Προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια από τότε που τα κράτη μέλη ένωσαν τις δυνάμεις τους για να καταπολεμήσουν φαινόμενα με διεθνείς διαστάσεις όπως η τρομοκρατία, το εμπόριο ναρκωτικών και η παράνομη μετανάστευση. Μετά την αναγνώριση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων το 1986 ως ένα από τα κυριότερα στοιχεία της εσωτερικής αγοράς, η άτυπη αυτή συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών μελών δεν επαρκούσε για να καταπολεμήσει τα διεθνή δίκτυα εγκληματικών δραστηριοτήτων και να ανταποκριθεί στα θέματα ασφάλειας του ευρωπαίου πολίτη. Αποφασίστηκε λοιπόν να ενσωματωθεί η συνεργασία σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων στο πλαίσιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ έτσι ώστε να καταστεί μια ολοκληρωμένη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένας διακυβερνητικός πυλώνα προστέθηκε στον κοινοτικό πυλώνα και δημιουργήθηκαν πρωτόγνωρα νομικά μέσα. Η συνεργασία αυτή, που εφαρμόστηκε μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση το 1993, δεν κρίθηκε πλήρως ικανοποιητική τόσο όσον αφορά τη λειτουργία της όσο και τα αποτελέσματά της. Για το λόγο αυτό, η αναθεώρηση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση επέφερε σημαντικές αλλαγές στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Προκειμένου να αναπτυχθεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η συνθήκη του Άμστερνταμ εισάγει ένα νέο τίτλο καλούμενο "θεωρήσεις, άσυλο, μετανάστευση και άλλες πολιτικές σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων" στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ο έλεγχος των εξωτερικών συνόρων, το άσυλο, η μετανάστευση και η δικαστική συνεργασία σε αστικά θέματα εντάσσονται στο εξής στον πρώτο πυλώνα και θα ακολουθούν την κοινοτική μέθοδο. Ωστόσο, η "κοινοτικοποίηση" αυτή θα πραγματοποιηθεί προοδευτικά, με το ρυθμό των αποφάσεων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το αργότερο εντός 5 ετών από τη θέση σε ισχύ της νέας συνθήκης. Μόνον η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις παραμένει στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα, στον οποίο η νέα συνθήκη προσθέτει την πρόληψη και την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Οι θεσμικές αυτές εξελίξεις εισάγουν νέες διαδικασίες λήψης αποφάσεων που θα διευκολύνουν τη θέσπιση περισσότερων και αποτελεσματικότερων μέτρων και θα εντείνουν τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Οι αρχές της συνεργασίας (1975-85)

Η διακυβερνητική συνεργασία όσον αφορά τη μετανάστευση, το δικαίωμα ασύλου και την αστυνομική και δικαστική συνεργασία αναπτύχθηκε προοδευτικά από το 1975. Πρώτο βήμα αποτέλεσε η συγκρότηση της ομάδας Trevi με τη συμμετοχή των Υπουργών Εσωτερικών, η οποία είχε ως στόχο να καταπολεμήσει την τρομοκρατία και να συντονίσει την αστυνομική συνεργασία στην Κοινότητα για το πρόβλημα αυτό. Οι Υπουργοί Εσωτερικών εξέταζαν θέματα δημόσιας τάξης και τρομοκρατίας και υπό την αιγίδα αυτής της ομάδας συστάθηκαν διάφορες ομάδες και επιμέρους ομάδες εργασίας. Ωστόσο, τα κοινοτικά όργανα δεν συμμετείχαν στη διαδικασία αυτή, η οποία ακολουθούσε τους κανόνες της διακυβερνητικής συνεργασίας.

