Υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στην Ευρώπη

1) ΣΤΟΧΟΣ

Αναγνώριση της υπεραξίας των υπηρεσιών κοινής ωφελείας για την υλοποίηση μιας εσωτερικής αγοράς προσβάσιμης σε όλους και καθορισμός του πεδίου και των κριτηρίων εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού στον τομέα αυτόν.

2) ΠΡΑΞΗ

Ανακοίνωση της Επιτροπής - Οι υπηρεσίες κοινής ωφελείας στην Ευρώπη [Επίσημη Εφημερίδα C 281, 26.09.1996].

Όπως τροποποιήθηκε από την πράξη:

Ανακοίνωση της Επιτροπής - Οι υπηρεσίες κοινής ωφελείας στην Ευρώπη [Επίσημη Εφημερίδα C 17, 19.01.2001].

3) ΣΥΝΟΨΗ

Πλαίσιο

Το άρθρο 16 της συνθήκης ΕΚ προσφέρει στις υπηρεσίες κοινής ωφελείας μια θέση μεταξύ των αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και ένα ρόλο στην προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, ως παράγοντες ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Πράγματι, οι υπηρεσίες κοινής ωφελείας προσφέρουν στους καταναλωτές καταλληλότερες υπηρεσίες που επιτρέπουν στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να επιτύχουν μια καλύτερη θέση απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό.

Το 1996, η Επιτροπή παρουσίασε μια πρώτη ανακοίνωση για τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας, που ακολουθήθηκε, το 2001, από μια νέα ανακοίνωση που στόχευε στο να διευκρινίσει το πεδίο και τα κριτήρια εφαρμογής των υπηρεσιών κοινής ωφελείας.

Αποστολή των υπηρεσιών κοινής ωφελείας

Οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) διαφέρουν από τις συνήθεις υπηρεσίες στο βαθμό που οι κρατικές αρχές θεωρούν ότι η παροχή τους αποτελεί αναγκαιότητα, ακόμη και όταν η αγορά δεν είναι επαρκώς αποδοτική για την παροχή των υπηρεσιών. Η έννοια των υπηρεσιών κοινής ωφελείας στηρίζεται πράγματι στην επιθυμία να διασφαλιστεί παντού μια υπηρεσία ποιότητας σε μια τιμή προσιτή σε όλους. Οι υπηρεσίες κοινής ωφελείας συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της αλληλεγγύης και της ίσης μεταχείρισης που αποτελούν τη βάση του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου.

Το πλέον κλασσικό παράδειγμα είναι η υποχρέωση παροχής μιας δεδομένης υπηρεσίας στο σύνολο της εδαφικής επικράτειας μιας χώρας σε τιμές και συνθήκες ποιότητας αντίστοιχες, ανεξαρτήτως της αποδοτικότητας των πράξεων που εξετάζονται μεμονωμένα.

Το άρθρο 16 της συνθήκης ΕΚ αναγνωρίζει το ρόλο που διαδραματίζουν στην προώθηση της κοινωνικής και εδαφικής συνοχής και ζητά από την Ένωση και τα κράτη μέλη της να ελέγχουν ώστε οι υπηρεσίες αυτές να λειτουργούν βάσει των αρχών και σύμφωνα με τους όρους που τους επιτρέπουν να εκπληρώσουν την αποστολή τους. Η αποστολή των υπηρεσιών κοινής ωφελείας και τα ειδικά δικαιώματα που μπορεί να συνεπάγεται, απορρέουν από στόχους γενικού συμφέροντος όπως και, ειδικότερα, η ασφάλεια της προμήθειας, η προστασία του περιβάλλοντος, η οικονομική και κοινωνική αλληλεγγύη, η χωροταξία, η προώθηση των συμφερόντων των καταναλωτών. Οι αρχές που διέπουν την αποστολή είναι : η συνέχεια, η ισότητα πρόσβασης, η καθολικότητα, η διαφάνεια των υπηρεσιών.

Οι υπηρεσίες κοινής ωφελείας συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή. Η έννοια τους είναι εύκαμπτη και εξελικτική, στο βαθμό που το περιεχόμενό τους προσαρμόζεται στα χαρακτηριστικά του τομέα και στις τεχνολογικές εξελίξεις.

Πεδίο εφαρμογής

Το άρθρο 86, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΚ πιστοποιεί ότι οι υπηρεσίες γενικού συμφέροντος υπόκεινται «στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί».

Όταν εφαρμόζονται οι κανόνες του ανταγωνισμού, το συμβιβάσιμο προς τους κανόνες αυτούς βασίζεται σε τρεις αρχές :

Οι αρχές αυτές διασφαλίζουν κάποια ευκαμψία, που επιτρέπει να ληφθούν υπόψη οι ποικίλες καταστάσεις και στόχοι μεταξύ κρατών μελών και τομέων.

