία εκτίμηση σχετικά με το ζήτημα αν η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

36

Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του ως άνω λόγου αναιρέσεως. Η FLSmidth δεν προέβαλε έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως στο δικόγραφο της προσφυγής της. Στο μέτρο που ο λόγος αυτός αναιρέσεως αποσκοπεί στην πραγματικότητα στην αμφισβήτηση της εκτιμήσεως ορισμένων πραγματικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο, είναι απαράδεκτος διότι η FLSmidth δεν επικαλέσθηκε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο.

37

Επικουρικώς, η Επιτροπή εκτιμά ότι από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την παρατιθέμενη στην επίδικη απόφαση αιτιολογία εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους η FLSmidth είχε ασκήσει αποφασιστική επιρροή στην Trioplast Wittenheim, εξ αυτού δε συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η σχετική αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως ήταν επαρκής, έστω και αν η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν ανέφερε τούτο ρητώς.

38

Στο υπόμνημά της απαντήσεως, η FLSmidth υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως συνιστά περαιτέρω ανάπτυξη επιχειρηματολογίας την οποία προέβαλε στον πρώτο βαθμό, πράγμα που αμφισβητεί η Επιτροπή στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

39

Με τον λόγο αυτό αναιρέσεως, η FLSmidth αιτιάται το Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δεν εξέτασε τον λόγο ακυρώσεως ο οποίος αντλείτο από ανεπαρκή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως. Προς τεκμηρίωση της θέσεώς της ότι είχε ήδη προβάλει, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τέτοιο λόγο ακυρώσεως, η FLSmidth, στην αίτησή της αναιρέσεως, παραπέμπει στα σημεία 93, 109, 121 και 122 του δικογράφου της προσφυγής της και υποστηρίζει ότι στα σημεία αυτά είχε επικαλεσθεί έλλειψη αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως.

40

Συναφώς όμως αρκεί η διαπίστωση ότι, στα εν λόγω σημεία του δικογράφου της προσφυγής, η FLSmidth απλώς τόνισε ότι η Επιτροπή δεν είχε αναφέρει τους λόγους για τους οποίους, αφενός, σε ορισμένες άλλες επιχειρήσεις δεν είχε καταλογισθεί ευθύνη και, αφετέρου, είχε καταλογισθεί ευθύνη στην ίδια ως προς το διάστημα από τον Δεκέμβριο του 1990 έως τον Δεκέμβριο του 1991 και ότι η Επιτροπή δεν είχε εξετάσει ούτε το επιχείρημα της FLSmidth ότι η τελευταία δεν είχε λάβει γνώση των επίδικων παραβάσεων. Η FLSmidth δεν είχε όμως υποστηρίξει ούτε στα σημεία αυτά ούτε σε άλλα σημεία του δικογράφου της προσφυγής της ότι η επίδικη απόφαση ήταν, εξ αυτού του λόγου, πλημμελώς αιτιολογημένη. Απεναντίας, οι παρατηρήσεις της FLSmidth είχαν σκοπό να αμφισβητήσουν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία είχε προβεί η Επιτροπή, πράγμα που προκύπτει άλλωστε ρητώς, σε ό,τι αφορά το σημείο 109 του δικογράφου της προσφυγής, από το ίδιο το γράμμα του δικογράφου αυτού.

41

Εξάλλου, όσον αφορά την επιχειρηματολογία κατά την οποία η FLSmidth «ανέπτυξε διεξοδικότερα» τα επιχειρήματα αυτά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η τελευταία δεν υποστηρίζει ότι η προβολή ενός νέου λόγου ακυρώσεως κατά το στάδιο αυτό θα ήταν παραδεκτή παρά τη διάταξη του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Η FLSmidth δεν υποστηρίζει ούτε ότι επικαλέσθηκε τέτοια στοιχεία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

42

Εξ αυτού συνάγεται ότι, με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως, η FLSmidth προβάλλει νέα επιχειρηματολογία, η οποία συνίσταται στην αμφισβήτηση του ενδεδειγμένου χαρακτήρα της αιτιολογίας τόσο της επίδικης όσο και της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τον καταλογισμό στην FLSmidth της ευθύνης για την παράβαση την οποία διέπραξε η Trioplast Wittenheim. Εντεύθεν προκύπτει ότι το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να κριθεί ως απαράδεκτο, καθόσον, στην αναιρετική δίκη, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται καταρχήν στον έλεγχο της νομικής λύσης που δόθηκε επί των λόγων που προβλήθηκαν και συζητήθηκαν ενώπιον των δικαστών της ουσίας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Dow Chemical κατά Επιτροπής, EU:C:2013:605, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από προσβολή των αρχών της αναλογικότητας και της νομιμότητας

Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

44

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, τον οποίο προβάλλει προς στήριξη του επικουρικού αιτήματός της, η FLSmidth υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε τα επιχειρήματα με τα οποία είχε αμφισβητήσει την αναλογικότητα και τη νομιμότητα του ύψους του προστίμου που της επιβλήθηκε. Ειδικότερα, η εφαρμογή από την Επιτροπή των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αριθ. 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), οι οποίες προβλέπουν αύξηση του προστίμου κατά 10 % ανά έτος συμμετοχής της Trioplast Wittenheim στην επίμαχη σύμπραξη, οδήγησε σε συνολικό αποτέλεσμα το οποίο δεν τελούσε σε εύλογη σχέση με το χρονικό διάστημα κατοχής του κεφαλαίου της τελευταίας εταιρίας. Το Γενικό Δικαστήριο κατ’ ουσίαν περιορίστηκε, στις σκέψεις 43 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο να επαναλάβει τη μέθοδο υπολογισμού την οποία είχε υιοθετήσει η Επιτροπή και δεν διεξήγαγε ανεξάρτητο έλεγχο.

45

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το επιβληθέν πρόστιμο δεν ήταν δυσανάλογο σε σχέση με την ως άνω διάρκεια, ως απόρροια μιας «ατομικής προσεγγίσεως», η οποία όμως δεν τηρήθηκε κατά τρόπο συνεπή σε ό,τι αφορά το αρχικό ποσό. Ειδικότερα, το ποσό αυτό, κατά την FLSmidth, δεν έπρεπε να είχε καθοριστεί στο ίδιο ύψος με εκείνο που προβλέφθηκε για την Trioplast Wittenheim. Η επιλεγείσα από την Επιτροπή μέθοδος έχει αυθαίρετο χαρακτήρα και δεν μπορεί να δικαιολογήσει το γεγονός ότι η FLSmidth ευθύνεται για περισσότερο από το 80 % του προστίμου που επιβλήθηκε στην Trioplast Wittenheim, ενώ δεν αποτέλεσε ενιαία οικονομική οντότητα με την τελευταία εταιρία παρά μόνον για το 35 % της περιόδου κατά την οποία διήρκεσε η παράβαση. Το αποτέλεσμα το οποίο προέκυψε είναι επίσης υπερβολικό, δυσανάλογο και συνεπαγόμενο δυσμενή διάκριση. Ακόμη, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέχει συναφώς επαρκή αιτιολογία, περιοριζόμενο στο να διαπιστώσει, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η FLSmidth δεν προέβαλε επιχειρήματα με τα οποία να αμφισβητεί τη μέθοδο υπολογισμού την οποία είχε ακολουθήσει η Επιτροπή.

