Στόχος 2

Η περιφερειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ως κύριο στόχο την οικονομική και κοινωνική συνοχή. Η δράση της βασίζεται στην οικονομική αλληλεγγύη που επιτρέπει την μεταφορά άνω του 35% του προϋπολογισμού της Ένωσης (213 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2000-2006 συν 21,74 δισεκατομμύρια που εγκρίθηκαν για τα δέκα νέα κράτη μέλη) στις πιο μειονεκτικές περιφέρειες. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, οι αναπτυξιακά καθυστερημένες περιφέρειες της Ένωσης, αυτές που βρίσκονται σε ανασυγκρότηση ή αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες γεωγραφικές, οικονομικές και κοινωνικές καταστάσεις είναι καλύτερα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες τους και να επωφεληθούν πλήρως των ευκαιριών της Ενιαίας Αγοράς.

Η στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της περιφερειακής πολιτικής εξαρτάται από το επίπεδο ανάπτυξης των περιφερειών και από το είδος των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν. Η κανονιστική ρύθμιση των Διαρθρωτικών Ταμείων για την περίοδο 2000-2006 προβλέπει ιδίως την εφαρμογή τριών στόχων προτεραιότητας:

Το παρόν φυλλάδιο αφορά αποκλειστικά το στόχο 2, ενώ οι άλλοι στόχοι αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστών φυλλαδίων.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑ

Η μεταρρύθμιση των Διαρθρωτικών Ταμείων (es de en fr) του προγράμματος δράσης 2000 (es de en fr) συνιστά τη συγκέντρωση των διαρθρωτικών παρεμβάσεων στα πιο σημαντικά προβλήματα ανάπτυξης. Ο νέος στόχος 2 των Διαρθρωτικών Ταμείων για την περίοδο 2000-2006 ενσωματώνει επομένως τους πρώην στόχους 2 (ανασυγκρότηση βιομηχανικών περιοχών σε παρακμή) και 5β (προσαρμογή των αγροτικών περιοχών στην διαρθρωτική αλλαγή) της περιόδου προγραμματισμού 1994-1999.

Όπως ο στόχος 1 έτσι και ο στόχος 2 αποκαλείται "περιφερειακός" στο μέτρο που εφαρμόζεται σε οροθετημένες εκτάσεις βάσει συγκεκριμένων στατιστικών και κοινωνικο-οικονομικών κριτηρίων. Οι περιφέρειες που αφορά ο στόχος αυτός αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα και η προκύπτουσα κοινοτική ενίσχυση στηρίζει την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότησή τους. Ο καθορισμός των επιλέξιμων περιοχών εξαρτάται από ένα ανώτατο όριο πληθυσμού και από συγκεκριμένα κριτήρια για κάθε περιοχή. Είναι επομένως δυνατόν να καταρτιστεί ένας εξαντλητικός κατάλογος των επιλέξιμων περιφερειών.

Ανώτατο όριο πληθυσμού

Ο πληθυσμός του συνόλου των επιλέξιμων περιοχών του στόχου 2 των Διαρθρωτικών Ταμείων δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει άνω του 18% του συνολικού πληθυσμού της Κοινότητας, δηλαδή ανώτατη μείωση ενός τρίτου του πληθυσμού που αφορούσε αρχικά ο στόχος 2 και ο στόχος 5β. Μετά τη διεύρυνση, για τα δέκα νέα κράτη μέλη το όριο ανέρχεται στο 31% του πληθυσμού όλων των περιφερειών ΝUTS II που αφορούσε ο στόχος 2 σε κάθε μία από τις χώρες αυτές. Σύμφωνα με την απόφαση 1999/503/ΕΚ [Επίσημη Εφημερίδα L 194, 27.07.1999] της 1ης Ιουλίου 1999, η Επιτροπή θέσπισε ένα ανώτατο όριο επιλέξιμου πληθυσμού ανά κράτος μέρος στο πλαίσιο του στόχου αριθ. 2 για την περίοδο 2000 έως 2006. Τα ανώτατα όρια είναι τα εξής:

Κράτος μέλος

Πληθυσμός(εκατ. κατοίκων)

