Τσεχική Δημοκρατία

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής [COM(97) 2009 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(98) 708 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999) 503 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000) 703 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2001) 700 τελικό - SEC (2001) 1746 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002) 700 τελικό - SEC (2002) 1402 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2003) 675 τελικό - SEC(2003) 1200- Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Η Επιτροπή, στη γνώμη του Ιουλίου 1997, έκρινε ότι είναι πρόωρο να εκφραστεί σχετικά με τη συμμετοχή της Τσεχικής Δημοκρατίας στη ζώνη ευρώ αμέσως μετά την ένταξή της. Η συμμετοχή της στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) ως μη συμμετέχουσας στη ζώνη ευρώ δεν αναμένεται να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα. Ωστόσο, η Επιτροπή ζήτησε στην εν λόγω γνώμη να καταστεί η νομοθεσία για την κεντρική τσεχική τράπεζα απολύτως συμβιβάσιμη με τις κοινοτικές απαιτήσεις. Μεταξύ των προτεραιοτήτων που έθεσε η Επιτροπή στη γνώμη της, αναφέρονται η ενίσχυση της ιδιωτικοποίησης και του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα. Σε ό,τι αφορά επίσης την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, η Επιτροπή ενέκρινε ότι η κατάργηση των εναπομενόντων περιορισμών, ιδιαίτερα αυτών που σχετίζονται με την απόκτηση ακινήτων από μη κατοίκους, μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς δυσκολίες.

Η έκθεση του Νοεμβρίου 1998 υπογραμμίζει ότι η πρόοδος στον εν λόγω τομέα ήταν μάλλον μέτρια.

Η έκθεση του Οκτωβρίου 1999 ακολούθησε την ίδια γραμμή με την προηγούμενη έκθεση. Εκδόθηκαν, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ορισμένα μέτρα ιδίως όσον αφορά την προνομιούχο πρόσβαση των δημοσίων αρχών στα χρηματοδοτικά όργανα, την ανεξαρτησία της εθνικής τράπεζας της Τσεχίας, καθώς και την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών.

Η ίδια παρατήρηση έγινε και στην έκθεση 2000. Πολύ μικρή πρόοδος σημειώθηκε και σε ό,τι αφορά την απαγόρευση της άμεσης χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα από την κεντρική τράπεζα. Αντιθέτως, η έκθεση διαπιστώνει ότι η Τσεχική Δημοκρατία ακολουθεί ήδη σε μεγάλο βαθμό το κεκτημένο σε ό,τι αφορά την απαγόρευση της προνομιακής πρόσβασης του δημόσιου τομέα στα πιστωτικά ιδρύματα.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2001 η Επιτροπή επισημαίνει ότι έχει υιοθετηθεί σημαντικό μέρος του κεκτημένου σχετικά με την ΟΝΕ, αλλά ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις.

Η έκθεση του Οκτωβρίου 2002 υπογραμμίζει ότι η Τσεχική Δημοκρατία κατόρθωσε να προσαρμόσει την νομοθεσία της στο κεκτημένο όσον αφορά την ΟΝΕ.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Τσεχική Δημοκρατία τήρησε τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διαπραγματεύσεις προσχώρησης στον τομέα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1999. Η ημερομηνία αυτή είναι συνώνυμη με βαθιές αλλαγές για όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και αυτά που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ από το ξεκίνημά της.

Σε οικονομικό επίπεδο, κεντρικό σημείο αποτελεί ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών (εθνικά προγράμματα σύγκλισης, γενικοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, πολυμερής εποπτεία και διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος). Όλες οι χώρες είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, να παραιτηθούν από την άμεση χρηματοδότηση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα από την κεντρική τράπεζα και από την προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, και θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει την ελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων.

Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ ακολουθούν αυτόνομη νομισματική πολιτική και συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) με ορισμένους περιορισμούς. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να είναι ανεξάρτητες και να έχουν ως κύριο στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Τέλος, η συναλλαγματική πολιτική θεωρείται θέμα κοινού ενδιαφέροντος από όλα τα κράτη μέλη που θα πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχουν στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.

