ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

58ό έτος
19 Μαΐου 2015


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες ( 1)

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/752 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, για ορισμένες διαδικασίες εφαρμογής της συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφενός, και της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου αφετέρου

16

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/753 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, για την εισαγωγή στην Ένωση γεωργικών προϊόντων καταγωγής Τουρκίας

23

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/754 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, για το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης ορισμένων ενωσιακών δασμολογικών ποσοστώσεων για το βόειο κρέας υψηλής ποιότητας, το χοίρειο κρέας, το κρέας πουλερικών, το σιτάρι και το σμιγάδι, καθώς και τα πίτουρα εν γένει και άλλα υπολείμματα

27

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/755 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, περί κοινού καθεστώτος εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες

33

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/756 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, για την αναστολή ορισμένων παραχωρήσεων που αφορούν την εισαγωγή στην Ένωση γεωργικών προϊόντων καταγωγής Τουρκίας

50

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/757 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, για την παρακολούθηση, την υποβολή εκθέσεων και επαλήθευση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από θαλάσσιες μεταφορές και για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/16/ΕΚ ( 1)

55

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/758 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, όσον αφορά τις απαιτήσεις έγκρισης τύπου για την ανάπτυξη του συστήματος eCall που βασίζεται στην υπηρεσία 112 σε οχήματα και την τροποποίηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ

77

 

*

Κανονισμός (EE) 2015/759 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009 σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές ( 3)

90

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/760 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τα ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια ( 1)

98

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στο κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 375/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 για τη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Σώματος Εθελοντών Ανθρωπιστικής Βοήθειας (πρωτοβουλία εθελοντών ανθρωπιστικής βοήθειας της ΕΕ) ( ΕΕ L 122 της 24.4.2014 )

122

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

 

(3)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και την Ελβετία

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

19.5.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/751 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Απριλίου 2015

σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 114 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς είναι επιζήμιος για την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση εντός της Ένωσης. Η εξάλειψη των άμεσων και έμμεσων εμποδίων στην ορθή λειτουργία και την ολοκλήρωση μιας ενιαίας αγοράς για τις ηλεκτρονικές πληρωμές, χωρίς διακρίσεις μεταξύ εθνικών και διασυνοριακών πληρωμών, είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(2)

Η οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) παρέσχε τη νομική βάση για τη δημιουργία μιας ενωσιακής εσωτερικής αγοράς για τις πληρωμές, δεδομένου ότι διευκόλυνε σημαντικά τη δραστηριότητα των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, με τη δημιουργία ενιαίων κανόνων όσον αφορά την παροχή των υπηρεσιών πληρωμών.

(3)

Δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), οι επιβαρύνσεις των χρηστών για τις διασυνοριακές πληρωμές σε ευρώ είναι ίδιες με αυτές των αντίστοιχων πληρωμών εντός της επικράτειας κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων πληρωμής με κάρτα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) καθόρισε τους κανόνες για τη λειτουργία των μεταφορών πίστωσης και των άμεσων χρεώσεων σε ευρώ στην εσωτερική αγορά, αλλά εξαίρεσε τις πράξεις πληρωμής με κάρτα από το πεδίο εφαρμογής του.

(5)

Η οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) έχει σκοπό να εναρμονίσει ορισμένους κανόνες σχετικά με τις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και εμπόρων, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με τις επιβαρύνσεις για τη χρήση μέσων πληρωμής, βάσει των οποίων τα κράτη μέλη απαγορεύουν στους εμπόρους να χρεώνουν στους καταναλωτές για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμής δαπάνη υπερβαίνουσα το κόστος χρήσης αυτού του μέσου από τον έμπορο.

(6)

Οι ασφαλείς, αποτελεσματικές, ανταγωνιστικές και καινοτόμες ηλεκτρονικές πληρωμές είναι ζωτικής σημασίας ώστε οι καταναλωτές, οι έμποροι και οι εταιρείες να απολαμβάνουν πλήρως τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς, ιδίως μάλιστα όσο ο κόσμος κινείται προς την κατεύθυνση του ηλεκτρονικού εμπορίου.

(7)

Ορισμένα κράτη μέλη έχουν εκδώσει ή προετοιμάζουν νομοθεσία για την άμεση ή έμμεση ρύθμιση των διατραπεζικών προμηθειών και που θα καλύπτει πολλά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των ανώτατων ορίων των διατραπεζικών προμηθειών σε διάφορα επίπεδα, των εμπορικών προμηθειών, του κανόνα «υποχρεωτικής αποδοχής όλων των καρτών» και των μέτρων καθοδήγησης των καταναλωτών. Οι υφιστάμενες διοικητικές αποφάσεις σε ορισμένα κράτη μέλη διαφέρουν σημαντικά. Για την επίτευξη μεγαλύτερης συνοχής μεταξύ των επιπέδων των διατραπεζικών προμηθειών, αναμένεται η θέσπιση περαιτέρω ρυθμιστικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των επιπέδων ή των αποκλίσεων μεταξύ των εν λόγω προμηθειών. Αυτά τα εθνικά μέτρα είναι πιθανό να οδηγήσουν σε σημαντικά εμπόδια στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των πληρωμών με κάρτα και των πληρωμών με κάρτα μέσω διαδικτύου και κινητού τηλεφώνου, και θα εμπόδιζαν επομένως την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

(8)

Οι κάρτες πληρωμών είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής για τις λιανικές αγορές. Ωστόσο, η ολοκλήρωση της αγοράς καρτών πληρωμών στην Ένωση απέχει ακόμα πολύ από την επίτευξή της, δεδομένου ότι πολλές λύσεις πληρωμών δεν μπορούν να αναπτυχθούν πέρα από τα εθνικά τους σύνορα και εμποδίζεται η είσοδος στην αγορά νέων πανενωσιακών παραγόντων. Επιβάλλεται να αρθούν τα εμπόδια για την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς καρτών, συμπεριλαμβανομένου του τομέα των πληρωμών με κάρτα και των πληρωμών με κάρτα μέσω διαδικτύου και κινητού τηλεφώνου.

(9)

Για να είναι σε θέση να λειτουργεί αποτελεσματικά η εσωτερική αγορά, θα πρέπει να προάγεται και να διευκολύνεται η χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών προς όφελος των εμπόρων και των καταναλωτών. Οι κάρτες και άλλες ηλεκτρονικές πληρωμές μπορούν να χρησιμοποιηθούν με πιο ευέλικτο τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των δυνατοτήτων πληρωμής μέσω διαδικτύου, προκειμένου να αξιοποιηθούν η εσωτερική αγορά και το ηλεκτρονικό εμπόριο, ενώ οι ηλεκτρονικές πληρωμές παρέχουν επίσης στους εμπόρους δυνητικά ασφαλείς πληρωμές. Οι πράξεις πληρωμής με κάρτα αντί με μετρητά θα μπορούσαν επομένως να ωφελήσουν τους εμπόρους και τους καταναλωτές, υπό την προϋπόθεση ότι οι προμήθειες για τη χρήση των συστημάτων πληρωμής με κάρτα έχουν καθορισθεί σε οικονομικά αποδοτικό επίπεδο, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στον θεμιτό ανταγωνισμό, την καινοτομία και την είσοδο νέων παρόχων στην αγορά.

(10)

Οι διατραπεζικές προμήθειες εφαρμόζονται συνήθως μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών αποδοχής κάρτας και των εκδοτών παρόχων υπηρεσιών πληρωμής με κάρτα που ανήκουν σε συγκεκριμένο σύστημα καρτών πληρωμής. Οι διατραπεζικές προμήθειες αποτελούν βασικό μέρος των προμηθειών που επιβάλλονται στους εμπόρους από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών αποδοχής κάρτας για κάθε πράξη πληρωμής με κάρτα. Οι έμποροι, με τη σειρά τους, ενσωματώνουν το εν λόγω κόστος σχετικά με την κάρτα, όπως και κάθε άλλο κόστος για αυτούς, στις γενικές τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των συστημάτων καρτών πληρωμής προκειμένου να πειστούν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να εκδίδουν τις κάρτες τους οδηγεί σε υψηλότερες και όχι σε χαμηλότερες διατραπεζικές προμήθειες στην αγορά, σε αντίθεση με τη συνήθη ρυθμιστική επίδραση του ανταγωνισμού στις τιμές σε μια οικονομία της αγοράς. Παράλληλα με τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στις διατραπεζικές προμήθειες, η ρύθμιση των εν λόγω προμηθειών θα βελτιώσει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και θα συμβάλει στη μείωση του κόστους συναλλαγών για τους καταναλωτές.

(11)

Η υφιστάμενη μεγάλη ποικιλία διατραπεζικών προμηθειών και το επίπεδό τους εμποδίζει την εμφάνιση νέων πανενωσιακών παραγόντων με βάση επιχειρηματικά μοντέλα με χαμηλότερες ή μηδενικές διατραπεζικές προμήθειες, σε βάρος δυνητικών οικονομιών κλίμακας και φάσματος και της επακόλουθης βελτίωσης της αποδοτικότητας. Αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στους εμπόρους και στους καταναλωτές και εμποδίζει την καινοτομία. Δεδομένου ότι οι πανενωσιακοί παράγοντες θα όφειλαν τουλάχιστον να προσφέρουν στις τράπεζες έκδοσης το υψηλότερο επίπεδο διατραπεζικών προμηθειών που επικρατεί στην αγορά στην οποία επιθυμούν να εισέλθουν, αυτό έχει επίσης ως αποτέλεσμα το συνεχή κατακερματισμό της αγοράς. Τα υφιστάμενα εγχώρια συστήματα με χαμηλότερες ή μηδενικές διατραπεζικές προμήθειες ενδέχεται επίσης να υποχρεωθούν να αποσυρθούν από την αγορά λόγω της πίεσης που υφίστανται από τις τράπεζες για την επίτευξη υψηλότερων εσόδων από τις διατραπεζικές προμήθειες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν περιορισμένες επιλογές, υψηλότερες τιμές και χαμηλότερη ποιότητα υπηρεσιών πληρωμών οι καταναλωτές και οι έμποροι, ενώ η δυνατότητά τους να χρησιμοποιούν πανενωσιακές λύσεις πληρωμών είναι επίσης περιορισμένη. Επιπλέον, οι έμποροι δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις διαφορές των προμηθειών κάνοντας χρήση των υπηρεσιών αποδοχής καρτών που προσφέρονται από τις τράπεζες σε άλλα κράτη μέλη. Ειδικοί κανόνες που εφαρμόζονται από τα συστήματα καρτών πληρωμής απαιτούν την εφαρμογή της διατραπεζικής προμήθειας του «σημείου πώλησης» (χώρα του εμπόρου) για κάθε πράξη πληρωμής, βάσει της πολιτικής τους περί εδαφικής αδειοδότησης. Αυτή η απαίτηση εμποδίζει τους αποδέκτες να προσφέρουν επιτυχώς τις υπηρεσίες τους σε διασυνοριακή βάση. Μπορεί επίσης να εμποδίσει τους εμπόρους να μειώσουν το κόστος πληρωμών προς όφελος των καταναλωτών.

(12)

Με την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας από την Επιτροπή και τις εθνικές αρμόδιες αρχές δεν μπόρεσε να αντιμετωπισθεί αυτήν η κατάσταση.

(13)

Ως εκ τούτου, για να αποφευχθούν ο κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς και οι σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μέσω αποκλινόντων νόμων και διοικητικών αποφάσεων, επιβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ληφθούν μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος των υψηλών και αποκλινουσών διατραπεζικών προμηθειών, για να μπορούν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε διασυνοριακή βάση και οι καταναλωτές και οι έμποροι να χρησιμοποιούν διασυνοριακές υπηρεσίες.

(14)

Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να θίγει την εφαρμογή των ενωσιακών και των εθνικών κανόνων ανταγωνισμού. Δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν χαμηλότερα ανώτατα όρια ή μέτρα ισοδυνάμου αντικειμένου ή αποτελέσματος μέσω της εθνικής νομοθεσίας.

(15)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς για πληρωμές με κάρτα και πληρωμές με κάρτα μέσω διαδικτύου και κινητού τηλεφώνου, προς όφελος των καταναλωτών και των εμπόρων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμοστεί σε διασυνοριακές και εγχώριες πράξεις έκδοσης και αποδοχής καρτών πληρωμής. Εάν οι έμποροι μπορούν να επιλέξουν έναν αποδέκτη εκτός του δικού τους κράτους μέλους («διασυνοριακή αποδοχή»), επιλογή που ευνοείται από την επιβολή του ιδίου ανώτατου επιπέδου τόσο στις εγχώριες όσο και στις διασυνοριακές διατραπεζικές προμήθειες για τις αποδεχθείσες συναλλαγές καθώς και από την απαγόρευση της εδαφικής αδειοδότησης, θα πρέπει να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη νομική σαφήνεια και να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των συστημάτων καρτών πληρωμής.

(16)

Ως συνέπεια μονομερών υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο διαδικασιών ανταγωνισμού, πολλές διασυνοριακές πράξεις πληρωμής με κάρτα εκτελούνται ήδη στην Ένωση τηρώντας τα ανώτατα όρια διατραπεζικών προμηθειών. Προκειμένου να εξασφαλίζεται θεμιτός ανταγωνισμός στην αγορά για τις υπηρεσίες αποδοχής, θα πρέπει οι διατάξεις που αφορούν διασυνοριακές και εγχώριες συναλλαγές να εφαρμοστούν ταυτόχρονα και εντός εύλογης προθεσμίας μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες και την πολυπλοκότητα που συνεπάγεται ο παρών κανονισμός για τη μετάβαση των συστημάτων πληρωμών με κάρτα.

(17)

Υπάρχουν δύο κύρια είδη πιστωτικών καρτών διαθέσιμα στην αγορά. Με τις «κάρτες προθεσμιακής χρέωσης», το συνολικό ποσό της συναλλαγής χρεώνεται στον λογαριασμό του κατόχου της κάρτας σε προσυμφωνημένη συγκεκριμένη ημερομηνία, συνήθως άπαξ μηνιαίως, χωρίς καταβολή τόκου. Με τις άλλες πιστωτικές κάρτες, ο κάτοχος της κάρτας μπορεί να χρησιμοποιήσει έναν μηχανισμό πίστωσης, προκειμένου να εξοφλήσει μέρος των οφειλόμενων ποσών σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ορισθείσας, μαζί με τόκο ή λοιπά έξοδα.

(18)

Όλες οι πράξεις πληρωμής με χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες θα πρέπει να υπόκεινται σε ανώτατο ποσοστό διατραπεζικής προμήθειας.

(19)

Η εκτίμηση επιπτώσεων δείχνει ότι η απαγόρευση των διατραπεζικών προμηθειών για συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες θα ευνοήσει την αποδοχή καρτών, τη χρήση καρτών και την ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς και θα αποφέρει περισσότερα οφέλη στους εμπόρους και τους καταναλωτές σε σύγκριση με εκείνα που θα απέφερε ένα ανώτατο όριο καθορισμένο σε οποιοδήποτε υψηλότερο επίπεδο. Επιπλέον, κατ' αυτόν τον τρόπο θα αποφεύγονταν οι αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε ένα υψηλότερο ανώτατο όριο στα εθνικά συστήματα με πολύ χαμηλές ή μηδενικές διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις χρέωσης, λόγω διασυνοριακής επέκτασης ή αύξησης από τους νεοεισερχόμενους στην αγορά των επιπέδων των προμηθειών στο επίπεδο του ανώτατου ορίου. Με την απαγόρευση των διατραπεζικών προμηθειών για πράξεις με χρεωστικές κάρτες αντιμετωπίζεται επίσης η απειλή εξαγωγής του μοντέλου διατραπεζικών προμηθειών σε νέες, καινοτόμες υπηρεσίες πληρωμών, όπως τα συστήματα πληρωμών μέσω κινητού τηλεφώνου και μέσω διαδικτύου.

(20)

Τα ανώτατα όρια του παρόντος κανονισμού βασίζονται στη λεγόμενη «δοκιμή του αδιάφορου εμπόρου» που αναπτύχθηκε στην οικονομική θεωρία, η οποία προσδιορίζει το επίπεδο προμήθειας που θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ένας έμπορος εάν αυτός συγκρίνει το κόστος της χρήσης από τον καταναλωτή μιας κάρτας πληρωμών με αυτό της πληρωμής άνευ κάρτας (με μετρητά) (λαμβανομένης υπόψη της προμήθειας για την υπηρεσία που καταβάλλεται στις αποδέκτριες τράπεζες, ήτοι της επιβάρυνσης εμπόρου για την παρεχόμενη υπηρεσία και της διατραπεζικής προμήθειας). Ενθαρρύνει συνεπώς τη χρήση αποτελεσματικών μέσων πληρωμής μέσω της προώθησης των καρτών που παρέχουν υψηλότερα συναλλακτικά οφέλη, ώστε να εμποδίζονται ταυτόχρονα δυσανάλογες εμπορικές προμήθειες οι οποίες θα επέβαλλαν κρυφό κόστος σε άλλους καταναλωτές. Σε άλλη περίπτωση θα μπορούσαν να προκύψουν υπερβολικές εμπορικές προμήθειες λόγω των συλλογικών ρυθμίσεων διατραπεζικών προμηθειών, δεδομένου ότι οι έμποροι διστάζουν να απορρίψουν δαπανηρά μέσα πληρωμής με το φόβο απώλειας πελατών. Η πείρα έχει δείξει ότι τα επίπεδα αυτά είναι αναλογικά, δεδομένου ότι δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τη λειτουργία των διεθνών συστημάτων καρτών και παρόχων υπηρεσιών πληρωμών. Παρέχουν επίσης οφέλη στους εμπόρους και τους καταναλωτές, καθώς και ασφάλεια δικαίου.

(21)

Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε από την εκτίμηση επιπτώσεων, σε ορισμένα κράτη μέλη οι διατραπεζικές προμήθειες έχουν αναπτυχθεί έτσι ώστε να επιτρέπουν στους καταναλωτές να επωφελούνται από τις αποδοτικές αγορές χρεωστικών καρτών όσον αφορά την αποδοχή και τη χρήση καρτών με χαμηλότερες διατραπεζικές προμήθειες από το επίπεδο του αδιάφορου εμπόρου. Επομένως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποφασίσουν να θεσπίσουν χαμηλότερες διατραπεζικές προμήθειες για τις εγχώριες συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες.

(22)

Επιπλέον, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η προμήθεια για τις χρεωστικές κάρτες έχει καθοριστεί σε οικονομικά αποδοτικό επίπεδο, λαμβανομένης υπόψη της διάρθρωσης των εγχώριων αγορών χρεωστικών καρτών, θα πρέπει να διατηρηθεί η δυνατότητα έκφρασης των ανώτατων ορίων διατραπεζικών προμηθειών ως σταθερών ποσών. Το σταθερό ποσό μπορεί επίσης να προωθεί την πραγματοποίηση πληρωμών με κάρτα για ποσά μικρής αξίας («μικροπληρωμές»). Θα πρέπει επίσης να είναι δυνατή η εφαρμογή του εν λόγω σταθερού ποσού σε συνδυασμό με ποσοστό, υπό την προϋπόθεση ότι το σύνολο των διατραπεζικών προμηθειών δεν υπερβαίνει το ορισμένο ποσοστό της συνολικής ετήσιας αξίας των συναλλαγών σε εγχώριο επίπεδο στο πλαίσιο έκαστου συστήματος καρτών πληρωμής. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι δυνατός ο ορισμός ενός χαμηλότερου ανώτατου ορίου διατραπεζικής προμήθειας ανά ποσοστό συναλλαγών, καθώς και η επιβολή σταθερού ανώτατου ποσού προμήθειας ως ορίου στο ποσό της προμήθειας που προκύπτει από το εφαρμοστέο ποσοστό ανά συναλλαγή.

(23)

Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο παρών κανονισμός αναλαμβάνει την εναρμόνιση για πρώτη φορά των διατραπεζικών προμηθειών, σε ένα πλαίσιο όπου τα υφιστάμενα συστήματα χρεωστικών καρτών και οι διατραπεζικές προμήθειες διαφέρουν πολύ, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ευελιξία για τις εγχώριες αγορές καρτών πληρωμών. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια εύλογης μεταβατικής περιόδου, σε ό,τι αφορά τις εγχώριες συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόσουν σε όλες τις εγχώριες συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες στο πλαίσιο έκαστου συστήματος καρτών πληρωμής σταθμισμένη μέση διατραπεζική προμήθεια μη υπερβαίνουσα το 0,2 % της μέσης ετήσιας αξίας των συναλλαγών, για όλες τις εγχώριες συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες στο πλαίσιο έκαστου συστήματος καρτών πληρωμής. Όσον αφορά το ανώτατο όριο της διατραπεζικής προμήθειας που υπολογίζεται επί της μέσης ετήσιας αξίας των συναλλαγών στο πλαίσιο ενός συστήματος καρτών πληρωμής, αρκεί ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών να συμμετέχει σε σύστημα καρτών πληρωμής (ή σε άλλα είδη συμφωνιών μεταξύ παρόχων υπηρεσιών πληρωμών), στο οποίο εφαρμόζεται σταθμισμένη μέση διατραπεζική προμήθεια μη υπερβαίνουσα το 0,2 % για όλες τις εγχώριες συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες. Και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να εφαρμοστεί σταθερή προμήθεια ή ποσοστιαία προμήθεια ή συνδυασμός των δύο, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται το σταθμισμένο μέσο ανώτατο όριο.

(24)

Προκειμένου να καθορισθούν τα σχετικά ανώτατα επίπεδα διατραπεζικών προμηθειών για εγχώριες πράξεις με χρεωστική κάρτα, ενδείκνυται να επιτρέπεται στις εθνικές αρμόδιες αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες να διασφαλίζουν συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τον όγκο και την αξία αναφοράς για όλες τις πράξεις με χρεωστικές κάρτες στο πλαίσιο ενός συστήματος καρτών πληρωμής ή για τις πράξεις με χρεωστικές κάρτες που αφορούν έναν ή περισσότερους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Κατά συνέπεια, τα συστήματα καρτών πληρωμής και οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν τα σχετικά δεδομένα στις εθνικές αρμόδιες αρχές που καθορίζονται από τις εν λόγω αρχές και σύμφωνα με τις προθεσμίες που ορίζονται από αυτές. Οι υποχρεώσεις διαβίβασης δεδομένων θα πρέπει να επεκταθούν στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, όπως εκδότες ή αποδέκτες, και να μην αφορούν μόνο τα συστήματα καρτών πληρωμής, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι όλες οι σχετικές πληροφορίες θα τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών, οι οποίες θα πρέπει να μπορούν σε κάθε περίπτωση να απαιτούν τη συλλογή των πληροφοριών αυτών μέσω του συστήματος καρτών πληρωμής. Επιπλέον, είναι σημαντικό να διασφαλίσουν τα κράτη μέλη επαρκές επίπεδο γνωστοποίησης των σχετικών πληροφοριών όσον αφορά τα ισχύοντα ανώτατα επίπεδα διατραπεζικών προμηθειών. Δεδομένου ότι τα συστήματα καρτών πληρωμής δεν είναι γενικά πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν την πιστοποίηση των πληροφοριών που αποστέλλουν οι εν λόγω οντότητες από ανεξάρτητο ελεγκτή.

(25)

Ορισμένα μέσα πληρωμής σε εθνικό επίπεδο επιτρέπουν στον πληρωτή να κινήσει πράξεις πληρωμών με κάρτες οι οποίες δεν διακρίνονται σαφώς ως πράξεις με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες από το σύστημα καρτών πληρωμής. Οι επιλογές του κατόχου της κάρτας είναι άγνωστες στο σύστημα καρτών πληρωμής και στον αγοραστή· κατά συνέπεια, το σύστημα καρτών πληρωμής δεν έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τα διάφορα ανώτατα επίπεδα που επιβάλλονται από τον παρόντα κανονισμό για τις πράξεις με χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες, οι οποίες διακρίνονται με βάση το χρονοδιάγραμμα που συμφωνήθηκε για τη χρέωση των πράξεων πληρωμής. Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διατήρησης της λειτουργικότητας των υφιστάμενων επιχειρηματικών μοντέλων, αποφεύγοντας τις αδικαιολόγητες ή υπερβολικές δαπάνες νομικής συμμόρφωσης, και, ταυτόχρονα, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της διασφάλισης επαρκούς και ισότιμου ανταγωνισμού μεταξύ των διάφορων κατηγοριών καρτών πληρωμών, ενδείκνυται η εφαρμογή του ίδιου κανόνα που προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό για τις πράξεις με χρεωστικές κάρτες σε τέτοιες εγχώριες πράξεις πληρωμών με «καθολικές κάρτες». Εντούτοις, στα εν λόγω μέσα πληρωμής θα πρέπει να δοθεί περισσότερος χρόνος για προσαρμογή. Ως εκ τούτου, κατ' εξαίρεση και επί μεταβατικής περιόδου διάρκειας 18 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να καθορίζουν μέγιστο μερίδιο εγχώριων πράξεων πληρωμών με «καθολικές κάρτες», θεωρούμενων ως ισοδύναμων με τις πράξεις με πιστωτικές κάρτες. Για παράδειγμα, το ανώτατο όριο για τις πιστωτικές κάρτες θα μπορούσε να εφαρμοστεί στο καθορισμένο μερίδιο της συνολικής αξίας των συναλλαγών για τους εμπόρους ή τους αποδέκτες. Το μαθηματικό αποτέλεσμα των διατάξεων θα ισοδυναμούσε τότε με την εφαρμογή ενιαίου ανώτατου ορίου διατραπεζικών προμηθειών στις εγχώριες πράξεις πληρωμών που διενεργούνται με καθολικές κάρτες.

(26)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει όλες τις πράξεις στις οποίες o πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου βρίσκονται στην Ένωση.

(27)

Σύμφωνα με την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας που ορίζεται στο Ψηφιακό Θεματολόγιο για την Ευρώπη, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει για τις πράξεις πληρωμών με κάρτα ανεξάρτητα από το περιβάλλον στο οποίο πραγματοποιείται η πράξη, μεταξύ άλλων, μέσω μέσων και υπηρεσιών πληρωμής λιανικής πώλησης που μπορούν να είναι εκτός δικτύου, εντός δικτύου ή μέσω κινητού τηλεφώνου.

(28)

Οι πράξεις πληρωμών με κάρτα πραγματοποιούνται συνήθως βάσει δύο βασικών επιχειρηματικών μοντέλων, των λεγόμενων «τριμερών συστημάτων καρτών πληρωμής» (κάτοχος κάρτας — σύστημα αποδοχής και έκδοσης — έμπορος) και «τετραμερών συστημάτων καρτών πληρωμής» (κάτοχος κάρτας — εκδότρια τράπεζα — αποδέκτρια τράπεζα — έμπορος). Πολλά τετραμερή συστήματα καρτών πληρωμών εφαρμόζουν ρητή διατραπεζική προμήθεια, που είναι κυρίως πολυμερής. Για την αναγνώριση της ύπαρξης έμμεσων διατραπεζικών προμηθειών και για τη συμβολή στη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού, τα τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής που χρησιμοποιούν παρόχους υπηρεσιών πληρωμών ως εκδότες ή αποδέκτες θα πρέπει να θεωρούνται τετραμερή συστήματα καρτών πληρωμής και να ακολουθούν τους ίδιους κανόνες, ενώ η διαφάνεια και άλλα μέτρα σχετικά με τους επιχειρησιακούς κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλους τους παρόχους. Ωστόσο, λόγω των ιδιαιτεροτήτων αυτών των τριμερών συστημάτων, ενδείκνυται να επιτραπεί μεταβατική περίοδος στην οποία τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν τους κανόνες που αφορούν το ανώτατο επίπεδο διατραπεζικής προμήθειας εάν τα συστήματα αυτά έχουν πολύ περιορισμένο μερίδιο στην αγορά στο σχετικό κράτος μέλος.

(29)

Η υπηρεσία έκδοσης βασίζεται σε συμβατική σχέση μεταξύ του εκδότη του μέσου πληρωμής και του πληρωτή, ανεξάρτητα από το κατά πόσον ο εκδότης διατηρεί τα χρηματικά ποσά για λογαριασμό του πληρωτή. Ο εκδότης διαθέτει κάρτες πληρωμής στον πληρωτή, εξουσιοδοτεί τις πράξεις σε τερματικά ή ισοδύναμά τους μέσα και μπορεί να εγγυάται στον αποδέκτη την πληρωμή για πράξεις που είναι σύμφωνες με τους κανόνες του αντίστοιχου συστήματος. Ως εκ τούτου, η απλή διανομή καρτών πληρωμής ή τεχνικών υπηρεσιών, όπως και η απλή επεξεργασία και αποθήκευση δεδομένων, δεν συνιστούν έκδοση.

(30)

Η υπηρεσία αποδοχής συνιστά αλυσίδα ενεργειών, από την έναρξη της πράξης πληρωμής με κάρτα έως τη μεταφορά των κεφαλαίων στον λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου. Η οργάνωση της υπηρεσίας αποδοχής διαφέρει από τον ένα κράτος μέλος στο άλλο και ανάλογα με το ισχύον επιχειρηματικό μοντέλο. Ως εκ τούτου, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που καταβάλλει τη διατραπεζική προμήθεια δεν συνάπτει πάντα σύμβαση άμεσα με τον δικαιούχο. Μεσάζοντες που παρέχουν μέρος των υπηρεσιών αποδοχής χωρίς άμεση συμβατική σχέση με δικαιούχους θα πρέπει ωστόσο να καλύπτονται στον ορισμό του αποδέκτη στον παρόντα κανονισμό. Η υπηρεσία αποδοχής παρέχεται ανεξάρτητα από την κατοχή των κεφαλαίων από τον αποδέκτη για λογαριασμό του δικαιούχου. Τεχνικές υπηρεσίες όπως η απλή επεξεργασία και αποθήκευση δεδομένων ή η λειτουργία τερματικών, δεν συνιστούν αποδοχή.

(31)

Είναι σημαντικό να διασφαλισθεί ότι οι διατάξεις σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες που πρέπει να καταβληθούν ή να εισπραχθούν από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών δεν θα καταστρατηγηθούν από εναλλακτικές ροές προμηθειών στους εκδότες. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, η «καθαρή αποζημίωση» των προμηθειών που έχουν καταβληθεί ή εισπραχθεί από τον εκδότη, συμπεριλαμβανομένης ενδεχόμενης χρέωσης εξουσιοδότησης, και προέρχονται από ή προορίζονται για σύστημα καρτών πληρωμής, αποδέκτη ή οποιονδήποτε άλλο μεσάζοντα, θα πρέπει να θεωρείται ως η διατραπεζική προμήθεια. Κατά τον υπολογισμό των διατραπεζικών προμηθειών, για το σκοπό του ελέγχου όσον αφορά το κατά πόσον υφίσταται καταστρατήγηση, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το συνολικό ποσό των πληρωμών ή άλλα κίνητρα που παρέχονται σε έναν εκδότη από σύστημα καρτών πληρωμής σε σχέση με τις ρυθμιζόμενες πράξεις μείον τις προμήθειες που καταβάλλονται από τον εκδότη στο σύστημα καρτών πληρωμής. Οι πληρωμές, τα κίνητρα και οι προμήθειες που εξετάζονται θα μπορούσαν να είναι άμεσα (δηλαδή να βασίζονται στον όγκο ή να αφορούν την πράξη) ή έμμεσα (περιλαμβανομένων των κινήτρων εμπορικής προώθησης, των πριμοδοτήσεων, των εκπτώσεων για την επίτευξη ορισμένου όγκου πράξεων). Κατά τον έλεγχο ενδεχόμενης καταστρατήγησης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει ειδικότερα να λαμβάνονται υπόψη τα κέρδη των εκδοτών που προκύπτουν από ειδικά προγράμματα που διεξάγονται από κοινού από τους εκδότες και τα συστήματα καρτών πληρωμής, καθώς και τα έσοδα από χρεώσεις επεξεργασίας, αδειοδότησης και άλλες χρεώσεις οι οποίες παρέχουν έσοδα στα συστήματα καρτών πληρωμής. Κατά περίπτωση και εάν επιβεβαιωθεί από περαιτέρω αντικειμενικά στοιχεία, η έκδοση καρτών πληρωμής σε τρίτες χώρες μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση ενδεχόμενης καταστρατήγησης του παρόντος κανονισμού.

(32)

Οι καταναλωτές συνήθως δεν είναι ενημερωμένοι όσον αφορά τις προμήθειες που καταβάλλονται από τους εμπόρους για το μέσο πληρωμής που χρησιμοποιούν. Ταυτόχρονα, διάφορες πρακτικές που εφαρμόζονται για την παροχή κινήτρων από τους εκδότες (όπως ταξιδιωτικά δελτία, πριμοδοτήσεις, εκπτώσεις, αντίστροφες χρεώσεις, δωρεάν ασφάλιση κ.λπ.) μπορούν να στρέψουν τους καταναλωτές προς τη χρήση μέσων πληρωμής που συνεπάγονται υψηλές προμήθειες για τους εκδότες. Για να αντιμετωπισθεί κάτι τέτοιο, τα μέτρα που επιβάλλουν περιορισμούς στις διατραπεζικές προμήθειες θα πρέπει να ισχύουν μόνο για τις κάρτες πληρωμών που έχουν καταστεί μαζικά προϊόντα και οι έμποροι γενικά δυσκολεύονται να μην δεχτούν, λόγω της ευρείας έκδοσης και της χρήσης τους (π.χ. καταναλωτικές χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες). Προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς στα μη ρυθμιζόμενα τμήματα του τομέα και να περιοριστεί η μεταφορά δραστηριοτήτων από τα ρυθμιζόμενα στα μη ρυθμιζόμενα τμήματα του τομέα, είναι απαραίτητο να θεσπισθεί σειρά μέτρων, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού του συστήματος και των υποδομών, της καθοδήγησης του πληρωτή από τον δικαιούχο πληρωμής και της επιλεκτικής αποδοχής μέσων πληρωμής από τον δικαιούχο πληρωμής.

(33)

Ο διαχωρισμός των συστημάτων και των υποδομών θα πρέπει να επιτρέψει σε όλους τους φορείς επεξεργασίας να ανταγωνίζονται για τους πελάτες των συστημάτων. Δεδομένου ότι το κόστος της επεξεργασίας αποτελεί σημαντικό τμήμα του συνολικού κόστους της αποδοχής καρτών, είναι σημαντικό αυτό το τμήμα της αλυσίδας αξίας να είναι ανοικτό στον ουσιαστικό ανταγωνισμό. Βάσει του διαχωρισμού συστημάτων και υποδομών, τα συστήματα καρτών και οι φορείς επεξεργασίας θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από ανεξαρτησία από άποψη λογιστικής, οργάνωσης και διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Δεν θα πρέπει να εισάγουν διακρίσεις, για παράδειγμα παρέχοντας αμοιβαία προτιμησιακή μεταχείριση ή προνομιακές πληροφορίες που δεν είναι στη διάθεση των ανταγωνιστών τους στο αντίστοιχο τμήμα της αγοράς τους, επιβάλλοντας υπερβολικές απαιτήσεις πληροφόρησης στον ανταγωνιστή τους στο αντίστοιχο τμήμα της αγοράς τους, προβαίνοντας σε διεπιδοτήσεις των αντίστοιχων δραστηριοτήτων τους ή έχοντας κοινές διοικητικές διαδικασίες. Τέτοιες πρακτικές διακρίσεων συμβάλλουν στον κατακερματισμό της αγοράς, επηρεάζουν αρνητικά την είσοδο νέων παραγόντων στην αγορά και αποτρέπουν την ανάδυση πανενωσιακών παραγόντων και, ως εκ τούτου, εμποδίζουν την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των πληρωμών με κάρτα και στον τομέα των πληρωμών με κάρτα μέσω διαδικτύου και μέσω κινητού τηλεφώνου, σε βάρος των εμπόρων, των εταιρειών και των καταναλωτών.

(34)

Οι κανόνες των συστημάτων που εφαρμόζονται από τα συστήματα καρτών πληρωμής και οι πρακτικές που εφαρμόζονται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών τείνουν να κρατούν σε άγνοια τους εμπόρους και τους καταναλωτές όσον αφορά τις διαφορές προμήθειας και περιορίζουν τη διαφάνεια της αγοράς, για παράδειγμα μέσω της «μείξης» των προμηθειών ή μέσω της απαγόρευσης προς τους εμπόρους να επιλέγουν φθηνότερο εμπορικό σήμα σε κάρτες με περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα ή να κατευθύνουν τους καταναλωτές ώστε να χρησιμοποιούν αυτές τις φθηνότερες κάρτες. Ακόμη και εάν οι έμποροι γνωρίζουν το διαφορετικό κόστος, οι κανόνες των συστημάτων συνήθως τους εμποδίζουν να επιχειρήσουν μείωση των προμηθειών.

(35)

Τα μέσα πληρωμής συνεπάγονται διαφορετικό κόστος για τον δικαιούχο πληρωμής, δεδομένου ότι ορισμένα μέσα είναι δαπανηρότερα από άλλα. Εκτός από την περίπτωση που ένα συγκεκριμένο μέσο πληρωμής επιβάλλεται από το νόμο για ορισμένες κατηγορίες πληρωμών ή δεν μπορεί να απορριφθεί καθώς έχει την ιδιότητα νόμιμου χρήματος, ο δικαιούχος πληρωμής θα πρέπει να έχει την ελευθερία, σύμφωνα με την οδηγία 2007/64/ΕΚ, να κατευθύνει τους πληρωτές προς τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμής. Τα συστήματα καρτών και οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών επιβάλλουν εν προκειμένω πολλούς περιορισμούς στους δικαιούχους πληρωμής, όπως, παραδείγματος χάριν, περιορισμούς στην άρνηση του δικαιούχου να δεχθεί συγκεκριμένα μέσα πληρωμής για χαμηλά ποσά, στην παροχή πληροφοριών στον πληρωτή για τις προμήθειες που επιβάλλονται στο δικαιούχο πληρωμής για συγκεκριμένα μέσα πληρωμής ή τον περιορισμό που επιβάλλεται στον δικαιούχο πληρωμής όσον αφορά τον αριθμό των ταμείων στο κατάστημά του τα οποία αποδέχονται συγκεκριμένα μέσα πληρωμής. Οι εν λόγω περιορισμοί θα πρέπει να καταργηθούν.

(36)

Σε περιπτώσεις όπου ο δικαιούχος πληρωμής δύναται να κατευθύνει τον πληρωτή προς τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμής, δεν θα πρέπει να απαιτήσει από τον πληρωτή χρεώσεις για τη χρήση μέσων πληρωμής των οποίων οι διατραπεζικές προμήθειες ρυθμίζονται στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, δεδομένου ότι σε αυτές τις περιπτώσεις τα πλεονεκτήματα της υπερχρέωσης καθίστανται περιορισμένα, περιπλέκοντας παράλληλα την αγορά.

(37)

Ο κανόνας «υποχρεωτικής αποδοχής όλων των καρτών» αποτελεί διπλή υποχρέωση που επιβάλλεται από τους εκδότες και από τα συστήματα καρτών πληρωμής σε δικαιούχους πληρωμής, ώστε να αποδεχτούν όλες τις κάρτες του ίδιου εμπορικού σήματος, ανεξαρτήτως του διαφορετικού κόστους αυτών των καρτών (στοιχείο «αποδοχή όλων των προϊόντων») και ανεξαρτήτως της μεμονωμένης εκδότριας τράπεζας η οποία έχει εκδώσει την κάρτα (στοιχείο «αποδοχή όλων των εκδοτών»). Είναι προς το συμφέρον του καταναλωτή για την ίδια κατηγορία καρτών να μην υπάρχει διάκριση από την πλευρά του δικαιούχου πληρωμής όσον αφορά τους εκδότες ή τους κατόχους καρτών, τα δε συστήματα καρτών πληρωμής και οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών μπορούν να τους επιβάλουν μια τέτοια υποχρέωση. Ως εκ τούτου, το στοιχείο «αποδοχή όλων των εκδοτών» του κανόνα «υποχρεωτικής αποδοχής όλων των καρτών» αποτελεί δικαιολογημένο κανόνα στο πλαίσιο ενός συστήματος καρτών πληρωμής, επειδή δεν επιτρέπει στους δικαιούχους πληρωμής να εισάγουν διακρίσεις μεταξύ μεμονωμένων τραπεζών οι οποίες έχουν εκδώσει κάρτα. Το στοιχείο «αποδοχή όλων των προϊόντων» αποτελεί ουσιαστικά πρακτική δέσμευσης που έχει ως αποτέλεσμα να συνδέει την αποδοχή καρτών χαμηλών προμηθειών με την αποδοχή καρτών υψηλών προμηθειών. Η αφαίρεση του στοιχείου «αποδοχή όλων των προϊόντων» από τον κανόνα «υποχρεωτικής αποδοχής όλων των καρτών» θα επέτρεπε στους εμπόρους να περιορίσουν την επιλογή των καρτών πληρωμών που προσφέρουν μόνον σε κάρτες χαμηλού ή χαμηλότερου κόστους, γεγονός το οποίο θα ωφελούσε επίσης τους καταναλωτές μέσω των μειωμένων δαπανών για τους εμπόρους. Οι έμποροι που δέχονται χρεωστικές κάρτες δεν θα ήταν σε αυτήν την περίπτωση υποχρεωμένοι να δέχονται πιστωτικές κάρτες και αυτοί που δέχονται πιστωτικές κάρτες δεν θα ήταν υποχρεωμένοι να δέχονται εταιρικές κάρτες. Ωστόσο, για την προστασία του καταναλωτή και της δυνατότητας του καταναλωτή να χρησιμοποιεί κάρτες πληρωμών όσο το δυνατόν πιο συχνά, οι έμποροι θα πρέπει να υποχρεωθούν να δέχονται κάρτες που υπόκεινται στην ίδια ρυθμιζόμενη διατραπεζική προμήθεια μόνο εάν έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο του ίδιου εμπορικού σήματος και της ίδιας κατηγορίας (προπληρωμένη κάρτα, χρεωστική κάρτα ή πιστωτική κάρτα). Ένας τέτοιος περιορισμός θα οδηγούσε επίσης σε πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον για κάρτες με διατραπεζικές προμήθειες που δεν ρυθμίζονται από τον παρόντα κανονισμό, δεδομένου ότι οι έμποροι θα αποκτούσαν μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορούν να δεχθούν τέτοιες κάρτες. Οι εν λόγω περιορισμοί θα πρέπει να είναι περιορισμένοι και να θεωρούνται αποδεκτοί μόνον για την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, παρέχοντας στους καταναλωτές κατάλληλο επίπεδο βεβαιότητας όσον αφορά την αποδοχή των καρτών πληρωμής τους από τους εμπόρους.

(38)

Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να διασφαλίζουν σαφή διάκριση μεταξύ καταναλωτικών και εταιρικών καρτών, τόσο από τεχνική όσο και από εμπορική άποψη. Είναι σημαντικό, επομένως, να καθορισθεί η εταιρική κάρτα ως μέσο πληρωμής το οποίο χρησιμοποιείται μόνο για επιχειρηματικές δαπάνες που χρεώνονται απευθείας στον λογαριασμό της επιχείρησης ή της οντότητας του δημόσιου τομέα ή του αυτοαπασχολούμενου φυσικού προσώπου.

(39)

Οι δικαιούχοι πληρωμής και οι πληρωτές θα πρέπει να έχουν τα μέσα να προσδιορίσουν τις διάφορες κατηγορίες καρτών. Ως εκ τούτου, τα διάφορα εμπορικά σήματα και οι διάφορες κατηγορίες θα πρέπει να είναι αναγνωρίσιμες ηλεκτρονικά και, όσον αφορά τα νεοεκδοθέντα μέσα πληρωμής με κάρτες, ευδιάκριτα επί της συσκευής. Επιπλέον, ο πληρωτής θα πρέπει να ενημερώνεται σχετικά με την αποδοχή του/των μέσου/ων πληρωμής του πληρωτή σε δεδομένο σημείο πώλησης. Είναι απαραίτητο κάθε περιορισμός της χρήσης ενός δεδομένου εμπορικού σήματος να ανακοινώνεται από το δικαιούχο πληρωμής στον πληρωτή την ίδια στιγμή και υπό τις ίδιες συνθήκες με τις πληροφορίες ότι ένα συγκεκριμένο εμπορικό σήμα είναι αποδεκτό.

(40)

Για να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του ανταγωνισμού μεταξύ εμπορικών σημάτων, έχει σημασία να πραγματοποιείται η επιλογή μιας εφαρμογής πληρωμών στο επίπεδο των χρηστών και να μην ορίζεται από την αγορά σε προηγούμενο στάδιο, είτε πρόκειται για συστήματα καρτών πληρωμής, είτε για παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, είτε για φορείς επεξεργασίας. Η ρύθμιση αυτή δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους πληρωτές και τους δικαιούχους πληρωμής, εφόσον είναι τεχνικά εφικτό, να παρέχουν μια προεπιλογή εφαρμογής, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω επιλογή μπορεί να μεταβάλλεται για κάθε συναλλαγή.

(41)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι είναι δυνατή η αποκατάσταση στις περιπτώσεις όπου ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόστηκε σωστά, ή στις περιπτώσεις όπου προκύπτουν διαφορές μεταξύ των χρηστών των υπηρεσιών πληρωμών και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κατάλληλες και αποτελεσματικές εξωδικαστικές διαδικασίες καταγγελιών και προσφυγών ή να λάβουν ισοδύναμα μέτρα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίσουν ότι οι εν λόγω κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές καθώς και ότι εφαρμόζονται.

(42)

Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση μελέτης των διαφόρων επιπτώσεων του παρόντος κανονισμού στη λειτουργία της αγοράς. Είναι απαραίτητο η Επιτροπή να έχει τη δυνατότητα να συγκεντρώνει τα στοιχεία που απαιτούνται για την εκπόνηση της εν λόγω έκθεσης και οι αρμόδιες αρχές να συνεργάζονται στενά με την Επιτροπή για τη συλλογή των δεδομένων.

(43)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού να καθοριστούν ενιαίες απαιτήσεις για τις πράξεις πληρωμών με κάρτες και τις πληρωμές με κάρτες μέσω διαδικτύου και κινητού τηλεφώνου, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως καθορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(44)

Ο κανονισμός συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, την επιχειρηματική ελευθερία, την προστασία των καταναλωτών, πρέπει δε να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίες τεχνικές και επιχειρηματικές απαιτήσεις για πράξεις πληρωμής με κάρτα που πραγματοποιούνται στην Ένωση, στις οποίες o πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του πληρωτή και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του δικαιούχου πληρωμής βρίσκονται στην Ένωση.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε υπηρεσίες που βασίζονται σε συγκεκριμένα μέσα πληρωμής που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο με περιορισμένο τρόπο και που πληρούν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα μέσα που επιτρέπουν στον κάτοχο να αγοράζει αγαθά ή υπηρεσίες μόνο στην επαγγελματική στέγη του εκδότη του μέσου πληρωμής ή εντός περιορισμένου δικτύου παρόχων υπηρεσιών στο πλαίσιο απευθείας εμπορικής συμφωνίας με έναν επαγγελματία εκδότη·

β)

τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την απόκτηση πολύ περιορισμένου φάσματος αγαθών ή υπηρεσιών·

γ)

μέσα που ισχύουν σε ένα μόνον κράτος μέλος, παρέχονται κατ' αίτηση επιχείρησης ή οντότητας του δημόσιου τομέα και ρυθμίζονται από εθνική ή περιφερειακή δημόσια αρχή για συγκεκριμένους κοινωνικούς ή φορολογικούς σκοπούς για την απόκτηση συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών από τους προμηθευτές που έχουν συνάψει εμπορική συμφωνία με τον εκδότη.

3.   Το κεφάλαιο II δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

συναλλαγές με εταιρικές κάρτες·

β)

αναλήψεις μετρητών σε μηχανήματα αυτόματης ανάληψης ή στο ταμείο του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών· και

γ)

συναλλαγές με κάρτες πληρωμής που έχουν εκδοθεί από τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής.

4.   Το άρθρο 7 δεν ισχύει για τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής.

5.   Όταν ένα τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής αδειοδοτεί άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής για την έκδοση μέσων πληρωμής με κάρτα ή την αποδοχή πράξεων πληρωμών με κάρτα, ή και για τα δύο, ή εκδίδει μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα, θεωρείται τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής. Ωστόσο, έως τις 9 Δεκεμβρίου 2018 σε σχέση με τις εγχώριες πράξεις πληρωμής, ένα τέτοιο τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής μπορεί να εξαιρείται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κεφάλαιο II, υπό τον όρο ότι οι πράξεις πληρωμών με κάρτα που πραγματοποιούνται σε κράτος μέλος υπό ένα τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής δεν υπερβαίνουν ετησίως το 3 % της αξίας όλων των πράξεων πληρωμών με κάρτα που πραγματοποιούνται στο εν λόγω κράτος μέλος.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «αποδέκτης» νοείται ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής που συνάπτει σύμβαση με έναν δικαιούχο πληρωμής να αποδέχεται και να επεξεργάζεται πράξεις πληρωμών με κάρτα, που έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κεφαλαίων προς τον δικαιούχο πληρωμής·

2)

ως «εκδότης» νοείται ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής που συνάπτει σύμβαση να παρέχει σε πληρωτή μέσο πληρωμής με σκοπό την έναρξη και την επεξεργασία των πράξεων πληρωμών με κάρτα του πληρωτή·

3)

ως «καταναλωτής» νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις συμβάσεις υπηρεσιών πληρωμής που καλύπτει ο παρών κανονισμός, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

4)

ως «συναλλαγή με χρεωστική κάρτα» νοείται μια πράξη πληρωμής με κάρτα, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών με προπληρωμένες κάρτες που δεν αποτελούν συναλλαγές με πιστωτική κάρτα·

5)

ως «συναλλαγή με πιστωτική κάρτα» νοείται η πράξη πληρωμής με κάρτα όπου το ποσόν της συναλλαγής χρεώνεται εν όλω ή εν μέρει στον πληρωτή, σε προσυμφωνημένη συγκεκριμένη μηνιαία ημερομηνία, σύμφωνα με προκαθορισμένη πιστωτική διευκόλυνση, με ή χωρίς τους τόκους·

6)

ως «εταιρική κάρτα» νοείται οποιοδήποτε μέσο πληρωμής με κάρτα που εκδίδεται σε επιχειρήσεις ή οντότητες του δημόσιου τομέα ή αυτοαπασχολούμενα φυσικά πρόσωπα και έχει περιορισμένη χρήση για επαγγελματικά έξοδα, όταν οι πληρωμές με αυτού του είδους τις κάρτες χρεώνονται άμεσα στον λογαριασμό της εταιρείας ή οντότητας του δημόσιου τομέα ή του αυτοαπασχολούμενου φυσικού προσώπου·

7)

ως «πράξη πληρωμής με κάρτα» νοείται υπηρεσία βασιζόμενη σε υποδομή και επιχειρηματικούς κανόνες συστήματος καρτών πληρωμής που χρησιμοποιούνται για την ολοκλήρωση μιας πράξης πληρωμής μέσω οποιασδήποτε κάρτας, τηλεπικοινωνιακής, ψηφιακής ή πληροφορικής συσκευής ή λογισμικού αν αυτό οδηγεί σε συναλλαγή με πιστωτική ή χρεωστική κάρτα. Οι πράξεις πληρωμών με κάρτα αποκλείουν συναλλαγές που βασίζονται σε άλλα είδη υπηρεσιών πληρωμών·

8)

ως «διασυνοριακή πράξη πληρωμής» νοείται πράξη πληρωμής με κάρτα όπου ο εκδότης και ο αποδέκτης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη ή όπου το μέσο πληρωμής με κάρτα έχει εκδοθεί από εκδότη που βρίσκεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος του σημείου πώλησης·

9)

ως «εγχώρια πράξη πληρωμής» νοείται κάθε πράξη πληρωμής με κάρτα που δεν είναι διασυνοριακή πράξη πληρωμής·

10)

ως «διατραπεζική προμήθεια» νοείται η προμήθεια που καταβάλλεται άμεσα ή έμμεσα, ήτοι μέσω τρίτου, για κάθε πράξη μεταξύ του εκδότη και του αποδέκτη σε μια πράξη πληρωμής με κάρτα. Η καθαρή αποζημίωση ή άλλη συμφωνημένη αμοιβή αποτελεί μέρος της διατραπεζικής προμήθειας·

11)

ως «καθαρή αποζημίωση» νοείται το συνολικό καθαρό ποσό των πληρωμών, των εκπτώσεων ή των κινήτρων που ελήφθησαν από έναν εκδότη από το σύστημα καρτών πληρωμής, τον αποδέκτη ή οποιονδήποτε άλλον ενδιάμεσο φορέα σε σχέση με πράξεις πληρωμών με κάρτα ή σχετικές δραστηριότητες·

12)

ως «επιβάρυνση εμπόρου για την παρεχόμενη υπηρεσία» νοείται προμήθεια που καταβάλλει ο δικαιούχος πληρωμής στον αποδέκτη σε σχέση με πράξεις πληρωμών με κάρτα·

13)

ως «δικαιούχος πληρωμής» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών τα οποία αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής·

14)

ως «πληρωτής» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει μια εντολή πληρωμής από αυτόν το λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής·

15)

ως «κάρτα πληρωμής» νοείται μια κατηγορία μέσου πληρωμής που επιτρέπει στον πληρωτή να κινήσει συναλλαγή με χρεωστική ή πιστωτική κάρτα·

16)

ως «σύστημα καρτών πληρωμής» νοείται ένα ενιαίο σύνολο κανόνων, πρακτικών, προτύπων και/ή κατευθυντήριων γραμμών εφαρμογής για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα και το οποίο είναι διαχωρισμένο από κάθε υποδομή ή σύστημα πληρωμής που υποστηρίζει τη λειτουργία του και συμπεριλαμβάνει οποιοδήποτε ειδικό όργανο, οργανισμό ή οντότητα λήψης αποφάσεων που φέρει την ευθύνη λειτουργίας του συστήματος·

17)

ως «τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής» νοείται σύστημα καρτών πληρωμής στο οποίο οι πράξεις πληρωμών με κάρτα πραγματοποιούνται από τον λογαριασμό πληρωμών ενός πληρωτή στον λογαριασμό πληρωμών δικαιούχου πληρωμής μέσω της διαμεσολάβησης του συστήματος, ενός εκδότη (από την πλευρά του πληρωτή) και ενός αποδέκτη (από την πλευρά του δικαιούχου πληρωμής)·

18)

ως «τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής» νοείται ένα σύστημα καρτών πληρωμής στο οποίο το ίδιο το σύστημα παρέχει υπηρεσίες απόκτησης και έκδοσης και οι πράξεις πληρωμής με κάρτα πραγματοποιούνται από τον λογαριασμό πληρωμής ενός πληρωτή στον λογαριασμό πληρωμής ενός δικαιούχου πληρωμής στο πλαίσιο του συστήματος. Όταν ένα τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής αδειοδοτεί άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής για την έκδοση μέσων πληρωμής με κάρτα ή την αποδοχή πράξεων πληρωμών με κάρτα, ή και τα δύο, ή εκδίδει μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα, θεωρείται τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής·

19)

ως «μέσο πληρωμής» νοείται κάθε εξατομικευμένος μηχανισμός και/ή δέσμη διαδικασιών που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμής και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμής και χρησιμοποιείται προκειμένου να κινηθεί εντολή πληρωμής·

20)

ως «μέσο πληρωμής με κάρτα» νοείται οποιοδήποτε μέσο πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της κάρτας, κινητού τηλεφώνου, ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλης τεχνολογικής συσκευής που περιλαμβάνει την κατάλληλη εφαρμογή πληρωμής διά της οποίας παρέχεται η δυνατότητα στον πληρωτή να κινήσει πράξη πληρωμής με κάρτα, η οποία δεν αποτελεί μεταφορά πίστωσης ή άμεση χρέωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012·

21)

ως «εφαρμογή πληρωμών» νοείται λογισμικό ηλεκτρονικού υπολογιστή ή αντίστοιχο, το οποίο χρησιμοποιείται σε μια συσκευή παρέχοντας τη δυνατότητα της κίνησης πράξεων πληρωμής με κάρτα και επιτρέποντας στον πληρωτή να εκδίδει εντολές πληρωμών·

22)

ως «λογαριασμός πληρωμών» νοείται ο λογαριασμός που τηρείται στο όνομα ενός ή περισσοτέρων χρηστών υπηρεσιών πληρωμής και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής, μεταξύ άλλων μέσω ειδικού λογαριασμού για ηλεκτρονικό χρήμα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8)·

23)

ως «εντολή πληρωμής» νοείται κάθε εντολή εκ μέρους ενός πληρωτή προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμής που τον εξυπηρετεί, με την οποία του ζητεί να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής·

24)

ως «πάροχος υπηρεσιών πληρωμής» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να παρέχει τις υπηρεσίες πληρωμής που αναφέρονται στο παράρτημα της οδηγίας 2007/64/ΕΚ ή που αναγνωρίζεται ως εκδότης ηλεκτρονικού χρήματος σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ. Ένας πάροχος υπηρεσιών πληρωμής μπορεί να είναι εκδότης ή αποδέκτης ή και τα δύο·

25)

ως «χρήστης υπηρεσιών πληρωμής» νοείται το φυσικό η νομικό πρόσωπο που κάνει χρήση μιας υπηρεσίας πληρωμής υπό την ιδιότητα του πληρωτή ή του δικαιούχου πληρωμής ή και υπό τις δύο ιδιότητες·

26)

ως «πράξη πληρωμής» νοείται μια πράξη μεταφοράς χρηματικών ποσών, που κινείται από τον πληρωτή ή εκ μέρους του ή από τον δικαιούχο πληρωμής, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ του πληρωτή και του δικαιούχου πληρωμής·

27)

ως «επεξεργασία» νοείται η εκτέλεση υπηρεσιών επεξεργασίας πράξεων πληρωμής σε σχέση με τις ενέργειες που απαιτούνται για τη διαχείριση μιας εντολής πληρωμής μεταξύ του αποδέκτη και του εκδότη·

28)

ως «φορέας επεξεργασίας» νοείται οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες επεξεργασίας πράξεων πληρωμής·

29)

ως «σημείο πώλησης» νοείται η διεύθυνση των υλικών εγκαταστάσεων του εμπόρου, στους οποίους κινείται η πράξη πληρωμής. Εντούτοις:

α)

στην περίπτωση των πωλήσεων εξ αποστάσεως ή των συμβάσεων εξ αποστάσεως (ήτοι ηλεκτρονικό εμπόριο), όπως ορίζονται στο σημείο 7 του άρθρου 2 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ, το σημείο πώλησης είναι η διεύθυνση του σταθερού τόπου επιχειρηματικής δραστηριότητας, στον οποίο ο έμπορος ασκεί τις εμπορικές δραστηριότητές του ανεξάρτητα από τις τοποθεσίες του ιστοτόπου ή του εξυπηρετητή, μέσω των οποίων πραγματοποιείται η πράξη πληρωμής·

β)

σε περίπτωση που ο έμπορος δεν διαθέτει μόνιμη επιχειρηματική εγκατάσταση, το σημείο πώλησης είναι η διεύθυνση για την οποία ο έμπορος διαθέτει έγκυρη άδεια άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας και μέσω της οποίας πραγματοποιείται η πράξη πληρωμής·

γ)

σε περίπτωση που ο έμπορος δεν διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση ούτε έγκυρη άδεια άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, το σημείο πώλησης είναι η διεύθυνση για την αλληλογραφία που συνδέεται με την καταβολή των φόρων για την εμπορική δραστηριότητα, μέσω της οποίας πραγματοποιείται η πράξη πληρωμής·

30)

ως «εμπορικό σήμα πληρωμής» νοείται κάθε υλική ή ψηφιακή επωνυμία, όρος, σήμα, σύμβολο ή συνδυασμός τους, που μπορούν να δηλώνουν βάσει ποιου συστήματος καρτών πληρωμής πραγματοποιούνται οι πράξεις πληρωμών με κάρτα·

31)

με τον όρο «περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα» νοείται ότι περιλαμβάνονται δύο ή περισσότερα εμπορικά σήματα πληρωμών ή εφαρμογές πληρωμής του ίδιου εμπορικού σήματος στο ίδιο μέσο πληρωμής με κάρτα·

32)

με τον όρο «από κοινού προώθηση σήματος» νοείται ότι περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένα εμπορικό σήμα πληρωμών και τουλάχιστον ένα εμπορικό σήμα που δεν αφορά πληρωμές στο ίδιο μέσο πληρωμής με κάρτα·

33)

ως «χρεωστική κάρτα» νοείται μια κατηγορία μέσου πληρωμής που επιτρέπει στον πληρωτή να κινήσει συναλλαγή με χρεωστική κάρτα με εξαίρεση των συναλλαγών με προπληρωμένες κάρτες·

34)

ως «πιστωτική κάρτα» νοείται μια κατηγορία μέσου πληρωμής που επιτρέπει στον πληρωτή να κινήσει συναλλαγή με πιστωτική κάρτα·

35)

ως «προπληρωμένη κάρτα» νοείται μια κατηγορία μέσου πληρωμής στην οποία είναι αποθηκευμένο το ηλεκτρονικό χρήμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ

Άρθρο 3

Διατραπεζικές προμήθειες για τις συναλλαγές με καταναλωτικές χρεωστικές κάρτες

1.   Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δεν πρέπει να προσφέρουν ή να απαιτούν διατραπεζική προμήθεια ανά συναλλαγή που να υπερβαίνει το 0,2 % της αξίας της συναλλαγής για οποιαδήποτε συναλλαγή με χρεωστική κάρτα.

