Η κοινή εμπορική πολιτική

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα κράτη μέλη δημιούργησαν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας μια τελωνειακή ένωση, που προβλέπει κοινό καθεστώς εισαγωγής όσον αφορά τις εισαγωγές με προέλευση τις τρίτες χώρες. Η κοινή εμπορική πολιτική της Κοινότητας βασίζεται, συνεπώς, σε ένα κοινό εξωτερικό δασμολόγιο, το οποίο εφαρμόζεται κατά τρόπο ομοιόμορφο από όλα τα κράτη μέλη.

Όταν υπεγράφη η συνθήκη της Ρώμης, η οικονομία και το εξωτερικό εμπόριο της Κοινότητας ήταν προσανατολισμένα κατά κύριο λόγο στην παραγωγή και το εμπόριο των βιομηχανικών προϊόντων. Αυτό έχει πάψει πλέον να ισχύει, καθώς ο τομέας των υπηρεσιών αποτελεί σήμερα την κυριότερη πηγή θέσεων απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καλύπτει μεγάλο μέρος των διεθνών συναλλαγών της. Αυτή η εξέλιξη αποδίδεται ιδίως στον ιδιαίτερα έντονο ανταγωνισμό που ασκούν οι νέες βιομηχανικές χώρες στους παραδοσιακούς τομείς, καθώς και στις οικονομικές μεταβολές που επέφεραν οι νέες τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας.

Μετά τις διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης, που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της GATT, η δημιουργία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) κατέδειξε σαφώς αυτήν την εξέλιξη. Πράγματι, προκειμένου να συμβαδίσει με την εξέλιξη του χαρακτήρα των συναλλαγών, ο ΠΟΕ συμπεριέλαβε στην ίδια διάρθρωση τις εμπορικές διαπραγματεύσεις σχετικά με τα προϊόντα (GATT), τις υπηρεσίες (GATS) και την πνευματική ιδιοκτησία (TRIPS).

Με δεδομένη τη νέας δυναμικής που παρουσιάζουν οι διεθνείς συναλλαγές, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί να διατηρήσει τον κεντρικό ρόλο της στις παγκόσμιες εμπορικές σχέσεις, οφείλει να είναι σε θέση να προσαρμόζει με ταχύτητα τα μέσα εμπορικής πολιτικής που διαθέτει. Σε αυτό το επίπεδο, η έκταση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 113 (άρθρο 133 με τη νέα αρίθμηση) είναι αρκετά αβέβαιη και όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν λαμβάνει υπόψη την παγκοσμιοποίηση των εμπορικών διαπραγματεύσεων, τίθεται σε δυσχερή θέση έναντι των εμπορικών εταίρων της.

Η συνθήκη του Άμστερνταμ αποσκοπεί να διευκρινίσει την κατάσταση, παρέχοντας στην Ένωση τη δυνατότητα να επεκτείνει, εφόσον χρειάζεται, την κοινή εμπορική πολιτική στους τομείς των υπηρεσιών και των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Ο στόχος της συνθήκης της Ρώμης ήταν να δημιουργήσει μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας μια κοινή αγορά, εντός της οποίας θα εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Για την υλοποίηση της κοινής αγοράς, προβλεπόταν δωδεκαετής μεταβατική περίοδος, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1969. Προκειμένου να επιτευχθεί η συνοχή αυτού του συνόλου, απαιτείτο η ελευθέρωση σε εσωτερικό επίπεδο να συμβαδίζει με τις προσπάθειες ελευθέρωσης σε εξωτερικό επίπεδο· για τον λόγο αυτό, η κοινή εμπορική πολιτική αποτελεί, μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας.

Μέχρι το 1970, τα κράτη μέλη ήταν υπεύθυνα για τον συντονισμό των εμπορικών σχέσεών τους με τις τρίτες χώρες. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδιζε την Κοινότητα να συνάπτει διμερείς συμφωνίες (όπως, π.χ. με το Ισραήλ, το 1964) και να συμμετέχει, ως σύνολο, στις διαπραγματεύσεις του Γύρου Κέννεντυ, μεταξύ των ετών 1963 και 1967.

