Η ζώνη ευρώ στην παγκόσμια οικονομία - Απολογισμός των τριών πρώτων ετών
Με την παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή πραγματοποιεί απολογισμό των τριών πρώτων ετών της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και της ζώνης ευρώ στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον.
ΠΡΑΞΗ
Ανακοίνωση της Επιτροπής «Η ζώνη ευρώ στην παγκόσμια οικονομία - απολογισμός των τριών πρώτων ετών» [COM(2002) 332 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].
ΣΥΝΟΨΗ
Το τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου 1999. Τρία χρόνια μετά, το ευρώ έχει καταστεί απτή πραγματικότητα με τη θέση σε κυκλοφορία κερμάτων και τραπεζογραμματίων. Η ολοκλήρωση της ΟΝΕ αποτελεί ιστορικό γεγονός του οποίου οι συνέπειες επηρεάζουν σε βάθος τις οικονομίες των κρατών μελών της ζώνης ευρώ.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Οικονομική ανάπτυξη. Μετά την οικονομική ανάπτυξη του 3% κατά μέσον όρο κατά τα δύο πρώτα έτη της ΟΝΕ, η οικονομία της ζώνης ευρώ χαρακτηρίστηκε από μια σύντομη επιβράδυνση το 2001, που οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες, όπως η αύξηση των τιμών του πετρελαίου, το «σκάσιμο της κερδοσκοπικής φούσκας » των μετοχικών αγορών και τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Αγορά της εργασίας. Η κατάσταση της αγοράς της εργασίας βελτιώθηκε κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών του ενιαίου νομίσματος. Δημιουργήθηκαν περίπου 6 εκατ. θέσεις απασχόλησης και η τάση αυτή συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της συγκυριακής πτώσης. Τα ποσοστά ανεργίας στη ζώνη ευρώ μειώθηκαν και έφθασαν το 8,3% το 2001, χάρη σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στη συγκράτηση των μισθών και την οικονομική ανάπτυξη.
Πληθωρισμός. Με σχετικά χαμηλό δείκτη πληθωρισμού 1,1% το 1999, οι τιμές στην κατανάλωση αυξήθηκαν και έφθασαν το 2,5% το 2001, πράγμα που ερμηνεύεται από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου, καθώς και από την υποτίμηση του ευρώ έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Επίσης, η αύξηση των τιμών των τροφίμων που προκλήθηκε από την κρίση της τρελής αγελάδας και τον αφθώδη πυρετό συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτή.
Τιμή συναλλάγματος. Από την προώθηση του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 1999, το ενιαίο νόμισμα έχασε περισσότερο από 20% της αξίας του έναντι του αμερικανικού δολαρίου ανακτώντας κατόπιν το 10%. Το ευρώ θεωρήθηκε υποτιμημένο. Τούτο έθεσε την οικονομία της ζώνης ευρώ σε θέση ισχύος έναντι των ανταγωνιστών της, πράγμα που αποδείχθηκε από την αύξηση των εξαγωγών και τη θετική επίδραση στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ).
Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και ανταγωνιστικότητα. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης ευρώ συνέχισε να βελτιώνεται το 2001 και έφθασε ένα ελαφρώς πλεονασματικό υπόλοιπο. Η ανταγωνιστικότητα κυμαίνεται ανάλογα με τα κράτη μέλη: κατά τα δύο πρώτα έτη της ΟΝΕ η κατάσταση στη Γερμανία, την Ελλάδα και την Αυστρία βελτιώθηκε. Η δημοσιονομική πολιτική και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις εξακολουθούν να είναι τα μόνα μέσα αναπροσαρμογής για την αποτροπή σώρευσης προβλημάτων ανταγωνιστικότητας και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
Σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης. Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης καθορίζει τον στόχο της εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών. Από σήμερα μέχρι το 2004, τα κράτη μέλη έχουν αναλάβει την υποχρέωση να επιτύχουν πλεονασματικούς προϋπολογισμούς. Από το 1999 και μετά, η βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης επιβραδύνθηκε το δημοσιονομικό έλλειμμα της ζώνης ευρώ το 2001 μάλιστα αυξήθηκε. Υπάρχουν δύο μεγάλες προκλήσεις σε δημοσιονομικό επίπεδο: να συνεχιστεί η πολιτική μείωσης των δημοσιονομικών ανισορροπιών για να αντιμετωπιστούν οι κανονικές συγκυριακές διακυμάνσεις και να προετοιμαστούν οι ευρωπαϊκές χώρες για τη γήρανση των πληθυσμών μειώνοντας το συνολικό χρέος των κοινωνιών.