2.   Για εγχώριες συναλλαγές με χρεωστική κάρτα τα κράτη μέλη μπορούν είτε:

α)

να ορίζουν ανώτατο όριο διατραπεζικής προμήθειας ανά ποσοστό συναλλαγών χαμηλότερο από αυτό που προβλέπεται στην παράγραφο 1, καθώς και να επιβάλουν σταθερό ανώτατο όριο για το ποσό της προμήθειας που προκύπτει από το εφαρμοζόμενο επιτόκιο· είτε

β)

να επιτρέπουν στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να ορίζουν ανώτατη διατραπεζική προμήθεια 0,05 EUR ανά συναλλαγή ή, στα κράτη μέλη που δεν έχουν ως νόμισμα το ευρώ, την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 9 Ιουνίου 2015 που αναθεωρείται κάθε πέντε χρόνια ή κάθε φορά που επέρχεται σημαντική μεταβολή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αυτή η ανά συναλλαγή διατραπεζική προμήθεια μπορεί επίσης να συνδυαστεί με μέγιστα επιτόκια της τάξης του 0,2 % υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι οι διατραπεζικές προμήθειες του συστήματος καρτών πληρωμής δεν υπερβαίνουν συνολικά το 0,2 % της συνολικής ετήσιας αξίας των εγχώριων συναλλαγών με χρεωστική κάρτα εντός εκάστου συστήματος καρτών πληρωμής.

3.   Όσον αφορά τις εγχώριες συναλλαγές με χρεωστική κάρτα, έως τις 9 Δεκεμβρίου 2020, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να εφαρμόζουν μέση σταθμισμένη διατραπεζική προμήθεια που να μην υπερβαίνει το 0,2 % της μέσης ετήσιας αξίας των συναλλαγών όλων των εγχώριων πράξεων με χρεωστική κάρτα εντός εκάστου συστήματος καρτών πληρωμής. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν χαμηλότερο όριο μέσης σταθμισμένης διατραπεζικής προμήθειας που να εφαρμόζεται σε όλες τις εγχώριες συναλλαγές με χρεωστική κάρτα.

4.   Η ετήσιες αξίες των συναλλαγών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 υπολογίζονται σε ετήσια βάση, από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, και εφαρμόζονται αρχής γενομένης από την 1η Απριλίου του επομένου έτους. Η περίοδος αναφοράς για τον πρώτο υπολογισμό της εν λόγω αξίας αρχίζει 15 ημερολογιακούς μήνες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των παραγράφων 2 και 3 και ολοκληρώνεται τρεις ημερολογιακούς μήνες πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

5.   Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 13 απαιτούν κατόπιν γραπτής αιτήσεώς τους από τα συστήματα καρτών πληρωμής και/ή από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής να παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να επαληθεύεται η ορθή εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω πληροφορίες αποστέλλονται στην αρμόδια αρχή πριν από την 1η Μαρτίου του έτους που έπεται της περιόδου αναφοράς που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4. Οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, πρέπει να αποστέλλεται στις αρμόδιες αρχές κατόπιν γραπτής αιτήσεώς τους και εντός της καθορισμένης από αυτές προθεσμίας. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν την πιστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών από ανεξάρτητο ελεγκτή.

Άρθρο 4

Διατραπεζικές προμήθειες για συναλλαγές με καταναλωτικές πιστωτικές κάρτες

Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δεν προσφέρουν ή απαιτούν διατραπεζική προμήθεια ανά συναλλαγή που να υπερβαίνει το 0,3 % της αξίας της συναλλαγής για οποιαδήποτε συναλλαγή με πιστωτική κάρτα. Για τις εγχώριες συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν χαμηλότερο ανώτατο όριο διατραπεζικής προμήθειας ανά συναλλαγή.

Άρθρο 5

Απαγόρευση καταστρατήγησης

Για τους σκοπούς της εφαρμογής των ανώτατων ορίων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, οποιαδήποτε συμπεφωνημένη αμοιβή, συμπεριλαμβανομένης της καθαρής αποζημίωσης, με ισοδύναμο αντικείμενο ή αποτέλεσμα της διατραπεζικής προμήθειας, που έχει λάβει εκδότης από το σύστημα καρτών πληρωμής, ο αποδέκτης ή οποιοσδήποτε άλλος ενδιάμεσος φορέας σε σχέση με πράξεις πληρωμής ή σχετικές δραστηριότητες, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μέρος της διατραπεζικής προμήθειας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

Άρθρο 6

Αδειοδότηση

1.   Απαγορεύεται οποιοσδήποτε εδαφικός περιορισμός εντός της Ένωσης καθώς και οποιοσδήποτε κανόνας με ισοδύναμο αποτέλεσμα σε συμφωνίες αδειοδότησης ή σε κανόνες συστημάτων καρτών πληρωμής για την έκδοση καρτών πληρωμής ή για την αποδοχή πράξεων πληρωμής με κάρτες.

2.   Απαγορεύεται οποιαδήποτε απαίτηση ή υποχρέωση για τη λήψη ειδικής άδειας ανά χώρα ή αδειοδότησης για τη λειτουργία σε διασυνοριακή βάση καθώς και οποιοσδήποτε κανόνας με ισοδύναμο αποτέλεσμα σε συμφωνίες αδειοδότησης ή σε κανόνες για συστήματα καρτών πληρωμής για την έκδοση καρτών πληρωμής ή για την αποδοχή πράξεων πληρωμής με κάρτες.

Άρθρο 7

Διαχωρισμός συστήματος καρτών πληρωμής και φορέων επεξεργασίας

1.   Τα συστήματα καρτών πληρωμής και οι φορείς επεξεργασίας:

α)

πρέπει να είναι ανεξάρτητα από την άποψη της λογιστικής, της οργάνωσης και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων·

β)

δεν πρέπει να παρουσιάζουν τις τιμές για το σύστημα καρτών πληρωμής και για τις δραστηριότητες επεξεργασίας κατά τρόπο ομαδοποιημένο και δεν πρέπει να διεπιδοτούν τις δραστηριότητες αυτές·

γ)

δεν πρέπει να εισάγουν διακρίσεις με κανέναν τρόπο μεταξύ των θυγατρικών ή των μετόχων τους, αφενός, και αφετέρου μεταξύ των χρηστών των συστημάτων καρτών πληρωμής και των άλλων συμβατικών εταίρων και κυρίως δεν πρέπει να θέτουν προϋποθέσεις στην παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας σε σχέση με την αποδοχή από τον συμβατικό τους εταίρο οποιασδήποτε υπηρεσίας προσφέρουν.

2.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η έδρα του συστήματος μπορεί να απαιτεί από ένα σύστημα καρτών πληρωμής να παρέχει ανεξάρτητη έκθεση που να επιβεβαιώνει τη συμμόρφωσή του με την παράγραφο 1.

3.   Τα συστήματα καρτών πληρωμής θα προβλέπουν τη δυνατότητα η αδειοδότηση και η εκκαθάριση μηνυμάτων ενιαίων πράξεων πληρωμών με κάρτα να διαχωρίζονται και να υπάγονται σε επεξεργασία από διαφορετικούς φορείς επεξεργασίας.

4.   Απαγορεύεται οποιαδήποτε εδαφική διάκριση στους κανόνες επεξεργασίας που λειτουργούν από τα συστήματα καρτών πληρωμής.

5.   Φορείς επεξεργασίας εντός της Ένωσης διασφαλίζουν ότι το σύστημά τους είναι τεχνικά διαλειτουργικό με άλλα συστήματα ή φορείς επεξεργασίας εντός της Ένωσης μέσω της χρήσης προτύπων που έχουν αναπτυχθεί από διεθνείς ή ευρωπαϊκούς φορείς τυποποίησης. Επιπλέον, τα συστήματα καρτών πληρωμής δεν πρέπει να εγκρίνουν ή να εφαρμόζουν επιχειρηματικούς κανόνες που περιορίζουν τη διαλειτουργικότητα μεταξύ φορέων επεξεργασίας εντός της Ένωσης.

6.   Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), κατόπιν διαβούλευσης με συμβουλευτική επιτροπή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των απαιτήσεων που πρέπει να πληρούνται από τα συστήματα καρτών πληρωμής και τους φορείς επεξεργασίας ώστε να διασφαλίζεται η εφαρμογή του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 9 Δεκεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 8

Κάρτες πληρωμών με περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα και επιλογή εμπορικού σήματος πληρωμής ή εφαρμογής πληρωμών

1.   Απαγορεύονται οποιοιδήποτε κανόνες συστημάτων καρτών πληρωμής και κανόνες σε συμφωνίες αδειοδότησης ή μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος που εμποδίζουν ή αποτρέπουν έναν εκδότη από το να δεχτεί κάρτες πληρωμών με δύο ή περισσότερα διαφορετικά εμπορικά σήματα πληρωμής ή εφαρμογές πληρωμών σε μέσο πληρωμής με κάρτα.

2.   Κατά τη σύναψη συμβατικής συμφωνίας με πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει να έχει δύο ή περισσότερα διαφορετικά εμπορικά σήματα πληρωμής σε μέσο πληρωμής με κάρτα, εφόσον η εν λόγω υπηρεσία προσφέρεται από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών. Εγκαίρως πριν από την υπογραφή της σύμβασης, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον καταναλωτή σαφείς και αντικειμενικές πληροφορίες σχετικά με όλα τα διαθέσιμα εμπορικά σήματα πληρωμών και τα χαρακτηριστικά τους, στα οποία περιλαμβάνονται οι λειτουργικές δυνατότητες, το κόστος και η ασφάλεια.

3.   Οποιαδήποτε διαφορετική μεταχείριση των εκδοτών ή αποδεκτών όσον αφορά τους κανόνες συστημάτων και τους κανόνες σε συμφωνίες αδειοδότησης που εφαρμόζονται σε κάρτες πληρωμής με περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα πληρωμών ή σε εφαρμογές πληρωμής σε μέσο πληρωμής με κάρτα, θα πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικά και να μην εισάγει διακρίσεις.

4.   Τα συστήματα καρτών πληρωμής δεν επιβάλλουν απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων, υποχρεώσεις καταβολής τελών ή παρόμοιες υποχρεώσεις με το ίδιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα σε παρόχους υπηρεσιών πληρωμής έκδοσης ή αποδοχής για συναλλαγές που πραγματοποιούνται με οποιαδήποτε συσκευή στην οποία βρίσκεται το εμπορικό τους σήμα πληρωμής σε σχέση με συναλλαγές για τις οποίες το σύστημά τους δεν χρησιμοποιείται.

5.   Αρχές δρομολόγησης ή ισοδύναμα μέτρα που αποσκοπούν στην καθοδήγηση συναλλαγών μέσω ειδικού διαύλου ή διαδικασίας και άλλες τεχνικές προδιαγραφές και προδιαγραφές ασφαλείας και απαιτήσεις όσον αφορά το χειρισμό δύο ή περισσοτέρων διαφορετικών εμπορικών σημάτων ή εφαρμογών πληρωμών σε μέσο πληρωμής με κάρτα δεν πρέπει να εισάγουν διακρίσεις και εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις.

6.   Τα συστήματα καρτών πληρωμής, οι εκδότες, οι αποδέκτες, οι φορείς επεξεργασίας και οι λοιποί πάροχοι τεχνικών υπηρεσιών χειρισμού καρτών πληρωμής δεν εισάγουν αυτόματους μηχανισμούς, λογισμικό ή συσκευές στο μέσο πληρωμής ή στον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται στο σημείο πώλησης περιορίζοντας τα εμπορικά σήματα πληρωμής ή τις εφαρμογές πληρωμών ή και τα δύο, που δύνανται να επιλέξουν ο πληρωτής ή ο δικαιούχος πληρωμής κατά τη χρήση ενός μέσου πληρωμής με περισσότερα του ενός εμπορικά σήματα.

Όσον αφορά τον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται στο σημείο πώλησης, οι δικαιούχοι πληρωμής διατηρούν τη δυνατότητα να εγκαθιστούν αυτόματους μηχανισμούς οι οποίοι επιλέγουν κατά προτεραιότητα ένα συγκεκριμένο εμπορικό σήμα πληρωμής ή μια συγκεκριμένη εφαρμογή πληρωμών, αλλά οι δικαιούχοι πληρωμής δεν εμποδίζουν τον πληρωτή να παρακάμπτει μια τέτοια αυτόματη επιλογή προτεραιότητας που έχει κάνει ο δικαιούχος πληρωμής στον εξοπλισμό του, ως προς τις κατηγορίες καρτών ή των σχετικών μέσων πληρωμής που ο τελευταίος έχει δεχτεί.

Άρθρο 9

Μη μείξη

1.   Κάθε αποδέκτης προσφέρει και χρεώνει τους δικαιούχους πληρωμής του με τις επιβαρύνσεις των εμπόρων που ορίζονται μεμονωμένα για τις διάφορες κατηγορίες και τα διαφορετικά εμπορικά σήματα των καρτών πληρωμής, με διαφορετικά επίπεδα διατραπεζικής προμήθειας, εκτός εάν οι δικαιούχοι πληρωμής ζητήσουν από τον αποδέκτη γραπτώς να χρεώνει μεικτές χρεώσεις εμπορικών υπηρεσιών.

2.   Οι αποδέκτες περιλαμβάνουν στις συμφωνίες τους με τους δικαιούχους πληρωμής ξεχωριστά συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με το ύψος των επιβαρύνσεων των εμπόρων, των διατραπεζικών προμηθειών και των προμηθειών των συστημάτων που εφαρμόζονται όσον αφορά κάθε κατηγορία και εμπορικό σήμα των καρτών πληρωμής, εκτός εάν οι δικαιούχοι πληρωμής υποβάλουν γραπτώς διαφορετικό αίτημα.

Άρθρο 10

Κανόνας «υποχρεωτικής αποδοχής όλων των καρτών»

1.   Τα συστήματα καρτών πληρωμής και οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμής δεν πρέπει να εφαρμόζουν κανέναν κανόνα που να υποχρεώνει τους δικαιούχους πληρωμής που αποδέχονται μέσο πληρωμής με κάρτα που έχει εκδοθεί από έναν εκδότη να αποδεχτούν επίσης άλλα μέσα πληρωμής με κάρτα που εκδίδονται στο πλαίσιο του ίδιου συστήματος καρτών πληρωμής.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στα καταναλωτικά μέσα πληρωμής με κάρτα του ιδίου εμπορικού σήματος και της ίδιας κατηγορίας προπληρωμένης, χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας που υπόκεινται σε διατραπεζικές προμήθειες σύμφωνα με το κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού.

3.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει τη δυνατότητα των συστημάτων καρτών πληρωμής και των παρόχων υπηρεσιών πληρωμής να ορίσουν ότι οι κάρτες δεν μπορούν να απορριφθούν βάσει της ταυτότητας του εκδότη ή του κατόχου της κάρτας.

4.   Οι δικαιούχοι πληρωμής που αποφασίζουν να μην αποδεχτούν όλες τις κάρτες ή άλλα μέσα πληρωμής ενός συστήματος καρτών πληρωμής ενημερώνουν σχετικά τους καταναλωτές με σαφή τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνεία και ταυτόχρονα ενημερώνουν τους καταναλωτές σχετικά με την αποδοχή άλλων καρτών και μέσων πληρωμής του συστήματος καρτών πληρωμής. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να αναγράφονται ευκρινώς στην είσοδο του καταστήματος και στο ταμείο.

Στην περίπτωση των εξ αποστάσεως πωλήσεων, οι πληροφορίες αυτές περιέχονται στον δικτυακό τόπο του δικαιούχου πληρωμής ή σε άλλο σχετικό ηλεκτρονικό ή κινητό μέσο. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται στον πληρωτή σε εύθετο χρόνο πριν ο πληρωτής προχωρήσει σε συμφωνία αγοράς με τον δικαιούχο πληρωμής.

5.   Οι εκδότες διασφαλίζουν ότι τα μέσα πληρωμής τους είναι αναγνωρίσιμα ηλεκτρονικά και, στην περίπτωση νεοεκδοθέντων μέσων πληρωμής με κάρτα, είναι αναγνωρίσιμα εκ πρώτης όψεως, επιτρέποντας στους δικαιούχους πληρωμής και στους πληρωτές να προσδιορίσουν με βεβαιότητα τα εμπορικά σήματα και τις κατηγορίες προπληρωμένων, χρεωστικών, πιστωτικών ή εμπορικών καρτών που επιλέγονται από τον πληρωτή.

Άρθρο 11

Κανόνες καθοδήγησης

1.   Απαγορεύεται κάθε κανόνας στις συμφωνίες αδειοδότησης, στους κανόνες του συστήματος που εφαρμόζονται από τα συστήματα καρτών πληρωμής και στις συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ αποδεκτών καρτών και δικαιούχων πληρωμής τα οποία αποτρέπουν τους δικαιούχους να καθοδηγήσουν τους καταναλωτές όσον αφορά τη χρήση οποιουδήποτε μέσου πληρωμής που προτιμάει ο δικαιούχος. Η απαγόρευση καλύπτει επίσης οποιονδήποτε κανόνα που απαγορεύει στους δικαιούχους πληρωμής να αντιμετωπίζουν τα μέσα πληρωμής με κάρτα ενός συγκεκριμένου συστήματος καρτών πληρωμής περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκά από άλλα.

2.   Απαγορεύεται κάθε κανόνας στις συμφωνίες αδειοδότησης, στους κανόνες του συστήματος που εφαρμόζονται από τα συστήματα καρτών πληρωμής και στις συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ αποδεκτών καρτών και δικαιούχων πληρωμής που αποτρέπουν τους δικαιούχους να ενημερώσουν τους καταναλωτές όσον αφορά τις διατραπεζικές προμήθειες και τις χρεώσεις των εμπορικών υπηρεσιών.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των κανόνων για τις χρεώσεις, τις μειώσεις ή άλλους μηχανισμούς καθοδήγησης που ορίζονται στην οδηγία 2007/64/ΕΚ και στην οδηγία 2011/83/ΕΕ.

Άρθρο 12

Ενημέρωση του δικαιούχου πληρωμής σχετικά με μεμονωμένες πράξεις πληρωμής με κάρτα

1.   Μετά την εκτέλεση μεμονωμένης πράξης πληρωμής με κάρτα, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμής του δικαιούχου παρέχει στον δικαιούχο πληρωμής τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα στοιχεία που επιτρέπουν στον δικαιούχο πληρωμής να ταυτοποιήσει την πράξη πληρωμής με κάρτα·

β)

το ποσό της πράξης πληρωμής στο νόμισμα στο οποίο πιστώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του δικαιούχου πληρωμής·

γ)

το ποσό τυχόν επιβαρύνσεων για την πράξη πληρωμής με κάρτα, αναγράφοντας χωριστά την επιβάρυνση εμπόρου για την παρεχόμενη υπηρεσία και το ποσό της διατραπεζικής προμήθειας.

Με την εκ των προτέρων ρητή συγκατάθεση του δικαιούχου πληρωμής, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο μπορούν να συγκεντρώνονται ανά εμπορικό σήμα, εφαρμογή, κατηγορίες μέσου πληρωμής και ποσοστά των διατραπεζικών προμηθειών που εφαρμόζονται στη συναλλαγή.

2.   Οι συμβάσεις μεταξύ των αποδεκτών και των δικαιούχων πληρωμής μπορεί να περιλαμβάνουν πρόβλεψη ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 παρέχονται ή καθίστανται διαθέσιμες σε τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το μήνα, και με τρόπο που έχει συμφωνηθεί και επιτρέπει στους δικαιούχους πληρωμής να αποθηκεύουν και να αναπαράγουν αυτούσιες τις πληροφορίες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 13

Αρμόδιες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη διασφάλιση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και στις οποίες έχουν εκχωρηθεί εξουσίες διερεύνησης και επιβολής.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν υφιστάμενους φορείς ως αρμόδιες αρχές.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εν λόγω αρμόδιες αρχές το αργότερο έως τις 9 Ιουνίου 2016. Ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή σχετικά με κάθε μεταγενέστερη μεταβολή που αφορά τις εν λόγω αρμόδιες αρχές.

5.   Οι αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί και αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να διαθέτουν επαρκείς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν αποτελεσματικά τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, μεταξύ άλλων για να αποφευχθεί κάθε απόπειρα καταστρατήγησης του παρόντος κανονισμού από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, και να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της εν λόγω συμμόρφωσης.

Άρθρο 14

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την επιβολή τους.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή έως τις 9 Ιουνίου 2016 και την ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση για κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Άρθρο 15

Επίλυση διαφορών, εξωδικαστικές διαδικασίες υποβολής καταγγελιών και προσφυγών

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν και προάγουν κατάλληλες και αποτελεσματικές εξωδικαστικές διαδικασίες υποβολής ενστάσεων και προσφυγών ή λαμβάνουν ισοδύναμα μέτρα για την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού μεταξύ των δικαιούχων πληρωμής και των οικείων παρόχων υπηρεσιών πληρωμής. Για τους σκοπούς αυτούς, τα κράτη μέλη ορίζουν υφιστάμενους φορείς, όπου κρίνεται σκόπιμο, ή συνιστούν νέους. Οι φορείς πρέπει να είναι ανεξάρτητοι από τα μέρη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους εν λόγω φορείς το αργότερο στις 9 Ιουνίου 2017. Ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή σχετικά με κάθε μεταγενέστερη μεταβολή που αφορά τους εν λόγω φορείς.

Άρθρο 16

Καθολικές κάρτες

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, σε σχέση με τις εγχώριες πράξεις πληρωμής που δεν διακρίνονται σαφώς ως συναλλαγές με χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες από το σύστημα καρτών πληρωμής, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις χρεωστικές κάρτες ή για τις συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, έως τις 9 Δεκεμβρίου 2016, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν ένα μερίδιο έως 30 % των εγχώριων πράξεων πληρωμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίες θεωρούνται ισοδύναμες των συναλλαγών με πιστωτική κάρτα για τις οποίες ισχύει το όριο διατραπεζικής προμήθειας που ορίζεται στο άρθρο 4.

Άρθρο 17

Ρήτρα επανεξέτασης

Το αργότερο έως την 9 Ιουνίου 2019 η Επιτροπή υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση της Επιτροπής θα εξετάσει ειδικότερα την καταλληλότητα των επιπέδων των διατραπεζικών προμηθειών και των μηχανισμών καθοδήγησης, όπως χρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση και το κόστος των διαφόρων μέσων πληρωμών και το επίπεδο της εισόδου νέων συντελεστών της αγοράς, νέας τεχνολογίας και καινοτόμων επιχειρηματικών μοντέλων στην αγορά. Στην αξιολόγηση εξετάζονται ειδικότερα:

α)

η εξέλιξη των προμηθειών για τους πληρωτές·

β)

το επίπεδο του ανταγωνισμού ανάμεσα σε παρόχους και συστήματα καρτών πληρωμής·

γ)

οι συνέπειες στο κόστος για τον πληρωτή και τον δικαιούχο πληρωμής·

δ)

τα επίπεδα εμπορικής μετακύλισης της μείωσης των διατραπεζικών προμηθειών·

ε)

οι τεχνικές απαιτήσεις και οι συνέπειές τους για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη·

στ)

οι συνέπειες της συνύπαρξης περισσότερων του ενός εμπορικών σημάτων στην ευχρηστία, ιδίως για τους ηλικιωμένους και άλλους ευάλωτους χρήστες·

ζ)

οι συνέπειες που έχει για την αγορά ο αποκλεισμός των εμπορικών καρτών από το κεφάλαιο II, συγκρίνοντας την κατάσταση που επικρατεί στα κράτη μέλη στα οποία η υπερχρέωση απαγορεύεται με εκείνη που απαντάται στα κράτη μέλη όπου επιτρέπεται·

η)

οι συνέπειες που θα έχουν για την αγορά οι ειδικές διατάξεις για διατραπεζικές προμήθειες για τις εγχώριες συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες·

θ)

η ανάπτυξη της διασυνοριακής αποδοχής και οι επιπτώσεις της στην ενιαία αγορά, συγκρίνοντας την κατάσταση που ισχύει για τις προμήθειες των καρτών που υπόκεινται σε ανώτατο όριο με αυτή που ισχύει για τις προμήθειες των καρτών για τις οποίες δεν έχει καθοριστεί ανώτατο όριο, ώστε να εξεταστεί η δυνατότητα διευκρίνισης της διατραπεζικής προμήθειας που ισχύει στη διασυνοριακή αποδοχή·

ι)

η πρακτική εφαρμογή των κανόνων περί διαχωρισμού συστήματος καρτών πληρωμής και επεξεργασίας καθώς και η ανάγκη να επανεξεταστεί το ενδεχόμενο νομικού διαχωρισμού·

ια)

η ενδεχόμενη ανάγκη, αναλόγως της επίπτωσης του άρθρου 3 παράγραφος 1 στην πραγματική αξία των διατραπεζικών προμηθειών για μεσαίας και μεγάλης αξίας συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες, αναθεώρησης της εν λόγω παραγράφου με την εισαγωγή διάταξης που περιορίζει το ανώτατο όριο στο χαμηλότερο επίπεδο των 0,07 EUR ή στο 0,2 % της αξίας της συναλλαγής.

Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η έκθεση της Επιτροπής συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση η οποία μπορεί να περιλαμβάνει πρόταση τροποποίησης του ανώτατου ορίου για τις διατραπεζικές προμήθειες.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 8 Ιουνίου 2015 με την εξαίρεση των άρθρων 3, 4, 6 και 12, τα οποία εφαρμόζονται από τις 9 Δεκεμβρίου 2015 και των άρθρων 7, 8, 9 και 10, που εφαρμόζονται από τις 9 Ιουνίου 2016.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

Z. KALNIŅA-LUKAŠEVICA


(1)  ΕΕ C 193 της 24.6.2014, σ. 2.

(2)  ΕΕ C 170 της 5.6.2014, σ. 78.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου 2015 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Απριλίου 2015.

(4)  Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001 (ΕΕ L 266 της 9.10.2009, σ. 11).

(6)  Κανονισμός (EE) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22).

(7)  Οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 64).

(8)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).


19.5.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/16


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/752 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Απριλίου 2015

για ορισμένες διαδικασίες εφαρμογής της συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφενός, και της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου αφετέρου

(κωδικοποιημένο κείμενο)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 140/2008 του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί ουσιωδώς (4). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Στις 15 Οκτωβρίου 2007 υπογράφηκε συμφωνία σταθεροποίησης και σύνδεσης (5) («ΣΣΣ») μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφενός και της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου αφετέρου και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2010.

(3)

Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν οι διαδικασίες εφαρμογής ορισμένων διατάξεων της ΣΣΣ.

(4)

Η ΣΣΣ ορίζει ότι είναι δυνατή η εισαγωγή αλιευτικών προϊόντων καταγωγής Μαυροβουνίου στην Ένωση με μειωμένο δασμό, εντός των ορίων των δασμολογικών ποσοστώσεων. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν διατάξεις για τη διαχείριση των εν λόγω δασμολογικών ποσοστώσεων.

(5)

Όταν καθίσταται αναγκαία η λήψη μέτρων εμπορικής άμυνας, τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2015/478 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), του κανονισμού (ΕΕ) 2015/479 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου (8) ή, ανάλογα με την περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου (9).

(6)

Όταν ένα κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή πληροφορίες για περίπτωση πιθανής απάτης ή παράλειψης παροχής διοικητικής συνεργασίας, εφαρμόζεται η οικεία ενωσιακή νομοθεσία και, ιδίως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου (10).

(7)

Για τον σκοπό της εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να επικουρείται από την επιτροπή τελωνειακού κώδικα η οποία συστάθηκε βάσει του άρθρου 285 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(8)

Η εφαρμογή των διμερών ρητρών διασφάλισης της ΣΣΣ απαιτεί ενιαίες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση μέτρων διασφάλισης και άλλων μέτρων. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εγκριθούν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(9)

Όταν συντρέχουν επιτακτικοί και επείγοντες λόγοι, η Επιτροπή οφείλει να θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις άμεσης εφαρμογής σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις που συνδέονται με έκτακτες και κρίσιμες καταστάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 41 παράγραφος 5 στοιχείο β) και του άρθρου 42 παράγραφος 4 της ΣΣΣ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει ορισμένες διαδικασίες για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων της συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης («ΣΣΣ») μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφενός, και της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου, αφετέρου.

Άρθρο 2

Παραχωρήσεις για τα ψάρια και τα προϊόντα της αλιείας

Η Επιτροπή θεσπίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 9 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του άρθρου 29 της ΣΣΣ σχετικά με τις δασμολογικές ποσοστώσεις για τα ψάρια και τα αλιευτικά προϊόντα.

Άρθρο 3

Δασμολογικές μειώσεις

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι συντελεστές του προτιμησιακού δασμού στρογγυλοποιούνται μέχρι το πρώτο δεκαδικό ψηφίο.

2.   Όταν από τον υπολογισμό των προτιμησιακών δασμολογικών συντελεστών σύμφωνα με την παράγραφο 1 προκύπτει ένα από τα ακόλουθα αποτελέσματα, οι προτιμησιακοί δασμοί εξομοιώνονται με πλήρη απαλλαγή από δασμούς:

α)

1 % ή λιγότερο στην περίπτωση των δασμών κατ' αξία· ή

β)

1 EUR ή λιγότερο ανά μεμονωμένο ποσό στην περίπτωση των ειδικών δασμών.

Άρθρο 4

Τεχνικές προσαρμογές

Οι τυχόν τροποποιήσεις και οι τεχνικές προσαρμογές των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι οποίες, ενδεχομένως, θα καταστούν αναγκαίες λόγω τροποποιήσεων των κωδικών της συνδυασμένης ονοματολογίας και των διακρίσεων του TARIC ή λόγω της σύναψης νέων συμφωνιών, πρωτοκόλλων, ανταλλαγών επιστολών ή άλλων πράξεων μεταξύ της Ένωσης και του Μαυροβουνίου, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3.

Άρθρο 5

Γενική ρήτρα διασφάλισης

Όταν είναι αναγκαίο να ληφθεί από την Ένωση ένα μέτρο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 41 της ΣΣΣ, το εν λόγω μέτρο θεσπίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 41 της ΣΣΣ.

Άρθρο 6

Ρήτρα ανεπάρκειας

Όταν είναι αναγκαίο να ληφθεί ένα μέτρο από την Ένωση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 42 της ΣΣΣ, το εν λόγω μέτρο θεσπίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 7

Εξαιρετικές και κρίσιμες περιστάσεις

Σε εξαιρετικές και κρίσιμες περιστάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 41 παράγραφος 5 στοιχείο β) και του άρθρου 42 παράγραφος 4 της ΣΣΣ, η Επιτροπή δύναται να λάβει αμέσως μέτρα, όπως προβλέπουν τα άρθρα 41 και 42 της ΣΣΣ.

Εάν η Επιτροπή λάβει αίτηση κράτους μέλους, αποφασίζει εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης.

Η Επιτροπή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 9 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού. Σε επείγουσες περιπτώσεις εφαρμόζεται το άρθρο 9 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 8

Ρήτρα διασφάλισης για τα γεωργικά και αλιευτικά προϊόντα

1.   Κατά παρέκκλιση των διαδικασιών των άρθρων 5 και 6 του παρόντος κανονισμού, όταν είναι αναγκαίο να λάβει η Ένωση μέτρο διασφάλισης, βάσει του άρθρου 41 της ΣΣΣ, σχετικά με γεωργικά και αλιευτικά προϊόντα, η Επιτροπή αποφασίζει, είτε κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους είτε με δική της πρωτοβουλία, για τα αναγκαία μέτρα, αφού ακολουθήσει, κατά περίπτωση, τη διαδικασία παραπομπής του άρθρου 41 της ΣΣΣ.

Εάν η Επιτροπή λάβει αίτηση κράτους μέλους, αποφασίζει επ' αυτής:

α)

εντός τριών εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης, εφόσον δεν εφαρμόζεται η διαδικασία παραπομπής του άρθρου 41 της ΣΣΣ· ή

β)

εντός τριών ημερών από το τέλος του διαστήματος των τριάντα ημερών που τάσσει το άρθρο 41 παράγραφος 5 στοιχείο α) της ΣΣΣ, εφόσον εφαρμόζεται η διαδικασία παραπομπής του άρθρου 41 της ΣΣΣ.

Η Επιτροπή κοινοποιεί στο Συμβούλιο τα μέτρα επί των οποίων λαμβάνει απόφαση.

2.   Η Επιτροπή λαμβάνει τα μέτρα αυτά με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 9 παράγραφος 3. Σε επείγουσες περιπτώσεις εφαρμόζεται το άρθρο 9 παράγραφος 4.

Άρθρο 9

Διαδικασία επιτροπής

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 4 του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή τελωνειακού κώδικα που έχει συσταθεί με το άρθρο 285 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Για τους σκοπούς των άρθρων 5 έως 8 του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή μέτρων διασφάλισης η οποία συστάθηκε βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/478. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

4.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 10

Ντάμπινγκ και επιδοτήσεις

Σε περίπτωση πρακτικών ικανών να δικαιολογήσουν την εκ μέρους της Ένωσης εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2 της ΣΣΣ, αποφασίζεται η λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ ή/και αντισταθμιστικών μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 ή/και (ΕΚ) αριθ. 597/2009, αντιστοίχως.

Άρθρο 11

Ανταγωνισμός

1.   Σε περίπτωση πρακτικών ικανών να δικαιολογήσουν την εκ μέρους της Ένωσης εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει το άρθρο 73 της ΣΣΣ, η Επιτροπή, αφού εξετάσει την περίπτωση, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, αποφασίζει κατά πόσο η πρακτική αυτή συμβιβάζεται με τη ΣΣΣ.

Τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 73 παράγραφος 10 της ΣΣΣ θεσπίζονται σε περιπτώσεις ενισχύσεως, σύμφωνα με τις διαδικασίες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 597/2009 και, σε άλλες περιπτώσεις, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 207 της Συνθήκης.

2.   Σε περίπτωση πρακτικών ικανών να δικαιολογήσουν την εφαρμογή μέτρων εκ μέρους του Μαυροβουνίου έναντι της Ένωσης, βάσει του άρθρου 73 της ΣΣΣ, η Επιτροπή, αφού εξετάσει την περίπτωση, αποφασίζει αν οι εν λόγω πρακτικές συμβιβάζονται με τις αρχές της ΣΣΣ. Εάν είναι αναγκαίο, η Επιτροπή λαμβάνει τις κατάλληλες αποφάσεις βάσει κριτηρίων που προκύπτουν από την εφαρμογή των άρθρων 101, 102 και 107 της Συνθήκης.

Άρθρο 12

Απάτη ή παράλειψη παροχής διοικητικής συνεργασίας

Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει, είτε βάσει πληροφοριών που της παρέσχε κράτος μέλος είτε κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 46 της ΣΣΣ, προβαίνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στα ακόλουθα:

α)

ενημερώνει το Συμβούλιο και

β)

κοινοποιεί στην επιτροπή σταθεροποίησης και σύνδεσης τις διαπιστώσεις της μαζί με τα αντικειμενικά στοιχεία και αρχίζει διαβουλεύσεις με την επιτροπή σταθεροποίησης και σύνδεσης.

Κάθε δημοσίευση δυνάμει του άρθρου 46 παράγραφος 5 της ΣΣΣ πραγματοποιείται από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, να αναστείλει προσωρινά τη σχετική προτιμησιακή μεταχείριση των προϊόντων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 46 παράγραφος 4 της ΣΣΣ.

Άρθρο 13

Κοινοποίηση

Η Επιτροπή μεριμνά, εξ ονόματος της Ένωσης, για την κοινοποίηση προς το συμβούλιο σταθεροποίησης και σύνδεσης και την επιτροπή σταθεροποίησης και σύνδεσης, όπως απαιτείται από τη ΣΣΣ.

Άρθρο 14

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 140/2008 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

Άρθρο 15

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

Z. KALNIŅA-LUKAŠEVICA


(1)  Γνώμη της 10ης Δεκεμβρίου 2014 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2015 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Απριλίου 2015.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 140/2008 του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2007, για ορισμένες διαδικασίες εφαρμογής της συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφενός, και της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου αφετέρου, και για την εφαρμογή της ενδιάμεσης συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αφενός και της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου αφετέρου (ΕΕ L 43 της 19.2.2008, σ. 1).

(4)  Βλέπε παράρτημα I.

(5)  ΕΕ L 108 της 29.4.2010, σ. 3.

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/478 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2015, περί κοινού καθεστώτος εισαγωγών (ΕΕ L 83 της 27.3.2015, σ. 16).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/479 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2015, περί κοινού καθεστώτος εισαγωγών (ΕΕ L 83 της 27.3.2015, σ. 34).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 93).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.1997, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Καταργούμενος κανονισμός με την τροποποιήσή του

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 140/2008 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 43 της 19.2.2008, σ. 1).

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 18 της 21.1.2014, σ. 1).

Μόνο το σημείο 15 του παραρτήματος


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 140/2008

Παρών κανονισμός

Άρθρα 1 έως 8

Άρθρα 1 έως 8

Άρθρο 8α

Άρθρο 9

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 10

Άρθρο 11

Άρθρο 11

Άρθρο 12

Άρθρο 13

Άρθρο 13

__

Άρθρο 14

Άρθρο 14

Άρθρο 15

__

Παράρτημα I

__

Παράρτημα II


19.5.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/23


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/753 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Απριλίου 2015

για την εισαγωγή στην Ένωση γεωργικών προϊόντων καταγωγής Τουρκίας

(κωδικοποιημένο κείμενο)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 779/98 του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί ουσιωδώς (4). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Στην απόφαση αριθ. 1/98 του συμβουλίου σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας (5) έχει καθοριστεί το προτιμησιακό καθεστώς που εφαρμόζεται κατά την εισαγωγή στην Ένωση γεωργικών προϊόντων καταγωγής Τουρκίας.

(3)

Για τα προϊόντα για τα οποία η νομοθεσία της Ένωσης προβλέπει τήρηση της τιμής εισαγωγής, η εφαρμογή του προτιμησιακού δασμολογικού καθεστώτος εξαρτάται από την τήρηση της τιμής αυτής.

(4)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, θεσπίζει κανόνες αναγκαίους για την εφαρμογή του καθεστώτος εισαγωγής όσον αφορά τα προϊόντα, καταγωγής Τουρκίας που απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τα οποία εισάγονται στην Ένωση υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην απόφαση αριθ. 1/98 του συμβουλίου σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

1.   Για τα προϊόντα για τα οποία η νομοθεσία της Ένωσης προβλέπει την τήρηση μιας τιμής εισαγωγής, η εφαρμογή του προτιμησιακού δασμολογίου εξαρτάται από την τήρηση της τιμής αυτής.

2.   Για τα προϊόντα της αλιείας για τα οποία έχει καθοριστεί τιμή αναφοράς, η εφαρμογή του προτιμησιακού δασμολογίου εξαρτάται από την τήρηση της τιμής αυτής.

Άρθρο 3

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, η οποία συστάθηκε από το άρθρο 229 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Αν η επιτροπή γνωμοδοτήσει με γραπτή διαδικασία, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα όταν, εντός της προθεσμίας για την παροχή της γνωμοδότησης, αποφασίσει ούτως ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών της επιτροπής.

Άρθρο 4

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 779/98 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

Άρθρο 5

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

Z. KALNIŅA-LUKAŠEVICA


(1)  Γνώμη της 10ης Δεκεμβρίου 2014 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2015 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Απριλίου 2015.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 779/98 του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, για την εισαγωγή στην Κοινότητα γεωργικών προϊόντων καταγωγής Τουρκίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4115/86 και τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3010/95 (ΕΕ L 113 της 15.4.1998, σ. 1).

(4)  Βλέπε παράρτημα I.

(5)  Απόφαση αριθ. 1/98 του συμβουλίου σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας, της 25ης Φεβρουαρίου 1998, περί του καθεστώτος εμπορίας γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 86 της 20.3.1998, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Καταργούμενος κανονισμός με την τροποποίησή του

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 779/98 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 113 της 15.4.1998, σ. 1).

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 255/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 84 της 20.3.2014, σ. 57).

Μόνο το άρθρο 2


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 779/98

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2α

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Παράρτημα I

Παράρτημα II


19.5.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/27


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/754 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Απριλίου 2015

για το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης ορισμένων ενωσιακών δασμολογικών ποσοστώσεων για το βόειο κρέας υψηλής ποιότητας, το χοίρειο κρέας, το κρέας πουλερικών, το σιτάρι και το σμιγάδι, καθώς και τα πίτουρα εν γένει και άλλα υπολείμματα

(κωδικοποιημένο κείμενο)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 774/94 του Συμβουλίου (3), έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και ουσιωδώς (4). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

H Ένωση διαπραγματεύθηκε δασμολογικές παραχωρήσεις στο πλαίσιο του άρθρου XXVIII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) και στο πλαίσιο των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης. Οι διαπραγματεύσεις αυτές κατέληξαν σε συμφωνίες οι οποίες εγκρίθηκαν με τις αποφάσεις του Συμβουλίου 94/87/ΕΚ (5) και 94/800/ΕΚ (6).

(3)

Οι συμφωνίες αυτές προβλέπουν το άνοιγμα ετήσιων δασμολογικών ποσοστώσεων υπό ορισμένους όρους για το βόειο κρέας υψηλής ποιότητας που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 0201 30 00, 0202 30 90, 0206 10 95 και 0206 29 91, για το χοίρειο κρέας που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 0203 19 13 και 0203 29 15, για το κρέας πουλερικών που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 0207 14 10, 0207 14 50, 0207 14 70, 0207 27 10, 0207 27 20 και 0207 27 80, για το σιτάρι και το σμιγάδι που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 1001 11 00, 1001 19 00 και 1001 99 00 και για τα πίτουρα εν γένει και άλλα υπολείμματα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 2302 30 10, 2302 30 90, 2302 40 10 και 2302 40 90.

(4)

Αυτές οι συμφωνίες αφορούν απροσδιόριστη περίοδο. Θα πρέπει, κατά συνέπεια, προκειμένου να υπάρξει ορθολογιστική οργάνωση και αποτελεσματικότητα, να ανοιχθούν οι ποσοστώσεις επί πολυετούς βάσεως.

(5)

Μπορεί να αποδειχθεί σκόπιμη η θέσπιση καθεστώτος που να εγγυάται τη φύση, την προέλευση και την καταγωγή των προϊόντων. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει, ενδεχομένως, οι εισαγωγές στο πλαίσιο των συμπεφωνημένων δασμολογικών παραχωρήσεων να υπόκεινται στην προσκόμιση πιστοποιητικού γνησιότητας.

(6)

Μπορεί να αποδειχθεί σκόπιμη η κατανομή αυτών των εισαγωγών στη διάρκεια του έτους ανάλογα με τις ανάγκες της ενωσιακής αγοράς. Στην περίπτωση αυτή κρίνεται κατάλληλο ένα σύστημα χρησιμοποίησης των ποσοστώσεων βασισμένο στην προσκόμιση πιστοποιητικού εισαγωγής.

(7)

Προκειμένου να συμπληρωθούν ή να τροποποιηθούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης, όσον αφορά την έγκριση τροποποιήσεων του παρόντος κανονισμού, σε περίπτωση που θα πρέπει να προσαρμοστούν οι ποσότητες και άλλοι όροι του καθεστώτος ποσοστώσεων, ιδίως κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη συμφωνίας με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(8)

Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά τους αναγκαίους κανόνες για τη διαχείριση του καθεστώτος ποσοστώσεων που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ανοίγεται ετήσια ενωσιακή δασμολογική ποσόστωση συνολικού όγκου 20 000 τόνων, εκφρασμένου σε βάρος του προϊόντος, για το βόειο κρέας υψηλής ποιότητας, νωπό, διατηρημένο με απλή ψύξη ή κατεψυγμένο που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 0201 και 0202, καθώς και για τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 0206 10 95 και 0206 29 91.

Στο πλαίσιο της ποσόστωσης, ο εκφραζόμενος δασμός του κοινού δασμολογίου που εφαρμόζεται καθορίζεται σε 20 %.

Άρθρο 2

Ανοίγεται ετήσια ενωσιακή δασμολογική ποσόστωση συνολικού όγκου 7 000 τόνων για το χοίρειο κρέας, νωπό, διατηρημένο με απλή ψύξη ή κατεψυγμένο που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 0203 19 13 και 0203 29 15.

Στο πλαίσιο της ποσόστωσης, ο εφαρμοζόμενος δασμός του κοινού δασμολογίου καθορίζεται σε 0 %.

Άρθρο 3

Ανοίγεται ετήσια ενωσιακή δασμολογική ποσόστωση συνολικού όγκου 15 500 τόνων για το κρέας από πετεινούς ή κότες που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 0207 14 10, 0207 14 50 και 0207 14 70.

Στο πλαίσιο της ποσόστωσης, ο εφαρμοζόμενος δασμός του κοινού δασμολογίου καθορίζεται σε 0 %.

Άρθρο 4

Ανοίγεται ετήσια ενωσιακή δασμολογική ποσόστωση συνολικού όγκου 2 500 τόνων για το κρέας από γάλους ή γαλοπούλες που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 0207 27 10, 0207 27 20 και 0207 27 80.

Στο πλαίσιο της ποσόστωσης, ο εφαρμοζόμενος δασμός του κοινού δασμολογίου καθορίζεται σε 0 %.

Άρθρο 5

Ανοίγεται ετήσια ενωσιακή δασμολογική ποσόστωση συνολικού όγκου 300 000 τόνων για το σιτάρι ποιότητας που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 1001 11 00, 1001 19 00 και 1001 99 00.

Στο πλαίσιο της ποσόστωσης, ο εφαρμοζόμενος δασμός του κοινού δασμολογίου καθορίζεται σε 0 %.

Άρθρο 6

Ανοίγεται ετήσια ενωσιακή δασμολογική ποσόστωση συνολικού όγκου 475 000 τόνων για τα πίτουρα εν γένει και τα άλλα υπολείμματα σιταριού και άλλων δημητριακών εκτός του καλαμποκιού και του ρυζιού που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 2302 30 10, 2302 30 90, 2302 40 10 και 2302 40 90.

Στο πλαίσιο της ποσόστωσης, ο εφαρμοζόμενος δασμός του κοινού δασμολογίου καθορίζεται σε 30,60 EUR ανά τόνο για τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 2302 30 10 και 2302 40 10 και σε 62,25 EUR ανά τόνο για τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 2302 30 90 και 2302 40 90.

Άρθρο 7

Προκειμένου να τηρηθούν οι διεθνείς δεσμεύσεις και σε περίπτωση που οι ποσότητες και άλλοι όροι του καθεστώτος ποσοστώσεων που αναφέρεται μέσα στον παρόντα κανονισμό προσαρμόζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή από το Συμβούλιο, ιδίως δε με απόφαση του Συμβουλίου για τη σύναψη συμφωνίας με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, δυνάμει του άρθρου 9, όσον αφορά τις τροποποιήσεις που θα προκύψουν για τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 8

Η Επιτροπή θεσπίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τους αναγκαίους κανόνες για τη διαχείριση του καθεστώτος ποσοστώσεων που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό και, κατά περίπτωση, τις διατάξεις:

α)

που εγγυώνται τη φύση, την προέλευση και την καταγωγή του σχετικού προϊόντος·

β)

που αφορούν την αναγνώριση του εγγράφου το οποίο καθιστά δυνατή την εξακρίβωση των εγγυήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α)· και

γ)

που αφορούν την έκδοση και τη διάρκεια ισχύος των πιστοποιητικών εισαγωγής.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 10 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 7 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων απονέμεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 9 Απριλίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 7 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μία κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 7 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 10

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών που θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 229 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Αν η επιτροπή πρέπει να γνωμοδοτήσει με έγγραφη διαδικασία, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα αν, εντός της προθεσμίας για την παροχή της γνωμοδότησης, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών της.

Άρθρο 11

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 774/94 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος II.

Άρθρο 12

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

Z. KALNIŅA-LUKAŠEVICA


(1)  Γνώμη της 10ης Δεκεμβρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2015 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Απριλίου 2015.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 774/94 του Συμβουλίου, της 29ης Μαρτίου 1994, για το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης ορισμένων κοινοτικών δασμολογικών ποσοστώσεων για το βόειο κρέας υψηλής ποιότητας, το χοίρειο κρέας, το κρέας πουλερικών, το σιτάρι και το σμιγάδι, καθώς και τα πίτουρα εν γένει και άλλα υπολείμματα (ΕΕ L 91 της 8.4.1994, σ. 1).

(4)  Βλέπε παράρτημα I.

(5)  Απόφαση 94/87/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για τη σύναψη συμφωνιών υπό μορφή εγκεκριμένων πρακτικών δυνάμει του άρθρου XXVIII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ) μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και, αντιστοίχως, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, του Καναδά, της Πολωνίας, της Σουηδίας και της Ουρουγουάης σχετικά με ορισμένους ελαιούχους σπόρους (ΕΕ L 47 της 18.2.1994, σ. 1).

(6)  Απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ L 336 της 23.12.1994, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Καταργούμενος κανονισμός με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών του

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 774/94 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 91 της 8.4.1994, σ. 1)

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2198/95 της Επιτροπής

(ΕΕ L 221 της 19.9.1995, σ. 3).

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 252/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 84 της 20.3.2014, σ. 35).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 774/94

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 8

Άρθρο 7

Άρθρο 8α

Άρθρο 9

Άρθρο 8β

Άρθρο 10

Άρθρο 9

Άρθρο 10

Άρθρο 12

Άρθρο 11

Παράρτημα I

Παράρτημα II


19.5.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/33


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/755 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Απριλίου 2015

περί κοινού καθεστώτος εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες

(αναδιατύπωση)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 625/2009 του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί (4) κατά τρόπο ουσιαστικό. Δεδομένου ότι απαιτούνται περαιτέρω τροποποιήσεις, είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η κοινή εμπορική πολιτική θα πρέπει να βασίζεται σε ενιαίες αρχές.

(3)

Η ενοποίηση του καθεστώτος εισαγωγών θα πρέπει να εξασφαλισθεί διά της θεσπίσεως, στο μέτρο του δυνατού, λόγω των ιδιομορφιών του οικονομικού συστήματος των εν λόγω τρίτων χωρών, διατάξεων όμοιων με εκείνες του κοινού καθεστώτος που εφαρμόζεται για άλλες τρίτες χώρες.

(4)

Το κοινό καθεστώς που εφαρμόζεται στις εισαγωγές καλύπτει και τα προϊόντα άνθρακα και χάλυβα, με την επιφύλαξη ενδεχόμενων μέτρων εφαρμογής μιας συμφωνίας αναφερόμενης ειδικά στα προϊόντα αυτά.

(5)

Η ελευθέρωση των εισαγωγών, δηλαδή η απουσία κάθε ποσοτικού περιορισμού, θα πρέπει, κατά συνέπεια, να αποτελεί το σημείο εκκίνησης του καθεστώτος της Ένωσης.

(6)

Όσον αφορά ορισμένα προϊόντα, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει τους όρους και τις συνθήκες των εισαγωγών, τις τάσεις των εισαγωγών, τις διάφορες πτυχές της οικονομικής και εμπορικής κατάστασης, και τα τυχόν μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται.

(7)

Όσον αφορά τα προϊόντα αυτά, ενδέχεται να κριθεί σκόπιμο να ασκηθεί ενωσιακή επιτήρηση σε ορισμένες από τις εισαγωγές.

(8)

Εναπόκειται στην Επιτροπή να λάβει τα επιβαλλόμενα για τα συμφέροντα της Ένωσης μέτρα διασφάλισης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις υφιστάμενες διεθνείς υποχρεώσεις.

