ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 119

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

59ο έτος
4 Μαΐου 2016


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) ( 1 )

1

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου

89

 

*

Οδηγία (EE) 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων

132

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

4.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 119/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/679 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 27ης Απριλίου 2016

για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 16,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά από διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης») και το άρθρο 16 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

(2)

Οι αρχές και οι κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τους θα πρέπει, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής τους, να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, ιδίως το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο παρών κανονισμός σκοπεύει να συμβάλλει στην επίτευξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και μιας οικονομικής ένωσης, στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο, στην ενίσχυση και σύγκλιση των οικονομιών εντός της εσωτερικής αγοράς και στην ευημερία των φυσικών προσώπων.

(3)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) επιδιώκει την εναρμόνιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων όσον αφορά τις δραστηριότητες επεξεργασίας και τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ κρατών μελών.

(4)

Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να προορίζεται να εξυπηρετεί τον άνθρωπο. Το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωμα· πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθμίζεται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ο παρών κανονισμός σέβεται όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις ελευθερίες και αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, ιδίως τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία.

(5)

Η οικονομική και κοινωνική ολοκλήρωση, η οποία προέκυψε από τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, έχει ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση των διασυνοριακών ροών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. H ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, περιλαμβανομένων των φυσικών προσώπων, ενώσεων και επιχειρήσεων σε ολόκληρη την Ένωση, έχει αυξηθεί. Οι εθνικές αρχές των κρατών μελών καλούνται από το δίκαιο της Ένωσης να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προκειμένου να μπορούν να εκτελούν τις υποχρεώσεις τους ή να ασκούν καθήκοντα για λογαριασμό αρχής άλλου κράτους μέλους.

(6)

Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και η παγκοσμιοποίηση δημιούργησαν νέες προκλήσεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η κλίμακα της συλλογής και της ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυξήθηκε σημαντικά. Η τεχνολογία επιτρέπει τόσο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις όσο και σε δημόσιες αρχές να κάνουν χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε πρωτοφανή κλίμακα για την επιδίωξη των δραστηριοτήτων τους. Τα φυσικά πρόσωπα ολοένα και περισσότερο δημοσιοποιούν προσωπικές πληροφορίες και τις καθιστούν διαθέσιμες σε παγκόσμιο επίπεδο. Η τεχνολογία έχει αλλάξει τόσο την οικονομία όσο και την κοινωνική ζωή και θα πρέπει να διευκολύνει περαιτέρω την ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης και τη διαβίβαση σε τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, διασφαλίζοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(7)

Οι εξελίξεις αυτές απαιτούν ένα ισχυρό και πιο συνεκτικό πλαίσιο προστασίας των δεδομένων στην Ένωση, υποστηριζόμενο από αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας, δεδομένου ότι είναι σημαντικό να δημιουργηθεί η αναγκαία εμπιστοσύνη που θα επιτρέψει στην ψηφιακή οικονομία να αναπτυχθεί στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς. Τα φυσικά πρόσωπα θα πρέπει να έχουν τον έλεγχο των δικών τους δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Θα πρέπει να ενισχυθούν η ασφάλεια δικαίου και η πρακτική ασφάλεια για τα φυσικά πρόσωπα, τους οικονομικούς παράγοντες και τις δημόσιες αρχές.

(8)

Οσάκις ο παρών κανονισμός προβλέπει προδιαγραφές ή περιορισμούς των κανόνων του από το δίκαιο των κρατών μελών, τα κράτη μέλη μπορούν να ενσωματώσουν στοιχεία του παρόντος κανονισμού στο εθνικό τους δίκαιο, στην έκταση που απαιτείται για λόγους συνεκτικότητας και για να είναι κατανοητές οι εθνικές διατάξεις στα πρόσωπα για τα οποία αυτές εφαρμόζονται.

(9)

Ενώ οι στόχοι και οι αρχές της οδηγίας 95/46/ΕΚ παραμένουν ισχυροί, η οδηγία δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τον κατακερματισμό της εφαρμογής της προστασίας των δεδομένων σε ολόκληρη την Ένωση, την ανασφάλεια δικαίου ή τη διαδεδομένη στο κοινό αντίληψη ότι υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για την προστασία των φυσικών προσώπων, ιδίως όσον αφορά την επιγραμμική δραστηριότητα. Διαφορές στο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων, ιδίως του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα κράτη μέλη, ενδέχεται να εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση. Επομένως, οι διαφορές αυτές μπορεί να συνιστούν εμπόδιο για την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων στο επίπεδο της Ένωσης, να στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και να εμποδίζουν τις αρχές στην εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Αυτή η διαφορά ως προς τα επίπεδα προστασίας οφείλεται στην ύπαρξη αποκλίσεων κατά την εκτέλεση και εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

(10)

Για τη διασφάλιση συνεκτικής και υψηλού επιπέδου προστασίας των φυσικών προσώπων και την άρση των εμποδίων στις ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης, το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων θα πρέπει να είναι ισοδύναμο σε όλα τα κράτη μέλη. Θα πρέπει να διασφαλίζεται συνεκτική και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση. Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που γίνεται προς συμμόρφωση με νομική υποχρέωση, προς εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις για τον περαιτέρω προσδιορισμό της εφαρμογής των κανόνων του παρόντος κανονισμού. Σε συνδυασμό με το γενικό και οριζόντιο δίκαιο περί προστασίας δεδομένων που αποσκοπεί στην εφαρμογή της οδηγίας 95/46/EΚ, στα κράτη μέλη ισχύουν διάφοροι τομεακοί νόμοι σε τομείς που χρειάζονται ειδικότερες διατάξεις. Ο παρών κανονισμός παρέχει επίσης περιθώρια χειρισμού στα κράτη μέλη, ώστε να εξειδικεύσουν τους κανόνες του, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα («ευαίσθητα δεδομένα»). Σε αυτόν τον βαθμό, ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει το δίκαιο των κρατών μελών να προσδιορίζει τις περιστάσεις ειδικών καταστάσεων επεξεργασίας, μεταξύ άλλων τον ακριβέστερο καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύννομη.

(11)

Η αποτελεσματική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση απαιτεί την ενίσχυση και τον λεπτομερή καθορισμό των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, καθώς και των υποχρεώσεων όσων επεξεργάζονται και καθορίζουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και των αντίστοιχων εξουσιών παρακολούθησης και διασφάλισης της συμμόρφωσης προς τους κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των αντίστοιχων κυρώσεων για τις παραβιάσεις στα κράτη μέλη.

(12)

Το άρθρο 16 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ αναθέτει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο να θεσπίσουν τους κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τους κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(13)

Για να διασφαλιστεί συνεκτικό επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων σε ολόκληρη την Ένωση και προς αποφυγή αποκλίσεων που εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εσωτερική αγορά, απαιτείται κανονισμός ο οποίος θα κατοχυρώνει την ασφάλεια δικαίου και τη διαφάνεια για τους οικονομικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, και θα προβλέπει για τα φυσικά πρόσωπα σε όλα τα κράτη μέλη το ίδιο επίπεδο νομικά εκτελεστών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και ευθυνών για τους υπευθύνους επεξεργασίας και τους εκτελούντες την επεξεργασία, ώστε να διασφαλιστεί η συνεκτική παρακολούθηση της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και οι ισοδύναμες κυρώσεις σε όλα τα κράτη μέλη και η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών των διάφορων κρατών μελών. Για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης δεν πρέπει να περιορίζεται, ούτε να απαγορεύεται για λόγους που σχετίζονται με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Για να ληφθεί υπόψη η ειδική κατάσταση των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, ο παρών κανονισμός περιλαμβάνει παρέκκλιση για οργανισμούς που απασχολούν λιγότερα από 250 άτομα όσον αφορά την τήρηση αρχείων. Επιπλέον, τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και τα κράτη μέλη και οι εποπτικές αρχές τους, παροτρύνονται να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές ανάγκες των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η έννοια των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων θα πρέπει να βασίζεται στο άρθρο 2 του παραρτήματος στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (5).

(14)

Η προστασία που παρέχει ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως ιθαγένειας ή τόπου διαμονής, σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τους. Ο παρών κανονισμός δεν καλύπτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν νομικά πρόσωπα και ιδίως επιχειρήσεις συσταθείσες ως νομικά πρόσωπα, περιλαμβανομένων της επωνυμίας, του τύπου και των στοιχείων επικοινωνίας του νομικού προσώπου.

(15)

Προκειμένου να αποτραπεί σοβαρός κίνδυνος καταστρατήγησης, η προστασία των φυσικών προσώπων θα πρέπει να είναι τεχνολογικά ουδέτερη και να μην εξαρτάται από τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές. Η προστασία των φυσικών προσώπων θα πρέπει να εφαρμόζεται τόσο στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με αυτοματοποιημένα μέσα, όσο και στη χειροκίνητη επεξεργασία, εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα περιέχονται ή προορίζονται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης. Τα αρχεία ή τα σύνολα αρχείων, καθώς και τα εξώφυλλά τους, τα οποία δεν είναι διαρθρωμένα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια δεν θα πρέπει να υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(16)

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε ζητήματα προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών ή την ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με δραστηριότητες που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, όπως δραστηριότητες που αφορούν την εθνική ασφάλεια. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη όταν αυτά εκτελούν δραστηριότητες συναφείς με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της Ένωσης.

(17)

Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα, οργανισμούς και υπηρεσίες της Ένωσης. Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 και άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης οι οποίες είναι εφαρμοστέες σε μια τέτοια επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να προσαρμοστούν στις αρχές και τους κανόνες που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό και να εφαρμόζονται υπό το πρίσμα του παρόντος κανονισμού. Για να εξασφαλιστεί ένα ισχυρό και συνεκτικό πλαίσιο προστασίας των δεδομένων στην Ένωση, μετά την έκδοσή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ακολουθήσουν οι αναγκαίες προσαρμογές του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρμογή ταυτόχρονα με τον παρόντα κανονισμό.

(18)

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας και άρα χωρίς σύνδεση με κάποια επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα. Οι προσωπικές ή οικιακές δραστηριότητες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αλληλογραφία και την τήρηση αρχείου διευθύνσεων ή την κοινωνική δικτύωση και την επιγραμμική δραστηριότητα που ασκείται στο πλαίσιο τέτοιων δραστηριοτήτων. Ωστόσο, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε υπευθύνους επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία οι οποίοι παρέχουν τα μέσα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τέτοιες προσωπικές ή οικιακές δραστηριότητες.

(19)

Η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης έναντι των απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψής τους και της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων αυτών, αποτελεί το αντικείμενο ειδικής ενωσιακής νομικής πράξης. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται σε δραστηριότητες επεξεργασίας για τους σκοπούς αυτούς. Ωστόσο, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υφίστανται επεξεργασία από δημόσιες αρχές βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει, όταν χρησιμοποιούνται για αυτούς τους σκοπούς, να ρυθμίζονται από ειδικότερη ενωσιακή νομική πράξη, δηλαδή την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές κατά την έννοια της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 καθήκοντα που δεν ασκούνται απαραιτήτως για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης έναντι των απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψής τους, ούτως ώστε η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για αυτούς τους άλλους σκοπούς, εφόσον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές για σκοπούς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν ειδικότερες διατάξεις για την προσαρμογή της εφαρμογής των κανόνων του παρόντος κανονισμού. Αυτές οι διατάξεις μπορούν να καθορίζουν με ακριβέστερο τρόπο ειδικές απαιτήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές για αυτούς τους άλλους σκοπούς, λαμβανομένων υπόψη των συνταγματικών, οργανωτικών και διοικητικών δομών των αντίστοιχων κρατών μελών. Όταν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από ιδιωτικούς φορείς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν διά νόμου, υπό ειδικές συνθήκες, ορισμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα, όταν ο περιορισμός αυτός συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για να διασφαλιστούν ειδικά σημαντικά συμφέροντα, μεταξύ άλλων η δημόσια ασφάλεια και η πρόληψη, διερεύνηση, ανίχνευση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή η εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης έναντι των απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψής τους. Αυτό έχει σημασία, για παράδειγμα, στο πλαίσιο του αγώνα ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος ή των δραστηριοτήτων των εγκληματολογικών εργαστηρίων.

(20)

Ενώ ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις δραστηριότητες των δικαστηρίων και άλλων δικαστικών αρχών, το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών θα μπορούσε να εξειδικεύει τις πράξεις και διαδικασίες επεξεργασίας σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δικαστήρια και άλλες δικαστικές αρχές. Η αρμοδιότητα των εποπτικών αρχών δεν θα πρέπει να καλύπτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν τα δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους ιδιότητα, προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, περιλαμβανομένης της λήψης αποφάσεων. Η εποπτεία των εν λόγω πράξεων επεξεργασίας δεδομένων θα πρέπει να μπορεί να ανατεθεί σε ειδικούς φορείς στο πλαίσιο του δικαστικού συστήματος του κράτους μέλους, το οποίο θα πρέπει ιδίως να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τους κανόνες του παρόντος κανονισμού, να ευαισθητοποιεί μέλη των δικαστικών λειτουργών όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού και να επιλαμβάνεται καταγγελιών σε σχέση με τις εν λόγω διαδικασίες επεξεργασίας δεδομένων.

(21)

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), ιδίως των κανόνων για την ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 15 της εν λόγω οδηγίας. Η εν λόγω οδηγία έχει ως στόχο τη συμβολή στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των κρατών μελών.

(22)

Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της εγκατάστασης υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία στην Ένωση θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ανεξάρτητα από το εάν η ίδια η επεξεργασία πραγματοποιείται εντός Ένωσης. Η εγκατάσταση προϋποθέτει την ουσιαστική και πραγματική άσκηση δραστηριότητας μέσω σταθερών ρυθμίσεων. Από αυτή την άποψη, ο νομικός τύπος των ρυθμίσεων αυτών, είτε πρόκειται για παράρτημα είτε για θυγατρική με νομική προσωπικότητα, δεν είναι καθοριστικής σημασίας.

(23)

Για να διασφαλιστεί ότι τα φυσικά πρόσωπα δεν στερούνται την προστασία που δικαιούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υποκειμένων που βρίσκονται στην Ένωση από υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία μη εγκατεστημένο στην Ένωση θα πρέπει να διέπεται από τον παρόντα κανονισμό, εφόσον οι δραστηριότητες επεξεργασίας σχετίζονται με την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών στα εν λόγω υποκείμενα των δεδομένων, ανεξάρτητα από το εάν συνδέονται με πληρωμή. Για να κριθεί εάν ένας τέτοιος υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία προσφέρει αγαθά ή υπηρεσίες σε υποκείμενα των δεδομένων που βρίσκονται στην Ένωση, θα πρέπει να εξακριβωθεί αν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία προδήλως αποσκοπεί να παράσχει υπηρεσίες στα υποκείμενα των δεδομένων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη της Ένωσης. Ενώ η απλή προσβασιμότητα στην ιστοσελίδα του υπευθύνου επεξεργασίας, του εκτελούντος την επεξεργασία ή ενός μεσάζοντος στην Ένωση ή στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και σε άλλα στοιχεία επικοινωνίας ή η χρήση γλώσσας που χρησιμοποιείται συνήθως στην τρίτη χώρα όπου ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι εγκατεστημένος δεν αρκεί για να τεκμηριωθεί τέτοια πρόθεση, παράγοντες όπως η χρήση γλώσσας ή νομίσματος που χρησιμοποιούνται συνήθως σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, με δυνατότητα παραγγελίας προϊόντων και υπηρεσιών σε αυτήν την άλλη γλώσσα, ή η αναφορά σε πελάτες ή χρήστες που βρίσκονται στην Ένωση μπορούν να καταστήσουν πρόδηλο ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας προτίθεται να προσφέρει αγαθά ή υπηρεσίες σε υποκείμενα των δεδομένων στην Ένωση.

(24)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προσώπων που βρίσκονται στην Ένωση από υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία μη εγκατεστημένο στην Ένωση θα πρέπει επίσης να διέπεται από τον παρόντα κανονισμό, εφόσον αφορά την παρακολούθηση της συμπεριφοράς των εν λόγω υποκειμένων των δεδομένων στον βαθμό που η συμπεριφορά τους λαμβάνει χώρα εντός της Ένωσης. Για τον καθορισμό του κατά πόσον μια δραστηριότητα επεξεργασίας μπορεί να θεωρηθεί ότι παρακολουθεί τη συμπεριφορά υποκειμένου των δεδομένων, θα πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον φυσικά πρόσωπα παρακολουθούνται στο Διαδίκτυο, συμπεριλαμβανομένης της δυνητικής μετέπειτα χρήσης τεχνικών επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι οποίες συνίστανται στη διαμόρφωση του«προφίλ» ενός φυσικού προσώπου, ιδίως με σκοπό να ληφθούν αποφάσεις που το αφορούν ή να αναλυθούν ή να προβλεφθούν οι προσωπικές προτιμήσεις, οι συμπεριφορές και οι νοοτροπίες του.

(25)

Αν το δίκαιο κράτους μέλους εφαρμόζεται δυνάμει του δημόσιου διεθνούς δικαίου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει επίσης για υπεύθυνο επεξεργασίας μη εγκατεστημένο στην Ένωση, όπως, λόγου χάρη, για τη διπλωματική αποστολή ή την προξενική αρχή κράτους μέλους.

(26)

Οι αρχές της προστασίας δεδομένων θα πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε πληροφορία η οποία αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν υποστεί ψευδωνυμοποίηση, η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί σε φυσικό πρόσωπο με τη χρήση συμπληρωματικών πληροφοριών, θα πρέπει να θεωρούνται πληροφορίες σχετικά με ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. Για να κριθεί κατά πόσον ένα φυσικό πρόσωπο είναι ταυτοποιήσιμο, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα μέσα τα οποία είναι ευλόγως πιθανό ότι θα χρησιμοποιηθούν, όπως για παράδειγμα ο διαχωρισμός του, είτε από τον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε από τρίτο για την άμεση ή έμμεση εξακρίβωση της ταυτότητας του φυσικού προσώπου. Για να διαπιστωθεί κατά πόσον κάποια μέσα είναι ευλόγως πιθανό ότι θα χρησιμοποιηθούν για την εξακρίβωση της ταυτότητας του φυσικού προσώπου, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι αντικειμενικοί παράγοντες, όπως τα έξοδα και ο χρόνος που απαιτούνται για την ταυτοποίηση, λαμβανομένων υπόψη της τεχνολογίας που είναι διαθέσιμη κατά τον χρόνο της επεξεργασίας και των εξελίξεων της τεχνολογίας. Οι αρχές της προστασίας δεδομένων δεν θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζονται σε ανώνυμες πληροφορίες, δηλαδή πληροφορίες που δεν σχετίζονται προς ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο ή σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν καταστεί ανώνυμα κατά τρόπο ώστε η ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων να μην μπορεί ή να μην μπορεί πλέον να εξακριβωθεί. Ο παρών κανονισμός δεν αφορά συνεπώς την επεξεργασία τέτοιων ανώνυμων πληροφοριών, ούτε μεταξύ άλλων για στατιστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς.

(27)

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θανόντων. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν κανόνες για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θανόντων.

(28)

Η χρήση της ψευδωνυμοποίησης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να μειώσει τους κινδύνους για τα υποκείμενα των δεδομένων και να διευκολύνει τους υπευθύνους επεξεργασίας και τους εκτελούντες την επεξεργασία να τηρήσουν τις οικείες υποχρεώσεις περί προστασίας των δεδομένων. Η ρητή εισαγωγή της «ψευδωνυμοποίησης» του παρόντος κανονισμού δεν προορίζεται να αποκλείσει κάθε άλλο μέτρο προστασίας των δεδομένων.

(29)

Για να δημιουργηθούν κίνητρα για την ψευδωνυμοποίηση κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει να είναι δυνατή η λήψη μέτρων ψευδωνυμοποίησης, με παράλληλη δυνατότητα μιας γενικής ανάλυσης, στο πλαίσιο του ίδιου υπευθύνου επεξεργασίας, όταν ο εν λόγω υπεύθυνος επεξεργασίας έχει λάβει τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που είναι αναγκαία, ώστε να διασφαλιστεί, για τη σχετική επεξεργασία δεδομένων, η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και ότι οι συμπληρωματικές πληροφορίες για την απόδοση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε συγκεκριμένο υποκείμενο των δεδομένων διατηρούνται χωριστά. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας που επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να υποδεικνύει τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα εντός του ίδιου υπευθύνου επεξεργασίας.

(30)

Τα φυσικά πρόσωπα μπορεί να συνδέονται με επιγραμμικά αναγνωριστικά στοιχεία ταυτότητας, τα οποία παρέχονται από τις συσκευές, τις εφαρμογές, τα εργαλεία και τα πρωτόκολλά τους, όπως διευθύνσεις διαδικτυακού πρωτοκόλλου, αναγνωριστικά cookies ή άλλα αναγνωριστικά στοιχεία όπως ετικέτες αναγνώρισης μέσω ραδιοσυχνοτήτων. Αυτά μπορεί να αφήνουν ίχνη τα οποία, ιδίως όταν συνδυαστούν με μοναδικά αναγνωριστικά στοιχεία ταυτότητας και άλλες πληροφορίες που λαμβάνουν οι εξυπηρετητές, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργηθεί το προφίλ των φυσικών προσώπων και να αναγνωριστεί η ταυτότητά τους.

(31)

Οι δημόσιες αρχές στις οποίες κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με νομική υποχρέωση για την άσκηση των επίσημων καθηκόντων τους, όπως φορολογικές και τελωνειακές αρχές, μονάδες οικονομικής έρευνας, ανεξάρτητες διοικητικές αρχές ή αρχές χρηματοπιστωτικών αγορών που είναι αρμόδιες για τη ρύθμιση και την εποπτεία των αγορών κινητών αξιών δεν θα πρέπει να θεωρηθούν αποδέκτες, εάν λαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα για τη διενέργεια ειδικής έρευνας για το γενικό συμφέρον, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους. Τα αιτήματα κοινολόγησης που αποστέλλονται από δημόσιες αρχές θα πρέπει να είναι πάντα γραπτά, αιτιολογημένα και σύμφωνα με την περίσταση και δεν θα πρέπει να αφορούν το σύνολο ενός συστήματος αρχειοθέτησης ή να οδηγούν στη διασύνδεση των συστημάτων αρχειοθέτησης. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις εν λόγω δημόσιες αρχές θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τους ισχύοντες κανόνες προστασίας των δεδομένων ανάλογα με τους σκοπούς της επεξεργασίας.

(32)

Η συγκατάθεση θα πρέπει να παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια η οποία να συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει ένδειξη της συμφωνίας του υποκειμένου των δεδομένων υπέρ της επεξεργασίας των δεδομένων που το αφορούν, για παράδειγμα με γραπτή δήλωση, μεταξύ άλλων με ηλεκτρονικά μέσα, ή με προφορική δήλωση. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει τη συμπλήρωση ενός τετραγωνιδίου κατά την επίσκεψη σε διαδικτυακή ιστοσελίδα, την επιλογή των επιθυμητών τεχνικών ρυθμίσεων για υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών ή μια δήλωση ή συμπεριφορά που δηλώνει σαφώς, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ότι το υποκείμενο των δεδομένων αποδέχεται την πρόταση επεξεργασίας των οικείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επομένως, η σιωπή, τα προσυμπληρωμένα τετραγωνίδια ή η αδράνεια δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως συγκατάθεση. Η συγκατάθεση θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των δραστηριοτήτων επεξεργασίας που διενεργείται για τον ίδιο σκοπό ή για τους ίδιους σκοπούς. Όταν η επεξεργασία έχει πολλαπλούς σκοπούς, θα πρέπει να δίνεται συγκατάθεση για όλους αυτούς τους σκοπούς. Εάν η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων πρόκειται να δοθεί κατόπιν αιτήματος με ηλεκτρονικά μέσα, το αίτημα πρέπει να είναι σαφές, περιεκτικό και να μην διαταράσσει αδικαιολόγητα τη χρήση της υπηρεσίας για την οποία παρέχεται.

(33)

Συχνά, δεν είναι δυνατόν να προσδιορίζεται πλήρως ο σκοπός της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς επιστημονικής έρευνας κατά τον χρόνο συλλογής των δεδομένων. Ως εκ τούτου, τα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να μπορούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για ορισμένους τομείς της επιστημονικής έρευνας, όταν ακολουθούνται τα αναγνωρισμένα πρότυπα δεοντολογίας για την επιστημονική έρευνα. Τα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν τη συναίνεσή τους μόνο σε ορισμένους τομείς της έρευνας ή μόνο σε μέρη προγραμμάτων έρευνας, στον βαθμό που επιτρέπεται από τον επιδιωκόμενο σκοπό.

(34)

Ως γενετικά δεδομένα θα πρέπει να οριστούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με τα κληρονομημένα ή αποκεκτημένα γενετικά χαρακτηριστικά ενός φυσικού προσώπου τα οποία προκύπτουν από την ανάλυση βιολογικού δείγματος του εν λόγω φυσικού προσώπου, ιδίως από χρωμοσωμική ανάλυση δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος (DNA) ή ριβονουκλεϊκού οξέος (RNA) ή από την ανάλυση άλλου στοιχείου που επιτρέπει την απόκτηση ισοδύναμων πληροφοριών.

(35)

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με την υγεία θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση της υγείας του υποκειμένου των δεδομένων και τα οποία αποκαλύπτουν πληροφορίες για την παρελθούσα, τρέχουσα ή μελλοντική κατάσταση της σωματικής ή ψυχικής υγείας του υποκειμένου των δεδομένων. Τούτο περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το φυσικό πρόσωπο που συλλέγονται κατά την εγγραφή για υπηρεσίες υγείας και κατά την παροχή αυτών όπως αναφέρεται στην οδηγία 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) προς το εν λόγω φυσικό πρόσωπο· έναν αριθμό, ένα σύμβολο ή ένα χαρακτηριστικό ταυτότητας που αποδίδεται σε φυσικό πρόσωπο με σκοπό την πλήρη ταυτοποίηση του φυσικού προσώπου για σκοπούς υγείας· πληροφορίες που προκύπτουν από εξετάσεις ή αναλύσεις σε μέρος ή ουσία του σώματος, μεταξύ άλλων από γενετικά δεδομένα και βιολογικά δείγματα και κάθε πληροφορία, παραδείγματος χάριν, σχετικά με ασθένεια, αναπηρία, κίνδυνο ασθένειας, ιατρικό ιστορικό, κλινική θεραπεία ή τη φυσιολογική ή βιοϊατρική κατάσταση του υποκειμένου των δεδομένων, ανεξαρτήτως πηγής, παραδείγματος χάριν, από ιατρό ή άλλο επαγγελματία του τομέα της υγείας, νοσοκομείο, ιατρική συσκευή ή διαγνωστική δοκιμή in vitro.

(36)

H κύρια εγκατάσταση ενός υπευθύνου επεξεργασίας στην Ένωση θα πρέπει να είναι ο τόπος της κεντρικής του διοίκησης στην Ένωση, εκτός εάν οι αποφάσεις για τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα λαμβάνονται σε άλλη εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας στην Ένωση, οπότε η εν λόγω άλλη εγκατάσταση θα πρέπει να θεωρείται ως η κύρια εγκατάσταση. Η κύρια εγκατάσταση ενός υπευθύνου επεξεργασίας στην Ένωση θα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και θα πρέπει να συνεπάγεται την ουσιαστική και πραγματική άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης οι οποίες καθορίζουν τις κύριες αποφάσεις ως προς τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας μέσω σταθερών ρυθμίσεων. Το εν λόγω κριτήριο δεν θα πρέπει να εξαρτάται από το εάν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιείται στον συγκεκριμένο τόπο. Η ύπαρξη και η χρήση τεχνικών μέσων και τεχνολογιών για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή δραστηριοτήτων επεξεργασίας δεν αποτελούν αφ' εαυτών κύρια εγκατάσταση και, επομένως, δεν συνιστούν καθοριστικά κριτήρια της κύριας εγκατάστασης. Η κύρια εγκατάσταση του εκτελούντος την επεξεργασία θα πρέπει να είναι ο τόπος της κεντρικής του διοίκησης στην Ένωση ή, εάν αυτός δεν έχει κεντρική διοίκηση στην Ένωση, ο τόπος όπου πραγματοποιούνται οι βασικές δραστηριότητες επεξεργασίας στην Ένωση. Σε περιπτώσεις που αφορούν τόσο τον υπεύθυνο επεξεργασίας όσο και τον εκτελούντα την επεξεργασία, αρμόδια επικεφαλής εποπτική αρχή θα πρέπει να παραμένει η εποπτική αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η κύρια εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας, αλλά η εποπτική αρχή του εκτελούντος την επεξεργασία θα πρέπει να θεωρείται ως ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή και η εν λόγω εποπτική αρχή θα πρέπει να μετέχει στη διαδικασία συνεργασίας που προβλέπει ο παρών κανονισμός. Σε κάθε περίπτωση, οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους ή των κρατών μελών όπου ο εκτελών την επεξεργασία έχει μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές όταν το σχέδιο απόφασης αφορά μόνο τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Όταν η επεξεργασία διενεργείται από όμιλο επιχειρήσεων, ως κύρια εγκατάσταση της ελέγχουσας επιχείρησης θα πρέπει να θεωρείται η κύρια εγκατάσταση του ομίλου επιχειρήσεων, εκτός εάν οι σκοποί και τα μέσα της επεξεργασίας καθορίζονται από άλλη επιχείρηση.

(37)

Ο όμιλος επιχειρήσεων θα πρέπει να καλύπτει την ελέγχουσα επιχείρηση και τις επιχειρήσεις που αυτή ελέγχει, όπου η ελέγχουσα επιχείρηση θα πρέπει να είναι η επιχείρηση η οποία μπορεί να ασκεί κυρίαρχη επιρροή στις άλλες επιχειρήσεις δυνάμει, για παράδειγμα, κυριότητας, οικονομικής συμμετοχής ή των κανόνων που τη διέπουν ή της εξουσίας εφαρμογής κανόνων προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επιχείρηση που ασκεί έλεγχο επί της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε επιχειρήσεις που συνδέονται με αυτή θα πρέπει να θεωρείται, μαζί με τις εν λόγω επιχειρήσεις, όμιλος επιχειρήσεων.

(38)

Τα παιδιά απαιτούν ειδική προστασία όσον αφορά τα δεδομένα τους προσωπικού χαρακτήρα, καθώς τα παιδιά μπορεί να έχουν μικρότερη επίγνωση των σχετικών κινδύνων, συνεπειών και εγγυήσεων και των δικαιωμάτων τους σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Αυτή η ειδική προστασία θα πρέπει να ισχύει ιδίως στη χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό την εμπορία ή τη δημιουργία προφίλ προσωπικότητας ή προφίλ χρήστη και τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όσον αφορά παιδιά κατά τη χρήση υπηρεσιών που προσφέρονται άμεσα σε ένα παιδί. Η συγκατάθεση του γονέα ή κηδεμόνα δεν θα πρέπει να είναι απαραίτητη σε συνάρτηση με υπηρεσίες πρόληψης ή παροχής συμβουλών που προσφέρονται άμεσα σε ένα παιδί.

(39)

Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σύννομη και δίκαιη. Θα πρέπει να είναι σαφές για τα φυσικά πρόσωπα ότι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν συλλέγονται, χρησιμοποιούνται, λαμβάνονται υπόψη ή υποβάλλονται κατ' άλλο τρόπο σε επεξεργασία, καθώς και σε ποιο βαθμό τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται ή θα υποβληθούν σε επεξεργασία. Η αρχή αυτή απαιτεί κάθε πληροφορία και ανακοίνωση σχετικά με την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να είναι εύκολα προσβάσιμη και κατανοητή και να χρησιμοποιεί σαφή και απλή γλώσσα. Αυτή η αρχή αφορά ιδίως την ενημέρωση των υποκειμένων των δεδομένων σχετικά με την ταυτότητα του υπευθύνου επεξεργασίας και τους σκοπούς της επεξεργασίας και την περαιτέρω ενημέρωση ώστε να διασφαλιστεί δίκαιη και διαφανής επεξεργασία σε σχέση με τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα και το δικαίωμά τους να λαμβάνουν επιβεβαίωση και να επιτυγχάνουν ανακοίνωση των σχετικών με αυτά δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υπόκεινται σε επεξεργασία. Θα πρέπει να γνωστοποιείται στα φυσικά πρόσωπα η ύπαρξη κινδύνων, κανόνων, εγγυήσεων και δικαιωμάτων σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και πώς να ασκούν τα δικαιώματά τους σε σχέση με την επεξεργασία αυτή. Ιδίως, οι συγκεκριμένοι σκοποί της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σαφείς, νόμιμοι και προσδιορισμένοι κατά τον χρόνο συλλογής των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι επαρκή και συναφή και να περιορίζονται στα αναγκαία για τους σκοπούς της επεξεργασίας τους. Αυτό απαιτεί ειδικότερα να διασφαλίζεται ότι το διάστημα αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο εάν ο σκοπός της επεξεργασίας δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα μέσα. Για να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν διατηρούνται περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ορίζει προθεσμίες για τη διαγραφή τους ή για την περιοδική επανεξέτασή τους. Θα πρέπει να λαμβάνεται κάθε εύλογο μέτρο, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που δεν είναι ακριβή διορθώνονται ή διαγράφονται. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να υφίστανται επεξεργασία κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ενδεδειγμένη προστασία και εμπιστευτικότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων και για να αποτρέπεται κάθε ανεξουσιοδότητη πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία τους ή η χρήση αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του εν λόγω εξοπλισμού.

(40)

Για να είναι η επεξεργασία σύννομη, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου υποκειμένου των δεδομένων ή με άλλη βάση, προβλεπόμενη από τον νόμο, είτε στον παρόντα κανονισμό είτε σε άλλη νομοθεσία της Ένωσης ή κράτους μέλους όπως αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό, περιλαμβανομένης της ανάγκης συμμόρφωσης προς την εκ του νόμου υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή της ανάγκης να εκτελεστεί σύμβαση στην οποία το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατόπιν αίτησης του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης.

(41)

Οποτεδήποτε ο παρών κανονισμός αναφέρεται σε νομική βάση ή νομοθετικό μέτρο, αυτό δεν προϋποθέτει απαραιτήτως νομοθετική πράξη εγκεκριμένη από ένα κοινοβούλιο, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων σύμφωνα με τη συνταγματική τάξη του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Ωστόσο, αυτή η νομική βάση ή το νομοθετικό μέτρο θα πρέπει να είναι διατυπωμένο με σαφήνεια και ακρίβεια και η εφαρμογή του να είναι προβλέψιμη για πρόσωπα που υπόκεινται σε αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «Δικαστήριο») και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

(42)

Όταν η επεξεργασία βασίζεται στη συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων συγκατατέθηκε στη πράξη επεξεργασίας. Ειδικότερα, στο πλαίσιο έγγραφης δήλωσης για άλλο θέμα, θα πρέπει να παρέχονται εγγυήσεις που να διασφαλίζουν ότι το υποκείμενο των δεδομένων γνωρίζει αυτό το γεγονός και σε ποιο βαθμό έχει συγκατατεθεί. Σύμφωνα με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου (10), θα πρέπει να παρέχεται δήλωση συγκατάθεσης, διατυπωμένη εκ των προτέρων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, με σαφή και απλή διατύπωση, χωρίς καταχρηστικές ρήτρες. Για να θεωρηθεί η συγκατάθεση εν επιγνώσει, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να γνωρίζει τουλάχιστον την ταυτότητα του υπευθύνου επεξεργασίας και τους σκοπούς της επεξεργασίας για την οποία προορίζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι δόθηκε ελεύθερα αν το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει αληθινή ή ελεύθερη επιλογή ή δεν είναι σε θέση να αρνηθεί ή να αποσύρει τη συγκατάθεσή του χωρίς να ζημιωθεί.

(43)

Για να διασφαλιστεί ότι η συγκατάθεση έχει δοθεί ελεύθερα, η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να παρέχει έγκυρη νομική βάση για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, όταν υπάρχει σαφής ανισότητα μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας, ιδίως στις περιπτώσεις που ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι δημόσια αρχή και είναι επομένως σχεδόν απίθανο να έχει δοθεί η συγκατάθεση ελεύθερα σε όλες τις περιστάσεις αυτής της ειδικής κατάστασης. Η συγκατάθεση θεωρείται ότι δεν έχει παρασχεθεί ελεύθερα, εάν δεν επιτρέπεται να δοθεί χωριστή συγκατάθεση σε διαφορετικές πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ακόμη και αν ενδείκνυται στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή όταν η εκτέλεση μιας σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής μιας υπηρεσίας, προϋποθέτει τη συγκατάθεση, ακόμη και αν η συγκατάθεση αυτή δεν είναι αναγκαία για την εν λόγω εκτέλεση.

(44)

Η επεξεργασία θα πρέπει επίσης να είναι σύννομη εφόσον είναι αναγκαία στο πλαίσιο σύμβασης ή πρόθεσης σύναψης σύμβασης.

(45)

Όταν η επεξεργασία διενεργείται σύμφωνα με νομική υποχρέωση την οποία υπέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή όταν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, η επεξεργασία θα πρέπει να έχει βάση στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους. Ο παρών κανονισμός δεν απαιτεί συγκεκριμένο νόμο για κάθε μεμονωμένη επεξεργασία. Μπορεί να αρκεί ένας μόνο νόμος ως βάση για περισσότερες από μία πράξεις επεξεργασίας με βάση νομική υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή εάν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Επίσης, ο καθορισμός του σκοπού της επεξεργασίας θα πρέπει να εναπόκειται στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους. Επιπλέον, το εν λόγω δίκαιο θα μπορούσε να προσδιορίζει τις γενικές προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού που διέπουν τη σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να θεσπίζει προδιαγραφές για τον καθορισμό του υπευθύνου επεξεργασίας, του είδους των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υπόκεινται σε επεξεργασία, των εκάστοτε υποκειμένων των δεδομένων, των οντοτήτων στις οποίες μπορούν να κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, των περιορισμών σκοπού, της περιόδου αποθήκευσης και άλλων μέτρων για την εξασφάλιση σύννομης και δίκαιης επεξεργασίας. Επίσης, θα πρέπει να εναπόκειται στο ενωσιακό δίκαιο ή στο δίκαιο των κρατών μελών ο καθορισμός του κατά πόσον ο υπεύθυνος επεξεργασίας που εκπληρώνει καθήκον που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας θα πρέπει να είναι δημόσια αρχή ή άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διέπεται από το δημόσιο δίκαιο ή, σε περίπτωση που αυτό δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, μεταξύ άλλων για λόγους υγείας, όπως η δημόσια υγεία και η κοινωνική προστασία και η διαχείριση των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, από το ιδιωτικό δίκαιο, όπως μία επαγγελματική οργάνωση.

(46)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει επίσης να θεωρείται σύννομη όταν είναι αναγκαία για την προστασία συμφέροντος που είναι ουσιώδες για τη ζωή του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με βάση το ζωτικό συμφέρον άλλου φυσικού προσώπου θα πρέπει κατ' αρχήν να διενεργείται μόνο εάν είναι πρόδηλο ότι η επεξεργασία δεν μπορεί να έχει άλλη νομική βάση. Ορισμένοι τύποι επεξεργασίας μπορούν να χρησιμεύσουν αφενός για σημαντικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος και αφετέρου για τα ζωτικά συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων, όπως, για παράδειγμα, όταν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για ανθρωπιστικούς σκοπούς, μεταξύ άλλων για την παρακολούθηση επιδημιών και της εξάπλωσής τους ή σε καταστάσεις επείγουσας ανθρωπιστικής ανάγκης, ιδίως δε σε περιπτώσεις φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών.

(47)

Τα έννομα συμφέροντα του υπευθύνου επεξεργασίας, περιλαμβανομένων εκείνων ενός υπευθύνου επεξεργασίας στον οποίο μπορούν να κοινολογηθούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή τρίτων, μπορεί να παρέχουν τη νομική βάση για την επεξεργασία, υπό τον όρο ότι δεν υπερισχύουν των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων, λαμβάνοντας υπόψη τις θεμιτές προσδοκίες των υποκειμένων των δεδομένων βάσει της σχέσης τους με τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Τέτοιο έννομο συμφέρον θα μπορούσε λόγου χάρη να υπάρχει όταν υφίσταται σχετική και κατάλληλη σχέση μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας, όπως αν το υποκείμενο των δεδομένων είναι πελάτης του υπευθύνου επεξεργασίας ή βρίσκεται στην υπηρεσία του. Εν πάση περιπτώσει η ύπαρξη έννομου συμφέροντος θα χρειαζόταν προσεκτική αξιολόγηση, μεταξύ άλλων ως προς το κατά πόσον το υποκείμενο των δεδομένων, κατά τη χρονική στιγμή και στο πλαίσιο της συλλογής των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μπορεί εύλογα να αναμένει ότι για τον σκοπό αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί επεξεργασία. Ειδικότερα, τα συμφέροντα και τα θεμελιώδη δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων θα μπορούσαν να υπερισχύουν των συμφερόντων του υπευθύνου επεξεργασίας, όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το υποκείμενο των δεδομένων δεν αναμένει ευλόγως περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων του. Δεδομένου ότι εναπόκειται στον νομοθέτη να παρέχει διά νόμου τη νομική βάση για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις δημόσιες αρχές, η εν λόγω νομική βάση δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στην επεξεργασία από τις δημόσιες αρχές κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. H επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στον βαθμό που είναι αυστηρά αναγκαία για τους σκοπούς πρόληψης της απάτης, συνιστά επίσης έννομο συμφέρον του ενδιαφερόμενου υπευθύνου επεξεργασίας. H επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς άμεσης εμπορικής προώθησης μπορεί να θεωρηθεί ότι διενεργείται χάριν έννομου συμφέροντος.

(48)

Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας που είναι μέλη ομίλου επιχειρήσεων ή ιδρυμάτων που συνδέονται με κεντρικό φορέα ενδέχεται να έχουν έννομο συμφέρον να διαβιβάζουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εντός του ομίλου επιχειρήσεων για εσωτερικούς διοικητικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πελατών ή εργαζομένων. Οι γενικές αρχές της διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εντός ομίλου επιχειρήσεων, προς επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα δεν θίγονται.

(49)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στον βαθμό που είναι αυστηρά αναγκαία και ανάλογη για τους σκοπούς της διασφάλισης της ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών, δηλαδή της ικανότητας ενός δικτύου ή ενός συστήματος πληροφοριών να ανθίσταται, σε ένα δεδομένο επίπεδο εμπιστοσύνης, σε τυχαία γεγονότα ή παράνομες ή κακόβουλες ενέργειες οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο τη διαθεσιμότητα, τη γνησιότητα, την ακεραιότητα και την εμπιστευτικότητα αποθηκευμένων ή διαβιβαζόμενων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και της ασφάλειας των σχετικών υπηρεσιών που προσφέρουν τα εν λόγω δίκτυα και συστήματα ή που είναι προσπελάσιμες μέσω των εν λόγω δικτύων και συστημάτων, ή που προσφέρονται από δημόσιες αρχές, από ομάδες αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών στην πληροφορική (CERT), από ομάδες παρέμβασης για συμβάντα που αφορούν την ασφάλεια των υπολογιστών (CSIRT), από παρόχους δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και από παρόχους τεχνολογιών και υπηρεσιών ασφάλειας, αποτελεί έννομο συμφέρον του ενδιαφερόμενου υπευθύνου επεξεργασίας δεδομένων. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει, λόγου χάρη, την αποτροπή ανεξουσιοδότητης πρόσβασης σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και διανομής κακόβουλων κωδικών και την παύση επιθέσεων «άρνησης υπηρεσίας» και ζημιών σε συστήματα πληροφορικής και ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

(50)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν αρχικά θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο εφόσον η επεξεργασία είναι συμβατή με τους σκοπούς για τους οποίους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν αρχικά. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν απαιτείται νομική βάση χωριστή από εκείνη που επέτρεψε τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εάν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους μπορεί να καθορίζει και να προσδιορίζει τα καθήκοντα και τους σκοπούς για τους οποίους πρέπει να θεωρείται συμβατή και σύννομη η περαιτέρω επεξεργασία. Η περαιτέρω επεξεργασία για λόγους αρχειοθέτησης που άπτονται του δημόσιου συμφέροντος, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς θα πρέπει να θεωρείται συμβατή σύννομη πράξη επεξεργασίας. Η νομική βάση που προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί επίσης να συνιστά τη νομική βάση για την περαιτέρω επεξεργασία. Για να εξακριβωθεί αν ο σκοπός της περαιτέρω επεξεργασίας είναι συμβατός με τον σκοπό της αρχικής συλλογής των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, εφόσον πληροί όλες τις απαιτήσεις για τη νομιμότητα της αρχικής επεξεργασίας, θα πρέπει να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων: τυχόν συνδέσμους μεταξύ των σκοπών αυτών και των σκοπών της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας· το πλαίσιο στο οποίο έχουν συλλεγεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως τις εύλογες προσδοκίες του υποκειμένου των δεδομένων βάσει της σχέσης του με τον υπεύθυνο επεξεργασίας ως προς την περαιτέρω χρήση τους· τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· τις συνέπειες της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας για τα υποκείμενα των δεδομένων· και την ύπαρξη κατάλληλων εγγυήσεων τόσο για τις αρχικές όσο και τις σκοπούμενες πράξεις περαιτέρω επεξεργασίας.

Όταν το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε τη συναίνεσή του ή η επεξεργασία βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους που συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση, ειδικότερα, σημαντικών σκοπών στο πλαίσιο γενικού δημόσιου συμφέροντος, θα πρέπει να επιτρέπεται στον υπεύθυνο επεξεργασία να προβαίνει στην περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τη συμβατότητα των σκοπών. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή των αρχών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και, ιδίως, η ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων σχετικά με τους άλλους αυτούς σκοπούς και σχετικά με τα δικαιώματά του, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος προβολής αντιρρήσεων. Η επισήμανση πιθανών εγκληματικών πράξεων ή απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας από τον υπεύθυνο επεξεργασίας και η διαβίβαση των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αρμόδια αρχή σε μία μεμονωμένη υπόθεση ή σε περισσότερες από μία υποθέσεις που αφορούν την ίδια αξιόποινη πράξη ή τις ίδιες απειλές για τη δημόσια ασφάλεια θα πρέπει να θεωρείται ως εμπίπτουσα στο πλαίσιο του θεμιτού συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Ωστόσο, η διαβίβαση αυτή στο πλαίσιο του θεμιτού συμφέροντος του υπευθύνου επεξεργασίας ή η περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να απαγορεύεται, εάν η επεξεργασία δεν είναι συμβατή με νομική, επαγγελματική ή άλλη δεσμευτική υποχρέωση τήρησης απορρήτου.

(51)

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι εκ φύσεως ιδιαίτερα ευαίσθητα σε σχέση με θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες χρήζουν ειδικής προστασίας, καθότι το πλαίσιο της επεξεργασίας τους θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικούς κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες. Τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, όπου η χρήση του όρου «φυλετική καταγωγή» στον παρόντα κανονισμό δεν συνεπάγεται ότι η Ένωση αποδέχεται θεωρίες που υποστηρίζουν την ύπαρξη χωριστών ανθρώπινων φυλών. Η επεξεργασία φωτογραφιών δεν θα πρέπει συστηματικά να θεωρείται ότι είναι επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς αυτές καλύπτονται από τον ορισμό των βιομετρικών δεδομένων μόνο σε περίπτωση επεξεργασίας μέσω ειδικών τεχνικών μέσων που επιτρέπουν την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση ή επαλήθευση της ταυτότητας ενός φυσικού προσώπου. Τέτοια δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία, εκτός εάν η επεξεργασία επιτρέπεται σε ειδικές περιπτώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας υπόψη ότι το δίκαιο των κρατών μελών μπορεί να προβλέπει ειδικές διατάξεις για την προστασία των δεδομένων, προκειμένου να προσαρμόζεται η εφαρμογή των κανόνων του παρόντος κανονισμού λόγω συμμόρφωσης προς νομική υποχρέωση ή λόγω εκπλήρωσης καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Εκτός από τις ειδικές απαιτήσεις στις οποίες υπάγεται η εν λόγω επεξεργασία, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι γενικές αρχές και οι λοιποί κανόνες του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά τους όρους νόμιμης επεξεργασίας. Παρεκκλίσεις από τη γενική απαγόρευση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υπάγονται στις εν λόγω ειδικές κατηγορίες θα πρέπει να προβλέπονται ρητώς, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση ρητής συγκατάθεσης του υποκειμένου των δεδομένων ή όταν πρόκειται για ειδικές ανάγκες, ιδίως όταν η επεξεργασία διενεργείται στο πλαίσιο θεμιτών δραστηριοτήτων ορισμένων ενώσεων ή ιδρυμάτων, σκοπός των οποίων είναι να επιτρέπουν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών.

(52)

Η παρέκκλιση από την απαγόρευση επεξεργασίας ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να επιτρέπεται επίσης όταν προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους και με την επιφύλαξη κατάλληλων εγγυήσεων, ώστε να προστατεύονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, εφόσον δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ιδίως η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα του εργατικού δικαίου, του δικαίου κοινωνικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων, και για σκοπούς υγειονομικής ασφάλειας, παρακολούθησης και συναγερμού και για την πρόληψη ή τον έλεγχο των μεταδοτικών ασθενειών και άλλων σοβαρών απειλών κατά της υγείας. Αυτή η παρέκκλιση μπορεί να γίνεται για υγειονομικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένων της δημόσιας υγείας και της διαχείρισης υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, προκειμένου ειδικότερα να διασφαλίζονται η ποιότητα και η αποδοτικότητα ως προς το κόστος των διαδικασιών που χρησιμοποιούνται για τον διακανονισμό αξιώσεων για παροχές και υπηρεσίες στο σύστημα υγειονομικής ασφάλισης, ή για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί παρέκκλιση που να επιτρέπει την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όταν είναι αναγκαία για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων, είτε σε δικαστική διαδικασία είτε σε διοικητική ή τυχόν εξωδικαστική διαδικασία.

(53)

Η επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που χρήζουν υψηλότερης προστασίας θα πρέπει να γίνεται μόνο για σκοπούς που σχετίζονται με την υγεία, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την επίτευξη των εν λόγω στόχων, προς όφελος των φυσικών προσώπων και της κοινωνίας στο σύνολό της, ιδίως στο πλαίσιο της διαχείρισης των υπηρεσιών και συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης και κοινωνικής μέριμνας, μεταξύ άλλων και της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών από τις διαχειριστικές και τις κεντρικές εθνικές υγειονομικές αρχές για τον σκοπό του ποιοτικού ελέγχου, της διαχείρισης των πληροφοριών και της συνολικής εθνικής και τοπικής εποπτείας του συστήματος υγείας ή κοινωνικής μέριμνας, και της εξασφάλισης της συνέχειας της υγειονομικής περίθαλψης ή κοινωνικής μέριμνας και της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης ή της υγειονομικής ασφάλειας, για σκοπούς παρακολούθησης και συναγερμού ή για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή των κρατών μελών και με απώτερο στόχο την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, καθώς και για μελέτες που διενεργούνται προς το δημόσιο συμφέρον στον τομέα της δημόσιας υγείας. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει εναρμονισμένες προϋποθέσεις για την επεξεργασία των ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν την υγεία, σε σχέση με ειδικές ανάγκες, ιδίως όταν η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων πραγματοποιείται για ορισμένους σκοπούς που αφορούν την υγεία από πρόσωπα που υπέχουν νομική υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου. Το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών θα πρέπει να προβλέπει ειδικά και κατάλληλα μέτρα για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν περαιτέρω όρους, μεταξύ άλλων και περιορισμούς, όσον αφορά την επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων ή δεδομένων που αφορούν την υγεία. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης, όταν οι όροι αυτοί εφαρμόζονται στη διασυνοριακή επεξεργασία των δεδομένων αυτών.

(54)

Η επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιου συμφέροντος στους τομείς της δημόσιας υγείας, χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων. Η εν λόγω επεξεργασία θα πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλα και ειδικά μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων. Στο πλαίσιο αυτό, η «δημόσια υγεία» θα πρέπει να ερμηνεύεται όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1338/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), δηλαδή ως το σύνολο των στοιχείων που συνδέονται με την υγεία, συγκεκριμένα η κατάσταση της υγείας, περιλαμβανομένων της νοσηρότητας και αναπηρίας, οι καθοριστικοί παράγοντες που επιδρούν στην κατάσταση της υγείας, οι ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, οι πόροι που διατίθενται για την υγειονομική περίθαλψη, η παροχή υγειονομικής περίθαλψης και η πρόσβαση από όλους σε αυτήν, καθώς και οι δαπάνες και η χρηματοδότηση της υγειονομικής περίθαλψης και οι αιτίες θνησιμότητας. Αυτή η επεξεργασία δεδομένων σχετικών με την υγεία για λόγους δημόσιου συμφέροντος δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για άλλους σκοπούς από τρίτους, όπως εργοδότες ή ασφαλιστικές εταιρείες και τράπεζες.

(55)

Επιπλέον, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δημόσιες αρχές με σκοπό την επίτευξη σκοπών επίσημα αναγνωρισμένων θρησκευτικών ενώσεων, οι οποίοι προβλέπονται στο συνταγματικό ή το διεθνές δημόσιο δίκαιο, πραγματοποιείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

(56)

Εάν, στο πλαίσιο εκλογικών δραστηριοτήτων, η λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος σε ένα κράτος μέλος απαιτεί τη συγκέντρωση από τα πολιτικά κόμματα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τα πολιτικά φρονήματα των πολιτών, η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων μπορεί να επιτρέπεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος, εφόσον προβλέπονται κατάλληλες εγγυήσεις.

(57)

Εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται ένας υπεύθυνος επεξεργασίας δεν επιτρέπουν στον υπεύθυνο επεξεργασίας να ταυτοποιήσει ένα φυσικό πρόσωπο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων δεν θα πρέπει να υποχρεούται να αποκτά συμπληρωματικές πληροφορίες, προκειμένου να ταυτοποιήσει το υποκείμενο των δεδομένων με μοναδικό σκοπό τη συμμόρφωσή του προς οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν θα πρέπει να αρνείται να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες που παρέχει το υποκείμενο των δεδομένων με σκοπό την υποστήριξη της άσκησης των δικαιωμάτων του. Η ταυτοποίηση θα πρέπει να περιλαμβάνει την ψηφιακή ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων, λόγου χάρη μέσω μηχανισμού επαλήθευσης της ταυτότητας, όπως είναι τα ίδια διακριτικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται από το υποκείμενο των δεδομένων κατά την είσοδο (log-in) στην επιγραμμική υπηρεσία που προσφέρεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας.

(58)

Η αρχή της διαφάνειας απαιτεί οποιαδήποτε ενημέρωση που απευθύνεται στο κοινό ή στο υποκείμενο των δεδομένων να είναι συνοπτική, εύκολα προσβάσιμη και εύκολα κατανοητή και να χρησιμοποιείται σαφής και απλή διατύπωση και, επιπλέον, κατά περίπτωση, απεικόνιση. Οι πληροφορίες αυτές θα μπορούσαν να παρέχονται σε ηλεκτρονική μορφή, για παράδειγμα, όταν απευθύνονται στο κοινό, μέσω ιστοσελίδας. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις στις οποίες η πληθώρα των συμμετεχόντων και η πολυπλοκότητα των χρησιμοποιούμενων τεχνολογιών καθιστούν δύσκολο για το υποκείμενο των δεδομένων να γνωρίζει και να κατανοεί εάν, από ποιον και για ποιο σκοπό συλλέγονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν,όπως στην περίπτωση επιγραμμικής διαφήμισης. Δεδομένου ότι τα παιδιά χρήζουν ειδικής προστασίας, κάθε ενημέρωση και ανακοίνωση, εάν η επεξεργασία απευθύνεται σε παιδί, θα πρέπει να διατυπώνεται σε σαφή και απλή γλώσσα την οποία το παιδί να μπορεί να κατανοεί εύκολα.

(59)

Θα πρέπει να προβλέπονται τρόποι για να διευκολύνεται το υποκείμενο των δεδομένων να ασκεί τα δικαιώματά του κατά τον παρόντα κανονισμό, μεταξύ άλλων μηχανισμοί με τους οποίους να ζητείται και, κατά περίπτωση, να αποκτάται δωρεάν, ιδίως, πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και διόρθωση ή διαγραφή αυτών και να ασκείται το δικαίωμα προβολής αντιρρήσεων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει επίσης να παρέχει τα μέσα για ηλεκτρονική υποβολή των αιτημάτων, ιδίως όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία με ηλεκτρονικά μέσα. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να υποχρεούται να απαντά σε αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων αμελλητί και το αργότερο εντός μηνός και να παρέχει αιτιολογία, όταν δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς τυχόν τέτοια αιτήματα.

(60)

Οι αρχές της δίκαιης και διαφανούς επεξεργασίας απαιτούν να ενημερώνεται το υποκείμενο των δεδομένων για την ύπαρξη της πράξης επεξεργασίας και τους σκοπούς της. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων κάθε περαιτέρω πληροφορία που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση δίκαιης και διαφανούς επεξεργασίας, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες και το πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιείται η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Περαιτέρω, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται αν καταρτίζεται το προφίλ του και ποιες συνέπειες έχει αυτό. Εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα παρέχονται από το υποκείμενο των δεδομένων, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται επίσης για το κατά πόσον υποχρεούται να παράσχει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και για τις συνέπειες, όταν δεν παρέχει τα εν λόγω δεδομένα. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να παρέχονται σε συνδυασμό με τυποποιημένα εικονίδια προκειμένου να δίνεται με ευδιάκριτο, κατανοητό και ευανάγνωστο τρόπο μια ουσιώδης επισκόπηση της σκοπούμενης επεξεργασίας. Εάν τα εικονίδια διατίθενται ηλεκτρονικά, θα πρέπει να είναι μηχανικώς αναγνώσιμα.

(61)

Οι πληροφορίες σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να του παρέχονται κατά τη συλλογή από το υποκείμενο των δεδομένων ή, εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα λαμβάνονται από άλλη πηγή, εντός εύλογης προθεσμίας, ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περίπτωσης. Εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται να κοινολογηθούν σε άλλον αποδέκτη, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται, όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κοινολογούνται για πρώτη φορά στον αποδέκτη. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας προτίθεται να επεξεργαστεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για σκοπό άλλο από εκείνον για τον οποίο συλλέχθηκαν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων, πριν από την εν λόγω περαιτέρω επεξεργασία, πληροφορίες για τον σκοπό αυτόν και άλλες αναγκαίες πληροφορίες. Όταν η προέλευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορεί να γνωστοποιηθεί στο υποκείμενο των δεδομένων διότι έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες πηγές, θα πρέπει να παρέχονται γενικές πληροφορίες.

(62)

Ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο να επιβάλλεται η υποχρέωση παροχής πληροφοριών, εάν το υποκείμενο των δεδομένων διαθέτει ήδη τις πληροφορίες, εάν η καταχώριση ή η κοινολόγηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προβλέπεται ρητώς από τον νόμο ή εάν η παροχή πληροφοριών στο υποκείμενο των δεδομένων αποδεικνύεται ανέφικτη ή θα απαιτούσε δυσανάλογη προσπάθεια. Το τελευταίο θα μπορούσε να είναι ειδικότερα, όταν η επεξεργασία γίνεται για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς. Συναφώς, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ο αριθμός των υποκειμένων των δεδομένων, η ηλικία των δεδομένων και τυχόν κατάλληλες εγγυήσεις που θεσπίστηκαν.

(63)

Ένα υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία συλλέχθηκαν και το αφορούν και να μπορεί να ασκεί το εν λόγω δικαίωμα ευχερώς και σε εύλογα τακτά διαστήματα, προκειμένου να έχει επίγνωση και να επαληθεύει τη νομιμότητα της επεξεργασίας. Αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα των υποκειμένων των δεδομένων να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν την υγεία τους, για παράδειγμα τα δεδομένα των ιατρικών αρχείων τους τα οποία περιέχουν πληροφορίες όπως διαγνώσεις, αποτελέσματα εξετάσεων, αξιολογήσεις από θεράποντες ιατρούς και κάθε παρασχεθείσα θεραπεία ή επέμβαση. Επομένως, κάθε υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να γνωρίζει και να του ανακοινώνεται ιδίως για ποιους σκοπούς γίνεται η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον είναι δυνατόν για πόσο διάστημα γίνεται η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ποιοι αποδέκτες λαμβάνουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ποια λογική ακολουθείται στην τυχόν αυτόματη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες της εν λόγω επεξεργασίας, τουλάχιστον όταν αυτή βασίζεται σε κατάρτιση προφίλ. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να δύναται να παρέχει πρόσβαση εξ αποστάσεως σε ασφαλές σύστημα μέσω του οποίου το υποκείμενο των δεδομένων αποκτά άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που το αφορούν. Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα ή τις ελευθερίες άλλων, όπως το επαγγελματικό απόρρητο ή το δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας και, ειδικότερα, το δικαίωμα δημιουργού που προστατεύει το λογισμικό. Ωστόσο, οι παράγοντες αυτοί δεν θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση παροχής κάθε πληροφορίας στο υποκείμενο των δεδομένων. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας επεξεργάζεται μεγάλες ποσότητες πληροφοριών σχετικά με το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να δύναται να ζητεί από το υποκείμενο, πριν δοθούν οι πληροφορίες, να προσδιορίζει τις πληροφορίες ή τις δραστηριότητες επεξεργασίας που σχετίζονται με το αίτημα.

(64)

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να χρησιμοποιεί κάθε εύλογο μέτρο για να επαληθεύει την ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων το οποίο ζητεί πρόσβαση, ιδίως στο πλαίσιο επιγραμμικών υπηρεσιών και επιγραμμικών αναγνωριστικών στοιχείων ταυτότητας. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν θα πρέπει να διατηρεί δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με μοναδικό σκοπό να μπορεί να αποκρίνεται σε δυνητικά αιτήματα.

(65)

Ένα υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητεί τη διόρθωση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και το «δικαίωμα στη λήθη», εάν η διατήρηση των εν λόγω δεδομένων παραβιάζει τον παρόντα κανονισμό ή το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Ιδίως, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητεί τη διαγραφή και την παύση της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι πλέον απαραίτητα σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται ή υποβάλλονται κατ' άλλο τρόπο σε επεξεργασία, εάν το υποκείμενο των δεδομένων αποσύρει τη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία ή εάν αντιτάσσεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν ή εάν η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν δεν είναι σύμφωνη προς τον παρόντα κανονισμό κατ' άλλο τρόπο. Το δικαίωμα αυτό έχει ιδίως σημασία όταν το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε τη συγκατάθεσή του ως παιδί, όταν δεν είχε πλήρη επίγνωση των κινδύνων που ενέχει η επεξεργασία, και θέλει αργότερα να αφαιρέσει τα συγκεκριμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κυρίως από το Διαδίκτυο. Το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να μπορεί να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα παρά το γεγονός ότι δεν είναι πλέον παιδί. Ωστόσο, η περαιτέρω διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σύννομη όταν είναι αναγκαία για την άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και ενημέρωσης, για τη συμμόρφωση με νομική υποχρέωση, για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας, για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας, για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς, ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων.

(66)

Για να ενισχυθεί το δικαίωμα στη λήθη στο επιγραμμικό περιβάλλον, το δικαίωμα διαγραφής θα πρέπει επίσης να επεκταθεί με τέτοιο τρόπο ώστε ο υπεύθυνος επεξεργασίας ο οποίος δημοσιοποίησε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να υποχρεούται να ενημερώνει τους υπευθύνους επεξεργασίας που επεξεργάζονται τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ώστε να διαγράψουν οποιουσδήποτε συνδέσμους ή αντίγραφα ή αναπαραγωγή των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όταν το πράττει, ο εν λόγω υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να λαμβάνει εύλογα μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο υπεύθυνος επεξεργασίας, μεταξύ άλλων και τεχνικά μέτρα, ώστε να ενημερωθούν οι υπεύθυνοι επεξεργασίας που επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με το αίτημα του υποκειμένου των δεδομένων.

(67)

Μέθοδοι με τις οποίες περιορίζεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την προσωρινή μετακίνηση των επιλεγμένων δεδομένων σε άλλο σύστημα επεξεργασίας, την αφαίρεση της προσβασιμότητας των επιλεγμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τους χρήστες ή την προσωρινή αφαίρεση δημοσιευμένων δεδομένων από ιστοσελίδα. Στα συστήματα αυτοματοποιημένης αρχειοθέτησης ο περιορισμός της επεξεργασίας θα πρέπει κατ' αρχήν να διασφαλίζεται με τεχνικά μέσα κατά τρόπο ώστε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να μην υπόκεινται σε πράξη περαιτέρω επεξεργασίας και να μην μπορούν να αλλάξουν. Το γεγονός ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι περιορισμένη θα πρέπει να αναγράφεται στο σύστημα.

(68)

Για να ενισχυθεί περαιτέρω ο έλεγχος επί των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, όταν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διενεργείται με αυτοματοποιημένα μέσα, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει επίσης τη δυνατότητα να λαμβάνει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και που έχει παράσχει σε υπεύθυνο επεξεργασίας, σε δομημένο, κοινώς χρησιμοποιούμενο και αναγνώσιμο από μηχανήματα διαλειτουργικό μορφότυπο, και να τα διαβιβάζει σε άλλον υπεύθυνο επεξεργασίας. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας των δεδομένων θα πρέπει να ενθαρρύνονται να αναπτύσσουν διαλειτουργικούς μορφότυπους που επιτρέπουν τη φορητότητα των δεδομένων. Το εν λόγω δικαίωμα θα πρέπει να εφαρμόζεται σε περίπτωση που το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με τη συγκατάθεσή του ή εάν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης. Δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν η επεξεργασία βασίζεται σε άλλη νομική βάση πλην συγκατάθεσης ή σύμβασης. Από τη φύση του το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να ασκείται κατά υπευθύνων επεξεργασίας που επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την άσκηση των δημόσιων καθηκόντων τους. Δεν θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται όταν η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με νομική υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να διαβιβάζει ή να λαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν δεν θα πρέπει να δημιουργεί υποχρέωση των υπευθύνων επεξεργασίας να υιοθετούν ή να διατηρούν συστήματα επεξεργασίας που είναι συμβατά από τεχνική άποψη. Όταν, σε συγκεκριμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θίγονται περισσότερα του ενός υποκείμενα των δεδομένων, το δικαίωμα λήψης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να θίγει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να ζητήσει τη διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ούτε τους περιορισμούς του εν λόγω δικαιώματος, όπως προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα δεν θα πρέπει να συνεπάγεται διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν το υποκείμενο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τα οποία έχουν παρασχεθεί από αυτό για την εκτέλεση σύμβασης, στον βαθμό και εφόσον τα δεδομένα αυτά είναι αναγκαία για την εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης. Όταν είναι τεχνικά εφικτό, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να εξασφαλίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται απευθείας από έναν υπεύθυνο επεξεργασίας σε άλλον.

(69)

Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να υποβληθούν νόμιμα σε επεξεργασία επειδή η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή για λόγους έννομων συμφερόντων του υπευθύνου επεξεργασίας ή τρίτου μέρους, κάθε υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να δικαιούται παρ' όλα αυτά να αντιταχθεί στην επεξεργασία τυχόν δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν την ιδιαίτερη κατάστασή του. Θα πρέπει να εναπόκειται στον υπεύθυνο επεξεργασίας να αποδείξει ότι τα επιτακτικά έννομα συμφέροντά του υπερισχύουν ενδεχομένως των συμφερόντων ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων.

(70)

Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς της απευθείας εμπορικής προώθησης, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αντιτεθεί στην εν λόγω επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ στον βαθμό που αυτή συνδέεται με την εν λόγω απευθείας εμπορική προώθηση, είτε πρόκειται για αρχική είτε για περαιτέρω επεξεργασία, ανά πάσα στιγμή και χωρίς χρέωση. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να περιέρχεται ρητά εις γνώσιν του υποκειμένου των δεδομένων και να παρουσιάζεται σαφώς και ξεχωριστά από κάθε άλλη πληροφορία.

(71)

Το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να μην υπόκειται σε απόφαση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει κάποιο μέτρο, με την οποία αξιολογούνται προσωπικές πτυχές που το αφορούν, λαμβανόμενη αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας και η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του προσώπου αυτού ή το επηρεάζει σημαντικά κατά ανάλογο τρόπο, όπως η αυτόματη άρνηση επιγραμμικής αίτησης πίστωσης ή πρακτικές ηλεκτρονικών προσλήψεων χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Η επεξεργασία αυτή περιλαμβάνει την «κατάρτιση προφίλ» που αποτελείται από οποιαδήποτε μορφή αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την αξιολόγηση προσωπικών πτυχών σχετικά με ένα φυσικό πρόσωπο, ιδίως την ανάλυση ή την πρόβλεψη πτυχών που αφορούν τις επιδόσεις στην εργασία, την οικονομική κατάσταση, την υγεία, τις προσωπικές προτιμήσεις ή συμφέροντα, την αξιοπιστία ή τη συμπεριφορά, τη θέση ή κινήσεις του υποκειμένου των δεδομένων, στον βαθμό που παράγει νομικά αποτελέσματα έναντι του προσώπου αυτού ή το επηρεάζει σημαντικά κατά ανάλογο τρόπο. Ωστόσο, η λήψη απόφασης που βασίζεται σε αυτήν την επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, θα πρέπει να επιτρέπεται όταν προβλέπεται ρητά από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους, στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας, μεταξύ άλλων για σκοπούς παρακολούθησης και πρόληψης της απάτης και της φοροδιαφυγής σύμφωνα με τους κανονισμούς, τα πρότυπα και τις συστάσεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ή των εθνικών οργάνων εποπτείας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια και η αξιοπιστία της υπηρεσίας που παρέχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ή όταν είναι αναγκαία για τη σύναψη ή την εκτέλεση σύμβασης μεταξύ υποκειμένου των δεδομένων και υπευθύνου επεξεργασίας ή όταν το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε τη ρητή συγκατάθεσή του. Σε κάθε περίπτωση, η επεξεργασία αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλες εγγυήσεις, οι οποίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν ειδική ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων και το δικαίωμα εξασφάλισης ανθρώπινης παρέμβασης, το δικαίωμα διατύπωσης της άποψης του, το δικαίωμα να λάβει αιτιολόγηση της απόφασης που ελήφθη στο πλαίσιο της εν λόγω εκτίμησης και το δικαίωμα αμφισβήτησης της απόφασης. Το εν λόγω μέτρο θα πρέπει να μην αφορά παιδί.

Προκειμένου να διασφαλισθεί δίκαιη και διαφανής επεξεργασία σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών και του πλαισίου εντός του οποίου πραγματοποιείται η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να χρησιμοποιεί κατάλληλες μαθηματικές ή στατιστικές διαδικασίες για την κατάρτιση του προφίλ, να εφαρμόζει τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, ώστε να διορθώνονται οι παράγοντες που οδηγούν σε ανακρίβειες σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος σφαλμάτων, να καθιστά ασφαλή τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων και κατά τρόπο που να προλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα αποτελέσματα διακρίσεων σε βάρος φυσικών προσώπων βάσει της φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, των πολιτικών φρονημάτων, της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, της συμμετοχής σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, της γενετικής κατάστασης ή της κατάστασης της υγείας ή του γενετήσιου προσανατολισμού, ή μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος. Η αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων και κατάρτιση προφίλ που βασίζονται σε ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο υπό ειδικές προϋποθέσεις.

(72)

Η κατάρτιση προφίλ υπόκειται στους κανόνες του παρόντος κανονισμού που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως νομικοί λόγοι επεξεργασίας ή αρχές προστασίας δεδομένων. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων που συστήνεται με τον παρόντα κανονισμό («Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων») θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να δίνει κατευθύνσεις.

(73)

Μπορούν να επιβληθούν από το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο κράτους μέλους περιορισμοί σχετικά με συγκεκριμένες βασικές αρχές και τα δικαιώματα ενημέρωσης, πρόσβασης και διόρθωσης ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στο δικαίωμα φορητότητας των δεδομένων, στο δικαίωμα εναντίωσης, στις αποφάσεις που βασίζονται σε κατάρτιση προφίλ, καθώς και στην ανακοίνωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων και σε ορισμένες σχετικές υποχρεώσεις των υπευθύνων επεξεργασίας, στον βαθμό που είναι αναγκαίοι και αναλογικοί σε μια δημοκρατική κοινωνία για την κατοχύρωση της δημόσιας ασφάλειας, περιλαμβανομένης της προστασίας της ανθρώπινης ζωής σε περίπτωση ιδίως φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών, της πρόληψης, της διερεύνησης και της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης έναντι των απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψής τους ή παραβάσεων δεοντολογίας σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα, άλλων σημαντικών σκοπών γενικού δημόσιου συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, ιδίως σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, της τήρησης δημόσιων αρχείων για λόγους γενικού συμφέροντος, της περαιτέρω επεξεργασίας αρχειοθετημένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών σχετικών με την πολιτική συμπεριφορά σε πρώην απολυταρχικά καθεστώτα ή της προστασίας του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων, συμπεριλαμβανομένων της κοινωνικής προστασίας, της δημόσιας υγείας και των ανθρωπιστικών σκοπών. Οι εν λόγω περιορισμοί θα πρέπει να είναι σύμφωνοι προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον Χάρτη και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.

(74)

Θα πρέπει να θεσπιστεί ευθύνη και υποχρέωση αποζημίωσης του υπευθύνου επεξεργασίας για οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που γίνεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας. Ειδικότερα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να υποχρεούται να υλοποιεί κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα και να είναι σε θέση να αποδεικνύει τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων επεξεργασίας με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικότητας των μέτρων. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το πλαίσιο, το πεδίο εφαρμογής και τους σκοπούς της επεξεργασίας και τον κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων.

(75)

Οι κίνδυνοι για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων, ποικίλης πιθανότητας και σοβαρότητας, είναι δυνατόν να προκύπτουν από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σωματική, υλική ή μη υλική βλάβη, ιδίως όταν η επεξεργασία μπορεί να οδηγήσει σε διακρίσεις, κατάχρηση ή υποκλοπή ταυτότητας, οικονομική απώλεια, βλάβη φήμης, απώλεια της εμπιστευτικότητας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προστατεύονται από επαγγελματικό απόρρητο, παράνομη άρση της ψευδωνυμοποίησης, ή οποιοδήποτε άλλο σημαντικό οικονομικό ή κοινωνικό μειονέκτημα· όταν τα υποκείμενα των δεδομένων θα μπορούσαν να στερηθούν των δικαιωμάτων και ελευθεριών τους ή να εμποδίζονται από την άσκηση ελέγχου επί των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα· όταν υπόκεινται σε επεξεργασία δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποκαλύπτουν φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, πολιτικά φρονήματα, θρησκεία ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή συμμετοχή σε συνδικάτα και γίνεται επεξεργασία γενετικών δεδομένων, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή ή ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή σχετικά μέτρα ασφάλειας· όταν αξιολογούνται προσωπικές πτυχές, ιδίως όταν επιχειρείται ανάλυση ή πρόβλεψη πτυχών που αφορούν τις επιδόσεις στην εργασία, την οικονομική κατάσταση, την υγεία, προσωπικές προτιμήσεις ή συμφέροντα, την αξιοπιστία ή τη συμπεριφορά, τη θέση ή μετακινήσεις, προκειμένου να δημιουργηθούν ή να χρησιμοποιηθούν προσωπικά προφίλ· όταν υποβάλλονται σε επεξεργασία δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ευάλωτων φυσικών προσώπων, ιδίως παιδιών· ή όταν η επεξεργασία περιλαμβάνει μεγάλη ποσότητα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και επηρεάζει μεγάλο αριθμό υποκειμένων των δεδομένων.