Νομισματική πολιτική. Η νομισματική πολιτική έχει πλέον ανατεθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), κύριος στόχος της οποίας, που καθορίζεται από τη συνθήκη, είναι η σταθερότητα των τιμών. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η σταθερότητα αυτή επιτυγχάνεται όταν ο πληθωρισμός μένει κάτω από το 2%. Η νομισματική πολιτική στηρίζεται σε δύο πυλώνες, ο πρώτος είναι η αύξηση της νομισματικής μάζας, δείκτης Μ3, που καθορίζεται από την ΕΚΤ σε 4,5%. Ο δεύτερος πυλώνας συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό οικονομικών δεικτών όπως οι δείκτες τιμών και κόστους, οι τιμές συναλλάγματος ή ακόμα οι δείκτες πραγματικής οικονομίας..
Επιτόκια. Η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια επανειλημμένα το 2000 και 2001, λόγω των πληθωριστικών τάσεων που προκλήθηκαν από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και την υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου. Ωστόσο, μετά τις εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας το 2001 και μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, η ΕΚΤ μείωσε γρήγορα τα επιτόκια της. .
Συντονισμός των οικονομικών πολιτικών. Ο κεντρικός ιστός του συντονισμού αυτού συνίσταται στις κύριες κατευθύνσεις των οικονομικών πολιτικών (ΚΚΟΠ), που είναι οι ετήσιες κατευθυντήριες γραμμές που το Συμβούλιο των Υπουργών απευθύνει στα κράτη μέλη. Περιλαμβάνουν κατευθύνσεις στον μακροοικονομικό τομέα, καθώς και συστάσεις για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Στόχος είναι η αύξηση του αναπτυξιακού δυναμικού της οικονομίας και της παραγωγικότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Ευρωομάδα. Η ζώνη ευρώ έχει εγκαθιδρύσει ένα άλλο φόρουμ συντονισμού, την ευρωομάδα, που συγκεντρώνει τους υπουργούς οικονομίας και οικονομικών των κρατών μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Οι ανεπίσημες συνεδριάσεις τους πραγματοποιούνται την προηγουμένη της συνεδρίασης του Συμβουλίου των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, του καλούμενου «ECOFIN» και παρέχουν τη δυνατότητα μιας ειλικρινούς συζήτησης σχετικά με θέματα που αφορούν την ΟΝΕ.
ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ
Η ΟΝΕ καθιστά πιο ορατή τη σχέση μεταξύ της διαμόρφωσης των μισθών και εκείνης της απασχόλησης. Μια απώλεια ανταγωνιστικότητας θα παρατηρηθεί αναμφισβήτητα όταν δεν θα είναι δυνατή η αναπροσαρμογή μέσω των τιμών συναλλάγματος. Η διαμόρφωση των μισθών στις χώρες της ζώνης ευρώ έχει αντίκτυπο σε ολόκληρη τη ζώνη, ιδίως σχετικά με τον κίνδυνο πληθωρισμού. Το ενιαίο νόμισμα αυξάνει τη διαφάνεια των τιμών διευκολύνοντας τις συγκρίσεις, πράγμα που μπορεί να επιδράσει μιμητικά στους μισθούς.
Συνολική εξέλιξη των μισθών. Η καταπολέμηση του πληθωρισμού στην Ευρώπη είχε επιρροή στους μισθούς, δεδομένου ότι η πρόοδος τους είχε συνδεθεί με τον πληθωρισμό των τιμών. Η διαφορά των ποσοστών αύξησης των μισθών μεταξύ των χωρών επίσης μειώθηκε κατά τα δέκα τελευταία έτη, αλλά εξακολουθεί να είναι σημαντική, πράγμα που μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω των διαφορετικών επιπέδων παραγωγικότητας. .