% του εθνικού πληθυσμού

Γερμανία

10,30

13

Αυστρία

1,99

25

Βέλγιο

1,27

12

Δανία

0,54

10

Ισπανία

8,81

22

Φινλανδία

1,58

31

Γαλλία

18,77

31

Ιταλία

7,4

13

Λουξεμβούργο

0,11

28

Κάτω Χώρες

2,33

15

Ηνωμένο Βασίλειο

13,84

24

Σουηδία

1,22

14

EΕ των 15

68,17

18

Η πράξη σχετικά με τους όρους προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση των δέκα νέων κρατών μελών [ΕΕ L 236 της 23.09.2003] εμπεριέχει το ανώτατο όριο για τις χώρες αυτές για την περίοδο μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 31ης Δεκεμβρίου 2006. Μόνο τρεις από τις χώρες αυτές έχουν όριο πληθυσμού για να λάβουν τις ενισχύσεις του στόχου 2. Πρόκειται για τις εξής:

Ειδικά κριτήρια για κάθε περιοχή

Οι επιλέξιμες περιοχές στο πλαίσιο του στόχου 2 καθώς και τα κριτήρια που επιτρέπουν τον καθορισμό τους είναι οι εξής: περιοχές που υφίστανται κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, φθίνουσες αγροτικές περιοχές, αστικές περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, περιοχές σε κρίση που εξαρτώνται από την αλιεία.

Περιοχές που υφίστανται κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών:

Οι γεωγραφικές περιοχές, με σημαντικό πληθυσμό ή έκταση και που ανταποκρίνονται στα εν λόγω κριτήρια και είναι όμορες μιας βιομηχανικής περιοχής, είναι επίσης επιλέξιμες.

Στις περιοχές κοινωνικο-οικονομικής ανασυγκρότησης στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, οι απώλειες θέσεων εργασίας παραμένουν συχνές στους παραδοσιακούς βιομηχανικούς τομείς (κλωστοϋφαντουργία, αυτοκινητοβιομηχανία, άνθρακας και χάλυβας) αλλά επίσης και στις υπηρεσίες. Η ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων και η επανειδίκευση των εργαζομένων ενισχύονται σημαντικά.

Φθίνουσες αγροτικές περιοχές:

Οι αγροτικές περιοχές, που αντιμετωπίζουν σοβαρά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα, τα οποία απορρέουν είτε από τη γήρανση, είτε από τη μείωση του ενεργού γεωργικού πληθυσμού τους, μπορούν επίσης να είναι επιλέξιμες.

Οι αγροτικές περιοχές γνωρίζουν σημαντικές αλλαγές. Η γεωργία δεν είναι πλέον σήμερα η κύρια πηγή απασχόλησης αλλά παραμένει ο κύριος χρήστης των αγροτικών εκτάσεων. Η αναζωογόνηση των περιοχών αυτών και η διατήρηση του πληθυσμού εξαρτώνται από την ανάπτυξη νέων ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων και από την ανάπτυξη στενών δεσμών με τα αστικά κέντρα.

Οι αστικές περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες είναι οι πυκνοκατοικημένες περιοχές που πληρούν τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

Το αστικό πρόβλημα παραμένει στο κέντρο των οικονομικών, κοινωνικών και εδαφικών αλλαγών. Οι πόλεις συγκεντρώνουν το δυναμικό ανάπτυξης και συνεργάζονται μεταξύ τους. Αλλά οι πόλεις συγκεντρώνουν επίσης και διάφορες αναπτυξιακές ανισότητες, όπως το επιβεβαιώνει η ύπαρξη προβληματικών συνοικιών που πλήττονται από τον αποκλεισμό και τη μεγάλη φτώχεια. Εάν οι πόλεις ασκούν - και είναι γεγονός - σημαντική πίεση στο περιβάλλον, αποτελούν, ωστόσο, φορέα ανάπτυξης για τις γειτονικές αγροτικές περιοχές.

