Λιθουανία

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής [COM(97) 2007 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(98)706 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999)507 τελικό- Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000) 707 τελικό-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002) 700 τελικό-SEC(2001) 1750-Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002)700 τελικό-SEC(2002)1406 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2003)675 τελικό-SEC(2003)1204 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Σύμφωνα με τη γνώμη που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1997, η Επιτροπή έκρινε πρόωρο να αποφανθεί ως προς τη συμμετοχή της Λιθουανίας στη ζώνη ευρώ αμέσως μετά την ένταξή της, αλλά θεωρούσε ότι η συμμετοχή της στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) ως μη συμμετέχουσας στη ζώνη ευρώ θα έθετε, πάντως, ορισμένα μεσοπρόθεσμα προβλήματα: ειδικότερα, έπρεπε να καταστεί η νομοθεσία η σχετική με τη νομισματική πολιτική συμβιβάσιμη με τις κοινοτικές απαιτήσεις και να δημιουργηθεί ένα στέρεο και αποδοτικό χρηματοδοτικό σύστημα. Σε ό,τι αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, αντίθετα, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής η εξάλειψη των εναπομενόντων περιορισμών διατυπωνόταν η εκτίμηση ότι θα πραγματοποιηθεί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.

Στην έκθεση που δημοσιεύθηκε το Νοέμβριο του 1998 διαπιστωνόταν ότι πολύ λίγη πρόοδος είχε επιτευχθεί ως προς την προετοιμασία της Λιθουανίας για την ένταξή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

Στην έκθεση του Οκτωβρίου 1999, διατυπώθηκε η Εκτίμηση της Επιτροπής ότι η Λιθουανία είχε σημειώσει πρόοδο στην προετοιμασία της για συμμετοχή στην ΟΝΕ.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2000 παρατηρείται ότι μετά την τελευταία τακτική έκθεση, η Λιθουανία δεν σημείωσε περαιτέρω πρόοδο στην υιοθέτηση του κεκτημένου της ΟΝΕ. Εκφράστηκαν και πάλι επιφυλάξεις σχετικά με την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας της Λιθουανίας και με τη δυνατότητα άμεσης χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα από αυτήν.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2001 η Επιτροπή εκτιμά ότι η Λιθουανία σημείωσε σημαντική πρόοδο όσον αφορά την υιοθέτηση του κεκτημένου στον τομέα της ΟΝΕ.

Στην έκθεση του Οκτωβρίου 2002 διαπιστώνεται ότι η Λιθουανία συνέχισε να σημειώνει πρόοδο στην υιοθέτηση του κεκτημένου.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 2003 διαπιστώνεται ότι η Λιθουανία τηρεί το ουσιαστικό μέρος των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διαπραγματεύσεις στον τομέα της ΟΝΕ.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 1999. Η ημερομηνία αυτή είναι συνώνυμη με βαθιές αλλαγές για όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και αυτά που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ από το ξεκίνημά της.

Σε οικονομικό επίπεδο, κεντρικό σημείο αποτελεί ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών (εθνικά προγράμματα σύγκλισης, γενικοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, πολυμερής εποπτεία και διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος). Όλες οι χώρες είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, να παραιτηθούν από την άμεση χρηματοδότηση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα από την κεντρική τράπεζα και από την προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, και θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει την ελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων.

Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ ακολουθούν αυτόνομη νομισματική πολιτική και συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) με ορισμένους περιορισμούς. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να είναι ανεξάρτητες και να έχουν ως κύριο στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Τέλος, η συναλλαγματική πολιτική θεωρείται θέμα κοινού ενδιαφέροντος από όλα τα κράτη μέλη που θα πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχουν στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.