Ποσοστό ανεργίας. Παρά την αισθητή μείωση της ανεργίας κατά τα τελευταία έτη, υπάρχουν λίγα δείγματα νέας σημαντικής επιτάχυνσης της αύξησης του κόστους των μισθών στη ζώνη ευρώ. Οι πραγματικοί μισθοί παρουσίασαν μετρίαση σε όλες τις χώρες της ζώνης ευρώ. Η μετρίαση αυτή έφερε αποτελέσματα συμβάλλοντας στο δυναμισμό της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 11,5% σε 8,5%. Το μεγαλύτερο τμήμα της μείωσης αυτής οφείλεται στη μείωση του ποσοστού της διαρθρωτικής ανεργίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι μεγάλες οικονομίες της ΟΝΕ παρουσιάζουν ακόμα ένα ποσοστό διαρθρωτικής ανεργίας σχετικά υψηλό.
Κοινωνικά σύμφωνα. Σε πολλές χώρες, τα κοινωνικά σύμφωνα βοήθησαν τη δημιουργία ενός ευνοϊκού κλίματος για την εγκαθίδρυση διαπραγματεύσεων μεταξύ των δημοσίων αρχών και των κοινωνικών εταίρων, πράγμα που βοήθησε στη διατήρηση της μετρίασης των μισθών. Οι κίνδυνοι συγκρούσεων μεταξύ των επιχειρήσεων και των μισθωτών μειώθηκαν αισθητά. Η ελαστικότητα των αποδοχών κατέστη σημαντικότερη για την καλή λειτουργία της ΟΝΕ. Διαφοροποιημένες συμφωνίες ή μια κάποια αποκέντρωση, π.χ. υπό μορφή ρητρών διάνοιξης που επιτρέπουν την αναπροσαρμογή των περιφερειακών συνθηκών, του τομέα ή της επιχείρησης αύξησαν αυτή την ελαστικότητα.
ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Επενδυτικό δυναμικό. Το ευρώ αύξησε σαφώς το επενδυτικό δυναμικό στη ζώνη ευρώ. Καταρχάς, μείωσε τον συναλλαγματικό κίνδυνο μεταξύ των δώδεκα αγορών και τόνωσε τον ανταγωνισμό στην ολοκληρωμένη αγορά. Επίσης, οι συνθήκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων βελτιώθηκαν χάρη στην επιτάχυνση της ολοκλήρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών. Εξάλλου, η ΟΝΕ θα πρέπει να λειτουργήσει ως καταλύτης για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στα κράτη μέλη και ιδίως στις αγορές εργασίας. Θα είχε επίσης θετικά αποτελέσματα στα επιτόκια μέσω της πολιτικής για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών.
Δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Λόγω των πολιτικών ιδιωτικοποίησης που εφαρμόστηκαν κατά τη δεκαετία του '90, το τμήμα των δημοσίων επενδύσεων επί του ΑΕΠ μειώθηκε κανονικά. Αντίθετα, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων, ιδίως στους τομείς της τεχνολογίας της πληροφόρησης και των τηλεπικοινωνιών (TIC) αυξήθηκε κατά τα τελευταία έτη. Οι διαφορές μεταξύ των ποσοστών επένδυσης των χωρών μειώθηκαν σημαντικά κατά τα τελευταία δέκα έτη, γεγονός που αποδεικνύει μια κάποια σύγκλιση μεταξύ των χωρών της ζώνης ευρώ. Ωστόσο, από το 1999 και μετά, παρατηρείται ελαφρά αύξηση της διαφοράς των ποσοστών επένδυσης, πράγμα που οφείλεται εν μέρει στον δυναμισμό των χωρών που βρίσκονται σε στάδιο κάλυψης της καθυστέρησης.
Άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις διευκολύνθηκαν, κατά τη δεκαετία του 1990, λόγω της κατάργησης πολλαπλών εμποδίων στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η εισαγωγή του ευρώ επέφερε αυτή την τάση μειώνοντας τις διακυμάνσεις και τους συναλλαγματικούς κινδύνους. Οι ροές των άμεσων ξένων επενδύσεων με προέλευση και προορισμό τη ζώνη ευρώ αυξήθηκαν σημαντικά. Τούτο οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην παγκόσμια ανάπτυξη των επιχειρήσεων και στις συγχωνεύσεις και εξαγορές που συνδέονται με τη διαδικασία αυτή.