(76)

Η πιθανότητα και η σοβαρότητα του κινδύνου για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων θα πρέπει να καθορίζονται σε συνάρτηση με τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας. Ο κίνδυνος θα πρέπει να αξιολογείται βάσει αντικειμενικής εκτίμησης, με την οποία διαπιστώνεται κατά πόσον οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων συνεπάγονται κίνδυνο ή υψηλό κίνδυνο.

(77)

Καθοδήγηση για την εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων και για την απόδειξη της συμμόρφωσης από τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τον εκτελούντα επεξεργασία, ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό των κινδύνων που συνδέονται με την επεξεργασία, την εκτίμησή τους από άποψη προέλευσης, φύσης, πιθανότητας και σοβαρότητας και τον εντοπισμό των βέλτιστων πρακτικών για τον περιορισμό των κινδύνων θα μπορούσε να παρέχεται ιδίως με εγκεκριμένους κώδικες συμπεριφοράς, εγκεκριμένες πιστοποιήσεις, κατευθυντήριες γραμμές που παρέχονται από το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων ή με τις υποδείξεις που παρέχει υπεύθυνος προστασίας δεδομένων. Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων μπορεί επίσης να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις πράξεις επεξεργασίας που θεωρείται ότι είναι απίθανο να οδηγήσουν σε υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, στις οποίες θα αναφέρεται ποια μέτρα μπορεί να αρκούν στην περίπτωση αυτή για την αντιμετώπιση του σχετικού κινδύνου.

(78)

Η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα απαιτεί τη λήψη κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ώστε να διασφαλίζεται ότι τηρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Προκειμένου να μπορεί να αποδείξει συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να θεσπίζει εσωτερικές πολιτικές και να εφαρμόζει μέτρα τα οποία ανταποκρίνονται ειδικότερα στις αρχές της προστασίας των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού. Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την ελαχιστοποίηση της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την ψευδωνυμοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το συντομότερο δυνατόν, τη διαφάνεια όσον αφορά τις λειτουργίες και την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ώστε να μπορεί το υποκείμενο των δεδομένων να παρακολουθεί την επεξεργασία δεδομένων και να είναι σε θέση ο υπεύθυνος επεξεργασίας να δημιουργεί και να βελτιώνει τα χαρακτηριστικά ασφάλειας. Κατά την ανάπτυξη, τον σχεδιασμό, την επιλογή και τη χρήση εφαρμογών, υπηρεσιών και προϊόντων που βασίζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για την εκπλήρωση του έργου τους, οι παραγωγοί προϊόντων, υπηρεσιών και εφαρμογών θα πρέπει να ενθαρρύνονται να λαμβάνουν υπόψη τους το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων, κατά την ανάπτυξη και τον σχεδιασμό τέτοιων προϊόντων, υπηρεσιών και εφαρμογών, ώστε, λαμβανομένων υπόψη των τελευταίων εξελίξεων, να διασφαλίζεται ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και οι εκτελούντες την επεξεργασία θα είναι σε θέση να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την προστασία των δεδομένων. Οι αρχές της προστασίας των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο των δημόσιων διαγωνισμών.

(79)

Η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων, καθώς και η ευθύνη και η υποχρέωση αποζημίωσης των υπευθύνων επεξεργασίας και των εκτελούντων επεξεργασία, μεταξύ άλλων σε σχέση με την παρακολούθηση από τις εποπτικές αρχές και τα μέτρα εποπτικών αρχών, προϋποθέτει σαφή κατανομή των αρμοδιοτήτων βάσει του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία ένας υπεύθυνος επεξεργασίας καθορίζει τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας από κοινού με άλλους υπευθύνους επεξεργασίας ή όταν μια πράξη επεξεργασίας διενεργείται για λογαριασμό ενός υπευθύνου επεξεργασίας.

(80)

Αν ένας υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία μη εγκατεστημένος στην Ένωση επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποκειμένων τα οποία βρίσκονται στην Ένωση και ασκεί δραστηριότητες επεξεργασίας σχετικές με την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών, είτε απαιτείται πληρωμή από το υποκείμενο είτε όχι, στα εν λόγω υποκείμενα στην Ένωση ή με την παρακολούθηση της συμπεριφοράς τους στον βαθμό που η συμπεριφορά τους λαμβάνει χώρα στην Ένωση, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να ορίζει εκπρόσωπο, εκτός αν η επεξεργασία είναι περιστασιακή, δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, σε μεγάλη κλίμακα, δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζεται με ποινικές καταδίκες και αδικήματα και δεν είναι πιθανόν να οδηγήσει σε κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων, εάν ληφθούν υπόψη το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο, η φύση και οι σκοποί της επεξεργασίας ή εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι δημόσια αρχή ή φορέας. Ο εκπρόσωπος θα πρέπει να ενεργεί για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και σε αυτόν μπορεί να απευθύνεται κάθε εποπτική αρχή. Ο εκπρόσωπος θα πρέπει να ορίζεται ρητώς με γραπτή εντολή του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία να ενεργεί εξ ονόματός του όσον αφορά τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ο διορισμός του αντιπροσώπου αυτού δεν επηρεάζει την ευθύνη ή τη λογοδοσία του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία βάσει του παρόντος κανονισμού. Ο αντιπρόσωπος αυτός θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά του ανάλογα με την εντολή που έλαβε από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία, μεταξύ άλλων να συνεργάζεται με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές για τυχόν μέτρα που λαμβάνονται προς εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό. Ο διορισμένος αντιπρόσωπος θα πρέπει να υπόκειται σε διαδικασίες επιβολής σε περίπτωση μη συμμόρφωσης από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία.

(81)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την προς διεξαγωγή επεξεργασία από τον εκτελούντα την επεξεργασία, εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας, οσάκις ανατίθενται σε εκτελούντα την επεξεργασία δραστηριότητες επεξεργασίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να χρησιμοποιεί μόνο εκτελούντες επεξεργασία οι οποίοι παρέχουν επαρκείς διαβεβαιώσεις, ιδίως από πλευράς εμπειρογνωμοσύνης, αξιοπιστίας και πόρων, για την εφαρμογή τεχνικών και οργανωτικών μέτρων που θα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την ασφάλεια της επεξεργασίας. Η προσχώρηση του εκτελούντος την επεξεργασία σε εγκεκριμένο κώδικα συμπεριφοράς ή εγκεκριμένο μηχανισμό πιστοποίησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο για να αποδειχθεί η συμμόρφωσή του με τις υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας. Η εκτέλεση της επεξεργασίας από εκτελούντα την επεξεργασία θα πρέπει να διέπεται από σύμβαση ή άλλη νομική πράξη, βασιζόμενη στο ενωσιακό δίκαιο ή στο δίκαιο των κρατών μελών, που συνδέει τον εκτελούντα την επεξεργασία με τον υπεύθυνο επεξεργασίας, στην οποία καθορίζονται το αντικείμενο και η διάρκεια της επεξεργασίας, η φύση και οι σκοποί της επεξεργασίας, το είδος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι κατηγορίες των υποκειμένων των δεδομένων, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του εκτελούντος την επεξεργασία στο πλαίσιο της επεξεργασίας που πρόκειται να πραγματοποιηθεί και τον κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία μπορούν να επιλέξουν να χρησιμοποιήσουν ατομική σύμβαση ή τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες οι οποίες είτε έχουν εγκριθεί απευθείας από την Επιτροπή ή από εποπτική αρχή σύμφωνα με τον μηχανισμό συνεκτικότητας και εγκρίθηκαν εν συνεχεία από την Επιτροπή. Μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας εξ ονόματος του υπευθύνου επεξεργασίας, ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει, αναλόγως της επιλογής του υπευθύνου επεξεργασίας, να επιστρέψει ή να διαγράψει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός εάν υποχρεούται να αποθηκεύσει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται ο εκτελών την επεξεργασία.

(82)

Προκειμένου να μπορούν να αποδείξουν συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να τηρούν αρχεία των δραστηριοτήτων επεξεργασίας που τελούν υπό την ευθύνη τους. Κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας και κάθε εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να υποχρεούται να συνεργάζεται με την εποπτική αρχή και να θέτει στη διάθεσή της, κατόπιν αιτήματός της, τα εν λόγω αρχεία, ώστε να μπορεί να τα χρησιμοποιεί για την παρακολούθηση των συγκεκριμένων πράξεων επεξεργασίας.

(83)

Για τη διατήρηση της ασφάλειας και την αποφυγή της επεξεργασίας κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να αξιολογεί τους κινδύνους που ενέχει η επεξεργασία και να εφαρμόζει μέτρα για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων, όπως για παράδειγμα μέσω κρυπτογράφησης. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να διασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας, πράγμα που περιλαμβάνει και την εμπιστευτικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις και το κόστος της εφαρμογής σε σχέση με τους κινδύνους και τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να προστατευθούν. Κατά την εκτίμηση του κινδύνου για την ασφάλεια των δεδομένων θα πρέπει να δίνεται προσοχή στους κινδύνους που προκύπτουν από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, μεταβολή, άνευ αδείας κοινολόγηση ή προσπέλαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ' άλλο τρόπο σε επεξεργασία η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σωματική, υλική ή μη υλική βλάβη.

(84)

Προκειμένου να ενισχυθεί η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό όταν οι πράξεις επεξεργασίας ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ευθύνεται για τη διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων, ώστε να αξιολογήσει, ιδίως, την προέλευση, τη φύση, την πιθανότητα και τη σοβαρότητα του εν λόγω κινδύνου. Το αποτέλεσμα της εκτίμησης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν καθορίζεται ποια μέτρα ενδείκνυται να ληφθούν ώστε να αποδειχθεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύμφωνη με τον παρόντα κανονισμό. Εάν η εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων υποδεικνύει ότι οι πράξεις επεξεργασίας συνεπάγονται υψηλό κίνδυνο που ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν μπορεί να μετριάσει με τα κατάλληλα μέτρα από άποψη διαθέσιμης τεχνολογίας και κόστους εφαρμογής, θα πρέπει να πραγματοποιείται διαβούλευση με την αρχή ελέγχου πριν από την επεξεργασία.

(85)

Η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί, εάν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα και έγκαιρα, να έχει ως αποτέλεσμα σωματική, υλική ή μη υλική βλάβη για φυσικά πρόσωπα, όπως απώλεια του ελέγχου επί των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα ή ο περιορισμός των δικαιωμάτων τους, διακρίσεις, κατάχρηση ή υποκλοπή ταυτότητας, οικονομική απώλεια, παράνομη άρση της ψευδωνυμοποίησης, βλάβη της φήμης, απώλεια της εμπιστευτικότητας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προστατεύονται από επαγγελματικό απόρρητο ή άλλο σημαντικό οικονομικό ή κοινωνικό μειονέκτημα για το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο. Κατά συνέπεια, αμέσως μόλις ο υπεύθυνος επεξεργασίας λάβει γνώση μιας παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει αμελλητί και, ει δυνατόν, εντός 72 ωρών από τη στιγμή που αποκτά γνώση του γεγονότος, να γνωστοποιήσει την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην αρμόδια εποπτική αρχή, εκτός εάν o υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να αποδείξει, σύμφωνα με την αρχή της λογοδοσίας, ότι η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν ενδέχεται να επιφέρει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων. Εάν μια τέτοια γνωστοποίηση δεν μπορεί να επιτευχθεί εντός 72 ωρών, η γνωστοποίηση θα πρέπει να συνοδεύεται από αιτιολογία η οποία αναφέρει τους λόγους της καθυστέρησης και οι πληροφορίες μπορούν να παρέχονται σταδιακά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(86)

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ανακοινώνει αμελλητί στο υποκείμενο των δεδομένων για παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν αυτή η παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του φυσικού προσώπου, προκειμένου να του επιτραπεί να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Η ανακοίνωση θα πρέπει να περιγράφει τη φύση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να περιέχει συστάσεις προς το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο για τον μετριασμό δυνητικών δυσμενών συνεπειών. Οι ανακοίνωσεις αυτές στα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να πραγματοποιούνται το συντομότερο δυνατόν, σε στενή συνεργασία με την ελεγκτική αρχή, τηρώντας την καθοδήγηση που παρέχεται από αυτήν ή άλλες σχετικές αρχές, όπως αρχές επιβολής του νόμου. Για παράδειγμα, η ανάγκη να μετριαστεί άμεσος κίνδυνος ζημίας θα απαιτούσε την άμεση ανακοίνωση στα υποκείμενα των δεδομένων, ενώ η αναγκαιότητα εφαρμογής κατάλληλων μέτρων κατά συνεχών ή παρόμοιων παραβιάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να δικαιολογεί περισσότερο χρόνο για την ανακοίνωση.

(87)

Θα πρέπει να εξακριβώνεται κατά πόσον έχουν τεθεί σε εφαρμογή όλα τα κατάλληλα μέτρα τεχνολογικής προστασίας και οργανωτικά μέτρα για τον άμεσο εντοπισμό κάθε παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την άμεση ενημέρωση της εποπτικής αρχής και του υποκειμένου των δεδομένων. Θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι η κοινοποίηση πραγματοποιήθηκε χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, λαμβανομένων υπόψη ιδίως της φύσης και της σοβαρότητας της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και των συνεπειών και των δυσμενών αποτελεσμάτων της για το υποκείμενο των δεδομένων. Η γνωστοποίηση αυτή μπορεί να οδηγεί σε παρέμβαση της εποπτικής αρχής, σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις εξουσίες της που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

(88)

Κατά τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων σχετικά με τον μορφότυπο και τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στην γνωστοποίηση παραβιάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι συνθήκες της εν λόγω παραβίασης, περιλαμβανομένου του κατά πόσον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προστατεύονταν από κατάλληλα τεχνικά μέτρα προστασίας, περιορίζοντας ουσιαστικά το ενδεχόμενο υποκλοπής ταυτότητας ή άλλων μορφών κατάχρησης. Επιπλέον, οι εν λόγω κανόνες και διαδικασίες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα έννομα συμφέροντα των αρχών επιβολής του νόμου, όταν η πρόωρη κοινολόγηση μπορεί να εμποδίσει χωρίς λόγο τη διερεύνηση των συνθηκών μιας παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(89)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ προέβλεπε γενική υποχρέωση γνωστοποίησης της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις εποπτικές αρχές. Παρότι η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται διοικητικό και οικονομικό φόρτο, δεν συνέβαλε σε όλες τις περιπτώσεις στη βελτίωση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επομένως, γενικές υποχρεώσεις γνωστοποίησης τέτοιου είδους, χωρίς διαφοροποιήσεις, θα πρέπει να καταργηθούν και να αντικατασταθούν με αποτελεσματικές διαδικασίες και μηχανισμούς που επικεντρώνονται σε εκείνους τους τύπους πράξεων επεξεργασίας που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων λόγω της φύσης, του πεδίου εφαρμογής, του πλαισίου και των σκοπών τους. Αυτά τα είδη ενεργειών επεξεργασίας ενδέχεται να είναι εκείνα που, ιδίως, περιλαμβάνουν τη χρήση νέων τεχνολογιών ή που είναι νέου τύπου και όταν δεν έχει διενεργηθεί προηγουμένως εκτίμηση αντικτύπου όσον αφορά την προστασία των δεδομένων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή όταν καθίστανται αναγκαία λόγω του χρόνου που έχει παρέλθει από την αρχική επεξεργασία.

(90)

Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πριν από την επεξεργασία, θα πρέπει να διενεργεί εκτίμηση αντικτύπου όσον αφορά την προστασία των δεδομένων, ώστε να εκτιμήσει την ιδιαίτερη πιθανότητα και τη σοβαρότητα του υψηλού κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την έκταση, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας και τις πηγές του κινδύνου. Η εν λόγω εκτίμηση αντικτύπου θα πρέπει να περιλαμβάνει, ιδίως, τα προβλεπόμενα μέτρα, εγγυήσεις και μηχανισμούς που μετριάζουν αυτόν τον κίνδυνο, διασφαλίζουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και αποδεικνύουν τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό.

(91)

Αυτό θα πρέπει να ισχύει ιδίως για πράξεις επεξεργασίας μεγάλης κλίμακας που στοχεύουν στην επεξεργασία σημαντικής ποσότητας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε περιφερειακό, εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν μεγάλο αριθμό υποκειμένων των δεδομένων και οι οποίες είναι πιθανόν να έχουν ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο, για παράδειγμα λόγω της ευαισθησίας τους, όταν σύμφωνα με τα υφιστάμενα επίπεδα τεχνολογικής γνώσης χρησιμοποιείται μια νέα τεχνολογία σε ευρεία κλίμακα, καθώς και για άλλες πράξεις επεξεργασίας οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, ιδίως όταν οι πράξεις αυτές δυσχεραίνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων. Θα πρέπει επίσης να διενεργείται εκτίμηση αντικτύπου όσον αφορά την προστασία των δεδομένων όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία ενόψει της λήψης αποφάσεων σε σχέση με συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα έπειτα από συστηματική και εκτενή αξιολόγηση προσωπικών πτυχών που αφορούν φυσικά πρόσωπα και βασίζονται στην κατάρτιση προφίλ βάσει των εν λόγω δεδομένων ή έπειτα από την επεξεργασία συγκεκριμένων κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, βιομετρικών δεδομένων ή δεδομένων που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή σχετικά μέτρα ασφάλειας. Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων απαιτείται επίσης για την παρακολούθηση δημόσια προσπελάσιμων χώρων σε μεγάλη κλίμακα, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται οπτικοηλεκτρονικές συσκευές ή για οποιεσδήποτε άλλες εργασίες όποτε η αρμόδια εποπτική αρχή θεωρεί ότι η επεξεργασία ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, ιδίως επειδή εμποδίζει τα υποκείμενα των δεδομένων να ασκήσουν κάποιο δικαίωμα ή να χρησιμοποιήσουν μια υπηρεσία ή σύμβαση ή επειδή πραγματοποιούνται συστηματικά σε μεγάλη κλίμακα. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι μεγάλης κλίμακας, εάν η επεξεργασία αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ασθενών ή πελατών ιδιώτη ιατρού, άλλου επαγγελματία του τομέα της υγείας ή δικηγόρου. Στις περιπτώσεις αυτές, η εκτίμηση αντικτύπου της προστασίας δεδομένων δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτική.

(92)

Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ενδέχεται να είναι λογικό και οικονομικό το αντικείμενο μιας εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων να υπερβαίνει ένα μεμονωμένο σχέδιο, για παράδειγμα εάν δημόσιες αρχές ή φορείς σκοπεύουν να εγκαθιδρύσουν μια κοινή εφαρμογή ή πλατφόρμα επεξεργασίας ή εάν περισσότεροι υπεύθυνοι επεξεργασίας σχεδιάζουν να θεσπίσουν μια κοινή εφαρμογή ή ένα περιβάλλον επεξεργασίας σε ένα βιομηχανικό τομέα ή κλάδο ή για μια ευρέως χρησιμοποιούμενη οριζόντια δραστηριότητα.

(93)

Στο πλαίσιο της έκδοσης του νομοθετήματος κράτους μέλους στο οποίο βασίζεται η άσκηση των καθηκόντων της δημόσιας αρχής ή του δημόσιου φορέα και η οποία ρυθμίζει τη συγκεκριμένη πράξη ή σειρά πράξεων επεξεργασίας, τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν αναγκαία τη διενέργεια της εν λόγω εκτίμησης πριν από τις δραστηριότητες επεξεργασίας.

(94)

Εάν η εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων υποδεικνύει ότι η επεξεργασία, χωρίς διασφαλίσεις, μέτρα και μηχανισμούς ασφάλειας για να μετριαστεί ο κίνδυνος, θα είχε ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων και ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι της γνώμης ότι ο κίνδυνος δεν είναι δυνατόν να μετριαστεί με εύλογα μέτρα όσον αφορά τη διαθέσιμη τεχνολογία και το κόστος εφαρμογής, θα πρέπει να διενεργείται διαβούλευση με την εποπτική αρχή πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων επεξεργασίας. Ο εν λόγω υψηλός κίνδυνος είναι πιθανόν να προκύψει από ορισμένες μορφές επεξεργασίας και ορισμένο βαθμό και συχνότητα επεξεργασίας, με αποτέλεσμα ακόμη και ζημία ή επέμβαση στα δικαιώματα και τις ελευθερίες του φυσικού προσώπου. Η εποπτική αρχή θα πρέπει να ανταποκρίνεται στο αίτημα για διαβούλευση σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η απουσία αντίδρασης της εποπτικής αρχής εντός της εν λόγω προθεσμίας δεν θα πρέπει να θίγει την όποια παρέμβαση της εποπτικής αρχής, σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις εξουσίες της που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, περιλαμβανομένης της εξουσίας απαγόρευσης πράξεων επεξεργασίας. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας διαβούλευσης, μπορεί να υποβάλλεται στην εποπτική αρχή το αποτέλεσμα της εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων που διεξάγεται σε σχέση με την επίμαχη επεξεργασία, ιδίως δε τα μέτρα που προβλέπονται για τον μετριασμό του κινδύνου για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων.

(95)

Ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να παρέχει συνδρομή στον υπεύθυνο επεξεργασίας, όταν χρειάζεται και αφού του ζητηθεί, ώστε να διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη διενέργεια εκτιμήσεων αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων και από την προηγούμενη διαβούλευση με την εποπτική αρχή.

(96)

Διαβούλευση με την εποπτική αρχή θα πρέπει επίσης να πραγματοποιείται κατά την εκπόνηση ενός νομοθετικού ή κανονιστικού μέτρου που προβλέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της σχεδιαζόμενης επεξεργασίας προς τον παρόντα κανονισμό και, ιδίως, να μετριάζονται οι κίνδυνοι για το υποκείμενο των δεδομένων.

(97)

Εάν η επεξεργασία διενεργείται από δημόσια αρχή, εξαιρουμένων των δικαστηρίων ή των ανεξάρτητων δικαστικών αρχών όταν ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους αρμοδιότητα, εφόσον, στον ιδιωτικό τομέα, η επεξεργασία διενεργείται από υπεύθυνο επεξεργασίας του οποίου οι βασικές δραστηριότητες περιλαμβάνουν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες απαιτούν τακτική και συστηματική παρακολούθηση των υποκειμένων των δεδομένων σε μεγάλη κλίμακα, ή εάν οι βασικές δραστηριότητες του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία συνιστούν μεγάλης κλίμακας επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δεδομένων που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα, ένα πρόσωπο με ειδικές γνώσεις στο δίκαιο και στις πρακτικές προστασίας των δεδομένων θα πρέπει να παρέχει συνδρομή στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία κατά την παρακολούθηση της εσωτερικής συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό. Στον ιδιωτικό τομέα, οι βασικές δραστηριότητες ενός υπευθύνου επεξεργασίας αφορούν τις κύριες δραστηριότητές του και όχι την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως παρεπόμενη δραστηριότητα. Το αναγκαίο επίπεδο εμπειρίας θα πρέπει να καθορίζεται ειδικότερα ανάλογα με τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που διενεργούνται και από την προστασία την οποία απαιτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που επεξεργάζονται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία. Οι εν λόγω υπεύθυνοι προστασίας δεδομένων, ανεξάρτητα από το κατά πόσον είναι υπάλληλοι του υπευθύνου επεξεργασίας, θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτελούν τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά τους με ανεξάρτητο τρόπο.

(98)

Οι ενώσεις ή οι άλλοι φορείς που εκπροσωπούν κατηγορίες υπευθύνων επεξεργασίας ή εκτελούντων την επεξεργασία θα πρέπει να παροτρύνονται να καταρτίζουν κώδικες δεοντολογίας, εντός των ορίων του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να διευκολύνεται η ουσιαστική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της επεξεργασίας που διενεργείται σε ορισμένους τομείς και τις ιδιαίτερες ανάγκες των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων. Ειδικότερα, οι εν λόγω κώδικες δεοντολογίας θα μπορούσαν να ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις των υπευθύνων επεξεργασίας και των εκτελούντων την επεξεργασία, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο που θα μπορούσε να προκύψει από την επεξεργασία για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων.

(99)

Κατά την κατάρτιση ενός κώδικα δεοντολογίας ή κατά την τροποποίηση ή την επέκταση ενός τέτοιου κώδικα, ενώσεις και άλλοι φορείς που εκπροσωπούν κατηγορίες υπευθύνων επεξεργασίας ή εκτελούντων την επεξεργασία θα πρέπει να διαβουλεύονται με τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ άλλων και με υποκείμενα των δεδομένων, όπου αυτό είναι εφικτό, και να λαμβάνουν υπόψη όσες παρατηρήσεις υποβάλλονται και όσες απόψεις διατυπώνονται στο πλαίσιο αυτών των διαβουλεύσεων.

(100)

Για τη βελτίωση της διαφάνειας και της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να παροτρύνεται η θέσπιση μηχανισμών πιστοποίησης και σφραγίδων και σημάτων προστασίας των δεδομένων, επιτρέποντας στα υποκείμενα των δεδομένων να αξιολογούν ταχέως το επίπεδο προστασίας των δεδομένων των σχετικών προϊόντων και υπηρεσιών.

(101)

Οι ροές δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από και προς χώρες εκτός Ένωσης και διεθνείς οργανισμούς είναι απαραίτητες για την επέκταση του διεθνούς εμπορίου και της διεθνούς συνεργασίας. Η διόγκωση των ροών αυτών δημιούργησε νέες προκλήσεις και μελήματα που αφορούν την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ωστόσο, όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται από την Ένωση σε υπευθύνους επεξεργασίας, εκτελούντες την επεξεργασία ή άλλους αποδέκτες σε τρίτες χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς, δεν θα πρέπει να υπονομεύεται το επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων το οποίο διασφαλίζει στην Ένωση ο παρών κανονισμός, μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις περαιτέρω διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό προς υπευθύνους επεξεργασίας και εκτελούντες την επεξεργασία στην ίδια ή σε άλλη τρίτη χώρα ή άλλο διεθνή οργανισμό. Σε κάθε περίπτωση, οι διαβιβάσεις προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς μπορούν να πραγματοποιούνται μόνο σε πλήρη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό. Διαβίβαση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο εάν, με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία τηρεί τους όρους των διατάξεων του παρόντος κανονισμού σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς.

(102)

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών οι οποίες διέπουν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προβλέπουν κατάλληλες εγγυήσεις για τα υποκείμενα των δεδομένων. Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες οι οποίες προβλέπουν διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, στον βαθμό που οι εν λόγω συμφωνίες δεν θίγουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού ή άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και περιλαμβάνουν κατάλληλο επίπεδο προστασίας για τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

(103)

Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει, με ισχύ για ολόκληρη την Ένωση, ότι τρίτη χώρα, έδαφος ή συγκεκριμένος τομέας σε μια τρίτη χώρα ή διεθνής οργανισμός προσφέρουν επαρκές επίπεδο προστασίας δεδομένων και να κατοχυρώνει έτσι ασφάλεια δικαίου και ομοιομορφία σε ολόκληρη την Ένωση ως προς την τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό που θεωρείται ότι παρέχει τέτοιο επίπεδο προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, οι διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εν λόγω τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μπορούν να πραγματοποιούνται χωρίς να χρειάζεται να ζητηθεί άλλη άδεια. Η Επιτροπή δύναται επίσης να αποφασίσει την ανάκληση της εν λόγω απόφασης, κατόπιν ειδοποίησης και δήλωσης αιτιολόγησης προς την τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό.

(104)

Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης, ιδίως με την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η Επιτροπή θα πρέπει, κατά την αξιολόγηση της τρίτης χώρας ή ενός εδάφους ή ενός συγκεκριμένου τομέα σε μια τρίτη χώρα, να συνεκτιμά κατά πόσο μια συγκεκριμένη τρίτη χώρα σέβεται το κράτος δικαίου, την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, καθώς και τους διεθνείς κανόνες και τα πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το γενικό και το κατά τομείς δίκαιό της, μεταξύ άλλων τη νομοθεσία που αφορά τη δημόσια ασφάλεια, την άμυνα και την εθνική ασφάλεια, καθώς και τη δημόσια τάξη και το ποινικό δίκαιο. Η έκδοση απόφασης επάρκειας για ένα έδαφος ή συγκεκριμένο τομέα τρίτης χώρας θα πρέπει να συνεκτιμά σαφή και αντικειμενικά κριτήρια, όπως συγκεκριμένες δραστηριότητες επεξεργασίας και το πεδίο εφαρμογής των εφαρμοστέων νομικών προτύπων και της νομοθεσίας που ισχύουν στην τρίτη χώρα. Η τρίτη χώρα θα πρέπει να προσφέρει εγγυήσεις που να διασφαλίζουν ένα κατάλληλο επίπεδο προστασίας, ουσιωδώς ισοδύναμο με αυτό που διασφαλίζεται εντός της Ένωσης, ιδίως όταν η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται σε έναν ή διαφόρους συγκεκριμένους τομείς. Ειδικότερα, η τρίτη χώρα θα πρέπει να διασφαλίζει την αποτελεσματική ανεξάρτητη εποπτεία της προστασίας των δεδομένων και να προβλέπει μηχανισμούς συνεργασίας με τις αρχές προστασίας δεδομένων των κρατών μελών, τα δε υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικά και νομικώς ισχυρά δικαιώματα, καθώς και τη δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικών διοικητικών και δικαστικών προσφυγών.

(105)

Πέραν των διεθνών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η τρίτη χώρα ή ο διεθνής οργανισμός, η Επιτροπή θα πρέπει να συνεκτιμά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή της τρίτης χώρας ή του διεθνούς οργανισμού σε πολυμερή ή περιφερειακά συστήματα, ιδίως σε σχέση με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς την εφαρμογή τέτοιων υποχρεώσεων. Θα πρέπει, ιδίως, να συνεκτιμάται η προσχώρηση της τρίτης χώρας στη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και στο πρόσθετο πρωτόκολλό της. Η Επιτροπή θα πρέπει να ζητεί τη γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων όποτε εκτιμά το επίπεδο προστασίας σε τρίτες χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς.

(106)

Η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί τη λειτουργία των αποφάσεων σχετικά με το επίπεδο προστασίας σε μια τρίτη χώρα, έδαφος ή συγκεκριμένο τομέα μιας τρίτης χώρας ή σε διεθνή οργανισμό και να παρακολουθεί τη λειτουργία των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 6 ή του άρθρου 26 παράγραφος 4 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Στις αποφάσεις της επάρκειας, η Επιτροπή θα πρέπει να προβλέπει μηχανισμό περιοδικής επανεξέτασης της λειτουργίας τους. Αυτή η περιοδική επανεξέταση θα πρέπει να γίνεται σε διαβούλευση με την εκάστοτε τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό και να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές εξελίξεις στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό. Για τους σκοπούς της παρακολούθησης και της διεξαγωγής των περιοδικών επανεξετάσεων, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις γνώμες και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καθώς και άλλων σχετικών φορέων και πηγών. Η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί, εντός εύλογου χρόνου, τη λειτουργία των τελευταίων αποφάσεων και να αναφέρει κάθε σχετικό πόρισμα στην επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), όπως αυτή συγκροτείται βάσει του παρόντος κανονισμού, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(107)

Η Επιτροπή μπορεί να διαπιστώσει ότι μια τρίτη χώρα, έδαφος ή συγκεκριμένος τομέας μιας τρίτης χώρας ή ένας διεθνής οργανισμός δεν διασφαλίζουν πλέον επαρκές επίπεδο προστασίας των δεδομένων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να απαγορεύεται η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό, εκτός εάν πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με διαβιβάσεις υπό την επιφύλαξη κατάλληλων εγγυήσεων, συμπεριλαμβανομένων δεσμευτικών εταιρικών κανόνων, και σχετικά με παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να προβλέπονται διαβουλεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και των εν λόγω τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών. Η Επιτροπή θα πρέπει, σε εύθετο χρόνο, να ενημερώνει την τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό σχετικά με τους λόγους και να αρχίζει διαβουλεύσεις προς αντιμετώπιση της κατάστασης.

(108)

Ελλείψει απόφασης επάρκειας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για να αντισταθμίζουν την έλλειψη προστασίας των δεδομένων στην τρίτη χώρα μέσω κατάλληλων εγγυήσεων υπέρ του υποκειμένου των δεδομένων. Αυτές οι κατάλληλες εγγυήσεις μπορεί να συνίστανται στη χρήση δεσμευτικών εταιρικών κανόνων, τυποποιημένων ρητρών προστασίας των δεδομένων που θεσπίζονται από την Επιτροπή, τυποποιημένων ρητρών προστασίας των δεδομένων που θεσπίζονται από αρχή ελέγχου ή συμβατικών ρητρών που εγκρίνονται από αρχή ελέγχου. Οι εγγυήσεις αυτές θα πρέπει να διασφαλίζουν συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προστασίας των δεδομένων και με τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, υπό το πρίσμα της επεξεργασίας εντός της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της διαθεσιμότητας νομικώς ισχυρών δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων και πραγματικών ένδικων μέσων, όπως είναι μεταξύ άλλων το δικαίωμα άσκησης αποτελεσματικής διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής και αξίωσης αποζημίωσης, στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα. Θα πρέπει να αφορούν ιδίως την τήρηση των γενικών αρχών που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των αρχών περί προστασίας των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού. Οι διαβιβάσεις μπορούν να διενεργούνται επίσης από δημόσιες αρχές ή φορείς με δημόσιες αρχές ή φορείς σε τρίτες χώρες ή με διεθνείς οργανισμούς που έχουν αντίστοιχα καθήκοντα ή αρμοδιότητες, μεταξύ άλλων βάσει διατάξεων που πρέπει να ενσωματωθούν σε διοικητικές ρυθμίσεις, όπως σε υπόμνημα συμφωνίας, όπου να προβλέπονται αποτελεσματικά και νομικώς ισχυρά δικαιώματα για τα υποκείμενα των δεδομένων. Η άδεια της αρμόδιας εποπτικής αρχής θα πρέπει να αποκτάται εφόσον οι εγγυήσεις προβλέπονται σε νομικά μη δεσμευτικές διοικητικές ρυθμίσεις.

(109)

Η δυνατότητα του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία να χρησιμοποιεί τυποποιημένες ρήτρες προστασίας των δεδομένων εγκεκριμένες από την Επιτροπή ή από ελεγκτική αρχή δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους υπευθύνους επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία να ενσωματώνουν τις τυποποιημένες ρήτρες προστασίας δεδομένων σε ευρύτερη σύμβαση, όπως σε σύμβαση μεταξύ του εκτελούντος την επεξεργασία και άλλου εκτελούντος την επεξεργασία, ούτε να προσθέτουν άλλες ρήτρες ή πρόσθετες εγγυήσεις, εφόσον αυτές δεν αντιφάσκουν, άμεσα ή έμμεσα, προς τις εγκεκριμένες από την Επιτροπή ή από ελεγκτική αρχή τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες ούτε θίγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα ή τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και οι εκτελούντες την επεξεργασία θα πρέπει να ενθαρρύνονται να παράσχουν πρόσθετες εγγυήσεις μέσω συμβατικών δεσμεύσεων που δρουν συμπληρωματικά ως προς τις υφιστάμενες ρήτρες προστασίας δεδομένων.

(110)

Ένας όμιλος επιχειρήσεων, όπως επίσης και ένας όμιλος εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα, θα πρέπει να μπορεί να κάνει χρήση εγκεκριμένων δεσμευτικών εταιρικών κανόνων για τις διεθνείς διαβιβάσεις του από την Ένωση σε οργανισμούς εντός του ίδιου ομίλου επιχειρήσεων ή ομίλου εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα, εφόσον οι εν λόγω εταιρικοί κανόνες περιλαμβάνουν όλες τις βασικές αρχές και δικαιώματα τα οποία τυγχάνουν δικαστικής προστασίας, ώστε να διασφαλίζονται κατάλληλες εγγυήσεις για διαβιβάσεις ή κατηγορίες διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(111)

Θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα διαβιβάσεων σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν το υποκείμενο των δεδομένων παρέσχε τη ρητή συγκατάθεσή του, εφόσον η διαβίβαση είναι περιστασιακή και αναγκαία σε σχέση με σύμβαση ή με νομική αξίωση, είτε σε δικαστική διαδικασία είτε σε διοικητική ή τυχόν εξωδικαστική διαδικασία, μεταξύ άλλων σε διαδικασίες ενώπιον ρυθμιστικών φορέων. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί η δυνατότητα διαβιβάσεων, εφόσον σημαντικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος προβλεπόμενοι από το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών απαιτούν κάτι τέτοιο ή εφόσον η διαβίβαση πραγματοποιείται από μητρώο το οποίο συστάθηκε διά νόμου και προορίζεται για άντληση πληροφοριών από το κοινό ή από πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον. Στην τελευταία περίπτωση, η εν λόγω διαβίβαση δεν θα πρέπει να αφορά το σύνολο των δεδομένων ή ολόκληρες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στο μητρώο και, όταν το μητρώο προορίζεται για άντληση πληροφοριών από πρόσωπα τα οποία έχουν έννομο συμφέρον, η διαβίβαση θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο κατόπιν αιτήσεως των εν λόγω προσώπων ή, εάν πρόκειται να είναι αυτά οι αποδέκτες της διαβίβασης, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τα συμφέροντα και τα θεμελιώδη δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων.

(112)

Οι εν λόγω παρεκκλίσεις θα πρέπει να εφαρμόζονται ιδίως σε διαβιβάσεις δεδομένων που ζητήθηκαν και είναι αναγκαίες για σημαντικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, για παράδειγμα σε περιπτώσεις διεθνών ανταλλαγών δεδομένων μεταξύ αρχών ανταγωνισμού, φορολογικών ή τελωνειακών αρχών, μεταξύ αρχών χρηματοοικονομικής εποπτείας, μεταξύ υπηρεσιών αρμόδιων για θέματα κοινωνικής ασφάλισης ή δημόσιας υγείας, λόγου χάρη σε περίπτωση ιχνηλάτησης επαφών για τη διαπίστωση μολυσματικών νόσων ή με σκοπό τον περιορισμό και/ή την εξάλειψη της φαρμακοδιέγερσης (ντόπινγκ) στον αθλητισμό. Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει επίσης να θεωρείται σύννομη όταν είναι αναγκαία για την προστασία συμφέροντος που είναι ουσιώδες για τα ζωτικά συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου προσώπου, μεταξύ άλλων για τη σωματική ακεραιότητα ή τη ζωή, εάν το υποκείμενο των δεδομένων δεν είναι σε θέση να δώσει συγκατάθεση. Ελλείψει απόφασης επάρκειας, το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο κράτους μέλους μπορεί, για σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, να προβλέπει ρητώς περιορισμούς στη διαβίβαση ειδικών κατηγοριών δεδομένων σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν αυτές τις διατάξεις στην Επιτροπή. Οποιαδήποτε διαβίβαση σε διεθνή ανθρωπιστικό οργανισμό δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενός υποκειμένου που δεν έχει τη φυσική ή νομική ικανότητα να παράσχει τη συγκατάθεσή του, η οποία γίνεται με σκοπό να εκπληρωθεί καθήκον σύμφωνα με τις Συμβάσεις της Γενεύης ή με σκοπό τη συμμόρφωση προς το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο σε ένοπλες συγκρούσεις, θα μπορούσε να θεωρηθεί αναγκαία για ένα σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος ή επειδή αποσκοπεί σε ζωτικό συμφέρον του υποκειμένου των δεδομένων.

(113)

Διαβιβάσεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηρισθούν μη επαναλαμβανόμενες και οι οποίες αφορούν περιορισμένο αριθμό υποκειμένων των δεδομένων ενδέχεται να επιτρέπονται επίσης λόγω επιτακτικών έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, όταν τα συμφέροντα ή τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων δεν υπερισχύουν των συμφερόντων αυτών και όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει αξιολογήσει όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη διαβίβαση δεδομένων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να λαμβάνει ιδίως υπόψη τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τον σκοπό και τη διάρκεια της σχεδιαζόμενης πράξης ή πράξεων επεξεργασίας, καθώς και την κατάσταση στη χώρα προέλευσης, στην τρίτη χώρα και στη χώρα τελικού προορισμού, και να προβλέπει τις παρεχόμενες κατάλληλες εγγυήσεις για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι διαβιβάσεις αυτές θα πρέπει να είναι δυνατές μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες δεν συντρέχει κανένας από τους άλλους λόγους μεταβίβασης. Για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι θεμιτές προσδοκίες της κοινωνίας για αύξηση της γνώσης. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ενημερώνει την εποπτική αρχή και το υποκείμενο των δεδομένων για τη διαβίβαση.

(114)

Σε κάθε περίπτωση, αν η Επιτροπή δεν έλαβε απόφαση επάρκειας για το επίπεδο προστασίας των δεδομένων σε τρίτη χώρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να βρίσκουν λύσεις οι οποίες να παρέχουν στα υποκείμενα των δεδομένων αποτελεσματικά και νομικώς ισχυρά δικαιώματα όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων τους στην Ένωση μετά τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων, ώστε να συνεχίζουν να επωφελούνται των θεμελιωδών δικαιωμάτων και εγγυήσεων.

(115)

Μερικές τρίτες χώρες θεσπίζουν νόμους, κανονισμούς και άλλες νομικές πράξεις που φιλοδοξούν να ρυθμίσουν άμεσα τις δραστηριότητες επεξεργασίας φυσικών και νομικών προσώπων που υπάγονται στη δικαιοδοσία των κρατών μελών. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει αποφάσεις δικαστηρίων ή αποφάσεις διοικητικών αρχών σε τρίτες χώρες οι οποίες να απαιτούν από υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία να μεταβιβάσει ή να κοινολογήσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και οι οποίες δεν βασίζονται σε διεθνή συμφωνία, όπως για παράδειγμα σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής που ισχύει μεταξύ της αιτούσας τρίτης χώρας και της Ένωσης ή κράτους μέλους. Η εξωεδαφική εφαρμογή των εν λόγω νόμων, κανονισμών και άλλων νομικών πράξεων μπορεί να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και να εμποδίζει την επίτευξη της προστασίας των φυσικών προσώπων που διασφαλίζει στην Ένωση ο παρών κανονισμός. Οι διαβιβάσεις θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού για διαβίβαση προς τρίτες χώρες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, μεταξύ άλλων, αν η κοινολόγηση είναι απαραίτητη για σημαντικό λόγο δημόσιου συμφέροντος ο οποίος αναγνωρίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας.

(116)

Η διασυνοριακή διακίνηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτός της Ένωσης θέτει ενδεχομένως σε μεγαλύτερο κίνδυνο την ικανότητα των φυσικών προσώπων να ασκούν δικαιώματα προστασίας των δεδομένων ιδίως για να προστατεύονται έναντι της παράνομης χρήσης ή κοινολόγησης των συγκεκριμένων πληροφοριών. Ταυτόχρονα, οι εποπτικές αρχές μπορεί να διαπιστώσουν ότι αδυνατούν να δώσουν συνέχεια σε καταγγελίες ή να διενεργήσουν έρευνες σχετικά με δραστηριότητες εκτός των συνόρων τους. Οι προσπάθειές τους να συνεργασθούν σε διασυνοριακό πλαίσιο μπορεί επίσης να παρεμποδίζονται από ανεπαρκείς εξουσίες πρόληψης ή αποκατάστασης, από αντιφατικά νομικά καθεστώτα και από πρακτικά εμπόδια, όπως η απουσία πόρων. Επομένως, υπάρχει ανάγκη να προωθηθεί η στενότερη συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών προστασίας των δεδομένων, ώστε να διευκολύνονται να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να διενεργούν έρευνες με τους διεθνείς ομολόγους τους. Για να αναπτυχθούν διεθνείς μηχανισμοί συνεργασίας με σκοπό τη διευκόλυνση και την παροχή διεθνούς αμοιβαίας συνδρομής για την εφαρμογή της νομοθεσίας περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Επιτροπή και οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να συνεργάζονται σε δραστηριότητες σχετικές με την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας και σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

(117)

Η σύσταση εποπτικών αρχών στα κράτη μέλη, εξουσιοδοτημένων να εκτελούν τα καθήκοντά τους και να ασκούν τις εξουσίες τους με πλήρη ανεξαρτησία, είναι ουσιώδης συνιστώσα της προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να συστήσουν περισσότερες εποπτικές αρχές, ανάλογα με τη συνταγματική, οργανωτική και διοικητική δομή τους.

(118)

Η ανεξαρτησία των εποπτικών αρχών δεν θα πρέπει να σημαίνει ότι οι εποπτικές αρχές δεν μπορούν να υπόκεινται σε μηχανισμούς ελέγχου ή παρακολούθησης όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές τους δαπάνες ή σε δικαστικό έλεγχο.

(119)

Όταν ένα κράτος μέλος συστήνει περισσότερες εποπτικές αρχές, θα πρέπει να θεσπίζει διά νόμου μηχανισμούς, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική συμμετοχή των εποπτικών αυτών αρχών στον μηχανισμό συνεκτικότητας. Το συγκεκριμένο κράτος μέλος θα πρέπει να ορίζει, ιδίως, την εποπτική αρχή η οποία αποτελεί το ενιαίο σημείο επικοινωνίας για την αποτελεσματική συμμετοχή των εν λόγω αρχών στον μηχανισμό, ώστε να διασφαλίζεται ταχεία και εύρυθμη συνεργασία με άλλες εποπτικές αρχές, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων και την Επιτροπή.

(120)

Σε κάθε εποπτική αρχή θα πρέπει να παρέχονται οι οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι, οι εγκαταστάσεις και οι υποδομές τα οποία είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων της, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την αμοιβαία συνδρομή και τη συνεργασία με άλλες εποπτικές αρχές σε ολόκληρη την Ένωση. Κάθε εποπτική αρχή θα πρέπει να διαθέτει χωριστό, δημόσιο ετήσιο προϋπολογισμό, ο οποίος μπορεί να αποτελεί τμήμα τού συνολικού κρατικού ή εθνικού προϋπολογισμού.

(121)

Οι γενικές προϋποθέσεις για το μέλος ή τα μέλη της εποπτικής αρχής θα πρέπει να θεσπίζονται διά νόμου σε κάθε κράτος μέλος και θα πρέπει να προβλέπουν, ιδίως, ότι τα εν λόγω μέλη θα διορίζονται, με διαφανή διαδικασία, είτε από το κοινοβούλιο, την κυβέρνηση ή τον αρχηγό κράτους του κράτους μέλους βάσει προτάσεως της κυβέρνησης, μέλους της κυβέρνησης, του κοινοβουλίου ή τμήματος του κοινοβουλίου, είτε από ανεξάρτητο όργανο επιφορτισμένο προς τούτο από το δίκαιο των κρατών μελών. Προκειμένου να διασφαλισθεί η ανεξαρτησία των εποπτικών αρχών, το μέλος ή τα μέλη θα πρέπει να ενεργούν με ακεραιότητα, να απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τα καθήκοντά τους και, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, δεν θα πρέπει να ασκούν κανένα ασυμβίβαστο επάγγελμα, επικερδές ή μη. Η εποπτική αρχή θα πρέπει να διαθέτει δικό της προσωπικό, το οποίο επιλέγεται από την εποπτική αρχή ή από ανεξάρτητο φορέα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, και να τελεί υπό την αποκλειστική καθοδήγηση του μέλους ή των μελών της εποπτικής αρχής.

(122)

Κάθε εποπτική αρχή θα πρέπει να είναι αρμόδια, στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται, να ασκεί τις εξουσίες και να εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Αυτό θα πρέπει να καλύπτει ιδίως την επεξεργασία στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων μιας εγκατάστασης του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία στο έδαφος του δικού του κράτους μέλους, την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργείται από δημόσιες αρχές ή ιδιωτικούς φορείς που ενεργούν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, την επεξεργασία η οποία επηρεάζει υποκείμενα των δεδομένων στο έδαφός της ή την επεξεργασία που διενεργείται από υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία μη εγκατεστημένο στην Ένωση, όταν στοχεύει υποκείμενα των δεδομένων που διαμένουν στο έδαφός της. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει αντιμετώπιση καταγγελιών που υποβλήθηκαν από υποκείμενο των δεδομένων, διενέργεια ερευνών περί της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και προώθηση της ευαισθητοποίησης του κοινού για τους κινδύνους, τους κανόνες, τις εγγυήσεις και τα δικαιώματα που σχετίζονται με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(123)

Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να συμβάλλουν στη συνεπή εφαρμογή του σε ολόκληρη την Ένωση, προκειμένου να προστατεύονται τα φυσικά πρόσωπα έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα και να διευκολύνεται η ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εσωτερική αγορά. Για τον σκοπό αυτό, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Επιτροπή, χωρίς να απαιτείται κάποια συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών για την παροχή αμοιβαίας συνδρομής ή για τέτοια συνεργασία.

(124)

Όταν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πραγματοποιείται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων μιας εγκατάστασης ενός υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία στην Ένωση και ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία είναι εγκατεστημένος σε περισσότερα κράτη μέλη ή όταν η επεξεργασία που πραγματοποιείται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της μόνης εγκατάστασης υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία στην Ένωση επηρεάζει ουσιωδώς ή είναι πιθανόν να επηρεάσει ουσιωδώς υποκείμενα των δεδομένων σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, ως επικεφαλής αρχή ενεργεί η εποπτική αρχή για την κύρια εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία ή για τη μόνη εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία. Θα πρέπει να συνεργάζεται με τις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές, διότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία έχει εγκατάσταση στο έδαφος του κράτους μέλους τους, διότι υποκείμενα των δεδομένων που διαμένουν στο έδαφός τους επηρεάζονται ουσιωδώς ή διότι τους έχει υποβληθεί καταγγελία. Επίσης, όταν ένα υποκείμενο των δεδομένων που δεν διαμένει στο εν λόγω κράτος μέλος υποβάλλει καταγγελία, η εποπτική αρχή στην οποία έχει υποβληθεί θα πρέπει να είναι επίσης ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή. Στο πλαίσιο των καθηκόντων του να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, ιδίως για τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί εάν η εν λόγω επεξεργασία επηρεάζει ουσιωδώς υποκείμενα των δεδομένων σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη και τι συνιστά σχετική και αιτιολογημένη ένσταση.

(125)

Η επικεφαλής αρχή θα πρέπει να είναι αρμόδια να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις όσον αφορά μέτρα τα οποία εφαρμόζουν τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Υπό την ιδιότητά της ως επικεφαλής αρχή, η εποπτική αρχή θα πρέπει να μεριμνά για την ενεργό συμμετοχή και τον συντονισμό των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Όταν η απόφαση απορρίπτει, εν όλω ή εν μέρει, την καταγγελία του υποκειμένου των δεδομένων, η απόφαση αυτή θα πρέπει να εγκρίνεται από την εποπτική αρχή στην οποία υποβλήθηκε η καταγγελία.

(126)

Η απόφαση θα πρέπει να συμφωνείται από κοινού από την επικεφαλής εποπτική αρχή και τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και θα πρέπει να απευθύνεται προς την κύρια ή μόνη εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και να είναι δεσμευτική για τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τον εκτελούντα την επεξεργασία. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την τήρηση του παρόντος κανονισμού και την εφαρμογή της απόφασης που κοινοποίησε η επικεφαλής εποπτική αρχή στην κύρια εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία όσον αφορά τις δραστηριότητες επεξεργασίας στην Ένωση.

(127)

Κάθε εποπτική αρχή που δεν ενεργεί ως η επικεφαλής εποπτική αρχή θα πρέπει να είναι αρμόδια να επιλαμβάνεται τοπικών υποθέσεων όπου ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία είναι εγκατεστημένος σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, αλλά το αντικείμενο της συγκεκριμένης επεξεργασίας αφορά μόνο επεξεργασία που πραγματοποιείται σε ένα μόνο κράτος μέλος και αφορά υποκείμενα των δεδομένων σε αυτό το κράτος μέλος μόνο, παραδείγματος χάριν, όταν το αντικείμενο αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εργαζομένων στο συγκεκριμένο πλαίσιο απασχόλησης ενός κράτους μέλους. Στις περιπτώσεις αυτές, η εποπτική αρχή θα πρέπει να ενημερώνει περί αυτού την επικεφαλής εποπτική αρχή χωρίς καθυστέρηση. Αφού ενημερωθεί, η επικεφαλής εποπτική αρχή θα πρέπει να αποφασίζει εάν θα επιληφθεί της υπόθεσης σύμφωνα με τη διάταξη σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της επικεφαλής εποπτικής αρχής και άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών («μηχανισμός μίας στάσης»), ή εάν θα πρέπει να επιληφθεί της υπόθεσης σε τοπικό επίπεδο η εποπτική αρχή που την ενημέρωσε. Όταν αποφασίζει εάν θα επιληφθεί της υπόθεσης, η επικεφαλής εποπτική αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη εάν υπάρχει εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία στο κράτος μέλος της εποπτικής αρχής που την ενημέρωσε, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματική επιβολή της απόφασης έναντι του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία. Όταν η επικεφαλής εποπτική αρχή αποφασίζει να επιληφθεί της υπόθεσης, η εποπτική αρχή που την ενημέρωσε θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει σχέδιο απόφασης, το οποίο θα πρέπει η επικεφαλής εποπτική αρχή να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη κατά την προετοιμασία του σχεδίου απόφασης στο πλαίσιο του εν λόγω μηχανισμού μίας στάσης.

(128)

Οι κανόνες σχετικά με την επικεφαλής εποπτική αρχή και τον μηχανισμό μίας στάσης δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν η επεξεργασία διενεργείται από δημόσιες αρχές ή ιδιωτικούς φορείς προς το δημόσιο συμφέρον. Στις περιπτώσεις αυτές, η μόνη εποπτική αρχή που είναι αρμόδια να ασκεί τις εξουσίες που της ανατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι η εποπτική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η δημόσια αρχή ή ο ιδιωτικός φορέας.

(129)

Για να διασφαλιστεί ομοιόμορφη παρακολούθηση και επιβολή του παρόντος κανονισμού σε ολόκληρη την Ένωση, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν σε κάθε κράτος μέλος τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες πραγματικές εξουσίες, μεταξύ των οποίων εξουσίες διερεύνησης, διορθωτικές εξουσίες και κυρώσεις, καθώς και αδειοδοτικές και συμβουλευτικές εξουσίες, ιδίως στην περίπτωση καταγγελιών εκ μέρους φυσικών προσώπων, και, με την επιφύλαξη των εξουσιών των εισαγγελικών αρχών δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους, την εξουσία να παραπέμπουν παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού στις δικαστικές αρχές και να παίρνουν μέρος σε νομικές διαδικασίες. Οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν την εξουσία επιβολής προσωρινού ή οριστικού περιορισμού της επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσής της. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ειδικότερα άλλα καθήκοντα σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Οι εξουσίες των εποπτικών αρχών θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τις κατάλληλες διαδικαστικές διασφαλίσεις που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και το δίκαιο των κρατών μελών, αμερόληπτα, δίκαια και σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ιδίως, κάθε μέτρο θα πρέπει να είναι κατάλληλο, αναγκαίο και αναλογικό, ώστε να διασφαλίζει συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε ατομικής περίπτωσης, να σέβεται το δικαίωμα ακρόασης κάθε προσώπου προτού ληφθεί μεμονωμένο μέτρο εις βάρος του και να μην προκαλεί περιττά έξοδα και υπέρμετρες επιβαρύνσεις για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Οι ερευνητικές εξουσίες όσον αφορά πρόσβαση σε εγκαταστάσεις θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τις ειδικές απαιτήσεις του δικονομικού δικαίου του κράτους μέλους, όπως η απαίτηση έκδοσης προηγούμενης δικαστικής έγκρισης. Κάθε νομικά δεσμευτικό μέτρο της εποπτικής αρχής θα πρέπει να υποβάλλεται γραπτώς, να είναι σαφές και απερίφραστο, να αναφέρει την εποπτική αρχή που το εξέδωσε, την ημερομηνία έκδοσής του, να φέρει την υπογραφή του προϊσταμένου ή μέλους της εποπτικής αρχής εξουσιοδοτημένου εκ μέρους του, να αναφέρει τους λόγους για τη λήψη του μέτρου και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. Τούτο δεν θα πρέπει να αποκλείει τη δυνατότητα πρόσθετων απαιτήσεων σύμφωνα με το δικονομικό δίκαιο του κράτους μέλους. Η έκδοση νομικά δεσμευτικής απόφασης συνεπάγεται ότι μπορεί, ενδεχομένως, να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου στο κράτος μέλος της εποπτικής αρχής που εξέδωσε την απόφαση.

(130)

Όταν η εποπτική αρχή προς την οποία υποβλήθηκε η καταγγελία δεν είναι η επικεφαλής εποπτική αρχή, η επικεφαλής εποπτική αρχή θα πρέπει να συνεργάζεται στενά με την εποπτική αρχή προς την οποία υποβλήθηκε η καταγγελία σύμφωνα με τις διατάξεις περί συνεργασίας και συνεκτικότητας που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η επικεφαλής εποπτική αρχή θα πρέπει, όταν λαμβάνει μέτρα προορισμένα να παράγουν έννομες συνέπειες, όπως η επιβολή διοικητικών προστίμων, να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τις απόψεις της εποπτικής αρχής προς την οποία υποβλήθηκε η καταγγελία και η οποία θα πρέπει να παραμένει αρμόδια να διενεργεί τυχόν έρευνα στο έδαφος του κράτους μέλους της σε σύνδεση με την αρμόδια εποπτική αρχή.

(131)

Όταν άλλη εποπτική αρχή πρέπει να ενεργήσει ως επικεφαλής εποπτική αρχή για δραστηριότητες επεξεργασίας του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, αλλά το συγκεκριμένο αντικείμενο της προσφυγής ή η τυχόν παράβαση αφορά μόνο δραστηριότητες επεξεργασίας του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία στο κράτος μέλος όπου υποβλήθηκε η καταγγελία ή διαπιστώθηκε η τυχόν παράβαση και το θέμα δεν επηρεάζει σημαντικά ή δεν είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικά υποκείμενα των δεδομένων σε άλλα κράτη μέλη, η εποπτική αρχή που λαμβάνει μία καταγγελία ή διαπιστώνει ή πληροφορείται με άλλον τρόπο καταστάσεις που συνεπάγονται παραβάσεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να επιδιώκει φιλικό διακανονισμό με τον υπεύθυνο επεξεργασίας και, εάν αυτό αποδειχθεί ανεπιτυχές, να ασκεί το πλήρες εύρος των εξουσιών της. Τούτο θα πρέπει να περιλαμβάνει: την ειδική επεξεργασία η οποία διενεργείται στο έδαφος του κράτους μέλους της εποπτικής αρχής ή όσον αφορά υποκείμενα των δεδομένων στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους· την επεξεργασία η οποία διενεργείται στο πλαίσιο προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών απευθυνόμενων ειδικά σε υποκείμενα των δεδομένων στην επικράτεια του κράτους μέλους της εποπτικής αρχής ή την επεξεργασία η οποία πρέπει να εκτιμηθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες νομικές υποχρεώσεις βάσει του δικαίου του κράτους μέλους.

(132)

Οι δραστηριότητες ευαισθητοποίησης από τις εποπτικές αρχές οι οποίες απευθύνονται στο κοινό θα πρέπει να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα για τους υπευθύνους επεξεργασίας και τους εκτελούντες την επεξεργασία, περιλαμβανομένων πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και φυσικών προσώπων ιδίως στο πλαίσιο της εκπαίδευσης.

(133)

Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να αλληλοϋποστηρίζονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεκτική εφαρμογή και επιβολή του παρόντος κανονισμού στην εσωτερική αγορά. Εποπτική αρχή που ζητεί αμοιβαία συνδρομή μπορεί να λάβει προσωρινό μέτρο, εάν δε λάβει απάντηση σε αίτημα αμοιβαίας συνδρομής μέσα σε ένα μήνα από την παραλαβή του εν λόγω αιτήματος από την άλλη εποπτική αρχή.

(134)

Κάθε εποπτική αρχή θα πρέπει, κατά περίπτωση, να συμμετέχει σε κοινές επιχειρήσεις με άλλες εποπτικές αρχές. Η εποπτική αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα θα πρέπει να υποχρεούται να απαντά στο αίτημα εντός καθορισμένης προθεσμίας.

(135)

Για να διασφαλιστεί συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να θεσπισθεί μηχανισμός συνεκτικότητας για τη συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών. Ο εν λόγω μηχανισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται ειδικότερα όταν μια εποπτική αρχή σκοπεύει να θεσπίσει μέτρο που πρόκειται να παραγάγει έννομες συνέπειες όσον αφορά πράξεις επεξεργασίας που επηρεάζουν ουσιωδώς σημαντικό αριθμό υποκειμένων των δεδομένων σε περισσότερα κράτη μέλη. Θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης όταν κάποια ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή ή η Επιτροπή ζητούν τον χειρισμό της υπόθεσης στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεκτικότητας. Ο εν λόγω μηχανισμός δεν θα πρέπει να θίγει τυχόν μέτρα τα οποία ενδέχεται να λάβει η Επιτροπή κατά την άσκηση των εξουσιών της βάσει των Συνθηκών.

(136)

Κατά την εφαρμογή του μηχανισμού συνεκτικότητας, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να εκδίδει γνώμη, εντός καθορισμένης προθεσμίας, εφόσον αποφασίσει κάτι τέτοιο η πλειοψηφία των μελών του ή εφόσον του ζητηθεί από κάποια ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή ή από την Επιτροπή. Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει νομικώς δεσμευτικές αποφάσεις όταν υπάρχουν διαφορές μεταξύ εποπτικών αρχών. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να εκδίδει, κατ' αρχήν με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του, νομικά δεσμευτικές αποφάσεις σε σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις όπου υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις μεταξύ εποπτικών αρχών, ιδίως στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεργασίας μεταξύ της επικεφαλής εποπτικής αρχής και των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών επί της ουσίας της υποθέσεως, ιδίως για το αν υπάρχει παράβαση του παρόντος κανονισμού.

(137)

Ενδέχεται να υπάρχει επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος να παρεμποδισθεί σημαντικά η άσκηση δικαιώματος ενός υποκειμένου των δεδομένων. Επομένως, μια εποπτική αρχή θα πρέπει να μπορεί να θεσπίζει δεόντως αιτιολογημένα προσωρινά μέτρα στο έδαφός της με προσδιορισμένη διάρκεια ισχύος η οποία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

(138)

Η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για το σύννομο του μέτρου που λαμβάνει εποπτική αρχή με σκοπό να παραγάγει έννομα αποτελέσματα στις περιπτώσεις στις οποίες η εφαρμογή του είναι υποχρεωτική. Σε άλλες περιπτώσεις διασυνοριακού ενδιαφέροντος, θα πρέπει να εφαρμόζεται ο μηχανισμός συνεργασίας μεταξύ της επικεφαλής αρχής και των ενδιαφερομένων εποπτικών αρχών, οι δε ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές θα μπορούσαν να προσφεύγουν σε αμοιβαία συνδρομή και κοινές επιχειρήσεις, σε διμερή ή πολυμερή βάση, χωρίς να ενεργοποιούν τον μηχανισμό συνεκτικότητας.

(139)

Προκειμένου να προαγάγει τη συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να συσταθεί ως ανεξάρτητος φορέας της Ένωσης. Για να εκπληρώσει τους στόχους του, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να έχει νομική προσωπικότητα. Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να εκπροσωπείται από τον πρόεδρό του. Θα πρέπει να αντικαταστήσει την ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συστάθηκε με την οδηγία 95/46/ΕΚ. Θα πρέπει να απαρτίζεται από τον προϊστάμενο εποπτικής αρχής από κάθε κράτος μέλος και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ή τους αντίστοιχους εκπροσώπους τους. Η Επιτροπή θα πρέπει να συμμετέχει στις δραστηριότητές του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων χωρίς δικαίωμα ψήφου και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να έχει ειδικά δικαιώματα ψήφου. Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να συμβάλλει στη συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ολόκληρη την Ένωση, μεταξύ άλλων παρέχοντας συμβουλές στην Επιτροπή, ιδίως για το επίπεδο προστασίας σε τρίτες χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς, και προωθώντας τη συνεργασία των εποπτικών αρχών σε ολόκληρη την Ένωση. Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να ενεργεί ανεξάρτητα κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

(140)

Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να επικουρείται από γραμματεία που παρέχεται από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Το προσωπικό του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων το οποίο συμμετέχει στην άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του αποκλειστικά υπό τις οδηγίες του Προέδρου του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων και να τον ενημερώνει σχετικά.

(141)

Κάθε υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε μία μόνη εποπτική αρχή, ιδίως στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του, και το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, εφόσον θεωρεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του βάσει του παρόντος κανονισμού ή όταν η εποπτική αρχή δεν δίνει συνέχεια σε μια καταγγελία, απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει ή κρίνει απαράδεκτη μια καταγγελία ή δεν ενεργεί ενώ οφείλει να ενεργήσει για να προστατεύσει τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων. Η διερεύνηση κατόπιν καταγγελίας θα πρέπει να διενεργείται, με την επιφύλαξη δικαστικού ελέγχου, στον βαθμό που ενδείκνυται για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Η εποπτική αρχή οφείλει να ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για την πρόοδο και την έκβαση της καταγγελίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Εάν η υπόθεση απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση ή συντονισμό με άλλη εποπτική αρχή, θα πρέπει να παρέχεται ενδιάμεση ενημέρωση στο υποκείμενο των δεδομένων. Προκειμένου να διευκολύνει την υποβολή καταγγελιών, κάθε εποπτική αρχή θα πρέπει να λαμβάνει μέτρα όπως η παροχή εντύπου υποβολής καταγγελίας, το οποίο να μπορεί να συμπληρωθεί και ηλεκτρονικά, χωρίς να αποκλείονται άλλοι τρόποι επικοινωνίας.

(142)

Όταν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του βάσει του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αναθέσει σε μη κερδοσκοπικό φορέα, οργανισμό ή οργάνωση που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλος, διαθέτει καταστατικούς σκοπούς που είναι προς το δημόσιο συμφέρον και δραστηριοποιείται στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να υποβάλει καταγγελία εξ ονόματός του σε εποπτική αρχή, να ασκήσει το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής για λογαριασμό των υποκειμένων των δεδομένων ή, εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους, το δικαίωμα να λάβει αποζημίωση για λογαριασμό των υποκειμένων των δεδομένων. Κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι αυτός ο φορέας, οργανισμός ή οργάνωση να έχει το δικαίωμα να υποβάλει σε αυτό το κράτος μέλος καταγγελία, ανεξάρτητα από τυχόν ανάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, και δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής, όταν έχει λόγους να θεωρεί ότι τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού. Ο εν λόγω φορέας, οργανισμός ή οργάνωση ενδέχεται να μην έχει το δικαίωμα να απαιτεί αποζημίωση για λογαριασμό του υποκειμένου των δεδομένων, ανεξάρτητα από τυχόν ανάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.

(143)

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή για την ακύρωση των αποφάσεων του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Ως αποδέκτες των αποφάσεων αυτών, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές που επιθυμούν να τις προσβάλουν πρέπει να ασκήσουν προσφυγή εντός δύο μηνών από την κοινοποίησή τους, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Σε περίπτωση που οι αποφάσεις του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων αφορούν άμεσα και ατομικά έναν υπεύθυνο επεξεργασίας, εκτελούντα την επεξεργασία ή καταγγέλλοντα, αυτοί μπορούν να ασκήσουν προσφυγή για την ακύρωση των αποφάσεων αυτών εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση των αποφάσεων αυτών στον διαδικτυακό τόπο του ΣυμβουλίουΠροστασίας Δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Mε την επιφύλαξη αυτού του δικαιώματος δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο θα πρέπει να έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου κατά απόφασης εποπτικής αρχής η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα που αφορούν το εν λόγω πρόσωπο. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν ειδικότερα την άσκηση των εξουσιών έρευνας και των διορθωτικών και αδειοδοτικών εξουσιών από την εποπτική αρχή ή τις περιπτώσεις στις οποίες οι καταγγελίες κρίνονται απαράδεκτες ή απορρίπτονται. Ωστόσο, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής δεν καλύπτει μέτρα εποπτικών αρχών που δεν είναι νομικώς δεσμευτικά, όπως οι γνωμοδοτήσεις ή οι συμβουλές που παρέχονται από την εποπτική αρχή. Η διαδικασία κατά εποπτικής αρχής θα πρέπει να κινείται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εποπτική αρχή και να διεξάγεται σύμφωνα με το δικονομικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους. Τα δικαστήρια αυτά θα πρέπει να ασκούν πλήρη δικαιοδοσία, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει τη δικαιοδοσία να εξετάζουν όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα σχετικά με τη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν τους.

Όταν μια καταγγελία έχει απορριφθεί ή κριθεί απαράδεκτη από εποπτική αρχή, ο καταγγέλλων μπορεί να κινήσει διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων στο ίδιο κράτος μέλος. Στο πλαίσιο των δικαστικών προσφυγών που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα εθνικά δικαστήρια τα οποία θεωρούν ότι μια απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως μπορούν ή, στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, υποχρεούνται να ζητήσουν από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής απόφασης επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, όταν μια απόφαση εποπτικής αρχής η οποία εφαρμόζει απόφαση του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων προσβληθεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και αμφισβητηθεί το κύρος της απόφασης του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, το εν λόγω εθνικό δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει άκυρη την απόφαση του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων αλλά οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα του κύρους στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, εάν θεωρεί την απόφαση άκυρη. Ωστόσο, ένα εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα του κύρους μιας απόφασης του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων κατόπιν αιτήματος φυσικού ή νομικού προσώπου που είχε τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής, ιδίως εάν η απόφαση αυτή το αφορούσε άμεσα και ατομικά, αλλά δεν το έπραξε εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

(144)

Σε περίπτωση που ένα δικαστήριο επιληφθεί διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά απόφασης εποπτικής αρχής και έχει λόγους να θεωρεί ότι έχει κινηθεί διαδικασία για την ίδια επεξεργασία, όπως για το ίδιο αντικείμενο όσον αφορά την επεξεργασία από τον ίδιο υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα επεξεργασία ή για την ίδια αιτία, ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου σε άλλο κράτος μέλος, θα πρέπει να επικοινωνεί με το εν λόγω δικαστήριο για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη αυτής της συναφούς διαδικασίας. Αν η συναφής διαδικασία εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου σε άλλο κράτος μέλος, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει επιληφθεί πρώτο δύναται να αναστείλει τη διαδικασία του ή δύναται, κατόπιν αιτήσεως ενός εκ των διαδίκων, να απεκδυθεί της αρμοδιότητάς του υπέρ του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί πρώτο, εφόσον το εν λόγω δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την εν λόγω διαδικασία και το δίκαιό του επιτρέπει τη συνεκδίκαση αυτών των συναφών διαδικασιών. Θεωρούνται συναφείς οι διαδικασίες που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά, ώστε να υπάρχει συμφέρον να εκδικαστούν και να κριθούν από κοινού, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων, όπως θα συνέβαινε εάν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά.

(145)

Για διαδικασίες κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία, ο προσφεύγων θα πρέπει να μπορεί να επιλέγει εάν θα ασκήσει την προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών επεξεργασία διαθέτει εγκατάσταση ή στο κράτος μέλος στο οποίο διαμένει το υποκείμενο των δεδομένων, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι δημόσια αρχή κράτους μέλους που ενεργεί στο πλαίσιο της άσκησης των δημόσιων εξουσιών της.

(146)

Κάθε ζημία την οποία υφίσταται ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα επεξεργασίας κατά παράβαση του παρόντα κανονισμού θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αποζημίωσης από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση αποζημίωσης εάν αποδείξουν ότι δεν φέρουν καμία ευθύνη για τη ζημία. Η έννοια της ζημίας θα πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά με γνώμονα τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά τρόπον ώστε να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι στόχοι του παρόντος κανονισμού. Αυτό δεν επηρεάζει τυχόν αξιώσεις αποζημίωσης, ασκούμενες λόγω παραβίασης άλλων κανόνων του δικαίου της Ένωσης ή των κρατών μελών. Επεξεργασία κατά παράβαση του παρόντα κανονισμού συμπεριλαμβάνει επίσης τυχόν επεξεργασία που γίνεται κατά παράβαση των κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων που εκδίδονται κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και του δικαίου των κρατών μελών που εξειδικεύει τους κανόνες του παρόντος κανονισμού. Τα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να λαμβάνουν πλήρη και ουσιαστική αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν. Σε περίπτωση που υπεύθυνοι επεξεργασίας ή εκτελούντες επεξεργασία συμμετέχουν στην ίδια επεξεργασία, κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να ευθύνεται για τη συνολική ζημία. Ωστόσο, όταν παραπέμπονται από κοινού ενώπιον της δικαιοσύνης, σύμφωνα με το δίκαιο των κρατών μελών, η αποζημίωση δύναται να καταμεριστεί σύμφωνα με την ευθύνη που φέρει ο κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία για τη ζημία που προκάλεσε η επεξεργασία, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται η πλήρης και ουσιαστική αποζημίωση του υποκειμένου των δεδομένων που υπέστη τη ζημία. Κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία που κατέβαλε πλήρη αποζημίωση μπορεί ακολούθως να προσφύγει κατά άλλων υπευθύνων επεξεργασίας ή εκτελούντων την επεξεργασία που συμμετέχουν στην ίδια επεξεργασία.

(147)

Σε περίπτωση που ο παρών κανονισμός περιέχει ειδικούς κανόνες δικαιοδοσίας, ιδίως όσον αφορά διαδικασίες με τις οποίες ασκείται δικαστική προσφυγή, μεταξύ άλλων για αποζημίωση, κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος επεξεργασία, οι γενικοί κανόνες δικαιοδοσίας όπως οι προβλεπόμενοι στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) δεν θα πρέπει να θίγουν την εφαρμογή αυτών των ειδικών κανόνων.

(148)

Προκειμένου να ενισχυθεί η επιβολή των κανόνων του παρόντος κανονισμού, κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών προστίμων, θα πρέπει να επιβάλλονται για κάθε παράβαση του παρόντος κανονισμού, επιπρόσθετα ή αντί των κατάλληλων μέτρων που επιβάλλονται από την εποπτική αρχή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Σε περίπτωση παράβασης ελάσσονος σημασίας ή αν το πρόστιμο που ενδέχεται να επιβληθεί θα αποτελούσε δυσανάλογη επιβάρυνση σε φυσικό πρόσωπο, θα μπορούσε να επιβληθεί επίπληξη αντί προστίμου. Θα πρέπει ωστόσο να λαμβάνονται δεόντως υπόψη η φύση, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης, ο εσκεμμένος χαρακτήρας της παράβασης, οι δράσεις που αναλήφθηκαν για τον μετριασμό της ζημίας, ο βαθμός της ευθύνης ή τυχόν άλλες σχετικές προηγούμενες παραβάσεις, ο τρόπος με τον οποίο η εποπτική αρχή πληροφορήθηκε την παράβαση, η συμμόρφωση με τα μέτρα κατά του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, η τήρηση κώδικα δεοντολογίας και κάθε άλλο επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό στοιχείο. Η επιβολή κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών προστίμων, θα πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλες δικονομικές εγγυήσεις σύμφωνα με τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου και του Χάρτη, συμπεριλαμβανομένης της πραγματικής δικαστικής προστασίας και της ορθής διαδικασίας.

(149)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να θεσπίζουν τους κανόνες περί ποινικών κυρώσεων για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων για παραβάσεις των εθνικών κανόνων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή και εντός των ορίων του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω ποινικές κυρώσεις μπορούν επίσης να συνίστανται σε αποστέρηση από τα οφέλη που αποκτήθηκαν χάριν των παραβάσεων του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, η επιβολή ποινικών κυρώσεων για παραβάσεις τέτοιων εθνικών κανόνων και διοικητικών κυρώσεων δεν θα πρέπει να οδηγεί σε παραβίαση της αρχής ne bis in idem, όπως την ερμηνεύει το Δικαστήριο.

