Εσθονία

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής [COM(97) 2006 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(98) 705 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999) 504 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000) 704 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2001) 700 τελικό - SEC(2001) 1747 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002) 700 τελικό - SEC(2002) 1747 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2003) 675 τελικό - SEC(2003) 1201 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Στη γνώμη που δημοσίευσε τον Ιούλιο του 1997, η Επιτροπή θεωρούσε ότι είναι πρόωρο να εκφραστεί σχετικά με τη συμμετοχή της Εσθονίας στη ζώνη ευρώ αμέσως μετά την ένταξή της και ότι η συμμετοχή της στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) ως μη συμμετέχουσας στη ζώνη ευρώ δεν αναμένεται να δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα. Επίσης υπογράμμιζε ότι η νομοθεσία για την κεντρική τράπεζα της Εσθονίας ήταν ήδη απολύτως συμβατή με τις κοινοτικές απαιτήσεις και ότι η κατάργηση των εναπομενόντων περιορισμών σε ό,τι αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, ιδιαίτερα για την αγορά ακινήτων από μη κατοίκους, αναμένεται να πραγματοποιηθεί χωρίς δυσκολία.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου του 1998 διαπιστωνόταν ότι η Εσθονία είχε επιτελέσει κάποια πρόοδο όσον αφορά την προετοιμασία της για την προσχώρηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

Στην έκθεση του Οκτωβρίου του 1999 διαπιστωνόταν μια κάποια επιβράδυνση των εξελίξεων στην Εσθονία.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2001 επισημαινόταν ότι είχε επιτευχθεί σημαντική πρόοδος και ότι η ευθυγράμμιση με το κοινοτικό κεκτημένο έχει σχεδόν ολοκληρωθεί.

Στην έκθεση του Οκτωβρίου του 2002 η Επιτροπή επισήμαινε ότι η ευθυγράμμιση με το κεκτημένο της ΟΝΕ είχε σχεδόν ολοκληρωθεί.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου του 2003 επισημαινόταν ότι η Εσθονία ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Χρειάζεται ακόμη μια τελευταία ευθυγράμμιση με τη νομοθεσία που διέπει την κεντρική τράπεζα της χώρας.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1999. Η ημερομηνία αυτή είναι συνώνυμη με βαθιές αλλαγές για όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και αυτά που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ από το ξεκίνημά της.

Σε οικονομικό επίπεδο, κεντρικό σημείο αποτελεί ο συντονισμός των εθνικών πολιτικών (εθνικά προγράμματα σύγκλισης, γενικοί προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, πολυμερής εποπτεία και διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος). Όλες οι χώρες είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης, να παραιτηθούν από την άμεση χρηματοδότηση του ελλείμματος του δημόσιου τομέα από την κεντρική τράπεζα και από την προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς, και θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει την ελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων.

Τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στη ζώνη ευρώ ακολουθούν αυτόνομη νομισματική πολιτική και συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) με ορισμένους περιορισμούς. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να είναι ανεξάρτητες και να έχουν ως κύριο στόχο τη σταθερότητα των τιμών. Τέλος, η συναλλαγματική πολιτική θεωρείται θέμα κοινού ενδιαφέροντος από όλα τα κράτη μέλη που θα πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχουν στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.

Ακόμη και αν η ένταξη συνεπάγεται την αποδοχή του στόχου της ΟΝΕ, η τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα κριτήρια αυτά είναι ενδεικτικά μιας μακροοικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, είναι απαραίτητο να τα τηρούν όλα τα κράτη μέλη σε εύθετο χρόνο και κατά τρόπο διαρκή.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η εμπορική ενσωμάτωση στην Κοινότητα ενισχύθηκε καθ΄ όλη την περίοδο των διαπραγματεύσεων. Η μακροοικονομική σταθερότητα διατηρήθηκε και κατά τη διάρκεια της ρωσικής κρίσης του 1998. Η Εσθονία παρέχει ένα κατάλληλο περιβάλλον στους οικονομικούς φορείς. Το τμήμα του ιδιωτικού τομέα υπερέβη κατά πολύ το 80% του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος (ΑΕΠ). Όλα τα στοιχεία οδηγούν, κατά συνέπεια, στο συμπέρασμα ότι η εσθονική οικονομία είναι μια οικονομία αγοράς βιώσιμη. Η συνέχιση του σημερινού προγράμματος μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να παράσχει τη δυνατότητα στην Εσθονία να αντιμετωπίσει τις πιέσεις του ανταγωνισμού και τις δυνάμεις της αγοράς στο εσωτερικό της Ένωσης.