Επιδράσεις της ΟΝΕ. Καταργήθηκε η μεταβλητότητα των τιμών συναλλάγματος. Χάρη στις πολιτικές δημοσιονομικής εξυγίανσης, μειώθηκαν τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα επιτόκια. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές, της εργασίας και των προϊόντων θα πρέπει να καταστούν ακόμα πιο ελαστικές για να παράσχουν τη δυνατότητα στη ζώνη του ευρώ να βελτιώσει τους επενδυτικούς όρους. Υπάρχει σύνδεση μεταξύ των περιοριστικών ρυθμίσεων και του μικρού ποσοστού επενδύσεων. Έτσι, η ζώνη ευρώ θα μπορούσε να αποκομίσει μεγαλύτερα οφέλη από τις ευκαιρίες που παρέχει η ΟΝΕ. Μια αύξηση των επενδύσεων συνεπάγεται αύξηση του δυναμικού ανάπτυξης της ζώνης ευρώ. Τούτο είναι ακόμα πιο σημαντικό αν λάβουμε υπόψη τις επιπτώσεις στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη όπως οι δημογραφικές προοπτικές.
ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Γενική εξέλιξη. Διαπιστώνεται σαφής επιτάχυνση της ολοκλήρωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών λόγω της παγκοσμιοποίησης, αλλά και λόγω της θέσπισης ενός κοινού ρυθμιστικού πλαισίου και της μετάβασης στο ευρώ. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας βρίσκεται σε στάδιο ταχείας αναδιάρθρωσης και η ολοκλήρωση συνοδεύεται με γενική αύξηση και εντατικοποίηση του ανταγωνισμού. Ο συναλλαγματικός κίνδυνος έχει εξαφανιστεί όπως και το κόστος που αφορά τον κατακερματισμό του συστήματος. Η απελευθέρωση της αγοράς και η θέσπιση του ευρώ θα πρέπει να ευνοήσουν τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων μέσω της χρησιμοποίησης των κεφαλαιαγορών εις βάρος της τραπεζικής χρηματοδότησης.
Νομισματικές αγορές. Η ολοκλήρωση των αγορών δεν είναι η ίδια σε όλους τους τομείς. Η ολοκλήρωση της αγοράς των διατραπεζικών καταθέσεων και της αγοράς των παράγωγων μέσων είναι αρκετά σημαντική. Αντίθετα, στα διασφαλισμένα μέσα χρηματαγοράς (πράξεις ιδιωτικής συνταξιοδότησης, κρατικά ομόλογα, εμπορικά γραμμάτια και πιστωτικά καταθέσεων π.χ.), η υλοποίηση υστερεί ακόμα. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται, κατά μεγάλο βαθμό, στις διαφορές που εξακολουθούν να υφίστανται μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών. Η οδηγία για τις χρηματοοικονομικές ασφάλειες πρέπει να βελτιώσει την κατάσταση αυτή.
Ομολογιακές αγορές. Με την εισαγωγή του ευρώ, οι εθνικές ομολογιακές αγορές ενοποιήθηκαν σε μια ομολογιακή αγορά σε ευρώ που είναι σαφώς πιο ομοιογενής. Χάρη στη μεγάλη ρευστότητα, ο όγκος των εκδόσεων αυξήθηκε. Οι εκδόσεις του ιδιωτικού τομέα προόδευσαν εις βάρος των εκδόσεων του δημοσίου τομέα λόγω της πολιτικής δημοσιονομικής λιτότητας. Ο αύξων αριθμός των συγχωνεύσεων και εξαγορών, καθώς και των πλειστηριασμών για τις άδειες του παγκοσμίου συστήματος κινητών επικοινωνιών [UMTS (es de en fr)], που χρηματοδοτούνται συχνά από την έκδοση ομολογιών, έχουν συμβάλει στην αύξηση αυτού του τμήματος της χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Ομολογίες του δημοσίου. Οι ομολογίες του δημοσίου αντιπροσωπεύουν ακόμα περίπου το 40% του συνόλου. Μια ισχυρή σύγκλιση έχει παρατηρηθεί μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις αποδόσεις. Η ρευστότητα της αγοράς αυτής παραμένει ωστόσο περιορισμένη δεδομένου ότι οι ομολογίες αυτές εκδίδονται από δώδεκα διαφορετικούς οργανισμούς, που έχουν διαφορετικό τρόπο έκδοσης, στρατηγική, μέσα και διαδικασίες. Συνολικά, το ευρώ έχει καταστεί το δεύτερο πιο σημαντικό νόμισμα για την έκδοση διεθνών ομολογιών μετά το αμερικανικό δολάριο.
