61981J0283

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 6ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1982. - SRL CILFIT ΚΑΙ LANIFICIO DI GAVARDO SPA ΚΑΤΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΙΕΙΝΗΣ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ CORTE SUPREMA DI CASSAZIONE - ΙΤΑΛΙΑ. - ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 283/81.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 03415
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 01073
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00513
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00537


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στό Δικαστήριο — Ζητήματα ερμηνείας — Υποχρέωση παραπομπής — Αντικείμενο — Έκταση — Κριτήρια

( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος )

2 . Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στό Δικαστήριο — Ζητήματα ερμηνείας — Ύπαρξη — Κρίση περί τής υπάρξεως — Εξουσία εκτιμήσεως τού εθνικού δικαστηρίου — Αυτεπάγγελτη παραπομπή στό Δικαστήριο — Επιτρέπεται

( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 177 )

3 . Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στό Δικαστήριο — Ζητήματα ερμηνείας — Υποχρέωση παραπομπής — Όρια — Ουσιώδες τών ζητημάτων — Έννοια — Εκτίμηση από τό εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας

( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος )

4 . Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στό Δικαστήριο — Ζητήματα ερμηνείας — Υποχρέωση παραπομπής — Δέν υφίσταται — Προϋποθέσεις — Προγενέστερη ερμηνεία τού επιδίκου νομικού ζητήματος από τό Δικαστήριο — Αποτελέσματα — Ευχέρεια παραπομπής έχει κάθε εθνικό δικαστήριο

( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος )

5 . Προδικαστικά ερωτήματα — Υποβολή στό Δικαστήριο — Ζητήματα ερμηνείας — Υποχρέωση παραπομπής — Δέν υφίσταται — Προϋπόθεση — Έλλειψη ευλόγου αμφιβολίας — Κριτήρια

( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος )

Περίληψη


1 . Η υποχρέωση παραπομπής στό Δικαστήριο τών ζητημάτων ερμηνείας τής συνθήκης καί τών πράξεων τών οργάνων τής Κοινότητος , τήν οποία επιβάλλει τό άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος τής συνθήκης στά εθνικά δικαστήρια τών οποίων οι αποφάσεις δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , εντάσσεται στό πλαίσιο τής συνεργασίας , πού καθιερώνεται προκειμένου νά εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή καί η ομοιόμορφη ερμηνεία τού κοινοτικού δικαίου στό σύνολο τών κρατών μελών , μεταξύ τών εθνικών δικαστηρίων ως επιφορτισμένων μέ τήν εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου αφ’ ενός καί τού Δικαστηρίου αφ’ ετέρου . Μέ τήν προαναφερθείσα διάταξη σκοπείται ειδικότερα νά αποφευχθεί η επικράτηση διαστάσεως στή νομολογία εντός τής Κοινότητος επί ζητημάτων κοινοτικού δικαίου . Η έκταση τής υποχρεώσεως αυτής πρέπει συνεπώς νά εκτιμάται εν όψει τών σκοπών αυτών , βάσει τών αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τών εθνικών δικαστηρίων καί τού Δικαστηρίου .

2 . Τό άρθρο 177 τής συνθήκης δέν συνιστά ένδικο βοήθημα παρεχόμενο στούς διαδίκους εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων . Συνεπώς , δέν αρκεί νά υποστηριχθεί από ενα διάδικο οτι η διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας τού κοινοτικού δικαίου , ωστε νά υποχρεούται τό οικείο δικαστήριο νά δεχθεί οτι ανέκυψε ενα ζήτημα κατά τήν έννοια τού άρθρου 177 . Αντιθέτως , εναπόκειται στό δικαστήριο αυτό νά παραπέμψει ενδεχομένως τό ζήτημα στό Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως .

3 . Από τήν σχέση μεταξύ τής δευτέρας καί τής τρίτης παραγράφου τού άρθρου 177 τής συνθήκης συνάγεται οτι τά δικαστήρια πού αναφέρονται στήν τρίτη παράγραφο διαθέτουν τήν ίδια εξουσία εκτιμήσεως , οπως ολα τά άλλα εθνικά δικαστήρια ως πρός τό άν μία απόφαση επί ζητήματος κοινοτικού δικαίου ειναι αναγκαία γιά τήν έκδοση τής δικής τους αποφάσεως . Τά δικαστήρια αυτά δέν οφείλουν συνεπώς νά παραπέμψουν ενα ζήτημα ερμηνείας κοινοτικού δικαίου πού ανέκυψε ενώπιόν τους , άν τό ζήτημα αυτό δέν ειναι ουσιώδες , δηλαδή στίς περιπτώσεις κατά τίς οποίες η λύση τού ζητήματος αυτού , οποιαδήποτε καί άν ειναι , δέν ασκεί καμμία επιρροή στήν έκβαση τής δίκης . Αντιθέτως , άν τά δικαστήρια αυτά διαπιστώνουν οτι η προσφυγή στό κοινοτικό δίκαιο ειναι αναγκαία γιά τήν επίλυση διαφοράς τής οποίας έχουν επιληφθεί , τό άρθρο 177 τούς επιβάλλει τήν υποχρέωση νά παραπέμπουν στό Δικαστήριο κάθε ερμηνευτικό ζήτημα πού ανακύπτει .

4 . Μολονότι τό άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος τής συνθήκης υποχρεώνει χωρίς κανένα περιορισμό τά εθνικά δικαστήρια , οι αποφάσεις τών οποίων δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , νά υποβάλλουν στό Δικαστήριο κάθε ζήτημα ερμηνείας πού ανακύπτει ενώπιόν τους , η δεσμευτικότης τής ερμηνείας πού έχει δοθεί από τό Δικαστήριο δύναται εν τούτοις νά καταστήσει τήν υποχρέωση αυτή άσκοπη καί συνεπώς κενή περιεχομένου· τούτο συμβαίνει ιδίως οταν τό ανακύψαν ζήτημα ειναι κατ’ ουσία ταυτόσημο πρός ενα ζήτημα πού απετέλεσε ήδη τό αντικείμενο προδικαστικής αποφάσεως σέ ανάλογη περίπτωση ή οταν τό επίδικο νομικό ζήτημα έχει επιλυθεί από παγία νομολογία τού Δικαστηρίου , ανεξάρτητα από τό ειδος τών διαδικασιών από τίς οποίες προήλθε η νομολογία αυτή , ακόμη καί άν τά επίδικα ζητήματα δέν ταυτίζονται απολύτως . Εννοείται πάντως οτι , σέ ολες αυτές τίς περιπτώσεις , τά εθνικά δικαστήρια , περιλαμβανομένων καί τών αναφερομένων στήν τρίτη παράγραφο τού άρθρου 177 , διατηρούν πλήρως τήν ευχέρεια νά παραπέμπουν τό ζήτημα στό Δικαστήριο άν τό κρίνουν σκόπιμο .

5 . Τό άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος πρέπει νά ερμηνευθεί υπό τήν έννοια οτι ενα δικαστήριο , οι αποφάσεις τού οποίου δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , οφείλει , οταν ανα κύπτει ενώπιόν του ζήτημα κοινοτικού δικαίου , νά τηρεί τήν υποχρέωσή του πρός παραπομπή , εκτός άν διαπιστώνει οτι η ορθή εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου παρίσταται τόσο προφανής , ωστε νά μή αφήνει περιθώριο γιά καμμία εύλογη αμφιβολία· η συνδρομή μιάς τέτοιας περιπτώσεως πρέπει νά εκτιμάται μέ γνώμονα τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού κοινοτικού δικαίου , τίς ιδιάζουσες δυσκολίες πού παρουσιάζει η ερμηνεία του καί τόν κίνδυνο διαστάσεως στή νομολογία εντός τής Κοινότητος .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 283/81 ,

πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού Corte suprema di cassazione ( πρώτο πολιτικό τμήμα ) πρός τό Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τών εκκρεμών ενώπιον τού αιτούντος δικαστηρίου διαφορών μεταξύ

SRL CILFIT — υπό εκκαθάριση — καί 54 άλλων , Ρώμη ,

καί

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΙΕΙΝΗΣ , εκπροσωπουμένου από τόν υπουργό , Ρώμη ,

καί μεταξύ

LANIFICIO DI GAVARDO SPA , Μιλάνο ,

καί

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΙΕΙΝΗΣ , εκπροσωπουμένου από τόν υπουργό , Ρώμη ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 177 , τρίτη παράγραφος τής συνθήκης ΕΟΚ ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ διάταξη τής 27ης Μαρτίου 1981 , πού περιήλθε στό Δικαστήριο τήν 31η Οκτωβρίου 1981 , τό Corte suprema di cassazione υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , ενα προδικαστικό ερώτημα ως πρός τήν ερμηνεία τής τρίτης παραγράφου τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ .

2 Τό ερώτημα αυτό ανέκυψε στό πλαίσιο μιάς διαφοράς μεταξύ εταιριών εισαγωγής ερίου καί τού ιταλικού υπουργείου υγιεινής σχετικά μέ τήν καταβολή ενός παγίου τέλους υγειονομικού ελέγχου ερίων εισαχθέντων από χώρες μή μέλη τής Κοινότητος . Οι εταιρίες αυτές επεκαλέσθησαν τόν κανονισμό 827/68 τής 28ης Ιουνίου 1968 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 03/003 , σ . 95 ), περί κοινής οργανώσεως τής αγοράς γιά ορισμένα προϊόντα πού απαριθμούνται στό παράρτημα ΙΙ τής συνθήκης , κανονισμός ο οποίος , μέ τό άρθρο του 2 , παράγραφος 2 απαγορεύει στά κράτη μέλη νά επιβάλλουν φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου πρός δασμούς αποτελέσματος επί τών εισαγομένων «προϊόντων ζωικής προελεύσεως» πού δέν κατονομάζονται αλλού καί πού μνημονεύονται στήν κλάση 05.15 τού κοινού δασμολογίου . Τό υπουργείο υγιεινής αντέταξε στήν επιχειρηματολογία αυτή οτι τά έρια δέν περιλαμβάνονται στό παράρτημα ΙΙ τής συνθήκης . Κατά συνέπεια , δέν υπάγονται σέ κοινή οργάνωση τών γεωργικών αγορών .

3 Από τά περιστατικά αυτά τό υπουργείο υγιεινής συνάγει τό συμπέρασμα οτι η λύση τού ζητήματος ερμηνείας τής πράξεως τών κοινοτικών οργάνων ειναι τόσο προφανής , ωστε δέν ειναι νοητή ερμηνευτική αμφιβολία καί συνεπώς δέν απαιτείται προδικαστική παραπομπή στό Δικαστήριο . Αντιθέτως , οι ενδιαφερόμενες εταιρίες υποστηρίζουν οτι οταν ανακύψει ζήτημα ερμηνείας ενός κανονισμού ενώπιον τού Corte suprema di cassazione , δικαστηρίου τού οποίου οι αποφάσεις δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , τό δικαστήριο αυτό , σύμφωνα μέ τήν τρίτη παράγραφο τού άρθρου 177 , δέν δύναται νά διαφύγει τήν υποχρέωση παραπομπής τού ζητήματος στό Δικαστήριο .

4 Εν όψει τών αντιτιθεμένων αυτών απόψεων , τό Corte suprema di cassazione υπέβαλε στό Δικαστήριο τό ακόλουθο ερώτημα :

«Η τρίτη παράγραφος τού άρθρου 177 τής συνθήκης — σύμφωνα μέ τήν οποία δικαστήριο κράτους μέλους , ενώπιον τού οποίου ανακύπτει , σέ εκκρεμή υπόθεση , ζήτημα οπως αυτά πού απαριθμούνται στήν πρώτη παράγραφο τού ίδιου άρθρου καί τού οποίου οι αποφάσεις δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , οφείλει νά παραπέμψει τό ζήτημα στό Δικαστήριο — επιβάλλει υποχρέωση παραπομπής πού δέν επιτρέπει στόν εθνικό δικαστή οιαδήποτε εξέταση τού βασίμου τού ανακύψαντος ζητήματος ή μήπως εξαρτά , καί εντός ποίων ορίων , τήν υποχρέωση αυτή από τήν προηγουμένη υπαρξη μιάς ευλόγου ερμηνευτικής αμφιβολίας;»

5 Πρός επίλυση τού κατά τόν τρόπο αυτό υποβληθέντος ερωτήματος , πρέπει νά ληφθεί υπ’ όψη τό σύστημα τού άρθρου 177 , τό οποίο απονέμει στό Δικαστήριο αρμοδιότητα νά αποφαίνεται , μεταξύ άλλων , επί τής ερμηνείας τής συνθήκης καί τών πράξεων τών οργάνων τής Κοινότητος .