(150)

Για την ενίσχυση και την εναρμόνιση των διοικητικών ποινών κατά παραβάσεων του παρόντος κανονισμού, κάθε εποπτική αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να υποδεικνύει τις παραβιάσεις, και το ανώτατο όριο και τα κριτήρια για τον καθορισμό των σχετικών διοικητικών προστίμων, τα οποία θα πρέπει να καθορίζονται από την αρμόδια εποπτική αρχή σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι συναφείς περιστάσεις της συγκεκριμένης κατάστασης, με τη δέουσα προσοχή ειδικότερα στη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης και στις συνέπειές της και τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και για την πρόληψη ή τον μετριασμό των συνεπειών της παράβασης. Σε περίπτωση που τα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται σε επιχείρηση, μια επιχείρηση θα πρέπει να νοείται επιχείρηση σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ για τους σκοπούς αυτούς. Σε περίπτωση που τα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται σε πρόσωπα που δεν είναι επιχειρήσεις, η εποπτική αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γενικό επίπεδο εισοδημάτων στο κράτος μέλος, καθώς και την οικονομική κατάσταση του προσώπου, όταν εξετάζει το ενδεδειγμένο ποσό του προστίμου. Ο μηχανισμός συνεκτικότητας μπορεί να χρησιμοποιείται επίσης για να προωθήσει μια συνεκτική επιβολή διοικητικών προστίμων. Θα πρέπει να εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν εάν και σε ποιο βαθμό μπορούν να επιβάλλονται διοικητικά πρόστιμα σε δημόσιες αρχές. Η επιβολή διοικητικού προστίμου ή η προειδοποίηση δεν θίγει την εφαρμογή των λοιπών εξουσιών των εποπτικών αρχών ή άλλων κυρώσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(151)

Στα νομικά συστήματα της Δανίας και της Εσθονίας δεν προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα όπως καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι κανόνες σχετικά με τα διοικητικά πρόστιμα μπορούν να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε στη Δανία το πρόστιμο να επιβάλλεται από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια ως ποινική κύρωση και στην Εσθονία το πρόστιμο να επιβάλλεται από την εποπτική αρχή στο πλαίσιο διαδικασίας για πλημμελήματα, υπό την προϋπόθεση ότι μια τέτοια εφαρμογή των κανόνων σε αυτά τα κράτη μέλη έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από τις εποπτικές αρχές. Ως εκ τούτου, τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη σύσταση της εποπτικής αρχής από την οποία προέρχεται το πρόστιμο. Εν πάση περιπτώσει, τα πρόστιμα που επιβάλλονται θα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

(152)

Όταν ο παρών κανονισμός δεν εναρμονίζει διοικητικές ποινές ή αν είναι αναγκαίο σε άλλες περιπτώσεις, λόγου χάρη σε περιπτώσεις σοβαρών παραβάσεων του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν ένα σύστημα αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών ποινών. Η φύση των εν λόγω ποινών, ποινικών ή διοικητικών, θα πρέπει να προσδιορίζεται από το δίκαιο των κρατών μελών.

(153)

Το δίκαιο των κρατών μελών θα πρέπει να συμφιλιώνει τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, περιλαμβανομένης της δημοσιογραφικής, πανεπιστημιακής, καλλιτεχνικής ή και λογοτεχνικής έκφρασης, με το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μόνο για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή για σκοπούς πανεπιστημιακής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης θα πρέπει να υπόκειται σε παρεκκλίσεις ή εξαιρέσεις από ορισμένες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, εφόσον είναι αναγκαίο για να συμβιβασθεί το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη. Αυτό θα πρέπει να ισχύει ειδικότερα όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον οπτικοακουστικό τομέα και στα αρχεία ειδήσεων και στις βιβλιοθήκες τύπου. Επομένως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν νομοθετικά μέτρα που να προβλέπουν τις αναγκαίες εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις για την εξισορρόπηση των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν τέτοιες εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις σχετικά με τις γενικές αρχές, τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, του υπευθύνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία, τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, τις ανεξάρτητες εποπτικές αρχές, τη συνεργασία και τη συνεκτικότητα και ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων. Όταν οι εν λόγω απαλλαγές ή παρεκκλίσεις διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, θα πρέπει να εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Για να ληφθεί υπόψη η σημασία του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, είναι απαραίτητο να ερμηνεύονται διασταλτικά οι έννοιες που σχετίζονται με την εν λόγω ελευθερία, όπως η δημοσιογραφία.

(154)

Ο παρών κανονισμός επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της πρόσβασης του κοινού στα επίσημα έγγραφα κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμό. Η πρόσβαση του κοινού σε επίσημα έγγραφα μπορεί να θεωρηθεί ως δημόσιο συμφέρον. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε έγγραφα που τηρούνται από δημόσια αρχή ή δημόσιο φορέα θα πρέπει να μπορούν να κοινολογούνται δημοσίως από την εν λόγω αρχή ή τον φορέα εάν η κοινολόγηση προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται η δημόσια αρχή ή ο δημόσιος φορέας. Τα δίκαια αυτά θα πρέπει να συμφιλιώνουν την πρόσβαση του κοινού σε επίσημα έγγραφα και την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα με το δικαίωμα προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και μπορούν, συνεπώς, να προβλέπουν την αναγκαία συμφιλίωση με το δικαίωμα προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η αναφορά σε δημόσιες αρχές και φορείς θα πρέπει εν προκειμένω να περιλαμβάνει όλες τις αρχές ή άλλους φορείς που καλύπτονται από το δίκαιο κράτους μέλους σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα. Η οδηγία 2003/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) δεν θίγει και δεν επηρεάζει κατά κανένα τρόπο το επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου και του δικαίου των κρατών μελών και ιδίως δεν μεταβάλλει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό. Ειδικότερα, η εν λόγω οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε έγγραφα στα οποία η πρόσβαση απαγορεύεται ή περιορίζεται δυνάμει των καθεστώτων πρόσβασης για λόγους προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ούτε σε τμήματα εγγράφων που είναι προσβάσιμα δυνάμει των εν λόγω καθεστώτων και περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα η εκ νέου χρήση των οποίων προβλέπεται από το δίκαιο ότι είναι ασυμβίβαστη με το δίκαιο που αφορά την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(155)

Στο δίκαιο των κρατών μελών ή σε συλλογικές συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων των «εργασιακών συμφωνιών», μπορούν να θεσπίζονται ειδικοί κανόνες για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης, ιδίως για τους όρους υπό τους οποίους δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της απασχόλησης μπορούν να υφίστανται επεξεργασία με βάση τη συγκατάθεση του εργαζομένου, για σκοπούς πρόσληψης, εκτέλεσης της σύμβασης απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον νόμο ή από συλλογικές συμβάσεις, διαχείρισης, προγραμματισμού και οργάνωσης εργασίας, ισότητας και πολυμορφίας στο χώρο εργασίας και υγείας και ασφάλειας στην εργασία, καθώς και για σκοπούς άσκησης και απόλαυσης, σε ατομική ή συλλογική βάση, δικαιωμάτων και παροχών που σχετίζονται με την απασχόληση και για σκοπούς καταγγελίας της σχέσης απασχόλησης.

(156)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς θα πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλες εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω εγγυήσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι έχουν θεσπιστεί τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που εγγυώνται, ειδικότερα, την αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων. Η περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς πραγματοποιείται όταν ο υπεύθυνος της επεξεργασίας έχει εκτιμήσει κατά πόσο είναι εφικτό να εκπληρωθούν οι σκοποί αυτοί μέσω της επεξεργασίας δεδομένων τα οποία δεν επιτρέπουν ή δεν επιτρέπουν πλέον την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν κατάλληλες εγγυήσεις (όπως, για παράδειγμα, η ψευδωνυμοποίηση των δεδομένων). Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν κατάλληλες διασφαλίσεις σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς. Θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να παρέχουν, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με δέουσες εγγυήσεις για τα υποκείμενα των δεδομένων, προδιαγραφές και παρεκκλίσεις όσον αφορά τις απαιτήσεις πληροφόρησης και τα δικαιώματα διόρθωσης και διαγραφής, το δικαίωμα στη λήθη, το δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας,το δικαίωμα στη φορητότητα των δεδομένων και το δικαίωμα αντίταξης κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς. Οι εν λόγω προϋποθέσεις και εγγυήσεις ενδέχεται να συνεπάγονται ειδικές διαδικασίες, ώστε τα υποκείμενα των δεδομένων να ασκούν τα δικαιώματα αυτά, εφόσον είναι σκόπιμο για τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη συγκεκριμένη επεξεργασία, παράλληλα με τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για επιστημονικούς σκοπούς θα πρέπει να συμμορφώνεται επίσης με άλλες σχετικές νομοθεσίες, όπως αυτή για τις κλινικές δοκιμές.

(157)

Συνδυάζοντας πληροφορίες από μητρώα, οι ερευνητές μπορούν να αποκτούν νέες γνώσεις μεγάλης σημασίας όσον αφορά διαδεδομένες παθολογικές καταστάσεις όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνος και κατάθλιψη. Βάσει των μητρώων, τα αποτελέσματα των ερευνών μπορούν να ενισχύονται, δεδομένου ότι στηρίζονται σε ευρύτερη πληθυσμιακή βάση. Στις κοινωνικές επιστήμες, η έρευνα βάσει μητρώων δίνει στους ερευνητές τη δυνατότητα να αποκτούν ουσιαστικές γνώσεις για τον μακροπρόθεσμο συσχετισμό ορισμένων κοινωνικών καταστάσεων, όπως η ανεργία και η εκπαίδευση με άλλες συνθήκες διαβίωσης. Τα αποτελέσματα των ερευνών που αποκτώνται μέσω μητρώων παρέχουν αξιόπιστες και ποιοτικές γνώσεις οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικής βασισμένης στη γνώση, να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής ορισμένων ανθρώπων και να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών υπηρεσιών. Με στόχο τη διευκόλυνση της επιστημονικής έρευνας, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς επιστημονικής έρευνας, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις και εγγυήσεις που θεσπίζονται στο ενωσιακό δίκαιο ή στο δίκαιο κράτους μέλους.

(158)

Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης, ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να ισχύει και για την επεξεργασία αυτή, έχοντας κατά νου ότι ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να ισχύει για τους θανόντες. Δημόσιες αρχές και δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς που τηρούν αρχεία δημόσιου συμφέροντος θα πρέπει να είναι υπηρεσίες οι οποίες, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο κράτους μέλους, υπέχουν εκ του νόμου υποχρέωση να αποκτούν, να διατηρούν, να αξιολογούν, να ταξινομούν, να περιγράφουν, να ανακοινώνουν, να προωθούν, να διαδίδουν και να παρέχουν πρόσβαση σε αρχεία σταθερής αξίας για το γενικό δημόσιο συμφέρον. Στα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να δοθεί το δικαίωμα να προβλέπουν περαιτέρω επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς αρχειοθέτησης, λόγου χάρη με στόχο την παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών σχετικών με πολιτική συμπεριφορά σε πρώην απολυταρχικά καθεστώτα, γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ιδίως το Ολοκαύτωμα, ή εγκλήματα πολέμου.

(159)

Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς επιστημονικής έρευνας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει και για την επεξεργασία αυτή. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς επιστημονικής έρευνας θα πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, δηλαδή να περιλαμβάνει παραδείγματος χάριν τεχνολογική ανάπτυξη και επίδειξη, βασική έρευνα, εφαρμοσμένη έρευνα και ιδιωτικά χρηματοδοτούμενη έρευνα. Επιπλέον, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον στόχο της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 179 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ για την επίτευξη ενός ευρωπαϊκού χώρου έρευνας. Στους σκοπούς επιστημονικής έρευνας θα πρέπει να περιλαμβάνονται και μελέτες που πραγματοποιούνται για το δημόσιο συμφέρον στον τομέα της δημόσιας υγείας. Για να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς επιστημονικής έρευνας, θα πρέπει να ισχύουν ειδικοί όροι ιδίως όσον αφορά τη δημοσίευση ή με άλλο τρόπο δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των σκοπών επιστημονικής έρευνας. Εάν το αποτέλεσμα της επιστημονικής έρευνας ειδικότερα στον τομέα της υγείας αιτιολογεί τη λήψη περαιτέρω μέτρων προς το συμφέρον του υποκειμένου των δεδομένων, ισχύουν οι γενικοί κανόνες του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τα μέτρα αυτά.

(160)

Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς ιστορικής έρευνας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να ισχύει και για την επεξεργασία αυτή. Συμπεριλαμβάνονται εν προκειμένω η ιστορική έρευνα και η έρευνα για γενεαλογικούς σκοπούς, έχοντας κατά νου ότι ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να ισχύει για τους θανόντες.

(161)

Για τον σκοπό της συγκατάθεσης στη συμμετοχή σε δραστηριότητες επιστημονικής έρευνας στο πλαίσιο κλινικών δοκιμών, θα πρέπει να ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 536/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

(162)

Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για στατιστικούς σκοπούς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει και για την επεξεργασία αυτή. Το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο των κρατών μελών θα πρέπει, εντός των ορίων του παρόντος κανονισμού, να καθορίζει το στατιστικό περιεχόμενο, τον έλεγχο της πρόσβασης, τις προδιαγραφές για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για στατιστικούς σκοπούς και κατάλληλα μέτρα που διασφαλίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων και που αποσκοπούν στην εξασφάλιση του στατιστικού απορρήτου. Ο όρος «στατιστικοί σκοποί» σημαίνει κάθε πράξη συλλογής και την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση στατιστικών ερευνών ή για την παραγωγή στατιστικών αποτελεσμάτων. Τα εν λόγω στατιστικά αποτελέσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν περαιτέρω για διάφορους σκοπούς, μεταξύ άλλων και για σκοπούς επιστημονικής έρευνας. Ο στατιστικός σκοπός συνεπάγεται ότι το αποτέλεσμα της επεξεργασίας για στατιστικούς σκοπούς δεν είναι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αλλά συγκεντρωτικά δεδομένα και ότι το αποτέλεσμα αυτό ή τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν χρησιμοποιούνται προς υποστήριξη μέτρων ή αποφάσεων που αφορούν συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο.

(163)

Θα πρέπει να προστατεύονται οι εμπιστευτικές πληροφορίες που συλλέγουν οι ενωσιακές και εθνικές στατιστικές υπηρεσίες για την κατάρτιση επίσημων ευρωπαϊκών και εθνικών στατιστικών. Οι ευρωπαϊκές στατιστικές θα πρέπει να αναπτύσσονται, να καταρτίζονται και να διαδίδονται σύμφωνα με τις στατιστικές αρχές που θεσπίζονται στο άρθρο 338 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, ενώ οι εθνικές στατιστικές θα πρέπει επίσης να συμμορφώνονται με το δίκαιο των κρατών μελών. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις περί του στατιστικού απορρήτου για τις ευρωπαϊκές στατιστικές.

(164)

Όσον αφορά τις εξουσίες των εποπτικών αρχών να εξασφαλίζουν από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και πρόσβαση στις εγκαταστάσεις τους, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν διά νόμου, εντός των ορίων του παρόντος κανονισμού, ειδικούς κανόνες προκειμένου να διαφυλάσσονται οι υποχρεώσεις επαγγελματικού απορρήτου ή άλλες αντίστοιχες υποχρεώσεις απορρήτου, στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για τον συμβιβασμό του δικαιώματος προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου. Αυτό δεν θίγει τις ισχύουσες υποχρεώσεις του κράτους μέλους να θεσπίσει κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου, εφόσον αυτό απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης.

(165)

Ο παρών κανονισμός σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το ισχύον συνταγματικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη, όπως αναγνωρίζεται στο άρθρο 17 ΣΛΕΕ.

(166)

Για την εκπλήρωση των στόχων του παρόντος κανονισμού, δηλαδή την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων και, ιδίως, του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν, και τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, θα πρέπει να εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με τα κριτήρια και τις απαιτήσεις για τους μηχανισμούς πιστοποίησης, τις πληροφορίες που παρουσιάζονται με τυποποιημένα εικονίδια και τις διαδικασίες για την παροχή τέτοιων εικονιδίων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να πραγματοποιεί η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία και κατάρτιση των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(167)

Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων προϋποθέσεων εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όταν προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει ειδικά μέτρα για τις πολύ μικρές, τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις.

(168)

Η διαδικασία εξέτασης θα πρέπει να εφαρμόζεται για την έγκριση εκτελεστικών πράξεων σχετικά με τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες μεταξύ υπευθύνων επεξεργασίας και εκτελούντων την επεξεργασία, καθώς και μεταξύ εκτελούντων την επεξεργασία· κώδικες δεοντολογίας· τεχνικά πρότυπα και μηχανισμούς πιστοποίησης· το κατάλληλο επίπεδο προστασίας που παρέχει μια τρίτη χώρα, ένα έδαφος ή ένας συγκεκριμένος τομέας εντός της εν λόγω τρίτης χώρας ή ένας διεθνής οργανισμός· τυποποιημένες ρήτρες για την προστασία· μορφοτύπους και διαδικασίες για την ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ υπευθύνων επεξεργασίας, εκτελούντων την επεξεργασία και εποπτικών αρχών για τους δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες· αμοιβαία συνδρομή και ρυθμίσεις ανταλλαγής πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ εποπτικών αρχών και μεταξύ εποπτικών αρχών και του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων.

(169)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει άμεσα εφαρμοστέες εκτελεστικές πράξεις όταν τα διαθέσιμα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι τρίτη χώρα, έδαφος ή συγκεκριμένος τομέας στην εν λόγω τρίτη χώρα ή διεθνής οργανισμός δεν διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας και το απαιτούν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος.

(170)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η διασφάλιση ισοδύναμου επιπέδου προστασίας των φυσικών προσώπων και ελεύθερης κυκλοφορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα απαιτούμενα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(171)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί με τον παρόντα κανονισμό. Επεξεργασία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη κατά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εναρμονιστεί με τον παρόντα κανονισμό εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Όταν η επεξεργασία βασίζεται σε συγκατάθεση δυνάμει της οδηγίας 95/46/EΚ, δεν είναι αναγκαία νέα συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, εάν ο τρόπος με τον οποίο έχει δοθεί η συγκατάθεση είναι σύμφωνος με τους όρους του παρόντος κανονισμού, προκειμένου ο υπεύθυνος επεξεργασίας να συνεχίσει την επεξεργασία μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Οι αποφάσεις της Επιτροπής και οι εγκρίσεις εποπτικών αρχών που εκδόθηκαν βάσει της οδηγίας 95/46/ΕΚ παραμένουν σε ισχύ μέχρι την τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργησή τους.

(172)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, την οποία και διατύπωσε στις 7 Μαρτίου 2012 (17).

(173)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα θέματα που αφορούν την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τα οποία δεν υπάγονται στις ειδικές υποχρεώσεις που έχουν τον ίδιο στόχο, όπως περιγράφονται στην οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18), περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων του υπευθύνου επεξεργασίας και των δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων. Για την αποσαφήνιση της σχέσης μεταξύ του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, η εν λόγω οδηγία θα πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα. Μόλις εκδοθεί ο παρών κανονισμός, θα πρέπει να επανεξεταστεί η οδηγία 2002/58/EΚ, ιδίως για να διασφαλιστεί η συνοχή της με τον παρόντα κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο και στόχοι

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες που αφορούν την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κανόνες που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Ο παρών κανονισμός προστατεύει θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των φυσικών προσώπων και ειδικότερα το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης δεν περιορίζεται ούτε απαγορεύεται για λόγους που σχετίζονται με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 2

Ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:

α)

στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης,

β)

από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου 2 του τίτλου V της ΣΕΕ,

γ)

από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας,

δ)

από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας και πρόληψης έναντι κινδύνων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια.

3.   Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά όργανα, φορείς, υπηρεσίες και οργανισμούς της Ένωσης, εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001. Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 και άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης εφαρμοστέες σε μια τέτοια επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προσαρμόζονται στις αρχές και τους κανόνες του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 98.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 2000/31/ΕΚ, ιδίως των κανόνων για την ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 15 της εν λόγω οδηγίας.

Άρθρο 3

Εδαφικό πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων μιας εγκατάστασης ενός υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία στην Ένωση, ανεξάρτητα από το κατά πόσο η επεξεργασία πραγματοποιείται εντός της Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υποκειμένων των δεδομένων που βρίσκονται στην Ένωση από υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία μη εγκατεστημένο στην Ένωση, εάν οι δραστηριότητες επεξεργασίας σχετίζονται με:

α)

την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών στα εν λόγω υποκείμενα των δεδομένων στην Ένωση, ανεξαρτήτως εάν απαιτείται πληρωμή από τα υποκείμενα των δεδομένων, ή

β)

την παρακολούθηση της συμπεριφοράς τους, στον βαθμό που η συμπεριφορά αυτή λαμβάνει χώρα εντός της Ένωσης.

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από υπεύθυνο επεξεργασίας μη εγκατεστημένο στην Ένωση, αλλά σε τόπο όπου εφαρμόζεται το δίκαιο κράτους μέλους δυνάμει του δημόσιου διεθνούς δικαίου.

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

1)   «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα»: κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»)· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου,

2)   «επεξεργασία»: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή,

3)   «περιορισμός της επεξεργασίας»: η επισήμανση αποθηκευμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με στόχο τον περιορισμό της επεξεργασίας τους στο μέλλον,

4)   «κατάρτιση προφίλ»: οποιαδήποτε μορφή αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνίσταται στη χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την αξιολόγηση ορισμένων προσωπικών πτυχών ενός φυσικού προσώπου, ιδίως για την ανάλυση ή την πρόβλεψη πτυχών που αφορούν την απόδοση στην εργασία, την οικονομική κατάσταση, την υγεία, τις προσωπικές προτιμήσεις, τα ενδιαφέροντα, την αξιοπιστία, τη συμπεριφορά, τη θέση ή τις μετακινήσεις του εν λόγω φυσικού προσώπου,

5)   «ψευδωνυμοποίηση»: η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπο ώστε τα δεδομένα να μην μπορούν πλέον να αποδοθούν σε συγκεκριμένο υποκείμενο των δεδομένων χωρίς τη χρήση συμπληρωματικών πληροφοριών, εφόσον οι εν λόγω συμπληρωματικές πληροφορίες διατηρούνται χωριστά και υπόκεινται σε τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν μπορούν να αποδοθούν σε ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο,

6)   «σύστημα αρχειοθέτησης»: κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση,

7)   «υπεύθυνος επεξεργασίας»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που, μόνα ή από κοινού με άλλα, καθορίζουν τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· όταν οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας αυτής καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια για τον διορισμό του μπορούν να προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους,

8)   «εκτελών την επεξεργασία»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του υπευθύνου της επεξεργασίας,

9)   «αποδέκτης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας, στα οποία κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε πρόκειται για τρίτον είτε όχι. Ωστόσο, οι δημόσιες αρχές που ενδέχεται να λάβουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο συγκεκριμένης έρευνας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους δεν θεωρούνται ως αποδέκτες· η επεξεργασία των δεδομένων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές πραγματοποιείται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες προστασίας των δεδομένων ανάλογα με τους σκοπούς της επεξεργασίας,

10)   «τρίτος»: οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή, υπηρεσία ή φορέας, με εξαίρεση το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας, τον εκτελούντα την επεξεργασία και τα πρόσωπα τα οποία, υπό την άμεση εποπτεία του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα,

11)   «συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων: κάθε ένδειξη βουλήσεως, ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων εκδηλώνει ότι συμφωνεί, με δήλωση ή με σαφή θετική ενέργεια, να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν,

12)   «παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»: η παραβίαση της ασφάλειας που οδηγεί σε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, μεταβολή, άνευ άδειας κοινολόγηση ή πρόσβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ' άλλο τρόπο σε επεξεργασία,

13)   «γενετικά δεδομένα»: τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τα γενετικά χαρακτηριστικά φυσικού προσώπου που κληρονομήθηκαν ή αποκτήθηκαν, όπως προκύπτουν, ιδίως, από ανάλυση βιολογικού δείγματος του εν λόγω φυσικού προσώπου και τα οποία παρέχουν μοναδικές πληροφορίες σχετικά με την φυσιολογία ή την υγεία του εν λόγω φυσικού προσώπου,

14)   «βιομετρικά δεδομένα»: δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία προκύπτουν από ειδική τεχνική επεξεργασία συνδεόμενη με φυσικά, βιολογικά ή συμπεριφορικά χαρακτηριστικά φυσικού προσώπου και τα οποία επιτρέπουν ή επιβεβαιώνουν την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση του εν λόγω φυσικού προσώπου, όπως εικόνες προσώπου ή δακτυλοσκοπικά δεδομένα,

15)   «δεδομένα που αφορούν την υγεία»: δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία σχετίζονται με τη σωματική ή ψυχική υγεία ενός φυσικού προσώπου, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών υγειονομικής φροντίδας, και τα οποία αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του,

16)   «κύρια εγκατάσταση»:

α)

όταν πρόκειται για υπεύθυνο επεξεργασίας με εγκαταστάσεις σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, ο τόπος της κεντρικής του διοίκησης στην Ένωση, εκτός εάν οι αποφάσεις όσον αφορά τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα λαμβάνονται σε άλλη εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας στην Ένωση και η εγκατάσταση αυτή έχει την εξουσία εφαρμογής των αποφάσεων αυτών, οπότε ως κύρια εγκατάσταση θεωρείται η εγκατάσταση στην οποία έλαβε τις αποφάσεις αυτές,

β)

όταν πρόκειται για εκτελούντα την επεξεργασία με εγκαταστάσεις σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, ο τόπος της κεντρικής του διοίκησης στην Ένωση ή, εάν ο εκτελών την επεξεργασία δεν έχει κεντρική διοίκηση στην Ένωση, η εγκατάσταση του εκτελούντος την επεξεργασία στην Ένωση στην οποία εκτελούνται οι κύριες δραστηριότητες επεξεργασίας στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων εγκατάστασης του εκτελούντος την επεξεργασία, στον βαθμό που ο εκτελών την επεξεργασία υπόκειται σε ειδικές υποχρεώσεις δυνάμει του παρόντος κανονισμού,

17)   «εκπρόσωπος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση, το οποίο ορίζεται εγγράφως από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία βάσει του άρθρου 27 και εκπροσωπεί τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία ως προς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού,

18)   «επιχείρηση»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τη νομική του μορφή, περιλαμβανομένων των προσωπικών εταιρειών ή των ενώσεων που ασκούν τακτικά οικονομική δραστηριότητα,

19)   «όμιλος επιχειρήσεων»: μια ελέγχουσα επιχείρηση και οι ελεγχόμενες από αυτήν επιχειρήσεις,

20)   «δεσμευτικοί εταιρικοί κανόνες»: οι πολιτικές προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τις οποίες ακολουθεί ένας υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία εγκατεστημένος στο έδαφος κράτους μέλους για διαβιβάσεις ή δέσμη διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία σε μία ή περισσότερες τρίτες χώρες εντός ομίλου επιχειρήσεων, ή ομίλου εταιρειών που ασκεί κοινή οικονομική δραστηριότητα,

21)   «εποπτική αρχή»: ανεξάρτητη δημόσια αρχή που συγκροτείται από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 51,

22)   «ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή»: εποπτική αρχή την οποία αφορά η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, διότι:

α)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία είναι εγκατεστημένος στο έδαφος του κράτους μέλους της εν λόγω εποπτικής αρχής,

β)

τα υποκείμενα των δεδομένων που διαμένουν στο κράτος μέλος της εν λόγω εποπτικής αρχής επηρεάζονται ή ενδέχεται να επηρεαστούν ουσιωδώς από την επεξεργασία ή

γ)

έχει υποβληθεί καταγγελία στην εν λόγω εποπτική αρχή,

23)   «διασυνοριακή επεξεργασία»:

α)

η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία γίνεται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων διάφορων εγκαταστάσεων σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία στην Ένωση όπου ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών επεξεργασία είναι εγκατεστημένος σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη ή

β)

η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία γίνεται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων μίας μόνης εγκατάστασης υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία στην Ένωση αλλά που επηρεάζει ή ενδέχεται να επηρεάσει ουσιωδώς υποκείμενα των δεδομένων σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη,

24)   «σχετική και αιτιολογημένη ένσταση»: ένσταση σε ένα σχέδιο απόφασης ως προς την ύπαρξη παράβασης του παρόντος κανονισμού, ή ως προς τη συμφωνία με τον παρόντα κανονισμό της προβλεπόμενης ενέργειας σε σχέση με τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία, η οποία καταδεικνύει σαφώς τη σημασία των κινδύνων που εγκυμονεί το σχέδιο απόφασης όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων και, κατά περίπτωση, την ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός της Ένωσης,

25)   «υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών»: υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19),

26)   «διεθνής οργανισμός»: οργανισμός και οι υπαγόμενοι σε αυτόν φορείς που διέπονται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο ή οποιοσδήποτε άλλος φορέας που έχει ιδρυθεί δυνάμει ή επί τη βάσει συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσότερων χωρών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Αρχές

Άρθρο 5

Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)

υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων («νομιμότητα, αντικειμενικότητα και διαφάνεια»),

β)

συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς· η περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς δεν θεωρείται ασύμβατη με τους αρχικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 («περιορισμός του σκοπού»),

γ)

είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία («ελαχιστοποίηση των δεδομένων»),

δ)

είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται· πρέπει να λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα για την άμεση διαγραφή ή διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι ανακριβή, σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας («ακρίβεια»),

ε)

διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να αποθηκεύονται για μεγαλύτερα διαστήματα, εφόσον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 και εφόσον εφαρμόζονται τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που απαιτεί ο παρών κανονισμός για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων («περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης»),

στ)

υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων την προστασία τους από μη εξουσιοδοτημένη ή παράνομη επεξεργασία και τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά, με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων («ακεραιότητα και εμπιστευτικότητα»).

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει την ευθύνη και είναι σε θέση να αποδείξει τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 («λογοδοσία»).

Άρθρο 6

Νομιμότητα της επεξεργασίας

1.   Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το υποκείμενο των δεδομένων έχει συναινέσει στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,

β)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ' αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης,

γ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,

δ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου,

ε)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,

στ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι παιδί.

Το στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία που διενεργείται από δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν πιο ειδικές διατάξεις για την προσαρμογή της εφαρμογής των κανόνων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την επεξεργασία για τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 στοιχεία γ) και ε), καθορίζοντας ακριβέστερα ειδικές απαιτήσεις για την επεξεργασία και άλλα μέτρα προς εξασφάλιση σύννομης και θεμιτής επεξεργασίας, μεταξύ άλλων για άλλες ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΧ.

3.   Η βάση για την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και ε) ορίζεται σύμφωνα με:

α)

το δίκαιο της Ένωσης, ή

β)

το δίκαιο του κράτους μέλος στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας.

Ο σκοπός της επεξεργασίας καθορίζεται στην εν λόγω νομική βάση ή, όσον αφορά την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), είναι η αναγκαιότητα της επεξεργασίας για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Η εν λόγω νομική βάση μπορεί να περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για την προσαρμογή της εφαρμογής των κανόνων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων: τις γενικές προϋποθέσεις που διέπουν τη σύννομη επεξεργασία από τον υπεύθυνο επεξεργασίας· τα είδη των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία· τα οικεία υποκείμενα των δεδομένων· τις οντότητες στις οποίες μπορούν να κοινοποιούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τους σκοπούς αυτής της κοινοποίησης· τον περιορισμό του σκοπού· τις περιόδους αποθήκευσης· και τις πράξεις επεξεργασίας και τις διαδικασίες επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διασφάλιση σύννομης και θεμιτής επεξεργασίας, όπως εκείνα για άλλες ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΧ. Το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους ανταποκρίνεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος και είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.

4.   Όταν η επεξεργασία για σκοπό άλλο από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεγεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν βασίζεται στη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή στο δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο αποτελεί αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση των σκοπών που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσο η επεξεργασία για άλλο σκοπό είναι συμβατή με τον σκοπό για τον οποίο συλλέγονται αρχικώς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων:

α)

τυχόν σχέση μεταξύ των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεχθεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και των σκοπών της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας,

β)

το πλαίσιο εντός του οποίου συλλέχθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των υποκειμένων των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας,

γ)

τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως για τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 9, ή κατά πόσο δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με ποινικές καταδίκες και αδικήματα υποβάλλονται σε επεξεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 10,

δ)

τις πιθανές συνέπειες της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας για τα υποκείμενα των δεδομένων,

ε)

την ύπαρξη κατάλληλων εγγυήσεων, που μπορεί να περιλαμβάνουν κρυπτογράφηση ή ψευδωνυμοποίηση.

Άρθρο 7

Προϋποθέσεις για συγκατάθεση

1.   Όταν η επεξεργασία βασίζεται σε συγκατάθεση, ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι σε θέση να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων συγκατατέθηκε για την επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Εάν η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων παρέχεται στο πλαίσιο γραπτής δήλωσης η οποία αφορά και άλλα θέματα, το αίτημα για συγκατάθεση υποβάλλεται κατά τρόπο ώστε να είναι σαφώς διακριτό από τα άλλα θέματα, σε κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και απλή διατύπωση. Κάθε τμήμα της δήλωσης αυτής το οποίο συνιστά παράβαση του παρόντος κανονισμού δεν είναι δεσμευτικό.

3.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του ανά πάσα στιγμή. Η ανάκληση της συγκατάθεσης δεν θίγει τη νομιμότητα της επεξεργασίας που βασίστηκε στη συγκατάθεση προ της ανάκλησής της. Πριν την παροχή της συγκατάθεσης, το υποκείμενο των δεδομένων ενημερώνεται σχετικά. Η ανάκληση της συγκατάθεσης είναι εξίσου εύκολη με την παροχή της.

4.   Κατά την εκτίμηση κατά πόσο η συγκατάθεση δίνεται ελεύθερα, λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη κατά πόσο, μεταξύ άλλων, για την εκτέλεση σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής μιας υπηρεσίας, τίθεται ως προϋπόθεση η συγκατάθεση στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που δεν είναι αναγκαία για την εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης.

Άρθρο 8

Προϋποθέσεις που ισχύουν για τη συγκατάθεση παιδιού σε σχέση με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών

1.   Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α), σε σχέση με την προσφορά υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών απευθείας σε παιδί, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα παιδιού είναι σύννομη εάν το παιδί είναι τουλάχιστον 16 χρονών. Εάν το παιδί είναι ηλικίας κάτω των 16 ετών, η επεξεργασία αυτή είναι σύννομη μόνο εάν και στον βαθμό που η εν λόγω συγκατάθεση παρέχεται ή εγκρίνεται από το πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα του παιδιού.

Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν διά νόμου μικρότερη ηλικία για τους εν λόγω σκοπούς, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω μικρότερη ηλικία δεν είναι κάτω από τα 13 έτη.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για να επαληθεύσει στις περιπτώσεις αυτές ότι η συγκατάθεση παρέχεται ή εγκρίνεται από το πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία.

3.   Η παράγραφος 1 δεν επηρεάζει το γενικό ενοχικό δίκαιο των κρατών μελών, όπως τους κανόνες περί ισχύος, κατάρτισης ή συνεπειών μιας σύμβασης σε σχέση με παιδί.

Άρθρο 9

Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Απαγορεύεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει ρητή συγκατάθεση για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους προβλέπει ότι η απαγόρευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να αρθεί από το υποκείμενο των δεδομένων,

β)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των υποχρεώσεων και την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων του υπευθύνου επεξεργασίας ή του υποκειμένου των δεδομένων στον τομέα του εργατικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας, εφόσον επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους ή από συλλογική συμφωνία σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο παρέχοντας κατάλληλες εγγυήσεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων,

γ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου, εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι σωματικά ή νομικά ανίκανο να συγκατατεθεί,

δ)

η επεξεργασία διενεργείται, με κατάλληλες εγγυήσεις, στο πλαίσιο των νόμιμων δραστηριοτήτων ιδρύματος, οργάνωσης ή άλλου μη κερδοσκοπικού φορέα με πολιτικό, φιλοσοφικό, θρησκευτικό ή συνδικαλιστικό στόχο και υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία αφορά αποκλειστικά τα μέλη ή τα πρώην μέλη του φορέα ή πρόσωπα τα οποία έχουν τακτική επικοινωνία μαζί του σε σχέση με τους σκοπούς του και ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν κοινοποιούνται εκτός του συγκεκριμένου φορέα χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων,

ε)

η επεξεργασία αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων,

στ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων ή όταν τα δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους ιδιότητα,

ζ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους ουσιαστικού δημόσιου συμφέροντος, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους, το οποίο είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβεται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων,

η)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς προληπτικής ή επαγγελματικής ιατρικής, εκτίμησης της ικανότητας προς εργασία του εργαζομένου, ιατρικής διάγνωσης, παροχής υγειονομικής ή κοινωνικής περίθαλψης ή θεραπείας ή διαχείρισης υγειονομικών και κοινωνικών συστημάτων και υπηρεσιών βάσει του ενωσιακού δικαίου ή του δικαίου κράτους μέλους ή δυνάμει σύμβασης με επαγγελματία του τομέα της υγείας και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των εγγυήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

θ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας, όπως η προστασία έναντι σοβαρών διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας ή η διασφάλιση υψηλών προτύπων ποιότητας και ασφάλειας της υγειονομικής περίθαλψης και των φαρμάκων ή των ιατροτεχνολογικών προϊόντων, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου κράτους μέλους, το οποίο προβλέπει κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων, ειδικότερα δε του επαγγελματικού απορρήτου, ή

ι)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1 βάσει του δικαίουτης Ένωσης ή κράτους μέλους, οι οποίοι είναι ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο στόχο, σέβονται την ουσία του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων και προβλέπουν κατάλληλα και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορεί να τύχουν επεξεργασίας για τους σκοπούς που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχείο η), όταν τα δεδομένα αυτά υποβάλλονται σε επεξεργασία από ή υπό την ευθύνη επαγγελματία που υπόκειται στην υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους ή βάσει κανόνων που θεσπίζονται από αρμόδιους εθνικούς φορείς ή από άλλο πρόσωπο το οποίο υπέχει επίσης υποχρέωση τήρησης του απορρήτου βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους ή βάσει κανόνων που θεσπίζονται από αρμόδιους εθνικούς φορείς.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν περαιτέρω όρους, μεταξύ άλλων και περιορισμούς, όσον αφορά την επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων ή δεδομένων που αφορούν την υγεία.

Άρθρο 10

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή σχετικά μέτρα ασφάλειας που βασίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 διενεργείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής ή εάν η επεξεργασία επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων. Πλήρες ποινικό μητρώο τηρείται μόνο υπό τον έλεγχο επίσημης αρχής.

Άρθρο 11

Επεξεργασία η οποία δεν απαιτεί εξακρίβωση ταυτότητας

1.   Εάν οι σκοποί για τους οποίους ο υπεύθυνος επεξεργασίας επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν απαιτούν ή δεν απαιτούν πλέον την εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν υποχρεούται να διατηρεί, να αποκτά ή να επεξεργάζεται συμπληρωματικές πληροφορίες για την εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό.

2.   Όταν, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει την ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει σχετικά το υποκείμενο των δεδομένων, εάν είναι δυνατόν. Στις περιπτώσεις αυτές, τα άρθρα 15 ως 20 δεν εφαρμόζονται, εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων, για τον σκοπό της άσκησης των δικαιωμάτων του που απορρέουν από τα εν λόγω άρθρα, παρέχει συμπληρωματικές πληροφορίες που επιτρέπουν την εξακρίβωση της ταυτότητάς του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Δικαιώματά του υποκειμένου των δεδομένων

Τμήμα 1

Διαφάνεια και ρυθμίσεις

Άρθρο 12

Διαφανής ενημέρωση, ανακοίνωση και ρυθμίσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων κάθε πληροφορία που αναφέρεται στα άρθρα 13 και 14 και κάθε ανακοίνωση στο πλαίσιο των άρθρων 15 έως 22 και του άρθρου 34 σχετικά με την επεξεργασία σε συνοπτική, διαφανή, κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και απλή διατύπωση, ιδίως όταν πρόκειται για πληροφορία απευθυνόμενη ειδικά σε παιδιά. Οι πληροφορίες παρέχονται γραπτώς ή με άλλα μέσα, μεταξύ άλλων, εφόσον ενδείκνυται, ηλεκτρονικώς. Όταν ζητείται από το υποκείμενο των δεδομένων, οι πληροφορίες μπορούν να δίνονται προφορικά, υπό την προϋπόθεση ότι η ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων είναι αποδεδειγμένη με άλλα μέσα.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας διευκολύνει την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων που προβλέπονται στα άρθρα 15 έως 22. Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν αρνείται να ενεργήσει κατόπιν αιτήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για να ασκήσει τα δικαιώματά του βάσει των άρθρων 15 έως 22, εκτός αν ο υπεύθυνος επεξεργασίας αποδείξει ότι δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει την ταυτότητα του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων πληροφορίες για την ενέργεια που πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος δυνάμει των άρθρων 15 έως 22 χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά δύο ακόμη μήνες, εφόσον απαιτείται, λαμβανομένων υπόψη της πολυπλοκότητας του αιτήματος και του αριθμού των αιτημάτων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για την εν λόγω παράταση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης. Εάν το υποκείμενο των δεδομένων υποβάλλει το αίτημα με ηλεκτρονικά μέσα, η ενημέρωση παρέχεται, εάν είναι δυνατόν, με ηλεκτρονικά μέσα, εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων ζητήσει κάτι διαφορετικό.

4.   Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν ενεργήσει επί του αιτήματος του υποκειμένου των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων, χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος, για τους λόγους για τους οποίους δεν ενήργησε και για τη δυνατότητα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή και άσκησης δικαστικής προσφυγής.

5.   Οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14 και κάθε ανακοίνωση καθώς και όλες οι ενέργειες που αναλαμβάνονται σύμφωνα με τα άρθρα 15 έως 22 και το άρθρο 34 παρέχονται δωρεάν. Εάν τα αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων είναι προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί είτε:

α)

να επιβάλει την καταβολή εύλογου τέλους, λαμβάνοντας υπόψη τα διοικητικά έξοδα για την παροχή της ενημέρωσης ή την ανακοίνωση ή την εκτέλεση της ζητούμενης ενέργειας, ή

β)

να αρνηθεί να δώσει συνέχεια στο αίτημα.

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει το βάρος της απόδειξης του προδήλως αβάσιμου ή του υπερβολικού χαρακτήρα του αιτήματος.

6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητα του φυσικού προσώπου που υποβάλλει το αίτημα που αναφέρεται στα άρθρα 15 έως 21, ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να ζητήσει την παροχή πρόσθετων πληροφοριών αναγκαίων για την επιβεβαίωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων.

7.   Οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στα υποκείμενα των δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14 μπορούν να παρέχονται σε συνδυασμό με τυποποιημένα εικονίδια προκειμένου να δίνεται με ευδιάκριτο, κατανοητό και ευανάγνωστο τρόπο μια ουσιαστική επισκόπηση της σκοπούμενης επεξεργασίας. Εάν τα εικονίδια διατίθενται ηλεκτρονικά, είναι μηχανικώς αναγνώσιμα.

8.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 92 για τον καθορισμό των πληροφοριών που πρέπει να παρουσιάζονται με τα εικονίδια και των διαδικασιών για την παροχή τυποποιημένων εικονιδίων.

Τμήμα 2

Ενημέρωση και πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

Άρθρο 13

Πληροφορίες που παρέχονται εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων

1.   Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν υποκείμενο των δεδομένων συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά τη λήψη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, του εκπροσώπου του υπευθύνου επεξεργασίας,

β)

τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων, κατά περίπτωση,

γ)

τους σκοπούς της επεξεργασίας για τους οποίους προορίζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τη νομική βάση για την επεξεργασία,

δ)

εάν η επεξεργασία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο στ), τα έννομα συμφέροντα που επιδιώκονται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή από τρίτο,

ε)

τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εάν υπάρχουν,

στ)

κατά περίπτωση, την πρόθεση του υπευθύνου επεξεργασίας να διαβιβάσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό και την ύπαρξη ή την απουσία απόφασης επάρκειας της Επιτροπής ή, όταν πρόκειται για τις διαβιβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 46 ή 47 ή στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, αναφορά στις ενδεδειγμένες ή κατάλληλες εγγυήσεις και τα μέσα για να αποκτηθεί αντίγραφό τους ή στο πού διατέθηκαν.

2.   Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά τη λήψη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τις εξής επιπλέον πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εξασφάλιση θεμιτής και διαφανούς επεξεργασίας:

α)

το χρονικό διάστημα για το οποίο θα αποθηκευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω διάστημα,

β)

την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για πρόσβαση και διόρθωση ή διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας που αφορούν το υποκείμενο των δεδομένων ή δικαιώματος αντίταξης στην επεξεργασία, καθώς και δικαιώματος στη φορητότητα των δεδομένων,

γ)

όταν η επεξεργασία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α), την ύπαρξη του δικαιώματος να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του οποτεδήποτε, χωρίς να θιγεί η νομιμότητα της επεξεργασίας που βασίστηκε στη συγκατάθεση πριν από την ανάκλησή της,

δ)

το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή,

ε)

κατά πόσο η παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί νομική ή συμβατική υποχρέωση ή απαίτηση για τη σύναψη σύμβασης, καθώς και κατά πόσο το υποκείμενο των δεδομένων υποχρεούται να παρέχει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και ποιες ενδεχόμενες συνέπειες θα είχε η μη παροχή των δεδομένων αυτών,

στ)

την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 4 και, τουλάχιστον στις περιπτώσεις αυτές, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λογική που ακολουθείται, καθώς και τη σημασία και τις προβλεπόμενες συνέπειες της εν λόγω επεξεργασίας για το υποκείμενο των δεδομένων.

3.   Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας προτίθεται να επεξεργαστεί περαιτέρω τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για άλλο σκοπό από εκείνο για τον οποίο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων, πριν από την εν λόγω περαιτέρω επεξεργασία, πληροφορίες για τον σκοπό αυτόν και άλλες τυχόν αναγκαίες πληροφορίες, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζονται, όταν και εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων έχει ήδη τις πληροφορίες,

Άρθρο 14

Πληροφορίες που παρέχονται εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν έχουν συλλεγεί από το υποκείμενο των δεδομένων

1.   Όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν έχουν συλλεγεί από το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, του εκπροσώπου του υπευθύνου επεξεργασίας,

β)

τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων, κατά περίπτωση,

γ)

τους σκοπούς της επεξεργασίας για τους οποίους προορίζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τη νομική βάση για την επεξεργασία,

δ)

τις σχετικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

ε)

τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενδεχομένως,

στ)

κατά περίπτωση, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας προτίθεται να διαβιβάσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε αποδέκτη σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό και την ύπαρξη ή την απουσία απόφασης επάρκειας της Επιτροπής ή, όταν πρόκειται για τις διαβιβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 46 ή 47 ή στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, αναφορά στις ενδεδειγμένες ή κατάλληλες εγγυήσεις και τα μέσα για να αποκτηθεί αντίγραφό τους ή στο πού διατέθηκαν.

2.   Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τις εξής πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση θεμιτής και διαφανούς επεξεργασίας όσον αφορά το υποκείμενο των δεδομένων:

α)

το χρονικό διάστημα για το οποίο θα αποθηκευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω χρονικό διάστημα,

β)

εάν η επεξεργασία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο στ), τα έννομα συμφέροντα που επιδιώκονται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή από τρίτο,

γ)

την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για πρόσβαση και διόρθωση ή διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας που αφορά το υποκείμενο των δεδομένων και δικαιώματος αντίταξης στην επεξεργασία, καθώς και δικαιώματος στη φορητότητα των δεδομένων,

δ)

όταν η επεξεργασία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α), την ύπαρξη του δικαιώματος να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του οποτεδήποτε, χωρίς να θιγεί η νομιμότητα της επεξεργασίας που βασίστηκε στη συγκατάθεση πριν από την ανάκλησή της,

ε)

το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή,

στ)

την πηγή από την οποία προέρχονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και, ανάλογα με την περίπτωση, εάν τα δεδομένα προήλθαν από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό,

ζ)

την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 4 και, τουλάχιστον στις περιπτώσεις αυτές, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λογική που ακολουθείται, καθώς και τη σημασία και τις προβλεπόμενες συνέπειες της εν λόγω επεξεργασίας για το υποκείμενο των δεδομένων.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2:

α)

εντός εύλογης προθεσμίας από τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά το αργότερο εντός ενός μηνός, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία,

β)

εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για επικοινωνία με το υποκείμενο των δεδομένων, το αργότερο κατά την πρώτη επικοινωνία με το εν λόγω υποκείμενο των δεδομένων, ή

γ)

εάν προβλέπεται γνωστοποίηση σε άλλον αποδέκτη, το αργότερο όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα γνωστοποιούνται για πρώτη φορά.

4.   Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας προτίθεται να επεξεργαστεί περαιτέρω τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για σκοπό άλλο από εκείνον για τον οποίο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέχθηκαν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων, πριν από την εν λόγω περαιτέρω επεξεργασία, πληροφορίες για τον σκοπό αυτόν και άλλες τυχόν αναγκαίες πληροφορίες, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

5.   Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν εφαρμόζονται εάν και εφόσον:

α)

το υποκείμενο των δεδομένων διαθέτει ήδη τις πληροφορίες,

β)

η παροχή τέτοιων πληροφοριών αποδεικνύεται αδύνατη ή θα συνεπαγόταν δυσανάλογη προσπάθεια, ιδίως όσον αφορά επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς, υπό τους όρους και τις εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 89 παράγραφος 1 ή εφόσον η υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου είναι πιθανόν να καταστήσει αδύνατη ή να βλάψει σε μεγάλο βαθμό την επίτευξη των σκοπών της εν λόγω επεξεργασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, μεταξύ άλλων καθιστώντας τις πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό,

γ)

η απόκτηση ή η κοινολόγηση προβλέπεται ρητώς από το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας και το οποίο παρέχει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή

δ)

εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να παραμείνουν εμπιστευτικά δυνάμει υποχρέωσης επαγγελματικού απορρήτου που ρυθμίζεται από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένης της εκ του νόμου υποχρέωσης τήρησης απορρήτου.

Άρθρο 15

Δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας επιβεβαίωση για το κατά πόσον ή όχι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υφίστανται επεξεργασία και, εάν συμβαίνει τούτο, το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τους σκοπούς της επεξεργασίας,

β)

τις σχετικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

γ)

τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους κοινολογήθηκαν ή πρόκειται να κοινολογηθούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως τους αποδέκτες σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς,

δ)

εάν είναι δυνατόν, το χρονικό διάστημα για το οποίο θα αποθηκευτούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω διάστημα,

ε)

την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για διόρθωση ή διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορά το υποκείμενο των δεδομένων ή δικαιώματος αντίταξης στην εν λόγω επεξεργασία,

στ)

το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή,

ζ)

όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων, κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με την προέλευσή τους,

η)

την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 4 και, τουλάχιστον στις περιπτώσεις αυτές, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λογική που ακολουθείται, καθώς και τη σημασία και τις προβλεπόμενες συνέπειες της εν λόγω επεξεργασίας για το υποκείμενο των δεδομένων.

2.   Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται για τις κατάλληλες εγγυήσεις σύμφωνα με το άρθρο 46 σχετικά με τη διαβίβαση.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει αντίγραφο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία. Για επιπλέον αντίγραφα που ενδέχεται να ζητηθούν από το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί να επιβάλει την καταβολή εύλογου τέλους για διοικητικά έξοδα. Εάν το υποκείμενο των δεδομένων υποβάλλει το αίτημα με ηλεκτρονικά μέσα και εκτός εάν το υποκείμενο των δεδομένων ζητήσει κάτι διαφορετικό, η ενημέρωση παρέχεται σε ηλεκτρονική μορφή που χρησιμοποιείται συνήθως.

4.   Το δικαίωμα να λαμβάνεται αντίγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεν επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων.

Τμήμα 3

Διόρθωση και διαγραφή

Άρθρο 16

Δικαίωμα διόρθωσης

Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τη διόρθωση ανακριβών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Έχοντας υπόψη τους σκοπούς της επεξεργασίας, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη συμπλήρωση ελλιπών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων μέσω συμπληρωματικής δήλωσης.

Άρθρο 17

Δικαίωμα διαγραφής («δικαίωμα στη λήθη»)

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να διαγράψει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εάν ισχύει ένας από τους ακόλουθους λόγους:

α)

τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι πλέον απαραίτητα σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέχθηκαν ή υποβλήθηκαν κατ' άλλο τρόπο σε επεξεργασία,

β)

το υποκείμενο των δεδομένων ανακαλεί τη συγκατάθεση επί της οποίας βασίζεται η επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή το άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) και δεν υπάρχει άλλη νομική βάση για την επεξεργασία,

γ)

το υποκείμενο των δεδομένων αντιτίθεται στην επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 και δεν υπάρχουν επιτακτικοί και νόμιμοι λόγοι για την επεξεργασία ή το υποκείμενο των δεδομένων αντιτίθεται στην επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2,

δ)

τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβλήθηκαν σε επεξεργασία παράνομα,

ε)

τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να διαγραφούν, ώστε να τηρηθεί νομική υποχρέωση βάσει του ενωσιακού δικαίου ή του δικαίου κράτους μέλους, στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας,

στ)

τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν συλλεχθεί σε σχέση με την προσφορά υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1.

2.   Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει δημοσιοποιήσει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και υποχρεούται σύμφωνα με την παράγραφο 1 να διαγράψει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθέσιμη τεχνολογία και το κόστος εφαρμογής, λαμβάνει εύλογα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών μέτρων, για να ενημερώσει τους υπευθύνους επεξεργασίας που επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ότι το υποκείμενο των δεδομένων ζήτησε τη διαγραφή από αυτούς τους υπευθύνους επεξεργασίας τυχόν συνδέσμων με τα δεδομένα αυτά ή αντιγράφων ή αναπαραγωγών των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στον βαθμό που η επεξεργασία είναι απαραίτητη:

α)

για την άσκηση του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος στην ενημέρωση,

β)

για την τήρηση νομικής υποχρέωσης που επιβάλλει την επεξεργασία βάσει του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας,

γ)

για λόγους δημόσιου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχεία η) και θ), καθώς και το άρθρο 9 παράγραφος 3,

δ)

για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1, εφόσον το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι πιθανόν να καταστήσει αδύνατη ή να εμποδίσει σε μεγάλο βαθμό την επίτευξη σκοπών της εν λόγω επεξεργασίας, ή

ε)

για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων.

Άρθρο 18

Δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να εξασφαλίζει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τον περιορισμό της επεξεργασίας, όταν ισχύει ένα από τα ακόλουθα:

α)

η ακρίβεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αμφισβητείται από το υποκείμενο των δεδομένων, για χρονικό διάστημα που επιτρέπει στον υπεύθυνο επεξεργασίας να επαληθεύσει την ακρίβεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

β)

η επεξεργασία είναι παράνομη και το υποκείμενο των δεδομένων αντιτάσσεται στη διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ζητεί, αντ' αυτής, τον περιορισμό της χρήσης τους,

γ)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν χρειάζεται πλέον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της επεξεργασίας, αλλά τα δεδομένα αυτά απαιτούνται από το υποκείμενο των δεδομένων για τη θεμελίωση, την άσκηση ή την υποστήριξη νομικών αξιώσεων,

δ)

το υποκείμενο των δεδομένων έχει αντιρρήσεις για την επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1, εν αναμονή της επαλήθευσης του κατά πόσον οι νόμιμοι λόγοι του υπευθύνου επεξεργασίας υπερισχύουν έναντι των λόγων του υποκειμένου των δεδομένων.

2.   Όταν η επεξεργασία έχει περιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός της αποθήκευσης, υφίστανται επεξεργασία μόνο με τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων ή για την προστασία των δικαιωμάτων άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου ή για λόγους σημαντικού δημόσιου συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους.

3.   Το υποκείμενο των δεδομένων το οποίο έχει εξασφαλίσει τον περιορισμό της επεξεργασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 ενημερώνεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας πριν από την άρση του περιορισμού επεξεργασίας.

Άρθρο 19

Υποχρέωση γνωστοποίησης όσον αφορά τη διόρθωση ή τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή τον περιορισμό της επεξεργασίας

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ανακοινώνει κάθε διόρθωση ή διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμό της επεξεργασίας των δεδομένων που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 16, το άρθρο 17 παράγραφος 1 και το άρθρο 18 σε κάθε αποδέκτη στον οποίο γνωστοποιήθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός εάν αυτό αποδεικνύεται ανέφικτο ή εάν συνεπάγεται δυσανάλογη προσπάθεια. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με τους εν λόγω αποδέκτες, εφόσον αυτό ζητηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων.

Άρθρο 20

Δικαίωμα στη φορητότητα των δεδομένων

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, και τα οποία έχει παράσχει σε υπεύθυνο επεξεργασίας, σε δομημένο, κοινώς χρησιμοποιούμενο και αναγνώσιμο από μηχανήματα μορφότυπο, καθώς και το δικαίωμα να διαβιβάζει τα εν λόγω δεδομένα σε άλλον υπεύθυνο επεξεργασίας χωρίς αντίρρηση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας στον οποίο παρασχέθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όταν:

α)

η επεξεργασία βασίζεται σε συγκατάθεση σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή το άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή σε σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) και

β)

η επεξεργασία διενεργείται με αυτοματοποιημένα μέσα.

2.   Κατά την άσκηση του δικαιώματος στη φορητότητα των δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 1, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ζητά την απευθείας διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από έναν υπεύθυνο επεξεργασίας σε άλλον, σε περίπτωση που αυτό είναι τεχνικά εφικτό.

3.   Το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ασκείται με την επιφύλαξη του άρθρου 17. Το εν λόγω δικαίωμα δεν ισχύει για την επεξεργασία που είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας.

4.   Το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων.

Τμήμα 4

Δικαίωμα εναντίωσης και αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων

Άρθρο 21

Δικαίωμα εναντίωσης

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να αντιτάσσεται, ανά πάσα στιγμή και για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάστασή του, στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, η οποία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο ε) ή στ), περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ βάσει των εν λόγω διατάξεων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν υποβάλλει πλέον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε επεξεργασία, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας καταδείξει επιτακτικούς και νόμιμους λόγους για την επεξεργασία οι οποίοι υπερισχύουν των συμφερόντων, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων.

2.   Εάν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης, το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να αντιταχθεί ανά πάσα στιγμή στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν για την εν λόγω εμπορική προώθηση, περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, εάν σχετίζεται με αυτήν την απευθείας εμπορική προώθηση.

3.   Όταν τα υποκείμενα των δεδομένων αντιτίθενται στην επεξεργασία για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν υποβάλλονται πλέον σε επεξεργασία για τους σκοπούς αυτούς.

4.   Το αργότερο κατά την πρώτη επικοινωνία με το υποκείμενο των δεδομένων, το δικαίωμα που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 επισημαίνεται ρητώς στο υποκείμενο των δεδομένων και περιγράφεται με σαφήνεια και χωριστά από οποιαδήποτε άλλη πληροφορία.

5.   Στο πλαίσιο της χρήσης υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών και με την επιφύλαξη της οδηγίας 2002/58/ΕΚ, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να ασκεί το δικαίωμά του να αντιταχθεί με αυτοματοποιημένα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν τεχνικές προδιαγραφές.

6.   Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς κατά το άρθρο 89 παράγραφος 1, το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να αντιταχθεί, για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάστασή του, στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, εκτός εάν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

Άρθρο 22

Αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων, περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ

1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να μην υπόκειται σε απόφαση που λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα που το αφορούν ή το επηρεάζει σημαντικά με παρόμοιο τρόπο.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν η απόφαση:

α)

είναι αναγκαία για τη σύναψη ή την εκτέλεση σύμβασης μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας των δεδομένων,

β)

επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας και το οποίο προβλέπει επίσης κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή

γ)

βασίζεται στη ρητή συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και γ), ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων εφαρμόζει κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, τουλάχιστον του δικαιώματος εξασφάλισης ανθρώπινης παρέμβασης από την πλευρά του υπευθύνου επεξεργασίας, έκφρασης άποψης και αμφισβήτησης της απόφασης.

4.   Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν βασίζονται στις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, εκτός αν ισχύει το άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή ζ) και αν υφίστανται κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων.

Τμήμα 5

Περιορισμοί

Άρθρο 23

Περιορισμοί

1.   Το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων μπορεί να περιορίζει μέσω νομοθετικού μέτρου το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 22 και στο άρθρο 34, καθώς και στο άρθρο 5, εφόσον οι διατάξεις του αντιστοιχούν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 22, όταν ένας τέτοιος περιορισμός σέβεται την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση:

α)

της ασφάλειας του κράτους,

β)

της εθνικής άμυνας,

γ)

της δημόσιας ασφάλειας,

δ)

της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένης της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψης αυτών,

ε)

άλλων σημαντικών στόχων γενικού δημόσιου συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, ιδίως σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων, της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης,

στ)

της προστασίας της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των δικαστικών διαδικασιών,

ζ)

της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης και της δίωξης παραβάσεων δεοντολογίας σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα,

η)

της παρακολούθησης, της επιθεώρησης ή της κανονιστικής λειτουργίας που συνδέεται, έστω περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) και ζ),

θ)

της προστασίας του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων,

ι)

της εκτέλεσης αστικών αξιώσεων.

2.   Ειδικότερα, κάθε νομοθετικό μέτρο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιέχει συγκεκριμένες διατάξεις τουλάχιστον, ανάλογα με την περίπτωση, όσον αφορά:

α)

τους σκοπούς της επεξεργασίας ή τις κατηγορίες επεξεργασίας,

β)

τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

γ)

το πεδίο εφαρμογής των περιορισμών που επιβλήθηκαν,

δ)

τις εγγυήσεις για την πρόληψη καταχρήσεων ή παράνομης πρόσβασης ή διαβίβασης,

ε)

την ειδική περιγραφή του υπευθύνου επεξεργασίας ή των κατηγοριών των υπευθύνων επεξεργασίας,

στ)

τις περιόδους αποθήκευσης και τις ισχύουσες εγγυήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τους σκοπούς της επεξεργασίας ή τις κατηγορίες επεξεργασίας,

ζ)

τους κινδύνους για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων και

η)

το δικαίωμα των υποκειμένων των δεδομένων να ενημερώνονται σχετικά με τον περιορισμό, εκτός εάν αυτό μπορεί να αποβεί επιζήμιο για τους σκοπούς του περιορισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Υπεύθυνος επεξεργασίας και εκτελών την επεξεργασία

Τμήμα 1

Γενικές υποχρεώσεις

Άρθρο 24

Ευθύνη του υπευθύνου επεξεργασίας

1.   Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, καθώς και τους κινδύνους διαφορετικής πιθανότητας επέλευσης και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει και να μπορεί να αποδεικνύει ότι η επεξεργασία διενεργείται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Τα εν λόγω μέτρα επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται όταν κρίνεται απαραίτητο.

2.   Όταν δικαιολογείται σε σχέση με τις δραστηριότητες επεξεργασίας, τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών για την προστασία των δεδομένων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας.

3.   Η τήρηση εγκεκριμένων κωδίκων δεοντολογίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 40 ή εγκεκριμένου μηχανισμού πιστοποίησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 42 δύναται να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας.

Άρθρο 25

Προστασία των δεδομένων ήδη από το σχεδιασμό και εξ ορισμού

1.   Λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις, το κόστος εφαρμογής και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, καθώς και τους κινδύνους διαφορετικής πιθανότητας επέλευσης και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία, ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει αποτελεσματικά, τόσο κατά τη στιγμή του καθορισμού των μέσων επεξεργασίας όσο και κατά τη στιγμή της επεξεργασίας, κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, όπως η ψευδωνυμοποίηση, σχεδιασμένα για την εφαρμογή αρχών προστασίας των δεδομένων, όπως η ελαχιστοποίηση των δεδομένων, και την ενσωμάτωση των απαραίτητων εγγυήσεων στην επεξεργασία κατά τρόπο ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και να προστατεύονται τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για να διασφαλίζει ότι, εξ ορισμού, υφίστανται επεξεργασία μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα για τον εκάστοτε σκοπό της επεξεργασίας. Αυτή η υποχρεώση ισχύει για το εύρος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται, τον βαθμό της επεξεργασίας τους, την περίοδο αποθήκευσης και την προσβασιμότητά τους. Ειδικότερα, τα εν λόγω μέτρα διασφαλίζουν ότι, εξ ορισμού, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν καθίστανται προσβάσιμα χωρίς την παρέμβαση του φυσικού προσώπου σε αόριστο αριθμό φυσικών προσώπων.

3.   Εγκεκριμένος μηχανισμός πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 42 μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο που αποδεικνύει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 26

Από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας

1.   Σε περίπτωση που δύο ή περισσότεροι υπεύθυνοι επεξεργασίας καθορίζουν από κοινού τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας, αποτελούν από κοινού υπευθύνους επεξεργασίας. Αυτοί καθορίζουν με διαφανή τρόπο τις αντίστοιχες ευθύνες τους για συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, ιδίως όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων και τα αντίστοιχα καθήκοντά τους για να παρέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 13 και 14, μέσω συμφωνίας μεταξύ τους, εκτός εάν και στον βαθμό που οι αντίστοιχες αρμοδιότητες των υπευθύνων επεξεργασίας καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκεινται οι υπεύθυνοι επεξεργασίας. Στη συμφωνία μπορεί να αναφέρεται ένα σημείο επικοινωνίας για τα υποκείμενα των δεδομένων.

2.   Η συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αντανακλά δεόντως τους αντίστοιχους ρόλους και σχέσεις των από κοινού υπευθύνων επεξεργασίας έναντι των υποκειμένων των δεδομένων. Η ουσία της συμφωνίας τίθεται στη διάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Ανεξάρτητα από τους όρους της συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του δυνάμει του παρόντος κανονισμού έναντι και κατά καθενός από τους υπευθύνους επεξεργασίας.

Άρθρο 27

Εκπρόσωποι υπευθύνων επεξεργασίας ή εκτελούντων την επεξεργασία μη εγκατεστημένων στην Ένωση

1.   Στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 3 παράγραφος 2, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία ορίζει γραπτώς εκπρόσωπο στην Ένωση.

2.   Η υποχρέωση που καθορίζεται στην παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει για:

α)

επεξεργασία η οποία είναι περιστασιακή, δεν περιλαμβάνει, σε μεγάλο βαθμό, επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων κατά το άρθρο 9 παράγραφος 1 ή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 10 και δεν ενδέχεται να προκαλέσει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το πλαίσιο, το πεδίο εφαρμογής και τους σκοπούς της επεξεργασίας, ή

β)

δημόσια αρχή ή φορέα.

3.   Ο εκπρόσωπος είναι εγκατεστημένος σε ένα από τα κράτη μέλη όπου βρίσκονται τα υποκείμενα των δεδομένων, των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία σε σχέση με προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών προς αυτά ή των οποίων η συμπεριφορά παρακολουθείται.

4.   Ο εκπρόσωπος λαμβάνει εντολή από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία να απευθύνονται σε εκείνον οι εποπτικές αρχές και τα υποκείμενα των δεδομένων, επιπρόσθετα ή αντί του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, για όλα τα θέματα που σχετίζονται με την επεξεργασία, με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό.

5.   Ο ορισμός εκπροσώπου από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία δεν θίγει τις προσφυγές οι οποίες μπορούν να ασκηθούν κατά του ίδιου του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία.

Άρθρο 28

Εκτελών την επεξεργασία

1.   Όταν η επεξεργασία πρόκειται να διενεργηθεί για λογαριασμό υπευθύνου επεξεργασίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας χρησιμοποιεί μόνο εκτελούντες την επεξεργασία που παρέχουν επαρκείς διαβεβαιώσεις για την εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων, κατά τρόπο ώστε η επεξεργασία να πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων.

2.   Ο εκτελών την επεξεργασία δεν προσλαμβάνει άλλον εκτελούντα την επεξεργασία χωρίς προηγούμενη ειδική ή γενική γραπτή άδεια του υπευθύνου επεξεργασίας. Σε περίπτωση γενικής γραπτής άδειας, ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας για τυχόν σκοπούμενες αλλαγές που αφορούν την προσθήκη ή την αντικατάσταση των άλλων εκτελούντων την επεξεργασία, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα στον υπεύθυνο επεξεργασίας να αντιταχθεί σε αυτές τις αλλαγές.

3.   Η επεξεργασία από τον εκτελούντα την επεξεργασία διέπεται από σύμβαση ή άλλη νομική πράξη υπαγόμενη στο δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους, που δεσμεύει τον εκτελούντα την επεξεργασία σε σχέση με τον υπεύθυνο επεξεργασίας και καθορίζει το αντικείμενο και τη διάρκεια της επεξεργασίας, τη φύση και τον σκοπό της επεξεργασίας, το είδος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τις κατηγορίες των υποκειμένων των δεδομένων και τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του υπευθύνου επεξεργασίας. Η εν λόγω σύμβαση ή άλλη νομική πράξη προβλέπει ειδικότερα ότι ο εκτελών την επεξεργασία:

α)

επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνο βάσει καταγεγραμμένων εντολών του υπευθύνου επεξεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, εκτός εάν υποχρεούται προς τούτο βάσει του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο εκτελών την επεξεργασία· σε αυτήν την περίπτωση, ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας για την εν λόγω νομική απαίτηση πριν από την επεξεργασία, εκτός εάν το εν λόγω δίκαιο απαγορεύει αυτού του είδους την ενημέρωση για σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος,

β)

διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν αναλάβει δέσμευση τήρησης εμπιστευτικότητας ή τελούν υπό τη δέουσα κανονιστική υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας,

γ)

λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα δυνάμει του άρθρου 32,

δ)

τηρεί τους όρους που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 για την πρόσληψη άλλου εκτελούντος την επεξεργασία,

ε)

λαμβάνει υπόψη τη φύση της επεξεργασίας και επικουρεί τον υπεύθυνο επεξεργασίας με τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης του υπευθύνου επεξεργασίας να απαντά σε αιτήματα για άσκηση των προβλεπόμενων στο κεφάλαιο III δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων,

στ)

συνδράμει τον υπεύθυνο επεξεργασίας στη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 32 έως 36, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της επεξεργασίας και τις πληροφορίες που διαθέτει ο εκτελών την επεξεργασία,

ζ)

κατ' επιλογή του υπευθύνου επεξεργασίας, διαγράφει ή επιστρέφει όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον υπεύθυνο επεξεργασίας μετά το πέρας της παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας και διαγράφει τα υφιστάμενα αντίγραφα, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους απαιτεί την αποθήκευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

η)

θέτει στη διάθεση του υπευθύνου επεξεργασίας κάθε απαραίτητη πληροφορία προς απόδειξη της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο παρόν άρθρο και επιτρέπει και διευκολύνει τους ελέγχους, περιλαμβανομένων των επιθεωρήσεων, που διενεργούνται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή από άλλον ελεγκτή εντεταλμένο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας.

Όσον αφορά το πρώτο εδάφιο στοιχείο η), ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει αμέσως τον υπεύθυνο επεξεργασίας, εάν, κατά την άποψή του, κάποια εντολή παραβιάζει τον παρόντα κανονισμό ή άλλες ενωσιακές ή εθνικές διατάξεις περί προστασίας δεδομένων.

4.   Όταν ο εκτελών την επεξεργασία προσλαμβάνει άλλον εκτελούντα για τη διενέργεια συγκεκριμένων δραστηριοτήτων επεξεργασίας για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας, οι ίδιες υποχρεώσεις όσον αφορά την προστασία των δεδομένων που προβλέπονται στη σύμβαση ή στην άλλη νομική πράξη μεταξύ υπευθύνου επεξεργασίας και εκτελούντος την επεξεργασία, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3, επιβάλλονται στον άλλον αυτόν εκτελούντα μέσω σύμβασης ή άλλης νομικής πράξης σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους, ιδίως ώστε να παρέχονται επαρκείς διαβεβαιώσεις για την εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων, ούτως ώστε η επεξεργασία να πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Όταν ο άλλος εκτελών την επεξεργασία αδυνατεί να ανταποκριθεί στις σχετικές με την προστασία των δεδομένων υποχρεώσεις του, ο αρχικός εκτελών παραμένει πλήρως υπόλογος έναντι του υπευθύνου επεξεργασίας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του άλλου εκτελούντος την επεξεργασία.

5.   Η τήρηση εκ μέρους του εκτελούντος την επεξεργασία εγκεκριμένου κώδικα δεοντολογίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 40 ή εγκεκριμένου μηχανισμού πιστοποίησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 42 δύναται να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο για να αποδειχθεί ότι παρέχει επαρκείς διαβεβαιώσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4 του παρόντος άρθρου.

6.   Με την επιφύλαξη ατομικής σύμβασης μεταξύ του υπευθύνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία, η σύμβαση ή η άλλη νομική πράξη που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου μπορεί να βασίζεται, εν όλω ή εν μέρει, σε τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες που αναφέρονται στις παραγράφους 7 και 8 του παρόντος άρθρου, μεταξύ άλλων όταν αποτελούν μέρος πιστοποίησης που χορηγείται στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία σύμφωνα με τα άρθρα 42 και 43.

7.   Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες για τα θέματα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου και σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2.

8.   Μια εποπτική αρχή μπορεί να θεσπίσει τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες για τα θέματα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου και σύμφωνα με τον μηχανισμό συνεκτικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 63.

9.   Η σύμβαση ή η άλλη νομική πράξη που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4 υφίσταται γραπτώς, μεταξύ άλλων σε ηλεκτρονική μορφή.

10.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 82, 83 και 84, εάν ο εκτελών την επεξεργασία καθορίσει κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας, ο εκτελών την επεξεργασία θεωρείται υπεύθυνος επεξεργασίας για τη συγκεκριμένη επεξεργασία.

Άρθρο 29

Επεξεργασία υπό την εποπτεία του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία

Ο εκτελών την επεξεργασία και κάθε πρόσωπο που ενεργεί υπό την εποπτεία του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, το οποίο έχει πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, επεξεργάζεται τα εν λόγω δεδομένα μόνον κατ' εντολή του υπευθύνου επεξεργασίας, εκτός εάν υποχρεούται προς τούτο από το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους.

Άρθρο 30

Αρχεία των δραστηριοτήτων επεξεργασίας

1.   Κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, ο εκπρόσωπός του, τηρεί αρχείο των δραστηριοτήτων επεξεργασίας για τις οποίες είναι υπεύθυνος. Το εν λόγω αρχείο περιλαμβάνει όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, του από κοινού υπευθύνου επεξεργασίας, του εκπροσώπου του υπευθύνου επεξεργασίας και του υπευθύνου προστασίας δεδομένων,

β)

τους σκοπούς της επεξεργασίας,

γ)

περιγραφή των κατηγοριών υποκειμένων των δεδομένων και των κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

δ)

τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους πρόκειται να γνωστοποιηθούν ή γνωστοποιήθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των αποδεκτών σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς,

ε)

όπου συντρέχει περίπτωση, τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων του προσδιορισμού της εν λόγω τρίτης χώρας ή του διεθνούς οργανισμού και, σε περίπτωση διαβιβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, της τεκμηρίωσης των κατάλληλων εγγυήσεων,

στ)

όπου είναι δυνατό, τις προβλεπόμενες προθεσμίες διαγραφής των διάφορων κατηγοριών δεδομένων,

ζ)

όπου είναι δυνατό, γενική περιγραφή των τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1.