(9)

Είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι μέτρα επιτήρησης ή διασφάλισης, περιορισμένα σε μία ή περισσότερες περιφέρειες της Ένωσης, είναι καταλληλότερα από μέτρα που εφαρμόζονται στο σύνολο της Ένωσης. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να επιτρέπονται μόνον κατ' εξαίρεση, και όταν δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι τα μέτρα αυτά θα είναι προσωρινά και θα διαταράσσουν όσο το δυνατόν λιγότερο τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(10)

Στην περίπτωση εφαρμογής ενωσιακής επιτήρησης, το αν θα τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία τα εν λόγω προϊόντα θα πρέπει να εξαρτάται από την προσκόμιση εγγράφου επιτήρησης, το οποίο θα πληροί ενιαία κριτήρια. Το έγγραφο αυτό θα πρέπει, ύστερα από απλή αίτηση του εισαγωγέα, να εκδίδεται από τις αρχές των κρατών μελών εντός ορισμένης προθεσμίας, χωρίς όμως ο εισαγωγέας να αποκτά με αυτό κάποιο δικαίωμα εισαγωγής. Συνεπώς, το έγγραφο επιτήρησης θα πρέπει να ισχύει μόνον για όσο χρονικό διάστημα το καθεστώς εισαγωγής παραμένει αμετάβλητο.

(11)

Είναι σκόπιμο, για την ορθή διοικητική διαχείριση και προς εξυπηρέτηση των φορέων της Ένωσης, να ευθυγραμμιστούν, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, το περιεχόμενο και η μορφή του εγγράφου επιτήρησης προς τα κοινά έντυπα αδειών εισαγωγής που προβλέπουν ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 738/94 της Επιτροπής (5), ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3168/94 της Επιτροπής (6), και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3169/94 της Επιτροπής (7), έχοντας υπόψιν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του εγγράφου επιτήρησης.

(12)

Προς το συμφέρον της Ένωσης, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η πληρέστερη δυνατή αμοιβαία ενημέρωση μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής όσον αφορά την ενωσιακή επιτήρηση.

(13)

Είναι αναγκαία η θέσπιση συγκεκριμένων κριτηρίων για την εκτίμηση της ενδεχόμενης ζημίας και η καθιέρωση διαδικασίας έρευνας, ενώ παράλληλα θα επιτρέπεται στην Επιτροπή να λαμβάνει, σε επείγουσες περιπτώσεις, τα ενδεδειγμένα μέτρα.

(14)

Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις για την έναρξη των ερευνών, τους απαιτούμενους ελέγχους και επαληθεύσεις, την ακρόαση των ενδιαφερομένων, την επεξεργασία των λαμβανόμενων πληροφοριών και τα κριτήρια εκτίμησης της ζημίας.

(15)

Οι διατάξεις για τις έρευνες που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό δεν θίγουν τους κανόνες της Ένωσης ούτε τους εθνικούς κανόνες περί επαγγελματικού απορρήτου.

(16)

Είναι επίσης ανάγκη να ορισθούν προθεσμίες για την έναρξη των ερευνών και για τον προσδιορισμό του κατά πόσον είναι ή δεν είναι ενδεδειγμένα τα μέτρα, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ταχύτητα του προσδιορισμού αυτού, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου για τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς.

(17)

Για την ενοποίηση των καθεστώτων εισαγωγής, θα πρέπει να είναι απλές και ταυτόσημες οι διατυπώσεις στις οποίες υπόκεινται οι εισαγωγείς, ανεξάρτητα από τον τόπο εκτελωνισμού των εμπορευμάτων. Για τον σκοπό αυτό, είναι επιθυμητό να προβλεφθεί ότι οι ενδεχόμενες διατυπώσεις θα πραγματοποιούνται με τη βοήθεια εντύπων, συμφώνων προς το υπόδειγμα που προσαρτάται στον παρόντα κανονισμό.

(18)

Τα έγγραφα επιτήρησης που εκδίδονται στο πλαίσιο των μέτρων ενωσιακής επιτήρησης θα πρέπει να ισχύουν σε ολόκληρη την Ένωση, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος έκδοσης.

(19)

Τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα που εμπίπτουν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 517/94 του Συμβουλίου (8) υπόκεινται σε ειδική μεταχείριση σε επίπεδο Ένωσης καθώς και σε διεθνές επίπεδο. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αποκλεισθούν τελείως από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(20)

Η εξουσία τροποποίησης του καταλόγου τρίτων χωρών του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 625/2009 περιλαμβανόταν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 427/2003 του Συμβουλίου (9). Δεδομένου ότι οι διατάξεις του τίτλου I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 427/2003 σχετικά με τον μεταβατικό μηχανισμό διασφάλισης ανά προϊόν έπαυσαν να ισχύουν στις 11 Δεκεμβρίου 2013 και ότι οι διατάξεις του τίτλου II του εν λόγω κανονισμού έχουν πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου, ενδείκνυται, για λόγους συνέπειας, σαφήνειας και ορθολογικότητας, να ενσωματωθούν στον παρόντα κανονισμό τα άρθρα 14α και 14β του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, είναι σκόπιμη η κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 427/2003.

(21)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει την εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) για τον σκοπό της τροποποίησης του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να διαγράφει χώρες από τον κατάλογο τρίτων χωρών που περιέχεται στο εν λόγω παράρτημα όταν αυτές γίνουν μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).

(22)

Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού απαιτεί ενιαίες προϋποθέσεις για την έγκριση προσωρινών και οριστικών μέτρων διασφάλισης και για την επιβολή μέτρων προηγούμενης εποπτείας. Η Επιτροπή θα πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω μέτρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(23)

Η συμβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έγκριση εποπτικών και προσωρινών μέτρων, με δεδομένες τις επιπτώσεις αυτών των μέτρων και τη λογική τους συνάφεια προς την έγκριση οριστικών μέτρων διασφάλισης. Όταν μια καθυστέρηση στην επιβολή μέτρων θα προκαλούσε ζημία που θα ήταν δύσκολο να επανορθωθεί, είναι απαραίτητο να επιτρέπεται στην Επιτροπή να εγκρίνει αμέσως εφαρμοστέα προσωρινά μέτρα.

(24)

Κατά την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 625/2009, διεγράφη εκ παραδρομής το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 18 παράγραφος 2. Η συγκεκριμένη διάταξη είναι σκόπιμο να ενσωματωθεί εκ νέου στο κείμενο.

(25)

Λαμβανομένου υπόψη ότι η Αρμενία, η Ρωσία, το Τατζικιστάν και το Βιετνάμ έχουν καταστεί μέλη του ΠΟΕ, οι συγκεκριμένες τρίτες χώρες επιβάλλεται να διαγραφούν από το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 625/2009 με την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξης της Επιτροπής. Για λόγους σαφήνειας και ορθολογικότητας, οι εν λόγω χώρες δεν έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο τρίτων χωρών ο οποίος παρατίθεται πλέον στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις εισαγωγές προϊόντων καταγόμενων από τις τρίτες χώρες τις αναφερόμενες στο παράρτημα I, εξαιρουμένων των προϊόντων κλωστοϋφαντουργίας των διεπόμενων από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 517/94.

2.   Η εισαγωγή στην Ένωση των προϊόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι ελεύθερη και συνεπώς δεν υπόκειται σε κανένα ποσοτικό περιορισμό, με την επιφύλαξη των μέτρων διασφάλισης που μπορεί να ληφθούν δυνάμει του κεφαλαίου V.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 2

Εάν, λόγω των τάσεων των εισαγωγών, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή σε μέτρα επιτήρησης ή διασφάλισης, η Επιτροπή ενημερώνεται σχετικά από τα κράτη μέλη. Η πληροφόρηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία που καθορίζονται βάσει των κριτηρίων του άρθρου 6. Η Επιτροπή διαβιβάζει, χωρίς καθυστέρηση, τις πληροφορίες αυτές σε όλα τα κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 3

1.   Η Επιτροπή, αν κρίνει ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν έρευνα, κινεί έρευνα εντός ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών από το κράτος μέλος και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανακοίνωση αυτή:

α)

περιέχει σύνοψη των πληροφοριών που ελήφθησαν και απαιτεί να γνωστοποιείται στην Επιτροπή κάθε χρήσιμη πληροφορία·

β)

καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να γνωστοποιούν εγγράφως τις απόψεις τους και να υποβάλουν πληροφορίες, εφόσον οι εν λόγω απόψεις και πληροφορίες πρόκειται να ληφθούν υπόψη για την έρευνα·

γ)

ορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Η Επιτροπή αρχίζει την έρευνα, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη.

Η Επιτροπή ενημερώνει, κανονικά, τα κράτη μέλη σχετικά με την ανάλυση των πληροφοριών εντός 21 ημερών από την ημερομηνία παροχής των πληροφοριών στην Επιτροπή.

2.   Η Επιτροπή ζητά κάθε πληροφορία που κρίνει αναγκαία και, αν το κρίνει σκόπιμο, προβαίνει σε επαλήθευση των πληροφοριών αυτών απευθυνόμενη στους εισαγωγείς, τους εμπόρους, τους διαμεσολαβητές, τους παραγωγούς και τις εμπορικές ενώσεις και οργανώσεις.

Η Επιτροπή επικουρείται, στην αποστολή της αυτή, από τους υπαλλήλους των κρατών μελών, στο έδαφος των οποίων διενεργούνται οι εν λόγω επαληθεύσεις, εφόσον το εκάστοτε κράτος μέλος εκφράσει σχετική επιθυμία.

Τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία γνωστοποίησαν τις απόψεις τους, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 καθώς και οι αντιπρόσωποι της χώρας εξαγωγής, δύνανται να ελέγχουν όλες τις πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί στην Επιτροπή κατά την έρευνα, εκτός από τα εσωτερικά έγγραφα τα οποία συντάσσουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της, εφόσον αυτές είναι χρήσιμες για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, δεν είναι εμπιστευτικές κατά την έννοια του άρθρου 5 και τις χρησιμοποιεί η Επιτροπή για την έρευνα. Προς τούτο, υποβάλλουν γραπτή αίτηση στην Επιτροπή αναφέροντας τις απαιτούμενες πληροφορίες.

3.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της και σύμφωνα με τις διαδικασίες που η ίδια ορίζει, τις πληροφορίες που διαθέτουν για την εξέλιξη της αγοράς του προϊόντος το οποίο αφορά η έρευνα.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να δεχθεί σε ακρόαση τους ενδιαφερόμενους. Η Επιτροπή υποχρεούται να τους δεχθεί σε ακρόαση εφόσον αυτοί το ζητήσουν εγγράφως εντός της προθεσμίας που ορίζεται από την ανακοίνωση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδείξουν ότι πιθανολογείται πράγματι να θιγούν από την έκβαση της έρευνας και ότι υπάρχουν ειδικοί λόγοι για να αναπτύξουν προφορικά τις απόψεις τους.

5.   Όταν οι πληροφορίες δεν παρέχονται εντός της προθεσμίας που ορίζει ο παρών κανονισμός ή η Επιτροπή δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ή όταν παρεμποδίζεται σημαντικά η έρευνα, είναι δυνατόν να συνάγονται συμπεράσματα βάσει των διαθέσιμων γεγονότων. Όταν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι κάποιος ενδιαφερόμενος ή τρίτος της παρέσχε ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, αγνοεί τις εν λόγω πληροφορίες και μπορεί να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα γεγονότα.

6.   Αν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την έρευνα, ενημερώνει τα κράτη μέλη σχετικά με την απόφασή της εντός ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 4

1.   Στο τέλος της έρευνας, η Επιτροπή υποβάλλει στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 (η «επιτροπή») έκθεση αποτελεσμάτων.

2.   Αν, εντός εννέα μηνών από την έναρξη της έρευνας, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν χρειάζεται κανένα μέτρο ενωσιακής επιτήρησης ή διασφάλισης, η έρευνα περατώνεται εντός ενός μηνός. Η Επιτροπή περατώνει την έρευνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2. Η απόφαση για την περάτωση της έρευνας, στην οποία περιλαμβάνονται τα ουσιαστικά συμπεράσματα της έρευνας και περίληψη των λόγων που οδήγησαν σε αυτά, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Εφόσον η Επιτροπή κρίνει αναγκαία τη λήψη μέτρων επιτήρησης ή διασφάλισης σε επίπεδο Ένωσης, λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια IV και V, όχι αργότερα από εννέα μήνες από την έναρξη της έρευνας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εν λόγω προθεσμία μπορεί να παραταθεί για δύο επιπλέον μήνες το πολύ. Η Επιτροπή δημοσιεύει τότε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια ανακοίνωση, στην οποία περιλαμβάνονται η διάρκεια της παράτασης και περίληψη των λόγων που οδήγησαν σε αυτήν.

4.   Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εμποδίζουν τη λήψη, οποτεδήποτε, μέτρων επιτήρησης σύμφωνα με τα άρθρα 7 έως 12, ή, εφόσον μια κρίσιμη κατάσταση κατά την οποία οποιαδήποτε καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσει ζημίες που θα είναι δύσκολο να επανορθωθούν, απαιτεί άμεση παρέμβαση, μέτρων διασφάλισης σύμφωνα με τα άρθρα 13, 14 και 15.

Η Επιτροπή λαμβάνει αμέσως μέτρα έρευνας τα οποία κρίνει ότι είναι ακόμη αναγκαία. Τα αποτελέσματα της έρευνας χρησιμοποιούνται για επανεξέταση των ληφθέντων μέτρων.

Άρθρο 5

1.   Οι παραλαμβανόμενες κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πληροφορίες δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς εκτός από εκείνους για τους οποίους ζητήθηκαν.

2.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη, καθώς και οι υπάλληλοί τους, δεν επιτρέπεται να αποκαλύπτουν εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβαν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ή οι οποίες παρασχέθηκαν εμπιστευτικά, χωρίς ρητή εξουσιοδότηση εκείνου που τις παρείχε.

3.   Κάθε αίτηση για εμπιστευτική μεταχείριση αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η πληροφορία είναι εμπιστευτική.

Ωστόσο, αν η αίτηση εμπιστευτικής μεταχείρισης κρίνεται αδικαιολόγητη και αν το πρόσωπο που έδωσε την πληροφορία δεν επιθυμεί να την κοινολογήσει ή να εξουσιοδοτήσει τρίτον να την κοινολογήσει σε γενικές γραμμές ή υπό συνοπτική μορφή, η εν λόγω πληροφορία είναι δυνατόν να αγνοηθεί.

4.   Μια πληροφορία θεωρείται πάντοτε εμπιστευτική, αν η κοινολόγησή της μπορεί να έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις για το πρόσωπο που την έδωσε ή για την πηγή από την οποία προέρχεται.

5.   Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν εμποδίζουν τις αρχές της Ένωσης να αναφέρονται σε γενικές πληροφορίες, και ιδίως στους λόγους στους οποίους βασίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, οι αρχές αυτές λαμβάνουν υπόψη τους το έννομο συμφέρον των ενδιαφερόμενων νομικών και φυσικών προσώπων να μην αποκαλύπτονται τα επιχειρηματικά τους απόρρητα.

Άρθρο 6

1.   Η εξέταση των τάσεων των εισαγωγών, των όρων υπό τους οποίους αυτές πραγματοποιούνται, καθώς και της σοβαρής ζημίας ή της απειλούμενης σοβαρής ζημίας που προκύπτει από τις εισαγωγές αυτές για τους παραγωγούς της Ένωσης, καλύπτει τους εξής ιδίως παράγοντες:

α)

τον όγκο των εισαγωγών, ιδίως όταν έχει αυξηθεί σημαντικά είτε σε απόλυτες τιμές είτε σε σχέση με την παραγωγή ή την κατανάλωση εντός της Ένωσης·

β)

τις τιμές εισαγωγής, ιδίως όταν διαπιστώνεται σημαντική υποτιμολόγηση σε σχέση με την τιμή ομοειδούς προϊόντος εντός της Ένωσης·

γ)

τις προκύπτουσες επιπτώσεις στους ενωσιακούς παραγωγούς παρόμοιων ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων, όπως αυτές εμφαίνονται από την εξέλιξη ορισμένων οικονομικών παραγόντων όπως:

της παραγωγής,

της χρησιμοποίησης δυναμικού,

των αποθεμάτων,

των πωλήσεων,

του μεριδίου της αγοράς,

των τιμών (δηλαδή συμπίεσης τιμών ή παρεμπόδισης ανόδου τιμών που θα διαμορφώνονταν υπό κανονικές συνθήκες),

των κερδών,

της απόδοσης κεφαλαίων,

της ρευστότητας,

της απασχόλησης.

2.   Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της το ιδιαίτερο οικονομικό σύστημα των χωρών που αναγράφονται στο παράρτημα I.

3.   Όταν προβάλλεται θέμα απειλής πρόκλησης σοβαρής ζημίας, η Επιτροπή εξετάζει επίσης αν υπάρχει σαφής πρόβλεψη ότι μια συγκεκριμένη κατάσταση είναι ικανή να εξελιχθεί σε πραγματική ζημία. Για τον σκοπό αυτό, είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες, όπως:

α)

ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών προς την Ένωση·

β)

το δυναμικό εξαγωγής της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής, το οποίο υφίσταται ή θα λειτουργήσει στο μέλλον που μπορεί να προβλεφθεί, και η πιθανότητα διοχέτευσης των εξαγωγών από αυτό το δυναμικό προς την Ένωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ

Άρθρο 7

1.   Όταν το απαιτούν τα συμφέροντα της Ένωσης, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία:

α)

να αποφασίσει την αναδρομική ενωσιακή επιτήρηση ορισμένων εισαγωγών, σύμφωνα με διαδικασία την οποία καθορίζει η ίδια·

β)

να αποφασίσει, για την παρακολούθηση των τάσεων αυτών των εισαγωγών, ότι ορισμένες εισαγωγές υπόκεινται σε προηγούμενη ενωσιακή επιτήρηση, σύμφωνα με το άρθρο 8.

2.   Οι αποφάσεις που εγκρίνονται δυνάμει της παραγράφου 1 λαμβάνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2.

3.   Η διάρκεια ισχύος των μέτρων επιτήρησης είναι περιορισμένη. Εκτός αντίθετης πρόβλεψης, η ισχύς τους εκπνέει στο τέλος του δεύτερου εξαμήνου που ακολουθεί το εξάμηνο κατά το οποίο θεσπίστηκαν.

Άρθρο 8

1.   Τα υπό προηγούμενη ενωσιακή επιτήρηση προϊόντα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία εφόσον προσκομισθεί έγγραφο επιτήρησης. Το έγγραφο αυτό εκδίδεται ατελώς από την αρμόδια αρχή που ορίζουν τα κράτη μέλη, για όλες τις αιτούμενες ποσότητες, εντός προθεσμίας πέντε το πολύ εργάσιμων ημερών από την παραλαβή, από την αρμόδια εθνική αρχή, αίτησης οποιουδήποτε ενωσιακού εισαγωγέα, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής του στην Ένωση. Η αρμόδια εθνική αρχή θεωρείται ότι έχει παραλάβει την αίτηση αυτή το πολύ εντός τριών εργάσιμων ημερών από την υποβολή της, εκτός αποδείξεως του εναντίου.

2.   Για το έγγραφο επιτήρησης, χρησιμοποιείται έντυπο που αντιστοιχεί στο υπόδειγμα του παραρτήματος II.

Στην αίτηση εγγράφου επιτήρησης του εισαγωγέα περιλαμβάνονται, εφόσον η απόφαση θέσης υπό επιτήρηση δεν ορίζει άλλως, μόνο τα παρακάτω στοιχεία:

α)

το ονοματεπώνυμο και η πλήρης διεύθυνση του αιτούντος (συμπεριλαμβανομένων των αριθμών τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας και, εφόσον υπάρχει, του αριθμού μητρώου στα πλαίσια της αρμόδιας εθνικής αρχής), και ο αριθμός μητρώου ΦΠΑ, εφόσον υπόκειται σε ΦΠΑ·

β)

αν συντρέχει περίπτωση, το ονοματεπώνυμο και η πλήρης διεύθυνση του διασαφιστή ή του τυχόν αντιπροσώπου του αιτούντος (συμπεριλαμβανομένων των αριθμών τηλεφώνου και φαξ)·

γ)

η περιγραφή των εμπορευμάτων, με αναφορά:

της εμπορικής τους ονομασίας,

του κωδικού της συνδυασμένης ονοματολογίας στον οποίο υπάγονται,

της καταγωγής και της προέλευσής τους·

δ)

οι δηλωθείσες ποσότητες, σε χιλιόγραμμα, και, ενδεχομένως, σε οποιαδήποτε άλλη συμπληρωματική σχετική μονάδα (ζεύγη, τεμάχια κ.λπ.)·

ε)

η αξία CIF των εμπορευμάτων στα σύνορα της Ένωσης, σε ευρώ·

στ)

η παρακάτω δήλωση, με ημερομηνία και υπογραφή του αιτούντος και αναγραφή του ονοματεπωνύμου του με κεφαλαία γράμματα:

«Ο υπογράφων βεβαιώνω ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην παρούσα αίτηση είναι ακριβείς και υποβάλλονται καλόπιστα, και ότι είμαι εγκατεστημένος στην Ένωση.»

.

3.   Το έγγραφο επιτήρησης ισχύει σε όλη την Ένωση ανεξαρτήτως του κράτους μέλους που το εκδίδει.

4.   Η διαπίστωση ότι η τιμή μονάδας με την οποία πραγματοποιείται η συναλλαγή υπερβαίνει κατά λιγότερο από 5 % την τιμή η οποία αναγράφεται στο έγγραφο επιτήρησης, ή αν η συνολική αξία ή ποσότητα των προϊόντων που προσκομίζονται προς εισαγωγή υπερβαίνει κατά λιγότερο από 5 % την αξία ή ποσότητα που αναγράφεται στο έγγραφο επιτήρησης, δεν εμποδίζει το να τεθεί το συγκεκριμένο προϊόν σε ελεύθερη κυκλοφορία. Η Επιτροπή, αφού ακούσει τις γνώμες που διατυπώνονται στα πλαίσια της επιτροπής και αφού λάβει υπόψη της τη φύση των προϊόντων και τις άλλες ιδιομορφίες των συναλλαγών αυτών, μπορεί να ορίσει διαφορετικό ποσοστό, το οποίο, πάντως, δεν μπορεί, κατά κανόνα, να υπερβαίνει το 10 %.

5.   Τα έγγραφα επιτήρησης χρησιμοποιούνται μόνον εφόσον το καθεστώς ελευθέρωσης των εισαγωγών εξακολουθεί να ισχύει για τις συγκεκριμένες συναλλαγές. Έγγραφο επιτήρησης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθεί μετά τη λήξη της περιόδου που καθορίζεται συγχρόνως και κατά την ίδια διαδικασία που ακολουθείται για να επιβληθεί η επιτήρηση, λαμβανομένων υπόψη της φύσης των προϊόντων και των άλλων ιδιομορφιών των συναλλαγών.

6.   Όταν το επιτάσσει απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 7, η καταγωγή των υπό ενωσιακή επιτήρηση προϊόντων πρέπει να αποδεικνύεται με πιστοποιητικό καταγωγής. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει την ισχύ άλλων διατάξεων σχετικών με την προσκόμιση του όποιου τέτοιου πιστοποιητικού.

7.   Όταν το προϊόν που τελεί υπό προηγούμενη ενωσιακή επιτήρηση αποτελεί αντικείμενο περιφερειακών μέτρων διασφάλισης σε ένα κράτος μέλος, η άδεια εισαγωγής που εκδίδεται από το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να αντικαταστήσει το έγγραφο επιτήρησης.

8.   Τα έντυπα των εγγράφων επιτήρησης και τα σχετικά αποσπάσματα καταρτίζονται εις διπλούν και, από τα δύο έντυπα, το πρώτο, με την ένδειξη «Πρωτότυπο για τον παραλήπτη», φέρει τον αριθμό 1 και χορηγείται στον αιτούντα, ενώ το δεύτερο, με την ένδειξη «Αντίτυπο για την αρμόδια αρχή», με τον αριθμό 2, παραμένει στην αρχή που εξέδωσε το έγγραφο. Για διοικητικούς λόγους, οι αρμόδιες αρχές είναι δυνατόν να προσθέτουν συμπληρωματικά αντίγραφα στο έντυπο 2.

9.   Τα έντυπα εκτυπώνονται σε λευκό χαρτί χωρίς μηχανικό πολτό, κολλαρισμένο για γραφή και βάρους 55 έως 65 γραμμαρίων ανά τετραγωνικό μέτρο. Οι διαστάσεις τους είναι 210 × 297 mm. Το δακτυλογραφικό διάστιχο είναι 4,24 mm (ένα έκτο της ίντσας). Η διάταξη των εντύπων τηρείται αυστηρά. Οι δύο όψεις του αντιτύπου αριθ. 1, που αποτελεί το έγγραφο επιτήρησης καθαυτό, φέρουν επιπλέον εκτυπωμένες κίτρινες σύμπλεκτες γραμμές που καθιστούν εμφανή κάθε παραποίηση με μηχανικά ή χημικά μέσα.

10.   Τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη της εκτύπωσης των εντύπων. Επίσης, τα έντυπα είναι δυνατόν να εκτυπώνονται από τυπογραφεία εγκριθέντα από το κράτος μέλος στο οποίο τα τυπογραφεία είναι εγκατεστημένα. Στην τελευταία περίπτωση, κάθε έντυπο φέρει μνεία της σχετικής έγκρισης. Σε κάθε έντυπο αναγράφεται το όνομα και η διεύθυνση του τυπογράφου ή σημείο με το οποίο είναι δυνατή η αναγνώριση του τυπογράφου.

Άρθρο 9

Όταν απαιτείται από τα συμφέροντα της Ένωσης, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, και εφόσον πιθανολογείται να προκύψει η κατάσταση του άρθρου 13 παράγραφος 1:

να περιορίσει τη διάρκεια ισχύος οιουδήποτε εγγράφου επιτήρησης το οποίο απαιτείται,

να ζητήσει η έκδοση του εγγράφου αυτού να εξαρτάται από ορισμένες προϋποθέσεις και, κατ' εξαίρεση, από την ενσωμάτωση ρήτρας ανάκλησης.

Άρθρο 10

Αν οι εισαγωγές ενός προϊόντος δεν έχουν τεθεί υπό προηγούμενη ενωσιακή επιτήρηση, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει, μέσω εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 22 παράγραφος 2 και σύμφωνα με το άρθρο 15, επιτήρηση περιοριζόμενη στις εισαγωγές σε μία ή περισσότερες περιφέρειες της Ένωσης.

Άρθρο 11

1.   Τα υπό περιφερειακή επιτήρηση προϊόντα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία, στην οικεία περιφέρεια, εφόσον προσκομισθεί έγγραφο επιτήρησης. Το έγγραφο αυτό εκδίδεται ατελώς από την αρμόδια αρχή που ορίζει το ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, για όλες τις αιτούμενες ποσότητες, εντός προθεσμίας πέντε το πολύ εργάσιμων ημερών από την παραλαβή, από την αρμόδια εθνική αρχή, αίτησης οιουδήποτε ενωσιακού εισαγωγέα, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής του στην Ένωση. Η αρμόδια εθνική αρχή θεωρείται ότι έχει παραλάβει την αίτηση αυτή το πολύ εντός τριών εργάσιμων ημερών από την υποβολή της, εκτός αποδείξεως του εναντίου. Τα έγγραφα επιτήρησης χρησιμοποιούνται μόνον εφόσον το καθεστώς ελευθέρωσης των εισαγωγών εξακολουθεί να ισχύει για τις συγκεκριμένες συναλλαγές.

2.   Εφαρμόζεται το άρθρο 8 παράγραφος 2.

Άρθρο 12

1.   Σε περίπτωση που έχει επιβληθεί ενωσιακή ή περιφερειακή επιτήρηση, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή, τις δέκα πρώτες ημέρες κάθε μήνα:

α)

εφόσον έχει επιβληθεί προηγούμενη επιτήρηση, λεπτομέρειες για τα χρηματικά ποσά (που υπολογίζονται βάσει τιμών CIF) και τις ποσότητες των εμπορευμάτων, για τα οποία εκδόθηκαν έγγραφα επιτήρησης κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου·

β)

πάντοτε, λεπτομέρειες για τις εισαγωγές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγείται της περιόδου που αναφέρει στο στοιχείο α).

Οι πληροφορίες που δίδουν τα κράτη μέλη αναλύονται ανά προϊόν και ανά χώρα.

Είναι δυνατόν να θεσπίζονται διαφορετικές διατάξεις ταυτοχρόνως και κατά την ίδια διαδικασία που ακολουθείται για να επιβληθεί η επιτήρηση.

2.   Όταν η φύση των προϊόντων ή ιδιαίτερες περιστάσεις το απαιτούν, η Επιτροπή δύναται, ύστερα από αίτηση ενός κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, να τροποποιεί τα χρονοδιαγράμματα υποβολής των πληροφοριών αυτών.

3.   Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Άρθρο 13

1.   Αν ένα προϊόν εισάγεται στην Ένωση σε ποσότητες τόσο αυξημένες ή υπό συνθήκες ή όρους τέτοιους ώστε να προκαλείται ή να απειλείται να προκληθεί σοβαρή ζημία στους ενωσιακούς παραγωγούς ομοειδών προϊόντων ή άμεσα ανταγωνιστικών προϊόντων, η Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντα της Ένωσης, δύναται, κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, να τροποποιήσει τους κανόνες εισαγωγής του προϊόντος αυτού, προβλέποντας ότι μπορεί να τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία μόνο με την προσκόμιση άδειας εισαγωγής, η χορήγηση της οποίας διέπεται από τις διατάξεις και υπόκειται στους περιορισμούς που ορίζει η Επιτροπή.

2.   Τα μέτρα που λαμβάνονται κοινοποιούνται χωρίς καθυστέρηση στα κράτη μέλη και είναι άμεσης εφαρμογής.

3.   Τα μέτρα που αναφέρει το παρόν άρθρο εφαρμόζονται σε κάθε προϊόν το οποίο τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την έναρξη ισχύος τους. Δύνανται, σύμφωνα με το άρθρο 15, να περιορίζονται σε μία ή περισσότερες περιφέρειες της Ένωσης.

Εντούτοις, τα μέτρα αυτά δεν εμποδίζουν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων που ευρίσκονται ήδη καθ' οδόν προς την Ένωση, εφόσον δεν είναι δυνατόν να αλλάξει ο προορισμός τους και εφόσον τα προϊόντα των οποίων η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, δυνάμει των άρθρων 8 και 11, προϋποθέτει την προσκόμιση εγγράφου επιτήρησης, συνοδεύονται πράγματι από το έγγραφο αυτό.

4.   Αν ένα κράτος μέλος ζητήσει την παρέμβασή της, η Επιτροπή, εφαρμόζοντας τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 22 παράγραφος 3 ή, σε επείγουσες περιπτώσεις, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4, λαμβάνει απόφαση εντός πέντε το πολύ εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης.

Άρθρο 14

1.   Η Επιτροπή, εφαρμόζοντας τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 22 παράγραφος 3, δύναται να θεσπίσει κατάλληλα μέτρα διασφάλισης, ιδίως αν συντρέχουν οι περιστάσεις του άρθρου 13 παράγραφος 1.

2.   Εφαρμόζεται το άρθρο 13 παράγραφος 3.

Άρθρο 15

Όταν, βάσει ιδίως των παραγόντων που αναφέρει το άρθρο 6, κρίνεται ότι οι όροι οι απαιτούμενοι για τη θέσπιση των μέτρων που προβλέπονται από τον κεφάλαιο IV και το άρθρο 13, πληρούνται σε μία ή περισσότερες περιφέρειες της Ένωσης, η Επιτροπή, αφού εξετάσει τις εναλλακτικές λύσεις, δύναται να επιτρέπει, κατ' εξαίρεση, την εφαρμογή μέτρων επιτήρησης ή διασφάλισης που περιορίζονται στην περιφέρεια ή στις περιφέρειες αυτές, αν κρίνει ότι τα μέτρα αυτά, εφαρμοζόμενα σε αυτό το επίπεδο, είναι καταλληλότερα από τα μέτρα που εφαρμόζονται στο σύνολο της Ένωσης.

Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι προσωρινά και να διαταράσσουν όσο το δυνατόν λιγότερο τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Τα μέτρα αυτά θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 7 και 13, αντίστοιχα.

Άρθρο 16

1.   Κατά την εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου επιτήρησης ή διασφάλισης που επεβλήθη σύμφωνα με τα κεφάλαια IV και V, η Επιτροπή μπορεί, είτε κατόπιν αίτησης κράτους μέλους ή με ίδια πρωτοβουλία:

α)

να εξετάζει τις επιπτώσεις του μέτρου αυτού·

β)

να διαπιστώνει εάν η εφαρμογή του μέτρου εξακολουθεί να είναι αναγκαία.

Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η εφαρμογή του μέτρου εξακολουθεί να είναι αναγκαία, ενημερώνει σχετικά τα κράτη μέλη.

2.   Αν η Επιτροπή κρίνει ότι επιβάλλεται η κατάργηση ή η τροποποίηση οποιουδήποτε μέτρου επιτήρησης ή διασφάλισης που αναφέρεται στα κεφάλαια IV και V, ανακαλεί ή τροποποιεί τα μέτρα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 22 παράγραφος 3.

Όταν η απόφαση αυτή αφορά περιφερειακά μέτρα επιτήρησης, εφαρμόζεται από την έκτη μέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 17

1.   Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από ειδικούς κανόνες που περιέχονται στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών.

2.   Με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων της Ένωσης, ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τη θέσπιση ή την εφαρμογή από τα κράτη μέλη:

α)

απαγορεύσεων, ποσοτικών περιορισμών ή μέτρων επιτήρησης που επιβάλλονται για λόγους δημόσιας ηθικής, δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας, προστασίας της υγείας και της ζωής ανθρώπων, ζώων ή φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας·

β)

ειδικών συναλλαγματικών διατυπώσεων·

γ)

διατυπώσεων που εισάγονται δυνάμει διεθνών συμφωνιών σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ.

Τα κράτη μέλη πληροφορούν την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα ή τις διατυπώσεις που πρέπει να προβλεφθούν ή να τροποποιηθούν δυνάμει του πρώτου εδαφίου.

Σε περίπτωση άκρως επείγουσας ανάγκης, τα εν λόγω εθνικά μέτρα ή διατυπώσεις ανακοινώνονται στην Επιτροπή αμέσως μόλις θεσπιστούν.

Άρθρο 18

Η Επιτροπή, στην ετήσια έκθεσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή και την υλοποίηση μέτρων εμπορικής άμυνας, που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 22α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου (11), περιλαμβάνει και πληροφορίες σχετικά με την υλοποίηση του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 19

1.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή των πράξεων για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών ή των ενωσιακών και των εθνικών διοικητικών διατάξεων που απορρέουν από τις πράξεις αυτές, ή των ειδικών πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 352 ΣΛΕΕ και εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται ως συμπλήρωμα αυτών των πράξεων.

2.   Τα άρθρα 7 έως 12 και το άρθρο 16 δεν εφαρμόζονται στα προϊόντα που υπάγονται στις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πράξεις και για τα οποία, βάσει του ενωσιακού καθεστώτος συναλλαγών με τρίτες χώρες, απαιτείται η προσκόμιση αδείας ή άλλου εγγράφου εισαγωγής.

Τα άρθρα 13, 15 και 16 δεν εφαρμόζονται στα προϊόντα για τα οποία το καθεστώς αυτό προβλέπει τη δυνατότητα εφαρμογής ποσοτικών περιορισμών κατά την εισαγωγή.

Άρθρο 20

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 21 όσον αφορά την έγκριση τροποποιήσεων του παραρτήματος I, προκειμένου να διαγράφει χώρες από τον κατάλογο τρίτων χωρών που περιέχεται στο εν λόγω παράρτημα, όταν αυτές γίνουν μέλη του ΠΟΕ.

Άρθρο 21

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 20 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από την 20ή Φεβρουαρίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 20 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 20 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 22

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή διασφαλίσεων, η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/478 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

4.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 23

Οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 427/2003 και (ΕΚ) αριθ. 625/2009 καταργούνται.

Οι αναφορές στους καταργούμενους κανονισμούς νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος IV.

Άρθρο 24

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

Z. KALNIŅA-LUKAŠEVICA


(1)  Γνώμη της 10ης Δεκεμβρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2015 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Απριλίου 2015.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 625/2009 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 2009, για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες (ΕΕ L 185 της 17.7.2009, σ. 1).

(4)  Βλέπε παράρτημα III.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 738/94 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 1994, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 520/94 του Συμβουλίου για τη θέσπιση διαδικασίας κοινοτικής διαχείρισης των ποσοτικών ποσοστώσεων (ΕΕ L 87 της 31.3.1994, σ. 47).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3168/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, με τον οποίο, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 517/94 του Συμβουλίου περί της θεσπίσεως κοινών κανόνων για τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες τα οποία δεν καλύπτονται από διμερείς συμφωνίες, πρωτόκολλα ή άλλους διακανονισμούς ή άλλους κοινοτικούς κανόνες εισαγωγής, θεσπίζεται κοινοτική άδεια εισαγωγής (ΕΕ L 335 της 23.12.1994, σ. 23).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3169/94 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1994, για την τροποποίηση του παραρτήματος III του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3030/93 του Συμβουλίου περί κοινών κανόνων εισαγωγής ορισμένων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών και για τη θέσπιση κοινοτικής άδειας εισαγωγής στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ L 335 της 23.12.1994, σ. 33).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 517/94 του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 1994, περί θεσπίσεως κοινών κανόνων για τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες τα οποία δεν καλύπτονται από διμερείς συμφωνίες, πρωτόκολλα ή άλλους διακανονισμούς ή άλλους ειδικούς κοινοτικούς κανόνες εισαγωγής (ΕΕ L 67 της 10.3.1994, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 427/2003 του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 2003, σχετικά με έναν μεταβατικό μηχανισμό διασφάλισης ανά προϊόν όσον αφορά τις εισαγωγές, καταγωγής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 519/94 για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες (ΕΕ L 65 της 8.3.2003, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51).

(12)  Κανονισμός (EE) 2015/478 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2015, περί κοινού καθεστώτος εισαγωγών (ΕΕ L 83 της 27.3.2015, σ. 16).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κατάλογος των τρίτων χωρών

 

Αζερμπαϊτζάν

 

Βόρεια Κορέα

 

Καζακστάν

 

Λευκορωσία

 

Ουζμπεκιστάν

 

Τουρκμενιστάν


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Image

Κείμενο της εικόνας

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ

1

1. Παραλήπτης

(όνομα, πλήρης διεύθυνση, χώρα, αριθ. ΦΠΑ)

2. Αριθ. αδείας

Πρωτότυπο για τον παραλήπτη

3. Τόπος και ημερομηνία που προ-βλέπονται για την εισαγωγή

4. Αρμόδια αρχή έκδοσης

(ονομασία, διεύθυνση και αριθ. τηλεφώνου)

5. Διασαφιστής/αντιπρόσωπος αν υπάρχει

(όνομα, πλήρης διεύθυνση)

6. Χώρα καταγωγής

(και αριθ. γεωγραφικής ονοματολογίας)

7. Χώρα προέλευσης

(και αριθ. γεωγραφικής ονοματολογίας)

8. Τελευταία ημέρα ισχύος

1

9. Περιγραφή των εμπορευμάτων

10. Κωδικός των εμπορευμάτων (ΣΟ) και κατηγορία

11. Ποσότητα εκφρασμένη σε χι-λιόγραμμα (καθαρή μάζα) ή σε συμπληρωματικές μονάδες

12. Αξία σε ευρώ, cif στα σύνορα της Ένωσης

13. Συμπληρωματικές ενδείξεις

14. Θεώρηση της αρμόδιας αρχής

Ημερομηνία:

Υπογραφή:

(Σφραγίδα)

Image

Κείμενο της εικόνας

15. ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

Να αναγραφεί στο μέρος 1 της στήλης 17 η διαθέσιμη ποσότητα και στο μέρος 2 η καταχωρισθείσα ποσότητα

16. Καθαρή ποσότητα (καθαρή μάζα ή άλλη μονάδα μετρήσεως με την ένδειξη της μονάδας)

19. Τελωνειακό έγγραφο (πρότυπο και αριθμός) ή απόσπασμα, αριθ-μός και ημερομηνία καταχωρίσεως

20. Όνομα, κράτος μέλος, υπογραφή και σφρα-γίδα της αρχής κατα-χωρίσεως

17. Αριθμητικώς

18. Ολογράφως για την καταχωρισθείσα πο-σότητα

1.

2.

1.

2.

1.

2.

1.

2.

1.

2.

1.

2.

1.

2.

Να επικολληθεί εδώ η ενδεχόμενη προσθήκη.

Image

Κείμενο της εικόνας

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ

2

1. Παραλήπτης

(όνομα, πλήρης διεύθυνση, χώρα, αριθ. ΦΠΑ)

2. Αριθ. αδείας

Αντίτυπο για την αρμόδια αρχή

3. Τόπος και ημερομηνία που προ-βλέπονται για την εισαγωγή

4. Αρμόδια αρχή έκδοσης

(ονομασία, διεύθυνση και αριθ. τηλεφώνου)

5. Διασαφιστής/αντιπρόσωπος αν υπάρχει

(όνομα, πλήρης διεύθυνση)

6. Χώρα καταγωγής

(και αριθ. γεωγραφικής ονοματολογίας)

7. Χώρα προέλευσης

(και αριθ. γεωγραφικής ονοματολογίας)

8. Τελευταία ημέρα ισχύος

2

9. Περιγραφή των εμπορευμάτων

10. Κωδικός των εμπορευμάτων (ΣΟ) και κατηγορία

11. Ποσότητα εκφρασμένη σε χι-λιόγραμμα (καθαρή μάζα) ή σε συμπληρωματικές μονάδες

12. Αξία σε ευρώ, cif στα σύνορα της Ένωσης

13. Συμπληρωματικές ενδείξεις

14. Θεώρηση της αρμόδιας αρχής

Ημερομηνία:

Υπογραφή:

(Σφραγίδα)

Image

Κείμενο της εικόνας

15. ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

Να αναγραφεί στο μέρος 1 της στήλης 17 η διαθέσιμη ποσότητα και στο μέρος 2 η καταχωρισθείσα ποσότητα

16. Καθαρή ποσότητα (καθαρή μάζα ή άλλη μονάδα μετρήσεως με την ένδειξη της μονάδας)

19. Τελωνειακό έγγραφο (πρότυπο και αριθμός) ή απόσπασμα, αριθ-μός και ημερομηνία καταχωρίσεως

20. Όνομα, κράτος μέλος, υπογραφή και σφρα-γίδα της αρχής κατα-χωρίσεως

17. Αριθμητικώς

18. Ολογράφως για την καταχωρισθείσα πο-σότητα

1.

2.

1.

2.

1.

2.

1.

2.

1.

2.

1.

2.

1.

2.

Να επικολληθεί εδώ η ενδεχόμενη προσθήκη.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Καταργούμενος κανονισμός με την τροποποίησή του

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 625/2009 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 185 της 17.7.2009, σ. 1).

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 18 της 21.1.2014, σ. 1).

Μόνο το σημείο 20 του παραρτήματος

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 427/2003 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 65 της 8.3.2003, σ. 1).

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1985/2003

(ΕΕ L 295 της 13.11.2003, σ. 43).

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 18 της 21.1.2014, σ. 1).

Μόνο το σημείο 9 του παραρτήματος


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Πίνακας Αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 625/2009

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 427/2003

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

 

Άρθρο 1

Άρθρο 2

 

Άρθρο 2

Άρθρο 4

 

Άρθρο 22

Άρθρο 5

 

Άρθρο 3

Άρθρο 6

 

Άρθρο 4

Άρθρο 7

 

Άρθρο 5

Άρθρο 8

 

Άρθρο 6

Άρθρο 9(1)

 

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 9(1α)

 

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 9(2)

 

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 10

 

Άρθρο 8

Άρθρο 11

 

Άρθρο 9

Άρθρο 12

 

Άρθρο 10

Άρθρο 13

 

Άρθρο 11

Άρθρο 14

 

Άρθρο 12

Άρθρο 15

 

Άρθρο 13

Άρθρο 16

 

Άρθρο 14

Άρθρο 17

 

Άρθρο 15

Άρθρο 18

 

Άρθρο 16

Άρθρο 19

 

Άρθρο 17

Άρθρο 19α

 

Άρθρο 18

Άρθρο 20

 

Άρθρο 19

 

Άρθρα 1 έως 14

 

Άρθρο 14α

Άρθρο 20

 

Άρθρο 14β

Άρθρο 21

 

Άρθρα 15 έως 24

Άρθρο 21

 

Άρθρο 23

Άρθρο 22

 

Άρθρο 24

Παράρτημα I

 

Παράρτημα I

Παράρτημα II

 

Παράρτημα II

Παράρτημα III

 

Παράρτημα III

Παράρτημα IV

 

Παράρτημα IV

 

Παράρτημα I

 

Παράρτημα II


19.5.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/50


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/756 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Απριλίου 2015

για την αναστολή ορισμένων παραχωρήσεων που αφορούν την εισαγωγή στην Ένωση γεωργικών προϊόντων καταγωγής Τουρκίας

(κωδικοποιημένο κείμενο)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1506/98 του Συμβουλίου (3) έχει τροποποιηθεί ουσιωδώς (4). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Στο πλαίσιο της συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας (5) (εφεξής «συμφωνία»), χορηγήθηκαν παραχωρήσεις στην εν λόγω χώρα για ορισμένα γεωργικά προϊόντα.

(3)

Η απόφαση αριθ. 1/98 του συμβουλίου σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας (6) προβλέπει τη βελτίωση και την παγίωση των εμπορικών προτιμήσεων που αφορούν την εισαγωγή στην Ένωση των γεωργικών προϊόντων καταγωγής Τουρκίας και θεσπίζει μια σειρά από προτιμησιακές παραχωρήσεις για τις εξαγωγές κρέατος και ζώντων ζώων από την Ένωση προς την Τουρκία.

(4)

Η Τουρκία εφαρμόζει από το 1996 απαγόρευση της εισαγωγής ζώντων ζώων του είδους των βοοειδών (κωδικός ΣΟ 0102) και περιορισμούς στην εισαγωγή βοείου κρέατος (κωδικοί ΣΟ 0201-0202). Τα μέτρα αυτά, ως ποσοτικοί περιορισμοί, δεν είναι συμβατά με τη συμφωνία και παρεμποδίζουν την Ένωση να απολαύει των παραχωρήσεων που της αναλογούν στο πλαίσιο της απόφασης αριθ. 1/98. Παρά τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν για να βρεθεί, με διαπραγματεύσεις, λύση αυτού του προβλήματος με την Τουρκία, οι ποσοτικοί περιορισμοί παραμένουν σε ισχύ.

(5)

Σε συνέχεια των εν λόγω μέτρων, οι εξαγωγές των εν λόγω προϊόντων καταγωγής Ένωσης προς την Τουρκία αναστέλλονται. Για να προστατευθούν τα εμπορικά συμφέροντα της Ένωσης, θα πρέπει να αντισταθμιστεί η κατάσταση από ισοδύναμα μέτρα. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να ανασταλούν οι παραχωρήσεις που προβλέπονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

(6)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι δύο δασμολογικές ποσοστώσεις που προβλέπονται στο παράρτημα I αναστέλλονται.

Άρθρο 2

Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, θέτει τέρμα στην αναστολή που αναφέρεται στο άρθρο 1, αμέσως μετά την άρση των εμποδίων στις προτιμησιακές εξαγωγές της Ένωσης προς την Τουρκία. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2.

Άρθρο 3

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, η οποία συστάθηκε από το άρθρο 229 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Αν η επιτροπή γνωμοδοτήσει με γραπτή διαδικασία, η εν λόγω διαδικασία περατώνεται χωρίς αποτέλεσμα όταν, εντός της προθεσμίας για την παροχή της γνωμοδότησης, αποφασίσει ούτως ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο των μελών της επιτροπής.

Άρθρο 4

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1506/98 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος III.

Άρθρο 5

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

Z. KALNIŅA-LUKAŠEVICA


(1)  Γνώμη της 10ης Δεκεμβρίου 2014 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2015 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Απριλίου 2015.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1506/98 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1998, για τη θέσπιση παραχώρησης υπέρ της Τουρκίας, υπό μορφή κοινοτικής δασμολογικής ποσόστωσης για το 1998, όσον αφορά τα φουντούκια και για την αναστολή ορισμένων παραχωρήσεων (ΕΕ L 200 της 16.7.1998, σ. 1).

(4)  Βλέπε παράρτημα II.

(5)  ΕΕ 217 της 29.12.1964, σ. 3687/64.

(6)  Απόφαση αριθ. 1/98 του συμβουλίου σύνδεσης ΕΚ-Τουρκίας, της 25ης Φεβρουαρίου 1998, περί του καθεστώτος εμπορίας γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 86 της 20.3.1998, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 671).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Αύξων αριθμός

Κωδικός ΣΟ

Περιγραφή των εμπορευμάτων

Όγκος ποσόστωσης ανά έτος ή ανά προσδιοριζόμενη περίοδο (σε τόνους)

Ύψος δασμού ποσόστωσης

09.0217

ex 0807 11 00

Νωπά καρπούζια:

14 000

Απαλλαγή

από 16 Ιουνίου έως 31 Μαρτίου

09.0207

2002 90 31

Ντομάτες παρασκευασμένες ή διατηρημένες χωρίς ξίδι ή οξικό οξύ, εκτός των ολόκληρων ή σε τεμάχια, περιεκτικότητας κατά βάρος σε ξερή ύλη ίσης ή ανώτερης του 12 %

30 000 περιεκτικότητας κατά βάρος σε ξερή ύλη από 28 % έως 30 %

Απαλλαγή

09.0209

2002 90 39

2002 90 91

2002 90 99


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Καταργούμενος κανονισμός με την τροποποίησή του

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1506/98 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 200 της 16.7.1998, σ. 1).

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 255/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 84 της 20.3.2014, σ. 57).

Μόνο το άρθρο 3


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Πίνακας Αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1506/98

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 2

Άρθρο 1

Άρθρο 3

Άρθρο 2

Άρθρο 3α

Άρθρο 3

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα III


19.5.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/55


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/757 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Απριλίου 2015

για την παρακολούθηση, την υποβολή εκθέσεων και επαλήθευση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από θαλάσσιες μεταφορές και για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/16/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και η απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) διά των οποίων ζητείται να συμβάλουν όλοι οι τομείς της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών θαλάσσιων μεταφορών, στη μείωση των εκπομπών, ορίζει: εάν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 δεν εγκριθεί από τα κράτη μέλη διεθνής συμφωνία η οποία, στους στόχους μειώσεων που θα ορίζει, θα περιλαμβάνει τις εκπομπές της διεθνούς ναυτιλίας, μέσω του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO), ή δεν εγκριθεί μια τέτοια συμφωνία μέσω της σύμβασης-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή από την Κοινότητα, η Επιτροπή θα πρέπει να διατυπώσει πρόταση να περιληφθούν οι εκπομπές της διεθνούς ναυτιλίας στη δέσμευση για μείωση των εκπομπών που αναλαμβάνει η Κοινότητα, με στόχο να τεθεί σε ισχύ η προτεινόμενη πράξη έως το 2013. Η πρόταση αυτή θα πρέπει να ελαχιστοποιεί τυχόν αρνητικό αντίκτυπο επί της ανταγωνιστικότητας της Κοινότητας λαμβάνοντας υπόψη τα δυνάμει οφέλη για το περιβάλλον.

(2)

Οι θαλάσσιες μεταφορές έχουν επιπτώσεις στο παγκόσμιο κλίμα και στην ποιότητα του αέρα, ως αποτέλεσμα των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και άλλων εκπομπών, π.χ. των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx), οξειδίων του θείου (SO2), μεθανίου (CH4), σωματιδίων (PM) και μαύρου άνθρακα (BC).

(3)

Οι διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές παραμένουν το μόνο μέσο μεταφοράς που δεν περιλαμβάνεται στη δέσμευση της Ένωσης για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Σύμφωνα με την εκτίμηση επιπτώσεων που συνοδεύει την πρόταση για τον παρόντα κανονισμό, οι εκπομπές CO2 από διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές που σχετίζονται με την Ένωση αυξήθηκαν κατά 48 % μεταξύ 1990 και 2007.

(4)

Με βάση την ταχύτατα αναπτυσσόμενη επιστημονική κατανόηση των επιπτώσεων στο παγκόσμιο κλίμα των εκπομπών από θαλάσσιες μεταφορές που δεν σχετίζονται με το CO2, θα πρέπει να διενεργείται τακτικά επικαιροποιημένη αξιολόγηση του αντικτύπου στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Βάσει των αξιολογήσεών της, η Επιτροπή θα πρέπει να αναλύει τις συνέπειες για τις πολιτικές και τα μέτρα με στόχο τη μείωση των εκπομπών.

(5)

Στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με πλαίσιο για τις πολιτικές που αφορούν το κλίμα και την ενέργεια με χρονικό ορίζοντα το έτος 2030 καλείται η Επιτροπή και τα κράτη μέλη να θέσουν ως δεσμευτικό στόχο για την ΕΕ τη μείωση, μέχρι το 2030, των εγχώριων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 40 % σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επεσήμανε επίσης ότι, για να ανταποκριθεί η Ένωση στις παγκόσμιες προσπάθειες κατά το μερίδιο που της αναλογεί, θα χρειαστεί να συμβάλουν όλοι οι τομείς της οικονομίας στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

(6)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 23ης και 24ης Οκτωβρίου 2014, τάχθηκε υπέρ ενός δεσμευτικού στόχου της ΕΕ για εγχώρια μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 40 % έως το 2030 σε σύγκριση με το 1990. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναφέρθηκε επίσης στη σημασία της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και των κινδύνων που συνδέονται με την εξάρτηση του τομέα των μεταφορών από τα ορυκτά καύσιμα, και κάλεσε την Επιτροπή να εξετάσει περαιτέρω μέσα και μέτρα για μια σφαιρική και τεχνολογικά ουδέτερη προσέγγιση, μεταξύ άλλων, για την προώθηση της μείωσης των εκπομπών και της ενεργειακής απόδοσης στις μεταφορές.

(7)

Στο 7o πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον (5) επισημαίνεται ότι για να ανταποκριθεί η Ένωση στις παγκόσμιες προσπάθειες κατά το μερίδιο που της αναλογεί, θα χρειαστεί να συμβάλλουν όλοι οι τομείς της οικονομίας στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Σε αυτό το πνεύμα, το 7o πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαίο να συνοδευτεί η λευκή βίβλος για τις μεταφορές του 2011 από ισχυρό πλαίσιο πολιτικής.

(8)

Τον Ιούλιο του 2011 ο IMO ενέκρινε τεχνικά και λειτουργικά μέτρα, ειδικότερα τον σχεδιαστικό δείκτη ενεργειακής αποδοτικότητας (Energy Efficiency Design Index/EEDI) για τα νέα πλοία και το Εγχειρίδιο Διαχείρισης Ενεργειακής Αποδοτικότητας στα πλοία (Ship Energy Efficiency Management Plan/SEEMP), τα οποία θα επιφέρουν μεν βελτιώσεις όσον αφορά τον περιορισμό της αναμενόμενης αύξησης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου αλλά δεν αρκούν από μόνα τους για να εξασφαλίσουν τις μειώσεις, σε απόλυτες τιμές, των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές που απαιτούνται προκειμένου να διατηρηθεί η πορεία προς την επίτευξη του παγκόσμιου στόχου για περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2 °C.

(9)

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει παράσχει ο ΙΜΟ, η ειδική ενεργειακή κατανάλωση και οι εκπομπές CO2 των πλοίων θα μπορούσαν να μειωθούν έως και 75 % μέσω της εφαρμογής λειτουργικών μέτρων και υφιστάμενων τεχνολογιών· σημαντικό μέρος αυτών των μέτρων μπορεί να χαρακτηριστεί οικονομικώς αποδοτικό και μάλιστα σε βαθμό που να προσφέρει καθαρά οφέλη για τον τομέα, αφού η μείωση των δαπανών για τα καύσιμα θα αντισταθμίσει τυχόν λειτουργικό ή επενδυτικό κόστος.

(10)

Η καλύτερη δυνατή επιλογή για να περιοριστούν οι εκπομπές CO2 από τη ναυτιλία σε ενωσιακό επίπεδο εξακολουθεί να είναι η δημιουργία ενός συστήματος παρακολούθησης, υποβολής εκθέσεων και επαλήθευσης (σύστημα ΠΥΕ) των εκπομπών CO2 με βάση την κατανάλωση καυσίμου των πλοίων, ως πρώτο βήμα μιας κλιμακωτής προσέγγισης της υπαγωγής των εκπομπών από τις θαλάσσιες μεταφορές στη δέσμευση της Ένωσης για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, μαζί με τις εκπομπές άλλων τομέων που ήδη συμπεριλαμβάνονται στην εν λόγω δέσμευση. Η πρόσβαση του κοινού στα δεδομένα για τις εκπομπές θα συμβάλει στην άρση των φραγμών της αγοράς που εμποδίζουν την υιοθέτηση πολλών μέτρων με αρνητικό κόστος που θα επέφεραν μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τις θαλάσσιες μεταφορές.

