Η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ένας από τους κυριότερους στόχους της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, η οποία οδήγησε στην υπογραφή του σχεδίου συνθήκης του Άμστερνταμ, ήταν η μεταρρύθμιση της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ), προκειμένου να βελτιωθεί η λειτουργία της και να εξοπλιστεί αρτιότερα η Ένωση στη διεθνή σκηνή.

Η μεταρρύθμιση κατέστη ιδιαίτερα επείγουσα μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, οι τραγικές συνθήκες της οποίας κατέδειξαν σαφώς πόσο αναγκαίο είναι να διαθέτει η Ένωση τη δυνατότητα να ενεργεί και να αποτρέπει μάλλον, και όχι απλώς και μόνον να αντιδρά. Ακόμη, ήλθε ξεκάθαρα στο φως η αδυναμία συντονισμένης αντίδρασης εκ μέρους των επιμέρους κρατών μελών.

Η συνθήκη του Άμστερνταμ αποσκοπεί να υπερβεί τις αντιφάσεις που υφίστανται ανάμεσα στους κοινούς στόχους της ΚΕΠΠΑ, που είναι ιδιαίτερα φιλόδοξοι, και στα μέσα που διαθέτει η Ένωση για να τους επιτύχει, τα οποία δεν φαίνεται να βρίσκονται στο ύψος των προσδοκιών και των σημερινών προκλήσεων.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Καθ' όλη τη διάρκεια των διαφόρων φάσεων της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, οι έννοιες της πολιτικής ένωσης, της κοινής εξωτερικής πολιτικής ή ακόμη και της κοινής άμυνας επανέρχονταν τακτικά στην ημερήσια διάταξη, ως αποτέλεσμα της παρουσίασης διαφόρων πολιτικών προτάσεων.

Το 1950, το σχέδιο Plιven (από το όνομα του πρωθυπουργού της Γαλλίας) αποσκοπούσε στη συγκρότηση ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού στρατεύματος, υπό κοινή διοίκηση. Αυτό το σχέδιο υπήρξε το αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα από το 1950 έως το 1952 και οδήγησε στην υπογραφή της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ). Το επιστέγασμα της ΕΑΚ ήταν ένα πολιτικό σχέδιο, που προέβλεπε τη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής ή συνομοσπονδιακής δομής, και το οποίο υποβλήθηκε το 1953. Η "Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα" προέβλεπε τη σύσταση Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης σε δύο σώματα, Ευρωπαϊκού Εκτελεστικού Συμβουλίου, Συμβουλίου Υπουργών και Δικαστηρίου. Οι αρμοδιότητες της Πολιτικής Κοινότητας ήταν ευρύτατες και, μακροπρόθεσμα, αυτή θα απορροφούσε την ΕΚΑΧ και τη ΕΑΚ. Ωστόσο, αυτό το σχέδιο ουδέποτε είδε το φως, αφού απορρίφθηκε από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση στις 30 Αυγούστου 1954.

Στις αρχές της δεκαετίας του 60, διενεργήθηκαν δύσκολες διαπραγματεύσεις με βάση τα δύο σχέδια Fouchet, τα οποία υποβλήθηκαν διαδοχικά από τη Γαλλία και προέβλεπαν στενότερη πολιτική συνεργασία, μια Ένωση Κρατών και κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα. Μια επιτροπή, επιφορτισμένη με την κατάρτιση συγκεκριμένων προτάσεων, επέτυχε πολύπλοκους συμβιβασμούς, αλλά ιδιαίτερα φιλόδοξους, όπως ήταν η εγκαθίδρυση ανεξάρτητης γραμματείας ή η μελλοντική προοπτική της λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία σε ορισμένους τομείς. Δυστυχώς, καθώς δεν σημειώθηκε συμφωνία επί των προτάσεων της επιτροπής Fouchet, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών μελών διεκόπησαν το 1962.