2.   Κάθε εκτελών την επεξεργασία και, κατά περίπτωση, ο εκπρόσωπος του εκτελούντος την επεξεργασία τηρούν αρχείο όλων των κατηγοριών δραστηριοτήτων επεξεργασίας που διεξάγονται εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας, το οποίο περιλαμβάνει τα εξής:

α)

το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του εκτελούντος ή των εκτελούντων την επεξεργασία και των υπευθύνων επεξεργασίας εκ μέρους των οποίων ενεργεί ο εκτελών και, κατά περίπτωση, του εκπροσώπου του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, καθώς και του υπευθύνου προστασίας δεδομένων,

β)

τις κατηγορίες επεξεργασιών που διεξάγονται εκ μέρους κάθε υπευθύνου επεξεργασίας,

γ)

όπου συντρέχει περίπτωση, τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων του προσδιορισμού της εν λόγω τρίτης χώρας ή του διεθνούς οργανισμού και, σε περίπτωση διαβιβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, της τεκμηρίωσης των κατάλληλων εγγυήσεων,

δ)

όπου είναι δυνατό, γενική περιγραφή των τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφάλειας που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1.

3.   Τα αρχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 υφίστανται γραπτώς, μεταξύ άλλων σε ηλεκτρονική μορφή.

4.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία και, κατά περίπτωση, ο εκπρόσωπος του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία θέτουν το αρχείο στη διάθεση της εποπτικής αρχής κατόπιν αιτήματος.

5.   Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν ισχύουν για επιχείρηση ή οργανισμό που απασχολεί λιγότερα από 250 άτομα, εκτός εάν η διενεργούμενη επεξεργασία ενδέχεται να προκαλέσει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, η επεξεργασία δεν είναι περιστασιακή ή η επεξεργασία περιλαμβάνει ειδικές κατηγορίες δεδομένων κατά το άρθρο 9 παράγραφος 1 ή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 10.

Άρθρο 31

Συνεργασία με την εποπτική αρχή

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία και, κατά περίπτωση, οι εκπρόσωποί τους συνεργάζονται, κατόπιν αιτήματος, με την εποπτική αρχή για την άσκηση των καθηκόντων της.

Τμήμα 2

Ασφάλεια δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Άρθρο 32

Ασφάλεια επεξεργασίας

1.   Λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις, το κόστος εφαρμογής και τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, καθώς και τους κινδύνους διαφορετικής πιθανότητας επέλευσης και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία εφαρμόζουν κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται το κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας έναντι των κινδύνων, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση:

α)

της ψευδωνυμοποίησης και της κρυπτογράφησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

β)

της δυνατότητας διασφάλισης του απορρήτου, της ακεραιότητας, της διαθεσιμότητας και της αξιοπιστίας των συστημάτων και των υπηρεσιών επεξεργασίας σε συνεχή βάση,

γ)

της δυνατότητας αποκατάστασης της διαθεσιμότητας και της πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε εύθετο χρόνο σε περίπτωση φυσικού ή τεχνικού συμβάντος,

δ)

διαδικασίας για την τακτική δοκιμή, εκτίμηση και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των τεχνικών και των οργανωτικών μέτρων για τη διασφάλιση της ασφάλειας της επεξεργασίας.

2.   Κατά την εκτίμηση του ενδεδειγμένου επιπέδου ασφάλειας λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι κίνδυνοι που απορρέουν από την επεξεργασία, ιδίως από τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, αλλοίωση, άνευ αδείας κοινολόγηση ή προσπέλαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ' άλλο τρόπο σε επεξεργασία.

3.   Η τήρηση εγκεκριμένου κώδικα δεοντολογίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 40 ή εγκεκριμένου μηχανισμού πιστοποίησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 42 δύναται να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία λαμβάνουν μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί υπό την εποπτεία του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία το οποίο έχει πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα επεξεργάζεται μόνο κατ' εντολή του υπευθύνου επεξεργασίας, εκτός εάν υποχρεούται προς τούτο από το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους.

Άρθρο 33

Γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εποπτική αρχή

1.   Σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας γνωστοποιεί αμελλητί και, αν είναι δυνατό, εντός 72 ωρών από τη στιγμή που αποκτά γνώση του γεγονότος την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εποπτική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 55, εκτός εάν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν ενδέχεται να προκαλέσει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων. Όταν η γνωστοποίηση στην εποπτική αρχή δεν πραγματοποιείται εντός 72 ωρών, συνοδεύεται από αιτιολόγηση για την καθυστέρηση.

2.   Ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας αμελλητί, μόλις αντιληφθεί παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατ' ελάχιστο:

α)

περιγράφει τη φύση της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι δυνατό, των κατηγοριών και του κατά προσέγγιση αριθμού των επηρεαζόμενων υποκειμένων των δεδομένων, καθώς και των κατηγοριών και του κατά προσέγγιση αριθμού των επηρεαζόμενων αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

β)

ανακοινώνει το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων ή άλλου σημείου επικοινωνίας από το οποίο μπορούν να ληφθούν περισσότερες πληροφορίες,

γ)

περιγράφει τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

δ)

περιγράφει τα ληφθέντα ή τα προτεινόμενα προς λήψη μέτρα από τον υπεύθυνο επεξεργασίας για την αντιμετώπιση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και, όπου ενδείκνυται, μέτρα για την άμβλυνση ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών της.

4.   Σε περίπτωση που και εφόσον δεν είναι δυνατόν να παρασχεθούν οι πληροφορίες ταυτόχρονα, μπορούν να παρέχονται σταδιακά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

5.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας τεκμηριώνει κάθε παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που συνίστανται στα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τις συνέπειες και τα ληφθέντα διορθωτικά μέτρα. Η εν λόγω τεκμηρίωση επιτρέπει στην εποπτική αρχή να επαληθεύει τη συμμόρφωση προς το παρόν άρθρο.

Άρθρο 34

Ανακοίνωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων

1.   Όταν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενδέχεται να θέσει σε υψηλό κίνδυνο τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ανακοινώνει αμελλητί την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων.

2.   Στην ανακοίνωση στο υποκείμενο των δεδομένων η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου περιγράφεται με σαφήνεια η φύση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και περιέχονται τουλάχιστον οι πληροφορίες και τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β), γ) και δ).

3.   Η ανακοίνωση στο υποκείμενο των δεδομένων η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν απαιτείται, εάν πληρείται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφάρμοσε κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προστασίας, και τα μέτρα αυτά εφαρμόστηκαν στα επηρεαζόμενα από την παραβίαση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κυρίως μέτρα που καθιστούν μη κατανοητά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε όσους δεν διαθέτουν άδεια πρόσβασης σε αυτά, όπως η κρυπτογράφηση,

β)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας έλαβε στη συνέχεια μέτρα που διασφαλίζουν ότι δεν είναι πλέον πιθανό να προκύψει ο αναφερόμενος στην παράγραφο 1 υψηλός κίνδυνος για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων,

γ)

προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται αντ' αυτής δημόσια ανακοίνωση ή υπάρχει παρόμοιο μέτρο με το οποίο τα υποκείμενα των δεδομένων ενημερώνονται με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο.

4.   Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έχει ήδη ανακοινώσει την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων, η εποπτική αρχή μπορεί, έχοντας εξετάσει την πιθανότητα επέλευσης υψηλού κινδύνου από την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να του ζητήσει να το πράξει ή μπορεί να αποφασίσει ότι πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Τμήμα 3

Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων και προηγούμενη διαβούλευση

Άρθρο 35

Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων

1.   Όταν ένα είδος επεξεργασίας, ιδίως με χρήση νέων τεχνολογιών και συνεκτιμώντας τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, ενδέχεται να επιφέρει υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας διενεργεί, πριν από την επεξεργασία, εκτίμηση των επιπτώσεων των σχεδιαζόμενων πράξεων επεξεργασίας στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σε μία εκτίμηση μπορεί να εξετάζεται ένα σύνολο παρόμοιων πράξεων επεξεργασίας οι οποίες ενέχουν παρόμοιους υψηλούς κινδύνους.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη γνώμη του υπευθύνου προστασίας δεδομένων, εφόσον έχει οριστεί, κατά τη διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων.

3.   Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων απαιτείται ιδίως στην περίπτωση:

α)

συστηματικής και εκτενούς αξιολόγησης προσωπικών πτυχών σχετικά με φυσικά πρόσωπα, η οποία βασίζεται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία, περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, και στην οποία βασίζονται αποφάσεις που παράγουν έννομα αποτελέσματα σχετικά με το φυσικό πρόσωπο ή ομοίως επηρεάζουν σημαντικά το φυσικό πρόσωπο,

β)

μεγάλης κλίμακας επεξεργασίας των ειδικών κατηγοριών δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 ή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 10 ή

γ)

συστηματικής παρακολούθησης δημοσίως προσβάσιμου χώρου σε μεγάλη κλίμακα.

4.   Η εποπτική αρχή καταρτίζει και δημοσιοποιεί κατάλογο με τα είδη των πράξεων επεξεργασίας που υπόκεινται στην απαίτηση για διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων δυνάμει της παραγράφου 1. Η εποπτική αρχή ανακοινώνει τον εν λόγω κατάλογο στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 68.

5.   Η εποπτική αρχή δύναται επίσης να καταρτίζει και να δημοσιοποιεί κατάλογο με τα είδη των πράξεων επεξεργασίας για τα οποία δεν απαιτείται εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων. Η εποπτική αρχή ανακοινώνει τον εν λόγω κατάλογο στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων.

6.   Πριν από την έκδοση των καταλόγων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5, η αρμόδια εποπτική αρχή εφαρμόζει τον μηχανισμό συνεκτικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 63, εάν οι εν λόγω κατάλογοι περιλαμβάνουν δραστηριότητες επεξεργασίας οι οποίες σχετίζονται με την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε υποκείμενα των δεδομένων ή με την παρακολούθηση της συμπεριφοράς τους σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη ή οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν σημαντικά την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση.

7.   Η εκτίμηση περιέχει τουλάχιστον:

α)

συστηματική περιγραφή των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας και των σκοπών της επεξεργασίας, περιλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας,

β)

εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των πράξεων επεξεργασίας σε συνάρτηση με τους σκοπούς,

γ)

εκτίμηση των κινδύνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και

δ)

τα προβλεπόμενα μέτρα αντιμετώπισης των κινδύνων, περιλαμβανομένων των εγγυήσεων, των μέτρων και μηχανισμών ασφάλειας, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να αποδεικνύεται η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων και άλλων ενδιαφερόμενων προσώπων.

8.   Η συμμόρφωση με εγκεκριμένους κώδικες δεοντολογίας που αναφέρονται στο άρθρο 40 από τους σχετικούς υπευθύνους επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία λαμβάνεται δεόντως υπόψη κατά την εκτίμηση του αντικτύπου των πράξεων επεξεργασίας που εκτελούνται από τους εν λόγω υπευθύνους ή εκτελούντες την επεξεργασία, ιδίως για τους σκοπούς εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων.

9.   Όπου ενδείκνυται, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη γνώμη των υποκειμένων των δεδομένων ή των εκπροσώπων τους για τη σχεδιαζόμενη επεξεργασία, με την επιφύλαξη της προστασίας εμπορικών ή δημόσιων συμφερόντων ή της ασφάλειας των πράξεων επεξεργασίας.

10.   Όταν η επεξεργασία δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή ε) έχει νομική βάση στο δίκαιο της Ένωσης ή στο δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας, το εν λόγω δίκαιο ρυθμίζει την εκάστοτε συγκεκριμένη πράξη επεξεργασίας ή σειρά πράξεων και έχει διενεργηθεί ήδη εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων ως μέρος γενικής εκτίμησης αντικτύπου στο πλαίσιο της έγκρισης της εν λόγω νομικής βάσης, οι παράγραφοι 1 έως 7 δεν εφαρμόζονται, εκτός εάν τα κράτη μέλη κρίνουν απαραίτητη τη διενέργεια της εν λόγω εκτίμησης πριν από τις δραστηριότητες επεξεργασίας.

11.   Όπου απαιτείται, ο υπεύθυνος επεξεργασίας προβαίνει σε επανεξέταση για να εκτιμήσει εάν η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διενεργείται σύμφωνα με την εκτίμηση αντικτύπου στην προστασία δεδομένων τουλάχιστον όταν μεταβάλλεται ο κίνδυνος που θέτουν οι πράξεις επεξεργασίας.

Άρθρο 36

Προηγούμενη διαβούλευση

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη γνώμη της εποπτικής αρχής πριν από την επεξεργασία, όταν η δυνάμει του άρθρου 35 εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων υποδεικνύει ότι η επεξεργασία θα προκαλούσε υψηλό κίνδυνο ελλείψει μέτρων μετριασμού του κινδύνου από τον υπεύθυνο επεξεργασίας.

2.   Όταν η εποπτική αρχή φρονεί ότι η σχεδιαζόμενη επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό, ιδίως εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έχει προσδιορίσει ή μετριάσει επαρκώς τον κίνδυνο, η εποπτική αρχή παρέχει γραπτώς συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας εντός προθεσμίας μέχρι οκτώ εβδομάδων από την παραλαβή του αιτήματος διαβούλευσης, και, όπου απαιτείται, στον εκτελούντα την επεξεργασία, ενώ δύναται να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε από τις εξουσίες της που αναφέρονται στο άρθρο 58. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά έξι εβδομάδες, λόγω της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει τη σχεδιαζόμενη επεξεργασία. Η εποπτική αρχή ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας και, όπου απαιτείται, τον εκτελούντα την επεξεργασία για την εν λόγω παράταση εντός ενός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος διαβούλευσης, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης. Οι εν λόγω προθεσμίες μπορούν να αναστέλλονται έως ότου η εποπτική αρχή λάβει τις πληροφορίες που ζήτησε για τους σκοπούς της διαβούλευσης.

3.   Κατά τη διαβούλευση με την εποπτική αρχή δυνάμει της παραγράφου 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στην εποπτική αρχή:

α)

κατά περίπτωση, τις αντίστοιχες αρμοδιότητες του υπευθύνου επεξεργασίας, των από κοινού υπευθύνων επεξεργασίας και των εκτελούντων την επεξεργασία που συμμετέχουν στις εργασίες, ιδίως όσον αφορά επεξεργασία εντός ομίλου επιχειρήσεων,

β)

τους σκοπούς και τα μέσα της σχεδιαζόμενης επεξεργασίας,

γ)

τα μέτρα και τις εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό,

δ)

κατά περίπτωση, τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων,

ε)

την εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 35, και

στ)

κάθε άλλη πληροφορία που ζητεί η εποπτική αρχή.

4.   Τα κράτη μέλη ζητούν τη γνώμη της εποπτικής αρχής κατά την εκπόνηση προτάσεων νομοθετικών μέτρων προς θέσπιση από τα εθνικά κοινοβούλια ή κανονιστικών μέτρων που βασίζονται σε τέτοια νομοθετικά μέτρα, τα οποία αφορούν την επεξεργασία.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το δίκαιο του κράτους μέλους μπορεί να απαιτεί από τους υπευθύνους επεξεργασίας να διαβουλεύονται και να λαμβάνουν προηγούμενη άδεια από την εποπτική αρχή σε σχέση με την επεξεργασία από υπεύθυνο επεξεργασίας για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκείται από τον εν λόγω υπεύθυνο προς το δημόσιο συμφέρον, περιλαμβανομένης της επεξεργασίας σε σχέση με την κοινωνική προστασία και τη δημόσια υγεία.

Τμήμα 4

Υπεύθυνος προστασίας δεδομένων

Άρθρο 37

Ορισμός του υπευθύνου προστασίας δεδομένων

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία ορίζουν υπεύθυνο προστασίας δεδομένων σε κάθε περίπτωση στην οποία:

α)

η επεξεργασία διενεργείται από δημόσια αρχή ή φορέα, εκτός από δικαστήρια που ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας,

β)

οι βασικές δραστηριότητες του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία συνιστούν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες, λόγω της φύσης, του πεδίου εφαρμογής και/ή των σκοπών τους, απαιτούν τακτική και συστηματική παρακολούθηση των υποκειμένων των δεδομένων σε μεγάλη κλίμακα, ή

γ)

οι βασικές δραστηριότητες του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία συνιστούν μεγάλης κλίμακας επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 9 και δεδομένων που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 10.

2.   Όμιλος επιχειρήσεων μπορεί να διορίσει ένα μόνο υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι κάθε εγκατάσταση έχει εύκολη πρόσβαση στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων.

3.   Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία είναι δημόσια αρχή ή δημόσιος φορέας, ένας μόνο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων μπορεί να ορίζεται για πολλές τέτοιες αρχές ή πολλούς τέτοιους φορείς, λαμβάνοντας υπόψη την οργανωτική τους δομή και το μέγεθός τους.

4.   Σε περιπτώσεις πλην των αναφερόμενων στην παράγραφο 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία ή ενώσεις και άλλοι φορείς που εκπροσωπούν κατηγορίες υπευθύνων επεξεργασίας ή εκτελούντων την επεξεργασία μπορούν να ορίζουν υπεύθυνο προστασίας δεδομένων ή, όπου απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους, ορίζουν υπεύθυνο προστασίας δεδομένων. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων μπορεί να ενεργεί για τις εν λόγω ενώσεις και τους άλλους φορείς που εκπροσωπούν υπευθύνους επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία.

5.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων διορίζεται βάσει επαγγελματικών προσόντων και ιδίως βάσει της εμπειρογνωσίας που διαθέτει στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών περί προστασίας δεδομένων, καθώς και βάσει της ικανότητας εκπλήρωσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 39.

6.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων μπορεί να είναι μέλος του προσωπικού του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία ή να ασκεί τα καθήκοντά του βάσει σύμβασης παροχής υπηρεσιών.

7.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία δημοσιεύουν τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων και τα ανακοινώνουν στην εποπτική αρχή.

Άρθρο 38

Θέση του υπευθύνου προστασίας δεδομένων

1.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία διασφαλίζουν ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων συμμετέχει, δεόντως και εγκαίρως, σε όλα τα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία στηρίζουν τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων στην άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παρέχοντας απαραίτητους πόρους για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων και πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και σε πράξεις επεξεργασίας, καθώς και πόρους απαραίτητους για τη διατήρηση της εμπειρογνωσίας του.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία διασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων δεν λαμβάνει εντολές για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων. Δεν απολύεται ούτε υφίσταται κυρώσεις από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία επειδή επιτέλεσε τα καθήκοντά του. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων λογοδοτεί απευθείας στο ανώτατο διοικητικό επίπεδο του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία.

4.   Τα υποκείμενα των δεδομένων μπορούν να επικοινωνούν με τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων για κάθε ζήτημα σχετικό με την επεξεργασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα και με την άσκηση των δικαιωμάτων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

5.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων δεσμεύεται από την τήρηση του απορρήτου ή της εμπιστευτικότητας σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους.

6.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων μπορεί να επιτελεί και άλλα καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω καθήκοντα και υποχρεώσεις δεν συνεπάγονται σύγκρουση συμφερόντων.

Άρθρο 39

Καθήκοντα του υπευθύνου προστασίας δεδομένων

1.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων έχει τουλάχιστον τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

ενημερώνει και συμβουλεύει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία και τους υπαλλήλους που επεξεργάζονται τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και από άλλες διατάξεις της Ένωσης ή του κράτους μέλους σχετικά με την προστασία δεδομένων,

β)

παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, με άλλες διατάξεις της Ένωσης ή του κράτους μέλους σχετικά με την προστασία δεδομένων και με τις πολιτικές του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων της ανάθεσης αρμοδιοτήτων, της ευαισθητοποίησης και της κατάρτισης των υπαλλήλων που συμμετέχουν στις πράξεις επεξεργασίας, και των σχετικών ελέγχων,

γ)

παρέχει συμβουλές, όταν ζητείται, όσον αφορά την εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων και παρακολουθεί την υλοποίησή της σύμφωνα με το άρθρο 35,

δ)

συνεργάζεται με την εποπτική αρχή,

ε)

ενεργεί ως σημείο επικοινωνίας για την εποπτική αρχή για ζητήματα που σχετίζονται με την επεξεργασία, περιλαμβανομένης της προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 36, και πραγματοποιεί διαβουλεύσεις, ανάλογα με την περίπτωση, για οποιοδήποτε άλλο θέμα.

2.   Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων λαμβάνει δεόντως υπόψη τον κίνδυνο που συνδέεται με τις πράξεις επεξεργασίας, συνεκτιμώντας τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας.

Τμήμα 5

Κώδικες δεοντολογίας και πιστοποίηση

Άρθρο 40

Κώδικες δεοντολογίας

1.   Τα κράτη μέλη, οι εποπτικές αρχές, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων και η Επιτροπή ενθαρρύνουν την εκπόνηση κωδίκων δεοντολογίας που έχουν ως στόχο να συμβάλουν στην ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των διάφορων τομέων επεξεργασίας και τις ειδικές ανάγκες των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.

2.   Ενώσεις και άλλοι φορείς που εκπροσωπούν κατηγορίες υπευθύνων επεξεργασίας ή εκτελούντων την επεξεργασία μπορούν να εκπονούν κώδικες δεοντολογίας ή να τροποποιούν ή να επεκτείνουν υφιστάμενους κώδικες δεοντολογίας, προκειμένου να προσδιορίσουν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, όπως όσον αφορά:

α)

τη θεμιτή και με διαφάνεια επεξεργασία,

β)

τα έννομα συμφέροντα που επιδιώκουν οι υπεύθυνοι επεξεργασίας σε συγκεκριμένα πλαίσια,

γ)

τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

δ)

την ψευδωνυμοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

ε)

την ενημέρωση του κοινού και των υποκειμένων των δεδομένων,

στ)

την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων,

ζ)

την ενημέρωση και την προστασία των παιδιών και τον τρόπο απόκτησης της συγκατάθεσης του ασκούντος τη γονική μέριμνα του παιδιού,

η)

τα μέτρα και τις διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 24 και 25 και τα μέτρα για τη διασφάλιση της ασφάλειας της επεξεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 32,

θ)

τη γνωστοποίηση παραβιάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις εποπτικές αρχές και την ανακοίνωση των εν λόγω παραβιάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα υποκείμενα των δεδομένων,

ι)

τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, ή

ια)

εξωδικαστικές διαδικασίες και άλλες διαδικασίες επίλυσης διαφορών για την επίλυση διαφορών μεταξύ υπευθύνων επεξεργασίας και υποκειμένων των δεδομένων όσον αφορά την επεξεργασία, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων δυνάμει των άρθρων 77 και 79.

3.   Πέραν της τήρησής τους από υπεύθυνους επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία υπαγόμενους στον παρόντα κανονισμό, οι κώδικες δεοντολογίας που εγκρίνονται βάσει της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου και έχουν γενική ισχύ βάσει της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου μπορούν επίσης να τηρούνται από υπευθύνους επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία μη υπαγόμενους στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με το άρθρο 3, προκειμένου να παρέχονται οι κατάλληλες εγγυήσεις στο πλαίσιο των διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 2 στοιχείο ε). Οι εν λόγω υπεύθυνοι επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία αναλαμβάνουν δεσμευτικές και εκτελεστές υποχρεώσεις μέσω συμβάσεων ή άλλων νομικά δεσμευτικών πράξεων, προκειμένου να εφαρμόσουν τις εν λόγω κατάλληλες εγγυήσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

4.   Ο κώδικας δεοντολογίας που αναφέρεται στην παράγράφο 2 του παρόντος άρθρου περιέχει μηχανισμούς που επιτρέπουν στον αναφερόμενο στο άρθρο 41 παράγραφος 1 φορέα να διενεργεί την υποχρεωτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του από τους υπευθύνους επεξεργασίας ή τους εκτελούντες την επεξεργασία που έχουν αναλάβει να τον εφαρμόζουν, με την επιφύλαξη των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων των εποπτικών αρχών που είναι αρμόδιες σύμφωνα με το άρθρο 55 ή 56.

5.   Ενώσεις και άλλοι φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και προτίθενται να εκπονήσουν κώδικα δεοντολογίας ή να τροποποιήσουν ή να επεκτείνουν υφιστάμενο κώδικα υποβάλλουν το σχέδιο κώδικα στην εποπτική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 55. Η εποπτική αρχή γνωμοδοτεί ως προς τη συμμόρφωση του σχεδίου κώδικα, της τροποποίησης ή της επέκτασης προς τον παρόντα κανονισμό και εγκρίνει το εν λόγω σχέδιο κώδικα, τροποποίηση ή επέκταση, εάν κρίνει ότι παρέχει επαρκείς κατάλληλες εγγυήσεις.

6.   Όταν το σχέδιο κώδικα ή η τροποποίηση ή επέκταση εγκρίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 και όταν ο σχετικός κώδικας δεοντολογίας δεν έχει σχέση με δραστηριότητες επεξεργασίας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, η εποπτική αρχή καταχωρίζει και δημοσιεύει τον κώδικα.

7.   Σε περίπτωση που σχέδιο κώδικα δεοντολογίας αναφέρεται σε δραστηριότητες επεξεργασίας σε διάφορα κράτη μέλη, η εποπτική αρχή που είναι αρμόδια κατά το άρθρο 55 το υποβάλλει, πριν από την έγκριση του σχεδίου κώδικα, της τροποποίησης ή της επέκτασης, στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 63 στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, το οποίο γνωμοδοτεί ως προς τη συμμόρφωση του σχεδίου κώδικα, της τροποποίησης ή της επέκτασης προς τον παρόντα κανονισμό ή, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ως προς την παροχή επαρκών εγγυήσεων από αυτόν.

8.   Σε περίπτωση που η γνωμοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 επιβεβαιώνει ότι το κώδικα, η τροποποίηση ή η επέκταση είναι σύμφωνα προς τον παρόντα κανονισμό ή, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3, παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων διαβιβάζει τη γνώμη του στην Επιτροπή.

9.   Η Επιτροπή μπορεί, μέσω εκτελεστικών πράξεων, να αποφασίζει ότι οι εγκεκριμένοι κώδικες δεοντολογίας και οι τροποποιήσεις ή οι επεκτάσεις που της υποβλήθηκαν δυνάμει της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου έχουν γενική ισχύ εντός της Ένωσης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2.

10.   Η Επιτροπή διασφαλίζει τη δέουσα δημοσιότητα για τους εγκεκριμένους κώδικες για τους οποίους αποφάσισε ότι έχουν γενική ισχύ σύμφωνα με την παράγραφο 9.

11.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων συγκεντρώνει όλους τους εγκεκριμένους κώδικες δεοντολογίας, τις τροποποιήσεις και τις επεκτάσεις σε μητρώο και τους καθιστά διαθέσιμους στο κοινό με κάθε κατάλληλο μέσο.

Άρθρο 41

Παρακολούθηση των εγκεκριμένων κωδίκων δεοντολογίας

1.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων της αρμόδιας εποπτικής αρχής σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 58, η παρακολούθηση της συμμόρφωσης με κώδικα δεοντολογίας δυνάμει του άρθρου 40 μπορεί να διεξάγεται από φορέα που διαθέτει το ενδεδειγμένο επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης σε σχέση με το αντικείμενο του κώδικα και είναι διαπιστευμένος για τον σκοπό αυτόν από την αρμόδια εποπτική αρχή.

2.   Ο φορέας όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να είναι διαπιστευμένος για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με κώδικα δεοντολογίας, εφόσον ο εν λόγω φορέας:

α)

έχει αποδείξει την ανεξαρτησία και την εμπειρογνωμοσύνη του σε σχέση με το αντικείμενο του κώδικα κατά την κρίση της αρμόδιας εποπτικής αρχής,

β)

έχει καθιερώσει διαδικασίες που του επιτρέπουν την εκτίμηση της επιλεξιμότητας των σχετικών υπευθύνων επεξεργασίας και των εκτελούντων την επεξεργασία προκειμένου να εφαρμόσουν τον κώδικα, την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους με τις διατάξεις του και την περιοδική επανεξέταση της λειτουργίας του,

γ)

έχει θεσπίσει διαδικασίες και δομές για την αντιμετώπιση καταγγελιών περί παραβάσεων του κώδικα ή περί του τρόπου με τον οποίον ο κώδικας έχει εφαρμοστεί ή εφαρμόζεται από έναν υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία, καθώς και για να καταστούν οι διαδικασίες και οι δομές αυτές διαφανείς στα υποκείμενα των δεδομένων και στο ευρύ κοινό, και

δ)

αποδεικνύει, κατά την κρίση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, ότι τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του δεν συνεπάγονται σύγκρουση συμφερόντων.

3.   Η αρμόδια εποπτική αρχή υποβάλλει τα σχέδια κριτηρίων πιστοποίησης του φορέα όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με τον μηχανισμό συνεκτικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 63.

4.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων της αρμόδιας εποπτικής αρχής και των διατάξεων του κεφαλαίου VIII, ο φορέας όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αναλαμβάνει, με την επιφύλαξη κατάλληλων εγγυήσεων, κατάλληλη δράση σε περίπτωση παράβασης του κώδικα από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία, περιλαμβανομένης της αναστολής άσκησης καθηκόντων ή της εξαίρεσης του οικείου υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία από τον κώδικα. Ενημερώνει την αρμόδια εποπτική αρχή για τις δράσεις αυτές και για τους λόγους ανάληψής τους.

5.   Η αρμόδια εποπτική αρχή ανακαλεί την πιστοποίηση φορέα όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, εάν οι προϋποθέσεις πιστοποίησης δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον ή οι ενέργειες που αναλήφθηκαν από τον φορέα παραβαίνουν τον παρόντα κανονισμό.

6.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία που διενεργείται από δημόσιες αρχές και δημόσιους φορείς.

Άρθρο 42

Πιστοποίηση

1.   Τα κράτη μέλη, οι εποπτικές αρχές, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων και η Επιτροπή παροτρύνουν, ιδίως σε ενωσιακό επίπεδο, τη θέσπιση μηχανισμών πιστοποίησης προστασίας δεδομένων και σφραγίδων και σημάτων προστασίας δεδομένων, με σκοπό την απόδειξη της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό των πράξεων επεξεργασίας από τους υπευθύνους επεξεργασίας και τους εκτελούντες την επεξεργασία. Λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές ανάγκες των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων.

2.   Πέραν της εφαρμογής τους από τους υπευθύνους επεξεργασίας ή τους εκτελούντες την επεξεργασία που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό, οι μηχανισμοί πιστοποίησης της προστασίας δεδομένων και οι σφραγίδες και τα σήματα προστασίας δεδομένων που εγκρίνονται βάσει της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου μπορούν να θεσπίζονται για τον σκοπό της απόδειξης ότι παρέχονται κατάλληλες εγγυήσεις από τους υπευθύνους επεξεργασίας ή τους εκτελούντες την επεξεργασία που δεν υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 3, στο πλαίσιο των διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 2 στοιχείο στ). Οι εν λόγω υπεύθυνοι επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία αναλαμβάνουν δεσμευτικές και εκτελεστές υποχρεώσεις μέσω συμβάσεων ή άλλων νομικά δεσμευτικών πράξεων, προκειμένου να εφαρμόσουν τις εν λόγω κατάλληλες εγγυήσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

3.   Η πιστοποίηση είναι εθελοντική και διαθέσιμη μέσω διαφανούς διαδικασίας.

4.   Η πιστοποίηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν περιορίζει την ευθύνη του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία για συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό και δεν θίγει τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των εποπτικών αρχών που είναι αρμόδιες σύμφωνα με το άρθρο 55 ή 56.

5.   Η πιστοποίηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο χορηγείται από τους φορείς πιστοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 43 ή από την αρμόδια εποπτική αρχή, βάσει των κριτηρίων που έχει εγκρίνει η εν λόγω αρμόδια εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 58 παράγραφος 3 ή το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 63. Όταν τα κριτήρια εγκρίνονται από το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κοινή πιστοποίηση, την Ευρωπαϊκή Σφραγίδα Προστασίας των Δεδομένων.

6   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία που υποβάλλει την επεξεργασία του στον μηχανισμό πιστοποίησης παρέχει στον φορέα πιστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 43 ή, ανάλογα με την περίπτωση, στην αρμόδια εποπτική αρχή κάθε πληροφορία και πρόσβαση στις δραστηριότητες επεξεργασίας που απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας πιστοποίησης.

7.   Η πιστοποίηση χορηγείται σε υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία για μέγιστη περίοδο τριών ετών και μπορεί να ανανεωθεί με τους ίδιους όρους, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι σχετικές απαιτήσεις. Η πιστοποίηση ανακαλείται, ανάλογα με την περίπτωση, από τους φορείς πιστοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 43 ή από την αρμόδια εποπτική αρχή, όταν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι απαιτήσεις για την πιστοποίηση.

8.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων συγκεντρώνει όλους τους μηχανισμούς πιστοποίησης και τις σφραγίδες και τα σήματα προστασίας δεδομένων σε μητρώο και τα καθιστά διαθέσιμα στο κοινό με κάθε κατάλληλο μέσο.

Άρθρο 43

Φορείς πιστοποίησης

1.   Με την επιφύλαξη των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων της αρμόδιας εποπτικής αρχής σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 58, οι φορείς πιστοποίησης που διαθέτουν το ενδεδειγμένο επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης σε σχέση με την προστασία των δεδομένων, αφού ενημερώσουν την εποπτική αρχή προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει τις αρμοδιότητές της δυνάμει του άρθρου 58 παράγραφος 2 στοιχείο η) όπου απαιτείται, χορηγούν και ανανεώνουν πιστοποιήσεις. Το κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η διαπίστευση των εν λόγω φορέων πιστοποίησης πραγματοποιείται από ένα ή αμφότερα τα ακόλουθα:

α)

την εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει των άρθρων 55 ή 56,

β)

τον εθνικό οργανισμό διαπίστευσης που ορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), σύμφωνα με το πρότυπο EN-ISO/IEC 17065/2012 και σύμφωνα με τις συμπληρωματικές απαιτήσεις που έχουν οριστεί από την εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει του άρθρου 55 ή 56.

2.   Οι φορείς πιστοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι διαπιστευμένοι σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, μόνο εφόσον:

α)

έχουν αποδείξει την ανεξαρτησία και την εμπειρογνωμοσύνη τους σε σχέση με το αντικείμενο της πιστοποίησης κατά την κρίση της αρμόδιας εποπτικής αρχής,

β)

έχουν δεσμευτεί να σέβονται τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 42 παράγραφος 5 και τα οποία έχουν εγκριθεί από την εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει του άρθρου 55 ή 56 ή από το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων δυνάμει του άρθρου 63,

γ)

έχουν θεσπίσει διαδικασίες για την έκδοση, την περιοδική επανεξέταση και την ανάκληση πιστοποιητικών, σφραγίδων και σημάτων προστασίας των δεδομένων,

δ)

έχουν θεσπίσει διαδικασίες και δομές για τη διαχείριση καταγγελιών περί παραβάσεων της πιστοποίησης ή περί του τρόπου με τον οποίο η πιστοποίηση έχει εφαρμοστεί ή εφαρμόζεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία, καθώς και για να καταστούν οι διαδικασίες και οι δομές αυτές διαφανείς στα υποκείμενα των δεδομένων και στο ευρύ κοινό, και

ε)

αποδεικνύουν, κατά την κρίση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, ότι τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις τους δεν συνεπάγονται σύγκρουση συμφερόντων.

3.   Η διαπίστευση των φορέων πιστοποίησης όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται βάσει των κριτηρίων που έχουν εγκριθεί από την εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει του άρθρου 55 ή 56, ή από το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων δυνάμει του άρθρου 63. Σε περίπτωση διαπίστευσης δυνάμει του στοιχείου β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, οι εν λόγω απαιτήσεις συμπληρώνουν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και τους τεχνικούς κανόνες που περιγράφουν τις μεθόδους και τις διαδικασίες των φορέων πιστοποίησης.

4.   Οι φορείς πιστοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι υπεύθυνος για την ορθή εκτίμηση που οδηγεί στην πιστοποίηση ή την ανάκληση της πιστοποίησης, με την επιφύλαξη της ευθύνης του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία για συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό. Η διαπίστευση χορηγείται για μέγιστη περίοδο πέντε ετών και μπορεί να ανανεωθεί με τους ίδιους όρους, υπό την προϋπόθεση ότι ο φορέας πιστοποίησης πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου.

5.   Οι φορείς πιστοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχουν στις αρμόδιες εποπτικές αρχές τους λόγους χορήγησης ή ανάκλησης της αιτηθείσας πιστοποίησης.

6.   Οι απαιτήσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 42 παράγραφο 5 δημοσιοποιούνται από την εποπτική αρχή σε ευχερώς προσβάσιμη μορφή. Οι εποπτικές αρχές διαβιβάζουν επίσης τις εν λόγω απαιτήσεις και τα κριτήρια στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων. Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων συγκεντρώνει όλους τους μηχανισμούς πιστοποίησης και τις σφραγίδες προστασίας δεδομένων σε μητρώο και τα καθιστά διαθέσιμα στο κοινό με κάθε κατάλληλο μέσο.

7.   Με την επιφύλαξη του κεφαλαίου VIII, η αρμόδια εποπτική αρχή ή ο εθνικός οργανισμός διαπίστευσης ανακαλεί διαπίστευση σε φορέα πιστοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον οι προϋποθέσεις πιστοποίησης δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον ή εφόσον οι ενέργειες του φορέα πιστοποίησης παραβαίνουν τον παρόντα κανονισμό.

8.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 92, με σκοπό τον προσδιορισμό των απαιτήσεων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους μηχανισμούς πιστοποίησης προστασίας δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 42 παράγραφος 1.

9.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με τη θέσπιση τεχνικών προτύπων για μηχανισμούς πιστοποίησης, σφραγίδες και σήματα προστασίας δεδομένων, καθώς και μηχανισμούς για την προώθηση και την αναγνώριση των εν λόγω μηχανισμών πιστοποίησης, σφραγίδων και σημάτων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς

Άρθρο 44

Γενικές αρχές για διαβιβάσεις

Κάθε διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία ή προορίζονται να υποβληθούν σε επεξεργασία μετά από τη διαβίβασή τους σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό πραγματοποιείται μόνο εάν, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, οι προϋποθέσεις που θεσπίζονται στο παρόν κεφάλαιο τηρούνται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τον εκτελούντα την επεξεργασία, μεταξύ άλλων για περαιτέρω διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό σε άλλη τρίτη χώρα ή άλλο διεθνή οργανισμό. Όλες οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται με σκοπό να διασφαλίζεται ότι το επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων που εγγυάται ο παρών κανονισμός δεν υπονομεύεται.

Άρθρο 45

Διαβιβάσεις βάσει απόφαση επάρκειας

1.   Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μπορεί να πραγματοποιηθεί εφόσον η Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι διασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας από την τρίτη χώρα, από έδαφος ή από έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους τομείς στην εν λόγω τρίτη χώρα ή από τον εν λόγω διεθνή οργανισμό. Για μια τέτοια διαβίβαση δεν απαιτείται ειδική άδεια.

2.   Κατά την εκτίμηση της επάρκειας του επιπέδου προστασίας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, ιδίως, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το κράτος δικαίου, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, τη σχετική νομοθεσία, τόσο τη γενική όσο και την τομεακή, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη δημόσια ασφάλεια, την άμυνα, την εθνική ασφάλεια και το ποινικό δίκαιο και την πρόσβαση των δημόσιων αρχών σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και την εφαρμογή αυτής της νομοθεσίας, τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων, τους επαγγελματικούς κανόνες και τα μέτρα ασφάλειας, περιλαμβανομένων των κανόνων για τις περαιτέρω διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλη χώρα ή διεθνή οργανισμό που τηρούνται στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό, νομολογία, καθώς και ουσιαστικά και εκτελεστά δικαιώματα υποκειμένων των δεδομένων και αποτελεσματικά διοικητικά και δικαστικά μέσα προσφυγής για τα υποκείμενα των δεδομένων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται,

β)

την ύπαρξη και την αποτελεσματική λειτουργία μίας ή περισσότερων ανεξάρτητων εποπτικών αρχών οι οποίες βρίσκονται στην εν λόγω τρίτη χώρα ή στις οποίες υπόκειται ένας διεθνής οργανισμός, υπεύθυνων να διασφαλίζουν και να επιβάλουν τη συμμόρφωση προς τους κανόνες προστασίας δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων επαρκών εξουσιών επιβολής, να συνδράμουν και να συμβουλεύουν τα υποκείμενα των δεδομένων κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους και να συνεργάζονται με τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών, και

γ)

τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η εν λόγω τρίτη χώρα ή ο διεθνής οργανισμός ή άλλες υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από νομικά δεσμευτικές συμβάσεις ή πράξεις και από τη συμμετοχή τους σε πολυμερή ή περιφερειακά συστήματα, ιδίως όσον αφορά την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Η Επιτροπή, αφού εκτιμήσει την επάρκεια του επιπέδου προστασίας, μπορεί να αποφασίσει, μέσω εκτελεστικής πράξης, ότι εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου από τρίτη χώρα ή έδαφος ή έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους τομείς σε τρίτη χώρα ή από διεθνή οργανισμό. Η εκτελεστική πράξη προβλέπει μηχανισμό περιοδικής επανεξέτασης, τουλάχιστον ανά τετραετία, στην οποία συνεκτιμώνται όλες οι σχετικές εξελίξεις στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό. Η εκτελεστική πράξη προσδιορίζει την εδαφική και τομεακή εφαρμογή της, καθώς και, όπου συντρέχει περίπτωση, την εποπτική αρχή ή τις αρχές που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2.

4.   Η Επιτροπή παρακολουθεί σε συνεχή βάση εξελίξεις σε τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη λειτουργία αποφάσεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

5.   Η Επιτροπή, όταν οι υπάρχουσες πληροφορίες αποκαλύπτουν, κυρίως κατόπιν της επανεξέτασης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ότι μια τρίτη χώρα, έδαφος ή συγκεκριμένος τομέας σε τρίτη χώρα ή διεθνής οργανισμός δεν διασφαλίζει πλέον επαρκές επίπεδο προστασίας κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, καταργεί, τροποποιεί ή αναστέλλει, στον βαθμό που είναι αναγκαίο, την απόφαση της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου μέσω εκτελεστικών πράξεων χωρίς αναδρομική ισχύ. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2.

Για δεόντως αιτιολογημένους επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις άμεσης εφαρμογής σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 93 παράγραφος 3.

6.   Η Επιτροπή ξεκινά διαβουλεύσεις με την τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό με σκοπό την επανόρθωση της κατάστασης απόρροια της οποίας είναι η απόφαση που έχει ληφθεί δυνάμει της παραγράφου 5.

7.   Η απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου δεν θίγει τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην τρίτη χώρα, στο έδαφος ή σε έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους τομείς στην εν λόγω τρίτη χώρα ή στον διεθνή οργανισμό σύμφωνα με τα άρθρα 46 έως 49.

8.   Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον ιστότοπό της κατάλογο των τρίτων χωρών, εδαφών και συγκεκριμένων τομέων σε τρίτη χώρα, καθώς και των διεθνών οργανισμών, για τα οποία έχει αποφασίσει ότι διασφαλίζεται ή δεν διασφαλίζεται πλέον επαρκές επίπεδο προστασίας.

9.   Οι αποφάσεις που εκδίδονται από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 95/46/ΕΚ παραμένουν σε ισχύ έως ότου τροποποιηθούν, αντικατασταθούν ή καταργηθούν με απόφαση της Επιτροπής εκδοθείσα σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 46

Διαβιβάσεις που υπόκεινται σε κατάλληλες εγγυήσεις

1.   Ελλείψει απόφασης δυνάμει του άρθρου 45 παράγραφος 3, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία μπορεί να διαβιβάσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μόνο εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία έχει παράσχει κατάλληλες εγγυήσεις και υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται εκτελεστά δικαιώματα και αποτελεσματικά ένδικα μέσα για τα υποκείμενα των δεδομένων.

2.   Οι κατάλληλες εγγυήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να προβλέπονται, χωρίς να απαιτείται ειδική άδεια εποπτικής αρχής, μέσω:

α)

ενός νομικά δεσμευτικού και εκτελεστού μέσου μεταξύ δημόσιων αρχών ή φορέων,

β)

δεσμευτικών εταιρικών κανόνων σύμφωνα με το άρθρο 47,

γ)

τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων που εκδίδονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2,

δ)

τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων που εκδίδονται από εποπτική αρχή και εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2,

ε)

εγκεκριμένου κώδικα δεοντολογίας, σύμφωνα με το άρθρο 40, από κοινού με δεσμευτικές και εκτελεστές υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία στην τρίτη χώρα να εφαρμόζει τις κατάλληλες εγγυήσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, ή

στ)

εγκεκριμένου μηχανισμού πιστοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 42, από κοινού με δεσμευτικές και εκτελεστές υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία στην τρίτη χώρα να εφαρμόζει τις κατάλληλες εγγυήσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

3.   Με την επιφύλαξη της άδειας από την αρμόδια εποπτική αρχή, οι κατάλληλες εγγυήσεις της παραγράφου 1 μπορούν επίσης να παρέχονται ιδίως μέσω:

α)

συμβατικών ρητρών μεταξύ του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και του υπευθύνου επεξεργασίας, του εκτελούντος την επεξεργασία ή του αποδέκτη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό ή

β)

διατάξεων προς συμπερίληψη σε διοικητικές ρυθμίσεις μεταξύ δημόσιων αρχών ή φορέων οι οποίες περιλαμβάνουν εκτελεστά και ουσιαστικά δικαιώματα υποκειμένων των δεδομένων.

4.   Η εποπτική αρχή εφαρμόζει τον μηχανισμό συνεκτικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 63 στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

5.   Οι άδειες από κράτος μέλος ή εποπτική αρχή βάσει του άρθρου 26 παράγραφος 2 της οδηγίας 95/46/ΕΚ παραμένουν σε ισχύ έως ότου τροποποιηθούν, αντικατασταθούν ή καταργηθούν, εάν απαιτείται, από την εν λόγω εποπτική αρχή. Οι αποφάσεις που εκδίδονται από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 26 παράγραφος 4 της οδηγίας 95/46/ΕΚ παραμένουν σε ισχύ έως ότου τροποποιηθούν, αντικατασταθούν ή καταργηθούν, εάν απαιτείται, με απόφαση της Επιτροπής εκδοθείσα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 47

Δεσμευτικοί εταιρικοί κανόνες

1.   Η αρμόδια εποπτική αρχή εγκρίνει δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες σύμφωνα με τον μηχανισμό συνεκτικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 63, υπό τον όρο ότι:

α)

είναι νομικά δεσμευτικοί και εφαρμόζονται σε κάθε οικείο μέλος και επιβάλλονται από κάθε οικείο μέλος του ομίλου επιχειρήσεων, ή του ομίλου εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα, περιλαμβανομένων των υπαλλήλων τους,

β)

απονέμουν ρητώς εκτελεστά δικαιώματα στα υποκείμενα των δεδομένων όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν και

γ)

πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2.

2.   Οι δεσμευτικοί εταιρικοί κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διευκρινίζουν τουλάχιστον:

α)

τη δομή και τα στοιχεία επικοινωνίας του ομίλου επιχειρήσεων, ή του ομίλου εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα και κάθε μέλους του,

β)

τις διαβιβάσεις δεδομένων ή το σύνολο των διαβιβάσεων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τον τύπο επεξεργασίας και τους σκοπούς της, τον τύπο των υποκειμένων των δεδομένων που επηρεάζονται και τον καθορισμό της εν λόγω τρίτης χώρας ή τρίτων χωρών,

γ)

τη νομικά δεσμευτική φύση τους, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά,

δ)

την εφαρμογή των γενικών αρχών προστασίας δεδομένων, ιδίως τον περιορισμό του σκοπού, την ελαχιστοποίηση των δεδομένων, τις περιορισμένες περιόδους αποθήκευσης, την ποιότητα των δεδομένων, την προστασία των δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό και εξ ορισμού, τη νομική βάση για την επεξεργασία, την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα μέτρα διασφάλισης της ασφάλειας των δεδομένων, καθώς και την εφαρμογή των απαιτήσεων σχετικά με περαιτέρω διαβιβάσεις σε φορείς που δεν δεσμεύονται από τους δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες,

ε)

τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων όσον αφορά την επεξεργασία και τα μέσα άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων, περιλαμβανομένων του δικαιώματος μη υπαγωγής σε αποφάσεις που λαμβάνονται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ σύμφωνα με το άρθρο 22, του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας ενώπιον της αρμόδιας εποπτικής αρχής και ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 79, καθώς και της εξασφάλισης επανόρθωσης και, όπου απαιτείται, αποζημίωσης για παράβαση των δεσμευτικών εταιρικών κανόνων,

στ)

την αποδοχή ευθύνης από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία που είναι εγκατεστημένος στο έδαφος κράτους μέλους για τυχόν παραβάσεις των δεσμευτικών εταιρικών κανόνων από οποιοδήποτε οικείο μέλος που δεν είναι εγκατεστημένο στην Ένωση· ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία εξαιρείται από την ευθύνη αυτή, εν όλω ή εν μέρει, μόνο αποδεικνύοντας ότι το εν λόγω μέλος δεν ευθύνεται για το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας,

ζ)

τον τρόπο παροχής της ενημέρωσης σχετικά με τους δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες προς τα υποκείμενα των δεδομένων, ιδίως τις διατάξεις που αναφέρονται στα στοιχεία δ), ε) και στ) της παρούσας παραγράφου, επιπλέον των άρθρων 13 και 14,

η)

τα καθήκοντα κάθε υπευθύνου προστασίας δεδομένων που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 37 ή οποιουδήποτε προσώπου ή οντότητας επιφορτισμένων με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες εντός του ομίλου επιχειρήσεων, ή του ομίλου εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα, καθώς και με την παρακολούθηση της κατάρτισης και του χειρισμού των καταγγελιών,

θ)

τις διαδικασίες καταγγελίας,

ι)

τους μηχανισμούς εντός του ομίλου επιχειρήσεων, ή του ομίλου εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς τους δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες. Οι εν λόγω μηχανισμοί περιλαμβάνουν ελέγχους για την προστασία των δεδομένων και μεθόδους διασφάλισης διορθωτικών δράσεων για την προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων. Τα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού πρέπει να ανακοινώνονται στο πρόσωπο ή την οντότητα που αναφέρονται στο στοιχείο η) και στο διοικητικό συμβούλιο της ελέγχουσας επιχείρησης του ομίλου επιχειρήσεων ή του ομίλου εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα, ενώ επίσης πρέπει να παρέχονται κατόπιν αιτήματος στην αρμόδια εποπτική αρχή,

ια)

τους μηχανισμούς αναφοράς και καταχώρισης αλλαγών στους κανόνες και αναφοράς των εν λόγω αλλαγών στην εποπτική αρχή,

ιβ)

τον μηχανισμό συνεργασίας με την εποπτική αρχή, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση κάθε μέλους του ομίλου επιχειρήσεων, ή του ομίλου εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα, ιδίως θέτοντας στη διάθεση της εποπτικής αρχής τα αποτελέσματα των ελέγχων των μέτρων που αναφέρονται στο στοιχείο ι),

ιγ)

τους μηχανισμούς αναφοράς στην αρμόδια εποπτική αρχή κάθε νομικής απαίτησης στην οποία ένα μέλος του ομίλου επιχειρήσεων, ή του ομίλου εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα υπόκειται σε τρίτη χώρα και η οποία ενδέχεται να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στις εγγυήσεις που παρέχονται από τους δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες και

ιδ)

την κατάλληλη εκπαίδευση στην προστασία δεδομένων του προσωπικού που έχει μόνιμη ή τακτική πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να προσδιορίσει τον μορφότυπο και τις διαδικασίες για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ υπευθύνων επεξεργασίας, εκτελούντων την επεξεργασία και εποπτικών αρχών για τους δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες κατά την έννοια του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 93 παράγραφος 2.

Άρθρο 48

Διαβιβάσεις ή κοινοποιήσεις που δεν επιτρέπονται από το δίκαιο της Ένωσης

Κάθε απόφαση δικαστηρίου και κάθε απόφαση διοικητικής αρχής τρίτης χώρας που απαιτεί από υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία να διαβιβάσει ή να κοινοποιήσει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να αναγνωρισθεί ή να είναι εκτελεστή καθ' οιονδήποτε τρόπο μόνο εάν βασίζεται σε διεθνή συμφωνία, όπως σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, που ισχύει μεταξύ της αιτούσας τρίτης χώρας και της Ένωσης ή κράτους μέλους, με την επιφύλαξη άλλων λόγων διαβίβασης σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 49

Παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις

1.   Σε περίπτωση απουσίας απόφασης επάρκειας δυνάμει του άρθρου 45 παράγραφος 3 ή κατάλληλων εγγυήσεων δυνάμει του άρθρου 46, περιλαμβανομένων των εταιρικών δεσμευτικών κανόνων, η διαβίβαση ή το σύνολο διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό πραγματοποιείται μόνο εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το υποκείμενο των δεδομένων συγκατατέθηκε ρητώς στην προτεινόμενη διαβίβαση, αφού ενημερώθηκε για τους πιθανούς κινδύνους που εγκυμονούν τέτοιες διαβιβάσεις για το υποκείμενο των δεδομένων λόγω απουσίας απόφασης επάρκειας και κατάλληλων εγγυήσεων,

β)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας ή για την εφαρμογή προσυμβατικών μέτρων τα οποία λαμβάνονται κατόπιν αιτήματος του υποκειμένου των δεδομένων,

γ)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για τη σύναψη ή την εκτέλεση σύμβασης η οποία συνήφθη προς όφελος του υποκειμένου των δεδομένων μεταξύ του υπευθύνου επεξεργασίας και άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου,

δ)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για σημαντικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος,

ε)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για τη θεμελίωση, την άσκηση ή την υποστήριξη νομικών αξιώσεων,

στ)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλων προσώπων, εφόσον το υποκείμενο των δεδομένων δεν έχει τη φυσική ή νομική ικανότητα να παράσχει τη συγκατάθεσή του,

ζ)

η διαβίβαση πραγματοποιείται από μητρώο το οποίο σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους προορίζεται για την παροχή πληροφοριών στο κοινό και είναι ανοικτό για αναζήτηση πληροφοριών είτε στο ευρύ κοινό είτε σε οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να επικαλεστεί έννομο συμφέρον, αλλά μόνο εφόσον πληρούνται στην εκάστοτε περίπτωση οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης ή στο δίκαιο του κράτους μέλους για την αναζήτηση πληροφοριών.

Όταν η διαβίβαση δεν μπορεί να βασιστεί σε διάταξη του άρθρου 45 ή 46, περιλαμβανομένων των διατάξεων σχετικά με δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες, και δεν ισχύει καμία από τις παρεκκλίσεις για ειδική κατάσταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η διαβίβαση σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εάν η διαβίβαση δεν είναι επαναλαμβανόμενη, αφορά μόνο περιορισμένο αριθμό υποκειμένων των δεδομένων, είναι απαραίτητη για τους σκοπούς επιτακτικών έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας των οποίων δεν υπερισχύουν τα συμφέροντα ή τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων και ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει εκτιμήσει όλες τις περιστάσεις που σχετίζονται με τη διαβίβαση των δεδομένων και έχει παράσχει, βάσει της εν λόγω εκτίμησης, τις δέουσες εγγυήσεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει την εποπτική αρχή για τη διαβίβαση. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πέραν από την παροχή πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 13 και 14, ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με τη διαβίβαση και σχετικά με τα επιτακτικά έννομα συμφέροντα που επιδιώκονται.

2.   Διαβίβαση η οποία πραγματοποιείται δυνάμει της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο ζ) δεν περιλαμβάνει το σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ούτε ολόκληρες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στο μητρώο. Όταν το μητρώο προορίζεται για αναζήτηση πληροφοριών από πρόσωπα τα οποία έχουν έννομο συμφέρον, η διαβίβαση πραγματοποιείται μόνο κατόπιν αιτήματος των εν λόγω προσώπων ή μόνο εάν πρόκειται να είναι οι αποδέκτες.

3.   Η παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) και η παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζονται σε δραστηριότητες οι οποίες εκτελούνται από δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των δημόσιων εξουσιών τους.

4.   Το δημόσιο συμφέρον που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) αναγνωρίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας.

5.   Ελλείψει απόφασης επάρκειας, το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους μπορεί, για σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, να προβλέπει ρητώς περιορισμούς στη διαβίβαση ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις σχετικές διατάξεις στην Επιτροπή.

6.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία καταχωρίζει την εκτίμηση, καθώς και τις κατάλληλες εγγυήσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, στα αρχεία που αναφέρονται στο άρθρο 30.

Άρθρο 50

Διεθνής συνεργασία για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Σε σχέση με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, η Επιτροπή και οι εποπτικές αρχές λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για:

α)

την ανάπτυξη μηχανισμών διεθνούς συνεργασίας για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής επιβολής της νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

β)

την παροχή διεθνούς αμοιβαίας συνδρομής στην επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων μέσω ειδοποίησης, διαβίβασης καταγγελιών, συνδρομής σε έρευνες και ανταλλαγής πληροφοριών, με την επιφύλαξη κατάλληλων εγγυήσεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών,

γ)

τη συμμετοχή των οικείων ενδιαφερομένων σε συζητήσεις και δραστηριότητες με στόχο την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας για την επιβολή της νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

δ)

την προώθηση της ανταλλαγής και της τεκμηρίωσης της νομοθεσίας και της πρακτικής περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων σε συγκρούσεις δικαιοδοσίας με τρίτες χώρες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Ανεξάρτητες εποπτικές αρχές

Τμήμα 1

Ανεξάρτητο καθεστώς

Άρθρο 51

Εποπτική αρχή

1.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι μία ή περισσότερες ανεξάρτητες δημόσιες αρχές επιφορτίζονται με την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, με σκοπό την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας που τα αφορούν και τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση («εποπτική αρχή»).

2.   Κάθε εποπτική αρχή συμβάλλει στη συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ολόκληρη την Ένωση. Για τον σκοπό αυτόν, οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Επιτροπή σύμφωνα με το κεφάλαιο VII.

3.   Εάν σε ένα κράτος μέλος συσταθούν περισσότερες της μίας εποπτικές αρχές, το εν λόγω κράτος μέλος ορίζει την εποπτική αρχή που θα εκπροσωπεί τις εν λόγω αρχές στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων και καθορίζει τον μηχανισμό που διασφαλίζει τη συμμόρφωση των υπόλοιπων αρχών προς τους κανόνες που αφορούν τον μηχανισμό συνεκτικότητας ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 63.

4.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις διατάξεις που θεσπίζει στο δίκαιό του δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου, έως τις 25 Μαΐου 2018 και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε επακόλουθη τροποποίησή τους.

Άρθρο 52

Ανεξαρτησία

1.   Κάθε εποπτική αρχή εκτελεί τα καθήκοντά της και ασκεί τις εξουσίες της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό με πλήρη ανεξαρτησία.

2.   Το μέλος ή τα μέλη κάθε εποπτικής αρχής εκτελούν τα καθήκοντά τους και ασκούν τις εξουσίες τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό χωρίς εξωτερικές επιρροές, είτε άμεσες είτε έμμεσες, και δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν οδηγίες από κανέναν.

3.   Το μέλος ή τα μέλη κάθε εποπτικής αρχής απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τα καθήκοντά τους και, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, δεν ασκούν κανένα ασυμβίβαστο επάγγελμα, επικερδές ή μη.

4.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε εποπτική αρχή διαθέτει τους απαραίτητους ανθρώπινους, τεχνικούς και οικονομικούς πόρους και τις αναγκαίες εγκαταστάσεις και υποδομές για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων και άσκηση των εξουσιών της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασκούνται στο πλαίσιο της αμοιβαίας συνδρομής, της συνεργασίας και της συμμετοχής στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων.

5.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε εποπτική αρχή επιλέγει και διαθέτει δικούς της υπαλλήλους οι οποίοι διοικούνται αποκλειστικά από το μέλος ή τα μέλη της ενδιαφερόμενης εποπτικής αρχής.

6.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε εποπτική αρχή υπόκειται σε οικονομικό έλεγχο ο οποίος δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία της και διαθέτει χωριστούς, δημόσιους ετήσιους προϋπολογισμούς, οι οποίοι μπορούν να αποτελούν τμήμα του συνολικού κρατικού ή εθνικού προϋπολογισμού.

Άρθρο 53

Γενικές προϋποθέσεις για τα μέλη της εποπτικής αρχής

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε μέλος των εποπτικών αρχών τους πρέπει να διορίζεται με διαφανή διαδικασία από:

το κοινοβούλιό τους,

την κυβέρνησή τους,

τον αρχηγό κράτους τους ή

ανεξάρτητο φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, ο διορισμός.

2.   Κάθε μέλος διαθέτει, ιδίως στον τομέα της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα προσόντα, την εμπειρία και τις δεξιότητες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων του και την άσκηση των αρμοδιοτήτων του.

3.   Τα καθήκοντα ενός μέλους παύουν σε περίπτωση λήξης της θητείας, παραίτησης ή υποχρεωτικής συνταξιοδότησης, σύμφωνα με το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.

4.   Μέλος μπορεί να απολυθεί μόνο σε περίπτωση σοβαρού παραπτώματος ή εάν παύει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του.

Άρθρο 54

Κανόνες για τη σύσταση της εποπτικής αρχής

1.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει διά νόμου όλα τα ακόλουθα:

α)

τη σύσταση κάθε εποπτικής αρχής,

β)

τα προσόντα και τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που απαιτούνται για τον διορισμό μέλους κάθε εποπτικής αρχής,

γ)

τους κανόνες και τις διαδικασίες για τον διορισμό του μέλους ή των μελών κάθε εποπτικής αρχής,

δ)

τη διάρκεια της θητείας του μέλους ή των μελών κάθε εποπτικής αρχής, η οποία δεν είναι μικρότερη των τεσσάρων ετών, με εξαίρεση τον πρώτο διορισμό μετά τις 24 Μαΐου 2016, μέρος του οποίου μπορεί να αφορά συντομότερο διάστημα εάν αυτό είναι απαραίτητο για την προστασία της ανεξαρτησίας της εποπτικής αρχής μέσω διαδικασίας τμηματικών διορισμών,

ε)

κατά πόσον και για πόσες θητείες το μέλος ή τα μέλη κάθε εποπτικής αρχής είναι επιλέξιμα για επαναδιορισμό,

στ)

τους όρους που ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις του μέλους ή των μελών και των υπαλλήλων κάθε εποπτικής αρχής, την απαγόρευση πράξεων, επαγγελματικών δραστηριοτήτων και παροχών ασυμβίβαστων προς τις υποχρεώσεις αυτές, τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας όσο και μετά το πέρας αυτής, και τους κανόνες που διέπουν την παύση της απασχόλησης.

2.   Το μέλος ή τα μέλη και οι υπάλληλοι κάθε εποπτικής αρχής δεσμεύονται, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους, από το επαγγελματικό απόρρητο τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας όσο και μετά το πέρας αυτής, όσον αφορά τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιήλθαν σε γνώση τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων ή την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, η εν λόγω υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου ισχύει ιδίως για την αναφορά από φυσικά πρόσωπα παραβάσεων του παρόντος κανονισμού.

Τμήμα 2

Αρμοδιότητα, καθήκοντα και εξουσίες

Άρθρο 55

Αρμοδιότητα

1.   Κάθε εποπτική αρχή είναι αρμόδια να εκτελεί τα καθήκοντα και να ασκεί τις εξουσίες που της ανατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό στο έδαφος του κράτους μέλους της.

2.   Όταν η επεξεργασία γίνεται από δημόσιες αρχές ή ιδιωτικούς φορείς που ενεργούν βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή ε), αρμόδια είναι η εποπτική αρχή του οικείου κράτους μέλους. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν εφαρμόζεται το άρθρο 56.

3.   Οι εποπτικές αρχές δεν είναι αρμόδιες να ελέγχουν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες διενεργούνται από δικαστήρια στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας.

Άρθρο 56

Αρμοδιότητα της επικεφαλής εποπτικής αρχής

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 55, η εποπτική αρχή της κύριας ή της μόνης εγκατάστασης του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία είναι αρμόδια να ενεργεί ως επικεφαλής εποπτική αρχή για τις διασυνοριακές πράξεις επεξεργασίας του εν λόγω υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 60.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, κάθε εποπτική αρχή είναι αρμόδια για την εξέταση υποβληθείσας καταγγελίας ή για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης παραβίασης του παρόντος κανονισμού, εάν το αντικείμενο αφορά μόνο εγκατάσταση στο οικείο κράτος μέλος ή επηρεάζει ουσιαστικώς υποκείμενα των δεδομένων μόνο στο οικείο κράτος μέλος.

3.   Στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η εποπτική αρχή ενημερώνει περί αυτού την επικεφαλής εποπτική αρχή χωρίς καθυστέρηση. Εντός τριών εβδομάδων από την ενημέρωσή της, η επικεφαλής εποπτική αρχή αποφασίζει εάν θα επιληφθεί της υπόθεσης κατά τη διαδικασία του άρθρου 60, λαμβάνοντας υπόψη εάν υπάρχει ή όχι εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία στο κράτος μέλος της εποπτικής αρχής που την ενημέρωσε.

4.   Σε περίπτωση που η επικεφαλής εποπτική αρχή αποφασίσει να επιληφθεί της υπόθεσης, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 60. Η εποπτική αρχή που ενημέρωσε την επικεφαλής εποπτική αρχή δύναται να υποβάλει στην επικεφαλής αρχή σχέδιο απόφασης. Η επικεφαλής εποπτική αρχή λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη το σχέδιο αυτό κατά την προετοιμασία του σχεδίου απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 60 παράγραφος 3.

5.   Σε περίπτωση που η επικεφαλής εποπτική αρχή αποφασίσει να μην επιληφθεί της υπόθεσης, η εποπτική αρχή που ενημέρωσε την επικεφαλής εποπτική αρχή επιλαμβάνεται της υπόθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 61 και 62.

6.   Η επικεφαλής εποπτική αρχή είναι ο μοναδικός συνομιλητής του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία για τη διασυνοριακή πράξη επεξεργασίας του εν λόγω υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία.

Άρθρο 57

Καθήκοντα

1.   Με την επιφύλαξη των άλλων καθηκόντων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, κάθε εποπτική αρχή στο έδαφός της:

α)

παρακολουθεί και επιβάλλει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού,

β)

προωθεί την ευαισθητοποίηση του κοινού και την κατανόηση των κινδύνων, των κανόνων, των εγγυήσεων και των δικαιωμάτων που σχετίζονται με την επεξεργασία. Ειδική προσοχή αποδίδεται σε δραστηριότητες που απευθύνονται ειδικά σε παιδιά,

γ)

συμβουλεύει, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, το εθνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση και άλλα όργανα και οργανισμούς για νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που σχετίζονται με την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας,

δ)

προωθεί την ευαισθητοποίηση των υπευθύνων επεξεργασίας και των εκτελούντων την επεξεργασία σχετικά με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού,

ε)

κατόπιν αιτήματος, παρέχει πληροφορίες στα υποκείμενα των δεδομένων όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και, ενδεχομένως, συνεργάζεται για τον σκοπό αυτό με τις εποπτικές αρχές σε άλλα κράτη μέλη,

στ)

χειρίζεται τις καταγγελίες που υποβάλλονται από το υποκείμενο των δεδομένων ή από φορέα ή οργάνωση ή ένωση σύμφωνα με το άρθρο 80 και ερευνά, στο μέτρο που ενδείκνυται, το αντικείμενο της καταγγελίας και ενημερώνει τον καταγγέλοντα για την πρόοδο και για την έκβαση της έρευνας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ιδίως εάν απαιτείται περαιτέρω έρευνα ή συντονισμός με άλλη εποπτική αρχή,

ζ)

συνεργάζεται, μεταξύ άλλων μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, με άλλες εποπτικές αρχές και παρέχει αμοιβαία συνδρομή σε άλλες εποπτικές αρχές, με σκοπό να διασφαλίσει τη συνεκτικότητα της εφαρμογής και της επιβολής του παρόντος κανονισμού,

η)

διενεργεί έρευνες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων βάσει πληροφοριών που λαμβάνει από άλλη εποπτική αρχή ή άλλη δημόσια αρχή,

θ)

παρακολουθεί τις σχετικές εξελίξεις, στον βαθμό που έχουν αντίκτυπο στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως δε τις εξελίξεις των τεχνολογιών των πληροφοριών και των επικοινωνιών και των εμπορικών πρακτικών,

ι)

θεσπίζει τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες του άρθρου 28 παράγραφος 8 και του άρθρου 46 παράγραφος 2 στοιχείο δ),

ια)

καταρτίζει και διατηρεί κατάλογο σε σχέση με την απαίτηση για διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων δυνάμει του άρθρου 35 παράγραφος 4,

ιβ)

παρέχει συμβουλές σχετικά με τις πράξεις επεξεργασίας του άρθρου 36 παράγραφος 2,

ιγ)

ενθαρρύνει την κατάρτιση κωδίκων δεοντολογίας σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 1 και διατυπώνει γνώμη και εγκρίνει τέτοιους κώδικες δεοντολογίας που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 5,

ιδ)

ενθαρρύνει τη θέσπιση μηχανισμών πιστοποίησης προστασίας δεδομένων και σφραγίδων και σημάτων προστασίας των δεδομένων δυνάμει του άρθρου 42 παράγραφος 1 και εγκρίνει τα κριτήρια πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 5,

ιε)

κατά περίπτωση, διενεργεί περιοδική επανεξέταση των πιστοποιήσεων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 7,

ιστ)

σχεδιάζει και δημοσιεύει τα κριτήρια διαπίστευσης φορέα για την παρακολούθηση κωδίκων δεοντολογίας σύμφωνα με το άρθρο 41 και φορέα πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 43,

ιζ)

διενεργεί τη διαπίστευση φορέα για την παρακολούθηση κωδίκων δεοντολογίας σύμφωνα με το άρθρο 41 και φορέα πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 43,

ιη)

επιτρέπει συμβατικές ρήτρες και διατάξεις του άρθρου 46 παράγραφος 3,

ιθ)

εγκρίνει δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες δυνάμει του άρθρου 47,

κ)

συμβάλλει στις δραστηριότητες του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων,

κα)

τηρεί εσωτερικά αρχεία των παραβάσεων του παρόντος κανονισμού και των μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 2, και

κβ)

εκπληρώνει κάθε άλλο καθήκον σχετικό με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Κάθε εποπτική αρχή διευκολύνει την υποβολή των καταγγελιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο στ) με μέτρα όπως το έντυπο υποβολής καταγγελίας το οποίο μπορεί επίσης να συμπληρωθεί ηλεκτρονικά, χωρίς να αποκλείονται άλλοι τρόποι επικοινωνίας.

3.   Κάθε εποπτική αρχή ασκεί τα καθήκοντά της χωρίς επιβάρυνση για το υποκείμενο των δεδομένων και, κατά περίπτωση, για τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων.

4.   Εάν τα αιτήματα είναι προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους, η εποπτική αρχή μπορεί να επιβάλει ένα εύλογο τέλος για διοικητικά έξοδα ή να αρνηθεί να απαντήσει στο αίτημα. Η εποπτική αρχή φέρει το βάρος απόδειξης του προδήλως αβάσιμου ή υπερβολικού χαρακτήρα του αιτήματος.

Άρθρο 58

Εξουσίες

1.   Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει όλες τις ακόλουθες εξουσίες έρευνας:

α)

να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας και στον εκτελούντα την επεξεργασία και, όπου συντρέχει περίπτωση, στον εκπρόσωπο του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία να παράσχουν κάθε πληροφορία την οποία απαιτεί για την εκτέλεση των καθηκόντων της,

β)

να διεξάγει έρευνες με τη μορφή ελέγχων για την προστασία των δεδομένων,

γ)

να προβαίνει σε επανεξέταση των πιστοποιήσεων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 7,

δ)

να ειδοποιεί τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία για εικαζόμενη παράβαση του παρόντος κανονισμού,

ε)

να αποκτά, από τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τον εκτελούντα την επεξεργασία, πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της,

στ)

να έχει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του υπευθύνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία, περιλαμβανομένων κάθε εξοπλισμού και μέσου επεξεργασίας δεδομένων, σύμφωνα με το δικονομικό δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους.

2.   Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει όλες τις ακόλουθες διορθωτικές εξουσίες:

α)

να απευθύνει προειδοποιήσεις στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία ότι σκοπούμενες πράξεις επεξεργασίας είναι πιθανόν να παραβαίνουν διατάξεις του παρόντος κανονισμού,

β)

να απευθύνει επιπλήξεις στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία όταν πράξεις επεξεργασίας έχουν παραβεί διατάξεις του παρόντος κανονισμού,

γ)

να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία να συμμορφώνεται προς τα αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων για την άσκηση των δικαιωμάτων του σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό,

δ)

να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία να καθιστούν τις πράξεις επεξεργασίας σύμφωνες με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, εάν χρειάζεται, με συγκεκριμένο τρόπο και εντός ορισμένης προθεσμίας,

ε)

να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας να ανακοινώνει την παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων,

στ)

να επιβάλλει προσωρινό ή οριστικό περιορισμό, περιλαμβανομένης της απαγόρευσης της επεξεργασίας,

ζ)

να δίνει εντολή διόρθωσης ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμού της επεξεργασίας δυνάμει των άρθρων 16, 17 και 18 και εντολή κοινοποίησης των ενεργειών αυτών σε αποδέκτες στους οποίους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα γνωστοποιήθηκαν δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 2 και του άρθρου 19,

η)

να αποσύρει την πιστοποίηση ή να διατάξει τον οργανισμό πιστοποίησης να αποσύρει ένα πιστοποιητικό εκδοθέν σύμφωνα με τα άρθρα 42 και 43 ή να διατάξει τον οργανισμό πιστοποίησης να μην εκδώσει πιστοποίηση, εφόσον οι απαιτήσεις πιστοποίησης δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον,

θ)

να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του άρθρου 83, επιπλέον ή αντί των μέτρων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περίπτωσης,

ι)

να δίνει εντολή για αναστολή της κυκλοφορίας δεδομένων σε αποδέκτη σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό.

3.   Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει όλες τις ακόλουθες αδειοδοτικές και συμβουλευτικές εξουσίες:

α)

να παρέχει συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 36,

β)

να εκδίδει, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, γνώμες προς το εθνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση του κράτους μέλους ή, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, προς άλλα όργανα και οργανισμούς, καθώς και προς το κοινό, για κάθε θέμα το οποίο σχετίζεται με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

γ)

να επιτρέπει την επεξεργασία που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 5, εάν το δίκαιο του κράτους μέλους απαιτεί αυτήν την προηγούμενη έγκριση,

δ)

να εκδίδει γνώμες για σχέδια κωδίκων δεοντολογίας και να εγκρίνει τα σχέδια αυτά δυνάμει του άρθρου 40 παράγραφος 5,

ε)

να παρέχει διαπίστευση σε φορείς πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 43,

στ)

να εκδίδει πιστοποιητικά και να εγκρίνει κριτήρια πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 5,

ζ)

να εγκρίνει τυποποιημένες ρήτρες προστασίας δεδομένων του άρθρου 28 παράγραφος 8 και του άρθρου 46 παράγραφος 2 στοιχείο δ),

η)

να επιτρέπει συμβατικές ρήτρες του άρθρου 46 παράγραφος 3 στοιχείο α),

θ)

να επιτρέπει διοικητικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 3 στοιχείο β),

ι)

να εγκρίνει δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες δυνάμει του άρθρου 47.

4.   Η άσκηση εκ μέρους εποπτικής αρχής των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος άρθρου υπόκειται στις δέουσες εγγυήσεις, περιλαμβανομένης της άσκησης πραγματικής δικαστικής προσφυγής και της τήρησης της προσήκουσας διαδικασίας, όπως προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης και το δίκαιο των κρατών μελών σύμφωνα με τον Χάρτη.