46

Εξάλλου, κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, μεταξύ άλλων, η μη γνώση της παράνομης συμπεριφοράς της Trioplast Wittenheim δεν μπορούσε να αποτελέσει ελαφρυντική περίσταση δεδομένου ότι η ευθύνη ερείδετο στο γεγονός ότι οι FLSmidth και Trioplast Wittenheim αποτελούσαν ενιαία οικονομική μονάδα. Η συλλογιστική αυτή δεν ανταποκρίνεται όμως στην υποτιθέμενη εξατομικευμένη προσέγγιση την οποία επέλεξε η Επιτροπή.

47

Εξάλλου, κατά την FLSmidth, ο δυσανάλογος χαρακτήρας της ευθύνης που της καταλογίσθηκε επιτείνεται εκ του ότι το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε την ευθύνη της Trioplast Industrier, μοναδικής άλλης μητρικής εταιρίας που κρίθηκε ότι ευθυνόταν για τη συμπεριφορά της Trioplast Wittenheim, μειώνοντας το επιβληθέν πρόστιμο ύψους 7,73 εκατομμυρίων ευρώ στα 2,73 εκατομμύρια ευρώ με την απόφασή του Trioplast Industrier κατά Επιτροπής (T‑40/06, EU:T:2010:388). Ειδικότερα, εφόσον η Trioplast Wittenheim τελεί υπό εκκαθάριση, η ως άνω απόφαση έχει ως συνέπεια να επιβαρύνεται με τη μείωση αυτή στην πραγματικότητα η FLSmidth, μολονότι η FLSmidth δεν υπήρξε διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή.

48

Κατά την Επιτροπή, το επιχείρημα περί προσβολής της αρχής της νομιμότητας ουδόλως εξειδικεύεται. Επιπλέον, το επιχείρημα αυτό, το οποίο δεν προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτο. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η σχετική επιχειρηματολογία της FLSmidth αφορά την επίδικη απόφαση και δεν παρουσιάστηκε ως επιχειρηματολογία κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία αυτή είναι απαράδεκτη.

49

Σε ό,τι αφορά την εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο του ύψους του επιβληθέντος προστίμου, η εξέταση αυτή δεν αποτελεί παρά «έλεγχο». Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αποδοχή της μεθόδου την οποία εφάρμοσε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του προστίμου αυτού. Ακόμη, δεν υφίσταται καμία νομική αρχή βάσει της οποίας το τελικό ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στον αποδέκτη αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση πρέπει να τελεί σε αναλογία προς το χρονικό διάστημα συμμετοχής στην παράβαση για το οποίο υπάρχει ευθύνη του ως άνω αποδέκτη.

50

Επιπλέον, η απαίτηση περί συνεκτιμήσεως των τυχόν ελαφρυντικών περιστάσεων αφορά την επιχείρηση θεωρούμενη ως σύνολο, κατά το χρονικό σημείο τελέσεως της παραβάσεως, και όχι τα συστατικά της μέρη.

51

Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Trioplast Industrier μειώθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας την οποία κίνησε η τελευταία και στην οποία η FLSmidth δεν υπήρξε διάδικος είναι άσχετο προς την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

52

Στο υπόμνημά της απαντήσεως, η FLSmidth διευκρινίζει ότι το επιχείρημά της περί προσβολής της αρχής της νομιμότητας δεν είναι νέο. Ειδικότερα, στον πρώτο βαθμό, είχε επικαλεσθεί την αρχή «της μη αυθαιρεσίας», που είναι αντίστοιχη προς το επιχείρημα το οποίο προβάλλει στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα αυτό συνιστά, το πολύ, περαιτέρω ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας την οποία προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του παραδεκτού ορισμένων επιχειρημάτων

53

Όσον αφορά, πρώτον, την ένσταση απαραδέκτου την οποία προβάλλει η Επιτροπή κατά του επιχειρήματος περί παράνομου χαρακτήρα του προστίμου που επιβλήθηκε στην FLSmidth, με την αιτιολογία ότι πρόκειται για νέο επιχείρημα, διαπιστώνεται ότι η FLSmidth είχε κάνει λόγο, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, για «αυθαίρετο» χαρακτήρα του προστίμου που της είχε επιβληθεί, όπως προκύπτει από τα σημεία 99 επ. του δικογράφου της προσφυγής. Από τα εκτιθέμενα όμως στα ως άνω σημεία του δικογράφου της προσφυγής, καθώς και από την επιχειρηματολογία την οποία προβάλλει η FLSmidth προς στήριξη του τρίτου λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι το επιχείρημα περί προσβολής της αρχής της νομιμότητας, σε ό,τι αφορά το επιβληθέν στην ίδια πρόστιμο, και το επιχείρημα περί αυθαίρετου χαρακτήρα του προστίμου αυτού είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπα. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό δεν είναι νέο και επομένως παραδεκτώς προβάλλεται κατ’ αναίρεση.

54

Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία τα επιχειρήματα της FLSmidth αφορούν την επίδικη απόφαση, δεν παρουσιάστηκαν ως επιχειρήματα κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και είναι συνεπώς απαράδεκτα, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, σε ό,τι αφορά τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε στην FLSmidth και στο μέτρο που ο υπολογισμός αυτός αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως, επικύρωσε τη μέθοδο την οποία εφάρμοσε η Επιτροπή στο οικείο πλαίσιο. Κατά συνέπεια, μολονότι η FLSmidth, στην αίτησή της αναιρέσεως, δεν προβαίνει πάντοτε σε σαφή διάκριση μεταξύ των επιχειρημάτων κατά της επίδικης αποφάσεως και των επιχειρημάτων κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εντούτοις αυτή η έλλειψη σαφήνειας δεν μπορεί να συνεπάγεται το απαράδεκτο του λόγου αναιρέσεως που θεμελιώνεται επί των επιχειρημάτων αυτών, στο μέτρο που τα εν λόγω επιχειρήματα μπορούν ευχερώς να γίνουν αντιληπτά ως επιχειρήματα που αφορούν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς, βάσει των εν λόγω επιχειρημάτων το Δικαστήριο δύναται να προβεί σε έλεγχο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως υπό το πρίσμα του λόγου αναιρέσεως ο οποίος αντλείται από προσβολή των αρχών της αναλογικότητας και της νομιμότητας.

55

Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί ως παραδεκτός.