Οι εξαρτώμενες από την αλιεία περιοχές που αντιμετωπίζουν κρίση είναι παράκτιες περιοχές, στις οποίες το ποσοστό των θέσεων απασχόλησης στον τομέα της αλιείας σε σύγκριση με τη συνολική απασχόληση φθάνει σε σημαντικό επίπεδο. Εξάλλου, αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα που συνδέονται με την αναδιάρθρωση του τομέα της αλιείας και αυτό έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση του αριθμού των θέσεων απασχόλησης στον τομέα αυτό.

Ο στόχος 2 αφορά, επομένως, τέσσερα είδη γεωγραφικών περιοχών. Εξάλλου, είναι επίσης επιλέξιμες οι περιοχές που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ή από αυξημένο επίπεδο ανεργίας που προκύπτουν από την τρέχουσα ή την προβλεπόμενη αναδιάρθρωση στο γεωργικό και βιομηχανικό τομέα ή στον τομέα των υπηρεσιών. Κατόπιν προτάσεως ενός κράτους μέλους, σε περίπτωση σοβαρής κρίσης σε μία περιφέρεια, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει τον κατάλογο των περιοχών κατά τη διάρκεια του έτους 2003, χωρίς να αυξηθεί η κάλυψη του πληθυσμού στο εσωτερικό κάθε περιφέρειας.

Κατάλογος των επιλέξιμων περιφερειών

Σε πρώτο στάδιο, κάθε κράτος μέλος καταρτίζει το δικό του ενδεικτικό κατάλογο των επιλέξιμων περιοχών. Υποβάλει τον κατάλογο αυτό στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μαζί με πληροφορίες και στατιστικά στοιχεία που ελήφθησαν σε κατάλληλο γεωγραφικό επίπεδο και που θα συμβάλλουν στην αξιολόγηση των προτάσεων. Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, καταρτίζει τον οριστικό κατάλογο, για κάθε κράτος μέλος, των περιοχών που αφορά ο στόχος 2 για την περίοδο 2000-2006 στις διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αποφάσεις αυτές βρίσκονται [σε μορφότυπο pdf] στο δικτυακό τόπο INFOREGIO (ES)(EN)(DE)(FR)(IT) της Γενικής Διεύθυνσης Περιφερειακής Πολιτικής:

Κράτος μέλος

Απόφαση

Αναφορά

Επίσημη Εφημερίδα

Γερμανία

Απόφαση 2000/201/ΕΚ

C(2000)310

ΕΕ L66, 14.03.2000

Αυστρία

Απόφαση 2000/289/ΕΚ

C(2000)436

ΕΕ L99, 19.04.2000

Βέλγιο

Απόφαση 2000/119/ΕΚ

C(1999)4944

ΕΕ L39, 14.02.2000

Δανία

Απόφαση 2000/121/ΕΚ

C(1999)4946

ΕΕ L39, 14.02.2000

Ισπανία

Απόφαση 2000/264/ΕΚ

C(2000)571

ΕΕ L84, 05.04.2000

Φινλανδία

Απόφαση 2000/120/ΕΚ

C(1999)4945

ΕΕ L39, 14.02.2000

Γαλλία

Απόφαση 2000/339/ΕΚ(τροποποιήθηκε από: Απόφαση 2000/607/ΕΚ)

C(2000)553C(2001)416

ΕΕ L123, 24.05.2000(ΕΕ L258, 12.10.2000)

Ιταλία

Απόφαση 2000/530/ΕΚ(τροποποιήθηκε από: Απόφαση 2001/363/ΕΚ)

C(2000)2327C(2001)1073

ΕΕ L223, 04.09.2000(ΕΕ L129, 11.05.2001)

Λουξεμβούργο

Απόφαση 2000/277/ΕΚ

C(2000)435

ΕΕ L87, 08.04.2000

Κάτω Χώρες

Απόφαση 2000/118/ΕΚ

C(1999)4918

ΕΕ L39, 14.02.2000

Ηνωμένο Βασίλειο

Απόφαση 2000/290/ΕΚ(τροποποιήθηκε από: Απόφαση 2001/201/ΕΚ)

C(2000)766C(2001)415

ΕΕ L99, 19.04.2000(ΕΕ L78, 16.03.2001)