Κατόπιν αιτήματος των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων για τη διερεύνηση των δυνατοτήτων προόδου σε πολιτικό επίπεδο, συντάχθηκε έκθεση γνωστή με το όνομα "Έκθεση Davignon", η οποία υποβλήθηκε το 1970 στη σύνοδο κορυφής του Λουξεμβούργου. Αυτή η έκθεση αποτέλεσε την απαρχή της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ), η οποία εγκαινιάστηκε ανεπίσημα το 1970, πριν θεσμοθετηθεί με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ) το 1987. Η ΕΠΣ προέβλεπε κατά κύριο λόγο τη διενέργεια διαβουλεύσεων μεταξύ των κρατών μελών για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.

Τρία χρόνια αργότερα, στη σύνοδο κορυφής της Κοπεγχάγης παρουσιάστηκε έκθεση σχετικά με τη λειτουργία της ΕΠΣ. Μετά την εν λόγω έκθεση, ο ρυθμός των συνεδριάσεων των υπουργών Εξωτερικών και της πολιτικής επιτροπής (που συγκροτείτο από τους διευθυντές πολιτικών υποθέσεων των κρατών μελών) εντάθηκε. Παράλληλα, δημιουργήθηκε μια "ομάδα ευρωπαίων ανταποκριτών", υπεύθυνων για την παρακολούθηση της ΕΠΣ σε κάθε κράτος μέλος. Αυτή η ομάδα είχε πρόσβαση σε ένα νέο δίκτυο τηλετύπου, το οποίο συνέδεε τα κράτη μέλη, το COREU.

Η θεσμοθέτηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 1974 συνέβαλε στον καλύτερο συντονισμό της ΕΠΣ, λόγω του ρόλου που διαδραμάτισαν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων στη χάραξη του γενικού πολιτικού προσανατολισμού που κατέτεινε στην οικοδόμηση της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, ο ρόλος της Προεδρίας και η δημοσιότητα που αποδιδόταν στις εργασίες της ΕΠΣ ενισχύθηκαν αμοιβαία με τις επίσημες θέσεις που λάμβανε η Κοινότητα.

Μετά την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν και την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν, τα κράτη μέλη συνειδητοποίησαν την προϊούσα αδυναμία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη διεθνή σκηνή. Έτσι, αποφασισμένα να ενισχύσουν την ΕΠΣ, ενέκριναν το 1981 την έκθεση του Λονδίνου, που επέβαλλε στα κράτη μέλη τη γενική υποχρέωση να προβαίνουν σε εκ των προτέρων διαβούλευση με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όταν πρόκειται για οποιοδήποτε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που αφορά το σύνολο των κρατών μελών. Το 1982, η ίδια μέριμνα για την επιβεβαίωση της θέσης της Κοινότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτέλεσε το έναυσμα για την πρωτοβουλία Genscher-Colombo και την πρόταση μιας "Ευρωπαϊκής Πράξης", η οποία οδήγησε, το 1983, στην επίσημη δήλωση της Στουτγάρδης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το 1985, η έκθεση της επιτροπής Dooge, προοίμιο της έναρξης της Διακυβερνητικής Διάσκεψης που κατέληξε την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, περιελάμβανε μια σειρά προτάσεων σχετικά με την εξωτερική πολιτική, ιδίως δε τις έννοιες της ενισχυμένης συνεννόησης όσον αφορά ζητήματα που αφορούν την ασφαλεία και της συνεργασίας στην τομέα των εξοπλισμών. Εξάλλου, στην έκθεση υποστηριζόταν η δημιουργία μόνιμης γραμματείας. Τέλος, οι διατάξεις που ενσωματώθηκαν στη συνθήκη για την Ενιαία Πράξη δεν έφθαναν τόσο μακριά όσο οι προτάσεις της επιτροπής Dooge, αλλά παρείχαν τη δυνατότητα θεσμοθέτησης της ΕΠΣ, της ομάδας ευρωπαίων ανταποκριτών, καθώς και μιας γραμματείας υπό την άμεση εποπτεία της Προεδρίας. Όσον αφορά τους στόχους της ΕΠΣ, αυτοί επεκτάθηκαν σε όλα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που άπτονται του γενικότερου ενδιαφέροντος.