– Επί της ουσίας

56

Όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διενήργησε «ανεξάρτητο» έλεγχο του προστίμου που επιβλήθηκε στην FLSmidth, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, κατά το άρθρο 261 ΣΛΕΕ και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, έχει πλήρη δικαιοδοσία σχετικά με τα πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιτροπή. Το Γενικό Δικαστήριο έχει, επομένως, την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας των προστίμων αυτών, να υποκαθιστά με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να καταργεί, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν (βλ. απόφαση E.ON Energie κατά Επιτροπής, C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψεις 123 και 124 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57

Εντούτοις, όσον αφορά το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παρέλειψε να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του και δεν διενήργησε ανεξάρτητο έλεγχο του επιβληθέντος προστίμου, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε, αφενός, στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στον υπολογισμό που πραγματοποίησε η Επιτροπή προκειμένου να καθορίσει το πρόστιμο το οποίο επέβαλε, μεταξύ άλλων, στην FLSmidth και στην Trioplast Industrier. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ιδίως ότι στις ως άνω εταιρίες επιβλήθηκε το ίδιο αρχικό ποσό με τη θυγατρική με την οποία είχαν συναποτελέσει ενιαία οικονομική οντότητα, δηλαδή την Trioplast Wittenheim, και ότι τα ποσά αυτά αυξήθηκαν δυνάμει του σημείου 1, B, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών κατά 10 % ανά έτος, σε συνάρτηση με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η εκάστοτε μητρική εταιρία είχε τον έλεγχο της θυγατρικής της. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, επί της βάσεως αυτής, στον κάθε αποδέκτη της επίδικης αποφάσεως επιβλήθηκε κύρωση που αφορούσε τον ίδιο προσωπικά, το ύψος της οποίας δεν ισούνταν κατ’ ανάγκη με το ύψος του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, προσαρμοσμένο κατ’ αναλογίαν της περιόδου ασκήσεως ελέγχου.

58

Εξάλλου, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο πρόσθεσε, συναφώς, ότι η FLSmidth «δεν [είχε] προβάλει κανένα επιχείρημα βάσει του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή καθεαυτήν η μέθοδος υπολογισμού στηρίζεται σε θεμελιώδη πλάνη ή αντίκειται στις νομολογιακές αρχές», προκειμένου να συναγάγει, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ήταν απορριπτέο το επιχείρημα της FLSmidth ότι το πρόστιμο που της είχε επιβληθεί έπρεπε να αντανακλά, κατά τρόπο αυστηρώς αναλογικό, το γεγονός ότι η Trioplast Wittenheim ανήκε στην ίδια μόνο επί 8 από τα 20 έτη της περιόδου της παραβάσεως.

59

Μολονότι οι σκέψεις αυτές, εξεταζόμενες μεμονωμένα, μπορούν να εκληφθούν υπό την έννοια ότι δεν συνιστούν παρά επανάληψη της συλλογιστικής της Επιτροπής και της μεθόδου υπολογισμού την οποία αυτή ακολούθησε, διαπιστώνεται ότι, στις σκέψεις 43 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απλώς επικύρωσε, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση από την Επιτροπή ενός συγκεκριμένου στοιχείου του υπολογισμού του προστίμου αυτού, δηλαδή της σημασίας που είχε για το ύψος του εν λόγω προστίμου η χρονική διάρκεια κατά την οποία η FLSmidth ήλεγχε την Trioplast Wittenheim. Εντούτοις, αντιθέτως προς τα όσα αφήνει να εννοηθούν η FLSmidth, οι εκτιμήσεις που αναπτύσσονται στις εν λόγω σκέψεις δεν αποτελούν τα μόνα αποσπάσματα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν τον έλεγχο του επιβληθέντος στην FLSmidth προστίμου.

60

Ειδικότερα, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς διάφορα άλλα κρίσιμα για την επιμέτρηση του επιβληθέντος προστίμου στοιχεία. Ιδίως, στις σκέψεις 53 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και τη σημασία τυχόν ελαφρυντικών περιστάσεων και, στις σκέψεις 69 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ύψος του αρχικού ποσού για τον υπολογισμό του ως άνω προστίμου. Από το σύνολο των σκέψεων αυτών προκύπτει επομένως ότι το Γενικό Δικαστήριο πραγματοποίησε ανεξάρτητη και πλήρη εξέταση του επιβληθέντος στην FLSmidth προστίμου, έστω και αν επικύρωσε, από ορισμένες απόψεις, την εκτίμηση στην οποία είχε προβεί η Επιτροπή και το αποτέλεσμα στο οποίο αυτή κατέληξε.

61

Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, όπως και το επιχείρημα ότι το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο αυτό, δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την απόφασή του, δεδομένου ότι, παρά τα όσα υποστηρίζει η FLSmidth, οι σκέψεις 43 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, ιδίως, η σκέψη της 45 δεν συνιστούν παρά μικρό μέρος της αιτιολογίας επί της οποίας στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, η οποία όμως πρέπει να εκτιμηθεί στο σύνολό της.

62

Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα ότι το επιβληθέν πρόστιμο είναι δυσανάλογο, διαπιστώνεται ότι η FLSmidth δεν επιτυγχάνει να αποδείξει με την επιχειρηματολογία της τον δυσανάλογο χαρακτήρα του ως άνω προστίμου.

63

Ειδικότερα, διευκρινίζεται, συναφώς, ότι, ασφαλώς, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται να μεριμνά ώστε η επιμέτρηση του προστίμου το οποίο επιβάλλεται σε επιχείρηση λόγω της εμπλοκής της σε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη διάρκεια της ως άνω παραβάσεως και της συμμετοχής σε αυτήν. Εντούτοις, η διάρκεια της παραβάσεως δεν είναι το μόνο ούτε, απαραιτήτως, το σημαντικότερο στοιχείο το οποίο οφείλουν να λάβουν υπόψη τους η Επιτροπή και/ή το Γενικό Δικαστήριο για τους σκοπούς του υπολογισμού του προστίμου αυτού.

64

Έτσι, εν προκειμένω, τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην FLSmidth και στις λοιπές εταιρίες που εμπλέκονταν στην επίμαχη σύμπραξη δεν υπολογίστηκαν μόνο σε συνάρτηση του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διήρκεσε η εμπλοκή της καθεμίας από τις εταιρίες αυτές. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την FLSmidth, το ύψος του επιβληθέντος προστίμου δεν χρειαζόταν να είναι αυστηρώς ανάλογο, ούτε και, καταρχήν, «ευλόγως» ανάλογο προς τη διάρκεια της συμμετοχής της FLSmidth στην επίδικη παράβαση, εφόσον αντικατοπτρίζει προσηκόντως τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παραβάσεως.