5.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει διά νόμου ότι η οικεία εποπτική αρχή έχει την εξουσία να γνωστοποιεί στις δικαστικές αρχές τις παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού και, κατά περίπτωση, να κινεί ή να μετέχει κατ' άλλο τρόπο σε νομικές διαδικασίες, ώστε να επιβάλει τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

6.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει διά νόμου ότι η εποπτική αρχή του έχει πρόσθετες εξουσίες πέραν εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3. Η άσκηση των εν λόγω εξουσιών δεν θίγει την αποτελεσματική λειτουργία του κεφαλαίου VII.

Άρθρο 59

Εκθέσεις δραστηριοτήτων

Κάθε εποπτική αρχή καταρτίζει ετήσια έκθεση των δραστηριοτήτων της, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει κατάλογο των τύπων των κοινοποιημένων παραβάσεων και το είδος των μέτρων που λήφθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 2. Οι εν λόγω εκθέσεις υποβάλλονται στο εθνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση και άλλες αρχές, όπως ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους. Καθίσταται διαθέσιμη στο κοινό, στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Συνεργασία και συνεκτικότητα

Τμήμα 1

Συνεργασία

Άρθρο 60

Συνεργασία μεταξύ της επικεφαλής εποπτικής αρχής και των άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών

1.   Η επικεφαλής εποπτική αρχή συνεργάζεται με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές σύμφωνα με το παρόν άρθρο με σκοπό να επιτύχει συναίνεση. Η επικεφαλής εποπτική αρχή και οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές ανταλλάσουν μεταξύ τους κάθε συναφή πληροφορία.

2.   Η επικεφαλής εποπτική αρχή μπορεί να ζητεί ανά πάσα στιγμή από άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές να παράσχουν αμοιβαία συνδρομή δυνάμει του άρθρου 61 και μπορεί να διεξάγει κοινές επιχειρήσεις δυνάμει του άρθρου 62, ιδίως για την εκτέλεση ερευνών ή για την παρακολούθηση της εφαρμογής μέτρου που αφορά υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

3.   Η επικεφαλής εποπτική αρχή ανακοινώνει χωρίς καθυστέρηση τις συναφείς πληροφορίες για το θέμα αυτό στις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση σχέδιο απόφασης στις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές προς διατύπωση γνώμης και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις τους.

4.   Εάν οποιαδήποτε από τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την αίτηση γνωμοδότησης, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, προβάλλει σχετική και αιτιολογημένη ένσταση για το σχέδιο απόφασης, η επικεφαλής εποπτική αρχή, εάν δεν ακολουθήσει τη σχετική και αιτιολογημένη ένσταση ή είναι της γνώμης ότι η ένσταση δεν είναι σχετική ή αιτιολογημένη, υποβάλλει το ζήτημα στον μηχανισμό συνεκτικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 63.

5.   Εάν η επικεφαλής εποπτική αρχή σκοπεύει να ακολουθήσει τη διατυπωθείσα σχετική και αιτιολογημένη ένσταση, υποβάλλει στις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές αναθεωρημένο σχέδιο απόφασης για να εκφέρουν τη γνώμη τους. Αυτό το αναθεωρημένο σχέδιο απόφασης υπόκειται στη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 4, εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων.

6.   Όταν καμία από τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές δεν έχει διατυπώσει ένσταση για το σχέδιο απόφασης που υπέβαλε η επικεφαλής εποπτική αρχή εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στις παραγράφους 4 και 5, τεκμαίρεται ότι η επικεφαλής εποπτική αρχή και οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές συμφωνούν με το εν λόγω σχέδιο απόφασης και δεσμεύονται από αυτό.

7.   Η επικεφαλής εποπτική αρχή εκδίδει και κοινοποιεί την απόφαση στην κύρια ή, αναλόγως, τη μόνη εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και ενημερώνει τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων για την απόφαση αυτή, παρέχοντας μεταξύ άλλων σύνοψη των πραγματικών περιστατικών και των νομικών ισχυρισμών. Η εποπτική αρχή στην οποία έχει υποβληθεί καταγγελία ενημερώνει τον καταγγέλλοντα σχετικά με την απόφαση.

8.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 7, εάν μια καταγγελία έχει κριθεί απαράδεκτη ή έχει απορριφθεί, η εποπτική αρχή προς την οποία υποβλήθηκε η καταγγελία εκδίδει την απόφαση, την κοινοποιεί στον καταγγέλλοντα και ενημερώνει σχετικά τον υπεύθυνο επεξεργασίας.

9.   Εάν η επικεφαλής εποπτική αρχή και οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές συμφωνούν να κρίνουν απαράδεκτα ή να απορρίψουν τμήματα μιας καταγγελίας και να ενεργήσουν ως προς άλλα τμήματα της ίδιας καταγγελίας, εκδίδεται χωριστή απόφαση για καθένα από τα τμήματα αυτά. Η επικεφαλής εποπτική αρχή εκδίδει την απόφαση για το τμήμα που αφορά ενέργειες του υπευθύνου επεξεργασίας, την κοινοποιεί στην κύρια ή τη μόνη εγκατάσταση του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους και ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα, ενώ η εποπτική αρχή του καταγγέλλοντος εκδίδει την απόφαση για το τμήμα αναφορικά με το απαράδεκτο ή την απόρριψη της εν λόγω καταγγελίας και την κοινοποιεί στον εν λόγω καταγγέλλοντα και ενημερώνει σχετικά τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία.

10.   Μετά την κοινοποίηση της απόφασης της επικεφαλής εποπτικής αρχής σύμφωνα με τις παραγράφους 7 και 9, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με την απόφαση όσον αφορά τις δραστηριότητες επεξεργασίας σε όλες τις εγκαταστάσεις του στην Ένωση. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία κοινοποιεί τα ληφθέντα μέτρα για τη συμμόρφωση με την απόφαση στην επικεφαλής εποπτική αρχή, η οποία ενημερώνει τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

11.   Εάν, σε έκτακτες περιστάσεις, μια ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή έχει λόγους να κρίνει ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για να προστατευθούν τα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων, εφαρμόζεται η επείγουσα διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 66.

12.   Η επικεφαλής εποπτική αρχή και οι άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές παρέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου σε κάθε άλλη αρχή με ηλεκτρονικά μέσα, χρησιμοποιώντας τυποποιημένο μορφότυπο.

Άρθρο 61

Αμοιβαία συνδρομή

1.   Οι εποπτικές αρχές παρέχουν η μια στην άλλη σχετικές πληροφορίες και αμοιβαία συνδρομή, ώστε να υλοποιήσουν και να εφαρμόσουν τον παρόντα κανονισμό με συνεκτικό τρόπο, και θεσπίζουν μέτρα για την αποτελεσματική συνεργασία τους. Η αμοιβαία συνδρομή καλύπτει, ιδίως, αιτήματα παροχής πληροφοριών και μέτρα ελέγχου, παραδείγματος χάρη αιτήματα για προηγούμενες διαβουλεύσεις και εγκρίσεις, ελέγχους και έρευνες.

2.   Κάθε εποπτική αρχή λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για να απαντήσει σε αίτημα άλλης εποπτικής αρχής αμελλητί και το αργότερο ένα μήνα μετά την παραλαβή του αιτήματος. Τα εν λόγω μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν, ιδίως, τη διαβίβαση σχετικών πληροφοριών όσον αφορά τη διενέργεια έρευνας.

3.   Τα αιτήματα παροχής συνδρομής περιέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, μεταξύ αυτών τον σκοπό και τους λόγους υποβολής του αιτήματος. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν.

4.   Εποπτική αρχή στην οποία υποβλήθηκε αίτημα δεν αρνείται να συμμορφωθεί προς το αίτημα, παρά μόνο εάν:

α)

δεν είναι αρμόδια για το αντικείμενο του αιτήματος ή για μέτρα που πρέπει να εκτελέσει ή

β)

η συμμόρφωση προς το αίτημα θα παραβίαζε τον παρόντα κανονισμό ή το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται η εποπτική αρχή που λαμβάνει το αίτημα.

5.   Η εποπτική αρχή στην οποία υποβλήθηκε το αίτημα ενημερώνει την εποπτική αρχή που υπέβαλε το αίτημα για τα αποτελέσματα ή, ανάλογα με την περίπτωση, για την πρόοδο των μέτρων που έλαβε για να ανταποκριθεί στο αίτημα. Η εποπτική αρχή στην οποία υποβλήθηκε το αίτημα εξηγεί τους λόγους για οποιαδήποτε άρνηση συμμόρφωσης προς αίτημα δυνάμει της παραγράφου 4.

6.   Οι εποπτικές αρχές στις οποία υποβλήθηκε αίτημα παρέχουν, κατά κανόνα, τις πληροφορίες που ζητούνται από άλλες εποπτικές αρχές με ηλεκτρονικά μέσα, χρησιμοποιώντας τυποποιημένο μορφότυπο.

7.   Οι εποπτικές αρχές στις οποία υποβλήθηκε αίτημα δεν επιβάλλουν τέλος για οποιαδήποτε ενέργεια στην οποία προέβησαν σε συνέχεια αιτήματος αμοιβαίας συνδρομής. Οι εποπτικές αρχές δύνανται να συμφωνούν κανόνες σχετικούς με αποζημίωση για συγκεκριμένες δαπάνες που προκύπτουν από την παροχή αμοιβαίας συνδρομής σε εξαιρετικές περιστάσεις.

8.   Εάν μια εποπτική αρχή δεν παράσχει τις αναφερόμενες στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου πληροφορίες εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος άλλης εποπτικής αρχής, η εποπτική αρχή που υπέβαλε το αίτημα δύναται να θεσπίσει προσωρινό μέτρο στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 1. Στην περίπτωση αυτή, θεωρείται ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων βάσει του άρθρο 66 παράγραφος 1 και απαιτείται επείγουσα δεσμευτική απόφαση του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 2.

9.   Η Επιτροπή μπορεί, μέσω εκτελεστικών πράξεων, να προσδιορίσει τον μορφότυπο και τις διαδικασίες για την αμοιβαία συνδρομή που αναφέρεται στο παρόν άρθρο και τις ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ ελεγκτικών αρχών και μεταξύ ελεγκτικών αρχών και του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, ιδίως δε τον τυποποιημένο μορφότυπο που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 93 παράγραφος 2.

Άρθρο 62

Κοινές επιχειρήσεις αρχών ελέγχου

1.   Οι εποπτικές αρχές πραγματοποιούν, όταν χρειάζεται, κοινές επιχειρήσεις, μεταξύ άλλων και κοινές έρευνες και κοινά μέτρα επιβολής, στα οποία συμμετέχουν μέλη ή υπάλληλοι από εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών.

2.   Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία είναι εγκατεστημένος σε πολλά κράτη μέλη ή σε περιπτώσεις στις οποίες σημαντικός αριθμός υποκειμένων των δεδομένων σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη ενδέχεται να επηρεάζονται σημαντικά από πράξεις επεξεργασίας, μια εποπτική αρχή από καθένα από αυτά τα κράτη μέλη δικαιούται να συμμετέχει στις κοινές επιχειρήσεις. Η εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει του άρθρου 56 παράγραφος 1 ή 4, καλεί τις εποπτικές αρχές εκάστου εκ των εν λόγω κρατών μελών να λάβουν μέρος στις κοινές επιχειρήσεις και απαντά αμελλητί στο αίτημα εποπτικής αρχής για συμμετοχή.

3.   Η εποπτική αρχή μπορεί, σε συμφωνία με το δίκαιο του κράτους μέλους και με την έγκριση της εποπτικής αρχής απόσπασης, να απονέμει εξουσίες, περιλαμβανομένων εξουσιών έρευνας, στα μέλη ή στους υπαλλήλους της εποπτικής αρχής απόσπασης που συμμετέχουν σε κοινές επιχειρήσεις ή, εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο του κράτους μέλους της εποπτικής αρχής υποδοχής, να επιτρέπει στα μέλη ή στους υπαλλήλους της εποπτικής αρχής απόσπασης να ασκούν τις εξουσίες τους έρευνας σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της εποπτικής αρχής απόσπασης. Οι εν λόγω εξουσίες έρευνας μπορούν να ασκούνται μόνο υπό την καθοδήγηση και παρουσία μελών ή υπαλλήλων της εποπτικής αρχής υποδοχής. Τα μέλη ή οι υπάλληλοι της εποπτικής αρχής απόσπασης υπάγονται στο δίκαιο του κράτους μέλους της εποπτικής αρχής υποδοχής.

4.   Όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, το προσωπικό της εποπτικής αρχής απόσπασης ενεργεί σε άλλο κράτος μέλος, το κράτος μέλος της εποπτικής αρχής υποδοχής αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις τους, περιλαμβανομένης και εκείνης για οποιαδήποτε ζημία προκαλέσει κατά τη διάρκεια των εκεί δραστηριοτήτων του, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ενεργεί.

5.   Το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου προκαλείται η ζημία την αποκαθιστά υπό τους όρους που ισχύουν για τις ζημίες που προκαλεί το προσωπικό του. Το κράτος μέλος της εποπτικής αρχής απόσπασης του οποίου το προσωπικό προκάλεσε ζημία σε οποιοδήποτε πρόσωπο στο έδαφος άλλου κράτους μέλους επιστρέφει στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος το σύνολο των ποσών που κατέβαλε στους δικαιούχους.

6.   Με την επιφύλαξη της άσκησης των δικαιωμάτων του έναντι τρίτων και κατ' εξαίρεση από την παράγραφο 5, κάθε κράτος μέλος παραιτείται, στην περίπτωση της παραγράφου 1, από τη δυνατότητα να ζητήσει από άλλο κράτος μέλος αποζημίωση για ζημίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

7.   Εάν πρόκειται να πραγματοποιηθεί κοινή επιχείρηση και μια εποπτική αρχή δεν συμμορφώνεται εντός προθεσμίας ενός μηνός προς την υποχρέωση που προβλέπεται στη δεύτερη περίοδο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι υπόλοιπες εποπτικές αρχές δύνανται να θεσπίσουν προσωρινό μέτρο στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται σύμφωνα με το άρθρο 55. Στην περίπτωση αυτή, θεωρείται ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων βάσει του άρθρο 66 παράγραφος 1 και απαιτείται γνώμη ή επείγουσα δεσμευτική απόφαση του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 2.

Τμήμα 2

Συνεκτικότητα

Άρθρο 63

Μηχανισμός συνεκτικότητας

Προκειμένου να συμβάλλουν στη συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στο σύνολο της Ένωσης, οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους και, εφόσον απαιτείται, με την Επιτροπή, μέσω του μηχανισμού συνεκτικότητας όπως προβλέπεται στο παρόν τμήμα.

Άρθρο 64

Γνώμη του Συμβουλίου

1.   Το Συμβούλιο εκδίδει γνώμη όποτε μια αρμόδια εποπτική αρχή προτίθεται να θεσπίσει οποιοδήποτε από τα κατωτέρω μέτρα. Για τον σκοπό αυτό, η αρμόδια εποπτική αρχή ανακοινώνει το σχέδιο απόφασης στο Συμβούλιο, όταν:

α)

αποσκοπεί στην έγκριση καταλόγου πράξεων επεξεργασίας που υπόκεινται στην απαίτηση για διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων δυνάμει του άρθρου 35 παράγραφος 4,

β)

αφορά ζήτημα δυνάμει του άρθρου 40 παράγραφος 7 του κατά πόσο ένα σχέδιο κώδικα δεοντολογίας ή μια τροποποίηση ή επέκταση κώδικα δεοντολογίας συνάδει με τον παρόντα κανονισμό,

γ)

αποσκοπεί στην έγκριση των κριτηρίων για τη διαπίστευση φορέα σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 3 ή φορέα πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 3,

δ)

αποσκοπεί στον καθορισμό των τυποποιημένων ρητρών προστασίας δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 2 στοιχείο δ) και στο άρθρο 28 παράγραφος 8,

ε)

αποσκοπεί στην έγκριση συμβατικών ρητρών του άρθρου 46 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή

στ)

αποσκοπεί στην έγκριση δεσμευτικών εταιρικών κανόνων κατά την έννοια του άρθρου 47.

2.   Κάθε εποπτική αρχή, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων ή η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την εξέταση οποιουδήποτε ζητήματος γενικής εφαρμογής ή ζητήματος που παράγει αποτελέσματα σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη από το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, με σκοπό τη έκδοση γνωμοδότησης, ιδίως όταν αρμόδια εποπτική αρχή δεν συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις περί αμοιβαίας συνδρομής σύμφωνα με το άρθρο 61 ή περί κοινών επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 62.

3.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων εκδίδει γνώμη σχετικά με το αντικείμενο που του υποβάλλεται, εφόσον δεν έχει ήδη εκδώσει γνώμη επί του ίδιου θέματος. Η γνώμη αυτή εκδίδεται εντός προθεσμίας οκτώ εβδομάδων με απλή πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά έξι ακόμα εβδομάδες, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα του θέματος. Όσον αφορά το σχέδιο απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και κοινοποιείται στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου σύμφωνα με την παράγραφο 5, ένα μέλος που δεν έχει προβάλει αντιρρήσεις εντός εύλογης προθεσμίας που ορίζεται από τον πρόεδρο θεωρείται ότι συμφωνεί με το σχέδιο απόφασης.

4.   Οι εποπτικές αρχές και η Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ανακοινώνουν ηλεκτρονικά, χρησιμοποιώντας τυποποιημένο μορφότυπο, στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων κάθε σχετική πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων, ανάλογα με την περίπτωση, της σύνοψης των πραγματικών περιστατικών, του σχεδίου απόφασης, των λόγων για τους οποίους η εφαρμογή του εν λόγω μέτρου είναι αναγκαία και των απόψεων άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών.

5.   Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων ενημερώνει αμελλητί με ηλεκτρονικό τρόπο:

α)

τα μέλη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων και την Επιτροπή για κάθε σχετική πληροφορία που του έχει ανακοινωθεί, χρησιμοποιώντας τυποποιημένο μορφότυπο. Η γραμματεία του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων παρέχει μεταφράσεις των σχετικών πληροφοριών, εφόσον απαιτείται, και

β)

την εποπτική αρχή που αναφέρεται, ανάλογα με την περίπτωση, στις παραγράφους 1 και 2, καθώς και την Επιτροπή ως προς τη γνώμη, και τη δημοσιοποιεί.

6.   Η αρμόδια εποπτική αρχή δεν εγκρίνει το σχέδιο απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

7.   Η εποπτική αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τη γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων και, εντός δύο εβδομάδων από την παραλαβή της γνώμης, ανακοινώνει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων με ηλεκτρονικά μέσα κατά πόσο θα διατηρήσει ή θα τροποποιήσει το σχέδιο απόφασης και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, το τροποποιημένο σχέδιο απόφασης, χρησιμοποιώντας τυποποιημένο μορφότυπο.

8.   Όταν η ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή ενημερώνει τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, ότι δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, στο σύνολό της ή εν μέρει, παρέχοντας τη σχετική αιτιολογία, εφαρμόζεται το άρθρο 65 παράγραφος 1.

Άρθρο 65

Επίλυση διαφορών από το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων

1.   Προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή και συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε μεμονωμένες περιπτώσεις, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων εκδίδει δεσμευτική απόφαση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 60 παράγραφος 4, η ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή έχει διατυπώσει σχετική και αιτιολογημένη ένσταση ως προς σχέδιο απόφασης της επικεφαλής αρχής ή η επικεφαλής αρχή έχει απορρίψει την εν λόγω ένσταση ως μη σχετική ή αιτιολογημένη. Η δεσμευτική απόφαση αφορά όλα τα θέματα που αποτελούν το αντικείμενο της σχετικής και αιτιολογημένης ένστασης, ιδίως όταν υπάρχει παράβαση του παρόντος κανονισμού,

β)

όταν υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με το ποια από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές είναι αρμόδια για την κύρια εγκατάσταση,

γ)

εάν μια αρμόδια εποπτική αρχή δεν ζητήσει τη γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 64 παράγραφος 1 ή δεν ακολουθήσει τη γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 64. Στην περίπτωση αυτή, κάθε ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή ή η Επιτροπή μπορεί να ανακοινώσει το θέμα στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων.

2.   Η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εκδίδεται εντός μηνός από την παραπομπή του θέματος με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων. Η συγκεκριμένη προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά έναν ακόμα μήνα, λόγω της πολυπλοκότητας του αντικειμένου. Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 απόφαση είναι αιτιολογημένη και απευθύνεται στην επικεφαλής εποπτική αρχή και όλες τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και είναι δεσμευτική για αυτές.

3.   Όταν το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων δεν είναι σε θέση να λάβει απόφαση εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εκδίδει την απόφασή του εντός δύο εβδομάδων από τη λήξη του δεύτερου μήνα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 με απλή πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων. Όταν τα μέλη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων δεν συμφωνούν, η απόφαση αυτή εκδίδεται με την ψήφο του Προέδρου του.

4.   Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές δεν εκδίδουν απόφαση σχετικά με το θέμα που υποβάλλεται στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων βάσει της παραγράφου 1 κατά τη διάρκεια των προθεσμιών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3.

5.   Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 προς τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή. Η απόφαση δημοσιεύεται χωρίς καθυστέρηση στον ιστότοπο του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, αφού η εποπτική αρχή κοινοποιήσει την τελική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 6.

6.   Η επικεφαλής εποπτική αρχή ή, ανάλογα με την περίπτωση, η εποπτική αρχή στην οποία υποβλήθηκε η καταγγελία λαμβάνει την τελική της απόφαση επί τη βάσει της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο ένα μήνα αφού το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων έχει κοινοποιήσει την απόφασή του. Η επικεφαλής εποπτική αρχή ή, ανάλογα με την περίπτωση, η εποπτική αρχή στην οποία υποβλήθηκε η καταγγελία ενημερώνει το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων για την ημερομηνία κατά την οποία η τελική της απόφαση κοινοποιείται στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία και στο υποκείμενο των δεδομένων αντίστοιχα. Η τελική απόφαση των ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών λαμβάνεται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 60 παράγραφοι 7, 8 και 9. Η τελική απόφαση παραπέμπει στην απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και διευκρινίζει ότι η απόφαση που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο θα δημοσιευθεί στον ιστότοπο του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου. Στην τελική απόφαση επισυνάπτεται η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 66

Επείγουσα διαδικασία

1.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν μια ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή θεωρεί ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για να προστατευθούν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, δύναται, κατά παρέκκλιση από τον μηχανισμό συνεκτικότητας των άρθρων 63, 64 και 65 ή τη διαδικασία του άρθρου 60, να θεσπίσει πάραυτα προσωρινά μέτρα που προορίζονται να παράγουν νομικά αποτελέσματα εντός της επικράτειάς της, με συγκεκριμένη διάρκεια ισχύος η οποία δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Η εποπτική αρχή ανακοινώνει αμελλητί τα εν λόγω μέτρα, καθώς και την αιτιολόγηση για τη θέσπισή τους, στις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων και στην Επιτροπή.

2.   Εάν εποπτική αρχή έχει λάβει μέτρο δυνάμει της παραγράφου 1 και θεωρεί ότι απαιτούνται επειγόντως οριστικά μέτρα, μπορεί να ζητήσει την έκδοση επείγουσας γνώμης ή επείγουσας δεσμευτικής απόφασης από το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, αιτιολογώντας τη σχετική αίτηση για γνώμη ή απόφαση.

3.   Κάθε εποπτική αρχή μπορεί να ζητήσει την έκδοση επείγουσας γνώμης ή δεσμευτικής απόφασης, ανάλογα με την περίπτωση, από το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, όταν δεν έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα από αρμόδια εποπτική αρχή σε περίπτωση στην οποία απαιτείται επειγόντως η λήψη μέτρων για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων, αιτιολογώντας τη σχετική αίτηση για γνώμη ή απόφαση, μεταξύ άλλων και την επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 64 παράγραφος 3 και το άρθρο 65 παράγραφος 2, η επείγουσα γνώμη ή η επείγουσα δεσμευτική απόφαση κατά τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου εκδίδεται εντός δύο εβδομάδων με απλή πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 67

Ανταλλαγή πληροφοριών

Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις γενικής εμβέλειας προκειμένου να προσδιορίζει τις ρυθμίσεις ανταλλαγής πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ εποπτικών αρχών και μεταξύ εποπτικών αρχών και του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, ιδίως τον τυποποιημένο μορφότυπο που αναφέρεται στο άρθρο 64.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 93 παράγραφος 2.

Τμήμα 3

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων

Άρθρο 68

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων

1.   Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων («Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων») συστήνεται ως όργανο της Ένωσης και διαθέτει νομική προσωπικότητα.

2.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό του.

3.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων απαρτίζεται από τον προϊστάμενο μίας εποπτικής αρχής κάθε κράτους μέλους και από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ή τους αντίστοιχους εκπροσώπους τους.

4.   Εάν σε ένα κράτος μέλος υπάρχουν περισσότερες εποπτικές αρχές επιφορτισμένες με την παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων βάσει του παρόντος κανονισμού, ορίζεται κοινός εκπρόσωπος σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

5.   Η Επιτροπή δικαιούται να συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου στις δραστηριότητες και στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων. Η Επιτροπή ορίζει τον εκπρόσωπό της. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων ανακοινώνει στην Επιτροπή τις δραστηριότητες του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων.

6.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 65, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων έχει δικαίωμα ψήφου μόνο στις αποφάσεις που αφορούν τις αρχές και τους κανόνες που ισχύουν στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, στους φορείς, στις υπηρεσίες και στους οργανισμούς που αντιστοιχούν κατ' ουσίαν προς εκείνους του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 69

Ανεξαρτησία

1.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων ενεργεί ανεξάρτητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει των άρθρων 70 και 71.

2.   Με την επιφύλαξη των αιτημάτων της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 70 παράγραφος 2, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων δεν ζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από οποιονδήποτε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή την άσκηση των εξουσιών του.

Άρθρο 70

Καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων

1.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων διασφαλίζει τη συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Για τον σκοπό αυτό, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, με δική του πρωτοβουλία ή, κατά περίπτωση, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ιδίως:

α)

παρακολουθεί και διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 64 και 65, με την επιφύλαξη των καθηκόντων των εθνικών εποπτικών αρχών,

β)

συμβουλεύει την Επιτροπή για κάθε ζήτημα σχετικό με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένης κάθε προτεινόμενης τροποποίησης του παρόντος κανονισμού,

γ)

συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με τον μορφότυπο και τις διαδικασίες για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ υπευθύνων επεξεργασίας, εκτελούντων την επεξεργασία και εποπτικών αρχών για τους δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες,

δ)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές σχετικά με τις διαδικασίες για τη διαγραφή συνδέσμων, αντιγράφων ή αναπαραγωγών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από υπηρεσίες επικοινωνιών διαθέσιμες στο κοινό, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2,

ε)

εξετάζει, με δική του πρωτοβουλία, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μελών του ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, κάθε ζήτημα το οποίο αφορά στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές, με σκοπό να ενθαρρύνει τη συνεκτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού,

στ)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές σύμφωνα με το στοιχείο ε) της παρούσας παραγράφου για τον περαιτέρω προσδιορισμό των κριτηρίων και των προϋποθέσεων για τη λήψη αποφάσεων που βασίζονται σε κατάρτιση προφίλ δυνάμει του άρθρου 22 παράγραφος 2,

ζ)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές σύμφωνα με το στοιχείο ε) της παρούσας παραγράφου σχετικά με τη διαπίστωση των παραβίασεων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τον καθορισμό της αμελλητί δράσης που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφοι 1 και 2 και σχετικά με τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία υποχρεούται να κοινοποιήσει την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

η)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές σύμφωνα με το στοιχείο ε) της παρούσας παραγράφου όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1,

θ)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές σύμφωνα με το στοιχείο ε) της παρούσας παραγράφου για τον περαιτέρω προσδιορισμό των κριτηρίων και των απαιτήσεων για τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που βασίζονται σε δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες που τηρούν οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και δεσμευτικούς εταιρικούς κανόνες που τηρούν οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και των περαιτέρω αναγκαίων απαιτήσεων, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των οικείων υποκειμένων των δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 47,

ια)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές σύμφωνα με το στοιχείο ε) της παρούσας παραγράφου για τους σκοπούς του περαιτέρω προσδιορισμού των κριτηρίων και των απαιτήσεων για τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του άρθρου 49 παράγραφος 1,

ιβ)

εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές για τις εποπτικές αρχές όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφοι 1, 2 και 3 και τον καθορισμό διοικητικών προστίμων δυνάμει του άρθρου 83,

ιγ)

εξετάζει την πρακτική εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών, των συστάσεων και των βέλτιστων πρακτικών που αναφέρονται στα στοιχεία ε) και στ),

ιδ)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές σύμφωνα με το στοιχείο ε) της παρούσας παραγράφου για την εκπόνηση κοινών διαδικασιών για την αναφορά από φυσικά πρόσωπα παραβάσεων του παρόντος κανονισμού βάσει του άρθρου 54 παράγραφος 2,

ιε)

ενθαρρύνει την κατάρτιση κωδίκων δεοντολογίας και τη θέσπιση μηχανισμών πιστοποίησης προστασίας δεδομένων και σφραγίδων και σημάτων προστασίας δεδομένων δυνάμει των άρθρων 40 και 42,

ιστ)

εκτελεί τη διαπίστευση των φορέων πιστοποίησης και την περιοδική επανεξέτασή της δυνάμει του άρθρου 43 και τηρεί δημόσιο μητρώο των διαπιστευμένων φορέων σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 6 και των διαπιστευμένων υπευθύνων επεξεργασίας ή των εκτελούντων την επεξεργασία που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 7,

ιζ)

προσδιορίζει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 43 παράγραφος 3 προκειμένου για τη διαπίστευση των φορέων πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 42,

ιη)

γνωμοδοτεί στην Επιτροπή σχετικά με τις απαιτήσεις πιστοποίησης που αναφέρονται στο άρθροου 43 παράγραφος 8,

ιθ)

γνωμοδοτεί στην Επιτροπή σχετικά με τα εικονίδια που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 7,

κ)

παρέχει στην Επιτροπή γνωμοδότηση για την εκτίμηση της επάρκειας του επιπέδου προστασίας σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης του κατά πόσο μια τρίτη χώρα, ένα έδαφος ή ένας ή περισσότεροι συγκεκριμένοι τομείς στην εν λόγω τρίτη χώρα ή ένας διεθνής οργανισμός δεν διασφαλίζει πλέον επαρκές επίπεδο προστασίας. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή παρέχει στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων όλη την απαραίτητη τεκμηρίωση, συμπεριλαμβανομένης της αλληλογραφίας με την κυβέρνηση της τρίτης χώρας, όσον αφορά την εν λόγω τρίτη χώρα, το έδαφος ή τον συγκεκριμένο τομέα ή τον διεθνή οργανισμό,

κα)

εκδίδει γνώμες για σχέδια αποφάσεων των εποπτικών αρχών δυνάμει του μηχανισμού συνεκτικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 64 παράγραφος 1 και για ζητήματα που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 2 και εκδίδει δεσμευτικές αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 65, μεταξύ άλλων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 66,

κβ)

προωθεί τη συνεργασία και την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των εποπτικών αρχών,

κγ)

προωθεί κοινά προγράμματα κατάρτισης και διευκολύνει τις ανταλλαγές υπαλλήλων μεταξύ εποπτικών αρχών και, κατά περίπτωση, με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών ή με διεθνείς οργανισμούς,

κδ)

προωθεί την ανταλλαγή γνώσεων και τεκμηρίωσης σχετικά με τη νομοθεσία και την πρακτική στον τομέα της προστασίας δεδομένων με τις εποπτικές αρχές προστασίας δεδομένων ανά τον κόσμο,

κε)

γνωμοδοτεί επί των κωδίκων δεοντολογίας που εκπονούνται σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 9 και

κστ)

διατηρεί δημόσια προσβάσιμο ηλεκτρονικό μητρώο των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις εποπτικές αρχές και τα δικαστήρια για ζητήματα που εξετάζονται στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεκτικότητας.

2.   Όταν η Επιτροπή ζητεί τη συμβουλή του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, μπορεί να αναφέρει ενδεικτικά προθεσμία, λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος.

3.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων διαβιβάζει τις γνώμες, τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τις βέλτιστες πρακτικές που εκδίδει στην Επιτροπή και στην επιτροπή του άρθρου 93 και τις δημοσιοποιεί.

4.   Όπου είναι σκόπιμο, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων ζητεί τη γνώμη των ενδιαφερόμενων μέρων και τους δίνει την ευκαιρία να υποβάλουν παρατηρήσεις μέσα σε εύλογη προθεσμία. Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων, με την επιφύλαξη του άρθρου 76, κοινοποιεί τα αποτελέσματα της διαβούλευσης.

Άρθρο 71

Εκθέσεις

1.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων εκπονεί ετήσια έκθεση όσον αφορά την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας στην Ένωση και, κατά περίπτωση, σε τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς. Η έκθεση δημοσιοποιείται και διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

2.   Η ετήσια έκθεση περιλαμβάνει εξέταση της πρακτικής εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών, των συστάσεων και των βέλτιστων πρακτικών που αναφέρονται στο άρθρο 70 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), καθώς και των δεσμευτικών αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 65.

Άρθρο 72

Διαδικασία

1.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των μελών του, εκτός εάν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό.

2.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό του με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του και οργανώνει τους οικείους κανόνες λειτουργίας.

Άρθρο 73

Πρόεδρος

1.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων εκλέγει έναν Πρόεδρο και δύο αναπληρωτές προέδρους μεταξύ των μελών του με απλή πλειοψηφία.

2.   Η διάρκεια της θητείας του Προέδρου και των αναπληρωτών προέδρων είναι πενταετής και είναι ανανεώσιμη άπαξ.

Άρθρο 74

Καθήκοντα του Προέδρου

1.   Τα καθήκοντα του Προέδρου είναι τα ακόλουθα:

α)

συγκαλεί τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων και καταρτίζει την ημερήσια διάταξή του,

β)

κοινοποιεί τις αποφάσεις που εκδίδονται από το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων δυνάμει του άρθρου 65 στην επικεφαλής εποπτική αρχή και στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές,

γ)

διασφαλίζει την έγκαιρη εκτέλεση των καθηκόντων του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, ιδίως σε σχέση με τον μηχανισμό συνεκτικότητας του άρθρου 63.

2.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό του την κατανομή καθηκόντων μεταξύ του Προέδρου και των αναπληρωτών προέδρων.

Άρθρο 75

Γραμματεία

1.   Το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων επικουρείται από γραμματεία, η οποία παρέχεται από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

2.   Η γραμματεία ασκεί τα καθήκοντά της αποκλειστικά βάσει των εντολών του Προέδρου του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων.

3.   Το προσωπικό του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων το οποίο συμμετέχει στην άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκειται σε χωριστές ιεραρχικές βαθμίδες από το προσωπικό το οποίο συμμετέχει στην άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στον Ευρωπαϊκό Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

4.   Κατά περίπτωση, το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων καταρτίζουν και δημοσιεύουν υπόμνημα συνεργασίας για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, με το οποίο καθορίζονται οι όροι συνεργασίας τους και το οποίο εφαρμόζεται στο προσωπικό του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων που συμμετέχει στην άσκηση των καθηκόντων που ανατίθενται στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων βάσει του παρόντος κανονισμού.

5.   Η γραμματεία παρέχει αναλυτική, διοικητική και υλικοτεχνική στήριξη στο Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων.

6.   Η γραμματεία είναι ιδίως υπεύθυνη για τα ακόλουθα:

α)

τις καθημερινές εργασίες του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων,

β)

την επικοινωνία μεταξύ των μελών του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, του Προέδρου του και της Επιτροπής,

γ)

την επικοινωνία με άλλα όργανα και με το κοινό,

δ)

τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων για την εσωτερική και την εξωτερική επικοινωνία,

ε)

τη μετάφραση σχετικών πληροφοριών,

στ)

την προετοιμασία και τη συνέχεια που δίνεται στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων,

ζ)

την προετοιμασία, σύνταξη και δημοσίευση γνωμών, αποφάσεων σχετικά με την επίλυση διαφορών μεταξύ εποπτικών αρχών και άλλων κειμένων που εκδίδει το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 76

Εμπιστευτικότητα

1.   Οι εργασίες του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων οφείλουν να είναι εμπιστευτικές εφόσον το Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων το κρίνει αναγκαίο, όπως προβλέπεται στον εσωτερικό κανονισμό του.

2.   Η πρόσβαση στα έγγραφα που υποβάλλονται σε μέλη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, εμπειρογνώμονες και εκπροσώπους τρίτων διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

Προσφυγές, ευθύνη και κυρώσεις

Άρθρο 77

Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή

1.   Με την επιφύλαξη τυχόν άλλων διοικητικών ή δικαστικών προσφυγών, κάθε υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε εποπτική αρχή, ιδίως στο κράτος μέλος στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του ή τον τόπο εργασίας του ή τον τόπο της εικαζόμενης παράβασης, εάν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορά παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό.

2.   Η εποπτική αρχή στην οποία έχει υποβληθεί καταγγελία ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για την πρόοδο και για την έκβαση της καταγγελίας, καθώς και για τη δυνατότητα άσκησης δικαστικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 78.

Άρθρο 78

Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά αρχής ελέγχου

1.   Με την επιφύλαξη κάθε άλλης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά νομικά δεσμευτικής απόφασης εποπτικής αρχής που το αφορά.

2.   Με την επιφύλαξη κάθε άλλης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, κάθε υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής, εφόσον η εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει των άρθρων 55 και 56 δεν εξετάσει την καταγγελία ή δεν ενημερώσει το υποκείμενο των δεδομένων εντός τριών μηνών για την πρόοδο ή την έκβαση της καταγγελίας που υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 77.

3.   Οι διαδικασίες κατά εποπτικής αρχής κινούνται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εποπτική αρχή.

4.   Όταν κινούνται διαδικασίες κατά απόφασης εποπτικής αρχής, της οποίας προηγήθηκε γνώμη ή απόφαση του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεκτικότητας, η εποπτική αρχή διαβιβάζει στο δικαστήριο τη συγκεκριμένη γνώμη ή απόφαση.

Άρθρο 79

Δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία

1.   Με την επιφύλαξη κάθε διαθέσιμης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 77, έκαστο υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής εάν θεωρεί ότι τα δικαιώματά του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του που το αφορούν κατά παράβαση του παρόντος κανονισμού.

2.   Η διαδικασία κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία κινείται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία έχουν εγκατάσταση. Εναλλακτικά, η εν λόγω διαδικασία μπορεί να κινηθεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο το υποκείμενο των δεδομένων έχει τη συνήθη διαμονή του, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία είναι δημόσια αρχή κράτους μέλους η οποία ενεργεί κατά την άσκηση των δημόσιων εξουσιών της.

Άρθρο 80

Εκπροσώπηση υποκειμένων των δεδομένων

1.   Tο υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να αναθέσει σε μη κερδοσκοπικό φορέα, οργάνωση ή ένωση που έχει συσταθεί δεόντως σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, διαθέτει καταστατικούς σκοπούς που είναι γενικού συμφέροντος και δραστηριοποιείται στον τομέα της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων σε σχέση με την προστασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα να υποβάλει την καταγγελία για λογαριασμό του και να ασκήσει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 77, 78 και 79 για λογαριασμό του και να ασκήσει το δικαίωμα αποζημίωσης που αναφέρεται στο άρθρο 82 εξ ονόματός του, εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι κάθε φορέας, οργάνωση ή ένωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου έχει το δικαίωμα, ανεξάρτητα από τυχόν ανάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, να υποβάλει στο εν λόγω κράτος μέλος καταγγελία στην εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει του άρθρου 77 και να ασκήσει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 78 και 79, εφόσον θεωρεί ότι τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων δυνάμει του παρόντος κανονισμού παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας.

Άρθρο 81

Αναστολή των διαδικασιών

1.   Όταν ένα αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους διαθέτει πληροφορίες ότι διαδικασίες σχετικά με το ίδιο αντικείμενο που αφορά επεξεργασία από τον ίδιο υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία εκκρεμούν σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, επικοινωνεί με το αρμόδιο δικαστήριο αυτού του άλλου κράτους μέλους για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη τέτοιων διαδικασιών.

2.   Όταν διαδικασίες σχετικά με το ίδιο αντικείμενο που αφορά επεξεργασία από τον ίδιο υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία εκκρεμούν σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, οποιοδήποτε αρμόδιο δικαστήριο διαφορετικό από το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο δύναται να αναστείλει τις οικείες διαδικασίες.

3.   Όταν οι εν λόγω διαδικασίες εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε δικαστήριο εκτός του πρώτου επιληφθέντος δύναται επίσης, με αίτηση ενός των διαδίκων, να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο, αν το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο είναι αρμόδιο για τις εν λόγω προσφυγές και το δίκαιό του επιτρέπει τη συνεκδίκασή τους.

Άρθρο 82

Δικαίωμα αποζημίωσης και ευθύνη

1.   Κάθε πρόσωπο το οποίο υπέστη υλική ή μη υλική ζημία ως αποτέλεσμα παραβίασης του παρόντος κανονισμού δικαιούται αποζημίωση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία για τη ζημία που υπέστη.

2.   Κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας που συμμετέχει στην επεξεργασία είναι υπεύθυνος για τη ζημία που προκάλεσε η εκ μέρους του επεξεργασία που παραβαίνει τον παρόντα κανονισμό. Ο εκτελών την επεξεργασία ευθύνεται για τη ζημία που προκάλεσε η επεξεργασία μόνο εφόσον δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις του παρόντος κανονισμού που αφορούν ειδικότερα τους εκτελούντες την επεξεργασία ή υπερέβη ή ενήργησε αντίθετα προς τις νόμιμες εντολές του υπευθύνου επεξεργασίας.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία απαλλάσσεται από την ευθύνη που έχουν δυνάμει της παραγράφου 2, εάν αποδεικνύει ότι δεν φέρει καμία ευθύνη για το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας.

4.   Εάν περισσότεροι του ενός υπεύθυνοι επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία ή αμφότεροι ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία εμπλέκονται στην ίδια επεξεργασία και, εάν δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 είναι υπεύθυνοι για τυχόν ζημία που προκάλεσε η επεξεργασία, κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία ευθύνεται για τη συνολική ζημία, προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική αποζημίωση του υποκειμένου των δεδομένων.

5.   Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία έχει καταβάλει, σύμφωνα με την παράγραφο 4, πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που προκάλεσε, ο εν λόγω υπεύθυνος ή εκτελών την επεξεργασία δικαιούται να ζητήσει από τους άλλους υπευθύνους επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία που εμπλέκονται στην ίδια επεξεργασία την ανάκτηση μέρους της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στο μέρος της ευθύνης τους λόγω της ζημίας που προκλήθηκε σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2.

6.   Οι δικαστικές διαδικασίες για την άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης υποβάλλονται ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους που αναφέρεται στο άρθρο 79 παράγραφος 2.

Άρθρο 83

Γενικοί όροι επιβολής διοικητικών προστίμων

1.   Κάθε εποπτική αρχή μεριμνά ώστε η επιβολή διοικητικών προστίμων σύμφωνα με το παρόν άρθρο έναντι παραβάσεων του παρόντος κανονισμού που αναφέρονται στις παραγράφους 4, 5 και 6 να είναι για κάθε μεμονωμένη περίπτωση αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική.

2.   Τα διοικητικά πρόστιμα, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περίπτωσης, επιβάλλονται επιπρόσθετα ή αντί των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως η) και στο άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχείο ι). Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την επιβολή διοικητικού προστίμου, καθώς και σχετικά με το ύψος του διοικητικού προστίμου για κάθε μεμονωμένη περίπτωση, λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ακόλουθα:

α)

η φύση, η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την έκταση ή το σκοπό της σχετικής επεξεργασίας, καθώς και τον αριθμό των υποκειμένων των δεδομένων που έθιξε η παράβαση και το βαθμό ζημίας που υπέστησαν,

β)

ο δόλος ή η αμέλεια που προκάλεσε την παράβαση,

γ)

οποιεσδήποτε ενέργειες στις οποίες προέβη ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία για να μετριάσει τη ζημία που υπέστησαν τα υποκείμενα των δεδομένων,

δ)

ο βαθμός ευθύνης του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που εφαρμόζουν δυνάμει των άρθρων 25 και 32,

ε)

τυχόν σχετικές προηγούμενες παραβάσεις του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία,

στ)

ο βαθμός συνεργασίας με την αρχή ελέγχου για την επανόρθωση της παράβασης και τον περιορισμό των πιθανών δυσμενών επιπτώσεών της,

ζ)

οι κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που επηρεάζει η παράβαση,

η)

ο τρόπος με τον οποίο η εποπτική αρχή πληροφορήθηκε την παράβαση, ειδικότερα εάν και κατά πόσο ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία κοινοποίησε την παράβαση,

θ)

σε περίπτωση που διατάχθηκε προηγουμένως η λήψη των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 κατά του εμπλεκόμενου υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία σχετικά με το ίδιο αντικείμενο, η συμμόρφωση με τα εν λόγω μέτρα,

ι)

η τήρηση εγκεκριμένων κωδίκων δεοντολογίας σύμφωνα με το άρθρο 40 ή εγκεκριμένων μηχανισμών πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 42 και

ια)

κάθε άλλο επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό στοιχείο που προκύπτει από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως τα οικονομικά οφέλη που αποκομίστηκαν ή ζημιών που αποφεύχθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από την παράβαση.

3.   Σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία, για τις ίδιες ή για συνδεδεμένες πράξεις επεξεργασίας, παραβιάζει αρκετές διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το συνολικό ύψος του διοικητικού προστίμου δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται για τη βαρύτερη παράβαση.

4.   Παραβάσεις των ακόλουθων διατάξεων επισύρουν, σύμφωνα με την παράγραφο 2, διοικητικά πρόστιμα έως 10 000 000 EUR ή, σε περίπτωση επιχειρήσεων, έως το 2 % του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο:

α)

οι υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία σύμφωνα με τα άρθρα 8, 11, 25 έως 39 και 42 και 43,

β)

οι υποχρεώσεις του φορέα πιστοποίησης σύμφωνα με τα άρθρα 42 και 43,

γ)

οι υποχρεώσεις του φορέα παρακολούθησης σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 4.

5.   Παραβάσεις των ακόλουθων διατάξεων επισύρουν, σύμφωνα με την παράγραφο 2, διοικητικά πρόστιμα έως 20 000 000 EUR ή, σε περίπτωση επιχειρήσεων, έως το 4 % του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο:

α)

οι βασικές αρχές για την επεξεργασία, περιλαμβανομένων των όρων που ισχύουν για την έγκριση, σύμφωνα με τα άρθρα 5, 6, 7 και 9,

β)

τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 12 έως 22,

γ)

η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αποδέκτη σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό σύμφωνα με τα άρθρα 44 έως 49,

δ)

οποιεσδήποτε υποχρεώσεις σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους οι οποίες θεσπίζονται δυνάμει του κεφαλαίου IX,

ε)

μη συμμόρφωση προς εντολή ή προς προσωρινό ή οριστικό περιορισμό της επεξεργασίας ή προς αναστολή της κυκλοφορίας δεδομένων που επιβάλλει η εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 58 παράγραφος 2 ή μη παροχή πρόσβασης κατά παράβαση του άρθρου 58 παράγραφος 1.

6.   Η μη συμμόρφωση προς εντολή της εποπτικής αρχής όπως αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 επισύρει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, διοικητικά πρόστιμα έως 20 000 000 EUR ή, σε περίπτωση επιχειρήσεων, έως το 4 % του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο.

7.   Με την επιφύλαξη των διορθωτικών εξουσιών των εποπτικών αρχών σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 2, κάθε κράτος μέλος δύναται να καθορίζει τους κανόνες για το εάν και σε ποιο βαθμό διοικητικά πρόστιμα μπορεί να επιβάλλονται σε δημόσιες αρχές και φορείς που έχουν συσταθεί στο εν λόγω κράτος μέλος.

8.   Η άσκηση εκ μέρους εποπτικής αρχής των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος άρθρου υπόκειται στις δέουσες δικονομικές εγγυήσεις σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και το δίκαιο του κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης πραγματικής δικαστικής προσφυγής και της τήρησης της προσήκουσας διαδικασίας.

9.   Όταν το νομικό σύστημα του κράτους μέλους δεν προβλέπει επιβολή διοικητικών προστίμων, το παρόν άρθρο μπορεί να εφαρμόζεται κατά τρόπο ώστε η διαδικασία επιβολής να κινείται από την αρμόδια εποπτική αρχή και να επιβάλλεται από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, με την ταυτόχρονη διασφάλιση ότι τα εν λόγω ένδικα μέσα είναι αποτελεσματικά και έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από τις εποπτικές αρχές. Εν πάση περιπτώσει, τα πρόστιμα που επιβάλλονται είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Τα εν λόγω κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις των νόμων τους που θεσπίζουν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, έως τις 25 Μαΐου 2018 και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε επακολουθούντα τροποποιητικό νόμο ή τροποποίησή τους.

Άρθρο 84

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις άλλες κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, ιδίως για τις παραβάσεις που δεν αποτελούν αντικείμενο διοικητικών προστίμων δυνάμει του άρθρου 83, και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλιστεί ότι εφαρμόζονται. Οι εν λόγω κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

2.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις διατάξεις που θεσπίζει στο δίκαιό του δυνάμει της παραγράφου 1, έως τις 25 Μαΐου 2018 και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε επακολουθούσα τροποποίησή τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

Διατάξεις που αφορούν ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας

Άρθρο 85

Επεξεργασία και ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης

1.   Τα κράτη μέλη διά νόμου συμβιβάζουν το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένης της επεξεργασίας για δημοσιογραφικούς σκοπούς και για σκοπούς πανεπιστημιακής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης.

2.   Για την επεξεργασία που διενεργείται για δημοσιογραφικούς σκοπούς ή για σκοπούς ακαδημαϊκής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, τα κράτη μέλη προβλέπουν εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις από το κεφάλαιο ΙΙ (αρχές), το κεφάλαιο ΙΙΙ (δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων), το κεφάλαιο IV (υπεύθυνος επεξεργασίας και εκτελών την επεξεργασία), το κεφάλαιο V (διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς), το κεφάλαιο VI (ανεξάρτητες εποπτικές αρχές), το κεφάλαιο VII (συνεργασία και συνεκτικότητα) και το κεφάλαιο ΙΧ (ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων), εφόσον αυτές είναι αναγκαίες για να συμβιβαστεί το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με την ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης.

3.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις διατάξεις που θεσπίζει στο δίκαιό του δυνάμει της παραγράφου 2 και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε επακόλουθο τροποποιητικό νόμο ή τροποποίησή τους.

Άρθρο 86

Επεξεργασία και πρόσβαση του κοινού σε επίσημα έγγραφα

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε επίσημα έγγραφα που κατέχει δημόσια αρχή ή δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον μπορούν να κοινοποιούνται από την εν λόγω αρχή ή φορέα σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται η δημόσια αρχή ή ο φορέας, προκειμένου να συμβιβάζεται η πρόσβαση του κοινού σε επίσημα έγγραφα με το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 87

Επεξεργασία του εθνικού αριθμού ταυτότητας

Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν περαιτέρω τις ειδικές προϋποθέσεις για την επεξεργασία εθνικού αριθμού ταυτότητας ή άλλου αναγνωριστικού στοιχείου ταυτότητας γενικής εφαρμογής. Στην περίπτωση αυτή, ο εθνικός αριθμός ταυτότητας ή οποιοδήποτε άλλο αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας γενικής εφαρμογής χρησιμοποιείται μόνο με τις δέουσες εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 88

Επεξεργασία στο πλαίσιο της απασχόλησης

1.   Τα κράτη μέλη, μέσω της νομοθεσίας ή μέσω των συλλογικών συμβάσεων, μπορούν να θεσπίζουν ειδικούς κανόνες προκειμένου να διασφαλίζουν την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων στο πλαίσιο της απασχόλησης, ιδίως για σκοπούς πρόσληψης, εκτέλεσης της σύμβασης απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τον νόμο ή από συλλογικές συμβάσεις, διαχείρισης, προγραμματισμού και οργάνωσης εργασίας, ισότητας και πολυμορφίας στον χώρο εργασίας, υγείας και ασφάλειας στην εργασία, προστασίας της περιουσίας εργοδοτών και πελατών και για σκοπούς άσκησης και απόλαυσης, σε ατομική ή συλλογική βάση, δικαιωμάτων και παροχών που σχετίζονται με την απασχόληση και για σκοπούς καταγγελίας της σχέσης απασχόλησης.

2.   Οι εν λόγω κανόνες περιλαμβάνουν κατάλληλα και ειδικά μέτρα για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των έννομων συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα, με ιδιαίτερη έμφαση στη διαφάνεια της επεξεργασίας, τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός ομίλου επιχειρήσεων, ή ομίλου εταιρειών που ασκούν κοινή οικονομική δραστηριότητα και τα συστήματα παρακολούθησης στο χώρο εργασίας.

3.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις διατάξεις που θεσπίζει στο δίκαιό του δυνάμει της παραγράφου 1, έως τις 25 Μαΐου 2018 και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε επακολουθούσα τροποποίησή τους.

Άρθρο 89

Διασφαλίσεις και παρεκκλίσεις σχετικά με την επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον ή σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή στατιστικούς σκοπούς

1.   Η επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης για το δημόσιο συμφέρον ή για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς υπόκειταισε κατάλληλες εγγυήσεις, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ως προς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω εγγυήσεις διασφαλίζουν ότι έχουν θεσπιστεί τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, ιδίως για να διασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της ελαχιστοποίησης των δεδομένων. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν τη χρήση ψευδωνύμων, εφόσον οι εν λόγω σκοποί μπορούν να εκπληρωθούν κατ' αυτόν τον τρόπο. Εφόσον οι εν λόγω σκοποί μπορούν να εκπληρωθούν από περαιτέρω επεξεργασία η οποία δεν επιτρέπει ή δεν επιτρέπει πλέον την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων, οι εν λόγω σκοποί εκπληρώνονται κατ' αυτόν τον τρόπο.

2.   Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς επιστημονικής ή ιστορικής έρευνας ή για στατιστικούς σκοπούς, το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους μπορεί να προβλέπει παρεκκλίσεις από τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 15, 16, 18 και 21, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των εγγυήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα είναι πιθανό να καταστήσουν αδύνατη ή να παρακωλύσουν σοβαρά την επίτευξη των ειδικών σκοπών και εφόσον οι εν λόγω παρεκκλίσεις είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των εν λόγω σκοπών.

3.   Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον, το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους μπορεί να προβλέπει παρεκκλίσεις από τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 15, 16, 18, 19, 20 και 21, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και των εγγυήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον τα εν λόγω δικαιώματα είναι πιθανό να καταστήσουν αδύνατη ή να παρακωλύσουν σοβαρά την επίτευξη των ειδικών σκοπών και εφόσον οι εν λόγω παρεκκλίσεις είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των εν λόγω σκοπών.

4.   Όταν η επεξεργασία που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 εξυπηρετεί την ίδια στιγμή και άλλο σκοπό, οι παρεκκλίσεις εφαρμόζονται μόνο στην επεξεργασία για τους σκοπούς που προβλέπουν οι εν λόγω παράγραφοι.

Άρθρο 90

Υποχρεώσεις τήρησης απορρήτου

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ειδικούς κανόνες για τον καθορισμό των εξουσιών των ελεγκτικών αρχών, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ), σε σχέση με υπευθύνους επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία οι οποίοι υπέχουν, βάσει του δικαίου της Ένωσης ή κράτους μέλους ή των κανόνων που θεσπίζονται από αρμόδιους εθνικούς φορείς, υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου ή άλλες αντίστοιχες υποχρεώσεις τήρησης του απορρήτου, εάν αυτό είναι αναγκαίο και αναλογικό, προκειμένου να συμβιβαστεί το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με την υποχρέωση τήρησης του απορρήτου. Οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία έλαβαν ή εξασφάλισαν στο πλαίσιο δραστηριότητας που καλύπτεται από την εν λόγω υποχρέωση απορρήτου.

2.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τους κανόνες που θεσπίζει δυνάμει της παραγράφου 1, έως τις 25 Μαΐου 2018 και, χωρίς καθυστέρηση, κάθε επακολουθούσα τροποποίησή τους.

Άρθρο 91

Υφιστάμενοι κανόνες προστασίας των δεδομένων εκκλησιών και θρησκευτικών ενώσεων

1.   Εάν σε κράτος μέλος εκκλησίες και θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες εφαρμόζουν, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, ολοκληρωμένους κανόνες οι οποίοι αφορούν την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας, οι εν λόγω κανόνες μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζονται, εφόσον εναρμονιστούν με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι εκκλησίες και θρησκευτικές ενώσεις που εφαρμόζουν ολοκληρωμένους κανόνες σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υπόκεινται στον έλεγχο ανεξάρτητης εποπτικής αρχής, που μπορεί να είναι εξειδικευμένος, υπό τον όρο ότι πληροί τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου VI του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και εκτελεστικές πράξεις

Άρθρο 92

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 8 και στο άρθρο 43 παράγραφος 8 ανατίθεται στην Επιτροπή επ' αόριστο από τις 24 Μαΐου 2016.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 8 και στο άρθρο 43 παράγραφος 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει την εγκυρότητα των ήδη ισχυουσών κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 8 και του άρθρου 43 παράγραφος 8 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση ούτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε από το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, προτού λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 93

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όποτε γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όποτε γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 5.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 94

Κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ

1.   Η οδηγία 95/46/ΕΚ καταργείται από τις 25 Μαΐου 2018.

2.   Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό. Οι παραπομπές στην ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που συστάθηκε με το άρθρο 29 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, θεωρούνται παραπομπές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων που συστήνεται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 95

Σχέση με την οδηγία 2002/58/ΕΚ

Ο παρών κανονισμός δεν επιβάλλει πρόσθετες υποχρεώσεις σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα σε σχέση με την επεξεργασία όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμων στο κοινό σε δημόσια δίκτυα επικοινωνίας στην Ένωση σε σχέση με θέματα τα οποία υπόκεινται στις ειδικές υποχρεώσεις με τον ίδιο στόχο που ορίζεται στην οδηγία 2002/58/ΕΚ.

Άρθρο 96

Σχέση με συμφωνίες που έχουν συναφθεί παλαιότερα

Διεθνείς συμφωνίες που περιλαμβάνουν τη μεταφορά δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς οι οποίες συνήφθησαν από τα κράτη μέλη πριν από τις 24 Μαΐου 2016, και οι οποίες είναι συμβατές προς το εφαρμόσιμο πριν από την εν λόγω ημερομηνία ενωσιακό δίκαιο, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου τροποποιηθούν, αντικατασταθούν ή ανακληθούν.

Άρθρο 97

Εκθέσεις της Επιτροπής

1.   Έως τις 25 Μαΐου 2020 και στη συνέχεια κάθε τέσσερα έτη, η Επιτροπή υποβάλλει εκθέσεις σχετικά με την αξιολόγηση και την αναθεώρηση του παρόντος κανονισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Οι εκθέσεις δημοσιοποιούνται.

2.   Στο πλαίσιο των αξιολογήσεων και των αναθεωρήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή εξετάζει, ειδικότερα, την εφαρμογή και λειτουργία:

α)

του κεφαλαίου V περί μεταφοράς των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού και τις αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 95/46/ΕΚ,

β)

του κεφαλαίου VII για τη συνεργασία και τη συνεκτικότητα.

3.   Για τον σκοπό της παραγράφου 1, η Επιτροπή μπορεί να ζητεί πληροφορίες από τα κράτη μέλη και τις εποπτικές αρχές.

4.   Κατά τη διενέργεια των αξιολογήσεων και αναθεωρήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καθώς και άλλων αρμόδιων φορέων ή πηγών.

5.   Η Επιτροπή υποβάλλει, εφόσον απαιτείται, κατάλληλες προτάσεις με σκοπό την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στην τεχνολογία των πληροφοριών και υπό το πρίσμα της προόδου στην κοινωνία της πληροφορίας.

Άρθρο 98

Επισκόπηση άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης για την προστασία των δεδομένων

Η Επιτροπή, εάν το κρίνει σκόπιμο, υποβάλλει νομοθετικές προτάσεις για την τροποποίηση άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη και συνεπής προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας. Αυτό αφορά ιδίως τους κανόνες που σχετίζονται με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των εν λόγω δεδομένων.

Άρθρο 99

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Τίθεται σε εφαρμογή από τις 25 Μαΐου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 27 Απριλίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

J.A. HENNIS-PLASSCHAERT


(1)  ΕΕ C 229 της 31.7.2012, σ. 90.

(2)  ΕΕ C 391 της 18.12.2012, σ. 127.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Μαρτίου 2014 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 8ης Απριλίου 2016 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Απριλίου 2016.

(4)  Οδηγία 95/46/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(5)  Σύσταση της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων [C(2003) 1422] (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(7)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (βλέπε σελίδα 89 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 45).

(10)  Οδηγία 93/13/EOK του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95 της 21.4.1993, σ. 29).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1338/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές στους τομείς της δημόσιας υγείας και της υγείας και ασφάλειας στην εργασία (ΕΕ L 354 της 31.12.2008, σ. 70).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20.12.2012, σ. 1).

(14)  Οδηγία 2003/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 90).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 536/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων που προορίζονται για τον άνθρωπο και για την κατάργηση της οδηγίας 2001/20/ΕΚ (ΕΕ L 158 της 27.5.2014, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).

(17)  ΕΕ C 192 της 30.6.2012, σ. 7.

(18)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(19)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/1535 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 241 της 17.9.2015, σ. 1).

(20)  Kανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(21)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).


ΟΔΗΓΙΕΣ

4.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 119/89


ΟΔΗΓΊΑ (EE) 2016/680 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 27ης Απριλίου 2016

για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 16 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης») και το άρθρο 16 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

(2)

Οι αρχές και οι κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν θα πρέπει, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή τον τόπο διαμονής, να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, ιδίως το δικαίωμά τους στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η παρούσα οδηγία σκοπεύει να συμβάλει στην επίτευξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

(3)

Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και η παγκοσμιοποίηση δημιούργησαν νέες προκλήσεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η κλίμακα της συλλογής και της ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυξήθηκε σημαντικά. Η τεχνολογία επιτρέπει να γίνεται επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μια πρωτοφανή κλίμακα για τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων όπως η πρόληψη, η διερεύνηση, η ανίχνευση ή η δίωξη ποινικών αδικημάτων ή η εκτέλεση ποινικών κυρώσεων.

(4)

H ελεύθερη κυκλοφορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους εντός της Ένωσης και της διαβίβασης τέτοιων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, θα πρέπει να διευκολύνεται με παράλληλη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι εν λόγω εξελίξεις απαιτούν την οικοδόμηση ενός ισχυρού και συνεκτικότερου πλαισίου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση, υποστηριζόμενου από αυστηρή επιβολή της νομοθεσίας.

(5)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) εφαρμόζεται σε κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα κράτη μέλη, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ωστόσο, δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως δραστηριότητες στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας.

(6)

Η απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (4) εφαρμόζεται στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας. Το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω απόφασης-πλαισίου περιορίζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται ή καθίστανται διαθέσιμα μεταξύ κρατών μελών.

(7)

Η διασφάλιση συνεκτικής και υψηλής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων και η διευκόλυνση της ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών έχουν καθοριστική σημασία για την αποτελεσματική δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις και την αστυνομική συνεργασία. Για το σκοπό αυτόν, το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους, θα πρέπει να είναι ισοδύναμο σε όλα τα κράτη μέλη. Η ουσιαστική προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε ολόκληρη την Ένωση απαιτεί την ενίσχυση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων και των υποχρεώσεων εκείνων που επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καθώς και αντίστοιχες εξουσίες παρακολούθησης και διασφάλισης της συμμόρφωσης προς τους κανόνες που διέπουν την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα κράτη μέλη.

(8)

Το άρθρο 16 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ δίνει εντολή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να θεσπίσουν τους κανόνες σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τους κανόνες σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(9)

Επί αυτής της βάσης, ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) θεσπίζει γενικούς κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση.

(10)

Στη δήλωση αριθ. 21 σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας, η οποία προσαρτάται στην Τελική Πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία υιοθέτησε τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η διάσκεψη αναγνωρίζει ότι, λόγω της ιδιαίτερης φύσης των εν λόγω τομέων, ενδέχεται να απαιτηθούν ειδικοί κανόνες σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία τους στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας, βάσει του άρθρου 16 ΣΛΕΕ.

(11)

Ενδείκνυται, επομένως, οι εν λόγω τομείς να διέπονται από μια οδηγία η οποία θεσπίζει ειδικούς κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από τις απειλές κατά της δημόσιας ασφαλείας και της αποτροπής τους, με σεβασμό της ειδικής φύσης των εν λόγω δραστηριοτήτων. Στις εν λόγω αρμόδιες αρχές θα πρέπει να περιλαμβάνονται όχι μόνο δημόσιες αρχές, όπως οι δικαστικές αρχές, η αστυνομία ή άλλες αρχές επιβολής του νόμου, αλλά και οποιοσδήποτε άλλος φορέας ή οποιαδήποτε οντότητα στα οποία δίκαιο του κράτους μέλους αναθέτει την άσκηση δημόσιας αρχής και την άσκηση δημόσιων εξουσιών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Όταν ένας τέτοιος φορέας ή οντότητα επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς άλλους από αυτούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679, ως εκ τούτου, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου φορέας ή οντότητα συλλέγει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για άλλους σκοπούς και επεξεργάζεται περαιτέρω τα εν λόγω δεδομένα προκειμένου να συμμορφωθεί σε νομική υποχρέωση στην οποία υπόκειται. Για παράδειγμα για τους σκοπούς της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διατηρούν ορισμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία και επεξεργάζονται, και παρέχουν τα δεδομένα αυτά μόνο στις αρμόδιες εθνικές αρχές σε ειδικές περιπτώσεις και σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους. Οι φορείς ή οι οντότητες που επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό των εν λόγω αρχών εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να δεσμεύονται από σύμβαση ή άλλη νομική πράξη και από τις διατάξεις που ισχύουν για τους εκτελούντες την επεξεργασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ενώ δε θίγεται η εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον εκτελούντα την επεξεργασία εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(12)

Οι δραστηριότητες που εκτελούνται από την αστυνομία ή από άλλες αρχές επιβολής του νόμου επικεντρώνονται κυρίως στην πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, περιλαμβανομένων των αστυνομικών δραστηριοτήτων που εκτελούνται χωρίς προηγούμενη γνώση εάν ένα περιστατικό αποτελεί ποινικό αδίκημα. Στις δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνεται επίσης η άσκηση αρμοδιότητας με τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, όπως οι αστυνομικές δραστηριότητες σε διαδηλώσεις, σημαντικά αθλητικά γεγονότα και ταραχές. Περιλαμβάνουν επίσης την τήρηση του νόμου και της τάξης, ως καθήκον που ανατίθεται στην αστυνομία ή σε άλλες αρχές επιβολής του νόμου όπου αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία και την αποτροπή όσον αφορά σε απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και κατά θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας προστατευόμενων από τον νόμο, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε διάπραξη ποινικού αδικήματος. Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές άλλα καθήκοντα που δεν ασκούνται απαραιτήτως για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους, κατά τρόπο ώστε η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για αυτούς τους άλλους σκοπούς, εφόσον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

(13)

Η αξιόποινη πράξη κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να αποτελεί αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, όπως έχει ερμηνευτεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «Δικαστήριο»).

(14)

Καθώς η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τη διάρκεια δραστηριότητας που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, δραστηριότητες που αφορούν την εθνική ασφάλεια, δραστηριότητες υπηρεσιών ή μονάδων που ασχολούνται με θέματα εθνικής ασφάλειας και η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη κατά την εκτέλεση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο του τίτλου V κεφάλαιο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) δεν θα πρέπει να θεωρούνται δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(15)

Για τη διασφάλιση του ίδιου επιπέδου προστασίας για τα φυσικά πρόσωπα μέσω νομικώς εκτελεστών δικαιωμάτων σε ολόκληρη την Ένωση και για την αποφυγή αποκλίσεων που εμποδίζουν την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ αρμοδίων αρχών, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπει εναρμονισμένους κανόνες για την προστασία και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους. Η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών δεν θα πρέπει να οδηγήσει στην αποδυνάμωση της παρεχόμενης προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά αντίθετα να στοχεύει στην κατοχύρωση υψηλού επιπέδου προστασίας εντός της Ένωσης. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να εμποδίζονται να προβλέπουν ισχυρότερες διασφαλίσεις από αυτές που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων σε ό,τι αφορά στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές.

(16)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρχή της πρόσβασης του κοινού στα επίσημα έγγραφα. Δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται σε επίσημα έγγραφα που κατέχει δημόσια αρχή ή δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας για την εκτέλεση καθήκοντος δημοσίου συμφέροντος μπορούν να κοινολογούνται από την εν λόγω αρχή ή τον φορέα σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται η δημόσια αρχή ή ο φορέας, προκειμένου να συνάδει η πρόσβαση του κοινού σε επίσημα έγγραφα με το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(17)

Η προστασία που παρέχει η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καλύπτει τα φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως ιθαγένειας ή τόπου διαμονής, σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν.

(18)

Προκειμένου να αποτραπεί σοβαρός κίνδυνος καταστρατήγησης, η προστασία των φυσικών προσώπων θα πρέπει να είναι τεχνολογικά ουδέτερη και να μην εξαρτάται από τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές. Η προστασία των φυσικών προσώπων θα πρέπει να ισχύει τόσο για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με αυτοματοποιημένα μέσα όσο και για τη χειροκίνητη επεξεργασία, εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα περιέχονται ή προορίζονται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης. Αρχεία ή σύνολα αρχείων καθώς και τα εξώφυλλά τους, που δεν είναι διαρθρωμένα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, δεν θα πρέπει να υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(19)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα, τους οργανισμούς και τις υπηρεσίες της Ένωσης. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης που εφαρμόζονται σε μια τέτοια επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να προσαρμοστούν στις αρχές και τους κανόνες που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679.

(20)

Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προσδιορίζουν με σαφήνεια πράξεις και διαδικασίες επεξεργασίας στους εθνικούς κανόνες περί ποινικών διαδικασιών όσον αφορά στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από δικαστήρια και άλλες δικαστικές αρχές, ιδίως όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται σε δικαστικές αποφάσεις ή σε αρχεία σχετικά με ποινικές διαδικασίες.

(21)

Οι αρχές προστασίας δεδομένων θα πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε πληροφορία που αφορά σε ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο. Για να καθοριστεί εάν ένα φυσικό πρόσωπο είναι ταυτοποιήσιμο, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα μέσα που είναι ευλόγως πιθανό να χρησιμοποιηθούν, όπως για παράδειγμα, ο διαχωρισμός του είτε από τον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε από τρίτο για την άμεση ή έμμεση ταυτοποίηση του φυσικού προσώπου. Για να διαπιστωθεί εάν κάποια μέσα είναι ευλόγως πιθανό να χρησιμοποιηθούν για την ταυτοποίηση του φυσικού προσώπου θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι αντικειμενικοί παράγοντες, όπως τα έξοδα και ο χρόνος που απαιτούνται για την ταυτοποίηση, και να συνυπολογίζονται η τεχνολογία που είναι διαθέσιμη κατά το χρόνο της επεξεργασίας και οι εξελίξεις της τεχνολογίας. Συνεπώς, οι αρχές προστασίας δεδομένων δε θα πρέπει να εφαρμόζονται σε ανώνυμες πληροφορίες, δηλαδή σε πληροφορίες που δεν σχετίζονται με ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο ή σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν καταστεί ανώνυμα κατά τρόπο ώστε το υποκείμενο των δεδομένων να μην είναι πλέον ταυτοποιήσιμο.

(22)

Οι δημόσιες αρχές στις οποίες κοινολογούνται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει νομικής υποχρέωσης προς την εκτέλεση της επίσημης αποστολής τους, όπως φορολογικές και τελωνειακές αρχές, μονάδες οικονομικών ερευνών, ανεξάρτητες διοικητικές αρχές ή αρχές εποπτείας των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τη ρύθμιση και την εποπτεία των αγορών κινητών αξιών, δεν θα πρέπει να θεωρηθούν αποδέκτες, αν λαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα για τη διενέργεια συγκεκριμένης έρευνας προς το γενικό συμφέρον, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους. Τα αιτήματα κοινολόγησης που αποστέλλονται από τις δημόσιες αρχές θα πρέπει πάντα να είναι έγγραφα, αιτιολογημένα και να αφορούν στην περίσταση και δεν θα πρέπει να αφορούν το σύνολο ενός συστήματος αρχειοθέτησης ή να οδηγούν στη διασύνδεση συστημάτων αρχειοθέτησης. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις εν λόγω δημόσιες αρχές θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τους ισχύοντες κανόνες προστασίας των δεδομένων, σύμφωνα με τους σκοπούς της επεξεργασίας.

(23)

Τα γενετικά δεδομένα θα πρέπει να ορίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με τα κληρονομημένα ή αποκεκτημένα γενετικά χαρακτηριστικά ενός φυσικού προσώπου τα οποία παρέχουν μοναδικές πληροφορίες σχετικά με τη φυσιολογία ή την υγεία του εν λόγω φυσικού προσώπου και τα οποία προκύπτουν από την ανάλυση βιολογικού δείγματος του εν λόγω φυσικού προσώπου, ιδίως από χρωμοσωμική ανάλυση δεσοξυριβονουκλεϊνικού οξέος (DNA) ή ριβονουκλεϊκού οξέος (RNA) ή από την ανάλυση άλλου στοιχείου που επιτρέπει την απόκτηση ισοδύναμων πληροφοριών. Δεδομένων της πολυπλοκότητας και του ευαίσθητου χαρακτήρα των γενετικών πληροφοριών, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος κατάχρησης και επαναχρησιμοποίησης για διάφορους σκοπούς από τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Κάθε διάκριση βάσει γενετικών χαρακτηριστικών θα πρέπει, καταρχήν, να απαγορεύεται.

(24)

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με την υγεία θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση της υγείας του υποκειμένου των δεδομένων και τα οποία αποκαλύπτουν πληροφορίες για την παρελθούσα, τρέχουσα ή μελλοντική κατάσταση της σωματικής ή ψυχικής υγείας του υποκειμένου των δεδομένων. Σε αυτές περιλαμβάνονται και πληροφορίες σχετικά με το φυσικό πρόσωπο αυτό που συλλέγονται κατά τη διαδικασία της εγγραφής του προσώπου για την παροχή υπηρεσιών υγείας ή κατά την παροχή των υπηρεσιών αυτών, όπως αναφέρεται στην οδηγία 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7)· ένας αριθμός, σύμβολο ή χαρακτηριστικό ταυτότητας που αποδίδεται σε φυσικό πρόσωπο με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίησή του για σκοπούς υγείας· πληροφορίες που προκύπτουν από εξετάσεις ή αναλύσεις σε μέρος ή ουσία του σώματος, περιλαμβανομένων των γενετικών δεδομένων και βιολογικών δειγμάτων· και κάθε πληροφορία, π.χ. σχετικά με ασθένεια, αναπηρία, κίνδυνο ασθένειας, ιατρικό ιστορικό, κλινική θεραπεία ή τη φυσιολογική ή βιοϊατρική κατάσταση του υποκειμένου των δεδομένων, ανεξαρτήτως πηγής, για παράδειγμα, από ιατρό ή άλλο επαγγελματία του τομέα της υγείας, νοσοκομείο, ιατρική συσκευή ή διαγνωστική δοκιμή in vitro.