Μετά τη Διακυβερνητική Διάσκεψη για την πολιτική Ένωση και μετά την έναρξη ισχύος, το 1993, της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εισήχθη ειδικός Τίτλος σχετικά με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ). Με αυτόν τον τρόπο, η ΚΕΠΠΑ αντικατέστησε την ΕΠΣ και δημιουργήθηκε στο κοινοτικό οικοδόμημα ένας χωριστός διακυβερνητικός πυλώνας, ο οποίος εκφράζει τη βούληση της Ένωσης να επιβεβαιώσει την ταυτότητά της στη διεθνή σκηνή.

Ο ΤΙΤΛΟΣ V ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) διέπεται από τις διατάξεις που παρατίθενται στον Τίτλο Vτης συνθήκης γα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΚΕΠΠΑ αναφέρεται επίσης στο άρθρο 2 (πρώην άρθρο B) των κοινών διατάξεων, που ορίζει ότι ένας από τους στόχους της Ένωσης είναι "να επιβεβαιώσει την ταυτότητά της στη διεθνή σκηνή, ιδίως με την εφαρμογή μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της εν καιρώ διαμόρφωσης μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί, σε δεδομένη στιγμή, να οδηγήσει σε κοινή άμυνα (..)".

Η θέσπιση της ΚΕΠΠΑ ανταποκρινόταν στην επιθυμία να εξοπλιστεί αρτιότερα η Ένωση, προκειμένου να είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στις ποικίλες προκλήσεις που αναφαίνονται σε διεθνές επίπεδο, αποκτώντας μια νέα σειρά τρόπων δράσης που να συμπληρώνουν τις παραδοσιακές δραστηριότητες της Κοινότητας στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων (ιδίως την εμπορική πολιτική και την αναπτυξιακή συνεργασία).

Ο Τίτλος V αποτελεί έναν ξεχωριστό πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω του γεγονότος ότι οι διαδικασίες λειτουργίας του, που έχουν διακυβερνητικό χαρακτήρα, διαφέρουν από εκείνες των παραδοσιακών τομέων της κοινοτικής δραστηριότητας, όπως είναι π.χ. η εσωτερική αγορά ή η εμπορική πολιτική. Αυτή η διαφορά είναι φανερή κυρίως στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, όπου απαιτείται ομοφωνία μεταξύ των κρατών μελών ενώ στους άλλους τομείς κοινοτικής δραστηριότητας επικρατεί η λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία, αλλά επίσης και στον περιορισμένο ρόλο που διαδραματίζουν η Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο πλαίσιο του Τίτλου V. Η περιορισμένη παρουσία αυτών των οργάνων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ έρχεται σε σαφή αντίθεση με τις αρμοδιότητες που τους αποδίδονται γενικότερα σε κοινοτικό επίπεδο.

Προκειμένου να επιτευχθεί αρμονική λειτουργία, χωρίς αντιφάσεις μεταξύ των δύο μορφών δράσης (κοινοτικής και διακυβερνητικής), το άρθρο 3 (πρώην άρθρο Γ) προβλέπει ότι:

"(l) Η Ένωση μεριμνά (..) για τη συνοχή του συνόλου της εξωτερικής δράσης της στο πλαίσιο των πολιτικών της στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων, της ασφάλειας, της οικονομίας και της ανάπτυξης. Το Συμβούλιο και τη Επιτροπή έχουν την ευθύνη να εξασφαλίζουν αυτήν τη συνοχή. Εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, την υλοποίηση αυτών των πολιτικών."