Από την Ενιαία Πράξη στη Συνθήκη του Μάαστριχ (1986-92)

Με την υπογραφή της ενιαίας ευρωπαϊκής πράξης το 1986, δόθηκε νέα ώθηση στη συνεργασία αυτή της οποίας η διαφάνεια ήταν ανεπαρκής τόσο έναντι των πολιτών όσο και των κοινοτικών οργάνων. Το νέο άρθρο 8Α καθόρισε την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων ως ένα από τα τέσσαρα βασικά συστατικά στοιχεία της ενιαίας αγοράς και ανάθεσε ρητά τον τομέα αυτό στην κοινοτική αρμοδιότητα. Οι νέες ομάδες εργασίας που συστάθηκαν μετά την υπογραφή της Ενιαίας Πράξης έλαβαν υπόψη τους την εξέλιξη αυτή και συμπεριέλαβαν εκπροσώπους της Επιτροπής. Επιπλέον, η ομάδα ad hoc "μετανάστευση" στην οποία μετέχουν από το 1986 οι αρμόδιοι Υπουργοί για τη Μετανάστευση, όπως και η CELAD (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Καταπολέμησης των Ναρκωτικών) εγκατέστησαν τις γραμματείες τους στο πλαίσιο της Γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δημιουργήθηκαν νέες ομάδες, όπως η GAM (Ομάδα Αμοιβαίας Συνδρομής) που έχει αναλάβει τα τελωνειακά ζητήματα. Εξάλλου, το Συμβούλιο Υπουργών Δικαιοσύνης των κρατών μελών συνεδρίαζε σε τακτά χρονικά διαστήματα και ήδη από την περίοδο αυτή εξέταζε τα ζητήματα της δικαστικής, ποινικής και αστικής συνεργασίας όπως και ορισμένα θέματα που αφορούσαν την ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία.

Παρά τις συστάσεις για την κυκλοφορία των προσώπων που διατυπώθηκαν στο Λευκό Βιβλίο της Επιτροπής το 1985, τα θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων συνέχισαν να ρυθμίζονται ως επί το πλείστον στο πλαίσιο της διακυβερνητικής συνεργασίας. Έτσι, το 1988, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ρόδου ζήτησε από τη διακυβερνητική ομάδα των συντονιστών "ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων" να προτείνει μέτρα που θα επιτρέπουν να συνδυάζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και η ασφάλεια όταν καταργηθούν οι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα. Η ομάδα αυτή πρότεινε το 1989 ένα πρόγραμμα εργασίας ("έγγραφο de Palma") που εκθίαζε μια πιο συντονισμένη προσέγγιση των διαφόρων θεμάτων της συνεργασίας στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων. Πράγματι, οι διάφορες ομάδες εργασίας που είχαν συγκροτηθεί κατά τη διάρκεια των ετών εργάζονταν χωριστά και προετοίμαζαν εκθέσεις για τους υπουργούς που συνεδρίαζαν σε διαφορετικές συνθέσεις. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια δεν μπορούσαν εξάλλου να ελέγχουν τις δράσεις που αναλαμβάνονταν στο πλαίσιο αυτό εξαιτίας του χαρακτήρα της εν λόγω συνεργασίας.

Τα χρησιμοποιούμενα μέσα αντιστοιχούσαν στην καθιερωμένη διακυβερνητική μέθοδο: σύναψη συμβάσεων αφενός και διατύπωση ψηφισμάτων, συμπερασμάτων και συστάσεων αφετέρου. Παραδοσιακά μέσα του διεθνούς δικαίου, οι πράξεις αυτές εκδίδονταν έξω από το πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεταξύ αυτών, συμπεριλαμβάνεται η Σύμβαση του Δουβλίνου του 1990 για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβλήθηκε σε ένα από τα κράτη μέλη της Κοινότητας, καθώς και τα ψηφίσματα του Λονδίνου που αφορούν επίσης το άσυλο.

Στη δεκαετία του ΄80, ορισμένα κράτη μέλη θέσπισαν πιο περιοριστικές πράξεις: συμφωνία του Σένγκεν το 1985, σύμβαση εκτέλεσης της συμφωνίας Σένγκεν το 1990, οι οποίες καθιέρωσαν νέες επιχειρησιακές διαρθρώσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, η συνεργασία ανάμεσα στις αστυνομίες όπως και στα τελωνεία (σύστημα πληροφοριών του Σένγκεν-SIS). Στη συνέχεια, κρίθηκε αναγκαίο να ενσωματωθεί το συμπαγές σύστημα των ομάδων διαβούλευσης σε μια γενικότερη δομή: σκοπός ήταν αφενός να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δράσεων που αναλάμβαναν τα κράτη μέλη στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων και, αφετέρου, να συντονιστούν οι εργασίες όλων αυτών των οργανισμών και να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη.