Ακόμη και αν η ένταξη συνεπάγεται την αποδοχή του στόχου της ΟΝΕ, η τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα κριτήρια αυτά είναι ενδεικτικά μιας μακροοικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, είναι απαραίτητο να τα τηρούν όλα τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο και κατά τρόπο διαρκή.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η έκθεση του 1998 υπογραμμίζει ότι σε μεγάλο βαθμό έχει διαμορφωθεί το αναγκαίο πλαίσιο για τη λειτουργία μιας βιώσιμης οικονομίας της αγοράς στη Τσεχική Δημοκρατία, η οποία μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη οικονομία της αγοράς. Πρέπει, ωστόσο, να πραγματοποιηθούν ακόμη πολλές βελτιώσεις. Το 2000, η Τσεχική Δημοκρατία έφθασε σε υψηλό βαθμό εμπορικής ενοποίησης με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) απασχολούν το 56% του ενεργού πληθυσμού και παράγουν το 53% του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος (ΑΕΠ). Το 2001, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα, εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ισοδυναμούσε με το 57% του κοινοτικού μέσου όρου. Περίπου το 80% του ΑΕΠ προερχόταν από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η Τσεχική οικονομία έχει καταστεί ελκυστική για τους ξένους επενδυτές. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι σε γενικές γραμμές, η Τσεχική Δημοκρατία διατήρησε την μακροοικονομική της σταθερότητα αλλά παρουσιάστηκε επιδείνωση στα δημόσια οικονομικά της. Το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε κατά τα τρία τελευταία έτη φθάνοντας το 2002 σε 7,3%, η τάση όμως αντεστράφη κατά το πρώτο τρίμηνο του 2003.

Όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα, το 1997 σημειώθηκε μείωση της ανάπτυξης στην Τσεχική Δημοκρατία, ενώ το ΑΕΠ σημείωσε μόνο 1% αύξηση στη διάρκεια του έτους, σε σχέση με 3,9% το 1996. Το 1998, η τσεχική οικονομία παρουσίασε ύφεση και το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 2,3%, γεγονός που επιδεινώθηκε το 1999. Το 2000, για πρώτη φορά ύστερα από τρία έτη ύφεσης, η τσεχική οικονομία εμφάνισε θετική ανάπτυξη σε ποσοστό 3,3%. Το 2001, η αύξηση του ΑΕΠ ήταν ίση με 3,3%, παρά το γεγονός ότι η πρόοδος επιβραδύνθηκε στη διάρκεια του έτους. Οι καταστροφικές πλημμύρες του Αυγούστου 2002 θα έχουν ενδεχομένως αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη της φετινής χρονιάς, παρότι δεν μπορεί ακόμη να υπολογιστεί ο συνολικός τους αντίκτυπος στην οικονομία. Η μέση ανάπτυξη της τάξης του 1,1% για την περίοδο που καλύπτουν οι εκθέσεις προκύπτει από δύο έτη κατά τα οποία σημειώθηκε υποχώρηση της δραστηριότητας (1997 και 1998), την οποία ακολούθησε ανάκαμψη. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι η αύξηση του ΑΕΠ διατηρήθηκε στο 2% κατά το 2002, παρά τις πλημμύρες, τη σταθεροποίηση της τσεχικής κορώνας και τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης.

Όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά, το 1997 ο προϋπολογισμός ήταν ελλειμματικός. Παρότι ο στόχος για το 1998 ήταν η επίτευξη ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, ο εθνικός προϋπολογισμός έκλεισε με έλλειμμα 1,5% του ΑΕΠ περίπου. Το 1999 το έλλειμμα ανήλθε σε 4%, ενώ το 2000 σε 4,2%. Το έλλειμμα που σημειώθηκε το 2001 ανήλθε στο 5,5% του ΑΕΠ , ενώ το 2002 αναμενόταν να φθάσει το 6,6%. Στα τέλη του 2001, το δημόσιο χρέος υπερέβη το 23,6% του ΑΕΠ, έναντι 13,7% το 1998. Οι αριθμοί αυτοί δεν αντικατοπτρίζουν απόλυτα την πραγματικότητα του χρέους, δεδομένου ότι λαμβάνουν υπόψη μέρος μόνο του χρέους των ιδρυμάτων που έχουν επιφορτιστεί με τη διαδικασία του οικονομικού μετασχηματισμού. Η έκθεση του 2002 τονίζει ότι η απροθυμία των αρχών να προβούν σε γενική μεταρρύθμιση των δαπανών οδήγησε στην επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της δημόσιας διοίκησης αντιπροσώπευε το 3,9% του ΑΕΠ το 2002 και το 6,7% του ΑΕΠ εφόσον ληφθούν υπόψη οι δραστηριότητες του τσεχικού οργανισμού σταθεροποίησης. Η συνεχής επιδείνωση του ελλείμματος ανάγκασε την κυβέρνηση να θεσπίσει μέτρα που στοχεύουν στη μείωση του ελλείμματος στο 4% του ΑΕΠ για το 2006, σε σχέση με το 7,6% που προβλέπουν οι τσεχικές αρχές για το έτος 2003.

