61995J0352

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 20ής Μαρτίου 1997. - Phytheron International SA κατά Jean Bourdon SA. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de commerce de Pontoise - Γαλλία. - Άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ - Οδηγία περί σημάτων - Φυτοπροστατευτικό προϊόν - Παράλληλη εισαγωγή - Ανάλωση του δικαιώματος επί του σήματος. - Υπόθεση C-352/95.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997 σελίδα I-01729


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 Προδικαστικά ερωτήματα - Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου - Όρια - Παρουσίαση, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, πραγματικού πλαισίου διαφορετικού από το αναφερόμενο στην απόφαση περί παραπομπής - Υποχρέωση του Δικαστηρίου να αποφανθεί εντός του πραγματικού πλαισίου το οποίο προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 177· Οργανισμός ΕΚ του Δικαστηρίου, άρθρο 20)

2 Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Παρεκκλίσεις - Οδηγίες περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών - Αποτελέσματα - Προστασία που παρέχεται στο δικαίωμα επί του σήματος από εθνική νομοθεσία σε περίπτωση θέσεως σε κυκλοφορία του εμπορεύματος σε κράτος μέλος από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συναίνεσή του - Εκτίμηση ενόψει της οδηγίας 89/104

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 30 και 36· οδηγία 89/104 του Συμβουλίου, άρθρο 7)

3 Πράξεις των οργάνων - Οδηγίες - Εκτέλεση από τα κράτη μέλη - Ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των οδηγιών - Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων

4 Προσέγγιση των νομοθεσιών - Σήματα - Οδηγία 89/104 - Προϋόν προελεύσεως τρίτης χώρας τεθέν σε κυκλοφορία σε κράτος μέλος από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συναίνεσή του - Σύννομη αγορά από ανεξάρτητο έμπορο - Εισαγωγή, χωρίς μεταποίηση και χωρίς τροποποίηση της συσκευασίας, σε άλλο κράτος μέλος - Δικαιώματα επί των σημάτων στα δύο κράτη μέλη ανήκοντα στον ίδιο όμιλο - Δικαιούχος του σήματος εμποδίζων την εισαγωγή - Δεν επιτρέπεται δυνάμει της αρχής της αναλώσεως του δικαιώματος επί του σήματος

(Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 30 και 36· οδηγία 89/104 του Συμβουλίου, άρθρο 7 §§ 1 και 2)

Περίληψη


5 Για να απαντήσει στο υποβληθέν ενώπιόν του προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει ως βάση το πραγματικό πλαίσιο το οποίο του υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και το οποίο διαφέρει από το πραγματικό πλαίσιο που αναφέρεται στην απόφαση περί παραπομπής. Εάν το Δικαστήριο ελάμβανε ως βάση το πλαίσιο αυτό, θα έπρεπε να λάβει θέση επί ζητήματος αρχής επί του οποίου δεν χρειάστηκε μέχρι σήμερα να αποφανθεί, βασιζόμενο στο πραγματικό πλαίσιο το οποίο θα έπρεπε να είχε αποσαφηνιστεί προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση. Επιπλέον, όταν από το υποβληθέν ερώτημα ανακύπτει ένα σημαντικό πρόβλημα σχετικά με το περιεχόμενο των δικαιωμάτων που ένας δικαιούχος μπορεί να αντλεί από αυτό και ο δικαιούχος αυτός, εφόσον δεν είναι διάδικος της κύριας δίκης, δεν μπορεί να προβάλει την επιχειρηματολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου, ειδικοί λόγοι αντιτίθενται στο να απομακρυνθεί το Δικαστήριο του πραγματικού πλαισίου όπως αυτό προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής. Εν πάση περιπτώσει, η μεταβολή της ουσίας των προδικαστικών ερωτημάτων δεν συμβιβάζεται με τον ρόλο που αναθέτει στο Δικαστήριο το άρθρο 177 της Συνθήκης, καθώς και με την υποχρέωση που αυτό υπέχει να διασφαλίζει στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, βάσει της διατάξεως αυτής, στα ενδιαφερόμενα μέρη κοινοποιούνται μόνο οι αποφάσεις περί παραπομπής.

