| OPINION OF ADVOCATE GENERAL | ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ |
| WAHL | NILS WAHL |
| delivered on 21 April 2016 ( 1 ) | της 21ης Απριλίου 2016 ( 1 ) |
| Joined Cases C‑8/15 P, C‑9/15 P and C‑10/15 P | Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑8/15 P, C‑9/15 P και C‑10/15 P |
| Ledra Advertising Ltd (C-8/15 P) | Ledra Advertising Ltd (C‑8/15 P) |
| Andreas Eleftheriou (C-9/15 P) | Ανδρέας Ελευθερίου (C‑9/15 P) |
| Eleni Eleftheriou (C-9/15 P) | Ελένη Ελευθερίου (C‑9/15 P) |
| Lilia Papachristofi (C-9/15 P) | Λίλια Παπαχριστοφή (C‑9/15 P) |
| Christos Theophilou (C-10/15 P) | Χρήστος Θεοφίλου (C‑10/15 P) |
| Eleni Theophilou (C-10/15 P) | Ελένη Θεοφίλου (C‑10/15 P) |
| v | κατά |
| European Commission | Ευρωπαϊκής Επιτροπής |
| European Central Bank | Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας |
| ‛Appeals — European stability mechanism — Stability support programme for Cyprus — Memorandum of Understanding on Specific Economic Policy Conditionality concluded between the Republic of Cyprus and European Central Bank (ECB), the International Monetary Fund (IMF) and the European Commission — Actions for compensation and annulment — Obligations of the Commission’ | «Αιτήσεις αναιρέσεως — Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας — Πρόγραμμα στηρίξεως σταθερότητας της Κύπρου — Μνημόνιο συναντίληψης για τη δεσμευτική οικονομική πολιτική, που συνήφθη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής — Αγωγές αποζημιώσεως και προσφυγές ακυρώσεως — Υποχρεώσεις της Επιτροπής» |
| 1. | The key legal question raised by these appeals is the role of the Commission and, to a lesser extent, the European Central Bank (‘ECB’), in the negotiation and signing of the Memorandum of Understanding concluded between the Republic of Cyprus and the European Stability Mechanism (‘ESM’) during the financial crisis of the years 2012-2013 (‘MoU’). Examination of this issue also raises questions as to the Commission’s legal obligations in its activities pursuant to the ESM Treaty, ( 2 ) particularly in light of the judgment of 27 November 2012 delivered by the full Court in Pringle (‘Pringle’). ( 3 ) | 1. | Το κρίσιμο νομικό ζήτημα που τίθεται στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως αφορά τον ρόλο της Επιτροπής και, δευτερευόντως, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (στο εξής: ΕΚΤ), στη διαπραγμάτευση και υπογραφή του μνημονίου συναντίληψης (στο εξής: μνημόνιο κατανόησης) που συνήφθη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (στο εξής: ΕΜΣ) κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης των ετών 2012-2013. Η εξέταση του εν λόγω ζητήματος εγείρει επίσης ερωτήματα σχετικά με τις νομικές υποχρεώσεις της Επιτροπής στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της σύμφωνα με τη Συνθήκη για τον ΕΜΣ ( 2 ), ιδίως υπό το πρίσμα της αποφάσεως της ολομέλειας του Δικαστηρίου, της 27ης Νοεμβρίου 2012, στην υπόθεση Pringle (στο εξής: απόφαση Pringle) ( 3 ). |
| 2. | These appeals concern three claims for damages brought against the Commission and the ECB by depositors of two large Cypriot banks, the Bank of Cyprus (‘BoC’) and Cyprus Popular Bank (‘CPB’). The depositors claim that, following the Republic of Cyprus’ request for financial assistance from the ESM and restructuring of the two banks in question, they suffered losses of between EUR 480000 and EUR 1600000. The appellants also seek partial annulment of the MoU for an alleged breach of their right to property. | 2. | Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως αφορούν τρεις αγωγές αποζημιώσεως τις οποίες άσκησαν κατά της Επιτροπής και της ΕΚΤ καταθέτες δύο μεγάλων κυπριακών τραπεζών, της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου (στο εξής: Λαϊκή). Οι καταθέτες υποστηρίζουν ότι, μετά από το αίτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας για τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής από τον ΕΜΣ και την αναδιάρθρωση των εν λόγω δύο τραπεζών, υπέστησαν ζημίες κυμαινόμενες μεταξύ 480000 και 1600000 ευρώ. Οι αναιρεσείοντες ζητούν επίσης μερική ακύρωση του μνημονίου κατανόησης λόγω προσβολής του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας. |
| I – Legal framework | I – Νομικό πλαίσιο |
| A – The ESM Treaty | Α — Η Συνθήκη για τον ΕΜΣ |
| 3. | Recital 1 of the ESM Treaty is worded as follows: | ‘The European Council agreed on 17 December 2010 on the need for euro area Member States to establish a permanent stability mechanism. [The ESM] will assume the tasks currently fulfilled by the European Financial Stability Facility (“EFSF”) and the European Financial Stabilisation Mechanism (“EFSM”) in providing, where needed, financial assistance to euro area Member States.’ | 3. | Η αιτιολογική σκέψη 1 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ έχει ως εξής: | «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε στις 17 Δεκεμβρίου 2010 για την ανάγκη θέσπισης μόνιμου μηχανισμού σταθερότητας από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. [Ο ΕΜΣ] θα αναλάβει το έργο το οποίο διεκπεραιώνουν επί του παρόντος η Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΔΧΣ) και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (ΕΜΧΣ) παρέχοντας, όπου είναι αναγκαίο, χρηματοπιστωτική συνδρομή σε κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.» |
| 4. | Article 3 of the ESM Treaty provides: | ‘The purpose of the ESM shall be to mobilise funding and provide stability support under strict conditionality, appropriate to the financial assistance instrument chosen, to the benefit of ESM Members which are experiencing, or are threatened by, severe financing problems, if indispensable to safeguard the financial stability of the euro area as a whole and of its Member States. For this purpose, the ESM shall be entitled to raise funds by issuing financial instruments or by entering into financial or other agreements or arrangements with the ESM Members, financial institutions or other third parties.’ | 4. | Κατά το άρθρο 3 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ: | «Ο σκοπός του ΕΜΣ είναι η κινητοποίηση της χρηματοδότησης και η παροχή στήριξης σταθερότητας, υπό αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοδοτικής συνδρομής, προς όφελος των μελών του ΕΜΣ που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, εφόσον είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών μελών της. Προς τον σκοπό αυτό, ο ΕΜΣ έχει το δικαίωμα να αντλεί κεφάλαια με την έκδοση χρηματοπιστωτικών τίτλων ή με τη σύναψη χρηματοοικονομικών ή λοιπών συμφωνιών ή ρυθμίσεων με μέλη του ΕΜΣ, χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη.» |
| 5. | Article 4(1) of the ESM Treaty states: | ‘The ESM shall have a Board of Governors and a Board of Directors, as well as Managing Director and other dedicated staff as may be considered necessary.’ | 5. | Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει: | «Ο ΕΜΣ διαθέτει συμβούλιο διοικητών και συμβούλιο διευθυντών, καθώς και διευθύνοντα σύμβουλο και λοιπό ειδικό προσωπικό, ανάλογα με τις ανάγκες.» |
| 6. | Article 5(3) of the ESM Treaty provides: | ‘The Member of the European Commission in charge of economic and monetary affairs and the President of the ECB, as well as the President of the Euro Group (if he or she is not the Chairperson or a Governor) may participate in the meetings of the Board of Governors [of the ESM] as observers.’ | 6. | Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ προβλέπει τα εξής: | «Στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοικητών [του ΕΜΣ] δύνανται να συμμετέχουν ως παρατηρητές το μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις και ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, καθώς και ο πρόεδρος της Ευρωομάδας (εάν δεν είναι ο πρόεδρος ή διοικητής).» |
| 7. | Article 6(2) of the ESM Treaty states: | ‘The Member of the European Commission in charge of economic and monetary affairs and the President of the ECB may appoint one observer each [to the Board of Directors of the ESM].’ | 7. | Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΜΣ ορίζει τα εξής: | «Το μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι αρμόδιο για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις και ο Πρόεδρος της ΕΚΤ δύνανται να ορίσουν έκαστος έναν παρατηρητή [στο συμβούλιο διευθυντών του ΕΜΣ].» |
| 8. | Article 12(1) of the ESM Treaty reads: | ‘If indispensable to safeguard the financial stability of the euro area as a whole and of its Member States, the ESM may provide stability support to an ESM Member subject to strict conditionality, appropriate to the financial assistance instruments chosen. Such conditionality may range from a macro-economic adjustment programme to continuous respect of pre-established eligibility conditions.’ | 8. | Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει τα εξής: | «Εφόσον είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών μελών της, ο ΕΜΣ δύναται να παρέχει στήριξη σταθερότητας σε μέλος του ΕΜΣ, κάτω από αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοπιστωτικής συνδρομής. Οι εν λόγω όροι μπορούν να καλύπτουν το φάσμα από ένα πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής έως τη συνεχή τήρηση προκαθορισμένων όρων επιλεξιμότητας.» |
| 9. | Article 13 of the ESM Treaty (entitled ‘Procedure for granting stability support’) provides as follows: | ‘1. An ESM Member may address a request for stability support to the Chairperson of the Board of Governors. Such a request shall indicate the financial assistance instrument(s) to be considered. On receipt of such a request, the Chairperson of the Board of Governors shall entrust the European Commission, in liaison with the ECB, with the following tasks: | (a) | to assess the existence of a risk to the financial stability of the euro area as a whole or of its Member States, unless the ECB has already submitted an analysis under Article 18(2); | (b) | to assess whether the public debt is sustainable. Whenever appropriate and possible, such an assessment is expected to be conducted together with the IMF; | (c) | to assess the actual or potential financing needs of the ESM Member concerned. | 2. On the basis of the request of the ESM Member and the assessment referred to in paragraph 1, the Board of Governors may decide to grant, in principle, stability support to the ESM Member concerned in the form of financial assistance facility. | 3. If a decision pursuant to paragraph 2 is adopted, the Board of Governors shall entrust the European Commission — in liaison with the ECB and, wherever possible, together with the IMF — with the task of negotiating, with the ESM Member concerned, a memorandum of understanding (an “MoU”) detailing the conditionality attached to the financial assistance facility. The content of the MoU shall reflect the severity of the weaknesses to be addressed and the financial assistance instrument chosen. In parallel, the Managing Director of the ESM shall prepare a proposal for financial assistance facility agreement, including the financial terms and conditions and the choice of instruments, to be adopted by the Board of Governors. | The MoU shall be fully consistent with the measures of economic policy coordination provided for in the TFEU, in particular with any act of European Union law, including any opinion, warning, recommendation or decision addressed to the ESM Member concerned. | 4. The European Commission shall sign the MoU on behalf of the ESM, subject to prior compliance with the conditions set out in paragraph 3 and approval by the Board of Governors. | 5. The Board of Directors shall approve the financial assistance facility agreement detailing the financial aspects of the stability support to be granted and, where applicable, the disbursement of the first tranche of the assistance. | … | 7. The European Commission — in liaison with the ECB and, wherever possible, together with the IMF — shall be entrusted with monitoring compliance with the conditionality attached to the financial assistance facility.’ | 9. | Το άρθρο 13 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ (με τον τίτλο «Διαδικασία για τη χορήγηση στήριξης σταθερότητας») ορίζει τα εξής: | «1. Μέλος του ΕΜΣ μπορεί να ζητήσει στήριξη σταθερότητας με αίτηση προς τον πρόεδρο του συμβουλίου διοικητών. Η εν λόγω αίτηση αναφέρει τα μέσα χρηματοπιστωτικής συνδρομής που πρέπει να εξεταστούν. Με την παραλαβή της αίτησης, ο πρόεδρος του συμβουλίου διοικητών αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, τα ακόλουθα: | α) | να εκτιμήσει την ύπαρξη κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της ή των κρατών μελών της, εκτός εάν η ΕΚΤ έχει ήδη υποβάλει σχετική ανάλυση βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 2, | β) | να εκτιμήσει εάν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο. Εφόσον κρίνεται χρήσιμο και εφικτό, η εν λόγω εκτίμηση αναμένεται να διενεργείται από κοινού με το ΔΝΤ, | γ) | να εκτιμήσει τις πραγματικές ή δυνητικές ανάγκες χρηματοδότησης του συγκεκριμένου μέλους του ΕΜΣ. | 2. Βάσει της αίτησης του κράτους μέλους του ΕΜΣ και της κατά την παράγραφο 1 εκτίμησης, το συμβούλιο διοικητών δύναται να αποφασίσει να χορηγήσει, κατ’ αρχήν, στήριξη σταθερότητας στο ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ με τη μορφή διευκόλυνσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής. | 3. Εάν εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2, το συμβούλιο διοικητών αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή —σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το ΔΝΤ— να διαπραγματευθεί με το ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ μνημόνιο κατανόησης (“ΜΚ”) όπου θα περιγράφονται αναλυτικά οι όροι που θα συνδέονται με τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής. Το περιεχόμενο του ΜΚ αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν και το μέσο χρηματοπιστωτικής συνδρομής που έχει επιλεγεί. Παράλληλα, ο διευθύνων σύμβουλος του ΕΜΣ καταρτίζει πρόταση συμφωνίας για διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής, περιλαμβάνουσα τους όρους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης, καθώς και την επιλογή των μέσων, που υποβάλλεται στο συμβούλιο διοικητών προς έγκριση. | Το ΜΚ συνάδει πλήρως με τα μέτρα συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που προβλέπονται στη ΣΛΕΕ, ιδίως με τυχόν πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε γνώμης, προειδοποίησης, σύστασης ή απόφασης απευθυνόμενης στο ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ. | 4. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογράφει το ΜΚ εξ ονόματος του ΕΜΣ, υπό τον όρο της προηγούμενης τήρησης των προϋποθέσεων που καθορίζονται στην παράγραφο 3 και της προηγούμενης έγκρισης από το συμβούλιο διοικητών. | 5. Το συμβούλιο διευθυντών εγκρίνει τη συμφωνία για διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην οποία παρουσιάζονται αναλυτικά οι χρηματοοικονομικές πτυχές της στήριξης σταθερότητας που πρόκειται να χορηγηθεί και, κατά περίπτωση, την εκταμίευση της πρώτης δόσης της συνδρομής. | […] | 7. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το ΔΝΤ– επιφορτίζεται με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους όρους που συνοδεύουν τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής.» |
| B – Memorandum of Understanding between the Republic of Cyprus and the Commission | Β – Μνημόνιο κατανόησης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Επιτροπής |
| 10. | Paragraphs 1.23 to 1.27 of the MoU (entitled ‘Restructuring and resolution of [CPB] and [BoC]’) state: | ‘1.23. | The accounting and economic value assessment mentioned has revealed that the two largest banks of Cyprus were insolvent. To address this situation the government has implemented a far reaching resolution and restructuring plan. In order to prevent the build-up of future imbalances and to restore the viability of the sector, while preserving competition, a fourfold strategy has been adopted which does not involve taxpayers’ money. | 1.24 | First, all Greek-related assets (including shipping loans) and liabilities were carved out, estimated in the adverse scenario respectively at EUR 16.4 and 15.0 billion. The Greek assets and liabilities were acquired by Piraeus bank, the restructuring of which will be dealt with by the Greek authorities. The carve-out was based on an agreement signed on 26 March 2013. With the book value of the assets at EUR 19.2 billion, the carve-out has substantially reduced the cross exposures between Greece and Cyprus. | 1.25. | With respect to the UK branch of [CPB], all the deposits were transferred to the UK subsidiary of the [BoC]. The associated assets were folded into the [BoC]. | 1.26. | Second, [BoC] is taking over via a purchase and assumption procedure the Cypriot assets of [CPB] at fair value, as well as the insured deposits and Emergency Liquidity Assistance exposure at nominal value. The uninsured deposits of [CPB] will remain in the legacy entity. The value of the transferred assets will be higher than the transferred liabilities with the difference corresponding to the recapitalisation of [BoC] by [CPB] amounting to 9% of the risk weighted assets transferred. [BoC] is recapitalised to reach a core tier one ratio of 9% under the adverse scenario of the stress test by the end of the programme which should help restoring confidence and normalising funding conditions. The conversion of [37.5%] of uninsured deposits in [BoC] into class A shares with full voting and dividend rights provides the largest part of the capital needs with additional equity contributions from the legacy entity of [CPB]. Part of the remaining uninsured deposits of [BoC] will be temporarily frozen. | 1.27. | Third, to ensure that the capitalisation targets are met, a more detailed and updated independent valuation of the assets of [BoC] and [CPB] will be completed, as required by the bank resolution framework, by [end June 2013]. To this end, no later than [mid April 2013], the terms of reference of the independent valuation exercise will be agreed in consultation with the [Commission], ECB and IMF. Following that valuation, and if required, an additional conversion of uninsured deposits into class A shares will be undertaken to ensure that the core tier one target of 9% under stress by end-program can be met. Should the bank be found to be overcapitalised relative to the target, a share-reversal process will be undertaken to refund depositors by the amount of the over-capitalisation.’ | 10. | Τα σημεία 1.23 έως 1.27 του μνημονίου κατανόησης (που φέρουν τον τίτλο «Αναδιάρθρωση και εξυγίανση της [Λαϊκής] και της Τράπεζας Κύπρου») έχουν ως εξής: | «1.23. | Η λογιστική εκτίμηση και η εκτίμηση οικονομικής αξίας που αναφέρθηκε προηγουμένως αποκάλυψε ότι οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Κύπρου ήσαν αφερέγγυες. Για αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής, η Κυβέρνηση εφάρμοσε ένα σχέδιο εκτενούς εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης. Προς το σκοπό αποφυγής της συσσώρευσης μελλοντικών ανισορροπιών και για αποκατάσταση της βιωσιμότητας του τομέα, ενώ θα διατηρείται ο ανταγωνισμός, έχει υιοθετηθεί μια τετραπλή στρατηγική η οποία δεν συνεπάγεται δαπάνη χρημάτων των φορολογουμένων. […] | 1.24. | Πρώτον, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με την Ελλάδα (περιλαμβανομένων των ναυτιλιακών δανείων) και υποχρεώσεις, που υπολογίζονται με το δυσμενές σενάριο σε […] 16,4 δισεκατομμύρια και […] 15 δισεκατομμύρια [ευρώ] αντίστοιχα, αποκόπησαν. Τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις στην Ελλάδα αποκτήθηκαν από την Τράπεζα Πειραιώς, η αναδιάρθρωση των οποίων θα γίνει από τις Ελληνικές αρχές. Η αποκοπή βασίστηκε σε συμφωνία που υπογράφηκε στις 26 Μαρτίου 2013. Με τη λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων που υπολογίζεται σε […] 19,2 δισεκατομμύρια [ευρώ], η αποκοπή μείωσε ουσιαστικά τη διασυνοριακή έκθεση μεταξύ Ελλάδας‑Κύπρου. | 1.25. | Σε ό,τι αφορά το παράρτημα της [Λαϊκής] στο Ηνωμένο Βασίλειο, όλες οι καταθέσεις του μεταφέρθηκαν στη θυγατρική της Τράπεζας Κύπρου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα συναφή περιουσιακά στοιχεία κλειδώθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου. | 1.26. | Δεύτερο, η Τράπεζα Κύπρου αναλαμβάνει μέσω μιας διαδικασίας αγοράς και ανάληψης το σύνολο σχεδόν των περιουσιακών στοιχείων της [Λαϊκής] στην Κύπρο σε δίκαιη αξία, όπως και τις ασφαλισμένες καταθέσεις και την Επείγουσα Ενίσχυση Ρευστότητας σε ονομαστική αξία. Οι ανασφάλιστες καταθέσεις της [Λαϊκής] θα παραμείνουν στην οντότητα που θα τις κληρονομήσει (legacy entity). Στόχος είναι η αξία των μεταφερθέντων περιουσιακών στοιχείων να είναι υψηλότερη από τις μεταφερθείσες υποχρεώσεις, με τη διαφορά που αντιστοιχεί στην ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου από τη [Λαϊκή] να ισούται με το 9 % των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων (risk-weighted assets) που μεταφέρονται. H Τράπεζα Κύπρου ανακεφαλαιοποιείται για να φθάσει ελάχιστο ποσό κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων (Core Tier 1) στο 9 % κάτω από το δυσμενές σενάριο του ελέγχου αντοχής μέχρι το τέλος του προγράμματος, πράγμα που θα πρέπει να βοηθήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στην εξομάλυνση των συνθηκών χρηματοδότησης. Η μετατροπή 37,5 % των ανασφάλιστων καταθέσεων της Τράπεζας Κύπρου σε μετοχές τάξης Α με πλήρη δικαιώματα ψήφου και δικαιώματα σε μέρισμα παρέχει το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαιακών αναγκών, με πρόσθετες εισφορές μετοχικού κεφαλαίου από την οντότητα που θα κληρονομήσει τη [Λαϊκή]. Μέρος των υπόλοιπων ανασφάλιστων καταθέσεων της Τράπεζας Κύπρου θα παγώσουν προσωρινά. | 1.27. | Τρίτο, για να διασφαλισθεί ότι επιτυγχάνονται οι στόχοι της κεφαλαιοποίησης, θα διεξαχθεί και ολοκληρωθεί μια πιο λεπτομερής και επικαιροποιημένη ανεξάρτητη αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας Κύπρου και της [Λαϊκής], όπως απαιτείται από το πλαίσιο εξυγίανσης τραπεζών, μέχρι τέλη Ιουνίου 2013. Προς το σκοπό αυτό, όχι αργότερα από μέσα Απριλίου 2013, θα συμφωνηθούν οι όροι εντολής της ανεξάρτητης άσκησης αποτίμησης, σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Μετά την αποτίμηση αυτή, αν χρειάζεται, θα γίνει πρόσθετη μετατροπή ανασφάλιστων καταθέσεων σε μετοχές τάξης Α για να διασφαλισθεί ότι ο στόχος 9 % στα κύρια βασικά ίδια κεφάλαια κατηγορίας 1 (Core Tier 1) σε έλεγχο αντοχής θα επιτευχθεί μέχρι το τέλος του προγράμματος. Σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί ότι η τράπεζα είναι υπερκεφαλαιοποιημένη σε σχέση με το στόχο, θα αναληφθεί διαδικασία αντιστροφής μετοχών για αποπληρωμή στους καταθέτες του ποσού της υπερκεφαλαιοποίησης.» |
| C – National law | Γ – Εθνικό δίκαιο |
| 1. Law of 22 March 2013 | 1. Ο νόμος της 22ας Μαρτίου 2013 |
| 11. | Pursuant to Articles 3(1) and 5(1) of the Law on the resolution of credit and other institutions (O peri exiyiansis pistotikon kai allon idrimaton nomos ‘the Law of 22 March 2013’), ( 4 ) the Central Bank of Cyprus (‘CBC’) was entrusted, together with the Minister for Finance, with the resolution of the institutions covered by that law. | 11. | Σύμφωνα με τα άρθρα 3(1) και 5(1) του περί εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων νόμου (στο εξής: νόμος της 22ας Μαρτίου 2013) ( 4 ), ανατέθηκε στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (στο εξής: ΚΤΚ) από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών το έργο της εξυγίανσης των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στον εν λόγω νόμο. |
| 12. | To that end, Article 12(1) of the Law of 22 March 2013 provides that the CBC may, by decree, restructure the debts and obligations of an institution under resolution, including by means of the reduction, modification, rescheduling or novation of the principal or outstanding amount of any type of claim, existing or future, against that institution, or by means of a conversion of debt instruments or obligations into equity. Moreover Article 12(1) provides that ‘insured deposits’, within the meaning of the fifth paragraph of Article 2 of the Law of 22 March 2013, are to be excluded from those measures. It is common ground that the deposits in question are generally deposits of up to EUR 100000. | 12. | Προς τον σκοπό αυτό, το άρθρο 12(1) του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 προβλέπει ότι η ΚΤΚ μπορεί, μέσω διατάγματος, να απαιτεί την αναδιάρθρωση των χρεών και υποχρεώσεων, υφιστάμενων ή μελλοντικών, οποιουδήποτε τύπου, του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένης της μειώσεως, τροποποιήσεως, διευθετήσεως ή αντικαταστάσεως του αρχικού κεφαλαίου ή του υπολειπόμενου ποσού, ή την ολική ή μερική μετατροπή χρεωστικών τίτλων ή υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο. Επιπλέον, στο άρθρο 12(1), ορίζεται ότι οι «εγγυημένες καταθέσεις», κατά την έννοια του άρθρου 2, πέμπτο εδάφιο, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, εξαιρούνται από τα μέτρα αυτά. Δεν αμφισβητείται ότι πρόκειται κατά κανόνα για τις καταθέσεις ποσού κατώτερου των 100000 ευρώ. |
| 2. Decrees Nos 103 and 104 | 2. Τα διατάγματα αριθ. 103 και 104 |
| 13. | On 29 March 2013, Decrees No 103 and No 104 were adopted on the basis of the Law of 22 March 2013. ( 5 ) | 13. | Στις 29 Μαρτίου 2013, εκδόθηκαν βάσει του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 τα διατάγματα αριθ. 103 και 104 ( 5 ). |
| 14. | The 2013 Decree on the ‘bailing-in’ of BoC, Regulatory Administrative Act No 103 (to peri diasosis me idia mesa tis Trapezas Kyprou Dimosias Etaireias Ltd Diatagma tou 2013, Kanonistiki Dioikitiki Praxi No 103, ‘Decree No 103’) provided for the recapitalisation of BoC — at the expense, inter alia, of its uninsured depositors, its shareholders and its bondholders — in order to enable it to continue to provide banking services. Accordingly, each uninsured deposit was converted into three sets of instruments: BoC shares (37.5% of each uninsured deposit), instruments that were convertible by BoC either into shares or into deposits (22.5% of each uninsured deposit), and instruments that were convertible into deposits by CBC (40% of each uninsured deposit) ( 6 ). Decree No 103 entered into force at 6.00 on 29 March 2013, in accordance with Article 10 thereof. | 14. | Το περί διάσωσης με ίδια μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013, Κανονιστική Διοικητική Πράξη αριθ. 103 (στο εξής: διάταγμα 103), προέβλεπε την ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου —εις βάρος, μεταξύ άλλων, των μη εξασφαλισμένων καταθετών της, των μετόχων και των ομολογιούχων της— προκειμένου να καταστεί δυνατό να συνεχίσει η τράπεζα να παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες. Έτσι, οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις μετατράπηκαν σε τρία είδη χρηματοπιστωτικών μέσων: σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου (ποσοστό 37,5 % κάθε μη εξασφαλισμένης κατάθεσης), σε τίτλους μετατρέψιμους από την Τράπεζα Κύπρου είτε σε μετοχές είτε σε καταθέσεις (ποσοστό 22,5 % κάθε μη εξασφαλισμένης κατάθεσης), και σε τίτλους μετατρέψιμους σε καταθέσεις από την ΚΤΚ (ποσοστό 40 % των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων) ( 6 ). Το διάταγμα 103 άρχισε να ισχύει στις 6:00 π.μ. της 29ης Μαρτίου 2013, σύμφωνα με το άρθρο 10 αυτού. |
| 15. | The 2013 Decree on the sale of certain operations of CPB, Regulatory Administrative Act No 104 (to Peri tis Polisis Orismenon Ergasion tis Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Diatagma tou 2013, Kanonistiki Dioikitiki Praxi No 104, ‘Decree No 104’) provided, pursuant to Articles 2 and 5 thereof, for the transfer of certain assets and liabilities from CPB to the BoC, including deposits of up to EUR 100000. These transfers took place at 6.10 on 29 March 2013. Deposits over EUR 100000 remained with CPB, pending its liquidation. | 15. | Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της [Λαϊκής] Διάταγμα του 2013, Κανονιστική Διοικητική Πράξη αριθ. 104 (στο εξής: διάταγμα αριθ. 104) προέβλεπε, στα άρθρα του 2 και 5, την μεταβίβαση ορισμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Λαϊκής προς την Τράπεζα Κύπρου, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων ποσού κάτω των 100000 ευρώ. Οι καταθέσεις ποσού άνω των 100000 ευρώ παρέμειναν στη Λαϊκή, εν αναμονή της εκκαθαρίσεώς της. |
| II – Background to the proceedings | II – Ιστορικό της διαφοράς |
| 16. | During the first few months of 2012, certain banks established in Cyprus, including CPB and BoC, experienced financial difficulties. The Republic of Cyprus deemed it necessary to recapitalise them and submitted a request for financial assistance from the EFSF or the ESM to the President of the Eurogroup. | 16. | Κατά τους πρώτους μήνες του 2012, ορισμένες Τράπεζες εγκατεστημένες στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων η Λαϊκή και η Τράπεζα Κύπρου, αντιμετώπισαν οικονομικές δυσχέρειες. Η Κυπριακή Δημοκρατία έκρινε αναγκαία την ανακεφαλαιοποίησή τους και υπέβαλε στον πρόεδρο της Ευρωομάδας αίτημα χρηματοδοτικής συνδρομής από την ΕΔΧΣ ή από τον ΕΜΣ. |
| 17. | By its statement of 27 June 2012, the Eurogroup indicated that the financial assistance requested would be provided by the EFSF or the ESM in the framework of a macro-economic adjustment programme to be set out in the form of an MoU which would be negotiated by the European Commission together with the ECB and the IMF, on the one hand, and by the Cypriot authorities, on the other. | 17. | Με δήλωση της 27ης Ιουνίου 2012, η Ευρωομάδα επισήμανε ότι η ζητηθείσα χρηματοδοτική συνδρομή θα χορηγούνταν είτε από την ΕΔΧΣ είτε από τον ΕΜΣ, στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο θα συγκεκριμενοποιούνταν από μνημόνιο κατανόησης για το οποίο θα διεξάγονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από κοινού με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, και, αφετέρου, των κυπριακών αρχών. |
| 18. | The Republic of Cyprus and the other Member States whose currency is the euro reached a political agreement on a draft MoU in March 2013. By its statement of 16 March 2013, the Eurogroup welcomed that agreement and referred to some of the adjustment measures envisaged, including the introduction of a levy on bank deposits. The Eurogroup indicated that, against that background, it considered that — in principle — financial assistance was warranted in order to safeguard financial stability in the Republic of Cyprus and the euro area, and called upon the relevant parties to accelerate the ongoing negotiations. | 18. | Η Κυπριακή Δημοκρατία και τα λοιπά κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία επί σχεδίου μνημονίου κατανόησης τον Μάρτιο του 2013. Με δήλωση της 16ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα χαιρέτισε τη συμφωνία αυτή και αναφέρθηκε σε ορισμένα από τα προβλεπόμενα μέτρα προσαρμογής, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν η θέσπιση εισφοράς επί των τραπεζικών καταθέσεων. Η Ευρωομάδα επισήμανε ότι, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου αυτού, εκτιμούσε ότι ήταν —κατ’ αρχήν— δικαιολογημένη η χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής ώστε να διασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ζώνης του ευρώ και κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να επιταχύνουν τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις. |
| 19. | On 18 March 2013, the Republic of Cyprus declared a bank holiday on 19 and 20 March 2013. The Cypriot authorities decided to extend the bank holiday until 28 March 2013 in order to avoid a run on the banks. | 19. | Στις 18 Μαρτίου 2013, η Κυπριακή Δημοκρατία κήρυξε ειδική τραπεζική αργία για τις 19 και 20 Μαρτίου 2013. Οι κυπριακές αρχές αποφάσισαν να παρατείνουν την τραπεζική αργία έως τις 28 Μαρτίου 2013 προκειμένου να αποφευχθούν μαζικές αναλήψεις από τους καταθέτες. |
| 20. | On 19 March 2013, the Cypriot Parliament rejected the Cypriot Government’s Bill relating to the introduction of a levy on all bank deposits in Cyprus. | 20. | Στις 19 Μαρτίου 2013, η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων καταψήφισε το σχέδιο νόμου της Κυπριακής Κυβέρνησης για τη θέσπιση εισφοράς επί όλων των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο. |
| 21. | On 22 March 2013, the Cypriot Parliament adopted the Law of 22 March 2013. | 21. | Στις 22 Μαρτίου 2013, η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε το νόμο της 22ας Μαρτίου 2013. |
| 22. | By its statement of 25 March 2013, the Eurogroup indicated that an agreement had been reached with the Cypriot authorities on the key elements of a future macro-economic adjustment programme, which was supported by all the Member States whose currency is the euro, as well as by the Commission, the ECB and the IMF. In addition, the Eurogroup welcomed the plan for the restructuring of the financial sector mentioned in an annex to that statement. The same day, the Governor of the CBC put BoC and CPB into resolution. Decrees Nos 103 and 104 were published on 29 March 2013. | 22. | Με δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα ανακοίνωσε την επίτευξη συμφωνίας με τις κυπριακές αρχές επί των ουσιωδών στοιχείων του μελλοντικού προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο είχε την υποστήριξη όλων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, καθώς και της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Επιπλέον, η Ευρωομάδα χαιρέτισε τα σχεδιαζόμενα μέτρα αναδιαρθρώσεως του χρηματοπιστωτικού τομέα για τα οποία γινόταν λόγος στο παράρτημα της δηλώσεως αυτής. Την ίδια ημέρα, ο διοικητής της ΚΤΚ έθεσε σε καθεστώς εξυγίανσης την Τράπεζα Κύπρου και την Λαϊκή και στις 29 Μαρτίου 2013 δημοσιεύθηκαν τα διατάγματα αριθ. 103 και 104. |
| 23. | At its meeting on 24 April 2013, the ESM Board of Governors took the following decisions: | — | to grant stability support to the Republic of Cyprus in the form of a financial assistance facility (the ‘FAF’), in accordance with the proposal by the Managing Director of the ESM; | — | to approve the draft MoU negotiated by the Commission (together with the ECB and the IMF) and the Republic of Cyprus; | — | to mandate the Commission to sign the MoU on behalf of the ESM. | 23. | Κατά τη συνεδρίασή του της 24ης Απριλίου 2013, το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ αποφάσισε τα εξής: | — | να χορηγήσει στήριξη σταθερότητας προς την Κυπριακή Δημοκρατία υπό μορφή διευκόλυνσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής (στο εξής: ΔΧΣ), σύμφωνα με την πρόταση του διευθύνοντος συμβούλου του ΕΜΣ, | — | να εγκρίνει το σχέδιο μνημονίου κατανόησης που είχαν διαπραγματευθεί η Επιτροπή (σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ) και η Κυπριακή Δημοκρατία, | — | να εξουσιοδοτήσει την Επιτροπή να υπογράψει το μνημόνιο αυτό εξ ονόματος του ΕΜΣ. |
| 24. | The MoU was signed on 26 April 2013 by the Minister for Finance of the Republic of Cyprus, the Governor of the CBC and Mr Rehn, Vice-President of the Commission, on its behalf. | 24. | Το μνημόνιο κατανόησης υπογράφηκε στις 26 Απριλίου 2013 από τον Υπουργό Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, από τον διοικητή της ΚΤΚ και από τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής O. Rehn, ενεργούντα εξ ονόματος της Επιτροπής. |
| 25. | Finally, on 8 May 2013, the ESM Board of Directors approved the agreement relating to the FAF and a proposal concerning the terms of payment of a first tranche of aid to the Republic of Cyprus. That tranche was divided into two disbursements, paid on 13 May 2013 (EUR 2 billion) and 26 June 2013 (EUR 1 billion), respectively. | 25. | Τέλος, στις 8 Μαΐου 2013, το συμβούλιο διευθυντών του ΕΜΣ ενέκρινε τη σύμβαση για τη ΔΧΣ καθώς και πρόταση για τους όρους καταβολής της πρώτης δόσεως της συνδρομής προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Η δόση αυτή διαιρέθηκε σε δύο χωριστές εκταμιεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 13 Μαΐου 2013 (2 δισεκατομμύρια ευρώ) και στις 26 Ιουνίου 2013 (1 δισεκατομμύριο ευρώ) αντίστοιχα. |
| III – Procedure before the General Court and orders under appeal | III – Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις |
| 26. | By three separate applications lodged on 24 May 2013, (i) Ledra Adverstising Ltd (‘Ledra’), (ii) A. Eleftheriou, E. Eleftheriou and L. Papachristofi (‘Eleftheriou and Others’), and (iii) C. Theophilou and E. Theophilou (‘Theophilou and Another’) (collectively referred to in this Opinion as ‘the appellants’) brought proceedings before the General Court, requesting compensation for damage allegedly suffered as a result of the inclusion of paragraphs 1.23 to 1.27 in the MoU and an annulment of those paragraphs of the MoU. | 26. | Με τρεις χωριστές προσφυγές-αγωγές που κατατέθηκαν στις 24 Μαΐου 2013 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι (i) Ledra Advertising Ltd (στο εξής: Ledra), (ii) A. Ελευθερίου, E. Ελευθερίου και Λ. Παπαχριστοφή (στο εξής: Ελευθερίου κ.λπ.) και (iii) Χ. Θεοφίλου και Ε. Θεοφίλου (στο εξής: Θεοφίλου κ.λπ.) (στο εξής, από κοινού: αναιρεσείοντες) ζήτησαν να τους επιδικαστεί αποζημίωση για τη ζημία που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω της προσθήκης των σημείων 1.23 έως 1.27 στο μνημόνιο κατανόησης, καθώς και να ακυρωθούν τα εν λόγω σημεία. |
| 27. | By three orders delivered on 10 November 2014 in Cases T‑289/13, Ledra Advertising v Commission and ECB, ( 7 ) T‑291/13, Eleftheriou and Papachristofi v Commission and ECB, ( 8 ) and T‑293/13, Theophilou v Commission and ECB ( 9 ) (‘the orders under appeal’), the General Court dismissed the applications as being in part inadmissible and in part lacking any foundation in law. | 27. | Με τρεις διατάξεις που εξέδωσε στις 10 Νοεμβρίου 2014 στις υποθέσεις T‑289/13, Ledra Advertising κατά Επιτροπής και ΕΚΤ ( 7 ), T‑291/13, Ελευθερίου και Παπαχριστοφή κατά Επιτροπής και ΕΚΤ ( 8 ) και T‑293/13, Θεοφίλου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ ( 9 ) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές-αγωγές ως εν μέρει απαράδεκτες και εν μέρει νόμω αβάσιμες. |
| IV – Procedure before the Court and forms of order sought | IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των αναιρεσειόντων |
| 28. | By appeals lodged on 9 January 2015, the appellants essentially request the Court to: | — | set aside the orders under appeal, with respect to the first two heads of claim, namely, the claim to pay compensation, and/or annul the disputed passages in the MoU; | — | refer the cases back to the General Court; | — | reserve the costs. | 28. | Με τις αιτήσεις αναιρέσεως που κατέθεσαν στις 9 Ιανουαρίου 2015, οι αναιρεσείοντες ζητούν κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο: | — | να αναιρέσει τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, καθόσον αφορούν τα δύο πρώτα αιτήματα, ήτοι, το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας και/ή το αίτημα ακυρώσεως των επίμαχων σημείων του μνημονίου κατανόησης· | — | να αναπέμψει τις υποθέσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου· | — | να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα. |
