Κύπρος

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής [COM(93) 313 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]Έκθεση της Επιτροπής [COM(98) 710 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999) 502 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000) 702 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]Έκθεση της Επιτροπής [COM(2001) 700 τελικό - SEC(2001) 1745 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002) 700 τελικό - SEC(2002) 1401 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002) 675 τελικό - SEC(2002) 1202 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Στη γνώμη που εξέδωσε τον Ιούλιο του 1993 η Επιτροπή εκτιμούσε ότι σε περίπτωση προσχώρησης η ενεργειακή κατάσταση της Κύπρου θα είχε περιορισμένες επιπτώσεις στην αντίστοιχη κατάσταση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και την ανάπτυξη της ενεργειακής πολιτικής. Εντούτοις φαινόταν απαραίτητο να προσαρμοσθεί η εθνική νομοθεσία ή να εκδοθούν νέοι νόμοι προκειμένου να ικανοποιηθούν οι κοινοτικές απαιτήσεις στον τομέα της ενέργειας.

Η έκθεση του Νοεμβρίου του 1998 επιβεβαίωνε ότι δεν έχει ακόμη μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία το μεγαλύτερο μέρος του κοινοτικού κεκτημένου αλλά η Κύπρος διαθέτει την απαραίτητη θεσμική διάρθρωση και ικανότητα για την εφαρμογή του.

Το 1999, η Επιτροπή παρατηρούσε ότι η Κύπρος έπρεπε να ευθυγραμμιστεί περισσότερο με το κοινοτικό κεκτημένο σε τομείς όπως η εσωτερική αγορά, η ενεργειακή απόδοση και η προετοιμασία της σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2000, η Επιτροπή έκρινε ότι η πρόοδος στα δεδομένα πεδία ήταν περιορισμένη αλλά ότι είχαν αναληφθεί όμως μελέτες αξιολόγησης στον ενεργειακό τομέα. Οι μελέτες αυτές, οι οποίες αφορούσαν ιδίως την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και την ελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, επρόκειτο να ολοκληρωθούν σύντομα. Τα αποτελέσματα των μελετών θα βοηθούσαν στην κατάστρωση εθνικής στρατηγικής στον τομέα και στη μεταφορά μεγάλου μέρους του κοινοτικού κεκτημένου που δεν είχε μεταφερθεί ακόμη. Ωστόσο, η Κύπρος είχε σημειώσει πρόοδο όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση.

Η έκθεση του Νοεμβρίου 2001 διαπιστώνει ότι η Κύπρος έχει προοδεύσει στον τομέα της ενέργειας παρόλο που ορισμένα μέτρα πρέπει ακόμη να εγκριθούν. Καμία αξιοσημείωτη νομοθετική εξέλιξη δεν υπάρχει στο πεδίο της ασφάλειας εφοδιασμού, της ανταγωνιστικότητας και της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Η έκθεση συνιστά ορισμένα επιπλέον μέτρα. Η Κύπρος θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, να αναπτύξει μεγαλύτερη χωρητικότητα αποθήκευσης και να διορθώσει τη μονοπωλιακή κατάσταση της κρατικής επιχείρησης ηλεκτρισμού. Η Κύπρος εξακολούθησε να σημειώνει πρόοδο στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης. Η νομοθεσία σχετικά με την επισήμανση των οικιακών ηλεκτρικών συσκευών εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2001. Ωστόσο, άλλα μέτρα εξακολουθούν να είναι απαραίτητα.

Στην έκθεση του 2002 διαπιστώνεται ότι η Κύπρος πρέπει να συγκεντρώσει τις προσπάθειές της στην έκδοση της νομοθεσίας και της πλήρους εφαρμογής της σύμφωνα με το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα, ιδίως στον τομέα της ενέργειας (ηλεκτρική). Όσον αφορά τα αποθέματα πετρελαίου, η Κύπρος πρέπει να λάβει μέτρα για να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση που χρειάζεται για τη δημιουργία των αποθεμάτων.

Στην έκθεση του 2003 υπογραμμίζεται ότι η Κύπρος τηρεί το μεγαλύτερο μέρος των δεσμεύσεων και ανταποκρίνεται, συνολικά, στις απαιτήσεις που προέκυψαν από τις διαπραγματεύσεις προσχώρησης εις ό,τι αφορά την ενεργειακή απόδοση και τις ανανεώσιμες ενεργειακές μορφές, καθώς και εις ό,τι αφορά την πυρηνική ενέργεια και ασφάλεια και αναμένεται να είναι σε θέση να εφαρμόσει το εν προκειμένω κεκτημένο κατά την προσχώρησή της. Οφείλει να ολοκληρώσει την ευθυγράμμιση της νομοθεσίας της, ιδίως εις ό,τι αφορά το πλέον πρόσφατο κεκτημένο επί θεμάτων ενεργειακής απόδοσης.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Τα θεμελιώδη στοιχεία του κοινοτικού κεκτημένου στον τομέα την ενέργειας αποτελούνται από τις διατάξεις της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το παράγωγο δίκαιο που αναφέρονται ιδιαίτερα στον ανταγωνισμό και στις κρατικές ενισχύσεις, στην εσωτερική αγορά της ενέργειας - ιδίως μάλιστα οι οδηγίες που αφορούν την ηλεκτρική ενέργεια, τη διαφάνεια των τιμών, τη διαμετακόμιση φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, τους υδρογονάνθρακες, τη χορήγηση αδειών, τα μέτρα επείγουσας παρέμβασης και, πρωτίστως τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τα αποθέματα ασφαλείας κ.λπ.- στην πυρηνική ενέργεια καθώς και στην ενεργειακή αποδοτικότητα και στους κανόνες σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος.

