Mέτρα κατά των καταχρήσεων στον τομέα της άμεσης φορολογίας

Η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να αναθεωρήσουν τους κανόνες τους κατά των καταχρήσεων στον τομέα της άμεσης φορολογίας, με βάση τις αρχές που έχει θεσπίσει το Δικαστήριο. Τα ενθαρρύνει επίσης να επιδιώξουν την εφαρμογή συντονισμένων και εποικοδομητικών λύσεων στον συγκεκριμένο τομέα.

ΠΡΑΞΗ

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της 10ης Δεκεμβρίου 2007 με τίτλο «Η εφαρμογή κανόνων κατά των καταχρήσεων στον τομέα της άμεσης φορολογίας - εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όσον αφορά τρίτες χώρες» [COM(2007) 785 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

ΣΥΝΟΨΗ

H έννοια των «κανόνων κατά των καταχρήσεων» καλύπτει ευρύ φάσμα κανόνων, μέτρων και πρακτικών στα κράτη μέλη. Η παρούσα ανακοίνωση συνιστά έκκληση για μια περισσότερο στοχοθετημένη και καλύτερα συντονισμένη εφαρμογή αυτών των κανόνων. Αποσκοπεί στο να επιτευχθεί η ενδεδειγμένη ισορροπία μεταξύ του δημόσιου συμφέροντος της καταπολέμησης των καταχρήσεων και της ανάγκης να αποφευχθούν οι περιορισμοί στις διασυνοριακές δραστηριότητες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕE). Αποσκοπεί επίσης στο συντονισμό της εφαρμογής των κανόνων κατά των καταχρήσεων όσον αφορά τρίτες χώρες, ώστε να διαφυλαχθούν οι φορολογικές βάσεις των κρατών μελών.

Η ανακοίνωση αυτή, η οποία περιορίζεται στον τομέα της άμεσης φορολογίας, κάνει διάκριση μεταξύ της εφαρμογής των εθνικών μέτρων κατά των καταχρήσεων εντός της ΕΕ και της εφαρμογής αντίστοιχων μέτρων στις σχέσεις με τρίτες χώρες. Αναλύει επίσης τις αρχές που απορρέουν από τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), ώστε να αρχίσει σχετική συζήτηση μεταξύ των κρατών μελών και των ενδιαφερόμενων μερών προκειμένου:

Φοροαποφυγή και κατάχρηση

Το ΔΕΚ έχει αποφανθεί ότι κάθε πρόσωπο το οποίο ευρίσκεται κανονικά σε κατάσταση καλυπτόμενη από το κοινοτικό δίκαιο ενδέχεται να απωλέσει τα δικαιώματα που απολαύει δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας σε περίπτωση που επιδιώξει να κάνει κατάχρηση των εν λόγω δικαιωμάτων. Οι εν λόγω περιπτώσεις αποτελούν την εξαίρεση: κατάχρηση παρατηρείται μόνο σε περιπτώσεις όπου, παρά την τυπική τήρηση των όρων που προβλέπονται στις σχετικές κοινοτικές ρυθμίσεις, δεν έχει επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος με τις ρυθμίσεις αυτές σκοπός και υπάρχει πρόθεση εξασφάλισης οφέλους μέσω τεχνητής δημιουργίας προϋποθέσεων κτήσης του εν λόγω οφέλους. Το ΔΕΚ έχει ιδίως εφαρμόσει το δόγμα αυτό στην κοινοτική νομοθεσία σχετικά με τις επιστροφές κατά τις εξαγωγές και τον ΦΠΑ.

Με τις αποφάσεις του για την άμεση φορολογία το ΔΕΚ έκρινε, επιπλέον, ότι η ανάγκη πρόληψης της φοροαποφυγής ή των καταχρήσεων δύναται να αποτελέσει επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή περιορισμών στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών. Η έννοια της φοροαποφυγής περιορίζεται, ωστόσο, σε «αμιγώς επίπλαστες καταστάσεις που αποσκοπούν στην αποφυγή της υπαγωγής στη φορολογική νομοθεσία» του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Για να είναι σύννομοι, οι εθνικοί κανόνες στον τομέα της φορολογίας, πρέπει να είναι αναλογικοί και να επιδιώκουν τον συγκεκριμένο σκοπό της πρόληψης «αμιγώς επίπλαστων καταστάσεων».

Αμιγώς επίπλαστες καταστάσεις

Το ΔΕΚ εντόπισε ορισμένους παράγοντες οι οποίοι δεν συνιστούν από μόνοι τους επίπλαστες καταστάσεις. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι μια θυγατρική είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος ή ότι ο υποκείμενος στο φόρο ασκεί δραστηριότητες σε αυτό το άλλο κράτος μέλος από το έδαφος του κράτους μέλους προέλευσής του δεν συνιστούν αναγκαστικά περιπτώσεις φοροαποφυγής. Ο στόχος της ελαχιστοποίησης της φορολογικής επιβάρυνσης ενός φορολογουμένου αποτελεί, αυτός καθεαυτόν, θεμιτή επιχειρηματική επιδίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για την επίτευξή του δεν καταλήγουν σε τεχνητές μεταφορές κερδών.