| 29. | In all three cases, both the Commission and the ECB submit that the Court should: | — | dismiss the appeals; | — | order the appellants to pay the costs. | 29. | Και στις τρεις υποθέσεις, τόσο η Επιτροπή όσο και η ΕΚΤ ζητούν από το Δικαστήριο: | — | να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως· | — | να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα. |
| 30. | By decision of 27 July 2015, the President of the Court ordered the joinder of Cases C‑8/15 P, C‑9/15 P and C‑10/15 P for the purposes of the oral procedure and the judgment. | 30. | Με απόφαση της 27ης Ιουλίου 2015, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑8/15 P, C‑9/15 P και C‑10/15 P προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. |
| 31. | The appellants, the Commission and the ECB presented oral argument at the hearing held on 2 February 2016. | 31. | Οι αναιρεσείοντες, η Επιτροπή και η ΕΚΤ ανέπτυξαν προφορικά τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Φεβρουαρίου 2016. |
| V – Assessment of the grounds of appeal | V – Εκτίμηση των λόγων αναιρέσεως |
| 32. | The appellants have lodged virtually identical appeals, putting forward four grounds of appeal in support of their actions. Three of those grounds concern the General Court’s dismissal of their first head of claim: the request for damages. One ground of appeal concerns the part of the orders in which that court rejected their second head of claim: the request for annulment of paragraphs 1.23 to 1.27 of the MoU. | 32. | Οι αναιρεσείοντες κατέθεσαν σχεδόν πανομοιότυπες αιτήσεις αναιρέσεως, προς θεμελίωση των οποίων προβάλλουν τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Οι τρεις από τους τέσσερις αυτούς λόγους αφορούν την απόρριψη από το Γενικό Δικαστήριο του πρώτου αιτήματός τους, ήτοι του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας. Ένας από τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως αφορά το τμήμα του σκεπτικού των διατάξεων με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το δεύτερο αίτημά τους, ήτοι το αίτημα ακυρώσεως των σημείων 1.23 έως 1.27 του μνημονίου κατανόησης. |
| 33. | However, before examining, in turn, each of those grounds, I shall consider the admissibility of the appeals. | 33. | Ωστόσο, προτού εξετάσω, διαδοχικά, καθέναν από τους λόγους αυτούς, θα αναφερθώ στο ζήτημα του παραδεκτού των αιτήσεων αναιρέσεως. |
| A – Admissibility of the appeals | Παραδεκτό των αιτήσεων αναιρέσεως |
| 1. Argument of the parties | 1. Επιχειρήματα των διαδίκων |
| 34. | The Commission and the ECB raise an objection to the admissibility of the appeals. The Commission claims that the appeals are insufficiently clear, precise and intelligible to meet the requirements set out in the Rules of Procedure of the Court (‘the Rules of Procedure’). The ECB, for its part, contends that the appeals confine themselves to repeating or reproducing the arguments previously submitted before the General Court, without offering any new or specific legal arguments against the order under appeal. | 34. | Η Επιτροπή και η ΕΚΤ προβάλλουν ένσταση απαραδέκτου των αιτήσεων αναιρέσεως. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως δεν είναι αρκούντως σαφείς, επακριβείς και κατανοητές, ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κανονισμό Διαδικασίας του Δικαστηρίου (στο εξής: Κανονισμός Διαδικασίας). Η ΕΚΤ, από την πλευρά της, υποστηρίζει ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως περιορίζονται στο να επαναλαμβάνουν ή να αναπαράγουν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να εισάγουν κανένα νέο ή συγκεκριμένο νομικό επιχείρημα κατά της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. |
| 2. Assessment | 2. Εκτίμηση |
| 35. | According to settled case-law, it follows from the second subparagraph of Article 256(1) TFEU, the first paragraph of Article 58 of the Statute of the Court of Justice and Article 168(1)(d) of the Rules of Procedure of the Court that an appeal must indicate precisely the contested elements of the judgment which the appellant seeks to have set aside and the legal arguments specifically advanced in support of the appeal. In this regard, Article 169(2) of the Rules of Procedure specifies that the pleas in law and legal arguments relied on must identify precisely those points in the grounds of the decision of the General Court which are contested. ( 10 ) Moreover, appeals ought to have a coherent structure, ( 11 ) and explain the grounds of appeal and the forms of order sought with sufficient clarity and precision. ( 12 ) | 35. | Κατά πάγια νομολογία, από τα άρθρα 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς τα αμφισβητούμενα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο την εν λόγω αίτηση. Συναφώς, στο άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζεται ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι και επιχειρήματα πρέπει να προσδιορίζουν με ακρίβεια τα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που αμφισβητούνται ( 10 ). Επιπλέον, οι αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να έχουν συνεπή δομή ( 11 ) και σε αυτές πρέπει να εκτίθενται με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια οι λόγοι αναιρέσεως και τα υποβαλλόμενα αιτήματα ( 12 ). |
| 36. | These requirements are by no means the result of mere formalism; they are crucial in order to guarantee principles of fundamental importance such as legal certainty, sound administration of justice, and the protection of the rights of defence of the other parties to the proceedings. ( 13 ) That appears all the more true, when it is considered that the Court hears cases in all 24 official languages of the Union and has to deal, on a daily basis, with courts, public authorities, and legal counsel from different national legal systems, each with its own rules, concepts, traditions and cultures. | 36. | Οι απαιτήσεις αυτές δεν είναι σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα απλής τυπολατρείας· αντιθέτως, είναι κρίσιμες για τη διασφάλιση της τήρησης αρχών θεμελιώδους σημασίας όπως είναι η αρχή της ασφάλειας δικαίου, της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας των λοιπών διαδίκων ( 13 ). Η άποψη αυτή ενισχύεται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το Δικαστήριο εκδικάζει υποθέσεις και στις 24 επίσημες γλώσσες της Ένωσης και έρχεται σε επαφή, σε καθημερινή βάση, με δικαστήρια, δημόσιες αρχές και νομικούς παραστάτες από διαφορετικά εθνικά νομικά συστήματα, εκ των οποίων το καθένα έχει τους δικούς του κανόνες, έννοιες, παραδόσεις και νοοτροπία. |
| 37. | Against that background, I must acknowledge that the arguments put forward by the Commission and the ECB regarding the admissibility of the present appeals are not without merit. Apart from the general lack of care and precision in their drafting and presentation, the appeals discuss in a rather confused manner issues of law and of fact. The poor structure and the lack of headings, table of contents or executive summary make it arduous for the reader to find the logical thread behind the various passages of the appeals. | 37. | Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναγνωρίσω ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται από την Επιτροπή και από την ΕΚΤ όσον αφορά το παραδεκτό των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως δεν στερούνται βασιμότητας. Πέραν της εν γένει πρόχειρης και μη επακριβούς διατύπωσης και παρουσίασής τους, οι αιτήσεις αναιρέσεως αναλύουν με μάλλον συγκεχυμένο τρόπο τα νομικά και πραγματικά ζητήματα. Η κακή δομή και η απουσία τίτλων, πίνακα περιεχομένων ή/και σύνοψης των κυριοτέρων σημείων καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη την προσπάθεια του αναγνώστη να διακρίνει τον λογικό ειρμό που συνδέει τα διάφορα μέρη του κειμένου των αιτήσεων αναιρέσεως. |
| 38. | This made it difficult to discern with certainty the number and type of grounds of appeal and the arguments put forward. This is particularly true with regard to certain legal and factual aspects which go to the very heart of the appellants’ case: for example, the identification of the conduct which gave rise to the alleged financial loss. | 38. | Συνεπεία του γεγονότος αυτού δεν μου ήταν εύκολο να εντοπίσω με βεβαιότητα τον αριθμό και το είδος των λόγων αναιρέσεως καθώς και τα προβαλλόμενα επιχειρήματα. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για ορισμένες νομικές και πραγματικές πτυχές που βρίσκονται στον ίδιο τον πυρήνα της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειόντων: για παράδειγμα, ο προσδιορισμός της συμπεριφοράς που προκάλεσε την προβαλλόμενη οικονομική ζημία. |
| 39. | In the light of the above, I am of the view that the Court ought to seriously consider the possibility that the appeals do not comply, in whole or in part, with the requirements laid down in the provisions of the Court’s Statute and Rules of Procedures referred to above. | 39. | Υπό το φως των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο οι αιτήσεις αναιρέσεως να μην πληρούν, εν όλω ή εν μέρει, τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις προαναφερθείσες διατάξεις του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του Κανονισμού Διαδικασίας. |
| 40. | If, in spite of the appellants’ carelessness, the Court were to take the view that the appeals cannot be declared inadmissible in their entirety, I believe that four grounds of appeal should be dealt with. Contrary to the ECB’s argument, those grounds of appeal do not merely reproduce arguments put forward at first instance but include a critique of the orders under appeal. | 40. | Αν, παρά την επιδειχθείσα από τους αναιρεσείοντες έλλειψη επιμέλειας, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως δεν μπορούν να κριθούν απαράδεκτες στο σύνολό τους, φρονώ ότι θα πρέπει να εξεταστούν τέσσερις λόγοι αναιρέσεως. Σε αντίθεση με τα υποστηριζόμενα από την ΕΚΤ, οι εν λόγω λόγοι αναιρέσεως δεν αναπαράγουν απλώς επιχειρήματα προβληθέντα πρωτοδίκως αλλά περιλαμβάνουν και αμφισβήτηση των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων. |
| 41. | Any additional criticism of the orders under appeal included in the appeals is, to my mind, manifestly not presented in a sufficiently clear and structured manner to be considered to be a proper or self-standing ground of appeal. The appeals also include a number of statements in which the appellants criticise findings of fact made by the General Court. ( 14 ) However, according to settled case-law, the assessment of the facts is not, other than in cases where the evidence produced before the General Court has been distorted, a question of law which is subject, as such, to review by the Court. ( 15 ) Thus, had those statements to be considered as one or more additional grounds of appeal, they would at any rate be inadmissible. | 41. | Κατά τη γνώμη μου, είναι πρόδηλο ότι κάθε περαιτέρω αμφισβήτηση των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων που περιλαμβάνεται στις αιτήσεις αναιρέσεως δεν εκτίθεται με αρκετά σαφή και δομημένο τρόπο ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποτελεί ξεχωριστό ή αυτοτελή λόγο αναιρέσεως. Στις αιτήσεις αναιρέσεως περιλαμβάνεται επίσης σειρά παρατηρήσεων με τις οποίες επικρίνονται διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο ( 14 ). Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου ( 15 ). Συνεπώς, ακόμα και αν γινόταν δεκτό ότι οι παρατηρήσεις αυτές συνιστούν έναν ή πλείονες λόγους αναιρέσεως, οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως θα ήταν ούτως ή άλλως απαράδεκτοι. |
| B – First ground of appeal | Β – Πρώτος λόγος αναιρέσεως |
| 1. Argument of the parties | 1. Επιχειρήματα των διαδίκων |
| 42. | By their first ground of appeal, directed against paragraphs 45 and 46 of the orders under appeal, the appellants submit that the General Court committed an error in law in concluding that the adoption of the MoU did not originate with the Commission or the ECB. In particular, they claim that the General Court failed to take into account the Commission’s duty — referred to in paragraph 164 of Pringle — to ensure that the MoUs concluded by the ESM are compatible with EU law. | 42. | Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, που αφορά τις σκέψεις 45 και 46 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη δεχόμενο ότι το μνημόνιο κατανόησης δεν αποτελεί πράξη της Επιτροπής ή της ΕΚΤ. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την υποχρέωση της Επιτροπής —μνεία της οποίας γίνεται στη σκέψη 164 της αποφάσεως Pringle— να εξασφαλίζει ότι τα μνημόνια κατανόησης που συνάπτονται από τον ΕΜΣ είναι συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης. |
| 43. | The Commission contends that the General Court did not err in law when it concluded that the MoU is an act of international public law concluded between the ESM and the Republic of Cyprus. The ESM Treaty entrusted the Commission with the power to sign the MoU on behalf of the ESM but that institution is not a party to the agreement. As such, any obligation for the Commission stemming from Pringle does not alter the legal nature of the MoU, which the appellants claim is the cause of their damage. | 43. | Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη, δεχόμενο ότι το μνημόνιο κατανόησης συνιστά πράξη δημοσίου διεθνούς δικαίου καταρτισθείσα μεταξύ του ΕΜΣ και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με τη Συνθήκη για τον ΕΜΣ ανατέθηκε στην Επιτροπή η εξουσία να υπογράφει μνημόνια κατανόησης εξ ονόματος του ΕΜΣ αλλά το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν καθίσταται συμβαλλόμενο μέρος στην εκάστοτε συμφωνία. Οποιαδήποτε υποχρέωση της Επιτροπής απορρέουσα από την απόφαση Pringle δεν μεταβάλλει, αυτή καθαυτή, τη νομική φύση του μνημονίου κατανόησης, λόγω του οποίου, κατά τους αναιρεσείοντες, προκλήθηκε η ζημία τους. |
| 44. | The ECB submits that this plea is inadmissible and in any event unfounded. It contends that the General Court was correct in its understanding that the adoption of the MoU could not have originated with the Commission or the ECB. As such, the orders under appeal were right in holding the actions for compensation inadmissible. | 44. | Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος. Υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η υπογραφή του μνημονίου κατανόησης δεν αποτελούσε πράξη της Επιτροπής ή της ΕΚΤ. Ως εκ τούτου, το αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας ορθώς απορρίφθηκε με τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις ως απαράδεκτο. |
| 2. Assessment | 2. Εκτίμηση |
| 45. | This ground of appeal raises, in essence, the issue of whether the Union can be held liable, under Articles 268 and 340 TFEU, to pay damages for losses caused, directly or indirectly, by an MoU entered into by the ESM and a member of the ESM having requested financial assistance pursuant to Article 13 of the ESM Treaty. | 45. | Ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως θέτει, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν η Ένωση μπορεί να υποχρεωθεί, κατά τα άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ, να αποκαταστήσει ζημία που προκλήθηκε, άμεσα ή έμμεσα, από μνημόνιο κατανόησης που συνήφθη μεταξύ του ΕΜΣ και ενός μέλους του ΕΜΣ το οποίο ζήτησε χρηματοδοτική συνδρομή σύμφωνα με το άρθρο 13 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ. |
| 46. | In that regard, I would call to mind that, according to that provision, the MoU — detailing the conditionality attached to the financial assistance facility to be granted by the ESM — is negotiated by the Commission, in liaison with the ECB and, wherever possible, together with the IMF. The MoU is signed by the Commission, on behalf of the ESM, subject to approval by the Board of Governors of the ESM. | 46. | Υπενθυμίζω σχετικώς ότι, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το μνημόνιο κατανόησης –στο κείμενο του οποίου εκτίθενται λεπτομερώς οι δεσμευτικοί όροι της διευκόλυνσης χρηματοδοτικής συνδρομής εκ μέρους του ΕΜΣ– το διαπραγματεύεται η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον αυτό είναι εφικτό, από κοινού με το ΔΝΤ. Το μνημόνιο κατανόησης υπογράφεται από την Επιτροπή, εξ ονόματος του ΕΜΣ, υπό την επιφύλαξη της εγκρίσεως από το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ. |
| 47. | At the outset, it seems important to point out that, according to settled case-law, the purpose of an action for damages against the Union is to seek compensation for damage resulting from a measure or from unlawful conduct attributable to an institution. ( 16 ) Pursuant to Article 340 TFEU, any act of an institution (or of its servants) in the performance of their duties can in principle give rise to the Union’s liability. | 47. | Κατ’ αρχάς, είναι σημαντικό να τονισθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σκοπός της αγωγής αποζημιώσεως κατά της Ένωσης είναι να ζητείται αποζημίωση για ζημία που προκλήθηκε από μέτρο ή από παράνομη συμπεριφορά για την οποία ευθύνεται θεσμικό όργανο ( 16 ). Κατά το άρθρο 340 ΣΛΕΕ, η Ένωση υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποκαθιστά οποιαδήποτε ζημία την οποία προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. |
| 48. | Before the General Court, the appellants developed two lines of argument in support of their contention that the conduct which caused the alleged damage is attributable to the EU institutions. | 48. | Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες ανέπτυξαν δύο ομάδες επιχειρημάτων προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους ότι η συμπεριφορά που προκάλεσε την προβαλλόμενη ζημία πρέπει να καταλογιστεί στα θεσμικά όργανα της Ένωσης. |
| a) First line of argument | α) Πρώτη ομάδα επιχειρημάτων |
| 49. | The main line of argument put forward by the appellants at first instance, as I understand it, consisted in arguing that the damage allegedly suffered was caused by the signature of the MoU, an act which they considered attributable to the Commission and the ECB. | 49. | Πρωτοδίκως, η βασική επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων, όπως την αντιλαμβάνομαι, συνίστατο στον ισχυρισμό ότι η ζημία την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν προκλήθηκε λόγω της υπογραφής του μνημονίου κατανόησης, το οποίο κατά την άποψή τους συνιστά πράξη της Επιτροπής και της ΕΚΤ. |