(11)

Η θέσπιση μέτρων με σκοπό τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της κατανάλωσης καυσίμων παρεμποδίζεται από την ύπαρξη φραγμών στην αγορά, όπως η έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων σχετικά με την απόδοση του καυσίμου των πλοίων ή διαθέσιμων τεχνολογιών για τη μετασκευή των πλοίων, η αδυναμία πρόσβασης σε πηγές χρηματοδότησης για επενδύσεις στην απόδοση των πλοίων και τα αποκλίνοντα κίνητρα, δεδομένου ότι οι πλοιοκτήτες δεν αποκομίζουν οφέλη από τις επενδύσεις τους στην απόδοση των πλοίων όταν οι δαπάνες για καύσιμα βαρύνουν τους διαχειριστές

(12)

Από διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη και συζητήσεις με διεθνείς εταίρους προκύπτει ότι θα πρέπει να υιοθετηθεί μια κλιμακωτή προσέγγιση της υπαγωγής των εκπομπών από τις θαλάσσιες μεταφορές στη δέσμευση της Ένωσης για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, με την εφαρμογή ενός άρτιου συστήματος ΠΥΕ για τις εκπομπές CO2 από τις θαλάσσιες μεταφορές ως πρώτο βήμα και την τιμολόγηση των εν λόγω εκπομπών σε μεταγενέστερο στάδιο. Η προσέγγιση αυτή διευκολύνει την επίτευξη σημαντικής προόδου σε διεθνές επίπεδο, όσον αφορά τη συμφωνία σχετικά με τους στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και περαιτέρω μέτρα για την υλοποίηση των εν λόγω μειώσεων με ελάχιστο κόστος.

(13)

Η καθιέρωση ενός ενωσιακού συστήματος ΠΥΕ αναμένεται ότι θα οδηγήσει σε επίπεδα εκπομπών μειωμένα κατά 2 % σε σύγκριση με τα συνήθη επίπεδα και σε συνολική μείωση του καθαρού κόστους έως και 1,2 δισεκατ. EUR μέχρι το 2030 δεδομένου ότι μπορεί να συμβάλει στην εξάλειψη των φραγμών αγοράς, ιδίως όσων σχετίζονται με την έλλειψη στοιχείων για την αποδοτικότητα των πλοίων παρέχοντας στις συναφείς αγορές συγκρίσιμα και αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με την κατανάλωση καυσίμου και την ενεργειακή αποδοτικότητα. Η κατ' αυτόν τον τρόπο μείωση του κόστους των μεταφορών θα διευκολύνει το διεθνές εμπόριο. Επιπλέον, η ύπαρξη αξιόπιστου συστήματος ΠΥΕ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε αγορακεντρικό μέτρο, πρότυπο απόδοσης ή άλλο μέτρο, είτε αυτό εφαρμόζεται σε ενωσιακό είτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρέχει επίσης αξιόπιστα δεδομένα για τον καθορισμό επακριβών στόχων μείωσης των εκπομπών και την παρακολούθηση της συμβολής των θαλάσσιων μεταφορών στη μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Δεδομένης της διεθνούς φύσης της ναυτιλίας, η προτιμώμενη και πλέον αποτελεσματική μέθοδος μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές είναι μέσω παγκόσμιας συμφωνίας.

(14)

Όλοι οι πλόες εντός της Ένωσης, οι πλόες εισόδου από τον τελευταίο λιμένα εκτός Ένωσης προς τον πρώτο λιμένα κατάπλου στην Ένωση και οι πλόες εξόδου από λιμένα της Ένωσης προς τον επόμενο λιμένα κατάπλου εκτός Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των πλόων άνευ φορτίου, θα πρέπει να θεωρούνται συναφείς για τους σκοπούς της παρακολούθησης. Θα πρέπει επίσης να καλύπτονται οι εκπομπές CO2 στους λιμένες της Ένωσης, μεταξύ άλλων οι εκπομπές που προκύπτουν κατά τον ελλιμενισμό των πλοίων ή τις κινήσεις τους εντός των λιμένων, ιδίως εφόσον είναι διαθέσιμα ειδικά μέτρα για τον περιορισμό ή την αποφυγή των συγκεκριμένων εκπομπών. Οι σχετικοί κανόνες θα πρέπει να ισχύουν χωρίς διακρίσεις, για όλα τα πλοία ανεξαρτήτως της σημαίας τους. Ωστόσο, καθώς ο παρών κανονισμός επικεντρώνεται στις θαλάσσιες μεταφορές, δεν θα πρέπει να θεσπίζει απαιτήσεις για την παρακολούθηση, την υποβολή εκθέσεων και την επαλήθευση όσον αφορά κινήσεις και δραστηριότητες πλοίων που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό της μεταφοράς φορτίου ή επιβατών για εμπορικούς σκοπούς, όπως βυθοκόρηση, θραύση πάγων, τοποθέτηση αγωγών ή δραστηριότητες σε υπεράκτιες εγκαταστάσεις.

(15)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για τα πλοία που επιχειρούν σε δυσμενέστερες κλιματικές συνθήκες, θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα συμπερίληψης συγκεκριμένων πληροφοριών σχετικά με την κατηγορία πάγου του πλοίου και την πλοήγηση σε πάγο στα δεδομένα που παρακολουθούνται βάσει του παρόντος κανονισμού

(16)

Λόγω του σύνθετου και εξαιρετικά τεχνικού χαρακτήρα των θεσπιζόμενων διατάξεων, της ανάγκης να ισχύουν ενιαίοι κανόνες στο σύνολο της Ένωσης, ώστε να αντικατοπτρίζουν τον διεθνή χαρακτήρα των θαλάσσιων μεταφορών, με τον αναμενόμενο κατάπλου πλήθους πλοίων σε λιμένες διαφορετικών κρατών μελών, καθώς και για να διευκολυνθεί η εφαρμογή ανά την Ένωση, το προτεινόμενο σύστημα ΠΥΕ θα πρέπει να λάβει τη μορφή κανονισμού.

(17)

Ένα αξιόπιστο ενωσιακό σύστημα ΠΥΕ ειδικά για τα πλοία θα πρέπει να βασίζεται στον υπολογισμό των εκπομπών από την κατανάλωση καυσίμων κατά τους πλόες από και προς λιμένες της Ένωσης, διότι τα στοιχεία για τις πωλήσεις καυσίμων δεν μπορούν να παρέχουν δεόντως ακριβείς εκτιμήσεις της κατανάλωσης καυσίμων εντός του συγκεκριμένου πεδίου εφαρμογής, λόγω της μεγάλης χωρητικότητας των δεξαμενών καυσίμου των πλοίων.

(18)

Το ενωσιακό σύστημα ΠΥΕ θα πρέπει επίσης να καλύπτει και άλλες συναφείς πληροφορίες που επιτρέπουν τον προσδιορισμό της αποδοτικότητας των πλοίων ή τη διεξοδικότερη ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν την παραγωγή εκπομπών, διαφυλάσσοντας παράλληλα την εμπιστευτικότητα των εμπορικών ή βιομηχανικών πληροφοριών. Το συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής εναρμονίζει επίσης το ενωσιακό σύστημα ΠΥΕ με τις διεθνείς πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην επιβολή προτύπων αποδοτικότητας για τα υπάρχοντα πλοία, καλύπτοντας και λειτουργικά μέτρα, και συμβάλλει στην εξάλειψη των φραγμών αγοράς που σχετίζονται με την έλλειψη στοιχείων.

(19)

Για να ελαχιστοποιηθεί η διοικητική επιβάρυνση των πλοιοκτητών και των διαχειριστών, ιδίως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, και να βελτιστοποιηθεί η σχέση κόστους-οφέλους του συστήματος ΠΥΕ, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο ο στόχος της κάλυψης του μεγαλύτερου μέρους των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τις θαλάσσιες μεταφορές, οι κανόνες του ΠΥΕ θα πρέπει να ισχύουν μόνο για τους μεγάλους προξένους εκπομπών. Μετά από λεπτομερή και αντικειμενική ανάλυση των μεγεθών και των εκπομπών των πλοίων που καταπλέουν και αποπλέουν σε και από λιμένες της Ένωσης, επιλέχθηκε ένα όριο ολικής χωρητικότητας (GT) ίσο με 5 000. Τα πλοία άνω των 5 000 GT αποτελούν το 55 % του συνόλου των πλοίων που καταπλέουν στους λιμένες της Ένωσης και αντιπροσωπεύουν περίπου το 90 % των σχετικών εκπομπών. Το αμερόληπτο αυτό όριο θα εξασφαλίσει την κάλυψη των περισσότερων από τους σχετικούς πρόξενους εκπομπών. Η επιλογή χαμηλότερου ορίου θα είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη διοικητική επιβάρυνση, ενώ ένα υψηλότερο όριο θα περιόριζε την κάλυψη των εκπομπών και, κατ' επέκταση, την περιβαλλοντική αποτελεσματικότητα του συστήματος ΠΥΕ.

(20)

Για να μειωθεί ακόμη περισσότερο η διοικητική επιβάρυνση των πλοιοκτητών και διαχειριστών, οι κανόνες παρακολούθησης θα πρέπει να επικεντρωθούν στο CO2, καθώς κατέχει μακράν το σημαντικότερο μερίδιο στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από τις θαλάσσιες μεταφορές.

(21)

Στους εν λόγω κανόνες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι υφιστάμενες απαιτήσεις και τα δεδομένα που είναι ήδη διαθέσιμα πάνω στα πλοία· συνεπώς, οι εταιρείες θα πρέπει να έχουν δυνατότητα επιλογής μιας από τις ακόλουθες τέσσερις μεθόδους παρακολούθησης: χρήση των δελτίων παράδοσης καυσίμου επί του πλοίου, παρακολούθηση των δεξαμενών καυσίμου, όργανα μέτρησης ροών για τις συναφείς διεργασίες καύσης ή άμεσες μετρήσεις των εκπομπών. Ένα σχέδιο παρακολούθησης, ειδικό για κάθε πλοίο, θα πρέπει να τεκμηριώνει την πραγματοποιούμενη επιλογή και να παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή της επιλεγμένης μεθόδου.

(22)

Κάθε εταιρεία που είναι υπεύθυνη, για το σύνολο μιας περιόδου αναφοράς, για πλοίο το οποίο εκτελεί ναυτιλιακές δραστηριότητες, θα πρέπει να θεωρείται υπεύθυνη για όλες τις υποχρεώσεις παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων που προκύπτουν σε σχέση με την εν λόγω περίοδο αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής επαρκώς επαληθευμένης έκθεσης εκπομπών. Σε περίπτωση αλλαγής εταιρείας, η νέα εταιρεία θα πρέπει να είναι υπεύθυνη μόνο για τις υποχρεώσεις παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων που αφορούν την περίοδο αναφοράς κατά την οποία επήλθε η αλλαγή εταιρείας. Για να διευκολύνεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, η νέα εταιρεία θα πρέπει να λαμβάνει αντίγραφο του πλέον πρόσφατου σχεδίου παρακολούθησης και, κατά περίπτωση, του εγγράφου συμμόρφωσης.

(23)

Στο παρόν στάδιο, το ενωσιακό σύστημα ΠΥΕ δεν θα πρέπει να καλύπτει άλλα αέρια θερμοκηπίου ούτε άλλους κλιματικούς ή ατμοσφαιρικούς ρύπους, ώστε να αποφευχθεί η επιβολή απαιτήσεων εγκατάστασης εξοπλισμού μετρήσεων που δεν είναι επαρκώς αξιόπιστος ή διαθέσιμος στο εμπόριο, οι οποίες θα μπορούσαν να παρακωλύσουν την εφαρμογή του ενωσιακού συστήματος ΠΥΕ.

(24)

Η Διεθνής σύμβαση του ΙΜΟ για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία (MARPOL) προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή του EEDI στα νεότευκτα πλοία και τη χρήση SEEMP σε ολόκληρο τον παγκόσμιο στόλο.

(25)

Για να ελαχιστοποιηθεί η διοικητική επιβάρυνση των πλοιοκτητών και των διαχειριστών εκμετάλλευσης πλοίων, η υποβολή εκθέσεων και η δημοσίευση των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτές θα πρέπει να οργανωθεί σε ετήσια βάση. Με τον περιορισμό της δημοσίευσης των πληροφοριών σχετικά με τις εκπομπές, την κατανάλωση καυσίμων και την απόδοση σε ετήσιους μέσους όρους και συγκεντρωτικά αριθμητικά στοιχεία, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και τα ζητήματα εμπιστευτικότητας. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπονομεύεται η προστασία νόμιμων οικονομικών συμφερόντων τα οποία υπερισχύουν έναντι του δημόσιου συμφέροντος που εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση, θα πρέπει να εφαρμόζεται διαφορετικός βαθμός συγκέντρωσης στοιχείων σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατόπιν αιτήματος της εταιρείας. Τα υποβαλλόμενα στην Επιτροπή δεδομένα θα πρέπει να ενσωματώνονται σε στατιστικές, στον βαθμό που κρίνονται συναφή για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση ευρωπαϊκών στατιστικών σύμφωνα με την απόφαση 2012/504/ΕΕ της Επιτροπής (6).

(26)

Η επαλήθευση από διαπιστευμένους ελεγκτές θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι τα σχέδια παρακολούθησης και οι εκθέσεις εκπομπών είναι ορθά και πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Ως σημαντική συνιστώσα της απλούστευσης της επαλήθευσης, οι ελεγκτές θα πρέπει να εξακριβώνουν την αξιοπιστία των δεδομένων, συγκρίνοντας τα δεδομένα των εκθέσεων με κατ' εκτίμηση δεδομένα που βασίζονται σε στοιχεία εντοπισμού των κινήσεων και χαρακτηριστικά των πλοίων. Οι σχετικές εκτιμήσεις θα μπορούσαν να παρέχονται από την Επιτροπή. Για τη διασφάλιση της αμεροληψίας, οι ελεγκτές θα πρέπει να είναι ανεξάρτητες και ικανές νομικές οντότητες και να έχουν διαπιστευθεί από εθνικούς οργανισμούς διαπίστευσης που έχουν ιδρυθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(27)

Τα πλοία θα πρέπει να διαθέτουν έγγραφο συμμόρφωσης που να έχει εκδοθεί από ελεγκτή, για να καταδεικνύουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παρακολούθησης, υποβολής εκθέσεων και επαλήθευσης. Οι ελεγκτές θα πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την έκδοση των εν λόγω εγγράφων.

(28)

Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (ΕΟΑΘ) θα πρέπει, εντός των ορίων της εντολής του, να επικουρεί την Επιτροπή στην άσκηση ορισμένων καθηκόντων, με βάση την πείρα από την άσκηση ανάλογων καθηκόντων που αφορούν την ασφάλεια στη θάλασσα.

(29)

Η επιβολή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που σχετίζονται με το σύστημα ΠΥΕ θα πρέπει να στηρίζεται σε υφιστάμενα μέσα, και συγκεκριμένα σε εκείνα που έχουν θεσπιστεί κατ' εφαρμογή της οδηγίας 2009/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) και της οδηγίας 2009/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) καθώς και στις πληροφορίες που αφορούν την έκδοση εγγράφων συμμόρφωσης. Το έγγραφο που επιβεβαιώνει τη συμμόρφωση του πλοίου με τις υποχρεώσεις παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων θα πρέπει να προστεθεί στον κατάλογο των πιστοποιητικών και εγγράφων που αναφέρονται στο παράρτημα IV της οδηγίας 2009/16/ΕΚ.

(30)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν για την επιθεώρηση των πλοίων που εισέρχονται σε λιμένες της επικράτειάς τους και για τα οποία δεν υπάρχουν ορισμένες από τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με το έγγραφο συμμόρφωσης.

(31)

Η μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να επισύρει την επιβολή κυρώσεων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με αυτές τις κυρώσεις. Οι κυρώσεις αυτές θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(32)

Είναι σκόπιμο να προβλέπεται η δυνατότητα εκδίωξης πλοίου, εάν αυτό δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων για δύο ή περισσότερες διαδοχικές περιόδους αναφοράς και δεν έχει επιτευχθεί συμμόρφωση με τη λήψη άλλων μέτρων επιβολής. Ένα τέτοιο μέτρο θα πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα επανόρθωσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(33)

Τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν θαλάσσιους λιμένες στην επικράτειά τους ούτε πλοία που φέρουν τη σημαία τους και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή τα κράτη μέλη που έχουν κλείσει τα εθνικά τους νηολόγια θα πρέπει να μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με τις κυρώσεις, για όσο διάστημα κανένα τέτοιο πλοίο δεν φέρει τη σημαία τους.

(34)

Το ενωσιακό σύστημα ΠΥΕ θα πρέπει να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα για την εφαρμογή παγκόσμιου συστήματος ΠΥΕ. Το παγκόσμιο σύστημα ΠΥΕ είναι προτιμότερο, καθώς μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματικότερο χάρη στο ευρύτερο πεδίο εφαρμογής. Στο πλαίσιο αυτό, και με απώτερο στόχο τη διευκόλυνση της εκπόνησης διεθνών κανόνων στους κόλπους του ΙΜΟ για την παρακολούθηση, την υποβολή εκθέσεων και την επαλήθευση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τις θαλάσσιες μεταφορές, η Επιτροπή θα πρέπει να ανταλλάσσει τακτικά συναφείς πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού με τον ΙΜΟ και άλλους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς και να υποβάλλονται σχετικές προτάσεις στον ΙΜΟ. Εφόσον επιτευχθεί συμφωνία για παγκόσμιο σύστημα ΠΥΕ, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει το ενωσιακό σύστημα ΠΥΕ με στόχο την εναρμόνισή του με το παγκόσμιο σύστημα ΠΥΕ.

(35)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι σχετικοί διεθνείς κανόνες και τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα καθώς επίσης οι τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις, θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά την επανεξέταση ορισμένων τεχνικών πτυχών της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές CO2 από τα πλοία, καθώς και την περαιτέρω εξειδίκευση των κανόνων για την επαλήθευση των εκθέσεων εκπομπών και των μεθόδων για τη διαπίστευση των ελεγκτών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να πραγματοποιεί η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ' εξουσιοδότηση πράξεων η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και ενδεδειγμένη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(36)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις χρήσης τυποποιημένων προτύπων για την παρακολούθηση των εκπομπών CO2 και άλλων πληροφοριών, αυτόματων συστημάτων και τυποποιημένων ηλεκτρονικών προτύπων για τη συνεκτική υποβολή αναφοράς των εκπομπών CO2 και άλλων συναφών πληροφοριών στην Επιτροπή και στις αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών σημαίας, καθώς και για την εξειδίκευση των τεχνικών κανόνων που προσδιορίζουν τις ισχύουσες παραμέτρους για κατηγορίες πλοίων που δεν είναι επιβατηγά, ro-ro και πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, και την αναθεώρηση των παραμέτρων αυτών, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(37)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η παρακολούθηση, υποβολή εκθέσεων και επαλήθευση των εκπομπών CO2 από τα πλοία, ως πρώτο βήμα μιας κλιμακωτής προσέγγισης για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς με μονομερή δράση των κρατών μελών, λόγω του διεθνούς χαρακτήρα των θαλάσσιων μεταφορών, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του εν λόγω στόχου.

(38)

Οι κανόνες που διέπουν το σύστημα ΠΥΕ θα πρέπει να είναι σύμφωνοι με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(39)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την 1η Ιουλίου 2015, ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη και οι ενδιαφερόμενοι φορείς θα έχουν στη διάθεσή τους επαρκή χρόνο προκειμένου να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την αποτελεσματική εφαρμογή του πριν από την έναρξη της πρώτης περιόδου αναφοράς, την 1η Ιανουαρίου 2018,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός ορίζει κανόνες για την επακριβή παρακολούθηση, υποβολή εκθέσεων και επαλήθευση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και άλλων συναφών πληροφοριών από τα πλοία που καταπλέουν σε λιμένες, βρίσκονται εντός λιμένων ή αποπλέουν από λιμένες οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, ώστε να προωθηθεί η μείωση των εκπομπών CO2 από τις θαλάσσιες μεταφορές με οικονομικά αποδοτικό τρόπο.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα πλοία ολικής χωρητικότητας άνω των 5 000, όσον αφορά τις εκπομπές CO2 που παράγονται κατά τη διάρκεια των πλόων τους από τον τελευταίο λιμένα κατάπλου προς λιμένα που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους και από λιμένα κατάπλου που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους προς τον επόμενο λιμένα κατάπλου, καθώς και ενόσω βρίσκονται εντός λιμένων κατάπλου που υπάγονται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα πολεμικά πλοία, στα βοηθητικά πλοία του πολεμικού ναυτικού, στα αλιευτικά σκάφη και πλοία επεξεργασίας αλιευμάτων, στα ξύλινα πλοία πρωτόγονης κατασκευής, στα σκάφη χωρίς μηχανική πρόωση ή στα πλοία που ανήκουν σε δημόσιες αρχές και χρησιμοποιούνται για μη εμπορικούς σκοπούς.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   «εκπομπές CO2»: η έκλυση CO2 στην ατμόσφαιρα από τα πλοία·

β)   «λιμένας κατάπλου»: ο λιμένας στον οποίο σταθμεύει ένα πλοίο για τη φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων ή για την επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών· κατά συνέπεια εξαιρούνται οι στάσεις με αποκλειστικό σκοπό τον ανεφοδιασμό με καύσιμα, την τροφοδοσία, την αντικατάσταση του πληρώματος, τον δεξαμενισμό ή τις επισκευές στο πλοίο και/ή στον εξοπλισμό του, οι στάσεις σε λιμένες σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ή κινδύνου, οι μεταφορές μεταξύ πλοίων έξω από λιμένες και οι στάσεις με μοναδικό σκοπό την αναζήτηση καταφυγίου λόγω κακοκαιρίας ή όσες επιβάλλονται λόγω επιχειρήσεων αναζήτησης και διάσωσης·

γ)   «πλους»: κάθε μετακίνηση πλοίου από ή προς κάποιο λιμένα κατάπλου που αποσκοπεί στη μεταφορά επιβατών ή φορτίου για εμπορικούς σκοπούς·

δ)   «εταιρεία»: ο πλοιοκτήτης ή άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο, όπως ο διαχειριστής ή ο ναυλωτής γυμνού πλοίου, στο οποίο ο πλοιοκτήτης έχει αναθέσει την ευθύνη της εκμετάλλευσης του πλοίου·

ε)   «ολική χωρητικότητα» (GT): η ολική χωρητικότητα, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τους κανονισμούς περί καταμέτρησης της χωρητικότητας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 1 της Διεθνούς σύμβασης για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων, που εξέδωσε στις 23 Ιουνίου 1969 στο Λονδίνο ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (ΙΜΟ), ή σε τυχόν διάδοχη σύμβαση αυτής·

στ)   «ελεγκτής»: νομική οντότητα που διεξάγει επαληθευτικές δραστηριότητες και έχει διαπιστευθεί από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και του παρόντος κανονισμού·

ζ)   «επαλήθευση»: οι δραστηριότητες ελεγκτή που αποσκοπούν στην εκτίμηση της συμμόρφωσης των διαβιβαζόμενων από την εταιρεία εγγράφων με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

η)   «έγγραφο συμμόρφωσης»: έγγραφο που αφορά συγκεκριμένο πλοίο και έχει χορηγηθεί στην εταιρεία από τον ελεγκτή, το οποίο βεβαιώνει τη συμμόρφωση του πλοίου με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού για συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς·

θ)   «άλλες συναφείς πληροφορίες»: στοιχεία που αφορούν τις εκπομπές CO2 από την κατανάλωση καυσίμων, το μεταφορικό έργο και την ενεργειακή αποδοτικότητα των πλοίων και καθιστούν δυνατή την ανάλυση των τάσεων των εκπομπών και την αξιολόγηση των επιδόσεων των πλοίων·

ι)   «συντελεστής εκπομπών»: ο μέσος ρυθμός εκπομπής ενός αερίου του θερμοκηπίου ως προς τα δεδομένα δραστηριότητας μιας ροής πηγής, με την παραδοχή πλήρους οξείδωσης στην περίπτωση της καύσης και πλήρους μετατροπής στην περίπτωση όλων των άλλων χημικών αντιδράσεων·

ια)   «αβεβαιότητα»: παράμετρος η οποία συνδέεται με το αποτέλεσμα του προσδιορισμού ενός μεγέθους και χαρακτηρίζει τη διασπορά των τιμών που θα μπορούσε εύλογα να αποδοθεί στο συγκεκριμένο μέγεθος, συμπεριλαμβανομένων των επιδράσεων τόσο των συστηματικών όσο και των τυχαίων παραγόντων· η παράμετρος αυτή εκφράζεται σε ποσοστό επί τοις εκατό και περιγράφει διάστημα εμπιστοσύνης περί τη μέση τιμή το οποίο περικλείει το 95 % των προκυπτουσών τιμών, λαμβανομένης υπόψη της τυχόν ασύμμετρης κατανομής των τιμών·

ιβ)   «συντηρητική»: με τον όρο αυτό νοείται ότι έχει καθοριστεί σειρά παραδοχών, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο υποεκτίμησης των ετήσιων εκπομπών ή υπερεκτίμησης των αποστάσεων ή των ποσοτήτων μεταφερόμενου φορτίου·

ιγ)   «περίοδος αναφοράς»: ένα ημερολογιακό έτος στη διάρκεια του οποίου πρέπει να παρακολουθούνται οι εκπομπές CO2 και να αναφέρονται σε έκθεση. Για πλόες που αρχίζουν και τελειώνουν στη διάρκεια δύο διαφορετικών ημερολογιακών ετών, τα δεδομένα παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων καταχωρίζονται στο πρώτο κατά σειρά ημερολογιακό έτος·

ιδ)   «ελλιμενισμένο πλοίο»: πλοίο που βρίσκεται ασφαλώς προσδεδεμένο ή αγκυροβολημένο σε λιμένα που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους κατά τη διάρκεια της παραμονής του για φόρτωση, εκφόρτωση ή διανυκτέρευση, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που διανύει όταν δεν εκτελεί εργασίες φορτοεκφόρτωσης·

ιε)   «κατηγορία πάγου»: χαρακτηρισμός πλοίου που του αποδίδεται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους σημαίας ή από φορέα αναγνωρισμένο από το εν λόγω κράτος, ο οποίος σημαίνει ότι το πλοίο είναι ειδικά σχεδιασμένο για ναυσιπλοϊα σε θάλασσες υπό συνθήκες πάγου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Αρχές και μέθοδοι παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων

Άρθρο 4

Κοινές αρχές της παρακολούθησης και της υποβολής εκθέσεων

1.   Σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 8 έως 12, οι εταιρείες παρακολουθούν και αναφέρουν, για κάθε πλοίο τους, τις συναφείς παραμέτρους κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αναφοράς εντός όλων των λιμένων που υπάγονται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους και για κάθε πλου προς ή από λιμένα που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους.

2.   Η παρακολούθηση και η υποβολή εκθέσεων είναι πλήρεις και καλύπτουν τις εκπομπές CO2 από την καύση καυσίμων, κατά τη διάρκεια του πλου και κατά τον ελλιμενισμό των πλοίων. Οι εταιρείες εφαρμόζουν τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή κενών στα δεδομένα που αφορούν μία περίοδο αναφοράς.

3.   Η παρακολούθηση και η υποβολή εκθέσεων πρέπει να γίνονται με συνέπεια και να είναι συγκρίσιμες διαχρονικά. Οι εταιρείες χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτό τις ίδιες μεθόδους παρακολούθησης και τα ίδια σύνολα δεδομένων, με την επιφύλαξη τροποποιήσεων που αξιολογούνται από τον ελεγκτή.

4.   Οι εταιρείες λαμβάνουν, καταγράφουν, συγκεντρώνουν, αναλύουν και τεκμηριώνουν τα δεδομένα παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων των παραδοχών, βιβλιογραφικών παραπομπών, συντελεστών εκπομπών και δεδομένων δραστηριότητας, με διαφανή τρόπο που επιτρέπει την αναπαραγωγή του υπολογισμού των εκπομπών CO2 από τον ελεγκτή.

5.   Οι εταιρείες εξασφαλίζουν ότι ο υπολογισμός των εκπομπών CO2 δεν είναι συστηματικά ούτε ενσυνείδητα ανακριβής. Εντοπίζουν και περιορίζουν κάθε πηγή ανακριβειών.

6.   Οι εταιρείες καθιστούν δυνατή την έκφραση εύλογης βεβαιότητας ως προς την αρτιότητα των παρακολουθούμενων και αναφερόμενων δεδομένων για τις εκπομπές CO2.

7.   Οι εταιρείες μεριμνούν ώστε να λαμβάνουν υπόψη τους τις συστάσεις που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις επαλήθευσης που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 ή 4 στην επακόλουθη παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων.

Άρθρο 5

Μέθοδοι παρακολούθησης εκπομπής CO2 και άλλες συναφείς πληροφορίες

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφοι 1, 2 και 3, οι εταιρείες προσδιορίζουν για κάθε πλοίο τους τις εκπομπές CO2, σύμφωνα με οποιαδήποτε από τις μεθόδους του παραρτήματος I και παρακολουθούν άλλες συναφείς πληροφορίες σύμφωνα με τους κανόνες του παραρτήματος II ή που εγκρίνονται κατά το παράρτημα αυτό.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 23 για την τροποποίηση των μεθόδων του παραρτήματος I και των κανόνων του παραρτήματος II, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι σχετικοί διεθνείς κανόνες καθώς επίσης τα διεθνή και ευρωπαϊκά πρότυπα. Ανατίθεται επίσης στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 23 για την τροποποίηση των παραρτημάτων I και ΙΙ ώστε να αναθεωρούνται οι λεπτομέρειες των μεθόδων παρακολούθησης που προβλέπονται στα εν λόγω παραρτήματα με βάση τις τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις.

ΤΜΗΜΑ 2

Σχέδιο παρακολούθησης

Άρθρο 6

Περιεχόμενο και υποβολή του σχεδίου παρακολούθησης

1.   Έως την 31η Αυγούστου 2017, οι εταιρείες υποβάλλουν για κάθε πλοίο τους στους ελεγκτές σχέδιο παρακολούθησης, στο οποίο αναφέρεται η επιλεγείσα μέθοδος παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές CO2 και άλλες συναφείς πληροφορίες.

2.   Παρά την παράγραφο 1, για τα πλοία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού για πρώτη φορά μετά τις 31 Αυγούστου 2017, η εταιρεία υποβάλλει σχέδιο παρακολούθησης στον ελεγκτή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, το αργότερο δε δύο μήνες μετά τον πρώτο κατάπλου του εκάστοτε πλοίου σε λιμένα που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους.

3.   Το σχέδιο παρακολούθησης τεκμηριώνει πλήρως και με διαφάνεια τη μεθοδολογία παρακολούθησης για το υπό κρίση πλοίο, περιλαμβάνοντας τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ταυτότητα και τύπο του πλοίου, όπου περιλαμβάνονται το όνομα, ο κωδικός αριθμός του ΙΜΟ για το πλοίο και ο λιμένας νηολόγησης ή λιμένας βάσης του πλοίου, καθώς και το όνομα του πλοιοκτήτη·

β)

επωνυμία της εταιρείας και διεύθυνση, αριθμός τηλεφώνου και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του αρμοδίου επικοινωνίας·

γ)

περιγραφή των ακόλουθων πηγών εκπομπών CO2 επί του πλοίου: κύριοι και βοηθητικοί κινητήρες, αεριοστρόβιλοι, λέβητες και γεννήτριες αδρανούς αερίου, και χρησιμοποιούμενοι τύποι καυσίμων·

δ)

περιγραφή των χρησιμοποιούμενων διαδικασιών και συστημάτων και των αρμοδιοτήτων για την επικαιροποίηση του καταλόγου των πηγών εκπομπών CO2 κατά την περίοδο αναφοράς·

ε)

περιγραφή των χρησιμοποιούμενων διαδικασιών για την παρακολούθηση της πληρότητας του καταλόγου πλόων·

στ)

περιγραφή των διαδικασιών για την παρακολούθηση της κατανάλωσης καυσίμου στο πλοίο, η οποία περιλαμβάνει:

i)

τη μέθοδο που επελέγη μεταξύ των μεθόδων του παραρτήματος I για τον υπολογισμό της κατανάλωσης καυσίμου ανά πηγή εκπομπών CO2, καθώς και περιγραφή του χρησιμοποιούμενου εξοπλισμού μετρήσεων, κατά περίπτωση,

ii)

τις διαδικασίες μέτρησης της ποσότητας ανεφοδιασμού με καύσιμο και του καυσίμου στις δεξαμενές, περιγραφή των χρησιμοποιούμενων οργάνων μετρήσεων και τις διαδικασίες καταγραφής, ανάκτησης, διαβίβασης και αποθήκευσης πληροφοριών σχετικά με τις μετρήσεις, κατά περίπτωση,

iii)

τη μέθοδο που επελέγη για τον προσδιορισμό της πυκνότητας, κατά περίπτωση,

iv)

τη διαδικασία με την οποία εξασφαλίζεται ότι η συνολική αβεβαιότητα των μετρήσεων καυσίμου ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, με παραπομπή, εάν είναι δυνατόν, στην εθνική νομοθεσία, σε ρήτρες συμβάσεων πελατών ή σε πρότυπα ακριβείας των προμηθευτών καυσίμου·

ζ)

ενιαίους συντελεστές εκπομπών που χρησιμοποιούνται για κάθε τύπο καυσίμου ή, στην περίπτωση των εναλλακτικών καυσίμων, μεθόδους προσδιορισμού των συντελεστών εκπομπών, συμπεριλαμβανομένης της μεθοδολογίας δειγματοληψίας, των μεθόδων ανάλυσης και περιγραφή των χρησιμοποιούμενων εργαστηρίων με τη διαπίστευση των εργαστηρίων αυτών κατά ISO 17025, εφόσον υπάρχει·

η)

περιγραφή των διαδικασιών που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των δεδομένων δραστηριότητας ανά πλου, η οποία περιλαμβάνει:

i)

τις διαδικασίες, τις αρμοδιότητες και τις πηγές δεδομένων για τον προσδιορισμό και την καταγραφή της απόστασης,

ii)

τις διαδικασίες, τις αρμοδιότητες, τους μαθηματικούς τύπους και τις πηγές δεδομένων για τον προσδιορισμό και την καταγραφή του μεταφερόμενου φορτίου και του αριθμού των επιβατών, κατά περίπτωση,

iii)

τις διαδικασίες, τις αρμοδιότητες, τους μαθηματικούς τύπους και τις πηγές δεδομένων για τον προσδιορισμό και την καταγραφή του χρόνου παραμονής στη θάλασσα μεταξύ του λιμένα αναχώρησης και του λιμένα άφιξης·

θ)

περιγραφή της μεθόδου που θα χρησιμοποιείται με σκοπό τον προσδιορισμό υποκατάστατων τιμών για τη συμπλήρωση κενών των δεδομένων·

ι)

φύλλο καταγραφής των αναθεωρήσεων με όλες τις λεπτομέρειες των αναθεωρήσεων που έγιναν.

4.   Το σχέδιο παρακολούθησης μπορεί επίσης να περιέχει πληροφορίες σχετικά με την κατηγορία πάγου του πλοίου ή/και τις διαδικασίες, τις αρμοδιότητες, τους μαθηματικούς τύπους και τις πηγές δεδομένων για τον προσδιορισμό και την καταγραφή της διανυθείσας απόστασης και του χρόνου παραμονής στη θάλασσα κατά την πλεύση σε πάγο.

5.   Οι εταιρείες χρησιμοποιούν τυποποιημένα σχέδια παρακολούθησης, βασιζόμενα σε πρότυπα. Τα εν λόγω πρότυπα, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών κανόνων για την ομοιόμορφη εφαρμογή τους, καθορίζονται από την Επιτροπή μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 7

Τροποποιήσεις του σχεδίου παρακολούθησης

1.   Οι εταιρείες ελέγχουν τακτικά και τουλάχιστον ετησίως, αν το σχέδιο παρακολούθησης του πλοίου αντικατοπτρίζει τη φύση και τη λειτουργία του και κατά πόσον η μεθοδολογία παρακολούθησης επιδέχεται βελτίωση.

2.   Η εταιρεία τροποποιεί το σχέδιο παρακολούθησης σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

αλλαγή της εταιρείας·

β)

εμφάνιση νέων εκπομπών CO2, λόγω νέων πηγών εκπομπών ή χρήσης νέων καυσίμων που δεν έχουν ακόμη περιληφθεί στο σχέδιο παρακολούθησης·

γ)

εάν αλλαγές στη διαθεσιμότητα των δεδομένων, λόγω χρήσης νέων τύπων εξοπλισμού μετρήσεων, νέων μεθόδων δειγματοληψίας ή αναλυτικών μεθόδων ή για άλλους λόγους, είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ακρίβεια του προσδιορισμού των εκπομπών CO2·

δ)

εάν έχει διαπιστωθεί ότι τα δεδομένα που προέκυψαν από την εφαρμοζόμενη μέθοδο παρακολούθησης ήταν εσφαλμένα·

ε)

οποιοδήποτε τμήμα του σχεδίου παρακολούθησης διαπιστώνεται ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και απαιτείται η αναθεώρησή του από την εταιρεία, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1.

3.   Οι εταιρείες κοινοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στους ελεγκτές κάθε πρόταση τροποποίησης του σχεδίου παρακολούθησης.

4.   Τυχόν τροποποιήσεις του σχεδίου παρακολούθησης με βάση τα στοιχεία β), γ) και δ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε αξιολόγηση από τον ελεγκτή, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1. Μετά την αξιολόγηση, ο ελεγκτής ανακοινώνει στην εταιρεία αν οι εν λόγω τροποποιήσεις επηρεάζουν τη συμμόρφωση.

ΤΜΗΜΑ 3

Παρακολούθηση των εκπομπών CO2 και άλλων συναφών πληροφοριών

Άρθρο 8

Παρακολούθηση των εκπομπών στη διάρκεια περιόδου αναφοράς

Από την 1η Ιανουαρίου 2018 και με βάση το σχέδιο παρακολούθησης που έχει αξιολογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1, οι εταιρείες παρακολουθούν τις εκπομπές CO2 για κάθε πλοίο ανά πλου και ανά έτος, εφαρμόζοντας την κατάλληλη μέθοδο υπολογισμού εκπομπών CO2 μεταξύ εκείνων που παρατίθενται στο παράρτημα I μέρος Β και υπολογίζοντας τις εκπομπές CO2 σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος Α.

Άρθρο 9

Παρακολούθηση ανά πλου

1.   Με βάση το σχέδιο παρακολούθησης που έχει αξιολογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1, οι εταιρείες παρακολουθούν, σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος Α και το παράρτημα II μέρος Α, για κάθε πλοίο που καταπλέει σε ή αποπλέει από λιμένα που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, και για κάθε διαδρομή μεταξύ των λιμένων αυτών, τις εξής παραμέτρους:

α)

λιμένα αναχώρησης και λιμένα άφιξης, με ημερομηνία και ώρα αναχώρησης και άφιξης·

β)

ποσότητα και συντελεστής εκπομπών για κάθε χρησιμοποιούμενο τύπο καυσίμου, συνολικά·

γ)

εκπομπές CO2·

δ)

διανυθείσα απόσταση·

ε)

χρόνο παραμονής στη θάλασσα·

στ)

μεταφερθέν φορτίο·

ζ)

μεταφορικό έργο.

Οι εταιρείες δύνανται επίσης να παρακολουθούν τις πληροφορίες που αφορούν την κατηγορία πάγου του πλοίου και την πλεύση σε πάγο, κατά περίπτωση.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη του άρθρου 10, μία εταιρεία εξαιρείται από την υποχρέωση παρακολούθησης των πληροφοριών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ανά πλου, για συγκεκριμένο πλοίο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όλοι οι πλόες του πλοίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς έχουν ως λιμένα αναχώρησης ή άφιξης λιμένα εντός της δικαιοδοσίας κράτους μέλους· και

β)

το πλοίο, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμά του, εκτελεί περισσότερους από 300 πλόες κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

Άρθρο 10

Παρακολούθηση ανά έτος

Με βάση το σχέδιο παρακολούθησης που έχει αξιολογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1, οι εταιρείες παρακολουθούν, σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος Α και το παράρτημα II μέρος Β, τις ακόλουθες παραμέτρους, για κάθε πλοίο και κάθε ημερολογιακό έτος:

α)

ποσότητα και συντελεστή εκπομπών για κάθε χρησιμοποιούμενο τύπο καυσίμου, συνολικά·

β)

συνολική συγκεντρωτική ποσότητα CO2 που έχει εκλυθεί εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

γ)

συγκεντρωτικές εκπομπές CO2 από όλους τους πλόες μεταξύ λιμένων που υπάγονται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους·

δ)

συγκεντρωτικές εκπομπές CO2 από όλους τους πλόες με αναχώρηση από λιμένες που υπάγονται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους·

ε)

συγκεντρωτικές εκπομπές CO2 από όλους τους πλόες προς λιμένες που υπάγονται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους·

στ)

εκπομπές CO2 που σημειώθηκαν κατά τον ελλιμενισμό εντός λιμένων που υπάγονται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους·

ζ)

συνολική διανυθείσα απόσταση·

η)

συνολικό χρόνο παραμονής στη θάλασσα·

θ)

συνολικό μεταφορικό έργο·

ι)

μέση ενεργειακή απόδοση.

Οι εταιρείες δύνανται να παρακολουθούν τις πληροφορίες που αφορούν την κατηγορία πάγου του πλοίου και την πλεύση σε πάγο, κατά περίπτωση.

Οι εταιρείες δύνανται επίσης να παρακολουθούν την κατανάλωση καυσίμου και τις εκπομπές CO2 με διαφοροποιήσεις βάσει άλλων κριτηρίων που προβλέπονται στο σχέδιο παρακολούθησης.

ΤΜΗΜΑ 4

Υποβολή εκθέσεων

Άρθρο 11

Περιεχόμενο της έκθεσης εκπομπών

1.   Από το 2019 και έως τις 30 Απριλίου κάθε έτους, οι εταιρείες υποβάλλουν στην Επιτροπή και στις αρχές των οικείων κρατών σημαίας έκθεση που αφορά τις εκπομπές CO2 και άλλες συναφείς πληροφορίες σε όλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, για κάθε πλοίο ευθύνης τους, και έχει κριθεί ικανοποιητική από ελεγκτή σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 13.

2.   Σε περίπτωση αλλαγής εταιρείας, η νέα εταιρεία εξασφαλίζει ότι κάθε πλοίο για το οποίο είναι υπεύθυνη πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού σε όλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς κατά την οποία αυτή ανέλαβε την ευθύνη του συγκεκριμένου πλοίου.

3.   Οι εταιρείες συμπεριλαμβάνουν στην αναφερόμενη στην παράγραφο 1 έκθεση εκπομπών τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

στοιχεία ταυτότητας του πλοίου και της εταιρείας, στα οποία περιλαμβάνονται:

i)

το όνομα του πλοίου,

ii)

ο κωδικός αριθμός IMO,

iii)

ο λιμένας νηολόγησης ή λιμένας βάσης,

iv)

η κατηγορία πάγου του πλοίου, εφόσον περιλαμβάνεται στο σχέδιο παρακολούθησης,

v)

η τεχνική απόδοση του πλοίου (σχεδιαστικός δείκτης ενεργειακής αποδοτικότητας (Energy Efficiency Design Index/EEDI) ή εκτιμώμενη τιμή δείκτη (Estimated Index Value/EIV), σύμφωνα με την απόφαση MEPC.215 (63) του ΙΜΟ, κατά περίπτωση),

vi)

το όνομα του πλοιοκτήτη,

vii)

η διεύθυνση του πλοιοκτήτη και η κύρια έδρα των επιχειρήσεών του,

viii)

η επωνυμία της εταιρείας (εάν δεν ταυτίζεται με τον πλοιοκτήτη),

ix)

η διεύθυνση της εταιρείας (εάν δεν ταυτίζεται με τον πλοιοκτήτη) και η έδρα της,

x)

η διεύθυνση, ο αριθμός τηλεφώνου και η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του αρμοδίου επικοινωνίας·

β)

η ταυτότητα του ελεγκτή που αξιολόγησε την έκθεση εκπομπών·

γ)

πληροφορίες σχετικά με τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο παρακολούθησης και τον σχετικό βαθμό αβεβαιότητας·

δ)

τα αποτελέσματα της ετήσιας παρακολούθησης των παραμέτρων σύμφωνα με το άρθρο 10.

Άρθρο 12

Μορφότυπος της έκθεσης εκπομπών

1.   Η έκθεση εκπομπών υποβάλλεται με αυτοματοποιημένα συστήματα και μορφότυπους ανταλλαγής δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών προτύπων.

2.   Η Επιτροπή θέτει με εκτελεστικές πράξεις τους τεχνικούς κανόνες για τους μορφότυπους ανταλλαγής δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών προτύπων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 24 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΣΗ

Άρθρο 13

Πεδίο των επαληθευτικών δραστηριοτήτων και έκθεση επαλήθευσης

1.   Ο ελεγκτής εκτιμά τη συμμόρφωση του σχεδίου παρακολούθησης με τις απαιτήσεις των άρθρων 6 και 7. Εφόσον στην εκτίμηση επισημαίνονται ελλείψεις συμμόρφωσης με τις εν λόγω απαιτήσεις, η αντίστοιχη εταιρεία αναθεωρεί το σχέδιό της αναλόγως και υποβάλλει το αναθεωρημένο σχέδιο προς τελική εκτίμηση από τον ελεγκτή πριν από την έναρξη της περιόδου αναφοράς. Η αναθεώρηση γίνεται εντός προθεσμίας που συμφωνείται μεταξύ της εταιρείας και του ελεγκτή. Σε καμία περίπτωση η προθεσμία αυτή δεν εκτείνεται μετά την έναρξη της περιόδου αναφοράς.

2.   Ο ελεγκτής εκτιμά τη συμμόρφωση της έκθεσης εκπομπών CO2 με τις απαιτήσεις των άρθρων 8 έως 12 και των παραρτημάτων I και ΙΙ.

Ειδικότερα, ο ελεγκτής εκτιμά αν οι εκπομπές CO2 και άλλες συναφείς πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην έκθεση εκπομπών του άρθρου 11 έχουν προσδιοριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 8, 9 και 10 και με το σχέδιο παρακολούθησης.

3.   Εφόσον η εκτίμηση επαλήθευσης καταλήξει στο συμπέρασμα με εύλογη βεβαιότητα από τον ελεγκτή ότι η έκθεση εκπομπών είναι απαλλαγμένη από ουσιώδεις ανακρίβειες, ο ελεγκτής εκδίδει έκθεση επαλήθευσης στην οποία δηλώνει ότι η έκθεση εκπομπών επαληθεύθηκε και κρίθηκε ικανοποιητική. Στην έκθεση επαλήθευσης προσδιορίζονται όλα τα συναφή με το έργο του ελεγκτή ζητήματα.

4.   Εφόσον η εκτίμηση επαλήθευσης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έκθεση εκπομπών περιλαμβάνει ανακρίβειες ή ελλείψεις συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, ο ελεγκτής ενημερώνει εγκαίρως την εταιρεία. Σε αυτή την περίπτωση, η εταιρεία διορθώνει τυχόν ανακρίβειες ή ελλείψεις συμμόρφωσης ώστε να καταστεί δυνατή η έγκαιρη ολοκλήρωση της επαληθευτικής διαδικασίας και υποβάλλει στον ελεγκτή την αναθεωρημένη έκθεση εκπομπών και κάθε άλλη αναγκαία πληροφορία για τη διόρθωση των ελλείψεων συμμόρφωσης που επισημάνθηκαν. Στην έκθεση επαλήθευσης, ο ελεγκτής αναφέρει αν οι ανακρίβειες ή οι ελλείψεις συμμόρφωσης που επισημάνθηκαν κατά την εκτίμηση επαλήθευσης διορθώθηκαν από την εταιρεία. Όταν οι κοινοποιηθείσες ανακρίβειες ή ελλείψεις συμμόρφωσης δεν έχουν διορθωθεί και, μεμονωμένα ή σωρευτικά, οδηγούν σε ουσιαστικές ανακρίβειες, ο ελεγκτής εκδίδει έκθεση επαλήθευσης αναφέροντας ότι η έκθεση εκπομπών δεν είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 14

Γενικές υποχρεώσεις και αρχές που ισχύουν για τους ελεγκτές

1.   Ο ελεγκτής είναι ανεξάρτητος από την εταιρεία ή τον διαχειριστή του εξεταζόμενου πλοίου και διεξάγει τις δραστηριότητες που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Προς τούτο, ο ελεγκτής και οποιοδήποτε τμήμα της ίδιας νομικής οντότητας δεν είναι εταιρεία ούτε διαχειριστής πλοίου, δεν είναι ιδιοκτήτης εταιρείας ούτε ανήκει στην ιδιοκτησία εταιρείας και δεν έχει σχέσεις με την εταιρεία οι οποίες θα μπορούσαν να πλήξουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του.

2.   Κατά την επαλήθευση της έκθεσης εκπομπών και των διαδικασιών παρακολούθησης που εφαρμόζει η εταιρεία, ο ελεγκτής εκτιμά την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και την ακρίβεια των συστημάτων παρακολούθησης και των αναφερόμενων στην έκθεση δεδομένων και πληροφοριών σχετικά με τις εκπομπές CO2, και ειδικότερα:

α)

της μεθόδου καταλογισμού της κατανάλωσης καυσίμων σε πλόες·

β)

των αναφερθέντων στοιχείων για την κατανάλωση καυσίμου και των σχετικών μετρήσεων και υπολογισμών·

γ)

της επιλογής και της χρήσης συντελεστών εκπομπών·

δ)

των υπολογισμών με τους οποίους προσδιορίζονται οι συνολικές εκπομπές CO2·

ε)

των υπολογισμών με τους οποίους προσδιορίζεται η ενεργειακή απόδοση.

3.   Ο ελεγκτής λαμβάνει υπόψη μόνο τις εκθέσεις εκπομπών που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 12, μόνον εάν έγκυρα και αξιόπιστα δεδομένα και πληροφορίες καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό των εκπομπών CO2 με εύλογο βαθμό βεβαιότητας και εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα αναφερόμενα δεδομένα είναι συνεπή με εκτιμήσεις που βασίζονται σε στοιχεία εντοπισμού των κινήσεων και χαρακτηριστικά των πλοίων, όπως η εγκατεστημένη ισχύς·

β)

τα αναφερόμενα δεδομένα είναι απαλλαγμένα από ανακολουθίες, ιδίως όταν συγκρίνεται ο συνολικός όγκος καυσίμου που προμηθεύεται ετησίως κάθε πλοίο με τη συγκεντρωτική κατανάλωση καυσίμου κατά τους πλόες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

γ)

κατά τη συλλογή των δεδομένων τηρούνται οι ισχύοντες κανόνες· και

δ)

τα σχετικά βιβλία του πλοίου είναι πλήρη και συνεπή.

Άρθρο 15

Διαδικασίες επαλήθευσης

1.   Ο ελεγκτής εντοπίζει τους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με τη διαδικασία παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων, συγκρίνοντας τις αναφερόμενες εκπομπές CO2 με εκτιμήσεις που βασίζονται σε στοιχεία εντοπισμού των κινήσεων και χαρακτηριστικά των πλοίων, όπως η εγκατεστημένη ισχύς. Εφόσον διαπιστώσει σημαντικές αποκλίσεις, διενεργεί διεξοδικότερες αναλύσεις.

2.   Ο ελεγκτής εντοπίζει τους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με τα διάφορα στάδια των υπολογισμών, εξετάζοντας όλες τις εφαρμοζόμενες πηγές δεδομένων και μεθοδολογίες.

3.   Ο ελεγκτής λαμβάνει υπόψη κάθε αποτελεσματική μέθοδο ελέγχου των κινδύνων που εφαρμόζει η εταιρεία για τη μείωση του βαθμού αβεβαιότητας, σε συνάρτηση με την ακρίβεια των χρησιμοποιούμενων μεθόδων παρακολούθησης.

4.   Η εταιρεία παρέχει στον ελεγκτή κάθε συμπληρωματική πληροφορία που επιτρέπει στον τελευταίο να διεκπεραιώσει τις επαληθευτικές διαδικασίες. Κατά την επαληθευτική διαδικασία ο ελεγκτής μπορεί να διενεργεί δειγματοληπτικούς ελέγχους για να διαπιστώνει την αξιοπιστία των αναφερόμενων δεδομένων και πληροφοριών.

5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 23, με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευση των κανόνων που διέπουν τις αναφερόμενες στον παρόντα κανονισμό επαληθευτικές δραστηριότητες. Κατά την έκδοση των πράξεων αυτών, η Επιτροπή λαμβάνει υπ' όψιν τα στοιχεία που ορίζονται στο παράρτημα III μέρος Α. Οι τιθέμενοι με τις εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξεις κανόνες βασίζονται στις σχετικές με την επαλήθευση αρχές του άρθρου 14 και στα συναφή, διεθνώς αποδεκτά πρότυπα.

Άρθρο 16

Διαπίστευση ελεγκτών

1.   Οι ελεγκτές που αξιολογούν σχέδια παρακολούθησης και εκθέσεις εκπομπών και συντάσσουν τις εκθέσεις εκπομπών και τα έγγραφα επαλήθευσης και συμμόρφωσης του παρόντος κανονισμού διαπιστεύονται για τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό από εθνικούς οργανισμούς διαπίστευσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

2.   Σε περίπτωση που ο παρών κανονισμός δεν περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για τη διαπίστευση των ελεγκτών, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 23, με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευση των μεθόδων διαπίστευσης ελεγκτών. Κατά την έκδοση των πράξεων αυτών, η Επιτροπή λαμβάνει υπ' όψιν τα στοιχεία που ορίζονται στο παράρτημα III μέρος Β. Οι τιθέμενες με εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξεις μέθοδοι βασίζονται στις αρχές επαλήθευσης του άρθρου 14 και στα συναφή, διεθνώς αποδεκτά πρότυπα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 17

Έγγραφο συμμόρφωσης

1.   Εφόσον η έκθεση εκπομπών πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 11 έως 15 και των παραρτημάτων I και ΙΙ, ο ελεγκτής εκδίδει έγγραφο συμμόρφωσης για το σχετικό πλοίο βασιζόμενος στην έκθεση εκπομπών.

2.   Το έγγραφο συμμόρφωσης περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

ταυτότητα του πλοίου (όνομα, κωδικός αριθμός ΙΜΟ και λιμένας νηολόγησης ή λιμένας βάσης)·

β)

όνομα και διεύθυνση του πλοιοκτήτη και κύρια έδρα των επιχειρήσεών του·

γ)

ταυτότητα του ελεγκτή·

δ)

ημερομηνία έκδοσης του εγγράφου συμμόρφωσης, διάρκεια ισχύος του και περίοδος αναφοράς την οποία καλύπτει.

3.   Τα έγγραφα συμμόρφωσης θεωρούνται έγκυρα έγγραφα για περίοδο 18 μηνών μετά τη λήξη της περιόδου αναφοράς.

4.   Ο ελεγκτής ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή και την αρχή του κράτους σημαίας σχετικά με την έκδοση εγγράφων συμμόρφωσης. Ο ελεγκτής διαβιβάζει τις αναφερόμενες στην παράγραφο 2 πληροφορίες με αυτοματοποιημένα συστήματα και μορφότυπους ανταλλαγής δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών προτύπων.

5.   Η Επιτροπή καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τους τεχνικούς κανόνες σχετικά με τους μορφότυπους ανταλλαγής δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών προτύπων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 18

Υποχρέωση εφοδιασμού των πλοίων με έγκυρο έγγραφο συμμόρφωσης

Έως την 30ή Ιουνίου του έτους που ακολουθεί τη λήξη περιόδου αναφοράς, τα πλοία που καταπλέουν σε λιμένες, βρίσκονται εντός λιμένων ή αποπλέουν από λιμένες οι οποίοι υπάγονται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους και τα οποία έχουν πραγματοποιήσει πλόες κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου αναφοράς φέρουν έγκυρο έγγραφο συμμόρφωσης.

Άρθρο 19

Συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων και επιθεωρήσεις

1.   Με βάση τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση των πλοίων που φέρουν τη σημαία του με τις απαιτήσεις παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων που καθορίζονται στα άρθρα 8 έως 12 και θεωρεί το γεγονός ότι έχει εκδοθεί, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4, έγγραφο συμμόρφωσης για το οικείο πλοίο ως απόδειξη της εν λόγω συμμόρφωσης.

