Λιθουανία

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής [COM(97) 2007 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(98) 706 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(99) 507 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000)707 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000)700 τελικό-SEC(2001)1750 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000)700 τελικό-SEC(2001)1406 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Στη γνώμη της του Ιουλίου 1997, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρούσε ότι, παρά την ύπαρξη της απαραίτητης υποδομής στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, ήταν δύσκολο να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητά τους και ο βαθμός τήρησης της νομοθεσίας. Αντίθετα, είχε σημειωθεί πρόοδος σε σημαντικούς τομείς όπως το δικαίωμα ασύλου, δεδομένης όμως της κλίμακας των προβλημάτων τα οποία αντιμετώπιζε η Λιθουανία, εξακολουθούσαν να απαιτούνται σοβαρές και εντεταμένες προσπάθειες. Τέλος, οι βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες της εταιρικής σχέσης για την προσχώρηση καλούσαν τη Λιθουανία να καταβάλει περαιτέρω προσπάθειες για την καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος καθώς και για τη βελτίωση των συνοριακών ελέγχων και των όρων υποδοχής προσφύγων.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 1998 διαπιστώθηκε ότι η πρόοδος ήταν περιορισμένη, ιδίως στον τομέα των μεθοριακών ελέγχων και της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος. Όσον αφορά την υποδοχή προσφύγων, ο απολογισμός δεν ήταν δυνατός, ελλείψει διαθέσιμων στοιχείων. Στους υπόλοιπους τομείς, αντίθετα, σημειώθηκε κάποια πρόοδος. Η Λιθουανία έπρεπε να λάβει σοβαρότερα υπόψη τα σχετικά με τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις ζητήματα και να ασχοληθεί, ιδίως, με την ενίσχυση του συστήματος συνοριακών ελέγχων καθώς και με την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.

Η αξιολόγηση της Επιτροπής στην έκθεση του Οκτωβρίου 1999 ήταν θετικότερη από τις εκθέσεις των προηγουμένων ετών. Η Λιθουανία σημείωσε ταχεία πρόοδο στη θέσπιση του κεκτημένου όσον αφορά τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις. Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακά όσον αφορά τη νομοθετική και θεσμική ικανότητα στους τομείς της μετανάστευσης, του δικαιώματος ασύλου και του ελέγχου των συνόρων. Επιβάλλονταν ωστόσο βελτιώσεις σε θέματα κατάρτισης και εγκατάστασης εξοπλισμού, καθώς και στο επίπεδο συντονισμού των διαφόρων φορέων και πρωτοβουλιών. Εξάλλου, πρέπει να συσταθούν πιο στενές επιχειρησιακές επαφές με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Λιθουανία έχει σημειώσει πρόοδο σχεδόν σε όλους τους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων. Στον τομέα του δικαιώματος ασύλου, του ελέγχου των συνόρων και της προστασία των δεδομένων θεσπίστηκαν νέες νομοθετικές διατάξεις. Από διοικητική άποψη, αναδιαρθρώθηκαν οι αστυνομικές και τελωνειακές υπηρεσίες. Ωστόσο, η Επιτροπή κάλεσε τη Λιθουανία να βελτιώσει το συντονισμό μεταξύ των φορέων που ασχολούνται με την καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2001, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, από την έκθεση του 2000, ο βαθμός ευθυγράμμισης με το κεκτημένο όσον αφορά τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικής υποθέσεις είχε αυξηθεί. Η Λιθουανία σημείωσε σημαντική πρόοδο όσον αφορά τον έλεγχο στα εξωτερικά σύνορα.

Στην έκθεση του Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι σημειώθηκαν σημαντικές πρόοδοι όσον αφορά την ευθυγράμμιση της νομοθεσίας προς το κεκτημένο καθώς και ως προς το διοικητικό δυναμικό. Ενώ η χώρα επέτυχε σημαντική νομοθετική ευθυγράμμιση, παραμένουν αναγκαίες συμπληρωματικές προσπάθειες όσον αφορά τις διοικητικές διαρθρώσεις.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων

Η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των ευρωπαίων πολιτών προβλέπεται από το άρθρο 14 (πρώην άρθρο 7Α) της συνθήκης, καθώς και από τις διατάξεις που αφορούν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια (άρθρο 18, πρώην άρθρο 8Α). Η συνθήκη του Μάαστριχτ είχε τοποθετήσει ανάμεσα στα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη την πολιτική ασύλου, τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης και τη μεταναστευτική πολιτική. Η συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Μαΐου 1999, περιέλαβε τα εν λόγω ζητήματα στη συνθήκη ΕΚ (άρθρα 61 έως 69), προβλέποντας ωστόσο πενταετή μεταβατική περίοδο πριν εφαρμοσθούν πλήρως οι κοινοτικές διαδικασίες. Απώτερο στόχο αποτελεί η δημιουργία ενός «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» χωρίς έλεγχο των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Παράλληλα, πρέπει να εφαρμοστούν κοινοί κανόνες όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, τις θεωρήσεις, την πολιτική ασύλου και μετανάστευσης. Το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 3ης Δεκεμβρίου 1998 καθορίζει ένα χρονοδιάγραμμα των μέτρων που πρέπει να θεσπισθούν για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων στην προσεχή πενταετία.

Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν ήδη τους κοινούς κανόνες στους εν λόγω τομείς χάρη στις συμφωνίες του Σένγκεν, η πρώτη από τις οποίες υπογράφηκε το 1985. Αυτές οι διακυβερνητικές συμφωνίες εντάχθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ και αποτελούν πλέον μέρος του κοινοτικού κεκτημένου το οποίο πρέπει να υιοθετήσουν οι υποψήφιες χώρες.

Η πολιτική ασύλου

Η ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου, που αποτελεί θέμα κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη μετά την εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, βασίζεται ουσιαστικά σε μέσα χωρίς νομική ισχύ, όπως, παραδείγματος χάρη, τα ψηφίσματα του Λονδίνου του 1992 για τις εμφανώς αβάσιμες αιτήσεις παροχής ασύλου και η αρχή της «τρίτης χώρας υποδοχής», ή σε διεθνείς συμβάσεις όπως η Σύμβαση της Γενεύης του 1951, σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων.

Στο πλαίσιο των συμφωνιών του Σένγκεν, τα κράτη μέλη υπέγραψαν στις 15 Ιουνίου 1990 τη Σύμβαση του Δουβλίνου, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Σεπτεμβρίου του 1997, σχετικά με τον καθορισμό του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης ασύλου, η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το εν λόγω ζήτημα δεν είχε ρυθμιστεί από τη Σύμβαση της Γενεύης. Στη συνέχεια, εγκρίθηκαν διάφορα μέτρα εφαρμογής από την επιτροπή που συστάθηκε από τη σύμβαση αυτή.

Εκτός από το σχέδιο δράσης της 3ης Δεκεμβρίου 1998 της Επιτροπής και του Συμβουλίου, απαιτείται συνολική στρατηγική. Το Συμβούλιο δημιούργησε, συνεπώς, ομάδα έργου για το άσυλο και τη μετανάστευση προκειμένου να καλυφθεί η ανάγκη αυτή.

Η πολιτική μετανάστευσης

Θέμα κοινού ενδιαφέροντος μετά από τη συνθήκη του Μάαστριχ που εμπίπτει στο πεδίο της διακυβερνητικής συνεργασίας στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων, δεν υφίσταται ακόμη ως ευρωπαϊκή πολιτική. Δεν έχει θεσπισθεί κανένας κανόνας όσον αφορά την είσοδο στο έδαφος και τη διαμονή των υπηκόων τρίτων χωρών. Εντούτοις, το σχέδιο δράσης της 3ης Δεκεμβρίου 1998 προβλέπει την έγκριση ειδικών μέτρων στον εν λόγω τομέα.

Η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις

Λίγα μέτρα έχουν θεσπιστεί στον τομέα αυτόν, στον οποίο η ΕΕ μπορεί να ενεργήσει μετά τη συνθήκη του Μάαστριχ. Το σημαντικότερο, μέχρι σήμερα, είναι η Σύμβαση για την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις στην ΕΕ. Τα κυριότερα μέσα που διευκολύνουν τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις καταρτίστηκαν σε διεθνές επίπεδο (συμβάσεις των Βρυξελλών και της Ρώμης, για παράδειγμα).