| 50. | In paragraphs 40 to 47 of the orders under appeal, the General Court pointed out that, according to settled case-law, it has jurisdiction only in disputes relating to compensation for damage caused by the institutions of the Union or by its servants in the performance of their duties. Consequently, a claim for compensation that is directed against the Union and is based on the mere illegality of an act or course of conduct that has not been adopted by an institution of the Union or by its servants is inadmissible. That court went on to observe that, although the ESM Treaty entrusts the Commission and the ECB with certain tasks relating to the implementation of the objectives of that treaty, it is apparent from Pringle that the duties conferred on the Commission and the ECB within the ESM Treaty do not entail any power to make decisions of their own and, moreover, that the activities pursued by those two institutions within the ESM Treaty solely commit the ESM. Therefore, the General Court concluded that the adoption of the MoU did not originate with the Commission or the ECB and, consequently, that it lacked jurisdiction to consider a claim for compensation based on the illegality of certain provisions of the MoU. | 50. | Στις σκέψεις 40 έως 47 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά πάγια νομολογία, έχει αρμοδιότητα μόνο για διαφορές που αφορούν την αποκατάσταση της ζημίας που προκαλούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ως εκ τούτου, αίτημα αποζημιώσεως στρεφόμενο κατά της Ένωσης και στηριζόμενο μόνο στην παρανομία πράξεως ή συμπεριφοράς η οποία δεν αποδίδεται σε θεσμικό όργανο της Ένωσης ή στους υπαλλήλους του πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Το ίδιο δικαστήριο παρατήρησε στη συνέχεια ότι, μολονότι η Συνθήκη για τον ΕΜΣ αναθέτει στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ ορισμένα καθήκοντα τα οποία συνδέονται με την εφαρμογή των σκοπών της Συνθήκης αυτής, προκύπτει, εντούτοις, σαφώς από την απόφαση Pringle ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ δεν παρέχουν ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων και, επίσης, ότι οι ενέργειες των εν λόγω δύο οργάνων στο πλαίσιο της ως άνω Συνθήκης δεσμεύουν μόνον τον ΕΜΣ. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το μνημόνιο κατανόησης δεν αποτελούσε πράξη της Επιτροπής ή της ΕΚΤ, οπότε το ίδιο δεν είχε αρμοδιότητα να αποφανθεί επί αιτήματος αποζημιώσεως στηριζομένου στον παράνομο χαρακτήρα ορισμένων όρων του μνημονίου κατανόησης. |
| 51. | To my mind, the reasoning of the General Court cannot be faulted. It is common ground that the ESM Treaty is, despite the strong links it has with the EU Treaties, an international agreement signed outside the EU legal framework. Entering into force after the ratification procedures in the contracting States were completed, that treaty created a new international organisation with its own rules, mission, institutions and staff. | 51. | Κατά τη γνώμη μου, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Είναι γενικώς παραδεκτό ότι η Συνθήκη για τον ΕΜΣ συνιστά, παρά τους ισχυρούς δεσμούς της με τις Συνθήκες της Ένωσης, διεθνή συμφωνία που υπεγράφη εκτός του νομικού πλαισίου της Ένωσης. Τεθείσα σε ισχύ μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών κύρωσης στα συμβαλλόμενα κράτη, η εν λόγω Συνθήκη δημιούργησε ένα νέο διεθνή οργανισμό με τους δικούς του κανόνες, στόχους, αποστολή, όργανα και προσωπικό. |
| 52. | With the agreement of all EU Member States, ( 17 ) the ESM Treaty conferred certain tasks on some EU institutions (Commission, ECB, Council and Court of Justice). In fact, even before the signature of the ESM Treaty, the Court had held that, under certain conditions, the Member States are entitled, in areas which do not fall under the exclusive competence of the Union, to entrust tasks to the institutions, outside the EU framework. ( 18 ) | 52. | Με τη συναίνεση όλων των κρατών μελών της Ένωσης ( 17 ), η Συνθήκη για τον ΕΜΣ ανέθεσε ορισμένα καθήκοντα σε συγκεκριμένα θεσμικά όργανα της Ένωσης (Επιτροπή, ΕΚΤ, Συμβούλιο και Δικαστήριο). Στην πραγματικότητα, ακόμη και πριν από την υπογραφή της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη δικαιούνται, σε τομείς που δεν υπόκεινται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, να αναθέτουν καθήκοντα στα θεσμικά όργανα, εκτός του πλαισίου της Ένωσης ( 18 ). |
| 53. | Nonetheless, the fact that one or more institutions of the Union may play a certain role within the ESM legal framework does not alter the nature of the acts of the ESM. Those acts are extraneous to the EU legal order: they are decided by ESM’s own institutions and bind only the ESM. ( 19 ) The EU is not a party to the ESM Treaty (and neither are all of its Member States). It follows from Article 216(2) TFEU that the Union is, as a rule, bound only by the international agreements to which it is a party. ( 20 ) | 53. | Εντούτοις, το γεγονός ότι ένα ή περισσότερα θεσμικά όργανα της Ένωσης ενδέχεται να έχουν ορισμένο ρόλο εντός του νομικού πλαισίου του ΕΜΣ δεν μεταβάλλει τη φύση των πράξεων του ΕΜΣ. Οι εν λόγω πράξεις βρίσκονται εκτός της έννομης τάξης της Ένωσης: αποφασίζονται από τα όργανα του ΕΜΣ και δεσμεύουν μόνο τον ΕΜΣ ( 19 ). Η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη για τον ΕΜΣ (ούτε άλλωστε και το σύνολο των κρατών μελών της). Από το άρθρο 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η Ένωση δεσμεύεται, κατ’ αρχήν, μόνον από τις διεθνείς συμφωνίες τις οποίες έχει συνάψει ως συμβαλλόμενο μέρος ( 20 ). |
| 54. | I hardly need to point out, in this context, that it cannot be considered that, subsequent to the entry into force of the ESM Treaty, the Union has assumed, and thus has transferred to it, the powers previously exercised by the Member States that fall within that treaty. ( 21 ) The ESM Treaty is an instrument of economic policy which, according to Article 6 TFEU, is not an area of exclusive competence of the EU. Nor has the specific sector in which the ESM Treaty intervened become an area of exclusive competence by virtue of the legislation enacted by the Union. As the Court has observed in Pringle, nothing in the FEU Treaty indicates that the Union has exclusive competence to grant financial assistance to a Member State experiencing, or threatened by, severe financing problems. ( 22 ) | 54. | Είναι προφανές, στο πλαίσιο αυτό, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, η Ένωση ανέλαβε και, ακολούθως, μεταβίβασε στον ΕΜΣ τις εξουσίες που ασκούσαν προηγουμένως τα κράτη μέλη και οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Συνθήκης ( 21 ). Η Συνθήκη για τον ΕΜΣ είναι ένα εργαλείο ασκήσεως οικονομικής πολιτικής η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΛΕΕ, δεν αποτελεί πεδίο αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης. Ούτε κατέστη, άλλωστε, ο συγκεκριμένος τομέας τον οποίο αφορά η Συνθήκη για τον ΕΜΣ πεδίο αποκλειστικής αρμοδιότητας δυνάμει νομοθετικών μέτρων που θέσπισε η Ένωση. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση Pringle, από κανένα στοιχείο της Συνθήκης ΛΕΕ δεν προκύπτει ότι η Ένωση είναι η μόνη αρμόδια για τη χορήγηση χρηματοοικονομικής ενίσχυσης σε κράτος μέλος που αντιμετωπίζει ή διατρέχει τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης ( 22 ). |
| 55. | The fact that certain acts of EU law refer to the ESM provisions (and vice versa) cannot lead to a different conclusion. It follows from settled case-law that the fact that one or more acts of EU law may have the object or effect of incorporating into EU law certain provisions set out in an international agreement which the Union has not itself approved is not sufficient for bringing that international agreement within the scope of EU law. ( 23 ) | 55. | Το γεγονός ότι σε ορισμένες πράξεις του δικαίου της Ένωσης γίνεται αναφορά σε διατάξεις του ΕΜΣ (και αντιστρόφως) δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι μία ή περισσότερες πράξεις του δικαίου της Ένωσης έχουν, ενδεχομένως, ως αντικείμενο ή ως σκοπό την ενσωμάτωση στο δίκαιο της Ένωσης ορισμένων διατάξεων μιας διεθνούς συμφωνίας που δεν έχει εγκριθεί από την ίδια την Ένωση δεν αρκεί για να εντάξει την εν λόγω διεθνή συμφωνία στο πεδίο του δικαίου της Ένωσης ( 23 ). |
| 56. | Furthermore, I call to mind that the Court has recently confirmed that there is no place in the EU legal order for hybrid acts, not provided for in the Treaties, adopted under procedures which involve without distinction elements falling within the decision-making process specific to the EU and elements of an intergovernmental nature. ( 24 ) | 56. | Υπενθυμίζω, περαιτέρω, ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε πρόσφατα ότι στην έννομη τάξη της Ένωσης δεν έχουν θέση υβριδικές πράξεις, που δεν προβλέπονται από τις Συνθήκες και θεσπίζονται με διαδικασίες που εμπεριέχουν αδιακρίτως στοιχεία εντασσόμενα στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Ένωσης και στοιχεία διακυβερνητικού χαρακτήρα ( 24 ). |
| 57. | Lastly, I ought to point out that any financial consequence stemming from those acts is to be borne solely by the ESM budget. ( 25 ) Conversely, to accept the arguments put forward by the appellants would imply — as the ECB notes — that the EU budget would ultimately be affected by decisions taken within an international organisation to which not all EU Member States are party. | 57. | Τέλος, πρέπει να τονίσω ότι οποιαδήποτε οικονομική συνέπεια απορρέουσα από τις εν λόγω πράξεις πρέπει να βαρύνει αποκλειστικά τον προϋπολογισμό του ΕΜΣ ( 25 ). Αντιθέτως, η αποδοχή των επιχειρημάτων των αναιρεσειόντων θα σήμαινε —όπως επισημαίνει η ΕΚΤ— ότι ο προϋπολογισμός της Ένωσης θα επιβαρυνόταν σε τελική ανάλυση από αποφάσεις λαμβανόμενες στο πλαίσιο ενός διεθνούς οργανισμού στον οποίο δεν μετέχουν όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης. |
| 58. | Therefore, the fact that international agreements entered into by the ESM and one of its Members (in casu, the Republic of Cyprus) are negotiated by the Commission and ECB, and signed by the Commission on behalf of the ESM, cannot alter the real legal nature of those agreements: ( 26 ) they are acts of the ESM. | 58. | Συνεπώς, το γεγονός ότι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ του ΕΜΣ και ενός από τα μέλη αυτού (εν προκειμένω, της Κυπριακής Δημοκρατίας) τις διαπραγματεύεται η Επιτροπή και η ΕΚΤ και τις υπογράφει η Επιτροπή εξ ονόματος του ΕΜΣ δεν μπορεί να μεταβάλει την πραγματική νομική φύση των εν λόγω συμφωνιών ( 26 ): αυτές αποτελούν πράξεις του ΕΜΣ. |
| 59. | Accordingly, the General Court was correct in holding that the MoU cannot be attributed to the Commission or the ECB. | 59. | Συνεπώς, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το μνημόνιο κατανόησης δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη της Επιτροπής ή της ΕΚΤ. |
| b) Second line of argument | β) Δεύτερη ομάδα επιχειρημάτων |
| 60. | Nor do I reach a different conclusion on the liability of the Union in this case if I turn to the alternative line of argument put forward by the appellants on this point. | 60. | Δεν οδηγούμαι σε διαφορετικό συμπέρασμα όσον αφορά την ευθύνη της Ένωσης στην παρούσα υπόθεση ούτε με βάση την εναλλακτική επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων επί του συγκεκριμένου ζητήματος. |
| 61. | The appellants argue that the damage allegedly suffered by them was caused by the Commission’s failure to fulfil its duty to ensure that the MoU fully complied with EU law. In that regard, the appellants refer to paragraphs 164 and 174 of Pringle, in which the Court stated: (i) ‘[b]y its involvement in the ESM Treaty, the Commission promotes the general interest of the Union. Further, the tasks allocated to the Commission by the ESM Treaty enable it … to ensure that the memoranda of understanding concluded by the ESM are consistent with [EU] law’; and (ii) ‘the MoU which is to be negotiated with the Member State requesting stability support must be fully consistent with [EU] law’. | 61. | Κατά τους αναιρεσείοντες, η ζημία την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν προκλήθηκε από τη μη εκπλήρωση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρεώσεως της να διασφαλίσει ότι το μνημόνιο κατανόησης θα συνάδει πλήρως με το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται τις σκέψεις 164 και 174 της αποφάσεως Pringle, όπου το Δικαστήριο δέχθηκε ότι: (i) «[μ]ε την εμπλοκή της στη Συνθήκη ΕΜΣ, η Επιτροπή προάγει το κοινό συμφέρον της Ένωσης. Εξάλλου, τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή από τη Συνθήκη ΕΜΣ της επιτρέπουν […] να μεριμνά για τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης των μνημονίων κατανόησης που συνάπτονται από τον ΕΜΣ» και (ii) «το μνημόνιο κατανόησης, το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με το κράτος μέλος που ζητεί τη χορήγηση στήριξης σταθερότητας, πρέπει να συνάδει πλήρως με το δίκαιο της Ένωσης». |
| 62. | Having doubts as to the admissibility of this argument, the General Court dealt with it only briefly. It merely noted that, in any event, the alleged damage came into existence before the MoU had been signed and this meant that a nexus of causality between the conduct of the Commission and that damage had not been established. ( 27 ) | 62. | Επειδή είχε αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό του επιχειρήματος αυτού, το Γενικό Δικαστήριο το εξέτασε μόνον εν συντομία. Περιορίστηκε στο να σημειώσει ότι, σε κάθε περίπτωση, η προβαλλόμενη ζημία επήλθε πριν από την υπογραφή του μνημονίου κατανόησης, οπότε δεν απεδείχθη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς της Επιτροπής και της εν λόγω ζημίας ( 27 ). |
| 63. | Regardless of the admissibility aspect and of the correctness of the General Court’s reasoning, I take the view that the appellants’ second line of argument also is unpersuasive. | 63. | Ανεξαρτήτως του ζητήματος του παραδεκτού και της ορθότητας του σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου, φρονώ ότι και η δεύτερη ομάδα επιχειρημάτων των αναιρεσειόντων δεν είναι πειστική. |
| 64. | To explain why, I shall address, in turn, the following two issues. First, I shall deal with the premiss on which that argument is based: the existence of a legal obligation, for the Commission, to ensure that acts adopted by bodies or the organisations on behalf of which it acts outside the EU framework respect EU law, whose breach can give rise to the Union’s financial liability. Second, I shall examine whether, during the negotiations culminating in the signature of the MoU, there could possibly have been a breach of EU law which it was the Commission’s duty to avert. | 64. | Για να εξηγήσω το γιατί, θα αναφερθώ, διαδοχικά, στα εξής δύο ζητήματα. Πρώτον, θα εξετάσω την προκείμενη στην οποία βασίζεται το εν λόγω επιχείρημα: την ύπαρξη, δηλαδή, νομικής υποχρεώσεως της Επιτροπής να μεριμνά ώστε να συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης οι πράξεις που υιοθετούνται από όργανα ή οργανισμούς εξ ονόματος των οποίων η ίδια ενεργεί εκτός του πλαισίου της Ένωσης, η παράβαση της οποίας μπορεί να γεννήσει οικονομική ευθύνη της Ένωσης. Δεύτερον, θα εξετάσω αν, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στην υπογραφή του μνημονίου κατανόησης, ενδέχεται να υπήρξε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης την οποία είχε υποχρέωση να αποτρέψει η Επιτροπή. |
| i) On the Commission’s obligations when acting outside the EU framework and the related liability of the Union | i) Επί των υποχρεώσεων της Επιτροπής όταν ενεργεί εκτός του πλαισίου της Ένωσης και της σχετικής με αυτές ευθύνης της Ένωσης. |
| 65. | At the outset, I must observe that, on the face of it, paragraph 164 of Pringle does not expressly mention any specific obligation for the Commission. The wording of that passage seems to suggest that, by intervening in the negotiations of an MoU it is possible for the Commission to ensure its consistency with EU law. However, to really grasp the true meaning of that passage, I think one must read it in its context. | 65. | Πρέπει εξαρχής να παρατηρήσω ότι, εκ πρώτης όψεως, στη σκέψη 164 της αποφάσεως Pringle δεν περιέχεται καμία ρητή αναφορά σε ειδική υποχρέωση της Επιτροπής. Από τη διατύπωση της εν λόγω σκέψεως φαίνεται να προκύπτει ότι, διά της συμμετοχής της στη διαπραγμάτευση για την υπογραφή ενός μνημονίου κατανόησης, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τη συμβατότητα του μνημονίου με το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, για να γίνει κατανοητό το αληθές νόημα του συγκεκριμένου αυτού χωρίου, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθεί εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται. |
| 66. | In that part of Pringle, which concerned the roles of the Commission and of the ECB, the Court was examining whether the tasks attributed by the ESM Treaty to certain EU institutions were compatible with the EU Treaties. One of the conditions which, according to case-law, must be fulfilled to ensure compatibility is that those extra tasks ‘do not alter the essential character of the powers conferred on those institutions’ by the EU Treaties. ( 28 ) As regards the Commission, the Court recalled, in paragraph 163 of the judgment, that, pursuant to Article 17(1) TEU, that institution ‘shall promote the general interest of the Union’ and ‘shall oversee the application of Union law’. | 66. | Στο συγκεκριμένο τμήμα του σκεπτικού της αποφάσεως Pringle, που αφορούσε τον ρόλο της Επιτροπής και της ΕΚΤ, το Δικαστήριο εξέταζε αν τα καθήκοντα που αναθέτει η Συνθήκη για τον ΕΜΣ σε ορισμένα όργανα της Ένωσης συμβιβάζονταν με τις Συνθήκες της Ένωσης. Μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει, κατά τη νομολογία, να πληρούνται προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμβατότητα είναι τα πρόσθετα αυτά καθήκοντα να μην «αλλοιώνουν τις αρμοδιότητες τις οποίες […] αναθέτουν στα εν λόγω θεσμικά όργανα» οι Συνθήκες της Ένωσης ( 28 ). Όσον αφορά την Επιτροπή, το Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 163 της αποφάσεως, ότι, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το εν λόγω θεσμικό όργανο «προάγει το κοινό συμφέρον της Ένωσης» και «επιβλέπει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης». |
| 67. | Therefore, the statement in paragraph 164 of Pringle must be read against the background of Article 17(1) TEU. The Court reviewed the ESM Treaty and concluded that no provision of that treaty appeared to require the Commission to perform tasks which could collide with its EU constitutional mission of promoter of the interests of the Union and ‘Guardian of the Treaties’. On the contrary, the Commission’s role in the ESM Treaty seemed perfectly in line with that mission. | 67. | Επομένως, η σκέψη 164 της αποφάσεως Pringle πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Το Δικαστήριο εξέτασε τη Συνθήκη για τον ΕΜΣ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καμία διάταξη της εν λόγω Συνθήκης δεν απαιτεί από την Επιτροπή να ασκεί καθήκοντα που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε σύγκρουση με τη θεσμική αποστολή της ως οργάνου της Ένωσης να προάγει τα συμφέροντα της Ένωσης και να είναι «Θεματοφύλακας των Συνθηκών». Αντίθετα, ο ρόλος της Επιτροπής στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ παρίστατο απολύτως σύμφωνος με την ως άνω αποστολή της. |
| 68. | What are the implications of all this for the present proceedings? | 68. | Πώς επηρεάζουν όλα αυτά την παρούσα δίκη; |
| 69. | I agree with the appellants that, even when acting outside the EU framework, EU institutions must scrupulously observe EU law. The Commission is thus not permitted, even when acting on behalf of the ESM, deliberately to breach the EU rules. Moreover, the Commission may not contribute, through its conduct, to an infringement of the EU rules committed by other entities or bodies. ( 29 ) | 69. | Συμφωνώ με τους αναιρεσείοντες ότι, ακόμη και όταν ενεργούν εκτός του πλαισίου της Ένωσης, τα θεσμικά όργανά της πρέπει να τηρούν σχολαστικά το δίκαιο της Ένωσης. Έτσι, η Επιτροπή δεν επιτρέπεται, ακόμη και όταν ενεργεί εξ ονόματος του ΕΜΣ, να παραβιάζει εσκεμμένως τους κανόνες της Ένωσης. Επιπλέον, δεν της επιτρέπεται να συμβάλλει, με τη συμπεριφορά της, σε παράβαση κανόνων της Ένωσης που διαπράττεται από άλλες οντότητες ή όργανα ( 29 ). |