Αγορές μετοχών. Η εισαγωγή του ευρώ τόνωσε τη ζήτηση διασυνοριακών επενδύσεων στο νόμισμα αυτό. Οι επενδυτές φαίνεται ότι προσανατολίζονται περισσότερο προς μια πανευρωπαϊκή τομεακή προσέγγιση εις βάρος μιας καθαρά εθνικής προσέγγισης. Επιπλέον, η μετάβαση στο ευρώ συνέβαλε στην τόνωση της δραστηριότητας των ειδικευμένων στη νέα οικονομία χρηματιστηριακών αγορών. Τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια αντέδρασαν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με στρατηγικές συγκέντρωσης και συγχώνευσης.
Επιχειρηματικά κεφάλαια. Το επιχειρηματικό κεφάλαιο διαδραματίζει συχνά ουσιαστικό ρόλο κατά τους πρώτους κύκλους ζωής της επιχείρησης. Η Ένωση έχει καταβάλει προσπάθειες για να βελτιώσει την πρόσβαση σε αυτή τη χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις όπως το σχέδιο δράσης για τα επιχειρηματικά κεφάλαια. Οι ευρωπαϊκές αγορές επιχειρηματικού κεφαλαίου παραμένουν κατακερματισμένες· το ουσιαστικό μέρος των επενδύσεων πραγματοποιείται πάντα σε εθνικό επίπεδο. Τούτο ερμηνεύεται εν μέρει από τις διαφορές που εξακολουθούν να υπάρχουν σε επίπεδο ρυθμιστικών φορολογικών και νομοθετικών δομών μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Το «σπάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας» γύρω από τις επιχειρήσεις νέων τεχνολογιών συνεπάγεται ουσιαστική πτώση των επενδύσεων επιχειρηματικού κεφαλαίου.
Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Η ευρωπαϊκή αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών προς τις επιχειρήσεις είναι όλο και περισσότερο ανοιχτές στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Οι τράπεζες έχουν αντιδράσει με μια διαδικασία αναδιάρθρωσης και αναπροσανατολισμού των παραδοσιακών δραστηριοτήτων τους υπέρ δραστηριοτήτων του τύπου «τράπεζα επενδύσεων», που συνίσταται στη δημιουργία και πώληση νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, την παροχή συμβουλών στους πελάτες τους ή τις πράξεις συγχώνευσης ή εξαγοράς. Οι συγκεντρώσεις πραγματοποιούνται κυρίως σε εθνικό επίπεδο, όπου παρατηρείται γενικότερη συγκέντρωση του τομέα. Οι νομοθετικές διαφορές δεν επιτρέπουν ακόμα την ανάπτυξη μιας πραγματικά πανευρωπαϊκής σειράς προϊόντων.
Οι μελλοντικές προκλήσεις. Το ευρώ αποτελεί ένα από τους κύριους παράγοντες της επιτάχυνσης της ολοκλήρωσης. Η ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν έχει ακόμα περατωθεί και πρέπει να συνεχιστεί για να υπάρξουν περισσότερα οικονομικά οφέλη από την ολοκλήρωση. Οι αποταμιεύοντες, καθώς και οι επενδυτές διαθέτουν μια ευρεία επιλογή και χαμηλότερο κόστος συναλλαγών. Τούτο αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη παραγωγικότητα και, κατά συνέπεια, σε μεγαλύτερη οικονομική αύξηση. Γι' αυτόν το λόγο, τα διαδοχικά ευρωπαϊκά συμβούλια θεώρησαν την ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών προτεραιότητα της οικονομικής μεταρρύθμισης. Από σήμερα μέχρι το 2005, το σχέδιο δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μια σειρά από 42 πρωτοβουλίες. Όσον αφορά την εφαρμογή του σχεδίου δράσης για τα επιχειρηματικά κεφάλαια, η ημερομηνία που έχει οριστεί είναι το 2003.
ΤΟ ΕΥΡΩ ΩΣ ΔΙΕΘΝΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑ
Παρότι το αμερικανικό δολάριο εξακολουθεί να αποτελεί το δεσπόζων διεθνές νόμισμα, το ευρώ έχει καταστεί το δεύτερο νόμισμα στον κόσμο. Τούτο ερμηνεύεται από την οικονομική βαρύτητα της ζώνης του ευρώ, καθώς και από τη σταθερότητα που αντικατοπτρίζει η καλή υγεία των βασικών οικονομικών μεγεθών.