6 Το άρθρο 7 της πρώτης οδηγίας 89/104 περί σημάτων, όπως είναι διατυπωμένο γενικά, ρυθμίζει πλήρως το ζήτημα της αναλώσεως του δικαιώματος επί του σήματος όσον αφορά τα προϋόντα που διατίθενται στο εμπόριο εντός της Κοινότητας, οπότε οι σχετικοί εθνικοί κανόνες πρέπει να αξιολογούνται σε σχέση με τη διάταξη αυτή και όχι με τα άρθρα 30 έως 36 της Συνθήκης, δεδομένου πάντως ότι αυτή καθαυτή η οδηγία πρέπει, όπως κάθε ρύθμιση του παραγώγου δικαίου, να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των κανόνων της Συνθήκης, εν προκειμένω αυτών που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

7 Κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να το ερμηνεύσει οφείλει να το πράξει, κατά το μέτρο του δυνατού, λαμβανομένου υπόψη του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει

8 Το άρθρο 7 της πρώτης οδηγίας 89/104 περί σημάτων, η διατύπωση του οποίου είναι ανάλογη προς τη διατύπωση που έχει χρησιμοποιήσει το Δικαστήριο στη νομολογία του με την οποία, ερμηνεύοντας τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης, αναγνώρισε την αρχή της αναλώσεως του δικαιώματος επί του σήματος στο κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή εθνικού κανόνα στο κράτος μέλος Α, σύμφωνα με τον οποίο ο δικαιούχος σήματος μπορεί να εμποδίσει την εισαγωγή προστατευομένου από το σήμα προϋόντος, σε περίπτωση όπου

- το προϋόν έχει κατασκευαστεί σε τρίτο κράτος,

- έχει εισαχθεί στο κράτος μέλος Β από τον δικαιούχο του σήματος ή από άλλη εταιρία ανήκουσα στον ίδιο όμιλο με τον δικαιούχο του σήματος,

- έχει αγοραστεί συννόμως στο κράτος μέλος Β από ανεξάρτητο έμπορο ο οποίος το εξήγαγε στο κράτος μέλος Α,

- δεν έχει υποστεί καμιά μεταποίηση και δεν έχει τροποποιηθεί η συσκευασία του, εκτός από το ότι προστέθηκε στην επισήμανση η μνεία ορισμένων στοιχείων που απαιτούνται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εισαγωγής και

- τα δικαιώματα του σήματος ανήκουν στον ίδιο όμιλο στα κράτη μέλη Α και Β.

Αφενός, πράγματι, η αρχή της αναλώσεως που διατυπώνεται στο άρθρο 7 ισχύει όταν ο δικαιούχος του σήματος στο κράτος εισαγωγής και ο δικαιούχος του σήματος στο κράτος εξαγωγής, ακόμη και αν πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα, συνδέονται οικονομικώς, ιδίως ως θυγατρικές εταιρίες του ιδίου ομίλου. Αφετέρου, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι το προϋόν το οποίο προστατεύεται από το σήμα κατασκευάστηκε ή δεν κατασκευάστηκε σε τρίτο κράτος όταν, εν πάση περιπτώσει, διατέθηκε συννόμως στην αγορά του κράτους μέλους από το οποίο εισήχθη από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συναίνεσή του, περιλαμβανομένης και της εισαγωγής του από άλλη εταιρία ανήκουσα στον ίδιο όμιλο με τον δικαιούχο του σήματος. Τέλος, η απλή προσθήκη στην επισήμανση στοιχείων, όπως τα προαναφερθέντα, δεν συνιστά νόμιμο λόγο υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, εκτός εάν η ούτως τροποποιηθείσα επισήμανση δεν περιέχει ορισμένες σημαντικές πληροφορίες ή περιέχει ανακριβείς πληροφορίες ή λόγω της ακατάλληλης παρουσιάσεώς της μπορεί να βλάπτεται η φήμη του σήματος και η φήμη του δικαιούχου του σήματος.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-352/95,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal de commerce de Pontoise (Γαλλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Phytheron International SA

και

Jean Bourdon SA,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της Συνθήκης ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann (εισηγητή), D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet και M. Wathelet, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Phytheron International SA, εκπροσωπουμένη από την Lise Funck-Brentano, δικηγόρο Παρισίων,

- η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Catherine de Salins, υποδιευθυντή στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Philippe Martinet, γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών στην ίδια διεύθυνση,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Berend Jan Drijber, μέλος της Nομικής Yπηρεσίας, και Jean-Francis Pasquier, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην υπηρεσία αυτή,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Phytheron International SA, της Γαλλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 12ης Σεπτεμβρίου 1996,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου 1996,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1995, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Νοεμβρίου 1995, το tribunal de commerce de Pontoise υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 30 και 36 της ιδίας Συνθήκης.