| 70. | However, I do not agree with the appellants that that obligation is so extensive that it may be considered that an obligation as to the result is imposed on the Commission to avert any possible conflict or tension between the provisions of an act adopted by other entities and any EU rule which may be applicable to the situation. At most, I could conceive that an obligation might exist for the Commission to deploy its best endeavours to prevent such a conflict arising. | 70. | Ωστόσο, δεν συμφωνώ με το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι η υποχρέωση αυτή είναι τόσο ευρεία ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή έχει υποχρέωση αποτελέσματος να αποτρέπει οποιαδήποτε δυνατή σύγκρουση ή δυσαρμονία μεταξύ των διατάξεων μιας πράξεως υιοθετουμένης από άλλες οντότητες και οποιουδήποτε κανόνα της Ένωσης που μπορεί να είναι εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Θα μπορούσα το πολύ να δεχτώ το ενδεχόμενο υπάρξεως υποχρεώσεως της Επιτροπής να καταβάλει τις βέλτιστες προσπάθειες για την αποτροπή της δημιουργίας τέτοιας κατάστασης σύγκρουσης. |
| 71. | The far-reaching obligation as to the result claimed by the appellants does not derive either from the text of the ESM Treaty or, more importantly, from Article 17(1) TEU itself. | 71. | Η ευρύτατη υποχρέωση αποτελέσματος την ύπαρξη της οποίας επικαλούνται οι αναιρεσείοντες δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ούτε, κατά μείζονα λόγο, από το ίδιο το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ. |
| 72. | As regards the ESM Treaty, I must point out that Article 13(3) thereof states only that the MoU is to be ‘fully consistent with the measures of economic policy coordination provided for in the TFEU’. ( 30 ) Neither the ESM Treaty, nor the Court — when interpreting that treaty in Pringle ( 31 ) — referred to a requirement of full compliance of the MoU with the whole of EU law. | 72. | Όσον αφορά τη Συνθήκη για τον ΕΜΣ, πρέπει να επισημάνω ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, αυτής αναφέρει ότι το μνημόνιο κατανόησης πρέπει να «συνάδει πλήρως με τα μέτρα συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που προβλέπονται στη ΣΛΕΕ» ( 30 ). Ούτε η Συνθήκη για τον ΕΜΣ ούτε το Δικαστήριο –το οποίο ερμηνεύει την εν λόγω Συνθήκη στην απόφαση Pringle ( 31 ) – κάνουν λόγο για υποχρέωση να συνάδουν πλήρως τα μνημόνια κατανόησης με το δίκαιο της Ένωσης στο σύνολό του. |
| 73. | On the one hand, the two terms of ‘compliance’ and ‘consistency’ should not be confused. Indeed, from a legal standpoint, they refer to two rather different concepts: the former requires obedience and full conformity between two texts, whereas the latter is satisfied by the mere compatibility and non-contradiction between them. | 73. | Αφενός, οι δύο όροι «συμμόρφωση» και «συμβατότητα» δεν πρέπει να συγχέονται. Πράγματι, από νομικής απόψεως, αντιστοιχούν σε δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες: η πρώτη απαιτεί υπακοή και πλήρη συμφωνία μεταξύ δύο κειμένων, ενώ η δεύτερη ικανοποιείται με την απλή συμβατότητα και μη αντίφαση μεταξύ τους. |
| 74. | On the other hand, only the EU measures of economic policy coordination are expressly mentioned. There is a reason for this: a lack of consistency between the EU measures of economic policy coordination and the MoU would run the risk of compromising the effectiveness of the former, and thereby the whole EU action in that field. A requirement of full conformity between the MoU and all aspects of EU law was not deemed necessary since the ESM system is not part of the EU legal order. | 74. | Αφετέρου, γίνεται ρητή μνεία μόνο των μέτρων της Ένωσης που αφορούν τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Υπάρχει λόγος γι’ αυτό: η ύπαρξη αντιφάσεων μεταξύ των μέτρων συντονισμού των οικονομικών πολιτικών της Ένωσης και του μνημονίου κατανόησης θα απειλούσε να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητα των πρώτων και, κατά συνέπεια, το σύνολο της δράσης της Ένωσης στον τομέα αυτό. Η απαίτηση πλήρους συμφωνίας μεταξύ του μνημονίου κατανόησης και όλων των τομέων του δικαίου της Ένωσης δεν θεωρήθηκε αναγκαία αφού το σύστημα του ΕΜΣ δεν αποτελεί μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης. |
| 75. | As concerns, next, Article 17(1) TEU, I take the view that the Commission’s duties when acting outside the EU Treaties cannot, generally, be different from or more onerous than those when acting within that framework. Let me explain. | 75. | Όσον αφορά, εν συνεχεία, το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, η άποψή μου είναι ότι οι υποχρεώσεις της Επιτροπής όταν ενεργεί εκτός του πεδίου των Συνθηκών της Ένωσης δεν είναι δυνατόν, κατά κανόνα, να είναι διαφορετικές ή επαχθέστερες από αυτές που την βαρύνουν όταν ενεργεί εντός του πλαισίου αυτού. Και εξηγούμαι. |
| 76. | In its role as ‘Guardian of the Treaties’, the Commission is not obliged to act against any possible breach of EU law which it becomes aware of, on pain of infringing Article 17 TEU. As the General Court emphasised in a number of previous decisions, the purpose of Article 17 TEU is to provide a general definition of the Commission’s powers: it is thus a provision of institutional nature and not a justiciable rule intended to confer rights upon individuals. ( 32 ) It cannot be argued that every time the Commission breaches a specific Treaty provision, or does not prevent such a provision being breached by another entity, that breach amounts to an infringement of the general provision of Article 17 TEU. ( 33 ) | 76. | Ο ρόλος της Επιτροπής ως «Θεματοφύλακα των Συνθηκών» δεν την υποχρεώνει να ενεργεί κατά πάσης δυνατής παραβάσεως των κανόνων δικαίου της Ένωσης που περιέρχεται στην αντίληψή της, προκειμένου να μην παραβεί το άρθρο 17 ΣΕΕ. Όπως έχει τονίσει το Γενικό Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του, σκοπός του άρθρου 17 ΣΕΕ είναι να δώσει μια γενική περιγραφή των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής: συνεπώς, πρόκειται για διάταξη θεσμικού χαρακτήρα και όχι για ικανό να στηρίξει ένδικο βοήθημα κανόνα που προορίζεται να απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες ( 32 ). Δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι, οποτεδήποτε η Επιτροπή παραβαίνει συγκεκριμένη διάταξη των Συνθηκών ή δεν εμποδίζει παράβαση τέτοιας διατάξεως από άλλο όργανο ή οργανισμό, η εν λόγω παράβαση ισοδυναμεί με παράβαση της γενικής διατάξεως του άρθρου 17 ΣΕΕ ( 33 ). |
| 77. | A parallel may probably further elucidate this point. Under the regime established by Articles 258 to 260 TFEU (one of the primary forms of action in which the Commission exercises its role as ‘Guardian of the Treaties’), the Commission enjoys discretionary powers in deciding whether, and if so when, to institute proceedings against Member States suspected of having breached EU law. It has the same leeway in deciding the actions or omissions attributable to the Member States against which those proceedings should be brought. ( 34 ) | 77. | Στη διευκρίνιση του ζητήματος αυτού μπορεί ενδεχομένως να συμβάλει ο εξής παραλληλισμός. Στο πλαίσιο των ρυθμίσεων των άρθρων 258 ΣΛΕΕ έως 260 ΣΛΕΕ (που αποτελούν τα κύρια μέσα με τα οποία η Επιτροπή επιτελεί τον ρόλο της ως «Θεματοφύλακας των Συνθηκών»), η Επιτροπή έχει διακριτική ευχέρεια ως προς το αν και, αν ναι, ως προς το πότε, θα κινήσει ένδικη διαδικασία κατά κρατών μελών τα οποία υπάρχει υποψία ότι έχουν παραβιάσει το δίκαιο της Ένωσης. Η Επιτροπή έχει την ίδια διακριτική ευχέρεια όταν αποφασίζει κατά ποίων πράξεων ή παραλείψεων των κρατών μελών πρέπει να κινηθούν οι εν λόγω ένδικες διαδικασίες ( 34 ). |
| 78. | Importantly, the Commission acts, within those procedures, only in the general interest of the Union, ( 35 ) even if the result of such procedures may also, indirectly, serve the interests of individuals. ( 36 ) In point of fact, Articles 258 to 260 TFEU do not expressly confer any right upon individuals. Individuals may not, therefore, challenge the Commission’s conduct in the context of those procedures. ( 37 ) In particular, individuals have, in principle, no standing to claim compensation from the Union for the damage they may have suffered because of the Commission’s action or inaction under Articles 258 and 260 TFEU. The only conduct which they may challenge as the ‘source of damage’ is that of the Member State(s) responsible for the breach of the EU rules. ( 38 ) The Commission is, however, answerable for the manner in which it fulfils that role to the European Parliament which may, if it sees fit, pass a motion of censure under Article 234 TFEU, obliging the Commission to resign as a body. | 78. | Έχει σημασία ότι η Επιτροπή ενεργεί, στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών, μόνο προς το γενικό συμφέρον της Ένωσης ( 35 ), μολονότι το αποτέλεσμα των εν λόγω διαδικασιών μπορεί επίσης, εμμέσως, να εξυπηρετεί και τα συμφέροντα ιδιωτών ( 36 ). Πράγματι, τα άρθρα 258 ΣΛΕΕ έως 260 ΣΛΕΕ δεν απονέμουν ρητώς δικαιώματα στους ιδιώτες. Επομένως, οι ιδιώτες δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της συμπεριφοράς της Επιτροπής στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών ( 37 ). Ειδικότερα, κατ’ αρχήν, οι ιδιώτες δεν νομιμοποιούνται να διεκδικήσουν αποζημίωση από την Ένωση για τη ζημία που ενδεχομένως υπέστησαν εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεων της Επιτροπής στο πλαίσιο των άρθρων 258 ΣΛΕΕ και 260 ΣΛΕΕ. Η μόνη συμπεριφορά την οποία δύνανται να προβάλουν ως «ζημιογόνο» είναι η συμπεριφορά του κράτους μέλους (ή των κρατών μελών) που ευθύνεται για την παραβίαση των κανόνων δικαίου της Ένωσης ( 38 ). Η Επιτροπή, ωστόσο, λογοδοτεί για τον τρόπο με τον οποίο επιτελεί τον ρόλο της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το οποίο έχει τη δυνατότητα, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να υπερψηφίσει πρόταση μομφής κατά το άρθρο 234 ΣΛΕΕ, υποχρεώνοντας την Επιτροπή σε συλλογική παραίτηση. |
| 79. | The same principles should, to my mind, apply a fortiori when the Commission acts as ‘Guardian of the Treaties’ outside the EU legal framework. | 79. | Οι ίδιες αρχές θα πρέπει να ισχύουν, a fortiori, κατά τη γνώμη μου, όταν η Επιτροπή ενεργεί ως «Θεματοφύλακας των Συνθηκών» εκτός του νομικού πλαισίου της Ένωσης. |
| 80. | Accordingly, I conclude that, in the light of Article 17(1) TEU, and Pringle being taken into account, there is no obligation as to the result for the Commission to avert any possible conflict or tension between the provisions of an act adopted by other entities and any EU rule which may apply to the situation. In addition, individuals have no right to claim compensation from the Union for damages allegedly suffered because of the Commission’s action or inaction when it acts as ‘Guardian of the Treaties’. | 80. | Με βάση τα προεκτεθέντα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, υπό το πρίσμα του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ και λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως Pringle, η Επιτροπή δεν έχει υποχρέωση αποτελέσματος να αποτρέπει οποιαδήποτε ενδεχόμενη σύγκρουση ή δυσαρμονία μεταξύ των ρυθμίσεων που περιέχει πράξη που υιοθετείται από άλλες οντότητες και οποιουδήποτε κανόνα δικαίου της Ένωσης που μπορεί να είναι εφαρμοστέος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω, οι ιδιώτες δεν έχουν δικαίωμα να αξιώσουν αποζημίωση από την Ένωση για ζημίες που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεων της Επιτροπής, όταν αυτή ενεργεί ως «Θεματοφύλακας των Συνθηκών». |
| 81. | That said, and for completeness’ sake, I shall also examine whether the signature of the MoU could have actually led to the breach of EU law complained of by the appellants. | 81. | Τούτου λεχθέντος και για λόγους πληρότητας, θα εξετάσω επίσης το ζήτημα αν η υπογραφή του μνημονίου κατανόησης θα μπορούσε όντως να είχε οδηγήσει στην παραβίαση κανόνων δικαίου της Ένωσης, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες. |
| ii) On the applicability of the Charter of Fundamental Rights of the European Union ( 39 ) | ii) Επί της εφαρμογής του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 39 ) |
| 82. | Even if the Court were to consider that the duties of the Commission, as ‘Guardian of the Treaties’, when it acts outside the EU framework are more far-reaching than those argued above, and that a breach of those duties can indeed give rise to the Union’s financial liability, there would be an additional issue to address. That issue is, in substance, whether the signature of the MoU resulted in a possible breach of EU law which the Commission should have averted. | 82. | Ακόμη και αν το Δικαστήριο δεχόταν ότι οι υποχρεώσεις της Επιτροπής, ως «Θεματοφύλακα των Συνθηκών», όταν ενεργεί εκτός του πλαισίου της Ένωσης, είναι ευρύτερες από όσο εκτέθηκε ανωτέρω και ότι η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών μπορεί όντως να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης για αποζημίωση, θα ετίθετο ένα πρόσθετο ζήτημα. Το ζήτημα αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, αν η υπογραφή του μνημονίου κατανόησης είχε ως αποτέλεσμα ενδεχόμενη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης την οποία η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε αποτρέψει. |
| 83. | At first instance, the appellants complained of an alleged infringement, by reason of the inclusion of paragraphs 1.23 to 1.27 in the MoU, of their fundamental right to property, as enshrined in Article 17 of the Charter. However, leaving aside the fact that the appellants did not elaborate on how the disputed passages of the MoU infringed Article 17 of the Charter, ( 40 ) they also failed to explain why the Charter would be applicable to the MoU in the first place. | 83. | Πρωτοδίκως, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός τους στην ιδιοκτησία, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη, λόγω της προσθήκης των σημείων 1.23 έως 1.27 στο μνημόνιο κατανόησης. Ωστόσο, πέραν του ότι οι αναιρεσείοντες δεν εξειδίκευσαν τον τρόπο με τον οποίο τα επίμαχα αποσπάσματα του μνημονίου κατανόησης συνιστούν παράβαση του άρθρου 17 του Χάρτη ( 40 ), δεν εξέθεσαν καν για ποιο λόγο ο Χάρτης θα έπρεπε να εφαρμοστεί στην περίπτωση του μνημονίου κατανόησης. |
| 84. | According to Article 51(1) of the Charter, ‘[t]he provisions of this Charter are addressed to the institutions, bodies, offices and agencies of the Union … and to the Member States only when they are implementing Union law. They shall therefore respect the rights, observe the principles and promote the application thereof in accordance with their respective powers and respecting the limits of the powers of the Union as conferred on it in the Treaties’. | 84. | Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, «[ο]ι διατάξεις του […] Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης […] καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω σέβονται τα δικαιώματα, τηρούν τις αρχές και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως της απονέμονται από τις Συνθήκες». |
| 85. | For the reason explained above, I have no doubt that the Commission is to respect the EU rules, especially the Charter, when it acts outside the EU legal framework. After all, Article 51(1) of the Charter does not contain any limit as to the applicability of the Charter with respect to the EU institutions, as it does for Member States. ( 41 ) Furthermore, that provision also calls on the EU institutions to promote the application of Charter. | 85. | Για τον λόγο που εξέθεσα ανωτέρω, δεν έχω καμία αμφιβολία για το ότι η Επιτροπή πρέπει να σέβεται τους κανόνες της Ένωσης, και ιδίως τον Χάρτη, όταν ενεργεί εκτός του νομικού πλαισίου της Ένωσης. Σε τελική ανάλυση, το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη δεν προβλέπει περιορισμό όσον αφορά την εφαρμογή του Χάρτη από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, όπως προβλέπει για τα κράτη μέλη ( 41 ). Περαιτέρω, η διάταξη αυτή προτρέπει επίσης τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να προάγουν την εφαρμογή του Χάρτη. |
| 86. | That does not mean, however, that the Commission is required to impose the standards of the EU Charter on acts which are adopted by other entities or bodies acting outside the EU framework. I must once again stress that, by entering into the ESM Treaty, certain EU Member States exercised the competence they retained in the field of economic policy. | 86. | Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η Επιτροπή έχει υποχρέωση να επιβάλλει την τήρηση των προτύπων του Χάρτη της Ένωσης σε πράξεις που υιοθετούνται από άλλες οντότητες ή όργανα που ενεργούν εκτός του πλαισίου της Ένωσης. Πρέπει να τονίσω για μία ακόμη φορά ότι, μετέχοντας ως συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη για τον ΕΜΣ, ορισμένα κράτη μέλη της Ένωσης άσκησαν αρμοδιότητα που είχαν διατηρήσει στον τομέα της οικονομικής πολιτικής. |
| 87. | According to settled case-law, the fundamental rights guaranteed within the EU legal order are designed to be applied in all situations regulated by EU law, but may not be applied outside those situations. ( 42 ) Under Article 51(1) of the Charter, its provisions are addressed to the Member States only when they are implementing EU law. Importantly, the concept of ‘implementing Union law’, as referred to in Article 51(1) of the Charter, requires a certain degree of connection above and beyond the fact that the matters covered by national law and EU law are closely related or that one of those matters has an indirect impact on the other. ( 43 ) Among the other elements to be taken into account is whether there is another substantive provision of EU law (apart from that in the Charter invoked) which, being applicable to the situation, imposes an obligation on the Member States in question. ( 44 ) | 87. | Κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης εφαρμόζονται σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά όχι πέραν των καταστάσεων αυτών ( 42 ). Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι διατάξεις του έχουν ως αποδέκτες τα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η φράση «όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», στο άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, επιτάσσει την ύπαρξη συνδέσμου ορισμένου βαθμού πάνω και πέρα από την εγγύτητα των τομέων καλύπτονται από το εθνικό δίκαιο και το δίκαιο της Ένωσης ή τις έμμεσες συνέπειες που ο ένας τομέας έχει για τον άλλο ( 43 ). Μεταξύ των περαιτέρω στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι και το αν υφίσταται άλλη διάταξη ουσιαστικού δικαίου της Ένωσης (εκτός της διατάξεως του Χάρτη της οποίας γίνεται επίκληση) η οποία είναι εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση και, ως εκ τούτου, θεμελιώνει υποχρέωση για τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη ( 44 ). |