Η επιβράδυνση του πληθωρισμού υπήρξε θετική εξέλιξη. Αφού έφθασε σε ανώτατο σημείο 13,4% τον Φεβρουάριο του 1998, εν συνεχεία άρχισε να περιορίζεται η άνοδος των τιμών. Στα τέλη του 1997, η Εθνική Τράπεζα της Τσεχίας (ΕΤΤ) προχώρησε σε σημαντική μεταβολή της νομισματικής στρατηγικής της, εγκαταλείποντας την πολιτική αύξησης της προσφοράς χρήματος προς όφελος μιας πολιτικής θέσπισης στόχων για τη μείωση του πληθωρισμού. Η υποχώρηση του πληθωρισμού επιτεύχθηκε το 1999, ενώ η αύξηση των καταναλωτικών τιμών έφθασε μόλις στο 1,8%, πρόσφατα όμως σημείωσε επιτάχυνση. Το ποσοστό πληθωρισμού ανήλθε σε 3,9% το 2000 και σε 4,5% το 2001. Οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίστηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2002. Σε ολόκληρη την εξεταζόμενη περίοδο, σημειώθηκε, ωστόσο, σημαντική επιβράδυνση του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός μειώθηκε σε 0,1% το 2002, κάτω από το κατώτατο όριο του περιθωρίου που έχει καθοριστεί από τις νομισματικές αρχές.

Παρά το γεγονός ότι έχει εγκαταλείψει κάθε άλλο στόχο ή πολιτική στον τομέα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, η Τσεχική Δημοκρατία εφαρμόζει στο νόμισμά της ένα καθεστώς ελεγχόμενης διακύμανσης σε σχέση με το γερμανικό μάρκο από τα μέσα του 1997, και εν συνεχεία σε σχέση με το ευρώ από το 1999. Η πολιτική αυτή αποσκοπεί στην αποτροπή της υπερβολικής αστάθειας. Παρά ταύτα, η αξία της τσεχικής κορόνας έχει υποστεί έκτοτε μεγάλες διακυμάνσεις. Η κεντρική τράπεζα επεδίωξε να περιορίσει την αστάθεια της κορόνας το 1999, στόχος που επιτεύχθηκε εν μέρει. Η έκθεση το 2001 επισημαίνει ότι σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από σημαντικές εισροές ξένων κεφαλαίων, η τσεχική κορόνα εξακολούθησε να είναι υπερτιμημένη έναντι του ευρώ. Αυτή η ισχυρή υπερτίμηση από τα τέλη του 2001 οδήγησε την κυβέρνηση και την κεντρική τράπεζα να υιοθετήσουν δέσμη μέτρων για ανακοπή αυτής της τάσης. Ο αντίκτυπος της νομισματικής και της συναλλαγματικής πολιτικής στην οικονομία υπήρξε θετικός.

Η μείωση του εμπορικού ελλείμματος οδήγησε επίσης σε αισθητή βελτίωση του τρέχοντος υπολοίπου. Το τρέχον έλλειμμα σημείωσε ισχυρή μείωση και έφθασε 6,1% το 1997 σε 2% του ΑΕΠ το 1999. Η βελτίωση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο σε μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Το 2000, η κατάσταση μεταβλήθηκε και σημειώθηκε δημόσιο έλλειμμα 4,8% του ΑΕΠ το οποίο το 2001 αυξήθηκε σε 5,5%. Το 2002 μειώθηκε στο 3,5% του ΑΕΠ.

Όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τα μέτρα που ανακοινώθηκαν το 1997 υπήρξε η βασική κινητήρια δύναμη της οικονομικής μεταρρύθμισης. Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις περιλάμβαναν ιδιωτικοποίηση των υπόλοιπων κρατικών τραπεζών και επιχειρήσεων, βελτίωση του γενικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος και ανάληψη αποφασιστικής δράσης κατά του οικονομικού και χρηματοοικονομικού εγκλήματος. Το 1999, η Τσεχική Δημοκρατία συνέχισε την διαρθρωτική της μεταρρύθμιση με συνεχιζόμενη αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα, ιδίως προετοιμάζοντας την ιδιωτικοποίηση των υπόλοιπων μεγάλων τραπεζών. Επίσης η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα εκκρεμή προβλήματα στον τομέα των επιχειρήσεων. Η διάρκεια και η σοβαρότητα της οικονομικής ύφεσης φανέρωσαν ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Τσεχική Δημοκρατία δεν ήταν επαρκείς. Η έκθεση του 2000 τονίζει ότι η Τσεχική Δημοκρατία έχει επισπεύσει τις διαρθρωτικές της μεταρρυθμίσεις. Η φορολογική μεταρρύθμιση έχει καταστεί πολιτική προτεραιότητα. Σύμφωνα με την εκτίμηση της έκθεσης του 2001, η πρόοδος που επιτεύχθηκε στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων υπήρξε ανάμικτη. Η κυβέρνηση ξεκίνησε τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος και η ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού τομέα ολοκληρώθηκε το 2001, κατόπιν μακράς και δαπανηρής διαδικασίας. Η έκθεση του 2002 σημειώνει ότι η διαδικασία ιδιωτικοποίησης έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, αλλά αναμένεται η εκχώρηση ορισμένων στρατηγικών επιχειρήσεων. Στην έκθεση της Επιτροπής του 2003 διαπιστώνεται ότι η Τσεχική Δημοκρατία συνέχισε τη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων με λιγότερη όμως αποφασιστικότητα. Η Επιτροπή εκτιμά ότι πρέπει να αναληφθεί μια βαθύτερη και συνολικότερη μεταρρύθμιση στον τομέα των κοινωνικών παροχών, των συντάξεων και της υγειονομικής περίθαλψης.

Όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, το 1998 δεν επήλθε καμία τροποποίηση στη νομοθεσία σχετικά με την κεντρική τράπεζα. Η νομοθεσία σχετικά με την προνομιακή πρόσβαση του δημοσίου στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συμβαδίζει ήδη με το κεκτημένο, αλλά η νομοθεσία για την κεντρική τράπεζα προβλέπει ακόμη τη δυνατότητα παροχής βραχυχρόνιων δανείων στην κυβέρνηση. Η έκθεση του 2000 τονίζει ότι οι τροποποιήσεις στο νόμο σχετικά με την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας δεν συμβιβάζονται με τη συνθήκη όσον αφορά τις διατάξεις για τον προϋπολογισμό της κεντρικής τράπεζας και τον καθορισμό του στόχου όσον αφορά τον πληθωρισμό από κοινού με την κυβέρνηση. Το 2001 εγκρίθηκαν τροποποιήσεις σχετικά με την απαγόρευση της άμεσης χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα από την εθνική τράπεζα της Τσεχίας πράγμα που την εμποδίζει να χορηγεί βραχυπρόθεσμες πιστώσεις στην κυβέρνηση. Η τροποποίηση δεν εξασφαλίζει ωστόσο την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας όσον αφορά τον προϋπολογισμό της, το ποσοστό πληθωρισμού και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Τον Μάρτιο του 2002, το Κοινοβούλιο τροποποίησε το νόμο για την εθνική κεντρική τράπεζα ώστε να ευθυγραμμιστεί πλήρως με το κεκτημένο. Όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, οι μεταβολές εξασφάλισαν τη συμμόρφωσή της με το κεκτημένο στο τομέα της χρηματοοικονομικής, προσωπικής και θεσμικής ανεξαρτησίας. Επήλθαν επίσης τροποποιήσεις στο καταστατικό ώστε πρωταρχικός στόχος της κεντρικής τράπεζας να καταστεί η σταθεροποίηση των τιμών. Η Τσεχική Δημοκρατία έφθασε έτσι σε υψηλό βαθμό συμμόρφωσης με το κεκτημένο για την ΟΝΕ. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι η συμμόρφωση με το κεκτημένο είναι πλήρης.

Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις, η Τσεχική Δημοκρατία αποδέχθηκε το κεκτημένο για την ΟΝΕ. Έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες διοικητικές δομές για την εφαρμογή του κεκτημένου. Η χώρα θα συμμετάσχει στην ΟΝΕ μετά την προσχώρηση υπό το καθεστώς χώρας που τυγχάνει της παρέκκλισης του άρθρου 122 της συνθήκης ΕΚ. Οι διαπραγματεύσεις για το παρόν κεφάλαιο περατώθηκαν το Δεκέμβριο του 2002. Δεν έχουν ζητηθεί μεταβατικές διατάξεις. Η Τσεχική Δημοκρατία τηρεί εν γένει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε κατά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 15.03.2004