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Phytheron International SA (στο εξής: Phytheron) και της Jean Bourdon SA (στο εξής: Bourdon), δύο γαλλικών εταιριών, ως προς την καταγγελία εκ μέρους της Bourdon συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ των δύο αυτών εταιριών το 1994, σχετικά με την αγορά από την Bourdon 3 000 λίτρων φυτοπροστατευτικού προϋόντος, του Previcur N, εισαγωγής Γερμανίας αλλά προελεύσεως Τουρκίας.

3 Η Bourdon ακύρωσε την παραγγελία της πριν από την παράδοση ισχυριζόμενη ότι η παρτίδα αυτή Previcur N δεν μπορεί να διατεθεί στο εμπόριο στη Γαλλία χωρίς την άδεια του δικαιούχου του σήματος αυτού ο οποίος ήθελε προφανώς να αντιταχθεί προς τούτο. Ακολούθως, η Phytheron άσκησε ενώπιον του tribunal de commerce de Pontoise αγωγή αποζημιώσεως κατά της Bourdon λόγω καταχρηστικής καταγγελίας της συμβάσεως.

4 Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η Bourdon ισχυρίστηκε ότι, σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, οι εισαγωγές προϋόντων προελεύσεως τρίτων χωρών είναι παράνομες όταν δεν έχουν εγκριθεί από τον δικαιούχο του σήματος το οποίο φέρουν τα προϋόντα. Εν προκειμένω, δημιουργήθηκε στην Bourdon η πεποίθηση ότι, εάν εκτελέσει τη σύμβαση, θα διατρέξει τον κίνδυνο να ασκηθεί κατ' αυτής αγωγή λόγω παραποιήσεως του σήματος, εφόσον ο δικαιούχος του σήματος δεν έχει εγκρίνει τη διάθεση της επίδικης παρτίδας στο εμπόριο.

5 Η Phytheron ισχυρίστηκε ότι, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, όταν ένα προϋόν εισάγεται νομίμως και διατίθεται στο εμπόριο εντός κράτους μέλους, μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα εντός της Ευρωπαϋκής Ενώσεως. Δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ίσχυε το διεθνές σύστημα περί αναλώσεως των δικαιωμάτων του δικαιούχου του σήματος, η επίδικη παρτίδα Previcur N, η οποία είχε νομίμως εισαχθεί και διατεθεί στο εμπόριο στη Γερμανία, μπορούσε επομένως να κυκλοφορεί ελεύθερα στο εσωτερικό της Ευρωπαϋκής Ενώσεως.

6 Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal de commerce de Pontoise αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

«1) Μπορεί ένα προϋόν, του οποίου το σήμα προστατεύεται και το οποίο έχει αγοραστεί συννόμως από έμπορο ενός κράτους μέλους Α εντός άλλου κράτους μέλους Β, όπου το προϋόν αυτό έχει εγκριθεί και διατίθεται στο εμπόριο με το σήμα αυτό, να εισαχθεί νομίμως από το κράτος μέλος Β και να διατεθεί στο εμπόριο εντός του κράτους μέλους Α, εφόσον:

- πρόκειται για αυθεντικό προϋόν το οποίο δεν έχει υποστεί καμία μεταποίηση,

- δεν έχει αλλάξει η συσκευασία του προϋόντος, εκτός από το ότι προστέθηκε στην επισήμανση η μνεία ορισμένων στοιχείων που απαιτούνται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους Α,

- το προϋόν αυτό είναι εγκεκριμένο εντός του κράτους μέλους Α;

2) Αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 30 της Συνθήκης μια απαγόρευση στηριζόμενη στη σχετική περί σημάτων νομοθεσία του κράτους μέλους Α;»

7 Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει, όπως επισήμαναν η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, να αποσαφηνιστεί το νομικό και πραγματικό τους πλαίσιο.

8 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, η Bourdon υποστήριξε ότι, σύμφωνα με την αρχή της εδαφικότητας του σήματος στο γαλλικό δίκαιο, ο δικαιούχος του σήματος μπορεί, εάν δεν έχει δώσει τη συγκατάθεσή του, να αντιταχθεί στην εισαγωγή των προϋόντων του από τρίτες χώρες και, επομένως, ο σκοπός των υποβληθέντων ερωτημάτων συνίσταται στο αν το άρθρο 30 της Συνθήκης, το οποίο απαγορεύει τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος στους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών, αντίκειται στην εφαρμογή τέτοιου εθνικού κανόνα.