Το κοινοτικό κεκτημένο στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας αποτελείται σήμερα από ένα πλαίσιο κανονιστικών μέσων και πολιτικών που περιλαμβάνουν διεθνείς συμφωνίες. Καλύπτει επί του παρόντος προβλήματα υγείας και ασφάλειας (ιδίως μάλιστα ακτινοπροστασίας), ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων, διαχείρισης των ραδιενεργών αποβλήτων, επενδύσεων, προαγωγής της έρευνας, δημιουργίας κοινής αγοράς πυρηνικής ενέργειας, εφοδιασμού, ελέγχου της ασφάλειας και διεθνών σχέσεων.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Συνολικά, η θέσπιση του κοινοτικού κεκτημένου είναι ικανοποιητική αλλά είναι απαραίτητες ακόμη πιο εντατικές προσπάθειες, ιδίως όσον αφορά την ασφάλεια εφοδιασμού και πιο συγκεκριμένα τα αποθέματα πετρελαιειδών.

Όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα και την εσωτερική αγορά, η κρατική επιχείρηση ηλεκτρισμού, η οποία είναι κυβερνητικός οργανισμός, εξακολουθεί να έχει το μονοπώλιο παραγωγής και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας. Η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει για να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς το κοινοτικό κεκτημένο. Ο νόμος για τη διαφάνεια των τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας για τους τελικούς χρήστες της βιομηχανίας εγκρίθηκε από την βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου το 2001. Είναι επείγον να ολοκληρώσει η Κύπρος την ευθυγράμμιση της νομοθεσίας της με την οδηγία για την ηλιακή ενέργεια, θεσπίζοντας τις διατάξεις εφαρμογής.

Θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στο ζήτημα του διοικητικού μηχανισμού γιατί, παρόλο που η Κύπρος διαθέτει θεσμικά όργανα, δεν υφίσταται στη χώρα κανένας μηχανισμός κανονιστικής ρύθμισης σύμφωνος προς τις απαιτήσεις του κοινοτικού κεκτημένου στην εσωτερική αγορά ενέργειας.

Στην παραγωγή ενέργειας, η Κύπρος συνεχίζει να μελετά τις δυνατότητες μελλοντικής ανάπτυξης του φυσικού αερίου. Σήμερα, δεν υπάρχει κατανάλωση φυσικού αερίου. Οφείλει επίσης να μεριμνήσει για την ευθυγράμμιση της νομοθεσίας με την οδηγία για το φυσικό αέριο. Εξάλλου, η Κύπρος δεν διαθέτει ανθρακωρυχεία. Ο τομέας των στερεών καυσίμων κατέχει λοιπόν πολύ μικρή θέση, αν και κατασκευάζεται ένας νέος σταθμός ηλεκτροπαραγωγής που θα λειτουργεί με μαζούτ αλλά θα μπορεί να προσαρμοσθεί για να λειτουργεί με άνθρακα. Η Κύπρος δεν διαθέτει ακόμη κανένα έργο εξερεύνησης κοιτασμάτων πετρελαίου στην ξηρά ή την θάλασσα. Η χώρα δεν παράγει δε πυρηνική ενέργεια και δεν έχει κανένα σχέδιο προς αυτή την κατεύθυνση. Την Κύπρο πάντως αφορούν άλλες πτυχές της πυρηνικής ασφάλειας που εφαρμόζονται στα ραδιενεργά υλικά που προέρχονται από άλλες πηγές και όχι από την παραγωγή ενέργειας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε, τον Ιούνιο του 2001, έκθεση για την πυρηνική ασφάλεια στο πλαίσιο της διεύρυνσης η οποία περιέχει συστάσεις για πυρηνικά ζητήματα σημαντικά για την Κύπρο. Πρόκειται ιδίως για τις συστάσεις σχετικά με τη διαχείριση και τη διάθεση ραδιενεργών καταλοίπων από τα δημόσια ιδρύματα, δηλαδή κυρίως τις κλειστές πηγές που προέρχονται από βιομηχανικές και ιατρικές εφαρμογές. Πρέπει επίσης να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην προετοιμασία της εφαρμογής του ελέγχου ασφαλείας Ευρατόμ. Η Κύπρος είναι μέλος του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ) και έχει συνάψει πλήρη συμφωνία σε θέματα διασφαλίσεων με το ΔΟΑΕ καθώς και ένα συμπληρωματικό πρωτόκολλο.

Όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έχει υποβληθεί στο Συμβούλιο υπουργών σχέδιο δράσης το οποίο προβλέπει ιδίως κίνητρα για την προώθηση της φωτοβολταϊκής, αιολικής, ηλιακής θερμικής ενέργειας, του βιοαερίου και άλλων ενεργειακών πηγών.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 13.01.2004