Διεθνής χρήση. Πριν από την εισαγωγή των κερμάτων και τραπεζογραμματίων σε ευρώ το 2002, υπολογίζεται το τμήμα του ευρώ στην τιμολόγηση των διεθνών συναλλαγών μεταξύ 15 και 17% του συνόλου. Το αμερικανικό δολάριο παραμένει το δεσπόζον νόμισμα στον τομέα αυτό. Ο ρόλος του ευρώ ως νομίσματος τιμολόγησης θα πρέπει να αυξηθεί ιδίως σε περιφερειακό επίπεδο. Η χρήση του ενιαίου νομίσματος κατά τις διεθνείς πληρωμές αυξήθηκε κατά τα τρία πρώτα έτη και θα πρέπει να αυξηθεί ακόμα περισσότερο μετά την εισαγωγή των κερμάτων και τραπεζογραμματίων. Το ευρώ έχει καταστεί το δεύτερο περισσότερο χρησιμοποιούμενο διεθνές νόμισμα για τη χρηματοδότηση ή τις επενδύσεις. Το ενιαίο νόμισμα χρησιμοποιείται για το 34% των συναλλαγών στους τομείς αυτούς, πράγμα που ερμηνεύεται επίσης από το ιστορικά χαμηλό επιτόκιο της ζώνης ευρώ.
Νόμισμα αναφοράς. Περισσότερες από 50 χώρες έχουν συνδέσει το νόμισμά τους με το ευρώ μέσω, μεταξύ άλλων, καθεστώτος συναλλάγματος με ελεγχόμενη διακύμανση ή καθεστώτος ταμείου έκδοσης. Οι χώρες αυτές βρίσκονται κυρίως στην Ευρώπη και στην Αφρική, και έχουν ως κίνητρο τους εμπορικούς και χρηματοδοτικούς σκοπούς ή τη διαδικασία προσχώρησης στην ΕΕ. Το ευρώ χρησιμοποιείται επίσης ως νόμισμα παρέμβασης, η λειτουργία δε αυτή συνδέεται στενά με τη λειτουργία του ως νομίσματος πρόσδεσης ή αναφοράς. Οι περισσότερες παρεμβάσεις πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του νέου συναλλαγματικού μηχανισμού (ΣΜ 2). Σήμερα, μόνο η δανική κορόνα συνδέεται με το ευρώ στο πλαίσιο του ΣΜ2. Τέλος, το ευρώ χρησιμοποιείται ως μέσο διατήρησης αξίας και καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση μεταξύ των αποθεμάτων συναλλάγματος από μέρους των κεντρικών τραπεζών ανά τον κόσμο. Το αμερικανικό δολάριο αντιπροσώπευε το 2000 το 68% όλων των αποθεμάτων σε συνάλλαγμα. Το τμήμα του ευρώ έχει παραμείνει σχεδόν αμετάβλητο κατά τα τελευταία αυτά χρόνια.
Υποψήφιες χώρες. Οι υποψήφιες χώρες της ΕΕ πρέπει να ενσωματώσουν το κοινοτικό κεκτημένο στο σύνολό τους και υποχρεούνται να συμμετάσχουν στην ΟΝΕ. Καταρχάς, οι χώρες αυτές θα τύχουν παρέκκλισης από τη συνθήκη μέχρι τη στιγμή που θα πληρούν τα κριτήρια σύγκλισης. Πριν από την υιοθέτηση του ευρώ, πρέπει να αποτελέσουν μέρος για δύο έτη του ΣΜ.
Παγκόσμιος συντονισμός. Οι νομισματικές και συναλλαγματικές πολιτικές υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας. Σε επίπεδο εσωτερικού συντονισμού των πολιτικών, το Συμβούλιο (σ' αυτή την περίπτωση τα κράτη μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ) αποφασίζει για την εκπροσώπηση της Κοινότητας σε διεθνές επίπεδο. Στην ευρωομάδα καθορίζονται οι κοινές θέσεις. Σε εξωτερικό επίπεδο, όσον αφορά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ή την ομάδα των 7 (G7), π.χ., καμία απόφαση δεν έχει ληφθεί μέχρι στιγμής από το Συμβούλιο των Υπουργών. Η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα έλαβε το καθεστώς του παρατηρητή στο ΔΝΤ και σε ορισμένες ομάδες εργασίας της ομάδας των 7 (G7). Η ΟΝΕ βρίσκεται λοιπόν ακόμα υπό εκκολάψει έναντι του εξωτερικού.
Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 25.08.2005