9 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι δεν αμφισβητείται ότι το προϋόν το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της επίδικης συμβάσεως έχει παρασκευαστεί στην Τουρκία όπου η γερμανικού δικαίου εταιρία Schering, θυγατρική του γερμανικού ομίλου Hoechst, αναθέτει την παρασκευή του σε άλλη θυγατρική και ακολούθως το εισάγει στη Γερμανία.

10 Εντούτοις, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, επισημάνθηκε ότι, στην πραγματικότητα, ο τόπος παρασκευής του επιδίκου προϋόντος είναι η Γερμανία, απ' όπου το προϋόν εξήχθη εν συνεχεία στην Τουρκία, και ένας ανεξάρτητος έμπορος αγόρασε εκεί την επίδικη παρτίδα από τουρκική θυγατρική του γερμανικού ομίλου Hoechst, ο οποίος εν συνεχεία το πώλησε στην Phytheron.

11 Για τους εκτιθέμενους στις σκέψεις 12 έως 14 της παρούσας αποφάσεως λόγους, το Δικαστήριο μπορεί εν προκειμένω να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα μόνον εντός του πραγματικού πλαισίου το οποίο προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής.

12 Εάν το Δικαστήριο ελάμβανε ως βάση το αναφερθέν κατά την ενώπιόν του διαδικασία πραγματικό πλαίσιο, θα μεταβαλλόταν αυτή καθαυτή η ουσία του υποβληθέντος με τα προδικαστικά ερωτήματα προβλήματος. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει θέση επί ζητήματος αρχής επί του οποίου δεν χρειάστηκε μέχρι σήμερα να αποφανθεί, βασιζόμενο στο πραγματικό πλαίσιο το οποίο θα έπρεπε να είχε αποσαφηνιστεί προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση.

13 Στη συνέχεια, παρατηρείται ότι, στο πλαίσιο διαφοράς στην οποία ανέκυψε ένα σημαντικό πρόβλημα σχετικά με το περιεχόμενο των δικαιωμάτων που ένας δικαιούχος σήματος μπορεί να αντλεί από αυτό, ειδικοί λόγοι αντιτίθενται στο να απομακρυνθεί το Δικαστήριο του πραγματικού πλαισίου όπως αυτό προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, δεδομένου ότι ο εν λόγω δικαιούχος, εφόσον δεν είναι διάδικος της κύριας δίκης, δεν μπορεί να προβάλει την επιχειρηματολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου.

14 Τέλος, η μεταβολή της ουσίας των προδικαστικών ερωτημάτων δεν συμβιβάζεται με τον ρόλο που αναθέτει στο Δικαστήριο το άρθρο 177 της Συνθήκης, καθώς και με την υποχρέωση που αυτό υπέχει να διασφαλίζει στις κυβερνήσεις των κρατών μελών και στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 20 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, βάσει της διατάξεως αυτής, στα ενδιαφερόμενα μέρη κοινοποιούνται μόνο οι αποφάσεις περί παραπομπής (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1982, 141/81, 142/81 και 143/81, Holdijk κ.λπ., Συλλογή 1982, σ. 1299, σκέψη 6, και της 30ής Ιανουαρίου 1997, C-178/95, Wiljo, που δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 30).

15 Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρει ρητώς το πρόσωπο που είναι δικαιούχος του επιδίκου σήματος στη Γερμανία και στη Γαλλία. Εντούτοις, από την απόφαση περί παραπομπής συνάγεται εμμέσως ότι οι εταιρίες που ανήκουν στον γερμανικό όμιλο Hoechst, τόσο στη Γερμανία όσο και στη Γαλλία, κατέχουν το σήμα και ότι ο δικαιούχος του σήματος ή άλλη εταιρία η οποία αποτελεί μέρος του ιδίου αυτού ομίλου διέθεσε το προϋόν στο εμπόριο στη Γερμανία.