Ακόμη και αν η ένταξη συνεπάγεται την αποδοχή του στόχου της ΟΝΕ, η τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα κριτήρια αυτά είναι ενδεικτικά μιας μακροοικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, είναι απαραίτητο να τα τηρούν όλα τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο και κατά τρόπο διαρκή.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Στο πλαίσιο της μετάβασής της στην οικονομία αγοράς, η Λιθουανία πραγματοποίησε ουσιαστική πρόοδο σε ό,τι αφορά την ελευθέρωση και την σταθεροποίηση της οικονομίας κατά την περίοδο που καλύπτουν οι εκθέσεις. Ήδη από το 1998, 70% περίπου του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) προερχόταν από τον ιδιωτικό τομέα. Ο αναδασμός της γης προχώρησε αργά αλλά σταθερά. Η Λιθουανία συνέχισε να σημειώνει πρόοδο στην επίτευξη βιώσιμης οικονομίας της αγοράς και είχε ήδη ξεκινήσει τις προσπάθειες για να αντιμετωπίσει μεσοπρόθεσμα την ανταγωνιστική πίεση και τις δυνάμεις της αγοράς στο εσωτερικό της Ένωσης. Η έκθεση του 2000 κατέληξε στην εκτίμηση ότι η χώρα μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη οικονομία της αγοράς. Το 2000, το κατά κεφαλή ΑΕΠ ανήλθε στο 29,3% του μέσου όρου της ΕΕ. Η οικονομία πλήττεται από υψηλό αυξανόμενο ποσοστό ανεργίας. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας βελτιώθηκε αισθητά, όπως προκύπτει από την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης (έως 59,9%) και τη μείωση του ποσοστού ανεργίας που από 17,4% το 2001 μειώθηκε σε 13,8% το Μάρτιο του 2003.

Όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα, το 1997 η ανάπτυξη της οικονομίας ανήλθε σε 5,7%. Το 1998, το ΑΕΠ σημείωσε αύξηση της τάξης του 5,1% χάρη στην έντονη αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Στα τέλη του έτους, ωστόσο, η αύξηση ήταν σχεδόν μηδενική συνεπεία των διαταραχών που επήλθαν στις εμπορικές σχέσεις της χώρας με τη Ρωσία. Το 1999 το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 4,1%. Μετά την υποχώρηση αυτή, η Λιθουανία επανήλθε το 2000 στο δρόμο της ανάπτυξης. Το 2001, το ποσοστό ανάπτυξης υπερέβαινε σαφώς το μέσο όρο, κυρίως λόγω του δυναμισμού των εξαγωγών και των επενδύσεων. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002, η ανάπτυξη εξακολούθησε να είναι δυναμική και ανήλθε σε 5,8%. Σε όλο το διάστημα που καλύπτουν οι εκθέσεις, η μέση ετήσια ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ ανήλθε σε 3,6%. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι η Λιθουανία σημείωσε ιδιαίτερα ευνοϊκά μακροοικονομικά αποτελέσματα το 2002 παρά τη δυσχερή οικονομική κατάσταση στην ΕΕ. Το ΑΕΠ σημείωσε αύξηση περίπου 6,7% κατά το 2002. Η ανάπτυξη επιταχύνθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2003 ανερχόμενη σε 9,4% σε σχέση με την ίδια περίοδο του προηγουμένου έτους.

Η εξέλιξη της κατάστασης των δημόσιων οικονομικών το 1997 υπήρξε ευνοϊκότερη της αναμενόμενης, με έλλειμμα της τάξεως του 0,5% του ΑΕΠ. Η δημοσιονομική πολιτική, ωστόσο, σημείωσε αισθητή ύφεση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1998 λόγω της ρωσικής κρίσης. Το έλλειμμα του δημοσίου ανήλθε σε 5% περίπου. Το 1999, ανήλθε σε 5,6% του ΑΕΠ. Τότε εγκρίθηκε σχέδιο κατά της κρίσης βασιζόμενο σε αυστηρή δημοσιονομική πολιτική. Το 2000 το έλλειμμα επανήλθε στο 3,3% του ΑΕΠ. Τα δημόσιο οικονομικά έχουν βελτιωθεί έκτοτε, με έλλειμμα 1,9% του ΑΕΠ το 2001. Μετά τη μεγάλη αύξηση που σημειώθηκε το 1999, το δημόσιο χρέος παραμένει σχετικά σταθερό στο 23,5% του ΑΕΠ. Στην έκθεση του 2003 επισημαίνεται ότι οι λιθουανικές αρχές εφάρμοσαν αυστηρά το πρόγραμμα εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών. Το έλλειμμα του δημοσίου περιορίστηκε περαιτέρω υποχωρώντας το 2002 στο 1,7% του ΑΕΠ.