Το 1997, χαρακτηρίστηκε από ισχυρή επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας· η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ έφθασε το 11,4%. Ωστόσο, η οικονομική δραστηριότητα μειώθηκε με ιδιαίτερη ταχύτητα, από τα μέσα του 1998 και μετά, δεδομένου ότι το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε μόνο κατά 4% και υπέστη ύφεση το 1999. Μετά τον κλονισμό αυτό, η Εσθονία παρουσίασε έντονη εσωτερική ζήτηση, που προώθησε την οικονομική δραστηριότητα, η δε ανάπτυξη έφθασε το 2000, στο 6,9%. Παρά την επιβράδυνση της δραστηριότητας που παρατηρήθηκε στην ΕΕ και στις ΗΠΑ, η εσθονική οικονομία σημείωσε συνεχή ανάπτυξη το 2000 και το 2001. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι η αύξηση του ΑΕΠ, της τάξης του 6% κατά το 2002, επωφελήθηκε από τον έντονο δυναμισμό της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Η κατάσταση των δημοσίων οικονομικών είναι υγιής χάρη στο σθένος της ανάπτυξης και σε έναν αυστηρό έλεγχο των δημοσίων οικονομικών. Το πλεονασματικό υπόλοιπο ανήλθε σε 2,1% του ΑΕΠ το 1997, πράγμα που αποτελεί σημαντική αναστροφή σε σχέση με το έλλειμμα του 1,5% που είχε σημειωθεί το 1996. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 1998, το πλεόνασμα του προϋπολογισμού συνέχισε να αυξάνεται και θα πρέπει να έφθασε το 2,6% του ΑΕΠ. Λόγω των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, το έλλειμμα της δημόσιας διοίκησης έφθασε το 4,1% του ΑΕΠ το 1999. Τα δημόσια οικονομικά της Εσθονίας αποκαταστάθηκαν ταχέως μετά την ύφεση. Το δε έλλειμμα της δημόσιας διοίκησης μειώθηκε σε 0,7% το 2000. Εύστοχες δημοσιονομικές πολιτικές που εφήρμοσε ειδικότερα η κεντρική διοίκηση, καθώς και ουσιαστικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις συνέβαλαν στη μείωση του δημοσίου χρέους, που ανερχόταν σε 7% του ΑΕΠ το 1997 και έπεσε κάτω από το όριο του 5% το 2001. Στην έκθεση του 2003 επισημαίνεται ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα ανήλθε στο 1,3% του ΑΕΠ, σημειώνοντας αύξηση που οφείλεται κυρίως στην ευρωστία της οικονομικής ανάπτυξης, παρά τις επιπλέον δαπάνες που εγκρίθηκαν από το κοινοβούλιο μέσω δύο διορθωτικών προϋπολογισμών.

Ο δείκτης πληθωρισμού μειώθηκε, από ετήσιο μέσο όρο 23,1% το 1996 σε 11,2% το 1997. Ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε ως εκ τούτου σημαντικά. Τον Σεπτέμβριο 1998, οι τιμές στην κατανάλωση αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο με ετήσιο ρυθμό 6,6%. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε από 3,1% το 1999 σε 3,9% το 2000, κυρίως υπό την επίδραση της αύξησης των τιμών του πετρελαίου. Από τότε, η αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε κάπως, δεδομένου ότι το 2001 ήταν 5,6%. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι η άνοδος των τιμών, η οποία έφθασε στο 7% στα μέσα του 2001, επιβραδύνθηκε, για να φθάσει στο 2,7% στα τέλη του 2002. Ως προς τον δομικό πληθωρισμό, αυτός παρέμεινε σχετικά σταθερός, με ετήσιο ύψος περίπου 4%.

Παρά τη σαφή επιβράδυνση, η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία συνέχισε να αυξάνεται το 1997. Το σύστημα του «currency board» (σύστημα νομισματικού συμβουλίου) που προβλέπει την πρόσδεση της κορώνας στο γερμανικό μάρκο και κατόπιν στο ευρώ, λειτούργησε καλά παρά τις ισχυρές αναταραχές των χρηματοπιστωτικών αγορών. Το 1999, δεν έγινε αισθητή καμία σημαντική πίεση επί της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η Εσθονία διατήρησε κατόπιν το καθεστώς του νομισματικού συμβουλίου, χωρίς η επιλογή αυτή να διακυβευτεί από τις αγορές συναλλάγματος.