16 αΟσον αφορά την εφαρμοζόμενη στη Γαλλία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης ρύθμιση, παρατηρείται ότι, όπως επισήμανε η Γαλλική Κυβέρνηση, το άρθρο L.713-4 του κώδικα περί πνευματικής ιδιοκτησίας μετέφερε στο γαλλικό δίκαιο το άρθρο 7 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1, στο εξής: οδηγία περί σημάτων), το οποίο ορίζει:

«1. Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϋόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο μέσα στην Κοινότητα από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος έχει νόμιμους λόγους να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϋόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϋόντων μεταβάλλεται ή αλλοιούται μετά τη διάθεσή τους στο εμπόριο.»

17 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου το άρθρο 7 της οδηγίας περί σημάτων, όπως είναι διατυπωμένο γενικά, ρυθμίζει πλήρως το ζήτημα της αναλώσεως του δικαιώματος επί του σήματος όσον αφορά τα προϋόντα που διατίθενται στο εμπόριο εντός της Κοινότητας και ότι, οσάκις κοινοτικές οδηγίες προβλέπουν την εναρμόνιση μέτρων που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 36 της Συνθήκης, κάθε εθνικό σχετικό μέτρο πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας αυτής και όχι των άρθρων 30 έως 36 της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, C-427/93, C-429/93 και C-436/93, Bristol-Myers Squibb κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-3457, σκέψεις 25 και 26).

18 Συνεπώς, τα υποβληθέντα από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματα πρέπει να νοηθούν ως αφορώντα το άρθρο 7 της οδηγίας περί σημάτων, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έκρινε ήδη ότι το άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των κανόνων της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Bristoll-Myers Squibb κ.λπ., σκέψη 27) και ότι, κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να το ερμηνεύσει οφείλει να το πράξει, κατά το μέτρο του δυνατού, λαμβανομένου υπόψη του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, C-71/94, C-72/94, C-73/94, Eurim-Pharm, Συλλογή 1996, σ. Ι-3603, σκέψη 26).

19 Υπό τις συνθήκες αυτές, τα υποβληθέντα από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματα, στα οποία ενδείκνυται να δοθεί ενιαία απάντηση, αποσκοπούν κατ' ουσίαν να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 7 της οδηγίας περί σημάτων απαγορεύει την εφαρμογή εθνικού κανόνα στο κράτος μέλος Α, σύμφωνα με τον οποίο ο δικαιούχος σήματος μπορεί να εμποδίσει την εισαγωγή προϋόντος φέροντος το σήμα, σε περίπτωση όπου

- το προϋόν έχει κατασκευαστεί σε τρίτο κράτος,

- έχει εισαχθεί στο κράτος μέλος Β από τον δικαιούχο του σήματος ή από άλλη εταιρία ανήκουσα στον ίδιο όμιλο με τον δικαιούχο του σήματος,

- έχει αγοραστεί συννόμως στο κράτος μέλος Β από ανεξάρτητο έμπορο ο οποίος το εξήγαγε στο κράτος μέλος Α,

- δεν έχει υποστεί καμιά μεταποίηση και δεν έχει τροποποιηθεί η συσκευασία του, εκτός από το ότι προστέθηκε στην επισήμανση η μνεία ορισμένων στοιχείων που απαιτούνται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εισαγωγής και

- τα δικαιώματα του σήματος ανήκουν στον ίδιο όμιλο στα κράτη μέλη Α και Β.

20 Κατ' αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η διατύπωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας περί σημάτων είναι ανάλογη προς τη διατύπωση που έχει χρησιμοποιήσει το Δικαστήριο στις αποφάσεις με τις οποίες, ερμηνεύοντας τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης, αναγνώρισε την αρχή της αναλώσεως του δικαιώματος επί του σήματος στο κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, η διάταξη αυτή αναπαράγει τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία ο δικαιούχος σήματος προστατευομένου από τη νομοθεσία κράτους μέλους δεν μπορεί να επικαλείται τη νομοθεσία αυτή για να αντιτίθεται στην εισαγωγή ή την εμπορία του προϋόντος το οποίο έχει τεθεί σε κυκλοφορία σε άλλο κράτος μέλος από αυτόν τον ίδιο ή με τη συναίνεσή του (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Bristol-Myers Squibb κ.λπ., σκέψη 31).