Συνεχίστηκε η υποχώρηση του πληθωρισμού: το μέσο ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού έπεσε από 24,6% το 1996, σε 0,8% το 1997. Το ετήσιο ποσοστό δεν υπερέβη το 0,8% το 1999, έναντι 5,1% το 1998. Η έκθεση του 2001 υπογραμμίζει ότι οι πληθωριστικές τάσεις παραμένουν ιδιαίτερα περιορισμένες στη Λιθουανία. Το ποσοστό πληθωρισμού, χαμηλό και σταθερό, υπήρξε από τις κυριότερες επιτυχίες της οικονομικής πολιτικής. Το 2001 η σημειωθείσα άνοδος των τιμών δεν υπερέβη το 1,3%. Ο μέσος πληθωρισμός κατά την περίοδο 1997-2001 ανήλθε σε 3,3%, ενώ το ποσοστό σημείωσε μείωση καθ΄ όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Η σαφής αύξηση της παραγωγικότητας, οι περιορισμένες αυξήσεις των μισθών και η σημαντική ανατίμηση του litas συνέβαλαν στη μείωση των τιμών κατά το 2002 σχεδόν κατά 1%. Η τάση αυτή επιβεβαιώθηκε κατά το 2003. Ο πληθωρισμός μειώθηκε τον Αύγουστο περίπου κατά 1% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2002.

Όσον αφορά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες η νομισματική πολιτική της Λιθουανίας στηρίζεται στο σύστημα "currency board" (σύστημα βάσει του οποίου οποιαδήποτε αύξηση της νομισματικής μάζας θα πρέπει να έχει ως αντιστάθμισμα την αύξηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων). Η Εθνική Τράπεζα έθεσε σε εφαρμογή μια στρατηγική εξόδου από το σύστημα αυτό. Τούτο επέζησε της ρωσικής κρίσης, αλλά με σχετικές δυσχέρειες. Το 1999 επιδιώχθηκε υπερτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας εν μέρει λόγω της εξάρτησης του litas από το αμερικανικό δολάριο. Στα μέσα Οκτωβρίου 1999, η Κεντρική Τράπεζα της Λιθουανίας ανακοίνωσε ότι το litas θα συνδεθεί με το ευρώ από τις 2 Φεβρουαρίου 2002, χωρίς να μεταβληθεί η εξωτερική του αξία. Η μετάβαση υπήρξε ήπια και χωρίς να εκδηλωθούν εντάσεις στις χρηματαγορές. Η αλλαγή του νομίσματος συσχετισμού υπαγορεύτηκε από την επιθυμία να αντικατοπτρίζονται οι πραγματικές συναλλαγματικές διακυμάνσεις και να προωθηθεί η ενσωμάτωση στην οικονομία της Ένωσης. Στην έκθεση του 2003 επισημαίνεται ότι το litas ανατιμήθηκε αισθητά έναντι του ευρώ κατά την περίοδο που καλύπτεται από την έκθεση.

Ύστερα από μικρή μείωση το 1996, το έλλειμμα του τρέχοντος υπολοίπου αυξήθηκε και πάλι το 1997 και έφθασε το 10,3% του ΑΕΠ. Το υπόλοιπο του τρέχοντος ισοζυγίου άρχισε να βελτιώνεται ύστερα από σημαντική επιδείνωση το 1998 και το 1999. Η έκθεση του 2000 υπογραμμίζει ότι το τρέχον έλλειμμα παραμένει σημαντικό παρά τη σημειούμενη μείωση. Το έλλειμμα σημείωσε πτώση στο 6% του ΑΕΠ το 2000, έναντι 11,2% το 1999. Το 2001 ανήλθε σε 4,8%. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ελαφρά επιδείνωση του τρέχοντος υπολοίπου το οποίο από 4,8% του ΑΕΠ το 2001 ανήλθε σε 5,3% το 2002.

Όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρόοδος έχει σημειωθεί στην ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων. Ενώπιον της ρωσικής κρίσης, οι αρχές έλαβαν διάφορα μέτρα για να στηρίξουν τις προβληματικές επιχειρήσεις. Το Νοέμβριο του 1999, η χώρα υιοθέτησε έναν φιλελεύθερο προσανατολισμό στον οποίο παραμένει σταθερή. Η έκθεση του 2000 επισημαίνει ότι η χώρα έχει δεσμευθεί να πραγματοποιήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης και του συνταξιοδοτικού συστήματος σε τρεις πυλώνες. Σημειώθηκε πρόοδος στον τομέα της ενέργειας και στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων αερίου και ηλεκτρισμού. Η διαδικασία ιδιωτικοποίησης βαίνει συνεπώς προς ολοκλήρωση. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκαν το 2001 και δόθηκε νέο έναυσμα στην αναδιάρθρωση της οικονομίας. Η ιδιωτικοποίηση του χρηματοοικονομικού τομέα έχει στην πράξη ολοκληρωθεί. Το σχέδιο μεταρρύθμισης των συντάξεων πρέπει να συνεχισθεί και να τεθεί σε εφαρμογή. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι οι αρχές συνέχισαν εντατικά τη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων, αλλά πρέπει ακόμη να σημειωθεί πρόοδος σε ορισμένους τομείς, ιδίως στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος και της δημοσιονομικής διάρθρωσης. Έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων η οποία έχει ολοκληρωθεί σε ορισμένους τομείς όπως για παράδειγμα στις τράπεζες.

Όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, η Έκθεση του 1998 τονίζει ότι η νομοθεσία σχετικά με την Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να καταστεί απολύτως συμβατή με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η έκθεση του 1999 υποδεικνύει ορισμένες τροποποιήσεις του καταστατικού της Κεντρικής Τράπεζας (όπως την εγγύηση της ατομικής ανεξαρτησίας των μελών του διοικητικού συμβουλίου) ώστε να διασφαλισθεί η συμμόρφωσή του με τη συνθήκη. Το Μάρτιο του 2001, το Κοινοβούλιο της Λιθουανίας τροποποίησε το νόμο σχετικά με την τράπεζα της Λιθουανίας με σκοπό τη συμμόρφωση με το κεκτημένο. Ο νόμος αυτός επιβεβαιώνει και την απαγόρευση της άμεσης χρηματοδότησης του Δημόσιου τομέα από την Κεντρική Τράπεζα (es de en fr). Εγγυάται επίσης ότι πρωταρχικός στόχος της Κεντρικής Τράπεζας είναι η σταθερότητα των τιμών. Όσον αφορά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, απαιτείται περαιτέρω συμμόρφωση για προστασία έναντι ενδεχόμενων συγκρούσεων συμφερόντων συνδεόμενων με τις υποχρεώσεις των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι έχει υιοθετηθεί πλήρως το κεκτημένο με μία εξαίρεση: ο νόμος για την Κεντρική Τράπεζα πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να αποκλειστούν ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων που συνδέονται με τις υποχρεώσεις των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

Όσον αφορά την κατάσταση των διαπραγματεύσεων, η Λιθουανία αποδέχτηκε πλήρως το κεκτημένο της ΟΝΕ όπως ορίζεται στο κεφάλαιο VII της συνθήκης ΕΚ. Έχουν καταρτισθεί οι αναγκαίες διοικητικές και επιχειρησιακές δομές. Οι διαπραγματεύσεις σχετικά με το παρόν κεφάλαιο περατώθηκαν το Δεκέμβριο του 2002. Η Λιθουανία δεν έχει ζητήσει μεταβατικές διατάξεις.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 15.03.2004