Θεσμοποίηση της συνεργασίας στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων: Τίτλος VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (1992-98)

Ο Τίτλος VI αναπαρήγαγε εν μέρει το προϋπάρχον σύστημα διακυβερνητικής συνεργασίας, πράγμα που εξηγεί τις επικρίσεις που διατυπώθηκαν σε βάρος του: πολυάριθμα επίπεδα εργασίας στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα, πολυπλοκότητα και έλλειψη διαφάνειας. Η διάρθρωση του τρίτου πυλώνα, που ακολουθεί εκείνη της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, παρείχε περιορισμένο ρόλο στα κοινοτικά όργανα και ουσιαστικά δεν μπορούσε να ασκηθεί έλεγχος στις αποφάσεις των κρατών μελών:

Η συνθήκη του Άμστερνταμ αλλάζει τη συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων με τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης με ευρύτερες και σαφέστερες επιδιώξεις, αποτελεσματικότερες και δημοκρατικότερες μεθόδους, όπου ο ρόλος των κοινοτικών οργάνων θα είναι πιο ισόρροπος.

ΜΕΘΟΔΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ IV ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

Ο Τίτλος ΙV συγκεντρώνει τους ακόλουθους τομείς:

Οι τομείς αυτοί έχουν χαρακτηριστεί ως θέματα κοινού ενδιαφέροντος και, προηγουμένως, διέπονταν από τους κανόνες του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (καλούμενος επίσης τρίτος πυλώνας).

Προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης σε πέντε έτη

Η συνθήκη του Άμστερνταμ μεταφέρει τους τομείς αυτούς στο πλαίσιο της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όπου ο ρόλος των οργάνων είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον που προβλεπόταν στον τίτλο VI.

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συνεχίσει να έχει πρωταρχικό ρόλο κατά την προσεχή πενταετία προκειμένου να λάβει ορισμένες αποφάσεις στους προαναφερόμενους τομείς. Στόχος είναι να διευκολυνθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των ευρωπαίων πολιτών και των υπηκόων τρίτων χωρών αναπτύσσοντας ταυτόχρονα την αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των διαφόρων ενδιαφερομένων διοικήσεων έτσι ώστε να καταπολεμηθεί η διεθνής εγκληματικότητα.

Ο γενικός θεσμικός μηχανισμός

Το Συμβούλιο παραμένει στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας, αλλά δεν είναι πλέον το μόνο αρμόδιο όργανο.

Κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου πέντε ετών μετά την έναρξη ισχύος της νέας συνθήκης, το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα βάσει προτάσεως της Επιτροπής ή κατόπιν πρωτοβουλίας κράτους μέλους. Διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης.

Στη συνέχεια, το Συμβούλιο θα αποφασίζει μόνο βάσει προτάσεων της Επιτροπής. Ωστόσο, η Επιτροπή θα εξετάζει οιοδήποτε αίτημα που θα της υποβληθεί από κράτος μέλος με σκοπό να υποβάλει πρόταση στο Συμβούλιο. Μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει ομόφωνα να εφαρμόσει τη διαδικασία συναπόφασης και την ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία για τη θέσπιση των μέτρων που άπτονται του Τίτλου IV και να προσαρμόσει τις διατάξεις που αφορούν το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Πέραν από το ρόλο που διαδραματίζει το Συμβούλιο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, επιβεβαιώθηκε και ο συντονιστικός του ρόλος μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών των διοικήσεων των κρατών μελών όπως και μεταξύ των υπηρεσιών αυτών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τα υφιστάμενα πολυάριθμα επίπεδα των ομάδων εργασίας καταργούνται. Οι ομάδες αυτές είναι σε ένα επίπεδο και συνδέονται άμεσα με το Coreper (Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων).

Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα μέτρα διέπονται από διαφορετικό θεσμικό μηχανισμό (άρθρο 67).

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Η νέα συνθήκη ενισχύει το ρόλο του Δικαστηρίουστους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων. Προηγουμένως, το Δικαστήριο δεν είχε αρμοδιότητα στους τομείς αυτούς και δεν μπορούσε να ελέγχει τα μέτρα που θεσπίζει το Συμβούλιο. Μόνον οι συμβάσεις, εφόσον περιελάμβαναν ειδική ρήτρα, μπορούσαν να αναθέτουν στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να ερμηνεύει τις διατάξεις τους και να αποφαίνεται για οποιαδήποτε διαφορά σχετικά με την εφαρμογή τους

Στον νέο τίτλο IV που αφορά κυρίως την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, το άσυλο, τη μετανάστευση και τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις, το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται για τα μέτρα ή τις αποφάσεις που λαμβάνονται προκειμένου να εξασφαλιστεί η κατάργηση των ελέγχων των προσώπων (πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή υπήκοοι τρίτων χωρών) όταν διέρχονται τα εσωτερικά σύνορα.

Τα κράτη μέλη

Τα κράτη μέλη διατηρούν τα αποκλειστικά τους δικαιώματα, ιδίως στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, και εξακολουθούν να έχουν την αποκλειστική ευθύνη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.

Σε περίπτωση έκτακτης κατάστασης, που χαρακτηρίζεται από αιφνίδια εισροή υπηκόων τρίτων χωρών σε ένα κράτος μέλος το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία βάσει προτάσεως της Επιτροπής, μπορεί να θεσπίζει προσωρινά μέτρα (το ανώτερο για έξι μήνες) υπέρ του κράτους μέλους προκειμένου να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία ή την εισροή υπηκόων από την τρίτη χώρα.

Πρωτόκολλα

Πρωτόκολλο για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας

Οι δύο αυτές χώρες δεν συμμετέχουν στα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει του τίτλου IV και δεν δεσμεύονται από αυτά. Συνεπώς, δεν συμμετέχουν στις ψηφοφορίες για τα ζητήματα του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

Ωστόσο, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Ιρλανδία επιθυμούν να συμμετάσχουν στη θέσπιση και την εφαρμογή ενός προτεινόμενου μέτρου, θα πρέπει να το γνωστοποιούν στον Πρόεδρο του Συμβουλίου εντός τριών μηνών από την υποβολή της πρότασης ή της πρωτοβουλίας στο Συμβούλιο. Θα μπορούν επίσης να αποδεχθούν το εν λόγω μέτρο ανά πάσα στιγμή μετά τη θέσπισή του από το Συμβούλιο.

Πρωτόκολλο για την εφαρμογή ορισμένων πτυχών του άρθρου 14 (πρώην άρθρο 7Α) της ΣΕΚ στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία

Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία έχουν το δικαίωμα να διενεργούν ελέγχους στα σύνορά τους στα πρόσωπα που επιθυμούν να εισέλθουν στο έδαφός τους, ιδίως στους πολίτες κρατών συμβαλλομένων μερών της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας που δεσμεύει το Ηνωμένο Βασίλειο ή/και την Ιρλανδία και να αποφασίζουν κατά πόσο επιτρέπεται η είσοδός τους στο έδαφός τους. Παράλληλα, τα άλλα κράτη μέλη μπορούν να διενεργούν ελέγχους στα πρόσωπα που προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία.

Η Ιρλανδία εξέφρασε την επιθυμία να συμμετάσχει όσο το δυνατό περισσότερο στα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του τίτλου IV στο μέτρο που επιτρέπουν τη διατήρηση της κοινής ταξιδιωτικής ζώνης με το Ηνωμένο Βασίλειο (αυτή η "κοινή ταξιδιωτική ζώνη" είναι ένας χώρος ελεύθερης κυκλοφορίας μεταξύ της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου).