(25)

Όλα τα κράτη μέλη συνδέονται με τον Διεθνή Οργανισμό Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Interpol). Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Interpol λαμβάνει, αποθηκεύει και κυκλοφορεί δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, με σκοπό να παρέχει στις αρμόδιες αρχές συνδρομή κατά την πρόληψη και την καταπολέμηση της διεθνούς εγκληματικότητας. Ενδείκνυται, ως εκ τούτου, να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ της Ένωσης και της Interpol μέσω της προαγωγής της αποτελεσματικής ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με παράλληλη εξασφάλιση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που αφορούν την αυτόματη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όποτε διαβιβάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από την Ένωση προς την Ιντερπόλ, και προς χώρες που έχουν εντεταλμένα μέλη στην Interpol, θα πρέπει να εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία, ιδίως οι διατάξεις σχετικά με τις διεθνείς διαβιβάσεις. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων που καθορίζονται στην κοινή θέση 2005/69/ΔΕΥ του Συμβουλίου (8) και στην απόφαση 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου (9).

(26)

Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σύννομη, θεμιτή και διαφανής σε σχέση με τα φυσικά πρόσωπα τα οποία αφορά και να πραγματοποιείται μόνο για συγκεκριμένους σκοπούς που προβλέπονται από το νόμο. Η αρχή αυτή καθεαυτή δεν εμποδίζει τις αρχές επιβολής του νόμου να ασκούν δραστηριότητες όπως οι μυστικές έρευνες ή η βιντεοεπιτήρηση. Τέτοιες δραστηριότητες μπορούν να ασκούνται για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους, εφόσον ορίζονται από τον νόμο και συνιστούν απαραίτητο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, με δέουσα συνεκτίμηση των έννομων συμφερόντων του ενδιαφερομένου. Η αρχή της θεμιτής επεξεργασίας για την προστασία των δεδομένων είναι ξεχωριστή έννοια που απορρέει από το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη όπως ορίζεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ). Θα πρέπει να γνωστοποιούνται στα πρόσωπα οι κίνδυνοι, οι κανόνες, οι εγγυήσεις και τα δικαιώματα σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν, καθώς και ο τρόπος άσκησης των δικαιωμάτων τους σε σχέση με την επεξεργασία αυτή. Ειδικότερα, οι συγκεκριμένοι σκοποί της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι σαφείς, νόμιμοι και προσδιορισμένοι κατά τον χρόνο συλλογής των δεδομένων. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι επαρκή και σχετικά με τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία. Προς τούτο, θα πρέπει κυρίως να διασφαλίζεται ότι τα συλλεχθέντα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν πλεονάζουν και δεν διατηρούνται περισσότερο από όσο απαιτείται για τον σκοπό για τον οποίο υποβάλλονται σε επεξεργασία. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο εάν ο σκοπός της επεξεργασίας δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα μέσα. Για να εξασφαλιστεί ότι τα δεδομένα δεν διατηρούνται περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ορίζει προθεσμίες για τη διαγραφή ή την περιοδική επανεξέτασή τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κατάλληλες εγγυήσεις για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διατηρούνται πέραν της περιόδου αυτής για λόγους αρχειοθέτησης προς το δημόσιο συμφέρον και επιστημονικής, στατιστικής ή ιστορικής χρήσης.

(27)

Για την πρόληψη, διερεύνηση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται στο πλαίσιο της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων και πέραν του πλαισίου αυτού, ώστε να κατανοούν καλύτερα τις εγκληματικές δραστηριότητες και να προβαίνουν σε συσχετισμούς μεταξύ διαφορετικών διαπιστωθέντων ποινικών αδικημάτων.

(28)

Για να τηρείται η ασφάλεια σε σχέση με την επεξεργασία και να αποτρέπεται η επεξεργασία κατά παράβαση της παρούσας οδηγίας, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται το ενδεδειγμένο επίπεδο ασφάλειας και εμπιστευτικότητας, μεταξύ άλλων με την αποτροπή της μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή τη χρήση τους και στον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία, λαμβανομένων υπόψη του επιπέδου της διαθέσιμης τεχνολογίας, του κόστους εφαρμογής σε σχέση με τους κινδύνους και τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να προστατευτούν.

(29)

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία για σκοπούς μη συμβατούς με τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους. Εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία από τον ίδιο ή άλλον υπεύθυνο επεξεργασίας εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εκτός από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεγεί, η εν λόγω επεξεργασία θα πρέπει να είναι δυνατή υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω επεξεργασία επιτρέπεται σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές διατάξεις και είναι αναγκαία και ανάλογη προς τον σκοπό αυτόν.

(30)

Η αρχή της ακρίβειας των δεδομένων θα πρέπει να εφαρμόζεται έχοντας ως γνώμονα τη φύση και τον σκοπό της εκάστοτε επεξεργασίας. Σε δικαστικές διαδικασίες, ειδικότερα, δηλώσεις οι οποίες περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα βασίζονται στην υποκειμενική αντίληψη φυσικών προσώπων και δεν είναι πάντα επαληθεύσιμες. Ως εκ τούτου, η απαίτηση της ακρίβειας δε θα πρέπει να αφορά στην ορθότητα της δήλωσης, αλλά απλώς στο γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε μια συγκεκριμένη δήλωση.

(31)

Αναπόσπαστο στοιχείο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας είναι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αφορούν διαφορετικές κατηγορίες υποκειμένων των δεδομένων. Επομένως, όπου αρμόζει και στον βαθμό του εφικτού, θα πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν σε διαφορετικές κατηγορίες υποκειμένων δεδομένων, όπως υπόπτων, προσώπων που έχουν καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα, θυμάτων και άλλων, π.χ. μαρτύρων, προσώπων που κατέχουν σχετικές πληροφορίες ή προσώπων επαφής και συνεργών υπόπτων και καταδικασθέντων εγκληματιών. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει την εφαρμογή του δικαιώματος του τεκμηρίου της αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται από το Χάρτη και από την ΕΣΔΑ, όπως αυτά ερμηνεύονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αντιστοίχως.

(32)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία δεν είναι ακριβή, πλήρη ή επικαιροποιημένα δεν διαβιβάζονται ούτε διατίθενται. Για να διασφαλίζονται η προστασία των φυσικών προσώπων και η ακρίβεια, η πληρότητα ή ο βαθμός επικαιροποίησης και η αξιοπιστία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται ή διατίθενται, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να προσθέτουν τις απαραίτητες πληροφορίες σε κάθε διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(33)

Όπου η παρούσα οδηγία παραπέμπει στη νομοθεσία των κρατών μελών, σε νομική βάση ή νομοθετικό μέτρο, αυτό δεν προϋποθέτει απαραιτήτως νομοθετική πράξη εγκεκριμένη από κοινοβούλιο, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της συνταγματικής τάξης του εκάστοτε κράτους μέλους. Ωστόσο, η εν λόγω νομοθεσία των κρατών μελών, η νομική βάση ή το νομοθετικό μέτρο θα πρέπει να είναι διατυπωμένα με σαφήνεια και ακρίβεια και η εφαρμογή τους να είναι προβλέψιμη για όσους υπόκεινται σε αυτά, όπως απαιτείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η νομοθεσία των κρατών μελών που ρυθμίζει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να καθορίζει τουλάχιστον τους στόχους, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, τους σκοπούς της επεξεργασίας και τις διαδικασίες για τη διατήρηση της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τις διαδικασίες για την καταστροφή τους, παρέχοντας ως εκ τούτου επαρκείς εγγυήσεις κατά του κινδύνου κατάχρησης και αυθαιρεσίας.

(34)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους, θα πρέπει να καλύπτει κάθε πράξη ή σύνολο πράξεων που εκτελείται επί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή συνόλων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για αυτούς τους σκοπούς, είτε χρησιμοποιούνται αυτοματοποιημένα μέσα είτε άλλα, όπως η συλλογή, η αρχειοθέτηση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η αλλοίωση, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός της επεξεργασίας, η διαγραφή ή η καταστροφή. Ειδικότερα, οι κανόνες της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται στη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας σε αποδέκτη που δεν υπόκειται στην παρούσα οδηγία. Σε έναν τέτοιο αποδέκτη θα πρέπει να περιλαμβάνεται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή κάθε άλλος φορέας στον οποίο κοινολογούνται νομίμως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από την αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση που τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είχαν αρχικά συλλεγεί από αρμόδια αρχή για έναν από τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 θα πρέπει να εφαρμόζεται στην επεξεργασία των δεδομένων αυτών για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους της παρούσας οδηγίας, όταν η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο των κρατών μελών. Ειδικότερα, οι κανόνες του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 θα πρέπει να εφαρμόζονται στη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αποδέκτη που δεν είναι ή δεν ενεργεί ως αρμόδια αρχή κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας και προς τον οποίο κοινοποιούνται νομίμως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδια αρχή, θα πρέπει να εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679. Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να μπορούν να εξειδικεύσουν περαιτέρω τις λεπτομέρειες εφαρμογής των κανόνων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτόν.

(35)

Για να είναι σύννομη, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να είναι αναγκαία για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκείται προς το δημόσιο συμφέρον από αρμόδια αρχή βάσει του δικαίου της Ένωσης ή των κρατών μελών για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους. Οι εν λόγω δραστηριότητες θα πρέπει να καλύπτουν για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων. Η εκτέλεση των καθηκόντων πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων η οποία ανατίθεται θεσμικά από τον νόμο στις αρμόδιες αρχές παρέχει σε αυτές τη δυνατότητα να απαιτούν από φυσικά πρόσωπα ή να δίνουν εντολή σε αυτά να συμμορφωθούν προς τα σχετικά αιτήματα. Σε μία τέτοια περίπτωση, η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 δεν θα πρέπει να παρέχει νομική βάση για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές. Όταν το υποκείμενο των δεδομένων υποχρεούται να συμμορφωθεί προς νομική υποχρέωση, δεν έχει ουσιαστική και ελεύθερη επιλογή και, κατά συνέπεια, η αντίδρασή του υποκειμένου των δεδομένων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελεύθερη δήλωση της βούλησής του. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν με νόμο ότι το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να συμφωνήσει με την επεξεργασία των δικών του δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, όπως εξέταση DNA στις ποινικές έρευνες ή την επιτήρηση της θέσης στην οποία αυτός ή αυτή βρίσκεται με ηλεκτρονικές ετικέτες με σκοπό την εκτέλεση των ποινικών κυρώσεων.

(36)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν ότι, όταν το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών στο οποίο υπάγεται η διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή προβλέπει την εφαρμογή ειδικών όρων σε περίπτωση που συντρέχουν ειδικές περιστάσεις κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η χρήση κωδικών διαχείρισης, τότε η διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή θα πρέπει να ενημερώνει τον αποδέκτη τέτοιων προσωπικών δεδομένων σχετικά με αυτούς τους όρους και με την υποχρέωση τήρησής τους. Οι όροι αυτοί θα μπορούσαν, π.χ. να προβλέπουν την απαγόρευση διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων σε άλλους ή την απαγόρευση χρήσης τους για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους διαβιβάστηκαν στον αποδέκτη ή την απαγόρευση μη ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων στην περίπτωση περιορισμού του δικαιώματος ενημέρωσης χωρίς πρότερη έγκριση της διαβιβάζουσας αρμόδιας αρχής. Οι υποχρεώσεις αυτές θα πρέπει να ισχύουν για διαβιβάσεις από τη διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή προς αποδέκτες σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει όρους σε αποδέκτες σε άλλα κράτη μέλη ή σε οργανισμούς, υπηρεσίες και όργανα που έχουν ιδρυθεί σύμφωνα με τον τίτλο V κεφάλαια 4 και 5 ΣΛΕΕ διαφορετικούς από τους όρους που εφαρμόζονται σε παρόμοιες διαβιβάσεις δεδομένων εντός του κράτους μέλους της εν λόγω αρμόδιας αρχής.

(37)

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι εκ φύσεως ιδιαίτερα ευαίσθητα σε σχέση με θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες χρήζουν ειδικής προστασίας, καθότι το πλαίσιο της επεξεργασίας τους μπορεί να δημιουργήσει σημαντικούς κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, όπου η χρήση του όρου «φυλετική καταγωγή» στον παρόντα κανονισμό δεν συνεπάγεται ότι η Ένωση αποδέχεται θεωρίες που υποστηρίζουν την ύπαρξη χωριστών ανθρώπινων φυλών. Τέτοια δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία, εκτός εάν η επεξεργασία υπόκειται εκ του νόμου σε κατάλληλες διασφαλίσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων και επιτρέπεται σε περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο ή, εάν δεν προβλέπονται ήδη από τον νόμο, η επεξεργασία είναι αναγκαία για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου προσώπου ή αφορά σε δεδομένα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων. Οι κατάλληλες διασφαλίσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων μπορούν να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα συλλογής των δεδομένων αυτών μόνο σε σχέση με άλλα δεδομένα που αφορούν το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο, τη δέουσα ασφάλεια των συλλεγόμενων δεδομένων, αυστηρότερους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση του προσωπικού της αρμόδιας αρχής στα δεδομένα και την απαγόρευση διαβίβασης των εν λόγω δεδομένων. Η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται από τον νόμο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει συμφωνήσει ρητά σε επεξεργασία που είναι ιδιαίτερα παρεμβατική για αυτό. Ωστόσο, η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων δε θα πρέπει να παρέχει αυτή καθαυτή νομική βάση για την επεξεργασία τέτοιων ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές.

(38)

Το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να μην υπόκειται σε απόφαση με την οποία αξιολογούνται προσωπικές πτυχές που το αφορούν, η οποία βασίζεται αποκλειστικά σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία, παράγει δυσμενή έννομα αποτελέσματα που το αφορούν ή το επηρεάζει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η επεξεργασία θα πρέπει να υπόκειται σε κατάλληλες εγγυήσεις, όπως η πρόβλεψη για ειδική ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, το δικαίωμα εξασφάλισης ανθρώπινης παρέμβασης, κυρίως το δικαίωμα διατύπωσης της άποψής του, το δικαίωμα να απαιτήσει αιτιολόγηση της απόφασης που ελήφθη κατόπιν της εν λόγω αξιολόγησης και το δικαίωμα αμφισβήτησης της απόφασης. Η κατάρτιση προφίλ που οδηγεί σε διακρίσεις εις βάρος προσώπων με βάση δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι εκ φύσεως ιδιαίτερα ευαίσθητα σε σχέση με τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, θα πρέπει να απαγορεύεται, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 21 και 52 του Χάρτη.

(39)

Για να είναι δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ενημέρωση που του παρέχεται θα πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμη, μεταξύ άλλων και στο δικτυακό τόπο του υπευθύνου επεξεργασίας, και εύκολα κατανοητή, μέσω της χρήσης σαφούς και απλής διατύπωσης. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να προσαρμόζονται στις ανάγκες των ευάλωτων ατόμων, όπως των παιδιών.

(40)

Θα πρέπει να προβλέπονται ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση της άσκησης των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, μεταξύ των οποίων μηχανισμοί με τους οποίους να ζητείται και, κατά περίπτωση, να αποκτάται δωρεάν, ιδίως, πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και διόρθωση ή διαγραφή αυτών και περιορισμός της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει περιορισμούς των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Περαιτέρω, εάν τα αιτήματα είναι προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά, όπως όταν το υποκείμενο των δεδομένων ζητεί αδικαιολόγητα και κατ' επανάληψη πληροφορίες ή όταν το υποκείμενο των δεδομένων κάνει κατάχρηση του δικαιώματός του για λήψη πληροφοριών, π.χ. σε περίπτωση παροχής ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών κατά την υποβολή του αιτήματος, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να μπορεί να επιβάλει εύλογο τέλος ή να αρνηθεί να ανταποκριθεί στο αίτημα.

(41)

Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί την παροχή πρόσθετων πληροφοριών αναγκαίων για την επιβεβαίωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων, οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο για τον συγκεκριμένο αυτό σκοπό και να μην αποθηκεύονται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το απαιτούμενο για τον σκοπό αυτό.

(42)

Στο υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να διατίθενται τουλάχιστον οι ακόλουθες πληροφορίες: η ταυτότητα του υπευθύνου επεξεργασίας, η ύπαρξη της πράξης επεξεργασίας, οι σκοποί της επεξεργασίας, το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας και το ότι έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας πρόσβαση στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και διόρθωση, διαγραφή ή περιορισμό της. Αυτό μπορεί να γίνει στο δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής. Επιπλέον, σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων του, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται για τη νομική βάση της επεξεργασίας και για τη διάρκεια αποθήκευσης των δεδομένων, στον βαθμό που οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες τα δεδομένα υπόκεινται σε επεξεργασία, ώστε να εξασφαλίζεται η θεμιτή επεξεργασία έναντι του υποκειμένου των δεδομένων.

(43)

Ένα φυσικό πρόσωπο θα πρέπει να έχει δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα τα οποία συνελέγησαν και το αφορούν και να μπορεί να ασκεί το δικαίωμα αυτό ευχερώς και σε εύλογα τακτά διαστήματα, προκειμένου να έχει επίγνωση της επεξεργασίας και να ελέγχει τη νομιμότητά της. Επομένως, κάθε υποκείμενο δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να γνωρίζει και να του γνωστοποιείται ειδικότερα για ποιους σκοπούς γίνεται η επεξεργασία των δεδομένων, για πόσο χρόνο γίνεται η επεξεργασία των δεδομένων και ποιοι αποδέκτες λαμβάνουν τα δεδομένα, μεταξύ άλλων και σε τρίτες χώρες. Όταν η εν λόγω γνωστοποίηση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την προέλευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι πληροφορίες αυτές δεν θα πρέπει να αποκαλύπτουν την ταυτότητα φυσικών προσώπων, ιδίως δε των εμπιστευτικών πηγών. Προκειμένου το δικαίωμα αυτό να ασκείται δεόντως, αρκεί το υποκείμενο των δεδομένων να έχει στην κατοχή του πλήρη περίληψη των εν λόγω δεδομένων σε κατανοητή μορφή, ήτοι σε μορφή που επιτρέπει στο υποκείμενο των δεδομένων να λάβει γνώση των εν λόγω δεδομένων και να επαληθεύσει την ακρίβειά τους και τη συμμόρφωση της επεξεργασίας τους προς την παρούσα οδηγία, ώστε να μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχει η παρούσα οδηγία. Η εν λόγω σύνοψη μπορεί να λάβει τη μορφή αντιγράφου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία.

(44)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα θέσπισης νομοθετικών μέτρων τα οποία καθυστερούν, περιορίζουν ή παραλείπουν την ενημέρωση των υποκειμένων των δεδομένων ή περιορίζουν εν όλω ή εν μέρει την πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν, στον βαθμό που και εφόσον ένα τέτοιο μέτρο είναι αναγκαίο και αναλογικό σε μια δημοκρατική κοινωνία, με δέουσα συνεκτίμηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του ενδιαφερόμενου φυσικού προσώπου, για την αποφυγή παρακώλυσης επίσημων ή νομικών ερευνών, διερευνήσεων ή διαδικασιών, την αποφυγή παρεμπόδισης της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, την προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή της εθνικής ασφάλειας ή την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να εκτιμά βάσει συγκεκριμένης και ατομικής εξέτασης κάθε περίπτωσης αν το δικαίωμα πρόσβασης πρέπει να περιοριστεί εν όλω ή εν μέρει.

(45)

Κάθε άρνηση ή περιορισμός πρόσβασης θα πρέπει καταρχήν να γνωστοποιείται εγγράφως στο υποκείμενο των δεδομένων και να περιλαμβάνει τους αντικειμενικούς ή νομικούς λόγους στους οποίους βασίζεται η απόφαση.

(46)

Κάθε περιορισμός των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων πρέπει να συμμορφώνεται με το Χάρτη και με την ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αντίστοιχα, ιδίως δε να σέβεται την ουσία των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών.

(47)

Ένα φυσικό πρόσωπο θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητεί τη διόρθωση ανακριβών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, ιδίως σχετικά με πραγματικά περιστατικά, καθώς και το δικαίωμα να ζητεί τη διαγραφή δεδομένων, εάν η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων παραβιάζει την παρούσα οδηγία. Ωστόσο, το δικαίωμα διόρθωσης δεν θα πρέπει να επηρεάζει, π.χ. το περιεχόμενο κατάθεσης μάρτυρα. Ένα φυσικό πρόσωπο θα πρέπει να έχει επίσης το δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας, όταν αμφισβητεί την ακρίβεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η ακρίβεια ή ανακρίβεια δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ή όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα επιβάλλεται να διατηρηθούν για σκοπούς απόδειξης. Ειδικότερα, για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να προβλέπεται, αντί της διαγραφής τους, περιορισμένη πρόσβαση σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι η διαγραφή τους θα μπορούσε να βλάψει τα έννομα συμφέροντα του υποκειμένου των δεδομένων. Στην περίπτωση αυτή, τα δεδομένα περιορισμένης πρόσβασης θα πρέπει να υπόκεινται σε επεξεργασία μόνο για τον σκοπό για τον οποίο παρεμποδίστηκε η διαγραφή τους. Οι μέθοδοι για τον περιορισμό της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη μετακίνηση των επιλεγμένων δεδομένων σε άλλο σύστημα επεξεργασίας, π.χ. για σκοπούς αρχειοθέτησης, ή τη μη διαθεσιμότητα των επιλεγμένων δεδομένων. Στα συστήματα αυτοματοποιημένης αρχειοθέτησης, ο περιορισμός της επεξεργασίας θα πρέπει καταρχήν να εξασφαλίζεται με τεχνικά μέσα. Το γεγονός ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα περιορίζεται θα πρέπει να αναγράφεται στο σύστημα κατά τρόπο ώστε να είναι σαφές ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι περιορισμένη. Η διόρθωση αυτή ή η διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ο περιορισμός της επεξεργασίας θα πρέπει να κοινοποιείται στους αποδέκτες στους οποίους έχουν κοινολογηθεί τα δεδομένα και στις αρμόδιες αρχές από τις οποίες προήλθαν τα ανακριβή δεδομένα. Οι υπεύθυνοι επεξεργασίας δεν θα πρέπει εξάλλου να διαδίδουν περαιτέρω τα δεδομένα αυτά.

(48)

Σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας αρνηθεί σε υποκείμενο δεδομένων το δικαίωμά του για ενημέρωση, πρόσβαση ή διόρθωση, διαγραφή ή περιορισμό της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητήσει έλεγχο της νομιμότητας της επεξεργασίας από την εθνική εποπτική αρχή. Το υποκείμενο των δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνεται για το δικαίωμα αυτό. Όταν η εποπτική αρχή δρα εκ μέρους του υποκειμένου των δεδομένων, θα πρέπει να ενημερώσει το υποκείμενο των δεδομένων τουλάχιστον ότι πραγματοποίησε όλες τις απαραίτητες επαληθεύσεις ή επανεξετάσεις. Η εποπτική αρχή θα πρέπει επίσης να ενημερώσει το υποκείμενο των δεδομένων για το δικαίωμά του να ασκήσει δικαστική προσφυγή.

(49)

Εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και ποινικής διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν ότι η άσκηση των δικαιωμάτων ενημέρωσης, πρόσβασης και διόρθωσης, διαγραφής και περιορισμού της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί δικαστικών διαδικασιών.

(50)

Θα πρέπει να θεσπιστεί ευθύνη και υποχρέωση αποζημίωσης του υπευθύνου επεξεργασίας για κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η οποία διενεργείται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας. Ειδικότερα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να υποχρεούται να εφαρμόζει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα και να είναι σε θέση να αποδεικνύει τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων επεξεργασίας προς την παρούσα οδηγία. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας και τον κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων. Τα μέτρα που λαμβάνονται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας θα πρέπει να περιλαμβάνουν την κατάρτιση και εφαρμογή ειδικών εγγυήσεων όσον αφορά τη διαχείριση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν σε ευάλωτα πρόσωπα, όπως σε παιδιά.

(51)

Ο κίνδυνος για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, ο οποίος διαφέρει ως προς την πιθανότητα επέλευσής του ή τη σοβαρότητά του, είναι δυνατό να προκύπτουν από επεξεργασία δεδομένων η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει σωματική, υλική ή ηθική βλάβη, ιδίως όταν η επεξεργασία μπορεί να οδηγήσει σε διακρίσεις, κατάχρηση ή υποκλοπή ταυτότητας, οικονομική ζημία, προσβολή της φήμης, απώλεια της εμπιστευτικότητας δεδομένων που προστατεύονται από επαγγελματικό απόρρητο, μη εξουσιοδοτημένη άρση της ψευδωνυμοποίησης ή σε οποιοδήποτε άλλο σημαντικό οικονομικό ή κοινωνικό μειονέκτημα· ή όταν τα υποκείμενα των δεδομένων ενδέχεται να στερηθούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους ή τη δυνατότητα άσκησης ελέγχου επί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν· όταν υπόκεινται σε επεξεργασία δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποκαλύπτουν φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, πολιτικά φρονήματα, θρησκεία ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή συμμετοχή σε συνδικάτα· όταν γίνεται επεξεργασία γενετικών δεδομένων ή βιομετρικών δεδομένων για την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση ενός προσώπου ή δεδομένων που αφορούν στην υγεία ή δεδομένων που αφορούν στη σεξουαλική ζωή και στον σεξουαλικό προσανατολισμό ή σε ποινικές καταδίκες και σε αδικήματα ή σε σχετικά μέτρα ασφάλειας· όταν αξιολογούνται προσωπικές πτυχές, ιδίως όταν επιχειρείται ανάλυση και πρόβλεψη πτυχών που αφορούν στις επιδόσεις στην εργασία, στην οικονομική κατάσταση, στην υγεία, στις προσωπικές προτιμήσεις ή συμφέροντα, στην αξιοπιστία ή στη συμπεριφορά, στην τοποθεσία ή στις μετακινήσεις, προκειμένου να δημιουργηθούν ή να χρησιμοποιηθούν προσωπικά προφίλ· όταν υποβάλλονται σε επεξεργασία δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ευάλωτων προσώπων, ιδίως παιδιών· όταν η επεξεργασία περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και επηρεάζει μεγάλο αριθμό υποκειμένων δεδομένων.

(52)

Η πιθανότητα επέλευσης και η σοβαρότητα του κινδύνου θα πρέπει να καθορίζονται με αναφορά στη φύση, στο πεδίο εφαρμογής, στο πλαίσιο και στους σκοπούς της επεξεργασίας. Ο κίνδυνος θα πρέπει να αξιολογείται βάσει αντικειμενικής εκτίμησης, με την οποία διαπιστώνεται εάν οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων ενέχουν υψηλό κίνδυνο. Ως υψηλός κίνδυνος θεωρείται ο ιδιαίτερος κίνδυνος να θιγούν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων.

(53)

Η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα απαιτεί τη λήψη κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ώστε να διασφαλίζεται ότι τηρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας. Η εφαρμογή αυτών των μέτρων δεν θα πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από οικονομικές εκτιμήσεις. Προκειμένου να μπορεί να αποδείξει συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να θεσπίζει εσωτερικές πολιτικές και να εφαρμόζει μέτρα που σέβονται ιδίως στις αρχές της προστασίας των δεδομένων από το σχεδιασμό και εξ ορισμού. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει διενεργήσει εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με την προστασία των δεδομένων δυνάμει της παρούσας οδηγίας, τα αποτελέσματα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκπόνηση των εν λόγω μέτρων και διαδικασιών. Σε αυτά τα μέτρα θα μπορούσε να συγκαταλέγεται, μεταξύ άλλων, η χρήση της ψευδωνυμοποίησης το συντομότερο δυνατόν. Η χρήση της ψευδωνυμοποίησης για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο διευκόλυνσης, ιδίως, της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

(54)

Η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων καθώς και η ευθύνη και η υποχρέωση αποζημίωσης που υπέχουν οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και οι εκτελούντες επεξεργασία, μεταξύ άλλων σε σχέση με την παρακολούθηση από τις εποπτικές αρχές και τα μέτρα εποπτικών αρχών, προϋποθέτουν σαφή κατανομή των αρμοδιοτήτων βάσει της παρούσας οδηγίας, περιλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία υπεύθυνος επεξεργασίας καθορίζει τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας από κοινού με άλλους υπευθύνους επεξεργασίας ή όταν μια πράξη επεξεργασίας διενεργείται για λογαριασμό υπευθύνου επεξεργασίας.

(55)

Η διενέργεια της επεξεργασίας από εκτελούντα την επεξεργασία θα πρέπει να διέπεται από νομική πράξη περιλαμβανομένης της σύμβασης η οποία συνδέει τον εκτελούντα την επεξεργασία με τον υπεύθυνο επεξεργασίας, προβλέπει δε ειδικότερα ότι ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να ενεργεί μόνον κατ' εντολή του υπεύθυνου επεξεργασίας. Ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αρχή της προστασίας των δεδομένων από το σχεδιασμό και εξ ορισμού.

(56)

Προκειμένου να μπορούν να αποδείξουν συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να τηρούν αρχεία σχετικά με όλες τις κατηγορίες των δραστηριοτήτων επεξεργασίας που τελούν υπό την ευθύνη τους. Κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας και κάθε εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να υποχρεούται να συνεργάζεται με την εποπτική αρχή και να θέτει στη διάθεσή της, κατόπιν αιτήματός της, τα εν λόγω αρχεία ώστε να μπορεί να τα χρησιμοποιεί για την παρακολούθηση των συγκεκριμένων πράξεων επεξεργασίας. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μη αυτοματοποιημένα συστήματα επεξεργασίας θα πρέπει να διαθέτει αποτελεσματικές μεθόδους για την απόδειξη της νομιμότητας της επεξεργασίας, για την αυτοπαρακολούθηση και για την εξασφάλιση της ακεραιότητας των δεδομένων και της ασφάλειας των δεδομένων, όπως π.χ. καταχωρήσεις ή άλλες μορφές αρχείων.

(57)

Καταχωρήσεις θα πρέπει να τηρούνται τουλάχιστον για πράξεις σε συστήματα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, όπως συλλογή, μεταβολή, αναζήτηση πληροφοριών, κοινολόγηση, περιλαμβανομένων των διαβιβάσεων, συνδυασμό ή διαγραφή. Η ταυτότητα του προσώπου που αναζήτησε πληροφορίες ή κοινολόγησε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να καταχωρίζεται και η εν λόγω ταυτοποίηση θα πρέπει να καθιστά δυνατή την αιτιολόγηση των πράξεων επεξεργασίας. Οι καταχωρήσεις θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τον έλεγχο της νομιμότητας της επεξεργασίας, την αυτοπαρακολούθηση, τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της ασφάλειας των δεδομένων, καθώς και στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Η αυτοπαρακολούθηση περιλαμβάνει επίσης εσωτερικές πειθαρχικές διαδικασίες των αρμοδίων αρχών.

(58)

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να διενεργεί εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με την προστασία των δεδομένων, όταν οι πράξεις επεξεργασίας είναι πιθανό να προκαλέσουν υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων λόγω του χαρακτήρα, της έκτασης ή των σκοπών τους, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει ειδικότερα τα προβλεπόμενα μέτρα, τις εγγυήσεις και τους μηχανισμούς που διασφαλίζουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και αποδεικνύουν τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία. Οι εκτιμήσεις επιπτώσεων θα πρέπει να καλύπτουν τα σχετικά συστήματα και διεργασίες των πράξεων επεξεργασίας, αλλά όχι μεμονωμένες περιπτώσεις.

(59)

Για τη διασφάλιση της ουσιαστικής προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να διαβουλεύεται με την εποπτική αρχή σε ορισμένες περιπτώσεις πριν από την επεξεργασία.

(60)

Για τη διατήρηση της ασφάλειας και την αποφυγή της επεξεργασίας κατά παράβαση της παρούσας οδηγίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να αξιολογούν τους εγγενείς κινδύνους της επεξεργασίας και να εφαρμόζουν μέτρα για τον μετριασμό των εν λόγω κινδύνων, όπως κρυπτογράφηση. Τα μέτρα θα πρέπει να διασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας, περιλαμβανομένης της εμπιστευτικότητας, με βάση την κατάσταση της τεχνολογίας, το κόστος υλοποίησης σε σχέση με τον κίνδυνο και τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να προστατευτούν. Κατά την αξιολόγηση των κινδύνων για την ασφάλεια των δεδομένων, θα πρέπει να δίνεται προσοχή στους κινδύνους που προκύπτουν από την επεξεργασία δεδομένων, όπως η τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, μεταβολή, ή άνευ αδείας κοινολόγηση ή προσπέλαση προσωπικών δεδομένων που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύθηκαν ή υποβλήθηκαν κατ' άλλο τρόπο σε επεξεργασία, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σωματική, υλική ή ηθική βλάβη. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν εκτελείται από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα.

(61)

Η παραβίαση προσωπικών δεδομένων μπορεί, εάν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα και έγκαιρα, να έχει ως αποτέλεσμα σωματική, υλική ή ηθική βλάβη για φυσικά πρόσωπα, όπως απώλεια του ελέγχου επί των προσωπικών τους δεδομένων, ή περιορισμό των δικαιωμάτων τους, διακρίσεις, κατάχρηση ή υποκλοπή ταυτότητας, οικονομική απώλεια, παράνομη άρση της ψευδωνυμοποίησης, βλάβη της φήμης, απώλεια της εμπιστευτικότητας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προστατεύονται από επαγγελματικό απόρρητο ή άλλο σημαντικό οικονομικό ή κοινωνικό μειονέκτημα για το ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο. Επομένως, μόλις ο υπεύθυνος επεξεργασίας αντιληφθεί ότι έχει συμβεί παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να γνωστοποιήσει την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εποπτική αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, ει δυνατόν, εντός 72 ωρών από τη στιγμή που αποκτά γνώση του γεγονότος, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δύναται να αποδείξει, σύμφωνα με την αρχή της λογοδοσίας, ότι η παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν ενδέχεται να επιφέρει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες φυσικών προσώπων. Εάν η γνωστοποίηση αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί εντός 72 ωρών, θα πρέπει η γνωστοποίηση να συνοδεύεται από αιτιολογία η οποία αναφέρει τους λόγους της καθυστέρησης, οι δε πληροφορίες μπορούν να παρέχονται σταδιακά χωρίς αδικαιολόγητη περαιτέρω καθυστέρηση.

(62)

Τα πρόσωπα θα πρέπει να ενημερώνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση όταν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι πιθανόν να προξενήσει υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων, προκειμένου να μπορούν να λάβουν τις αναγκαίες προφυλάξεις. Η ενημέρωση θα πρέπει να περιγράφει τη φύση της παραβίασης των προσωπικών δεδομένων και να περιέχει συστάσεις προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο για τον μετριασμό δυνητικών δυσμενών συνεπειών. Η ενημέρωση στα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να γίνεται το συντομότερο δυνατόν, σε στενή συνεργασία με την εποπτική αρχή και ακολουθώντας τις οδηγίες που δίδονται από αυτήν ή άλλες σχετικές αρχές. Για παράδειγμα, η ανάγκη να μετριαστεί άμεσος κίνδυνος ζημίας ενδέχεται να απαιτεί άμεση ενημέρωση στα υποκείμενα των δεδομένων, ενώ η αναγκαιότητα εφαρμογής κατάλληλων μέτρων κατά συνεχών ή παρόμοιων παραβιάσεων δεδομένων μπορεί να δικαιολογεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για την ενημέρωση. Όταν η αποτροπή της παρακώλυσης επίσημων ή νομικών ερευνών, διερευνήσεων ή διαδικασιών, η αποτροπή της παρεμπόδισης της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, η διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας ή της εθνικής ασφάλειας ή η διαφύλαξη των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων δεν μπορούν να επιτευχθούν με την καθυστέρηση ή τον περιορισμό της γνωστοποίησης της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον ενδιαφερόμενο, η γνωστοποίηση αυτή μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να παραλειφθεί.

(63)

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ορίσει ένα πρόσωπο το οποίο θα του παρέχει συνδρομή κατά την παρακολούθηση της εσωτερικής συμμόρφωσης προς τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, εξαιρουμένης της περίπτωσης κατά την οποία ένα κράτος μέλος αποφασίζει να εξαιρέσει τα δικαστήρια και άλλες ανεξάρτητες δικαστικές αρχές όταν ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας. Το πρόσωπο αυτό μπορεί να είναι μέλος του υπάρχοντος προσωπικού του υπευθύνου επεξεργασίας που έχει λάβει ειδική κατάρτιση στο δίκαιο και τις πρακτικές προστασίας των δεδομένων, προκειμένου να αποκτήσει εμπειρογνωσία στον τομέα αυτό. Το αναγκαίο επίπεδο εμπειρογνωσίας θα πρέπει καθορίζεται, ιδίως, με γνώμονα την επεξεργασία δεδομένων που διενεργείται και την προστασία που απαιτείται για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που επεξεργάζεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του είτε με πλήρη είτε με μερική απασχόληση. Υπεύθυνος προστασίας δεδομένων μπορεί να διοριστεί από κοινού από περισσότερους του ενός υπευθύνους επεξεργασίας, με βάση την οργανωτική τους δομή και το μέγεθός τους, π.χ. σε περίπτωση κοινής χρήσης πόρων στις κεντρικές μονάδες. Το πρόσωπο αυτό μπορεί επίσης να διοριστεί σε διαφορετικές θέσεις στο πλαίσιο της δομής των σχετικών υπευθύνων επεξεργασίας. Το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να βοηθά τον ελεγκτή και τους υπαλλήλους που επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μέσω της παροχής ενημέρωσης και συμβουλών, όσον αφορά στη συμμόρφωση με τις σχετικές υποχρεώσεις προστασίας δεδομένων. Οι εν λόγω υπεύθυνοι προστασίας δεδομένων θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτελούν τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά τους με ανεξάρτητο τρόπο, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους.

(64)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι μια διαβίβαση προς τρίτη χώρα ή προς διεθνή οργανισμό πραγματοποιείται μόνον εάν είναι αναγκαία για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένης της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους, ο δε υπεύθυνος επεξεργασίας στην τρίτη χώρα ή στον διεθνή οργανισμό είναι αρχή που είναι αρμόδια κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας. Διαβίβαση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μόνο από τις αρμόδιες αρχές που ενεργούν ως υπεύθυνοι επεξεργασίας, εκτός αν οι εκτελούντες την επεξεργασία έχουν λάβει ρητή εντολή για τη διαβίβαση από τους υπευθύνους επεξεργασίας. Διαβίβαση τέτοιου είδους μπορεί να πραγματοποιηθεί στις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή έχει αποφανθεί ότι η εκάστοτε τρίτη χώρα ή ο διεθνής οργανισμός παρέχουν επαρκές επίπεδο προστασίας ή εάν παρέχονται κατάλληλες εγγυήσεις ή όταν ισχύουν παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις. Όταν διαβιβάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από την Ένωση σε υπευθύνους επεξεργασίας, εκτελούντες την επεξεργασία ή άλλους αποδέκτες σε τρίτες χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς, δεν θα πρέπει να υπονομεύεται το επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων το οποίο προβλέπεται στην Ένωση από την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων περαιτέρω διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την τρίτη χώρα ή το διεθνή οργανισμό προς υπευθύνους επεξεργασίας ή εκτελούντες την επεξεργασία στην ίδια ή σε άλλη τρίτη χώρα ή άλλο διεθνή οργανισμό.

(65)

Σε περίπτωση διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κράτος μέλος σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, η εν λόγω διαβίβαση θα πρέπει να γίνεται, καταρχήν, μόνον έπειτα από προηγούμενη έγκριση του κράτους μέλους από το οποίο παρελήφθησαν τα δεδομένα. Προς το συμφέρον της συνεργασίας για την αποτελεσματική επιβολή του νόμου, όταν η φύση της απειλής για τη δημόσια ασφάλεια κράτους μέλους ή τρίτης χώρας ή για τα ουσιώδη συμφέροντα κράτους μέλους είναι τόσο άμεση ώστε να είναι αδύνατο να ληφθεί η προηγούμενη έγκριση εγκαίρως, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαβιβάσει τα σχετικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στη σχετική τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό χωρίς την εν λόγω προηγούμενη έγκριση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν ότι οι τυχόν ειδικοί όροι που αφορούν στη διαβίβαση θα πρέπει να γνωστοποιούνται στις τρίτες χώρες ή τους διεθνείς οργανισμούς. Οι περαιτέρω διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να υπόκεινται στην εκ των προτέρων έγκριση από την αρμόδια αρχή που πραγματοποίησε την αρχική διαβίβαση. Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με αίτημα έγκρισης περαιτέρω διαβίβασης, η αρμόδια αρχή που διενήργησε την αρχική διαβίβαση θα πρέπει να λάβει δεόντως υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ άλλων τη σοβαρότητα του ποινικού αδικήματος, τους ειδικούς όρους που αφορούν τη διαβίβαση και τον σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν αρχικά τα δεδομένα, τη φύση και τους όρους εκτέλεσης της ποινικής κύρωσης και το επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό στους οποίους διαβιβάζονται περαιτέρω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Η αρμόδια αρχή που διενήργησε την αρχική διαβίβαση θα πρέπει επίσης να μπορεί να εξαρτήσει την περαιτέρω διαβίβαση από ειδικούς όρους. Οι εν λόγω ειδικοί όροι μπορούν να περιγράφονται, π.χ. στους κωδικούς διαχείρισης.

(66)

Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να αποφασίζει, με ισχύ για ολόκληρη την Ένωση, ότι ορισμένες τρίτες χώρες, ένα έδαφος ή ένας ή περισσότεροι συγκεκριμένοι τομείς εντός τρίτης χώρας, ή ένας διεθνής οργανισμός παρέχουν επαρκές επίπεδο προστασίας δεδομένων, εξασφαλίζοντας έτσι ασφάλεια δικαίου και ομοιομορφία σε ολόκληρη την Ένωση όσον αφορά στις τρίτες χώρες ή τους διεθνείς οργανισμούς που γίνεται δεκτό ότι παρέχουν ένα τέτοιο επίπεδο προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, οι διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις εν λόγω χώρες θα πρέπει να μπορούν να πραγματοποιούνται χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί ειδική έγκριση, εκτός εάν ένα άλλο κράτος μέλος από το οποίο παρελήφθησαν τα δεδομένα πρέπει να δώσει την έγκρισή του για τη διαβίβαση αυτή.

(67)

Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης, και ειδικότερα την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η Επιτροπή οφείλει, κατά την αξιολόγηση της τρίτης χώρας, ή εδάφους ή συγκεκριμένου τομέα σε τρίτη χώρα, να συνεκτιμά κατά πόσον ορισμένη τρίτη χώρα σέβεται το κράτος δικαίου, την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, όπως και τους διεθνείς κανόνες και τα πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το γενικό και το κατά τομείς δίκαιο της, μεταξύ άλλων τη νομοθεσία που αφορά στη δημόσια ασφάλεια, την άμυνα και την εθνική ασφάλεια, καθώς και στη δημόσια τάξη και το ποινικό δίκαιο. Κατά τη λήψη της απόφασης περί επάρκειας για έδαφος ή συγκεκριμένο τομέα τρίτης χώρας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σαφή και αντικειμενικά κριτήρια, όπως συγκεκριμένες δραστηριότητες επεξεργασίας και το πεδίο εφαρμογής των εφαρμοστέων νομικών προτύπων και της νομοθεσίας που ισχύουν στην τρίτη χώρα. Η τρίτη χώρα θα πρέπει να προσφέρει δεσμεύσεις που εξασφαλίζουν επαρκές επίπεδο προστασίας, κατ' ουσίαν ισοδύναμο με αυτό που προβλέπει η Ένωση, ιδίως όταν η επεξεργασία δεδομένων γίνεται σε έναν ή σε περισσότερους του ενός συγκεκριμένους τομείς. Ειδικότερα, η τρίτη χώρα θα πρέπει να εξασφαλίζει την αποτελεσματική και ανεξάρτητη εποπτεία της προστασίας των δεδομένων και να προβλέπει μηχανισμούς συνεργασίας με τις αρχές προστασίας δεδομένων των κρατών μελών, τα δε υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικά και εκτελεστά δικαιώματα, καθώς και τη δυνατότητα άσκησης πραγματικών διοικητικών και δικαστικών προσφυγών.

(68)

Πέραν των διεθνών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η τρίτη χώρα ή ο διεθνής οργανισμός, η Επιτροπή οφείλει επίσης να συνεκτιμά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή της τρίτης χώρας ή του διεθνούς οργανισμού σε πολυμερή ή περιφερειακά συστήματα, ιδίως σε σχέση με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς την υλοποίηση αυτών των υποχρεώσεων. Θα πρέπει, ειδικότερα να συνεκτιμάται η προσχώρηση της τρίτης χώρας στη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 28ης Ιανουαρίου 1981, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της αυτόματης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και στο πρόσθετο πρωτόκολλό της. Η Επιτροπή οφείλει να ζητεί τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 (το «συμβούλιο») οσάκις αξιολογεί το επίπεδο προστασίας σε τρίτες χώρες ή σε διεθνείς οργανισμούς. Η Επιτροπή θα πρέπει, επίσης, να συνεκτιμά κάθε σχετική περί επάρκειας απόφαση της Επιτροπής η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

(69)

Η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθεί τη λειτουργία των αποφάσεων σχετικά με το επίπεδο προστασίας σε τρίτη χώρα, σε έδαφος ή συγκεκριμένο τομέα τρίτης χώρας, ή σε διεθνή οργανισμό. Στο πλαίσιο των αποφάσεων περί επάρκειας, η Επιτροπή θα πρέπει να προβλέψει μηχανισμό περιοδικής επανεξέτασης της λειτουργίας τους. Αυτή η περιοδική επανεξέταση θα πρέπει να γίνεται με διαβούλευση με τη σχετική τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό και θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές εξελίξεις στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό.

(70)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να μπορεί να αναγνωρίσει ότι τρίτη χώρα, έδαφος ή συγκεκριμένος τομέας εντός τρίτης χώρας, ή διεθνής οργανισμός δεν διασφαλίζουν πλέον επαρκές επίπεδο προστασίας δεδομένων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να απαγορευτεί η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εν λόγω τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό, εκτός εάν πληρούνται οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τις διαβιβάσεις μέσω κατάλληλων εγγυήσεων και τις παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις. Θα πρέπει να προβλέπονται διαδικασίες για διαβουλεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και των εν λόγω τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών. Η Επιτροπή θα πρέπει, σε εύθετο χρόνο, να ενημερώσει την τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό σχετικά με τους λόγους και να αρχίσει διαβουλεύσεις προς αντιμετώπιση της κατάστασης.

(71)

Διαβιβάσεις που δεν βασίζονται σε τέτοια απόφαση περί επάρκειας θα πρέπει να επιτρέπονται μόνον εφόσον έχουν παρασχεθεί κατάλληλες εγγυήσεις με νομικά δεσμευτική πράξη, οι οποίες διασφαλίζουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή, εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει αξιολογήσει όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη διαβίβαση δεδομένων και με βάση την εν λόγω αξιολόγηση, θεωρεί ότι υπάρχουν κατάλληλες εγγυήσεις σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Νομικά δεσμευτικές πράξεις αυτού του είδους μπορούν π.χ. να είναι οι νομικά δεσμευτικές διμερείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί από τα κράτη μέλη, έχουν ενσωματωθεί στην έννομη τάξη τους και μπορούν να εκτελεστούν αναγκαστικώς από τα υποκείμενα των δεδομένων τους, εξασφαλίζοντας συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προστασίας των δεδομένων και με τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, μεταξύ άλλων το δικαίωμα να ασκούν πραγματική διοικητική ή δικαστική προσφυγή. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει υπόψη συμφωνίες συνεργασίας που έχουν συναφθεί μεταξύ της Ευρωπόλ ή της Eurojust και τρίτων χωρών οι οποίες επιτρέπουν την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά την αξιολόγηση όλων των περιστάσεων που αφορούν στη διαβίβαση των δεδομένων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει επίσης να μπορεί να λαμβάνει υπόψη ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διέπεται από υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας και την αρχή της ειδικότητας, διασφαλίζοντας ότι τα δεδομένα δεν θα υποστούν επεξεργασία για άλλους σκοπούς εκτός των σκοπών της διαβίβασης. Επιπλέον, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν θα χρησιμοποιηθούν για να ζητηθεί θανατική ποινή, να εκδοθεί ή να εκτελεστεί τέτοια απόφαση επιβολής θανατικής ποινής ή οποιαδήποτε μορφή βάναυσης και απάνθρωπης μεταχείρισης. Παρόλο που οι εν λόγω προϋποθέσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κατάλληλες εγγυήσεις για τη διαβίβαση δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να μπορεί να απαιτήσει πρόσθετες εγγυήσεις.

(72)

Όταν δεν υπάρχει απόφαση περί επάρκειας ούτε κατάλληλες εγγυήσεις, μια διαβίβαση ή μια κατηγορία διαβιβάσεων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον σε ειδικές καταστάσεις, εάν είναι αναγκαία για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου προσώπου ή για τη διασφάλιση έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους που διαβιβάζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα· για την πρόληψη άμεσης και σοβαρής απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας κράτους μέλους ή τρίτης χώρας· σε μεμονωμένη περίπτωση για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένης της προστασίας από απειλές της δημόσιας ασφάλειας καθώς και της πρόληψής τους· ή σε μεμονωμένη περίπτωση για τη θεμελίωση, την άσκηση ή την υποστήριξη νομικών αξιώσεων. Οι εν λόγω παρεκκλίσεις θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά και να μην επιτρέπουν τακτικές, μαζικές και διαρθρωτικές διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ούτε τη διαβίβαση μεγάλου όγκου δεδομένων, αλλά να περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα. Οι μεταβιβάσεις αυτές θα πρέπει να είναι τεκμηριωμένες και να διατίθενται στην εποπτική αρχή κατόπιν αιτήματος, προκειμένου να ελεγχθεί η νομιμότητα της διαβίβασης.

(73)

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εφαρμόζουν ισχύουσες διμερείς ή πολυμερείς διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί με τρίτες χώρες στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας, για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών ώστε να μπορούν να ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται εκ του νόμου. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, αυτή η ανταλλαγή πραγματοποιείται καταρχήν μέσω των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων τρίτων χωρών ή τουλάχιστον με τη συνεργασία τους, μερικές φορές ακόμη και ελλείψει διμερούς ή πολυμερούς διεθνούς συμφωνίας. Ωστόσο, σε μεμονωμένες και ειδικές περιπτώσεις, ενδέχεται οι τακτικές διαδικασίες που απαιτούν επικοινωνία με την αρχή αυτή στην τρίτη χώρα να είναι αναποτελεσματικές ή ακατάλληλες, ιδίως λόγω του ότι η διαβίβαση δεν θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί εγκαίρως, ή επειδή η εν λόγω αρχή στην τρίτη χώρα δεν σέβεται το κράτος δικαίου ή τις διεθνείς προδιαγραφές και τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα· στην περίπτωση αυτή οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να αποφασίσουν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα απευθείας σε αποδέκτες εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες. Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν συντρέχει επείγουσα ανάγκη να διαβιβαστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να σωθεί η ζωή προσώπου που κινδυνεύει να καταστεί θύμα αξιόποινης πράξης ή για την αποτροπή επικείμενης διάπραξης εγκλήματος, περιλαμβανομένης της τρομοκρατίας. Αν και η διαβίβαση αυτή μεταξύ αρμόδιων αρχών και αποδεκτών εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνον σε μεμονωμένες και ειδικές περιπτώσεις, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προβλέπει τους όρους που διέπουν τέτοιες περιπτώσεις. Οι εν λόγω διατάξεις δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως παρεκκλίσεις από οποιεσδήποτε υφιστάμενες διμερείς ή πολυμερείς διεθνείς συμφωνίες στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται επιπλέον των λοιπών κανόνων της οδηγίας, ειδικότερα δε των κανόνων περί νομιμότητας της επεξεργασίας και του κεφαλαίου V.

(74)

Η διασυνοριακή διακίνηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο όσον αφορά την ικανότητα των φυσικών προσώπων να ασκούν δικαιώματα σχετικά με την προστασία των δεδομένων, για να προστατεύονται έναντι της παράνομης χρήσης ή κοινολόγησης τέτοιων δεδομένων. Ταυτόχρονα, οι εποπτικές αρχές ενδέχεται να διαπιστώσουν ότι αδυνατούν να δώσουν συνέχεια σε καταγγελίες ή να διενεργήσουν έρευνες σχετικά με δραστηριότητες εκτός των συνόρων τους. Οι προσπάθειές τους να συνεργαστούν σε διασυνοριακό πλαίσιο μπορεί επίσης να παρεμποδίζονται από ανεπαρκείς προληπτικές ή κατασταλτικές εξουσίες και μη συνεκτικά νομικά καθεστώτα. Επομένως, πρέπει να προωθηθεί στενότερη συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών προστασίας δεδομένων, ώστε να βοηθηθούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τους διεθνείς ομολόγους τους.

(75)

Η ίδρυση εποπτικών αρχών στα κράτη μέλη, οι οποίες ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν την εφαρμογή των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και να συμβάλλουν στη συνεκτική εφαρμογή της σε ολόκληρη την Ένωση, με σκοπό την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν. Για τον σκοπό αυτό, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Επιτροπή.

(76)

Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν σε εποπτική αρχή που έχει ήδη συγκροτηθεί βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 την ευθύνη για τα καθήκοντα τα οποία πρέπει να ασκούνται από τις εθνικές εποπτικές αρχές που πρέπει να συγκροτηθούν βάσει της παρούσας οδηγίας.

(77)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να συγκροτήσουν περισσότερες της μιας εποπτικές αρχές, ανάλογα με τη συνταγματική, οργανωτική και διοικητική δομή τους. Σε κάθε εποπτική αρχή θα πρέπει να παρέχονται οι οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι, οι εγκαταστάσεις και οι υποδομές οι οποίες είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων της, περιλαμβανομένων των καθηκόντων που σχετίζονται με την αμοιβαία συνδρομή και τη συνεργασία με άλλες εποπτικές αρχές σε ολόκληρη την Ένωση. Κάθε εποπτική αρχή θα πρέπει να διαθέτει χωριστό, δημόσιο ετήσιο προϋπολογισμό, ο οποίος μπορεί να αποτελεί τμήμα του συνολικού κρατικού ή εθνικού προϋπολογισμού.

(78)

Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να υπόκεινται σε ανεξάρτητους μηχανισμούς ελέγχου ή παρακολούθησης όσον αφορά στις οικονομικές τους δαπάνες, υπό τον όρο ότι αυτός ο οικονομικός έλεγχος δε θίγει την ανεξαρτησία τους.

(79)

Οι γενικές προϋποθέσεις για το μέλος ή τα μέλη της εποπτικής αρχής θα πρέπει να θεσπίζονται διά νόμου σε κάθε κράτος μέλος και θα πρέπει να προβλέπουν, ειδικότερα, ότι τα εν λόγω μέλη διορίζονται από το κοινοβούλιο ή την κυβέρνηση ή από τον αρχηγό κράτους του οικείου κράτους μέλους, βάσει πρότασης της κυβέρνησης ή μέλους της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου ή τμήματός του, ή από ανεξάρτητο όργανο επιφορτισμένο από το δίκαιο του κράτους μέλους με τον διορισμό μέσω διαφανούς διαδικασίας. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία της εποπτικής αρχής, το μέλος ή τα μέλη θα πρέπει να ενεργούν με ακεραιότητα, να απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη προς τα καθήκοντά τους και, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, δεν θα πρέπει να ασκούν κανένα ασυμβίβαστο επάγγελμα, επικερδές ή μη. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία των μελών της εποπτικής αρχής, το προσωπικό θα πρέπει να επιλέγεται από την εποπτική αρχή· η διαδικασία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει παρέμβαση από ανεξάρτητο όργανο επιφορτισμένο από το δίκαιο του κράτους μέλους.

(80)

Παρότι η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στις δραστηριότητες των εθνικών δικαστηρίων και άλλων δικαστικών αρχών, η αρμοδιότητα των εποπτικών αρχών δεν θα πρέπει να καλύπτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όταν τα δικαστήρια ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους αρμοδιότητα, ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των δικαστών κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων τους. Η εν λόγω εξαίρεση θα πρέπει να περιορίζεται στις δικαιοδοτικές δραστηριότητες σε δικαστικές υποθέσεις και να μην εφαρμόζεται σε άλλες δραστηριότητες στις οποίες ενδέχεται να συμμετέχουν δικαστές σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να μπορούν να προβλέπουν ότι η αρμοδιότητα της εποπτικής αρχής μπορεί να μην καλύπτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από άλλες ανεξάρτητες δικαστικές αρχές οι οποίες ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας, λόγου χάρη από την εισαγγελική αρχή. Σε κάθε περίπτωση, η τήρηση των κανόνων της παρούσας οδηγίας από τα δικαστήρια και άλλες ανεξάρτητες δικαστικές αρχές υπόκειται πάντα σε ανεξάρτητο έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 του Χάρτη.

(81)

Κάθε εποπτική αρχή θα πρέπει να εξετάζει τις καταγγελίες που υποβάλλονται από υποκείμενα των δεδομένων ή θα πρέπει να τα διαβιβάζει στην αρμόδια εποπτική αρχή. Η διερεύνηση κατόπιν καταγγελίας θα πρέπει να διενεργείται, με την επιφύλαξη δικαστικού ελέγχου, στην έκταση που ενδείκνυται για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Η εποπτική αρχή οφείλει να ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για την πρόοδο και την έκβαση της καταγγελίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Εάν η υπόθεση απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση ή συντονισμό με άλλη εποπτική αρχή, θα πρέπει να παρέχεται ενδιάμεση ενημέρωση στο υποκείμενο των δεδομένων.

(82)

Για να διασφαλιστεί αποτελεσματική, αξιόπιστη και ομοιόμορφη παρακολούθηση και επιβολή της παρούσας οδηγίας σε ολόκληρη την Ένωση, σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ όπως αυτή ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν σε κάθε κράτος μέλος τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες αποτελεσματικές εξουσίες, μεταξύ των οποίων ερευνητικές, διορθωτικές και συμβουλευτικές εξουσίες, οι οποίες αποτελούν τα απαραίτητα μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πάντως, οι εξουσίες των αρχών αυτών δεν θα πρέπει να παραβιάζουν τους συγκεκριμένους κανόνες που διέπουν τις ποινικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων της διερεύνησης και της δίωξης ποινικών αδικημάτων, ούτε την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Με την επιφύλαξη των εξουσιών των εισαγγελικών αρχών που προβλέπει το δίκαιο των κρατών μελών, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να έχουν επίσης την εξουσία να παραπέμπουν παραβάσεις της παρούσας οδηγίας στις δικαστικές αρχές ή να θέτουν σε κίνηση νομικές διαδικασίες. Οι εξουσίες των εποπτικών αρχών θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τις κατάλληλες διαδικαστικές διασφαλίσεις που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και των κρατών μελών, αμερόληπτα, δίκαια και σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, κάθε μέτρο θα πρέπει να είναι κατάλληλο, αναγκαίο και αναλογικό ώστε να διασφαλίζει συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε ατομικής περίπτωσης, να σέβεται το δικαίωμα ακρόασης κάθε προσώπου προτού ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του και να αποφεύγει περιττά έξοδα και υπέρμετρες επιβαρύνσεις για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Οι εξουσίες έρευνας όσον αφορά την πρόσβαση σε εγκαταστάσεις θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τις ειδικές απαιτήσεις του δικαίου των κρατών μελών, όπως η απαίτηση έκδοσης προηγούμενης δικαστικής άδειας. Η έκδοση νομικά δεσμευτικής απόφασης θα πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο στο κράτος μέλος της εποπτικής αρχής που εξέδωσε την απόφαση.

(83)

Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να συντρέχουν η μια την άλλη στην άσκηση των καθηκόντων τους και να παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεκτική εφαρμογή και επιβολή των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

(84)

Το συμβούλιο θα πρέπει να συμβάλλει στη συνεκτική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε ολόκληρη την Ένωση, μεταξύ άλλων παρέχοντας συμβουλές στην Επιτροπή και προωθώντας τη συνεργασία των εποπτικών αρχών σε ολόκληρη την Ένωση.

(85)

Κάθε υποκείμενο δεδομένων θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε μία μόνη εποπτική αρχή και να ασκήσει πραγματική δικαστική προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη, εφόσον θεωρεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή όταν η εποπτική αρχή δεν δίνει συνέχεια σε καταγγελία, απορρίπτει ή θεωρεί απαράδεκτη εν όλω ή εν μέρει μια καταγγελία ή δεν ενεργεί, ενώ οφείλει να ενεργήσει, για να προστατεύσει τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων. Η διερεύνηση κατόπιν καταγγελίας θα πρέπει να διενεργείται, με την επιφύλαξη του δικαστικού ελέγχου, στην έκταση που ενδείκνυται για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Η αρμόδια εποπτική αρχή οφείλει να ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για την πρόοδο και την έκβαση της καταγγελίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Εάν η υπόθεση απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση ή συντονισμό με άλλη εποπτική αρχή, θα πρέπει να παρέχεται ενδιάμεση ενημέρωση στο υποκείμενο των δεδομένων. Προκειμένου να διευκολύνει την υποβολή καταγγελιών, κάθε εποπτική αρχή θα πρέπει να λαμβάνει μέτρα όπως η παροχή εντύπου υποβολής καταγγελίας, το οποίο να μπορεί επίσης να συμπληρωθεί και ηλεκτρονικά, χωρίς να αποκλείονται άλλοι τρόποι επικοινωνίας.

(86)

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ασκήσει πραγματική δικαστική προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου κατά απόφασης εποπτικής αρχής η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα που το αφορούν. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν ιδίως στην άσκηση των εξουσιών έρευνας και των διορθωτικών και αδειοδοτικών εξουσιών από την εποπτική αρχή ή στις περιπτώσεις στις οποίες οι καταγγελίες θεωρούνται απαράδεκτες ή απορρίπτονται. Ωστόσο, το εν λόγω δικαίωμα δεν καλύπτει άλλα μέτρα των εποπτικών αρχών που δεν είναι νομικά δεσμευτικά, όπως οι γνωμοδοτήσεις ή οι συμβουλές που παρέχονται από την εποπτική αρχή. Η διαδικασία κατά εποπτικής αρχής θα πρέπει να κινείται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εποπτική αρχή και να διενεργείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους. Τα δικαστήρια αυτά θα πρέπει να ασκούν πλήρη διεθνή δικαιοδοσία η οποία περιλαμβάνει τη δικαιοδοσία να εξετάζουν όλα τα ζητήματα πραγματικά και νομικά σχετικά με τη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν τους.

(87)

Όταν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του υπό την παρούσα οδηγία, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αναθέσει σε φορέα, ο οποίος αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των υποκειμένων των δεδομένων σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν και έχει συγκροτηθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, να υποβάλει καταγγελία για λογαριασμό του σε εποπτική αρχή και να ασκήσει το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής. Το δικαίωμα εκπροσώπησης των υποκειμένων των δεδομένων θα πρέπει να ασκείται με την επιφύλαξη του δικονομικού δικαίου του κράτους μέλους που μπορεί να απαιτεί την υποχρεωτική εκπροσώπηση των υποκειμένων των δεδομένων από δικηγόρο, όπως αυτός ορίζεται από την οδηγία 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου (10), ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

(88)

Κάθε ζημία την οποία υφίσταται ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα επεξεργασίας που παραβιάζει τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αποζημίωσης από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αρχή αρμόδια δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους. Η έννοια της ζημίας θα πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά με γνώμονα τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά τρόπον ώστε να λαμβάνονται πλήρως υπόψη οι στόχοι της παρούσας οδηγίας. Αυτό δεν επηρεάζει τυχόν αγωγές αποζημιώσεως ασκούμενες λόγω παράβασης άλλων κανόνων του δικαίου της Ένωσης ή των κρατών μελών. Όταν γίνεται αναφορά σε επεξεργασία που είναι παράνομη ή δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, αυτή καλύπτει και την τυχόν επεξεργασία που παραβιάζει τις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Τα υποκείμενα των δεδομένων θα πρέπει να λαμβάνουν πλήρη και επαρκή αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν.

(89)

Θα πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, το οποίο παραβιάζει την παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και θα πρέπει να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την επιβολή τους.

(90)

Για τη διασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή όσον αφορά στο επαρκές επίπεδο προστασίας που παρέχει μια τρίτη χώρα, μια εδαφική περιοχή ή ένας συγκεκριμένος τομέας εντός αυτής της τρίτης χώρας, ή ένας διεθνής οργανισμός και στον μορφότυπο και τις διαδικασίες για την αμοιβαία συνδρομή και τις ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ εποπτικών αρχών, και μεταξύ εποπτικών αρχών και του συμβουλίου. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(91)

Η διαδικασία εξέτασης θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων σχετικά με το επαρκές επίπεδο προστασίας που παρέχει μια τρίτη χώρα, μια εδαφική περιοχή ή ένας καθορισμένος τομέας εντός αυτής της τρίτης χώρας, ή ένας διεθνής οργανισμός και για τον μορφότυπο και τις διαδικασίες για την αμοιβαία συνδρομή και τις ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ εποπτικών αρχών, και μεταξύ εποπτικών αρχών και του συμβουλίου, δεδομένου ότι οι πράξεις αυτές έχουν γενικό πεδίο εφαρμογής.

(92)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή εφόσον, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις που σχετίζονται με τρίτη χώρα, εδαφική περιοχή ή καθορισμένο τομέα εντός αυτής της τρίτης χώρας, ή διεθνή οργανισμό που δεν διασφαλίζουν πλέον επαρκές επίπεδο προστασίας, τούτο επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης.

(93)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, και ειδικότερα η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων, και ιδίως του δικαιώματός τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως και η διασφάλιση της ελεύθερης ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές στην Ένωση, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των εν λόγω στόχων.

(94)

Δεν θα πρέπει να θιγεί η ισχύς ειδικών διατάξεων των πράξεων της Ένωσης στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας, οι οποίες εκδόθηκαν πριν από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας και ρυθμίζουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ κρατών μελών ή την πρόσβαση συγκεκριμένων αρχών των κρατών μελών σε συστήματα πληροφοριών που θεσπίζονται δυνάμει των Συνθηκών, όπως, π.χ. οι ειδικές διατάξεις για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εφαρμόζονται δυνάμει της απόφασης 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου (12), ή δυνάμει του άρθρου 23 της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (13). Δεδομένου ότι το άρθρο 8 του Χάρτη και το άρθρο 16 ΣΛΕΕ απαιτούν να διασφαλίζεται με συνεκτικό τρόπο σε ολόκληρη την Ένωση η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την κατάσταση όσον αφορά στη σχέση μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των πράξεων που εκδόθηκαν πριν από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας οδηγίας, οι οποίες ρυθμίζουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ κρατών μελών ή την πρόσβαση συγκεκριμένων αρχών των κρατών μελών σε συστήματα πληροφοριών που θεσπίζονται δυνάμει των Συνθηκών, προκειμένου να εκτιμηθεί η αναγκαιότητα εναρμόνισης των εν λόγω ειδικών διατάξεων με την παρούσα οδηγία. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει προτάσεις με στόχο να εξασφαλιστεί η ύπαρξη συνεκτικών νομικών κανόνων σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπου αυτό αρμόζει.

(95)

Για τη διασφάλιση της συνολικής και συνεκτικής προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση, διεθνείς συμφωνίες συναφθείσες από τα κράτη μέλη πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας και οι οποίες συνάδουν προς το εφαρμοστέο πριν από την ημερομηνία αυτή σχετικό ενωσιακό δίκαιο, θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν έως ότου τροποποιηθούν, αντικατασταθούν ή ανακληθούν.

(96)

Για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους χρονικό διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τα δύο έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της. Επεξεργασία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη κατά την ημερομηνία αυτή θα πρέπει να εναρμονιστεί με την παρούσα οδηγία εντός της περιόδου των δύο ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, εφόσον η εν λόγω επεξεργασία συμμορφώνεται με το ενωσιακό δίκαιο που ίσχυε πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν την προηγούμενη διαβούλευση με την εποπτική αρχή δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται στις διαδικασίες επεξεργασίας που βρίσκονταν σε εξέλιξη ήδη κατά την ημερομηνία αυτή, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις αυτές, από τη φύση τους, πρέπει να ικανοποιούνται πριν από την έναρξη της επεξεργασίας. Όταν τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τη μεγαλύτερη περίοδο εφαρμογής που λήγει επτά έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων καταχώρησης για αυτοματοποιημένα συστήματα επεξεργασίας που έχουν δημιουργηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία θα πρέπει να διαθέτουν αποτελεσματικές μεθόδους για την απόδειξη της νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων, την αυτοπαρακολούθηση και τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της ασφάλειας των δεδομένων, όπως καταχωρήσεις ή άλλες μορφές αρχείων.

(97)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τους κανόνες για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας, οι οποίοι προβλέπονται στην οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14).

(98)

Η απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ θα πρέπει επομένως να καταργηθεί.

(99)

Σύμφωνα με το άρθρο 6α του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν δεσμεύονται από τους κανόνες που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία, οι οποίοι συνδέονται με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη κατά τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων που εμπίπτουν εντός του πεδίου του κεφαλαίου 4 και του κεφαλαίου 5 του τίτλου V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ εφόσον το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δε δεσμεύονται από τους κανόνες οι οποίοι διέπουν μορφές δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις ή αστυνομικής συνεργασίας στο πλαίσιο των οποίων πρέπει να τηρούνται οι διατάξεις οι οποίες θεσπίζονται βάσει του άρθρου 16 ΣΛΕΕ.

(100)

Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 2α του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, η Δανία δε δεσμεύεται από τους κανόνες που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία ούτε υπόκειται στην εφαρμογή τους που συνδέονται με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη κατά τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων που εμπίπτουν εντός του πεδίου του κεφαλαίου 4 και του κεφαλαίου 5 του τίτλου V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι η παρούσα οδηγία αναπτύσσει το κεκτημένο του Σένγκεν, βάσει του τίτλου V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ, η Δανία πρέπει να αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 4 αυτού του πρωτοκόλλου, εντός εξαμήνου μετά την έκδοση της παρούσας οδηγίας, εάν θα την εφαρμόσει στο εθνικό της δίκαιο.

(101)

Όσον αφορά στην Ισλανδία και τη Νορβηγία, η παρούσα οδηγία αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, όπως προβλέπεται στη συμφωνία που συνήφθη μεταξύ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας, αφετέρου, σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω δύο χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (15).

(102)

Όσον αφορά στην Ελβετία, η παρούσα οδηγία αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, όπως προβλέπεται στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (16).

(103)

Όσον αφορά στο Λιχτενστάιν, η παρούσα οδηγία αποτελεί ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, όπως προβλέπεται στο πρωτόκολλο μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (17).

(104)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, όπως κατοχυρώνονται στη ΣΛΕΕ, και ειδικότερα το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα άσκησης πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου. Οι περιορισμοί που τίθενται στα ως άνω δικαιώματα είναι σύμφωνοι προς το άρθρο 52 παράγραφος 1 του Χάρτη, καθώς είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση σκοπών γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων.

(105)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα μέρη των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά στην παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι δικαιολογείται η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων.

(106)

Ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος και γνωμοδότησε στις 7 Μαρτίου 2012 (18).

(107)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τις διατάξεις για την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων σχετικά με την ενημέρωση, την πρόσβαση και τη διόρθωση, τη διαγραφή και τον περιορισμό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, και τους ενδεχόμενους περιορισμούς στα εν λόγω δικαιώματα, σε εθνικούς κανόνες ποινικής δικονομίας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο και στόχοι

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κανόνες που αφορούν στην προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους.

2.   Σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη:

α)

προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων και, ειδικότερα, το δικαίωμά τους στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· και

β)

διασφαλίζουν ότι η ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ αρμοδίων αρχών εντός της Ένωσης, εφόσον η ανταλλαγή αυτή απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο των κρατών μελών, δεν μπορεί να περιοριστεί ούτε να απαγορευτεί για λόγους που σχετίζονται με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν ισχυρότερες διασφαλίσεις από αυτές που θεσπίζονται σε αυτή για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων σε ό,τι αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:

α)

στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης·

β)

από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

1)   «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα»: κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»)· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως σε όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας, ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου·

2)   «επεξεργασία»: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται, με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή·

3)   «περιορισμός της επεξεργασίας»: η επισήμανση αποθηκευμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με στόχο τον περιορισμό της επεξεργασίας τους στο μέλλον·

4)   «κατάρτιση προφίλ»: οποιαδήποτε μορφή αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνίσταται στη χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την αξιολόγηση ορισμένων προσωπικών πτυχών ενός φυσικού προσώπου, ιδίως για την ανάλυση ή την πρόβλεψη πτυχών που αφορούν στην απόδοση στην εργασία, στην οικονομική κατάσταση, στην υγεία, στις προσωπικές προτιμήσεις, στα ενδιαφέροντα, στην αξιοπιστία, στη συμπεριφορά, στη θέση ή στις μετακινήσεις του εν λόγω φυσικού προσώπου·

5)   «ψευδωνυμοποίηση»: η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τρόπο ώστε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα να μην μπορούν πλέον να αποδοθούν σε συγκεκριμένο υποκείμενο των δεδομένων χωρίς τη χρήση συμπληρωματικών πληροφοριών, εφόσον οι εν λόγω συμπληρωματικές πληροφορίες διατηρούνται χωριστά και υπόκεινται σε τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορούν να αποδοθούν σε ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο·

6)   «σύστημα αρχειοθέτησης»: κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, είτε το σύνολο αυτό είναι συγκεντρωμένο είτε αποκεντρωμένο είτε κατανεμημένο σε λειτουργική ή γεωγραφική βάση·

7)   «αρμόδια αρχή»:

α)

κάθε δημόσια αρχή αρμόδια για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους· ή

β)

κάθε άλλος οργανισμός ή φορέας στον οποίο το δίκαιο κράτους μέλους αναθέτει ρόλο δημόσιας αρχής και την εκτέλεση δημόσιων εξουσιών για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους·

8)   «υπεύθυνος επεξεργασίας»: η αρμόδια αρχή η οποία, μόνη ή από κοινού με άλλους, καθορίζει τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· όταν οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας αυτής καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια για τον διορισμό του μπορούν να προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους·

9)   «εκτελών την επεξεργασία»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας·

10)   «αποδέκτης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας, προς τα οποία κοινολογούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε πρόκειται για τρίτον είτε όχι. Ωστόσο, οι δημόσιες αρχές που ενδέχεται να λάβουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο συγκεκριμένης έρευνας σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους δεν θεωρούνται ως αποδέκτες· η επεξεργασία των δεδομένων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές πραγματοποιείται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες προστασίας δεδομένων ανάλογα με τους σκοπούς της επεξεργασίας·

11)   «παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»: η παραβίαση της ασφάλειας που οδηγεί σε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, μεταβολή, άνευ αδείας κοινολόγηση ή πρόσβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύθηκαν ή υποβλήθηκαν κατ' άλλο τρόπο σε επεξεργασία·

12)   «γενετικά δεδομένα»: τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν στα γενετικά χαρακτηριστικά φυσικού προσώπου που κληρονομήθηκαν ή αποκτήθηκαν, όπως προκύπτουν, ιδίως, από ανάλυση βιολογικού δείγματος του εν λόγω φυσικού προσώπου και τα οποία παρέχουν μοναδικές πληροφορίες σχετικά με τη φυσιολογία ή την υγεία του εν λόγω φυσικού προσώπου·

13)   «βιομετρικά δεδομένα»: δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία προκύπτουν από ειδική τεχνική επεξεργασία συνδεόμενη με φυσικά, βιολογικά ή συμπεριφορικά χαρακτηριστικά φυσικού προσώπου, και τα οποία επιτρέπουν ή επιβεβαιώνουν την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση του εν λόγω φυσικού προσώπου, όπως εικόνες προσώπου ή δακτυλοσκοπικά δεδομένα·

14)   «δεδομένα που αφορούν στην υγεία»: δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία σχετίζονται με τη σωματική ή ψυχική υγεία ενός φυσικού προσώπου, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών υγειονομικής φροντίδας, και τα οποία αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της υγείας του·

15)   «εποπτική αρχή»: ανεξάρτητη δημόσια αρχή που συγκροτείται από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 41·

16)   «διεθνής οργανισμός»: οργανισμός και οι υπαγόμενοι σε αυτόν φορείς που διέπονται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο ή οποιοσδήποτε άλλος φορέας που έχει ιδρυθεί δυνάμει ή επί τη βάσει συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσότερων χωρών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Βασικές αρχές

Άρθρο 4

Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

α)

υποβάλλονται σε σύννομη και δίκαιη επεξεργασία·

β)

συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς·

γ)

είναι κατάλληλα, συναφή και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία·

δ)

είναι ακριβή και, όταν απαιτείται, επικαιροποιούνται, λαμβάνονται όλα τα εύλογα μέτρα που διασφαλίζουν τη χωρίς καθυστέρηση διαγραφή ή διόρθωση ανακριβών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της επεξεργασίας·

ε)

διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων των δεδομένων για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από αυτό που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία·

στ)

υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που να εγγυάται τη δέουσα ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων την προστασία από μη εγκεκριμένη ή παράνομη επεξεργασία ή τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά, με χρήση κατάλληλων τεχνικών ή οργανωτικών μέτρων.