| 88. | In Pringle, the Court has already held that the Member States did not implement EU law when they established the ESM and, therefore, the Charter was not applicable to the ESM Treaty. ( 45 ) Against that background, the appellants might have been expected to explain, in the present proceedings, why that solution might not hold true in respect of the MoU. Yet, even when requested at the hearing to elaborate on this point, the appellants did not provide any explanation: they merely took for granted the applicability of the Charter to the MoU. In particular, the appellants did not invoke any provision of EU law which, being applicable to the MoU, would bring that act within the scope of EU law for the purposes of the Charter. | 88. | Στην απόφαση Pringle, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα κράτη μέλη δεν εφάρμοσαν το δίκαιο της Ένωσης κατά την ίδρυση του ΕΜΣ και, συνεπώς, ο Χάρτης δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ( 45 ). Τούτου δοθέντος, θα αναμενόταν ίσως από τους αναιρεσείοντες να εξηγήσουν στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, γιατί τα ανωτέρω δεν θα ίσχυαν ενδεχομένως σε σχέση με το μνημόνιο κατανόησης. Και όμως, ακόμη και όταν τους ζητήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση να εκθέσουν τις απόψεις τους ως προς το σημείο αυτό, οι αναιρεσείοντες δεν παρέσχον καμία εξήγηση: απλώς θεώρησαν δεδομένη την εφαρμογή του Χάρτη σε σχέση με το μνημόνιο κατανόησης. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες δεν επικαλέστηκαν καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία, συνεπεία της εφαρμογής της επί του μνημονίου κατανόησης, θα τοποθετούσε την εν λόγω πράξη εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί ο Χάρτης. |
| 89. | Consequently, I take the view that, in any event, the appellants have not shown that the MoU may constitute an implementation of EU law and that, as a result, the provisions of the Charter are applicable to it. | 89. | Συνεπώς, φρονώ ότι, σε κάθε περίπτωση, οι αναιρεσείοντες δεν κατέδειξαν ότι το μνημόνιο κατανόησης προκύπτει από την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και ότι, ως εκ τούτου, υπόκειται στις διατάξεις του Χάρτη. |
| 90. | In that regard, as provided for in Article 51(1) of the Charter, the institutions ought to apply the Charter in accordance with their respective powers and with due regard for the limits of the competences of the Union. Therefore, there is no basis for claiming that the Commission was obliged to apply the standards of the Charter to the MoU. It could be argued that the Commission, far from preventing a breach of EU law, would thereby have extended the applicability of the Charter into a field of law which is not meant to be regulated by that instrument. | 90. | Πράγματι, όπως ορίζεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να εφαρμόζουν τον Χάρτη σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Επομένως, είναι αβάσιμο το επιχείρημα ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να εφαρμόσει τα πρότυπα του Χάρτη στο πλαίσιο του μνημονίου κατανόησης. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, αν συνέβαινε αυτό, η Επιτροπή, όχι μόνο δεν θα είχε αποτρέψει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά θα είχε επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη σε έναν τομέα του δικαίου τον οποίο οι διατάξεις του Χάρτη δεν προορίζονται να ρυθμίσουν. |
| 91. | In reaching this conclusion I find support in several recent orders of the Court which concerned individuals’ challenges to various restructuring measures taken by the national authorities during the recent economic crisis. Failing any explanation of the applicability of the Charter to the Member States’ measures in question, the Court held that it had no jurisdiction to rule on the compatibility of those measures with the Charter. ( 46 ) | 91. | Το συμπέρασμά μου αυτό ενισχύεται από αρκετές πρόσφατες διατάξεις του Δικαστηρίου οι οποίες αφορούσαν προσφυγές ιδιωτών κατά διαφόρων μέτρων αναδιάρθρωσης που λήφθηκαν από τις εθνικές αρχές κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Ελλείψει οιασδήποτε εξηγήσεως που να θεμελιώνει το εφαρμοστέο του Χάρτη ως προς τα επίμαχα μέτρα των κρατών μελών, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του συμβατού των μέτρων αυτών με τον Χάρτη ( 46 ). |
| c) Final remarks | γ) Τελικές παρατηρήσεις |
| 92. | Having considered the appellants’ claims to be ill founded, I would simply add the following remarks. | 92. | Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμα, θα προσθέσω απλώς τις ακόλουθες παρατηρήσεις. |
| 93. | My reading of Article 17(1) TEU and Pringle does not imply that the ESM legal framework is a legal vacuum, in which violations of individuals’ rights cannot be challenged. It simply means that the Charter does not generally constitute the legal instrument against which the lawfulness of the acts adopted by the ESM or actions taken by the ESM institutions or their agents should be assessed. Indeed, there are legal remedies available to the individuals who consider themselves affected by possible breaches of their rights in a situation such as that of the appellants. | 93. | Ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύω το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ και την απόφαση Pringle δεν σημαίνει ότι υφίσταται κενό δικαίου στο νομικό πλαίσιο του ΕΜΣ και ότι δεν υπάρχουν μέσα έννομης προστασίας κατά των προσβολών των δικαιωμάτων των ιδιωτών. Σημαίνει απλώς ότι ο Χάρτης δεν συνιστά κατ’ αρχήν το νομικό κείμενο με γνώμονα το οποίο πρέπει να κρίνεται η νομιμότητα των πράξεων που εκδίδει ο ΕΜΣ ή των ενεργειών στις οποίες προβαίνουν τα όργανα του ΕΜΣ ή οι αντιπρόσωποι αυτών. Πράγματι, υπάρχουν ένδικα βοηθήματα που έχουν στη διάθεσή τους οι ιδιώτες οι οποίοι θεωρούν ότι θίγονται από ενδεχόμενες προσβολές των δικαιωμάτων τους σε περίπτωση όπως αυτή των αναιρεσείοντων. |
| 94. | On the one hand, other national and international bills of rights ( 47 ) may be applicable to their situation and, consequently, other national and international courts are likely to have jurisdiction to hear their claims based on those legal instruments. | 94. | Αφενός, άλλοι εθνικοί και διεθνείς χάρτες δικαιωμάτων ( 47 ) μπορεί να είναι εφαρμοστέοι στην περίπτωσή τους και, συνεπώς, άλλα εθνικά και διεθνή δικαστήρια θα έχουν πιθανώς δικαιοδοσία για την εκδίκαση των βάσει των ως άνω κειμένων αιτημάτων τους. |
| 95. | On the other hand, within the EU legal order, there are judicial avenues for addressing possible breaches of EU law committed within the context of the ESM, should they actually occur. Yet, in such cases, judicial proceedings should generally not be brought against the institutions, if they act on behalf of the ESM and have no power to take decisions on their own. | 95. | Αφετέρου, στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ένωσης, υπάρχουν δικαστικές οδοί για την αντιμετώπιση ενδεχομένων παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης που διαπράττονται εντός του πλαισίου του ΕΜΣ, εάν αυτές όντως διαπραχθούν. Εντούτοις, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν θα πρέπει κατά κανόνα να κινούνται ένδικες διαδικασίες κατά των θεσμικών οργάνων, εφόσον αυτά ενεργούν εξ ονόματος του ΕΜΣ και δεν έχουν ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων. |
| 96. | Apart from the reasons given above, this position seems to me to be supported by an additional set of considerations. | 96. | Πέραν των λόγων που μόλις εξέθεσα, φρονώ ότι η θέση αυτή ενισχύεται περαιτέρω και από μια σειρά προσθέτων στοιχείων. |
| 97. | Article 340 TFEU provides that ‘[i]n the case of non-contractual liability, the Union shall, in accordance with the general principles common to the laws of the Member States, make good any damage caused by its institutions or by its servants in the performance of their duties.’ ( 48 ) | 97. | Το άρθρο 340 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, [σ]το πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους» ( 48 ). |
| 98. | Given that they were performing tasks outside the framework of the EU, the conduct of the EU institutions criticised by the appellants in the present cases should be viewed mainly through the lens of public international law. Those institutions were in fact acting on behalf of an international organisation (the ESM), whose members are sovereign States, with a view to concluding an international agreement (the MoU) between that organisation and one of its contracting States (the Republic of Cyprus). Under the rules of public international law (rules whose validity and value, it is almost unnecessary to point out, are accepted and recognised by all the Member States of the Union, as well as by the Union itself), the conduct of agents of international organisations is generally imputable to the organisation itself. | 98. | Δεδομένου ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εκτελούσαν καθήκοντα ευρισκόμενα εκτός του πλαισίου της Ένωσης, η επικρινόμενη από τους αναιρεσείοντες στις υπό κρίση υποθέσεις συμπεριφορά τους θα έπρεπε να εξετάζεται κυρίως από τη σκοπιά του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Στην πραγματικότητα, τα εν λόγω όργανα ενεργούσαν εξ ονόματος ενός διεθνούς οργανισμού (του ΕΜΣ), τα μέλη του οποίου είναι κυρίαρχα κράτη, με σκοπό να συνάψουν μια διεθνή συμφωνία (το μνημόνιο κατανόησης) μεταξύ του οργανισμού αυτού και ενός από τα συμβαλλόμενα σε αυτόν κράτη (της Κυπριακής Δημοκρατίας). Με βάση τους κανόνες του δημοσίου διεθνούς δικαίου (κανόνες την ισχύ και το κύρος των οποίων είναι μάλλον περιττό να τονίσω, αποδέχονται και αναγνωρίζουν όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης, καθώς και η ίδια η Ένωση), η ευθύνη για τη συμπεριφορά των αντιπροσώπων διεθνών οργανισμών βαρύνει κατά κανόνα τους εν λόγω οργανισμούς. |
| 99. | For example, Article 6(1) of the Draft Articles on the responsibility of international organizations (‘the Draft Articles’), ( 49 ) states that ‘[t]he conduct of an organ or agent of an international organization in the performance of functions of that organ or agent shall be considered an act of that organization under international law, whatever position the organ or agent holds in respect of the organization’. Importantly, however, Article 7 of the Draft Articles adds that ‘[t]he conduct of an organ of a State or an organ or agent of an international organization that is placed at the disposal of another international organization shall be considered under international law an act of the latter organization if the organization exercises effective control over that conduct’. | 99. | Για παράδειγμα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του σχεδίου άρθρων περί της ευθύνης των διεθνών οργανισμών (στο εξής: σχέδιο άρθρων) ( 49 ), αναφέρει ότι «η συμπεριφορά ενός οργάνου ή αντιπροσώπου διεθνούς οργανισμού κατά την εκτέλεση καθηκόντων του εν λόγω οργάνου ή υπαλλήλου θα θεωρείται ως πράξη του οικείου οργανισμού κατά το διεθνές δίκαιο, όποια κι αν είναι η θέση που το όργανο ή ο αντιπρόσωπος κατέχει σε σχέση με τον οργανισμό». Έχει σημασία, ωστόσο, ότι το άρθρο 7 του σχεδίου άρθρων προβλέπει επιπλέον ότι «[η] συμπεριφορά ενός οργάνου κράτους ή οργάνου ή αντιπροσώπου διεθνούς οργανισμού που τίθεται στη διάθεση άλλου διεθνούς οργανισμού θα θεωρείται κατά το διεθνές δίκαιο ως πράξη του δευτέρου εφόσον αυτός έχει τον πραγματικό έλεγχο της συμπεριφοράς αυτής». |
| 100. | It seems to me that those provisions can be taken as a source of inspiration in the present case. There is no doubt that the Commission and the ECB are institutions of an international organisation (the EU) that have been placed at the disposal of another organisation (the ESM). When negotiating and/or signing the MoU, they acted on behalf, and under the actual control, of the Board of Governors of the ESM. Accordingly, they appear to fall within the situation envisaged in Article 7 of the Draft Articles: they acted as ‘agents’ ( 50 ) of the ESM. | 100. | Κατά τη γνώμη μου, οι ρυθμίσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης εν προκειμένω. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Επιτροπή και η ΕΚΤ είναι θεσμικά όργανα ενός διεθνούς οργανισμού (της Ένωσης) τα οποία έχουν τεθεί στη διάθεση ενός άλλου οργανισμού (του ΕΜΣ). Κατά τη διαπραγμάτευση και/ή την υπογραφή του μνημονίου κατανόησης, ενεργούσαν εξ ονόματος και υπό τον πραγματικό έλεγχο του συμβουλίου διοικητών του ΕΜΣ. Συνεπώς, φαίνεται να εμπίπτουν στην περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 7 του σχεδίου άρθρων: ενήργησαν ως «αντιπρόσωποι» ( 50 ) του ΕΜΣ. |
| 101. | In accordance with the principles reflected in the Draft Articles, I thus take the view that the Commission’s and the ECB’s conduct when negotiating and/or signing the MoU ought, in principle, to be attributed to the international organisation on behalf of which they carried out those tasks (the ESM), and not to the international organisation of origin (the EU). It may be different, however, where a person is able to demonstrate that an EU institution has, acting outside the EU framework, committed a sufficiently serious breach of a rule of law that is liable to cause damage to him. For example, this would be the case if the Commission or ECB erroneously released in the public domain confidential or wrongful information which may cause harm to certain natural or legal persons. ( 51 ) Those would be acts which might be attributable to the Commission or ECB themselves. In the present procedure, however, the legal and factual context appears different. | 101. | Σύμφωνα, λοιπόν, με τις αρχές που αντανακλά το σχέδιο άρθρων, θεωρώ ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής και της ΕΚΤ κατά τη διαπραγμάτευση και/ή την υπογραφή του μνημονίου κατανόησης πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως συμπεριφορά του διεθνούς οργανισμού εξ ονόματος του οποίου τα όργανα αυτά ενήργησαν (ήτοι του ΕΜΣ) και όχι του διεθνούς οργανισμού στον οποίο ανήκουν τα όργανα αυτά (ήτοι της Ένωσης). Η απάντηση, ωστόσο, μπορεί να είναι διαφορετική εάν ορισμένο πρόσωπο είναι σε θέση να αποδείξει ότι θεσμικό όργανο της Ένωσης διέπραξε, ενεργώντας εκτός του πλαισίου της Ένωσης, αρκούντως σοβαρή παραβίαση κανόνα δικαίου ικανή να τον ζημιώσει. Αυτό θα ίσχυε, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση που η Επιτροπή ή η ΕΚΤ αποκάλυπταν από σφάλμα στο κοινό εμπιστευτικές ή ψευδείς πληροφορίες ικανές να προκαλέσουν ζημία σε ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ( 51 ). Πρόκειται για πράξεις που θα μπορούσαν να καταλογιστούν στην ίδια την Επιτροπή ή στην ΕΚΤ. Στην παρούσα δίκη, ωστόσο, τα νομικά και πραγματικά δεδομένα φαίνεται ότι είναι διαφορετικά. |
| 102. | In fact, in the present cases, by invoking an alleged failure to act by the Commission, the appellants intended to circumvent the fact that the ESM, and the ESM alone, is responsible for the acts which it adopts pursuant to the ESM Treaty. | 102. | Πράγματι, στις υπό κρίση υποθέσεις, επικαλούμενοι την κατ’ αυτούς παράλειψη της Επιτροπής, οι αναιρεσείοντες επιδίωξαν να παρακάμψουν το γεγονός ότι ο ΕΜΣ, και μόνον αυτός, ευθύνεται για τις πράξεις τις οποίες υιοθετεί σύμφωνα με τη Συνθήκη για τον ΕΜΣ. |
| 103. | Thus, in case of real violations of EU law by the ESM, proceedings may generally be started against the Member States which are ultimately responsible for those violations. While acting outside the EU framework they cannot infringe EU provisions which may be applicable or, in any event, jeopardise the effectiveness of any EU measure which may be affected by their conduct. ( 52 ) | 103. | Έτσι, σε περίπτωση πραγματικών παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης από τον ΕΜΣ, κατ’ αρχήν είναι δυνατό να κινηθούν ένδικες διαδικασίες κατά των κρατών μελών τα οποία είναι εν τέλει υπεύθυνα για τις παραβιάσεις αυτές. Ενόσω ενεργούν εκτός του πλαισίου της Ένωσης δεν μπορούν να παραβιάσουν διατάξεις της Ένωσης που είναι ενδεχομένως εφαρμοστέες ούτε, σε κάθε περίπτωση, να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα οιουδήποτε μέτρου της Ένωσης μπορεί να επηρεαστεί από τη συμπεριφορά τους ( 52 ). |
| 104. | Therefore, Member States which take decisions as ESM Members may, within the EU legal order, be held liable for possible breaches of EU law committed in that context. Consequently, a citizen who considers himself affected by such breaches would be entitled to bring proceedings before the competent national courts, pursuant to the Court’s case-law regarding State liability for breaches of EU law. ( 53 ) | 104. | Επομένως, τα κράτη μέλη τα οποία λαμβάνουν αποφάσεις ως μέλη του ΕΜΣ μπορούν να κριθούν υπεύθυνα για πιθανές παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης στις οποίες υπέπεσαν στο πλαίσιο αυτό. Κατά συνέπεια, πολίτης ο οποίος θεωρεί ότι εθίγη από τέτοιες παραβάσεις έχει το δικαίωμα να προσφύγει στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου περί ευθύνης των κρατών για παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης ( 53 ). |
| 105. | These principles are by no means typical of public international law only, but also apply to principals/agents relationships in many civil, commercial and administrative national legal systems, both within the EU and elsewhere. Traditionally, the principal is responsible (externally) for the wrongdoings committed by its agents when dealing with third parties on his behalf. However, when the agent has acted without the necessary authority, the agent may subsequently (internally) be held liable to indemnify the principal for his loss or damage. ( 54 ) | 105. | Οι αρχές αυτές δεν ισχύουν σε καμία περίπτωση μόνο στον τομέα του δημοσίου διεθνούς δικαίου, αλλά διέπουν τις σχέσεις αντιπροσωπευόμενου-αντιπροσώπου στο αστικό, εμπορικό και διοικητικό δίκαιο πολλών εθνικών νομικών συστημάτων, τόσο εντός της Ένωσης όσο και αλλού. Παραδοσιακά, ο αντιπροσωπευόμενος ευθύνεται (έναντι τρίτων) για τις παράνομες πράξεις των αντιπροσώπων του στις συναλλαγές στις οποίες προβαίνουν με τρίτους για λογαριασμό του. Ωστόσο, αν ο αντιπρόσωπος ενήργησε χωρίς την αναγκαία πληρεξουσιότητα, ενδέχεται κατόπιν (ενδοσυμβατικώς) να υποχρεωθεί να αποζημιώσει τον αντιπροσωπευόμενο για την απώλεια ή ζημία που αυτός υπέστη ( 54 ). |
| 106. | My conclusion seems further corroborated by the Court’s line of cases according to which, in case of joint non-contractual liability of the Union and a Member State, the individuals allegedly wronged are required first to launch proceedings before the competent national courts if it is the Member States’ authorities that are mainly or primarily responsible for the alleged breaches. ( 55 ) This principle seems to be a fortiori applicable in the present proceedings, insofar as the appellants did not demonstrate that the EU institutions were legally responsible, even if only in part, ( 56 ) for the act which allegedly gave rise to the damage complained of. | 106. | Το συμπέρασμά μου ενισχύεται περαιτέρω από μια σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις οποίες, σε περίπτωση από κοινού εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης και κράτους μέλους, οι ιδιώτες που υποστηρίζουν ότι ζημιώθηκαν πρέπει πρώτα να κινήσουν διαδικασίες ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων αν την κύρια ή πρωτογενή ευθύνη για τις προβαλλόμενες παραβάσεις έχουν οι αρχές του κράτους μέλους ( 55 ). Η εφαρμογή της αρχής αυτής φαίνεται να είναι ακόμη περισσότερο ενδεδειγμένη εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες δεν κατέδειξαν ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είχαν νομική ευθύνη, έστω και μερική ( 56 ), για την πράξη που αυτοί υποστηρίζουν ότι προκάλεσε την προβαλλόμενη ζημία. |