Πρωτόκολλο για τη θέση της Δανίας

Η Δανία δεν συμμετέχει στα μέτρα που προτείνονται βάσει του τίτλου IV εκτός από τα μέτρα περί καθορισμού των τρίτων χωρών των οποίων οι υπήκοοι πρέπει να διαθέτουν θεώρηση για να διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών και τα μέτρα που αφορούν τη θεώρηση ενιαίου τύπου.

1/4σον αφορά την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, η Δανία αποφασίζει εντός έξι μηνών μετά τη θέσπιση της σχετικής απόφασης από το Συμβούλιο, εάν θα εφαρμόσει την απόφαση αυτή στο εθνικό της δίκαιο.

ΜΕΘΟΔΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ VΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Ο τίτλος VI "διατάξεις για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις" αποσκοπεί στην πρόληψη και την καταπολέμηση των ακόλουθων φαινομένων:

Οι στόχοι αυτοί θα επιτευχθούν χάρη:

Σημειώνεται ότι οι στόχοι του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση αποσαφηνίστηκαν. Τα κράτη μέλη έχουν πλέον επίγνωση του γεγονότος ότι το φαινόμενο της εγκληματικότητας υπερβαίνει τα εθνικά τους σύνορα. Τα διεθνή δίκτυα που έχουν δημιουργηθεί μπορούν να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά μόνο με τη στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών.

Ο γενικός θεσμικός μηχανισμός

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει στο επίκεντρο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του τίτλου VI. Για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων, το Συμβούλιο μπορεί να χρησιμοποιεί τα ακόλουθα μέσα:

Συντονιστική επιτροπή αποτελούμενη από ανώτατους υπαλλήλους, διατυπώνει γνώμες προς το Συμβούλιο και συμβάλλει στην προετοιμασία των εργασιών του.

Η Επιτροπή συμπράττει πλήρως στις εργασίες σχετικά με τους τομείς που αποτελούν το αντικείμενο του τίτλου VI και η δυνατότητα πρωτοβουλίας της διευρύνεται σε όλους τους τομείς.

Τα κράτη μέλη

Η νέα συνθήκη σέβεται την άσκηση των ευθυνών που φέρουν τα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας.

Τα κράτη μέλη είναι οι αποκλειστικοί συντελεστές της συνεργασίας στους τομείς του τίτλου VI. Για το συντονισμό των δράσεών τους, αναπτύσσουν την αμοιβαία ενημέρωση και διαβούλευση και καθιερώνουν στενή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών των διοικήσεών τους.

Τα κράτη μέλη υποστηρίζουν τις κοινές θέσεις που υιοθετούνται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω τίτλου στα πλαίσια των διεθνών οργανισμών και διεθνών διασκέψεων στις οποίες συμμετέχουν.

Τα κράτη μέλη θα μπορούν να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία στο πλαίσιο των οργάνων, των διαδικασιών και των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον η προτεινόμενη συνεργασία σέβεται τις αρμοδιότητες και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και συμβάλλει στο να αναπτυχθεί ταχύτερα ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (όπως το έπραξε στο παρελθόν το σύστημα Σένγκεν). Το Συμβούλιο εγκρίνει τη συνεργασία αυτή με ειδική πλειοψηφία (θετική ψήφος τουλάχιστον 10 μελών). Εάν η στενότερη αυτή συνεργασία δημιουργεί σοβαρά προβλήματα εθνικής πολιτικής σε ένα κράτος μέλος, το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει την υποβολή του ζητήματος αυτού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Το Συμβούλιο ζητεί τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προτού θεσπίσει οποιαδήποτε απόφαση-πλαίσιο, απόφαση ή πριν καταρτίσει μια σύμβαση.

Η προεδρία και η Επιτροπή ενημερώνουν τακτικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις εργασίες που διεξάγονται στους τομείς που εμπίπτουν στον τίτλο VI.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να απευθύνει στο Συμβούλιο ερωτήσεις ή συστάσεις. Πραγματοποιεί ετησίως συζήτηση για την πρόοδο που σημειώθηκε στους τομείς της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

Το Δικαστήριο

Η νέα συνθήκη αναγνωρίζει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται σχετικά με το κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων-πλαίσιο και των αποφάσεων, την ερμηνεία των συμβάσεων καθώς και το κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους.