Σουηδία

Απόφαση 2000/220/ΕΚ

C(2000)554

ΕΕ L69, 17.03.2000

Τσεχική Δημοκρατία

Απόφαση 2004/559/ΕΚ

-

ΕΕ L 249, 23.07.2004

Σλοβακία

Απόφαση 2004/596/ΕΚ

-

ΕΕ L 266, 13.08.2004

Κύπρος

Απόφαση 2004/560/ΕΚ

-

ΕΕ L 250, 24.07.2004

Η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία δεν συμμετέχουν στο στόχο 2, εφόσον το σύνολο της επικράτειάς τους είναι επιλέξιμο στο πλαίσιο του στόχου 1. Η Εσθονία, η Λετονία, η Μάλτα και η Σλοβενία είναι στην ίδια κατάσταση.

Προβλέπεται σύστημα μεταβατικής ενίσχυσης για τις περιοχές της ΕΕ 15 οι οποίες ήταν επιλέξιμες βάσει των στόχων 2 και 5β μεταξύ 1994 και 1999, αλλά που δεν είναι πλέον επιλέξιμες βάσει του στόχου 2 για την περίοδο 2000-2006. Η μειούμενη αυτή μεταβατική ενίσχυση αποβλέπει στο να αποφευχθεί μια απότομη παύση της οικονομικής ενίσχυσης από τα διαρθρωτικά ταμεία και να παγιοποιηθεί το κεκτημένο που επιτεύχθηκε κατά την διάρκεια της προηγούμενης περιόδου προγραμματισμού. Ισχύει για 6 έτη, από την 1η Ιανουαρίου 2000 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2005. Οι περιοχές που αφορά αυτή η μεταβατική ενίσχυση λαμβάνουν ενίσχυση από το ΕΤΠΑ. Επίσης, λαμβάνουν ενίσχυση από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα εγγυήσεων για την αγροτική ανάπτυξη και από το ΧΜΠΑ στο πλαίσιο της αλιευτικής πολιτικής ή ακόμη από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) βάσει του στόχου 3 για την διαρθρωτική ανασυγκρότηση των περιοχών.

ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

Ο προγραμματισμός είναι ένα βασικό στοιχείο της εφαρμογής της περιφερειακής πολιτικής της Ένωσης. Σε ένα πρώτο στάδιο, τα κράτη μέλη υποβάλλουν σχέδια ανάπτυξης. Αυτά περιλαμβάνουν ακριβή περιγραφή της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης της χώρας ανά περιφέρεια, περιγραφή της πλέον κατάλληλης στρατηγικής για να επιτευχθούν οι καθορισθέντες στόχοι ανάπτυξης και ενδείξεις για τη χρησιμοποίηση και τη μορφή της χρηματοδοτικής συμμετοχής των Διαρθρωτικών Ταμείων.

Τα κράτη μέλη υποβάλουν κατόπιν στο εκτελεστικό όργανο της ΕΕ τα έγγραφα προγραμματισμού που περιλαμβάνουν τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής. Όσον αφορά τον στόχο 2, τα εν λόγω έγγραφα προγραμματισμού έχουν την μορφή Ενιαίων Εγγράφων Προγραμματισμού (ΕΕΠ).

Τα ΕΕΠ του στόχου 2 εξασφαλίζουν το συντονισμό του συνόλου της κοινοτικής διαρθρωτικής ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένου του συντονισμού των μέτρων που αφορούν την αγροτική ανάπτυξη αλλά εκτός της ενίσχυσης υπέρ του ανθρώπινου δυναμικού που χορηγείται βάσει του στόχου 3. Το έγγραφο αυτό περιγράφει τη στρατηγική και τους άξονες προτεραιότητας που έχουν ληφθεί υπόψη, μια περιληπτική περιγραφή των προβλεπόμενων μέτρων καθώς και ένα σχέδιο ενδεικτικής χρηματοδότησης στο οποίο περιλαμβάνονται οι δημόσιες / ιδιωτικές επιλέξιμες χρηματοδοτήσεις. Το ΕΕΠ προβλέπει επίσης συστήματα χρηματοοικονομικής διαχείρισης, παρακολούθησης, αξιολόγησης και ελέγχου. Συνολικά, 96 περιφερειακά προγράμματα τίθενται σε εφαρμογή σε δώδεκα κράτη μέλη τα οποία αφορά ο στόχος 2. Τα έγγραφα αυτά βρίσκονται στο δικτυακό τόπο INFOREGIO (DE)(EN)(FR) της Γενικής Διεύθυνσης Περιφερειακής Πολιτικής.