2.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι σε κάθε επιθεώρηση πλοίου σε λιμένα της δικαιοδοσίας του, η οποία διενεργείται σύμφωνα με την οδηγία 2009/16/ΕΚ, ελέγχεται ότι το πλοίο φέρει έγκυρο έγγραφο συμμόρφωσης.

3.   Για κάθε πλοίο ως προς το οποίο δεν είναι διαθέσιμες οι αναφερόμενες στο άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχεία θ) και ι) πληροφορίες κατά τον χρόνο όπου αυτό εισέρχεται σε λιμένα ο οποίος υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, το κράτος μέλος μπορεί να ελέγχει ότι το πλοίο φέρει έγκυρο έγγραφο συμμόρφωσης.

Άρθρο 20

Κυρώσεις, ανταλλαγή πληροφοριών και διαταγή εκδίωξης

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν σύστημα κυρώσεων για αδυναμία συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων που καθορίζονται στα άρθρα 8 έως 12 και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της επιβολής των κυρώσεων αυτών. Οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2017 και την ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση για κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση.

2.   Τα κράτη μέλη οργανώνουν αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία μεταξύ των εθνικών τους αρχών οι οποίες διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων ή, κατά περίπτωση, των αρχών τους οι οποίες είναι αρμόδιες για τις διαδικασίες επιβολής κυρώσεων. Οι εθνικές διαδικασίες επιβολής κυρώσεων από κράτος μέλος κατά συγκεκριμένου πλοίου κοινοποιούνται στην Επιτροπή, στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στην Θάλασσα (ΕΟΑΘ), στα λοιπά κράτη μέλη και στο οικείο κράτος σημαίας.

3.   Στην περίπτωση των πλοίων που δεν συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων για δύο ή περισσότερες διαδοχικές περιόδους αναφοράς και όταν δεν έχει επιτευχθεί συμμόρφωση με τη λήψη άλλων μέτρων επιβολής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του λιμένα εισόδου μπορεί να εκδίδει διαταγή εκδίωξης η οποία κοινοποιείται στην Επιτροπή, στον ΕΟΑΘ, στα λοιπά κράτη μέλη και στο οικείο κράτος σημαίας. Η έκδοση διαταγής εκδίωξης συνεπάγεται ότι όλα τα κράτη μέλη απαγορεύουν την είσοδο του πλοίου το οποίο αφορά η διαταγή σε οποιοδήποτε λιμένα τους, μέχρις ότου η εταιρεία εκπληρώσει τις υποχρεώσεις παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων που της επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 18. Η εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων επιβεβαιώνεται με την κοινοποίηση έγκυρου εγγράφου συμμόρφωσης στην αρμόδια εθνική αρχή η οποία εξέδωσε τη διαταγή εκδίωξης. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τους διεθνείς ναυτιλιακούς κανόνες που ισχύουν για τα πλοία σε κατάσταση κινδύνου.

4.   Ο πλοιοκτήτης ή ο διαχειριστής ή ο αντιπρόσωπός τους στα κράτη μέλη έχει δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής κατά της διαταγής εκδίωξης και ενημερώνεται καταλλήλως από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του λιμένα εισόδου. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και διατηρούν κατάλληλες διαδικασίες για το σκοπό αυτό.

5.   Κάθε κράτος μέλος χωρίς θαλάσσιους λιμένες στην επικράτειά του το οποίο έχει κλείσει το εθνικό του νηολόγιο ή δεν έχει πλοία υπό τη σημαία του τα οποία εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό, και ενόσω δεν υπάρχουν πλοία υπό τη σημαία του, μπορεί να παρεκκλίνει του παρόντος άρθρου. Όταν κράτος μέλος προτίθεται να κάνει χρήση της παρέκκλισης, το κοινοποιεί στην Επιτροπή το αργότερο την 1η Ιουλίου 2015. Όλες οι επακόλουθες αλλαγές κοινοποιούνται επίσης στην Επιτροπή.

Άρθρο 21

Δημοσίευση πληροφοριών και έκθεση της Επιτροπής

1.   Έως την 30ή Ιουνίου κάθε έτους, η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις πληροφορίες σχετικά με εκπομπές CO2 που δηλώνονται σύμφωνα με το άρθρο 11 καθώς και τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Η Επιτροπή περιλαμβάνει τα ακόλουθα στις πληροφορίες που δημοσιοποιεί:

α)

την ταυτότητα του πλοίου (όνομα, κωδικός αριθμός ΙΜΟ και λιμένας νηολόγησης ή λιμένας βάσης)·

β)

την τεχνική απόδοση του πλοίου (EEDI ή EIV, κατά περίπτωση)·

γ)

τις ετήσιες εκπομπές CO2·

δ)

τη συνολική ετήσια κατανάλωση καυσίμου κατά τους πλόες·

ε)

τη μέση ετήσια κατανάλωση καυσίμου και εκπομπές CO2 ανά διανυθείσα απόσταση·

στ)

τη μέση ετήσια κατανάλωση καυσίμου και εκπομπές CO2 ανά διανυθείσα απόσταση και μεταφερθέν φορτίο·

ζ)

το συνολικό ετήσιο χρόνο παραμονής στη θάλασσα·

η)

την εφαρμοζόμενη μέθοδο παρακολούθησης·

θ)

την ημερομηνία έκδοσης και την ημερομηνία λήξης του εγγράφου συμμόρφωσης·

ι)

την ταυτότητα του ελεγκτή που αξιολόγησε την έκθεση εκπομπών.

ια)

κάθε άλλη πληροφορία η οποία μπορεί να υπάγεται σε παρακολούθηση και αναφορά σε οικειοθελή βάση, σύμφωνα με το άρθρο 10.

3.   Όταν, λόγω ειδικών συνθηκών, η δημοσιοποίηση κατηγορίας συγκεντρωτικών δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 2, η οποία δεν αφορά εκπομπές CO2, μπορεί κατ' εξαίρεση να υπονομεύσει την προστασία εμπορικού συμφέροντος το οποίο πρέπει να προστατευθεί ως νόμιμο οικονομικό συμφέρον υπερισχύον έναντι του δημοσίου συμφέροντος το οποίο εξυπηρετεί η δημοσιοποίηση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), εφαρμόζεται διαφορετικό επίπεδο συγκέντρωσης των συγκεκριμένων δεδομένων, κατόπιν αιτήματος της εταιρείας, με σκοπό την προστασία του εν λόγω συμφέροντος. Αν η εφαρμογή διαφορετικού επιπέδου συγκέντρωσης είναι αδύνατη, η Επιτροπή δεν καθιστά τα εν λόγω δεδομένα διαθέσιμα στο κοινό.

4.   Η Επιτροπή δημοσιεύει ετήσια έκθεση σχετικά με τις εκπομπές CO2 και άλλες συναφείς πληροφορίες για τον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων συγκεντρωτικών και επεξηγούμενων αποτελεσμάτων, με σκοπό την ενημέρωση του κοινού και τη δυνατότητα αξιολόγησης των εκπομπών CO2 και της ενεργειακής απόδοσης των θαλάσσιων μεταφορών ανά μέγεθος, τύπο πλοίου, δραστηριότητα ή άλλη κατηγορία που θεωρείται συναφής.

5.   Η Επιτροπή αξιολογεί ανά διετία το συνολικό αντίκτυπο του τομέα των θαλάσσιων μεταφορών στο παγκόσμιο κλίμα, μεταξύ άλλων μέσω εκπομπών ή αποτελεσμάτων που δεν έχουν σχέση με το CO2.

6.   Ο ΕΟΑΘ επικουρεί, στο πλαίσιο της εντολής του, την Επιτροπή στις εργασίες της για την τήρηση του παρόντος άρθρου και των άρθρων 12 και 17 του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 22

Διεθνής συνεργασία

1.   Η Επιτροπή ενημερώνει τακτικά τον ΙΜΟ και άλλους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, με την επιφύλαξη της κατανομής των αρμοδιοτήτων ή των διαδικασιών λήψης αποφάσεων που προβλέπουν οι Συνθήκες.

2.   Η Επιτροπή και, κατά περίπτωση, τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν τεχνικές πληροφορίες με τρίτες χώρες όσον αφορά, ειδικότερα, την περαιτέρω εξέλιξη των μεθόδων παρακολούθησης, την οργάνωση της υποβολής εκθέσεων και την επαλήθευση των εκθέσεων εκπομπών.

3.   Σε περίπτωση που επιτευχθεί διεθνής συμφωνία σχετικά με παγκόσμιο σύστημα παρακολούθησης, υποβολής εκθέσεων και επαλήθευσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου ή σχετικά με παγκόσμια μέτρα για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τις θαλάσσιες μεταφορές, η Επιτροπή επανεξετάζει τον παρόντα κανονισμό και, εάν το κρίνει σκόπιμο, προτείνει σχετικές τροποποιήσεις προκειμένου να ευθυγραμμισθεί με την εν λόγω διεθνή συμφωνία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 23

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ακολουθεί η Επιτροπή τη συνήθη της πρακτική και να διενεργεί διαβουλεύσεις με τους εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομέμων των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών, πριν από την έκδοση των ανωτέρω πράξεων.

2.   Η προβλεπόμενη στα άρθρα 5 παράγραφος 2, 15 παράγραφος 5 και 16 παράγραφος 3 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από την 1η Ιουλίου 2015. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εξουσιοδότηση το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε- ετών. Η ανάθεση των αρμοδιοτήτων παρατείνεται σιωπηρώς για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εκφράσει αντιρρήσεις όσον αφορά την παράταση το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στα άρθρα 5 παράγραφος 2, 15 παράγραφος 5 και 16 παράγραφος 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που προσδιορίζεται σε αυτήν. Η εν λόγω απόφαση τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

4.   Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 5 παράγραφος 2, 15 παράγραφος 5 και 16 παράγραφος 3 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στα ανωτέρω όργανα, ή εφόσον, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 24

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Αν η επιτροπή δεν γνωμοδοτήσει, η Επιτροπή δεν εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 25

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2009/16/ΕΚ

Προστίθεται το ακόλουθο σημείο στον κατάλογο του Παραρτήματος IV της οδηγίας 2009/16/ΕΚ:

«50.

Έγγραφο συμμόρφωσης εκδοθέν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/757 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, για την παρακολούθηση, την υποβολή εκθέσεων και την επαλήθευση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τις θαλάσσιες μεταφορές και για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/16/ΕΚ (*1).

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 2015.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

Z. KALNIŅA-LUKAŠEVICA


(1)  ΕΕ C 67 της 6.3.2014, σ. 170.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 5ης Μαρτίου 2015 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Απριλίου 2015 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της Κοινότητας (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 63).

(4)  Απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020 (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 136).

(5)  Απόφαση αριθ. 1386/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013, σχετικά με γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2020 «Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας» (ΕΕ L 354 της 28.12.2013, σ. 171).

(6)  Απόφαση 2012/504/ΕΕ της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 2012, για την Eurostat (ΕΕ L 251 της 18.9.2012, σ. 49).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(8)  Οδηγία 2009/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 57).

(9)  Οδηγία 2009/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για την τήρηση των υποχρεώσεων του κράτους σημαίας (ΕΕ L 131 της 28.5.2009, σ. 132).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(11)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ L 264 της 25.9.2006, σ. 13).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για την ασφάλεια στη θάλασσα (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με μηχανισμό παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και άλλων πληροφοριών σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο που αφορούν την αλλαγή του κλίματος και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 280/2004/ΕΚ (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 13).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Μέθοδοι παρακολούθησης για τις εκπομπές CO2

A.   ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ CO2 (ΑΡΘΡΟ 9)

Για τον υπολογισμό των εκπομπών CO2 οι εταιρείες εφαρμόζουν τον ακόλουθο τύπο:

Κατανάλωση καυσίμου × συντελεστή εκπομπών

Στην κατανάλωση καυσίμων περιλαμβάνεται το καύσιμο που καταναλώνουν οι κύριοι και βοηθητικοί κινητήρες, οι αεριοστρόβιλοι, οι λέβητες και οι γεννήτριες αδρανούς αερίου.

Η κατανάλωση καυσίμων κατά τον ελλιμενισμό υπολογίζεται χωριστά.

Για τους συντελεστές εκπομπών των καυσίμων χρησιμοποιούνται, καταρχήν, προκαθορισμένες τιμές, εκτός εάν η εταιρεία αποφασίσει να χρησιμοποιεί τα σχετικά με την ποιότητα του καυσίμου δεδομένα που περιλαμβάνονται στα δελτία παράδοσης καυσίμου (BDN) και χρησιμοποιούνται για την απόδειξη της συμμόρφωσης με τους εφαρμοστέους κανονισμούς περί των εκπομπών θείου.

Οι εν λόγω προκαθορισμένες τιμές για τους συντελεστές εκπομπών βασίζονται στις πλέον πρόσφατες τιμές της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC). Οι εν λόγω τιμές είναι δυνατόν να ληφθούν από το παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 601/2012 της Επιτροπής (1).

Για τα βιοκαύσιμα και τα εναλλακτικά μη ορυκτά καύσιμα εφαρμόζονται κατάλληλοι συντελεστές εκπομπών.

Β.   ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ CO2

Η εταιρεία ορίζει στο σχέδιο παρακολούθησης τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο παρακολούθησης για τον υπολογισμό της κατανάλωσης καυσίμων για κάθε πλοίο για το οποίο είναι υπεύθυνη και διασφαλίζει τη σταθερή εφαρμογή της μεθόδου μετά την επιλογή της.

Χρησιμοποιείται η πραγματική κατανάλωση καυσίμου για κάθε πλου, υπολογιζόμενη με μια από τις ακόλουθες μεθόδους:

α)

δελτία παράδοσης καυσίμου (BDN) και περιοδική απογραφή δεξαμενών καυσίμου·

β)

παρακολούθηση των δεξαμενών καυσίμου στο πλοίο·

γ)

ροόμετρα για τις εφαρμοστέες διεργασίες καύσης·

δ)

άμεσες μετρήσεις των εκπομπών CO2.

Κάθε συνδυασμός των μεθόδων αυτών ο οποίος εγκρίνεται από τον ελεγκτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί εάν ενισχύει τη συνολική ακρίβεια της μέτρησης.

1.   Μέθοδος Α: BDN και περιοδική απογραφή δεξαμενών καυσίμου

Η παρούσα μέθοδος βασίζεται σε συνδυασμό της ποσότητας και του τύπου καυσίμου, όπως ορίζονται στα BDN, με περιοδική απογραφή δεξαμενών καυσίμου βάσει μετρήσεων στις δεξαμενές. Το καύσιμο που καταναλώνεται στη διάρκεια μιας περιόδου είναι το άθροισμα του διαθέσιμου καυσίμου στην αρχή της περιόδου και των παραδόσεων, από το οποίο αφαιρούνται το διαθέσιμο καύσιμο στο τέλος της περιόδου και οι εκκενώσεις των δεξαμενών μεταξύ της αρχής και του τέλους της περιόδου.

Περίοδος είναι ο χρόνος μεταξύ δύο κατάπλων ή ο χρόνος παραμονής σε λιμένα. Είναι αναγκαίο να προσδιορίζονται ο τύπος και η περιεκτικότητα σε θείο του καυσίμου που χρησιμοποιείται στη διάρκεια μιας περιόδου.

Η μέθοδος αυτή δεν εφαρμόζεται όταν δεν υπάρχουν BDN στο πλοίο, ιδίως όταν χρησιμοποιείται το φορτίο ως καύσιμο, για παράδειγμα απαέρια δεξαμενών υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ).

Τα BDN είναι υποχρεωτικά βάσει των ισχυόντων κανονισμών του παραρτήματος VI της διεθνούς σύμβασης MARPOL, φυλάσσονται στο πλοίο για τρία έτη μετά την παράδοση των καυσίμων και πρέπει να είναι άμεσα διαθέσιμα. Η περιοδική απογραφή δεξαμενών καυσίμου στο πλοίο βασίζεται σε μετρήσεις στις δεξαμενές. Για τον προσδιορισμό του όγκου κατά τον χρόνο της μέτρησης χρησιμοποιούνται πίνακες κατάλληλοι για κάθε δεξαμενή καυσίμου. Η αβεβαιότητα που συνδέεται με τα BDN προσδιορίζεται στο σχέδιο παρακολούθησης. Οι μετρήσεις στις δεξαμενές εκτελούνται με κατάλληλες μεθόδους, όπως αυτόματα συστήματα, ογκομετρητές και βολίδες. Η μέθοδος βυθομέτρησης δεξαμενών και η συνδεόμενη με αυτήν αβεβαιότητα προσδιορίζονται στο σχέδιο παρακολούθησης.

Εάν η ποσότητα ανεφοδιασμού με καύσιμο ή η ποσότητα καυσίμου που απομένει στις δεξαμενές προσδιορίζεται σε μονάδες όγκου, εκφραζόμενη σε λίτρα, η εταιρεία μετατρέπει την ποσότητα αυτή από όγκο σε μάζα χρησιμοποιώντας τις τιμές πραγματικής πυκνότητας. Η εταιρεία προσδιορίζει την πραγματική πυκνότητα χρησιμοποιώντας ένα από τα ακόλουθα μέσα:

α)

συστήματα μέτρησης του πλοίου·

β)

την πυκνότητα που μετράται από τον προμηθευτή καυσίμων κατά τον ανεφοδιασμό με καύσιμα και καταγράφεται στο τιμολόγιο ή στο BDN.

Η πραγματική πυκνότητα εκφράζεται σε kg/λίτρο και προσδιορίζεται στην εφαρμοστέα θερμοκρασία για τη συγκεκριμένη μέτρηση. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν τιμές πραγματικής πυκνότητας, εφαρμόζεται πρότυπος συντελεστής πυκνότητας για τον σχετικό τύπο καυσίμου, μετά από έγκριση του ελεγκτή.

2.   Μέθοδος Β: Παρακολούθηση των δεξαμενών καυσίμου στο πλοίο

Η παρούσα μέθοδος βασίζεται σε μετρήσεις σε όλες τις δεξαμενές καυσίμου του πλοίου. Οι μετρήσεις στις δεξαμενές εκτελούνται καθημερινά κατά τον πλου, καθώς και σε κάθε πλήρωση ή εκκένωση των δεξαμενών καυσίμου του πλοίου.

Το καύσιμο που καταναλώνεται στη διάρκεια μιας περιόδου είναι οι σωρευτικές μεταβολές της στάθμης των δεξαμενών καυσίμου μεταξύ δύο μετρήσεων.

Ως περίοδος νοείται ο χρόνος μεταξύ δύο κατάπλων ή ο χρόνος παραμονής σε λιμένα. Είναι αναγκαίο να προσδιορίζονται ο τύπος και η περιεκτικότητα σε θείο του καυσίμου που χρησιμοποιείται στη διάρκεια μιας περιόδου.

Οι μετρήσεις στις δεξαμενές εκτελούνται με κατάλληλες μεθόδους, όπως αυτόματα συστήματα, ογκομετρητές και βολίδες. Η μέθοδος ογκομέτρησης δεξαμενών και η συνδεόμενη με αυτήν αβεβαιότητα προσδιορίζονται στο σχέδιο παρακολούθησης.

Εάν η ποσότητα ανεφοδιασμού με καύσιμο ή η ποσότητα καυσίμου που απομένει στις δεξαμενές προσδιορίζεται σε μονάδες όγκου, εκφραζόμενη σε λίτρα, η εταιρεία μετατρέπει την ποσότητα αυτή από όγκο σε μάζα χρησιμοποιώντας τις τιμές πραγματικής πυκνότητας. Η εταιρεία προσδιορίζει την πραγματική πυκνότητα χρησιμοποιώντας ένα από τα ακόλουθα μέσα:

α)

συστήματα μέτρησης στο πλοίο·

β)

την πυκνότητα που μετράται από τον προμηθευτή καυσίμων κατά τον ανεφοδιασμό με καύσιμα και καταγράφεται στο τιμολόγιο ή στο BDΝ·

γ)

την πυκνότητα που μετράται σε δοκιμή ανάλυσης που διενεργείται σε διαπιστευμένο εργαστήριο δοκιμής καυσίμων, εφόσον υπάρχει.

Η πραγματική πυκνότητα εκφράζεται σε kg/λίτρο και προσδιορίζεται στην εφαρμοστέα θερμοκρασία για τη συγκεκριμένη μέτρηση. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν τιμές πραγματικής πυκνότητας, εφαρμόζεται πρότυπος συντελεστής πυκνότητας για τον σχετικό τύπο καυσίμου, μετά από έγκριση του ελεγκτή.

3.   Μέθοδος Γ: Όργανα μέτρησης ροής για τις εφαρμοστέες διεργασίες καύσης

Η παρούσα μέθοδος βασίζεται στη μέτρηση της ροής του καυσίμου πάνω στο πλοίο. Για τον προσδιορισμό της συνολικής κατανάλωσης καυσίμου στη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου συνδυάζονται τα δεδομένα που έχουν προκύψει από όλα τα όργανα μέτρησης ροής τα οποία είναι συνδεδεμένα με τις σχετικές πηγές εκπομπών CO2.

Ως περίοδος νοείται ο χρόνος μεταξύ δύο κατάπλων ή ο χρόνος παραμονής του πλοίου σε λιμένα. Είναι αναγκαίο να παρακολουθούνται ο τύπος και η περιεκτικότητα σε θείο του καυσίμου που χρησιμοποιείται στη διάρκεια μιας περιόδου.

Οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι βαθμονόμησης και η αβεβαιότητα που συνδέεται με τα χρησιμοποιούμενα όργανα μέτρησης ροής εξειδικεύονται στο σχέδιο παρακολούθησης.

Εάν η ποσότητα καυσίμου που καταναλώνεται προσδιορίζεται σε μονάδες όγκου, εκφραζόμενη σε λίτρα, η εταιρεία μετατρέπει την ποσότητα αυτή από όγκο σε μάζα χρησιμοποιώντας τις τιμές πραγματικής πυκνότητας. Η εταιρεία προσδιορίζει την πραγματική πυκνότητα χρησιμοποιώντας ένα από τα ακόλουθα μέσα:

α)

συστήματα μέτρησης στο πλοίο·

β)

την πυκνότητα που μετράται από τον προμηθευτή καυσίμων κατά τον ανεφοδιασμό με καύσιμα και καταγράφεται στο τιμολόγιο ή στο BDN.

Η πραγματική πυκνότητα εκφράζεται σε kg/λίτρο και προσδιορίζεται στην εφαρμοστέα θερμοκρασία για τη συγκεκριμένη μέτρηση. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν τιμές πραγματικής πυκνότητας, εφαρμόζεται συντελεστής τυπικής πυκνότητας για τον σχετικό τύπο καυσίμου, μετά από έγκριση του ελεγκτή.

4.   Μέθοδος Δ: Άμεσες μετρήσεις των εκπομπών CO2

Οι άμεσες μετρήσεις των εκπομπών CO2 μπορούν να χρησιμοποιούνται για τους πλόες και για τις εκπομπές CO2 που πραγματοποιούνται σε λιμένες υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους. Στις εκπομπές CO2 περιλαμβάνονται οι εκπομπές CO2 από τους κύριους και βοηθητικούς κινητήρες, τους αεριοστρόβιλους, τους λέβητες και τις γεννήτριες αδρανούς αερίου. Στην περίπτωση των πλοίων για τα οποία οι υποβαλλόμενες εκθέσεις βασίζονται στην παρούσα μέθοδο, η κατανάλωση καυσίμου υπολογίζεται από τις μετρούμενες εκπομπές CO2 και τον εφαρμοστέο συντελεστή εκπομπών των αντίστοιχων καυσίμων.

Η παρούσα μέθοδος βασίζεται στον προσδιορισμό της ροής των εκπομπών CO2 στις καπνοδόχους (τσιμινιέρες) με πολλαπλασιασμό της συγκέντρωσης CO2 στα καυσαέρια επί τη ροή των καυσαερίων.

Οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι βαθμονόμησης και η αβεβαιότητα που συνδέεται με τα χρησιμοποιούμενα ροόμετρα προσδιορίζονται στο σχέδιο παρακολούθησης.


(1)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 601/2012 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2012, για την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατ' εφαρμογή της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 181 της 12.7.2012, σ. 30).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Παρακολούθηση άλλων συναφών πληροφοριών

A.   ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΝΑ ΠΛΟΥ (ΑΡΘΡΟ 9)

1.

Για την παρακολούθηση άλλων συναφών πληροφοριών ανά πλου (άρθρο 9 παράγραφος 1) οι εταιρείες τηρούν τους ακόλουθους κανόνες:

α)

για τον καθορισμό της ημερομηνίας και ώρας άφιξης και αναχώρησης χρησιμοποιείται η ώρα Γκρίνουιτς (GMT). Ο χρόνος παραμονής στη θάλασσα υπολογίζεται με βάση τα στοιχεία αναχώρησης και άφιξης από και σε λιμένα, αντίστοιχα, εξαιρουμένης της αγκυροβόλησης·

β)

η διανυθείσα απόσταση μπορεί να είναι η απόσταση της συντομότερης διαδρομής μεταξύ του λιμένα αναχώρησης και του λιμένα άφιξης ή η πραγματική διανυθείσα απόσταση. Όταν χρησιμοποιείται η απόσταση της συντομότερης διαδρομής μεταξύ του λιμένα αναχώρησης και του λιμένα άφιξης, πρέπει να εφαρμόζεται συντηρητικός διορθωτικός συντελεστής, ώστε να μην υποτιμάται σημαντικά η διανυθείσα απόσταση. Στο σχέδιο παρακολούθησης διευκρινίζεται ο χρησιμοποιούμενος υπολογισμός της απόστασης και, εάν είναι απαραίτητο, αναφέρεται ο εφαρμοζόμενος διορθωτικός συντελεστής. Η διανυθείσα απόσταση εκφράζεται σε ναυτικά μίλια·

γ)

το μεταφορικό έργο προσδιορίζεται με πολλαπλασιασμό της διανυθείσας απόστασης επί το μεταφερθέν φορτίο·

δ)

για την έκφραση του μεταφερθέντος φορτίου στην περίπτωση των επιβατηγών πλοίων, χρησιμοποιείται ο αριθμός επιβατών. Για όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες πλοίων, το μεταφερθέν φορτίο εκφράζεται είτε σε μετρικούς τόνους είτε σε κανονικά κυβικά μέτρα φορτίου, κατά περίπτωση·

ε)

για τα πλοία ro-ro, το μεταφερόμενο φορτίο προσδιορίζεται ως ο αριθμός των μονάδων φορτίου (φορτηγών, οχημάτων κ.λπ.) ή lane-meters πολλαπλασιασμένος επί τις προκαθορισμένες τιμές για το βάρος τους. Όταν το φορτίο που μεταφέρεται από πλοία ro-ro έχει οριστεί σύμφωνα με το παράρτημα Β της CEN ΕΝ 16258 (2012), που καλύπτει την «Μεθοδολογία για τον υπολογισμό και τη δήλωση ενεργειακής κατανάλωσης και εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στις μεταφορικές υπηρεσίες (φορτίου και επιβατών)», ο ορισμός αυτός θεωρείται σύμφωνος προς τον παρόντα κανονισμό.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «πλοίο ro-ro» νοείται πλοίο σχεδιασμένο για τη μεταφορά μονάδων μεταφοράς φορτίου roll-on-roll-off ή με χώρους για φορτίο roll-on-roll-off·

στ)

για τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, το μεταφερόμενο φορτίο ορίζεται ως το συνολικό βάρος του φορτίου σε μετρικούς τόνους ή, ελλείψει τούτου, ο αριθμός των μονάδων TEU (Twenty feet Equivalent Units) πολλαπλασιασμένος επί τις προκαθορισμένες τιμές για το βάρος τους. Όταν το φορτίο που μεταφέρεται από πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων ορίζεται σύμφωνα με τις εφαρμοστέες κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ ή με μέσα προβλεπόμενα στη σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (σύμβαση SOLAS), ο ορισμός αυτός θεωρείται σύμφωνος προς τον παρόντα κανονισμό.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων» νοείται πλοίο σχεδιασμένο αποκλειστικά για τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων στα αμπάρια και επί του καταστρώματος·

ζ)

ο προσδιορισμός του μεταφερόμενου φορτίου για άλλες κατηγορίες πλοίων εκτός από επιβατηγά πλοία, πλοία ro-ro και πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων επιτρέπει τον συνυπολογισμό, κατά περίπτωση, του βάρους και του όγκου του μεταφερόμενου φορτίου και του αριθμού των μεταφερομένων επιβατών. Οι κατηγορίες αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, δεξαμενόπλοια, πλοία μεταφοράς φορτίου χύδην, πλοία γενικού φορτίου, φορτηγά πλοία ψυγεία, πλοία μεταφοράς οχημάτων και πλοία μεταφοράς συνδυασμένου φορτίου.

2.

Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων για την εκτέλεση της παραγράφου 1 στοιχείο ζ), η Επιτροπή εκδίδει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τεχνικούς κανόνες για τη διευκρίνιση των παραμέτρων που εφαρμόζονται σε καθεμία από τις λοιπές κατηγορίες πλοίων που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται από την Επιτροπή, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 25 παράγραφος 2.

Η Επιτροπή δύναται να επανεξετάζει κατά περίπτωση, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις εφαρμοστέες παραμέτρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο ζ). Η Επιτροπή επανεξετάζει επίσης τις παραμέτρους αυτές, όταν είναι σκόπιμο, για να ληφθούν υπ' όψιν οι τροποποιήσεις του παρόντος παραρτήματος σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 25 παράγραφος 2.

3.

Κατά τη συμμόρφωσή τους με τους κανόνες των παραγράφων 1 και 2, οι εταιρείες μπορούν επίσης να συμπεριλαμβάνουν κατ' επιλογή συγκεκριμένες πληροφορίες όσον αφορά την κατηγορία πάγου του πλοίου και την πλεύση σε πάγο.

Β.   ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΝΑ ΕΤΟΣ (ΑΡΘΡΟ 10)

Για την παρακολούθηση άλλων συναφών πληροφοριών ανά έτος οι εταιρείες τηρούν τους ακόλουθους κανόνες:

Οι προς παρακολούθηση σύμφωνα με το άρθρο 10 τιμές προσδιορίζονται με άθροιση των αντίστοιχων δεδομένων που αφορούν κάθε πλου.

Για την παρακολούθηση της μέσης ενεργειακής απόδοσης χρησιμοποιούνται τουλάχιστον τέσσερις δείκτες: κατανάλωση καυσίμου ανά απόσταση, κατανάλωση καυσίμου ανά μεταφορικό έργο, εκπομπές CO2 ανά απόσταση και εκπομπές CO2 ανά μεταφορικό έργο. Οι δείκτες αυτοί υπολογίζονται ως εξής:

 

κατανάλωση καυσίμου ανά απόσταση = συνολική ετήσια κατανάλωση καυσίμου/συνολική διανυθείσα απόσταση

 

κατανάλωση καυσίμου ανά μεταφορικό έργο = συνολική ετήσια κατανάλωση καυσίμου/συνολικό μεταφορικό έργο

 

εκπομπές CO2 ανά απόσταση = συνολικές ετήσιες εκπομπές CO2/συνολική διανυθείσα απόσταση

 

εκπομπές CO2 ανά μεταφορικό έργο = συνολικές ετήσιες εκπομπές CO2/συνολικό μεταφορικό έργο

Κατά τη συμμόρφωσή τους με αυτούς τους κανόνες, οι εταιρείες μπορούν επίσης να συμπεριλαμβάνουν κατ' επιλογή συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με την κατηγορία πάγου του πλοίου και την πλεύση σε πάγο, καθώς και άλλες πληροφορίες όσον αφορά την κατανάλωση καυσίμου και τις εκπομπές CO2, με διαφοροποίηση βάσει άλλων κριτηρίων που ορίζονται στο σχέδιο παρακολούθησης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν για τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις των άρθρων 15 και 16

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗΣ

Αρμοδιότητες των ελεγκτών,

έγγραφα που πρέπει να υποβάλλονται από τις εταιρείες στους ελεγκτές,

διενέργεια αξιολόγησης κινδύνου από τους ελεγκτές,

αξιολόγηση της συμμόρφωσης του σχεδίου παρακολούθησης,

επαλήθευση της έκθεσης εκπομπών,

επίπεδο σημαντικότητας,

εύλογη βεβαιότητα του ελεγκτή,

ανακρίβειες και ελλείψεις συμμόρφωσης,

περιεχόμενο της έκθεσης επαλήθευσης,

συστάσεις για βελτιώσεις,

επικοινωνία εταιρείας-ελεγκτή-Επιτροπής.

Β.   ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΣΗ ΕΛΕΓΚΤΩΝ

Πώς ζητείται διαπίστευση για ναυτιλιακές δραστηριότητες,

τρόπος αξιολόγησης των ελεγκτών από τους εθνικούς οργανισμούς διαπίστευσης προκειμένου να χορηγηθεί πιστοποιητικό διαπίστευσης,

τρόπος διεξαγωγής της εποπτείας από τους εθνικούς οργανισμούς διαπίστευσης για να επιβεβαιωθεί η συνέχιση της διαπίστευσης,

απαιτήσεις για τους εθνικούς οργανισμούς διαπίστευσης προκειμένου να είναι αρμόδιοι για τη διαπίστευση ελεγκτών για ναυτιλιακές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης αναφοράς σε εναρμονισμένα πρότυπα.


19.5.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/77


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/758 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Απριλίου 2015

όσον αφορά τις απαιτήσεις έγκρισης τύπου για την ανάπτυξη του συστήματος eCall που βασίζεται στην υπηρεσία 112 σε οχήματα και την τροποποίηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) θεσπίστηκε ολοκληρωμένο ενωσιακό σύστημα έγκρισης τύπου για μηχανοκίνητα οχήματα.

(2)

Οι τεχνικές απαιτήσεις έγκρισης τύπου για μηχανοκίνητα οχήματα όσον αφορά τα πολυάριθμα στοιχεία ασφάλειας και περιβαλλοντικής προστασίας έχουν εναρμονιστεί στο επίπεδο της Ένωσης προκειμένου να διασφαλιστεί ένα υψηλό επίπεδο οδικής ασφάλειας σε όλη την Ένωση.

(3)

Η ανάπτυξη υπηρεσίας eCall που θα διατίθεται σε όλα τα οχήματα και σε όλα τα κράτη μέλη αποτελεί έναν από τους βασικότερους στόχους της Ένωσης στον τομέα της οδικής ασφάλειας από το 2003. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, δρομολογήθηκε σειρά πρωτοβουλιών ως μέρος μιας προσέγγισης προαιρετικής ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο να έχει σημειωθεί επαρκής πρόοδος έως σήμερα.

(4)

Για να βελτιωθεί περαιτέρω η οδική ασφάλεια, η Επιτροπή με την ανακοίνωσή της «eCall: Ώρα για εγκατάσταση» της 21ης Αυγούστου 2009 πρότεινε τη λήψη νέων μέτρων προκειμένου να αναπτυχθεί στην Ένωση μια υπηρεσία κλήσης έκτακτης ανάγκης επί των οχημάτων. Ένα από τα προτεινόμενα μέτρα ήταν να καταστεί υποχρεωτικός ο εξοπλισμός των συστημάτων eCall βάσει του αριθμού κλήσης 112 για όλους τους νέους τύπους οχημάτων, αρχής γενομένης από τα οχήματα των κατηγοριών M1 και N1, όπως ορίζονται στο παράρτημα II της οδηγίας 2007/46/ΕΚ.

(5)

Στις 3 Ιουλίου 2012 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα με τίτλο «eCall: μια νέα υπηρεσία 112 για τους πολίτες», με την οποία κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση εντός του πλαισίου της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, προκειμένου να διασφαλίσει την υποχρεωτική ανάπτυξη ενός δημόσιου συστήματος eCall βάσει του αριθμού κλήσης 112 έως το 2015.

(6)

Εξακολουθεί να είναι απαραίτητη η βελτίωση της λειτουργίας της υπηρεσίας 112 σε ολόκληρη την Ένωση, ώστε να παρέχεται άμεση και αποτελεσματική βοήθεια σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.

(7)

Το ενωσιακό σύστημα eCall αναμένεται να μειώσει τον αριθμό των θανάσιμων ατυχημάτων στην Ένωση, καθώς και τη σοβαρότητα των τραυματισμών που οφείλονται σε οδικά ατυχήματα, χάρις στην έγκαιρη ειδοποίηση των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης. Η υποχρεωτική εισαγωγή του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, καθώς και η απαραίτητη και συντονισμένη αναβάθμιση της υποδομής των δημόσιων ασύρματων δικτύων κινητών επικοινωνιών για τη μετάδοση κλήσεων eCall και των κέντρων λήψης κλήσεων έκτακτης ανάγκης (PSAP) για τη λήψη και διεκπεραίωση των κλήσεων eCall, θα εξασφαλίσουν την παροχή της υπηρεσίας σε όλους τους πολίτες και θα συμβάλουν με τον τρόπο αυτό στη μείωση του αριθμού των θανάσιμων ατυχημάτων και των σοβαρών τραυματισμών, του κόστους που συνδέεται με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, της συμφόρησης που προκαλείται από τα ατυχήματα, καθώς και άλλων δαπανών.

(8)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 της απόφασης αριθ. 585/2014/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), τα κράτη μέλη πρέπει να αναπτύξουν στο έδαφός τους, τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και σε κάθε περίπτωση έως την 1η Οκτωβρίου 2017 το αργότερο, την υποδομή PSAP για κλήσεις eCall που είναι απαραίτητη για την ορθή λήψη και διεκπεραίωση όλων των κλήσεων eCall. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της απόφασης αριθ. 585/2014/ΕΕ, τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλουν έκθεση στην Επιτροπή έως τις 24 Δεκεμβρίου 2015 σχετικά με την κατάσταση εφαρμογής της εν λόγω απόφασης. Σε περίπτωση που η έκθεση καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υποδομή PSAP για κλήσεις eCall δεν θα είναι επιχειρησιακή έως την 1η Οκτωβρίου 2017, τότε η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλιστεί η ανάπτυξη της υποδομής PSAP για κλήσεις eCall.

(9)

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 της σύστασης της Επιτροπής 2011/750/ΕΕ (5), τα κράτη μέλη θα έπρεπε να μεριμνήσουν ώστε οι πάροχοι δικτύων κινητής τηλεφωνίας να εφαρμόσουν τον μηχανισμό για τη διαχείριση του «διευκρινιστή eCall» στα δίκτυά τους μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2014. Σε περίπτωση που η επανεξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 6 της εν λόγω σύστασης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο «διευκρινιστής eCall» δεν θα έχει εφαρμοστεί έως την 31η Μαρτίου 2016, τότε η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι πάροχοι δικτύων κινητής τηλεφωνίας εφαρμόζουν τον μηχανισμό για τη διαχείριση του «διευκρινιστή eCall».

(10)

Η παροχή ακριβών και αξιόπιστων πληροφοριών εντοπισμού θέσης αποτελεί βασικό στοιχείο για την αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112. Κατά συνέπεια, κρίνεται σκόπιμο να καταστεί υποχρεωτική η συμβατότητά του με τις υπηρεσίες που παρέχονται από τα προγράμματα Galileo και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υπέρθεσης για τη Γεωστατική Πλοήγηση (EGNOS), όπως καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1285/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Το σύστημα που έχει εγκατασταθεί στο πλαίσιο του προγράμματος Galileo είναι ένα αυτόνομο σύστημα παγκόσμιας δορυφορικής πλοήγησης, ενώ το σύστημα που έχει εγκατασταθεί στο πλαίσιο του προγράμματος EGNOS είναι ένα περιφερειακό σύστημα παγκόσμιας δορυφορικής πλοήγησης για τη βελτίωση της ποιότητας του σήματος του παγκόσμιου συστήματος προσδιορισμού θέσης (GPS).

(11)

Ο υποχρεωτικός εξοπλισμός των οχημάτων με το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 θα πρέπει να εφαρμοστεί αρχικά μόνο στους νέους τύπους επιβατικών και ελαφρών εμπορικής χρήσης οχημάτων (κατηγορίες Μ1 και Ν1) για τους οποίους υπάρχει ήδη ο κατάλληλος μηχανισμός ενεργοποίησης. Η δυνατότητα να επεκταθεί στο εγγύς μέλλον η απαίτηση της εφαρμογής του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 ώστε να περιλαμβάνει και άλλες κατηγορίες οχημάτων, όπως τα βαρέα φορτηγά οχήματα, τα λεωφορεία και τα πούλμαν, τα μηχανοκίνητα δίκυκλα και τους γεωργικούς ελκυστήρες, θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω από την Επιτροπή προκειμένου να υποβληθεί προς τούτο, εάν χρειαστεί, νομοθετική πρόταση.

(12)

Για λόγους ταχύτερης διάδοσης, θα πρέπει να επιταχυνθεί ο εξοπλισμός των υφιστάμενων τύπων οχημάτων που θα κατασκευαστούν μετά τις 31 Μαρτίου 2018 με σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112. Για τους τύπους οχημάτων που εγκρίθηκαν πριν από τις 31 Μαρτίου 2018, υπάρχει δυνατότητα προαιρετικού εκ των υστέρων εξοπλισμού με σύστημα eCall.

(13)

Η δημόσια διαλειτουργική υπηρεσία eCall στο σύνολο της Ένωσης που βασίζεται στον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό κλήσης έκτακτης ανάγκης 112 και τα συστήματα eCall για την υποστήριξη υπηρεσιών από τρίτους (υπηρεσίες TPS eCall) μπορούν να συνυπάρχουν εφόσον λαμβάνονται τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της συνέχειας στην παροχή υπηρεσιών προς τους καταναλωτές. Για να διασφαλιστεί η συνέχεια της δημόσιας υπηρεσίας eCall βάσει του αριθμού κλήσης 112 σε όλα τα κράτη μέλη καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του οχήματος και για να διασφαλιστεί ότι η δημόσια υπηρεσία eCall βάσει του αριθμού κλήσης 112 είναι πάντα αυτομάτως διαθέσιμη, όλα τα οχήματα θα πρέπει να είναι εξοπλισμένα με τη δημόσια υπηρεσία eCall βάσει του αριθμού κλήσης 112, ανεξάρτητα από το αν ο ιδιοκτήτης του οχήματος επιλέγει την υπηρεσία TPS eCall.

(14)

Θα πρέπει να παρέχεται στους καταναλωτές ρεαλιστική επισκόπηση του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 και του συστήματος TPS eCall, εφόσον το όχημα είναι εξοπλισμένο με τέτοιο σύστημα, καθώς και ολοκληρωμένη και αξιόπιστη ενημέρωση σχετικά με τις πρόσθετες λειτουργίες ή τις υπηρεσίες που συνδέονται με ιδιωτική υπηρεσία έκτακτης ανάγκης, τις παρεχόμενες εφαρμογές κλήσεων έκτακτης ανάγκης ή βοήθειας επί του οχήματος και σχετικά με την αναμενόμενη ποιότητα των υπηρεσιών κατά την αγορά υπηρεσιών από τρίτους, καθώς και το αντίστοιχο κόστος. Η υπηρεσία eCall βάσει του αριθμού κλήσης 112 συνιστά δημόσια υπηρεσία κοινής ωφέλειας και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να παρέχεται δωρεάν σε όλους τους καταναλωτές.

(15)

Ο υποχρεωτικός εξοπλισμός των οχημάτων με το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 θα πρέπει να γίνει με την επιφύλαξη του δικαιώματος όλων των ενδιαφερόμενων παραγόντων, όπως είναι οι κατασκευαστές οχημάτων και οι ανεξάρτητοι πάροχοι, να παρέχουν πρόσθετες υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και/ή προστιθέμενης αξίας, παράλληλα με το σύστημα eCall βάσει του αριθμού κλήσης 112 επί του οχήματος ή με βάση αυτό. Ωστόσο, τυχόν πρόσθετες υπηρεσίες θα πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπο που να μην αποσπούν την προσοχή του οδηγού και να μην επηρεάζουν τη λειτουργία του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 και την αποτελεσματικότητα των κέντρων κλήσεων έκτακτης ανάγκης. Το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 και το σύστημα παροχής ιδιωτικών ή άλλων υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας θα πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπο που να αποκλείει τη μεταξύ τους ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι υπηρεσίες αυτές, όταν παρέχονται, θα πρέπει να συμμορφώνονται με την ισχύουσα νομοθεσία περί ασφάλειας, περί προστασίας, καθώς και περί προστασίας των δεδομένων και θα πρέπει πάντα να παραμένουν για τους καταναλωτές μια προαιρετική επιλογή.

(16)

Για να διασφαλιστεί η δυνατότητα επιλογής εκ μέρους των πελατών και ο θεμιτός ανταγωνισμός, καθώς και για να ενθαρρυνθεί η καινοτομία και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα του κλάδου της τεχνολογίας πληροφοριών της Ένωσης στην παγκόσμια αγορά, τα συστήματα eCall επί του οχήματος θα πρέπει να βασίζονται σε διαλειτουργική, τυποποιημένη και ασφαλή πλατφόρμα ανοικτής πρόσβασης ώστε να χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη πιθανών μελλοντικών εφαρμογών ή υπηρεσιών επί του οχήματος. Δεδομένου ότι τούτο απαιτεί τεχνική και νομική υποστήριξη, η Επιτροπή θα πρέπει να εκτιμήσει χωρίς χρονοτριβή, κατόπιν διαβουλεύσεων με όλους τους ενδιαφερόμενους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των κατασκευαστών οχημάτων και των ανεξάρτητων παρόχων, όλες τις επιλογές για την προώθηση και τη διασφάλιση μιας πλατφόρμας ανοικτής πρόσβασης και, αν χρειαστεί, να υποβάλει προς τούτο σχετική νομοθετική πρόταση. Επιπλέον, το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 θα πρέπει να είναι προσβάσιμο έναντι εύλογου τέλους που δεν υπερβαίνει συμβολικό ποσό και χωρίς διακρίσεις από όλους τους ανεξάρτητους παρόχους για τους σκοπούς της επισκευής και συντήρησής του σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(17)

Προκειμένου να διαφυλαχθεί ο ολοκληρωμένος χαρακτήρας του συστήματος έγκρισης τύπου, μόνο τα συστήματα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 που μπορούν να ελεγχθούν πλήρως θα πρέπει να γίνονται δεκτά για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(18)

Δεδομένου ότι το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 αποτελεί σύστημα έκτακτης ανάγκης, απαιτεί το υψηλότερο δυνατό επίπεδο αξιοπιστίας. Θα πρέπει να διασφαλιστεί η ακρίβεια του ελάχιστου συνόλου δεδομένων και της μετάδοσης και ποιότητας της φωνής, ενώ θα πρέπει να αναπτυχθεί ομοιόμορφο καθεστώς δοκιμών ώστε να διασφαλιστεί η μακροβιότητα και ανθεκτικότητα του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112. Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να διενεργούνται τακτικά περιοδικοί τεχνικοί έλεγχοι σύμφωνα με την οδηγία 2014/45/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(19)

Τα οχήματα μικρών σειρών και τα οχήματα που εγκρίνονται δυνάμει του άρθρου 24 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ εξαιρούνται, βάσει της εν λόγω οδηγίας, από τις απαιτήσεις για την προστασία των επιβατών σε περίπτωση μετωπικής και πλευρικής σύγκρουσης. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω οχήματα θα πρέπει να εξαιρεθούν από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις σχετικά με την υπηρεσία eCall που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Επιπλέον, ορισμένα οχήματα των κατηγοριών M1 και N1 δεν μπορούν να εξοπλιστούν με κατάλληλο μηχανισμό ενεργοποίησης της κλήσης eCall για τεχνικούς λόγους.

(20)

Τα οχήματα ειδικού σκοπού θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις σχετικά με την υπηρεσία eCall, όπως καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, εφόσον το βασικό/ημιτελές όχημα είναι εξοπλισμένο με τον αναγκαίο μηχανισμό ενεργοποίησης.

(21)

Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 θα πρέπει να τηρεί τους κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που καθορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και στην οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), προκειμένου να εξασφαλιστεί ειδικότερα ότι τα οχήματα που είναι εξοπλισμένα με σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, κατά την κατάσταση κανονικής λειτουργίας τους σε σχέση με το σύστημα eCall 112, δεν είναι ανιχνεύσιμα και ότι δεν αποτελούν αντικείμενο συνεχούς εντοπισμού, καθώς και ότι το ελάχιστο σύνολο δεδομένων που μεταδίδει το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 περιλαμβάνει τις ελάχιστες απαιτούμενες πληροφορίες για την κατάλληλη επεξεργασία των κλήσεων έκτακτης ανάγκης. Τούτο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις που διατύπωσε η ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συστάθηκε βάσει του άρθρου 29 της οδηγίας 95/46/ΕΚ («ομάδα εργασίας του άρθρου 29 για την προστασία των δεδομένων») και οι οποίες περιέχονται στο «Έγγραφο εργασίας σχετικά με την προστασία των δεδομένων και τις επιπτώσεις στην προστασία της ιδιωτικής ζωής από την πρωτοβουλία eCall» αυτής, που εγκρίθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2006.

(22)

Οι κατασκευαστές θα πρέπει να εφαρμόζουν όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με τους κανόνες για την ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων όπως ορίζονται στο παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (11).

(23)

Κατά την εκπλήρωση των τεχνικών απαιτήσεων, οι κατασκευαστές οχημάτων θα πρέπει να ενσωματώνουν τεχνικούς μηχανισμούς προστασίας δεδομένων στα συστήματα επί του οχήματος και να τηρούν την αρχή της «προστασίας της ιδιωτικής ζωής εκ κατασκευής».

(24)

Οι κατασκευαστές θα πρέπει να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη δωρεάν δημόσιου συστήματος eCall, που βασίζεται στον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό έκτακτης ανάγκης 112, σχετικά με το δικαίωμα του ιδιοκτήτη του οχήματος να επιλέγει τη χρήση του εν λόγω συστήματος αντί του συστήματος TPS eCall και σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων μέσω του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, ως μέρος της τεχνικής τεκμηρίωσης που παραδίδεται μαζί με το όχημα. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει επίσης να είναι διαθέσιμες για απευθείας μεταφόρτωση.

(25)

Τα δεδομένα που μεταβιβάζονται μέσω του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 και τα οποία τυγχάνουν επεξεργασίας από τα κέντρα PSAP μπορούν να διαβιβάζονται στην υπηρεσία έκτακτης ανάγκης και τους εταίρους παροχής υπηρεσιών που αναφέρονται στην απόφαση αριθ. 585/2014/ΕΕ μόνο για τα περιστατικά των κλήσεων eCall και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην εν λόγω απόφαση, και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την επίτευξη των στόχων της εν λόγω απόφασης. Τα δεδομένα που τυγχάνουν επεξεργασίας από τα κέντρα PSAP μέσω του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 δεν μεταβιβάζονται σε τυχόν τρίτους χωρίς προηγούμενη ρητή συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.

(26)

Οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί τυποποίησης, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προτύπων (ETSI) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), έχουν διαμορφώσει κοινά πρότυπα για την ανάπτυξη μιας πανευρωπαϊκής υπηρεσίας eCall, τα οποία θα πρέπει να εφαρμοστούν για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, καθώς αυτό θα διευκολύνει την τεχνολογική εξέλιξη της υπηρεσίας eCall επί του οχήματος, θα εξασφαλίσει τη διαλειτουργικότητα και τη συνέχειά της σε όλη την Ένωση και θα μειώσει το κόστος υλοποίησης στο σύνολο της Ένωσης.

(27)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή κοινών τεχνικών απαιτήσεων σχετικά με το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την εξαίρεση ορισμένων κλάσεων οχημάτων των κατηγοριών Μ1 και Ν1 από την υποχρέωση εγκατάστασης συστημάτων eCall επί του οχήματος, τη θέσπιση λεπτομερών τεχνικών απαιτήσεων και ελέγχων για την έγκριση οχημάτων τύπου ΕΚ σε ό,τι αφορά τα αντίστοιχα συστήματα eCall επί του οχήματος και την έγκριση τύπου ΕΚ συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τα οχήματα αυτά, καθώς και τη θέσπιση λεπτομερών τεχνικών κανόνων και διαδικασιών δοκιμών για την εφαρμογή ορισμένων κανόνων στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν υφίσταται ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 και συστημάτων τρίτων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων και με τους εμπλεκόμενους φορείς, προβαίνοντας ιδίως σε διαβουλεύσεις με οργανώσεις προστασίας καταναλωτών, καθώς και τον Ευρωπαίο Επόπτη προστασίας δεδομένων και την ομάδα εργασίας του άρθρου 29 για την προστασία των δεδομένων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(28)

Για τη διασφάλιση ομοιόμορφων όρων εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εκτίμηση της απουσίας μέσων ανιχνευσιμότητας και εντοπισμού, το υπόδειγμα για τις πληροφορίες προς τον χρήστη και τις διοικητικές διατάξεις για την έγκριση τύπου ΕΚ σχετικά με το υπόδειγμα για τα έγγραφα πληροφοριών που θα παρασχεθούν από τους κατασκευαστές για τους σκοπούς της έγκρισης τύπου, το υπόδειγμα των πιστοποιητικών έγκρισης τύπου ΕΚ και το υπόδειγμα για το σήμα έγκρισης τύπου ΕΚ. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(29)

Θα πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος στους κατασκευαστές οχημάτων, ώστε να προσαρμοστούν στις τεχνικές απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(30)

Ο παρών κανονισμός αποτελεί νέο ξεχωριστό κανονισμό στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης τύπου ΕΚ που θεσπίζεται από την οδηγία 2007/46/ΕΚ και, κατά συνέπεια, τα παραρτήματα I, III, IV και XI της εν λόγω οδηγίας θα πρέπει να τροποποιηθούν ανάλογα.

(31)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς με την εισαγωγή κοινών τεχνικών απαιτήσεων για τους νέους εγκεκριμένους τύπους οχημάτων που είναι εξοπλισμένα με το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορεί, λόγω της κλίμακάς της, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να εκδώσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(32)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), την οποία και διατύπωσε στις 29 Οκτωβρίου 2013 (14),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τις γενικές απαιτήσεις για την έγκριση τύπου ΕΚ των οχημάτων όσον αφορά τα συστήματα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, καθώς και των βάσει του αριθμού κλήσης 112 συστημάτων eCall επί του οχήματος, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα οχήματα των κατηγοριών M1 και N1 όπως ορίζονται στα σημεία 1.1.1 και 1.2.1 του μέρους Α του παραρτήματος II της οδηγίας 2007/46/ΕΚ και στα συστήματα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, τα κατασκευαστικά στοιχεία και τις χωριστές τεχνικές μονάδες που έχουν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί για τα εν λόγω οχήματα.

Δεν εφαρμόζεται στα ακόλουθα οχήματα:

α)

σε οχήματα που παράγονται σε μικρές σειρές και έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ·

β)

σε οχήματα που έχουν εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 24 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ·

γ)

σε οχήματα που δεν μπορούν για τεχνικούς λόγους να εξοπλιστούν με κατάλληλο μηχανισμό ενεργοποίησης eCall, όπως ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8 για τον προσδιορισμό κλάσεων οχημάτων των κατηγοριών M1 και N1 που δεν είναι δυνατόν να εξοπλιστούν με κατάλληλο μηχανισμό ενεργοποίησης eCall για τεχνικούς λόγους, με βάση μελέτη εκτίμησης του κόστους και του οφέλους την οποία διεξάγει ή παραγγέλλει η Επιτροπή και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά θέματα ασφάλειας και τεχνικής φύσεως.

Οι πρώτες τέτοιες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις εκδίδονται έως τις 9 Ιουνίου 2016.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και επιπλέον των ορισμών του άρθρου 3 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112» νοείται σύστημα έκτακτης ανάγκης, αποτελούμενο από τον εξοπλισμό επί του οχήματος και τα μέσα για την ενεργοποίηση, τον έλεγχο και την επιτέλεση της μετάδοσης κλήσης eCall, το οποίο ενεργοποιείται είτε αυτόματα, μέσω αισθητήρων εντός του οχήματος, είτε χειροκίνητα και μεταφέρει, μέσω των δημόσιων ασύρματων δικτύων κινητών τηλεπικοινωνιών, ένα τυποποιημένο ελάχιστο σύνολο δεδομένων, δημιουργώντας δίαυλο ακουστικής επικοινωνίας βάσει του αριθμού κλήσης 112 μεταξύ των επιβατών του οχήματος και ενός PSAP για κλήσεις eCall·

2)

ως «κλήση eCall» νοείται η κλήση έκτακτης ανάγκης από το όχημα στον αριθμό 112, η οποία γίνεται είτε αυτόματα, με την ενεργοποίηση αισθητήρων εντός του οχήματος, είτε χειροκίνητα και μεταφέρει ένα ελάχιστο σύνολο δεδομένων δημιουργώντας δίαυλο ακουστικής επικοινωνίας μεταξύ του οχήματος και του PSAP για κλήσεις eCall μέσω δημόσιων ασύρματων δικτύων κινητών επικοινωνιών·

3)

ως «κέντρο κλήσεων έκτακτης ανάγκης» ή «PSAP» νοείται ο τόπος όπου λαμβάνονται αρχικά οι κλήσεις έκτακτης ανάγκης, υπό την ευθύνη δημόσιας αρχής ή ιδιωτικού οργανισμού αναγνωρισμένου από το κράτος μέλος·

4)

ως «πλέον κατάλληλο PSAP» νοείται το PSAP το οποίο έχει οριστεί εκ των προτέρων από τις αρμόδιες αρχές για την κάλυψη κλήσεων έκτακτης ανάγκης από συγκεκριμένη περιοχή ή συγκεκριμένου τύπου·

5)

ως «PSAP για κλήσεις eCall» νοείται το καταλληλότερο PSAP που έχει οριστεί εκ των προτέρων από τις αρχές για να λαμβάνει και να διεκπεραιώνει πρώτο τις κλήσεις eCall·

6)

ως «ελάχιστο σύνολο δεδομένων» ή «MSD» νοούνται οι πληροφορίες που καθορίζονται στο πρότυπο «Συστήματα ευφυών μεταφορών — eSafety — Ελάχιστο σύνολο δεδομένων (MSD) για την κλήση eCall» (EN 15722:2011) και διαβιβάζονται στο PSAP για κλήσεις eCall·

7)

ως «εξοπλισμός επί του οχήματος» νοείται ο μόνιμα εγκατεστημένος εντός του οχήματος εξοπλισμός, ο οποίος παρέχει ή έχει πρόσβαση στα επί του οχήματος δεδομένα τα οποία απαιτούνται για την πραγματοποίηση της κλήσης eCall μέσω δημόσιου ασύρματου δικτύου κινητών επικοινωνιών·

8)

ως «συναλλαγή κλήσης eCall» νοείται η αποκατάσταση συνεδρίας ασύρματης κινητής επικοινωνίας μέσω δημόσιου ασύρματου δικτύου επικοινωνιών και η διαβίβαση του MSD από όχημα προς PSAP για κλήσεις eCall και η αποκατάσταση διαύλου ακουστικής επικοινωνίας μεταξύ του οχήματος και του ίδιου PSAP για κλήσεις eCall·

9)

ως «δημόσιο ασύρματο δίκτυο κινητών επικοινωνιών» νοείται ασύρματο δίκτυο κινητών επικοινωνιών που διατίθεται στο κοινό σύμφωνα με τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2002/21/ΕΚ (15) και 2002/22/ΕΚ (16)·

10)

ως «υποστηριζόμενη κλήση eCall προς υπηρεσίες από τρίτους» ή «κλήση TPS eCall» νοείται η κλήση έκτακτης ανάγκης από το όχημα σε τρίτο πάροχο υπηρεσιών, η οποία πραγματοποιείται είτε αυτόματα, με την ενεργοποίηση αισθητήρων εντός του οχήματος, είτε χειροκίνητα, και μεταφέρει, μέσω δημόσιων ασύρματων δικτύων κινητών επικοινωνιών, το MSD και δημιουργεί δίαυλο ακουστικής επικοινωνίας μεταξύ του οχήματος και του τρίτου παρόχου υπηρεσιών·

11)

ως «τρίτος πάροχος υπηρεσιών» νοείται οργανισμός αναγνωρισμένος από τις εθνικές αρχές ο οποίος έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει κλήση TPS eCall και να διαβιβάζει το MSD στο PSAP για κλήσεις eCall·

12)

ως «σύστημα υπηρεσιών eCall από τρίτους επί του οχήματος» ή «σύστημα TPS eCall επί του οχήματος» νοείται σύστημα ενεργοποιούμενο είτε αυτόματα, μέσω αισθητήρων εντός του οχήματος, είτε χειροκίνητα, το οποίο μεταφέρει, μέσω δημόσιων ασύρματων δικτύων κινητών επικοινωνιών, το MSD και δημιουργεί δίαυλο ακουστικής επικοινωνίας μεταξύ του οχήματος και του τρίτου παρόχου υπηρεσιών.

Άρθρο 4

Γενικές υποχρεώσεις των κατασκευαστών

Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν ότι όλοι οι νέοι τύποι οχημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 είναι εξοπλισμένοι με μόνιμα εγκατεστημένο σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τις κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 5

Ειδικές υποχρεώσεις των κατασκευαστών

1.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι όλοι οι νέοι τύποι οχημάτων και τα συστήματα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, τα κατασκευαστικά στοιχεία και οι χωριστές τεχνικές μονάδες που έχουν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί για τα εν λόγω οχήματα έχουν κατασκευαστεί και έχουν λάβει έγκριση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τις κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν ότι οι νέοι τύποι οχημάτων κατασκευάζονται με τρόπο ώστε, σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος στην επικράτεια της Ένωσης, το οποίο εντοπίζεται με την ενεργοποίηση ενός ή περισσότερων αισθητήρων ή επεξεργαστών εντός του οχήματος, να ενεργοποιείται αυτόματα κλήση eCall προς τον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό έκτακτης ανάγκης 112.

Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν ότι οι νέοι τύποι οχημάτων κατασκευάζονται με τρόπο ώστε η κλήση eCall προς τον ενιαίο ευρωπαϊκό αριθμό έκτακτης ανάγκης 112 να μπορεί επίσης να ενεργοποιείται χειροκίνητα.

Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι η χειροκίνητη ενεργοποίηση ελέγχου του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 έχει σχεδιαστεί ώστε να αποφεύγεται η εσφαλμένη χρήση.

3.   Η παράγραφος 2 δεν θίγει το δικαίωμα του ιδιοκτήτη του οχήματος να χρησιμοποιεί σύστημα TPS eCall επί του οχήματος που παρέχει παρόμοιες υπηρεσίες, επιπλέον του συστήματος eCall βάσει του αριθμού κλήσης 112, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το σύστημα TPS eCall επί του οχήματος συμμορφώνεται με το πρότυπο ΕΝ 16102:2011 «Συστήματα Ευφυών Μεταφορών — eCall — Λειτουργικές απαιτήσεις για την υποστήριξη από τρίτους»·

β)

οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι μόνο ένα σύστημα είναι ενεργό κάθε φορά και ότι το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 ενεργοποιείται αυτόματα σε περίπτωση που το σύστημα TPS eCall επί του οχήματος δεν λειτουργεί·

γ)

ο ιδιοκτήτης του οχήματος έχει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να επιλέγει να χρησιμοποιεί το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 αντί του συστήματος TPS eCall επί του οχήματος·

δ)

οι κατασκευαστές περιλαμβάνουν πληροφορίες ως προς το δικαίωμα που προβλέπεται στο στοιχείο γ) στο εγχειρίδιο κατόχου.

4.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι οι δέκτες στα συστήματα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 είναι συμβατοί με τις υπηρεσίες εντοπισμού θέσης που παρέχουν τα συστήματα δορυφορικής πλοήγησης Galileo και EGNOS. Οι κατασκευαστές μπορούν επίσης να επιλέξουν, επιπλέον, τη συμβατότητα με άλλα συστήματα δορυφορικής πλοήγησης.

5.   Δεκτά για έγκριση τύπου ΕΚ γίνονται μόνο τα δυνάμενα να ελεγχθούν συστήματα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, είτε είναι μόνιμα εγκατεστημένα εντός του οχήματος είτε λαμβάνουν χωριστή έγκριση τύπου.

6.   Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν ότι, σε περίπτωση σοβαρής διακοπής λειτουργίας του συστήματος η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία πραγματοποίησης κλήσης eCall βάσει του αριθμού κλήσης 112, θα δίδεται προειδοποιητικό σήμα στους επιβάτες του οχήματος.

7.   Πρόσβαση στο σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 παρέχεται, έναντι εύλογου τέλους που δεν υπερβαίνει συμβολικό ποσό και χωρίς διακρίσεις, σε όλους τους ανεξάρτητους φορείς για σκοπούς επισκευής και συντήρησης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 715/2007.

8.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8 για τη θέσπιση των λεπτομερών τεχνικών απαιτήσεων και ελέγχων για την έγκριση τύπου ΕΚ των οχημάτων όσον αφορά τα συστήματα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 και την έγκριση τύπου ΕΚ των συστημάτων eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, των κατασκευαστικών τους στοιχείων και των χωριστών τεχνικών μονάδων.

Οι τεχνικές απαιτήσεις και έλεγχοι που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο βασίζονται στις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 7 και στα διαθέσιμα πρότυπα σχετικά με την κλήση eCall, ανά περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων:

α)

του EN 16072:2011 «Συστήματα ευφυών μεταφορών — eSafety — Πανευρωπαϊκό σύστημα eCall — Λειτουργικές απαιτήσεις»·

β)

του EN 16062:2011 «Συστήματα ευφυών μεταφορών — eSafety — Απαιτήσεις υψηλού επιπέδου εφαρμογών eCall (HLAP)»·

γ)

του CEN/TS 16454:2013 «Συστήματα Ευφυών Μεταφορών — eSafety — Διακριτές δοκιμές συμμόρφωσης eCall» όσον αφορά τη συμμόρφωση του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 με την πανευρωπαϊκή κλήση eCall·

δ)

του EN 15722:2011«Συστήματα ευφυών μεταφορών — eSafety — Ελάχιστο σύνολο δεδομένων για την κλήση eCall»·

ε)

του EN 16102:2011 «Συστήματα Ευφυών Μεταφορών — eCall — Λειτουργικές απαιτήσεις για την υποστήριξη από τρίτους»·

στ)

οποιωνδήποτε πρόσθετων ευρωπαϊκών προτύπων σχετικών με το σύστημα eCall που θεσπίζονται σύμφωνα με τις διαδικασίες του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) ή των κανονισμών της Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (κανονισμοί ΟΕΕ/ΟΗΕ) σχετικά με τα συστήματα eCall στους οποίους έχει προσχωρήσει η Ένωση.

Οι πρώτες τέτοιες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις εκδίδονται έως τις 9 Ιουνίου 2016.

9.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8, προκειμένου να επικαιροποιεί τις εκδοχές των προβλεπόμενων στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου προτύπων, όταν εγκρίνεται νέα εκδοχή.

Άρθρο 6

Κανόνες σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων των οδηγιών 95/46/ΕΚ και 2002/58/ΕΚ. Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 είναι σύμφωνη με τους κανόνες των εν λόγω οδηγιών περί προστασίας δεδομένων.

2.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνο για την αντιμετώπιση των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο.

3.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού διατηρούνται μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο. Τα δεδομένα αυτά διαγράφονται πλήρως μόλις παύσουν να είναι απαραίτητα για αυτόν τον σκοπό.

4.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι τα συστήματα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 δεν είναι ανιχνεύσιμα και ούτε αποτελούν αντικείμενο συνεχούς εντοπισμού.

5.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι, στην εσωτερική μνήμη του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, τα δεδομένα απαλείφονται αυτομάτως και συνεχώς. Επιτρέπεται μόνο η διατήρηση των δεδομένων που αφορούν τις τελευταίες τρεις τοποθεσίες του οχήματος στον βαθμό που είναι αυστηρά απαραίτητο για τον προσδιορισμό της πιο πρόσφατης τοποθεσίας του οχήματος και της κατεύθυνσης που ακολουθούσε κατά τη στιγμή του συμβάντος.

6.   Τα εν λόγω δεδομένα δεν διατίθενται εκτός του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 σε οποιαδήποτε οντότητα πριν την ενεργοποίηση της κλήσης eCall.

7.   Το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 ενσωματώνει τις τεχνολογίες που προστατεύουν την ιδιωτική ζωή, έτσι ώστε να παρέχει στους χρήστες της κλήσης eCall το κατάλληλο επίπεδο προστασίας της ιδιωτικής ζωής, καθώς και τις απαραίτητες διασφαλίσεις ώστε να προληφθούν φαινόμενα παρακολούθησης και καταχρήσεις.

8.   Το MSD που εκπέμπει το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 περιλαμβάνει μόνο τις ελάχιστες απαιτούμενες πληροφορίες όπως αναφέρονται στο πρότυπο EN 15722:2011 «Συστήματα ευφυών μεταφορών — eSafety — Ελάχιστο σύνολο δεδομένων για την κλήση eCall». Δεν διαβιβάζονται πρόσθετα δεδομένα από το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112. Το εν λόγω MSD αποθηκεύεται κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η πλήρης και μόνιμη διαγραφή του.

9.   Οι κατασκευαστές παρέχουν στο εγχειρίδιο κατόχου σαφείς και ολοκληρωμένες πληροφορίες σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων που γίνεται μέσω του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112. Οι πληροφορίες συνίστανται στα εξής:

α)

μνεία της νομικής βάσης της επεξεργασίας·

β)

το γεγονός ότι το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 ενεργοποιείται αυτόματα·

γ)

τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112·

δ)

τον ειδικό σκοπό της επεξεργασίας από την κλήση eCall, η οποία θα περιορίζεται στις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο·

ε)

τους τύπους δεδομένων που συλλέγονται και υπόκεινται σε επεξεργασία, καθώς και τους αποδέκτες των δεδομένων αυτών·

στ)

το χρονικό όριο διατήρησης των δεδομένων στο σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112·

ζ)

το γεγονός ότι τα οχήματα δεν αποτελούν αντικείμενο συνεχούς εντοπισμού·

η)

τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων που έχουν οι χρήστες ως προς τα δεδομένα τους, καθώς και την υπηρεσία επαφής που είναι αρμόδια για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων πρόσβασης·

θ)

τυχόν πρόσθετες πληροφορίες όσον αφορά την ανιχνευσιμότητα, τον εντοπισμό και την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με την παροχή κλήσης TPS eCall και/ή άλλων υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας, με την επιφύλαξη της ρητής συγκατάθεσης του ιδιοκτήτη και της συμφωνίας με την οδηγία 95/46/ΕΚ. Δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι ενδέχεται να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των διαδικασιών επεξεργασίας δεδομένων μέσω του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 και μέσω των συστημάτων TPS eCall επί του οχήματος ή άλλων υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας.

10.   Προς αποφυγή παρανοήσεων όσον αφορά τους επιδιωκόμενους σκοπούς και την προστιθέμενη αξία της επεξεργασίας, οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 9 πληροφορίες παρέχονται στο εγχειρίδιο κατόχου χωριστά για το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 και χωριστά για τα συστήματα TPS eCall πριν από τη χρησιμοποίηση του συστήματος.

11.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 και κάθε πρόσθετο σύστημα που παρέχει υπηρεσίες TPS eCall ή άλλη υπηρεσία προστιθέμενης αξίας σχεδιάζονται κατά τρόπο που να αποκλείει τη μεταξύ τους ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η μη χρησιμοποίηση συστήματος που παρέχει υπηρεσία TPS eCall ή υπηρεσία προστιθέμενης αξίας ή η άρνηση του προσώπου που αφορούν τα δεδομένα να δώσει τη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων για υπηρεσία TPS eCall ή υπηρεσία προστιθέμενης αξίας δεν έχει καμία αρνητική επίπτωση στη χρησιμοποίηση του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112.

12.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 8, οι οποίες καθορίζουν:

α)

τις λεπτομερείς τεχνικές απαιτήσεις και διαδικασίες ελέγχου για την εφαρμογή των κανόνων περί επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3·

β)

τις λεπτομερείς τεχνικές απαιτήσεις και διαδικασίες ελέγχου για να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχει καμία ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 και των συστημάτων τρίτων που αναφέρονται στην παράγραφο 11.

Οι πρώτες τέτοιες κατ' εξουσιοδότηση πράξεις εκδίδονται έως τις 9 Ιουνίου 2016.

13.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, θεσπίζει:

α)

τις πρακτικές ρυθμίσεις για την αξιολόγηση της έλλειψης ανιχνευσιμότητας και εντοπισμού που προβλέπεται στις παραγράφους 4, 5 και 6·

β)

το υπόδειγμα για τις πληροφορίες που παρέχονται στους χρήστες σύμφωνα με την παράγραφο 9.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 10 παράγραφος 2.

Οι πρώτες τέτοιες εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται έως τις 9 Ιουνίου 2016.

Άρθρο 7

Υποχρεώσεις των κρατών μελών

Με ισχύ από τις 31 Μαρτίου 2018, οι εθνικές αρχές παρέχουν έγκριση τύπου ΕΚ όσον αφορά το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 μόνο σε νέους τύπους οχημάτων και σε νέους τύπους συστημάτων eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που έχουν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί για τα εν λόγω οχήματα μόνον εφόσον συμμορφώνονται προς τον παρόντα κανονισμό και τις πράξεις που εγκρίνονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 8

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 5 παράγραφοι 8 και 9 και στο άρθρο 6 παράγραφος 12 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 8 Ιουνίου 2015. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της προθεσμίας των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθεί στην παράταση εντός τριών μηνών το αργότερο πριν από τη λήξη της εκάστοτε προθεσμίας.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 5 παράγραφοι 8 και 9 και στο άρθρο 6 παράγραφος 12 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των ήδη σε ισχύ κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2, του άρθρου 5 παράγραφοι 8 και 9 και του άρθρου 6 παράγραφος 12 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση είτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε από το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εάν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 9

Εκτελεστικές πράξεις

Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των διοικητικών διατάξεων σχετικά με την έγκριση τύπου ΕΚ οχημάτων όσον αφορά το σύστημα eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112 και των συστημάτων eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, των κατασκευαστικών στοιχείων και των χωριστών τεχνικών μονάδων που έχουν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί για τα εν λόγω οχήματα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 όσον αφορά:

α)

τα υποδείγματα για τα έγγραφα πληροφοριών που παρέχονται από τους κατασκευαστές για τους σκοπούς της έγκρισης τύπου·

β)

τα υποδείγματα για τα πιστοποιητικά έγκρισης τύπου ΕΚ·

γ)

το υπόδειγμα ή τα υποδείγματα για το σήμα έγκρισης τύπου ΕΚ.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 10 παράγραφος 2.

Οι πρώτες τέτοιες εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται το αργότερο έως τις 9 Ιουνίου 2016.

Άρθρο 10

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την «Τεχνική Επιτροπή — Μηχανοκίνητα Οχήματα» (ΤΕΜΟ) που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 1 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ. Η εν λόγω επιτροπή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 11

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης από τους κατασκευαστές προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και τις κατ' εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την επιβολή των κυρώσεων. Οι εν λόγω κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή και κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.   Οι τύποι μη συμμόρφωσης που υπόκεινται σε κυρώσεις περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

την υποβολή ψευδούς δήλωσης στο πλαίσιο διαδικασίας έγκρισης ή διαδικασίας που οδηγεί σε ανάκληση·

β)

την παραποίηση των αποτελεσμάτων των ελέγχων για την έγκριση τύπου·

γ)

την απόκρυψη στοιχείων ή τεχνικών προδιαγραφών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάκληση, την άρνηση ή την απόσυρση της έγκρισης τύπου·

δ)

παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 6·

ε)

την παράβαση των διατάξεων του άρθρο 5 παράγραφος 7.

Άρθρο 12

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Έως τις 31 Μαρτίου 2021 η Επιτροπή συντάσσει έκθεση αξιολόγησης σχετικά με τα επιτεύγματα του συστήματος eCall επί του οχήματος βάσει του αριθμού κλήσης 112, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού διάδοσής του, για να υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η Επιτροπή ερευνά κατά πόσον πρέπει να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σε άλλες κατηγορίες οχημάτων, όπως τα βαρέα φορτηγά οχήματα, τα λεωφορεία και τα πούλμαν, τα μηχανοκίνητα δίκυκλα και τους γεωργικούς ελκυστήρες. Εφόσον κριθεί σκόπιμο, η Επιτροπή υποβάλλει σχετική νομοθετική πρόταση.

2.   Μετά από ευρεία διαβούλευση με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς και εκτίμηση του κόστους και του οφέλους, η Επιτροπή αξιολογεί την ανάγκη καθορισμού των απαιτήσεων μιας διαλειτουργικής, τυποποιημένης και ασφαλούς πλατφόρμας ανοιχτής πρόσβασης. Εφόσον κριθεί σκόπιμο και το αργότερο έως τις 9 Ιουνίου 2017, η Επιτροπή εγκρίνει νομοθετική πρωτοβουλία με βάση τις εν λόγω απαιτήσεις.

Άρθρο 13

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2007/46/ΕΚ

Τα παραρτήματα I, III, IV και XI της οδηγίας 2007/46/ΕΚ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 5 παράγραφοι 8 και 9, το άρθρο 6 παράγραφοι 12 και 13 και τα άρθρα 8, 9, 10 και 12 εφαρμόζονται από τις 8 Ιουνίου 2015.

Τα άρθρα πέραν αυτών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από τις 31 Μαρτίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

Z. KALNIŅA-LUKAŠEVICA


(1)  ΕΕ C 341 της 21.11.2013, σ. 47.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 2ας Μαρτίου 2015 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Απριλίου 2015 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (Οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 263 της 9.10.2007, σ. 1).

(4)  Απόφαση αριθ. 585/2014/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με την ανάπτυξη διαλειτουργικού συστήματος eCall σε όλη την ΕΕ (ΕΕ L 164 της 3.6.2014, σ. 6).

(5)  Σύσταση 2011/750/ΕΕ της Επιτροπής, της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, για τη στήριξη μιας πανευρωπαϊκής υπηρεσίας κλήσης eCall σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τη μετάδοση κλήσεων έκτακτης ανάγκης από το όχημα με βάση τον αριθμό 112 («κλήσεις eCall») (ΕΕ L 303 της 22.11.2011, σ. 46).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1285/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για την εφαρμογή και εκμετάλλευση των ευρωπαϊκών συστημάτων δορυφορικής πλοήγησης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 876/2002 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 683/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ L 171 της 29.6.2007, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2014/45/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, για τον περιοδικό τεχνικό έλεγχο των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και την κατάργηση της οδηγίας 2009/40/ΕΚ (ΕΕ L 127 της 29.4.2014, σ. 51).

(9)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(10)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(11)  ΕΕ C 326 της 26.10.2012, σ. 391.

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(14)  ΕΕ C 38 της 8.2.2014, σ. 8.

(15)  Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33).

(16)  Οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την καθολική υπηρεσία) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 51).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση, την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 89/686/ΕΟΚ και 93/15/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 94/9/ΕΚ, 94/25/ΕΚ, 95/16/ΕΚ, 97/23/ΕΚ, 98/34/ΕΚ, 2004/22/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ, 2009/23/ΕΚ και 2009/105/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 87/95/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 1673/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2007/46/ΕΚ

Η οδηγία 2007/46/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο παράρτημα I, προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«12.8.

σύστημα eCall

12.8.1.

Παρουσία: ναι/όχι (1)

12.8.2.

Τεχνική περιγραφή ή σχέδια της συσκευής: …»

·

2)

στο παράρτημα III μέρος I τμήμα Α, προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«12.8.

σύστημα eCall

12.8.1.

Παρουσία: ναι/όχι (1

·

3)

στο παράρτημα IV, το μέρος I τροποποιείται ως εξής:

α)

το ακόλουθο σημείο προστίθεται στον πίνακα:

Αριθμός

Αντικείμενο

Κανονιστική πράξη

Εφαρμογή

M1

M2

M3

N1

N2

N3

O1

O2

O3

O4

«72

σύστημα eCall

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/758

Χ

 

 

Χ»

 

 

 

 

 

 

β)

το προσάρτημα 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το ακόλουθο σημείο προστίθεται στον πίνακα 1:

Αριθμός

Αντικείμενο

Κανονιστική πράξη

Ειδικά ζητήματα

Εφαρμογή και ειδικές απαιτήσεις

«72

σύστημα eCall

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/758

 

Δ/Α»

ii)

το ακόλουθο σημείο προστίθεται στον πίνακα 2:

Αριθμός

Αντικείμενο

Κανονιστική πράξη

Ειδικά ζητήματα

Εφαρμογή και ειδικές απαιτήσεις

«72

σύστημα eCall

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/758

 

Δ/Α»

γ)

στο προσάρτημα 2, το τμήμα «4. Τεχνικές απαιτήσεις» τροποποιείται ως εξής:

i)

το ακόλουθο σημείο προστίθεται στο μέρος I: Οχήματα της κατηγορίας M1:

Αριθμός

Αριθμός κανονιστικής πράξης

Εναλλακτικές απαιτήσεις

«72

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/758 (συστήματα eCall)

Οι απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού δεν εφαρμόζονται.»

ii)

το ακόλουθο σημείο προστίθεται στο μέρος II: Οχήματα της κατηγορίας N1:

Αριθμός

Αριθμός κανονιστικής πράξης

Εναλλακτικές απαιτήσεις

«72

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/758 (συστήματα eCall)

Οι απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού δεν εφαρμόζονται.»

4)

το παράρτημα XI τροποποιείται ως εξής:

α)

στο προσάρτημα 1, προστίθεται στον πίνακα το ακόλουθο σημείο:

Αριθμός

Αντικείμενο

Αριθμός κανονιστικής πράξης

M1 ≤ 2 500 (*) kg

M1 > 2 500 (*) kg

M2

M3

«72

σύστημα eCall

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/758

G

G

Δ/Α

Δ/Α»

β)

στο προσάρτημα 2, προστίθεται στον πίνακα το ακόλουθο σημείο:

Αριθμός

Αντικείμενο

Αριθμός κανονιστικής πράξης

M1

M2

M3

N1

N2

N3

O1

O2

O3

O4

«72

σύστημα eCall

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/758

G

Δ/Α

Δ/Α

G

Δ/Α

Δ/Α

Δ/Α

Δ/Α

Δ/Α

Δ/Α»

γ)

στο προσάρτημα 3, προστίθεται στον πίνακα το ακόλουθο σημείο:

Αριθμός

Αντικείμενο

Αριθμός κανονιστικής πράξης

M1

«72

σύστημα eCall

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/758

δ)

στο προσάρτημα 4, προστίθεται στον πίνακα το ακόλουθο σημείο:

Αριθμός

Αντικείμενο

Αριθμός κανονιστικής πράξης

M2

M3

N1

N2

N3

O1

O2

O3

O4

«72

σύστημα eCall

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/758

Δ/Α

Δ/Α

G

Δ/Α

Δ/Α

Δ/Α

Δ/Α

Δ/Α

Δ/Α»

.


19.5.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/90


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) 2015/759 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Απριλίου 2015

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009 σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και την Ελβετία)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 338 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το ευρωπαϊκό στατιστικό σύστημα (ΕΣΣ), ως σύμπραξη, έχει γενικά παγιώσει με επιτυχία τις δραστηριότητές του που διασφαλίζουν την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση υψηλής ποιότητας ευρωπαϊκών στατιστικών, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης της διακυβέρνησης του ΕΣΣ.

(2)

Ωστόσο, πρόσφατα διαπιστώθηκαν ορισμένες αδυναμίες, ειδικότερα όσον αφορά το πλαίσιο για τη διαχείριση της ποιότητας των στατιστικών.

(3)

Στην ανακοίνωσή της, της 15ης Απριλίου 2011, με τίτλο «Για μια αυστηρή διαχείριση της ποιότητας στον τομέα των ευρωπαϊκών στατιστικών», η Επιτροπή πρότεινε ενέργειες αντιμετώπισης των αδυναμιών αυτών και ενίσχυσης της διακυβέρνησης του ΕΣΣ. Ειδικότερα, πρότεινε μια στοχοθετημένη τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

(4)

Στα συμπεράσματά του της 20ής Ιουνίου 2011, το Συμβούλιο εξέφρασε την ικανοποίησή του για την πρωτοβουλία της Επιτροπής και υπογράμμισε τη σημασία της συνεχούς βελτίωσης της διακυβέρνησης και της αποτελεσματικότητας του ΕΣΣ.

(5)

Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο αντίκτυπος που είχαν στον στατιστικό τομέα οι πρόσφατες εξελίξεις όσον αφορά το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης, ιδίως σε πτυχές που σχετίζονται με την επαγγελματική ανεξαρτησία, όπως η διαφάνεια στις διαδικασίες πρόσληψης και απόλυσης, η διάθεση κονδυλίων του προϋπολογισμού και το ημερολόγιο δημοσίευσης των στοιχείων, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1175/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), καθώς και σε πτυχές που σχετίζονται με την απαίτηση οι φορείς που είναι αρμόδιοι για την παρακολούθηση της εφαρμογής των εθνικών δημοσιονομικών κανόνων να απολαύουν λειτουργικής αυτονομίας, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 473/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(6)

Οι πτυχές που σχετίζονται με την επαγγελματική ανεξαρτησία, όπως η διαφάνεια στις διαδικασίες πρόσληψης και απόλυσης, η διάθεση κονδυλίων του προϋπολογισμού και το ημερολόγιο δημοσίευσης των στοιχείων, δεν θα πρέπει να περιορίζονται στις στατιστικές που παράγονται για τους σκοπούς του συστήματος δημοσιονομικής επιτήρησης και της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, αλλά θα πρέπει να ισχύουν για όλες τις ευρωπαϊκές στατιστικές που αναπτύσσονται, παράγονται και διαδίδονται από το ΕΣΣ.

(7)

Επιπλέον, η επάρκεια των πόρων που διατίθενται σε ετήσια ή πολυετή βάση για την αντιμετώπιση των στατιστικών αναγκών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διασφάλιση της επαγγελματικής ανεξαρτησίας των στατιστικών αρχών και της υψηλής ποιότητας των στατιστικών στοιχείων.

(8)

Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να ενισχυθεί η επαγγελματική ανεξαρτησία των στατιστικών αρχών και να διασφαλισθούν τα βασικά πρότυπα, εφαρμοστέα στο σύνολο της Ένωσης. Θα πρέπει να παρέχονται ειδικές εγγυήσεις στους επικεφαλής των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών (ΕΣΥ), όσον αφορά την εκτέλεση των στατιστικών καθηκόντων, την οργανωτική διαχείριση και την κατανομή των πόρων. Οι διαδικασίες πρόσληψης των επικεφαλής των ΕΣΥ θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και να βασίζονται αποκλειστικά σε επαγγελματικά κριτήρια. Θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τηρείται η αρχή της ισότητας των ευκαιριών, ιδίως όσον αφορά το φύλο.

(9)

Ενώ οι αξιόπιστες ευρωπαϊκές στατιστικές προϋποθέτουν ισχυρή επαγγελματική ανεξαρτησία εκ μέρους των στατιστικολόγων, οι ευρωπαϊκές στατιστικές θα πρέπει επίσης να ανταποκρίνονται στις ανάγκες για τη χάραξη πολιτικής και να παρέχουν στατιστική στήριξη σε νέες πρωτοβουλίες στη χάραξη πολιτικής που αναλαμβάνονται σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο.

(10)

Είναι αναγκαίο να παγιωθεί και να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της στατιστικής αρχής της Ένωσης (Eurostat) μέσω αποτελεσματικού κοινοβουλευτικού ελέγχου και να παγιωθεί και να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία των ΕΣΥ μέσω δημοκρατικής λογοδοσίας.

(11)

Ακόμη, ο συντονιστικός ρόλος που έχει ήδη αποδοθεί στις ΕΣΥ θα πρέπει να αποσαφηνιστεί όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του, ώστε να επιτευχθεί αποτελεσματικότερος συντονισμός των στατιστικών δραστηριοτήτων σε εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της ποιότητας, λαμβάνοντας, παράλληλα, δεόντως υπόψη τις στατιστικές εργασίες που εκτελούνται από το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών (ΕΣΚΤ). Στο βαθμό που ευρωπαϊκές στατιστικές ενδέχεται να καταρτίζονται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) υπό την ιδιότητά τους ως μελών του ΕΣΚΤ, οι ΕΣΥ και οι ΕθνΚΤ θα πρέπει να συνεργάζονται στενά σύμφωνα με τους εθνικούς διακανονισμούς για τη διασφάλιση της παραγωγής πλήρων και συνεκτικών ευρωπαϊκών στατιστικών, διασφαλίζοντας παράλληλα την αναγκαία συνεργασία μεταξύ του ΕΣΣ και του ΕΣΚΤ.

(12)

Για να μειωθεί η επιβάρυνση στις στατιστικές αρχές και τους ερωτώμενους, οι ΕΣΥ και οι άλλες εθνικές αρχές θα πρέπει να έχουν δυνατότητα πρόσβασης και χρήσης των διοικητικών αρχείων, άμεσα και χωρίς δαπάνη, συμπεριλαμβανομένων των αρχείων που συμπληρώνονται ηλεκτρονικά καθώς και ενσωμάτωσης των αρχείων αυτών στις στατιστικές.

(13)

Οι ευρωπαϊκές στατιστικές θα πρέπει να είναι εύκολα συγκρίσιμες και προσβάσιμες, καθώς και να επικαιροποιούνται άμεσα και σε τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ενωσιακές πολιτικές και οι πρωτοβουλίες χρηματοδότησης θα λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις εξελίξεις στην Ένωση.

(14)

Θα πρέπει ακόμη να ζητείται, σε πρώιμο στάδιο, η γνώμη των ΕΣΥ για τον σχεδιασμό νέων διοικητικών αρχείων, τα οποία θα μπορούσαν να παρέχουν στοιχεία για στατιστικούς σκοπούς, καθώς και για σχεδιαζόμενες αλλαγές ή κατάργηση υφιστάμενων διοικητικών πηγών. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν τα σχετικά μεταδεδομένα από τους κατόχους των διοικητικών στοιχείων και να συντονίζουν τις δραστηριότητες τυποποίησης των διοικητικών αρχείων που σχετίζονται με την παραγωγή στατιστικών στοιχείων.

(15)

Ο απόρρητος χαρακτήρας των στοιχείων που λαμβάνονται από διοικητικά αρχεία θα πρέπει να προστατεύεται σύμφωνα με τις κοινές αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές που εφαρμόζονται για όλα τα απόρρητα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των ευρωπαϊκών στατιστικών. Τα πλαίσια αξιολόγησης της ποιότητας που εφαρμόζονται στα εν λόγω στοιχεία, καθώς και οι αρχές διαφάνειας θα πρέπει επίσης να καθορίζονται και να δημοσιεύονται.

(16)

Όλοι οι χρήστες θα πρέπει να έχουν ταυτόχρονη πρόσβαση στα ίδια στοιχεία. Οι ΕΣΥ θα πρέπει να καταρτίζουν ημερολόγια ανακοινώσεων για τη δημοσίευση των περιοδικών στοιχείων.

(17)

Η ποιότητα των ευρωπαϊκών στατιστικών θα μπορούσε να ενισχυθεί και να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των χρηστών σε αυτές, εάν οι εθνικές κυβερνήσεις είχαν μέρος της ευθύνης για την εφαρμογή του κώδικα ορθής πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές («ο κώδικας ορθής πρακτικής»). Για τον σκοπό αυτό, η «δέσμευση για την εμπιστοσύνη στις στατιστικές» («Δέσμευση») ενός κράτους μέλους, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες, θα πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένες υποχρεώσεις για την κυβέρνηση του εν λόγω κράτους μέλους για τη βελτίωση ή διατήρηση των συνθηκών εφαρμογής του κώδικα ορθής πρακτικής. Η Δέσμευση αυτή, η οποία θα πρέπει να επικαιροποιείται όπως απαιτείται, μπορεί να περιλαμβάνει εθνικά πλαίσια διασφάλισης υψηλής ποιότητας, συμπεριλαμβανομένων των αυτοαξιολογήσεων και των βελτιωτικών δράσεων καθώς και των μηχανισμών εποπτείας.

(18)

Η Επιτροπή (Eurostat) θα πρέπει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχει εύκολη ηλεκτρονική πρόσβαση σε πλήρεις και φιλικές για τον χρήστη χρονοσειρές. Όπου είναι δυνατόν, οι περιοδικές επικαιροποιήσεις θα πρέπει να παρέχουν συγκριτικά στοιχεία από έτος σε έτος και από μήνα σε μήνα για κάθε κράτος μέλος.

(19)

Επειδή η παραγωγή των ευρωπαϊκών στατιστικών πρέπει να βασίζεται σε μακροπρόθεσμο επιχειρησιακό και χρηματοοικονομικό σχεδιασμό με σκοπό να διασφαλίζεται υψηλού βαθμού ανεξαρτησία, το ευρωπαϊκό στατιστικό πρόγραμμα θα πρέπει να καλύπτει το ίδιο χρονικό διάστημα με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

(20)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 αναθέτει αρμοδιότητες στην Επιτροπή για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του εν λόγω κανονισμού σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου (6). Ως συνέπεια της έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), που καταργεί την απόφαση 1999/468/ΕΚ, οι εξουσίες που ανατέθηκαν στην Επιτροπή θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με αυτό το νέο νομικό πλαίσιο. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Η Επιτροπή θα πρέπει να μεριμνά ώστε οι σχετικές εκτελεστικές πράξεις να μην επιφέρουν σημαντική πρόσθετη διοικητική επιβάρυνση στα κράτη μέλη ή τους ερωτώμενους.

(21)

Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την αρμοδιότητα να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 291 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ώστε να διασφαλίζεται η ενιαία εφαρμογή των απαιτήσεων ποιότητας, καθορίζοντας τους τρόπους εφαρμογής, τη δομή και την περιοδικότητα των εκθέσεων ποιότητας που προβλέπει η τομεακή νομοθεσία, όταν αυτά δεν ρυθμίζονται από την τομεακή στατιστική νομοθεσία. Η Επιτροπή θα πρέπει να μεριμνά ώστε αυτές οι εκτελεστικές πράξεις να μην επιφέρουν σημαντική πρόσθετη διοικητική επιβάρυνση στα κράτη μέλη ή τους ερωτώμενους.

(22)

Απαιτείται η ύπαρξη ενιαίων συνθηκών για την εφαρμογή της πρόσβασης σε εμπιστευτικά δεδομένα για επιστημονικούς σκοπούς. Προκειμένου να διασφαλισθούν ενιαίες συνθήκες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες με σκοπό τον καθορισμό των ρυθμίσεων, των κανόνων και των συνθηκών που θα διέπουν αυτή την πρόσβαση σε επίπεδο Ένωσης. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(23)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η ενδυνάμωση της διακυβέρνησης του ΕΣΣ, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, λόγω και της απαίτησης να καθιερωθούν αξιόπιστα στοιχεία στο επίπεδο αυτό, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(24)

Η ανεξαρτησία του ΕΣΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως περιγράφεται στο πρωτόκολλο αριθ. 4 για το καταστατικό του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θα πρέπει να διασφαλίζεται πλήρως κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 130 και 338 της ΣΛΕΕ.

(25)

Ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής ΕΣΣ.

(26)

Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

ο όρος “επαγγελματική ανεξαρτησία” σημαίνει ότι οι στατιστικές πρέπει να αναπτύσσονται, να παράγονται και να διαδίδονται με ανεξάρτητο τρόπο, ιδίως όσον αφορά την επιλογή των τεχνικών, των ορισμών, των μεθοδολογιών και των πηγών που χρησιμοποιούνται, καθώς επίσης τον χρόνο και το περιεχόμενο όλων των μορφών διάδοσης, και ότι η εκτέλεση των καθηκόντων αυτών γίνεται χωρίς καμία πίεση από πολιτικές ομάδες ή ομάδες συμφερόντων, ενωσιακές ή εθνικές αρχές·»

.

2)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Η εθνική στατιστική υπηρεσία που ορίζεται από κάθε κράτος μέλος ως ο αρμόδιος φορέας που έχει την ευθύνη για τον συντονισμό όλων των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών που καθορίζονται στο ευρωπαϊκό στατιστικό πρόγραμμα σύμφωνα με το άρθρο 1 (η ΕΣΥ) λειτουργεί από την άποψη αυτή ως το αποκλειστικό σημείο επαφής για την Επιτροπή (Eurostat) σε στατιστικά ζητήματα.

Η αρμοδιότητα της ΕΣΥ όσον αφορά τον συντονισμό καλύπτει όλες τις άλλες εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών που καθορίζονται στο ευρωπαϊκό στατιστικό πρόγραμμα σύμφωνα με το άρθρο 1. Η ΕΣΥ είναι, ιδίως, αρμόδια σε εθνικό επίπεδο για τον συντονισμό του στατιστικού προγραμματισμού και την υποβολή εκθέσεων, την παρακολούθηση της ποιότητας, τη μεθοδολογία, τη διαβίβαση των στοιχείων και την επικοινωνία σχετικά με τις δράσεις του ΕΣΣ. Στο βαθμό που ορισμένες από αυτές τις ευρωπαϊκές στατιστικές ενδέχεται να καταρτίζονται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) υπό την ιδιότητά τους ως μέλη του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών (ΕΣΚΤ), οι ΕΣΥ και οι ΕθνΚΤ συνεργάζονται στενά, σύμφωνα με τους εθνικούς διακανονισμούς με σκοπό να διασφαλιστεί η παραγωγή πλήρων και συνεκτικών ευρωπαϊκών στατιστικών διασφαλίζοντας παράλληλα την αναγκαία συνεργασία μεταξύ του ΕΣΣ και του ΕΣΚΤ, όπως ορίζεται στο άρθρο 9.»

.

3)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 5α

Επικεφαλής των ΕΣΥ και στατιστικοί επικεφαλής άλλων εθνικών αρχών

1.   Εντός του εθνικού στατιστικού τους συστήματος, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την επαγγελματική ανεξαρτησία των λειτουργών που είναι αρμόδιοι για τα καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Για τον σκοπό αυτό, οι επικεφαλής των ΕΣΥ:

α)

έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζουν για τις διαδικασίες, τις στατιστικές μεθόδους, τα πρότυπα και τις διεργασίες καθώς και το περιεχόμενο και τον χρόνο ανακοίνωσης και δημοσίευσης των ευρωπαϊκών στατιστικών που αναπτύσσονται, παράγονται και διαδίδονται από την ΕΣΥ·

β)

εξουσιοδοτούνται να αποφασίζουν για όλα τα θέματα που αφορούν την εσωτερική διαχείριση της ΕΣΥ·

γ)

κατά την εκπλήρωση των στατιστικών καθηκόντων τους, ενεργούν με ανεξάρτητο τρόπο και δεν επιζητούν ούτε λαμβάνουν οδηγίες από οποιοδήποτε κυβερνητικό ή άλλο θεσμικό όργανο, φορέα, υπηρεσία ή οργανισμό·

δ)

είναι υπεύθυνοι για τις στατιστικές δραστηριότητες και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της ΕΣΥ·

ε)

δημοσιεύουν ετήσια έκθεση και μπορούν να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με θέματα διάθεσης των πιστώσεων του προϋπολογισμού που σχετίζονται με τις στατιστικές δραστηριότητες της ΕΣΥ·

στ)

συντονίζουν τις στατιστικές δραστηριότητες όλων των εθνικών αρχών που είναι υπεύθυνες για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών, όπως προβλέπει το άρθρο 5 παράγραφος 1·

ζ)

εκπονούν εθνικές κατευθυντήριες γραμμές όπου είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της ποιότητας στην ανάπτυξη, παραγωγή και διάδοση όλων των ευρωπαϊκών στατιστικών εντός του εθνικού στατιστικού συστήματός τους και παρακολουθούν και ελέγχουν την εφαρμογή τους, όντας υπεύθυνοι για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές μόνο εντός της ΕΣΥ· και

η)

εκπροσωπούν το εθνικό στατιστικό σύστημά τους εντός του ΕΣΣ.

3.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι οι άλλες εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών φέρουν σε πέρας τα καθήκοντα αυτά σύμφωνα με τις εθνικές κατευθυντήριες γραμμές που εκπονεί ο επικεφαλής της ΕΣΥ.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες πρόσληψης και διορισμού των επικεφαλής των ΕΣΥ και, κατά περίπτωση, των στατιστικών επικεφαλής άλλων εθνικών αρχών που παράγουν ευρωπαϊκές στατιστικές χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και βασίζονται αποκλειστικά σε επαγγελματικά κριτήρια. Οι εν λόγω διαδικασίες διασφαλίζουν ότι τηρείται η αρχή της ισότητας των ευκαιριών, ιδίως όσον αφορά το φύλο. Οι λόγοι απόλυσης ή μετάθεσης των επικεφαλής των ΕΣΥ δεν πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο την επαγγελματική ανεξαρτησία.

5.   Κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβεί στη σύσταση εθνικού φορέα για τη διασφάλιση της επαγγελματικής ανεξαρτησίας των παραγωγών ευρωπαϊκών στατιστικών. Τους φορείς αυτούς μπορούν να συμβουλεύονται οι επικεφαλής των ΕΣΥ και, κατά περίπτωση, οι στατιστικοί επικεφαλής των άλλων εθνικών αρχών που παράγουν ευρωπαϊκές στατιστικές. Οι διαδικασίες για την πρόσληψη, μετάθεση και απόλυση των μελών των φορέων αυτών χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και βασίζονται αποκλειστικά σε επαγγελματικά κριτήρια. Οι εν λόγω διαδικασίες διασφαλίζουν ότι τηρείται η αρχή της ισότητας των ευκαιριών, ιδίως όσον αφορά το φύλο.»

.

4)

Στο άρθρο 6, οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Σε επίπεδο Ένωσης, η Επιτροπή (Eurostat) ενεργεί με ανεξάρτητο τρόπο διασφαλίζοντας την παραγωγή ευρωπαϊκών στατιστικών σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες και τις στατιστικές αρχές.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 για το καταστατικό του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Επιτροπή (Eurostat) συντονίζει τις στατιστικές δραστηριότητες των θεσμικών οργάνων και των άλλων οργανισμών της Ένωσης, ιδίως για τη διασφάλιση της συνέπειας και της ποιότητας των στοιχείων και την ελαχιστοποίηση της επιβάρυνσης ανταπόκρισης. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή (Eurostat) μπορεί να καλεί κάθε θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης να πραγματοποιεί διαβουλεύσεις ή να συνεργάζεται με αυτήν, με στόχο την ανάπτυξη μεθόδων και συστημάτων για στατιστικούς σκοπούς στους αντίστοιχους τομείς αρμοδιότητάς του· Όποιο από τα εν λόγω όργανα ή οργανισμούς προτείνει την παραγωγή στατιστικών πρέπει να διαβουλεύεται με την Επιτροπή (Eurostat) και να λαμβάνει υπόψη κάθε σχετική σύστασή της.»

.

5)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 6α

Γενικός διευθυντής της Επιτροπής (Eurostat)

1.   Η Eurostat είναι η στατιστική αρχή της Ένωσης και γενική διεύθυνση της Επιτροπής. Της αρχής προΐσταται γενικός διευθυντής.

2.   Η Επιτροπή μεριμνά ώστε η διαδικασία πρόσληψης του γενικού διευθυντή της Eurostat να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και να βασίζεται σε επαγγελματικά κριτήρια. Η διαδικασία διασφαλίζει ότι τηρείται η αρχή της ισότητας των ευκαιριών, ιδίως όσον αφορά το φύλο.

3.   Ο γενικός διευθυντής έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει για τις διαδικασίες, τις στατιστικές μεθόδους, τα πρότυπα και τις διεργασίες καθώς και το περιεχόμενο και τον χρόνο ανακοίνωσης και δημοσίευσης όλων των στατιστικών στοιχείων που παράγει η Eurostat. Κατά την εκτέλεση των προαναφερόμενων στατιστικών καθηκόντων, ο γενικός διευθυντής ενεργεί με ανεξάρτητο τρόπο και δεν επιζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιοδήποτε κυβερνητικό ή άλλο θεσμικό όργανο, φορέα, υπηρεσία ή οργανισμό.

4.   Ο γενικός διευθυντής της Eurostat είναι υπεύθυνος για τις στατιστικές δραστηριότητες της Eurostat. Ο γενικός διευθυντής της Eurostat εμφανίζεται, αμέσως μετά τον διορισμό του από την Επιτροπή, και εν συνεχεία κάθε χρόνο, στο πλαίσιο του στατιστικού διαλόγου, ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να συζητήσει θέματα που άπτονται της στατιστικής διακυβέρνησης, της μεθοδολογίας και της στατιστικής καινοτομίας. Ο γενικός διευθυντής της Eurostat δημοσιεύει ετήσια έκθεση.»

.

6)

Στο άρθρο 11, προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης στις ευρωπαϊκές στατιστικές. Για το σκοπό αυτό, οι “δεσμεύσεις για την εμπιστοσύνη στις στατιστικές” (“Δεσμεύσεις”) των κρατών μελών και της Επιτροπής αποσκοπούν περαιτέρω στη διασφάλιση της εμπιστοσύνης του κοινού στις ευρωπαϊκές στατιστικές και στην επίτευξη προόδου στην εφαρμογή των στατιστικών αρχών που περιλαμβάνονται στον κώδικα ορθής πρακτικής. Οι Δεσμεύσεις περιλαμβάνουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τη χάραξη πολιτικής με σκοπό τη βελτίωση ή τη διατήρηση, όπως απαιτείται, των συνθηκών εφαρμογής του κώδικα ορθής πρακτικής και δημοσιεύονται μαζί με μια περίληψη για τους πολίτες.

4.   Οι Δεσμεύσεις των κρατών μελών παρακολουθούνται τακτικά από την Επιτροπή βάσει των ετήσιων εκθέσεων που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη και επικαιροποιούνται, εφόσον απαιτείται.

Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν δημοσιεύσει τη Δέσμευση έως τις 9 Ιουνίου 2017, υποβάλλει στην Επιτροπή και δημοσιεύει έκθεση προόδου σχετικά με την εφαρμογή του κώδικα ορθής πρακτικής και, κατά περίπτωση, σχετικά με τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί ώστε να καταρτιστεί Δέσμευση. Αυτές οι εκθέσεις προόδου επικαιροποιούνται περιοδικά, τουλάχιστον κάθε δύο έτη μετά την αρχική δημοσίευσή τους.

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τις δημοσιευμένες Δεσμεύσεις και, όπως απαιτείται, εκθέσεις προόδου, έως τις 9 Ιουνίου 2018 και ανά δύο έτη στη συνέχεια.

5.   Η Δέσμευση που καταρτίζει η Επιτροπή παρακολουθείται τακτικά από τον ευρωπαϊκό συμβουλευτικό φορέα για τη διακυβέρνηση στον τομέα της στατιστικής (ESGAB). Η αξιολόγηση του ESGAB για την υλοποίηση αυτής της Δέσμευσης περιλαμβάνεται στην ετήσια έκθεσή του που υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με την απόφαση 235/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1). Το ESGAB υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την υλοποίηση της Δέσμευσης έως τις 9 Ιουνίου 2018.

(*1)  Απόφαση αριθ. 235/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, για τη θέσπιση του ευρωπαϊκού συμβουλευτικού φορέα για τη διακυβέρνηση στον τομέα της στατιστικής (ΕΕ L 73 της 15.3.2008, σ. 17).»"

.

7)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η τομεακή νομοθεσία μπορεί επίσης να καθορίζει ειδικές απαιτήσεις ποιότητας, όπως τιμές-στόχους και ελάχιστα πρότυπα για την παραγωγή των στατιστικών.

Για να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή των κριτηρίων ποιότητας που ορίζονται στην παράγραφο 1 στα στοιχεία τα οποία καλύπτονται από την τομεακή νομοθεσία σε συγκεκριμένους στατιστικούς τομείς, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν τους τρόπους εφαρμογής, τη δομή και την περιοδικότητα των εκθέσεων ποιότητας οι οποίες καλύπτονται από την τομεακή νομοθεσία. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 27 παράγραφος 2.

3.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή (Eurostat) εκθέσεις σχετικά με την ποιότητα των διαβιβαζομένων στοιχείων, όπου περιλαμβάνονται και κάθε είδους προβληματισμοί τους όσον αφορά την ακρίβεια των στοιχείων. Η Επιτροπή (Eurostat) αξιολογεί την ποιότητα των διαβιβαζομένων στοιχείων, με βάση κατάλληλες αναλύσεις, και εκπονεί και δημοσιεύει εκθέσεις και ανακοινώσεις σχετικά με την ποιότητα των ευρωπαϊκών στατιστικών.»

·

β)

προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«4.   Για λόγους διαφάνειας, η Επιτροπή (Eurostat), κατά περίπτωση, δημοσιοποιεί την αξιολόγηση της ποιότητας των εθνικών συνεισφορών στις ευρωπαϊκές στατιστικές.

5.   Όπου η τομεακή νομοθεσία προβλέπει την επιβολή προστίμων στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη παραποιούν στατιστικά στοιχεία, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τις Συνθήκες και την οικεία τομεακή νομοθεσία, να κινήσει διαδικασία και να διενεργήσει έρευνες εφόσον κριθεί αναγκαίο, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των επιτόπιων επιθεωρήσεων, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον η εν λόγω παραποίηση στοιχείων ήταν σοβαρή και εκούσια ή οφειλόταν σε βαρειά αμέλεια.»

.

8)

Στο άρθρο 13, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το ευρωπαϊκό στατιστικό πρόγραμμα παρέχει το πλαίσιο για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών, καθορίζοντας τα κύρια πεδία και τους στόχους των προβλεπόμενων ενεργειών για περίοδο αντίστοιχη του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου. Εγκρίνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Ο αντίκτυπός του και η αποτελεσματικότητά του σε σχέση με το κόστος εκτιμώνται με τη συνεισφορά ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων.»

.

9)

Στο άρθρο 14, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή μπορεί, μέσω εκτελεστικών πράξεων, να αποφασίσει την ανάληψη προσωρινής άμεσης στατιστικής δράσης, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η δράση δεν προβλέπει συλλογή στοιχείων που καλύπτουν περισσότερο από τρία έτη αναφοράς·

β)

τα στοιχεία είναι ήδη διαθέσιμα ή προσβάσιμα εντός των ΕΣΥ και άλλων αρμόδιων εθνικών αρχών ή μπορούν να ληφθούν απευθείας με χρήση κατάλληλων δειγμάτων για την παρατήρηση του στατιστικού πληθυσμού σε ενωσιακό επίπεδο με τον αναγκαίο συντονισμό με τις ΕΣΥ και άλλες εθνικές αρχές· και

γ)

η Ένωση παρέχει οικονομική στήριξη στις ΕΣΥ και τις άλλες εθνικές αρχές για την κάλυψη των επιπροσθέτων δαπανών στις οποίες υποβάλλονται, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2).

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 27 παράγραφος 2.

(*2)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).»"

.

10)

Το άρθρο 17 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 17

Ετήσιο πρόγραμμα εργασιών

Έως τις 30 Απριλίου, η Επιτροπή υποβάλλει στην επιτροπή ΕΣΣ το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών της για το επόμενο έτος.

Κατά την εκπόνηση κάθε ετήσιου προγράμματος εργασιών, η Επιτροπή διασφαλίζει τον αποτελεσματικό καθορισμό των προτεραιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της επανεξέτασης των στατιστικών προτεραιοτήτων και της υποβολής σχετικών εκθέσεων, καθώς και της κατανομής των χρηματοδοτικών πόρων. Η Επιτροπή λαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερο υπόψη τις παρατηρήσεις της επιτροπής ΕΣΣ. Κάθε ετήσιο πρόγραμμα εργασιών βασίζεται στο ευρωπαϊκό στατιστικό πρόγραμμα και προσδιορίζει ειδικότερα:

α)

τις ενέργειες οι οποίες, κατά την άποψη της Επιτροπής, έχουν προτεραιότητα, λαμβανομένων υπόψη των αναγκών της ενωσιακής πολιτικής, των οικονομικών περιορισμών τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο καθώς και της επιβάρυνσης ανταπόκρισης·

β)

τις πρωτοβουλίες σχετικά με την αναθεώρηση των προτεραιοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών προτεραιοτήτων, καθώς και τη μείωση της επιβάρυνσης τόσο των παρόχων στοιχείων όσο και των παραγωγών στατιστικών· και

γ)

τις διαδικασίες και τα νομοθετικά εργαλεία που προτείνει η Επιτροπή για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασιών.»

.

11)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 17α

Πρόσβαση, χρήση και ενσωμάτωση των διοικητικών αρχείων

1.   Αποσκοπώντας στη μείωση της επιβάρυνσης για τους ερωτώμενους, οι ΕΣΥ, οι άλλες εθνικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 4 και η Επιτροπή (Eurostat) έχουν δικαίωμα πρόσβασης και χρήσης, άμεσα και χωρίς δαπάνη, όλων των διοικητικών αρχείων και ενσωμάτωσής τους σε στατιστικές, στο βαθμό που απαιτείται για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των ευρωπαϊκών στατιστικών που καθορίζονται στο ευρωπαϊκό στατιστικό πρόγραμμα σύμφωνα με το άρθρο 1.

2.   Οι ΕΣΥ και η Επιτροπή (Eurostat) εκφράζουν γνώμη και συμμετέχουν στον αρχικό σχεδιασμό, τη μετέπειτα ανάπτυξη και την κατάργηση των διοικητικών αρχείων που καταρτίζονται και τηρούνται από άλλους φορείς, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την περαιτέρω χρήση των αρχείων αυτών για την παραγωγή των ευρωπαϊκών στατιστικών. Συμμετέχουν στις δραστηριότητες τυποποίησης των διοικητικών αρχείων που σχετίζονται με την παραγωγή των ευρωπαϊκών στατιστικών.

3.   Η πρόσβαση και η συμμετοχή των ΕΣΥ, των άλλων εθνικών αρχών και της Επιτροπής (Eurostat), δυνάμει των παραγράφων 1 και 2, περιορίζεται στα διοικητικά αρχεία του δικού τους αντίστοιχου δημόσιου διοικητικού συστήματος.

4.   Τα διοικητικά αρχεία που διατίθενται από τους κατόχους τους στις ΕΣΥ, τις άλλες εθνικές αρχές και την Επιτροπή (Eurostat) για να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ευρωπαϊκών στατιστικών, συνοδεύονται από τα σχετικά μεταδεδομένα.

5.   Οι ΕΣΥ και οι κάτοχοι των διοικητικών αρχείων αναπτύσσουν τους απαραίτητους μηχανισμούς συνεργασίας.»

.

12)

Στο άρθρο 20 παράγραφος 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι ΕΣΥ, οι άλλες εθνικές αρχές και η Επιτροπή (Eurostat) λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ευθυγράμμιση των αρχών και των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τη φυσική και λογική προστασία των απόρρητων στοιχείων. Η Επιτροπή διασφαλίζει την ευθυγράμμιση αυτή μέσω εκτελεστικών πράξεων χωρίς να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 27 παράγραφος 2.»

.

13)

Στο άρθρο 23, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις ρυθμίσεις, τους κανόνες και τις προϋποθέσεις πρόσβασης σε επίπεδο Ένωσης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 27 παράγραφος 2.»

.

14)

Το άρθρο 24 διαγράφεται.

15)

Το άρθρο 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«Άρθρο 26

Παραβίαση του στατιστικού απορρήτου

Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή και την επιβολή κυρώσεων για κάθε παραβίαση του στατιστικού απορρήτου. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»

.

16)

Το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«Άρθρο 27

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ΕΣΣ. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3).

2.   Όπου γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»"

.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

H Πρόεδρος

Z. KALNIŅA-LUKAŠEVICA


(1)  ΕΕ C 374 της 4.12.2012, σ. 2.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και θέση του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση της 5ης Μαρτίου 2015 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα). Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Απριλίου 2015 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, σχετικά με τις ευρωπαϊκές στατιστικές και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1101/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές και της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 87 της 31.3.2009, σ. 164).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1175/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (ΕΕ L 306 της 23.11.2011, σ. 12).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 473/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, σχετικά με κοινές διατάξεις για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των σχεδίων δημοσιονομικών προγραμμάτων και τη διασφάλιση της διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ (ΕΕ L 140 της 27.5.2013, σ. 11).

(6)  Απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


19.5.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/98


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/760 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 29ης Απριλίου 2015

σχετικά με τα ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

H μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση είναι εργαλείο καθοριστικής σημασίας, με το οποίο η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να τεθεί σε τροχιά έξυπνης, διατηρήσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης, σύμφωνα με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020», υψηλών επιπέδων απασχόλησης και ανταγωνιστικότητας, για να οικοδομηθεί η οικονομία του αύριο με τρόπο ώστε να είναι περισσότερο ανθεκτική και λιγότερο επιρρεπής σε συστημικούς κινδύνους. Τα ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια (ΕΜΕΚ) παρέχουν χρηματοδότηση μεγάλης διάρκειας σε διάφορα έργα υποδομής, σε μη εισηγμένες εταιρείες ή σε εισηγμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) που εκδίδουν μετοχικούς ή χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχει άμεσα αναγνωρίσιμος αγοραστής. Με την παροχή χρηματοδότησης σε τέτοια έργα, τα ΕΜΕΚ συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας της Ένωσης και την υλοποίηση των ενωσιακών πολιτικών.

(2)

Από την πλευρά της ζήτησης, τα ΕΜΕΚ μπορούν να παρέχουν μια σταθερή και ασφαλή ροή εσόδων για τους διαχειριστές συνταξιοδοτικών ταμείων, τις ασφαλιστικές εταιρείες, τα ιδρύματα, τους δήμους και άλλες οντότητες που έχουν τακτικές και επαναλαμβανόμενες υποχρεώσεις και επιδιώκουν μακροπρόθεσμες αποδόσεις στο πλαίσιο ικανοποιητικά ρυθμιζόμενων δομών. Παρόλο που παρέχουν λιγότερη ρευστότητα από ό,τι οι επενδύσεις σε κινητές αξίες, τα ΕΜΕΚ μπορούν να παρέχουν μια σταθερή ροή εσόδων σε μεμονωμένους επενδυτές, που εξαρτώνται από την τακτική ταμειακή ροή που μπορεί να παραγάγει ένα ΕΜΕΚ. Επιπλέον, τα ΕΜΕΚ μπορούν να προσφέρουν καλές ευκαιρίες για την ανατίμηση του κεφαλαίου με την πάροδο του χρόνου στους επενδυτές που δεν λαμβάνουν σταθερή ροή εσόδων.

(3)

Η χρηματοδότηση έργων όπως οι υποδομές μεταφορών, η βιώσιμη παραγωγή ή διανομή ενέργειας, οι κοινωνικές υποδομές (κατοικίες ή νοσοκομεία), η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και συστημάτων που περιορίζουν τη χρήση πόρων και ενέργειας ή η περαιτέρω ανάπτυξη των ΜΜΕ μπορεί να είναι ανεπαρκής. Όπως κατέδειξε η οικονομική κρίση, η συμπλήρωση της τραπεζικής χρηματοδότησης με μια ευρύτερη ποικιλία πηγών χρηματοδότησης που κινητοποιούν καλύτερα τις κεφαλαιαγορές θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των κενών χρηματοδότησης. Τα ΕΜΕΚ μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο από την άποψη αυτή, ενώ μπορούν επίσης να κινητοποιούν κεφάλαια με την προσέλκυση επενδυτών από τρίτες χώρες.

(4)

Ο παρών κανονισμός έχει ως κύριο στόχο να δώσει ώθηση σε μακροπρόθεσμες ευρωπαϊκές επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε έργα, επιχειρήσεις και υποδομές σε τρίτες χώρες μπορούν επίσης να φέρουν κεφάλαια στα ΕΜΕΚ και με τον τρόπο αυτό να ωφελήσουν την ευρωπαϊκή οικονομία. Συνεπώς, οι επενδύσεις αυτές δεν θα πρέπει να αποτρέπονται.

(5)

Ελλείψει κανονισμού που θεσπίζει κανόνες για τα ΕΜΕΚ, ενδεχομένως να υιοθετηθούν αποκλίνοντα μέτρα σε εθνικό επίπεδο, τα οποία είναι πιθανό να προκαλέσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό λόγω διαφορών στα μέτρα επενδυτικής προστασίας. Οι αποκλίνουσες εθνικές απαιτήσεις σχετικά με τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου, τη διαφοροποίηση και τα επιλέξιμα περιουσιακά στοιχεία, ιδίως τις επενδύσεις σε εμπορεύματα, δημιουργούν εμπόδια για τη διασυνοριακή εμπορική προώθηση των επενδυτικών κεφαλαίων που επικεντρώνονται σε μη εισηγμένες επιχειρήσεις και πραγματικά περιουσιακά στοιχεία, διότι οι επενδυτές δεν μπορούν να συγκρίνουν εύκολα τις διαφορετικές επενδυτικές προτάσεις που τους προσφέρονται. Οι αποκλίνουσες εθνικές απαιτήσεις έχουν, επίσης, ως αποτέλεσμα διαφορετικά επίπεδα προστασίας των επενδυτών. Εξάλλου, οι αποκλίνουσες εθνικές απαιτήσεις σχετικά με τις επενδυτικές τεχνικές, όπως τα επιτρεπόμενα επίπεδα δανεισμού, η χρήση παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων και οι κανόνες για τις ανοικτές πωλήσεις ή για τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, οδηγούν σε αποκλίσεις όσον αφορά το επίπεδο προστασίας των επενδυτών. Επιπλέον, οι αποκλίνουσες εθνικές απαιτήσεις σχετικά με τις περιόδους εξαγοράς ή κατοχής εμποδίζουν τη διασυνοριακή πώληση των κεφαλαίων που επενδύουν σε μη εισηγμένα περιουσιακά στοιχεία. Με το να αυξάνουν την ανασφάλεια δικαίου, οι αποκλίσεις αυτές μπορεί να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών σχετικά με τις επενδύσεις στα εν λόγω κεφάλαια και να περιορίσουν τα περιθώρια των επενδυτών να επιλέγουν αποτελεσματικά μεταξύ των διαφόρων μακροπρόθεσμων επενδυτικών ευκαιριών. Κατά συνέπεια, το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ερμηνεύεται από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση για τον παρόντα κανονισμό.

(6)

Η ύπαρξη ενιαίων κανόνων είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι τα ΕΜΕΚ παρουσιάζουν ένα συνεκτικό και σταθερό προφίλ προϊόντος σε ολόκληρη την Ένωση. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλίζονται η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν ενιαίοι κανόνες σχετικά με τη λειτουργία των ΕΜΕΚ, ιδίως όσον αφορά τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου τους και τα επενδυτικά μέσα που επιτρέπεται να χρησιμοποιούν ώστε να εκτεθούν σε μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία, όπως μετοχικούς ή χρεωστικούς τίτλους που εκδίδουν εισηγμένες ΜΜΕ και μη εισηγμένες επιχειρήσεις, καθώς και πραγματικά περιουσιακά στοιχεία. Οι ενιαίοι κανόνες για το χαρτοφυλάκιο ενός ΕΜΕΚ απαιτείται επίσης να διασφαλίζουν ότι τα ΕΜΕΚ που έχουν ως στόχο τη δημιουργία τακτικών εσόδων διατηρούν ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο επενδυτικών περιουσιακών στοιχείων κατάλληλο για να διατηρήσει μια τακτική ταμειακή ροή. Τα ΕΜΕΚ είναι ένα πρώτο βήμα στην κατεύθυνση μιας ολοκληρωμένης ενιαίας αγοράς για την άντληση κεφαλαίων που μπορούν να διοχετευτούν σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία. Για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μακροπρόθεσμων επενδύσεων, η Επιτροπή απαιτείται να συνεχίσει να αξιολογεί τα πιθανά εμπόδια στη διασυνοριακή άντληση μακροπρόθεσμων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των εμποδίων που απορρέουν από τη φορολογική μεταχείριση των επενδύσεων αυτών.

(7)

Είναι ουσιαστικό να διασφαλιστεί ότι οι κανόνες λειτουργίας των ΕΜΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου τους και τα επενδυτικά μέσα που επιτρέπεται να χρησιμοποιούν, θα είναι άμεσα εφαρμοστέοι στους διαχειριστές των ΕΜΕΚ και ότι, ως εκ τούτου, οι νέοι αυτοί κανόνες είναι ανάγκη να θεσπιστούν με τη μορφή κανονισμού. Έτσι διασφαλίζονται επίσης ενιαίοι όροι για τη χρήση της ονομασίας «ΕΜΕΚ», δεδομένου ότι προλαμβάνεται η εμφάνιση αποκλινουσών εθνικών απαιτήσεων. Οι διαχειριστές των ΕΜΕΚ θα πρέπει να τηρούν τους ίδιους κανόνες σε ολόκληρη την Ένωση προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στα ΕΜΕΚ και να διασφαλιστεί η διαρκής αξιοπιστία της ονομασίας «ΕΜΕΚ». Συγχρόνως, με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων θα μειωθεί η πολυπλοκότητα των κανονιστικών απαιτήσεων που ισχύουν για τα ΕΜΕΚ. Μέσω των ενιαίων κανόνων, θα μειωθεί επίσης το κόστος της συμμόρφωσης των διαχειριστών με αποκλίνουσες εθνικές απαιτήσεις για τα κεφάλαια που επενδύουν σε εισηγμένες και μη εισηγμένες επιχειρήσεις και συναφείς κατηγορίες πραγματικών περιουσιακών στοιχείων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους διαχειριστές των ΕΜΕΚ που επιθυμούν να αντλήσουν κεφάλαια σε διασυνοριακή βάση. Η θέσπιση ενιαίων κανόνων συμβάλλει επίσης στην εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(8)

Οι νέοι κανόνες για τα ΕΜΕΚ συνδέονται στενά με την οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), δεδομένου ότι η εν λόγω οδηγία αποτελεί το νομικό πλαίσιο που διέπει τη διαχείριση και την εμπορική προώθηση των οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ) στην Ένωση. Εξ ορισμού, τα ΕΜΕΚ είναι ΟΕΕ της ΕΕ των οποίων η διαχείριση πραγματοποιείται από διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ) που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ.

(9)

Ενώ η οδηγία 2011/61/ΕΕ προβλέπει επίσης ένα σταδιακά αναπτυσσόμενο καθεστώς τρίτης χώρας που διέπει τους ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ και τους ΟΕΕ εκτός ΕΕ, οι νέοι κανόνες για τα ΕΜΕΚ έχουν πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής με έμφαση στην ευρωπαϊκή διάσταση των νέων μακροπρόθεσμων επενδυτικών προϊόντων. Ως εκ τούτου, μόνο ένας ΟΕΕ της ΕΕ, όπως ορίζεται στην οδηγία 2011/61/ΕΕ, θα πρέπει να είναι επιλέξιμος για να καταστεί ΕΜΕΚ, και τούτο μόνον αν τον διαχειρίζεται ΔΟΕΕ της ΕΕ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ.

(10)

Οι νέοι κανόνες που εφαρμόζονται στα ΕΜΕΚ θα πρέπει να ενισχύουν το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο που καθορίστηκε με την οδηγία 2011/61/ΕΕ και τις πράξεις που θεσπίστηκαν για την υλοποίησή της. Συνεπώς, οι κανόνες προϊόντων που αφορούν τα EMEK θα πρέπει να εφαρμόζονται επιπλέον των κανόνων που καθορίζονται με το υφιστάμενο δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, οι κανόνες διαχείρισης και εμπορικής προώθησης που καθορίζονται στην οδηγία 2011/61/ΕΕ θα πρέπει να εφαρμόζονται στα ΕΜΕΚ. Επίσης, οι κανόνες για τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών και την ελευθερία εγκατάστασης που καθορίζονται στην οδηγία 2011/61/ΕΕ θα πρέπει να εφαρμόζονται αντίστοιχα για τις διασυνοριακές δραστηριότητες των ΕΜΕΚ. Θα πρέπει να συμπληρώνονται από ειδικούς κανόνες εμπορικής προώθησης που προορίζονται για τη διασυνοριακή εμπορική προώθηση ΕΜΕΚ τόσο σε ιδιώτες όσο και σε επαγγελματίες επενδυτές σε όλη την Ένωση.

(11)

Θα πρέπει να εφαρμόζονται ενιαίοι κανόνες σε όλους τους ΟΕΕ της ΕΕ που επιθυμούν να προωθηθούν εμπορικά ως ΕΜΕΚ. Οι ΟΕΕ της ΕΕ που δεν επιθυμούν να προωθούνται εμπορικά ως ΕΜΕΚ δεν θα πρέπει να δεσμεύονται από αυτούς τους κανόνες και συνεπώς αποδέχονται επίσης το ότι δεν θα επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα που θα προκύψουν. Οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) και οι ΟΕΕ εκτός ΕΕ δεν θα πρέπει να είναι επιλέξιμοι για να προωθηθούν εμπορικά ως ΕΜΕΚ.

(12)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των ΕΜΕΚ προς τους εναρμονισμένους κανόνες που διέπουν τη δραστηριότητα των κεφαλαίων αυτών, είναι ανάγκη να απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές να χορηγούν άδειες ΕΜΕΚ. Οι εναρμονισμένες διαδικασίες χορήγησης άδειας και εποπτείας των ΔΟΕΕ δυνάμει της οδηγίας 2011/61/ΕΕ θα πρέπει να συμπληρώνονται, συνεπώς, με μια ειδική διαδικασία χορήγησης άδειας ΕΜΕΚ. Θα πρέπει να θεσπιστούν διαδικασίες για να διασφαλίζεται ότι ΕΜΕΚ θα μπορούν να διαχειρίζονται μόνο ΔΟΕΕ της ΕΕ που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ και έχουν κριθεί ικανοί για τη διαχείριση ΕΜΕΚ. Θα πρέπει να λαμβάνονται όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζεται η ικανότητα ενός ΕΜΕΚ να συμμορφώνεται προς τους εναρμονισμένους κανόνες που διέπουν τη δραστηριότητα των εν λόγω κεφαλαίων. Για τα ΕΜΕΚ που υπόκεινται σε εσωτερική διαχείριση και όταν δεν ορίζεται εξωτερικός ΔΟΕΕ θα πρέπει να εφαρμόζεται ειδική διαδικασία αδειοδότησης.

(13)

Δεδομένου ότι οι ΟΕΕ της ΕΕ μπορούν να λάβουν διάφορες νομικές μορφές που δεν τους προσδίδουν απαραίτητα νομική προσωπικότητα, οι διατάξεις που υποχρεώνουν τα ΕΜΕΚ να ενεργούν θα πρέπει να θεωρείται ότι αναφέρονται στον διαχειριστή του ΕΜΕΚ στις περιπτώσεις όπου το ΕΜΕΚ συγκροτείται ως ΟΕΕ της ΕΕ που δεν είναι σε θέση να ενεργεί ο ίδιος, επειδή δεν έχει δική του νομική προσωπικότητα.

(14)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα ΕΜΕΚ στοχεύουν σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις και συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της βιώσιμης ανάπτυξης της οικονομίας της Ένωσης, οι κανόνες για το χαρτοφυλάκιο των ΕΜΕΚ θα πρέπει να απαιτούν τον σαφή καθορισμό των κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων που είναι επιλέξιμα για επενδύσεις από ΕΜΕΚ και των προϋποθέσεων βάσει των οποίων θα πρέπει να είναι επιλέξιμα. Κάθε ΕΜΕΚ θα πρέπει να επενδύει το 70 % τουλάχιστον του κεφαλαίου του σε επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία. Για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των ΕΜΕΚ, είναι επίσης επιθυμητό να μην επιτρέπεται η συμμετοχή ΕΜΕΚ σε ορισμένες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την επενδυτική στρατηγική τους και τους στόχους τους, δημιουργώντας κινδύνους που διαφέρουν από εκείνους που θα μπορούσαν να αναμένονται για ένα κεφάλαιο που στοχεύει σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Προκειμένου να διασφαλιστεί η σαφής εστίαση στις μακροπρόθεσμες επενδύσεις με τρόπο που να εξυπηρετεί τους μικροεπενδυτές που δεν είναι εξοικειωμένοι με λιγότερο συμβατικές επενδυτικές στρατηγικές, τα ΕΜΕΚ δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να επενδύουν σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα παρά μόνο για τον σκοπό της αντιστάθμισης των κινδύνων που ενυπάρχουν στις δικές τους επενδύσεις. Δεδομένης της ρευστότητας των εμπορευμάτων και των παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων που συνεπάγονται έμμεση έκθεση σε αυτά, οι επενδύσεις σε εμπορεύματα δεν απαιτούν μακροπρόθεσμη δέσμευση του επενδυτή και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να αποκλείονται από τα επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία. Η λογική αυτή δεν ισχύει για τις επενδύσεις σε υποδομές ή σε εταιρείες σχετικές με εμπορεύματα ή για τις επενδύσεις των οποίων η απόδοση συναρτάται έμμεσα με την απόδοση εμπορευμάτων, όπως π.χ. οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις στην περίπτωση των γεωργικών εμπορευμάτων ή οι μονάδες παραγωγής ενέργειας στην περίπτωση των ενεργειακών εμπορευμάτων.

(15)

Ο ορισμός του τι συνιστά μακροπρόθεσμη επένδυση είναι ευρύς. Τα επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία είναι ως επί το πλείστον μη ρευστοποιήσιμα, απαιτούν δεσμεύσεις για ορισμένη χρονική περίοδο και έχουν οικονομικό προφίλ μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Τα επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία αποτελούν μη κινητές αξίες και, επομένως, δεν έχουν πρόσβαση στη ρευστότητα της δευτερογενούς αγοράς. Απαιτούν συχνά δεσμεύσεις καθορισμένου χρόνου, που περιορίζουν την εμπορευσιμότητά τους. Δεδομένου, ωστόσο, ότι οι εισηγμένες ΜΜΕ μπορεί να αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας και πρόσβασης στη δευτερογενή αγορά, θα πρέπει επίσης να θεωρούνται εταιρείες χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις. Ο οικονομικός κύκλος επένδυσης που επιδιώκουν τα ΕΜΕΚ έχει ουσιαστικά μακροπρόθεσμο χαρακτήρα λόγω των υψηλών δεσμεύσεων κεφαλαίων και του χρονικού διαστήματος που απαιτείται για την παραγωγή αποδόσεων.

(16)

Κάθε ΕΜΕΚ θα πρέπει να επιτρέπεται να επενδύει σε περιουσιακά στοιχεία άλλα από τα επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία, ανάλογα με τις ανάγκες της αποτελεσματικής διαχείρισης των ταμειακών ροών του, αλλά μόνον εφόσον αυτά συνάδουν με τη μακροπρόθεσμη επενδυτική στρατηγική του.

(17)

Τα επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να νοείται ότι περιλαμβάνουν συμμετοχές, όπως μετοχικούς τίτλους ή οιονεί μετοχικούς τίτλους, χρεωστικούς τίτλους στις εταιρείες χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις, και δάνεια που παρέχονται σε αυτές. Περιλαμβάνουν επίσης συμμετοχές σε άλλα κεφάλαια που επικεντρώνονται σε περιουσιακά στοιχεία, όπως οι επενδύσεις σε μη εισηγμένες επιχειρήσεις που εκδίδουν μετοχικούς ή χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχει πάντα άμεσα αναγνωρίσιμος αγοραστής. Οι άμεσες συμμετοχές πραγματικών περιουσιακών στοιχείων, εφόσον δεν έχουν τιτλοποιηθεί, θα πρέπει επίσης να αποτελούν κατηγορία επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων, με την προϋπόθεση ότι αποφέρουν προβλέψιμη ταμειακή ροή, είτε τακτική είτε ακανόνιστη, υπό την έννοια ότι μπορούν να μοντελοποιηθούν και να αποτιμηθούν με βάση μια μέθοδο αποτίμησης προεξοφλημένων ταμειακών ροών. Στα περιουσιακά αυτά στοιχεία θα μπορούσε ενδεικτικά να περιλαμβάνονται κοινωνικές υποδομές με προβλέψιμη απόδοση, όπως οι υποδομές ενέργειας, μεταφορών και επικοινωνιών, καθώς και η εκπαιδευτική, υγειονομική, προνοιακή υποστήριξη ή οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Αντίθετα, περιουσιακά στοιχεία όπως έργα τέχνης, χειρόγραφα, κάβες κρασιών ή κοσμήματα δεν θα πρέπει να είναι επιλέξιμα, δεδομένου ότι κανονικά δεν αποφέρουν προβλέψιμη ταμειακή ροή.

(18)

Στα επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να περιληφθούν τα πραγματικά περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 10 000 000 EUR που αποφέρουν οικονομικό και κοινωνικό όφελος. Τέτοια περιουσιακά στοιχεία είναι οι υποδομές, η πνευματική ιδιοκτησία, τα σκάφη, ο εξοπλισμός, οι μηχανές, τα αεροσκάφη ή το τροχαίο υλικό και η ακίνητη περιουσία. Οι επενδύσεις σε εμπορική ιδιοκτησία ή ακίνητα θα πρέπει να επιτρέπονται στον βαθμό που εξυπηρετούν τον σκοπό της συμβολής στην έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη ή στις πολιτικές της Ένωσης για την ενέργεια, τις περιφέρειες και τη συνοχή. Οι επενδύσεις σε τέτοιου είδους ακίνητη περιουσία θα πρέπει να καταγράφονται σαφώς προκειμένου να καταδεικνύεται η μακροπρόθεσμη δέσμευση στην περιουσία. Ο παρών κανονισμός δεν επιδιώκει την προώθηση κερδοσκοπικών επενδύσεων.

(19)

Η κλίμακα των έργων υποδομής συνεπάγεται ότι απαιτείται να παραμένουν επενδυμένα μεγάλα ποσά κεφαλαίων για μεγάλες χρονικές περιόδους. Αυτά τα έργα υποδομής περιλαμβάνουν υποδομές δημόσιων κτιρίων, όπως σχολεία, νοσοκομεία ή φυλακές, κοινωνικές υποδομές, όπως κοινωνική στέγαση, υποδομές μεταφορών, όπως δρόμοι, συστήματα μαζικής μεταφοράς και αεροδρόμια, υποδομές ενέργειας, όπως δίκτυα ενέργειας, σχέδια για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τον περιορισμό των επιπτώσεών της, σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ή αγωγοί ηλεκτροπαροχής, υποδομές διαχείρισης υδάτων, όπως συστήματα ύδρευσης, αποχέτευσης ή συστήματα άρδευσης, υποδομές επικοινωνίας, όπως δίκτυα, και υποδομές διαχείρισης αποβλήτων, όπως συστήματα ανακύκλωσης ή συλλογής.

(20)

Οι οιονεί μετοχικοί τίτλοι θα πρέπει να νοείται ότι περιλαμβάνουν έναν τύπο χρηματοδοτικού μέσου που είναι ένας συνδυασμός μετοχικών και χρεωστικών τίτλων, όπου η απόδοση του μέσου συνδέεται με το κέρδος ή τη ζημία της εταιρείας χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις και η αποπληρωμή του μέσου σε περίπτωση αθέτησης πληρωμών δεν είναι πλήρως εξασφαλισμένη. Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν ποικιλία χρηματοδοτικών μέσων, όπως δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, αφανείς συμμετοχές, συμμετοχικά δάνεια, δικαιώματα συμμετοχής στα κέρδη, μετατρέψιμα ομόλογα και ομολογίες με δικαιώματα επιλογής.

(21)

Για την κάλυψη των υφιστάμενων επιχειρηματικών πρακτικών, θα πρέπει να επιτρέπεται στο ΕΜΕΚ να αγοράζει υπάρχουσες μετοχές εταιρείας χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις, από υφιστάμενους μετόχους της εν λόγω εταιρείας. Επίσης, για τους σκοπούς της διασφάλισης όσο το δυνατόν ευρύτερων δυνατοτήτων για συγκέντρωση κεφαλαίων, θα πρέπει να επιτρέπονται οι επενδύσεις σε άλλα ΕΜΕΚ, σε ευρωπαϊκές εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου (EuVECA), ρυθμιζόμενες από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 345/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), και σε ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας (EuSEF), ρυθμιζόμενα από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 346/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Για την αποτροπή της διασποράς των επενδύσεων σε εταιρείες χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις, τα ΕΜΕΚ θα πρέπει να επιτρέπεται να επενδύουν σε άλλα ΕΜΕΚ, σε EuVECA και σε EuSEF μόνο υπό την προϋπόθεση ότι τα ίδια ΕΜΕΚ δεν έχουν επενδύσει πάνω από το 10 % των κεφαλαίων τους σε άλλα ΕΜΕΚ.

(22)

Η χρήση χρηματοπιστωτικών εταιρειών μπορεί να είναι αναγκαία για τη συγκέντρωση και την οργάνωση των εισφορών των διαφόρων επενδυτών, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων δημόσιου χαρακτήρα, σε έργα υποδομής. Θα πρέπει, συνεπώς, να επιτρέπεται στα ΕΜΕΚ να επενδύουν σε επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία μέσω χρηματοπιστωτικών εταιρειών, εφόσον οι εν λόγω εταιρείες αποσκοπούν αποκλειστικά στη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων έργων, καθώς και στην ανάπτυξη των ΜΜΕ.

(23)

Οι μη εισηγμένες επιχειρήσεις μπορεί να αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές και στη χρηματοδότηση της περαιτέρω ανάπτυξης και επέκτασής τους. Η ιδιωτική χρηματοδότηση μέσω συμμετοχής στο κεφάλαιο ή δανείων είναι τυπικοί τρόποι άντλησης χρηματοδότησης. Επειδή τα μέσα αυτά αποτελούν από τη φύση τους μακροπρόθεσμες επενδύσεις, απαιτούν μακροπρόθεσμα κεφάλαια, που τα ΕΜΕΚ μπορούν να προσφέρουν. Επιπλέον, οι εισηγμένες ΜΜΕ συχνά αντιμετωπίζουν σοβαρά εμπόδια όσον αφορά την εξασφάλιση μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης, οπότε τα ΕΜΕΚ μπορούν να προσφέρουν πολύτιμες εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης.

(24)

Οι κατηγορίες μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού θα πρέπει ως εκ τούτου να περιλαμβάνουν μη εισηγμένες επιχειρήσεις που εκδίδουν μετοχικούς ή χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους ενδέχεται να μην υπάρχει άμεσα αναγνωρίσιμος αγοραστής, καθώς και εισηγμένες επιχειρήσεις με μέγιστη κεφαλαιοποίηση 500 000 000 EUR.

(25)

Σε περίπτωση που ο διαχειριστής ενός ΕΜΕΚ κατέχει μετοχές σε εταιρεία χαρτοφυλακίου, υπάρχει κίνδυνος ο διαχειριστής να θέσει τα συμφέροντά της πάνω από τα συμφέροντα των επενδυτών του ΕΜΕΚ. Για να αποφευχθεί μια τέτοια σύγκρουση συμφερόντων και για να εξασφαλίζεται υγιής εταιρική διακυβέρνηση, το ΕΜΕΚ θα πρέπει να επενδύει μόνο σε περιουσιακά στοιχεία που δεν σχετίζονται με τον διαχειριστή του ΕΜΕΚ, εκτός αν το ΕΜΕΚ επενδύει σε μερίδια ή μετοχές που ανήκουν σε άλλα ΕΜΕΚ, σε EuVECA ή σε EuSEF που διαχειρίζεται ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ.

(26)

Προκειμένου οι διαχειριστές των ΕΜΕΚ να έχουν κάποιο βαθμό ευελιξίας κατά την επένδυση των κεφαλαίων τους, οι συναλλαγές σε περιουσιακά στοιχεία άλλα από τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις θα πρέπει να επιτρέπονται μέχρι το ανώτατο όριο του 30 % του κεφαλαίου των ΕΜΕΚ.

(27)

Προκειμένου να περιοριστεί η ανάληψη κινδύνου από τα ΕΜΕΚ, είναι σημαντικό να μειωθεί ο κίνδυνος των αντισυμβαλλομένων με την εφαρμογή σαφών απαιτήσεων διαφοροποίησης στο χαρτοφυλάκιο των ΕΜΕΚ. Όλα τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα θα πρέπει να υπόκεινται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(28)

Για την αποτροπή της άσκησης σημαντικής επιρροής από ένα επενδύον ΕΜΕΚ στη διαχείριση άλλου ΕΜΕΚ ή ενός οργανισμού έκδοσης, είναι αναγκαίο να αποφευχθεί η υπερβολική συγκέντρωση ενός ΕΜΕΚ στην ίδια επένδυση.

(29)

Προκειμένου οι διαχειριστές ΕΜΕΚ να μπορούν να συγκεντρώνουν περαιτέρω κεφάλαια κατά τη διάρκεια του κεφαλαίου, θα πρέπει να επιτρέπεται να δανείζονται μετρητά ύψους έως 30 % της αξίας των κεφαλαίων του ΕΜΕΚ. Αυτό εξυπηρετεί για την παροχή πρόσθετων αποδόσεων στους επενδυτές. Για να εξαλειφθεί ο κίνδυνος νομισματικών αναντιστοιχιών, το ΕΜΕΚ θα πρέπει να προβαίνει σε δανεισμό μόνο στο νόμισμα στο οποίο ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ αναμένει να αποκτήσει το περιουσιακό στοιχείο. Προκειμένου να καθησυχαστούν οι ανησυχίες σχετικά με σκιώδη τραπεζική δραστηριότητα, τα μετρητά που δανείζεται το ΕΜΕΚ δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη χορήγηση δανείων σε εταιρείες χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις.

(30)

Λόγω της μακροπρόθεσμης και μη ρευστοποιήσιμης φύσης των επενδύσεων ενός ΕΜΕΚ, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ θα πρέπει να έχει επαρκή χρόνο για την εφαρμογή των επενδυτικών ορίων. Ο χρόνος που απαιτεί η εφαρμογή των ορίων αυτών θα πρέπει να καθορίζεται με συνεκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων και των χαρακτηριστικών των επενδύσεων, αλλά δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε έτη μετά την ημερομηνία της άδειας ΕΜΕΚ ή το ήμισυ της διάρκειας του ΕΜΕΚ, ανάλογα με το ποια χρονική περίοδος είναι συντομότερη.

(31)

Τα ΕΜΕΚ, με βάση το προφίλ χαρτοφυλακίου και τον βασικό προσανατολισμό τους σε κατηγορίες μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων, είναι σχεδιασμένα να διοχετεύουν ιδιωτικές αποταμιεύσεις στην πραγματική οικονομία της Ευρώπης. Επίσης, τα ΕΜΕΚ σχεδιάστηκαν ως επενδυτικό μέσο που μπορεί να χρησιμοποιεί ο όμιλος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για να χρηματοδοτεί ευρωπαϊκές υποδομές ή ευρωπαϊκές ΜΜΕ. Δυνάμει του παρόντος κανονισμού, τα ΕΜΕΚ είναι διαρθρωμένα ως συλλογικοί επενδυτικοί φορείς που ανταποκρίνονται στον βασικό προσανατολισμό του ομίλου της ΕΤΕπ στη συμβολή σε μια ισόρροπη και σταθερή ανάπτυξη μιας εσωτερικής αγοράς μακροπρόθεσμων επενδύσεων προς το συμφέρον της Ένωσης. Δεδομένης της επικέντρωσής τους σε κατηγορίες μακροπρόθεσμων περιουσιακών στοιχείων, τα ΕΜΕΚ μπορούν να επιτελούν τον ρόλο τους ως μέσου προτεραιότητας για την πραγμάτωση του Επενδυτικού Σχεδίου για την Ευρώπη που προσδιορίστηκε στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 26ης Νοεμβρίου 2014.

(32)

Η Επιτροπή θα πρέπει να ιεραρχήσει και να εξορθολογίσει τις διαδικασίες που εφαρμόζει όσον αφορά τις αιτήσεις των ΕΜΕΚ για χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ. Η Επιτροπή θα πρέπει συνεπώς να εξορθολογίσει την υποβολή των γνωμοδοτήσεων ή τοποθετήσεων όσον αφορά αιτήσεις των ΕΜΕΚ για χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ.

(33)

Επιπλέον, τα κράτη μέλη, καθώς και οι περιφερειακές και τοπικές αρχές, μπορεί να έχουν συμφέρον να προβάλλουν τα ΕΜΕΚ σε πιθανούς επενδυτές και στο κοινό.

(34)

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ένα ΕΜΕΚ δεν απαιτείται να παρέχει δικαίωμα εξαγοράς πριν τη λήξη του, τίποτα δεν θα πρέπει να εμποδίζει ένα ΕΜΕΚ να επιδιώξει την εισαγωγή των μεριδίων ή των μετοχών τους σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, παρέχοντας έτσι στους επενδυτές την ευκαιρία να προβούν σε πώληση των μεριδίων ή των μετοχών τους πριν από τη λήξη του ΕΜΕΚ. Οι κανονισμοί ή τα καταστατικά έγγραφα ενός ΕΜΕΚ δεν θα πρέπει να εμποδίζουν την εισαγωγή ή τη διαπραγμάτευση μεριδίων ή μετοχών του ΕΜΕΚ σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, ούτε θα πρέπει να εμποδίζουν τους επενδυτές να διαβιβάζουν ελεύθερα τα μερίδια ή τις μετοχές τους σε τρίτους οι οποίοι επιθυμούν να αγοράσουν τα εν λόγω μερίδια ή μετοχές. Αυτό αποσκοπεί στην προώθηση των δευτερογενών αγορών ως σημαντικών τόπων για ιδιώτες επενδυτές όσον αφορά την αγοραπωλησία μεριδίων ή μετοχών ΕΜΕΚ.

(35)

Μολονότι μεμονωμένοι επενδυτές μπορεί να ενδιαφέρονται να επενδύσουν σε ένα ΕΜΕΚ, η μη ρευστοποιήσιμη φύση των περισσότερων επενδύσεων σε μακροπρόθεσμα έργα δεν επιτρέπει στο ΕΜΕΚ να προσφέρει δικαιώματα τακτικών εξαγορών στους επενδυτές του. Η δέσμευση των μεμονωμένων επενδυτών σε επενδύσεις σε τέτοια περιουσιακά στοιχεία αναλαμβάνεται, από τη φύση της, για την πλήρη διάρκεια της επένδυσης. Κατά συνέπεια, τα ΕΜΕΚ θα πρέπει να διαρθρώνονται με τρόπο ώστε να μην προσφέρουν δικαιώματα τακτικών εξαγορών πριν από τη λήξη του ΕΜΕΚ.

(36)

Προκειμένου να παρέχονται κίνητρα σε επενδυτές, ιδιαίτερα ιδιώτες, που μπορεί να μην θέλουν να δεσμεύσουν τα κεφάλαιά τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα ΕΜΕΚ θα πρέπει να μπορούν να προσφέρουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στους επενδυτές τους δικαιώματα πρόωρης εξαγοράς. Θα πρέπει συνεπώς να παρέχεται στον διαχειριστή του ΕΜΕΚ η διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει αν θα δημιουργείται ΕΜΕΚ με ή χωρίς δικαιώματα εξαγοράς, ανάλογα με την επενδυτική στρατηγική του ΕΜΕΚ. Όταν υφίσταται καθεστώς δικαιωμάτων εξαγοράς, τα δικαιώματα αυτά και τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους θα πρέπει να καθορίζονται με σαφήνεια εκ των προτέρων και να γνωστοποιούνται στον κανονισμό ή στα καταστατικά έγγραφα του ΕΜΕΚ.

(37)

Προκειμένου οι επενδυτές να μπορούν να εξαγοράζουν αποτελεσματικά τα μερίδια ή τις μετοχές τους κατά τη λήξη του ΕΜΕΚ, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ θα πρέπει να αρχίζει να πωλεί το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών στοιχείων του ΕΜΕΚ εγκαίρως, για να διασφαλίζει ότι η αξία του έχει δεόντως ρευστοποιηθεί. Κατά τον προσδιορισμό ενός ομαλού προγράμματος αποεπένδυσης, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα διαφορετικά προφίλ λήξης των επενδύσεων και το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να βρει αγοραστή για τα περιουσιακά στοιχεία στα οποία έχει επενδυθεί το ΕΜΕΚ. Λόγω της αδυναμίας πρακτικής εφαρμογής της διατήρησης των επενδυτικών ορίων κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου εκκαθάρισης, τα όρια αυτά θα πρέπει να παύουν να ισχύουν κατά την έναρξη της εκκαθάρισης.

(38)

Για τη διεύρυνση της πρόσβασης ιδιωτών επενδυτών στα ΕΜΕΚ, οι ΟΣΕΚΑ μπορούν να επενδύουν σε μερίδια ή μετοχές ΕΜΕΚ στον βαθμό που τα μερίδια ή οι μετοχές του ΕΜΕΚ πληρούν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(39)

Σε περίπτωση που ένα ΕΜΕΚ έχει εκποιήσει ένα από τα περιουσιακά του στοιχεία, θα πρέπει να μπορεί να μειώσει το κεφάλαιό του κατ' αναλογία, ιδιαίτερα σε περίπτωση επένδυσης σε υποδομές.

(40)

Τα μη εισηγμένα περιουσιακά στοιχεία στα οποία επενδύει το ΕΜΕΚ μπορούν να εισαχθούν σε οργανωμένη αγορά κατά τη διάρκεια του επενδυτικού κεφαλαίου. Όταν συμβεί αυτό, τα περιουσιακά στοιχεία ενδέχεται να μην μπορούν πλέον να συμμορφώνονται με την απαίτηση του παρόντος κανονισμού για μη εισαγωγή στο χρηματιστήριο. Προκειμένου οι διαχειριστές ΕΜΕΚ να μπορούν να προβούν σε αποεπένδυση με ομαλό τρόπο από ένα τέτοιο περιουσιακό στοιχείο που δεν θα ήταν πλέον επιλέξιμο, το περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να συνεχίσει να συνυπολογίζεται στο όριο του 70 % των επιλέξιμων επενδυτικών περιουσιακών στοιχείων για έως και τρία χρόνια.

(41)

Λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών των ΕΜΕΚ, καθώς και των ιδιωτών και επαγγελματιών επενδυτών στους οποίους απευθύνονται, είναι σημαντικό να θεσπιστούν αυστηρές απαιτήσεις διαφάνειας που να επιτρέπουν στους υποψήφιους επενδυτές να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις και να είναι πλήρως ενήμεροι για τους συνεπαγόμενους κινδύνους. Επιπλέον της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις διαφάνειας που περιλαμβάνονται στην οδηγία 2011/61/ΕΕ, τα ΕΜΕΚ θα πρέπει να δημοσιεύουν ενημερωτικό δελτίο, του οποίου το περιεχόμενο θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται από τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων κλειστού τύπου σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής (10). Κατά την εμπορική προώθηση ενός ΕΜΕΚ σε ιδιώτες επενδυτές, θα πρέπει να είναι υποχρεωτική η δημοσίευση εγγράφου βασικών πληροφοριών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11). Επιπλέον, κάθε διαφημιστικό έγγραφο θα πρέπει να εφιστά ρητώς την προσοχή στο προφίλ κινδύνου του ΕΜΕΚ.

(42)

Τα ΕΜΕΚ μπορεί να είναι ελκυστικά για επενδυτές, όπως δήμοι, εκκλησίες, φιλανθρωπικές οργανώσεις και ιδρύματα, που θα πρέπει να μπορούν να ζητούν να αντιμετωπίζονται όπως οι επαγγελματίες επενδυτές στις περιπτώσεις όπου που πληρούν τις προϋποθέσεις της ενότητας ΙΙ του παραρτήματος II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(43)

Καθώς τα ΕΜΕΚ στοχεύουν όχι μόνο σε επαγγελματίες, αλλά και σε ιδιώτες επενδυτές σε ολόκληρη την Ένωση, είναι απαραίτητη η προσθήκη ορισμένων πρόσθετων απαιτήσεων στις απαιτήσεις εμπορικής προώθησης που προβλέπονται ήδη στην οδηγία 2011/61/ΕΕ, προκειμένου να εξασφαλιστεί κατάλληλο επίπεδο προστασίας των ιδιωτών επενδυτών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προσφέρονται δυνατότητες εγγραφών, πληρωμών σε μεριδιούχους ή μετόχους, επαναφοράς ή εξαγοράς μεριδίων ή μετοχών, και δημοσίευσης των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται από το ΕΜΕΚ και τον διαχειριστή του ΕΜΕΚ. Επιπλέον, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι ιδιώτες επενδυτές δεν θα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους επαγγελματίες επενδυτές, θα πρέπει να παρέχονται εγγυήσεις κατά την εμπορική προώθηση των ΕΜΕΚ σε ιδιώτες επενδυτές. Αν η εμπορική προώθηση ή η διάθεση ΕΜΕΚ σε ιδιώτες επενδυτές γίνεται μέσω διανομέα, ο διανομέας θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τις σχετικές απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(44)

Ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ ή ο διανομέας θα πρέπει να λαμβάνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την πείρα των ιδιωτών επενδυτών, την οικονομική τους κατάσταση, τη διάθεσή τους να αναλάβουν κινδύνους, τους επενδυτικούς στόχους και τον χρονικό τους ορίζοντα, προκειμένου να αξιολογεί αν το ΕΜΕΚ είναι κατάλληλο για εμπορική διάθεση στους συγκεκριμένους ιδιώτες επενδυτές, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια ζωής και τη σχεδιαζόμενη επενδυτική στρατηγική του ΕΜΕΚ. Επιπλέον, αν η διάρκεια ζωής του ΕΜΕΚ που προσφέρεται ή διατίθεται σε ιδιώτες επενδυτές υπερβαίνει τη δεκαετία, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ ή ο διανομέας θα πρέπει να αναφέρει σαφώς και εγγράφως ότι το συγκεκριμένο προϊόν ενδέχεται να μην είναι κατάλληλο για τους ιδιώτες επενδυτές που δεν είναι σε θέση να διατηρήσουν μια τέτοια μακροπρόθεσμη και μη ρευστοποιήσιμη δέσμευση.

(45)

Στην περίπτωση της διάθεσης ενός ΕΜΕΚ σε ιδιώτες επενδυτές, ο θεματοφύλακας του ΕΜΕΚ θα πρέπει να συμμορφώνεται προς τις διατάξεις της οδηγίας 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις επιλέξιμες οντότητες που επιτρέπεται να λειτουργούν ως θεματοφύλακες, τον κανόνα περί μη απαλλαγής από ευθύνη και την επαναχρησιμοποίηση των περιουσιακών στοιχείων.

(46)

Για την ενίσχυση της προστασίας των ιδιωτών επενδυτών, ο παρών κανονισμός προβλέπει ακόμα ότι στις περιπτώσεις ιδιωτών επενδυτών των οποίων το χαρτοφυλάκιο, που απαρτίζεται από καταθέσεις μετρητών και χρηματοπιστωτικά μέσα εκτός όσων έχουν τυχόν διατεθεί ως ασφάλεια, δεν υπερβαίνει τις 500 000 EUR, ο διαχειριστής ΕΜΕΚ ή οποιοσδήποτε διανομέας, αφού διεξαγάγει έλεγχο καταλληλότητας και δώσει κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές, θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο ιδιώτης επενδυτής δεν επενδύει συνολικό ποσό που υπερβαίνει το 10 % του χαρτοφυλακίου του επενδυτή σε ΕΜΕΚ και ότι το αρχικό ποσό που επενδύεται σε ένα ή περισσότερα ΕΜΕΚ δεν είναι μικρότερο από 10 000 EUR.

(47)

Σε εξαιρετικές περιστάσεις που προσδιορίζονται στους κανονισμούς ή τα καταστατικά έγγραφα ενός ΕΜΕΚ, η διάρκεια του ΕΜΕΚ θα μπορούσε να παραταθεί ή να ελαττωθεί για να παρέχεται μεγαλύτερη ευελιξία σε περίπτωση, παραδείγματος χάρη, που κάποιο έργο ολοκληρώνεται αργότερα ή νωρίτερα από το αναμενόμενο, προκειμένου η διάρκεια του ΕΜΕΚ να εναρμονίζεται με τη μακροπρόθεσμη επενδυτική στρατηγική του.

(48)

Η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ θα πρέπει να ελέγχει σε συνεχή βάση αν ένα ΕΜΕΚ συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό. Δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν ήδη εκτεταμένες εξουσίες βάσει της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, είναι απαραίτητο οι εξουσίες αυτές να επεκταθούν σε σχέση με τον παρόντα κανονισμό.

(49)

Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14),θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί όλες τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται δυνάμει της οδηγίας 2011/61/ΕΕ σε σχέση με τον παρόντα κανονισμό και θα πρέπει να της διατεθούν όλοι οι πόροι, και ιδίως οι ανθρώπινοι πόροι, που είναι αναγκαίοι για τον σκοπό αυτό.

(50)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην εφαρμογή των κανόνων που αφορούν τα ΕΜΕΚ, διασφαλίζοντας τη συνεπή εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων από τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Δεδομένου ότι η ΕΑΚΑΑ είναι φορέας με μεγάλη ειδική εμπειρογνωσία όσον αφορά τις κινητές αξίες και τις αγορές κινητών αξιών, είναι συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί η εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, προς υποβολή στην Επιτροπή. Τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να σχετίζονται με τις συνθήκες υπό τις οποίες η χρήση παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων εξυπηρετεί αποκλειστικά τον σκοπό της αντιστάθμισης κινδύνων που ενυπάρχουν στις επενδύσεις, με τις συνθήκες υπό τις οποίες η διάρκεια ενός ΕΜΕΚ θα επαρκεί για να καλύψει τον κύκλο ζωής καθενός από τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία του ΕΜΕΚ, με τα χαρακτηριστικά του σχεδίου για την κανονική εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του ΕΜΕΚ, με τους ορισμούς και με τις μεθόδους υπολογισμού του κόστους που βαρύνει τους επενδυτές, με την παρουσίαση των πληροφοριών σχετικά με το κόστος, όπως επίσης σχετικά με τα χαρακτηριστικά των εγκαταστάσεων που πρέπει να διαθέτουν τα ΕΜΕΚ σε κάθε κράτος μέλος στου οποίου την αγορά προτίθενται να διαθέσουν μερίδια ή μετοχές.

(51)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) θα πρέπει να εφαρμόζονται πλήρως όσον αφορά την ανταλλαγή, διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

(52)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η διασφάλιση ενιαίων απαιτήσεων όσον αφορά τις επενδύσεις και τους όρους λειτουργίας για τα ΕΜΕΚ σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβανομένης πλήρως υπόψη της ανάγκης εξισορρόπησης της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των ΕΜΕΚ με την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών για μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση και το κόστος για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορούν, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως καθορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(53)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως δε την προστασία των καταναλωτών, την επιχειρηματική ελευθερία και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς επίσης την πρόσβαση σε υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος. Ο παρών κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και σκοπός

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες για την αδειοδότηση, τις επενδυτικές πολιτικές και τους όρους λειτουργίας των οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων της ΕΕ (ΟΕΕ της ΕΕ) ή των τμημάτων των ΟΕΕ της ΕΕ που διατίθενται στην Ένωση ως ευρωπαϊκά μακροπρόθεσμα επενδυτικά κεφάλαια (ΕΜΕΚ).

2.   Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η συγκέντρωση και διοχέτευση κεφαλαίων σε ευρωπαϊκές μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, σύμφωνα με τον στόχο της έξυπνης, διατηρήσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης.

3.   Τα κράτη μέλη δεν προσθέτουν επιπλέον απαιτήσεις στο πεδίο που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «κεφάλαιο»: το σύνολο των εισφορών κεφαλαίου και του δεσμευμένου, μη καταβεβλημένου κεφαλαίου, υπολογιζόμενο με βάση το διαθέσιμο για επένδυση ποσό μετά την αφαίρεση όλων των σχετικών αμοιβών, χρεώσεων και δαπανών που βαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τους επενδυτές·

2)   «επαγγελματίας επενδυτής»: επενδυτής που θεωρείται επαγγελματίας πελάτης ή που μπορεί, κατόπιν αίτησης, να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας πελάτης σύμφωνα με το παράρτημα II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

3)   «ιδιώτης επενδυτής»: επενδυτής που δεν συνιστά επαγγελματία επενδυτή·

4)   «μετοχικός»: δικαίωμα ιδιοκτησίας σε εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις, αντιπροσωπευόμενο από μετοχές ή άλλων μορφών συμμετοχές στο κεφάλαιο της εταιρείας χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις, οι οποίες εκδίδονται στους επενδυτές του·

5)   «οιονεί μετοχικός»: τύπος χρηματοδοτικού μέσου όπου η απόδοση του μέσου συνδέεται με το κέρδος ή τη ζημία της εταιρείας χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις και όπου η αποπληρωμή του μέσου σε περίπτωση αθέτησης πληρωμών δεν είναι πλήρως εξασφαλισμένη·

6)   «πραγματικό περιουσιακό στοιχείο»: περιουσιακό στοιχείο που έχει αξία λόγω της υπόστασης και των χαρακτηριστικών του και μπορεί να αποφέρει αποδόσεις, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών και άλλων περιουσιακών στοιχείων που επιτρέπουν την αποκόμιση οικονομικού ή κοινωνικού οφέλους, όπως η παιδεία, η παροχή υποστήριξης, η έρευνα και η ανάπτυξη, καθώς και συμπεριλαμβανομένης της εμπορικής ιδιοκτησίας ή των ακινήτων μόνον όταν είναι ουσιαστικό ή επικουρικό στοιχείο μακροπρόθεσμου επενδυτικού σχεδίου που συμβάλλει στον στόχο της Ένωσης για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη·

7)   «χρηματοπιστωτική εταιρεία»: οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17)·

β)

επενδυτική εταιρεία, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

γ)

ασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18)·

δ)

χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ε)

μεικτή εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

στ)

εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ·

ζ)

ΔΟΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ·

8)   «ΟΕΕ της ΕΕ»: ΟΕΕ της ΕΕ σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ια) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ·

9)   «ΔΟΕΕ της ΕΕ»: ΔΟΕΕ της ΕΕ σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ·

10)   «αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ»: η αρμόδια αρχή του ΟΕΕ της ΕΕ, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο η) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ·

11)   «κράτος μέλος καταγωγής του ΕΜΕΚ»: το κράτος μέλος στο οποίο έχει άδεια το ΕΜΕΚ·

12)   «διαχειριστής του ΕΜΕΚ»: ο ΔΟΕΕ της ΕΕ που έχει λάβει άδεια και έχει λάβει έγκριση για τη διαχείριση ενός ΕΜΕΚ, ή το υπό εσωτερική διαχείριση ΕΜΕΚ του οποίου η νομική μορφή επιτρέπει εσωτερική διαχείριση και για το οποίο δεν έχει οριστεί εξωτερικός ΔΟΕΕ·

13)   «αρμόδια αρχή για τον διαχειριστή του ΕΜΕΚ»: η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΔΟΕΕ της ΕΕ, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο ιζ) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ·

14)   «δανειοδοσία τίτλων» και «δανειοληψία τίτλων»: οποιαδήποτε συναλλαγή στην οποία αντισυμβαλλόμενος μεταβιβάζει τίτλους υπό την προϋπόθεση ότι ο δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιστρέψει αντίστοιχης αξίας τίτλους σε κάποια μελλοντική ημερομηνία ή όταν του το ζητήσει ο μεταβιβάζων. Η συναλλαγή είναι «δανειοδοσία τίτλων» για το ίδρυμα που μεταβιβάζει τους τίτλους και «δανειοληψία τίτλων» για το ίδρυμα προς το οποίο μεταβιβάζονται οι εν λόγω τίτλοι·

15)   «πράξη επαναγοράς»: η πράξη επαναγοράς που ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 83) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

16)   «χρηματοπιστωτικό μέσο»: χρηματοπιστωτικό μέσο όπως καθορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

17)   «ανοικτή πώληση»: η δραστηριότητα που ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19)·

18)   «ρυθμιζόμενη αγορά»: ρυθμιζόμενη αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

19)   «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης»: πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 3

Χορήγηση άδειας και κεντρικό δημόσιο μητρώο

1.   Ένα ΕΜΕΚ μπορεί να προωθείται στην αγορά της Ένωσης μόνον εφόσον έχει λάβει άδεια σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η άδεια ΕΜΕΚ ισχύει για όλα τα κράτη μέλη.

2.   Μόνον ΟΕΕ της ΕΕ μπορούν να υποβάλλουν αίτηση και να λαμβάνουν άδεια ΕΜΕΚ.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των ΕΜΕΚ ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σε τριμηνιαία βάση για τις άδειες που χορηγούνται ή ανακαλούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ τηρεί κεντρικό δημόσιο μητρώο στο οποίο προσδιορίζεται κάθε ΕΜΕΚ που έχει λάβει άδεια δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ και η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ. Το μητρώο καθίσταται διαθέσιμο σε ηλεκτρονική μορφή.

Άρθρο 4

Ονομασία και απαγόρευση μετατροπής

1.   Η ονομασία «ΕΜΕΚ» ή «ευρωπαϊκό μακροπρόθεσμο επενδυτικό κεφάλαιο» σε σχέση με έναν οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή τα μερίδια ή τις μετοχές που εκδίδει μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον όταν ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων έχει λάβει άδεια σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα ΕΜΕΚ δεν επιτρέπεται να μεταβάλλονται σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μη υπαγόμενους στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 5

Αίτηση για τη χορήγηση άδειας ΕΜΕΚ

1.   Αίτηση για τη χορήγηση άδειας ΕΜΕΚ υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ.

Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας ΕΜΕΚ περιλαμβάνει τα εξής:

α)

τους κανονισμούς ή τα καταστατικά έγγραφα του κεφαλαίου·

β)

πληροφορίες για την ταυτότητα του προτεινόμενου διαχειριστή του ΕΜΕΚ και για το ιστορικό και την πείρα του στη διαχείριση επενδυτικών κεφαλαίων·

γ)

πληροφορίες για την ταυτότητα του θεματοφύλακα·

δ)

περιγραφή των πληροφοριών που θα τεθούν στη διάθεση των επενδυτών, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής των ρυθμίσεων σχετικά με τον χειρισμό καταγγελιών υποβαλλόμενων από ιδιώτες επενδυτές.

Η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ μπορεί να ζητεί διευκρινίσεις και πληροφορίες σχετικά με την τεκμηρίωση και τις παρεχόμενες πληροφορίες που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο.

2.   Μόνον οι ΔΟΕΕ της ΕΕ που έχουν λάβει άδεια δυνάμει της οδηγίας 2011/61/ΕΕ μπορούν να υποβάλλουν αίτηση στην αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ για να λάβουν έγκριση για τη διαχείριση ενός ΕΜΕΚ για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση για χορήγηση άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 1. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ είναι η ίδια με την αρμόδια αρχή για τον ΔΟΕΕ της ΕΕ, η αίτηση για χορήγηση έγκρισης παραπέμπει στα έγγραφα που έχουν υποβληθεί για τη χορήγηση άδειας δυνάμει της οδηγίας 2011/61/ΕΕ.

Η αίτηση για την έγκριση διαχείρισης ενός ΕΜΕΚ περιλαμβάνει τα εξής:

α)

τη γραπτή συμφωνία με τον θεματοφύλακα·

β)

πληροφορίες σχετικά με τις διευθετήσεις ανάθεσης για το χαρτοφυλάκιο και για τη διαχείριση κινδύνων και τη διοίκηση όσον αφορά το ΕΜΕΚ·

γ)

πληροφορίες σχετικά με τις επενδυτικές στρατηγικές, το προφίλ κινδύνου και άλλα χαρακτηριστικά των ΟΕΕ που ο ΔΟΕΕ της ΕΕ έχει λάβει άδεια να διαχειρίζεται.

Η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή για τον ΔΟΕΕ της ΕΕ διευκρινίσεις και πληροφορίες σχετικά με τα έγγραφα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο ή βεβαίωση για το αν τα ΕΜΕΚ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της άδειας του ΔΟΕΕ της ΕΕ να διαχειρίζεται ΟΕΕ. Η αρμόδια αρχή για τον ΔΟΕΕ της ΕΕ απαντά μέσα σε 10 εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε την αίτηση που υπέβαλε η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ.

3.   Οι αιτούντες ενημερώνονται, μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία υποβολής πλήρους αίτησης, για το αν χορηγήθηκε η άδεια ΕΜΕΚ και αν εγκρίθηκε για τον ΔΟΕΕ της ΕΕ η διαχείριση του ΕΜΕΚ.

4.   Τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις στα έγγραφα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 κοινοποιούνται αμελλητί στην αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ.

5.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2, οι ΟΕΕ της ΕΕ των οποίων η νομική μορφή επιτρέπει εσωτερική διαχείριση και των οποίων το όργανο διοίκησης αποφασίζει να μην ορίσει εξωτερικό ΔΟΕΕ υποβάλλουν ταυτόχρονα αιτήσεις για άδεια ΕΜΕΚ δυνάμει του παρόντος κανονισμού και για άδεια ΔΟΕΕ δυνάμει της οδηγίας 2011/61/ΕΕ.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, η αίτηση άδειας ΕΜΕΚ υπό εσωτερική διαχείριση περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

τους κανονισμούς ή τα καταστατικά έγγραφα του κεφαλαίου·

β)

περιγραφή των πληροφοριών που θα τεθούν στη διάθεση των επενδυτών, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής των ρυθμίσεων σχετικά με τον χειρισμό καταγγελιών υποβαλλόμενων από ιδιώτες επενδυτές.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, ΟΕΕ της ΕΕ υπό εσωτερική διαχείριση ενημερώνεται μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή πλήρους αίτησης για το αν του χορηγήθηκε η άδεια ΕΜΕΚ.

Άρθρο 6

Όροι για τη χορήγηση άδειας ως ΕΜΕΚ

1.   ΟΕΕ της ΕΕ λαμβάνει άδεια ως ΕΜΕΚ μόνον αν η αρμόδια αρχή του:

α)

πειστεί ότι ο ΟΕΕ της ΕΕ είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

β)

έχει εγκρίνει την αίτηση ΔΟΕΕ της ΕΕ που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ για τη διαχείριση του ΕΜΕΚ, τους κανονισμούς ή τα καταστατικά έγγραφα του κεφαλαίου και την εκλογή του θεματοφύλακα.

2.   Σε περίπτωση που ένας ΟΕΕ της ΕΕ υποβάλει αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια στον ΟΕΕ της ΕΕ μόνο αν πειστεί ότι ο ΟΕΕ της ΕΕ πληροί τις προϋποθέσεις τόσο του παρόντος κανονισμού όσο και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ σχετικά με τη χορήγηση άδειας ΔΟΕΕ της ΕΕ.

3.   Η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ μπορεί να αρνηθεί να εγκρίνει την αίτηση του ΔΟΕΕ της ΕΕ για τη διαχείριση ΕΜΕΚ μόνον αν ο ΔΟΕΕ της ΕΕ:

α)

δεν συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό·

β)

δεν συμμορφώνεται με την οδηγία 2011/61/ΕΕ·

γ)

δεν έχει λάβει άδεια από την αρμόδια αρχή του να διαχειρίζεται ΟΕΕ που ακολουθούν επενδυτικές στρατηγικές του είδους που καλύπτει ο παρών κανονισμός· ή

δ)

δεν έχει υποβάλει τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 ή διευκρίνιση ή πληροφορία που ζητήθηκε βάσει του εν λόγω άρθρου.

Πριν από την απόρριψη έγκρισης αίτησης, η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ διεξάγει διαβούλευση με την αρμόδια αρχή για τον ΔΟΕΕ της ΕΕ.

4.   Η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ δεν χορηγεί άδεια ΕΜΕΚ στον ΟΕΕ της ΕΕ που υπέβαλε αίτηση για άδεια εάν απαγορεύεται από τον νόμο να προωθεί στην αγορά μερίδια ή μετοχές του στο κράτος μέλος καταγωγής του.

5.   Η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ γνωστοποιεί στον ΟΕΕ της ΕΕ τον λόγο για τον οποίο αρνείται να του χορηγήσει άδεια ΕΜΕΚ.

6.   Η απορριφθείσα κατά το παρόν κεφάλαιο αίτηση δεν υποβάλλεται εκ νέου στις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους.

7.   Η χορήγηση άδειας ΕΜΕΚ δεν υπόκειται σε απαίτηση να βρίσκεται το ΕΜΕΚ υπό διαχείριση ΔΟΕΕ της ΕΕ με άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος καταγωγής του ΕΜΕΚ ούτε σε απαίτηση ο ΔΟΕΕ της ΕΕ να ασκήσει ή να αναθέσει οποιεσδήποτε δραστηριότητες στο κράτος μέλος καταγωγής του ΕΜΕΚ.

Άρθρο 7

Εφαρμοστέοι κανόνες και ευθύνη

1.   Τα ΕΜΕΚ συμμορφώνονται πάντα προς τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Το ΕΜΕΚ και ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ συμμορφώνονται πάντα προς την οδηγία 2011/61/ΕΕ.

3.   Ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ είναι υπεύθυνος για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τον παρόντα κανονισμό και έχει επίσης την ευθύνη, σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ, για τυχόν παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού. Ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ είναι επίσης υπεύθυνος για απώλειες ή ζημίες που απορρέουν από τη μη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΜΕΚ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικοί κανόνες και αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία

Άρθρο 8

Τμήματα επενδύσεων

Αν ένα ΕΜΕΚ περιλαμβάνει περισσότερα από ένα τμήματα επενδύσεων, κάθε τμήμα θεωρείται ξεχωριστό ΕΜΕΚ για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 9

Επιλέξιμες επενδύσεις

1.   Σύμφωνα με τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, ένα ΕΜΕΚ επενδύει μόνο στις ακόλουθες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και μόνο υπό τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό:

α)

επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία·

β)

περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ.

2.   Τα ΕΜΕΚ δεν εμπλέκονται σε καμία από τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)

ανοικτή πώληση περιουσιακών στοιχείων·

β)

άμεση ή έμμεση έκθεση σε εμπορεύματα, μεταξύ άλλων μέσω παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, πιστοποιητικών που αντιστοιχούν σε αυτά, δεικτών επ' αυτών ή οποιουδήποτε άλλου μέσου ή προϊόντος που θα τους έδινε έκθεση σε εμπορεύματα·

γ)

πραγματοποίηση συναλλαγών δανειοδοσίας τίτλων, δανειοληψίας τίτλων ή επαναγοράς ή σύναψη οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας με ισοδύναμο οικονομικό αποτέλεσμα και παρόμοιους κινδύνους, εφόσον αφορά πάνω από το 10 % των περιουσιακών στοιχείων του ΕΜΕΚ·

δ)

χρήση παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, εκτός εάν αυτή εξυπηρετεί μόνο τον σκοπό της αντιστάθμισης κινδύνων που ενυπάρχουν σε άλλες επενδύσεις του ΕΜΕΚ.

3.   Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, ύστερα από δημόσια διαβούλευση, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία καθορίζονται κριτήρια για την εξακρίβωση των περιστάσεων υπό τις οποίες η χρήση παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων εξυπηρετεί αποκλειστικά τον σκοπό της αντιστάθμισης κινδύνων που ενυπάρχουν στις επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ).

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 10

Επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία

Ένα περιουσιακό στοιχείο που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) είναι επιλέξιμο για επένδυση από ΕΜΕΚ μόνον εφόσον εμπίπτει σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

μετοχικοί ή οιονεί μετοχικοί τίτλοι οι οποίοι έχουν:

i)

εκδοθεί από εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις και τους έχει αποκτήσει το ΕΜΕΚ από την εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις ή από τρίτο μέρος μέσω της δευτερογενούς αγοράς,

ii)

εκδοθεί από εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις, ως αντάλλαγμα για μετοχικό ή οιονεί μετοχικό τίτλο που έχει αποκτήσει το ΕΜΕΚ από την εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις ή από τρίτο μέρος μέσω της δευτερογενούς αγοράς,

iii)

εκδοθεί από εταιρεία της οποίας η εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις είναι κατά πλειοψηφία θυγατρική, ως αντάλλαγμα για μετοχικό ή οιονεί μετοχικό τίτλο τον οποίο έχει αποκτήσει το ΕΜΕΚ σύμφωνα με τα σημεία i) ή ii) από την εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις ή από τρίτο μέρος μέσω της δευτερογενούς αγοράς·

β)

χρεωστικοί τίτλοι οι οποίοι έχουν εκδοθεί από εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις·

γ)

δάνεια που έχει χορηγήσει το ΕΜΕΚ σε εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις των οποίων η ληκτότητα δεν υπερβαίνει τη διάρκεια του ΕΜΕΚ·

δ)

μερίδια ή μετοχές ενός ή περισσότερων άλλων ΕΜΕΚ, EuVECA και EuSEF, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω ΕΜΕΚ, EuVECA και EuSEF δεν έχουν τα ίδια επενδύσει περισσότερο από 10 % του κεφαλαίου τους σε ΕΜΕΚ·

ε)

άμεσες συμμετοχές ή έμμεσες συμμετοχές μέσω εταιρειών χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις σε επιμέρους πραγματικά περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον 10 000 000 EUR ή του ισοδύναμου ποσού στο νόμισμα, και κατά τη χρονική στιγμή, που πραγματοποιείται η δαπάνη.

Άρθρο 11

Εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις

1.   Μια εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10, είναι εταιρεία χαρτοφυλακίου, εκτός των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, η οποία πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

δεν είναι χρηματοπιστωτική εταιρεία·

β)

είναι εταιρεία που:

i)

δεν έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, ή

ii)

έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης και ταυτοχρόνως έχει χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση έως 500 000 000 EUR κατ' ανώτατο όριο·

γ)

είναι εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, υπό τον όρο ότι η τρίτη χώρα:

i)

δεν περιλαμβάνεται στις υψηλού κινδύνου και μη συνεργάσιμες δικαιοδοσίες που προσδιορίζονται από την ειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης,

ii)

έχει υπογράψει συμφωνία με το κράτος μέλος καταγωγής του διαχειριστή του ΕΜΕΚ και με κάθε άλλο κράτος μέλος στο οποίο σχεδιάζεται να διατεθούν στην αγορά μερίδια ή μετοχές του ΕΜΕΚ, για να διασφαλιστεί ότι η τρίτη χώρα συμμορφώνεται πλήρως με τις προδιαγραφές που ορίζονται στο άρθρο 26 του υποδείγματος φορολογικής σύμβασης του ΟΟΣΑ σχετικά με το εισόδημα και το κεφάλαιο, και εξασφαλίζει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις μπορεί να είναι μια χρηματοπιστωτική εταιρεία η οποία χρηματοδοτεί αποκλειστικά εταιρείες χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 10 στοιχείο ε).

Άρθρο 12

Σύγκρουση συμφερόντων

Ένα ΕΜΕΚ δεν επενδύει σε επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία στα οποία ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ έχει ή αποκτά άμεσο ή έμμεσο συμφέρον άλλο από την κατοχή μεριδίων ή μετοχών των ΕΜΕΚ, των EuSEF ή των EuVECA που διαχειρίζεται.

ΤΜΗΜΑ 2

Διατάξεις για την επενδυτική πολιτική

Άρθρο 13

Σύνθεση και διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου

1.   Ένα ΕΜΕΚ επενδύει τουλάχιστον το 70 % του κεφαλαίου του σε επιλέξιμα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία.

2.   Ένα ΕΜΕΚ επενδύει όχι περισσότερο από:

α)

το 10 % του κεφαλαίου του σε τίτλους εκδιδόμενους από ή δάνεια χορηγούμενα σε οποιαδήποτε μεμονωμένη εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις·

β)

το 10 % του κεφαλαίου του, άμεσα ή έμμεσα, στο ίδιο πραγματικό περιουσιακό στοιχείο·

γ)

το 10 % του κεφαλαίου του σε μετοχές ή μερίδια οποιωνδήποτε μεμονωμένων ΕΜΕΚ, EuVECA ή EuSEF·

δ)

το 5 % του κεφαλαίου του στα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1) στοιχείο β), στην περίπτωση που τα περιουσιακά αυτά στοιχεία έχουν εκδοθεί από οποιονδήποτε μεμονωμένο φορέα.

3.   Η συνολική αξία των μεριδίων ή μετοχών ΕΜΕΚ, EuVECA και EuSEF στο χαρτοφυλάκιο ενός ΕΜΕΚ δεν υπερβαίνει το 20 % της αξίας του κεφαλαίου του ΕΜΕΚ.

4.   Η συνολική έκθεση σε κίνδυνο σε αντισυμβαλλόμενο του ΕΜΕΚ που προκύπτει από συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, συμφωνίες επαναγοράς, ή συμφωνίες αγοράς και επαναπώλησης δεν υπερβαίνει το 5 % της αξίας του κεφαλαίου του ΕΜΕΚ.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 στοιχεία α) και β), ένα ΕΜΕΚ μπορεί να αυξήσει το όριο του 10 % που αναφέρεται στο παρόν σε 20 %, υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων που κατέχει το ΕΜΕΚ σε εταιρείες χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις και σε επιμέρους πραγματικά περιουσιακά στοιχεία στις οποίες επενδύει περισσότερο από το 10 % του κεφαλαίου του δεν υπερβαίνει το 40 % της αξίας του κεφαλαίου του ΕΜΕΚ.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 στοιχείο δ), ένα ΕΜΕΚ μπορεί να αυξήσει το όριο του 5 % που αναφέρεται εκεί σε 25 %, στην περίπτωση ομολόγων που έχουν εκδοθεί από πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει την καταστατική έδρα του σε κράτος μέλος και υπόκειται εκ του νόμου σε ειδική δημόσια εποπτεία για την προστασία των ομολογιούχων. Συγκεκριμένα, τα ποσά που προκύπτουν από την έκδοση αυτών των ομολόγων επενδύονται σύμφωνα με τον νόμο σε περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, καθ' όλο το διάστημα ισχύος των ομολόγων, μπορούν να καλύψουν τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα ομόλογα και τα οποία, σε περίπτωση χρεοκοπίας του εκδότη, θα χρησιμοποιηθούν κατά προτεραιότητα για την εξόφληση του αρχικού κεφαλαίου και την καταβολή των δεδουλευμένων τόκων.

7.   Οι εταιρείες που συμπεριλαμβάνονται στην ίδια ομάδα για τους σκοπούς των ενοποιημένων λογαριασμών, όπως ρυθμίζονται από την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20) ή σύμφωνα με αναγνωρισμένους διεθνείς λογιστικούς κανόνες, θεωρούνται μεμονωμένες εταιρείες χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις ή ενιαίοι φορείς για τον υπολογισμό των ορίων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 6.

Άρθρο 14

Διόρθωση επενδυτικών θέσεων

Σε περίπτωση που ΕΜΕΚ παραβεί τις υποχρεώσεις διαφοροποίησης που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφοι 2 έως 6 και η παράβαση υπερβαίνει τις ελεγκτικές δυνατότητες του διαχειριστή του ΕΜΕΚ, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ λαμβάνει μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα τα απαιτούμενα μέτρα για τη διόρθωση της θέσης, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των επενδυτών του ΕΜΕΚ.

Άρθρο 15

Συγκέντρωση

1.   Ένα ΕΜΕΚ δεν μπορεί να αποκτήσει πάνω από το 25 % των μετοχών ή μεριδίων ενός ΕΜΕΚ, EuVECA ή EuSEF.

2.   Τα όρια συγκέντρωσης που καθορίζονται στο άρθρο 56 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ εφαρμόζονται για επενδύσεις στα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 16

Δανεισμός ρευστών διαθεσίμων

1.   Ένα ΕΜΕΚ μπορεί να δανείζεται ρευστά διαθέσιμα, με την προϋπόθεση ότι ο δανεισμός πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

δεν αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 30 % της αξίας του κεφαλαίου του ΕΜΕΚ·

β)

εξυπηρετεί τον σκοπό της επένδυσης σε επιλέξιμα περιουσιακά στοιχεία, με εξαίρεση τα δάνεια που αναφέρονται στο άρθρο 10 στοιχείο γ), με την προϋπόθεση ότι τα ταμειακά διαθέσιμα ή ισοδύναμα του ΕΜΕΚ δεν επαρκούν για τη σχετική επένδυση·

γ)

πραγματοποιείται στο ίδιο νόμισμα όπως τα περιουσιακά στοιχεία που θα αποκτηθούν με τα δανειακά ρευστά διαθέσιμα·

δ)

έχει ληκτότητα που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια του ΕΜΕΚ·

ε)

επιβαρύνει περιουσιακά στοιχεία που δεν υπερβαίνουν το 30 % της αξίας του κεφαλαίου του ΕΜΕΚ.

2.   Ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ αναφέρει στο ενημερωτικό δελτίο του ΕΜΕΚ αν προτίθεται ή όχι να δανειστεί ρευστά διαθέσιμα στο πλαίσιο της επενδυτικής στρατηγικής του.

Άρθρο 17

Εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τη σύνθεση και διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου

1.   Το επενδυτικό όριο που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1:

α)

ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του ΕΜΕΚ·

β)

παύει να ισχύει μόλις το ΕΜΕΚ αρχίσει να πωλεί περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να εξαγοράσει μερίδια ή μετοχές επενδυτών μετά τη λήξη του ΕΜΕΚ·

γ)

αναστέλλεται προσωρινά σε περίπτωση που το ΕΜΕΚ συγκεντρώσει πρόσθετα κεφάλαια ή μειώσει τα υπάρχοντα κεφάλαιά του, εφόσον η αναστολή αυτή δεν διαρκεί περισσότερο από 12 μήνες.

Η ημερομηνία που αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά των περιουσιακών στοιχείων που πρόκειται να επενδυθούν από το ΕΜΕΚ και δεν υπερβαίνει είτε τα πέντε έτη μετά την ημερομηνία της άδειας ΕΜΕΚ είτε το ήμισυ της διάρκειας του ΕΜΕΚ όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3, ανάλογα με το ποια χρονική περίοδος είναι συντομότερη. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ, κατόπιν υποβολής δεόντως αιτιολογημένου επενδυτικού σχεδίου, μπορεί να εγκρίνει την παράταση της προθεσμίας αυτής έως το πολύ ένα έτος ακόμα.

2.   Σε περίπτωση που μακροπρόθεσμο περιουσιακό στοιχείο στο οποίο έχει επενδύσει το ΕΜΕΚ έχει εκδοθεί από εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις η οποία δεν συμμορφώνεται πλέον προς το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), το μακροπρόθεσμο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να συνεχίσει να προσμετράται για τον υπολογισμό του ορίου επένδυσης που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 για μέγιστο διάστημα τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η εταιρεία χαρτοφυλακίου που πληροί τις προϋποθέσεις έπαψε να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο β).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΞΑΓΟΡΑ, ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΗ ΜΕΡΙΔΙΩΝ Ή ΜΕΤΟΧΩΝ ΕΜΕΚ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΕΣ ΕΣΟΔΩΝ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Άρθρο 18

Πολιτική εξαγορών και διάρκεια ΕΜΕΚ

1.   Οι επενδυτές του ΕΜΕΚ δεν μπορούν να ζητήσουν την εξαγορά των μεριδίων ή των μετοχών τους πριν από τη λήξη του ΕΜΕΚ. Η εξαγορά για τους επενδυτές είναι δυνατή από την επομένη της λήξης του ΕΜΕΚ.

Ο κανονισμός ή τα καταστατικά έγγραφα του ΕΜΕΚ αναφέρουν σαφώς συγκεκριμένη ημερομηνία ως λήξη του ΕΜΕΚ, ενώ μπορούν να προβλέπουν δικαίωμα προσωρινής παράτασης του ΕΜΕΚ προσδιορίζοντας τις προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

Ο κανονισμός ή τα καταστατικά έγγραφα του ΕΜΕΚ και οι κοινοποιήσεις προς τους επενδυτές καθορίζουν τις διαδικασίες για την εξαγορά μεριδίων ή μετοχών και τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων και αναφέρουν σαφώς ότι η εξαγορά για τους επενδυτές θα αρχίζει από την επομένη της λήξης του ΕΜΕΚ.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, στον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του ΕΜΕΚ μπορεί να προβλέπεται δυνατότητα εξαγοράς πριν από τη λήξη του ΕΜΕΚ, με την προϋπόθεση της τήρησης όλων των κατωτέρω προϋποθέσεων:

α)

δεν γίνονται εξοφλήσεις πριν από την ημερομηνία που καθορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

β)

κατά την αδειοδότηση και σε όλη τη διάρκεια του ΕΜΕΚ, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ μπορεί να αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι υπάρχει κατάλληλο σύστημα διαχείρισης ρευστότητας και εφαρμόζονται αποτελεσματικές διαδικασίες παρακολούθησης του κινδύνου ρευστότητας του ΕΜΕΚ, που εντάσσονται στη μακροπρόθεσμη επενδυτική στρατηγική του ΕΜΕΚ και την προτεινόμενη πολιτική εξαγορών·

γ)

ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ καθορίζει συγκεκριμένη πολιτική εξαγορών, που αναφέρει ρητά τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες οι επενδυτές μπορούν να ζητούν εξαγορά·

δ)

η πολιτική εξαγορών του ΕΜΕΚ εξασφαλίζει ότι το συνολικό ποσό των εξαγορών σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο περιορίζεται σε ένα ποσοστό των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων του ΕΜΕΚ που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο β). Το ποσοστό αυτό ευθυγραμμίζεται με τη διαχείριση ρευστότητας και την επενδυτική στρατηγική που έχει κοινοποιήσει ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ·

ε)

η πολιτική εξαγορών του ΕΜΕΚ εξασφαλίζει τη δίκαιη μεταχείριση των επενδυτών, αν δε το σύνολο των αιτήσεων εξαγοράς σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο υπερβεί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο δ) της παρούσας παραγράφου, οι εξαγορές γίνονται σε αναλογική βάση.

3.   Η διάρκεια του ΕΜΕΚ είναι συνεπής προς τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα του ΕΜΕΚ και επαρκής για την κάλυψη του κύκλου ζωής καθενός από τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία του ΕΜΕΚ, όπως μετράται σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά έλλειψης ρευστότητας και τον οικονομικό κύκλο ζωής του περιουσιακού στοιχείου, καθώς και τον δεδηλωμένο επενδυτικό στόχο του ΕΜΕΚ.

4.   Οι επενδυτές μπορούν να ζητήσουν την εκκαθάριση του ΕΜΕΚ, αν τα αιτήματα εξαγοράς τους που υποβλήθηκαν σύμφωνα με την πολιτική εξαγορών του ΕΜΕΚ δεν ικανοποιηθούν μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκαν.

5.   Οι επενδυτές έχουν πάντα τη δυνατότητα να ζητήσουν εξόφληση σε μετρητά.

6.   Η εξόφληση σε είδος από τα περιουσιακά στοιχεία του ΕΜΕΚ είναι δυνατή μόνον εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο κανονισμός ή τα καταστατικά έγγραφα του ΕΜΕΚ προβλέπουν τη δυνατότητα αυτή, με την προϋπόθεση της δίκαιης μεταχείρισης όλων των επενδυτών·

β)

ο επενδυτής ζητά εγγράφως να εισπράξει ένα ποσοστό επί των περιουσιακών στοιχείων του ΕΜΕΚ·

γ)

δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες που να περιορίζουν τη μεταβίβαση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

7.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τις περιπτώσεις στις οποίες η διάρκεια ενός ΕΜΕΚ θεωρείται επαρκής για την κάλυψη του κύκλου ζωής κάθε επιμέρους περιουσιακού στοιχείου του ΕΜΕΚ, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 19

Δευτερογενής αγορά

1.   Ο κανονισμός ή τα καταστατικά έγγραφα ενός ΕΜΕΚ δεν αποκλείουν τη δυνατότητα να εισάγονται τα μερίδια ή οι μετοχές του ΕΜΕΚ προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης.

2.   Ο κανονισμός ή τα καταστατικά έγγραφα του ΕΜΕΚ δεν εμποδίζουν τους επενδυτές να μεταβιβάζουν ελεύθερα τα μερίδια ή τις μετοχές τους σε τρίτους εκτός του διαχειριστή του ΕΜΕΚ.

3.   Οι ΕΜΕΚ δημοσιεύουν στις περιοδικές εκθέσεις τους την αγοραία αξία των εισηγμένων μεριδίων ή των μετοχών τους καθώς και την καθαρή αξία ενεργητικού ανά μερίδιο ή μετοχή.

4.   Αν σημειωθεί ουσιαστική μεταβολή στην αξία ενός περιουσιακού στοιχείου, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ κοινοποιεί το γεγονός αυτό στους επενδυτές στις περιοδικές του εκθέσεις.

Άρθρο 20

Έκδοση νέων μεριδίων ή μετοχών

1.   Ένα ΕΜΕΚ μπορεί να προσφέρει νέες εκδόσεις μεριδίων ή μετοχών, σύμφωνα με τον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφά του.

2.   Ένα ΕΜΕΚ δεν εκδίδει νέα μερίδια ή μετοχές σε τιμή κατώτερη από την καθαρή αξία ενεργητικού τους χωρίς προηγούμενη προσφορά των μεριδίων ή μετοχών αυτών στην ίδια τιμή στους υπάρχοντες επενδυτές ΕΜΕΚ.

Άρθρο 21

Διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του ΕΜΕΚ

1.   Ένα ΕΜΕΚ εκδίδει αναλυτικό χρονοδιάγραμμα για την ορθή διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του, προκειμένου να εξαγοράσει μερίδια ή μετοχές επενδυτών μετά τη λήξη του ΕΜΕΚ, και το κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ το αργότερο ένα έτος πριν από τη λήξη του ΕΜΕΚ.

2.   Το χρονοδιάγραμμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει:

α)

εκτίμηση της αγοράς για τους υποψήφιους αγοραστές·

β)

εκτίμηση και σύγκριση των πιθανών τιμών πώλησης·

γ)

αποτίμηση των προς εκποίηση περιουσιακών στοιχείων·

δ)

χρονοδιάγραμμα διάθεσης.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τα κριτήρια τα οποία πρέπει να χρησιμοποιούνται για τις εκτιμήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) και την αποτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ).

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 22

Διανομή προσόδων και κεφαλαίου

1.   Ένα ΕΜΕΚ δύναται να διανέμει τακτικά στους επενδυτές τις προσόδους από τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιό του. Οι πρόσοδοι αυτές συνίστανται στα εξής:

α)

πρόσοδοι που παράγονται τακτικά από τα περιουσιακά στοιχεία·

β)

υπεραξία κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε μετά την πώληση ενός περιουσιακού στοιχείου.

2.   Οι πρόσοδοι δεν διανέμονται, αν είναι απαραίτητες για μελλοντικές δεσμεύσεις του ΕΜΕΚ.

3.   Ένα ΕΜΕΚ μπορεί να μειώσει το κεφάλαιό του κατ' αναλογία σε περίπτωση διάθεσης περιουσιακού στοιχείου πριν τη λήξη του ΕΜΕΚ, με την προϋπόθεση ότι ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ έχει εξετάσει δεόντως αν η πρόωρη διάθεση είναι προς το συμφέρον των επενδυτών του ΕΜΕΚ.

4.   Ο κανονισμός ή τα καταστατικά έγγραφα του ΕΜΕΚ αναφέρουν την πολιτική διανομών που θα εφαρμόζει κατά τη διάρκειά του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ

Άρθρο 23

Διαφάνεια

1.   Τα μερίδια ή οι μετοχές ενός ΕΜΕΚ δεν διατίθενται στην αγορά στην Ένωση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου.

Τα μερίδια ή οι μετοχές ενός ΕΜΕΚ δεν προωθούνται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές στην Ένωση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση εγγράφου βασικών πληροφοριών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1286/2014.

2.   Το ενημερωτικό δελτίο περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που θα επιτρέψουν στους επενδυτές να προβούν σε τεκμηριωμένη εκτίμηση όσον αφορά την προτεινόμενη επένδυση, καθώς και, ειδικότερα, για τους σχετικούς κινδύνους.

3.   Το ενημερωτικό δελτίο περιέχει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

δήλωση στην οποία εξηγείται πώς οι επενδυτικοί στόχοι και η στρατηγική του ΕΜΕΚ για την επίτευξη των στόχων αυτών καθιστούν το κεφάλαιο μακροπρόθεσμο·

β)

τις πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων κλειστού τύπου σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 809/2004·

γ)

τις πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται στους επενδυτές σύμφωνα με το άρθρο 23 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, εάν δεν καλύπτονται ήδη από το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου·

δ)

σαφή αναφορά των κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων στα οποία επιτρέπεται να επενδύει το ΕΜΕΚ·

ε)

σαφή αναφορά των δικαιοδοσιών στις οποίες επιτρέπεται να επενδύει το ΕΜΕΚ·

στ)

οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που θεωρείται από τις αρμόδιες αρχές σχετική για την εφαρμογή της παραγράφου 2.

4.   Το ενημερωτικό δελτίο και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα εμπορικής προώθησης ενημερώνουν σαφώς τους επενδυτές σχετικά με τη μη ρευστοποιήσιμη φύση του ΕΜΕΚ.

Συγκεκριμένα, το ενημερωτικό δελτίο και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα εμπορικής προώθησης:

α)

ενημερώνουν με σαφήνεια το επενδυτικό κοινό σχετικά με τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα των επενδύσεων του ΕΜΕΚ·

β)

ενημερώνουν με σαφήνεια τους επενδυτές σχετικά με τη λήξη του ΕΜΕΚ και τη δυνατότητα παράτασης της διάρκειας του ΕΜΕΚ, αν προβλέπεται, καθώς και για τις σχετικές προϋποθέσεις·

γ)

αναφέρουν καθαρά αν το ΕΜΕΚ προορίζεται να διατίθεται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές·

δ)

εξηγούν τα δικαιώματα των επενδυτών να ρευστοποιήσουν τις επενδύσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 18 και με τον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του ΕΜΕΚ·

ε)

αναφέρουν τη συχνότητα και το χρονοδιάγραμμα τυχόν διανομών προσόδων, αν υπάρχουν, στους επενδυτές κατά τη διάρκεια του ΕΜΕΚ·

στ)

ενημερώνουν τους επενδυτές ότι θα πρέπει να επενδύουν σε ΕΜΕΚ μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνολικού επενδυτικού χαρτοφυλακίου τους·

ζ)

περιγράφουν την πολιτική αντιστάθμισης κινδύνων του ΕΜΕΚ, αναφέροντας ρητά ότι παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για την αντιστάθμιση κινδύνων εγγενών σε άλλες επενδύσεις του ΕΜΕΚ, και περιγράφοντας τον πιθανό αντίκτυπο που θα έχει η χρήση παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων στο προφίλ κινδύνου του ΕΜΕΚ·

η)

ενημερώνουν σαφώς τους επενδυτές για τους κινδύνους που συνδέονται με την επένδυση σε πραγματικά περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής·

θ)

ενημερώνουν τακτικά τους επενδυτές, τουλάχιστον μία φορά το έτος, για τις δικαιοδοσίες στις οποίες έχει επενδύσει το ΕΜΕΚ.

5.   Επιπλέον των πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει τους άρθρου 22 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, η ετήσια έκθεση του ΕΜΕΚ περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

κατάσταση ταμειακών ροών·

β)

πληροφορίες για κάθε συμμετοχή σε μέσα στα οποία εμπλέκονται δημοσιονομικοί πόροι της Ένωσης·

γ)

πληροφορίες για την αξία των επιμέρους εταιρειών χαρτοφυλακίου που πληρούν τις προϋποθέσεις και για την αξία των άλλων περιουσιακών στοιχείων στα οποία έχει επενδύσει το ΕΜΕΚ, συμπεριλαμβανομένης της αξίας των χρησιμοποιούμενων παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων·

δ)

πληροφορίες για τις δικαιοδοσίες όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία του ΕΜΕΚ.

6.   Μετά από αίτημα ιδιώτη επενδυτή, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ παρέχει περαιτέρω στοιχεία σχετικά με τα ποσοτικά όρια που ισχύουν για τη διαχείριση κινδύνου στον ΕΜΕΚ, τις μεθόδους που έχουν επιλεγεί για τον σκοπό αυτό και την πρόσφατη εξέλιξη των κύριων κινδύνων και αποδόσεων των κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων.

Άρθρο 24

Πρόσθετες απαιτήσεις για το ενημερωτικό δελτίο

1.   Κάθε ΕΜΕΚ διαβιβάζει το ενημερωτικό δελτίο του και κάθε τροποποίηση που γίνεται σε αυτό, καθώς και την ετήσια έκθεσή του, στις αρμόδιες αρχές του ΕΜΕΚ. Το ΕΜΕΚ παρέχει, μετά από σχετικό αίτημα, τα έγγραφα αυτά στην αρμόδια αρχή για τον διαχειριστή του ΕΜΕΚ. Το ΕΜΕΚ παρέχει τα έγγραφα αυτά μέσα στο χρονικό διάστημα που καθορίζεται από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές.

2.   Ο κανονισμός ή τα καταστατικά έγγραφα ενός ΕΜΕΚ αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ενημερωτικού δελτίου, στο οποίο και προσαρτώνται.

Τα έγγραφα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν απαιτείται να προσαρτώνται στο ενημερωτικό δελτίο όταν ο επενδυτής ενημερώνεται ότι μπορεί να ζητήσει είτε να του κοινοποιηθούν τα έγγραφα αυτά είτε να λάβει γνώση του τόπου στον οποίο μπορεί να τα συμβουλευτεί, σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο διατίθενται τα μερίδια ή οι μετοχές.

3.   Το ενημερωτικό δελτίο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο διατίθεται στους επενδυτές η ετήσια έκθεση. Προβλέπει ότι παρέχεται, κατόπιν αιτήματος, στους ιδιώτες επενδυτές δωρεάν αντίτυπο σε χαρτί.

4.   Το ενημερωτικό δελτίο και η τελευταία δημοσιευθείσα ετήσια έκθεση παρέχονται, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν στους επενδυτές.

Το ενημερωτικό δελτίο μπορεί να διατίθεται σε σταθερό μέσο ή μέσω ιστοσελίδας. Οι ιδιώτες επενδυτές λαμβάνουν, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν αντίγραφο σε έντυπη μορφή.

5.   Τα ουσιώδη στοιχεία του ενημερωτικού δελτίου διατηρούνται ενημερωμένα.

Άρθρο 25

Δημοσιοποίηση των εξόδων

1.   Το ενημερωτικό δελτίο ενημερώνει με σαφήνεια τους επενδυτές σχετικά με το ύψος των διαφόρων εξόδων που βαρύνουν άμεσα ή έμμεσα τον επενδυτή. Τα διάφορα έξοδα ομαδοποιούνται στις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

έξοδα σύστασης του ΕΜΕΚ·

β)

έξοδα που σχετίζονται με την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων·

γ)

αμοιβές διαχείρισης και αμοιβές σχετικές με την απόδοση·

δ)

έξοδα διανομής·

ε)

άλλα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών εξόδων, των ρυθμιστικών εξόδων, των εξόδων αποθετηρίου, των εξόδων θεματοφυλακής, των εξόδων για υπηρεσίες ειδικών και των εξόδων ελέγχου.

2.   Το ενημερωτικό δελτίο γνωστοποιεί ένα συνολικό ποσοστό των εξόδων επί του κεφαλαίου του ΕΜΕΚ.

3.   Η ΕΑΚΑΑ εκπονεί σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τους κοινούς ορισμούς, τις μεθοδολογίες υπολογισμού και τις μορφές παρουσίασης των εξόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και του συνολικού ποσοστού που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Κατά την εκπόνηση των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 5 στοιχεία α) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1286/2014.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 9 Σεπτεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΡΙΔΙΩΝ Ή ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΩΝ ΕΜΕΚ

Άρθρο 26

Μέσα που διατίθενται στους επενδυτές

1.   Ο διαχειριστής ενός ΕΜΕΚ του οποίου μερίδια ή μετοχές πρόκειται να προωθηθούν εμπορικά στην αγορά για ιδιώτες επενδυτές, εξασφαλίζει, σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο σκοπεύει να προωθήσει εμπορικά τέτοιου είδους μερίδια ή μετοχές, τα διαθέσιμα μέσα για την πραγματοποίηση εγγραφών, τη διενέργεια πληρωμών σε μεριδιούχους ή μετόχους, την επαναγορά ή εξόφληση των μεριδίων ή των μετοχών, καθώς και τη δημοσίευση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχουν το ΕΜΕΚ και ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ.

2.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τους τύπους και τα χαρακτηριστικά των μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, την τεχνική υποδομή τους και το περιεχόμενο των καθηκόντων τους έναντι των ιδιωτών επενδυτών.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 27

Διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης των ΕΜΕΚ που προωθούνται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές

1.   Οι διαχειριστές ΕΜΕΚ των οποίων μερίδια ή μετοχές πρόκειται να προωθηθούν εμπορικά στην αγορά για ιδιώτες επενδυτές καταρτίζουν και εφαρμόζουν μια ειδική εσωτερική διαδικασία για την αξιολόγηση του ΕΜΕΚ πριν από τη διάθεσή του στην αγορά ή τη διανομή του σε ιδιώτες επενδυτές.

2.   Στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ αξιολογεί αν το ΕΜΕΚ είναι κατάλληλο για εμπορική διάθεση σε ιδιώτες επενδυτές, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τα εξής:

α)

τη διάρκεια του ΕΜΕΚ· και

β)

την επενδυτική στρατηγική που προτίθεται να ακολουθήσει το ΕΜΕΚ.

3.   Ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ διαθέτει σε κάθε διανομέα όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με το ΕΜΕΚ που προωθείται εμπορικά στην αγορά για ιδιώτες επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων όλων των πληροφοριών για τη διάρκεια και την επενδυτική στρατηγική, καθώς και για τη διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης και τις δικαιοδοσίες στις οποίες επιτρέπεται να επενδύσει το ΕΜΕΚ.

Άρθρο 28

Ειδικές απαιτήσεις σχετικά με τη διανομή ΕΜΕΚ σε ιδιώτες επενδυτές

1.   Κατά την προσφορά ή τη διάθεση μεριδίων ή μετοχών ΕΜΕΚ σε ιδιώτη επενδυτή, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ αποκτά πληροφορίες σχετικά με:

α)

τις γνώσεις και την πείρα του ιδιώτη επενδυτή στον τομέα των επενδύσεων σε σχέση με το ΕΜΕΚ·

β)

την οικονομική κατάσταση του ιδιώτη επενδυτή, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητάς του να αντεπεξέλθει σε ζημίες·

γ)

τους επενδυτικούς στόχους του ιδιώτη επενδυτή, συμπεριλαμβανομένου του χρονικού του ορίζοντα.

Βάσει των πληροφοριών που αποκτήθηκαν δυνάμει του πρώτου εδαφίου, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ προτείνει το ΕΜΕΚ σε ιδιώτες επενδυτές μόνο εάν είναι κατάλληλο για αυτούς.

2.   Αν η διάρκεια του ΕΜΕΚ που προσφέρεται ή διατίθεται σε ιδιώτες επενδυτές υπερβαίνει τη δεκαετία, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ ή ο διανομέας απευθύνει σαφή και γραπτή προειδοποίηση ότι το προϊόν του ΕΜΕΚ ενδέχεται να μην είναι κατάλληλο για ιδιώτες επενδυτές που δεν είναι σε θέση να διατηρήσουν μια τέτοια μακροπρόθεσμη και μη ρευστοποιήσιμη δέσμευση.

Άρθρο 29

Ειδικές διατάξεις για τους θεματοφύλακες των ΕΜΕΚ που προωθούνται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 21 παράγραφος 3 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, οι θεματοφύλακες των ΕΜΕΚ που προωθούνται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές είναι οντότητες της μορφής που προβλέπεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 21 παράγραφος 13 δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 21 παράγραφος 14 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, οι θεματοφύλακες των ΕΜΕΚ που προωθούνται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές δεν μπορούν να αποποιηθούν την ευθύνη σε περίπτωση απώλειας χρηματοπιστωτικών μέσων που φυλάσσονται από τρίτο μέρος.

3.   Η ευθύνη του θεματοφύλακα που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 12 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ δεν μπορεί να αρθεί ούτε να περιοριστεί με συμφωνία στην περίπτωση που το ΕΜΕΚ προωθείται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές.

4.   Κάθε συμφωνία που αντίκειται στην παράγραφο 3 είναι άκυρη.

5.   Τα περιουσιακά στοιχεία που φυλάσσονται από τον θεματοφύλακα ενός ΕΜΕΚ δεν επαναχρησιμοποιούνται από τον θεματοφύλακα, ή από οποιονδήποτε τρίτο στον οποίο έχει ανατεθεί η λειτουργία θεματοφυλακής, για λογαριασμό τους. Η επαναχρησιμοποίηση περιλαμβάνει κάθε συναλλαγή που αφορά φυλασσόμενα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της μεταβίβασης, του ενεχυριασμού, της πώλησης και του δανεισμού.

Η επαναχρησιμοποίηση περιουσιακών στοιχείων που φυλάσσονται από θεματοφύλακα ΕΜΕΚ επιτρέπεται μόνο αν:

α)

η επαναχρησιμοποίηση γίνεται για λογαριασμό του ΕΜΕΚ·

β)

ο θεματοφύλακας εκτελεί τις εντολές του διαχειριστή του ΕΜΕΚ για λογαριασμό του ΕΜΕΚ·

γ)

η επαναχρησιμοποίηση είναι προς όφελος του ΕΜΕΚ και προς το συμφέρον των μεριδιούχων ή μετόχων· και

δ)

η συναλλαγή καλύπτεται από ρευστοποιήσιμη ασφάλεια υψηλής ποιότητας, την οποία έχει λάβει το ΕΜΕΚ στο πλαίσιο συμφωνίας μεταβίβασης τίτλων.

Η αγοραία αξία της ασφάλειας που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ) ανέρχεται πάντοτε τουλάχιστον στην αγοραία αξία των επαναχρησιμοποιούμενων περιουσιακών στοιχείων, επαυξημένη κατά ορισμένο ποσό («premium»).

Άρθρο 30

Πρόσθετες απαιτήσεις για την εμπορική προώθηση ΕΜΕΚ σε ιδιώτες επενδυτές

1.   Τα μερίδια ή οι μετοχές ενός ΕΜΕΚ μπορούν να προωθούνται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές, με την προϋπόθεση να παρέχονται στους ιδιώτες επενδυτές κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές από τον διαχειριστή του ΕΜΕΚ ή τον διανομέα.

2.   Ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ μπορεί να προσφέρει ή να διαθέτει άμεσα μερίδια ή μετοχές του ΕΜΕΚ σε ιδιώτες επενδυτές μόνον όταν ο εν λόγω διαχειριστής έχει λάβει άδεια να παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο α) και στο άρθρο 6 παράγραφος 4 στοιχείο β) σημείο i) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ και μόνον εφόσον έχει διεξαγάγει τον έλεγχο καταλληλότητας που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

3.   Όταν το χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων ενός υποψήφιου ιδιώτη επενδυτή δεν υπερβαίνει τις 500 000 EUR, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ ή οποιοσδήποτε διανομέας, αφού διεξαγάγει τον έλεγχο καταλληλότητας που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 και αφού προσφέρει κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές, μεριμνά, με βάση τις πληροφορίες που έχει υποβάλει ο υποψήφιος ιδιώτης επενδυτής, ώστε ο υποψήφιος ιδιώτης επενδυτής να μην επενδύσει συνολικά σε ΕΜΕΚ ποσό που υπερβαίνει το 10 % του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του εν λόγω επενδυτή και το αρχικό ελάχιστο ποσό της επένδυσης σε ένα ή περισσότερα ΕΜΕΚ να είναι 10 000 EUR.

Ο υποψήφιος ιδιώτης επενδυτής έχει την ευθύνη να παρέχει στον διαχειριστή του ΕΜΕΚ ή τον διανομέα ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων του υποψήφιου ιδιώτη επενδυτή και τις επενδύσεις σε ΕΜΕΚ που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, το χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών προϊόντων θεωρείται ότι περιλαμβάνει καταθέσεις μετρητών και χρηματοπιστωτικά μέσα, αλλά όχι χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν δοθεί ως εγγύηση.

4.   Ο κανονισμός ή τα καταστατικά έγγραφα ενός ΕΜΕΚ που προωθείται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές προβλέπουν ότι όλοι οι επενδυτές αντιμετωπίζονται ισότιμα και δεν υπάρχει προνομιακή μεταχείριση ούτε χορηγούνται ειδικές οικονομικές παροχές σε μεμονωμένους επενδυτές ή ομάδες επενδυτών.

5.   Η νομική μορφή ενός ΕΜΕΚ που προωθείται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές πρέπει να μη συνεπάγεται περαιτέρω ευθύνη του ιδιώτη επενδυτή ούτε να απαιτεί πρόσθετες δεσμεύσεις από τον επενδυτή, πέρα από την αρχική δέσμευση κεφαλαίου.

6.   Οι ιδιώτες επενδυτές έχουν τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της περιόδου εγγραφής και τουλάχιστον για δύο εβδομάδες από την ημερομηνία εγγραφής τους σε μερίδια ή μετοχές του ΕΜΕΚ, να ακυρώσουν την εγγραφή τους και να πάρουν πίσω τα χρήματα χωρίς καμιά παρακράτηση.

7.   Ο διαχειριστής ενός ΕΜΕΚ που προωθείται εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές καθιερώνει κατάλληλες διαδικασίες και ρυθμίσεις για την εξέταση των καταγγελιών των ιδιωτών επενδυτών, οι οποίες επιτρέπουν στους ιδιώτες επενδυτές να υποβάλλουν καταγγελίες στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους τους.

Άρθρο 31

Εμπορική προώθηση μεριδίων ή μετοχών ΕΜΕΚ

1.   Ο διαχειριστής ενός ΕΜΕΚ πρέπει να είναι σε θέση να προωθεί εμπορικά τα μερίδια ή τις μετοχές του εν λόγω ΕΜΕΚ σε επαγγελματίες και ιδιώτες επενδυτές στο κράτος μέλος καταγωγής του, κατόπιν κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 31 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ.

2.   Ο διαχειριστής ενός ΕΜΕΚ έχει τη δυνατότητα να προωθεί εμπορικά τα μερίδια ή τις μετοχές του εν λόγω ΕΜΕΚ σε επαγγελματίες και ιδιώτες επενδυτές σε κράτη μέλη άλλα από το κράτος μέλος καταγωγής του διαχειριστή του ΕΜΕΚ, κατόπιν κοινοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ.

3.   Ο διαχειριστής ενός ΕΜΕΚ δηλώνει στις αρμόδιες αρχές, για κάθε ΕΜΕΚ που διαχειρίζεται, κατά πόσον προτίθεται να το προωθήσει εμπορικά σε ιδιώτες επενδυτές.

4.   Εκτός από τα έγγραφα και τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με τα άρθρα 31 και 32 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ παρέχει στις αρμόδιες αρχές τα ακόλουθα:

α)

το ενημερωτικό δελτίο του ΕΜΕΚ·

β)

το έγγραφο βασικών πληροφοριών του ΕΜΕΚ, στην περίπτωση εμπορικής προώθησης του ΕΜΕΚ σε ιδιώτες επενδυτές· και

γ)

πληροφορίες σχετικά με τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 26.

5.   Οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με τα άρθρα 31 και 32 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ νοείται ότι αναφέρονται επίσης στην εμπορική προώθηση του ΕΜΕΚ σε ιδιώτες επενδυτές και ότι καλύπτουν τις πρόσθετες απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

6.   Εκτός από τις αρμοδιότητες που ορίζονται στο άρθρο 31 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του διαχειριστή του ΕΜΕΚ εμποδίζει επίσης την εμπορική προώθηση ενός ΕΜΕΚ αν ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς τον παρόντα κανονισμό.

7.   Εκτός από τις αρμοδιότητες που ορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του διαχειριστή του ΕΜΕΚ αρνείται επίσης τη διαβίβαση πλήρους φακέλου κοινοποίησης στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου το ΕΜΕΚ πρόκειται να προωθηθεί εμπορικά αν ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ δεν συμμορφώνεται προς τον παρόντα κανονισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΠΟΠΤΕΙΑ

Άρθρο 32

Εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές

1.   Οι αρμόδιες αρχές εποπτεύουν τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό σε συνεχή βάση.

2.   Η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της συμμόρφωσης προς τους κανόνες που καθορίζονται στα κεφάλαια II, III και IV.

3.   Η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του ΕΜΕΚ, καθώς και προς και τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο ενημερωτικό δελτίο, οι οποίες πρέπει να είναι σύμφωνες με τον παρόντα κανονισμό.

4.   Η αρμόδια αρχή για τον διαχειριστή του ΕΜΕΚ είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της επάρκειας των ρυθμίσεων και της οργάνωσης του διαχειριστή του ΕΜΕΚ, προκειμένου ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ να είναι σε θέση να συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις και τους κανόνες σχετικά με τη σύσταση και τη λειτουργία όλων των ΕΜΕΚ που διαχειρίζεται.

Η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της συμμόρφωσης του διαχειριστή του ΕΜΕΚ προς τον παρόντα κανονισμό.

5.   Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι ή προωθούνται εμπορικά στην επικράτειά τους, για να επιβεβαιώνουν ότι δεν χρησιμοποιούν την ονομασία «ΕΜΕΚ» ούτε υπονοούν ότι είναι ΕΜΕΚ παρά μόνον αν έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με και συμμορφώνονται προς τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 33

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι εξουσίες που ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για την επιβολή κυρώσεων, ασκούνται επίσης σε σχέση με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ απαγορεύει τη χρήση της ονομασίας «ΕΜΕΚ» ή «ευρωπαϊκό μακροπρόθεσμο επενδυτικό κεφάλαιο» σε περίπτωση που ο διαχειριστής του ΕΜΕΚ πάψει να συμμορφώνεται προς τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 34

Εξουσίες και αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ

1.   Η ΕΑΚΑΑ διαθέτει τις απαραίτητες εξουσίες για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι εξουσίες της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ ασκούνται επίσης σε σχέση με τον παρόντα κανονισμό και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

3.   Για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ο παρών κανονισμός νοείται ως περαιτέρω νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην ΕΑΚΑΑ που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 35

Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών

1.   Η αρμόδια αρχή για το ΕΜΕΚ και η αρμόδια αρχή για τον διαχειριστή του ΕΜΕΚ, αν είναι διαφορετικές, συνεργάζονται μεταξύ τους και ανταλλάσσουν πληροφορίες για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ.

3.   Οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ συνεργάζονται μεταξύ τους για τον σκοπό της εκτέλεσης των αντίστοιχων καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ιδίως προκειμένου να εντοπίζονται και να αντιμετωπίζονται οι παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 36

Επεξεργασία των αιτήσεων από την Επιτροπή

Η Επιτροπή ιεραρχεί και εξορθολογίζει τις διαδικασίες της για όλες τις αιτήσεις χρηματοδότησης από την ΕΤΕπ που υποβάλλονται από ΕΜΕΚ. Η Επιτροπή εξορθολογίζει την υποβολή γνωμοδοτήσεων ή τοποθετήσεων για τυχόν αιτήσεις χρηματοδότησης από την ΕΤΕπ που υποβάλλονται από ΕΜΕΚ.

Άρθρο 37

Επανεξέταση

1.   Το αργότερο στις 9 Ιουνίου 2019 η Επιτροπή θα ξεκινήσει την επανεξέταση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Στην επανεξέταση αναλύονται, ιδίως:

α)

ο αντίκτυπος του άρθρου 18·

β)

ο αντίκτυπος που θα έχει στη διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων η εφαρμογή του κατώτατου ορίου του 70 % των επιλέξιμων επενδυτικών περιουσιακών στοιχείων, που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1·

γ)

ο βαθμός στον οποίο τα ΕΜΕΚ προωθούνται εμπορικά στις αγορές της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον οι ΔΟΕΕ που εμπίπτουν στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ ενδέχεται να ενδιαφέρονται να διαθέσουν ΕΜΕΚ στην αγορά·

δ)

ο βαθμός στον οποίο απαιτείται η ενημέρωση του καταλόγου των επιλέξιμων περιουσιακών στοιχείων και επενδύσεων, όπως επίσης των κανόνων διαφοροποίησης, της σύνθεσης του χαρτοφυλακίου και των ορίων σχετικά με τη δανειοληψία μετρητών.

2.   Σε συνέχεια της επανεξέτασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης της συμβολής του παρόντος κανονισμού και των ΕΜΕΚ στην ολοκλήρωση της ένωσης των κεφαλαιαγορών και στην επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Αν είναι σκόπιμο, η έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.

Άρθρο 38

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 9 Δεκεμβρίου 2015.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 29 Απριλίου 2015.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

Z. KALNIŅA-LUKAŠEVICA


(1)  ΕΕ C 67 της 6.3.2014, σ. 71.

(2)  ΕΕ C 126 της 26.4.2014, σ. 8.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου 2015 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 20ής Απριλίου 2015.

(4)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 345/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2013, σχετικά με τις ευρωπαϊκές εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου (ΕΕ L 115 της 25.4.2013, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 346/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2013, σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας (ΕΕ L 115 της 25.4.2013, σ. 18).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(9)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 809/2004 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα ενημερωτικά δελτία, τη μορφή των ενημερωτικών δελτίων, την ενσωμάτωση πληροφοριών μέσω παραπομπής, τη δημοσίευση των ενημερωτικών δελτίων και τη διάδοση των σχετικών διαφημίσεων (ΕΕ L 149 της 30.4.2004, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIP) (ΕΕ L 352 της 9.12.2014, σ. 1).

(12)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(15)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(16)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(18)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (ΕΕ L 86 της 24.3.2012, σ. 1).

(20)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).


Διορθωτικά

19.5.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 123/122


Διορθωτικό στο κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 375/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 για τη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Σώματος Εθελοντών Ανθρωπιστικής Βοήθειας («πρωτοβουλία εθελοντών ανθρωπιστικής βοήθειας της ΕΕ»)

( Eπίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 122 της 24ης Απριλίου 2014 )

Στη σελίδα 15, άρθρο 24 παράγραφος 2:

αντί:

«2.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, στο άρθρο 9 παράγραφος 2 και στο άρθρο 20 παράγραφος 3, εκχωρείται στην Επιτροπή για περίοδο επτά ετών από τις 25 Απριλίου 2014.»

διάβαζε:

«2.   Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, στο άρθρο 9 παράγραφος 2 και στο άρθρο 20 παράγραφοι 3 και 4, εκχωρείται στην Επιτροπή για περίοδο επτά ετών από τις 25 Απριλίου 2014.»