Όσον αφορά τις προδικαστικές αποφάσεις, τα κράτη μέλη αποδέχονται, εφόσον το δηλώσουν, την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και δηλώνουν το εθνικό δικαιοδοτικό όργανο για προσφυγή στο Δικαστήριο. Στη συνέχεια, ανάλογα με την επιλογή του κράτους μέλους, είτε μόνο το ανώτατο δικαστήριο κράτους μέλους είτε οποιοδήποτε δικαστήριο του κράτους αυτού θα μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί για ζήτημα που αφορά το κύρος ή την ερμηνεία πράξεως που αναφέρεται ανωτέρω, εάν το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης.

Πρωτόκολλα

Πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τα κράτη μέλη που έχουν υπογράψει τις συμφωνίες Σένγκεν (όλα τα κράτη μέλη εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας) συνεργάζονται στο εξής όσον αφορά την κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα εντός του θεσμικού και νομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Συμβούλιο υποκαθιστά την εκτελεστική επιτροπή που είχε συσταθεί από τις συμφωνίες του Σένγκεν.

Η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούν να συμμετάσχουν σε μερικές ή όλες τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν αφού το Συμβούλιο αποφασίσει για το αίτημα αυτό με ομοφωνία των δεκατριών συμβαλλομένων μερών και του αντιπροσώπου της κυβερνήσεως του ενδιαφερομένου κράτους.

Η Ισλανδία και η Νορβηγία συνδέονται με την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν και με την περαιτέρω ανάπτυξή του.

Πρωτόκολλο το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και αφορά το άσυλο υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Εκτιμώντας ότι όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σέβονται τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, οποιαδήποτε αίτηση ασύλου υποβαλλόμενη από υπήκοο κράτους μέλους μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

εάν το κράτος μέλος του οποίου ο αιτών είναι υπήκοος προβαίνει σε λήψη μέτρων που αποκλίνουν από τις υποχρεώσεις του βάσει της σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών,

εάν το Συμβούλιο διαπίστωσε σοβαρή παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο κράτος του οποίου ο αιτών είναι υπήκοος,

εάν ένα κράτος μέλος το αποφασίσει μονομερώς (το Βέλγιο ανέλαβε να εξετάζει μεμονωμένα κάθε αίτηση ασύλου προκειμένου να σεβαστεί τις προηγούμενες διεθνείς υποχρεώσεις του: σύμβαση της Γενεύης του 1951 και Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967).

[Αρχή σελίδας]]

ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να θεσπίσει εντός πέντε ετών μετά τη θέση σε ισχύ της συνθήκης τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη των στόχων που ορίζει η συνθήκη του Άμστερνταμ.

Ο έλεγχος των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οποιοσδήποτε έλεγχος των προσώπων, είτε είναι πολίτες της Ένωσης είτε υπήκοοι τρίτων χωρών, πρέπει να καταργηθεί στα εσωτερικά σύνορα της Ένωσης.

Αντίθετα με τους άλλους τομείς που διέπονται από τον τίτλο IV, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ελέγχει το κύρος και την εφαρμογή αυτών των μέτρων.

Διέλευση των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οι προδιαγραφές και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούν τα κράτη μέλη κατά τη διενέργεια ελέγχων προσώπων στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζονται από το Συμβούλιο.