| 107. | In the light of all the above, the General Court did not err in law in concluding that the MoU did not originate with the Commission or ECB and that, that being the case, the Union cannot incur liability, under Articles 268 and 340 TFEU, for the inclusion in the MoU of certain passages which are allegedly in breach of the Charter. The first ground of appeal should accordingly be dismissed. | 107. | Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομική πλάνη, κρίνοντας ότι το μνημόνιο κατανόησης δεν αποτελούσε πράξη της Επιτροπής ή της ΕΚΤ και ότι, ως εκ τούτου, η Ένωση δεν μπορεί να ευθύνεται, κατά τα άρθρα 268 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ λόγω της προσθήκης στο μνημόνιο κατανόησης ορισμένων αποσπασμάτων που φέρεται ότι αντιβαίνουν στον Χάρτη. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. |
| C – Second ground of appeal | Δεύτερος λόγος αναιρέσεως |
| 1. Argument of the parties | 1. Επιχειρήματα των διαδίκων |
| 108. | By their second ground of appeal, directed against paragraph 43 of the orders under appeal, the appellants criticise the General Court for failing to take into account certain declarations made by Mr Asmussen, who was, at the relevant time, a member of the executive board of the ECB. The appellants allege that Mr Asmussen told the President of Cyprus, during a meeting that took place on 15 March 2013, that, ‘unless Cyprus agreed to the demands made of it regarding closing the debt sustainability gap, the ECB would cut off bank liquidity to Cyprus forthwith’. ( 57 ) Accordingly, the General Court ignored a key factual element when it concluded that the MoU was an act attributable to the ESM (and not the Commission and ECB) and, as such, could not form the basis of a liability of the Union. | 108. | Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, που βάλλει κατά της σκέψης 43 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη, ως όφειλε, ορισμένες δηλώσεις του J. Asmussen ο οποίος ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ. Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι ο J. Asmussen είπε στον Πρόεδρο της Κύπρου, στη διάρκεια συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στις 15 Μαρτίου 2013, ότι, «αν η Κύπρος δεν ανταποκρινόταν στα αιτήματα που της απευθύνθηκαν για κάλυψη του κενού βιωσιμότητας του χρέους, η ΕΚΤ θα διέκοπτε πάραυτα την παροχή τραπεζικής ρευστότητας προς την Κύπρο» ( 57 ). Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ένα κρίσιμο πραγματικό στοιχείο κρίνοντας ότι το μνημόνιο κατανόησης ήταν πράξη του ΕΜΣ (και όχι της Επιτροπής και της ΕΚΤ) και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί ευθύνη της Ένωσης. |
| 109. | The Commission contends that this ground of appeal is a new legal and factual argument which was raised for the first time in the appellants’ replies at first instance. It is arguably neither a matter which has come to light in the course of the procedure nor an amplifying plea. The General Court was thus correct in discarding the allegations of the appellants on this point. In any case, Mr Asmussen’s alleged ‘unless-demand’ does not change the fact that the MoU binds only the ESM and not the Union. | 109. | Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως συνιστά νέο νομικό και πραγματικό ισχυρισμό που προβλήθηκε για πρώτη φορά πρωτοδίκως με τα υπομνήματα απαντήσεως των αναιρεσειόντων. Προφανώς δεν πρόκειται ούτε για στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διαδικασία ούτε για περαιτέρω ανάπτυξη ήδη προβληθέντος λόγου. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων επί του στοιχείου αυτού. Σε κάθε δε περίπτωση, το κατά τους αναιρεσείοντες «τελεσίγραφο» του J. Asmussen δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι το μνημόνιο κατανόησης δεσμεύει μόνο τον ΕΜΣ και όχι την Ένωση. |
| 2. Assessment | 2. Εκτίμηση |
| 110. | It seems to me that the alleged declaration of Mr Asmussen constitutes evidence which the appellants produced to support their contention that the MoU originated with the Commission and the ECB and that, as a consequence, the EU should be held liable for the alleged damage suffered as a result of it. | 110. | Θεωρώ ότι η επίμαχη δήλωση του J. Asmussen αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο το οποίο οι αναιρεσείοντες προσκόμισαν προκειμένου να στηρίξουν το επιχείρημά τους ότι το μνημόνιο κατανόησης ήταν πράξη της Επιτροπής και της ΕΚΤ και ότι, κατά συνέπεια, η Ένωση έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη ζημία που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι υπέστησαν συνεπεία του μνημονίου αυτού. |
| 111. | By means of this ground of appeal, the appellants thus criticise the assessment of evidence by the General Court. | 111. | Με τον λόγο αυτό αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες βάλλουν κατά του τρόπου εκτιμήσεως αποδεικτικού στοιχείου από το Γενικό Δικαστήριο. |
| 112. | For that reason, regardless of whether this piece of evidence was submitted before the General Court in good time, the present ground of appeal is to my mind inadmissible. The Court may not carry out a review of the evidence produced or offered at first instance, save in cases where the General Court has distorted the clear sense of that evidence. | 112. | Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως του αν το αποδεικτικό αυτό στοιχείο προσκομίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου εγκαίρως ή όχι, ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως είναι, κατά τη γνώμη μου, απαράδεκτος. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει αποδείξεις που προσκομίσθηκαν ή προτάθηκαν πρωτοδίκως, εκτός εάν το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία. |
| 113. | However, in the present proceedings, the appellants merely call into question the General Court’s failure to take into account one piece of evidence, without invoking any distortion of the clear sense of that evidence. | 113. | Όμως, εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες απλώς επικρίνουν την παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη ορισμένο αποδεικτικό στοιχείο, χωρίς να επικαλούνται παραμόρφωσή του. |
| 114. | In any event, the Commission and ECB are quite right in pointing out that, whatever Mr Asmussen may, in his personal or official capacity, have said in his meeting with the President of Cyprus cannot have any bearing on the legal nature of the MoU. It is the ESM which is ultimately responsible for the content of that act. | 114. | Σε κάθε περίπτωση, ορθώς επισημαίνεται από την Επιτροπή και την ΕΚΤ ότι οτιδήποτε είπε ενδεχομένως ο J. Asmussen κατά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, είτε υπό την επίσημη ιδιότητά του είτε όχι, δεν μπορεί να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη νομική φύση του μνημονίου κατανόησης. Την τελική ευθύνη για το περιεχόμενο της πράξεως αυτής έχει ο ΕΜΣ. |
| 115. | The second ground of appeal is thus inadmissible and, in any event, unfounded. | 115. | Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμος. |
| D – Third ground of appeal | Τρίτος λόγος αναιρέσεως |
| 1. Argument of the parties | 1. Επιχειρήματα των διαδίκων |
| 116. | By their third ground of appeal, directed against paragraph 54 of the orders under appeal, the appellants contest the General Court’s findings that there was no nexus of causality between the damage they claim to have suffered and the alleged inaction of the Commission. The General Court found that the alleged reduction of the value of the appellants’ deposits was caused by the entry into force of Decree No 103, which occurred before the MoU was signed. In particular, in the appellants’ view, the General Court erred in assessing the concept of ‘conditionality’: the MoU set out not only certain conditions that Cyprus had to meet in the future, but also certain conditions that Cyprus had already met. | 116. | Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, που αφορά τη σκέψη 54 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας που αυτοί υποστηρίζουν ότι υπέστησαν και της κατ’ αυτούς παράλειψης της Επιτροπής. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η κατά τους αναιρεσείοντες μείωση της αξίας των καταθέσεών τους έλαβε χώρα με τη θέση σε ισχύ του διατάγματος 103 πριν από την υπογραφή του μνημονίου κατανόησης. Ιδίως, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κατά την ερμηνεία της έννοιας των «δεσμευτικών όρων»: το μνημόνιο κατανόησης περιέχει, όχι μόνον ορισμένους όρους τους οποίους η Κύπρος έπρεπε να εκπληρώσει στο μέλλον, αλλά και ορισμένους όρους που η Κύπρος πληρούσε ήδη. |
| 117. | The Commission rejects the allegations of errors of law put forward by the appellants and, in particular, the allegation that the recapitalisation of BoC and of CPB through ‘bail-in’ measures was part of the conditionality required by Article 13 of the ESM Treaty. In its view, the Cypriot authorities decided to enact those measures in full autonomy. | 117. | Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων περί νομικής πλάνης και, ιδίως, το επιχείρημα ότι η ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής με την εφαρμογή μέτρων διάσωσης με ίδια μέσα («bail-in») ήταν μέρος των όρων που επιβλήθηκαν με το άρθρο 13 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ. Κατά την άποψή της, οι κυπριακές αρχές αποφάσισαν να εφαρμόσουν τα μέτρα αυτά με πλήρη αυτονομία. |
| 118. | The ECB, for its part, submits that the appellants ask, in essence, for a re-evaluation of the evidence, without putting forward any argument based on an alleged error of law, which is not permissible on appeal. | 118. | Από την πλευρά της, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι οι αναιρεσείοντες ζητούν, κατ’ ουσίαν, εκ νέου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς να προβάλλουν οποιοδήποτε επιχείρημα περί νομικής πλάνης, πράγμα που δεν επιτρέπεται στο αναιρετικό στάδιο. |
| 2. Assessment | 2. Εκτίμηση |
| 119. | I take the view that the present ground of appeal is inoperative. Indeed, regardless of whether or not the General Court has committed an error of law in interpreting and applying the concept of nexus of causality, that error would not be capable of leading to the setting aside of the orders under appeal. | 119. | Είμαι της απόψεως ότι ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής. Πράγματι, ανεξαρτήτως του αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή της έννοιας της αιτιώδους συνάφειας, η εν λόγω πλάνη δεν θα αποτελούσε λόγο ικανό να οδηγήσει στην αναίρεση των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων. |
| 120. | As explained in the context of the first ground of appeal, the conduct from which the alleged damage originated cannot be imputed to the EU institutions. In that case, therefore, there is no need to determine whether or not the three conditions required to trigger the Union’s non-contractual liability ( 58 ) are fulfilled. | 120. | Όπως εξήγησα κατά την εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η συμπεριφορά από την οποία προκλήθηκε η ζημία που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι αναιρεσείοντες δεν μπορεί να καταλογιστεί στα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Εφόσον ισχύει αυτό, επομένως, δεν υπάρχει ανάγκη να διαπιστωθεί αν πληρούνται ή όχι οι τρεις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η στοιχειοθέτηση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης ( 58 ). |
| E – Fourth ground of appeal | Τέταρτος λόγος αναιρέσεως |
| 1. Argument of the parties | 1. Επιχειρήματα των διαδίκων |
| 121. | By their fourth ground of appeal, directed against paragraph 54 of the orders under appeal, the appellants essentially submit that the General Court made an error of law in declaring inadmissible their request for partial annulment of the MoU. They contend that, if the Court accepts the arguments they have put forward in the first three grounds of appeal, it would follow that the fourth ground of appeal too is well founded. | 121. | Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, που αφορά τη σκέψη 54 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη, κρίνοντας απαράδεκτο το αίτημά τους για μερική ακύρωση του μνημονίου κατανόησης. Διατείνονται ότι, αν το Δικαστήριο κάνει δεκτά τα επιχειρήματα που προέβαλαν στο πλαίσιο των τριών πρώτων λόγων αναιρέσεως, τότε θα μπορεί να συναχθεί ότι και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης βάσιμος. |
| 122. | The Commission and the ECB both consider that, in light of the arguments developed in the context of the other grounds of appeal, this ground too should be dismissed. | 122. | Τόσο η Επιτροπή όσο και η ΕΚΤ προβάλλουν ότι, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των τριών πρώτων λόγων αναιρέσεως, και ο τέταρτος λόγος θα πρέπει επίσης να απορριφθεί. |
| 2. Assessment | 2. Εκτίμηση |
| 123. | For pleadings lodged with the Court, being concise is a great virtue, whereas being too laconic is a cardinal sin. The present ground of appeal — developed in only one, brief, paragraph of the appeals — treads the fine line between those two concepts. | 123. | Για τα υπομνήματα που κατατίθενται στο Δικαστήριο, το να είναι συνοπτικά συνιστά μεγάλη αρετή, ενώ το να είναι υπερβολικά λακωνικά συνιστά θανάσιμο αμάρτημα. Ο εδώ εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως –που αναπτύσσεται σε μία μόνο σύντομη παράγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως– ακροβατεί μεταξύ των δύο αυτών εννοιών. |
| 124. | Indeed, one may be forgiven for thinking that it is rather exceptional that an error of law allegedly committed by the General Court may be identified, explained and demonstrated with the required clarity and exhaustiveness in a single paragraph of a submission. | 124. | Πράγματι, είναι μάλλον εύλογη η σκέψη ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο προβαλλόμενη νομική πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου να μπορεί να προσδιοριστεί, να εξηγηθεί και να αποδειχθεί, με την απαιτούμενη σαφήνεια και διεξοδικότητα, σε μία μόνο παράγραφο ενός δικογράφου. |
| 125. | In any event, it may not be necessary to discuss the admissibility of the present ground of appeal, since it is, I believe, manifestly ill founded. | 125. | Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να μην απαιτείται να εξεταστεί το ζήτημα του παραδεκτού του παρόντος λόγου αναιρέσεως, αφού αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, προδήλως αβάσιμος. |
| 126. | It is settled case-law that in an action for annulment, as provided by Article 263 TFEU, the EU Courts have jurisdiction only to review the legality of acts of institutions, bodies, offices or agencies of the Union. ( 59 ) | 126. | Κατά πάγια νομολογία, όταν εκδικάζουν προσφυγές ακυρώσεως κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν αρμοδιότητα να ελέγχουν μόνο τη νομιμότητα πράξεων θεσμικών οργάνων, φορέων, υπηρεσιών ή οργανισμών της Ένωσης ( 59 ). |
| 127. | The MoU was concluded by the Republic of Cyprus and the ESM, neither of which is an institution of the EU. The ESM has been established by the Member States whose currency is the euro. The Court held in Pringle that those Member States are entitled to conclude an agreement between themselves for the establishment of a stability mechanism. ( 60 ) According to settled case-law, the Court in principle lacks jurisdiction to review actions of Member States when they collectively exercise their power as Member States, rather than members of the Council. ( 61 ) | 127. | Τα μέρη που συνήψαν το μνημόνιο κατανόησης είναι η Κυπριακή Δημοκρατία και ο ΕΜΣ, εκ των οποίων κανένα δεν αποτελεί θεσμικό όργανο της Ένωσης. Ο ΕΜΣ συστάθηκε από τα κράτη μέλη τα οποία έχουν νόμισμα το ευρώ. Το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση Pringle ότι τα εν λόγω κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να συνάψουν μεταξύ τους συμφωνία για τη σύσταση ενός μηχανισμού σταθερότητας ( 60 ). Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, κατ’ αρχήν, δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγχει ενέργειες κρατών μελών όταν αυτά ασκούν συλλογικά την εξουσία τους ως κράτη μέλη, και όχι ως μέλη του Συμβουλίου ( 61 ). |
| 128. | It is true that, in some exceptional cases, the Court has reserved the power to review acts which, despite having formally been adopted as acts of the Member States meeting within the Council, because of their content and the circumstances in which they were adopted, are to be regarded as acts of the Council. ( 62 ) Nonetheless, that is manifestly not the case of the present proceedings: the act challenged was adopted pursuant to the rules of an international agreement to which the Union is not a party, and which created an international organisation with a legal personality distinct from and independent of that of the Union. | 128. | Ομολογουμένως, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι έχει αρμοδιότητα να ελέγξει πράξεις οι οποίες, παρά το ότι από τυπικής απόψεως εκδόθηκαν ως πράξεις των κρατών μελών που συνέρχονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου, λόγω του περιεχομένου τους και των περιστάσεων υπό τις οποίες εκδόθηκαν, έπρεπε να θεωρηθούν ως πράξεις του Συμβουλίου ( 62 ). Ωστόσο, κάτι τέτοιο προφανώς δεν ισχύει στην παρούσα δίκη: η προσβαλλόμενη πράξη υιοθετήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες μιας διεθνούς συμφωνίας στην οποία δεν μετέχει η Ένωση και με την οποία συστάθηκε ένας διεθνής οργανισμός με νομική προσωπικότητα χωριστή και ανεξάρτητη από εκείνη της Ένωσης. |
| 129. | Therefore, since the MoU cannot be the subject of an action for annulment under Article 263 TFEU, the fourth ground of appeal is also to be dismissed and, with it, the appeals in their entirety. | 129. | Επομένως, εφόσον το μνημόνιο κατανόησης δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος και, ως εκ τούτου, και οι αιτήσεις αναιρέσεως στο σύνολό τους. |
| VI – Costs | VI – Επί των δικαστικών εξόδων |
| 130. | Under Article 138(1) of the Rules of Procedure of the Court, the unsuccessful party is to be ordered to pay the costs if they have been applied for in the pleadings of the successful party. | 130. | Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. |
| 131. | If the Court agrees with my assessment of the appeal, then, in accordance with Articles 137, 138 and 184 of the Rules of Procedure, the appellants should pay the costs of these proceedings, both at first instance and on appeal. | 131. | Αν το Δικαστήριο συνταχθεί με την άποψή μου ως προς τις αιτήσεις αναιρέσεως, τότε, σύμφωνα με τα άρθρα 137, 138 και 184 του Κανονισμού Διαδικασίας, πρέπει να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας. |
| VII – Conclusion | VII – Πρόταση |
| 132. | Having regard to all the above considerations, I propose that the Court: | — | dismiss the appeals; | — | order Ledra Advertising Ltd to pay the costs relating to Case C‑8/15 P both at first instance and on appeal; | — | order Andreas Eleftheriou, Eleni Eleftheriou and Lilia Papachristofi to pay the costs relating to Case C‑9/15 P both at first instance and on appeal; and | — | order Christos Theophilou and Eleni Theophilou to pay the costs relating to Case C‑10/15 P both at first instance and on appeal. | 132. | Με βάση όλα τα προεκτεθέντα, προτείνω στο Δικαστήριο: | — | να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως, | — | να καταδικάσει τη Ledra Advertising Ltd στα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως C‑8/15 P για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, | — | να καταδικάσει τους Ανδρέα Ελευθερίου, Ελένη Ελευθερίου και Λίλια Παπαχριστοφή στα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως C‑9/15 P για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, και | — | να καταδικάσει τους Χρήστο Θεοφίλου και Ελένη Θεοφίλου στα δικαστικά έξοδα της υποθέσεως C‑10/15 P για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. |
| ( 1 ) Original language: English. | ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική. |
| ( 2 ) Treaty Establishing the European Stability Mechanism, signed by the Member States of the Eurozone on 2 February 2012, and which entered into force for the first 16 Member States that had ratified it on 27 September 2012. | ( 2 ) Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που υπεγράφη μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωζώνης στις 2 Φεβρουαρίου 2012 και τέθηκε σε ισχύ για τα πρώτα 16 κράτη μέλη που την είχαν κυρώσει στις 27 Σεπτεμβρίου 2012. |
| ( 3 ) Judgment of 27 November 2012 in Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756. | ( 3 ) Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756). |
| ( 4 ) EE, Annex I(I), No 4379, 22 March 2013. | ( 4 ) ΕΕ, παράρτημα I(I), αριθ. 4379, 22.3.2013. |
| ( 5 ) EE, Annex III(I), No 4645, 29 March 2013, p.769 to 780 and 781 to 788. | ( 5 ) ΕΕ, παράρτημα III(I), αριθ. 4645, 29 Μαρτίου 2013, σ. 769 έως 780 και σ. 781 έως 788. |
| ( 6 ) These figures are without prejudice to the reduction in the value of the uninsured deposits finally agreed. | ( 6 ) Οι αριθμοί αυτοί ισχύουν με την επιφύλαξη της μείωσης της αξίας των μη εγγυημένων καταθέσεων που συμφωνήθηκε εν τέλει. |
| ( 7 ) EU:T:2014:981. | ( 7 ) EU:T:2014:981. |
| ( 8 ) EU:T:2014:978. | ( 8 ) EU:T:2014:978. |
| ( 9 ) EU:T:2014:979. | ( 9 ) EU:T:2014:979. |
| ( 10 ) See also, among many, judgment of 3 December 2015 in Italy v Commission, C‑280/14 P, EU:C:2015:792, paragraph 42 and the case-law cited. | ( 10 ) Βλ. επίσης, μεταξύ πολλών άλλων, απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑280/14 P, EU:C:2015:792, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 11 ) See, inter alia, order of 29 November 2007 in Weber v Commission, C‑107/07 P, unpublished, EU:C:2007:741, paragraphs 26 to 28. | ( 11 ) Βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 29ης Νοεμβρίου 2007, Weber κατά Επιτροπής (C‑107/07 P, EU:C:2007:741, σκέψεις 26 έως 28). |
| ( 12 ) See, to that effect, judgment of 10 July 2014 in Telefónica and Telefónica de España v Commission, C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, paragraphs 29 and 30 and the case-law cited. | ( 12 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψεις 29 και 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 13 ) See, to that effect, judgment of 11 September 2014 in MasterCard and Others v Commission, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, paragraph 41 and the case-law cited. | ( 13 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 14 ) See, for example, point 8 in each of the appeals. | ( 14 ) Βλ., για παράδειγμα, στο σημείο 8 καθεμιάς από τις αιτήσεις αναιρέσεως. |
| ( 15 ) See judgment of 1 October 2014 in Council v Alumina, C‑393/13 P, EU:C:2014:2245, paragraph 16 and the case-law cited. | ( 15 ) Βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2014, Συμβούλιο κατά Alumina (C‑393/13 P, EU:C:2014:2245, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 16 ) See judgment of 23 March 2004 in European Ombudsman v Lamberts, C‑234/02 P, EU:C:2004:174, paragraph 59 and the case-law cited. | ( 16 ) Βλ. απόφαση της 23ης Μαρτίου 2014, Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κατά Lamberts (C‑234/02 P, EU:C:2004:174, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 17 ) See recital 10 of the ESM Treaty. | ( 17 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ. |
| ( 18 ) See especially judgment of 30 June 1993 in Parliament v Council and Commission, C‑181/91 and C‑248/91, EU:C:1993:271, paragraphs 16, 20 and 22; judgment of 2 March 1994 in Parliament v Council, C‑316/91, EU:C:1994:76, paragraphs 26, 34 and 41; Opinion 1/92, of 10 April 1992, EU:C:1992:189, paragraphs 32 and 41; and Opinion 1/09, of 8 March 2011, EU:C:2011:123, paragraph 75. | ( 18 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 30ής Ιουνίου 1993, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑181/91 και C‑248/91, EU:C:1993:271, σκέψεις 16, 20 και 22)· απόφαση της 2ας Μαρτίου 1994, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑316/91, EU:C:1994:76, σκέψεις 26, 34 και 41)· γνωμοδότηση 1/92, της 10ης Απριλίου 2011 (EU:C:1992:189, σκέψεις 32 και 41), και γνωμοδότηση 1/09 της 8ης Μαρτίου 2011 (EU:C:2011:123, σκέψη 75). |
| ( 19 ) Cf. Pringle, paragraph 161. | ( 19 ) Βλ. απόφαση Pringle (σκέψη 161). |
| ( 20 ) See, to that effect, judgment of 21 December 2011 in Air Transport Association of America and Others, C‑366/10, EU:C:2011:864, paragraphs 50, 52 and 60 to 62 and the case-law cited. | ( 20 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψεις 50, 52 και 60 έως 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 21 ) See judgment of 21 December 2011 in Air Transport Association of America and Others, C‑366/10, EU:C:2011:864, paragraph 63 and the case-law cited. | ( 21 ) Βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 22 ) Pringle, see especially paragraph 120. | ( 22 ) Απόφαση Pringle (βλ. ιδίως σκέψη 120). |
| ( 23 ) See, to that effect, judgment of 21 December 2011 in Air Transport Association of America and Others, C‑366/10, EU:C:2011:864, paragraph 63 and the case-law cited. | ( 23 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 24 ) See, to that effect, judgment of 28 April 2015 in Commission v Council, C‑28/12, EU:C:2015:282, paragraph 51. | ( 24 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑28/12, EU:C:2015:282, σκέψη 51). |
| ( 25 ) See Chapter 4 of the ESM Treaty. | ( 25 ) Βλ. κεφάλαιο 4 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ. |
| ( 26 ) I need not deal with the issue of whether an MoU signed by the ESM and one of its Members is a legally-binding agreement or only an act of political value. | ( 26 ) Δεν χρειάζεται να ασχοληθώ με το ζήτημα αν ένα μνημόνιο κατανόησης που υπογράφεται από τον ΕΜΣ και ένα από τα μέλη αυτού αποτελεί νομικά δεσμευτική συμφωνία ή μόνο πράξη πολιτικού χαρακτήρα. |
| ( 27 ) Paragraph 54 of the orders under appeal. | ( 27 ) Σκέψη 54 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων. |
| ( 28 ) See the case-law referred to in Pringle, paragraph 158. | ( 28 ) Βλ. παρατεθείσα στη σκέψη 158 της αποφάσεως Pringle νομολογία. |
| ( 29 ) Cf. Pringle, paragraph 112. | ( 29 ) Βλ. απόφαση Pringle (σκέψη 112). |
| ( 30 ) Emphasis added. | ( 30 ) Η υπογράμμιση δική μου. |
| ( 31 ) See, in particular, paragraphs 164 and 174 of Pringle referred to by the appellants. | ( 31 ) Βλ., ιδίως, σκέψεις 164 και 174 της αποφάσεως Pringle τις οποίες επικαλούνται οι αναιρεσείοντες. |
| ( 32 ) See, notably, order of 27 October 2008 in Pellegrini v Commission, T‑375/07, unpublished, EU:T:2008:466, paragraph 19 and the case-law cited. | ( 32 ) Βλ., ιδίως, διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2008, Pellegrini κατά Επιτροπής (T‑375/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:466, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 33 ) See, to that effect, judgment of 25 June 1998 in British Airwaysand Others v Commission, T‑371/94 and T‑394/94, EU:T:1998:140, paragraph 453. | ( 33 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουνίου 1998, British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑371/94 και T‑394/94, EU:T:1998:140, σκέψη 453). |
| ( 34 ) See, inter alia, judgments of 5 November 2002 in Commission v Luxembourg, C‑472/98, EU:C:2002:629, paragraphs 34 to 38; and 28 October 2010 in Commission v Lithuania, C‑350/08, EU:C:2010:642, paragraph 33. | ( 34 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Νοεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑472/98, EU:C:2002:629, σκέψεις 34 έως 38), και της 28ης Οκτωβρίου 2010, Επιτροπή κατά Λιθουανίας (C‑350/08, EU:C:2010:642, σκέψη 33). |
| ( 35 ) See judgment of 11 August 1995 in Commission v Germany, C‑431/92, EU:C:1995:260, paragraph 21 and the case-law cited. | ( 35 ) Βλ. απόφαση της 11ης Αυγούστου 1995, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑431/92, EU:C:1995:260, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 36 ) See, to that effect, judgment of 24 March 2009 in Danske Slagterier, C‑445/06, EU:C:2009:178, paragraph 67. | ( 36 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 24ης Μαρτίου 2009, Danske Slagterier (C‑445/06, EU:C:2009:178, σκέψη 67). |
| ( 37 ) See, among many, judgments of 14 February 1989 in Star Fruit v Commission, 247/87, EU:C:1989:58, paragraphs 10 to 14; and 17 May 1990 in Sonito and Others v Commission, C‑87/89, EU:C:1990:213, paragraphs 6 and 7. | ( 37 ) Βλ., μεταξύ πολλών άλλων, αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1989, Star Fruit κατά Επιτροπής (247/87, EU:C:1989:58, σκέψεις 10 έως 14), και της 17ης Μαΐου 1990, Sonito κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑87/89, EU:C:1990:213, σκέψεις 6 και 7). |
| ( 38 ) See, notably, order of 23 May 1990 in Asia Motor France v Commission, C‑72/90, EU:C:1990:230, paragraphs 13 to 15. See also order of the General Court of 14 January 2004 in Makedoniko Metro and Michaniki v Commission, T‑202/02, EU:T:2004:5, paragraph 43. | ( 38 ) Βλ., ιδίως, διάταξη της 23ης Μαΐου 1990, Asia Motor France κατά Επιτροπής (C‑72/90, EU:C:1990:230, σκέψεις 13 έως 15). Βλ., επίσης, διάταξη της 14ης Ιανουαρίου 2004, Μακεδονικό Μετρό και Μηχανική κατά Επιτροπής (T‑202/02, EU:T:2004:5, σκέψη 43). |
| ( 39 | ( 39 ) Στο εξής: Χάρτης. |
| ) | ( 40 ) Στις προσφυγές απλώς εξετάστηκε ενδεχόμενη παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ, χωρίς να συνδεθούν με οποιοδήποτε τρόπο οι δύο αυτές διατάξεις. |
| ‘The Charter’ | ( 41 ) Βλ. Peers, S., «Towards a New Form of EU Law? The Use of EU Institutions Outside the EU Legal Framework», European Consitutional Law Review, 2013, σ. 51 έως 53. |
| ( 40 ) The applications merely discussed a possible breach of Article 1 of Protocol 1 to the ECHR, without drawing any link between those two provisions. | ( 42 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 19). |
| ( 41 ) Cf. Peers, S., ‘Towards a New Form of EU Law? The Use of EU Institutions Outside the EU Legal Framework’, European Constitutional Law Review, 2013, pp. 51 to 53. | ( 43 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2014, Siragusa (C‑206/13, EU:C:2014:126, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 42 ) See, inter alia, judgment of 26 February 2013 in Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, paragraph 19. | ( 44 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, Torralbo Marcos (C‑265/13, EU:C:2014:187, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
| ( 43 ) See, to that effect, judgment of 6 March 2014 in Siragusa, C‑206/13, EU:C:2014:126, paragraph 24 and the case-law cited. | ( 45 ) Βλ. σκέψεις 178 έως 181 της αποφάσεως Pringle. |
| ( 44 ) See, to that effect, judgment of 27 March 2014 in Torralbo Marcos, C‑265/13, EU:C:2014:187, paragraph 33 and the case-law cited. | ( 46 ) Βλ. διατάξεις της 14ης Δεκεμβρίου 2011, Cozman (C‑462/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:831), Corpul Naţional al Poliţiştilor (C‑434/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:830), της 7ης Μαρτίου 2013, Sindicato dos Bancários do Norte κ.λπ. (C‑128/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:149), της 26ης Ιουνίου 2014, Sindicato Nacional dos Profissionais de Seguros e Afins (C‑264/12, EU:C:2014:2036), και της 21ης Οκτωβρίου 2014, Sindicato Nacional dos Profissionais de Seguros e Afins (C‑665/13, EU:C:2014:2327). |
| ( 45 ) See paragraphs 178 to 181 of Pringle. | ( 47 ) Όπως το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. |
| ( 46 ) See orders of 14 December 2011 in Cozman, C‑462/11, unpublished, EU:C:2011:831; 14 December 2011 in Corpul Naţional al Poliţiştilor, C‑434/11, unpublished, EU:C:2011:830; 7 March 2013 in Sindicato dos Bancários do Norte and Others, C‑128/12, unpublished, EU:C:2013:149; 26 June 2014 in Sindicato Nacional dos Profissionais de Seguros e Afins, C‑264/12, EU:C:2014:2036; and 21 October 2014 in Sindicato Nacional dos Profissionais de Seguros e Afins, C‑665/13, EU:C:2014:2327. | ( 48 ) Η υπογράμμιση δική μου. |
| ( 47 ) Such as the Constitution of the Republic of Cyprus and the European Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms. | ( 49 ) Που υιοθετήθηκε από την επιτροπή διεθνούς δικαίου των Ηνωμένων Εθνών κατά την εξηκοστή τρίτη συνεδρίασή της, το 2011, και υποβλήθηκε στη Γενική Συνέλευση ως μέρος της εκθέσεως της Επιτροπής σχετικά με τις εργασίες της συνεδρίασης αυτής (A/66/10) (Yearbook of the International Law Commission, 2011, τόμος II, μέρος ΙΙ). |
| ( 48 ) Emphasis added. | ( 50 ) Η έννοια του «αντιπροσώπου διεθνούς οργανισμού» ορίζεται με ευρύτατο τρόπο στο άρθρο 2, σημείο δʹ, του σχεδίου άρθρων, συμπεριλαμβάνοντας κάθε «υπάλληλο ή άλλο πρόσωπο ή οντότητα, που δεν συνιστά όργανο, που έχει επιφορτιστεί από τον οργανισμό να διεκπεραιώσει, ή να βοηθήσει ώστε να διεκπεραιωθεί, κάποια από τις αποστολές του, και, συνεπώς, διά του οποίου ενεργεί ο εν λόγω οργανισμός». |
| ( 49 ) Adopted by the International Law Commission of the United Nations at its sixty-third session, in 2011, and submitted to the General Assembly as a part of the Commission’s report covering the work of that session (A/66/10) (Yearbook of the International Law Commission, 2011, vol. II, Part Two). | ( 51 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2009, Arizmendi κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (T‑440/03, T‑121/04, T‑171/04, T‑208/04, T‑365/04 και T‑484/04, EU:T:2009:530, σκέψεις 61 έως 71). |
| ( 50 ) The concept of ‘agent of an international organization’ is defined very broadly in Article 2(d) of the Draft Articles, encompassing any ‘official or other person or entity, other than an organ, who is charged by the organization with carrying out, or helping to carry out, one of its functions, and thus through whom the organization acts’. | ( 52 ) Η αρχή αυτή προκύπτει ιδίως από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (καλούμενη AETR) (22/70, EU:C:1971:32, σκέψεις 21 και 22), και της 5ης Νοεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑472/98, EU:C:2002:629, σκέψη 85). |
| ( 51 ) See, to that effect, judgment of the General Court 18 December 2009 in Arizmendiand Others v Council and Commission, T‑440/03, T‑121/04, T‑171/04, T‑208/04, T‑365/04 and T‑484/04, EU:T:2009:530, paragraphs 61 to 71. | ( 53 ) Νομολογία που ξεκίνησε με τις αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428), και της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79). |
| ( 52 ) That principle stems especially from Article 4(3) TEU. See, to that effect, judgments of 31 March 1971 in Commission v Council (ERTA), 22/70, EU:C:1971:32 paragraphs 21 and 22; and 5 November 2002 in Commission v Luxembourg, C‑472/98, EU:C:2002:629, paragraph 85. | ( 54 ) Για μια ιστορική αλλά και συγκριτική προσέγγιση, βλ. Müller-Freienfels, W., «Agency – Law», Encyclopædia Britannica, 2016, από τον ιστοτόπο http://www.britannica.com/topic/agency-law. |
| ( 53 ) Case-law which started with the judgments of 19 November 1991 in Francovich and Others, C‑6/90 and C‑9/90, EU:C:1991:428; and 5 March 1996 in Brasserie du pêcheur and Factortame, C‑46/93 and C‑48/93, EU:C:1996:79. | ( 55 ) Έτσι αντιλαμβάνομαι τις αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1967, Kampffmeyer κ.λπ. κατά Επιτροπής (5/66, 7/66, 13/66 έως 16/66 και 18/66 έως 24/66, EU:C:1967:31), και της 12ης Απριλίου 1984, Unifrex κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (281/82, EU:C:1984:165). |
| ( 54 ) For both an historical and comparative perspective, see Müller-Freienfels, W., ‘Agency — Law’, in Encyclopædia Britannica, 2016, retrieved from http://www.britannica.com/topic/agency-law. | ( 56 ) Συνευθύνη, ωστόσο, της Ένωσης δεν μπορεί να απορρέει από το γεγονός ότι ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης απλώς παρέχει συμβουλές ή μη δεσμευτική καθοδήγηση στις εθνικές αρχές. Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Krohn Import-Export κατά Επιτροπής (175/84, EU:C:1986:85), και της 10ης Μαΐου 1978, Société pour l’exportation des sucres κατά Επιτροπής (132/77, EU:C:1978:99). |
| ( 55 ) This is my reading of the judgments of 14 July 1967 in Kampffmeyer and Others v Commission, 5/66, 7/66, 13/66 to 16/66 and 18/66 to 24/66, EU:C:1967:31; and 12 April 1984 in Unifrex v Commission and Council, 281/82, EU:C:1984:165. | ( 57 ) Οι αναιρεσείοντες αναφέρονται στη δήλωση αυτή με τον όρο «τελεσίγραφο». |
| ( 56 ) A joint liability of the Union cannot, however, stem from the fact that an EU institution merely provides advice or issues non-binding guidance to the national authorities. Cf., to that effect, judgments of 26 February 1986 in Krohn Import-Export v Commission, 175/84, EU:C:1986:85; and 10 May 1978 in Société pour l'exportation des sucres v Commission, 132/77, EU:C:1978:99. | ( 58 ) Για τις προϋποθέσεις αυτές, βλ., μεταξύ πολλών άλλων, απόφαση της 25ης Μαρτίου 2010, Sviluppo Italia Basilicata κατά Επιτροπής (C‑414/08 P, EU:C:2010:165, σκέψη 138). |
| ( 57 ) The appellants refer to this statement as ‘the unless-demand’. | ( 59 ) Βλ. αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1971, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (22/70, EU:C:1971:32, σκέψη 42), της 30ής Ιουνίου 1993, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑181/91 και C‑248/91, EU:C:1993:271, σκέψη 13), και της 13ης Ιουλίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑27/04, EU:C:2004:436, σκέψη 44). |
| ( 58 ) For those conditions see, among many, judgment of 25 March 2010 in Sviluppo Italia Basilicata v Commission, C‑414/08 P, EU:C:2010:165, paragraph 138. | ( 60 ) Απόφαση Pringle (σκέψη 68). |
| ( 59 ) See, judgments of 31 March 1971 in Commission v Council, 22/70, EU:C:1971:32, paragraph 42; 30 June 1993 in Parliament v Council and Commission, C‑181/91 and C‑248/91, EU:C:1993:271, paragraph 13; and 13 July 2004 in Commission v Council, C‑27/04, EU:C:2004:436, paragraph 44. | ( 61 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1993, Κοινοβούλιο και Συμβούλιο κατά Επιτροπής (C‑181/91 και C‑248/91, EU:C:1993:271, σκέψη 12), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑114/12, EU:C:2014:2151, σκέψεις 38 έως 41). |
| ( 60 ) Pringle, paragraph 68. | ( 62 ) Βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 1993, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑181/91 και C‑248/91, EU:C:1993:271, σκέψη 14), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην ίδια υπόθεση (C‑181/91 και C‑248/91, EU:C:1992:520, σημεία 20 έως 22). |
| ( 61 ) See, to that effect, judgments of 30 June 1993, Parliament and Council v Commission, C‑181/91 and C‑248/91, EU:C:1993:271, paragraph 12; and 4 September 2014, Commission v Council, C‑114/12, EU:C:2014:2151, paragraphs 38 to 41. | |
| ( 62 ) See judgment of 30 June 1993 in Parliament v Council and Commission, C‑181/91 and C‑248/91, EU:C:1993:271, paragraph 14, and the Opinion of Advocate General Jacobs in the same case, EU:C:1992:520, points 20 to 22. | |