65

Όσον αφορά όμως τη σοβαρότητα της παραβάσεως, υπενθυμίζεται ότι η παράβαση αυτή συνίστατο στη συμμετοχή σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες αφορούσαν έξι κράτη μέλη και ότι είχε ως αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και την κατάρτιση κοινών προτύπων υπολογισμού των τιμών, τον καταμερισμό των αγορών και την απονομή ποσοστώσεων για τις πωλήσεις, την παραχώρηση πελατών, συμφωνιών και παραγγελιών, τη συντονισμένη υποβολή προσφορών σε ορισμένους διαγωνισμούς και την ανταλλαγή ατομικών πληροφοριακών στοιχείων. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 765 της επίδικης αποφάσεως, χαρακτήρισε ορθώς την ως άνω παράβαση ως «πολύ σοβαρή». Η FLSmidth δεν αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό αυτό στην αίτησή της αναιρέσεως.

66

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, όταν καθόρισε το ποσό για την καταβολή του οποίου είχε προβλεφθεί η εις ολόκληρον ευθύνη της FLSmidth, δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο f, της επίδικης αποφάσεως, σε 14,45 εκατομμύρια ευρώ, ήτοι ποσό σαφώς χαμηλότερο από το ελάχιστο ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο λαμβάνει γενικώς υπόψη η Επιτροπή ως αρχικό ποσό για τον υπολογισμό των προστίμων όσον αφορά τις «πολύ σοβαρές» παραβάσεις και το οποίο προβλέπεται στο σημείο 1, A, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, όρισε το επιβληθέν πρόστιμο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, σε δυσανάλογο ύψος.

67

Στο μέτρο που η FLSmidth, αντί να επικαλείται προσβολή της αρχής της αναλογικότητας, ζητεί, με την ως άνω επιχειρηματολογία, την επανεκτίμηση του ποσού για την καταβολή του οποίου προβλέφθηκε η εις ολόκληρον ευθύνη της, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεν είναι δικό του έργο, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, με την κρίση του την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου που αποφαίνεται κατά πλήρη δικαιοδοσία επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις λόγω του ότι παρέβησαν το δίκαιο της Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑70/12 P, EU:C:2013:351, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

68

Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί.

69

Όσον αφορά, τρίτον, το επιχείρημα ότι η διαπίστωση, στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εκ μέρους της FLSmidth μη γνώση της παράνομης συμπεριφοράς της Trioplast Wittenheim δεν μπορούσε να αποτελέσει ελαφρυντική περίσταση, δεδομένου ότι η ευθύνη ερείδετο στο γεγονός ότι οι FLSmidth και Trioplast Wittenheim αποτελούσαν ενιαία οικονομική μονάδα, έρχεται σε αντίθεση με την επιλεγείσα από την Επιτροπή εξατομικευμένη προσέγγιση, ούτε το επιχείρημα αυτό μπορεί να ευδοκιμήσει.

70

Έστω και αν είναι συναφώς αληθές ότι η διαπίστωση, στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι στις μητρικές εταιρίες των θυγατρικών οι οποίες μετείχαν στην επίμαχη σύμπραξη επιβλήθηκε το ίδιο αρχικό ποσό, το οποίο, μεταξύ άλλων, αναπροσαρμόσθηκε βάσει των ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων που αφορούσαν την κάθε μητρική εταιρία, δεν ισχύει για την FLSmidth, η οποία δεν έτυχε μειώσεως λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, εντούτοις το Γενικό Δικαστήριο εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να μειώσει το ποσό για την καταβολή του οποίου είχε προβλεφθεί εις ολόκληρον ευθύνη της FLSmidth με το σκεπτικό ότι η τελευταία δεν είχε γνώση της παράνομης συμπεριφοράς της Trioplast Wittenheim.

71

Ειδικότερα, εφόσον η ευθύνη μητρικής εταιρίας για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, την οποία έχει διαπράξει άμεσα μια εκ των θυγατρικών της ερείδεται, κατά πάγια νομολογία, στο γεγονός ότι οι εταιρίες αυτές ανήκαν σε μια ενιαία οικονομική οντότητα κατά τη διάρκεια της παραβάσεως (βλ. επ’ αυτού, μεταξύ άλλων, απόφαση Kendrion κατά Επιτροπής, C‑50/12 P, EU:C:2013:771, σκέψεις 47 και 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), η επιταγή περί συνεκτιμήσεως τυχόν ελαφρυντικών περιστάσεων ισχύει για την επιχείρηση θεωρούμενη ως σύνολο, κατά το χρονικό σημείο τελέσεως της παραβάσεως, και όχι για τα συστατικά της μέρη. Το επιχείρημα αυτό είναι κατά συνέπεια επίσης αβάσιμο και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί.

72

Όσον αφορά, τέταρτον, το επιχείρημα ότι ο υποτιθέμενος δυσανάλογος χαρακτήρας της καταλογισθείσας στην FLSmidth ευθύνης επιτείνεται λόγω του γεγονότος ότι το Γενικό Δικαστήριο, στην απόφαση Trioplast Industrier κατά Επιτροπής (EU:T:2010:388), ελάττωσε την ευθύνη της Trioplast Industrier, μοναδικής άλλης μητρικής εταιρίας που κρίθηκε ότι ευθυνόταν για τη συμπεριφορά της Trioplast Wittenheim, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η FLSmidth διευκρινίζει ότι η Trioplast Wittenheim τελεί υπό εκκαθάριση, πράγμα που σημαίνει ότι η FLSmidth υποχρεώνεται να επιβαρυνθεί με το ποσό της μειώσεως αυτής έστω και αν δεν υπήρξε διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, εντούτοις το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η εις ολόκληρον επιβολή ενός ενιαίου προστίμου σε περισσότερες εταιρίες αποβλέπει ακριβώς στο να διασφαλισθεί η καταβολή του προστίμου αυτού ακόμη και σε περίπτωση που μια από τις εταιρίες αυτές δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει την ως άνω υποχρέωση.

73

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί και το τελευταίο αυτό επιχείρημα και, κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από μη επανόρθωση της άνισης μεταχειρίσεως που προέκυψε λόγω της μειώσεως κατά 30 % του βασικού ποσού του προστίμου η οποία χορηγήθηκε στην Trioplast Industrier

Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

74

Η FLSmidth υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι παρανόμως η Trioplast Industrier έτυχε της μειώσεως κατά 30 % του βασικού ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην Trioplast Wittenheim για λόγους επιείκειας και ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, κατά συνέπεια, να κρίνει ότι η επιδίκαση ίσης μειώσεως στην FLSmidth, για τους ίδιους λόγους, θα ισοδυναμούσε με το να της παρέχεται η δυνατότητα να επωφεληθεί από παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος της Trioplast Industrier.