Οι κοινοί κανόνες σχετικά με τις θεωρήσεις για διάρκεια παραμονής όχι άνω των τριών μηνών περιλαμβάνουν τα εξής στοιχεία:

Όπως προβλέπεται στη γενική διαδικασία λήψης αποφάσεων του τίτλου IV, τα μέτρα που αφορούν το δεύτερο και τέταρτο σημείο λαμβάνονται από το Συμβούλιο με ομοφωνία. Το ανώτατο σε πέντε έτη μετά τη θέση σε ισχύ της νέας συνθήκης, τα μέτρα αυτά θα λαμβάνονται με συναπόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Κατά παρέκκλιση από τη γενική διαδικασία που εφαρμόζεται για τον τίτλο αυτό, τα μέτρα που αφορούν το πρώτο και τρίτο σημείο λαμβάνονται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία βάσει προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηκόων τρίτων χωρών

Θα καθοριστούν μέτρα που θα προσδιορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υπήκοοι τρίτων χωρών θα μπορούν να ταξιδεύουν ελεύθερα εντός του εδάφους των κρατών μελών για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

Πρωτόκολλο για τις εξωτερικές σχέσεις των κρατών μελών όσον αφορά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων

Τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να συνομολογούν συμφωνίες με τρίτες χώρες, στο μέτρο που οι συμφωνίες αυτές σέβονται το κοινοτικό δίκαιο και άλλες σχετικές διεθνείς συμφωνίες.

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΥΛΟ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ, το Συμβούλιο θα θεσπίσει μέτρα για θέματα σχετικά με το άσυλο και τη μετανάστευση. Εντούτοις, τα μέτρα που αφορούν την κατανομή των προσπαθειών μεταξύ των κρατών μελών για την υποδοχή προσφύγων και εκτοπισθέντων, οι προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής των μεταναστών όπως και τα δικαιώματα των υπηκόων τρίτων χωρών εξαιρούνται της προθεσμίας αυτής.

Πολιτική ασύλου

Διεθνείς κανόνες για το άσυλο έχουν καθοριστεί στο πλαίσιο της σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων. Επιπλέον, διαβουλεύσεις θα πραγματοποιηθούν για τα ζητήματα που αφορούν την πολιτική ασύλου με την Ύψιστη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες και με άλλους ενδιαφερόμενους διεθνείς οργανισμούς. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο θεσπίζει μέτρα προκειμένου να καθορίσει:

Άλλα μέτρα σχετικά με τους πρόσφυγες και τους εκτοπισθέντες πρέπει να θεσπιστούν και στους ακόλουθους τομείς:

Εάν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν έκτακτη κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από αιφνίδια εισροή υπηκόων τρίτων χωρών, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία βάσει προτάσεως της Επιτροπής, θα μπορεί να θεσπίζει προσωρινά μέτρα η διάρκεια των οποίων δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.

Η πολιτική για τη μετανάστευση

Στο πλαίσιο αυτό, θα ληφθούν μέτρα στους ακόλουθους τομείς:

Τέλος, θα θεσπιστούν μέτρα που θα καθορίζουν τα δικαιώματα και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν νομίμως σε κράτος μέλος, θα μπορούν να διαμένουν σε άλλα κράτη μέλη.

Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν ή να εισάγουν στην πολιτική τους για τη μετανάστευση εθνικές διατάξεις που συμβιβάζονται με τη συνθήκη του Άμστερνταμ και τις διεθνείς συμφωνίες.

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Στο μέτρο που η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις έχει διασυνοριακές επιπτώσεις, λαμβάνονται μέτρα στον τομέα αυτόν σύμφωνα με τη μέθοδο λειτουργίας του τίτλου IV της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Οι επιδιωκόμενοι στόχοι στον τομέα αυτό είναι οι ακόλουθοι:

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Οι στόχοι που έχουν τεθεί προκειμένου να αναπτυχθεί η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις περιλαμβάνουν τα εξής:

Οι στόχοι παραμένουν γενικοί και δεν καθορίζεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Πράγματι, τα προς εξέταση ζητήματα είναι πολύπλοκα και η επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων αποτελεί το πρώτο σημαντικό βήμα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας.

Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Η αστυνομική συνεργασία αναπτύσσεται με κοινές δράσεις που θα αποφασίσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως και μέσω της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ).