Εντούτοις, τα πρώτα έτη λειτουργίας του Τίτλου V δεν στέφθηκαν με την επιτυχία που προσδοκούσαν τα κράτη μέλη από την κοινή δράση τους. Έτσι, οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 1996, με τις οποίες επιδιωκόταν η εισαγωγή στη νέα συνθήκη των θεσμικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνταν για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της ΚΕΠΠΑ, πραγματοποιήθηκαν υπό το βάρος ενός μάλλον αρνητικού απολογισμού της μέχρι τότε εμπειρίας.

Η ΠΡΟΟΔΟΣ ΠΟΥ ΕΠΗΛΘΕ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ

Καταρχήν, ο λειτουργικός χαρακτήρας της ΚΕΠΠΑ ενισχύθηκε, καθώς αυτή θα διαθέτει συνεκτικότερα μέσα και αποτελεσματικότερη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Γίνεται αποδεκτή η δυνατότητα λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία, αφού παρέχεται η διπλή διασφάλιση της εποικοδομητικής αποχής και της δυνατότητας παραπομπής του θέματος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος προβάλλει, για όλως ιδιαίτερους λόγους, δικαίωμα αρνησικυρίας. Από την άλλη πλευρά, καθορίζονται καλύτερα τα καθήκοντα αντιπροσώπευσης και εκτέλεσης που ανατίθενται στην Επιτροπή.

Η κοινή στρατηγική

Η συνθήκη του Άμστερνταμ εισάγει ένα νέο μέσο εξωτερικής πολιτικής, το οποίο προστίθεται στην κοινή δράση και στην κοινή θέση: τη κοινή στρατηγική.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το όργανο το οποίο καθορίζει τις αρχές και τους γενικούς προσανατολισμούς της ΚΕΠΠΑ, καθορίζει με συναίνεση, τις κοινές στρατηγικές στους τομείς στους οποίους τα κράτη μέλη έχουν σημαντικά κοινά συμφέροντα. Οι κοινές στρατηγικές διευκρινίζουν τους στόχους, τη διάρκειά τους και τα μέσα τα οποία παρέχουν η Ένωση και τα κράτη μέλη.

Η υλοποίηση των κοινών στρατηγικών, με την έγκριση κοινών δράσεων και κοινών θέσεων, ανατίθεται στο Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία και είναι επίσης αρμόδιο για τη σύσταση κοινών στρατηγικών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Η διαδικασία λήψης αποφάσεων

Εξακολουθεί να ισχύει ο γενικός κανόνας ότι οι αποφάσεις στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ λαμβάνονται πάντα ομόφωνα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη διαθέτουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν στην εποικοδομητική αποχή, που σημαίνει ότι η αποχή ενός κράτους μέλους δεν εμποδίζει τη λήψη κάποιας απόφασης. Εξάλλου, αν το συγκεκριμένο κράτος μέλος συνοδεύει την αποχή του με επίσημη δήλωση, δεν είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει την απόφαση, αλλά αποδέχεται, με πνεύμα αμοιβαίας αλληλεγγύης, ότι η απόφαση δεσμεύει την Ένωση ως σύνολο. Επομένως, το εν λόγω κράτος μέλος απέχει από κάθε ενέργεια που ενδέχεται να αντιβαίνει με τη δράση της Ένωσης.

Παρόλα αυτά, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι ο μηχανισμός της επίσημης δήλωσης που συνοδεύει την αποχή δεν να εφαρμόζεται, αν τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να προσφύγουν σε αυτόν αντιπροσωπεύουν ποσοστό μεγαλύτερο από το ένα τρίτο των σταθμισμένων ψήφων του Συμβουλίου.