75

Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τη μείωση αυτή, που χορηγήθηκε δυνάμει της ανακοινώσεως περί επιείκειας, στην απόφασή του Trioplast Industrier κατά Επιτροπής (EU:T:2010:388). Ο καταλογισμός ευθύνης στην αναιρεσείουσα καθώς και στην Trioplast Industrier στηρίχθηκε στην υπό συλλογικό πρίσμα προσέγγιση της αρχής της ενιαίας οικονομικής μονάδας. Η εφαρμογή, από την Επιτροπή, της ως άνω προσεγγίσεως και στο πλαίσιο της εκτιμήσεως από πλευράς επιείκειας δεν έρχεται σε αντίθεση με το δίκαιο της Ένωσης. Η επανόρθωση της προσβολής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως διά της χορηγήσεως στην FLSmidth της ίδιας μειώσεως με τη χορηγηθείσα στην Trioplast Industrier είναι επίσης σύμφωνη προς την εν λόγω προσέγγιση.

76

Κατά την FLSmidth, έστω και αν υποτεθεί ότι η χορηγηθείσα στην Trioplast Industrier μείωση είναι παράνομη, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να αρνηθεί, με αυτό το σκεπτικό, να επανορθώσει τη δυσμενή διάκριση την οποία είχε ορθώς διαπιστώσει στη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

77

Ακόμη, είναι εσφαλμένη η προσέγγιση της Επιτροπής βάσει της οποίας αρνείται να χορηγήσει στην FLSmidth την ως άνω μείωση ύψους 30 % για τον λόγο ότι δεν ήταν η μητρική της Trioplast Wittenheim κατά το χρονικό σημείο της συνεργασίας της τελευταίας με την Επιτροπή και της επιβολής του προστίμου. Αν η FLSmidth πρέπει να φέρει το βάρος του συνδέσμου της με την ενιαία οικονομική μονάδα, πρέπει επίσης να μπορεί να αντλήσει ωφέλεια από τον σύνδεσμο αυτόν.

78

Εξάλλου, η FLSmidth τονίζει ότι, εν προκειμένω, η μείωση κατά 30 % η οποία κρίθηκε ως παράνομη από το Γενικό Δικαστήριο και η οποία χορηγήθηκε στην Trioplast Industrier αύξησε άμεσα, κατόπιν της εκκαθαρίσεως της Trioplast Wittenheim, το ποσό που η ίδια θα πρέπει τελικά να καταβάλει. Εν πάση περιπτώσει, τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις δύο μητρικές εταιρίες, τα οποία προσβάλλουν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και ως προς τα οποία έπρεπε να έχει χωρήσει επανόρθωση από το Γενικό Δικαστήριο, είναι προδήλως δυσανάλογα.

79

Η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι ορθώς έκρινε ότι η FLSmidth δεν εδικαιούτο την εν λόγω μείωση, υιοθέτησε την άποψη αυτή για εσφαλμένους λόγους. Η μείωση αυτή χορηγήθηκε στην Trioplast Wittenheim και επεκτάθηκε ορθώς στην Trioplast Industrier, που ήταν η μητρική της Trioplast Wittenheim κατά το χρονικό σημείο της συνεργασίας της τελευταίας με την Επιτροπή, εφόσον αυτό το χρονικό σημείο ήταν το μόνο που είχε σημασία για τη μείωση αυτή. Κατά το χρονικό σημείο όμως κατά το οποίο έλαβε χώρα η ως άνω συνεργασία, η FLSmidth δεν αποτελούσε, κατά την Επιτροπή, ενιαία επιχείρηση με την Trioplast Wittenheim, ως μητρική εταιρία της τελευταίας. Η διαπίστωση από το Γενικό Δικαστήριο ότι υπήρξε δυσμενής μεταχείριση της FLSmidth έναντι της μεταχειρίσεως της οποίας έτυχε η Trioplast Industrier είναι κατά συνέπεια εσφαλμένη.

80

Η Επιτροπή καλεί συνεπώς το Δικαστήριο να αναιρέσει τις σκέψεις 92 έως 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και να τις αντικαταστήσει με άλλο σκεπτικό.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

81

Σχετικά με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, στις σκέψεις 92 έως 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η FLSmidth δεν εδικαιούτο μείωση κατά 30 % του βασικού ποσού του προστίμου όπως αυτή που είχε χορηγηθεί στην Trioplast Wittenheim. Ειδικότερα, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι «δεν προ[έκυπτε] ούτε από την [επίδικη] απόφαση ούτε από τα προσκομισθέντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου έγγραφα ότι η [Trioplast Industrier] είχε παράσχει πληροφορίες που να δικαιολογούν μείωση κατά 30 % λόγω συνεργασίας», και ότι «[η] Επιτροπή παρ’ όλ’ αυτά της [είχε] χορηγήσει τη μείωση αυτή». Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «ουδείς δύναται να επικαλεσθεί προς όφελός του παρανομία που διαπράχθηκε υπέρ τρίτου» και κατέληξε, στην επόμενη σκέψη, ότι η FLSmidth «δεν μπορούσε να επικαλεσθεί το γεγονός ότι η Επιτροπή [είχε] εσφαλμένως επεκτείνει στην Trioplast Industrier το ωφέλημα από τη συνεργασία την οποία παρέσχε η Trioplast Wittenheim ώστε να επωφεληθεί και εκείνη από την ίδια παρανομία».

82

Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η FLSmidth δεν μπορούσε να τύχει της μειώσεως του προστίμου την οποία ζητούσε, η συλλογιστική που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

83

Όπως τόνισε η Επιτροπή, μόνο επιχείρηση η οποία συνεργάσθηκε με το ως άνω θεσμικό όργανο βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας μπορεί, βάσει της ως άνω ανακοινώσεως, να τύχει μειώσεως του προστίμου το οποίο θα της είχε επιβληθεί χωρίς τη συνεργασία αυτή. Η ως άνω μείωση δεν μπορεί να επεκταθεί σε εταιρία η οποία, για μέρος του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διήρκεσε η επίδικη παράβαση, ανήκε στην ενιαία οικονομική μονάδα που συνίστατο σε μια επιχείρηση, αλλά είχε παύσει να ανήκει σε αυτήν κατά το χρονικό σημείο της συνεργασίας της με την Επιτροπή.

84

Ειδικότερα, αντίθετη ερμηνεία, όπως η προτεινόμενη από την FLSmidth, θα σήμαινε γενικώς ότι, στις περιπτώσεις διαδοχής επιχειρήσεων, εταιρία η οποία μετέσχε αρχικώς σε παράβαση ως μητρική μιας θυγατρικής εταιρίας που εμπλεκόταν άμεσα στην παράβαση αυτή και η οποία μεταβιβάζει την ως άνω θυγατρική σε άλλη επιχείρηση θα ετύγχανε, ενδεχομένως, της μειώσεως του προστίμου που θα εχορηγείτο στην τελευταία αυτή επιχείρηση λόγω της συνεργασίας της με την Επιτροπή, έστω και αν η εν λόγω εταιρία δεν είχε συμβάλει η ίδια στην αποκάλυψη της επίδικης παραβάσεως ούτε είχε ασκήσει αποφασιστική επιρροή, κατά το χρονικό σημείο της συνεργασίας αυτής, στην πρώην θυγατρική της.