Το Πρωτοδικείο (υπόθεση T-106/95, FFSA, Συλλογή 1997) αναγνώρισε ότι η αμοιβή που χορηγείται από το κράτος σε μια επιχείρηση για να αντισταθμίσει το κόστος των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας συνιστά ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΚ. Αλλά, πρέπει να διευκρινιστεί ότι κάθε ενίσχυση υπόκειται στους κανόνες του ανταγωνισμού όταν αφορά οικονομική δραστηριότητα και έχει επιπτώσεις στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Πάντως είναι σπάνιο μια υπηρεσία γενικού συμφέροντος να πληροί τις δύο αυτές προϋποθέσεις.

Πάντως, μια αντιστάθμιση μπορεί να θεωρηθεί ως συμβιβάσιμη προς την κοινοτική νομοθεσία, εάν πληροί τους ακόλουθους όρους:

Η ανακοίνωση του Σεπτεμβρίου 2001 καλεί την Επιτροπή να καταρτίσει κατάλογο των υπηρεσιών γενικού συμφέροντος μη οικονομικής φύσης.

Διαδικασία

Κατ' αρχήν, για να πληροί κάθε αντιστάθμιση τους απαιτούμενους όρους ώστε να χαρακτηρίζεται ως ενίσχυση, πρέπει να κοινοποιηθεί προτού χορηγηθεί. Εξαίρεση αποτελούν οι ενισχύσεις «de minimis» και οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 1191/69 του Συμβουλίου, περί των ενεργειών των κρατών μελών που αφορούν τις υποχρεώσεις που είναι συνυφασμένες με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών.

Υπηρεσίες κοινής ωφελείας: σχετικοί τομείς

Κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβόνας, τον Μάρτιο του 2000, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων όχι μόνο αναγνώρισαν το βασικό ρόλο των υπηρεσιών κοινής ωφελείας, αλλά επίσης ζήτησαν επιτάχυνση της ελευθέρωσης στους τομείς του φυσικού αερίου, της ηλεκτρικής ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

Ορισμένες καθολικές υπηρεσίες που έχουν ευρωπαϊκή διάσταση, όπως οι εναέριες μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, η ενέργεια, οδήγησαν ήδη σε κοινοτική δράση με στόχο την ελευθέρωση των αντίστοιχων τομέων:

Η αποκτηθείσα εμπειρία πιστοποιεί το πλήρες συμβιβάσιμο μεταξύ, από τη μία πλευρά, της τήρησης των κανόνων του ανταγωνισμού και της εσωτερικής αγοράς και από την άλλη πλευρά, τη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου στην παροχή υπηρεσιών γενικού συμφέροντος.

Άλλες κοινοτικές δράσεις υπέρ των υπηρεσιών γενικού συμφέροντος

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι άλλες δράσεις κοινοτικών πολιτικών έχουν τους ίδιους στόχους προστασίας των καταναλωτών, ήτοι:

Εξάλλου υπάρχει μια οριζόντια νομοθεσία στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών που εφαρμόζεται στις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος και αναφέρεται σε καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες, την πώληση εξ αποστάσεως κλπ.

19.Τέλος, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ES) (EN) (FR) και ειδικότερα της Γενικής Συμφωνίας για το εμπόριο υπηρεσιών, η Κοινότητα δεσμεύτηκε να διατηρήσει τις υπηρεσίες της κοινής ωφελείας.

4) μετρα εφαρμογης

5) μεταγενεστερες εργασιες

Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την πρόοδο των εργασιών όσον αφορά τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις που συνδέονται με τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος. [COM(2002) 636 τελικό της 27.11.2002 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]. Εν αναμονή μεγαλύτερης νομικής ασφάλειας, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η συνεδρίαση της 18ης Δεκεμβρίου 2002 με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών θα έπρεπε να εστιαστεί σε θέματα που δεν συνδέονται άμεσα με το νομικό χαρακτηρισμό των αποζημιώσεων. Σχετικά, η Επιτροπή συνιστά να στραφεί η συζήτηση γύρω από τα ακόλουθα πέντε ερωτήματα:

Μετά τη συνεδρίαση της 18ης Δεκεμβρίου 2002, θα διοργανωθεί δεύτερη συνεδρίαση μόλις παγιωθεί η νομολογία του Δικαστηρίου.

Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την πρόοδο των εργασιών που διεξάγονται σε σχέση με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος. [COM (2002) 0280 τελικό , 5.06.2002 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

Για να ξεκινήσει το πρώτο στάδιο διαβουλεύσεων εντός του 2002 (όπως περιγράφεται στην έκθεση του 2001), η παρούσα έκθεση αναφέρεται στην πάγια νομολογία, υπογραμμίζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις. Το 1997, το Πρωτοδικείο (υπόθεση T-106/95, FFSA, Συλλογή 1997) αναγνώρισε ότι η αμοιβή που χορηγήθηκε από το κράτος σε μια επιχείρηση για να αντισταθμίσει το κόστος των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας συνιστά ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΚ. Αντίθετα, το 2001, το Δικαστήριο (υπόθεση C-53/00) έκρινε ότι οι αντισταθμίσεις κοινωνικής ωφελείας θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, εφόσον το ύψος τους δεν υπερβαίνει ό,τι είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η λειτουργία των υπηρεσιών κοινής ωφελείας.