6 Δυνάμει τής δευτέρας παραγράφου τού άρθρου αυτού , κάθε δικαστήριο κράτους μέλους «δύναται» , άν κρίνει οτι η απόφαση επί ενός ερμηνευτικού ζητήματος ειναι αναγκαία γιά τήν έκδοση τής δικής του αποφάσεως , νά ζητήσει από τό Δικαστήριο νά αποφανθεί επί τού ζητήματος αυτού . Σύμφωνα μέ τήν τρίτη παράγραφο , δικαστήριο κράτους μέλους , ενώπιον τού οποίου ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας σέ εκκρεμή υπόθεση καί τού οποίου οι αποφάσεις δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , «οφείλει» νά παραπέμψει τό ζήτημα στό Δικαστήριο .

7 Αυτή η υποχρέωση παραπομπής εντάσσεται στό πλαίσιο τής συνεργασίας , πού καθιερώνεται προκειμένου νά εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή καί η ομοιόμορφη ερμηνεία τού κοινοτικού δικαίου στό σύνολο τών κρατών μελών , μεταξύ τών εθνικών δικαστηρίων ως επιφορτισμένων μέ τήν εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου αφ’ ενός καί τού Δικαστηρίου αφ’ ετέρου . Μέ τήν τρίτη παράγραφο τού άρθρου 177 σκοπείται ειδικότερα νά αποφευχθεί η επικράτηση διαστάσεως στή νομολογία εντός τής Κοινότητος επί ζητημάτων κοινοτικού δικαίου . Η έκταση τής υποχρεώσεως αυτής πρέπει συνεπώς νά εκτιμάται εν όψει τών σκοπών αυτών , βάσει τών αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τών εθνικών δικαστηρίων καί τού Δικαστηρίου , οταν ανακύπτει ενα τέτοιο ζήτημα ερμηνείας , κατά τήν έννοια τού άρθρου 177 .

8 Στό πλαίσιο αυτό , πρέπει νά διευκρινισθεί η κατά τό κοινοτικό δίκαιο έννοια τής εκφράσεως «ανακύπτει τέτοιο ζήτημα» , προκειμένου νά προσδιορισθεί υπό ποιές συνθήκες ενα δικαστήριο κράτους μέλους , τού οποίου οι αποφάσεις δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , οφείλει νά παραπέμψει ενα ζήτημα στό Δικαστήριο .

9 Επί τού θέματος αυτού , πρέπει πρώτον νά παρατηρηθεί οτι τό άρθρο 177 δέν συνιστά ένδικο βοήθημα παρεχόμενο στούς διαδίκους εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον τών εθνικών δικαστηρίων . Συνεπώς , δέν αρκεί νά υποστηριχθεί από ενα διάδικο οτι η διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας τού κοινοτικού δικαίου , ωστε νά υποχρεούται τό οικείο δικαστήριο νά δεχθεί οτι ανέκυψε ενα ζήτημα κατά τήν έννοια τού άρθρου 177 . Αντιθέτως , εναπόκειται στό δικαστήριο αυτό νά παραπέμψει ενδεχομένως τό ζήτημα στό Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως .

10 Δεύτερον , από τήν σχέση μεταξύ τής δευτέρας καί τής τρίτης παραγράφου τού άρθρου 177 συνάγεται οτι τά δικαστήρια πού αναφέρονται στήν τρίτη παράγραφο διαθέτουν τήν ίδια εξουσία εκτιμήσεως , οπως ολα τά άλλα εθνικά δικαστήρια ως πρός τό άν μία απόφαση επί ζητήματος κοινοτικού δικαίου ειναι αναγκαία γιά τήν έκδοση τής δικής τους αποφάσεως . Τά δικαστήρια αυτά δέν οφείλουν συνεπώς νά παραπέμψουν ενα ζήτημα ερμηνείας κοινοτικού δικαίου πού ανέκυψε ενώπιόν τους , άν τό ζήτημα αυτό δέν ειναι ουσιώδες , δηλαδή στίς περιπτώσεις κατά τίς οποίες η λύση τού ζητήματος αυτού , οποιαδήποτε καί άν ειναι , δέν ασκεί καμμία επιρροή στήν έκβαση τής δίκης .