Η σταδιακή επέκταση του διεθνούς εμπορίου κατέστησε την κοινή εμπορική πολιτική μια από τις σημαντικότερες πολιτικές της Κοινότητας. Παράλληλα, οι διαδοχικές διευρύνσεις της Κοινότητας και η παγιοποίηση της κοινής αγοράς ενίσχυσαν τη θέση της Κοινότητας ως πόλου έλξης και επιρροής κατά τις εμπορικές διαπραγματεύσεις, είτε διμερείς με τις τρίτες χώρες είτε πολυμερείς στους κόλπους της GATT. Κατ?αυτόν τον τρόπο, η Ένωση ανέπτυξε σταδιακά ένα πυκνό δίκτυο εμπορικών σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί σήμερα τον κυριότερο φορέα εμπορικών συναλλαγών παγκοσμίως, προηγούμενη ακόμη και των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας.

Από την 1η Ιανουαρίου 1970, οι αποφάσεις που αφορούν την κοινή εμπορική πολιτική λαμβάνονται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία. Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 113, αυτό ερμηνεύθηκε διασταλτικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ειδικότερα, το Δικαστήριο διευκρίνισε το 1978 ότι η απαρίθμηση που περιλαμβάνει η πρώτη παράγραφος του εν λόγω άρθρου δεν είναι περιοριστική (αναφέρονται οι μεταβολές δασμολογικών συντελεστών, η σύναψη δασμολογικών και εμπορικών συμφωνιών, η ενοποίηση των μέτρων ελευθέρωσης, η πολιτική εξαγωγών και τα μέτρα εμπορικής άμυνας). Το Δικαστήριο θεώρησε ακόμη ότι η κοινή εμπορική πολιτική θα έχανε βαθμηδόν κάθε σημασία, αν περιοριζόταν στα παραδοσιακά μέσα που διέπουν το εξωτερικό εμπόριο. Παρ?όλα αυτά, το 1994 το Δικαστήριο φρόντισε να μετριάσει την ερμηνεία του, αναγνωρίζοντας ότι οι εμπορικές διαπραγματεύσεις στους τομείς των υπηρεσιών και της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι δυνατόν να έχουν ως βάση το άρθρο 113 και ότι, συνεπώς, δεν ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας. Εντούτοις, το Δικαστήριο υπογράμμισε την αναγκαιότητα της στενής συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών και, προς τον σκοπό αυτό, συνέστησε τη θέσπιση σχετικού κώδικα δεοντολογίας.

Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 133 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

Μια νέα παράγραφος προστίθεται στο άρθρο 133 (πρώην άρθρο 113). Η ως άνω παράγραφος προβλέπει ότι το Συμβούλιο, κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δύναται να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 133 στις διαπραγματεύσεις και τις διεθνείς συμφωνίες στον τομέα των υπηρεσιών και των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, εφόσον αυτές δεν εντάσσονται ήδη στο πεδίο της κοινής εμπορικής πολιτικής.

Με την προσθήκη αυτής της παραγράφου, η Ένωση μπορεί να αποφύγει να εμπλακεί σε μια συζήτηση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάγκη τροποποίησης της συνθήκης (για την τροποποίηση αυτή απαιτείται η διεξαγωγή διακυβερνητικής διάσκεψηςκαι η κύρωση των αποτελεσμάτων από τα επιμέρους κράτη μέλη), σε περίπτωση που αποφασιζόταν να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της παραδοσιακής διαδικασίας εμπορικών διαπραγματεύσεων.

Συγκεκριμένα, κάθε απόφαση που επεκτείνει τις αρμοδιότητες της Κοινότητας στον εμπορικό τομέα θα μπορεί να λαμβάνεται ομόφωνα από το Συμβούλιο.