Ο τροποποιημένος Τίτλος V της ΣΕΕ προβλέπει, ωστόσο, ότι η ειδική πλειοψηφία εφαρμόζεται σε δύο περιπτώσεις:

Εντούτοις, και στο πλαίσιο των αποφάσεων που λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία τα κράτη μέλη διαθέτουν μια ρήτρα διασφάλισης, που θα τους παρέχει τη δυνατότητα να αποτρέπουν τη διεξαγωγή ψηφοφορίας, εφόσον αυτή η ενέργεια δικαιολογείται για σημαντικούς λόγους εθνικής πολιτικής. Σε αυτήν την περίπτωση και αφού το κράτος μέλος εκθέσει τα επιχειρήματά του, το Συμβούλιο δύναται, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, να παραπέμψει το ζήτημα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ώστε να ληφθεί ομόφωνα απόφαση από τους αρχηγούς Κρατών και κυβερνήσεων.

Ο Ύπατος Εκπρόσωπος για την ΚΕΠΠΑ

Το νέο άρθρο 26 (πρώην άρθρο Ι.16) της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει τη δημιουργία νέας θέσης, η οποία αναμένεται ότι θα συμβάλει στη βελτίωση της παρουσίας και στην αύξηση της συνοχής της ΚΕΠΠΑ.

Πράγματι, ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου αναλαμβάνει στο εξής τα καθήκοντα του Ύπατου Εκπροσώπου για την ΚΕΠΠΑ. Επικουρεί το Συμβούλιο σε θέματα που υπάγονται στην ΚΕΠΠΑ, συμβάλλοντας στη διατύπωση, την προπαρασκευή και την εφαρμογή των σχετικών αποφάσεων. Όταν του ζητείται από την Προεδρία, ενεργεί εξ ονόματος του Συμβουλίου, διεξάγοντας πολιτικό διάλογο με τρίτους.

Αυτή νέα θέση έχει ως συνέπεια την ανακατανομή των καθηκόντων στους κόλπους του Συμβουλίου, καθώς η διοικητική διαχείριση της Γενικής Γραμματείας ανατίθεται πλέον στον Αναπληρωτή Γενικό Γραμματέα. Αντιθέτως, η θέσπιση της νέα θέσης δεν εμποδίζει το Συμβούλιο να διορίζει, όποτε το κρίνει απαραίτητο, ειδικό αντιπρόσωπο, στον οποίο μπορεί να αναθέτει κάποιαν εντολή σε σχέση με επιμέρους πολιτικά ζητήματα, όπως έχει ήδη πράξει στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Σε επίπεδο υλικοτεχνικής υποδομής, ο Ύπατος Εκπρόσωπος διαθέτει τη στήριξη μιας μονάδας σχεδιασμού πολιτικής και έγκαιρης προειδοποίησης, η οποία έχει συσταθεί στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και τελεί υπό την αιγίδα του

Η μονάδα σχεδιασμού πολιτικής και έγκαιρης προειδοποίησης

Η συνοχή της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας εξαρτάται από την ταχύτητα αντίδρασης των κρατών μελών στις διεθνείς εξελίξεις. Πράγματι, οι εμπειρίες του παρελθόντος καταδείχνουν ότι, αν η αντίδραση δεν είναι συντονισμένη, η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της στη διεθνή κονίστρα αποδυναμώνεται. Ακόμη, θεωρείται ότι τόσο η συλλογική ανάλυση των διεθνών προκλήσεων και των συνεπειών τους όσο και η από κοινού μελέτη των αντίστοιχων πληροφοριών θα συνέβαλαν στην αποτελεσματική αντίδραση της Ένωσης στις διεθνείς εξελίξεις.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, με δήλωση συνημμένη στη συνθήκη του Άμστερνταμ συμφωνήθηκε να συσταθεί στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου μονάδα σχεδιασμού πολιτικής και έγκαιρης προειδοποίησης, υπό την ευθύνη του Ύπατου Εκπροσώπου για την ΚΕΠΠΑ. Η μονάδα στελεχώνεται με ειδικούς προερχόμενους από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, από τα κράτη μέλη, από την Επιτροπή και από τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) και τα καθήκοντά της περιλαμβάνουν κυρίως τα εξής:

Οι αποστολές του Petersberg, η ασφάλεια και η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση

Οι λεγόμενες "αποστολές του Petersberg" ενσωματώθηκαν στον Τίτλο V της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό το γεγονός αποτελεί ουσιώδη πρόοδο σε μιαν εποχή, κατά την οποία η απειλή συρράξεων ευρείας κλίμακας έχει μεν περιοριστεί σημαντικά (σε σχέση με την περίοδο του ψυχρού πολέμου), αλλά διαπιστώνεται η αναζωπύρωση τοπικών συρράξεων που περικλείουν πραγματικούς κινδύνους για την ευρωπαϊκή ασφάλεια (για παράδειγμα η σύρραξη στην πρώην Γιουγκοσλαβία). Σε αυτό το πλαίσιο, οι "αποστολές του Petersberg" αποτελούν αναμφίβολα την κατάλληλη απάντηση της Ένωσης, η οποία εκφράζει την κοινή βούληση των κρατών μελών να εξασφαλίσουν την ασφάλεια στην Ευρώπη μέσω επιχειρήσεων όπως οι αποστολές ανθρωπιστικού χαρακτήρα ή αποκατάστασης της ειρήνης.

Στον τομέα της ασφάλειας, το νέο άρθρο 17 (πρώην άρθρο Ι.7) της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση διανοίγει επίσης δύο προοπτικές, έστω και αν αυτές παραμένουν ακόμη αρκετά μακρινές:

Συγκεκριμένα, το νέο κείμενο προβλέπει ότι η ΚΕΠΠΑ περιλαμβάνει το σύνολο των ζητημάτων που άπτονται της ασφάλειας της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της προοδευτικής διαμόρφωσης μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, εφόσον το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το αποφασίσει. Παρόμοια είναι και η διατύπωση που αφορά την προσέγγιση ΕΕ-ΔΕΕ, η οποία προβλέπει ότι η Ένωση ενθαρρύνει τη την εγκαθίδρυση στενότερων θεσμικών σχέσεων μεταξύ των δύο οργανισμών, ενόψει της ενδεχόμενης ενσωμάτωσης της ΔΕΕ στην Ένωση, εφόσον το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το αποφασίσει.

Η χρηματοδότηση των λειτουργικών δαπανών που αφορούν την ΚΕΠΠΑ

Η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση προέβλεπε ότι οι λειτουργικές δαπάνες της ΚΕΠΠΑ βαρύνουν είτε τον προϋπολογισμό της Κοινότητας είτε τα κράτη μέλη, σύμφωνα με μια κλείδα κατανομής που θα καθοριστεί. Αυτή η διαδικασία "κατά περίπτωση" προκάλεσε πολλές επικρίσεις, ιδίως εκ μέρους της Επιτροπής, για τον πολύπλοκο και αναποτελεσματικό χαρακτήρα της.

Με τη συνθήκη του Άμστερνταμ, διορθώνεται η κατάσταση καθώς οι λειτουργικές δαπάνες που συνεπάγεται η ΚΕΠΠΑ βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Κοινότητας, πλην των δαπανών για επιχειρήσεις που έχουν στρατιωτικές ή αμυντικές συνέπειες και των περιπτώσεων κατά τις οποίες το Συμβούλιο λαμβάνει ομόφωνα διαφορετική απόφαση. Στην τελευταία περίπτωση, προβλέπεται ότι κράτος μέλος που έχει συνοδεύσει την αποχή του με επίσημη δήλωση δεν υποχρεούται να συμβάλει στη χρηματοδότηση της αντίστοιχης επιχείρησης.

Όταν οι δαπάνες βαρύνουν τα κράτη μέλη, η κατανομή πραγματοποιείται σύμφωνα με την κλείδα του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, εκτός αν το Συμβούλιο λάβει ομόφωνα διαφορετική απόφαση.