11 Αντιθέτως , άν τά δικαστήρια αυτά διαπιστώνουν οτι η προσφυγή στό κοινοτικό δίκαιο ειναι αναγκαία γιά τήν επίλυση διαφοράς τής οποίας έχουν επιληφθεί , τό άρθρο 177 τούς επιβάλλει τήν υποχρέωση νά παραπέμπουν στό Δικαστήριο κάθε ερμηνευτικό ζήτημα πού ανακύπτει .

12 Μέ τό ερώτημα πού υπεβλήθη από τό Corte di cassazione ερωτάται άν , υπό ορισμένες συνθήκες , στήν υποχρέωση πού επιβάλλει τό άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος τάσσονται εν τούτοις ορισμένα ορια .

13 Ενδείκνυται νά υπομνησθεί σχετικώς οτι τό Δικαστήριο , μέ τήν απόφασή του τής 27ης Μαρτίου 1963 ( 28-30/62 Da Costa , Racc . σ . 73 ), εδέχθη οτι «μολονότι τό άρθρο 177 , τελευταία παράγραφος υποχρεώνει χωρίς κανένα περιορισμό τά εθνικά δικαστήρια , οι αποφάσεις τών οποίων δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , νά υποβάλλουν στό Δικαστήριο κάθε ζήτημα ερμηνείας πού ανακύπτει ενώπιόν τους , η δεσμευτικότης τής ερμηνείας πού έχει δοθεί από τό Δικαστήριο δυνάμει τού άρθρου 177 δύναται εν τούτοις νά καταστήσει τήν υποχρέωση αυτή άσκοπη καί συνεπώς κενή περιεχομένου· τούτο συμβαίνει ιδίως οταν τό ανακύψαν ζήτημα ειναι κατ’ ουσία ταυτόσημο πρός ενα ζήτημα πού απετέλεσε ήδη τό αντικείμενο προδικαστικής αποφάσεως σέ ανάλογη περίπτωση» .

14 Τό ίδιο αποτέλεσμα , οσον αφορά τά ορια τής υποχρεώσεως πού επιβάλλει τό άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος , δύναται νά προκύψει από παγία νομολογία τού Δικαστηρίου , επιλύουσα τό επίδικο νομικό ζήτημα , ανεξάρτητα από τό ειδος τών διαδικασιών από τίς οποίες προήλθε η νομολογία αυτή , ακόμη καί άν τά επίδικα ζητήματα δέν ταυτίζονται απολύτως .

15 Εννοείται πάντως οτι , σέ ολες αυτές τίς περιπτώσεις , τά εθνικά δικαστήρια , περιλαμβανομένων καί τών αναφερομένων στήν τρίτη παράγραφο τού άρθρου 177 , διατηρούν πλήρως τήν ευχέρεια νά παραπέμπουν τό ζήτημα στό Δικαστήριο άν τό κρίνουν σκόπιμο .

16 Τέλος , η ορθή εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου δύναται νά παρίσταται τόσο προφανής , ωστε νά μή αφήνει περιθώριο γιά καμμία εύλογη αμφιβολία ως πρός τόν τρόπο επιλύσεως τού τεθέντος ζητήματος . Πρίν καταλήξει στό συμπέρασμα οτι συντρέχει τέτοια περίπτωση , τό εθνικό δικαστήριο πρέπει νά έχει σχηματίσει τήν πεποίθηση οτι εξ ίσου προφανής θά ενεφανίζετο η λύση αυτή στά δικαστήρια τών άλλων κρατών μελών καί στό Δικαστήριο . Μόνο άν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις δύναται τό εθνικό δικαστήριο νά αποστεί τής υποβολής τού ερωτήματος αυτού στό Δικαστήριο καί νά τό επιλύσει μέ δική του ευθύνη .

17 Πάντως , η συνδρομή τής περιπτώσεως αυτής πρέπει νά εκτιμάται μέ γνώμονα τά χαρακτηριστικά τού κοινοτικού δικαίου καί τίς ιδιάζουσες δυσκολίες πού παρουσιάζει η ερμηνεία του .

18 Πρέπει πρώτα νά λαμβάνεται υπ’ όψη οτι τά κείμενα τού κοινοτικού δικαίου συντάσσονται σέ περισσότερες γλώσσες καί οτι οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις ειναι εξ ίσου αυθεντικές· η ερμηνεία μιάς διατάξεως κοινοτικού δικαίου συνεπάγεται επομένως σύγκριση τών γλωσσικών αποδόσεων .