85

Κατά συνέπεια, δεδομένου του σκοπού της ανακοινώσεως περί επιείκειας, που συνίσταται στο να προαγάγει την αποκάλυψη συμπεριφορών οι οποίες αντιβαίνουν στο δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης, και ενόψει της εξασφαλίσεως της αποτελεσματικής εφαρμογής του ως άνω δικαίου, τίποτε δεν δικαιολογεί την επέκταση της μειώσεως του προστίμου που χορηγήθηκε σε επιχείρηση λόγω της συνεργασίας της με την Επιτροπή σε μια επιχείρηση η οποία, ενώ κατά το παρελθόν ήλεγχε τον ενεχόμενο στην επίδικη παράβαση τομέα δραστηριότητας, δεν συνέβαλε η ίδια στην αποκάλυψη της παραβάσεως.

86

Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Trioplast Wittenheim συνεργάσθηκε με την Επιτροπή, δηλαδή από τον Δεκέμβριο του 2002, η ως άνω εταιρία είχε παύσει να συναποτελεί με την FLSmidth μια ενιαία επιχείρηση. Εξ αυτού συνάγεται ότι η FLSmidth δεν μπορεί να τύχει επεκτάσεως της κατά 30 % μειώσεως του βασικού ποσού του προστίμου η οποία χορηγήθηκε στην επιχείρηση την οποία συναποτελούσαν η Trioplast Wittenheim και η μητρική της εταιρία Trioplast Industrier.

87

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν ασκεί άλλωστε επιρροή το ζήτημα αν ορθώς χορηγήθηκε στην Trioplast Industrier η κατά 30 % μείωση του βασικού ποσού του προστίμου, από τη στιγμή που, εν πάση περιπτώσει, η μείωση αυτή δεν μπορούσε να επεκταθεί στην FLSmidth για λόγους ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι η τελευταία εταιρία δεν τελούσε σε κατάσταση παρόμοια προς εκείνη της Trioplast Industrier. Για τον ίδιο λόγο, το ποσό για την καταβολή του οποίου προβλέφθηκε η εις ολόκληρον ευθύνη της FLSmidth δεν μπορεί, παρά τα όσα υποστηρίζει η ως άνω εταιρία, να θεωρηθεί ως δυσανάλογο απλώς και μόνο διότι δεν μειώθηκε κατά 30 %.

88

Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα της FLSmidth ότι, εν προκειμένω, η μείωση κατά 30 % του βασικού ποσού του προστίμου η οποία χορηγήθηκε στην Trioplast Industrier προκάλεσε, κατόπιν της εκκαθαρίσεως της Trioplast Wittenheim, ευθέως την αύξηση του ποσού που πρέπει τελικώς να καταβληθεί από την FLSmidth, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί βάσει του ιδίου σκεπτικού με εκείνο που εκτέθηκε στη σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως.

89

Βάσει του σκεπτικού αυτού, που πρέπει να αντικαταστήσει το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 92 έως 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί επιείκειας και από προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

90

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η FLSmidth υποστηρίζει ότι, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο, επικυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αδίκως αρνήθηκε τη χορήγηση στην ίδια μειώσεως κατά 10 % του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί επιείκειας, για τον λόγο ότι δεν είχε αμφισβητήσει τα διαλαμβανόμενα στην ανακοίνωση των αιτιάσεων πραγματικά περιστατικά, και ότι, αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε κατ’ αυτόν τον τρόπο την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, εφόσον η επίδικη απόφαση χορήγησε τη μείωση αυτή στην Bonar Technical Fabrics NV (στο εξής: Bonar), και όχι στην ίδια, ενώ η ως άνω εταιρία είχε υιοθετήσει κατά τη διοικητική διαδικασία την ίδια στάση με τη δική της.

91

Κατά την FLSmidth, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν απαντά στα επιχειρήματα τα οποία η FLSmidth άντλησε από τη νομολογία και δεν αποφαίνεται ούτε επί της αξίας που είχε η εκ μέρους της μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών ούτε επί των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ούτε επί του ζητήματος αν το γεγονός ότι δεν της είχε χορηγηθεί μείωση του επιβληθέντος προστίμου στοιχειοθετούσε προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

92

Η FLSmidth προσθέτει, συναφώς, ότι μολονότι αμφισβήτησε κατά πόσον τα εκτιθέμενα στην ανακοίνωση των αιτιάσεων πραγματικά περιστατικά αποκάλυπταν την ύπαρξη αποφασιστικής επιρροής, εντούτοις δεν αμφισβήτησε το υποστατό αυτών των πραγματικών περιστατικών. Εξάλλου, σε ό,τι αφορά τους δύο συνεργάτες της, G. και H., οι οποίοι είχαν παρευρεθεί στις συναντήσεις που διοργανώνονταν από την επίμαχη σύμπραξη, ενώ η ίδια είχε δηλώσει ότι δεν γνώριζε τη συμμετοχή της Trioplast Wittenheim στην ως άνω σύμπραξη, η FLSmidth επισημαίνει ότι οι ως άνω υπάλληλοι συνδέονταν με την FLS Plast και όχι με την ίδια. Τέλος, για την περίπτωση που η Επιτροπή θα τόνιζε ότι η FLSmidth είχε αμφισβητήσει ορισμένες πράξεις καταλογισθείσες στην Trioplast Wittenheim, θα παρέπεμπε, συναφώς, στην απάντηση της FLS Plast στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και όχι στην απάντηση της FLSmidth.

93

Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του λόγου αυτού αναιρέσεως καθόσον με αυτόν ζητείται η επανεξέταση, επί της ουσίας, της εκ μέρους της εκτιμήσεως της αξίας των δηλώσεων στις οποίες προέβη η FLSmidth κατά τη διάρκεια της έρευνας και της αναλύσεώς της, σε ό,τι αφορά την ουσία, της αποφάσεώς της να χορηγήσει στην Bonar μείωση κατά 10 % του επιβληθέντος προστίμου, χωρίς όμως η FLSmidth να επικαλείται συγκεκριμένα την παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο.

94

Όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για την αξιολόγηση της ποιότητας και της λυσιτέλειας της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων, και δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, να προσβάλει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

95

Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, τουλάχιστον εμμέσως, την επιχειρηματολογία περί μεταχειρίσεως συνεπαγόμενης δυσμενή διάκριση. Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι η FLSmidth δεν απέσχε από την αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών ούτε παρέσχε επαρκή βοήθεια στην Επιτροπή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η βοήθεια την οποία παρέσχε η Bonar θα θεωρηθεί συγκρίσιμη προς εκείνη της FLSmidth, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές. Ειδικότερα, μια επιχείρηση δεν μπορεί, επικαλούμενη την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, να τύχει πλεονεκτήματος που παρασχέθηκε παρανόμως σε τρίτον.