Όσον αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η σημαντική αύξηση της οικονομίας που παρατηρήθηκε το 1997 οδήγησε σε νέα υποβάθμιση των εξωτερικών λογαριασμών. Το έλλειμμα του τρέχοντος λογαριασμού αυξήθηκε μέχρι 12% του ΑΕΠ το δε εμπορικό έλλειμμα έφθασε το 24% του ΑΕΠ. Το 1999, το τρέχον έλλειμμα μειώθηκε σε 5,7% του ΑΕΠ, δηλαδή σημαντική υποχώρηση σε σχέση με τα πολύ υψηλά επίπεδα που είχε φθάσει το 1997 και 1998. Το 2000, το τρέχον εξωτερικό έλλειμμα αυξήθηκε και έφθασε το 6,7% του ΑΕΠ. Το 2001 σταθεροποιήθηκε γύρω στο 6% του ΑΕΠ. Στην έκθεση του 2003 διαπιστώνεται ότι η έντονη ζήτηση εισαγόμενων αγαθών και η σχετικά μέτρια αύξηση των εξαγωγών οδήγησαν σε επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με έλλειμμα που ανήλθε περίπου στο 12,3% του ΑΕΠ.

Η Εσθονία πραγματοποίησε προόδους όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από τα μέσα του 1997 και μετά. Η ιδιωτικοποίηση των βιομηχανικών επιχειρήσεων συνεχίστηκε. Η κυβέρνηση άρχισε μεταρρύθμιση του συστήματος των συντάξεων. Από τα μέσα του 1998, η Εσθονία αντιμετώπισε ακόμα περισσότερες δυσκολίες όσον αφορά τη σύλληψη και εφαρμογή ορισμένων καίριων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Το 1999, οι μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα συνεχίστηκαν. Η ιδιωτικοποίηση σχεδόν ολοκληρώθηκε. Όλες οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα, παραμένει δε πολύ μικρός αριθμός μεγάλων εταιρειών και μιας τράπεζας προς ιδιωτικοποίηση. Το 2000, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων παρέσχε τη δυνατότητα επίλυσης πολλών διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας. Η μεταρρύθμιση των συντάξεων και του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης προόδευσε συστηματικά. Στην έκθεση του 2001 επισημαίνεται ότι εκδόθηκε τελικά νόμος που συγκεντρώνει τις δραστηριότητες εποπτείας όλων των χρηματοπιστωτικών τομέων υπό την αρμοδιότητα μιας μόνης αρχής. Οι εσθονικές αρχές πρέπει ακόμα να αντιμετωπίσουν δύο προκλήσεις: την απελευθέρωση του τομέα της ενέργειας και την αναδιάρθρωση του συστήματος νοσοκομειακής περίθαλψης. Όσον αφορά την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, η Εσθονία έχει προοδεύσει πολύ. Μόνο ορισμένες ήσσονος σημασίας δεσμεύσεις εξακολουθούν να ισχύουν. Το 2003, οι αρχές σημείωσαν σημαντική πρόοδο στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, και ιδίως στους τομείς των συνταξιοδοτικών συστημάτων και της χρηματοπιστωτικής εποπτείας.

Όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας η Τράπεζα της Εσθονίας παρουσιάζει υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας, η δε άμεση χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα από την κεντρική τράπεζα απαγορεύεται. Ωστόσο, απαιτούνται ακόμα ορισμένα μέτρα για την πλήρη ευθυγράμμιση της εσθονικής νομοθεσίας με το κεκτημένο. Ειδικότερα, θα πρέπει να τροποποιηθεί ακόμα η νομοθεσία που αφορά την κεντρική τράπεζα ως προς τη σύνθεση του Συμβουλίου Εποπτείας η ανεξαρτησία των μελών του οποίου δεν εξασφαλίζεται. Οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο νόμο για την Τράπεζα της Εσθονίας το 2001, θα πρέπει να εξασφαλίσουν την πλήρη ανεξαρτησία όλων των οργάνων λήψης αποφάσεων έναντι των αποστολών του ιδρύματος, καθώς και την πλήρη προσωπική ανεξαρτησία των διαφόρων μελών του Συμβουλίου Εποπτείας. Στην έκθεση του 2003 ζητείται η τελική τροποποίηση όσον αφορά τις αντιπαραθέσεις που είναι δυνατόν να προκύψουν μεταξύ των διευθυντικών οργάνων της τράπεζας και της ενδεχόμενης ανάμειξης τις κοινοβουλίου.

Όσον αφορά την κατάσταση των διαπραγματεύσεων σχετικά με την μελλοντική συμμετοχή στην ΟΝΕ, η Εσθονία επιβεβαίωσε ότι αποδέχεται το κεκτημένο της ΟΝΕ όπως καθορίζεται στη συνθήκη ΕΚ, και ότι θα συμμορφωθεί πλήρως προς αυτό. Επίσης δήλωσε ότι θα θεσπιστούν οι διοικητικές δομές εφαρμογής του κεκτημένου. Οι διαπραγματεύσεις για το κεφάλαιο αυτό ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2002. Καμία μεταβατική διάταξη δεν ζητήθηκε.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 11.03.2004