19 Πρέπει περαιτέρω νά παρατηρηθεί οτι , ακόμη καί στήν περίπτωση τής απόλυτης συμφωνίας τών γλωσσικών αποδόσεων , τό κοινοτικό δίκαιο χρησιμοποιεί δική του ορολογία . Εξ άλλου , πρέπει νά υπογραμμισθεί οτι οι νομικές έννοιες δέν έχουν κατ’ ανάγκη τό ίδιο περιεχόμενο στό κοινοτικό δίκαιο καί στά διάφορα εθνικά δίκαια .

20 Τέλος , κάθε διάταξη κοινοτικού δικαίου πρέπει νά ανατοποθετείται στό πλαίσιό της καί νά ερμηνεύεται υπό τό φώς τού συνόλου τών διατάξεων τού δικαίου αυτού , τών σκοπών του , καθώς καί τού σταδίου τής εξελίξεώς του κατά τό χρονικό σημείο κατά τό οποίο πρέπει νά εφαρμοσθεί η οικεία διάταξη .

21 Εν όψει ολων τών ανωτέρω σκέψεων , στό ερώτημα πού υπέβαλε τό Corte suprema di cassazione προσήκει η απάντηση οτι τό άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος πρέπει νά ερμηνευθεί υπό τήν έννοια οτι ενα δικαστήριο , οι αποφάσεις τού οποίου δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου , οφείλει , οταν ανακύπτει ενώπιόν του ζήτημα κοινοτικού δικαίου , νά τηρεί τήν υποχρέωσή του πρός παραπομπή , εκτός άν διαπιστώνει οτι τό ανακύψαν ζήτημα δέν ειναι ουσιώδες ή οτι η οικεία κοινοτική διάταξη έχει ήδη ερμηνευθεί από τό Δικαστήριο ή οτι η ορθή εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου παρίσταται τόσο προφανής , ωστε νά μή αφήνει περιθώριο γιά καμμία εύλογη αμφιβολία· η συνδρομή μιάς τέτοιας περιπτώσεως πρέπει νά εκτιμάται μέ γνώμονα τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού κοινοτικού δικαίου , τίς ιδιάζουσες δυσκολίες πού παρουσιάζει η ερμηνεία του καί τόν κίνδυνο διαστάσεως στή νομολογία εντός τής Κοινότητος .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

22 Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθησαν η κυβέρνηση τής Ιταλικής Δημοκρατίας , η κυβέρνηση τού Βασιλείου τής Δανίας καί η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , πού κατέθεσαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο , δέν αποδίδονται .

Δεδομένου οτι η προκειμένη διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος , πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί τού ερωτήματος πού τού υπέβαλε τό Corte suprema di cassazione , μέ διάταξη τής 27ης Μαρτίου 1981 , αποφαίνεται :

Τό άρθρο 177 , τρίτη παράγραφος τής συνθήκης ΕΟΚ πρέπει νά ερμηνευθεί υπό τήν έννοια οτι ενα δικαστήριο , οι αποφάσεις τού οποίου δέν υπόκεινται σέ ένδικα μέσα τού εσωτερικού δικαίου οφείλει , οταν ανακύπτει ενώπιόν του ζήτημα κοινοτικού δικαίου , νά τηρεί τήν υποχρέωσή του πρός παραπομπή , εκτός άν διαπιστώνει οτι τό ανακύψαν ζήτημα δέν ειναι ουσιώδες ή οτι η οικεία κοινοτική διάταξη έχει ήδη ερμηνευθεί από τό Δικαστήριο ή οτι η ορθή εφαρμογή τού κοινοτικού δικαίου παρίσταται τόσο προφανής , ωστε νά μή αφήνει περιθώριο γιά καμμία εύλογη αμφιβολία· η συνδρομή μιάς τέτοιας περιπτώσεως πρέπει νά εκτιμάται μέ γνώμονα τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού κοινοτικού δικαίου , τίς ιδιάζουσες δυσκολίες πού παρουσιάζει η ερμηνεία του καί τόν κίνδυνο διαστάσεως στή νομολογία εντός τής Κοινότητος .