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Χρηματοδοτικά μέσα

Για την περίοδο 2000-2006, το κονδύλιο για τα Διαρθρωτικά Ταμεία ανέρχεται σε 195 δισεκατομμύρια ευρώ, στο οποίο πρέπει να προστεθούν 14,1559 δισεκατομμύρια ευρώ που προορίζονται για τα νέα δέκα κράτη μέλη για την περίοδο από την προσχώρηση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Για τον στόχο 2 διατίθενται 22,5 δισεκατομμύρια ευρώ για 7 έτη (11,5% του συνόλου) για τα παλιά κράτη μέλη και 0,12 δισεκατομμύρια ευρώ για 2 έτη και μισό για τα νέα (0,86% του συνόλου) που βαρύνουν από κοινού το ΕΤΠΑ και το ΕΚΤ, ενώ στη μεταβατική ενίσχυση αναλογούν 2,721 δισεκατομμύρια.

Το Ταμείο Συνοχής παρεμβαίνει στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία, στην Ισπανία και στα δέκα νέα κράτη μέλη, που αποτελούν χώρες των οποίων το ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) είναι κατώτερο από το 90% του κοινοτικού μέσου όρου. Το Ταμείο Συνοχής χρηματοδοτεί παρεμβάσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και των μεταφορών.

Η απόφαση 1999/504/ΕΚ [Επίσημη Εφημερίδα L 194, 27.07.1999] της Επιτροπής της 1ης Ιουλίου 1999 καθορίζει ενδεικτική κατανομή, ανά κράτος μέλος, των πιστώσεων αναλήψεων υποχρεώσεων, στο πλαίσιο του στόχου αριθ. 2 των Διαρθρωτικών Ταμείων. Για την περίοδο 2000 έως 2006, η κατανομή αυτή είναι η εξής:

Κράτος μέλος

Στόχος 2(εκατ. ευρώ)

Μεταβατική ενίσχυση(εκατ. ευρώ)

Γερμανία

2984

526

Αυστρία

578

102

Βέλγιο

368

65

Δανία

156

27

Ισπανία

2553

98

Φινλανδία

459

30

Γαλλία

5437

613

Ιταλία

2145

377

Λουξεμβούργο

34

6

Κάτω Χώρες

676

119

Ηνωμένο Βασίλειο

3989

706

Σουηδία

354

52

Ευρωπαϊκή Ένωση

19733

2721

Για τα νέα κράτη μέλη, η κατανομή των πόρων για τον στόχο 2 αντιστοιχεί στο 0,86% των κονδυλίων των διαρθρωτικών ταμείων. Η ενδεικτική κατανομή των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων έχει ως εξής:

Συμμετοχή των ταμείων

Κατά γενικό κανόνα, η συμμετοχή των Διαρθρωτικών Ταμείων βάσει του στόχου 2 υπόκειται στα ακόλουθα όρια: 50% κατ΄ανώτατο όριο του συνολικού επιλέξιμου κόστους και τουλάχιστον 25% των επιλέξιμων δημόσιων δαπανών.

Στην περίπτωση επενδύσεων σε επιχειρήσεις, η συμμετοχή των ταμείων τηρεί τα ανώτατα όρια έντασης ενίσχυσης και σώρευσης που καθορίζονται στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων.

Όταν η σχετική παρέμβαση συνεπάγεται χρηματοδότηση επενδύσεων που συμβάλλουν στη δημιουργία εισόδων (π.χ.: γέφυρα, αυτοκινητόδρομος με διόδια), η συμμετοχή των ταμείων σε αυτές τις επενδύσεις καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των αναμενόμενων εσόδων. Για το στόχο 2, η συμμετοχή των ταμείων υπόκειται, επομένως, στα ακόλουθα ανώτατα όρια:

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 16.06.2005