96

Σε ό,τι αφορά τη συνεργασία της Bonar, η συνεργασία αυτή ήταν ευρύτερη, η δε επιχείρηση αυτή δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά με κομβική σημασία τα οποία κατέστησαν ευχερέστερο για την Επιτροπή το έργο της απόδειξης ορισμένων πραγματικών στοιχείων της επίδικης παραβάσεως.

97

Στο υπόμνημά της απαντήσεως, η FLSmidth τονίζει ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός, εφόσον το Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί επί του σημείου αυτού χωρίς να χρειάζεται να προβεί σε περαιτέρω εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Η Επιτροπή, στο υπόμνημά της ανταπαντήσεως, αμφισβητεί την ως άνω επιχειρηματολογία.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

98

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η FLSmidth υποστηρίζει, αφενός, ότι δεν αμφισβήτησε το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν από την Επιτροπή στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, πράγμα που κατέστησε ευχερέστερο για την Επιτροπή το έργο της απόδειξης της επίδικης παραβάσεως, και, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να είχε μειώσει κατά 10 % το ποσό για την καταβολή του οποίου προβλέφθηκε η εις ολόκληρον ευθύνη της. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι, το λιγότερο, μη επαρκώς αιτιολογημένη επί του σημείου αυτού.

99

Συναφώς, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι η Επιτροπή εκτίμησε, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία διαθέτει, ότι η ως άνω μη αμφισβήτηση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών από την FLSmidth δεν την βοήθησε να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο, στην ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η ως άνω εταιρία δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα βάσει του οποίου να αποδεικνύεται ότι η συνεργασία της διευκόλυνε το έργο της Επιτροπής.

100

Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να αμφισβητήσει αυτήν την αφορώσα τα πραγματικά περιστατικά εκτίμηση κατά το στάδιο της αναιρέσεως, η FLSmidth έπρεπε να είχε επικαλεσθεί παραμόρφωση, από το Γενικό Δικαστήριο, των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων, πράγμα που δεν έπραξε. Έστω και αν υποτεθεί ότι η FLSmidth, με τα επιχειρήματά της, εμμέσως επικαλέσθηκε την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παραμόρφωση πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων, πράγμα που δεν φαίνεται πάντως να ισχύει, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά ή τα αποδεικτικά στοιχεία, οπότε τα εν λόγω επιχειρήματα πρέπει να κριθούν επίσης ως αβάσιμα.

101

Συνεπώς, στο μέτρο που με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως ζητείται να διενεργηθεί από το Δικαστήριο έλεγχος της πραγματοποιηθείσας από το Γενικό Δικαστήριο εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

102

Εν συνεχεία, σε ό,τι αφορά την επιχειρηματολογία της FLSmidth κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, γίνεται παραπομπή στα εκτιθέμενα στις σκέψεις 99 έως 101 της παρούσας αποφάσεως. Ειδικότερα, για να καταστεί δυνατή η σύγκριση μεταξύ της συμπεριφοράς της FLSmidth, αφενός, και της συμπεριφοράς της Bonar, αφετέρου, θα ήταν αναγκαία η επανεκτίμηση των συζητηθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πραγματικών περιστατικών, πράγμα που δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου, επιλαμβανομένου αιτήσεως αναιρέσεως, παρά μόνο σε περίπτωση παραμορφώσεως από το Γενικό Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών ή αποδεικτικών στοιχείων. Η FLSmidth δεν επικαλέσθηκε όμως ούτε απέδειξε μια τέτοια παραμόρφωση. Συνεπώς, τα επιχειρήματα αυτά είναι επίσης απορριπτέα ως απαράδεκτα.

103

Τέλος, όσον αφορά την προβληθείσα από την FLSmidth έλλειψη αιτιολογίας, από τη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει η Επιτροπή για την αξιολόγηση της ποιότητας και της λυσιτέλειας της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων, έκρινε ως ανεπαρκή τα στοιχεία τα οποία επικαλέσθηκε ενώπιόν του η FLSmidth προκειμένου να αποδείξει ότι η υποτιθέμενη μη αμφισβήτηση από την ίδια του υποστατού των πραγματικών περιστατικών βοήθησε το ως άνω θεσμικό όργανο να αποδείξει την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση SGL Carbon κατά Επιτροπής, C‑328/05 P, EU:C:2007:277, σκέψη 88). Ασφαλώς, η συλλογιστική αυτή του Γενικού Δικαστηρίου εκτίθεται πολύ συνοπτικά, πλην όμως είναι επαρκής ώστε να παράσχει στην FLSmidth τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό επιχείρημα και στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να προβεί στον δικαιοδοτικό του έλεγχο. Δεν μπορεί επομένως να διαπιστωθεί έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο.

104

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος του ενδιαφερομένου να δικάζεται η υπόθεσή του εντός ευλόγου προθεσμίας

Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

105

Η FLSmidth υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, μη εκδικάζοντας την υπόθεση εντός εύλογης προθεσμίας, παρέβη το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και ότι επιβάλλεται η επανόρθωση της ως άνω παραβάσεως διά της ελαφρύνσεως της ευθύνης που καταλογίσθηκε στην ίδια.

106

Η FLSmidth υπενθυμίζει ότι, εν προκειμένω, η διάρκεια του ασκηθέντος από το Γενικό Δικαστήριο δικαιοδοτικού ελέγχου υπερέβη τα έξι έτη, δεδομένου ότι η προσφυγή ακυρώσεως ασκήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2006 και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 6 Μαρτίου 2012. Εξάλλου, στη διάρκεια αυτή αντιστοιχούσαν μακρές περίοδοι αδράνειας του Γενικού Δικαστηρίου. Η FLSmidth ενημερώθηκε για την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας στις 5 Μαρτίου 2007, αλλά η επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν πραγματοποιήθηκε παρά στις 22 Ιουνίου 2011, ήτοι τέσσερα έτη και τέσσερις μήνες αργότερα. Εξάλλου, μετά την ως άνω επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο χρειάσθηκε περισσότερους από οκτώ μήνες για να εκδώσει την απόφασή του.

107

Η FLSmidth φρονεί ότι ένα τόσο μακρό χρονικό διάστημα εκδικάσεως δεν μπορεί να είναι δικαιολογημένο. Το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε, στις 13 Σεπτεμβρίου 2010, απόφαση σε μια σχεδόν πανομοιότυπη υπόθεση (απόφαση Trioplast Industrier κατά Επιτροπής (EU:T:2010:388). Τυχόν προβλήματα σχετικά με την ανάθεση των υποθέσεων εντός του Γενικού Δικαστηρίου δεν δύνανται να αποβούν εις βάρος των διαδίκων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η FLSmidth φρονεί ότι η μείωση κατά 50 % της ευθύνης που της καταλογίσθηκε θα συνιστούσε λυσιτελή και εύλογη επανόρθωση της παραβάσεως του άρθρου 47 του Χάρτη.