Οι επίπλαστες καταστάσεις πρέπει να διαπιστώνονται με συγκριτική ανάλυση της ουσίας και της μορφής. Για να εκτιμηθεί η κατάσταση ως προς την ουσία, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται επαληθεύσιμα στοιχεία όπως ο τόπος εγκατάστασης των δομών διαχείρισης, η φυσική παρουσία εγκαταστάσεων και ο αντίστοιχος εμπορικός κίνδυνος.

Αναλογικότητα

Οι εθνικοί κανόνες δύνανται να προβλέπουν κριτήρια ειδικά για καταστάσεις με υψηλή πιθανότητα καταχρήσεων. Η καθιέρωση τέτοιων κριτηρίων βάσει τεκμηρίων πρόκειται μάλιστα να ενισχύσει τη νομική ασφάλεια προς όφελος των φορολογουμένων, ενώ παράλληλα διευκολύνει το έργο των φορολογικών αρχών.

Για να μην επιβάλλονται κυρώσεις για νόμιμες δραστηριότητες, οι φορολογικές αρχές πρέπει να εξετάζουν χωριστά την κάθε περίπτωση και κάθε φορολογούμενος για τον οποίο τεκμαίρεται ότι έχει δημιουργήσει ένα αμιγώς επίπλαστο σχήμα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να το δικαιολογήσει. Τα πορίσματα των αξιολογήσεων που διενεργούνται από τις φορολογικές αρχές πρέπει να μπορούν να αποτελούν αντικείμενο ανεξάρτητου δικαστικού ελέγχου.

Εφαρμογή των κανόνων κατά των καταχρήσεων

Τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τα φορολογικά συστήματα και να προστατεύουν τις φορολογικές βάσεις τους από κάθε αδικαιολόγητη συρρίκνωση οφειλόμενη σε καταχρήσεις ή σε ακούσια φοροαποφυγή. Ωστόσο, προκειμένου να μην υπάρχουν περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες και στους οικονομικούς φορείς δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας, τα μέτρα κατά των καταχρήσεων πρέπει να στοχεύουν επακριβώς τις επίπλαστες καταστάσεις που αποσκοπούν στην παράκαμψη της νομοθεσίας. Επιπλέον, για την αποφυγή οποιασδήποτε καταγγελίας περί διακρίσεων θα πρέπει να αποκλειστεί η λύση που συνίσταται στην εφαρμογή σε καταστάσεις καθαρά εθνικές μέτρων κατά των καταχρήσεων τα οποία προβλέπονται για την καταπολέμηση της διασυνοριακής φοροαποφυγής, γιατί μια τέτοια λύση είναι αντιπαραγωγική σε όρους οικονομικής αποδοτικότητας και αντίθετη προς τα συμφέροντα της εσωτερικής αγοράς.

Εφαρμογή των κανόνων κατά των καταχρήσεων όσον αφορά τρίτες χώρες

Η εφαρμογή μέτρων κατά των καταχρήσεων σε περιπτώσεις όπου ενέχονται τρίτες χώρες (περιπτώσεις στις οποίες ισχύει μόνο η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων) γενικώς επηρεάζεται λιγότερο από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Η συνθήκη ΕΚ δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να αποφεύγουν τις διακρίσεις όσον αφορά την εγκατάσταση υπηκόων τους εκτός της Κοινότητας ή την εγκατάσταση υπηκόων τρίτων χωρών σε κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της διακριτικής μεταχείρισης δεν τίθεται στις περιπτώσεις ελεγχόμενης εταιρείας ή πιστωτή/μετόχου εγκατεστημένου σε τρίτη χώρα, δηλαδή στις καταστάσεις που συνήθως αποτελούν αντικείμενο των κανόνων κατά των καταχρήσεων για την καταπολέμηση της διασυνοριακής φοροαποφυγής.

Οι οδηγίες για το φόρο των εταιρειών εφαρμόζονται μόνο σε εταιρείες που έχουν συσταθεί στα κράτη μέλη. Στόχος τους είναι να αρθούν τα φορολογικά εμπόδια που τίθενται στις αναδιοργανώσεις σε διακρατικό επίπεδο και στις πληρωμές των μερισμάτων, των τόκων και των δικαιωμάτων. Αντίθετα, δεν αφορούν τη διευκόλυνση καταστάσεων που αποσκοπούν στην αποφυγή παρακράτησης φόρων επί των πληρωμών που καταβάλλονται σε μη ευρωπαϊκές οντότητες. Για να σταματήσουν αυτές οι πρακτικές, η καλύτερη αντιμετώπιση συνίσταται στην ομοιόμορφη και συντονισμένη εφαρμογή μέτρων κατά της φοροαποφυγής και στην ενίσχυση της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών καθώς και με τους εταίρους εκτός ΕΕ.

ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της 19ης Δεκεμβρίου 2006 με τίτλο «Συντονισμός των άμεσης φορολογίας των κρατών μελών στην εσωτερική αγορά»[COM(2006) 823 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

Η Επιτροπή προτείνει την προώθηση του συντονισμού των συστημάτων άμεσης φορολογίας των κρατών μελών ώστε να εξαλειφθούν τα φορολογικά εμπόδια, όπως είναι οι διακρίσεις και η διπλή φορολόγηση. Επιθυμεί τα φορολογικά συστήματα να είναι συμβατά με το κοινοτικό δίκαιο και τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 28.02.2008