2.   Η επεξεργασία από τον ίδιο ή άλλο υπεύθυνο επεξεργασίας για οποιονδήποτε σκοπό προβλεπόμενο στο άρθρο 1 παράγραφος 1 άλλο από εκείνον για τον οποίο συλλέγονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται στο μέτρο που:

α)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι εξουσιοδοτημένος να επεξεργάζεται τα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τον σκοπό αυτόν σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους· και

β)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη και ανάλογη προς τον εν λόγω άλλο σκοπό, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους.

3.   Η επεξεργασία από τον ίδιο ή άλλο υπεύθυνο επεξεργασίας μπορεί να περιλαμβάνει την αρχειοθέτηση για λόγους δημοσίου συμφέροντος, την επιστημονική, στατιστική ή ιστορική επεξεργασία, για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, με την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων υπέρ των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων.

4.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι υπεύθυνος για τη συμμόρφωση με τις παραγράφους 1, 2 και 3 και είναι σε θέση να το αποδείξει.

Άρθρο 5

Προθεσμίες αποθήκευσης και επανεξέτασης

Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες προθεσμίες για τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή για την περιοδική επανεξέταση της αναγκαιότητας αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η μέριμνα για την τήρηση των προθεσμιών αυτών εξασφαλίζεται μέσω δικονομικών μέτρων.

Άρθρο 6

Διάκριση μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών υποκειμένων των δεδομένων

Τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση και στον βαθμό του εφικτού, προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας διακρίνει σαφώς μεταξύ δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαφορετικών κατηγοριών υποκειμένων, παραδείγματος χάριν:

α)

προσώπων σε σχέση με τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι διέπραξαν ή πρόκειται να διαπράξουν ποινικό αδίκημα·

β)

προσώπων τα οποία καταδικάστηκαν για ποινικό αδίκημα·

γ)

θυμάτων ποινικού αδικήματος ή προσώπων για τα οποία ορισμένα πραγματικά περιστατικά δημιουργούν την πεποίθηση ότι μπορεί να είναι θύματα ποινικού αδικήματος· και

δ)

άλλων μερών ως προς ποινικό αδίκημα, όπως προσώπων που ενδέχεται να κληθούν να καταθέσουν σε ανακρίσεις σχετικά με ποινικά αδικήματα ή σε επακόλουθη ποινική διαδικασία ή προσώπων που μπορούν να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με ποινικά αδικήματα, ή προσώπων επικοινωνίας ή συνεργών των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

Άρθρο 7

Διάκριση μεταξύ των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της επαλήθευσης της ποιότητας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά διακρίνονται, στον βαθμό του εφικτού, από τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία βασίζονται σε προσωπικές εκτιμήσεις.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι ανακριβή, ελλιπή ή δεν είναι πλέον επικαιροποιημένα δεν διαβιβάζονται ούτε διατίθενται. Για τον σκοπό αυτό, κάθε αρμόδια αρχή ελέγχει, στο μέτρο του εφικτού, την ποιότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πριν από τη διαβίβαση ή τη διάθεση των δεδομένων αυτών. Σε κάθε διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επισυνάπτονται, στο μέτρο του δυνατού, οι αναγκαίες πληροφορίες που επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή που παραλαμβάνει τα δεδομένα να αξιολογήσει την ακρίβεια, την πληρότητα, την αξιοπιστία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τον βαθμό επικαιροποίησής τους.

3.   Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι έχουν διαβιβαστεί ανακριβή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάστηκαν παρανόμως, ο αποδέκτης τους οφείλει να το γνωστοποιήσει πάραυτα. Στην περίπτωση αυτή, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διορθώνονται, διαγράφονται ή περιορίζεται η επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 16.

Άρθρο 8

Νομιμότητα της επεξεργασίας

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η επεξεργασία είναι σύννομη μόνον εάν και στον βαθμό που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκείται από αρχή αρμόδια για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών.

2.   Το δίκαιο κράτους μέλους που ρυθμίζει την επεξεργασία στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας καθορίζει τουλάχιστον τους στόχους της επεξεργασίας, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία και τους σκοπούς της επεξεργασίας.

Άρθρο 9

Ειδικοί όροι επεξεργασίας

1.   Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συγκεντρώνονται από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του άρθρου 1 παράγραφος 1 δεν υφίστανται επεξεργασία για σκοπούς άλλους από αυτούς του άρθρου 1 παράγραφος 1, εκτός εάν αυτή η επεξεργασία επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών. Όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται επεξεργασία για τέτοιους άλλους σκοπούς, εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679, εκτός εάν η επεξεργασία διενεργείται στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

2.   Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές είναι επιφορτισμένες από το δίκαιο του κράτους μέλους με την εκτέλεση καθηκόντων διαφορετικών από εκείνων που εκτελούνται για τους σκοπούς του άρθρου 1 παράγραφος 1, εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 στην επεξεργασία που διενεργείται για τους εν λόγω σκοπούς, που περιλαμβάνουν την αρχειοθέτηση για λόγους δημοσίου συμφέροντος, τη χρήση για επιστημονικούς, στατιστικούς ή ιστορικούς λόγους, εκτός εάν η επεξεργασία διενεργείται στο πλαίσιο δραστηριότητας που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, στις περιπτώσεις που το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται η διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή προβλέπει ειδικούς όρους υπό ειδικές περιστάσεις κατά την επεξεργασία, η διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή ενημερώνει τον αποδέκτη των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με αυτούς τους όρους και την υποχρέωση τήρησής τους.

4.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει τους όρους της παραγράφου 3 στους αποδέκτες σε άλλα κράτη μέλη ή σε οργανισμούς, υπηρεσίες και όργανα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τον τίτλο V κεφάλαια 4 και 5 ΣΛΕΕ, εκτός από εκείνους που ισχύουν για ανάλογες διαβιβάσεις δεδομένων εντός του κράτους μέλους της διαβιβάζουσας αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 10

Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων για την αποκλειστική ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου ή δεδομένων που αφορούν στην υγεία ή τη σεξουαλική ζωή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό επιτρέπονται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίες, με την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων και εφόσον:

α)

επιτρέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών·

β)

επιβάλλονται για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου· ή

γ)

η επεξεργασία αυτή αφορά σε δεδομένα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων.

Άρθρο 11

Αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι απαγορεύεται η λήψη απόφασης που βασίζεται αποκλειστικά σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία, περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, η οποία παράγει δυσμενή έννομα αποτελέσματα για το υποκείμενο των δεδομένων ή θίγει αυτό σε μεγάλο βαθμό, εκτός εάν επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών στο οποίο υπάγεται ο υπεύθυνος επεξεργασίας και το οποίο προβλέπει κατάλληλες διασφαλίσεις υπέρ των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων, τουλάχιστον δε το δικαίωμα εξασφάλισης ανθρώπινης παρέμβασης εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας.

2.   Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν βασίζονται στις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 10, εκτός εάν υφίστανται κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Η κατάρτιση προφίλ που έχει ως αποτέλεσμα διακρίσεις εις βάρος φυσικών προσώπων με βάση τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 10 απαγορεύεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων

Άρθρο 12

Γνωστοποίηση και τρόπος άσκησης των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων κάθε πληροφορία που μνημονεύεται στο άρθρο 13 και παρέχει κάθε γνωστοποίηση βάσει των άρθρων 11, 14 έως 18 και 31 σχετικά με την επεξεργασία σε συνοπτική, κατανοητή και ευκόλως προσβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και απλή διατύπωση. Οι πληροφορίες παρέχονται με κάθε κατάλληλο μέσο, μεταξύ άλλων και με ηλεκτρονικά μέσα. Κατά γενικό κανόνα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να παρέχει τις πληροφορίες με την ίδια μορφή που υποβλήθηκε η αίτηση.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας διευκολύνει την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων δυνάμει των άρθρων 11 και 14 έως 18.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει εγγράφως και αμελλητί το υποκείμενο των δεδομένων για τη συνέχεια που δίδεται στο αίτημά του.

4.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 13 και κάθε ενημέρωση και ενέργεια βάσει των άρθρων 11, 14 έως 18 και 31 παρέχονται χωρίς οικονομική επιβάρυνση. Εάν τα αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων είναι προδήλως αβάσιμα ή υπερβολικά, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας μπορεί:

α)

να επιβάλει την καταβολή κάποιου εύλογου τέλους ανάλογα με τις διοικητικές δαπάνες για την παροχή των πληροφοριών ή τη γνωστοποίηση ή την εκτέλεση της ζητούμενης ενέργειας· ή

β)

να αρνηθεί να απαντήσει στο αίτημα.

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει το βάρος της απόδειξης του προδήλως αβάσιμου ή υπερβολικού χαρακτήρα του αιτήματος.

5.   Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητα του φυσικού προσώπου που υποβάλλει το αίτημα του άρθρου 14 ή 16, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δύναται να ζητήσει την παροχή πρόσθετων πληροφοριών αναγκαίων για την επιβεβαίωση της ταυτότητας του υποκειμένου των δεδομένων.

Άρθρο 13

Ενημέρωση που διατίθεται ή δίδεται στο υποκείμενο των δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την ταυτότητα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου επεξεργασίας·

β)

τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων, κατά περίπτωση·

γ)

τους σκοπούς της επεξεργασίας για την οποία προορίζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα·

δ)

το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή και τα στοιχεία επικοινωνίας με την εποπτική αρχή·

ε)

την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και διόρθωση ή διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και περιορισμό της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν στο εν λόγω πρόσωπο.

2.   Πέραν των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη προβλέπουν με νομοθετική διάταξη ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, τις ακόλουθες συμπληρωματικές πληροφορίες, προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων του:

α)

τη νομική βάση της επεξεργασίας·

β)

το χρονικό διάστημα αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω διάστημα·

γ)

όπου συντρέχει περίπτωση, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς·

δ)

εφόσον κρίνεται σκόπιμο, συμπληρωματικές πληροφορίες, ιδιαίτερα όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συλλέγονται εν αγνοία του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν νομοθετικά μέτρα σχετικά με την καθυστέρηση, τον περιορισμό ή την παράλειψη της παροχής των πληροφοριών στο υποκείμενο των δεδομένων βάσει της παραγράφου 2, εφόσον και στον βαθμό που ένα τέτοιο μέτρο είναι αναγκαίο και αναλογικό σε μια δημοκρατική κοινωνία, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των έννομων συμφερόντων του ενδιαφερόμενου φυσικού προσώπου, με σκοπό:

α)

την αποφυγή της παρακώλυσης επίσημων ή νομικών ερευνών, διερευνήσεων ή διαδικασιών·

β)

την αποφυγή της παρεμπόδισης της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων·

γ)

την προστασία της δημόσιας ασφάλειας·

δ)

την προστασία της εθνικής ασφάλειας·

ε)

την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων.

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν νομοθετικά μέτρα ώστε να καθορίζουν κατηγορίες επεξεργασίας οι οποίες ενδέχεται να υπάγονται εν όλω ή εν μέρει στα μέτρα που αναφέρονται σε οποιοδήποτε από τα σημεία της παραγράφου 3.

Άρθρο 14

Δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από το υποκείμενο των δεδομένων

Με την επιφύλαξη του άρθρου 15, τα κράτη μέλη προβλέπουν το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας επιβεβαίωση του κατά πόσον δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υποβάλλονται ή όχι σε επεξεργασία και, εφόσον συμβαίνει αυτό, να αποκτά πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τους σκοπούς και τη νομική βάση για την επεξεργασία·

β)

τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των οποίων γίνεται επεξεργασία·

γ)

τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους γνωστοποιήθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως τους αποδέκτες σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς·

δ)

εφόσον είναι δυνατόν, το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα αποθήκευσης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή, όταν αυτό είναι αδύνατο, τα κριτήρια που καθορίζουν το εν λόγω διάστημα·

ε)

την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής αιτήματος στον υπεύθυνο επεξεργασίας για τη διόρθωση, ή τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή τον περιορισμό της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν στο υποκείμενο των δεδομένων·

στ)

το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στην εποπτική αρχή και τα στοιχεία επικοινωνίας με την εποπτική αρχή·

ζ)

τη γνωστοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία και κάθε διαθέσιμης πληροφορίας όσον αφορά στην προέλευσή τους.

Άρθρο 15

Περιορισμοί του δικαιώματος πρόσβασης

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν νομοθετικά μέτρα τα οποία περιορίζουν, εν όλω ή εν μέρει, το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων, στον βαθμό και για το χρονικό διάστημα που ένας τέτοιος μερικός ή πλήρης περιορισμός συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του ενδιαφερόμενου φυσικού προσώπου, με σκοπό:

α)

την αποφυγή της παρακώλυσης επίσημων ή νομικών ερευνών, διερευνήσεων ή διαδικασιών·

β)

την αποφυγή της παρεμπόδισης της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων·

γ)

την προστασία της δημόσιας ασφάλειας·

δ)

την προστασία της εθνικής ασφάλειας·

ε)

την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν νομοθετικά μέτρα ώστε να καθορίζουν κατηγορίες επεξεργασίας οι οποίες ενδέχεται να υπάγονται εν όλω ή εν μέρει που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ε).

3.   Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει εγγράφως και αμελλητί το υποκείμενο των δεδομένων για κάθε άρνηση ή περιορισμό πρόσβασης και για τους λόγους της άρνησης ή του περιορισμού. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να παραλείπεται εάν η παροχή των σχετικών πληροφοριών υπονομεύει έναν από τους σκοπούς της παραγράφου 1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για τη δυνατότητα να προβεί σε καταγγελία προς εποπτική αρχή ή να ασκήσει δικαστική προσφυγή.

4.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας τεκμηριώνει τους πραγματικούς ή νομικούς λόγους επί των οποίων βασίζεται η απόφαση. Οι πληροφορίες αυτές τίθενται στη διάθεση των εποπτικών αρχών.

Άρθρο 16

Δικαίωμα διόρθωσης ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και περιορισμού ως προς την επεξεργασία

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να εξασφαλίζει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς άσκοπη καθυστέρηση, τη διόρθωση ανακριβών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Έχοντας υπόψη τον σκοπό της επεξεργασίας, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη συμπλήρωση ελλιπών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων και μέσω της παροχής συμπληρωματικής δήλωσης.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν την υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας να διαγράφει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χωρίς άσκοπη καθυστέρηση και προβλέπουν το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να εξασφαλίζει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν χωρίς άσκοπη καθυστέρηση, εάν η επεξεργασία παραβιάζει τα τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει των άρθρων 4, 8 ή 10 ή εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να διαγραφούν προκειμένου να τηρηθεί εκ του νόμου υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας.

3.   Αντί της διαγραφής, ο υπεύθυνος επεξεργασίας περιορίζει την επεξεργασία, εάν:

α)

η ακρίβεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αμφισβητηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων και δεν μπορεί να διαπιστωθεί το κατά πόσον αυτά είναι ακριβή ή ανακριβή·

β)

επιβάλλεται να διατηρηθούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς απόδειξης.

Εάν η επεξεργασία περιορίζεται δυνάμει του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων πριν από την άρση του περιορισμού της επεξεργασίας.

4.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει εγγράφως το υποκείμενο των δεδομένων για κάθε άρνηση διόρθωσης ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή περιορισμού της επεξεργασίας και για τους λόγους της άρνησης. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν νομοθετικά μέτρα τα οποία περιορίζουν, εν όλω ή εν μέρει, την υποχρέωση παροχής της εν λόγω ενημέρωσης, στον βαθμό και για το χρονικό διάστημα που ο εν λόγω περιορισμός συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του ενδιαφερόμενου φυσικού προσώπου, με στόχο:

α)

την αποφυγή της παρακώλυσης επίσημων ή νομικών ερευνών, διερευνήσεων ή διαδικασιών·

β)

την αποφυγή της παρεμπόδισης της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων·

γ)

την προστασία της δημόσιας ασφάλειας·

δ)

την προστασία της εθνικής ασφάλειας·

ε)

την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων.

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για τη δυνατότητα να προβεί σε καταγγελία προς εποπτική αρχή ή να ασκήσει δικαστική προσφυγή.

5.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας γνωστοποιεί τη διόρθωση ανακριβών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην αρμόδια αρχή από την οποία προέρχονται τα ανακριβή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

6.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, στις περιπτώσεις που τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διορθώθηκαν ή διαγράφηκαν ή περιορίστηκε η επεξεργασία τους σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει τους αποδέκτες και ότι οι αποδέκτες διορθώνουν ή διαγράφουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή περιορίζουν την επεξεργασία των υπ' ευθύνη τους δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 17

Άσκηση δικαιωμάτων από το υποκείμενο των δεδομένων και επαλήθευση από την εποπτική αρχή

1.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 3, το άρθρο 15 παράγραφος 3 και το άρθρο 16 παράγραφος 4, τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα που προβλέπουν ότι τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων είναι επίσης δυνατόν να ασκούνται μέσω της αρμόδιας εποπτικής αρχής.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του μέσω της εποπτικής αρχής δυνάμει της παραγράφου 1.

3.   Όταν ασκείται το δικαίωμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η εποπτική αρχή γνωστοποιεί στο υποκείμενο των δεδομένων τουλάχιστον ότι έλαβαν χώρα όλες οι αναγκαίες επαληθεύσεις ή η επανεξέταση από την εποπτική αρχή. Η εποπτική αρχή ενημερώνει επίσης το υποκείμενο των δεδομένων για το δικαίωμά του να ασκήσει δικαστική προσφυγή.

Άρθρο 18

Δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων σε ποινικές έρευνες και διαδικασίες

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία αναφέρονται στα άρθρα 13, 14 και 16 πραγματοποιείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα περιέχονται σε δικαστική απόφαση ή αρχείο ή φάκελο υπόθεσης που υποβάλλεται σε επεξεργασία στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Υπεύθυνος επεξεργασίας και εκτελών την επεξεργασία

Τμήμα 1

Γενικές Υποχρεώσεις

Άρθρο 19

Υποχρεώσεις του υπεύθυνου επεξεργασίας

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του πεδίου εφαρμογής, του πλαισίου και των σκοπών της επεξεργασίας καθώς και της πιθανότητας και της σοβαρότητας του κινδύνου για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, εφαρμόζει τα κατάλληλα μέτρα και είναι σε θέση να αποδείξει ότι η επεξεργασία διενεργείται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Αυτά τα μέτρα πρέπει να επανεξετάζονται και να επικαιροποιούνται, εφόσον είναι αναγκαίο.

2.   Όταν δικαιολογείται σε σχέση με τις δραστηριότητες επεξεργασίας, τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν την εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών για την προστασία των δεδομένων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας.

Άρθρο 20

Προστασία των δεδομένων από το σχεδιασμό και εξ ορισμού

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας, λαμβανομένων υπόψη της διαθέσιμης τεχνολογίας και του κόστους εφαρμογής και της φύσης, του πεδίου εφαρμογής, του πλαισίου και των σκοπών της επεξεργασίας καθώς και της πιθανότητας και της σοβαρότητας του κινδύνου που θέτει η επεξεργασία για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, εφαρμόζει, τόσο κατά τον καθορισμό των μέσων επεξεργασίας όσο και κατά την ίδια την επεξεργασία, κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, όπως η χρήση ψευδωνύμου, τα οποία έχουν σχεδιαστεί για την εφαρμογή των αρχών προστασίας των δεδομένων, όπως η ελαχιστοποίηση των δεδομένων, με αποτελεσματικό τρόπο και να ενσωματώσει τις αναγκαίες διασφαλίσεις κατά την επεξεργασία, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να προστατεύονται τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφαρμόζει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για να διασφαλίζει ότι, εξ ορισμού, υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητα για τον εκάστοτε σκοπό της επεξεργασίας. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για το εύρος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται, τον βαθμό της επεξεργασίας τους, το χρονικό διάστημα αποθήκευσης και την προσβασιμότητά τους. Ειδικότερα, τα μέτρα αυτά διασφαλίζουν ότι, εξ ορισμού, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν καθίστανται προσπελάσιμα χωρίς την παρέμβαση του φυσικού προσώπου σε αόριστο αριθμό φυσικών προσώπων.

Άρθρο 21

Από κοινού υπεύθυνοι επεξεργασίας

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περίπτωση που δύο ή περισσότεροι υπεύθυνοι επεξεργασίας καθορίζουν από κοινού τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας, αποτελούν από κοινού υπευθύνους επεξεργασίας. Αυτοί καθορίζουν με διαφανή τρόπο τις αντίστοιχες ευθύνες τους για την τήρηση της παρούσας οδηγίας, ιδίως όσον αφορά στην άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων και στα αντίστοιχα καθήκοντα τους όσον αφορά στην παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 13, μέσω συμφωνίας μεταξύ τους, εκτός εάν και στον βαθμό που οι αντίστοιχες αρμοδιότητες των υπευθύνων επεξεργασίας καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκεινται οι υπεύθυνοι επεξεργασίας. Η συμφωνία ορίζει το σημείο επικοινωνίας για τα υποκείμενα των δεδομένων. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ποιος από τους από κοινού υπευθύνους επεξεργασίας μπορεί να ενεργεί ως ενιαίο σημείο επικοινωνίας για τα υποκείμενα των δεδομένων ώστε να ασκούν τα δικαιώματά τους.

2.   Ανεξάρτητα από τους όρους της συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι το υποκείμενο των δεδομένων μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας όσον αφορά και σε σχέση με κάθε έναν από τους υπευθύνους επεξεργασίας.

Άρθρο 22

Εκτελών την επεξεργασία

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όταν η επεξεργασία πρόκειται να διενεργηθεί για λογαριασμό υπευθύνου επεξεργασίας, ο υπεύθυνος επεξεργασίας χρησιμοποιεί μόνον εκτελούντες την επεξεργασία που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις για την εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων, κατά τρόπο ώστε η επεξεργασία να πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο εκτελών την επεξεργασία δεν προσλαμβάνει άλλον εκτελούντα την επεξεργασία χωρίς προηγούμενη ειδική ή γενική γραπτή έγκριση του υπεύθυνου επεξεργασίας. Στην περίπτωση γενικής γραπτής έγκρισης, ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας για τυχόν σκοπούμενες αλλαγές που αφορούν στην προσθήκη ή την αντικατάσταση των άλλων εκτελούντων την επεξεργασία, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα στον υπεύθυνο επεξεργασίας να αντιταχθεί σε αυτές τις αλλαγές.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η διενέργεια της επεξεργασίας από τον εκτελούντα την επεξεργασία διέπεται από σύμβαση ή νομική πράξη, υπαγόμενη στο δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών, που συνδέει τον εκτελούντα την επεξεργασία με τον υπεύθυνο επεξεργασίας και στην οποία καθορίζονται το αντικείμενο και η διάρκεια της επεξεργασίας, η φύση και ο σκοπός της επεξεργασίας, ο τύπος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι κατηγορίες των υποκειμένων των δεδομένων και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η εν λόγω σύμβαση ή νομική πράξη προβλέπει ειδικότερα ότι ο εκτελών την επεξεργασία:

α)

ενεργεί μόνον κατ' εντολή του υπεύθυνου επεξεργασίας·

β)

εξασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν αναλάβει δέσμευση τήρησης εμπιστευτικότητας ή τελούν υπό δέουσα νόμιμη υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας·

γ)

επικουρεί τον υπεύθυνο επεξεργασίας με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις σχετικά με τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων·

δ)

κατ' επιλογή του υπεύθυνου επεξεργασίας, διαγράφει ή επιστρέφει όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον υπεύθυνο επεξεργασίας μετά το πέρας της παροχής υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων και διαγράφει τα υφιστάμενα αντίγραφα, εκτός εάν το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους απαιτούν την αποθήκευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

ε)

θέτει στη διάθεση του υπευθύνου επεξεργασίας κάθε απαραίτητη πληροφορία προς απόδειξη της συμμόρφωσης προς το παρόν άρθρο·

στ)

τηρεί τους όρους που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 για την πρόσληψη άλλου εκτελούντος την επεξεργασία.

4.   Η σύμβαση ή η άλλη νομική πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 3 υφίσταται γραπτώς, μεταξύ άλλων σε ηλεκτρονική μορφή.

5.   Εάν ο εκτελών την επεξεργασία καθορίζει, κατά παράβαση της παρούσας οδηγίας, τους στόχους και τα μέσα επεξεργασίας, ο εν λόγω εκτελών την επεξεργασία θεωρείται υπεύθυνος επεξεργασίας σε σχέση με τη συγκεκριμένη επεξεργασία.

Άρθρο 23

Επεξεργασία υπό την εποπτεία του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο εκτελών την επεξεργασία και κάθε πρόσωπο που ενεργεί υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και το οποίο έχει πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν τα επεξεργάζεται παρά μόνον κατ' εντολή του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν υποχρεούται προς τούτο από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους.

Άρθρο 24

Αρχεία των δραστηριοτήτων επεξεργασίας

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας διατηρεί αρχείο όλων των κατηγοριών δραστηριοτήτων επεξεργασίας για τις οποίες είναι υπεύθυνος. Το αρχείο αυτό περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, οποιουδήποτε από κοινού υπευθύνου επεξεργασίας και υπευθύνου προστασίας δεδομένων·

β)

τους σκοπούς της επεξεργασίας·

γ)

τις κατηγορίες αποδεκτών στους οποίους πρόκειται να γνωστοποιηθούν ή γνωστοποιήθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των αποδεκτών τρίτων χωρών ή διεθνών οργανισμών·

δ)

περιγραφή των κατηγοριών υποκειμένων των δεδομένων και των κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

ε)

όπου συντρέχει περίπτωση, τη χρήση κατάρτισης προφίλ·

στ)

όπου συντρέχει περίπτωση, τις κατηγορίες διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό·

ζ)

αναφορά της νομικής βάσης της επεξεργασίας, περιλαμβανομένων των διαβιβάσεων, για την οποία προορίζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα·

η)

εφόσον είναι δυνατόν, τις προβλεπόμενες προθεσμίες για τη διαγραφή των διαφόρων κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

θ)

εφόσον είναι δυνατόν, γενική περιγραφή των τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφαλείας που μνημονεύονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε εκτελών την επεξεργασία διατηρεί αρχείο όλων των κατηγοριών δραστηριοτήτων επεξεργασίας που διενεργούνται εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας, το οποίο και περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας τού ή των εκτελούντων την επεξεργασία, κάθε υπευθύνου επεξεργασίας εκ μέρους του οποίου ενεργεί ο εκτελών και, κατά περίπτωση, του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων·

β)

τις κατηγορίες επεξεργασίας που διεξάγεται εκ μέρους κάθε υπεύθυνου επεξεργασίας·

γ)

κατά περίπτωση, τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων του προσδιορισμού της εν λόγω τρίτης χώρας ή του διεθνούς οργανισμού, εφόσον έχει λάβει ρητή σχετική εντολή από τον υπεύθυνο επεξεργασίας·

δ)

εφόσον είναι δυνατόν, γενική περιγραφή των τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφαλείας που μνημονεύονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1.

3.   Τα αρχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 υφίστανται γραπτώς μεταξύ άλλων σε ηλεκτρονική μορφή.

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία θέτουν το αρχείο στη διάθεση της εποπτικής αρχής, κατόπιν αιτήματος.

Άρθρο 25

Καταχωρήσεις

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τηρούνται καταχωρίσεις τουλάχιστον για τις ακόλουθες πράξεις επεξεργασίας στα συστήματα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας: συλλογή, μεταβολή, αναζήτηση πληροφοριών, κοινολόγηση, περιλαμβανομένων των διαβιβάσεων, συνδυασμό και διαγραφή. Οι καταχωρήσεις της αναζήτησης πληροφοριών και της κοινολόγησης επιτρέπουν τον προσδιορισμό της αιτιολόγησης και της ημερομηνίας και της ώρας των εν λόγω πράξεων και, στο βαθμό του εφικτού, της ταυτότητας του προσώπου που αναζήτησε πληροφορίες ή κοινολόγησε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και της ταυτότητας των αποδεκτών των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Οι καταχωρήσεις χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την επαλήθευση της νομιμότητας της επεξεργασίας, την αυτοπαρακολούθηση, τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της ασφάλειας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

3.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία θέτουν τα αρχεία στη διάθεση της εποπτικής αρχής, κατόπιν αιτήματος.

Άρθρο 26

Συνεργασία με την εποπτική αρχή

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία συνεργάζονται, κατόπιν αιτήματος, με την εποπτική αρχή κατά την άσκηση των καθηκόντων της.

Άρθρο 27

Εκτίμηση των επιπτώσεων στην προστασία των δεδομένων

1.   Όταν ένας τύπος επεξεργασίας, ιδίως με τη χρήση νέων τεχνολογιών, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του πλαισίου, του πεδίου εφαρμογής και των σκοπών της επεξεργασίας, είναι πιθανόν να προκαλέσει μεγάλο κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πριν από την επεξεργασία, προβαίνει σε εκτίμηση επιπτώσεων των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Η εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιέχει τουλάχιστον γενική περιγραφή των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας, εκτίμηση των κινδύνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων, τα μέτρα που προβλέπονται για την αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών, εγγυήσεις, μέτρα ασφαλείας και μηχανισμούς, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να αποδεικνύεται η συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων των υποκειμένων των δεδομένων και άλλων ενδιαφερόμενων προσώπων.

Άρθρο 28

Προηγούμενη διαβούλευση με την εποπτική αρχή

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία διαβουλεύεται με την εποπτική αρχή πριν από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία θα περιληφθούν σε νέο σύστημα αρχειοθέτησης που πρόκειται να δημιουργηθεί, εφόσον:

α)

από εκτίμηση των επιπτώσεων στην προστασία των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 27 προκύπτει ότι η επεξεργασία θα προκαλέσει μεγάλο κίνδυνο εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν λάβει μέτρα για τον μετριασμό του κινδύνου· ή

β)

ο τύπος επεξεργασίας, ιδίως κατά τη χρήση νέων τεχνολογιών, μηχανισμών ή διαδικασιών, ενέχει μεγάλο κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι διενεργείται διαβούλευση με την εποπτική αρχή κατά την εκπόνηση προτάσεων νομοθετικών μέτρων που πρόκειται να εγκριθούν από εθνικά κοινοβούλια ή κανονιστικών μέτρων που βασίζονται σε τέτοια νομοθετικά μέτρα και τα οποία συνδέονται με την επεξεργασία.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η εποπτική αρχή μπορεί να καταρτίζει κατάλογο των πράξεων επεξεργασίας οι οποίες υπόκεινται σε προηγούμενη διαβούλευση δυνάμει της παραγράφου 1.

4.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας διαβιβάζει στην εποπτική αρχή την εκτίμηση των επιπτώσεων στην προστασία των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 27 και, κατόπιν αιτήματος, οποιαδήποτε άλλη πληροφορία η οποία επιτρέπει στην εποπτική αρχή να αξιολογήσει τη συμμόρφωση της επεξεργασίας και, ιδίως, τους κινδύνους για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου των δεδομένων και τις σχετικές εγγυήσεις.

5.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όταν η εποπτική αρχή φρονεί ότι η σχεδιαζόμενη επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου θα παραβίαζε την παρούσα οδηγία, ιδίως εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έχει προσδιορίσει ή μετριάσει επαρκώς τον κίνδυνο, η εποπτική αρχή παρέχει, εντός έξι εβδομάδων από την παραλαβή του αιτήματος διαβούλευσης, γραπτώς συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, στον εκτελούντα την επεξεργασία, ενώ δύναται να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε από τις εξουσίες της που αναφέρονται στο άρθρο 47. Η συγκεκριμένη προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά έναν μήνα, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τη σχεδιαζόμενη επεξεργασία. Η εποπτική αρχή ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας και, κατά περίπτωση, τον εκτελούντα την επεξεργασία για την ενδεχόμενη παράταση εντός ενός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος διαβούλευσης, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης.

Τμήμα 2

Ασφάλεια δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Άρθρο 29

Ασφάλεια επεξεργασίας

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία, λαμβανομένων υπόψη της διαθέσιμης τεχνολογίας και του κόστους εφαρμογής και της φύσης, του πεδίου εφαρμογής, του πλαισίου και των σκοπών της επεξεργασίας, καθώς και του κινδύνου ποικίλης πιθανότητας και σοβαρότητας για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, εφαρμόζουν κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ώστε να διασφαλίζεται επίπεδο ασφαλείας κατάλληλο για τον κίνδυνο, ιδίως όσον αφορά στην επεξεργασία των ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 10.

2.   Σε σχέση με την αυτοματοποιημένη επεξεργασία, κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία εφαρμόζει, κατόπιν εκτίμησης των κινδύνων, μέτρα με σκοπό:

α)

την απαγόρευση της πρόσβασης μη εξουσιοδοτημένων προσώπων σε εξοπλισμό επεξεργασίας που χρησιμοποιείται για την επεξεργασία (έλεγχος πρόσβασης σε εξοπλισμό)·

β)

την αποφυγή της μη επιτρεπόμενης ανάγνωσης, αντιγραφής, τροποποίησης ή αφαίρεσης υποθεμάτων δεδομένων (έλεγχος υποθεμάτων δεδομένων)·

γ)

την αποφυγή της μη επιτρεπόμενης εισαγωγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του μη επιτρεπόμενου ελέγχου, τροποποίησης ή διαγραφής αποθηκευμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (έλεγχος αποθήκευσης)·

δ)

την αποφυγή της χρήσης συστημάτων αυτοματοποιημένης επεξεργασίας από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα που χρησιμοποιούν εξοπλισμό επικοινωνίας δεδομένων (έλεγχος χρηστών)·

ε)

την εξασφάλιση ότι πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να χρησιμοποιούν ένα σύστημα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας έχουν πρόσβαση μόνον σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που καλύπτει η εξουσιοδότηση πρόσβασής τους (έλεγχος πρόσβασης στα δεδομένα)·

στ)

την εξασφάλιση ότι είναι δυνατόν να επαληθευτεί και να εξακριβωθεί σε ποιους φορείς διαβιβάστηκαν ή διατέθηκαν ή ενδέχεται να διαβιβαστούν ή να διατεθούν δεδομένα με τη χρήση εξοπλισμού επικοινωνίας δεδομένων (έλεγχος επικοινωνίας)·

ζ)

την εξασφάλιση ότι μπορεί να επαληθευτεί και να εξακριβωθεί εκ των υστέρων ποια δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εισήχθησαν σε συστήματα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, καθώς και πότε και από ποιον εισήχθησαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (έλεγχος εισαγωγής)·

η)

την αποφυγή μη επιτρεπόμενης ανάγνωσης, αντιγραφής, τροποποίησης ή διαγραφής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή κατά τη μεταφορά υποθεμάτων δεδομένων (έλεγχος μεταφοράς)·

θ)

την εξασφάλιση ότι τα εγκαταστημένα συστήματα μπορούν να αποκατασταθούν σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας τους (αποκατάσταση)·

ι)

την εξασφάλιση ότι οι λειτουργίες του συστήματος εκτελούνται, ότι η εμφάνιση σφαλμάτων στις λειτουργίες αναφέρεται (αξιοπιστία) και ότι τα αποθηκευμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν μπορούν να αλλοιωθούν λόγω δυσλειτουργίας του συστήματος (ακεραιότητα).

Άρθρο 30

Γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην εποπτική αρχή

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περίπτωση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας γνωστοποιεί στην εποπτική αρχή την παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αμελλητί και, εφόσον είναι δυνατόν, το αργότερο εντός 72 ωρών από τη στιγμή που την αντελήφθη, εκτός εάν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι πιθανόν να επιφέρει κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων. Όταν η γνωστοποίηση στην εποπτική αρχή δεν πραγματοποιείται εντός 72 ωρών συνοδεύεται από τους λόγους της καθυστέρησης.

2.   Ο εκτελών την επεξεργασία ενημερώνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μόλις αντιληφθεί παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει, κατ' ελάχιστον:

α)

να περιγράφει τη φύση της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον είναι δυνατόν, των κατηγοριών και του κατά προσέγγιση αριθμού των ενδιαφερόμενων υποκειμένων των δεδομένων, καθώς και των κατηγοριών και του κατά προσέγγιση πλήθους των σχετικών αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

β)

να γνωστοποιεί το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων ή άλλου σημείου επικοινωνίας από το οποίο μπορούν να εξασφαλιστούν περισσότερες πληροφορίες·

γ)

να περιγράφει τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

δ)

να περιγράφει τα μέτρα που λαμβάνονται ή προτείνεται να ληφθούν από τον υπεύθυνο επεξεργασίας για την αντιμετώπιση της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και, όπου ενδείκνυται, για την άμβλυνση ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών της.

4.   Σε περίπτωση και στον βαθμό που δεν είναι δυνατόν να παρασχεθούν οι πληροφορίες ταυτόχρονα, μπορούν να παρέχονται σταδιακά χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

5.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας τεκμηριώνει κάθε παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που μνημονεύεται στην παράγραφο 1, αναφέροντας τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την παραβίαση, τις συνέπειές της και τα ληφθέντα μέτρα επανόρθωσης. Η εν λόγω τεκμηρίωση πρέπει να επιτρέπει στην εποπτική αρχή να επαληθεύει τη συμμόρφωση προς το παρόν άρθρο.

6.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, στις περιπτώσεις που η παραβίαση δεδομένων αφορά σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν από ή προς τον υπεύθυνο επεξεργασίας άλλου κράτους μέλους, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 γνωστοποιούνται στον υπεύθυνο επεξεργασίας του εν λόγω κράτους μέλους χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Άρθρο 31

Γνωστοποίηση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όταν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι πιθανόν να προκαλέσει μεγάλο κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας γνωστοποιεί αμελλητί την παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων.

2.   Η γνωστοποίηση στο υποκείμενο των δεδομένων, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, περιγράφει με σαφήνεια και απλότητα τη φύση της παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και περιέχει τουλάχιστον τις πληροφορίες και τα μέτρα του άρθρου 30 παράγραφος 3 στοιχεία β), γ) και δ).

3.   Η γνωστοποίηση στο υποκείμενο των δεδομένων η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν απαιτείται εφόσον πληρούται οποιοσδήποτε από τους παρακάτω όρους:

α)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας εφήρμοσε κατάλληλα τεχνολογικά και οργανωτικά μέτρα προστασίας και τα μέτρα αυτά εφαρμόστηκαν στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που θίγονται από την παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ειδικότερα δε εκείνα που καθιστούν αδύνατη την κατανόηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από όσους δε διαθέτουν εγκεκριμένη πρόσβαση σε αυτά, όπως τα κρυπτογραφημένα δεδομένα·

β)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας έλαβε στη συνέχεια μέτρα που διασφαλίζουν ότι δεν είναι πλέον πιθανόν να προκύψει ο αναφερόμενος στην παράγραφο 1 μεγάλος κίνδυνος για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων· ή

γ)

προϋποτίθενται δυσανάλογες προσπάθειες. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνεται δημόσια γνωστοποίηση ή να εφαρμόζεται παρόμοιο μέτρο ώστε τα υποκείμενα των δεδομένων να ενημερώνονται με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο.

4.   Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν έχει γνωστοποιήσει ήδη την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων, η εποπτική αρχή, έχοντας εξετάσει την πιθανότητα να συνεπάγεται η παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεγάλο κίνδυνο, μπορεί να του ζητήσει να το πράξει ή μπορεί να αποφασίσει ότι πληρούται οποιοσδήποτε από τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

5.   Η γνωστοποίηση στο υποκείμενο των δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να καθυστερήσει, να περιοριστεί ή να παραλειφθεί, υπό τους όρους και για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 3.

Τμήμα 3

Υπεύθυνος προστασίας δεδομένων

Άρθρο 32

Ορισμός του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας διορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από την υποχρέωση αυτή τα δικαστήρια και άλλες ανεξάρτητες δικαστικές αρχές όταν ενεργούν υπό τη δικαιοδοτική τους αρμοδιότητα.

2.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων διορίζεται βάσει επαγγελματικών προσόντων και, ιδίως, με βάση την εμπειρογνωσία που διαθέτει στον τομέα του δικαίου και των πρακτικών προστασίας των δεδομένων και την ικανότητα εκπλήρωσης των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 34.

3.   Ένας μοναδικός υπεύθυνος προστασίας δεδομένων μπορεί να διοριστεί για περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές, ανάλογα με την οργανωτική δομή και το μέγεθός τους.

4.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας δημοσιεύει τα στοιχεία επικοινωνίας του υπευθύνου προστασίας δεδομένων και τα γνωστοποιεί στην εποπτική αρχή.

Άρθρο 33

Θέση του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας διασφαλίζει ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων συμμετέχει δεόντως και εγκαίρως σε όλα τα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποστηρίζει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων στην άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 34, παρέχοντάς του τους αναγκαίους πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών και την πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και σε πράξεις επεξεργασίας, καθώς και για τη διατήρηση της εμπειρογνωμοσύνης του.

Άρθρο 34

Καθήκοντα του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας αναθέτει στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων τουλάχιστον τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

να ενημερώνει και να συμβουλεύει τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τους υπαλλήλους που διενεργούν επεξεργασία για τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των δεδομένων·

β)

να παρακολουθεί τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, με άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των δεδομένων και με τις πολιτικές του υπεύθυνου επεξεργασίας σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων της ανάθεσης αρμοδιοτήτων, της ευαισθητοποίησης και της κατάρτισης των υπαλλήλων που συμμετέχουν στις πράξεις επεξεργασίας και των σχετικών ελέγχων·

γ)

να παρέχει συμβουλές, έπειτα από σχετικό αίτημα, όσον αφορά στην εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με την προστασία των δεδομένων και να παρακολουθεί τις επιδόσεις σύμφωνα με το άρθρο 27·

δ)

να συνεργάζεται με την εποπτική αρχή·

ε)

να ενεργεί ως σημείο επικοινωνίας για την εποπτική αρχή για ζητήματα που σχετίζονται με την επεξεργασία, συμπεριλαμβανομένης της προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 28, και να διαβουλεύεται, ανάλογα με την περίπτωση, για οποιοδήποτε άλλο θέμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες η διεθνείς οργανισμούς

Άρθρο 35

Γενικές αρχές που διέπουν τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε διαβίβαση, από αρμόδιες αρχές, δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία ή προορίζονται να υποβληθούν σε επεξεργασία μετά τη διαβίβασή τους προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένων των περαιτέρω διαβιβάσεων προς άλλη τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί μόνον υπό την προϋπόθεση της τήρησης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις της παρούσας οδηγίας, μόνον εφόσον πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο και συγκεκριμένα:

α)

η διαβίβαση είναι αναγκαία για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1·

β)

τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται σε υπεύθυνο επεξεργασίας σε τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό που αποτελεί αρμόδια αρχή για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1·

γ)

σε περίπτωση που τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται ή καθίστανται διαθέσιμα από άλλο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος έχει δώσει προηγουμένως την έγκρισή του για τη διαβίβαση σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο·

δ)

η Επιτροπή έχει προβεί σε απόφαση περί επάρκειας δυνάμει του άρθρου 36 ή, ελλείψει τέτοιας απόφασης, όταν έχουν παρασχεθεί ή υπάρχουν κατάλληλες εγγυήσεις σύμφωνα με το άρθρο 37 ή, ελλείψει τόσο απόφασης περί επάρκειας δυνάμει του άρθρου 36όσο και κατάλληλων εγγυήσεων σύμφωνα με το άρθρο 37, ισχύουν παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 38· και

ε)

σε περίπτωση περαιτέρω διαβίβασης σε άλλη τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, η αρμόδια αρχή που διενήργησε την αρχική διαβίβαση ή άλλη αρμόδια αρχή στο ίδιο κράτος μέλος επιτρέπει την περαιτέρω διαβίβαση, αφού λάβει δεόντως υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων της σοβαρότητας του ποινικού αδικήματος, των σκοπών για τους οποίους διαβιβάστηκαν αρχικά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και του επιπέδου προστασίας των δεδομένων στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό στα οποία διαβιβάζονται περαιτέρω τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι διαβιβάσεις χωρίς την προηγούμενη έγκριση άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ) επιτρέπονται μόνον εφόσον η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απαραίτητη για την αποτροπή άμεσης και σοβαρής απειλής για τη δημόσια ασφάλεια κράτους μέλους ή τρίτης χώρας ή για τα ουσιώδη συμφέροντα κράτους μέλους και η προηγούμενη έγκριση δεν μπορεί να ληφθεί εγκαίρως. Η αρχή που είναι υπεύθυνη για την παροχή της προηγούμενης έγκρισης ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση.

3.   Όλες οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται για να εξασφαλιστεί ότι δεν υπονομεύεται το επίπεδο προστασίας των φυσικών προσώπων που διασφαλίζει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 36

Διαβιβάσεις με απόφαση περί επάρκειας

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μπορεί να πραγματοποιηθεί εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει ότι εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας από την τρίτη χώρα, εδαφική περιοχή ή από έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους τομείς στην εν λόγω τρίτη χώρα ή από τον εν λόγω διεθνή οργανισμό. Για μια τέτοια διαβίβαση δεν απαιτείται ειδική έγκριση.

2.   Κατά την εξέταση της επάρκειας του επιπέδου προστασίας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, ειδικότερα, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το κράτος δικαίου, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, τη σχετική νομοθεσία, τόσο γενική όσο και τομεακή, μεταξύ άλλων όσον αφορά στη δημόσια ασφάλεια, την άμυνα, την εθνική ασφάλεια και το ποινικό δίκαιο και την πρόσβαση των δημόσιων αρχών στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής, τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων, τους επαγγελματικούς κανόνες και τα μέτρα ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί περαιτέρω διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλη τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό, που τηρούνται στην εν λόγω χώρα ή διεθνή οργανισμό, τη νομολογία και επίσης τα αποτελεσματικά και εκτελεστά δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων και αποτελεσματικά διοικητικά και δικαστικά μέσα προσφυγής για τα υποκείμενα των δεδομένων των οποίων διαβιβάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα·

β)

την ύπαρξη και την αποτελεσματική λειτουργία μιας ή περισσότερων ανεξάρτητων εποπτικών αρχών στην τρίτη χώρα ή στην οποία ή στις οποίες υπόκειται ένας διεθνής οργανισμός, με ευθύνη τη διασφάλιση και την επιβολή της συμμόρφωσης προς τους κανόνες προστασίας των δεδομένων, περιλαμβανομένων κατάλληλων εξουσιών για την επιβολή κυρώσεων, για την παροχή συνδρομής και ενημέρωσης στα υποκείμενα των δεδομένων κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους και για τη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές της Ένωσης και των κρατών μελών· και

γ)

τις διεθνείς δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η σχετική τρίτη χώρα ή ο διεθνής οργανισμός ή άλλες υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από νομικά δεσμευτικές συμβάσεις ή πράξεις καθώς και από τη συμμετοχή τους σε πολυμερή ή περιφερειακά συστήματα, ιδίως όσον αφορά στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Η Επιτροπή, αφού εξετάσει την επάρκεια του επιπέδου προστασίας, μπορεί να αποφασίσει με εκτελεστική πράξη ότι εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου από τρίτη χώρα, έδαφος ή έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους τομείς σε τρίτη χώρα ή από διεθνή οργανισμό. Η εκτελεστική πράξη προβλέπει μηχανισμό περιοδικής επανεξέτασης, τουλάχιστον ανά τετραετία, η οποία λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές εξελίξεις στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό. Η εκτελεστική πράξη προσδιορίζει την εδαφική και τομεακή εφαρμογή της καθώς και, κατά περίπτωση, την ή τις εποπτικές αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου. Η εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.

4.   Η Επιτροπή παρακολουθεί, σε τακτική βάση, τις εξελίξεις που μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 3 σε τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.

5.   Η Επιτροπή αποφασίζει, βάσει διαθέσιμων πληροφοριών, ιδίως μετά την επανεξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ότι μια τρίτη χώρα, μια εδαφική περιοχή ή ένας ή περισσότεροι συγκεκριμένοι τομείς στην εν λόγω τρίτη χώρα ή ένας διεθνής οργανισμός δεν εξασφαλίζει πλέον επαρκές επίπεδο προστασίας κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, στο μέτρο του δυνατού, καταργεί, τροποποιεί ή αναστέλλει την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου με εκτελεστικές πράξεις χωρίς αναδρομική ισχύ. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.

Για δεόντως αιτιολογημένους επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 3.

6.   Η Επιτροπή αρχίζει διαβουλεύσεις με την τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό με σκοπό την επανόρθωση της κατάστασης απόρροια της οποίας αποτελεί η απόφαση που έχει ληφθεί δυνάμει της παραγράφου 5.

7.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι μια απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 5 δεν θίγει τις διαβιβάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην τρίτη χώρα, στο έδαφος ή στον ένα ή περισσότερους συγκεκριμένους τομείς στην εν λόγω τρίτη χώρα ή στον εν λόγω διεθνή οργανισμό σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 38.

8.   Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον ιστότοπό της κατάλογο των τρίτων χωρών, εδαφών και συγκεκριμένων τομέων σε τρίτη χώρα, καθώς και διεθνών οργανισμών, για τους οποίους έχει αποφασίσει ότι διασφαλίζεται ή δε διασφαλίζεται πλέον επαρκές επίπεδο προστασίας.

Άρθρο 37

Διαβιβάσεις που υπόκεινται σε κατάλληλες εγγυήσεις

1.   Ελλείψει απόφασης δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι μια διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μπορεί να πραγματοποιηθεί εφόσον:

α)

παρασχέθηκαν κατάλληλες εγγυήσεις όσον αφορά στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε νομικά δεσμευτική πράξη· ή

β)

ο υπεύθυνος επεξεργασίας αξιολόγησε όλες τις περιστάσεις που περιβάλλουν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν κατάλληλες εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει την εποπτική αρχή σχετικά με τις κατηγορίες διαβιβάσεων δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο β).

3.   Μια διαβίβαση που βασίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) τεκμηριώνεται και η τεκμηρίωση πρέπει να τίθεται στη διάθεση της εποπτικής αρχής κατόπιν αιτήματος που συμπεριλαμβάνει την ημερομηνία και τον χρόνο της διαβίβασης, πληροφορίες σχετικά με την αποδέκτρια αρμόδια αρχή, την αιτιολόγηση της διαβίβασης και τα διαβιβαζόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 38

Παρεκκλίσεις για ειδικές καταστάσεις

1.   Ελλείψει απόφασης περί επάρκειας δυνάμει του άρθρου 36 ή κατάλληλων εγγυήσεων δυνάμει του άρθρου 37, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι μια διαβίβαση ή κατηγορία διαβιβάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εφόσον η διαβίβαση είναι αναγκαία:

α)

για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου προσώπου·

β)

για την προστασία έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους που διαβιβάζει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα·

γ)

για την πρόληψη άμεσης και σοβαρής απειλής για τη δημόσια ασφάλεια κράτους μέλους ή τρίτης χώρας·

δ)

σε μεμονωμένες περιπτώσεις για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1· ή

ε)

σε μεμονωμένη περίπτωση για τη θεμελίωση, την άσκηση ή την υπεράσπιση νομικών αξιώσεων οι οποίες σχετίζονται με τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1.

2.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν διαβιβάζονται εάν η διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή κρίνει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του σχετικού υποκειμένου των δεδομένων υπερισχύουν του δημοσίου συμφέροντος για τη διαβίβαση που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχεία δ) και ε).

3.   Μια διαβίβαση που βασίζεται στην παράγραφο 1 τεκμηριώνεται και η τεκμηρίωση τίθεται στη διάθεση της εποπτικής αρχής κατόπιν αιτήματος που συμπεριλαμβάνει την ημερομηνία και το χρόνο της διαβίβασης, πληροφορίες σχετικά με την αποδέκτρια αρμόδια αρχή, την αιτιολόγηση της διαβίβασης και τα διαβιβαζόμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 39

Διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς αποδέκτες εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 35 παράγραφος 1 στοιχείο β) και με την επιφύλαξη τυχόν διεθνούς συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών μπορεί να προβλέπει τη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 7) στοιχείο α), σε μεμονωμένες και ειδικές περιπτώσεις, να διαβιβάζουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απευθείας προς αποδέκτες εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες αλλά μόνον όταν τηρούνται οι υπόλοιπες διατάξεις της παρούσας οδηγίας και πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

α)

η διαβίβαση είναι απολύτως απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος της διαβιβάζουσας αρμόδιας αρχής όπως προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1·

β)

η διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή κρίνει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του σχετικού υποκειμένου των δεδομένων δεν υπερισχύουν του δημοσίου συμφέροντος που απαιτεί τη διαβίβαση στη συγκεκριμένη περίπτωση·

γ)

η διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή θεωρεί ότι η διαβίβαση προς αρχή αρμόδια για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στην τρίτη χώρα είναι αναποτελεσματική ή ακατάλληλη, ιδίως διότι δεν μπορεί να επιτευχθεί σε εύθετο χρόνο·

δ)

η αρχή που είναι αρμόδια για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στην τρίτη χώρα ενημερώνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκτός εάν αυτό είναι αναποτελεσματικό ή ακατάλληλο· και

ε)

η διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή ενημερώνει τον αποδέκτη για τον συγκεκριμένο σκοπό ή σκοπούς για τους οποίους τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία από τον τελευταίο αυτό υπό τον όρο ότι η εν λόγω επεξεργασία είναι απαραίτητη.

2.   Η διεθνής συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να είναι οποιαδήποτε ισχύουσα διμερής ή πολυμερής διεθνής συμφωνία ανάμεσα σε κράτη μέλη και τρίτες χώρες στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας.

3.   Η διαβιβάζουσα αρμόδια αρχή ενημερώνει την εποπτική αρχή σχετικά με τις διαβιβάσεις δυνάμει του παρόντος άρθρου.

4.   Μια διαβίβαση που βασίζεται στην παράγραφο 1 τεκμηριώνεται.

Άρθρο 40

Διεθνής συνεργασία για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Σε σχέση με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα με σκοπό:

α)

την ανάπτυξη μηχανισμών διεθνούς συνεργασίας για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής επιβολής της νομοθεσίας σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

β)

την παροχή διεθνούς αμοιβαίας συνδρομής για την επιβολή της νομοθεσίας σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων μέσω γνωστοποίησης, διαβίβασης καταγγελιών, συνδρομής σε έρευνες και ανταλλαγής πληροφοριών, με την επιφύλαξη κατάλληλων εγγυήσεων για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών·

γ)

τη συμμετοχή των εκάστοτε ενδιαφερομένων σε συζητήσεις και δραστηριότητες με στόχο την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας για την επιβολή της νομοθεσίας σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

δ)

την προώθηση της ανταλλαγής και της τεκμηρίωσης της νομοθεσίας και της πρακτικής που αφορούν στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων για θέματα συγκρούσεων δικαιοδοσίας με τρίτες χώρες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Ανεξάρτητες εποπτικές αρχές

Τμήμα 1

Ανεξάρτητο καθεστώς

Άρθρο 41

Εποπτική αρχή

1.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι μία ή περισσότερες ανεξάρτητες δημόσιες αρχές επιφορτίζονται με την παρακολούθηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, με σκοπό την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας και τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση (εποπτική αρχή).

2.   Κάθε εποπτική αρχή συμβάλλει στη συνεκτική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε ολόκληρη την Ένωση. Για τον σκοπό αυτό, οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Επιτροπή σύμφωνα με το κεφάλαιο VII.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι εποπτική αρχή που ιδρύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 μπορεί να είναι η εποπτική αρχή που αναφέρεται στην παρούσα οδηγία και να αναλαμβάνει την ευθύνη για τα καθήκοντα της εποπτικής αρχής που ιδρύεται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Εάν σε κράτος μέλος ιδρυθούν περισσότερες της μιας εποπτικές αρχές, το εν λόγω κράτος μέλος ορίζει την εποπτική αρχή η οποία εκπροσωπεί τις εν λόγω αρχές στο συμβούλιο που αναφέρεται στο άρθρο 51.

Άρθρο 42

Ανεξαρτησία

1.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι κάθε εποπτική αρχή ενεργεί με πλήρη ανεξαρτησία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι το μέλος ή τα μέλη των εποπτικών αρχών τους εκτελούν τα καθήκοντά τους και ασκούν τις εξουσίες τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία χωρίς εξωτερικές επιρροές, είτε άμεσες είτε έμμεσες, και δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν οδηγίες από κανέναν.

3.   Τα μέλη των εποπτικών αρχών των κρατών μελών απέχουν από κάθε πράξη που είναι ασύμβατη με τα καθήκοντά τους και, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, δεν ασκούν κανένα ασύμβατο επάγγελμα, επικερδές ή μη.

4.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε εποπτική αρχή διαθέτει τους ανθρώπινους, τεχνικούς και οικονομικούς πόρους και τις εγκαταστάσεις και υποδομές που απαιτούνται για την ουσιαστική εκτέλεση των καθηκόντων και άσκηση των εξουσιών της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασκούνται στο πλαίσιο της αμοιβαίας συνδρομής, της συνεργασίας και της συμμετοχής στο συμβούλιο.

5.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε εποπτική αρχή επιλέγει και διαθέτει δικό της προσωπικό το οποίο διοικείται αποκλειστικά από το μέλος ή τα μέλη της οικείας εποπτικής αρχής.

6.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι κάθε εποπτική αρχή υπόκειται σε οικονομικό έλεγχο ο οποίος δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία της και διαθέτει χωριστούς και δημόσιους ετήσιους προϋπολογισμούς, οι οποίοι είναι δυνατόν να αποτελούν τμήμα του συνολικού κρατικού ή εθνικού προϋπολογισμού.

Άρθρο 43

Γενικοί όροι για τα μέλη της εποπτικής αρχής

1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε μέλος των εποπτικών αρχών τους διορίζεται μέσω διαφανούς διαδικασίας, από

το κοινοβούλιό τους,

την κυβέρνησή τους,

τον αρχηγό του κράτους τους,

ανεξάρτητο φορέα στον οποίο έχει ανατεθεί ο διορισμός σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους.

2.   Κάθε μέλος διαθέτει τα προσόντα, την πείρα και τις δεξιότητες, ιδίως στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών του.

3.   Τα καθήκοντα ενός μέλους παύουν σε περίπτωση λήξης της θητείας, παραίτησης ή υποχρεωτικής συνταξιοδότησης σύμφωνα με το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.

4.   Ένα μέλος μπορεί να απολυθεί μόνο σε περιπτώσεις σοβαρού παραπτώματος ή εφόσον δεν πληροί πλέον τους όρους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του.

Άρθρο 44

Κανόνες για την ίδρυση της εποπτικής αρχής

1.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει διά νόμου όλα τα ακόλουθα:

α)

την ίδρυση κάθε εποπτικής αρχής·

β)

τα προσόντα και τους όρους επιλεξιμότητας που απαιτούνται για τον διορισμό ως μέλους κάθε εποπτικής αρχής·

γ)

τους κανόνες και τις διαδικασίες για τον διορισμό των μελών κάθε εποπτικής αρχής·

δ)

τη διάρκεια της θητείας του μέλους ή των μελών κάθε εποπτικής αρχής, η οποία δεν είναι μικρότερη των τεσσάρων ετών, με εξαίρεση τον πρώτο διορισμό μετά τις 6 Μαΐου 2016, μέρος του οποίου μπορεί να αφορά σε συντομότερο διάστημα εάν αυτό είναι απαραίτητο για την προστασία της ανεξαρτησίας της εποπτικής αρχής μέσω διαδικασίας τμηματικών διορισμών·

ε)

κατά πόσον και για πόσες θητείες το μέλος ή τα μέλη κάθε εποπτικής αρχής είναι επιλέξιμα για επαναδιορισμό·

στ)

τους όρους που ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις του μέλους ή των μελών και των υπαλλήλων κάθε εποπτικής αρχής, την απαγόρευση πράξεων, επαγγελματικών δραστηριοτήτων και παροχών που δεν είναι συμβατές με τις υποχρεώσεις αυτές τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας όσο και μετά το πέρας αυτής και κανόνες που διέπουν την παύση της απασχόλησης.

2.   Το μέλος ή τα μέλη και οι υπάλληλοι κάθε εποπτικής αρχής δεσμεύονται, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους, από το επαγγελματικό απόρρητο τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους όσο και μετά το πέρας αυτής, όσον αφορά σε τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιήλθαν σε γνώση τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων ή την άσκηση των εξουσιών τους. Κατά τη διάρκεια της θητείας του μέλους, η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου ισχύει ιδίως για τις καταγγελίες ιδιωτών όσον αφορά σε παραβάσεις της παρούσας οδηγίας.

Τμήμα 2

Αρμοδιότητα, καθήκοντα και εξουσίες

Άρθρο 45

Αρμοδιότητα

1.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι κάθε εποπτική αρχή είναι αρμόδια να εκτελεί τα καθήκοντα και να ασκεί τις εξουσίες που της ανατίθενται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία στο έδαφος του κράτους μέλους της.

2.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι κάθε εποπτική αρχή δεν είναι αρμόδια να εποπτεύει πράξεις επεξεργασίας από δικαστήρια τα οποία ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι οι εποπτικές αρχές του δεν είναι αρμόδιες να εποπτεύουν πράξεις επεξεργασίας άλλων ανεξάρτητων δικαστικών αρχών οι οποίες ενεργούν στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας.

Άρθρο 46

Καθήκοντα

1.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι, εντός της επικρατείας του, κάθε εποπτική αρχή:

α)

παρακολουθεί και επιβάλλει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και των εκτελεστικών μέτρων της·

β)

προωθεί την ευαισθητοποίηση του κοινού και την κατανόηση των κινδύνων, των κανόνων, των εγγυήσεων και των δικαιωμάτων που σχετίζονται με την επεξεργασία·

γ)

συμβουλεύει, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους, το εθνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση και άλλα όργανα και οργανισμούς για νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που σχετίζονται με την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας·

δ)

προωθεί την ευαισθητοποίηση των υπευθύνων επεξεργασίας και των εκτελούντων την επεξεργασία σχετικά με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας·

ε)

κατόπιν αιτήματος, παρέχει πληροφορίες στα υποκείμενα των δεδομένων όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας και, ενδεχομένως, συνεργάζεται για το σκοπό αυτό με τις εποπτικές αρχές σε άλλα κράτη μέλη·

στ)

χειρίζεται τις καταγγελίες που υποβάλλονται από υποκείμενο δεδομένων ή από φορέα, οργανισμό ή ένωση που εκπροσωπεί το υποκείμενο των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 55, ερευνά, στο μέτρο του δυνατού, το αντικείμενο της καταγγελίας και ενημερώνει τον καταγγέλλοντα για την πρόοδο και την έκβαση της έρευνας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ιδίως εάν απαιτείται περαιτέρω έρευνα ή συντονισμός με άλλη εποπτική αρχή·

ζ)

ελέγχει τη νομιμότητα της επεξεργασίας δυνάμει του άρθρου 17 και ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος για την έκβαση του ελέγχου σύμφωνα με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου ή για τους λόγους για τους οποίους δεν διενεργήθηκε ο έλεγχος·

η)

συνεργάζεται, μεταξύ άλλων μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, με άλλες εποπτικές αρχές και παρέχει αμοιβαία συνδρομή σε άλλες εποπτικές αρχές με σκοπό να διασφαλίσει τη συνεκτικότητα της εφαρμογής και της επιβολής της παρούσας οδηγίας·

θ)

διενεργεί έρευνες σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων βάσει πληροφοριών που λαμβάνει από άλλη εποπτική αρχή ή άλλη δημόσια αρχή·

ι)

παρακολουθεί τις σχετικές εξελίξεις, στον βαθμό που έχουν επιπτώσεις στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως δε τις εξελίξεις των τεχνολογιών πληροφοριών και των επικοινωνιών·

ια)

παρέχει συμβουλές σχετικά με τις πράξεις επεξεργασίας του άρθρου 28· και

ιβ)

συμβάλλει στις δραστηριότητες του συμβουλίου.

2.   Κάθε εποπτική αρχή διευκολύνει την υποβολή των καταγγελιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο στ), με μέτρα όπως η παροχή εντύπου υποβολής καταγγελίας το οποίο μπορεί να συμπληρωθεί ηλεκτρονικά, χωρίς να αποκλείονται άλλοι τρόποι επικοινωνίας.

3.   Κάθε εποπτική αρχή ασκεί τα καθήκοντά της χωρίς οικονομική επιβάρυνση για το υποκείμενο των δεδομένων και για τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων.

4.   Εάν ένα αίτημα είναι προδήλως αβάσιμο ή υπερβολικό, ιδίως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα του, η εποπτική αρχή μπορεί να επιβάλει εύλογη χρέωση βάσει των διοικητικών δαπανών της ή μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει στο αίτημα. Η εποπτική αρχή φέρει το βάρος απόδειξης ότι το αίτημα είναι προδήλως αβάσιμο ή υπερβολικό.

Άρθρο 47

Εξουσίες

1.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει διά νόμου ότι κάθε εποπτική αρχή του έχει αποτελεσματικές ερευνητικές εξουσίες. Οι εν λόγω εξουσίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον την εξουσία να αποκτά, από τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τον εκτελούντα την επεξεργασία, πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της.

2.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει διά νόμου ότι κάθε εποπτική αρχή του έχει αποτελεσματικές διορθωτικές εξουσίες όπως, για παράδειγμα:

α)

να απευθύνει προειδοποιήσεις στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία ότι οι σκοπούμενες πράξεις επεξεργασίας είναι πιθανόν να παραβιάζουν την τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσα οδηγία·

β)

να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία να καταστήσει τις πράξεις επεξεργασίας σύμφωνες με τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσα οδηγία, όπου αρμόζει, με συγκεκριμένο τρόπο και εντός ορισμένης προθεσμίας, ιδίως μέσω εντολής διόρθωσης ή διαγραφής δεδομένων, ή περιορισμού της επεξεργασίας δυνάμει του άρθρου 16·

γ)

να επιβάλλει προσωρινό ή οριστικό περιορισμό ή και απαγόρευση της επεξεργασίας.

3.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει διά νόμου ότι κάθε εποπτική αρχή του έχει τις πραγματικές συμβουλευτικές εξουσίες να παρέχει συμβουλές στον υπεύθυνο επεξεργασίας σύμφωνα με τη διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 28 και να εκδίδει, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος, γνώμες προς το εθνικό κοινοβούλιό της, την κυβέρνησή της ή, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο, προς άλλα όργανα και οργανισμούς καθώς και προς το κοινό για κάθε θέμα το οποίο σχετίζεται με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

4.   Η άσκηση εκ μέρους εποπτικής αρχής των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος άρθρου υπόκειται στις δέουσες εγγυήσεις, περιλαμβανομένης της άσκησης αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής και της τήρησης της προσήκουσας διαδικασίας, όπως προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης και των κρατών μελών σύμφωνα με τον Χάρτη.

5.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει διά νόμου ότι η εποπτική αρχή του έχει την εξουσία να γνωστοποιεί στις δικαστικές αρχές τις παραβάσεις διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, να κινεί ή να μετέχει κατ' άλλον τρόπο σε νομικές διαδικασίες, για την επιβολή των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 48

Καταγγελίες παραβάσεων

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές καθιερώνουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για να ενθαρρύνουν την εμπιστευτική αναφορά παραβάσεων της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 49

Εκθέσεις δραστηριοτήτων

Κάθε εποπτική αρχή εκπονεί ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει κατάλογο των τύπων των γνωστοποιημένων παραβάσεων και των ειδών των επιβαλλόμενων κυρώσεων. Οι εκθέσεις αυτές υποβάλλονται στο εθνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση και άλλες αρχές, όπως ορίζεται από το δίκαιο του κράτους μέλους. Τίθενται στη διάθεση του κοινού, της Επιτροπής και του συμβουλίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Συνεργασία

Άρθρο 50

Αμοιβαία συνδρομή

1.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι οι κάθε εποπτική αρχή παρέχει η μία στην άλλη σχετικές πληροφορίες και αμοιβαία συνδρομή ώστε να υλοποιήσουν και να εφαρμόσουν την παρούσα οδηγία με συνεκτικό τρόπο και θεσπίζουν μέτρα για την αποτελεσματική συνεργασία των εν λόγω αρχών. Η αμοιβαία συνδρομή καλύπτει, ειδικότερα, αιτήματα παροχής πληροφοριών και εποπτικά μέτρα, π.χ. αιτήματα για διαβουλεύσεις, ελέγχους και έρευνες.

2.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι κάθε εποπτική αρχή λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την ανταπόκριση στο αίτημα άλλης εποπτικής αρχής χωρίς άσκοπη καθυστέρηση και το αργότερο ένα μήνα μετά την παραλαβή του αιτήματος. Τα εν λόγω μέτρα είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τη διαβίβαση σχετικών πληροφοριών όσον αφορά στη διενέργεια έρευνας.

3.   Τα αιτήματα παροχής συνδρομής περιέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων του σκοπού του αιτήματος και των λόγων υποβολής του αιτήματος. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν.

4.   Εποπτική αρχή στην οποία υποβάλλεται αίτημα παροχής συνδρομής δεν αρνείται να συμμορφωθεί προς αυτό το αίτημα, παρά μόνον εάν:

α)

δεν είναι αρμόδια για το αντικείμενο του αιτήματος ή για τα μέτρα που καλείται να εκτελέσει· ή

β)

η συμμόρφωση προς το αίτημα θα παραβίαζε την παρούσα οδηγία ή το δίκαιο της Ένωσης ή κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται η εποπτική αρχή που παραλαμβάνει το αίτημα.

5.   Η εποπτική αρχή στην οποία υποβλήθηκε το αίτημα ενημερώνει την εποπτική αρχή που υπέβαλε το αίτημα για τα αποτελέσματα ή, κατά περίπτωση, για την πρόοδο ή τα μέτρα που έλαβε για να ανταποκριθεί στο αίτημα. Η εποπτική αρχή στην οποία υποβλήθηκε το αίτημα εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αρνείται να ανταποκριθεί στο αίτημα βάσει της παραγράφου 4.

6.   Οι εποπτικές αρχές στις οποίες υποβλήθηκε το αίτημα παρέχουν, κατά κανόνα, τις πληροφορίες που ζητούνται από άλλες εποπτικές αρχές με ηλεκτρονικά μέσα, χρησιμοποιώντας τυποποιημένο μορφότυπο.

7.   Οι εποπτικές αρχές στις οποίες υποβλήθηκε το αίτημα δεν επιβάλλουν κανένα τέλος για οποιαδήποτε ενέργεια αναλαμβάνεται από αυτές κατόπιν αιτήματος αμοιβαίας συνδρομής. Οι εποπτικές αρχές δύνανται να συμφωνούν μεταξύ τους κανόνες σχετικούς με αποζημίωση για συγκεκριμένες δαπάνες που προκύπτουν από την παροχή αμοιβαίας συνδρομής σε εξαιρετικές περιστάσεις.

8.   Η Επιτροπή μπορεί να προσδιορίσει, με εκτελεστικές πράξεις, τον μορφότυπο και τις διαδικασίες για την αμοιβαία συνδρομή που αναφέρεται στο παρόν άρθρο και τις ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ εποπτικών αρχών, καθώς και μεταξύ εποπτικών αρχών και του συμβουλίου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 58 παράγραφος 2.

Άρθρο 51

Καθήκοντα του συμβουλίου

1.   Το συμβούλιο, το οποίο ιδρύεται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679, ασκεί όσον αφορά την επεξεργασία, εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

συμβουλεύει την Επιτροπή για κάθε ζήτημα σχετικό με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένης κάθε προτεινόμενης τροποποίησης της παρούσας οδηγίας·

β)

εξετάζει, με δική του πρωτοβουλία, κατόπιν αιτήματος ενός από τα μέλη του ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, κάθε ζήτημα το οποίο αφορά στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές, με σκοπό να ενθαρρύνει τη συνεκτική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας·

γ)

εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές για τις εποπτικές αρχές όσον αφορά στην εφαρμογή των μέτρων του άρθρου 47 παράγραφοι 1 και 3·

δ)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου για τον καθορισμό των παραβιάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και καθορίζει την αδικαιολόγητη καθυστέρηση που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 2 και τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες ο υπεύθυνος επεξεργασίας και ο εκτελών την επεξεργασία υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν την παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

ε)

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και βέλτιστες πρακτικές σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα μεγάλο κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 1·

στ)

εξετάζει την πρακτική εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών, των συστάσεων και των βέλτιστων πρακτικών που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ)·

ζ)

παρέχει στην Επιτροπή γνωμοδότηση για την εκτίμηση της επάρκειας του επιπέδου προστασίας σε τρίτη χώρα, εδαφική περιοχή ή ένα ή περισσότερους συγκεκριμένους τομείς, σε διεθνή οργανισμό, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης του κατά πόσον η εν λόγω τρίτη χώρα, εδαφική περιοχή, συγκεκριμένος τομέας ή διεθνής οργανισμός δεν εξασφαλίζει πλέον επαρκές επίπεδο προστασίας·

η)

προωθεί τη συνεργασία και την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των εποπτικών αρχών·

θ)

προωθεί κοινά προγράμματα κατάρτισης και διευκολύνει τις ανταλλαγές υπαλλήλων μεταξύ εποπτικών αρχών και, κατά περίπτωση, με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών ή με διεθνείς οργανισμούς·

ι)

προωθεί την ανταλλαγή γνώσεων και τεκμηρίωσης σχετικά με το δίκαιο και την πρακτική στον τομέα της προστασίας δεδομένων με τις εποπτικές αρχές προστασίας δεδομένων παγκοσμίως.

Ως προς το στοιχείο ζ) του πρώτου εδαφίου, η Επιτροπή παρέχει στο συμβούλιο όλη την απαραίτητη τεκμηρίωση, συμπεριλαμβανομένης της αλληλογραφίας με την κυβέρνηση της τρίτης χώρας, την εδαφική περιοχή ή τον ειδικό τομέα στην τρίτη χώρα ή με τον διεθνή οργανισμό.

2.   Όταν η Επιτροπή ζητεί τη συμβουλή του συμβουλίου, μπορεί να ορίσει προθεσμία, ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος.

3.   Το συμβούλιο διαβιβάζει τις γνώμες, τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τις βέλτιστες πρακτικές που εκδίδει στην Επιτροπή και στην επιτροπή του άρθρου 58 παράγραφος 1 και τις δημοσιοποιεί.