Η θέσπιση νέων κανόνων προβλέπεται επίσης από το σχέδιο δράσης της 3ης Δεκεμβρίου του 1998 του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

Αστυνομική, τελωνειακή και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

Το κεκτημένο στους εν λόγω τομείς απορρέει κυρίως από το πλαίσιο συνεργασίας που έχει οριστεί στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή « τρίτο πυλώνα ». Η συνθήκη του Άμστερνταμ τροποποίησε τις σχετικές δικαστικές διατάξεις. Εφεξής, ο τίτλος VI αφορά κυρίως την αστυνομική συνεργασία, την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, την καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών, την καταπολέμηση της δωροδοκίας και της απάτης, τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις και την τελωνειακή συνεργασία. Διατηρεί τις ίδιες διακυβερνητικές διαδικασίες που θεσπίστηκαν με τη συνθήκη του Μάαστριχ το 1993.

Το κεκτημένο σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων προϋποθέτει υψηλό βαθμό ουσιαστικής συνεργασίας των διοικήσεων, καθώς και τη θέσπιση ρυθμίσεων και την εφαρμογή τους. Για τον σκοπό αυτό, χρηματοδοτήθηκε μεταξύ 1996 και 1998 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρώπης το πρώτο πρόγραμμα «Octopus». Στόχος του «Octopus ΙΙ» (1999-2000) είναι να διευκολύνει την έγκριση νέων νομοθετικών και συνταγματικών μέτρων από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΕΚΑΧ) καθώς και από ορισμένα Νέα Ανεξάρτητα Κράτη, κατά το πρότυπο των κανόνων που ισχύουν στην ΕΕ, με την παροχή κατάρτισης και συνδρομής σε όλους τους αρμοδίους για την καταπολέμηση της δωροδοκίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Εξάλλου, στις 28 Μαΐου 1998 υπογράφηκε σύμφωνο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος μεταξύ ΕΕ και των ΧΚΑΕ.

Στο εσωτερικό της Ένωσης, το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 3ης Δεκεμβρίου 1998 αναφέρει τα διάφορα μέτρα που θα πρέπει να εγκριθούν βραχυπρόθεσμα (εντός διετίας) και μεσοπρόθεσμα (εντός πενταετίας) για τη δημιουργία πραγματικού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Μεταξύ αυτών, σημειώνεται η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol), η οργάνωση των σχέσεων μεταξύ της εν λόγω υπηρεσίας και των δικαστικών αρχών των κρατών μελών, η ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν σε θέματα αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας και η οργάνωση της συλλογής και της αποθήκευσης των αναγκαίων πληροφοριών όσον αφορά τη διασυνοριακή εγκληματικότητα.

Η ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης, και το Λευκό Βιβλίο για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την εσωτερική αγορά

Η ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης με τη Λιθουανία περιλαμβάνει διατάξεις για συνεργασία στον τομέα της καταπολέμησης της τοξικομανίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Το Λευκό Βιβλίο για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την εσωτερική αγορά δεν ασχολείται άμεσα με τον τρίτο πυλώνα, αναφέρεται όμως σε ζητήματα όπως η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, τα οποία συνδέονται στενά με τον προβληματισμό σχετικά με τον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Τον Φεβρουάριο 2001, η Λιθουανία κύρωσε την ευρωπαϊκή σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 για την προστασία των προσώπων όσον αφορά την αυτόματη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τον Ιανουάριο 2002, το Κοινοβούλιο θέσπισε τροποποιήσεις στον νόμο για τη νομική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εξασφαλίζοντας έτσι τη συμβατότητα αυτού του νόμου με τις απαιτήσεις της Europol και της εν λόγω σύμβασης. Εξάλλου, κατ' εφαρμογή τροποποίησης του νόμου που ετέθη σε ισχύ τον Ιανουάριο 2001, η εθνική επιθεώρηση προστασίας των δεδομένων πρέπει να γίνει ανεξάρτητος κυβερνητικός οργανισμός. Τον Φεβρουάριο 2002 ενέκρινε πρόγραμμα ανάπτυξης της προστασίας των δεδομένων για την περίοδο 2002-2004.

Όσον αφορά την πολιτική των θεωρήσεων, η νομοθεσία έχει σε μεγάλο βαθμό ευθυγραμμιστεί με το κεκτημένο. Οι μελλοντικές προσπάθειες θα πρέπει να αποβλέπουν στην πλήρη εφαρμογή της νέας κανονιστικής ρύθμισης για τις θεωρήσεις, ειδικότερα όσον αφορά τον κατάλογο των χωρών οι υπήκοοι των οποίων εξαιρούνται από την υποχρέωση θεώρησης. Πρόσφατα, η Λιθουανία υπέγραψε συμφωνίες εξαίρεσης από την υποχρέωση θεώρησης με τη Δημοκρατία της Κορέας, το Χονγκ Κονγκ, το Μακάο και το Μεξικό (μόνο για τους κατόχους διπλωματικού διαβατηρίου).