Εάν μια τέτοια νομολογία επιβεβαιωθεί, η προσέγγιση σε δύο στάδια που προβλέπεται στην έκθεση του 2001 δεν θα μπορεί να συνεχιστεί. Πάντως, η Επιτροπή θεωρεί ότι ακόμα και στο πλαίσιο της θεωρητικής αυτής προσέγγισης, ένα κείμενο σχετικά με τις λεπτομέρειες του υπολογισμού της αντιστάθμισης και τους όρους επιλογής των παρεχόντων υπηρεσίες θα πρέπει να εκπονηθεί.

Αναμένοντας τις προσεχείς αποφάσεις του Δικαστηρίου, η Επιτροπή προτίθεται να οργανώσει μια πρώτη συνεδρίαση με τη συμμετοχή εθνικών εμπειρογνωμόνων κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 2002.

Έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν: Υπηρεσίες κοινής ωφέλειας [COM (2001) 598(01), 17.10.2001 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

Η παρούσα έκθεση προτίθεται να ενισχύσει την ασφάλεια του δικαίου, διευκρινίζοντας το πεδίο εφαρμογής των κανόνων της συνθήκης στον τομέα της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού.

Κατόπιν της συνεδριάσεως που οργανώθηκε στις 7 Ιουνίου 2001 με τους εκπροσώπους των κρατών μελών, η Επιτροπή προβλέπει μια προσέγγιση σε δύο στάδια. Σε μια πρώτη φάση, η Επιτροπή προτίθεται να θεσπίσει κατά τη διάρκεια του 2002 ευρεία διαβούλευση για τον καθορισμό ενός κοινοτικού πλαισίου για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διασφάλιση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, που θα μπορούσε να διευκρινίσει τους όρους έγκρισης των καθεστώτων ενίσχυσης. Σε ένα δεύτερο στάδιο, η Επιτροπή θα αξιολογήσει την κτηθείσα εμπειρία από την εφαρμογή της εν λόγω πλαισίωσης και ενδεχομένως θα αξιολογήσει εάν πρέπει να εκδοθεί κανονισμός που θα απαλλάσσει ορισμένες ενισχύσεις του τομέα των υπηρεσιών κοινής ωφελείας από την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης. Ενόψει της ενδεχόμενης έκδοσης του εν λόγω κανονισμού χορήγησης απαλλαγής κατά κατηγορίες, η Επιτροπή θα πρέπει εγκαίρως να υποβάλει πρόταση τροποποίησης του κανονισμού (ΕΚ) 994/1998.

Όσον αφορά τον κατάλογο των υπηρεσιών γενικού συμφέροντος μη οικονομικού χαρακτήρα που προβλέπεται από την Επιτροπή, απορρέει ότι ο ορισμός των υπηρεσιών κοινής ωφελείας οικονομικής φύσης, όπως ορίζεται από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (ήτοι «συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε μια δεδομένη αγορά»), είναι στην πράξη εξαιρετικά πολύπλοκος. Η έκθεση προτείνει το να αφιερώσει η Επιτροπή στο εξής ένα ειδικό τμήμα της ετήσιας έκθεσής της επί της πολιτικής του ανταγωνισμού στις υπηρεσίες κοινής ωφελείας, ώστε να περιγράφει την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού στις υπηρεσίες αυτές. Η Επιτροπή καλείται επίσης να προσδιορίσει στο μητρώο της κρατικών ενισχύσεων τις υποθέσεις που συνδέονται με υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος. Εάν τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιλέγουν τον τρόπο με τον οποίο διασφαλίζεται η υπηρεσία και μπορούν να αποφασίζουν να προσφέρουν τα ίδια την υπηρεσία κοινής ωφελείας, άμεσα ή έμμεσα, οφείλουν να ακολουθούν κανόνες όταν αποφασίζουν σε ποιον θα αναθέτουν την παροχή της υπηρεσίας αυτής. Η έκθεση καλεί την Επιτροπή να μελετήσει τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων για τη διασαφήνιση των κανόνων και των αρχών που εφαρμόζονται κατά την επιλογή του παρέχοντος υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος. Για να υπάρξουν εγγυήσεις για ένα υψηλό επίπεδο απόδοσης των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, το Συμβούλιο ζητά συστηματικότερη αξιολόγηση εκ μέρους των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών. Η Επιτροπή καλείται επίσης να εκπονήσει τομεακές εκθέσεις και να θεσπίσει μια διαδικασία οριζόντιας και συγκριτικής αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής στα κράτη μέλη.

Εξάλλου, η παρούσα έκθεση υπογραμμίζει ότι οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος υψώθηκαν στο επίπεδο του θεμελιώδους δικαιώματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 36 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 08.02.2003