4.   Η Επιτροπή ενημερώνει το συμβούλιο για τα μέτρα που λαμβάνει κατόπιν των γνωμών, των κατευθυντήριων γραμμών, των συστάσεων και των βέλτιστων πρακτικών που εκδίδει το συμβούλιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

Προσφυγές, ευθύνη και κυρώσεις

Άρθρο 52

Δικαίωμα υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή

1.   Με την επιφύλαξη οποιασδήποτε άλλης διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε υποκείμενο δεδομένων έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία σε μία μόνον εποπτική αρχή, εάν το υποκείμενο των δεδομένων θεωρεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν παραβιάζει τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, εάν η καταγγελία δεν υποβληθεί στην εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει του άρθρου 45 παράγραφος 1, η εποπτική αρχή στην οποία έχει υποβληθεί η καταγγελία τη διαβιβάζει στην αρμόδια εποπτική αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Το υποκείμενο των δεδομένων ενημερώνεται για τη διαβίβαση.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η εποπτική αρχή στην οποία υποβάλλεται η καταγγελία παρέχει περαιτέρω συνδρομή κατόπιν αιτήματος του υποκειμένου των δεδομένων.

4.   Το υποκείμενο των δεδομένων ενημερώνεται από την αρμόδια εποπτική αρχή για την πρόοδο και την έκβαση της καταγγελίας, καθώς και για τη δυνατότητα άσκησης δικαστικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 53.

Άρθρο 53

Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής κατά εποπτικής αρχής

1.   Με την επιφύλαξη οποιασδήποτε άλλης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής κατά νομικά δεσμευτικής απόφασης εποπτικής αρχής που το αφορά.

2.   Με την επιφύλαξη οποιασδήποτε άλλης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, κάθε υποκείμενο δεδομένων έχει δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής, εφόσον η εποπτική αρχή που είναι αρμόδια δυνάμει του άρθρου 45 παράγραφος 1 δεν εξετάσει την καταγγελία ή δεν ενημερώσει το υποκείμενο των δεδομένων εντός τριών μηνών για την πρόοδο ή την έκβαση της καταγγελίας που υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 52.

3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η διαδικασία κατά εποπτικής αρχής κινείται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκαταστημένη η εποπτική αρχή.

Άρθρο 54

Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία

Με την επιφύλαξη οποιασδήποτε διαθέσιμης διοικητικής ή μη δικαστικής προσφυγής, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας σε εποπτική αρχή δυνάμει του άρθρου 52, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα υποκείμενα των δεδομένων έχουν δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής εάν θεωρούν ότι τα δικαιώματά τους που απορρέουν από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας παραβιάστηκαν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων.

Άρθρο 55

Εκπροσώπηση υποκειμένων των δεδομένων

Σύμφωνα με το δικονομικό δίκαιο των κρατών μελών, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να αναθέσει σε μη κερδοσκοπικό φορέα, οργανισμό ή ένωση που έχει συσταθεί δεόντως σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, με καταστατικούς σκοπούς που είναι προς το δημόσιο συμφέρον, και το οποίο δρα στον τομέα της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να υποβάλει την καταγγελία για λογαριασμό του και να ασκήσει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 52, 53 και 54 για λογαριασμό του.

Άρθρο 56

Δικαίωμα αποζημίωσης

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε πρόσωπο που έχει υποστεί υλική ζημία ή ηθική βλάβη εξαιτίας αθέμιτης επεξεργασίας ή οποιασδήποτε άλλης πράξης που παραβιάζει τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που έχουν εκδοθεί κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας έχει δικαίωμα να λάβει αποζημίωση για τη ζημία την οποία υπέστη από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή από άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους.

Άρθρο 57

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη ορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

Εκτελεστικές πράξεις

Άρθρο 58

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που συστήνεται βάσει του άρθρου 93 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679. Η εν λόγω επιτροπή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 5.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 59

Κατάργηση της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ

1.   Η απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ καταργείται από τις 6 Μαΐου 2018.

2.   Οι παραπομπές στην καταργούμενη απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 60

Νομικές πράξεις της Ένωσης που ήδη ισχύουν

Δε θίγονται οι ειδικές διατάξεις για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι οποίες περιέχονται σε νομικές πράξεις της Ένωσης άρχισαν να ισχύουν στις 6 Μαΐου 2016 ή πριν από την εν λόγω ημερομηνία στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας, και ρυθμίζουν την επεξεργασία μεταξύ κρατών μελών και την πρόσβαση συγκεκριμένων αρχών των κρατών μελών σε συστήματα πληροφοριών θεσπισθέντα δυνάμει των Συνθηκών εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 61

Σχέση με προηγουμένως συναφθείσες διεθνείς συμφωνίες στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας

Οι διεθνείς συμφωνίες που αφορούν στη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς οι οποίες συνήφθησαν από τα κράτη μέλη πριν από τις 6 Μαΐου 2016 και οι οποίες είναι συμβατές προς το εφαρμόσιμο πριν από την ημερομηνία αυτή ενωσιακό δίκαιο εξακολουθούν να ισχύουν έως ότου τροποποιηθούν, αντικατασταθούν ή ανακληθούν.

Άρθρο 62

Εκθέσεις της Επιτροπής

1.   Το αργότερο έως τις 6 Μαΐου 2022 και στη συνέχεια κάθε τέσσερα έτη, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με την αξιολόγηση και επανεξέταση της παρούσας οδηγίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Οι εκθέσεις δημοσιοποιούνται.

2.   Στο πλαίσιο των αξιολογήσεων και επανεξετάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή εξετάζει, ειδικότερα, την εφαρμογή και λειτουργία των διατάξεων του κεφαλαίου V σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς, ιδίως όσον αφορά σε αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με τα άρθρα 36 παράγραφος 3 και 39.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει πληροφορίες από τα κράτη μέλη και τις εποπτικές αρχές.

4.   Κατά τη διενέργεια των αξιολογήσεων και επανεξετάσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τα πορίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και άλλων αρμοδίων φορέων ή πηγών.

5.   Η Επιτροπή υποβάλλει, εφόσον απαιτείται, κατάλληλες προτάσεις με σκοπό την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στην τεχνολογία των πληροφοριών και υπό το πρίσμα της προόδου στην κοινωνία της πληροφορίας.

6.   Έως τις 6 Μαΐου 2019, η Επιτροπή επανεξετάζει άλλες νομικές πράξεις που έχουν εκδοθεί από την Ένωση και ρυθμίζουν την επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 60, προκειμένου να αξιολογήσει την αναγκαιότητα ευθυγράμμισής τους με την παρούσα οδηγία και να διατυπώσει, εφόσον απαιτείται, τις αναγκαίες προτάσεις για την τροποποίηση των εν λόγω πράξεων ώστε να διασφαλίζεται συνεκτική προσέγγιση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 63

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 6 Μαΐου 2018, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 6 Μαΐου 2018.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, κατ' εξαίρεση, όταν αυτό απαιτεί δυσανάλογη προσπάθεια, τα αυτοματοποιημένα συστήματα επεξεργασίας που έχουν συσταθεί πριν από τις 6 Μαΐου 2016 συμμορφώνονται με το άρθρο 25 παράγραφος 1 έως τις 6 Μαΐου 2023.

3.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, ένα κράτος μέλος μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να διασφαλίσει τη συμμόρφωση αυτοματοποιημένου συστήματος επεξεργασίας, που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, με το άρθρο 25 παράγραφος 1 εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος μετά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, εάν διαφορετικά η συμμόρφωση αυτή θα προκαλούσε σοβαρά προβλήματα για τη λειτουργία του εν λόγω αυτοματοποιημένου συστήματος επεξεργασίας. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αιτιολογεί στην Επιτροπή τις δυσκολίες αυτές και το καθοριζόμενο χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα διασφαλίσει τη συμμόρφωση του συγκεκριμένου αυτοματοποιημένου συστήματος επεξεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1. Το καθοριζόμενο χρονικό διάστημα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τις 6 Μαΐου 2026.

4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που καλύπτει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 64

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 65

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 27 Απριλίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

J.A. HENNIS-PLASSCHAERT


(1)  ΕΕ C 391 της 18.12.2012, σ. 127.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2014 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα), και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, της 8ης Απριλίου 2016 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Απριλίου 2016.

(3)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(4)  Απόφαση πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 60).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (γενικός κανονισμός για την προστασία δεδομένων) (βλέπε σ. 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 45).

(8)  Κοινή θέση 2005/69/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιανουαρίου 2005, για την ανταλλαγή ορισμένων δεδομένων με την Interpol (ΕΕ L 27 της 29.1.2005, σ. 61).

(9)  Απόφαση 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2007, σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) (ΕΕ L 205 της 7.8.2007, σ. 63).

(10)  Οδηγία 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (ΕΕ L 78 της 26.3.1977, σ. 17).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(12)  Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος (ΕΕ L 210 της 6.8.2008, σ. 1).

(13)  Πράξη του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, με την οποία καταρτίζεται, βάσει του άρθρου 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1).

(14)  Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 335 της 17.12.2011, σ. 1).

(15)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(16)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(17)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.

(18)  ΕΕ C 192 της 30.6.2012, σ. 7.


4.5.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 119/132


ΟΔΗΓΊΑ (EE) 2016/681 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 27ης Απριλίου 2016

σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 82 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο α),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Ενεργώντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 6 Νοεμβρίου 2007 η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για τη χρήση των δεδομένων από τις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) με σκοπό την επιβολή του νόμου. Εντούτοις, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, η πρόταση της Επιτροπής, η οποία δεν είχε εγκριθεί από το Συμβούλιο μέχρι τότε, κατέστη παρωχημένη.

(2)

Με το «Πρόγραμμα της Στοκχόλμης — Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες» (3) η Επιτροπή κλήθηκε να υποβάλει πρόταση σχετικά με τη χρήση των δεδομένων PNR για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων.

(3)

Η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της της 21ης Σεπτεμβρίου 2010 με τίτλο «Γενική προσέγγιση για τις διαβιβάσεις δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR) σε τρίτες χώρες» περιέγραψε έναν αριθμό βασικών στοιχείων μιας πολιτικής της Ένωσης στον συγκεκριμένο τομέα.

(4)

Η οδηγία 2004/82/ΕΚ του Συμβουλίου (4) διέπει τη διαβίβαση εκ των προτέρων συλλεγόμενων δεδομένων για τους επιβάτες (ΑΡΙ) από τους αερομεταφορείς προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές για τους σκοπούς της βελτίωσης των ελέγχων στα σύνορα και της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης.

(5)

Στόχοι της παρούσας οδηγίας είναι, μεταξύ άλλων, η ασφάλεια, η προστασία της ζωής και ασφαλείας των προσώπων και η δημιουργία νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων PNR όταν τα επεξεργάζονται οι αρμόδιες αρχές.

(6)

Η αποτελεσματική χρήση δεδομένων PNR, π.χ. μέσω της αντιπαραβολής δεδομένων PNR με διάφορες βάσεις δεδομένων για αναζητούμενα πρόσωπα και αντικείμενα, είναι αναγκαία για την αποτελεσματική πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων και την κατ' αυτόν τον τρόπο ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας, με στόχο τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων και, κατά περίπτωση, την εξεύρεση συνεργών και την εξάρθρωση εγκληματικών κυκλωμάτων.

(7)

Η αξιολόγηση δεδομένων PNR επιτρέπει την ταυτοποίηση προσώπων για τα οποία δεν υπήρχαν υποψίες εμπλοκής σε τρομοκρατική πράξη ή σοβαρό έγκλημα πριν την αξιολόγηση, και πρέπει κατά συνέπεια να εξετασθούν περαιτέρω από τις αρμόδιες αρχές. Με τη χρήση των δεδομένων PNR μπορεί να αντιμετωπισθεί η απειλή της τρομοκρατίας και των σοβαρών εγκλημάτων από διαφορετική οπτική γωνία, πέραν εκείνης που προσφέρει η επεξεργασία άλλων κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εντούτοις, προκειμένου η επεξεργασία δεδομένων PNR να είναι περιορισμένη στο απολύτως αναγκαίο, η θέσπιση και η εφαρμογή κριτηρίων αξιολόγησης πρέπει να περιοριστεί στην τρομοκρατία και στα σοβαρά εγκλήματα όπου η χρήση τέτοιων κριτηρίων έχει νόημα. Επιπλέον, τα κριτήρια αξιολόγησης θα πρέπει να ορίζονται κατά τρόπο ώστε το σύστημα να ταυτοποιεί όσο το δυνατόν λιγότερους αθώους.

(8)

Οι αερομεταφορείς συλλέγουν και επεξεργάζονται ήδη δεδομένα PNR των επιβατών τους για δική τους εμπορική χρήση. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επιβάλλει καμία υποχρέωση στους αερομεταφορείς να συλλέγουν ή να διατηρούν οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία από τους επιβάτες ούτε να υποχρεώνει τους επιβάτες να παρέχουν και άλλα δεδομένα πέραν εκείνων που έχουν ήδη δοθεί στους αερομεταφορείς.

(9)

Ορισμένοι αερομεταφορείς διατηρούν τα δεδομένα API που ενδεχομένως συλλέγουν ως μέρος των δεδομένων PNR, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Η χρήση των δεδομένων PNR από κοινού με τη χρήση των πληροφοριών ΑΡΙ έχει προστιθέμενη αξία, καθώς βοηθά τα κράτη μέλη κατά την επαλήθευση της ταυτότητας προσώπων επαυξάνοντας την αξία του αποτελέσματος αυτού για σκοπούς επιβολής του νόμου και ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο διενέργειας ελέγχων και ερευνών σε αθώους. Είναι συνεπώς σημαντικό να διασφαλιστεί ότι, όταν οι αερομεταφορείς συλλέγουν δεδομένα API, τα διαβιβάζουν, ανεξάρτητα από το εάν διατηρούν τα δεδομένα API με διαφορετικά τεχνικά μέσα, εν συγκρίσει με τα άλλα δεδομένα PNR.

(10)

Για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν από όλα τα κράτη μέλη διατάξεις που θα υποχρεώνουν τους αερομεταφορείς που πραγματοποιούν πτήσεις εκτός ΕΕ να διαβιβάζουν τα συλλεχθέντα δεδομένα PNR, καθώς και τα δεδομένα API. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν αυτή την υποχρέωση σε αερομεταφορείς που πραγματοποιούν πτήσεις εντός της ΕΕ. Οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να τηρούν την οδηγία 2004/82/ΕΚ του Συμβουλίου.

(11)

Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι ανάλογη προς τους ειδικούς σκοπούς ασφάλειας που επιδιώκει η παρούσα οδηγία.

(12)

Ο κατά την παρούσα οδηγία ορισμός των τρομοκρατικών εγκλημάτων πρέπει να είναι ίδιος με εκείνον της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου (5). Ο ορισμός των σοβαρών εγκλημάτων θα πρέπει να περιλαμβάνει τις κατηγορίες εγκληματικών πράξεων που απαριθμούνται στο παράρτημα II της παρούσας οδηγίας.

(13)

Τα δεδομένα PNR θα πρέπει να διαβιβάζονται αποκλειστικά σε μία και μόνη μονάδα στοιχείων επιβατών («ΜΣΕ») στο σχετικό κράτος μέλος ώστε να εξασφαλίζεται η σαφήνεια και να μειώνονται οι δαπάνες των αερομεταφορέων. Η ΜΣΕ μπορεί να έχει διάφορα τμήματα σε ένα κράτος μέλος ενώ τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να συστήσουν μια κοινή μονάδα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες μέσω δικτύων ανταλλαγής πληροφοριών για τη διευκόλυνση της αλληλοενημέρωσης και την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας.

(14)

Το κόστος για τη χρήση, τη διατήρηση και την ανταλλαγή των δεδομένων PNR επιβαρύνει τα κράτη μέλη.

(15)

Ο κατάλογος δεδομένων PNR που ζητά μια ΜΣΕ πρέπει να αντικατοπτρίζει τις θεμιτές αξιώσεις των δημοσίων αρχών για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων, με στόχο την ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας της Ένωσης και τη διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων, ιδίως των δικαιωμάτων προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Για τον σκοπό αυτόν, πρέπει να εφαρμόζονται υψηλά πρότυπα σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτη»), τη σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα («σύμβαση αριθ. 108») και την Ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών («ΕΣΔΑ»). Οι κατάλογοι αυτοί δεν θα πρέπει να βασίζονται στη φυλή ή την εθνοτική καταγωγή, το θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις, τα πολιτικά ή άλλα φρονήματα, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, την κατάσταση της υγείας, τη σεξουαλική ζωή ή το σεξουαλικό προσανατολισμό προσώπου. Τα δεδομένα PNR θα πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο λεπτομερή στοιχεία για τις κρατήσεις των επιβατών και τα δρομολόγιά τους, τα οποία επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να εντοπίζουν επιβάτες πτήσεων οι οποίοι συνιστούν απειλή για την εσωτερική ασφάλεια.

(16)

Υπάρχουν δύο πιθανές μέθοδοι διαβίβασης δεδομένων: η μέθοδος της «άντλησης» («pull method»), βάσει της οποίας οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους που ζητεί τα δεδομένα PNR μπορούν να εισέλθουν στο σύστημα κράτησης των αερομεταφορέων και να αντλήσουν αντίγραφο των δεδομένων PNR που χρειάζονται και η μέθοδος της «προώθησης» («push method»), βάσει της οποίας οι αερομεταφορείς προωθούν τα δεδομένα PNR στην αρχή που τα έχει ζητήσει, γεγονός που επιτρέπει στους αερομεταφορείς να έχουν τον έλεγχο όλων των δεδομένων που διαβιβάζονται. Η μέθοδος της «προώθησης» («push») θεωρείται ότι προσφέρει υψηλότερο επίπεδο προστασίας των δεδομένων και θα πρέπει να είναι υποχρεωτική για όλους τους αερομεταφορείς.

(17)

Η Επιτροπή υποστηρίζει τις κατευθυντήριες γραμμές της Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας (ΔΟΠΑ) σχετικά με τις PNR οι οποίες θα πρέπει επομένως να αποτελούν τη βάση για την υιοθέτηση των υποστηριζόμενων μορφότυπων δεδομένων για τις διαβιβάσεις δεδομένων PNR από τους αερομεταφορείς προς τα κράτη μέλη. Για να διασφαλισθούν ενιαίοι όροι για τη χρήση υποστηριζόμενων μορφότυπων δεδομένων, καθώς και τα σχετικά πρωτόκολλα που θα ρυθμίζουν την προώθηση δεδομένων από τους αερομεταφορείς, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές εξουσίες. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(18)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να επιτρέψουν στους αερομεταφορείς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Κυρώσεις αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές, συμπεριλαμβανομένων και των χρηματικών, θα πρέπει να προβλέπονται από τα κράτη μέλη κατά των αερομεταφορέων που αθετούν τις υποχρεώσεις τους περί τη διαβίβαση δεδομένων PNR.

(19)

Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να είναι υπεύθυνο για την αξιολόγηση ενδεχόμενων απειλών που σχετίζονται με τρομοκρατικά και σοβαρά εγκλήματα.

(20)

Με πλήρη σεβασμό του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του δικαιώματος στη μη διακριτική μεταχείριση, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται απόφαση με δυσμενείς νομικές συνέπειες για συγκεκριμένο πρόσωπο ή που θίγει σοβαρά το εν λόγω πρόσωπο με μόνο λόγο την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων PNR. Επιπλέον, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 21 του Χάρτη, καμία τέτοια απόφαση δεν θα πρέπει να προκαλεί διακρίσεις για οιοδήποτε λόγο όπως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Όταν η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις εν λόγω αρχές.

(21)

Τα αποτελέσματα της επεξεργασίας δεδομένων PNR δεν θα πρέπει ποτέ να χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη για να παρακάμψουν τις διεθνείς υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη σύμβαση της 28ης Ιουλίου 1951 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων όπως έχει τροποποιηθεί με το πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967, ούτε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για να στερούν από τους αιτούντες άσυλο ασφαλείς και αποτελεσματικές νόμιμες οδούς εισόδου στο έδαφος της Ένωσης προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμά τους για διεθνή προστασία.

(22)

Λαμβανομένων πλήρως υπόψη των αρχών που εκπορεύονται εκ της πρόσφατης σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να διασφαλίζει πλήρως την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει ουσιαστικά τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας στην προσπάθεια επίτευξης των στόχων γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση και υπεράσπισης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και των σοβαρών εγκλημάτων. Θα πρέπει η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να είναι δεόντως αιτιολογημένη ενώ θα πρέπει επίσης να θεσπιστούν τα αναγκαία μέτρα διασφάλισης προκειμένου να εξασφαλίζεται το σύννομον οποιασδήποτε αποθήκευσης, ανάλυσης, μεταφοράς ή χρήσης δεδομένων PNR.

(23)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ανταλλάσσουν μεταξύ τους και με την Ευρωπόλ τα δεδομένα PNR τα οποία λαμβάνουν, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων. Οι ΜΣΕ θα πρέπει, όταν χρειάζεται, να διαβιβάζουν αμελλητί το αποτέλεσμα της επεξεργασίας δεδομένων PNR στις ΜΣΕ των άλλων κρατών μελών για περαιτέρω διερεύνηση. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να τελούν υπό την επιφύλαξη άλλων πράξεων της Ένωσης σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αστυνομικών αρχών και άλλων αρχών επιβολής του νόμου και των δικαστικών αρχών, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ (7) και της απόφασης-πλαισίου 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου (8). Μια τέτοια ανταλλαγή δεδομένων PNR πρέπει να διέπεται από τους κανόνες περί αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας και να μην υπονομεύει το υψηλό επίπεδο προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που απαιτεί ο Χάρτης, η σύμβαση αριθ. 108 και η ΕΣΑΔ.

(24)

Η μεταξύ των κρατών μελών ασφαλής ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα δεδομένα PNR θα πρέπει να γίνεται μέσω των υφιστάμενων διαύλων συνεργασίας των αρμόδιων αρχών τους, ενώ με την Ευρωπόλ μέσω της ασφαλούς εφαρμογής δικτύου ανταλλαγής πληροφοριών (SIENA) της Ευρωπόλ.

(25)

Η περίοδος διατήρησης των δεδομένων PNR θα πρέπει να είναι η αναγκαία και ανάλογη προς τους σκοπούς της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων. Λόγω του χαρακτήρα των δεδομένων και των χρήσεών τους, είναι απαραίτητο να διατηρούνται τα δεδομένα PNR για αρκετό χρονικό διάστημα, ώστε να μπορούν να αναλυθούν και να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο ερευνών. Μετά την αρχική περίοδο διατήρησης, τα δεδομένα PNR, προκειμένου να αποφευχθεί δυσανάλογη χρήση τους, θα πρέπει να καθίστανται ανώνυμα αποκρύπτοντας διάφορα στοιχεία. Για να διασφαλισθεί το υψηλότερο επίπεδο προστασίας δεδομένων, η πρόσβαση στα πλήρη δεδομένα PNR που επιτρέπει την άμεση ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον υπό πολύ αυστηρούς και περιοριστικούς όρους μετά την πάροδο της αρχικής αυτής περιόδου.

(26)

Όταν συγκεκριμένα δεδομένα PNR έχουν διαβιβαστεί σε αρμόδια αρχή και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο συγκεκριμένης ποινικής έρευνας ή δίωξης, η διάρκεια διατήρησής τους από την εν λόγω αρχή θα πρέπει να καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο, ανεξάρτητα από τις προθεσμίες διατήρησης των δεδομένων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

(27)

Η επεξεργασία δεδομένων PNR που πραγματοποιείται σε κάθε κράτος μέλος από τη ΜΣΕ και από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υπόκειται σε πρότυπο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, το οποίο να είναι σύμφωνο με την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (9), και με τις ειδικές απαιτήσεις προστασίας των δεδομένων που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία. Οι παραπομπές στην απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ πρέπει να νοούνται ως παραπομπές στην ισχύουσα νομοθεσία καθώς επίσης και στη νομοθεσία που θα την αντικαταστήσει.

(28)

Λαμβανομένου υπόψη του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων ως προς την επεξεργασία των οικείων δεδομένων PNR, όπως το δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής και περιορισμού, και τα δικαιώματα αποζημίωσης και δικαστικής προσφυγής, θα πρέπει να είναι σύμφωνα τόσο με την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ όσο και με το υψηλό επίπεδο προστασίας που προβλέπεται από τον Χάρτη και την ΕΣΑΔ.

(29)

Λαμβάνοντας υπόψη το δικαίωμα των επιβατών να ενημερώνονται για την επεξεργασία των οικείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να φροντίζουν ώστε να παρέχονται στους επιβάτες ακριβείς, εύκολα προσβάσιμες και κατανοητές πληροφορίες, σχετικά με τη συλλογή των δεδομένων PNR και τη διαβίβασή τους στη ΜΣΕ, καθώς και σχετικά με τα δικαιώματα που έχουν ως υποκείμενα των δεδομένων.

(30)

Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας σχετικά με την αρχή της πρόσβασης του κοινού στα επίσημα έγγραφα.

(31)

Οι διαβιβάσεις δεδομένων PNR από κράτη μέλη σε τρίτες χώρες θα πρέπει να επιτρέπονται μόνον κατά περίπτωση και με πλήρη σεβασμό των διατάξεων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη δυνάμει της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ. Για να εξασφαλιστεί η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αυτές οι διαβιβάσεις θα πρέπει να υπόκεινται σε συμπληρωματικές απαιτήσεις σχετικά με τον σκοπό της διαβίβασης. Θα πρέπει επίσης να υπόκεινται στις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και να παρέχουν το υψηλό επίπεδο προστασίας που προβλέπεται από τον Χάρτη και από την ΕΣΑΔ.

(32)

Η εθνική εποπτική αρχή η οποία έχει συσταθεί κατ' εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ θα πρέπει επίσης να είναι υπεύθυνη για την παροχή συμβουλών και τον έλεγχο της εφαρμογής των διατάξεων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

(33)

Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν στην εθνική νομοθεσία τους ένα σύστημα συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων PNR από οικονομικούς φορείς που δεν είναι μεταφορείς, όπως ταξιδιωτικά γραφεία και διοργανωτές ταξιδιών που παρέχουν σχετιζόμενες με ταξίδια υπηρεσίες —συμπεριλαμβανομένων των κρατήσεων πτήσεων— για τις οποίες συλλέγουν και επεξεργάζονται δεδομένα PNR, ή από μεταφορείς άλλους πλην εκείνων που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, εφόσον η συγκεκριμένη εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με τη νομοθεσία της Ένωσης.

(34)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τους ισχύοντες κανόνες της Ένωσης που καθορίζουν τον τρόπο διεξαγωγής των συνοριακών ελέγχων ούτε τους κανόνες της Ένωσης που ρυθμίζουν την είσοδο και την έξοδο από την επικράτεια της Ένωσης.

(35)

Εξαιτίας των υφιστάμενων νομικών και τεχνικών διαφορών μεταξύ των εθνικών διατάξεων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων PNR, οι αερομεταφορείς θα συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν διαφορετικές απαιτήσεις όσον αφορά τα είδη πληροφοριών που πρέπει να διαβιβάζονται και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι συγκεκριμένες πληροφορίες πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες εθνικές αρχές. Οι εν λόγω διαφορές μπορεί να είναι επιζήμιες για την αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων εθνικών αρχών για τους σκοπούς της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων. Είναι επομένως απαραίτητη η θέσπιση σε επίπεδο Ένωσης ενός κοινού νομικού πλαισίου διαβίβασης και επεξεργασίας δεδομένων PNR.

(36)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη, ιδιαίτερα το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα στη μη διακριτική μεταχείριση, όπως προστατεύονται από τα άρθρα 8, 7 και 21 του Χάρτη και θα πρέπει επομένως να εφαρμόζεται ανάλογα. Η παρούσα οδηγία είναι συμβατή με τις αρχές προστασίας δεδομένων και οι διατάξεις της ευθυγραμμίζονται με την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ. Επιπλέον, για να συμμορφωθεί με την αρχή της αναλογικότητας, η παρούσα οδηγία, σε συγκεκριμένα θέματα, προβλέπει κανόνες προστασίας δεδομένων αυστηρότερους από εκείνους που προβλέπονται από την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ.

(37)

Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένο, καθώς επιτρέπει τη διατήρηση δεδομένων PNR στις ΜΣΕ για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, μετά την οποία τα δεδομένα θα πρέπει να διαγράφονται, προβλέπει ότι τα δεδομένα θα ανωνυμοποιούνται μέσω κάλυψης στοιχείων των δεδομένων μετά από μια αρχική περίοδο έξι μηνών, και απαγορεύει τη συλλογή και χρήση ευαίσθητων δεδομένων. Για να εξασφαλιστούν η αποτελεσματικότητα και υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίσουν ότι μια ανεξάρτητη εθνική εποπτική αρχή και, ειδικότερα, ένας υπεύθυνος προστασίας δεδομένων, είναι αρμόδιος για την παροχή συμβουλών και τον έλεγχο του τρόπου επεξεργασίας των δεδομένων PNR. Κάθε επεξεργασία δεδομένων PNR θα πρέπει να καταγράφεται ή να τεκμηριώνεται για τους σκοπούς της εξακρίβωσης της νομιμότητάς της, του αυτοελέγχου και της εξασφάλισης της ακεραιότητας των δεδομένων και της ασφάλειας της επεξεργασίας τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν ότι οι επιβάτες είναι σαφώς και επακριβώς ενημερωμένοι για τη συλλογή δεδομένων PNR και για τα δικαιώματά τους.

(38)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η εκ μέρους των μεταφορέων διαβίβαση δεδομένων PNR και η επεξεργασία των δεδομένων αυτών με σκοπό την πρόληψη, αποκάλυψη, έρευνα και δίωξη τρομοκρατικών πράξεων και σοβαρών εγκλημάτων δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(39)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα εν λόγω κράτη μέλη κοινοποίησαν την πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στην έκδοση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(40)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(41)

Σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος και γνωμοδότησε στις 25 Μαρτίου 2011,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία προβλέπει:

α)

τη διαβίβαση, από τους αερομεταφορείς, δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) σε πτήσεις εκτός της ΕΕ·

β)

την επεξεργασία των δεδομένων του στοιχείου α), συμπεριλαμβανομένων της συλλογής, της χρησιμοποίησης και της διατήρησής τους από τα κράτη μέλη και της ανταλλαγής αυτών των δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών.

2.   Τα δεδομένα PNR που συλλέγονται βάσει της παρούσας οδηγίας υφίστανται επεξεργασία μόνο για τον σκοπό της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ).

Άρθρο 2

Εφαρμογή της παρούσας οδηγίας σε πτήσεις εντός της ΕΕ

1.   Εάν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να εφαρμόσει την παρούσα οδηγία σε πτήσεις εντός της ΕΕ, οφείλει να το ανακοινώσει εγγράφως στην Επιτροπή. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβούν σε τέτοια ανακοίνωση, ή να την ανακαλέσουν, ανά πάσα στιγμή. Η Επιτροπή δημοσιεύει την εν λόγω ανακοίνωση και τυχόν ανάκλησή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Σε περίπτωση ανακοίνωσης αναφερομένης στην παράγραφο 1, στις πτήσεις εντός της ΕΕ και στα δεδομένα PNR από τις πτήσεις αυτές εφαρμόζεται το σύνολο των διατάξεων της παρούσας οδηγίας ως να επρόκειτο αντιστοίχως για πτήσεις εκτός της ΕΕ και για δεδομένα PNR από πτήσεις εκτός της ΕΕ.

3.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόσει την παρούσα οδηγία μόνον σε επιλεγμένες πτήσεις εντός της ΕΕ. Όταν λαμβάνουν την απόφαση αυτή, τα κράτη μέλη επιλέγουν τις πτήσεις που θεωρούν αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μπορούν ανά πάσα στιγμή να αλλάξουν τις επιλεχθείσες πτήσεις εντός της ΕΕ.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «αερομεταφορέας»: επιχείρηση αερομεταφορών με έγκυρη άδεια εκμετάλλευσης ή ισοδύναμο αυτής που επιτρέπει την αεροπορική μεταφορά επιβατών·

2)   «πτήση εκτός της ΕΕ»: κάθε τακτική ή μη τακτική πτήση εκτελούμενη από αερομεταφορέα που αναχωρεί από τρίτη χώρα και προβλέπεται να προσγειωθεί στο έδαφος κράτους μέλους ή αναχωρεί από το έδαφος κράτους μέλους και προβλέπεται να προσγειωθεί σε τρίτη χώρα, συμπεριλαμβανομένων, σε αμφότερες τις περιπτώσεις πτήσεων με τυχόν ενδιάμεσες στάσεις στο έδαφος κρατών μελών ή τρίτων χωρών·

3)   «πτήση εντός της ΕΕ»: κάθε τακτική ή μη τακτική πτήση εκτελούμενη από αερομεταφορέα, η οποία αναχωρεί από το έδαφος κράτους μέλους και προβλέπεται να προσγειωθεί στο έδαφος ενός ή περισσοτέρων από τα λοιπά κράτη μέλη, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις στο έδαφος τρίτης χώρας·

4)   «επιβάτης»: κάθε πρόσωπο, συμπεριλαμβανόμενων των μετεπιβιβαζόμενων και διερχόμενων επιβατών και εξαιρουμένων των μελών του πληρώματος, που μεταφέρεται ή πρόκειται να μεταφερθεί με αεροσκάφος με τη συγκατάθεση του αερομεταφορέα, η οποία εκφράζεται με την καταχώριση του επιβάτη στον κατάλογο επιβατών·

5)   «κατάσταση ονομάτων επιβατών» ή «PNR»: ταξιδιωτικός φάκελος κάθε επιβάτη, ο οποίος περιλαμβάνει τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την επεξεργασία και τον έλεγχο των κρατήσεων από τους αερομεταφορείς που πραγματοποιούν την κράτηση ή συμμετέχουν στη μεταφορά για κάθε ταξίδι για το οποίο γίνεται κράτηση από το ίδιο το άτομο ή για λογαριασμό του, ανεξάρτητα από το αν ο φάκελος περιλαμβάνεται σε συστήματα κράτησης, σε συστήματα ελέγχου αναχωρήσεων που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο επιβατών πριν επιβιβασθούν στο αεροπλάνο ή σε ισοδύναμα συστήματα με τις ίδιες λειτουργίες·

6)   «συστήματα κράτησης»: το εσωτερικό σύστημα του αερομεταφορέα, στο οποίο συγκεντρώνονται δεδομένα PNR για τη διεκπεραίωση των κρατήσεων·

7)   «μέθοδος προώθησης» («push method»): η μέθοδος βάσει της οποίας οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν δεδομένα PNR που απαριθμούνται στο παράρτημα I στη βάση δεδομένων της αρχής που τα έχει ζητήσει·

8)   «τρομοκρατικά εγκλήματα»: οι εγκληματικές πράξεις σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 4 της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ·

9)   «σοβαρά εγκλήματα»: οι εγκληματικές πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα II, οι οποίες τιμωρούνται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών·

10)   «ανωνυμοποίηση μέσω κάλυψης των δεδομένων»: ορισμένα στοιχεία των δεδομένων εκείνων που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην άμεση ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων καθίστανται αόρατα στους χρήστες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Καθήκοντα των κρατών μελών

Άρθρο 4

Μονάδα στοιχείων επιβατών

1.   Κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή ορίζει μια αρχή αρμόδια για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων ή τμήμα μιας τέτοιας αρχής, η οποία θα λειτουργεί ως η οικεία «μονάδα στοιχείων επιβατών» («ΜΣΕ»).

2.   Η ΜΣΕ είναι αρμόδια:

α)

για τη συλλογή δεδομένων PNR από αερομεταφορείς, την αποθήκευση, την επεξεργασία και διαβίβαση των δεδομένων αυτών ή του αποτελέσματος της επεξεργασίας τους στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 7·

β)

για την ανταλλαγή τόσο δεδομένων PNR όσο και του αποτελέσματος της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών με τις ΜΣΕ άλλων κρατών μελών και με την Ευρωπόλ σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10.

3.   Τα μέλη του προσωπικού της ΜΣΕ μπορούν να αποσπώνται από αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη παρέχουν στις ΜΣΕ επαρκείς πόρους για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

4.   Δύο ή περισσότερα κράτη μέλη (τα συμμετέχοντα κράτη μέλη) δύνανται να συστήσουν ή να ορίσουν την ίδια αρχή η οποία θα λειτουργεί ως η κοινή τους ΜΣΕ. Η εν λόγω ΜΣΕ εγκαθίσταται σε ένα από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και θεωρείται ως εθνική ΜΣΕ όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη συμφωνούν τους λεπτομερείς κανόνες λειτουργίας της ΜΣΕ και τηρούν τις προδιαγραφές της παρούσας οδηγίας.

5.   Εντός μηνός από την ημερομηνία ίδρυσης της οικείας ΜΣΕ, κάθε κράτος μέλος προβαίνει σε σχετική κοινοποίηση προς την Επιτροπή και δύναται να τροποποιήσει την κοινοποίηση αυτή ανά πάσα στιγμή. Η Επιτροπή δημοσιεύει την κοινοποίηση και τις τυχόν τροποποιήσεις της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 5

Υπεύθυνος προστασίας δεδομένων εντός της ΜΣΕ

1.   Η ΜΣΕ ορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων για την εποπτεία της επεξεργασίας δεδομένων PNR και την υλοποίηση των σχετικών διασφαλίσεων.

2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στους υπεύθυνους προστασίας δεδομένων τα μέσα για την αποτελεσματική και ανεξάρτητη εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους κατά το παρόν άρθρο.

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να επικοινωνεί με τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, ως ενιαίο σημείο επαφής, σχετικά με όλα τα ζητήματα που συνδέονται με την επεξεργασία των οικείων δεδομένων PNR.

Άρθρο 6

Επεξεργασία των δεδομένων PNR

1.   Τα δεδομένα PNR που διαβιβάζονται από τους αερομεταφορείς συλλέγονται από τη ΜΣΕ του σχετικού κράτους μέλους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8. Στις περιπτώσεις όπου τα δεδομένα PNR που διαβιβάζονται από τους αερομεταφορείς συμπεριλαμβάνουν και άλλα δεδομένα πλην εκείνων του παραρτήματος I, η ΜΣΕ διαγράφει αμέσως και μονίμως αυτά τα δεδομένα μετά την παραλαβή τους.

2.   Η ΜΣΕ επεξεργάζεται τα δεδομένα PNR μόνο για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)

αξιολόγηση των επιβατών πριν από την προγραμματιζόμενη άφιξή τους στο κράτος μέλος ή αναχώρησή τους από αυτό, προκειμένου να ταυτοποιηθούν τα πρόσωπα που πρέπει να εξεταστούν λεπτομερέστερα από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 7 και, εφόσον απαιτείται, από την Ευρωπόλ, σύμφωνα με το άρθρο 10, επειδή ενδέχεται να εμπλέκονται σε τρομοκρατικό ή σοβαρό έγκλημα·

β)

απάντηση, κατά περίπτωση, σε μια δεόντως αιτιολογημένη αίτηση που βασίζεται σε επαρκείς λόγους, η οποία υποβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές, για τη χορήγηση και την επεξεργασία δεδομένων PNR σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, προς το σκοπό της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων, και γνωστοποίηση στις αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, στην Ευρωπόλ των αποτελεσμάτων αυτής της επεξεργασίας·

γ)

ανάλυση των δεδομένων PNR με σκοπό την επικαιροποίηση ή τη δημιουργία νέων κριτηρίων που θα χρησιμοποιούνται στις αξιολογήσεις που διενεργούνται σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 3 με σκοπό την ταυτοποίηση κάθε προσώπου δυναμένου να εμπλέκεται σε τρομοκρατικό ή σοβαρό έγκλημα.

3.   Κατά τη διεξαγωγή της αξιολόγησης του στοιχείου α) της παραγράφου 2, η ΜΣΕ μπορεί:

α)

να αντιπαραβάλει τα δεδομένα PNR με βάσεις δεδομένων σχετικές με τους σκοπούς της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένων των βάσεων δεδομένων για πρόσωπα ή αντικείμενα που αναζητούνται ή για τα οποία υπάρχει σχετική καταχώριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης και τις διεθνείς και εθνικές διατάξεις που ισχύουν για τέτοιες βάσεις δεδομένων· ή

β)

να επεξεργαστεί τα δεδομένα PNR σύμφωνα με προκαθορισμένα κριτήρια.

4.   Πάσα αξιολόγηση των επιβατών πριν από την προγραμματισμένη άφιξή τους στο κράτος μέλος ή την αναχώρησή τους από αυτό σύμφωνα με τα προκαθορισμένα κριτήρια της παραγράφου 3 στοιχείο β) πραγματοποιείται χωρίς διακρίσεις. Τα προκαθορισμένα κριτήρια πρέπει να είναι στοχοθετημένα, αναλογικά και ειδικά. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τα εν λόγω κριτήρια να καθορίζονται από τις ΜΣΕ και να επανεξετάζονται τακτικά σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 7. Τα κριτήρια δεν πρέπει ποτέ να βασίζονται στη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην κατάσταση της υγείας, στη σεξουαλική ζωή ή στο σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου.

5.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε θετικό αποτέλεσμα που λαμβάνεται από αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων PNR δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο α) ελέγχεται μεμονωμένα με μη αυτοματοποιημένα μέσα για να εξακριβωθεί κατά πόσον είναι απαραίτητη η παρέμβαση της αρμόδιας αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 7, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

6.   Η ΜΣΕ ενός κράτους μέλους διαβιβάζει τα δεδομένα PNR των προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί σύμφωνα με το στοιχείο α) της παραγράφου 2 ή τα αποτελέσματα επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, για περαιτέρω εξέταση στις αναφερόμενες στο άρθρο 7 αρμόδιες αρχές του ιδίου κράτους μέλους. Αυτές οι διαβιβάσεις πραγματοποιούνται μόνο κατά περίπτωση και όταν έχει γίνει αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων PNR έπειτα από μεμονωμένη επανεξέταση με μη αυτοματοποιημένα μέσα.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων έχει πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που επεξεργάζεται η ΜΣΕ. Σε περίπτωση που ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων θεωρεί ότι η επεξεργασία οποιωνδήποτε δεδομένων δεν ήταν νόμιμη, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην εθνική εποπτική αρχή.

8.   Η διατήρηση, επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων PNR από τη ΜΣΕ πραγματοποιείται αποκλειστικά σε ασφαλή χώρο ή χώρους εντός της επικράτειας των κρατών μελών.

9.   Οι συνέπειες των προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου αξιολογήσεων των επιβατών δεν θίγουν το δικαίωμα εισόδου προσώπων που απολαύουν του ενωσιακού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, όπως προβλέπει η οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11). Επιπροσθέτως, εφόσον διενεργούνται αξιολογήσεις σε σχέση με πτήσεις εντός της ΕΕ μεταξύ κρατών μελών όπου εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), οι συνέπειες των αξιολογήσεων αυτών πρέπει να συνάδουν με τον εν λόγω κανονισμό.

Άρθρο 7

Αρμόδιες αρχές

1.   Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει έναν κατάλογο των αρμόδιων αρχών εξουσιοδοτημένων να ζητούν ή να λαμβάνουν δεδομένα PNR ή το αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών από τις ΜΣΕ, προκειμένου να εξετάζουν περαιτέρω τις πληροφορίες αυτές ή να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων.

2.   Αρχές της παραγράφου 1 είναι εκείνες που είναι αρμόδιες στον τομέα της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης και της δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 9 παράγραφος 3, κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί τον κατάλογο των αρμόδιων αρχών του στην Επιτροπή έως τις 25 Μαΐου 2017 και μπορεί να τροποποιεί την κοινοποίησή του ανά πάσα στιγμή. Η Επιτροπή δημοσιεύει την κοινοποίηση και τυχόν τροποποιήσεις της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Τα δεδομένα PNR και τα αποτελέσματα της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών που λαμβάνονται από τη ΜΣΕ μπορούν να υποστούν περαιτέρω επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μόνο για τους συγκεκριμένους σκοπούς της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή της δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων.

5.   Η παράγραφος 4 τελεί υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των αρχών επιβολής του νόμου ή των δικαστικών αρχών όταν, στο πλαίσιο μέτρων επιβολής του νόμου που ελήφθησαν μετά το πέρας αυτής της επεξεργασίας, διαπιστώνονται άλλες εγκληματικές πράξεις ή υπάρχουν σχετικές ενδείξεις.

6.   Οι αρμόδιες αρχές δεν λαμβάνουν ποτέ απόφαση που έχει δυσμενείς νομικές συνέπειες για συγκεκριμένο πρόσωπο ή το θίγει σημαντικά απλά και μόνο λόγω της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων PNR. Οι αποφάσεις αυτές δεν λαμβάνονται με βάση τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, την κατάσταση της υγείας, τη σεξουαλική ζωή ή το σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου.

Άρθρο 8

Υποχρεώσεις των αερομεταφορέων όσον αφορά τις διαβιβάσεις δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν με τη μέθοδο της «προώθησης» τα δεδομένα PNR, όπως ορίζονται στο παράρτημα I, στο μέτρο που οι αερομεταφορείς αυτοί έχουν ήδη συγκεντρώσει τα δεδομένα αυτά κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών τους, στη βάση δεδομένων της ΜΣΕ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου θα προσγειωθεί και/ή από το έδαφος του οποίου θα απογειωθεί το αεροσκάφος. Όταν η πτήση εκτελείται με κοινό κωδικό μεταξύ ενός ή περισσοτέρων αερομεταφορέων, η υποχρέωση διαβίβασης των δεδομένων PNR όλων των επιβατών της πτήσης βαρύνει τον αερομεταφορέα που εκτελεί την πτήση. Όταν μια πτήση εκτός της ΕΕ περιλαμβάνει μία ή περισσότερες ενδιάμεσες στάσεις στα αεροδρόμια διαφορετικών κρατών μελών, οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν τα δεδομένα PNR όλων των επιβατών στις ΜΣΕ όλων των ενδιαφερομένων κρατών μελών. Αυτό ισχύει επίσης και όταν μια πτήση εντός της ΕΕ περιλαμβάνει μία ή περισσότερες ενδιάμεσες στάσεις στα αεροδρόμια διαφορετικών κρατών μελών, αλλά μόνον όσον αφορά κράτη μέλη τα οποία συλλέγουν δεδομένα PNR από πτήσεις εντός της ΕΕ.

2.   Αν οι αερομεταφορείς έχουν συλλέξει εκ των προτέρων δεδομένα για τους επιβάτες (API) που απαριθμούνται στο σημείο 18 του Παραρτήματος I, αλλά δεν διατηρούν τα δεδομένα αυτά με τα ίδια τεχνικά μέσα όπως για τα άλλα δεδομένα PNR, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν επίσης με τη μέθοδο της «προώθησης» τα δεδομένα αυτά στην ΜΣΕ των κρατών μελών της παραγράφου 1. Σε περίπτωση διαβίβασης τέτοιων δεδομένων, όλες οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται επί των εν λόγω δεδομένων API.

3.   Οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν τα δεδομένα PNR με ηλεκτρονικά μέσα χρησιμοποιώντας τα κοινά πρωτόκολλα και τους υποστηριζόμενους μορφότυπους δεδομένων που θα θεσπιστούν σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 17 παράγραφος 2 ή, σε περίπτωση τεχνικής βλάβης, με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο που εξασφαλίζει κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας των δεδομένων, ως εξής:

α)

η διαβίβαση γίνεται 24 έως 48 ώρες πριν από τον προγραμματισμένο χρόνο αναχώρησης της πτήσης· και

β)

η διαβίβαση γίνεται αμέσως μετά το κλείσιμο της πτήσης, δηλαδή αφού επιβιβαστούν οι επιβάτες στο αεροσκάφος που ετοιμάζεται να αναχωρήσει και δεν είναι πλέον δυνατή η επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών.

4.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους αερομεταφορείς, κατά την προβλεπόμενη στην παράγραφο 3 στοιχείο β) διαβίβαση, να περιορίζονται σε επικαιροποίηση των δεδομένων που διαβιβάστηκαν σύμφωνα με το στοιχείο α) της εν λόγω παραγράφου.

5.   Όταν η πρόσβαση σε δεδομένα PNR είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστεί συγκεκριμένη και πραγματική απειλή σχετιζομένη με τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα, οι αερομεταφορείς, κατά περίπτωση, και κατόπιν αίτησης ΜΣΕ σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, διαβιβάζουν δεδομένα PNR και σε άλλες χρονικές στιγμές πλην αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 9

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών

1.   Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε, όταν πρόκειται για πρόσωπα ταυτοποιημένα από ΜΣΕ σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2, όλα τα συναφή και αναγκαία δεδομένα PNR ή το αποτέλεσμα τυχόν επεξεργασίας των δεδομένων αυτών να διαβιβάζονται από την εν λόγω ΜΣΕ στις αντίστοιχες ΜΣΕ των άλλων κρατών μελών. Οι ΜΣΕ των κρατών μελών που λαμβάνουν τις πληροφορίες τις διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές τους σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6.

2.   Η ΜΣΕ ενός κράτους μέλους δικαιούται, αν χρειασθεί, να ζητήσει από την αντίστοιχη ΜΣΕ άλλου κράτους μέλους να της γνωστοποιήσει δεδομένα PNR που διατηρεί στη βάση δεδομένων της και που δεν έχουν ακόμα ανωνυμοποιηθεί μέσω κάλυψης στοιχείων των δεδομένων δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 2 καθώς επίσης, αν χρειάζεται, το αποτέλεσμα επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, εάν έχει ήδη γίνει σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α). Μια τέτοια αίτηση γνωστοποίησης αιτιολογείται δεόντως. Μπορεί να θεμελιώνεται σε οποιοδήποτε μεμονωμένο στοιχείο δεδομένων ή σε συνδυασμό τέτοιων στοιχείων, ανάλογα με αυτό που η αιτούσα ΜΣΕ κρίνει απαραίτητο σε μια συγκεκριμένη υπόθεση πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης ή δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων. Οι ΜΣΕ παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες το συντομότερο δυνατόν. Εάν τα ζητούμενα δεδομένα έχουν ανωνυμοποιηθεί μέσω κάλυψης σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2, η ΜΣΕ γνωστοποιεί τα πλήρη δεδομένα μόνον εφόσον εκτιμάται εύλογα ότι είναι αναγκαίο για το σκοπό του άρθρου 6 παράγραφος 2 στοιχείο β) και μόνον εφόσον εξουσιοδοτηθεί από αρμόδια αρχή όπως αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχείο β).

3.   Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους μπορούν να ζητήσουν απευθείας από τη ΜΣΕ άλλου κράτους μέλους να τους γνωστοποιήσει δεδομένα PNR που διατηρεί στη βάση δεδομένων της μόνον όταν απαιτείται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2. Οι αιτήσεις των αρμόδιων αρχών είναι αιτιολογημένες. Αντίγραφο της αιτήσεως αποστέλλεται πάντοτε στη ΜΣΕ του αιτούντος κράτους μέλους. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν τις αιτήσεις τους μέσω της ΜΣΕ του δικού τους κράτους μέλους.

4.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η πρόσβαση σε δεδομένα PNR είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστεί συγκεκριμένη και πραγματική απειλή που έχει σχέση με τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα, η ΜΣΕ ενός κράτους μέλους έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τη ΜΣΕ άλλου κράτους μέλους να λάβει δεδομένα PNR σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 5 και να τα δώσει στη ΜΣΕ που τα έχει ζητήσει.

5.   Η ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορεί να διεξάγεται με τη χρήση των υφιστάμενων διαύλων συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται για την αίτηση και την ανταλλαγή πληροφοριών είναι εκείνη που χρησιμοποιείται για τον επιλεγόμενο δίαυλο. Τα κράτη μέλη, όταν υποβάλλουν τις κοινοποιήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 5, γνωστοποιούν επίσης στην Επιτροπή τα στοιχεία των σημείων επαφής στα οποία μπορούν να αποστέλλονται οι αιτήσεις σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Η Επιτροπή διαβιβάζει στα κράτη μέλη τις λεπτομέρειες αυτές.

Άρθρο 10

Προϋποθέσεις πρόσβασης της Ευρωπόλ σε δεδομένα PNR

1.   Η Ευρωπόλ έχει το δικαίωμα να ζητήσει δεδομένα PNR, ή το αποτέλεσμα της επεξεργασίας αυτών, από τις ΜΣΕ των κρατών μελών εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της και για την εκτέλεση των καθηκόντων της.

2.   Η Ευρωπόλ μπορεί να υποβάλει, κατά περίπτωση, δεόντως αιτιολογημένη ηλεκτρονική αίτηση στη ΜΣΕ οποιουδήποτε κράτους μέλους, μέσω της εθνικής μονάδας της Ευρωπόλ, για τη διαβίβαση συγκεκριμένων δεδομένων PNR ή του αποτελέσματος της επεξεργασίας αυτών των δεδομένων. Η Ευρωπόλ δύναται να υποβάλει μια τέτοια αίτηση όταν η διαβίβαση αυτή είναι απολύτως απαραίτητη για την υποστήριξη και την ενίσχυση της δράσης των κρατών μελών για την πρόληψη, την ανίχνευση ή τη διερεύνηση ενός συγκεκριμένου τρομοκρατικού ή σοβαρού εγκλήματος, εφόσον το εν λόγω έγκλημα εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ δυνάμει της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Η αίτηση αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η Ευρωπόλ θεωρεί ότι η διαβίβαση δεδομένων PNR ή των αποτελεσμάτων της επεξεργασίας δεδομένων PNR θα συμβάλει σημαντικά στην πρόληψη, ανίχνευση ή διερεύνηση της σχετικής αξιόποινης πράξης.

3.   Η Ευρωπόλ ενημερώνει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, ο οποίος διορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 28 της απόφασης 2009/371/ΔΕΥ, σχετικά με κάθε ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου.

4.   Η ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου διεξάγεται μέσω της SIENA και σύμφωνα με την απόφαση 2009/371/ΔΕΥ. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στην αίτηση και κατά την ανταλλαγή πληροφοριών είναι εκείνη που χρησιμοποιείται για τη SIENA.

Άρθρο 11

Διαβίβαση δεδομένων σε τρίτες χώρες

1.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να διαβιβάσει σε τρίτη χώρα δεδομένα PNR και το αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, τα οποία έχουν αποθηκευθεί από τη ΜΣΕ σύμφωνα με το άρθρο 12, μόνο κατά περίπτωση και εφόσον:

α)

πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου·

β)

η διαβίβαση είναι απαραίτητη για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2·

γ)

η τρίτη χώρα συμφωνεί να διαβιβάσει δεδομένα σε άλλη τρίτη χώρα μόνον εφόσον αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τους σκοπούς της οδηγίας που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και μόνο με τη ρητή έγκριση του κράτους μέλους· και

δ)

πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 παράγραφος 2.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 13 παράγραφος 2 της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ, οι διαβιβάσεις δεδομένων PNR χωρίς προηγούμενη έγκριση του κράτους μέλους εκ του οποίου ελήφθησαν επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο εφόσον:

α)

οι διαβιβάσεις δεδομένων είναι αναγκαίες για να αντιμετωπιστεί συγκεκριμένη και πραγματική απειλή σχετιζομένη με τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα εντός ενός κράτους μέλους ή τρίτης χώρας· και

β)

η προηγούμενη έγκριση δεν είναι δυνατόν να ληφθεί εγκαίρως.

Η αρμόδια για την παροχή της έγκρισης αρχή ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση και η διαβίβαση καταγράφεται δεόντως και μπορεί να υποβληθεί σε εκ των υστέρων έλεγχο.

3.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν δεδομένα PNR στις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο σύμφωνα με όρους που συνάδουν με την παρούσα οδηγία και μόνον αφού βεβαιωθούν ότι η σκοπούμενη χρήση PNR από τους παραλήπτες συνάδει με τους όρους αυτούς και τις εγγυήσεις.

4.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων της ΜΣΕ του κράτους μέλους που έχει διαβιβάσει τα δεδομένα PNR ενημερώνεται κάθε φορά που το κράτος μέλος διαβιβάζει δεδομένα PNR σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 12

Περίοδος διατήρησης των δεδομένων και αποπροσωποποίηση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα PNR που διαβιβάζουν οι αερομεταφορείς στη ΜΣΕ διατηρούνται σε βάση δεδομένων στη ΜΣΕ για περίοδο πέντε ετών από τη διαβίβασή τους στη ΜΣΕ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το σημείο άφιξης ή αναχώρησης της πτήσης.

2.   Έξι μήνες από τη διαβίβαση των δεδομένων PNR κατά την παράγραφο 1, όλα τα δεδομένα PNR ανωνυμοποιούνται με την κάλυψη των ακόλουθων στοιχείων που μπορούν να χρησιμεύσουν προς άμεση ταυτοποίηση του επιβάτη στον οποίο αναφέρονται τα δεδομένα PNR:

α)

όνομα (ονόματα), συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων άλλων επιβατών που αναφέρονται στον φάκελο PNR καθώς και του αριθμού επιβατών που συνταξιδεύουν, οι οποίοι περιλαμβάνονται στον φάκελο PNR·

β)

διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας·

γ)

όλα τα στοιχεία πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης χρέωσης, στο μέτρο που περιλαμβάνουν πληροφορίες που μπορούν να χρησιμεύσουν προς άμεση ταυτοποίηση του επιβάτη στον οποίον αναφέρονται τα δεδομένα PNR, ή άλλων προσώπων·

δ)

πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα τακτικού επιβάτη·

ε)

γενικές παρατηρήσεις, στο μέτρο που περιλαμβάνουν πληροφορίες που μπορούν να χρησιμεύσουν για την άμεση ταυτοποίηση του επιβάτη στον οποίον αναφέρονται τα δεδομένα PNR·

στ)

οποιαδήποτε δεδομένα API έχουν συλλεχθεί.

3.   Μετά την πάροδο των έξι μηνών κατά την παράγραφο 2, η κοινολόγηση των πλήρων δεδομένων PNR εγκρίνεται μόνον εφόσον:

α)

εκτιμάται εύλογα ότι είναι αναγκαία για τους σκοπούς του άρθρου 6 παράγραφος 2 στοιχείο β)· και

β)

εγκριθεί από:

i)

δικαστική αρχή, ή

ii)

άλλη εθνική αρχή αρμόδια δυνάμει του εθνικού δικαίου να ελέγχει την τήρηση των όρων κοινολόγησης πληροφοριών, υπό τον όρο ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων της ΜΣΕ θα ενημερωθεί για την έγκριση, την οποία και ελέγχει εκ των υστέρων.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα PNR διαγράφονται μονίμως μετά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η συγκεκριμένη υποχρέωση εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των περιπτώσεων διαβίβασης συγκεκριμένων δεδομένων PNR σε αρμόδια αρχή, τα οποία χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης για το σκοπό της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης ή δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων, οπότε η διατήρηση αυτών των δεδομένων από την αρμόδια αρχή διέπεται από το εθνικό δίκαιο.

5.   Το αποτέλεσμα της επεξεργασίας κατά το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) διατηρείται από τη ΜΣΕ μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για να ενημερωθούν οι αρμόδιες αρχές και, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1, για να ενημερωθούν οι ΜΣΕ των άλλων κρατών μελών για την ύπαρξη θετικού αποτελέσματος. Αν, έπειτα από μεμονωμένη επανεξέταση με μη αυτοματοποιημένα μέσα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 5, το αποτέλεσμα μιας αυτοματοποιημένης επεξεργασίας αποδειχθεί αρνητικό, το αποτέλεσμα αυτό μπορεί παρά ταύτα να αποθηκευθεί, προκειμένου να αποφευχθούν στο μέλλον «ψευδώς θετικά» αποτελέσματα, για όσο διάστημα δεν έχουν ακόμη διαγραφεί τα σχετικά δεδομένα σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 13

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

1.   Κάθε κράτος μέλος φροντίζει ώστε, σε οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει της παρούσας οδηγίας, όλοι οι επιβάτες να έχουν το ίδιο δικαίωμα προστασίας των προσωπικών τους δεδομένων, το ίδιο δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής και περιορισμού, καθώς και το ίδιο δικαίωμα αποζημίωσης και δικαστικής προσφυγής, με τα δικαιώματα που ετέθησαν διά της νομοθεσίας της Ένωσης και της εθνικής νομοθεσίας, καθώς και κατ' εφαρμογή των άρθρων 17, 18, 19 και 20 της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ. Κατά συνέπεια, τα άρθρα αυτά τυγχάνουν εφαρμογής.

2.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι οι διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο κατ' εφαρμογή των άρθρων 21 και 22 της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ, που αφορούν τον απόρρητο χαρακτήρα της επεξεργασίας και την ασφάλεια των δεδομένων, εφαρμόζονται επίσης και σε κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τους αερομεταφορείς και ιδίως τις υποχρεώσεις τους να λαμβάνουν τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ώστε να προστατεύονται η ασφάλεια και η εμπιστευτικότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

4.   Τα κράτη μέλη απαγορεύουν την επεξεργασία δεδομένων PNR που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, τη σεξουαλική ζωή ή το σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου. Αν παραληφθούν από τη ΜΣΕ δεδομένα PNR που αποκαλύπτουν τέτοιους είδους πληροφορίες, αυτά διαγράφονται αμέσως.

5.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ΜΣΕ διατηρεί τεκμηρίωση όλων των συστημάτων και διαδικασιών επεξεργασίας που τελούν υπό την ευθύνη της. Η τεκμηρίωση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)

το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του οργανισμού και του προσωπικού της ΜΣΕ που έχουν επιφορτιστεί με την επεξεργασία των δεδομένων PNR και τα διαφορετικά επίπεδα άδειας πρόσβασης·

β)

τα αιτήματα των αρμόδιων αρχών και των ΜΣΕ άλλων κρατών μελών·

γ)

όλες τις αιτήσεις και τις διαβιβάσεις δεδομένων PNR προς τρίτη χώρα.

Η ΜΣΕ καθιστά όλη την τεκμηρίωση διαθέσιμη, κατόπιν αιτήματος, στην εθνική εποπτική αρχή.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ΜΣΕ τηρεί αρχεία τουλάχιστον για τις ακόλουθες πράξεις επεξεργασίας: συλλογή, αναζήτηση πληροφοριών, κοινολόγηση και διαγραφή. Τα αρχεία αναζήτησης πληροφοριών και κοινολόγησης αναγράφουν ειδικότερα τον σκοπό, την ημερομηνία και την ώρα των εν λόγω πράξεων και, στον βαθμό του εφικτού, την ταυτότητα του προσώπου που αναζήτησε πληροφορίες ή κοινοποίησε τα δεδομένα αυτά, καθώς και την ταυτότητα των αποδεκτών των εν λόγω δεδομένων. Τα αρχεία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για σκοπούς εξακρίβωσης, αυτοελέγχου και κατοχύρωσης της ακεραιότητας και της ασφάλειας των δεδομένων, ή για σκοπούς ελέγχου. Κατόπιν αιτήματος, η ΜΣΕ καθιστά τα αρχεία διαθέσιμα στην εθνική εποπτική αρχή.

Τα αρχεία αυτά φυλάσσονται επί πέντε έτη.

7.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι η ΜΣΕ του εφαρμόζει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα και διαδικασίες ώστε να διασφαλίζει το υψηλότερο επίπεδο προστασίας κατάλληλο προς τους κινδύνους που παρουσιάζουν η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων PNR.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια παραβίαση προσωπικών δεδομένων ενδέχεται να ενέχει σοβαρό κίνδυνο για την προστασία των δεδομένων αυτών, ή να θίξει την ιδιωτικότητα του υποκειμένου τους, η ΜΣΕ γνωστοποιεί την παραβίαση στο υποκείμενο των δεδομένων και στην εθνική εποπτική αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Άρθρο 14

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες περί κυρώσεων οι οποίες επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα διά να διασφαλίσουν ότι θα εφαρμοστούν.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ιδίως κανόνες περί κυρώσεων, περιλαμβανομένων των οικονομικών, οι οποίες επιβάλλονται έναντι αερομεταφορέων που δεν διαβιβάζουν δεδομένα κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8, ή δεν τα διαβιβάζουν με την απαιτουμένη μορφή.

Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 15

Εθνική εποπτική αρχή

1.   Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι η εθνική εποπτική αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 25 της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ είναι υπεύθυνη για την παροχή συμβουλών και την παρακολούθηση της εφαρμογής στο έδαφός του των διατάξεων που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι διατάξεις του άρθρου 25 της απόφασης-πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ τυγχάνουν εφαρμογής.

2.   Αυτές οι εθνικές εποπτικές αρχές εργάζονται κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 1 με σκοπό την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.   Κάθε εθνική εποπτική αρχή:

α)

χειρίζεται τις καταγγελίες που υποβάλλονται από κάθε υποκείμενο δεδομένων, ερευνά την υπόθεση και ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων για την πρόοδο και την έκβαση της καταγγελίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

β)

ελέγχει τη νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων, διεξάγει έρευνες, επιθεωρήσεις και ελέγχους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, είτε αυτεπαγγέλτως είτε βάσει καταγγελίας κατά το στοιχείο α).

4.   Κάθε εθνική εποπτική αρχή συμβουλεύει, κατόπιν αιτήματος, το υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία καθορίζονται στις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Μέτρα εφαρμογής

Άρθρο 16

Κοινά πρωτόκολλα και υποστηριζόμενοι μορφότυποι δεδομένων

1.   Όλες οι διαβιβάσεις δεδομένων PNR από αερομεταφορείς στις ΜΣΕ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας γίνεται ηλεκτρονικά, διότι με τον τρόπο αυτό παρέχονται επαρκείς εγγυήσεις όσον αφορά τα μέτρα τεχνικής ασφάλειας και οργάνωσης της επεξεργασίας που πρέπει να διενεργηθεί. Σε περίπτωση τεχνικής βλάβης, τα δεδομένα PNR μπορούν να διαβιβασθούν με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο εφόσον διατηρείται το ίδιο επίπεδο ασφάλειας και υπάρχει πλήρης συμμόρφωση με την ενωσιακή νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων.

2.   Μετά παρέλευση ενός έτους από την ημερομηνία της θέσπισης για πρώτη φορά των κοινών πρωτοκόλλων και των υποστηριζόμενων μορφοτύπων δεδομένων από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3, όλες οι διαβιβάσεις δεδομένων PNR που πραγματοποιούνται από τους αερομεταφορείς προς τις ΜΣΕ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας γίνονται ηλεκτρονικά με τη χρήση ασφαλών μεθόδων συμφώνων προς τα εν λόγω κοινά πρωτόκολλα. Τα πρωτόκολλα αυτά είναι κοινά για όλες τις διαβιβάσεις, ώστε να κατοχυρώνεται η ασφάλεια των δεδομένων PNR κατά τη διαβίβαση. Τα δεδομένα PNR διαβιβάζονται με υποστηριζόμενο μορφότυπο δεδομένων, ώστε να εξασφαλίζεται η αναγνωσιμότητα των δεδομένων από όλους τους ενδιαφερομένους. Όλοι οι αερομεταφορείς είναι υποχρεωμένοι να επιλέγουν και να γνωστοποιούν στη ΜΣΕ το κοινό πρωτόκολλο και τον μορφότυπο δεδομένων που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν για τις διαβιβάσεις τους.

3.   Ο κατάλογος των κοινών πρωτοκόλλων και των υποστηριζομένων μορφοτύπων δεδομένων καταρτίζεται και, αν χρειαστεί, αναπροσαρμόζεται με εκτελεστικές πράξεις. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 17 παράγραφος 2.

4.   Η παράγραφος 1 παραμένει σε εφαρμογή για όσο χρονικό διάστημα δεν είναι διαθέσιμα τα κοινά πρωτόκολλα και οι υποστηριζόμενοι μορφότυποι δεδομένων οι οποίοι προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3.

5.   Εντός έτους από την ημερομηνία θέσπισης των κοινών πρωτοκόλλων και των εγκεκριμένων μορφότυπων δεδομένων που προβλέπονται στην παράγραφο 2, κάθε κράτος μέλος φροντίζει ώστε να θεσπιστούν τα απαραίτητα τεχνικά μέτρα για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα εν λόγω κοινά πρωτόκολλα και οι μορφότυποι δεδομένων.

Άρθρο 17

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εφόσον δεν έχει εκδοθεί γνώμη από την επιτροπή, η Επιτροπή δεν εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης, και εφαρμόζεται το τρίτο εδάφιο του άρθρου 5 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 18

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 25 Μαΐου 2018. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών μέτρων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 19

Επανεξέταση

1.   Βάσει των πληροφοριών που παρέχονται από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών πληροφοριών του άρθρου 20 παράγραφος 2, η Επιτροπή διενεργεί έως 25 Μαΐου 2020, επανεξέταση της εφαρμογής όλων των στοιχείων της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει και παρουσιάζει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2.   Κατά την επανεξέταση, η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη προσοχή:

α)

στη συμμόρφωση με τα εφαρμοστέα πρότυπα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

β)

στην αναγκαιότητα και αναλογικότητα της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων PNR για καθέναν από τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας·

γ)

στη διάρκεια διατήρησης των δεδομένων·

δ)

στην αποτελεσματικότητα της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών· και

ε)

στην ποιότητα των αξιολογήσεων μεταξύ άλλων σε συνάρτηση με τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 20.

3.   Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει επίσης επανεξέταση της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της αποτελεσματικότητας της υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας της υποχρεωτικής συλλογής και διαβίβασης δεδομένων PNR που αφορούν όλες ή επιλεγμένες πτήσεις εντός ΕΕ Η Επιτροπή συνεκτιμά την κτηθείσα πείρα των κρατών μελών, ιδίως δε εκείνων τα οποία εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία για τις πτήσεις εντός της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 2. Η έκθεση εξετάζει επίσης την ανάγκη να υπαχθούν οικονομικοί φορείς που δεν είναι αερομεταφορείς, όπως ταξιδιωτικά πρακτορεία και τουριστικά γραφεία που παρέχουν υπηρεσίες σχετικές με τα ταξίδια, περιλαμβανομένης της κράτησης θέσεων σε πτήση, στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

4.   Εάν απαιτείται βάσει της επανεξέτασης που διενεργείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο με σκοπό την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 20

Στατιστικά δεδομένα

1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν κάθε χρόνο στην Επιτροπή μια σειρά στατιστικών στοιχείων για τα δεδομένα PNR που κοινοποιούνται στις ΜΣΕ. Τα συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία δεν περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

2.   Τα στατιστικά στοιχεία καλύπτουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

τον συνολικό αριθμό επιβατών σχετικά με τους οποίους συλλέχθηκαν και ανταλλάχθηκαν δεδομένα PNR·

β)

τον αριθμό των επιβατών που ταυτοποιήθηκαν για περαιτέρω έλεγχο.

Άρθρο 21

Σχέση με άλλες πράξεις

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις μεταξύ τους διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, οι οποίες ίσχυαν στις 24 Μαΐου 2016, εφόσον οι εν λόγω συμφωνίες ή ρυθμίσεις συνάδουν με την παρούσα οδηγία.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων εκ μέρους αερομεταφορέων.

3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη υποχρεώσεων και δεσμεύσεων των κρατών μελών ή της Ένωσης που απορρέουν από διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες.

Άρθρο 22

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 27 Απριλίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

J.A. HENNIS-PLASSCHAERT


(1)  ΕΕ C 218 της 23.7.2011, σ. 107.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Απριλίου 2016 (δεν έχει δημοσιευτεί ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2016.

(3)  ΕΕ C 115 της 4.5.2010, σ. 1.

(4)  Οδηγία 2004/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την υποχρέωση των μεταφορέων να κοινοποιούν τα στοιχεία των επιβατών (ΕΕ L 261 της 6.8.2004, σ. 24).

(5)  Απόφαση-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 164 της 22.6.2002, σ. 3).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(7)  Απόφαση 2009/371/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) (ΕΕ L 121 της 15.5.2009, σ. 37).

(8)  Απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 386 της 29.12.2006, σ. 89).

(9)  Απόφαση πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ L 350 της 30.12.2008, σ. 60).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 77).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ L 105 της 13.4.2006, σ. 1).

(13)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Δεδομένα που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών στο μέτρο που έχουν συλλεχθεί από τους αερομεταφορείς

1.

Κωδικός ανεύρεσης φακέλου PNR.

2.

Ημερομηνία κράτησης/έκδοσης εισιτηρίου.

3.

Προβλεπόμενη/ες ημερομηνία/-ες ταξιδίου.

4.

Όνομα/-τα.

5.

Διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας (αριθμός τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου).

6.

Όλα τα στοιχεία πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης χρέωσης.

7.

Πλήρες δρομολόγιο για τον συγκεκριμένο φάκελο PNR.

8.

Πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα τακτικού επιβάτη.

9.

Ταξιδιωτικό πρακτορείο / ταξιδιωτικός πράκτορας.

10.

Ταξιδιωτικό ιστορικό του επιβάτη, συμπεριλαμβανομένων των επιβεβαιώσεων κράτησης, του ελέγχου εισιτηρίων, πληροφοριών σχετικά με τη μη εμφάνιση του επιβάτη ή με την αγορά εισιτηρίου την τελευταία στιγμή χωρίς κράτηση.

11.

Διαχωρισμένες/κατανεμημένες πληροφορίες PNR.

12.

Γενικές πληροφορίες (όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες για ασυνόδευτους ανηλίκους κάτω των 18 ετών, όπως όνομα και φύλο του ανηλίκου, ηλικία, γλώσσα ή γλώσσες που ομιλεί, ονοματεπώνυμο και στοιχεία επικοινωνίας κηδεμόνα κατά την αναχώρηση και σχέση με τον ανήλικο, ονοματεπώνυμο και στοιχεία επικοινωνίας κηδεμόνα κατά τη άφιξη και σχέση με τον ανήλικο, πράκτορας αναχώρησης και άφιξης).

13.

Πληροφορίες σχετικά με την έκδοση των εισιτηρίων, που περιλαμβάνουν τον αριθμό εισιτηρίου, την ημερομηνία έκδοσης, τα εισιτήρια απλής μετάβασης και τα πεδία αυτόματης αναγραφής ναύλου (Automated Ticket Fare Quote).

14.

Αριθμός θέσης και άλλες πληροφορίες για τη θέση.

15.

Πληροφορίες για τη χρήση κοινού κωδικού.

16.

Όλες οι πληροφορίες για τις αποσκευές.

17.

Αριθμός και άλλα ονόματα ταξιδιωτών του φακέλου PNR.

18.

Τυχόν εκ των προτέρων συλλεχθέντα δεδομένα για τους επιβάτες (API) (μεταξύ άλλων είδος εγγράφου, αριθμός εγγράφου, χώρα έκδοσης, ημερομηνία λήξεως ισχύος του εγγράφου ταυτότητος, ιθαγένεια, επώνυμο, όνομα, φύλο, ημερομηνία γέννησης, αεροπορική εταιρεία, αριθμός πτήσης, ημερομηνία αναχώρησης, ημερομηνία άφιξης, αερολιμένας αναχώρησης, αερολιμένας άφιξης, ώρα αναχώρησης και ώρα άφιξης).

19.

Ιστορικό όλων των μεταβολών των δεδομένων PNR που απαριθμούνται στα σημεία 1 έως 18.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κατάλογος των εγκληματικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 9

1.

Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση,

2.

εμπορία ανθρώπων,

3.

σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία,

4.

παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

5.

παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,

6.

δωροδοκία,

7.

απάτη, μεταξύ άλλων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης,

8.

νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος και παραχάραξη/κιβδηλεία νομίσματος, συμπεριλαμβανομένου του ευρώ,

9.

ηλεκτρονικό έγκλημα/έγκλημα στον κυβερνοχώρο,

10.

εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του παράνομου εμπορίου απειλουμένων ζωικών ειδών και του παράνομου εμπορίου απειλουμένων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,

11.

παροχή βοήθειας για την παράνομη είσοδο και διαμονή,

12.

ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη,

13.

παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών,

14.

απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία,

15.

οργανωμένη και ένοπλη ληστεία,

16.

παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, περιλαμβανομένων αρχαιοτήτων και έργων τέχνης,

17.

παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

18.

πλαστογράφηση και διακίνηση διοικητικών εγγράφων,

19.

λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

20.

λαθρεμπόριο πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών,

21.

βιασμός,

22.

εγκλήματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου,

23.

αεροπειρατεία και πειρατεία,

24.

δολιοφθορά,

25.

εμπορία κλεμμένων οχημάτων,

26.

βιομηχανική κατασκοπία.