21 Στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να διευκρινιστεί ότι

- η αρχή της αναλώσεως που διατυπώνεται στο άρθρο 7 ισχύει όταν ο δικαιούχος του σήματος στο κράτος εισαγωγής και ο δικαιούχος του σήματος στο κράτος εξαγωγής είναι το ίδιο πρόσωπο ή όταν, έστω κι αν πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα, αυτοί συνδέονται οικονομικώς, ιδίως ως θυγατρικές εταιρίες του ιδίου ομίλου (βλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 1994, C-9/93, ΙΗΤ Ιnternationale Heiztechnik και Danziger, Συλλογή 1994, σ. Ι-2789, σκέψεις 34 και 37), και

- για την εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας περί σημάτων, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι το προϋόν το οποίο προστατεύεται από το σήμα κατασκευάστηκε ή δεν κατασκευάστηκε σε τρίτο κράτος όταν, εν πάση περιπτώσει, διατέθηκε συννόμως στην αγορά του κράτους μέλους από το οποίο εισήχθη από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συναίνεσή του, περιλαμβανομένης και της εισαγωγής του από άλλη εταιρία ανήκουσα στον ίδιο όμιλο με τον δικαιούχο του σήματος.

22 Στη συνέχεια υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Bristol-Myers Squibb κ.λπ., σκέψεις 40 και 41), το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας περί σημάτων ορίζει ότι η αρχή της αναλώσεως δεν εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος έχει νόμιμους λόγους να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϋόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϋόντων μεταβάλλεται ή αλλοιούται μετά τη διάθεσή τους στο εμπόριο.

23 Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η απλή προσθήκη στην επισήμανση στοιχείων, όπως τα αναφερόμενα με το προδικαστικό ερώτημα, δεν συνιστά νόμιμο λόγο υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας περί σημάτων, εκτός εάν η ούτως τροποποιηθείσα επισήμανση δεν περιέχει ορισμένες σημαντικές πληροφορίες ή περιέχει ανακριβείς πληροφορίες ή λόγω της ακατάλληλης παρουσιάσεώς της μπορεί να βλάπτεται η φήμη του σήματος και η φήμη του δικαιούχου του σήματος (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Bristol-Myers Squibb κ.λπ., σκέψεις 65, 75 και 76).

24 Συνεπώς, πρέπει να δοθεί απάντηση ότι το άρθρο 7 της οδηγίας περί σημάτων έχει την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή εθνικού κανόνα στο κράτος μέλος Α, σύμφωνα με τον οποίο ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να εμποδίσει την εισαγωγή του προστατευόμενου από το σήμα προϋόντος, σε περίπτωση όπου

- το προϋόν έχει κατασκευαστεί σε τρίτο κράτος,

- έχει εισαχθεί στο κράτος μέλος Β από τον δικαιούχο του σήματος ή από άλλη εταιρία ανήκουσα στον ίδιο όμιλο με τον δικαιούχο του σήματος,

- έχει αγοραστεί συννόμως στο κράτος μέλος Β από ανεξάρτητο έμπορο ο οποίος το εξήγαγε στο κράτος μέλος Α,

- δεν έχει υποστεί καμιά μεταποίηση και δεν έχει τροποποιηθεί η συσκευασία του, εκτός από το ότι προστέθηκε στην επισήμανση η μνεία ορισμένων στοιχείων που απαιτούνται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εισαγωγής και

- τα δικαιώματα του σήματος ανήκουν στον ίδιο όμιλο στα κράτη μέλη Α και Β.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

25 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1995, το tribunal de commerce de Pontoise, αποφαίνεται:

Το άρθρο 7 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, έχει την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή εθνικού κανόνα στο κράτος μέλος Α, σύμφωνα με τον οποίο ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να εμποδίσει την εισαγωγή του προστατευόμενου από το σήμα προϋόντος, σε περίπτωση όπου

- το προϋόν έχει κατασκευαστεί σε τρίτο κράτος,

- έχει εισαχθεί στο κράτος μέλος Β από τον δικαιούχο του σήματος ή από άλλη εταιρία ανήκουσα στον ίδιο όμιλο με τον δικαιούχο του σήματος,

- έχει αγοραστεί συννόμως στο κράτος μέλος Β από ανεξάρτητο έμπορο ο οποίος το εξήγαγε στο κράτος μέλος Α,

- δεν έχει υποστεί καμιά μεταποίηση και δεν έχει τροποποιηθεί η συσκευασία του, εκτός από το ότι προστέθηκε στην επισήμανση η μνεία ορισμένων στοιχείων που απαιτούνται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εισαγωγής και

- τα δικαιώματα του σήματος ανήκουν στον ίδιο όμιλο στα κράτη μέλη Α και Β.