Σχετικά με τον έλεγχο των συνόρων, μετά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου για τη μεθοριακή φρουρά, η παλαιά Αστυνομική Διεύθυνση (υπουργείο Δικαιοσύνης) αναδιοργανώθηκε σε υπηρεσία μεθοριακής φρουράς υπό την αιγίδα του υπουργείου εσωτερικών. Από τον Ιούλιο 2001 έως τον Μάιο 2002 διεξήχθη ευρύ πρόγραμμα επιμόρφωσης του προσωπικού. Σημειώθηκαν πρόοδοι στην εφαρμογή του στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης των υποδομών και των σταθμών της μεθοριακής φρουράς κατά τη διάρκεια της περιόδου 2001-2010, το οποίο είχε εγκριθεί τον Σεπτέμβριο 2001. Εξάλλου, η κυβέρνηση ενέκρινε στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης για τη διέλευση των συνόρων. Ενισχύθηκε η ασφάλεια κατά μήκος των ανατολικών συνόρων, και βελτιώθηκαν οι διατυπώσεις κατά τη διέλευση των συνόρων μεταξύ των χωρών της Βαλτικής. Πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια σύστασης ενός πλήρους συστήματος θαλάσσιας εποπτείας.

Τον Οκτώβριο του 2001, η Λιθουανία υπέβαλε σχέδιο δράσης Σένγκεν ενόψει της εφαρμογής του κεκτημένου, το οποίο επικαιροποιήθηκε τον Ιούλιο 2002. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2000-2001, οι ανθρώπινοι πόροι που απασχολούνταν στα μελλοντικά σύνορα με την Ένωση αυξήθηκαν και υπεγράφησαν νέες συμφωνίες συνεργασίας, μεταξύ άλλων και με τη Σουηδία για την προστασία των θαλασσίων συνόρων. Εξάλλου, το 2000 εγκαταστάθηκε το νέο μηχανογραφημένο σύστημα της υπηρεσίας μεθοριακής φρουράς. Η χώρα πρέπει να συνεχίσει τις προπαρασκευαστικές πρακτικές της ενόψει της συμμετοχής της στο σύστημα πληροφόρησης του Σένγκεν (SIS II).

Η Λιθουανία σημείωσε αισθητή πρόοδο στον τομέα της μετανάστευσης. Έχει ήδη υπογράψει 21 συμφωνίες επανεισδοχής με τα κράτη μέλη και τρίτες χώρες, αλλά δεν έχει ακόμα υπογράψει με την Ομοσπονδία της Ρωσίας ή τη Λευκορωσία. Τον Δεκέμβριο του 2001, η κυβέρνηση ενέκρινε τους νέους κανόνες για την έκδοση, την αντικατάσταση και την απόσυρση αδειών διαμονής των αλλοδαπών. Οι κανόνες που διέπουν την είσοδο στη Λιθουανία, τη διαμονή, τη διέλευση και την αναχώρηση αλλοδαπών τροποποιήθηκαν ωσαύτως. Εντούτοις, η χώρα πρέπει να ενισχύσει την προετοιμασία της ενόψει της σύστασης ενός συστήματος μητρώου μετανάστευσης.

Όσον αφορά το δικαίωμα ασύλου, η ευθυγράμμιση της νομοθεσίας έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα. Οι τροποποιήσεις του νόμου για το καθεστώς των προσφύγων άρχισαν να ισχύουν τον Φεβρουάριο 2002. Τον Ιανουάριο 2002, η κυβέρνηση εξέδωσε ψήφισμα για τις συνθήκες προσωρινής παραμονής των προσφύγων στα κέντρα καταγραφής. Συνεχίστηκε η επιμόρφωση του προσωπικού. Το 2000, η διοικητική μονάδα της διεύθυνσης μετανάστευσης που είναι επιφορτισμένη με θέματα ασύλου αναδιοργανώθηκε για να εξασφαλιστεί μια συντονισμένη προσέγγιση στον τομέα αυτό.

Στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, τέθηκε σε ισχύ, τον Δεκέμβριο 2000, ο νέος νόμος για το έργο της αστυνομίας, ο οποίος προβλέπει αναδιάρθρωση καθώς και μεγαλύτερη ανεξαρτησία των υπηρεσιών. Η μεθοριακή αστυνομία και η διεύθυνση τελωνείων υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας για την πάταξη του εγκλήματος. Εξάλλου, τον Ιούνιο 2001, οι αστυνομικές αρχές της Λιθουανίας, της Λετονίας, της Εσθονίας και της Φινλανδίας υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας για την αποτελεσματικότερη πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος. Η χώρα εγκαινίασε τη συνεργασία της με την Europol. Θεσπίστηκε στρατηγικό σχέδιο αστυνομικών δραστηριοτήτων για το διάστημα 2002-2004. Τον Ιούλιο 2002, η κυβέρνηση εξέδωσε ψήφισμα σχετικά με τη σύσταση εθνικών κολεγίων, και συγκεκριμένα τη σύσταση το 2004 του κολεγίου των εσωτερικών υποθέσεων που θα αναλάβει την κατάρτιση των αστυνομικών.

Κυρώθηκε η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το διεθνές οργανωμένο έγκλημα (esdeenfr).

Όσον αφορά την πρόληψη και τον έλεγχο της πορνείας και της εμπορίας ανθρώπων, τέθηκε σε εφαρμογή, από τον Ιανουάριο 2002, ένα νέο πρόγραμμα.

Στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης και της δωροδοκίας, η Λιθουανία θέσπισε και έθεσε σε εφαρμογή, τον Ιανουάριο 2002, το εθνικό πρόγραμμα καταπολέμησης της δωροδοκίας που περιλαμβάνει τη σχετική εθνική στρατηγική και τα σχέδια δράσης της. Τον Μάιο 2002, το λιθουανικό Κοινοβούλιο εξέδωσε τον νόμο για την πρόληψη της δωροδοκίας στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Εξάλλου, η Λιθουανία κύρωσε την αστική σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δωροδοκία, η οποία άρχισε να ισχύει τον Ιούλιο 2002.

Κατά τη διάρκεια του 2001, η Λιθουανία θέσπισε:

Για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της απάτης, η Λιθουανία θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να συνεχίσει την ευθυγράμμιση της νομοθεσίας της με τη σύμβαση του 1995 για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Όσον αφορά την καταπολέμηση των ναρκωτικών, τον Ιανουάριο 2001 τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο δράσης για τον έλεγχο και την πρόληψη. Επιπλέον, συστάθηκε διυπουργική επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους των διαφόρων υπουργείων (υγείας, δικαιοσύνης, εσωτερικών, εργασίας, κοινωνικών υποθέσεων κ.ά.) για να συντονίζονται οι ειδικές ενέργειες σχετικά με το πρόβλημα αυτό. Στη διεύθυνση της αστυνομίας συστάθηκαν ειδικές υπηρεσίες για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, ενώ στην διεύθυνση τελωνείων συστάθηκε ειδική μονάδα για τον έλεγχο των ναρκωτικών και των προδρόμων χημικών ουσιών. Ενόψει της συνεργασίας με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο ναρκωτικών και τοξικομανίας, η Λιθουανία προέβη στη σύσταση ενός εθνικού σημείου συγκέντρωσης που άρχισε να λειτουργεί τον Απρίλιο 2002.

Σχετικά με τη νομιμοποίηση προσόδων από παράνομες δραστηριότητες, θεσπίστηκε ο νόμος για την υπηρεσία ερευνών για το οικονομικό έγκλημα. Ο νόμος καθιστά δυνατή τη μετατροπή της φορολογικής αστυνομίας σε μια νέα ανακριτική υπηρεσία για το οικονομικό έγκλημα. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ευθυγράμμιση με το κεκτημένο, εκδόθηκε, τον Μάρτιο 2002, ο νόμος περί τροποποίησης του νόμου για την πρόληψη της νομιμοποίησης κεφαλαίων από παράνομες δραστηριότητες.

Σχετικά με την τελωνειακή συνεργασία, αναδιοργανώθηκε, τον Ιανουάριο 2002, η υπηρεσία ερευνών και η πρόληψη της απάτης προκειμένου να σχηματισθεί η ποινική τελωνειακή υπηρεσία.

Όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία, η Λιθουανία κύρωσε ορισμένες συμβάσεις, και συγκεκριμένα:

Η Λιθουανία προσχώρησε σε όλα τα μέσα για τα δικαιώματα του ανθρώπου που αποτελούν τμήμα του κεκτημένου στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 09.12.2002