108

Η Επιτροπή προβάλλει, πρώτον, ένσταση απαραδέκτου του λόγου αυτού αναιρέσεως. Ειδικότερα, το κατάλληλο μέσο επανορθώσεως σε περίπτωση υπέρμετρης διάρκειας της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας είναι η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως.

109

Δεύτερον, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι μπορεί να αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ αποκλειστικώς βάσει της διάρκειας της διαδικασίας.

110

Τρίτον, δεδομένων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, η διάρκεια της ένδικης διαδικασίας ήταν εύλογη κατά την Επιτροπή. Σχεδόν όλα τα πραγματικά περιστατικά των οποίων έγινε επίκληση προς στήριξη της επίδικης αποφάσεως αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβητήσεως κατά τη διάρκεια της δίκης και χρειάσθηκε να επαληθευθούν. Ακόμη, τουλάχιστον δεκαπέντε εταιρίες άσκησαν προσφυγές ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως, με έξι διαφορετικές γλώσσες διαδικασίας. Εξάλλου, στο μέτρο που κάποιες από τις υποθέσεις αυτές αφορούσαν μητρικές εταιρίες και τις θυγατρικές τους, ελήφθησαν μέτρα οργανώσεως προκειμένου να εξασφαλισθεί, στο μέτρο του δυνατού, η συνεξέταση και η έκδοση κοινής αποφάσεως επί των υποθέσεων αυτών.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

111

Όπως προκύπτει από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, καθώς και από τη νομολογία του, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, να ελέγχει αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε διαδικαστικές πλημμέλειες οι οποίες θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 176).

112

Όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη, την οποία επικαλείται η FLSmidth, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του δευτέρου εδαφίου του ως άνω άρθρου 47, «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως». Όπως έχει επανειλημμένως κριθεί από το Δικαστήριο, το άρθρο αυτό αφορά την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, EU:C:2009:456, σκέψη 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

113

Ως εκ τούτου, το δικαίωμα αυτό, του οποίου η ισχύς ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης είχε επιβεβαιωθεί πριν από τη θέση σε ισχύ του Χάρτη, εφαρμόζεται στο πλαίσιο ένδικου βοηθήματος κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, EU:C:2009:456, σκέψη 178 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

114

Υπενθυμίζεται ακόμη ότι, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, ως διαδικαστική πλημμέλεια που αποτελεί προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος, πρέπει να συνεπάγεται για τον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος το οποίο να του παρέχει κατάλληλη επανόρθωση (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Kudła κατά Πολωνίας της 26ης Οκτωβρίου 2000, Recueil des arrêts και décisions 2000 XI, § 156 και 157).

115

Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να γίνονται σεβαστοί οι κανόνες ανταγωνισμού του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί ότι ο αναιρεσείων, αποκλειστικά και μόνο για τον λόγο της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, μπορεί να θέτει υπό αμφισβήτηση το ποσό του προστίμου που του επιβλήθηκε ενώ όλοι οι λόγοι αναιρέσεως κατά των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο ως προς το ποσό του προστίμου και τη συμπεριφορά που τιμωρείται με το πρόστιμο απορρίφθηκαν (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C‑58/12 P, EU:C:2013:770, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

116

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης παράβαση της υποχρεώσεώς του, που απορρέει από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, να εκδικάζει τις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν του εντός ευλόγου προθεσμίας πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή δυνατότητας ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τέτοια αγωγή αποτελεί αποτελεσματικό μέσο επανορθώσεως. Εξ αυτού συνάγεται ότι αίτημα περί αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της υπερβάσεως, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορεί να προβληθεί απευθείας κατ’ αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά πρέπει να αχθεί ενώπιον του ίδιου του Γενικού Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C‑58/12 P, EU:C:2013:770, σκέψεις 83 και 84).

117

Απόκειται συνεπώς στο Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας σε δικαστικό σχηματισμό διαφορετικό εκείνου που επιλήφθηκε της ένδικης διαφοράς της οποίας επικρίνεται η διάρκεια εκδικάσεως, να εκτιμήσει, εξετάζοντας τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προσκομιστούν προς τον σκοπό αυτό, τόσο το υποστατό της προβαλλόμενης ζημίας όσο και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της υπερβολικής διάρκειας της επίμαχης ένδικης διαδικασίας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, EU:C:2013:770, σκέψεις 88 και 90).

118

Πάντως, διαπιστώνεται ότι η διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία υπερέβη τα έξι έτη, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμία από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως από την οποία προέκυψε η υπό κρίση διαφορά.

119

Προκύπτει, ιδίως, ότι μεταξύ του πέρατος της έγγραφης διαδικασίας, με την κατάθεση τον Φεβρουάριο του 2007 του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής, και της ενάρξεως, τον Ιούνιο του 2011, της προφορικής διαδικασίας μεσολάβησε χρονικό διάστημα περίπου τεσσάρων ετών και τεσσάρων μηνών. Η διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις της υποθέσεως, ήτοι την περιπλοκότητα της ένδικης διαφοράς, τη συμπεριφορά των διαδίκων ή ακόμη τυχόν δικονομικά ζητήματα.

120

Όσον αφορά την περιπλοκότητα της ένδικης διαφοράς, από την εξέταση της προσφυγής της FLSmidth, όπως συνοψίζεται στις σκέψεις 9 και 10 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι οι προβληθέντες λόγοι ακυρώσεως, μολονότι έχρηζαν εμπεριστατωμένης εξετάσεως, δεν είχαν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό δυσκολίας. Μολονότι αληθεύει ότι δεκαπέντε αποδέκτες της επίδικης αποφάσεως άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγές ζητώντας την ακύρωσή της, το γεγονός αυτό δεν ήταν ικανό να εμποδίσει το δικαιοδοτικό αυτό όργανο να συγκεφαλαιώσει τη δικογραφία και να προετοιμάσει την προφορική διαδικασία εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου των τεσσάρων ετών και τεσσάρων μηνών.

121

Σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά των διαδίκων, δεν υπάρχει καμία ένδειξη στη δικογραφία ότι η FLSmidth συνέτεινε, με τη συμπεριφορά της, στην επιβράδυνση της εκδικάσεως της υποθέσεως.

122

Τέλος, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η διαδικασία διεκόπη ή καθυστέρησε λόγω της εμφανίσεως δικονομικών ζητημάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη μεγάλη διάρκειά της.

123

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, διαπιστώνεται ότι κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου παραβιάστηκε το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη καθόσον δεν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις σχετικά με την εύλογη διάρκεια της δίκης, πράγμα που στοιχειοθετεί κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος σκοπό έχει την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 42).

124

Εντούτοις, από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 115 έως 117 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

125

Εξ αυτού συνάγεται ότι, εφόσον δεν έγινε δεκτός κανένας από τους λόγους αναιρέσεως τους οποίους προβάλλει η FLSmidth, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

126

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

127

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η FLSmidth στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί, εκτός των εξόδων της, και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την FLSmidth & Co. A/S στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.