Οι κοινές δράσεις

Οι κοινές δράσεις στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας περιλαμβάνουν:

Η ευρωπαϊκή αστυνομική υπηρεσία (Ευρωπόλ)

Το Συμβούλιο προωθεί επίσης τη συνεργασία μέσω της ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας και εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της νέας συνθήκης λαμβάνει μέτρα που θα επιτρέψουν στην Ευρωπόλ:

Τέλος, το Συμβούλιο εγκαθιδρύει δίκτυο έρευνας, τεκμηρίωσης και στατιστικής σχετικά με τη διασυνοριακή εγκληματικότητα.

Οι δράσεις που αναλαμβάνονται στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας (συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων της Ευρωπόλ) υποβάλλονται σε κατάλληλο δικαιοδοτικό έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται σε κάθε κράτος μέλος.

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΣΕΝΓΚΕΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Η κατάργηση των συνοριακών ελέγχων στο πλαίσιο του χώρου του Σένγκεν κατέστη δυνατή χάρη στην πρωτοβουλία της Γερμανίας, της Γαλλίας και των χωρών της Μπενελούξ το 1985. Στο πλαίσιο της συμφωνίας του Σένγκεν καθορίστηκαν το 1990 οι κοινοί κανόνες όσον αφορά τη θεώρηση, το δικαίωμα ασύλου, τον έλεγχο στα εξωτερικά σύνορα, τη συνεργασία μεταξύ αστυνομιών και τελωνείων με σκοπό να επιτραπεί η ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων στο πλαίσιο των συμβαλλομένων μερών χωρίς να διαταραχθεί η δημόσια τάξη. Ένα σύστημα πληροφόρησης συγκροτήθηκε για την ανταλλαγή των δεδομένων των σχετικών με την ταυτότητα των προσώπων. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας), καθώς και η Νορβηγία και η Ισλανδία προσχώρησαν στη διακυβερνητική αυτή πρωτοβουλία.

Πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τα κράτη μέλη που έχουν υπογράψει τις συμφωνίες του Σένγκεν εντάσσουν στο εξής τη "στενότερη συνεργασία" τους όσον αφορά την κατάργηση των εσωτερικών συνόρων εντός του νομικού και θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποκαθιστά την εκτελεστική επιτροπή που δημιουργήθηκε από τις συμφωνίες του Σένγκεν. Οι προαναφερόμενοι κοινοί κανόνες θα ενσωματωθούν είτε στον τίτλο IV της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, είτε στον τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οποιαδήποτε νέα πρόταση όσον αφορά τη θεώρηση, το δικαίωμα ασύλου, τον έλεγχο στα εξωτερικά σύνορα, τη συνεργασία μεταξύ αστυνομιών και τελωνείων βασίζεται σε μια από αυτές τις νέες βάσεις.

Ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, που τέθηκε ήδη από το 1986 στην ενιαία ευρωπαϊκή πράξη, μπορεί να επιτευχθεί εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ένα δημοκρατικό έλεγχο και παρέχοντας στους πολίτες δικαστικά μέσα όταν διακυβεύονται τα δικαιώματά τους (δικαστήριο ή/και εθνικά δικαστήρια ανάλογα με τους τομείς).

Η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούν να συμμετάσχουν σε μερικές ή όλες τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν εφόσον το Συμβούλιο αποφασίσει για το αίτημα αυτό με ομοφωνία των δεκατριών συμβαλλομένων μερών και του αντιπροσώπου της κυβερνήσεως του ενδιαφερόμενου κράτους.

Η Ισλανδία και η Νορβηγία συνδέονται με την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν και την περαιτέρω ανάπτυξή του.

Κεκτημένο του Σένγκεν

Ως "κεκτημένο του Σένγκεν" νοούνται οι ακόλουθες πράξεις:

Η ΝEΑ ΑΡΙΘΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ

Πρέπει να σημειωθεί ότι η θέση σε ισχύ της συνθήκης του Άμστερνταμ συνεπάγεται νέα αρίθμηση των τίτλων και των άρθρων των διαφόρων συνθηκών.

Έτσι, τα άρθρα Κ.Ι. έως Κ.14 που απαρτίζουν τον τίτλο VΙ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν πλέον τους αριθμούς 29 έως 42.

See also

Για περαιτέρω ενημέρωση: