ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

57ό έτος
28 Αυγούστου 2014


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 ( 1 )

1

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ

73

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 911/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την πολυετή χρηματοδότηση της δράσης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα για την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης από πλοία και εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου ( 1 )

115

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 912/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου διαχείρισης της χρηματοδοτικής ευθύνης σε σχέση με δικαστήρια επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους που συστήνονται βάσει διεθνών συμφωνιών στις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος

121

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2014/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό

135

 

*

Οδηγία 2014/90/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων και για την κατάργηση της οδηγίας 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου ( 1 )

146

 

*

Οδηγία 2014/91/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/65/ΕΚ για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τις λειτουργίες θεματοφύλακα, τις πολιτικές αποδοχών και τις κυρώσεις ( 1 )

186

 

*

Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά ( 1 )

214

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

28.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 909/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 2014

σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ), από κοινού με τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους, συμβάλλουν σημαντικά στη διατήρηση μετασυναλλακτικών υποδομών που διασφαλίζουν την ορθή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών και προσφέρουν στους συμμετέχοντες στην αγορά εγγυήσεις ότι οι συναλλαγές τίτλων εκτελούνται σωστά και έγκαιρα, ακόμη και κατά τη διάρκεια περιόδων ακραίων πιέσεων.

(2)

Λόγω της καίριας θέσης που κατέχουν στο πλαίσιο της διαδικασίας διακανονισμού, τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση των ΚΑΤ έχουν συστημική σημασία για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών. Τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων υπό τη διαχείριση των ΚΑΤ αφενός διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα συστήματα διακράτησης τίτλων μέσω των οποίων οι συμμετέχοντες σε αυτά παρέχουν στοιχεία σχετικά με τα χαρτοφυλάκια τίτλων των επενδυτών, και αφετέρου λειτουργούν ως απαραίτητο εργαλείο για τον έλεγχο της ακεραιότητας μιας έκδοσης, αποτρέποντας την αδικαιολόγητη δημιουργία αξιογράφων ή την αδικαιολόγητη μείωση των εκδοθέντων αξιογράφων και διαδραματίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Επιπλέον, τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση των ΚΑΤ διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην παροχή ασφάλειας για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής καθώς και στην παροχή ασφάλειας μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και ως εκ τούτου αποτελούν σημαντικούς φορείς στις διαδικασίες παροχής ασφαλειών.

(3)

Μολονότι η οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) περιόρισε την αναστάτωση που επιφέρει σε ένα σύστημα η διαδικασία αφερεγγυότητας που στρέφεται κατά ενός συμμετέχοντος στο σύστημα, είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστούν και άλλοι κίνδυνοι που διατρέχουν τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, καθώς και ο κίνδυνος αφερεγγυότητας ή διαταραχής της λειτουργίας των ΚΑΤ που διαχειρίζονται συστήματα διακανονισμού αξιογράφων. Ορισμένα ΚΑΤ υπόκεινται σε πιστωτικούς κινδύνους και κινδύνους ρευστότητας που απορρέουν από την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών επικουρικών σε σχέση με τον διακανονισμό.

(4)

Ο αυξανόμενος αριθμός διασυνοριακών διακανονισμών, που οφείλεται στην ανάπτυξη συμφωνιών διασύνδεσης μεταξύ ΚΑΤ, θέτει υπό αμφισβήτηση την ανθεκτικότητα των ΚΑΤ όταν εισάγουν κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα ΚΑΤ άλλων κρατών μελών, ελλείψει κοινών κανόνων προληπτικής εποπτείας. Επιπλέον, παρά την αύξηση των διασυνοριακών διακανονισμών, οι ωθούμενες από την αγορά αλλαγές προς μια πιο ολοκληρωμένη αγορά για τις υπηρεσίες ΚΑΤ έχει διαπιστωθεί ότι προχωρούν με πολύ βραδείς ρυθμούς. Μια ανοιχτή εσωτερική αγορά διακανονισμού αξιογράφων θα πρέπει να επιτρέπει σε κάθε επενδυτή στην Ένωση να επενδύει σε κάθε αξιόγραφο της Ένωσης με την ίδια ευκολία και χρησιμοποιώντας τις ίδιες διαδικασίες όπως και για τα εγχώρια αξιόγραφα. Ωστόσο, οι αγορές διακανονισμού στην Ένωση παραμένουν κατακερματισμένες μεταξύ των κρατών μελών και το κόστος του διασυνοριακού διακανονισμού εξακολουθεί να είναι υψηλότερο, λόγω της ύπαρξης διαφορετικών εθνικών κανόνων όσον αφορά τον διακανονισμό και τις δραστηριότητες των ΚΑΤ και λόγω περιορισμένου ανταγωνισμού μεταξύ των ΚΑΤ. Ο εν λόγω κατακερματισμός εμποδίζει τον διασυνοριακό διακανονισμό και δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους και επιπλέον κόστος. Δεδομένου του συστημικού ρόλου των ΚΑΤ, πρέπει να ενθαρρυνθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΚΑΤ ώστε οι συμμετέχοντες στην αγορά να έχουν τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ παρόχων και να μειωθεί η εξάρτηση από έναν συγκεκριμένο πάροχο υποδομής. Λόγω της έλλειψης πανομοιότυπων υποχρεώσεων για τους διαχειριστές της αγοράς και κοινών προτύπων προληπτικής εποπτείας για τα ΚΑΤ, τα πιθανώς αποκλίνοντα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο θα έχουν άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στην ασφάλεια, στην αποτελεσματικότητα και στον ανταγωνισμό στις αγορές διακανονισμού της Ένωσης. Είναι απαραίτητο να αρθούν τα σημαντικά αυτά εμπόδια για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, καθώς και να αποτραπεί η εμφάνιση παρόμοιων εμποδίων και στρεβλώσεων στο μέλλον. Η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης αγοράς διακανονισμού αξιογράφων, χωρίς διάκριση μεταξύ εθνικών και διασυνοριακών συναλλαγών αξιογράφων είναι αναγκαία για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Κατά συνέπεια, το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όπως ερμηνεύεται σύμφωνα με τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση.

(5)

Είναι απαραίτητο να θεσπιστούν μέσω κανονισμού ορισμένες ομοιόμορφες υποχρεώσεις που θα επιβληθούν στους συμμετέχοντες στην αγορά όσον αφορά ορισμένες πτυχές του κύκλου και των κανόνων διακανονισμού και να προβλεφθεί ένα σύνολο κοινών απαιτήσεων για τα ΚΑΤ που διαχειρίζονται συστήματα διακανονισμού αξιογράφων. Οι κανόνες ενός κανονισμού, όντας άμεσα εφαρμόσιμοι, θα διασφαλίζουν ότι όλοι οι διαχειριστές της αγοράς και τα ΚΑΤ υπόκεινται σε πανομοιότυπες, άμεσα εφαρμόσιμες υποχρεώσεις, πρότυπα και κανόνες. Ένας κανονισμός θα αυξήσει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του διακανονισμού στην Ένωση, αποτρέποντας αποκλίνοντες εθνικούς κανόνες που είναι δυνατόν να προκύψουν ως αποτέλεσμα της μεταφοράς μιας οδηγίας στην εθνική νομοθεσία. Ένας κανονισμός θα μειώσει την κανονιστική πολυπλοκότητα για τους διαχειριστές της αγοράς και τα ΚΑΤ, η οποία προκύπτει από διαφορετικούς εθνικούς κανόνες, και θα δώσει τη δυνατότητα στα ΚΑΤ να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε διασυνοριακή βάση χωρίς να υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διαφορετικές εθνικές απαιτήσεις, όπως αυτές που αφορούν την αδειοδότηση, την εποπτεία και την οργάνωση ή τους κινδύνους των ΚΑΤ. Ένας κανονισμός που επιβάλλει πανομοιότυπες απαιτήσεις στα ΚΑΤ θα συνεισφέρει επίσης στην εξάλειψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

(6)

Στις 20 Οκτωβρίου 2010, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) απηύθυνε έκκληση για ισχυρότερες βασικές υποδομές της αγοράς και ζήτησε την αναθεώρηση και ενίσχυση των υφισταμένων προτύπων. Τον Απρίλιο του 2012, η Επιτροπή Συστημάτων Πληρωμών και Διακανονισμού (CPSS) της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) και η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (IOSCO) ενέκριναν παγκόσμια πρότυπα για τις υποδομές των χρηματαγορών. Τα πρότυπα αυτά αντικατέστησαν τις συστάσεις της ΤΔΔ του 2001, οι οποίες προσαρμόστηκαν μέσω μη δεσμευτικών κατευθυντηρίων γραμμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο το 2009 από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και την Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Ευρωπαϊκών Αγορών Κινητών Αξιών (ΕΡΑΕΑΚΑ). Λαμβάνοντας υπόψη τον παγκόσμιο χαρακτήρα των χρηματοπιστωτικών αγορών και τη συστημική σημασία των ΚΑΤ, είναι απαραίτητο να επιτευχθεί διεθνής σύγκλιση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας στις οποίες υπόκεινται. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού πρέπει να ακολουθούν τις υπάρχουσες αρχές που διέπουν τις υποδομές των χρηματαγορών όπως έχουν διατυπωθεί από τις ΤΔΔ-IOSCO. Η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, θα πρέπει να διασφαλίσουν τη συνοχή με τα υφιστάμενα πρότυπα και τη μελλοντική τους εξέλιξη όταν θα σχεδιάσουν ή θα προτείνουν την αναθεώρηση των κανονιστικών τεχνικών και εκτελεστικών προτύπων, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(7)

Το Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του στις 2 Δεκεμβρίου 2008, τόνισε την ανάγκη ενίσχυσης της ασφάλειας και της αρτιότητας των συστημάτων διακανονισμού τίτλων και αντιμετώπισης των νομικών εμποδίων στις μετασυναλλακτικές υπηρεσίες στην Ένωση.

(8)

Ένα από τα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ είναι η προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών. Σε αυτό το πλαίσιο, τα μέλη του ΕΣΚΤ ασκούν εποπτικά καθήκοντα διασφαλίζοντας αποτελεσματικά και υγιή συστήματα εκκαθάρισης και πληρωμών. Τα μέλη του ΕΣΚΤ συχνά ενεργούν ως διακανονιστές για το χρηματικό σκέλος των συναλλαγών τίτλων. Επίσης, είναι σημαντικοί πελάτες των ΚΑΤ, τα οποία συχνά διαχειρίζονται την παροχή ασφάλειας για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής. Τα μέλη του ΕΣΚΤ θα πρέπει να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο, συμμετέχοντας με διαβούλευση στη διαδικασία αδειοδότησης και εποπτείας των ΚΑΤ, αναγνώρισης ΚΑΤ τρίτων χωρών και έγκρισης ορισμένων συνδέσεων μεταξύ ΚΑΤ. Προκειμένου να αποφευχθεί η ανάπτυξη παράλληλων πλαισίων κανόνων, θα πρέπει επίσης να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο συμμετέχοντας με διαβούλευση στη θέσπιση ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων αν και η κύρια ευθύνη για τη θέσπιση των εν λόγω τεχνικών προτύπων, κατευθυντηρίων γραμμών και συστάσεων πρέπει να ανήκει στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ, όπως προβλέπει ο παρών κανονισμός. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών για τη διασφάλιση αποτελεσματικών και υγιών συστημάτων εκκαθάρισης και πληρωμών εντός της Ένωσης και σε άλλες χώρες. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει την πρόσβαση των μελών του ΕΣΚΤ σε πληροφορίες σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας που ασκούν στα ΚΑΤ και σε άλλες υποδομές της χρηματαγοράς.

(9)

Τα μέλη του ΕΣΚΤ, τυχόν άλλοι φορείς που ασκούν παρόμοια καθήκοντα σε ορισμένα κράτη μέλη ή άλλοι δημόσιοι φορείς που έχουν αναλάβει ή που παρεμβαίνουν στη διαχείριση του δημόσιου χρέους στην Ένωση μπορούν να παρέχουν οι ίδιοι ορισμένες υπηρεσίες που τους καθιστούν ΚΑΤ, όπως για παράδειγμα η διαχείριση ενός συστήματος διακανονισμού αξιογράφων. Τέτοιου είδους ιδρύματα, όταν ενεργούν ως ΚΑΤ χωρίς τη σύσταση ξεχωριστής οντότητας, θα πρέπει να εξαιρούνται από τις απαιτήσεις αδειοδότησης και εποπτείας, από ορισμένες οργανωτικές και κεφαλαιακές απαιτήσεις και απαιτήσεις περί επενδυτικής πολιτικής, αλλά θα πρέπει να εξακολουθούν να υπόκεινται σε όλες τις υπόλοιπες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα ΚΑΤ. Όταν τέτοιου είδους ιδρύματα ενός κράτους μέλους ενεργούν ως ΚΑΤ, δεν θα πρέπει να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άλλα κράτη μέλη. Δεδομένου ότι τα μέλη του ΕΣΚΤ ενεργούν ως διακανονιστές για τους σκοπούς του διακανονισμού, θα πρέπει επίσης να εξαιρούνται από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV του παρόντος κανονισμού.

(10)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται στον διακανονισμό συναλλαγών σχετικά με όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις δραστηριότητες των ΚΑΤ εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη τυχόν άλλης νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με ειδικά χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως για παράδειγμα της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί δυνάμει της εν λόγω οδηγίας.

(11)

Η καταχώριση των αξιογράφων υπό μορφή λογιστικής εγγραφής συνιστά ένα σημαντικό βήμα για την αύξηση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού και τη διασφάλιση της ακεραιότητας μιας έκδοσης αξιογράφων, ιδίως στο πλαίσιο της αυξανόμενης πολυπλοκότητας των μεθόδων διακράτησης και μεταβίβασης. Για λόγους ασφάλειας, ο παρών κανονισμός προβλέπει την καταχώριση υπό μορφή λογιστικής εγγραφής όλων των κινητών αξιών που εισάγονται προς διαπραγμάτευση ή υπόκεινται σε διαπραγμάτευση σε τόπους διαπραγμάτευσης που ρυθμίζονται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επιβάλλει συγκεκριμένη μέθοδο για την αρχική λογιστική εγγραφή, η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή ακινητοποίησης ή άμεσης αποϋλοποίησης. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να επιβάλλει συγκεκριμένο είδος ιδρύματος που οφείλει να καταχωρίζει τα αξιόγραφα υπό μορφή λογιστικής εγγραφής μετά την έκδοσή τους, θα πρέπει όμως να επιτρέπει σε διάφορους φορείς, συμπεριλαμβανομένων υπεύθυνων μητρώου, να εκτελούν αυτό το καθήκον. Εντούτοις, εάν οι συναλλαγές με αντικείμενο τα εν λόγω αξιόγραφα πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης που ρυθμίζονται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014ή εάν παρέχονται ως ασφάλεια δυνάμει των προϋποθέσεων της οδηγίας 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), τα εν λόγω αξιόγραφα θα πρέπει να καταχωρίζονται σε σύστημα λογιστικών εγγραφών ΚΑΤ, ούτως ώστε να διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα σχετικά αξιόγραφα μπορούν να διακανονιστούν σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων. Η ακινητοποίηση και η αποϋλοποίηση δεν θα πρέπει να συνεπάγονται ουδεμία απώλεια δικαιωμάτων για τους κατόχους των αξιογράφων και πρέπει να πραγματοποιούνται με τρόπο που να διασφαλίζει ότι οι κάτοχοι των αξιογράφων μπορούν να επαληθεύουν τα δικαιώματά τους.

(12)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια του διακανονισμού, κάθε συμμετέχων σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που πωλεί ή αγοράζει ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, ήτοι κινητές αξίες, μέσα χρηματαγοράς, μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και δικαιώματα εκπομπής, θα πρέπει να διακανονίζει την οφειλή του την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού.

(13)

Οι μεγαλύτερες περίοδοι διακανονισμού των συναλλαγών κινητών αξιών προκαλούν ασάφεια και αυξημένο κίνδυνο για τους συμμετέχοντες σε συστήματα διακανονισμού αξιογράφων. Οι διαφορετικές περίοδοι διακανονισμού στα διάφορα κράτη μέλη εμποδίζουν την προσέγγιση και αποτελούν πηγή σφαλμάτων για τους εκδότες, τους επενδυτές και τους διαμεσολαβητές. Συνεπώς είναι απαραίτητη η πρόβλεψη μιας κοινής περιόδου διακανονισμού, η οποία θα διευκολύνει τον καθορισμό της προβλεπόμενης ημερομηνίας διακανονισμού και θα διευκολύνει την εφαρμογή μέτρων συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του διακανονισμού. Η προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού συναλλαγών επί κινητών αξιών που πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης ρυθμιζόμενους από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θα πρέπει να είναι το αργότερο η δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά τη διαπραγμάτευση. Για πολύπλοκες πράξεις που περιλαμβάνουν πλείονες συναλλαγές όπως συμφωνίες επαναγοράς ή δανεισμού τίτλων, η απαίτηση αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται στην πρώτη συναλλαγή που συνεπάγεται μεταβίβαση τίτλων. Λόγω του μη τυποποιημένου χαρακτήρα τους, αυτή η απαίτηση δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε συναλλαγές που αποτελούν αντικείμενο ιδιωτικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών αλλά πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης που ρυθμίζονται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή σε συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε διμερή βάση αλλά διαβιβάζονται σε τόπο διαπραγμάτευσης που ρυθμίζεται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Επιπλέον, αυτή η απαίτηση δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στην πρώτη συναλλαγή κατά την οποία οι σχετικές κινητές αξίες υπόκεινται στην αρχική καταχώριση υπό μορφή λογιστικής εγγραφής.

(14)

Τα ΚΑΤ και άλλες υποδομές της αγοράς θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού. Οι σχετικοί κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται ομοιόμορφα και άμεσα στην Ένωση. Συγκεκριμένα, τα ΚΑΤ και άλλες υποδομές της αγοράς θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίσουν διαδικασίες που τους δίνουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την αναστολή τυχόν συμμετεχόντων που προκαλούν συστηματικά αδυναμία διακανονισμού και για τη δημοσιοποίηση της ταυτότητάς τους στο κοινό, εφόσον οι εν λόγω συμμετέχοντες έχουν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους πριν από τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης.

(15)

Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για την αντιμετώπιση περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού είναι να απαιτείται από τους υπερήμερους συμμετέχοντες να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση της αρχικής συμφωνίας. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ομοιόμορφους κανόνες όσον αφορά τις κυρώσεις και ορισμένες πτυχές της αγοράς κάλυψης («buy-in») για όλες τις κινητές αξίες, τα μέσα χρηματαγοράς, τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και τα δικαιώματα εκπομπής, όπως η χρονική στιγμή και η τιμολόγηση. Οι κανόνες αυτοί πρέπει να είναι προσαρμοσμένοι στις ιδιαιτερότητες των διαφόρων αγορών τίτλων, ορισμένων τόπων διαπραγμάτευσης όπως οι αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ όπως ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και ορισμένων σύνθετων πράξεων όπως οι συμφωνίες επαναγοράς ή δανεισμού εξαιρετικά βραχυπρόθεσμων αξιογράφων, προκειμένου να αποφευχθεί ο αρνητικός αντίκτυπος στη ρευστότητα και την αποδοτικότητα των αγορών τίτλων. Οι κανόνες για τη συμμόρφωση προς τη διαδικασία διακανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται με τρόπο που να παρέχει κίνητρα για τον διακανονισμό των συναλλαγών επί όλων των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων έως την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού.

(16)

Οι διαδικασίες και οι κυρώσεις που αφορούν περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού θα πρέπει να είναι αναλογικές προς το εύρος και τη σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης ενώ συγχρόνως θα πρέπει να κλιμακώνονται με τρόπο που να διαφυλάσσει και να προστατεύει τη ρευστότητα των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων. Ειδικότερα, οι δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην παροχή ρευστότητας στις αγορές εντός της Ένωσης, ιδίως σε τίτλους μειωμένης ρευστότητας. Η λήψη μέτρων για την πρόληψη και την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμίας διακανονισμού πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με την ανάγκη διατήρησης και προστασίας της ρευστότητας στους σχετικούς τίτλους. Οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται στους υπερήμερους συμμετέχοντες θα πρέπει εφόσον είναι δυνατόν να πιστώνονται στους μη υπερήμερους πελάτες ως αποζημίωση και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελούν πηγή εσόδων για το ΚΑΤ. Τα ΚΑΤ πρέπει να διαβουλεύονται με τις υποδομές της αγοράς σε σχέση με τις οποίες παρέχουν υπηρεσίες ΚΑΤ σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

(17)

Στις περισσότερες περιπτώσεις μη παράδοσης των χρηματοπιστωτικών μέσων εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού, πρέπει να κινηθεί διαδικασία αγοράς κάλυψης («buy-in»). Ωστόσο, στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων μη ευχερώς ρευστοποιήσιμων, είναι σκόπιμη η παράταση της περιόδου έως την κίνηση της διαδικασίας αγοράς κάλυψης ώστε να διαρκεί εφτά εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο. Η βάση για τον χαρακτηρισμό ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ως μη ευχερώς ρευστοποιήσιμου πρέπει να οριστεί μέσω ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, λαμβάνοντας υπόψη τις αξιολογήσεις που έχουν ήδη γίνει στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Εάν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο χαρακτηριστεί μη ευχερώς ρευστοποιήσιμο βάσει των ανωτέρω, η παραταθείσα προθεσμία για την κίνηση της διαδικασίας αγοράς κάλυψης πρέπει να είναι 7 εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο.

(18)

Είναι σκόπιμο να παρέχεται στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ η ευελιξία να μην εφαρμόζουν τη διαδικασία αγοράς κάλυψης πριν από την παρέλευση 15 ημερών κατά μέγιστο μετά τη διενέργεια της διαπραγμάτευσης, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ρευστότητα τέτοιου είδους αγορών και να καταστεί δυνατή η δραστηριοποίηση ειδικών διαπραγματευτών σε αυτές τις αγορές μειωμένης ρευστότητας. Τα μέτρα συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού που αφορούν ειδικά τις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε αυτές τις αγορές. Όπως αναγνωρίζεται στο υπηρεσιακό έγγραφο εργασίας της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2011, που συνοδεύει την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Σχέδιο δράσης για τη βελτίωση της πρόσβασης των ΜΜΕ σε χρηματοδότηση», η πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές θα πρέπει να αναπτυχθεί εναλλακτικά προς τον τραπεζικό δανεισμό προς τις ΜΜΕ και είναι συνεπώς σκόπιμο να διαμορφωθούν κανόνες για την καλύτερη ικανοποίηση των αναγκών των εν λόγω αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ.

(19)

Τα ΚΑΤ πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιβλέπουν την εκτέλεση της αγοράς κάλυψης ως προς πολλαπλές εντολές διακανονισμού, επί των ίδιων χρηματοπιστωτικών μέσων και με την ίδια ημερομηνία λήξης της περιόδου παράτασης, με στόχο την ελαχιστοποίηση του αριθμού αγορών κάλυψης στον βαθμό που συνάδει με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(20)

Δεδομένου ότι ο κύριος σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να θεσπίσει ορισμένες νομικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται άμεσα στους διαχειριστές αγοράς, οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση καταχώρισης όλων των κινητών αξιών υπό μορφή λογιστικής εγγραφής σε ΚΑΤ, εφόσον οι εν λόγω κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε τόπους διαπραγμάτευσης ρυθμιζόμενους από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή παρέχονται ως ασφάλεια δυνάμει των προϋποθέσεων της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, και την υποχρέωση διακανονισμού των οφειλών τους το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία της διαπραγμάτευσης, και επειδή τα ΚΑΤ είναι υπεύθυνα για τη λειτουργία των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων και για την εφαρμογή μέτρων για την παροχή έγκαιρου διακανονισμού στην Ένωση, είναι απαραίτητο να κατοχυρωθεί η ασφάλεια και η ευρωστία όλων των ΚΑΤ, καθώς και η διαρκής συμμόρφωσή τους με τις αυστηρές οργανωτικές απαιτήσεις, τον κώδικα δεοντολογίας, συμπεριλαμβανομένης της λήψης όλων των εύλογων μέτρων για τον περιορισμό της απάτης και της αμέλειας, και τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Συνεπώς, η θέσπιση ομοιόμορφων και άμεσα εφαρμόσιμων κανόνων σχετικά με την αδειοδότηση και τη συνεχή εποπτεία των ΚΑΤ σχετίζεται άμεσα με τις νομικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους συμμετέχοντες στην αγορά δυνάμει του παρόντος κανονισμού και αποτελεί βασικό επακόλουθό τους. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν κανόνες σχετικά με την αδειοδότηση και την εποπτεία των ΚΑΤ στην ίδια πράξη που ορίζει τις νομικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους συμμετέχοντες στην αγορά.

(21)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκεινται σε σύνολο κοινών απαιτήσεων και προκειμένου να εξαλειφθούν τα υφιστάμενα εμπόδια στον διασυνοριακό διακανονισμό, κάθε ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας θα πρέπει να είναι ελεύθερο να παρέχει τις υπηρεσίες του εντός της εδαφικής επικράτειας της Ένωσης, μεταξύ άλλων μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος. Προκειμένου να διασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών ΚΑΤ από ΚΑΤ σε κράτος μέλος υποδοχής, τα εν λόγω ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκεινται σε ειδική διαδικασία που θεσπίζεται στον παρόντα κανονισμό στις περιπτώσεις που σκοπεύουν να παράσχουν ορισμένες βασικές υπηρεσίες ΚΑΤ που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό ή να ιδρύσουν υποκατάστημα στο κράτος-μέλος υποδοχής.

(22)

Σε μια ευρωπαϊκή αγορά διακανονισμού χωρίς σύνορα, είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν οι αρμοδιότητες των διαφόρων αρχών που εμπλέκονται στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές υπεύθυνες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, στις οποίες θα πρέπει να ανατεθούν οι εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους. Κάθε ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκειται στην αδειοδότηση και εποπτεία της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του, η οποία κατέχει την πλέον κατάλληλη για τον σκοπό αυτό θέση και θα πρέπει να έχει την εξουσία να παρακολουθεί τη λειτουργία των ΚΑΤ σε ημερήσια βάση, να διεξάγει τακτικούς ελέγχους και να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα οσάκις κρίνεται απαραίτητο. Ωστόσο, η εν λόγω αρχή θα πρέπει να διαβουλεύεται σε πρώιμο στάδιο και να συνεργάζεται με άλλες σχετικές αρχές, όπως για παράδειγμα οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία κάθε συστήματος διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση του ΚΑΤ, οι κεντρικές τράπεζες που εκδίδουν τα πλέον κατάλληλα νομίσματα διακανονισμού, κατά περίπτωση, οι σχετικές κεντρικές τράπεζες που ενεργούν ως διακανονιστές για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων και, επίσης, κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές άλλων συλλογικών οντοτήτων. Η συνεργασία αυτή συνεπάγεται ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των οικείων αρχών και την άμεση ενημέρωση των εμπλεκόμενων αρχών σε περίπτωση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που επηρεάζουν τη ρευστότητα και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε κράτος μέλος είναι εγκατεστημένο το ΚΑΤ ή οι συμμετέχοντες σε αυτό.

(23)

Όταν ένα ΚΑΤ παρέχει τις υπηρεσίες του σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τις δραστηριότητες του ΚΑΤ τις οποίες κρίνει συναφείς. Αυτές οι πληροφορίες μπορεί να αφορούν ειδικότερα τις υπηρεσίες που παρέχονται σε χρήστες του ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής, τα μέσα ή τα νομίσματα υπό επεξεργασία και μπορεί να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με δυσμενείς εξελίξεις, με τα αποτελέσματα αξιολογήσεων κινδύνου και με διορθωτικά μέτρα, με σκοπό τον αποτελεσματικό συντονισμό της εποπτείας. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει επίσης να έχει πρόσβαση σε κάθε πληροφορία που υποβάλλεται μέσω περιοδικών εκθέσεων στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής από το ΚΑΤ.

(24)

Σε περίπτωση που το ΚΑΤ παρέχει τις υπηρεσίες του σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένο, μεταξύ άλλων μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος, η κύρια υπεύθυνη για την εποπτεία του εν λόγω ΚΑΤ είναι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής. Εάν οι δραστηριότητες ενός ΚΑΤ σε ένα κράτος μέλος υποδοχής έχουν αποκτήσει ουσιαστική σημασία για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και για την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, οι αρμόδιες και οι σχετικές αρχές των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας για την εποπτεία των δραστηριοτήτων του εν λόγω ΚΑΤ στο κράτος μέλος υποδοχής. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δύναται επίσης να αποφασίσει ότι οι εν λόγω συμφωνίες συνεργασίας θα προβλέπουν πολυμερή συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας συλλογικής φύσης, μεταξύ της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής και των αρμόδιων αρχών και των σχετικών αρχών των εμπλεκόμενων κρατών μελών υποδοχής. Τέτοιου είδους συμφωνίες συνεργασίας ωστόσο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συστήνουν σώματα εποπτών, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Κανένα κράτος μέλος ή ομάδα κρατών μελών δεν πρέπει να υφίσταται άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις ως τόπος λειτουργίας ΚΑΤ και παροχής υπηρεσιών διακανονισμού. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ουδεμία αρχή επιτρέπεται να προβαίνει, άμεσα ή έμμεσα, σε διακρίσεις εις βάρος επιχείρησης άλλου κράτους μέλους. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού, ΚΑΤ κράτους μέλους δεν πρέπει να εμποδίζεται ή να δυσχεραίνεται να προβεί σε διακανονισμό χρηματοπιστωτικών μέσων εκφρασμένων στο νόμισμα άλλου κράτους μέλους ή στο νόμισμα τρίτης χώρας.

(25)

Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία την υποχρέωση θέσπισης ειδικού νομικού πλαισίου για την καθημερινή συνεργασία σε εθνικό επίπεδο μεταξύ της αρμόδιας αρχής του ΚΑΤ και άλλων σχετικών αρχών. Το εν λόγω εθνικό νομικό πλαίσιο θα πρέπει να είναι συμβατό με τις κατευθύνσεις που ενδεχομένως εκδίδει η ΕΑΚΑΑ βάσει του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τις πρακτικές εποπτείας και τη συνεργασία μεταξύ των αρχών.

(26)

Οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο εμπίπτει στον ορισμό ενός ΚΑΤ πρέπει να αδειοδοτηθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές πριν ξεκινήσει τις δραστηριότητές του. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα, ένα ΚΑΤ θα πρέπει να ορίζεται με σημείο αναφοράς ορισμένες βασικές υπηρεσίες, δηλαδή υπηρεσίες διακανονισμού, που συνεπάγονται τη διαχείριση συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, συμβολαιογραφικές υπηρεσίες και υπηρεσίες κεντρικής διατήρησης λογαριασμών αξιογράφων. Ένα ΚΑΤ θα πρέπει τουλάχιστον να διαχειρίζεται ένα σύστημα διακανονισμού αξιογράφων και να παρέχει μία ακόμη βασική υπηρεσία. Ο ανωτέρω συνδυασμός είναι απαραίτητος προκειμένου τα ΚΑΤ να διαδραματίζουν τον ρόλο τους στον διακανονισμό αξιογράφων και να διασφαλίζουν την ακεραιότητα μιας έκδοσης αξιογράφων. Από τον παρόντα ορισμό εξαιρούνται οι οντότητες που δεν διαχειρίζονται συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, όπως οι υπεύθυνοι μητρώου, οι φορείς μεταβίβασης ή οι δημόσιες αρχές και φορείς που είναι υπεύθυνοι για το σύστημα μητρώου που έχει καθιερωθεί δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ ή οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που διέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(27)

Τα ΚΑΤ θα πρέπει να διαθέτουν σχέδια αποκατάστασης λειτουργίας για να διασφαλίσουν τη συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών τους. Με την επιφύλαξη της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν τη θέσπιση επαρκούς σχεδίου ανάκαμψης και ότι αυτό διατηρείται για κάθε ΚΑΤ σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία.

(28)

Προκειμένου να παρέχονται αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με την κλίμακα του διακανονισμού αξιογράφων εκτός συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων και να διασφαλίζεται ότι οι κίνδυνοι που ανακύπτουν μπορούν να παρακολουθούνται και να αντιμετωπίζονται, κάθε ίδρυμα εκτός των ΚΑΤ το οποίο αναλαμβάνει τον διακανονισμό συναλλαγών επί αξιογράφων εκτός συστήματος διακανονισμού αξιογράφων θα πρέπει να γνωστοποιεί τις εν λόγω δραστηριότητές του στις αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές στις οποίες απευθύνεται η εν λόγω γνωστοποίηση πρέπει στη συνέχεια να διαβιβάζουν τις σχετικές πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ και να ειδοποιούν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με κάθε δυνητικό κίνδυνο που προκύπτει από τις ανωτέρω δραστηριότητες διακανονισμού. Από την πλευρά της, η ΕΑΚΑΑ πρέπει να παρακολουθεί τις εν λόγω δραστηριότητες διακανονισμού και να λαμβάνει υπόψη τους δυνητικούς κινδύνους που αυτές δημιουργούν.

(29)

Προκειμένου να αποφευχθεί η ανάληψη κινδύνων από τα ΚΑΤ σε άλλες δραστηριότητες εκτός από αυτές που υπόκεινται σε αδειοδότηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού, τα ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας θα πρέπει να περιορίζουν τις δραστηριότητές τους στην παροχή των υπηρεσιών που καλύπτονται από την άδεια ή έχουν κοινοποιηθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού και δεν θα πρέπει να έχουν συμμετοχή, όπως αυτή ορίζεται στον παρόντα κανονισμό με αναφορά στην οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), ή ενδεχόμενη κατοχή, άμεση ή έμμεση, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου σε άλλα ιδρύματα, εκτός αυτών που παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες, εκτός εάν η συμμετοχή αυτή έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές των ΚΑΤ λόγω του ότι δεν αυξάνει σημαντικά το προφίλ κινδύνου των ΚΑΤ.

(30)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η ασφαλής λειτουργία των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων, τα εν λόγω συστήματα θα πρέπει να τελούν υπό τη διαχείριση μόνο των ΚΑΤ ή των κεντρικών τραπεζών που λειτουργούν ως ΚΑΤ που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό.

(31)

Με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων της φορολογικής νομοθεσίας των κρατών μελών, θα πρέπει να επιτρέπεται στα ΚΑΤ να παρέχουν υπηρεσίες επικουρικές ως προς τις βασικές τους υπηρεσίες, οι οποίες συμβάλλουν στην ενίσχυση της ασφάλειας, της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας των αγορών κινητών αξιών και δεν συνεπάγονται αδικαιολόγητους κινδύνους για τις βασικές τους υπηρεσίες. Οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να αναφέρονται απλώς ενδεικτικά στον παρόντα κανονισμό προκειμένου να μπορέσουν τα ΚΑΤ να ανταποκριθούν στις μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς. Η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών όταν αφορά παρακράτηση φόρου στην πηγή και υποχρεώσεις αναφοράς στις φορολογικές αρχές, θα εξακολουθήσει να διενεργείται σύμφωνα με τη νομοθεσία των οικείων κρατών μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 114 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, η εξουσία για την έγκριση μέτρων δυνάμει του άρθρου 114 παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στις φορολογικές διατάξεις. Στην απόφασή του της 29ης Απριλίου 2004 στην υπόθεση C-338/01, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (13), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάνθηκε ότι η έκφραση «φορολογικές διατάξεις» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι «καλύπτει όχι μόνον τις διατάξεις που προσδιορίζουν τα υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα, τις φορολογητέες πράξεις, τη βάση επιβολής του φόρου, τους συντελεστές και τις απαλλαγές από αμέσους και εμμέσους φόρους, αλλά και τις διατάξεις τις σχετικές με τον τρόπο εισπράξεως αυτών». Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός δεν καλύπτει τις διαδικασίες για την είσπραξη φόρων για τις οποίες θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί διαφορετική νομική βάση.

(32)

Κάθε ΚΑΤ που επιθυμεί να αναθέσει μια βασική υπηρεσία σε τρίτους ή να παράσχει μια νέα βασική υπηρεσία ή επικουρική υπηρεσία που δεν παρατίθεται στον παρόντα κανονισμό, να χρησιμοποιήσει ένα διαφορετικό σύστημα διακανονισμού αξιογράφων, να χρησιμοποιήσει άλλο διακανονιστή ή να δημιουργήσει συνδέσεις ΚΑΤ που συνεπάγονται σημαντικούς κινδύνους θα πρέπει να υποβάλει αίτηση χορήγησης άδειας, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία με αυτήν που απαιτείται για την αρχική χορήγηση άδειας, με την εξαίρεση ότι η αρμόδια αρχή θα πρέπει να ενημερώσει το αιτούν ΚΑΤ εντός τριών μηνών σχετικά με τη χορήγηση της άδειας ή την απόρριψη της αίτησης. Ωστόσο, οι συνδέσεις ΚΑΤ που δεν συνεπάγονται σημαντικούς κινδύνους ή οι διαλειτουργικές συνδέσεις ΚΑΤ που αναθέτουν τις υπηρεσίες τους που αφορούν αυτές τις διαλειτουργικές συνδέσεις σε δημόσιους φορείς, όπως τα μέλη του ΕΣΚΤ, δεν πρέπει να υπόκεινται σε υποχρέωση προηγούμενης αδειοδότησης αλλά θα πρέπει να κοινοποιούνται από τα ενδιαφερόμενα ΚΑΤ στις αρμόδιες αρχές τους.

(33)

Όταν ένα ΚΑΤ σκοπεύει να επεκτείνει τις υπηρεσίες του σε επικουρικές υπηρεσίες μη τραπεζικού τύπου οι οποίες παρατίθενται ρητά στον παρόντα κανονισμό και δεν συνεπάγονται αύξηση του προφίλ κινδύνου του ΚΑΤ, θα πρέπει να είναι σε θέση να προβεί σε αυτή την ενέργεια κατόπιν κοινοποίησης προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής του.

(34)

Τα ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα θα πρέπει να μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Ένωση μεταξύ άλλων μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος. Προκειμένου να διασφαλίζεται κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών ΚΑΤ από ΚΑΤ τρίτης χώρας, τα εν λόγω ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκεινται σε αναγνώριση της ΕΑΚΑΑ εάν σκοπεύουν να παράσχουν ορισμένες υπηρεσίες που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό ή να ιδρύσουν υποκατάστημα στην Ένωση. Όταν δεν υπάρχει τέτοια αναγνώριση, τα ΚΑΤ τρίτων χωρών θα πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν συνδέσεις με ΚΑΤ εγκατεστημένα στην Ένωση, υπό τον όρο ότι η αντίστοιχη αρμόδια αρχή δεν αντιτίθεται σε κάτι τέτοιο. Λόγω του παγκόσμιου χαρακτήρα των χρηματοπιστωτικών αγορών, η ΕΑΚΑΑ είναι ο καταλληλότερος φορέας για την αναγνώριση ΚΑΤ τρίτων χωρών. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να αναγνωρίζει ΚΑΤ τρίτων χωρών μόνον εάν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπόκεινται σε νομικό και εποπτικό πλαίσιο ουσιαστικά ισοδύναμο με αυτό που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, εάν υπόκεινται σε αποτελεσματική αδειοδότηση, επίβλεψη και εποπτεία στη χώρα εγκατάστασής τους και εάν έχουν θεσπιστεί συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών και των σχετικών αρχών των ΚΑΤ. Η αναγνώριση από την ΕΑΚΑΑ παρέχεται υπό την προϋπόθεση αποτελεσματικής ισοδύναμης αναγνώρισης ισοδυναμίας του πλαισίου προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζεται για τα ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση και έχουν αδειοδοτηθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(35)

Λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα και τον συστημικό χαρακτήρα των ΚΑΤ και των υπηρεσιών που παρέχουν, διαφανείς κανόνες διακυβέρνησης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η ανώτατη διοίκηση, τα μέλη του διοικητικού οργάνου, οι μέτοχοι και οι συμμετέχοντες που είναι σε θέση να ασκούν έλεγχο όπως ορίζεται βάσει οδηγίας 2013/34/ΕΕ, στη λειτουργία του ΚΑΤ, είναι κατάλληλοι για τη διασφάλιση υγιούς και συνετής διαχείρισης του ΚΑΤ.

(36)

Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν διάφορες δομές διακυβέρνησης. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για ενιαίο και/ή διπλό διοικητικό συμβούλιο. Οι ορισμοί που χρησιμοποιούνται στον παρόντα κανονισμό αποσκοπούν θα πρέπει να καλύπτουν όλες τις υφιστάμενες δομές χωρίς να συνηγορούν υπέρ κάποιας συγκεκριμένης δομής και να είναι καθαρά λειτουργικοί για τον στόχο της διατύπωσης κανόνων που αποσκοπούν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα ανεξαρτήτως του εθνικού εταιρικού δικαίου που εφαρμόζεται στα ιδρύματα εκάστου κράτους μέλους. Ως εκ τούτου οι ορισμοί δεν θα πρέπει να θίγουν τη γενική κατανομή αρμοδιοτήτων δυνάμει του εθνικού εταιρικού δικαίου.

(37)

Διαφανείς κανόνες διακυβέρνησης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των μετόχων, της διοίκησης και του προσωπικού των ΚΑΤ, αφενός, και τα συμφέροντα των χρηστών τους οποίους εξυπηρετούν σε τελική ανάλυση τα ΚΑΤ, αφετέρου. Οι εν λόγω αρχές διακυβέρνησης θα πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του μοντέλου ιδιοκτησίας που έχει υιοθετήσει το ΚΑΤ. Θα πρέπει να συσταθούν επιτροπές χρηστών για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση του ΚΑΤ, ώστε να προσφέρεται στους χρήστες η ευκαιρία να ενημερώνουν το διοικητικό όργανο του ΚΑΤ σχετικά με τα βασικά ζητήματα που τους αφορούν και θα πρέπει να τους διατεθούν τα μέσα που χρειάζονται για να ανταποκριθούν στον ρόλο τους. Τα συμφέροντα διαφορετικών χρηστών των ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων των κατόχων διαφορετικών τύπων αξιογράφων, πρέπει να εκπροσωπούνται στην κοινότητα των χρηστών.

(38)

Τα ΚΑΤ πρέπει να μπορούν να προβαίνουν σε εξωτερική ανάθεση της λειτουργίας των υπηρεσιών τους υπό τον όρο να διαχειρίζονται τους κινδύνους που απορρέουν από την εν λόγω ανάθεση. Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία των καθηκόντων που ανατίθενται στα ΚΑΤ, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαγορεύει στα ΚΑΤ να μεταβιβάζουν τις ευθύνες τους σε τρίτους μέσω εξωτερικής ανάθεσης των δραστηριοτήτων τους σε τρίτους βάσει σύμβασης. Η εξωτερική ανάθεση των εν λόγω δραστηριοτήτων θα πρέπει να υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις που διατηρούν την ευθύνη των ΚΑΤ για τις δραστηριότητές τους και διασφαλίζουν ότι δεν υπονομεύεται η εποπτεία των ΚΑΤ. Η εξωτερική ανάθεση των δραστηριοτήτων ενός ΚΑΤ σε δημόσιους φορείς μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εξαιρείται από τις ανωτέρω απαιτήσεις.

(39)

Ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη που επιτρέπουν συστήματα άμεσης διακράτησης τίτλων να προβλέπουν στην εσωτερική τους νομοθεσία ότι άλλα μέρη εκτός των ΚΑΤ επιτελούν ή μπορούν να επιτελέσουν ορισμένα καθήκοντα, τα οποία σε ορισμένα άλλα είδη συστημάτων διακράτησης τίτλων επιτελούνται συνήθως από τα ΚΑΤ και να καθορίζουν με ποιόν τρόπο θα πρέπει να ασκούνται αυτά τα καθήκοντα. Ειδικότερα, σε ορισμένα κράτη μέλη οι διαχειριστές λογαριασμών ή οι συμμετέχοντες σε συστήματα διακανονισμού αξιογράφων υπό τη διαχείριση τα ΚΑΤ, καταχωρίζουν εγγραφές σε λογαριασμούς αξιογράφων που τηρούνται από τα ΚΑΤ χωρίς απαραίτητα να είναι οι ίδιοι πάροχοι των λογαριασμών. Με δεδομένη την ανάγκη για ασφάλεια δικαίου σχετικά με τις εγγραφές που πραγματοποιούνται σε λογαριασμούς σε επίπεδο ΚΑΤ, ο ειδικός ρόλος που διαδραματίζουν τα εν λόγω άλλα μέρη θα πρέπει να αναγνωριστεί από τον παρόντα κανονισμό. Θα πρέπει λοιπόν να είναι δυνατόν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και με την επιφύλαξη αυστηρών κανόνων που προβλέπει ο νόμος, είτε να κατανέμεται η ευθύνη μεταξύ του ΚΑΤ και του συγκεκριμένου άλλου μέρους ή να προβλέπεται η αποκλειστική ευθύνη του άλλου μέρους για ορισμένες πτυχές που άπτονται της τήρησης λογαριασμών αξιογράφων σε ανώτατο επίπεδο με την προϋπόθεση ότι το άλλο μέρος υπόκειται σε κατάλληλη ρύθμιση και εποπτεία. Δεν πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί ως προς τον βαθμό καταμερισμού της ευθύνης.

(40)

Οι κανόνες δεοντολογίας θα πρέπει να προβλέπουν τη διαφάνεια στις σχέσεις του ΚΑΤ με τους χρήστες του. Συγκεκριμένα, ένα ΚΑΤ θα πρέπει να θεσπίζει και να δημοσιοποιεί διαφανή, αντικειμενικά και αμερόληπτα κριτήρια για τη συμμετοχή στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων, τα οποία θα επιτρέπουν τον περιορισμό της πρόσβασης των συμμετεχόντων μόνον λόγω των συνεπαγόμενων κινδύνων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ένα γρήγορο και κατάλληλο διορθωτικό μέτρο για την αντιμετώπιση τυχόν αδικαιολόγητης άρνησης των ΚΑΤ να παράσχουν τις υπηρεσίες τους σε συμμετέχοντες. Τα ΚΑΤ θα πρέπει να δημοσιεύουν τις τιμές και τις χρεώσεις για τις υπηρεσίες τους. Προκειμένου να παρέχει ανοιχτή πρόσβαση χωρίς διακρίσεις στις υπηρεσίες ΚΑΤ και δεδομένης της σημαντικής ισχύος στην αγορά που απολαμβάνουν ακόμη τα ΚΑΤ στην επικράτεια των κρατών μελών τους, ένα ΚΑΤ δεν επιτρέπεται να αποκλίνει από τη δημοσιευμένη του πολιτική τιμολόγησης για τις βασικές υπηρεσίες του και θα πρέπει να τηρεί χωριστούς λογαριασμούς για τα έξοδα και τα έσοδα που σχετίζονται με κάθε μία από τις βασικές του υπηρεσίες και με τις επικουρικές του υπηρεσίες. Οι εν λόγω διατάξεις συμμετοχής συμπληρώνουν και ενισχύουν το δικαίωμα των συμμετεχόντων στην αγορά να χρησιμοποιούν σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους όπως προβλέπεται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ.

(41)

Προκειμένου να διευκολύνουν την αποτελεσματική καταχώρηση, διακανονισμό και πληρωμή, τα ΚΑΤ θα πρέπει, κατά τις διαδικασίες επικοινωνίας τους με τους συμμετέχοντες και με τις υποδομές της αγοράς με τις οποίες συνδέονται, να ακολουθούν τις σχετικές διεθνείς ανοικτές διαδικασίες επικοινωνίας και τα πρότυπα ανταλλαγής μηνυμάτων και δεδομένων αναφοράς.

(42)

Λαμβάνοντας υπόψη τον κεντρικό ρόλο των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τα ΚΑΤ θα πρέπει, κατά την παροχή των υπηρεσιών τους, να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διασφάλιση του έγκαιρου διακανονισμού των συναλλαγών αξιογράφων και της ακεραιότητας της έκδοσης αξιογράφων. Ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να παρεμβαίνει στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών που ρυθμίζουν τις διακρατήσεις τίτλων και στις ρυθμίσεις για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας των εκδόσεων αξιογράφων. Ωστόσο, προκειμένου να ενισχύσει την προστασία των συμμετεχόντων σε ΚΑΤ και των πελατών τους, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαιτεί από τα ΚΑΤ να διαχωρίζουν τους λογαριασμούς αξιογράφων που τηρούνται για κάθε συμμετέχοντα και να παρέχουν, κατόπιν αιτήματος, περαιτέρω διαχωρισμό των λογαριασμών των πελατών των συμμετεχόντων, ο οποίος θα μπορούσε να διατεθεί μόνο με υψηλότερο κόστος που θα επιβάρυνε τους πελάτες των συμμετεχόντων που θα ζητούσαν περαιτέρω διαχωρισμό. Τα KAT και οι συμμετέχοντές τους πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν τόσο συνολικό διαχωρισμό πελατών όσο και διαχωρισμό ανά πελάτη προκειμένου οι πελάτες να μπορούν να επιλέξουν τον βαθμό διαχωρισμού που κρίνουν ότι αντιστοιχεί στις ανάγκες τους.

Μοναδική εξαίρεση από την ανωτέρω υποχρέωση θα πρέπει να είναι η περίπτωση στην οποία, λόγω άλλων απαιτήσεων δημόσιας πολιτικής, κυρίως σε σχέση με την αποδοτική και διαφανή είσπραξη φόρων, το ΚΑΤ και οι συμμετέχοντές του οφείλουν να παρέχουν διαχωρισμό ανά πελάτη για φυσικά πρόσωπα με ιθαγένεια και τόπο διαμονής ή για νομικά πρόσωπα με εγκατάσταση σε κράτος μέλος όπου, κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού, ο εν λόγω διαχωρισμός ανά πελάτη είναι υποχρεωτικός βάσει της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους δυνάμει της οποίας έχουν συσταθεί τα αξιόγραφα και μόνον για φυσικά πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους ή διαμένουν εκεί, ή για νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα στο εν λόγω κράτος μέλος. Τα ΚΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω απαιτήσεις εφαρμόζονται ξεχωριστά σε κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζονται. Με την επιφύλαξη της παροχής επικουρικών υπηρεσιών, τα ΚΑΤ δεν πρέπει να χρησιμοποιούν για ίδιο λογαριασμό αξιόγραφα που ανήκουν σε κάποιον συμμετέχοντα εκτός εάν έχουν λάβει σχετική ρητή εξουσιοδότηση από τον εν λόγω συμμετέχοντα και σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν για ίδιο λογαριασμό αξιόγραφα που δεν τους ανήκουν. Επιπλέον, τα ΚΑΤ πρέπει να υποχρεώνουν τους συμμετέχοντές τους να εξασφαλίζουν εκ των προτέρων κάθε απαραίτητη συγκατάθεση από τους πελάτες τους.

(43)

Η οδηγία 98/26/ΕΚ προβλέπει ότι οι εντολές μεταβίβασης που εισάγονται στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων σύμφωνα με τους κανόνες αυτών των συστημάτων θα πρέπει να είναι νομικώς εκτελεστές και δεσμευτικές έναντι τρίτων. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 98/26/ΕΚ δεν αναφέρεται συγκεκριμένα στα ΚΑΤ που διαχειρίζονται συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει για λόγους σαφήνειας, να απαιτεί από τα ΚΑΤ να καθορίζουν τη χρονική στιγμή ή τις χρονικές στιγμές κατά τις οποίες οι εντολές μεταβίβασης εισάγονται στα συστήματά τους και καθίστανται αμετάκλητες σύμφωνα με τους κανόνες της εν λόγω οδηγίας. Επιπλέον, προκειμένου να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου, τα ΚΑΤ θα πρέπει να κοινοποιούν στους συμμετέχοντες τη χρονική στιγμή κατά την οποία η μεταβίβαση αξιογράφων ή χρηματικών ποσών σε ένα σύστημα διακανονισμού αξιογράφων είναι νομικά εκτελεστή και δεσμευτική έναντι τρίτων, σύμφωνα, κατά περίπτωση, με τους κανόνες που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία. Τα ΚΑΤ θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι μεταβιβάσεις αξιογράφων και χρηματικών ποσών καθίστανται νομικά εκτελεστές και δεσμευτικές έναντι τρίτων το αργότερο κατά το τέλος της εργάσιμης ημέρας της πραγματικής ημερομηνίας διακανονισμού.

(44)

Προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι διακανονισμού που οφείλονται στην αφερεγγυότητα του διακανονιστή, τα ΚΑΤ θα πρέπει να διακανονίζουν, όποτε αυτό είναι εφικτό και πρακτικό, το χρηματικό σκέλος της συναλλαγής αξιογράφων μέσω λογαριασμών σε κεντρική τράπεζα. Εάν αυτή η επιλογή δεν είναι πρακτική και εφικτή, το ΚΑΤ θα πρέπει να μπορεί να διακανονίζει μέσω λογαριασμών σε πιστωτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί δυνάμει των προϋποθέσεων της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) και με την επιφύλαξη ειδικής διαδικασίας αδειοδότησης και απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον τίτλο IV του παρόντος κανονισμού.

(45)

Τραπεζικές δραστηριότητες επικουρικές σε σχέση με τον διακανονισμό οι οποίες ενέχουν πιστωτικούς κινδύνους και κινδύνους ρευστότητας θα πρέπει να αναλαμβάνονται αποκλειστικά από ΚΑΤ ή να ανατίθενται σε οντότητες που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν τραπεζικές υπηρεσίες επικουρικές σε σχέση με τον διακανονισμό, όπως προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(46)

Προκειμένου να κατοχυρωθεί η αποτελεσματικότητα που προκύπτει από την παροχή τόσο υπηρεσιών ΚΑΤ όσο και τραπεζικών υπηρεσιών εντός του ιδίου ομίλου επιχειρήσεων, οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να εμποδίζουν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με το ΚΑΤ. Είναι σκόπιμο να προβλεφθούν ρυθμίσεις βάσει των οποίων μπορεί να επιτρέπεται στα ΚΑΤ να παρέχουν, στους συμμετέχοντες σε αυτά και σε άλλες οντότητες, επικουρικές υπηρεσίες μέσα από την ίδια νομική οντότητα ή μέσα από ξεχωριστή νομική οντότητα η οποία μπορεί να είναι μέρος του ιδίου ομίλου επιχειρήσεων που εντέλει ελέγχεται ή όχι από την ίδια μητρική επιχείρηση. Όταν πιστωτικό ίδρυμα που δεν είναι κεντρική τράπεζα ενεργεί ως διακανονιστής, θα πρέπει να μπορεί να παρέχει στους συμμετέχοντες του ΚΑΤ τις υπηρεσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, οι οποίες καλύπτονται από την άδεια, αλλά δεν θα πρέπει να παρέχει άλλες τραπεζικές υπηρεσίες από την ίδια νομική οντότητα, προκειμένου να περιορίζονται οι κίνδυνοι έκθεσης του συστήματος διακανονισμού στους κινδύνους που απορρέουν από την πτώχευση του πιστωτικού ιδρύματος.

(47)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2013/36/ΕΕ δεν εξετάζει συγκεκριμένα τον ενδοημερήσιο πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας που προκύπτουν από την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών επικουρικών σε σχέση με τον διακανονισμό, τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ΚΑΤ που παρέχουν τις ανωτέρω υπηρεσίες θα πρέπει να υπόκεινται επίσης σε ειδικές, αυξημένες απαιτήσεις μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένης πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης βάσει κινδύνου η οποία αντικατοπτρίζει τους σχετικούς κινδύνους. Αυτές οι αυξημένες απαιτήσεις μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας πρέπει να συνάδουν με τα παγκόσμια πρότυπα για τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών και με τις αρχές που διατυπώνονται στο έγγραφο «Monitoring Indicators for Intraday Liquidity Management» που δημοσίευσε τον Απρίλιο του 2013 η Επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας.

(48)

Ορισμένα ΚΑΤ που λειτουργούν επίσης ως πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται στις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων και υποβολής εκθέσεων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα και προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ. Δεδομένης της συστηματικής σημασίας αυτών των ΚΑΤ κρίνεται δέον να υπόκεινται στις πλέον αυστηρές απαιτήσεις που προβλέπει το ενωσιακό δίκαιο, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο σωρευτικής εφαρμογής διαφορετικών ενωσιακών κανόνων, για παράδειγμα όσον αφορά τις απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σχετικά με τα ίδια κεφάλαια. Σε κάθε τομέα όπου διαπιστώνεται ότι ο κίνδυνος αλληλεπικάλυψης των απαιτήσεων είναι υπαρκτός, η ΕΑΚΑΑ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) (ΕΑΤ) πρέπει να γνωμοδοτούν επί της δέουσας εφαρμογής των ενωσιακών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 αντίστοιχα.

(49)

Επιπλέον των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η οδηγία 2013/36/ΕΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ΚΑΤ πρέπει να υπόκεινται σε πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση η οποία να αντικατοπτρίζει τους κινδύνους, όπως τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας, που απορρέουν από την παροχή ενδοημερήσιας πίστωσης μεταξύ άλλων στους συμμετέχοντες συστήματος διακανονισμού αξιογράφων ή σε άλλους χρήστες των υπηρεσιών των ΚΑΤ.

(50)

Προκειμένου να διασφαλιστεί πλήρης συμμόρφωση προς ειδικά μέτρα που έχουν σκοπό τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν από τα ΚΑΤ να ορίζουν ως διακανονιστές περισσότερα του ενός πιστωτικά ιδρύματα, όποτε είναι σε θέση να αποδείξουν, βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, ότι η έκθεση ενός πιστωτικού ιδρύματος στη συγκέντρωση πιστωτικών κινδύνων και κινδύνων ρευστότητας δεν έχει επαρκώς μετριασθεί. Τα ΚΑΤ θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν περισσότερα του ενός πιστωτικά ιδρύματα.

(51)

Η εποπτεία της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν ορισθεί ως διακανονιστές ή των ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια παροχής τραπεζικών υπηρεσιών επικουρικών σε σχέση με τον διακανονισμό με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τις ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ανατεθεί στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των εποπτικών προτύπων, είναι δέον οι τραπεζικές υπηρεσίες των ΚΑΤ οι οποίες, λόγω της κλίμακας και της φύσης τους, είναι δυνατόν να προκαλέσουν σημαντικό κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης να υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου (17) σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

(52)

Το πιστωτικό ίδρυμα ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια να παρέχει τραπεζικές υπηρεσίες επικουρικές σε σχέση με τον διακανονισμό θα πρέπει να συμμορφώνεται με κάθε υφιστάμενη ή μελλοντική ενωσιακή νομοθεσία που εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και κάθε άλλης μελλοντικής νομοθετικής πράξης της Ένωσης σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

(53)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ικανοποιητικό επίπεδο ασφάλειας και συνέχειας των παρεχόμενων υπηρεσιών, τα ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκεινται σε ειδικές, ομοιόμορφες και άμεσα εφαρμόσιμες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και κεφαλαιακής επάρκειας που μετριάζουν όντως τους νομικούς, λειτουργικούς και επενδυτικούς κινδύνους.

(54)

Η ασφάλεια των συμφωνιών σύνδεσης μεταξύ ΚΑΤ θα πρέπει να υπόκειται σε ειδικές απαιτήσεις, ώστε να είναι δυνατή η πρόσβαση των αντίστοιχων συμμετεχόντων σε άλλα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων. Η παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου από χωριστή νομική οντότητα δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα ΚΑΤ να είναι αποδέκτες των εν λόγω υπηρεσιών, ιδίως όταν συμμετέχουν σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση άλλου ΚΑΤ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μειώνεται δεόντως κάθε πιθανός κίνδυνος που απορρέει από τις συμφωνίες σύνδεσης, όπως οι πιστωτικοί κίνδυνοι, οι κίνδυνοι ρευστότητας, οι οργανωτικοί κίνδυνοι ή κάθε άλλος σχετικός κίνδυνος για τα ΚΑΤ. Όσον αφορά τις διαλειτουργικές συνδέσεις, είναι σημαντικό τα συνδεδεμένα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων να προβλέπουν πανομοιότυπους χρόνους εισαγωγής των εντολών μεταβίβασης στο σύστημα και το αμετάκλητο παρόμοιων διαταγών μεταβιβάσεων και να χρησιμοποιούν ισοδύναμους κανόνες όσον αφορά τον χρόνο που οι μεταβιβάσεις αξιογράφων και μετρητών καθίσταται αμετάκλητες. Οι ίδιες αρχές θα πρέπει να εφαρμόζονται στα ΚΑΤ που χρησιμοποιούν κοινή υποδομή τεχνολογίας πληροφοριών για τον διακανονισμό.

(55)

Προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να εποπτεύουν αποτελεσματικά τις δραστηριότητες των ΚΑΤ, τα ΚΑΤ πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις τήρησης αρχείων. Τα ΚΑΤ θα πρέπει να διατηρούν για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών όλα τα αρχεία και τα δεδομένα που αφορούν όλες τις υπηρεσίες που παρέχουν, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων των συναλλαγών για υπηρεσίες διαχείρισης ασφαλειών οι οποίες περιλαμβάνουν τη διεκπεραίωση συμφωνιών επαναγοράς ή δανεισμού αξιογράφων. Τα ΚΑΤ ενδέχεται να χρειαστεί να ορίσουν έναν κοινό μορφότυπο για την υποβολή των στοιχείων των συναλλαγών από τους πελάτες τους προκειμένου να τηρηθεί η ανωτέρω απαίτηση τήρησης αρχείων, σε συμμόρφωση με κάθε σχετικό ρυθμιστικό και εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(56)

Σε πολλά κράτη μέλη οι εκδότες υποχρεούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας να εκδίδουν συγκεκριμένα είδη τίτλων, ιδίως μετοχές, εντός των εθνικών τους ΚΑΤ. Προκειμένου να αρθεί αυτό το εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της μετασυναλλακτικής («post-trading») αγοράς της Ένωσης και να μπορούν οι εκδότες να επιλέγουν τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης των τίτλων τους, οι εκδότες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν οιοδήποτε ΚΑΤ εγκατεστημένο στην Ένωση για την καταχώριση των τίτλων τους και την παροχή κάθε χρήσιμης υπηρεσίας ΚΑΤ. Καθώς η εναρμόνιση των εθνικών εταιρικών δικαίων δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα εν λόγω εθνικά εταιρικά δίκαια και άλλες παρεμφερείς νομοθεσίες βάσει των οποίων συστήνονται οι τίτλοι πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν και να ληφθεί μέριμνα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι απαιτήσεις των εν λόγω εθνικών εταιρικών δικαίων και άλλων παρεμφερών νομοθεσιών θα μπορούν να τηρηθούν όταν επιλέγεται το κατάλληλο ΚΑΤ. Τα εν λόγω εθνικά εταιρικά δίκαια και άλλες παρεμφερείς νομοθεσίες βάσει των οποίων συστήνονται οι τίτλοι διέπουν τη σχέση μεταξύ του εκδότη και των κατόχων των τίτλων ή άλλων τρίτων, καθώς και τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις που συνδέονται με τους τίτλους όπως τα δικαιώματα ψήφου, τα μερίσματα και οι εταιρικές πράξεις. Η άρνηση παροχής υπηρεσιών σε εκδότη θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον βάσει συνολικής ανάλυσης των κινδύνων ή εάν το συγκεκριμένο ΚΑΤ δεν προσφέρει υπηρεσίες έκδοσης για τίτλους που συστήνονται βάσει του εταιρικού δικαίου ή άλλης παρόμοιας νομοθεσίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ένα γρήγορο και κατάλληλο διορθωτικό μέσο για την αντιμετώπιση τυχόν αδικαιολόγητης άρνησης των ΚΑΤ να παράσχουν τις υπηρεσίες τους σε εκδότες.

(57)

Ενόψει της αύξησης των διασυνοριακών διακρατήσεων και μεταβιβάσεων τίτλων δυνάμει του παρόντος κανονισμού, είναι εξαιρετικά επείγον και σημαντικό να θεσπιστούν στο πλαίσιο της μελλοντικής ενωσιακής νομοθεσίας για το δίκαιο των αξιογράφων σαφείς κανόνες για το εφαρμοστέο δίκαιο όσον αφορά την κυριότητα επί των τίτλων που διακρατούνται σε λογαριασμούς που τηρούν τα ΚΑΤ. Ωστόσο αυτό είναι ένα οριζόντιο θέμα που εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και θα ήταν δυνατόν να ρυθμιστεί με μελλοντικές ενωσιακές νομοθετικές πράξεις.

(58)

Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας για την εκκαθάριση και τον διακανονισμό, της 7ης Νοεμβρίου 2006 διαμόρφωσε ένα εθελοντικό πλαίσιο που επιτρέπει την πρόσβαση μεταξύ των ΚΑΤ και άλλων υποδομών της αγοράς. Ωστόσο, ο μετασυναλλακτικός τομέας παραμένει κατακερματισμένος σε εθνικές αγορές, καθιστώντας τις διασυνοριακές συναλλαγές αδικαιολόγητα δαπανηρές. Είναι απαραίτητο να θεσπιστούν ομοιόμορφες προϋποθέσεις για τις συνδέσεις μεταξύ των ΚΑΤ και για την πρόσβαση μεταξύ των ΚΑΤ και άλλων υποδομών της αγοράς. Προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στα ΚΑΤ να παρέχουν στους συμμετέχοντες σε αυτά πρόσβαση σε άλλες αγορές, θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να καταστούν συμμετέχοντες σε άλλα ΚΑΤ ή να ζητούν από άλλα ΚΑΤ να αναπτύξουν ειδικές λειτουργίες για να έχουν πρόσβαση σε αυτές. Αυτή η πρόσβαση πρέπει να παρέχεται υπό όρους δίκαιους, εύλογους και χωρίς διακρίσεις και η σχετική αίτηση θα πρέπει να απορρίπτεται μόνον εάν απειλεί την ομαλή και εύτακτη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή δημιουργεί συστημικό κίνδυνο. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ένα γρήγορο και κατάλληλο διορθωτικό μέτρο για την αντιμετώπιση κάθε αδικαιολόγητης άρνησης ΚΑΤ να παράσχει πρόσβαση σε άλλο ΚΑΤ. Στις περιπτώσεις που οι συνδέσεις ΚΑΤ προκαλούν σημαντικούς κινδύνους για τον διακανονισμό, θα πρέπει να υπόκεινται στην αδειοδότηση και την αυξημένη εποπτεία των σχετικών αρμόδιων αρχών.

(59)

Τα ΚΑΤ θα πρέπει επίσης να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές από κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους ή τόπους διαπραγμάτευσης και οι εν λόγω υποδομές της αγοράς θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση των ΚΑΤ. Η σχετική αίτηση πρόσβασης μπορεί να απορριφθεί μόνον εάν απειλεί την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή δημιουργεί συστημικό κίνδυνο και δεν είναι δυνατή η απόρριψή της με το αιτιολογικό της απώλειας μεριδίου αγοράς.

(60)

Οι αρχές θα πρέπει να διαθέτουν ένα γρήγορο και κατάλληλο διορθωτικό μέτρο για την αντιμετώπιση τυχόν αδικαιολόγητης άρνησης των ΚΑΤ ή των υποδομών της αγοράς να παράσχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες τους. Ο παρών κανονισμός συμπληρώνει τις διευθετήσεις πρόσβασης που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 μεταξύ των τόπων διαπραγμάτευσης, των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των ΚΑΤ, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς στις μετασυναλλακτικές υπηρεσίες. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξακολουθήσει να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη της μετασυναλλακτικής υποδομής και θα πρέπει, όπου είναι αναγκαίο, να παρεμβαίνει, προκειμένου να αποφεύγεται η εμφάνιση στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

(61)

Ένα υγιές εποπτικό και δεοντολογικό πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού τομέα θα πρέπει να στηρίζεται σε ισχυρά συστήματα εποπτείας και επιβολής κυρώσεων. Για τον σκοπό αυτό, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς εξουσίες δράσης και να μπορούν να στηρίζονται σε αποτρεπτικά συστήματα κυρώσεων που χρησιμοποιούνται έναντι κάθε παράνομης συμπεριφοράς. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 8ης Δεκεμβρίου 2010 με τίτλο «Ενίσχυση των καθεστώτων επιβολής κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών» πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση των υφιστάμενων εξουσιών επιβολής κυρώσεων και της πρακτικής εφαρμογής τους με στόχο την προώθηση της σύγκλισης των κυρώσεων σε όλο το φάσμα των εποπτικών δραστηριοτήτων.

(62)

Κατά συνέπεια, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού των ΚΑΤ, των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν οριστεί ως διακανονιστές, των μελών των διοικητικών οργάνων τους και τυχόν άλλων προσώπων που ελέγχουν τις δραστηριότητές τους ή οποιωνδήποτε άλλων προσώπων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις και λοιπά μέτρα που είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

(63)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτρεπτική δύναμη και η συνεπής εφαρμογή των κυρώσεων σε όλα τα κράτη μέλη, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει κατάλογο των σημαντικότερων διοικητικών κυρώσεων και λοιπών μέτρων που πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους οι αρμόδιες αρχές, την εξουσία επιβολής των εν λόγω κυρώσεων και λοιπών μέτρων σε όλα τα πρόσωπα, νομικά ή φυσικά, που ευθύνονται για μια παράβαση, κατάλογο των σημαντικότερων κριτηρίων για τον προσδιορισμό του επιπέδου και του είδους των ως άνω κυρώσεων και λοιπών μέτρων και συγκεκριμένα επίπεδα διοικητικών προστίμων. Τα διοικητικά πρόστιμα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη παράγοντες όπως τυχόν οικονομικά οφέλη που διαπιστώθηκε ότι προέκυψαν από την παράβαση, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, τυχόν επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες, την ανάγκη αποτρεπτικού χαρακτήρα των διοικητικών προστίμων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να περιλαμβάνουν μια έκπτωση για συνεργασία με την αρμόδια αρχή. Η έγκριση και δημοσίευση των κυρώσεων θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα που ορίζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»), και ιδιαίτερα το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 7), το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 8) και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου (άρθρο 47).

(64)

Για τον εντοπισμό πιθανών παραβιάσεων, θα πρέπει να θεσπιστούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί που να ενθαρρύνουν την καταγγελία στις αρμόδιες αρχές ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβιάσεων του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω μηχανισμοί θα πρέπει να περιλαμβάνουν επαρκείς διασφαλίσεις για τα πρόσωπα που καταγγέλλουν ενδεχόμενες ή πραγματικές παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού και για τα πρόσωπα που κατηγορούνται για τέτοιες παραβιάσεις. Θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλες διαδικασίες ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο κατηγορούμενος απολαύει του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, του δικαιώματος υπεράσπισης και ακρόασης πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης που τον αφορά, καθώς και του δικαιώματος άσκησης πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου εναντίον κάθε απόφασης ή μέτρου που τον αφορά.

(65)

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων του δικαίου των κρατών μελών σχετικά με ποινικές κυρώσεις.

(66)

Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό διέπεται από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18). Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργεί η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19). Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συνάδει με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(67)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται συγκεκριμένα στον Χάρτη, ιδίως τα δικαιώματα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, το δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη, την επιχειρηματική ελευθερία, και πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(68)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού διασφαλίζοντας τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης από τις εθνικές αρμόδιες αρχές και επιλύοντας τις διαφωνίες που προκύπτουν μεταξύ τους.

(69)

Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να υποβάλλει στην Επιτροπή ετήσιες εκθέσεις όπου αξιολογούνται οι τάσεις και οι δυνητικοί κίνδυνοι στις αγορές που καλύπτει ο παρών κανονισμός. Οι εκθέσεις αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον αξιολόγηση των εξής: αποδοτικότητα διακανονισμού, εσωτερικοποιημένος διακανονισμός, διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, λόγοι άρνησης δικαιωμάτων πρόσβασης και κάθε άλλο ουσιώδες εμπόδιο στον ανταγωνισμό στις μετασυναλλακτικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες συμπεριλαμβανομένων όσων εμποδίων απορρέουν από την αθέμιτη χρήση των ρυθμίσεων χορήγησης αδειών, καταλληλότητα των κυρώσεων σε περίπτωση αδυναμίας διακανονισμού και ιδίως ως προς την ανάγκη μεγαλύτερης ευελιξίας στις κυρώσεις για αδυναμία διακανονισμού στην περίπτωση μη ευχερώς ρευστοποιήσιμων χρηματοπιστωτικών μέσων, την εφαρμογή των κανόνων των κρατών μελών σχετικά με την αστική ευθύνη για ζημίες με υπαιτιότητα των ΚΑΤ, προϋποθέσεις για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, απαιτήσεις σχετικά με την προστασία των αξιογράφων των συμμετεχόντων και των πελατών τους, και καθεστώς κυρώσεων· οι εν λόγω εκθέσεις είναι επίσης δυνατόν να περιέχουν, όποτε απαιτείται, συστάσεις για προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να διενεργεί αξιολογήσεις ομοτίμων με αντικείμενο τις δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού, εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου και σε συμμόρφωση με τους κανόνες του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Δεδομένης της συστημικής σημασίας των ΚΑΤ και του γεγονότος ότι ρυθμίζονται για πρώτη φορά σε επίπεδο Ένωσης, κρίνεται σκόπιμο να απαιτηθεί οι εν λόγω αξιολογήσεις ομοτίμων να διενεργούνται αρχικά ανά τριετία τουλάχιστον όσον αφορά την εποπτεία των ΚΑΤ που ασκούν το δικαίωμα παροχής υπηρεσιών ή συμμετοχής σε διαλειτουργική σύνδεση.

(70)

Κρίνεται σκόπιμο και αποδοτικό να αναλάβει η ΕΑΚΑΑ, ως φορέας με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης τεχνογνωσίας στους τομείς των αξιογράφων και των αγορών αξιογράφων, την ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, τα οποία θα υποβληθούν στην Επιτροπή. Κατά περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να συνεργάζεται στενά με τα μέλη του ΕΣΚΤ και της ΕΑΤ.

(71)

Θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ και με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 όσον αφορά τις λεπτομέρειες των μέτρων συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού· την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τον εσωτερικοποιημένο διακανονισμό· τις πληροφορίες και λοιπά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στις αιτήσεις αδειοδότησης ΚΑΤ· τους όρους υπό τους οποίους οι αρμόδιες αρχές των ΚΑΤ δύνανται να εγκρίνουν τις συμμετοχές τους στο κεφάλαιο ορισμένων νομικών οντοτήτων, τις πληροφορίες που ανταλλάσσουν οι διάφορες αρχές κατά την εποπτεία των ΚΑΤ· τις πληροφορίες που το αιτούν ΚΑΤ παρέχει στην ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο της αίτησής του για αναγνώριση· τα στοιχεία των μηχανισμών διακυβέρνησης όσον αφορά τα ΚΑΤ· τις λεπτομέρειες των αρχείων που πρέπει να τηρούνται από τα ΚΑΤ· τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα ΚΑΤ κατά τη διενέργεια συνολικής αξιολόγησης κινδύνων, και από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των λόγων απόρριψης των αιτημάτων πρόσβασης· τα στοιχεία της διαδικασίας για την πρόσβαση των συμμετεχόντων και των εκδοτών στα ΚΑΤ, την πρόσβαση μεταξύ ΚΑΤ και την πρόσβαση μεταξύ των ΚΑΤ και άλλων υποδομών της αγοράς· τα λεπτομερή μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν τα ΚΑΤ για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας μιας έκδοσης· τον μετριασμό των λειτουργικών και επενδυτικών κινδύνων και των κινδύνων που απορρέουν από τις συνδέσεις ΚΑΤ· τις λεπτομέρειες των κεφαλαιακών απαιτήσεων όσον αφορά τα ΚΑΤ· τις λεπτομέρειες της αίτησης χορήγησης άδειας για την παροχή επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών· τις λεπτομέρειες των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας για τα ΚΑΤ και για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν ορισθεί ως διακανονιστές και τα οποία έχουν λάβει άδεια παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών.

(72)

Θα πρέπει επίσης να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα μέσω εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ και το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 όσον αφορά τα τυποποιημένα έντυπα και υποδείγματα για την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τον εσωτερικοποιημένο διακανονισμό, για τις αιτήσεις αδειοδότησης των ΚΑΤ, την παροχή πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της εποπτείας των ΚΑΤ, τις σχετικές συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ των αρχών των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής, τους μορφότυπους των αρχείων που πρέπει να τηρούνται από τα ΚΑΤ, τις διαδικασίες σε περιπτώσεις όπου απορρίπτεται η πρόσβαση ενός συμμετέχοντα ή ενός εκδότη σε ΚΑΤ, που απορρίπτεται η πρόσβαση μεταξύ ΚΑΤ ή μεταξύ των ΚΑΤ και άλλων υποδομών της αγοράς, τη διαβούλευση με διάφορες αρχές πριν από τη χορήγηση άδειας σε διακανονιστή.

(73)

Για να επιτευχθούν οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή όσον αφορά συγκεκριμένες λεπτομέρειες που αφορούν κάποιους ορισμούς, τις παραμέτρους για τον υπολογισμό των χρηματικών ποινών για τους συμμετέχοντες που προκαλούν αδυναμία διακανονισμού, τα κριτήρια δυνάμει των οποίων οι δραστηριότητες ενός ΚΑΤ σε ένα κράτος μέλος υποδοχής θα πρέπει να θεωρούνται ουσιαστικής σημασίας για το εν λόγω κράτος μέλος. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(74)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αξιολόγηση των κανόνων τρίτων χωρών για τους σκοπούς της αναγνώρισης ΚΑΤ τρίτων χωρών. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20).

(75)

Κατά την αξιολόγηση των σχετικών κανόνων τρίτων χωρών, θα πρέπει να ακολουθείται αναλογική, βασισμένη στα αποτελέσματα προσέγγιση, η οποία θα επικεντρώνεται στη συμμόρφωση προς τους εφαρμοστέους ενωσιακούς κανόνες και, κατά περίπτωση, προς τα διεθνή πρότυπα. Μπορεί επίσης να χορηγείται υπό όρους ή προσωρινή αναγνώριση, εφόσον δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές που θα είχαν προβλέψιμες επιβλαβείς συνέπειες για τις αγορές της Ένωσης.

(76)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η θέσπιση ομοιόμορφων απαιτήσεων για τον διακανονισμό καθώς και για τα ΚΑΤ, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω του εύρους της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(77)

Είναι απαραίτητο να τροποποιηθεί η οδηγία 98/26/ΕΚ, ούτως ώστε να συνάδει με την οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), δυνάμει της οποίας τα καθορισμένα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων δεν κοινοποιούνται πλέον στην Επιτροπή αλλά στην ΕΑΚΑΑ.

(78)

Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός εναρμονίζει σε επίπεδο Ένωσης τα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης αδυναμιών διακανονισμού και έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, όσον αφορά τέτοιου είδους μέτρα, από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22), είναι αναγκαίο να καταργηθεί το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού.

(79)

Τα ΚΑΤ θα πρέπει να εξαιρούνται από την εφαρμογή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 όταν παρέχουν υπηρεσίες που προβλέπονται ρητά στον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι οντότητες που παρέχουν/ασκούν επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες υπόκεινται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και για να αποφεύγονται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ διαφόρων τύπων παρόχων τέτοιων υπηρεσιών, είναι αναγκαίο να απαιτείται από τα ΚΑΤ που παρέχουν/ασκούν επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο πλαίσιο των επικουρικών τους υπηρεσιών να υπόκεινται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(80)

Η εφαρμογή των απαιτήσεων αδειοδότησης και αναγνώρισης του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να αναβληθεί, ούτως ώστε να παρασχεθεί στα ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση ή σε τρίτες χώρες επαρκής χρόνος για να υποβάλουν αίτηση αδειοδότησης και αναγνώρισης των δραστηριοτήτων τους, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό. Έως ότου ληφθεί απόφαση δυνάμει του παρόντος κανονισμού σχετικά με την αδειοδότηση ή την αναγνώριση των ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσεων ΚΑΤ, θα πρέπει να εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι εθνικοί κανόνες αδειοδότησης και αναγνώρισης των ΚΑΤ.

(81)

Επίσης, είναι απαραίτητο να αναβληθεί η εφαρμογή των απαιτήσεων καταχώρισης ορισμένων κινητών αξιών υπό μορφή λογιστικής εγγραφής και διακανονισμού των υποχρεώσεων σε συστήματα διακανονισμού αξιογράφων το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα από τη διαπραγμάτευση, ούτως ώστε οι συμμετέχοντες στην αγορά που κατέχουν αξιόγραφα σε έντυπη μορφή ή που χρησιμοποιούν μεγαλύτερες περιόδους διακανονισμού να έχουν αρκετό χρόνο να συμμορφωθούν με τις εν λόγω απαιτήσεις,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίες απαιτήσεις για τον διακανονισμό χρηματοπιστωτικών μέσων στην Ένωση και κανόνες σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων (ΚΑΤ), με σκοπό την προώθηση ασφαλούς, αποτελεσματικού και ομαλού διακανονισμού.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στον διακανονισμό όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων και των δραστηριοτήτων των ΚΑΤ, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3.   Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα και, ιδίως, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

4.   Τα άρθρα 10 έως 20, 22 έως 24 και 27, το άρθρο 28 παράγραφος 6, το άρθρο 30 παράγραφος 4 και τα άρθρα 46 και 47, οι διατάξεις του τίτλου IV και οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων στις αρμόδιες αρχές ή στις σχετικές αρχές ή συμμόρφωσης προς τις εντολές τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται στα μέλη του ΕΣΚΤ, σε άλλους εθνικούς φορείς των κρατών μελών που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες ή σε άλλους δημόσιους φορείς που έχουν αναλάβει τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή παρεμβαίνουν σε αυτήν στην Ένωση, σε σχέση με οποιοδήποτε ΚΑΤ το οποίο διαχειρίζονται άμεσα οι ανωτέρω φορείς υπό την ευθύνη του ίδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο έχει πρόσβαση στα κεφάλαια του φορέα αυτού και δεν αποτελεί χωριστή οντότητα.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «κεντρικό αποθετήριο τίτλων» ή «ΚΑΤ» νοείται νομικό πρόσωπο το οποίο διαχειρίζεται σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που αναφέρεται στο τμήμα Α σημείο 3 του παραρτήματος και παρέχει τουλάχιστον μία ακόμη βασική υπηρεσία αναφερόμενη στο τμήμα Α του παραρτήματος·

2)

ως «ΚΑΤ τρίτης χώρας» νοείται νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα το οποίο παρέχει παρόμοια υπηρεσία με τη βασική υπηρεσία που αναφέρεται στο τμήμα Α σημείο 3 του παραρτήματος και εκτελεί τουλάχιστον μία ακόμη βασική υπηρεσία αναφερόμενη στο τμήμα Α του παραρτήματος·

3)

ως «ακινητοποίηση» νοείται η πράξη συγκέντρωσης των υλικών τίτλων σε ΚΑΤ, κατά τρόπο ώστε οι μεταγενέστερες μεταφορές να μπορούν να πραγματοποιηθούν με λογιστική εγγραφή·

4)

ως «άυλη μορφή» νοείται η μορφή των χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία υπάρχουν μόνον ως αρχεία λογιστικών εγγραφών·

5)

ως «ΚΑΤ στο οποίο απευθύνεται αίτημα» νοείται το ΚΑΤ στο οποίο υποβάλλει αίτημα άλλο ΚΑΤ, προκειμένου να έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες του μέσω σύνδεσης KAT («CSD link»)·

6)

ως «αιτούν ΚΑΤ» νοείται το ΚΑΤ το οποίο υποβάλλει αίτημα για πρόσβαση στις υπηρεσίες άλλου ΚΑΤ, μέσω σύνδεσης ΚΑΤ·

7)

ως «διακανονισμός» νοείται η ολοκλήρωση μιας συναλλαγής αξιογράφων οπουδήποτε πραγματοποιείται, με στόχο την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των μερών της εν λόγω συναλλαγής μέσω της μεταφοράς μετρητών ή αξιογράφων ή και των δύο·

8)

ως «χρηματοπιστωτικά μέσα» ή «αξιόγραφα» νοούνται τα χρηματοπιστωτικά μέσα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 15 της οδηγίας 2014/..65/ΕΕ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων·

9)

ως «εντολή μεταβίβασης» νοείται η εντολή μεταβίβασης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο θ) δεύτερη περίπτωση της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

10)

ως «σύστημα διακανονισμού αξιογράφων» νοείται ένα σύστημα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α) πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση της οδηγίας 98/26/ΕΚ, το οποίο δεν τελεί υπό τη διαχείριση κεντρικού αντισυμβαλλόμενου και η δραστηριότητα του οποίου συνίσταται στην εκτέλεση εντολών μεταβίβασης·

11)

ως «εσωτερικοποιητής διακανονισμού» νοείται οποιαδήποτε οντότητα, περιλαμβανομένων αυτών που έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, η οποία εκτελεί εντολές μεταβίβασης για λογαριασμό πελατών ή για ίδιο λογαριασμό, αλλά όχι μέσω συστήματος διακανονισμού αξιογράφων·

12)

ως «προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού» νοείται η ημερομηνία η οποία προβλέπεται στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων ως η ημερομηνία του διακανονισμού και κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν να πραγματοποιηθεί ο διακανονισμός·

13)

ως «περίοδος διακανονισμού» νοείται η χρονική περίοδος που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας διαπραγμάτευσης και της προβλεπόμενης ημερομηνίας διακανονισμού·

14)

ως «εργάσιμη ημέρα» νοείται η εργάσιμη ημέρα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιδ) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

15)

ως «αδυναμία διακανονισμού» νοείται η μη πραγματοποίηση ή η μερική πραγματοποίηση του διακανονισμού συναλλαγής αξιογράφων κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού, λόγω έλλειψης αξιογράφων ή χρημάτων, ανεξάρτητα από την υποκείμενη αιτία·

16)

ως «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» (ή «CCP») νοείται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

17)

ως «αρμόδια αρχή» νοείται η αρχή η οποία ορίζεται από έκαστο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 11, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό·

18)

ως «σχετική αρχή» νοείται οποιαδήποτε από τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 12·

19)

ως «συμμετέχων» νοείται κάθε συμμετέχων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) της οδηγίας 98/26/ΕΚ σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων·

20)

ως «συμμετοχή» νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια της πρώτης πρότασης του άρθρου 2 σημείο 2 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή η άμεση ή έμμεση κατοχή του 20 % ή πλέον των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·

21)

ως «έλεγχος» νοείται η σχέση μεταξύ δύο επιχειρήσεων όπως περιγράφεται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

22)

ως «θυγατρική» νοείται μια θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 10 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

23)

ως «κράτος μέλος καταγωγής» νοείται το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένο το ΚΑΤ·

24)

ως «κράτος μέλος υποδοχής» νοείται το κράτος μέλος, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο έχει υποκατάστημα ή παρέχει τις υπηρεσίες του το ΚΑΤ·

25)

ως «υποκατάστημα» νοείται τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας διαφορετικός από την έδρα, ο οποίος αποτελεί μέρος του ΚΑΤ, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ για τις οποίες έχει αδειοδοτηθεί το ΚΑΤ·

26)

ως «αθέτηση υποχρέωσης» σε σχέση με συμμετέχοντα νοείται η κατάσταση κατά την οποία κινείται διαδικασία αφερεγγυότητας έναντι συμμετέχοντος, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ι) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

27)

ως «παράδοση έναντι πληρωμής» (ή «DVP») νοείται ένας μηχανισμός διακανονισμού αξιογράφων που συνδέει μια μεταφορά αξιογράφων με μια μεταφορά μετρητών, κατά τρόπο ώστε η παράδοση των αξιογράφων να πραγματοποιείται μόνο εάν πραγματοποιηθεί η αντίστοιχη μεταφορά μετρητών και αντιστρόφως·

28)

ως «λογαριασμός αξιογράφων» νοείται ο λογαριασμός στον οποίο μπορούν να χρεώνονται ή να πιστώνονται αξιόγραφα·

29)

ως «σύνδεση ΚΑΤ» νοείται η συμφωνία μεταξύ ΚΑΤ, σύμφωνα με την οποία ένα ΚΑΤ συμμετέχει στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων άλλου ΚΑΤ, προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταβίβαση αξιογράφων από τους συμμετέχοντές του δεύτερου ΚΑΤ στους συμμετέχοντες του πρώτου ΚΑΤ ή ένα ΚΑΤ έχει πρόσβαση σε άλλο ΚΑΤ εμμέσως μέσω μεσάζοντος. Στις συνδέσεις ΚΑΤ συγκαταλέγονται οι τυποποιημένες συνδέσεις, οι εξατομικευμένες συνδέσεις, οι έμμεσες συνδέσεις και οι διαλειτουργικές συνδέσεις·

30)

ως «τυποποιημένη σύνδεση» νοείται η σύνδεση ΚΑΤ στο πλαίσιο της οποίας ένα ΚΑΤ συμμετέχει στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων άλλου ΚΑΤ υπό τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που ισχύουν για κάθε άλλο συμμετέχοντα στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται το δεύτερο ΚΑΤ·

31)

ως «εξατομικευμένη σύνδεση» νοείται η σύνδεση ΚΑΤ στο πλαίσιο της οποίας σε ένα ΚΑΤ που συμμετέχει στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων άλλου ΚΑΤ παρέχονται ειδικές υπηρεσίες επιπλέον αυτών που παρέχονται κανονικά από το εν λόγω ΚΑΤ στους συμμετέχοντες στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων·

32)

ως «έμμεση σύνδεση» νοείται σύνδεση μεταξύ ΚΑΤ και τρίτου συμβαλλόμενου, εκτός ΚΑΤ, ο οποίος συμμετέχει στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων άλλου ΚΑΤ· Τέτοια σύνδεση θεσπίζεται από ένα ΚΑΤ προκειμένου να διευκολύνει τη μεταφορά αξιογράφων στους δικούς του συμμετέχοντες από τους συμμετέχοντες άλλου ΚΑΤ·

33)

ως «διαλειτουργική σύνδεση» νοείται η σύνδεση ΚΑΤ στο πλαίσιο της οποίας τα ΚΑΤ συμφωνούν να θεσπίσουν αμοιβαίες τεχνικές λύσεις για διακανονισμό στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζονται·

34)

ως «διεθνείς ανοικτές διαδικασίες επικοινωνίας και πρότυπα» νοούνται διεθνώς αποδεκτά πρότυπα για τις διαδικασίες επικοινωνίας, όπως τυποποιημένοι μορφότυποι μηνυμάτων και απεικόνιση δεδομένων, που διατίθενται κατά τρόπο δίκαιο, ανοικτό και αμερόληπτο σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος·

35)

ως «κινητές αξίες» νοούνται οι κινητές αξίες όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

36)

ως «μετοχές» νοούνται οι κινητές αξίες που αναφέρονται στο σημείο 44 στοιχείο α) του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

37)

ως «μέσα χρηματαγοράς» νοούνται τα μέσα χρηματαγοράς όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

38)

ως «μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων» νοούνται τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων όπως αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

39)

ως «δικαίωμα εκπομπής» νοείται το δικαίωμα εκπομπής όπως περιγράφεται στο σημείο 11 του τμήματος Γ του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εξαιρουμένων των παραγώγων δικαιωμάτων εκπομπής·

40)

ως «ρυθμιζόμενη αγορά» νοείται η ρυθμιζόμενη αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

41)

ως «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ» νοείται ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

42)

ως «τόπος διαπραγμάτευσης» νοείται ένας τόπος διαπραγμάτευσης κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

43)

ως «διακανονιστής» νοείται ο διακανονιστής όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

44)

ως «αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ» νοείται η αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 12 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

45)

ως «διοικητικό όργανο» νοείται το όργανο ή τα όργανα του ΚΑΤ, τα οποία διορίζονται δυνάμει του εθνικού δικαίου και τα οποία εξουσιοδοτούνται να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση του ΚΑΤ και τα οποία επιβλέπουν και ελέγχουν τη λήψη των αποφάσεων διαχείρισης. Σε αυτό συμμετέχουν πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του ΚΑΤ.

Όταν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, το διοικητικό όργανο απαρτίζεται από διάφορα όργανα με συγκεκριμένες αρμοδιότητες, οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται μόνο σε εκείνα τα μέλη του διοικητικού οργάνου που έχουν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες δυνάμει του εθνικού δικαίου·

46)

ως «ανώτατα διοικητικά στελέχη» νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε ΚΑΤ και τα οποία είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διαχείριση του ΚΑΤ.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 67 όσον αφορά μέτρα για την περαιτέρω διευκρίνιση των επικουρικών υπηρεσιών μη τραπεζικού τύπου που αναφέρονται στο τμήμα Β σημεία 1 έως 4 του παραρτήματος και των επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου που αναφέρονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Λογιστική εγγραφή

Άρθρο 3

Λογιστική εγγραφή

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, κάθε εκδότης εγκατεστημένος στην Ένωση που εκδίδει ή έχει εκδώσει κινητές αξίες που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης μεριμνά για την απεικόνιση διά λογιστικής εγγραφής των εν λόγω αξιών μέσω ακινητοποίησης ή μετά από απευθείας έκδοση σε άυλη μορφή.

2.   Σε περίπτωση που η συναλλαγή σε κινητές αξίες πραγματοποιείται σε τόπο διαπραγμάτευσης, οι σχετικές αξίες καταχωρίζονται ως λογιστική εγγραφή σε ΚΑΤ την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού ή νωρίτερα, εκτός εάν έχουν ήδη καταχωριστεί με τον τρόπο αυτόν.

Σε περίπτωση που κινητές αξίες μεταβιβάζονται κατόπιν συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, οι εν λόγω κινητές αξίες καταχωρίζονται ως λογιστική εγγραφή σε ΚΑΤ πριν από την ημερομηνία του διακανονισμού, εκτός εάν έχουν ήδη καταχωριστεί με τον τρόπο αυτόν.

Άρθρο 4

Εφαρμογή

1.   Οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο εκδότης που εκδίδει κινητές αξίες διασφαλίζουν την εφαρμογή του άρθρου 3 παράγραφος 1.

2.   Οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των τόπων διαπραγμάτευσης, περιλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) διασφαλίζουν ότι εφαρμόζεται το άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού, όταν οι αξίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης.

3.   Οι αρχές των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της οδηγίας 2002/47/ΕΚ εξασφαλίζουν ότι το άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται κατά τη μεταβίβαση των αξιογράφων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, κατόπιν συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Περίοδοι διακανονισμού

Άρθρο 5

Προβλεπόμενες ημερομηνίες διακανονισμού

1.   Κάθε συμμετέχων σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων ο οποίος διακανονίζει εντός του συστήματος συναλλαγές σε κινητές αξίες, μέσα χρηματαγοράς, μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και δικαιώματα εκπομπής, για ίδιο λογαριασμό ή εξ ονόματος τρίτου, διακανονίζει αυτές τις συναλλαγές κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού.

2.   Όσον αφορά τις συναλλαγές σε κινητές αξίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες εκτελούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης, η προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού είναι το αργότερο η δεύτερη εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία της διαπραγμάτευσης. Η απαίτηση αυτή δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές που είναι αντικείμενο ιδιωτικής διαπραγμάτευσης, αλλά εκτελούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης, σε συναλλαγές που εκτελούνται διμερώς, αλλά αναφέρονται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή στην πρώτη συναλλαγή όπου οι σχετικές κινητές αξίες υπόκεινται στην αρχική καταχώριση υπό μορφή λογιστικής εγγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν την εφαρμογή της παραγράφου 1.

Οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των τόπων διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν την εφαρμογή της εν λόγω παραγράφου 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Συμμόρφωση προς τη διαδικασία διακανονισμού

Άρθρο 6

Μέτρα πρόληψης της αδυναμίας διακανονισμού

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης καθιερώνουν διαδικασίες που παρέχουν τη δυνατότητα επιβεβαίωσης των σχετικών λεπτομερειών των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, κατά την ημερομηνία που εκτελέστηκε η συναλλαγή.

2.   Ανεξάρτητα από την απαίτηση που καθορίζεται στην παράγραφο 1, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν αδειοδοτηθεί δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ λαμβάνουν, κατά περίπτωση, μέτρα για τον περιορισμό του αριθμού των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού.

Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, διευθετήσεις μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και των επαγγελματιών πελατών της, όπως αναφέρεται στο παράρτημα II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ώστε να διασφαλίζεται η άμεση γνωστοποίηση της διάθεσης αξιών σε συναλλαγή, η επιβεβαίωση της διάθεσης αυτής και η επιβεβαίωση της αποδοχής ή της απόρριψης των όρων εγκαίρως πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, σχετικά με τις τυποποιημένες διαδικασίες και τα πρωτόκολλα αποστολής μηνυμάτων που θα χρησιμοποιηθούν για τη συμμόρφωση με το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

3.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ καθιερώνει διαδικασίες που διευκολύνουν τους διακανονισμούς συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού, με ελάχιστη έκθεση των συμμετεχόντων του σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και κίνδυνο ρευστότητας και με χαμηλό ποσοστό περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού. Προάγει την ταχεία πραγματοποίηση του διακανονισμού κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού μέσω κατάλληλων μηχανισμών.

4.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ λαμβάνει μέτρα για να παροτρύνει και να δώσει κίνητρα για τον έγκαιρο διακανονισμό των συναλλαγών από τους συμμετέχοντες σε αυτό. Τα ΚΑΤ απαιτούν από τους συμμετέχοντες να διακανονίζουν τις συναλλαγές τους κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, τις λεπτομέρειες των διαδικασιών που διευκολύνουν τον διακανονισμό που αναφέρονται στην παράγραφο 3, καθώς και τις λεπτομέρειες των μέτρων για την παρότρυνση και την παροχή κινήτρων για τον έγκαιρο διακανονισμό των συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 7

Μέτρα αντιμετώπισης της αδυναμίας διακανονισμού

1.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ καθιερώνει σύστημα που παρακολουθεί τις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1. Υποβάλλει τακτικές αναφορές στην αρμόδια αρχή και στις οικείες αρχές, όσον αφορά τον αριθμό και τα στοιχεία των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού και τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες περιλαμβανομένων των μέτρων που εξετάζουν τα ΚΑΤ και των συμμετεχόντων σε αυτά για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού.. Οι εν λόγω αναφορές δημοσιεύονται ετησίως σε συγκεντρωτική και ανώνυμη μορφή από τα ΚΑΤ. Οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν με την ΕΑΚΑΑ τυχόν σημαντικές πληροφορίες που διαθέτουν σχετικά με περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού.

2.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται, το ΚΑΤ καθιερώνει διαδικασίες που διευκολύνουν τον διακανονισμό των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, οι οποίες δεν έχουν διακανονιστεί κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού. Οι ανωτέρω διαδικασίες προβλέπουν μηχανισμό κυρώσεων ο οποίος θα λειτουργεί ως αποτελεσματικό αποτρεπτικό μέσο για τους συμμετέχοντες που προκαλούν αδυναμία διακανονισμού.

Πριν από τη θέσπιση των διαδικασιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το ΚΑΤ διαβουλεύεται με τους σχετικούς τόπους διαπραγμάτευσης και τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους στους οποίους παρέχει υπηρεσίες διακανονισμού.

Ο μηχανισμός κυρώσεων που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει χρηματικές ποινές για τους συμμετέχοντες που προκαλούν αδυναμία διακανονισμού («υπερήμεροι συμμετέχοντες». Οι χρηματικές ποινές υπολογίζονται σε ημερήσια βάση για κάθε εργάσιμη ημέρα καθυστέρησης του διακανονισμού της συναλλαγής μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού και έως το πέρας της διαδικασίας αγοράς κάλυψης [«buy-in»] που αναφέρεται στην παράγραφο 3, όχι όμως πέραν της ημέρας πραγματοποίησης του διακανονισμού. Οι χρηματικές ποινές δεν προβλέπονται ως πηγή εσόδων για το ΚΑΤ.

3.   Με την επιφύλαξη του μηχανισμού χρηματικών κυρώσεων όπως προβλέπονται στην παράγραφο 2 τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου και του δικαιώματος διμερούς ακύρωσης της συναλλαγής, όταν ο υπερήμερος συμμετέχων δεν παραδίδει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στον αποδέκτη συμμετέχοντα εντός 4 εργάσιμων ημερών μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού («περίοδος παράτασης») ξεκινά διαδικασία αγοράς κάλυψης «buy-in», κατά την οποία τα εν λόγω μέσα διατίθενται προς διακανονισμό και παραδίδονται στον αποδέκτη συμμετέχοντα εντός κατάλληλου χρονικού διαστήματος.

Όταν η συναλλαγή αφορά χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, η περίοδος παράτασης ορίζεται σε 15 ημέρες, εκτός αν η εν λόγω αγορά αποφασίσει να εφαρμόσει βραχύτερη περίοδο.

4.   Ισχύουν οι ακόλουθες απαλλαγές από την απαίτηση της παραγράφου 3:

α)

βάσει του είδους του τίτλου και της ρευστότητας των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων, η περίοδος παράτασης μπορεί να αυξηθεί από 4 εργάσιμες ημέρες σε 7 εργάσιμες ημέρες, κατ’ ανώτατο όριο, όταν η πρόβλεψη βραχύτερης περιόδου παράτασης θα επηρέαζε την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των σχετικών χρηματοπιστωτικών αγορών·

β)

για πράξεις που αποτελούνται από περισσότερες συναλλαγές, περιλαμβανομένων των συμφωνιών επαναγοράς ή δανεισμού τίτλων, η της διαδικασίας αγοράς κάλυψης [«buy-in»] που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεν εφαρμόζεται όταν το χρονικό πλαίσιο αυτών των πράξεων είναι αρκούντως βραχύ και καθιστά τη διαδικασία αγοράς κάλυψης αναποτελεσματική.

5.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 7, οι απαλλαγές της παραγράφου 4 δεν ισχύουν σε σχέση με συναλλαγές για μετοχές όταν οι συναλλαγές αυτές είναι αντικείμενο εκκαθάρισης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

6.   Με την επιφύλαξη των του μηχανισμού κυρώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2, όταν το τίμημα των μετοχών που είχε συμφωνηθεί κατά τον χρόνο της διαπραγμάτευσης είναι υψηλότερο από το τίμημα που καταβάλλεται για την εκτέλεση της αγοράς κάλυψης «buy-in», η αντίστοιχη διαφορά καταβάλλεται στον αποδέκτη συμμετέχοντα από τον υπερήμερο συμμετέχοντα, το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά την παράδοση των αναφερόμενων στο άρθρο 5 παράγραφος 1 χρηματοπιστωτικών μέσων που ακολουθεί την αγορά κάλυψης.

7.   Αν η αγορά κάλυψης «buy-in» αποτύχει ή δεν είναι δυνατή, ο αποδέκτης συμμετέχων μπορεί να επιλέξει είτε να του καταβληθεί χρηματική αποζημίωση είτε να οριστεί ο χρόνος εκτέλεσης της αγοράς κάλυψης σε κατάλληλη μεταγενέστερη ημερομηνία («περίοδος αναβολής»). Αν τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 παράγραφος 1 χρηματοπιστωτικά μέσα δεν παραδοθούν στον αποδέκτη συμμετέχοντα κατά το πέρας της περιόδου αναβολής, καταβάλλεται η χρηματική αποζημίωση.

Η χρηματική αποζημίωση καταβάλλεται στον αποδέκτη συμμετέχοντα το αργότερο τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το πέρας είτε της αναφερόμενης στην παράγραφο 3 διαδικασίας αγοράς κάλυψης «buy-in» είτε της περιόδου αναβολής, όταν έχει επιλεγεί η περίοδος αναβολής.

8.   Ο υπερήμερος συμμετέχων επιστρέφει στην οντότητα που εκτελεί την αγορά κάλυψης «buy-in» όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4 και 5, περιλαμβανομένων των τυχόν προμηθειών εκτέλεσης που προκύπτουν από την αγορά κάλυψης. Οι προμήθειες αυτές γνωστοποιούνται με σαφήνεια στους συμμετέχοντες.

9.   Τα ΚΑΤ, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης θεσπίζουν διαδικασίες που τους επιτρέπουν να αναστέλλουν, μετά από διαβούλευση με την αντίστοιχη αρμόδια αρχή, τη συμμετοχή συμμετέχοντος που κατ’ επανάληψη και συστηματικά και δεν παραδίδει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία διακανονισμού, καθώς και να δημοσιοποιούν την ταυτότητα του εν λόγω συμμετέχοντος, μόνον αφού δώσουν στον συμμετέχοντα αυτόν την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του και υπό την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες αρχές των ΚΑΤ, των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των τόπων διαπραγμάτευσης, καθώς και του εν λόγω συμμετέχοντος έχουν ενημερωθεί όπως αρμόζει. Πέραν της διαβούλευσης πριν από την αναστολή, τα ΚΑΤ, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την αντίστοιχη αρμόδια αρχή για την αναστολή της συμμετοχής συμμετέχοντος. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως τις σχετικές αρχές σχετικά με την αναστολή της συμμετοχής του εν λόγω συμμετέχοντος.

Η δημοσιοποίηση της αναστολής δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

10.   Οι παράγραφοι 2 έως 9 εφαρμόζονται σε όλες τις συναλλαγές με αντικείμενο τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης ή αντικείμενο εκκαθάρισης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ως εξής:

α)

Για τις συναλλαγές που εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι η οντότητα που εκτελεί τη ν αγορά κάλυψης «buy-in», σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 8.

β)

Για τις συναλλαγές που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, αλλά εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, ο τόπος διαπραγμάτευσης προβλέπει στους εσωτερικούς του κανόνες υποχρέωση, για τα μέλη του και τους συμμετέχοντες σε αυτόν, να υποβληθούν στα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 έως 8.

γ)

Για όλες τις λοιπές συναλλαγές εκτός αυτών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του παρόντος εδαφίου, τα ΚΑΤ προβλέπουν στους εσωτερικούς τους κανονισμούς υποχρέωση για τους συμμετέχοντες να υποβληθούν στα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 3 έως 8.

Τα ΚΑΤ παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τον διακανονισμό στους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τους τόπους διαπραγμάτευσης, προκειμένου να τους επιτρέψουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις της παρούσας παραγράφου.

Με την επιφύλαξη των στοιχείων α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου, τα ΚΑΤ μπορούν να επιβλέπουν την εκτέλεση των αγορών κάλυψης «buy-in» που αναφέρονται στα εν λόγω στοιχεία, σε ό,τι αφορά τις πολλαπλές εντολές διακανονισμού, επί των ίδιων χρηματοπιστωτικών μέσων με την ίδια ημερομηνία λήξης της προθεσμίας εκτέλεσης, με σκοπό την ελαχιστοποίηση του αριθμού των αγορών κάλυψης που πρέπει να εκτελεστούν και, ως εκ τούτου, του αντικτύπου στις τιμές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων.

11.   Οι παράγραφοι 2 έως 9 δεν εφαρμόζονται σε υπερήμερους συμμετέχοντες που είναι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι.

12.   Οι παράγραφοι 2 έως 9 δεν εφαρμόζονται αν έχει ξεκινήσει διαδικασία αφερεγγυότητας κατά του υπερήμερου συμμετέχοντος.

13.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όταν ο κύριος τόπος διαπραγμάτευσης των μετοχών βρίσκεται σε τρίτη χώρα. Η τοποθεσία του κύριου τόπου διαπραγμάτευσης θα καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 16 το κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

14.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 67, προκειμένου να καθορισθούν οι παράμετροι για τον υπολογισμό του αποτρεπτικού και αναλογικού ύψους των χρηματικών ποινών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 τρίτο εδάφιο, με βάση το είδος του τίτλου, τη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου και το είδος της συναλλαγής, ώστε να διασφαλίζεται υψηλός βαθμός συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού και η ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των σχετικών χρηματοπιστωτικών αγορών

15.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθοριστούν τα κατωτέρω:

α)

οι λεπτομέρειες του συστήματος παρακολούθησης των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού και των αναφορών για τις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

οι διαδικασίες είσπραξης και αναδιανομής των χρηματικών ποινών, όπως και κάθε άλλου πιθανού εσόδου που προκύπτει από τις ποινές αυτές σύμφωνα με την παράγραφο 2·

γ)

οι λεπτομέρειες της λειτουργίας της κατάλληλης διαδικασίας αγοράς κάλυψης «buy-in» που αναφέρεται στις παραγράφους 3 έως 8, περιλαμβανομένων των κατάλληλων χρονικών πλαισίων για την παράδοση του χρηματοπιστωτικού μέσου μετά τη διαδικασία αγοράς κάλυψης που αναφέρεται στην παράγραφο 3. Τα χρονικά αυτά πλαίσια προσδιορίζονται λαμβάνοντας υπόψη το είδος του τίτλου και τη ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων·

δ)

οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιμηκυνθεί η περίοδος παράτασης, ανάλογα με το είδος του τίτλου και τη ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων, σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου 4 στοιχείο α), λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια εκτίμησης της ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

ε)

το είδος των πράξεων και τα συγκεκριμένα χρονικά τους πλαίσια που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο γ) που καθιστούν την αγορά κάλυψης αναποτελεσματική·

στ)

η μεθοδολογία υπολογισμού της χρηματικής αποζημίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 7·

ζ)

οι συνθήκες υπό τις οποίες θεωρείται ότι ο συμμετέχων κατ’ επανάληψη και συστηματικά δεν παραδίδει τα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 9· και

η)

οι βασικές πληροφορίες για τον διακανονισμό που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 10.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 8

Εφαρμογή

1.   Η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ που διαχειρίζεται το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων, η σχετική αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του οικείου συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, καθώς και οι αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των τόπων διαπραγμάτευσης, των επενδυτικών εταιρειών και των κεντρικών αντισυμβαλλομένων είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της εφαρμογής των άρθρων 6 και 7 από τους φορείς που τελούν υπό την επίβλεψή τους και για την παρακολούθηση της εφαρμογής των επιβαλλόμενων κυρώσεων. Όταν είναι αναγκαίο, οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί, οι οποίες αποτελούν μέρος της εποπτικής δομής σε εθνικό επίπεδο.

2.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή συνεπών, αποτελεσματικών και αποδοτικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης σε σχέση με τα άρθρα 6 και 7 του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ μπορεί, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η παράβαση των κανόνων που περιέχονται στον παρόντα τίτλο δεν επηρεάζει το κύρος των ιδιωτικών συμβάσεων με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα ούτε τη δυνατότητα των συμβαλλομένων να επιβάλλουν την εφαρμογή των όρων ιδιωτικών συμβάσεων με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Εσωτερικοποιημένος διακανονισμός

Άρθρο 9

Εσωτερικοποιητές διακανονισμών

1.   Οι εσωτερικοποιητές διακανονισμών υποβάλλουν σε τριμηνιαία βάση στις αρμόδιες αρχές του τόπου εγκατάστασής τους στοιχεία σχετικά με τον συνολικό όγκο και αξία όλων των συναλλαγών που διακανονίζουν εκτός συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων.

Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ τις πληροφορίες που λαμβάνουν δυνάμει του πρώτου εδαφίου και ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με οποιοδήποτε δυνητικό συστημικό κίνδυνο που προέρχεται από αυτήν τη δραστηριότητα διακανονισμού.

2.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικευθεί περαιτέρω το περιεχόμενο της εν λόγω υποβολής στοιχείων.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την υποβολή των στοιχείων και τη διαβίβαση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΑ ΤΙΤΛΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Αδειοδότηση και εποπτεία των ΚΑΤ

Τμήμα 1

Αρχές υπεύθυνες για την αδειοδότηση και την εποπτεία των ΚΑΤ

Άρθρο 10

Αρμόδια αρχή

Με την επιφύλαξη της επίβλεψης από τα μέλη του ΕΣΚΤ που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1, τα ΚΑΤ υπόκεινται σε χορήγηση άδειας και σε εποπτεία από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής τους.

Άρθρο 11

Ορισμός της αρμόδιας αρχής

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, όσον αφορά την αδειοδότηση και την εποπτεία των ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός του και ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ.

Εάν κράτος μέλος ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, προσδιορίζει τους αντίστοιχους ρόλους τους και ορίζει μία μόνον αρχή ως υπεύθυνη για τη συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, τις σχετικές αρχές την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ στις περιπτώσεις που αναφέρονται συγκεκριμένα στον παρόντα κανονισμό.

2.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 12

Σχετικές αρχές

1.   Οι ακόλουθες αρχές συμμετέχουν στην αδειοδότηση και την εποπτεία των ΚΑΤ στις περιπτώσεις που αναφέρονται συγκεκριμένα στον παρόντα κανονισμό:

α)

η αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων υπό τη διαχείριση ΚΑΤ στο κράτος μέλος του οποίου το δίκαιο εφαρμόζεται στο εν λόγω σύστημα διακανονισμού αξιογράφων·

β)

οι κεντρικές τράπεζες της Ένωσης που εκδίδουν τα πιο σημαντικά νομίσματα στα οποία πραγματοποιείται ο διακανονισμός·

γ)

όπου αρμόζει, η κεντρική τράπεζα εντός της Ένωσης, στα βιβλία της οποίας διακανονίζεται το χρηματικό σκέλος του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται το ΚΑΤ.

2.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των σχετικών αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθοριστούν οι όροι υπό τους οποίους τα νομίσματα της Ένωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) θεωρούνται ως τα πιο σημαντικά, καθώς και για να καθοριστούν αποτελεσματικές πρακτικές ρυθμίσεις για τη διαβούλευση με τις σχετικές αρχές που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) της εν λόγω παραγράφου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 13

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Οι αρμόδιες αρχές, οι σχετικές αρχές και η ΕΑΚΑΑ ανταλλάσσουν μεταξύ τους, κατόπιν αιτήματος και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, οι σχετικές αρχές, η ΕΑΚΑΑ και άλλοι φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 14

Συνεργασία μεταξύ αρχών

1.   Οι αρμόδιες αρχές, οι σχετικές αρχές και η ΕΑΚΑΑ συνεργάζονται στενά, μεταξύ άλλων ανταλλάσσοντας όλες τις πληροφορίες που είναι σημαντικές για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Όποτε κρίνεται κατάλληλο και σκόπιμο, η εν λόγω συνεργασία περιλαμβάνει άλλες δημόσιες αρχές και φορείς, ιδίως όσες/όσους έχουν συσταθεί ή οριστεί δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή συνεπών, αποτελεσματικών και αποδοτικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των σχετικών αρχών στις διάφορες αξιολογήσεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ μπορεί, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε όλα τα άλλα σχετικά κράτη μέλη, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που αναφέρονται στο άρθρο 15, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών.

Άρθρο 15

Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

Με την επιφύλαξη της ειδοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 98/26/ΕΚ, οι αρμόδιες αρχές και οι σχετικές αρχές ενημερώνουν αμέσως την ΕΑΚΑΑ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24) και η μια την άλλη σχετικά με οποιαδήποτε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αφορά ένα ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη ρευστότητα της αγοράς, στη σταθερότητα του νομίσματος στο οποίο πραγματοποιείται ο διακανονισμός, στην ακεραιότητα της νομισματικής πολιτικής ή στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένο το ΚΑΤ ή ένας από τους συμμετέχοντες σε αυτό.

Τμήμα 2

Προϋποθέσεις και διαδικασίες για την αδειοδότηση ΚΑΤ

Άρθρο 16

Αδειοδότηση ΚΑΤ

1.   Κάθε νομικό πρόσωπο που εμπίπτει στον ορισμό του ΚΑΤ λαμβάνει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο, πριν ξεκινήσει τις δραστηριότητές του.

2.   Η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος και τις επικουρικές υπηρεσίες μη τραπεζικού τύπου που επιτρέπονται βάσει του τμήματος Β του παραρτήματος, τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει το ΚΑΤ.

3.   Το ΚΑΤ πληροί ανά πάσα στιγμή τους αναγκαίους όρους χορήγησης της άδειας λειτουργίας.

4.   Το ΚΑΤ, όπως και οι ανεξάρτητοι ελεγκτές του, ενημερώνουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την αρμόδια αρχή σχετικά με κάθε σημαντική μεταβολή που επηρεάζει τη συμμόρφωση με τους όρους αδειοδότησης.

Άρθρο 17

Διαδικασία χορήγησης της άδειας λειτουργίας

1.   Το αιτούν ΚΑΤ υποβάλλει αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας στην αρμόδια αρχή του.

2.   Η αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας συνοδεύεται από όλες τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να μπορέσει η αρμόδια αρχή να πεισθεί ότι το αιτούν ΚΑΤ έχει προβεί, κατά τη στιγμή της χορήγησης της άδειας λειτουργίας, σε όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του παρόντος κανονισμού. Η αίτηση άδειας λειτουργίας περιέχει πρόγραμμα δραστηριοτήτων που προσδιορίζει τα είδη των σκοπούμενων δραστηριοτήτων και την οργανωτική δομή του ΚΑΤ.

3.   Εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης, η αρμόδια αρχή κρίνει αν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η αρμόδια αρχή τάσσει προθεσμία εντός της οποίας το αιτούν ΚΑΤ οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει το αιτούν ΚΑΤ όταν η αίτηση θεωρηθεί πλήρης.

4.   Μόλις η αίτηση θεωρηθεί πλήρης, η αρμόδια αρχή διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση στις σχετικές αρχές και διαβουλεύεται με τις εν λόγω αρχές σχετικά με τα χαρακτηριστικά του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση του αιτούντος ΚΑΤ. Κάθε σχετική αρχή μπορεί να κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή τη γνώμη της εντός 3 μηνών από τη λήψη των πληροφοριών από τη σχετική αρχή.

5.   Στις περιπτώσεις όπου το αιτούν ΚΑΤ σκοπεύει να παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, πέραν της παροχής των επικουρικών υπηρεσιών μη τραπεζικού τύπου που ρητώς απαριθμούνται στο τμήμα Β του παραρτήματος, η αρμόδια αρχή διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και διαβουλεύεται με την εν λόγω αρχή για την ικανότητα συμμόρφωσης του αιτούντος ΚΑΤ προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

6.   Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια στο αιτούν ΚΑΤ, διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του άλλου εμπλεκόμενου κράτους μέλους, στις εξής περιπτώσεις:

α)

εάν το ΚΑΤ είναι θυγατρική άλλου ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

β)

εάν το ΚΑΤ είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ενός ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

γ)

εάν το ΚΑΤ τελεί υπό τον έλεγχο των ίδιων φυσικών ή νομικών προσώπων που ελέγχουν άλλο ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

7.   Η διαβούλευση που αναφέρεται στην παράγραφο 6 καλύπτει τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

την καταλληλότητα των μετόχων και των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 6 και τη φήμη και την πείρα των προσώπων που διευθύνουν ουσιαστικά τις δραστηριότητες του ΚΑΤ που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφοι 1 και 4, στις περιπτώσεις που οι εν λόγω μέτοχοι και πρόσωπα είναι κοινά για το εν λόγω ΚΑΤ και για το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

β)

εάν οι σχέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 6 μεταξύ του ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος και του αιτούντος ΚΑΤ δεν επηρεάζουν την ικανότητα του δεύτερου να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

8.   Εντός έξι μηνών από την υποβολή της πλήρους αίτησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει εγγράφως το αιτούν ΚΑΤ, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, αν έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας ή αν έχει απορριφθεί η αίτησή του.

9.   Η ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει το αιτούν ΚΑΤ στην αρμόδια αρχή με την αίτηση άδειας λειτουργίας.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

10.   Η ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, τα υποδείγματα και τις διαδικασίες για την αίτηση άδειας λειτουργίας.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 18

Αποτελέσματα της άδειας λειτουργίας

1.   Οι δραστηριότητες του ΚΑΤ που διαθέτει άδεια λειτουργίας περιορίζονται στην παροχή των υπηρεσιών οι οποίες καλύπτονται από την άδεια που έχει λάβει ή από κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 8.

2.   Η διαχείριση των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων μπορεί να πραγματοποιείται μόνον από τα ΚΑΤ που διαθέτουν άδεια λειτουργίας, περιλαμβανομένων των κεντρικών τραπεζών που λειτουργούν ως ΚΑΤ.

3.   Το ΚΑΤ που διαθέτει άδεια λειτουργίας μπορεί να έχει συμμετοχή μόνο σε νομικό πρόσωπο, οι δραστηριότητες του οποίου περιορίζονται στην παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος, εκτός αν η συμμετοχή αυτή εγκριθεί από την αρμόδια αρχή του βάσει του ότι δεν αυξάνει σημαντικά το προφίλ κινδύνου του εν λόγω ΚΑΤ.

4.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές για να εγκρίνουν τη συμμετοχή των ΚΑΤ σε νομικά πρόσωπα πέραν αυτών που παρέχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος. Στα κριτήρια αυτά μπορεί να συγκαταλέγεται το αν οι υπηρεσίες που παρέχονται από το εν λόγω νομικό πρόσωπο είναι συμπληρωματικές αυτών παρέχονται από το ΚΑΤ, καθώς και ο βαθμός έκθεσης του ΚΑΤ σε ζημίες που προκύπτουν από αυτήν τη συμμετοχή.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 19

Επέκταση και εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων και υπηρεσιών

1.   ΚΑΤ που διαθέτει άδεια λειτουργίας υποβάλλει αίτημα χορήγησης άδειας στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, όποτε επιθυμεί να αναθέσει εξωτερικά μια βασική υπηρεσία σε τρίτους δυνάμει του άρθρου 30 ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε έναν ή περισσότερους από τους κατωτέρω τομείς:

α)

τις πρόσθετες βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος οι οποίες δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια·

β)

επιπρόσθετες επικουρικές υπηρεσίες που επιτρέπονται δυνάμει του τμήματος Β του παραρτήματος αλλά δεν παρατίθενται ρητά σε αυτό, οι οποίες δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια·

γ)

τη λειτουργία άλλου συστήματος διακανονισμού αξιογράφων·

δ)

τον διακανονισμό του συνόλου ή μέρους του χρηματικού σκέλους του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων στα βιβλία άλλου διακανονιστή·

ε)

τη δημιουργία διαλειτουργικής σύνδεσης, μεταξύ άλλων με ΚΑΤ τρίτης χώρας.

2.   Για τη χορήγηση της άδειας δυνάμει της παραγράφου 1 ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει το αιτούν ΚΑΤ αν η αίτησή του έχει εγκριθεί ή απορριφθεί, εντός τριών μηνών από την υποβολή της πλήρους αίτησης.

3.   Τα ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση και σκοπεύουν να δημιουργήσουν διαλειτουργική σύνδεση υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους, όπως απαιτείται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1. Οι αρχές αυτές διαβουλεύονται μεταξύ τους σχετικά με την έγκριση της σύνδεσης ΚΑΤ. Σε περίπτωση που εκδοθούν αποκλίνουσες αποφάσεις και εφόσον συμφωνηθεί και από τις δύο αρμόδιες αρχές, το ζήτημα μπορεί να παραπεμφθεί στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να δράσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Οι αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 αρνούνται τη χορήγηση άδειας σε σύνδεση μόνον όταν η εν λόγω σύνδεση ΚΑΤ μπορεί να απειλήσει την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή να προκαλέσει συστημικό κίνδυνο.

5.   Οι διαλειτουργικές συνδέσεις ΚΑΤ που προβαίνουν σε εξωτερική ανάθεση ορισμένων υπηρεσιών τους, σχετικών με τις συνδέσεις αυτές, σε δημόσια οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 5, καθώς και οι συνδέσεις ΚΑΤ που δεν αναφέρονται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1, δεν υπόκεινται σε αδειοδότηση βάσει του εν λόγω στοιχείου, αλλά σε κοινοποίηση στις αρμόδιες και στις σχετικές αρχές των ΚΑΤ, πριν από την υλοποίησή τους, παρέχοντας όλες τις σχετικές πληροφορίες που επιτρέπουν στις αρχές αυτές να αξιολογήσουν τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις του άρθρου 48.

6.   Το ΚΑΤ που είναι εγκατεστημένο και έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση μπορεί να διατηρήσει ή να δημιουργήσει σύνδεση με ΚΑΤ τρίτης χώρας, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Όταν οι συνδέσεις δημιουργούνται με ΚΑΤ τρίτης χώρας, οι πληροφορίες που παρέχονται από το αιτούν ΚΑΤ επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να εκτιμήσει αν οι εν λόγω συνδέσεις συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 48 ή προς απαιτήσεις ισοδύναμες με αυτές του άρθρου 48.

7.   Η αρμόδια αρχή του αιτούντος ΚΑΤ απαιτεί από το ΚΑΤ να διακόψει τη σύνδεση ΚΑΤ που έχει κοινοποιηθεί, αν η εν λόγω σύνδεση δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 48 και μπορεί, ως εκ τούτου, να απειλήσει την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή να προκαλέσει συστημικό κίνδυνο. Η αρμόδια αρχή που ζητεί από ΚΑΤ να διακόψει τη σύνδεση ΚΑΤ ακολουθεί τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφοι 2 και 3.

8.   Οι πρόσθετες επικουρικές υπηρεσίες που αναφέρονται ρητώς στο τμήμα Β του παραρτήματος δεν υπόκεινται σε αδειοδότηση, αλλά σε κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή πριν από την παροχή τους.

Άρθρο 20

Ανάκληση της άδειας

1.   Με την επιφύλαξη τυχόν διορθωτικών ενεργειών ή μέτρων δυνάμει του τίτλου V, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακαλεί την άδεια, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

αν το ΚΑΤ δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας για χρονικό διάστημα 12 μηνών, αν παραιτείται ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει δραστηριότητες κατά το προηγούμενο εξάμηνο·

β)

όταν το ΚΑΤ απέκτησε την άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο·

γ)

αν το ΚΑΤ δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας και δεν έχει προβεί στις διορθωτικές ενέργειες που ζήτησε η αρμόδια αρχή εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος·

δ)

αν το ΚΑΤ έχει διαπράξει σοβαρές ή συστηματικές παραβάσεις των απαιτήσεων που θέτει ο παρών κανονισμός ή, κατά περίπτωση, η οδηγία 2014/65/ΕΕ ή ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

2.   Μόλις λάβει γνώση ότι συντρέχει μια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται αμέσως με τις σχετικές αρχές και, κατά περίπτωση, με την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σχετικά με την ανάγκη ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.

3.   Η ΕΑΚΑΑ και κάθε σχετική αρχή και, κατά περίπτωση, η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ δύνανται, οποτεδήποτε, να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να εξετάσει κατά πόσον το ΚΑΤ εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας.

4.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να περιορίσει την ανάκληση άδειας σε συγκεκριμένη υπηρεσία, δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτικό μέσο.

5.   Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ΚΑΤ προβλέπει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη διαδικασία που διασφαλίζει τον έγκαιρο και εύρυθμο διακανονισμό και μεταφορά των τίτλων των πελατών και των συμμετεχόντων σε άλλο ΚΑΤ.

Άρθρο 21

Μητρώο ΚΑΤ

1.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει των άρθρων 16, 19 και 20 κοινοποιούνται αμέσως στην ΕΑΚΑΑ.

2.   Οι κεντρικές τράπεζες ενημερώνουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την ΕΑΚΑΑ σχετικά με οποιοδήποτε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων διαχειρίζονται.

3.   Η ονομασία κάθε ΚΑΤ το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας ή αναγνώριση δυνάμει του άρθρου 16, 19 ή 25, καταχωρίζεται σε μητρώο που προσδιορίζει τις υπηρεσίες και, κατά περίπτωση, τις κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων για τις οποίες έχει λάβει άδεια το ΚΑΤ. Το μητρώο περιλαμβάνει τα υποκαταστήματα που τελούν υπό τη διαχείριση του ΚΑΤ σε άλλα κράτη μέλη, τις συνδέσεις ΚΑΤ και τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 31 όταν τα κράτη μέλη έχουν κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει το μητρώο στον ειδικό δικτυακό της τόπο και το τηρεί ενήμερο.

Τμήμα 3

Εποπτεία των ΚΑΤ

Άρθρο 22

Επανεξέταση και αξιολόγηση

1.   Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει, τουλάχιστον επί ετησίας βάσης, τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζονται από το ΚΑΤ, όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, και αξιολογεί τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί το ΚΑΤ ή τους κινδύνους που προξενεί για την ομαλή λειτουργία των αγορών τίτλων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από το ΚΑΤ να υποβάλει στις αρμόδιες αρχές κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης για να εξασφαλίζεται η συνέχεια των κρίσιμων δραστηριοτήτων του.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε να καταρτίζεται και να διατηρείται κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης για κάθε ΚΑΤ, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια τουλάχιστον των βασικών λειτουργιών του, έχοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σημασία, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του σχετικού ΚΑΤ, καθώς και κάθε σχετικό σχέδιο ανάκαμψης που έχει καταρτιστεί σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ.

4.   Η αρμόδια αρχή ορίζει τη συχνότητα και το βάθος της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, έχοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σημασία, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του σχετικού ΚΑΤ. Η επανεξέταση και η αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

5.   Η αρμόδια αρχή υποβάλλει το ΚΑΤ σε επιτόπιες επιθεωρήσεις.

6.   Κατά την εκτέλεση της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας με τις σχετικές αρχές, ιδίως σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων τα οποία διαχειρίζεται το ΚΑΤ, καθώς και, κατά περίπτωση, με την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

7.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τακτικά, τουλάχιστον μία φορά το έτος, τις σχετικές αρχές και, κατά περίπτωση, την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 67 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τα αποτελέσματα της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων των τυχών διορθωτικών ενεργειών ή των κυρώσεων.

8.   Κατά την εκτέλεση της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές που έχουν επιφορτιστεί με την εποπτεία των ΚΑΤ, οι οποίες διατηρούν τα είδη των σχέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 6 στοιχεία α), β) και γ) ανταλλάσσουν μεταξύ τους όλες τις σχετικές πληροφορίες που ενδέχεται να διευκολύνουν τα καθήκοντά τους.

9.   Η αρμόδια αρχή απαιτεί από το ΚΑΤ που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού να προβεί εγκαίρως στις απαραίτητες ενέργειες ή να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.

10.   Η ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθοριστούν τα ακόλουθα:

α)

οι πληροφορίες που παρέχει το ΚΑΤ στην αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της επανεξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

οι πληροφορίες που παρέχει η αρμόδια αρχή στις σχετικές αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 7·

γ)

οι πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 8.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

11.   Η ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, τα υποδείγματα και τις διαδικασίες για την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 10 πρώτο εδάφιο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 4

Παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος

Άρθρο 23

Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος

1.   ΚΑΤ που διαθέτει άδεια λειτουργίας μπορεί να παρέχει υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτημα στο έδαφος της Ένωσης, μεταξύ άλλων μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος, με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υπηρεσίες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας.

2.   ΚΑΤ που διαθέτει άδεια λειτουργίας και σκοπεύει να παρέχει τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2 του τμήματος Α του παραρτήματος, σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο άλλου κράτους μέλους, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1, ή να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, υπόκειται στη διαδικασία των παραγράφων 3 έως 7.

3.   Κάθε ΚΑΤ που επιθυμεί να παράσχει για πρώτη φορά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή να τροποποιήσει το φάσμα των εν λόγω παρεχόμενων υπηρεσιών, κοινοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής:

α)

το κράτος μέλος στο οποίο το ΚΑΤ προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητες·

β)

πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το οποίο θα αναφέρει ιδίως τις υπηρεσίες τις οποίες σκοπεύει να παρέχει το ΚΑΤ·

γ)

το νόμισμα ή τα νομίσματα στα οποία το ΚΑΤ σκοπεύει να συναλλάσσεται·

δ)

όταν υπάρχει υποκατάστημα, την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος και τα ονόματα των υπεύθυνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος·

ε)

ενδεχομένως, αξιολόγηση των μέτρων που σκοπεύει να λάβει το ΚΑΤ για να επιτρέψει στους χρήστες του να συμμορφωθούν προς τις εθνικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1.

4.   Εντός τριών μηνών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 3, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, εκτός εάν, λαμβάνοντας υπόψη τη σκοπούμενη παροχή υπηρεσιών, έχει λόγους να αμφισβητεί την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της οικονομικής κατάστασης του ΚΑΤ που επιθυμεί να παράσχει τις υπηρεσίες του στο κράτος μέλος υποδοχής.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τις σχετικές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους σχετικά με κάθε κοινοποίηση που έλαβε σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

5.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίσει σύμφωνα με την παράγραφο 4 να μην κοινοποιήσει όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο σχετικό ΚΑΤ εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για την απόφασή της σχετικά με την παράγραφο 6 στοιχείο α). Όταν κοινοποιούνται πληροφορίες σε συνέχεια τέτοιου αιτήματος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δεν προχωρεί στην κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 6 στοιχείο α).

6.   Το ΚΑΤ μπορεί να ξεκινήσει να παρέχει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

μετά τη λήψη κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, με την οποία επιβεβαιώνεται η παραλαβή από αυτήν της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 4 και, ενδεχομένως, με την οποία εγκρίνεται η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο ε)·

β)

σε περίπτωση μη λήψης κοινοποίησης, τρεις μήνες μετά την ημερομηνία διαβίβασης της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

7.   Σε περίπτωση μεταβολής οποιασδήποτε από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 3, το ΚΑΤ ειδοποιεί γραπτώς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για τη μεταβολή αυτή, έναν μήνα τουλάχιστον πριν υλοποιήσει τη μεταβολή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για την εν λόγω μεταβολή.

Άρθρο 24

Συνεργασία μεταξύ αρχών των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής και διαδικασία αξιολόγησης από ομοτίμους

1.   Εάν το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε ένα κράτος μέλος ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής συνεργάζονται στενά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ιδίως όταν διενεργούν επιτόπιες επιθεωρήσεις στο εν λόγω υποκατάστημα. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, να διενεργεί επιτόπιες επιθεωρήσεις στο εν λόγω υποκατάστημα αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή υποδοχής αντίστοιχα.

2.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα ΚΑΤ που παρέχουν υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 23 να υποβάλλουν σε αυτήν περιοδικές εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητές τους στα εν λόγω κράτη μέλη υποδοχής, μεταξύ άλλων με σκοπό τη συλλογή στατιστικών στοιχείων. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής παρέχει, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, αυτές τις περιοδικές εκθέσεις στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

3.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΚΑΤ, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής και χωρίς καθυστέρηση, κοινοποιεί την ταυτότητα των εκδοτών και των συμμετεχόντων στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση του ΚΑΤ, το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις δραστηριότητες του εν λόγω ΚΑΤ στο κράτος μέλος υποδοχής.

4.   Σε περίπτωση που, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στο κράτος μέλος υποδοχής, οι δραστηριότητες ενός ΚΑΤ έχουν αποκτήσει ουσιαστική σημασία για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και για την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής και οι σχετικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής θεσπίζουν ρυθμίσεις συνεργασίας για την εποπτεία των δραστηριοτήτων του εν λόγω ΚΑΤ στο κράτος μέλος υποδοχής.

Εάν ένα ΚΑΤ έχει αποκτήσει ουσιαστική σημασία για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη υποδοχής, το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να αποφασίσει ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις συνεργασίας περιλαμβάνουν και σώματα εποπτών.

5.   Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει σαφείς και αποδείξιμους λόγους να πιστεύει ότι το ΚΑΤ που παρέχει υπηρεσίες στο έδαφος του σύμφωνα με το άρθρο 23 παραβιάζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και την ΕΑΚΑΑ.

Εάν, παρά τη λήψη μέτρων από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή λόγω της ανεπάρκειας των εν λόγω μέτρων, το ΚΑΤ εξακολουθεί να παραβιάζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής. Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνεται για τα μέτρα αυτά χωρίς καθυστέρηση.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να δράσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τα μέλη του ΕΣΚΤ, οργανώνει και διενεργεί τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια αξιολόγηση από ομότιμους της εποπτείας των ΚΑΤ που κάνουν χρήση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 23 ή συμμετέχουν σε διαλειτουργική σύνδεση.

Στο πλαίσιο της αξιολόγησης από ομοτίμους που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ ζητεί, όπου αρμόζει, γνώμη ή συμβουλή από την Ομάδα Συμφεροντούχων Κινητών Αξιών και Αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 67, σχετικά με μέτρα για τον καθορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων οι δραστηριότητες του ΚΑΤ στο κράτος μέλος υποδοχής μπορούν να θεωρούνται ουσιαστικής σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, τα υποδείγματα και τις διαδικασίες για τη συνεργασία που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 3 και 5.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 5

Σχέσεις με τρίτες χώρες

Άρθρο 25

Τρίτες χώρες

1.   ΚΑΤ τρίτης χώρας μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτημα στο έδαφος της Ένωσης μεταξύ άλλων και μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ΚΑΤ τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2 του τμήματος Α του παραρτήματος, σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ή να ιδρύσει υποκατάστημα σε κράτος μέλος υπόκειται στη διαδικασία που αναφέρεται στις παραγράφους 4 έως 11 του παρόντος άρθρου.

3.   ΚΑΤ που έχει την έδρα του και έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση μπορεί να διατηρεί ή να αποκτά σύνδεση με ΚΑΤ σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 48.

4.   Κατόπιν διαβούλευσης με τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 5, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να αναγνωρίζει ΚΑΤ τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση αναγνώρισης για την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 9·

β)

το ΚΑΤ τρίτης χώρας υπόκειται σε αποτελεσματικές διαδικασίες αδειοδότησης, εποπτείας και επίβλεψης, ή, αν το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων τελεί υπό τη διαχείριση κεντρικής τράπεζας, επίβλεψης, οι οποίες διασφαλίζουν την πλήρη συμμόρφωσή του με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στην εν λόγω τρίτη χώρα·

γ)

έχουν συναφθεί συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των υπεύθυνων αρχών της τρίτης χώρας αυτής («υπεύθυνες αρχές τρίτης χώρας»), σύμφωνα με την παράγραφο 10·

δ)

ενδεχομένως, το ΚΑΤ τρίτης χώρας λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να επιτρέψει στους χρήστες τους να συμμορφωθούν προς τις σχετικές εθνικές ρυθμίσεις του κράτους μέλους στο οποίο σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και η καταλληλότητα αυτών των μέτρων έχει επιβεβαιωθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους, στο οποίο το ΚΑΤ τρίτης χώρας σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ.

5.   Κατά την αξιολόγηση σχετικά με το κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4, η ΕΑΚΑΑ πραγματοποιεί διαβουλεύσεις με:

α)

τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία το ΚΑΤ τρίτης χώρας σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ, συγκεκριμένα σχετικά με το πως το ΚΑΤ τρίτης χώρας σκοπεύει να συμμορφωθεί με την απαίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχείο δ)·

β)

τις σχετικές αρχές·

γ)

τις υπεύθυνες αρχές τρίτης χώρας που είναι υπεύθυνες για την αδειοδότηση, την εποπτεία και την επίβλεψη των ΚΑΤ.

6.   Το ΚΑΤ τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 υποβάλλει την αίτηση αναγνώρισής του στην ΕΑΚΑΑ.

Το αιτούν ΚΑΤ παρέχει στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που κρίνονται αναγκαίες για την αναγνώρισή του. Εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της αίτησης, η ΕΑΚΑΑ κρίνει αν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ τάσσει προθεσμία εντός της οποίας το αιτούν ΚΑΤ οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία το ΚΑΤ τρίτης χώρας σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ αξιολογούν τη συμμόρφωση του εν λόγω ΚΑΤ τρίτης χώρας προς τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο δ) και ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, σχετικά με το αν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις, εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των αναγκαίων πληροφοριών από την ΕΑΚΑΑ.

Η απόφαση αναγνώρισης βασίζεται στα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 4.

Εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει εγγράφως το αιτούν ΚΑΤ, με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, εάν εγκρίνεται ή απορρίπτεται η αίτηση αναγνώρισης.

7.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών -στα οποία το ΚΑΤ τρίτης χώρας, το οποίο έχει αναγνωριστεί δεόντως σύμφωνα με την παράγραφο 4, παρέχει υπηρεσίες ΚΑΤ- σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, δύνανται να ζητούν από τις υπεύθυνες αρχές τρίτης χώρας:

α)

να υποβάλλουν περιοδικές εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητες του εν λόγω ΚΑΤ τρίτης χώρας σε αυτά τα κράτη μέλη υποδοχής, μεταξύ άλλων με σκοπό τη συλλογή στατιστικών στοιχείων·

β)

να κοινοποιούν εντός κατάλληλου χρονικού διαστήματος την ταυτότητα των εκδοτών και συμμετεχόντων στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται το ΚΑΤ τρίτης χώρας, το οποίο παρέχει υπηρεσίες στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, καθώς και κάθε άλλη σημαντική πληροφορία που αφορά τις δραστηριότητες του εν λόγω ΚΑΤ τρίτης χώρας στο κράτος μέλος υποδοχής.

8.   Η ΕΑΚΑΑ, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 5, επανεξετάζει, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 4 έως 6, την αναγνώριση του ΚΑΤ τρίτης χώρας, σε περίπτωση επέκτασης των υπηρεσιών του στην Ένωση.

Η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την αναγνώριση του εν λόγω ΚΑΤ εάν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4 δεν πληρούνται πλέον ή στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20.

9.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίσει ότι οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις τρίτης χώρας διασφαλίζουν ότι τα ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνονται με νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις που είναι πράγματι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ότι τα εν λόγω ΚΑΤ υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία, επίβλεψη και επιβολή του νόμου στην εν λόγω τρίτη χώρα σε συνεχή βάση, καθώς και ότι το νομικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας προβλέπει αποτελεσματικό ισοδύναμο σύστημα για την αναγνώριση των ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει των νομικών καθεστώτων τρίτων χωρών. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 68 παράγραφος 2.

Κατά τον καθορισμό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή μπορεί επίσης να εξετάζει κατά πόσον αυτές οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις τρίτης χώρας απηχούν τα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα των CPSS/IOSCO, εφόσον τα εν λόγω πρότυπα δεν αντιβαίνουν προς τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό.

10.   Σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ θεσπίζει ρυθμίσεις συνεργασίας με τις υπεύθυνες αρχές τρίτης χώρας των οποίων τα νομοθετικά και εποπτικά πλαίσια έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα με τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με την παράγραφο 9. Οι σχετικές ρυθμίσεις καθορίζουν τουλάχιστον:

α)

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ, των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής και των υπεύθυνων αρχών των σχετικών τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλες τις πληροφορίες που ζητεί η ΕΑΚΑΑ για τα ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες και, ιδίως, της πρόσβασης σε πληροφορίες στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 7·

β)

τον μηχανισμό άμεσης ειδοποίησης της ΕΑΚΑΑ σε περίπτωση που υπεύθυνη αρχή τρίτης χώρας θεωρεί ότι ένα ΚΑΤ που τελεί υπό την εποπτεία της παραβιάζει τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας ή άλλο εφαρμοστέο δίκαιο·

γ)

τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένων, εάν κρίνεται σκόπιμο, των επιτόπιων επιθεωρήσεων.

Εάν η ρύθμιση συνεργασίας προβλέπει τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων από κράτος μέλος, για την εν λόγω διαβίβαση τηρούνται οι διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ και εάν η ρύθμιση συνεργασίας προβλέπει τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων από την ΕΑΚΑΑ, για την εν λόγω διαβίβαση τηρούνται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 45/2001.

11.   Σε περίπτωση που ΚΑΤ τρίτης χώρας έχει αναγνωριστεί, σύμφωνα με τις παραγράφους 4 έως 8, το εν λόγω ΚΑΤ μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο παράρτημα στο έδαφος της Ένωσης μεταξύ άλλων και μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος.

12.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει το αιτούν ΚΑΤ στην ΕΑΚΑΑ στην αίτηση αναγνώρισής του, σύμφωνα με την παράγραφο 6.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Απαιτήσεις όσον αφορά τα ΚΑΤ

Τμήμα 1

Οργανωτικές απαιτήσεις

Άρθρο 26

Γενικές διατάξεις

1.   Το ΚΑΤ διαθέτει εύρωστο σύστημα διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινή, διαφανή και συνεπή κατανομή των αρμοδιοτήτων, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί, καθώς και ενδεδειγμένες πολιτικές αποδοχών και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών.

2.   Το ΚΑΤ εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες οι οποίες είναι αρκούντως αποτελεσματικές, ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του με όλες τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

3.   Το ΚΑΤ διατηρεί και εφαρμόζει αποτελεσματικές γραπτές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις, προκειμένου να εντοπίζει και να διαχειρίζεται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ, αφενός, του ιδίου, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στελεχών, των υπαλλήλων του, των μελών του διοικητικού οργάνου του ή κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους, άμεσα ή έμμεσα, και, αφετέρου, των συμμετεχόντων του ή των πελατών τους. Διατηρεί και εφαρμόζει κατάλληλες διαδικασίες επίλυσης διαφορών, κάθε φορά που προκύπτει πιθανή σύγκρουση συμφερόντων.

4.   Το ΚΑΤ δημοσιοποιεί τις ρυθμίσεις διακυβέρνησής του και τους κανόνες που διέπουν τη δραστηριότητά του.

5.   Το ΚΑΤ διαθέτει κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες που επιτρέπουν στους υπαλλήλους του να επισημαίνουν ενδεχόμενες παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού μέσω ειδικού διαύλου.

6.   Το ΚΑΤ υπόκειται σε τακτικούς και ανεξάρτητους λογιστικούς ελέγχους. Τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων γνωστοποιούνται στο διοικητικό όργανο και τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής και, σε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο να ληφθεί υπόψη πιθανή σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μελών της επιτροπής χρηστών και του ΚΑΤ, της επιτροπής χρηστών.

7.   Το ΚΑΤ, σε περίπτωση που αποτελεί τμήμα ομίλου επιχειρήσεων που περιλαμβάνει άλλα ΚΑΤ ή πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στον τίτλο IV, θεσπίζει λεπτομερείς πολιτικές και διαδικασίες που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου στον όμιλο και στις διάφορες οντότητές του.

8.   Η ΕΑΚΑΑ, καταρτίζει, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει σε επίπεδο ΚΑΤ και σε επίπεδο ομίλου όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7:

α)

τα εργαλεία για την παρακολούθηση των κινδύνων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

τις ευθύνες του αρμόδιου προσωπικού όσον αφορά τους κινδύνους του·

γ)

τις πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων, που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

δ)

τις μεθόδους λογιστικού ελέγχου, που αναφέρονται στην παράγραφο 6, και

ε)

τις συνθήκες υπό τις οποίες θα ήταν σκόπιμο, λαμβάνοντας υπόψη πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των μελών της επιτροπής χρηστών και του ΚΑΤ, να κοινοποιούνται τα αποτελέσματα του λογιστικού ελέγχου στην επιτροπή χρηστών σύμφωνα με την παράγραφο 6.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο στις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 27

Ανώτατη διοίκηση, διοικητικό όργανο και μέτοχοι

1.   Τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ΚΑΤ διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και πείρας ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση του ΚΑΤ.

2.   Το ΚΑΤ διαθέτει διοικητικό όργανο που απαρτίζεται τουλάχιστον κατά το ένα τρίτο από ανεξάρτητα μέλη, χωρίς τα ανεξάρτητα αυτά μέλη να μπορούν να είναι λιγότερα από δύο.

3.   Η αμοιβή των ανεξάρτητων και των λοιπών μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού οργάνου δεν συνδέεται με τις επιχειρηματικές επιδόσεις του ΚΑΤ.

4.   Το διοικητικό όργανο απαρτίζεται από κατάλληλα μέλη που διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και κατάλληλο συνδυασμό δεξιοτήτων, πείρας και γνώσεων σχετικά με την οντότητα και με την αγορά. Τα μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού οργάνου καθορίζουν στόχο όσον αφορά την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό όργανο και θεσπίζουν πολιτική για την αύξηση του αριθμού των εκπροσώπων του φύλου αυτού στο διοικητικό όργανο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος. Ο στόχος, η πολιτική και η υλοποίησή τους δημοσιοποιούνται.

5.   Το ΚΑΤ καθορίζει σαφώς τους ρόλους και τις αρμοδιότητες του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με το σχετικό εθνικό δίκαιο. Το ΚΑΤ θέτει τα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού οργάνου, στη διάθεση της αρμόδιας αρχής και του ελεγκτή κατόπιν σχετικού αιτήματος.

6.   Οι μέτοχοι του ΚΑΤ και τα πρόσωπα που είναι σε θέση να ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, έλεγχο στη διοίκηση του ΚΑΤ πρέπει να είναι κατάλληλοι να διασφαλίζουν τη χρηστή και συνετή διαχείριση του ΚΑΤ.

7.   Το ΚΑΤ:

α)

παρέχει στην αρμόδια αρχή και δημοσιοποιεί τις πληροφορίες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ΚΑΤ και, ιδίως, την ταυτότητα και την έκταση των συμφερόντων των μερών που είναι σε θέση να ασκούν έλεγχο στη λειτουργία του·

β)

ενημερώνει και ζητεί έγκριση από την αρμόδια αρχή για κάθε απόφαση που αφορά μεταβίβαση δικαιωμάτων κυριότητας τα οποία επιφέρουν μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν έλεγχο στη λειτουργία του ΚΑΤ. Αφού λάβει την έγκριση της αρμόδιας αρχής, το ΚΑΤ δημοσιοποιεί την ενδεχόμενη μεταβίβαση δικαιωμάτων κυριότητας.

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση το ΚΑΤ και την αρμόδια αρχή του σχετικά με την απόφασή του να αποκτήσει ή να διαθέσει δικαιώματα κυριότητας, γεγονός που επιφέρει μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν έλεγχο στη λειτουργία του ΚΑΤ.

8.   Εντός 60 εργάσιμων ημερών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 7, η αρμόδια αρχή λαμβάνει απόφαση σχετικά με τις προτεινόμενες αλλαγές στον έλεγχο του ΚΑΤ. Η αρμόδια αρχή αρνείται να εγκρίνει τις προτεινόμενες αλλαγές στον έλεγχο του ΚΑΤ, εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και αποδείξιμοι λόγοι για να πιστεύει ότι οι εν λόγω αλλαγές θα απειλούσαν τη χρηστή και συνετή διαχείριση του ΚΑΤ ή την ικανότητά του να συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 28

Επιτροπή χρηστών

1.   Το ΚΑΤ συγκροτεί επιτροπές χρηστών για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, οι οποίες αποτελούνται από εκπροσώπους των εκδοτών και των συμμετεχόντων στα εν λόγω συστήματα. Οι συμβουλές της επιτροπής χρηστών είναι ανεξάρτητες από οποιαδήποτε άμεση επιρροή της διοίκησης του ΚΑΤ.

2.   Το ΚΑΤ καθορίζει χωρίς να εισάγει διακρίσεις την εντολή κάθε συγκροτούμενης επιτροπής χρηστών, τις αναγκαίες ρυθμίσεις διακυβέρνησης για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της και των λειτουργικών της διαδικασιών, καθώς και τα κριτήρια αποδοχής και τον μηχανισμό εκλογής των μελών της. Οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης δημοσιοποιούνται και διασφαλίζουν ότι η επιτροπή χρηστών υποβάλλει αναφορές απευθείας στο διοικητικό όργανο και πραγματοποιεί τακτικές συνεδριάσεις.

3.   Οι επιτροπές χρηστών συμβουλεύουν το διοικητικό όργανο του ΚΑΤ σχετικά με σημαντικές ρυθμίσεις που επηρεάζουν τα μέλη τους, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων αποδοχής εκδοτών ή συμμετεχόντων στα αντίστοιχα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων τους και του επιπέδου εξυπηρέτησης.

4.   Οι επιτροπές χρηστών μπορούν να υποβάλλουν μη δεσμευτικές γνωμοδοτήσεις στο διοικητικό συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση όσον αφορά τη διάρθρωση των τιμών του ΚΑΤ.

5.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των αρμοδίων αρχών να ενημερώνονται δεόντως, τα μέλη των επιτροπών χρηστών δεσμεύονται από υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας. Εάν ο πρόεδρος επιτροπής χρηστών διαπιστώσει ότι ένα μέλος βρίσκεται σε κατάσταση πραγματικής ή δυνητικής σύγκρουσης συμφερόντων σε συγκεκριμένο θέμα, δεν επιτρέπεται στο εν λόγω μέλος να ψηφίσει επί του θέματος αυτού.

6.   Το ΚΑΤ ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή και την επιτροπή χρηστών σχετικά με κάθε απόφαση όπου το διοικητικό όργανο αποφασίζει να μην ακολουθήσει τις συμβουλές της επιτροπής χρηστών. Η επιτροπή χρηστών μπορεί να ενημερώνει την αρμόδια αρχή για περιπτώσεις κατά τις οποίες θεωρεί ότι δεν εισακούστηκε η συμβουλή της επιτροπής χρηστών.

Άρθρο 29

Τήρηση αρχείων

1.   Το ΚΑΤ διατηρεί, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών, όλα τα αρχεία που αφορούν τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και τις ασκηθείσες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των επικουρικών υπηρεσιών που αναφέρονται στα τμήματα Β και Γ του παραρτήματος, ούτως ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να παρακολουθεί τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Το ΚΑΤ θέτει, κατόπιν αιτήματος, τα αρχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στη διάθεση της αρμόδιας αρχής και των σχετικών αρχών καθώς και κάθε άλλης δημόσιας αρχής η οποία δυνάμει του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου των κρατών μελών υποδοχής έχει την εξουσία να απαιτεί πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία, με σκοπό την εκτέλεση της αποστολής τους.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις λεπτομέρειες των αρχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα οποία πρέπει να τηρούνται για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των ΚΑΤ με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει το μορφότυπο των αρχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα οποία πρέπει να τηρούνται για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των ΚΑΤ με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 30

Εξωτερική ανάθεση

1.   Όταν το ΚΑΤ προβαίνει σε εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων σε τρίτους, παραμένει εξ ολοκλήρου υπεύθυνο για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του βάσει του παρόντος κανονισμού και συμμορφώνεται ανά πάσα στιγμή με τους ακόλουθους όρους:

α)

η εξωτερική ανάθεση δεν έχει ως αποτέλεσμα μεταβίβαση της ευθύνης του·

β)

η σχέση και οι υποχρεώσεις του ΚΑΤ έναντι των συμμετεχόντων ή των εκδοτών του δεν μεταβάλλονται·

γ)

δεν μεταβάλλονται ουσιαστικά οι όροι χορήγησης άδειας λειτουργίας στο ΚΑΤ·

δ)

η εξωτερική ανάθεση δεν εμποδίζει την άσκηση των καθηκόντων εποπτείας και επίβλεψης, συμπεριλαμβανομένης της επιτόπιας πρόσβασης για τη λήψη σχετικών πληροφοριών που απαιτούνται για την εκπλήρωση των ανωτέρω καθηκόντων·

ε)

η εξωτερική ανάθεση δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί το ΚΑΤ τα αναγκαία συστήματα και μέσα ελέγχου προκειμένου να διαχειρίζεται τους κινδύνους που αντιμετωπίζει·

στ)

το ΚΑΤ διατηρεί την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη και τους αναγκαίους πόρους προκειμένου να αξιολογεί την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την οργανωτική και κεφαλαιακή επάρκεια του παρόχου υπηρεσιών, καθώς και να εποπτεύει αποτελεσματικά τα ανατεθέντα καθήκοντα και να διαχειρίζεται σε συνεχή βάση τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση·

ζ)

το ΚΑΤ έχει άμεση πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις ανατεθείσες υπηρεσίες·

η)

ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή και τις σχετικές αρχές όσον αφορά τις ανατεθείσες δραστηριότητες·

θ)

το ΚΑΤ διασφαλίζει ότι ο πάροχος υπηρεσιών πληροί τα πρότυπα που ορίζονται από τη σχετική νομοθεσία προστασίας δεδομένων, η οποία θα εφαρμοζόταν εάν οι πάροχοι υπηρεσιών είχαν την έδρα τους στην Ένωση. Το ΚΑΤ είναι υπεύθυνο να διασφαλίζει ότι τα εν λόγω πρότυπα ορίζονται σε σύμβαση μεταξύ των μερών και ότι τα πρότυπα αυτά τηρούνται.

2.   Το ΚΑΤ ορίζει σε γραπτή συμφωνία τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών. Η συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης επιτρέπει στο ΚΑΤ να καταγγείλει τη συμφωνία.

3.   Το ΚΑΤ και ο πάροχος υπηρεσιών θέτουν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής και των σχετικών αρχών, κατόπιν αιτήματος, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσουν τη συμμόρφωση των ανατεθέντων καθηκόντων προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

4.   Η εξωτερική ανάθεση μιας βασικής υπηρεσίας υπόκειται σε έγκριση της αρμόδιας αρχής βάσει του άρθρου 19.

5.   Οι παράγραφοι 1 έως 4 δεν εφαρμόζονται όταν το ΚΑΤ αναθέτει ορισμένες από τις υπηρεσίες ή δραστηριότητές του σε δημόσια οντότητα και όταν η εν λόγω ανάθεση διέπεται από ειδικό νομικό, κανονιστικό και λειτουργικό πλαίσιο που έχει συμφωνηθεί και επικυρωθεί από κοινού από τη δημόσια οντότητα και το σχετικό ΚΑΤ και έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές βάσει των απαιτήσεων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 31

Υπηρεσίες παρεχόμενες από τρίτα μέρη πλην των ΚΑΤ

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 30, και εφόσον απαιτείται από το εθνικό δίκαιο, τρίτο πρόσωπο πλην των ΚΑΤ δύναται να έχει την ευθύνη για την καταχώριση εγγραφών σε λογαριασμούς αξιογράφων που τηρούνται από τα ΚΑΤ.

2.   Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν σε άλλα μέρη πλην των ΚΑΤ να παρέχουν ορισμένες βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος σύμφωνα με την παράγραφο 1, προσδιορίζουν στο εθνικό τους δίκαιο τις απαιτήσεις που θα εφαρμόζονται σε τέτοια περίπτωση. Οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι οποίες εφαρμόζονται τόσο στο ΚΑΤ όσο και, κατά περίπτωση, στο τρίτο μέρος.

3.   Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν σε άλλα μέρη πλην των ΚΑΤ να παρέχουν ορισμένες βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος σύμφωνα με την παράγραφο 1 κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ όλες τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την παροχή αυτών των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των οικείων εθνικών ρυθμίσεων.

Η ΕΑΚΑΑ υποχρεούται να συμπεριλαμβάνει τις πληροφορίες αυτές στο μητρώο ΚΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 21.

Τμήμα 2

Κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας

Άρθρο 32

Γενικές διατάξεις

1.   Το ΚΑΤ έχει σαφώς καθορισμένους στόχους και σκοπούς που είναι εφικτοί, για παράδειγμα στους τομείς των επιπέδων ελάχιστης εξυπηρέτησης, των προσδοκιών σχετικά με τη διαχείριση κινδύνου και των επιχειρηματικών προτεραιοτήτων.

2.   Το ΚΑΤ διαθέτει διαφανείς κανόνες για τον χειρισμό των παραπόνων.

Άρθρο 33

Απαιτήσεις για τη συμμετοχή

1.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείρισή του, το ΚΑΤ δημοσιοποιεί κριτήρια συμμετοχής που επιτρέπουν ισότιμη και ανοικτή πρόσβαση σε όλα τα νομικά πρόσωπα που προτίθενται να γίνουν συμμετέχοντες. Τα εν λόγω κριτήρια είναι διαφανή, αντικειμενικά και αμερόληπτα, ώστε να διασφαλίζεται ισότιμη και ανοικτή πρόσβαση στο ΚΑΤ, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ομαλή λειτουργία των αγορών. Κριτήρια που περιορίζουν την πρόσβαση επιτρέπονται μόνον στον βαθμό που αποσκοπούν, δικαιολογημένα στον έλεγχο συγκεκριμένου κινδύνου για το ΚΑΤ.

2.   Το ΚΑΤ επεξεργάζεται αμέσως τα αιτήματα πρόσβασης, δίδοντας απάντηση στα εν λόγω αιτήματα το αργότερο εντός ενός μηνός, και δημοσιοποιεί τις διαδικασίες επεξεργασίας των αιτημάτων πρόσβασης.

3.   Το ΚΑΤ δύναται να αρνηθεί την πρόσβαση σε συμμετέχοντα που πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μόνον κατόπιν δέουσας γραπτής δικαιολόγησης και βάσει συνολικής ανάλυσης κινδύνου.

Σε περίπτωση άρνησης, ο αιτών συμμετέχων έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στην αρμόδια αρχή του ΚΑΤ που του αρνήθηκε την πρόσβαση.

Η εν λόγω αρμόδια αρχή εξετάζει δεόντως την καταγγελία, αξιολογώντας τους λόγους της άρνησης, και παρέχει στον αιτούντα συμμετέχοντα αιτιολογημένη απάντηση.

Η εν λόγω αρμόδια αρχή συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή της έδρας του αιτούντος συμμετέχοντος σχετικά με την αξιολόγηση της καταγγελίας. Εάν η αρχή του αιτούντος συμμετέχοντος διαφωνεί με την παρασχεθείσα αξιολόγηση, οποιαδήποτε από τις δύο αρμόδιες αρχές δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργήσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Εάν η άρνηση του ΚΑΤ να παραχωρήσει πρόσβαση στον αιτούντα συμμετέχοντα θεωρηθεί αδικαιολόγητη, η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ που αρνήθηκε την πρόσβαση εκδίδει εντολή, απαιτώντας από το ΚΑΤ να παραχωρήσει πρόσβαση στον αιτούντα συμμετέχοντα.

4.   Το ΚΑΤ διαθέτει αντικειμενικές και διαφανείς διαδικασίες για την αναστολή και την ομαλή αποχώρηση των συμμετεχόντων οι οποίοι δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια συμμετοχής που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

5.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα ΚΑΤ, όταν διενεργούν συνολική αξιολόγηση κινδύνων, και από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των λόγων της άρνησης, σύμφωνα με την παράγραφο 3, καθώς και τα στοιχεία της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα και τα υποδείγματα για τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 34

Διαφάνεια

1.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείρισή του, καθώς και για καθεμία από τις άλλες βασικές υπηρεσίες που παρέχει, το ΚΑΤ δημοσιεύει τις σχετικές τιμές και τέλη για τις βασικές παρεχόμενες από αυτό υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος. Δημοσιεύει τις τιμές και τα τέλη των επιμέρους παρεχόμενων υπηρεσιών και λειτουργιών χωριστά, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων και των επιστροφών, καθώς και τους όρους παροχής του οφέλους των εν λόγω μειώσεων. Επιτρέπει στους πελάτες του χωριστή πρόσβαση στις επιμέρους παρεχόμενες υπηρεσίες.

2.   Το ΚΑΤ δημοσιεύει τον τιμοκατάλογό του ούτως ώστε να διευκολύνει τη σύγκριση των προσφορών και να επιτρέπει στους πελάτες να προβλέπουν την τιμή που θα πρέπει να καταβάλουν για τη χρήση των υπηρεσιών.

3.   Το ΚΑΤ δεσμεύεται από τη δημοσιευμένη πολιτική τιμολόγησής του για τις βασικές του υπηρεσίες.

4.   Το ΚΑΤ παρέχει στους πελάτες του πληροφορίες που επιτρέπουν την αντιπαραβολή του τιμολογίου με τους δημοσιευμένους τιμοκαταλόγους.

5.   Το ΚΑΤ παρέχει σε όλους τους πελάτες πληροφορίες που τους επιτρέπουν να αξιολογήσουν τους κινδύνους που σχετίζονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

6.   Το ΚΑΤ τηρεί χωριστούς λογαριασμούς για το κόστος και τα έσοδα των παρεχόμενων βασικών υπηρεσιών και κοινοποιεί τις σχετικές πληροφορίες στην αρμόδια αρχή.

7.   Το ΚΑΤ τηρεί λογαριασμούς για το κόστος και τα έσοδα για το σύνολο των παρεχόμενων επικουρικών υπηρεσιών και κοινοποιεί τις σχετικές πληροφορίες στην αρμόδια αρχή.

8.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης και να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός, μεταξύ άλλων, της διασταυρούμενης επιδότησης των επικουρικών υπηρεσιών από βασικές υπηρεσίες, το ΚΑΤ τηρεί αναλυτικούς λογαριασμούς των δραστηριοτήτων του. Οι αναλυτικοί αυτοί λογαριασμοί θα πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να διαχωρίζουν το κόστος και τα έσοδα που συνδέονται με κάθε μία από τις βασικές υπηρεσίες από το κόστος και τα έσοδα που συνδέονται με τις επικουρικές υπηρεσίες.

Άρθρο 35

Διαδικασίες επικοινωνίας με συμμετέχοντες και άλλες υποδομές της αγοράς

Στις διαδικασίες επικοινωνίας τους με τους συμμετέχοντες των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζονται και με τις υποδομές της αγοράς με τις οποίες συνδέονται, τα ΚΑΤ χρησιμοποιούν διεθνείς ανοιχτές διαδικασίες επικοινωνίας και πρότυπα ανταλλαγής μηνυμάτων και δεδομένων αναφοράς, προκειμένου να διευκολυνθούν η αποτελεσματική καταχώριση, πληρωμή και διακανονισμός.

Τμήμα 3

Απαιτήσεις για τις υπηρεσίες ΚΑΤ

Άρθρο 36

Γενικές διατάξεις

Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται, το ΚΑΤ διαθέτει κατάλληλους κανόνες και διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων άρτιων λογιστικών πρακτικών και ελέγχων, ούτως ώστε να συμβάλλει στη διασφάλιση της ακεραιότητας των εκδόσεων αξιογράφων, στη μείωση και διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με τη φύλαξη και τον διακανονισμό των συναλλαγών σε αξιόγραφα.

Άρθρο 37

Ακεραιότητα της έκδοσης

1.   Το ΚΑΤ λαμβάνει κατάλληλα μέτρα αντιστοίχισης για να επαληθεύσει ότι ο αριθμός των αξιογράφων που απαρτίζουν μια έκδοση αξιογράφων ή μέρος μιας έκδοσης αξιογράφων που έχει υποβληθεί στο ΚΑΤ ισούται με το σύνολο των αξιογράφων που έχουν καταχωριστεί στους λογαριασμούς αξιογράφων των συμμετεχόντων του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται το ΚΑΤ και, όπου αρμόζει, στους λογαριασμούς δικαιούχων που τηρούνται από το ΚΑΤ. Τα σχετικά μέτρα αντιστοίχισης εφαρμόζονται τουλάχιστον καθημερινά.

2.   Όπου κρίνεται σκόπιμο και εάν εμπλέκονται στη διαδικασία αντιστοίχισης για μια συγκεκριμένη έκδοση αξιογράφων άλλες οντότητες, όπως ο εκδότης, οι υπεύθυνοι μητρώου, οι φορείς έκδοσης, οι φορείς μεταβίβασης, τα κοινά αποθετήρια, άλλα ΚΑΤ ή άλλες οντότητες, το ΚΑΤ και οποιεσδήποτε άλλες τέτοιες οντότητες καθιερώνουν επαρκή μέτρα συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ τους, ούτως ώστε να διατηρηθεί η ακεραιότητα της έκδοσης.

3.   Απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις αξιογράφων, τα χρεωστικά υπόλοιπα ή η δημιουργία αξιογράφων σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση ΚΑΤ.

4.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα μέτρα αντιστοίχισης που πρέπει να λαμβάνει το ΚΑΤ δυνάμει των παραγράφων 1 έως 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 38

Προστασία των αξιογράφων των συμμετεχόντων και των αξιογράφων των πελατών τους

1.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται, το ΚΑΤ τηρεί αρχεία και λογαριασμούς που του επιτρέπουν, οποτεδήποτε και χωρίς καθυστέρηση, να διαχωρίζει στους λογαριασμούς με το ΚΑΤ, τα αξιόγραφα ενός συμμετέχοντος από τα αξιόγραφα οποιουδήποτε άλλου συμμετέχοντος και, εάν συντρέχει περίπτωση, από τα στοιχεία ενεργητικού του ιδίου του ΚΑΤ.

2.   Το ΚΑΤ τηρεί αρχεία και λογαριασμούς που επιτρέπουν σε οποιονδήποτε συμμετέχοντα να διαχωρίζει τα αξιόγραφά του από τα αξιόγραφα των πελατών του.

3.   Το ΚΑΤ τηρεί αρχεία και λογαριασμούς που επιτρέπουν σε οποιονδήποτε συμμετέχοντα να τηρεί σε έναν λογαριασμό αξιογράφων τα αξιόγραφα που ανήκουν στους διάφορους πελάτες του εν λόγω συμμετέχοντος («συνολικός διαχωρισμός πελατών»).

4.   Το ΚΑΤ τηρεί αρχεία και λογαριασμούς που επιτρέπουν σε κάθε συμμετέχοντα να διαχωρίζει τα αξιόγραφα οποιουδήποτε από τους πελάτες του, εάν και όπως απαιτείται από τον συμμετέχοντα («διαχωρισμός ανά πελάτη»).

5.   Ο συμμετέχων προσφέρει στον πελάτη του τουλάχιστον τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στον συνολικό διαχωρισμό πελατών και τον διαχωρισμό ανά πελάτη και τους ενημερώνει σχετικά με το κόστος και τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε μία από τις δυνατότητες αυτές.

Ωστόσο, το ΚΑΤ και οι συμμετέχοντές του παρέχουν διαχωρισμό ανά πελάτη για πολίτες και κατοίκους κράτους μέλους, καθώς και για νομικά πρόσωπα που εδρεύουν σε αυτό, όταν αυτό απαιτείται από την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους δυνάμει της οποίας έχουν δημιουργηθεί οι τίτλοι, όπως αυτή ισχύει κατά τη 17η Σεπτεμβρίου 2014. Η υποχρέωση αυτή ισχύει εφόσον η εθνική νομοθεσία δεν τροποποιηθεί ή καταργηθεί και εφόσον οι σκοποί της εξακολουθούν να ισχύουν.

6.   Τα ΚΑΤ και οι συμμετέχοντές τους δημοσιοποιούν τα επίπεδα προστασίας και τα κόστη που συνδέονται με τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού που παρέχουν και προσφέρουν τις ανωτέρω υπηρεσίες υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι λεπτομέρειες για τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού περιλαμβάνουν περιγραφή των κυριότερων νομικών συνεπειών του αντίστοιχου προσφερόμενου επιπέδου διαχωρισμού, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για το εφαρμοστέο δίκαιο περί αφερεγγυότητας στην οικεία δικαιοδοσία.

7.   Το ΚΑΤ δεν χρησιμοποιεί αξιόγραφα που δεν του ανήκουν για κανέναν λόγο. Το ΚΑΤ δύναται ωστόσο να χρησιμοποιεί τα αξιόγραφα συμμετέχοντος, όταν έχει λάβει τη ρητή εκ των προτέρων συγκατάθεση του εν λόγω συμμετέχοντος. Το ΚΑΤ υποχρεώνει τους συμμετέχοντες να εξασφαλίζουν την απαραίτητη εκ των προτέρων συγκατάθεση από τους πελάτες τους.

Άρθρο 39

Αμετάκλητο του διακανονισμού

1.   Το ΚΑΤ διασφαλίζει ότι το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται προσφέρει επαρκή προστασία στους συμμετέχοντες. Τα κράτη μέλη ορίζουν και κοινοποιούν το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων υπό τη διαχείριση των ΚΑΤ σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 98/26/ΕΚ.

2.   Το ΚΑΤ διασφαλίζει ότι κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο διαχειρίζεται καθορίζει τον χρόνο εισαγωγής των εντολών μεταβίβασης και τον χρόνο κατά τον οποίο γίνονται αμετάκλητες οι εντολές αυτές στο εν λόγω σύστημα διακανονισμού αξιογράφων, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας 98/26/ΕΚ.

3.   Το ΚΑΤ δημοσιοποιεί τους κανόνες που διέπουν το αμετάκλητο των μεταβιβάσεων αξιογράφων και μετρητών σε ένα σύστημα διακανονισμού αξιογράφων.

4.   Οι παράγραφοι 2 και 3 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων που εφαρμόζονται για τις συνδέσεις ΚΑΤ και με την επιφύλαξη της παραγράφου 8 του άρθρου 48.

5.   Το ΚΑΤ θα πρέπει να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει ότι, σύμφωνα με τους κανόνες που αναφέρονται στην παράγραφο 3, το αμετάκλητο των μεταβιβάσεων αξιογράφων και μετρητών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 επιτυγχάνεται είτε σε πραγματικό χρόνο είτε στη διάρκεια της ημέρας και, οπωσδήποτε, το αργότερο μέχρι τη λήξη της εργάσιμης ημέρας της πραγματικής ημερομηνίας διακανονισμού.

6.   Όταν το ΚΑΤ προσφέρει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 2, διασφαλίζει ότι οι εισπράξεις μετρητών από διακανονισμούς αξιογράφων είναι διαθέσιμες για τους αποδέκτες το αργότερο μέχρι τη λήξη της εργάσιμης ημέρας της προβλεπόμενης ημερομηνίας διακανονισμού.

7.   Όλες οι συναλλαγές αξιογράφων έναντι μετρητών μεταξύ άμεσων συμμετεχόντων σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση ΚΑΤ και διακανονίζονται σε αυτό το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων διακανονίζονται βάσει συστήματος ταυτόχρονης παράδοσης και πληρωμής («σύστημα DVP»).

Άρθρο 40

Διακανονισμός τοις μετρητοίς

1.   Για συναλλαγές εκφρασμένες στο νόμισμα της χώρας στην οποία πραγματοποιείται ο διακανονισμός, το ΚΑΤ διακανονίζει τις πληρωμές τοις μετρητοίς του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων μέσω λογαριασμών σε κεντρική τράπεζα που εκδίδει το σχετικό νόμισμα, όποτε αυτό είναι εφικτό και λειτουργικό.

2.   Όταν ο διακανονισμός σε λογαριασμούς κεντρικής τράπεζας, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, δεν είναι λειτουργικός και εφικτός, το ΚΑΤ μπορεί να προσφερθεί να διακανονίζει τις πληρωμές σε μετρητά για το σύνολο ή μέρος των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων του μέσω λογαριασμών σε πιστωτικό ίδρυμα ή μέσω των δικών του λογαριασμών. Εάν το ΚΑΤ προσφέρεται να πραγματοποιεί τον διακανονισμό σε λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος ή μέσω των δικών του λογαριασμών, το πράττει σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου IV.

3.   Το ΚΑΤ μεριμνά ώστε οι πληροφορίες που παρέχονται στους συμμετέχοντες στην αγορά σχετικά με τους κινδύνους και το κόστος που συνδέονται με τον διακανονισμό σε πιστωτικά ιδρύματα ή μέσω των δικών του λογαριασμών να είναι σαφείς, ακριβείς και μη παραπλανητικές. Το ΚΑΤ καθιστά διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, ώστε να μπορούν να προσδιορίζουν και να αξιολογούν τους κινδύνους και το κόστος που συνδέονται με τον διακανονισμό μέσω λογαριασμών σε πιστωτικά ιδρύματα ή μέσω των δικών του λογαριασμών και παρέχει τις πληροφορίες αυτές κατόπιν αιτήματος.

Άρθρο 41

Κανόνες και διαδικασίες σχετικά με την αθέτηση υποχρέωσης συμμετεχόντων

1.   Για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ διαθέτει αποτελεσματικούς και σαφώς καθορισμένους κανόνες και διαδικασίες για τη διαχείριση της αθέτησης υποχρέωσης ενός ή περισσοτέρων συμμετεχόντων, διασφαλίζοντας ότι το ΚΑΤ μπορεί να λάβει εγκαίρως μέτρα για τον περιορισμό των ζημιών και των πιέσεων ρευστότητας και να εξακολουθήσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του.

2.   Το ΚΑΤ θέτει τους κανόνες και τις σχετικές διαδικασίες του περί αθέτησης στη διάθεση του κοινού.

3.   Το ΚΑΤ, μαζί με τους συμμετέχοντες και άλλους σχετικούς ενδιαφερομένους, εκτελεί περιοδικούς ελέγχους και επανεξετάζει τις διαδικασίες του περί αθέτησης για να διασφαλίσει ότι είναι λειτουργικές και αποτελεσματικές.

4.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 4

Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

Άρθρο 42

Γενικές απαιτήσεις

Το ΚΑΤ θεσπίζει άρτιο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου για την ολοκληρωμένη διαχείριση του νομικού, του επιχειρηματικού, του λειτουργικού και άλλων άμεσων ή έμμεσων κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων μέτρων περιορισμού των περιπτώσεων απάτης και αμέλειας.

Άρθρο 43

Νομικοί κίνδυνοι

1.   Για τους σκοπούς αδειοδότησης και εποπτείας, καθώς και για την ενημέρωση των πελατών του, το ΚΑΤ διαθέτει κανόνες, διαδικασίες και συμβάσεις που είναι σαφείς και κατανοητές για όλα τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται και για όλες τις λοιπές υπηρεσίες που παρέχει.

2.   Το ΚΑΤ σχεδιάζει τους κανόνες, τις διαδικασίες και τις συμβάσεις κατά τρόπο, ώστε να μπορούν να επιβληθούν σε όλες τις σχετικές δικαιοδοσίες, μεταξύ άλλων και σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του συμμετέχοντος.

3.   Το ΚΑΤ που έχει δραστηριότητες σε διάφορες δικαιοδοσίες λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για να προσδιορίζει και να μετριάζει τους κινδύνους που προκύπτουν από ενδεχόμενες συγκρούσεις νόμων μεταξύ δικαιοδοσιών.

Άρθρο 44

Γενικός επιχειρηματικός κίνδυνος

Το ΚΑΤ διαθέτει άρτια συστήματα διαχείρισης και ελέγχου, καθώς και εργαλεία τεχνολογίας πληροφοριών (ΤΠ) για τον προσδιορισμό, την παρακολούθηση και τη διαχείριση των γενικών επιχειρηματικών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των ζημιών που προκύπτουν από κακή εκτέλεση της επιχειρηματικής στρατηγικής, από αρνητικές ταμειακές ροές και από λειτουργικά έξοδα.

Άρθρο 45

Λειτουργικοί κίνδυνοι

1.   Το ΚΑΤ προσδιορίζει όλες τις πηγές λειτουργικού κινδύνου, εσωτερικές και εξωτερικές, και ελαχιστοποιεί τον αντίκτυπό τους μέσω της χρησιμοποίησης κατάλληλων εργαλείων ΤΠ, ελέγχων και διαδικασιών, μεταξύ άλλων για όλα τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται.

2.   Το ΚΑΤ διατηρεί κατάλληλα εργαλεία ΤΠ που διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο ασφάλειας και λειτουργικής αξιοπιστίας και διαθέτουν επαρκείς δυνατότητες. Τα εργαλεία ΤΠ είναι κατάλληλα για τη διαχείριση της πολυπλοκότητας, της ποικιλίας και των ειδών των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων, ούτως ώστε να κατοχυρώνονται υψηλά επίπεδα ασφαλείας, καθώς και η ακεραιότητα και η εμπιστευτικότητα των διατηρούμενων πληροφοριών.

3.   Για τις υπηρεσίες που παρέχει καθώς και για κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ διαμορφώνει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη πολιτική αδιάλειπτης λειτουργίας και σχέδιο αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, για να διασφαλίσει τη διάσωση των λειτουργιών του, την έγκαιρη αποκατάσταση των εργασιών και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ΚΑΤ, σε περίπτωση γεγονότων που προκαλούν σημαντικό κίνδυνο διακοπής των λειτουργιών.

4.   Το σχέδιο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 προβλέπει την αποκατάσταση όλων των συναλλαγών και των θέσεων των συμμετεχόντων κατά τον χρόνο της διακοπής, ώστε να μπορέσουν οι συμμετέχοντες του ΚΑΤ να εξακολουθήσουν να λειτουργούν με ασφάλεια και να ολοκληρώσουν τον διακανονισμό στην καθορισμένη ημερομηνία, μεταξύ άλλων διασφαλίζοντας ότι τα κρίσιμα συστήματα ΤΠ μπορούν ταχέως να αποκαταστήσουν τη λειτουργία τους ως είχε τη στιγμή της διακοπής. Περιλαμβάνει τη δημιουργία δεύτερου χώρου επεξεργασίας με επαρκείς πόρους, ικανότητες, λειτουργικές δυνατότητες και κατάλληλες ρυθμίσεις ως προς την επάνδρωση.

5.   Το ΚΑΤ σχεδιάζει και εκτελεί πρόγραμμα δοκιμών των ρυθμίσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4.

6.   Το ΚΑΤ προσδιορίζει, παρακολουθεί και διαχειρίζεται τους κινδύνους που ενδέχεται να συνεπάγονται για τις δραστηριότητές του οι βασικοί συμμετέχοντες στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται, καθώς και οι πάροχοι υπηρεσιών και υπηρεσιών κοινής ωφελείας, άλλα ΚΑΤ ή άλλες υποδομές της αγοράς. Παρέχει πληροφορίες στις αρμόδιες και τις σχετικές αρχές, κατόπιν αιτήματος, σχετικά με οποιονδήποτε τέτοιον κίνδυνο εντοπιστεί.

Ενημερώνει επίσης χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή και τις σχετικές αρχές σχετικά με οποιαδήποτε περιστατικά που αφορούν τη λειτουργία του και οφείλονται στους εν λόγω κινδύνους.

7.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τους λειτουργικούς κινδύνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 6, τις μεθόδους ελέγχου, αντιμετώπισης ή ελαχιστοποίησης των εν λόγω κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών αδιάλειπτης λειτουργίας και των σχεδίων αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, καθώς και των μεθόδων αξιολόγησής τους.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 46

Επενδυτική πολιτική

1.   Το ΚΑΤ διατηρεί τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού του σε κεντρικές τράπεζες, σε πιστωτικά ιδρύματα με άδεια λειτουργίας ή σε ΚΑΤ με άδεια λειτουργίας.

2.   Το ΚΑΤ διαθέτει άμεση πρόσβαση στα στοιχεία ενεργητικού του, όταν απαιτείται.

3.   Το ΚΑΤ επενδύει τους χρηματοοικονομικούς πόρους του μόνον σε χρήμα ή σε άκρως ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα, με ελάχιστο κίνδυνο αγοράς και πιστωτικό κίνδυνο. Οι εν λόγω επενδύσεις είναι ταχέως ρευστοποιήσιμες, με ελάχιστες δυσμενείς επιπτώσεις στις τιμές.

4.   Το ποσό του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των αδιανέμητων κερδών και των αποθεματικών του ΚΑΤ που δεν επενδύονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 47 παράγραφος 1.

5.   Το ΚΑΤ μεριμνά ώστε η συνολική του έκθεση σε κίνδυνο έναντι οιουδήποτε μεμονωμένου αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος ή αδειοδοτημένου ΚΑΤ στο οποίο διατηρεί τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού του, να παραμένει εντός αποδεκτών ορίων συγκέντρωσης.

6.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικευθούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να θεωρηθούν άκρως ρευστοποιήσιμα με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς, τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 3, το κατάλληλο χρονικό πλαίσιο για την πρόσβαση στα στοιχεία ενεργητικού, το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2, και τα όρια συγκέντρωσης, τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 5. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται, όποτε κρίνεται δέον, με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 47

Κεφαλαιακές απαιτήσεις

1.   Το κεφάλαιο, μαζί με τα αδιανέμητα κέρδη και τα αποθεματικά του ΚΑΤ, είναι ανάλογο με τους κινδύνους που προκύπτουν από τις δραστηριότητές του. Επαρκεί ανά πάσα στιγμή για:

α)

να διασφαλίσει ότι το ΚΑΤ διαθέτει επαρκή προστασία έναντι των λειτουργικών και νομικών κινδύνων, των κινδύνων θεματοφυλακής, των επενδυτικών και των επιχειρηματικών κινδύνων, ώστε το ΚΑΤ να μπορεί να εξακολουθήσει να παρέχει τις υπηρεσίες του ως λειτουργούσα οντότητα·

β)

να διασφαλίσει την εύτακτη εκκαθάριση ή αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων του ΚΑΤ εντός κατάλληλου χρονικού διαστήματος, τουλάχιστον έξι μηνών, σε διάφορα σενάρια ακραίων καταστάσεων.

2.   Το ΚΑΤ διατηρεί σχέδιο για τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

τη συγκέντρωση πρόσθετου κεφαλαίου εάν το μετοχικό του κεφάλαιο προσεγγίσει ή μειωθεί κάτω από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1·

β)

την επίτευξη εύτακτης εκκαθάρισης ή αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών του σε περίπτωση που το ΚΑΤ δεν μπορέσει να συγκεντρώσει νέα κεφάλαια.

Το εν λόγω σχέδιο εγκρίνεται από το διοικητικό όργανο ή από κατάλληλη επιτροπή του διοικητικού οργάνου και επικαιροποιείται τακτικά. Εκάστη επικαιροποίηση του σχεδίου κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή δύναται να απαιτήσει από το ΚΑΤ να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα ή να λαμβάνει εναλλακτικά μέτρα εφόσον η εν λόγω αρχή κρίνει ανεπαρκές το σχέδιο του ΚΑΤ.

3.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τις απαιτήσεις ως προς το κεφάλαιο, τα αδιανέμητα κέρδη και τα αποθεματικά του ΚΑΤ, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Τμήμα 5

Απαιτήσεις για τις συνδέσεις ΚΑΤ

Άρθρο 48

Συνδέσεις ΚΑΤ

1.   Πριν από τη δημιουργία σύνδεσης ΚΑΤ και επί συνεχούς βάσεως μετά τη δημιουργία της, όλα τα ενδιαφερόμενα ΚΑΤ προσδιορίζουν, αξιολογούν, παρακολουθούν και διαχειρίζονται όλες τις ενδεχόμενες πηγές κινδύνου για τα ίδια και για τους συμμετέχοντες, οι οποίες προκύπτουν από τη σύνδεση ΚΑΤ και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τον μετριασμό τους.

2.   Τα ΚΑΤ που πρόκειται να δημιουργήσουν συνδέσεις υποβάλουν αίτηση για χορήγηση άδειας στην αρμόδια αρχή του αιτούντος ΚΑΤ, όπως απαιτείται από το άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο ε) ή ενημερώνουν τις αρμόδιες και σχετικές αρχές του αιτούντος ΚΑΤ, όπως απαιτείται από το άρθρο 19 παράγραφος 5.

3.   Η σύνδεση παρέχει επαρκή προστασία στα συνδεδεμένα ΚΑΤ και στους συμμετέχοντές τους, ιδίως όσον αφορά ενδεχόμενες πιστώσεις τις οποίες λαμβάνουν τα ΚΑΤ και τους κινδύνους συγκέντρωσης και ρευστότητας λόγω της συμφωνίας σύνδεσης.

Η σύνδεση υποστηρίζεται από κατάλληλες συμβατικές ρυθμίσεις που ορίζουν τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συνδεδεμένων ΚΑΤ και, εάν συντρέχει περίπτωση, των συμμετεχόντων τους. Μια συμβατική ρύθμιση που εμπλέκει διάφορες δικαιοδοσίες προβλέπει μια σαφή επιλογή του δικαίου που διέπει κάθε πτυχή των δραστηριοτήτων της σύνδεσης.

4.   Σε περίπτωση προσωρινής μεταβίβασης αξιογράφων μεταξύ συνδεδεμένων ΚΑΤ, απαγορεύεται η αναμεταβίβαση αξιογράφων πριν καταστεί οριστική η πρώτη μεταβίβαση.

5.   Το ΚΑΤ που χρησιμοποιεί έμμεση σύνδεση ή διαμεσολαβητή για τη λειτουργία σύνδεσης ΚΑΤ με ένα άλλο ΚΑΤ μετρά, παρακολουθεί και διαχειρίζεται τους πρόσθετους κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση της εν λόγω έμμεσης σύνδεσης ή του διαμεσολαβητή και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για τον μετριασμό τους.

6.   Τα συνδεδεμένα ΚΑΤ διαθέτουν άρτιες διαδικασίες αντιστοίχισης για να διασφαλίζουν ότι τα αντίστοιχα αρχεία τους είναι ακριβή.

7.   Οι συνδέσεις μεταξύ ΚΑΤ επιτρέπουν τον διακανονισμό DVP των συναλλαγών μεταξύ συμμετεχόντων σε συνδεδεμένα ΚΑΤ, όποτε αυτό είναι εφικτό και λειτουργικό. Οι αναλυτικοί λόγοι για την τυχόν ύπαρξη σύνδεσης ΚΑΤ που δεν επιτρέπει τον διακανονισμό DVP κοινοποιούνται στις σχετικές και τις αρμόδιες αρχές.

8.   Τα διαλειτουργικά συστήματα διακανονισμού αξιογράφων και τα ΚΑΤ που χρησιμοποιούν κοινή υποδομή διακανονισμού καθορίζουν πανομοιότυπες χρονικές στιγμές:

α)

εισαγωγής εντολών μεταβίβασης στο σύστημα·

β)

αμετάκλητου των εντολών μεταβίβασης·

Τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων και τα ΚΑΤ που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο χρησιμοποιούν ισοδύναμους κανόνες όσον αφορά τον χρόνο κατά τον οποίον οι μεταβιβάσεις αξιογράφων και μετρητών καθίσταται αμετάκλητες.

9.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2019 όλοι οι διαλειτουργικοί σύνδεσμοι μεταξύ ΚΑΤ που λειτουργούν στα κράτη μέλη καθίστανται, όπου αρμόζει, διαλειτουργικές συνδέσεις στήριξης διακανονισμού DVP.

10.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3, βάσει των οποίων κάθε είδος συμφωνίας σύνδεσης παρέχει επαρκή προστασία για τα συνδεδεμένα ΚΑΤ και τους συμμετέχοντές τους, ιδίως όταν ένα ΚΑΤ σκοπεύει να συμμετάσχει στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων το οποίο τελεί υπό τη διαχείριση άλλου ΚΑΤ, την παρακολούθηση και διαχείριση των πρόσθετων κινδύνων, που αναφέρονται στην παράγραφο 5 και προκύπτουν από την προσφυγή σε διαμεσολαβητές, τις μεθόδους αντιστοίχισης, που αναφέρονται στην παράγραφο 6, τις περιπτώσεις στις οποίες ο διακανονισμός βάσει συστήματος ταυτόχρονης παράδοσης και πληρωμής (DVP) μέσω συνδέσεων ΚΑΤ είναι λειτουργικός και εφικτός, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 7 και τις μεθόδους αξιολόγησης των ανωτέρω.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Πρόσβαση σε ΚΑΤ

Τμήμα 1

Πρόσβαση εκδοτών σε ΚΑΤ

Άρθρο 49

Ελευθερία έκδοσης σε ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια στην Ένωση

1.   Ο εκδότης έχει το δικαίωμα να καταχωρίσει τα αξιόγραφά του, τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές ή σε πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, σε οποιοδήποτε ΚΑΤ με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται από το ΚΑΤ οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 23.

Με την επιφύλαξη του δικαιώματος του εκδότη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εξακολουθεί να εφαρμόζεται το εταιρικό δίκαιο ή άλλη παρόμοια νομοθεσία του κράτους μέλους, βάσει των οποίων έχουν συσταθεί οι τίτλοι.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι εκπονείται κατάλογος των βασικών σχετικών διατάξεων των νομοθεσιών τους που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν τον κατάλογο αυτό στην ΕΑΚΑΑ έως τις 18 Δεκεμβρίου 2014. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τον κατάλογο έως τις 18 Ιανουαρίου 2015.

Το ΚΑΤ δύναται να χρεώσει εύλογη εμπορική αμοιβή για την παροχή των υπηρεσιών του στους εκδότες βάσει απολογιστικής τιμολόγησης («cost-plus»), εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά και από τις δύο πλευρές.

2.   Όταν ο εκδότης υποβάλλει αίτημα καταχώρισης των αξιογράφων του σε ΚΑΤ, αυτό επεξεργάζεται το αίτημα άμεσα και αμερόληπτα και απαντά στον αιτούντα εκδότη εντός τριών μηνών.

3.   Το ΚΑΤ μπορεί να αρνηθεί να παράσχει τις υπηρεσίες του στον εκδότη. Η άρνηση αυτή μπορεί να βασίζεται μόνον σε συνολική ανάλυση των κινδύνων ή στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο ΚΑΤ δεν προσφέρει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο σημείο 1 του τμήματος Α του παραρτήματος σχετικά με τίτλους που έχουν συσταθεί βάσει του εταιρικού δικαίου ή άλλης παρόμοιας νομοθεσίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

4.   Με την επιφύλαξη της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25) και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (26), αν το ΚΑΤ αρνηθεί να παράσχει υπηρεσίες σε εκδότη, γνωστοποιεί γραπτώς στον αιτούντα εκδότη τους πλήρεις λόγους της άρνησής του.

Σε περίπτωση άρνησης, ο αιτών εκδότης έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στην αρμόδια αρχή του ΚΑΤ, το οποίο αρνείται να παράσχει τις υπηρεσίες του.

Η αρμόδια αρχή του εν λόγω ΚΑΤ εξετάζει δεόντως την καταγγελία αξιολογώντας τους λόγους της άρνησης που αναφέρει το ΚΑΤ και παρέχει στον εκδότη αιτιολογημένη απάντηση.

Η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή της έδρας του αιτούντος εκδότη σχετικά με την αξιολόγηση της καταγγελίας. Εάν η αρμόδια αρχή της έδρας του αιτούντος εκδότη διαφωνεί με την παρασχεθείσα αξιολόγηση, οποιαδήποτε από τις δύο αρμόδιες αρχές δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργήσει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Εάν η άρνηση του ΚΑΤ να παράσχει τις υπηρεσίες του σε εκδότη θεωρηθεί αδικαιολόγητη, η υπεύθυνη αρμόδια αρχή εκδίδει εντολή που απαιτεί από το ΚΑΤ να παράσχει τις υπηρεσίες του στον αιτούντα εκδότη.

5.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα ΚΑΤ, όταν διενεργούν συνολική αξιολόγηση κινδύνων, και από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των λόγων της άρνησης, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4, καθώς και τα στοιχεία της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα και τα υποδείγματα για τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 2

Πρόσβαση μεταξύ των ΚΑΤ

Άρθρο 50

Πρόσβαση τυποποιημένης σύνδεσης

Το ΚΑΤ έχει το δικαίωμα να γίνει συμμετέχων ενός άλλου ΚΑΤ και να δημιουργήσει τυποποιημένη σύνδεση με αυτό σύμφωνα με το άρθρο 33 και με την επιφύλαξη της προηγούμενης κοινοποίησης της σύνδεσης ΚΑΤ δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 5.

Άρθρο 51

Πρόσβαση εξατομικευμένης σύνδεσης

1.   Εάν ένα ΚΑΤ ζητά από άλλο ΚΑΤ να αναπτύξει εξατομικευμένη σύνδεση προκειμένου να έχει πρόσβαση σε αυτό, το ΚΑΤ στο οποίο απευθύνεται το σχετικό αίτημα δύναται να το απορρίψει μόνο βάσει εκτιμήσεων κινδύνου. Δεν δύναται να απορρίψει ένα αίτημα για λόγους απώλειας μεριδίου αγοράς.

2.   Το ΚΑΤ που λαμβάνει το αίτημα δύναται να χρεώσει στο αιτούν ΚΑΤ εύλογη εμπορική αμοιβή οριζόμενη βάσει απολογιστικής τιμολόγησης («cost-plus») για να του παραχωρήσει πρόσβαση εξατομικευμένης σύνδεσης, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά από τα δύο ΚΑΤ.

Άρθρο 52

Διαδικασία για συνδέσεις ΚΑΤ

1.   Όταν ένα ΚΑΤ υποβάλλει αίτημα πρόσβασης σε άλλο ΚΑΤ δυνάμει των άρθρων 50 και 51, το δεύτερο επεξεργάζεται άμεσα το αίτημα και απαντά στο αιτούν ΚΑΤ εντός τριών μηνών.

2.   Το ΚΑΤ δύναται να αρνηθεί να παράσχει πρόσβαση σε αιτούν ΚΑΤ μόνον σε περίπτωση που η εν λόγω πρόσβαση θα απειλούσε την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή θα προκαλούσε συστημικό κίνδυνο. Η εν λόγω άρνηση μπορεί να βασίζεται μόνο σε συνολική ανάλυση κινδύνου.

Εάν ένα ΚΑΤ αρνηθεί να παράσχει πρόσβαση, γνωστοποιεί στο αιτούν ΚΑΤ τους πλήρεις λόγους της άρνησής του.

Σε περίπτωση άρνησης, το αιτούν ΚΑΤ έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στην αρμόδια αρχή του ΚΑΤ που του αρνήθηκε την πρόσβαση.

Η αρμόδια αρχή του λαμβάνοντος την αίτηση ΚΑΤ, εξετάζει δεόντως την καταγγελία, αξιολογώντας τους λόγους της άρνησης και παρέχει στο αιτούν ΚΑΤ αιτιολογημένη απάντηση.

Η αρμόδια αρχή του λαμβάνοντος την αίτηση ΚΑΤ, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή του αιτούντος ΚΑΤ και τη σχετική αρχή του αιτούντος ΚΑΤ που αναφέρεται στο στοιχείο α) του άρθρου 12 παράγραφος 1 σχετικά με την αξιολόγηση της καταγγελίας. Εάν οποιαδήποτε από τις αρχές του αιτούντος ΚΑΤ διαφωνεί με την παρασχεθείσα αξιολόγηση, οποιαδήποτε εκ των αρχών δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Εάν η άρνηση του ΚΑΤ να παραχωρήσει πρόσβαση στο αιτούν ΚΑΤ θεωρηθεί αδικαιολόγητη, η αρμόδια αρχή του λαμβάνοντος την αίτηση ΚΑΤ εκδίδει εντολή που απαιτεί από το εν λόγω ΚΑΤ να παραχωρήσει πρόσβαση στο αιτούν ΚΑΤ.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα ΚΑΤ όταν διενεργούν συνολική αξιολόγηση κινδύνων και από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των λόγων της άρνησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 καθώς και τα στοιχεία της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα και τα υποδείγματα για τις διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Τμήμα 3

Πρόσβαση μεταξύ ενός ΚΑΤ και μιας άλλης υποδομής της αγοράς

Άρθρο 53

Πρόσβαση μεταξύ ενός ΚΑΤ και μιας άλλης υποδομής της αγοράς

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και ο τόπος διαπραγμάτευσης παρέχουν πληροφορίες σχετικά με συναλλαγές σε αμερόληπτη και διαφανή βάση σε ένα ΚΑΤ κατόπιν σχετικού αιτήματος από το ΚΑΤ και μπορούν να χρεώνουν εύλογη εμπορική αμοιβή για τις εν λόγω πληροφορίες στο αιτούν ΚΑΤ, οριζόμενη βάσει απολογιστικής τιμολόγησης, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των μερών.

Το ΚΑΤ παρέχει πρόσβαση στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων του σε αμερόληπτη και διαφανή βάση σε ένα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή έναν τόπο διαπραγμάτευσης και μπορεί να χρεώνει εύλογη εμπορική αμοιβή για την εν λόγω πρόσβαση, οριζόμενη βάσει απολογιστικής τιμολόγησης, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των μερών.

2.   Εάν ένα μέρος υποβάλει αίτημα πρόσβασης σε άλλο μέρος σύμφωνα με την παράγραφο 1, η επεξεργασία του εν λόγω αιτήματος γίνεται άμεσα και παρέχεται απάντηση στο αιτούν μέρος εντός τριών μηνών.

3.   Το μέρος που λαμβάνει το αίτημα δύναται να αρνηθεί να παράσχει πρόσβαση μόνον σε περίπτωση που η εν λόγω πρόσβαση θα επηρέαζε την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών ή θα προκαλούσε συστημικό κίνδυνο. Δεν δύναται να απορρίψει ένα αίτημα για λόγους απώλειας μεριδίου αγοράς.

Ένα μέρος που αρνείται να παραχωρήσει πρόσβαση παρέχει γραπτώς στο αιτούν μέρος τους πλήρεις λόγους για την άρνησή του βάσει συνολικής ανάλυσης κινδύνου. Σε περίπτωση άρνησης, το αιτούν μέρος έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στην αρμόδια αρχή του μέρους που του αρνήθηκε την πρόσβαση.

Η αρμόδια αρχή του μέρους που λαμβάνει το αίτημα και η σχετική αρχή που αναφέρεται στο στοιχείο α) του άρθρου 12 παράγραφος 1 εξετάζουν δεόντως την καταγγελία αξιολογώντας τους λόγους της άρνησης και παρέχουν στο αιτούν μέρος αιτιολογημένη απάντηση.

Η αρμόδια αρχή του μέρους που λαμβάνει το αίτημα συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή του αιτούντος μέρους και τη σχετική αρχή που αναφέρεται στο στοιχείο α) του άρθρου 12 παράγραφος 1 σχετικά με την αξιολόγηση της καταγγελίας. Εάν οποιαδήποτε από τις αρχές του αιτούντος μέρους διαφωνεί με την παρασχεθείσα αξιολόγηση, οποιαδήποτε εξ αυτών δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Εάν η άρνηση ενός μέρους να παραχωρήσει πρόσβαση θεωρηθεί αδικαιολόγητη, η υπεύθυνη αρμόδια αρχή εκδίδει εντολή που απαιτεί από το εν λόγω μέρος να παραχωρήσει εντός τριών μηνών πρόσβαση στις υπηρεσίες του.

4.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τους κινδύνους που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα ΚΑΤ όταν διενεργούν συνολική αξιολόγηση κινδύνων και από τις αρμόδιες αρχές κατά την αξιολόγηση των λόγων της άρνησης σύμφωνα με την παράγραφο 3, καθώς και τα στοιχεία της διαδικασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα και τα υποδείγματα για τη διαδικασία που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΠΑΡΟΧΗ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ ΣΤΑ ΚΑΤ

Άρθρο 54

Άδεια και ορισμός για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου

1.   Το ΚΑΤ δεν παρέχει το ίδιο οποιεσδήποτε από τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου που αναφέρονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος, εκτός αν έχει λάβει πρόσθετη άδεια για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Το ΚΑΤ που προτίθεται να προβεί σε διακανονισμό του σκέλους μετρητών του συνόλου ή μέρους του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων του σύμφωνα με το άρθρο 40 παράγραφος 2 ή επιθυμεί να προσφέρει οποιεσδήποτε από τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εξουσιοδοτείται για ένα από τα ακόλουθα:

α)

να προσφέρει το ίδιο αυτές τις υπηρεσίες υπό τους όρους που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, ή

β)

να ορίσει για τον σκοπό αυτόν ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

3.   Αν το ΚΑΤ επιθυμεί να παρέχει οποιεσδήποτε υπηρεσίες τραπεζικού τύπου μέσα από την ίδια νομική οντότητα που διαχειρίζεται το σύστημα διακανονισμού αξιογράφων, η άδεια η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 χορηγείται μόνο αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ΚΑΤ πρέπει να έχει άδεια να λειτουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

το ΚΑΤ πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στο άρθρο 59 παράγραφοι 1, 3 και 4, και τις απαιτήσεις εποπτείας που ορίζονται στο άρθρο 60·

γ)

η άδεια που αναφέρεται στο στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου που προβλέπονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος, και όχι για την άσκηση άλλων δραστηριοτήτων·

δ)

το ΚΑΤ πρέπει να υπόκειται σε μία ακόμη πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση η οποία να ανακλά τους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας, που απορρέουν από την παροχή ενδοημερήσιας πίστωσης μεταξύ άλλων στους συμμετέχοντες συστήματος διακανονισμού αξιογράφων ή σε άλλους χρήστες των υπηρεσιών των ΚΑΤ·

ε)

το ΚΑΤ πρέπει να υποβάλλει έκθεση στην αρμόδια αρχή τουλάχιστον σε μηνιαία βάση, και σε ετήσια βάση στο πλαίσιο της ετήσιας δημοσιοποίησης, όπως προβλέπει το όγδοο τμήμα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, σχετικά με το μέγεθος και τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας στη διάρκεια της ημέρας σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 4 στοιχείο ι) του παρόντος κανονισμού και

στ)

το ΚΑΤ πρέπει να έχει υποβάλει στην αρμόδια αρχή κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης για να εξασφαλίζεται η συνέχεια των κρίσιμων δραστηριοτήτων του, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις όπου προκύπτει κίνδυνος ρευστότητας ή πιστωτικός κίνδυνος ως αποτέλεσμα της παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου.

Σε περίπτωση αντικρουόμενων διατάξεων που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό, στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, τα ΚΑΤ που αναφέρονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου συμμορφώνονται με τις πλέον αυστηρές απαιτήσεις περί προληπτικής εποπτείας. Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα των άρθρων 47 και 59 του παρόντος κανονισμού αποσαφηνίζουν τις περιπτώσεις αντικρουόμενων διατάξεων.

4.   Αν το ΚΑΤ επιθυμεί να ορίσει πιστωτικό ίδρυμα για να παρέχει οποιεσδήποτε επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου μέσα από ξεχωριστή νομική οντότητα η οποία δύναται να ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων που ελέγχονται τελικά από την ίδια μητρική επιχείρηση ή όχι, η άδεια η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 χορηγείται μόνο αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ξεχωριστή νομική οντότητα πρέπει να έχει άδεια να λειτουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

η ξεχωριστή νομική οντότητα πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στο άρθρο 59 παράγραφοι 1, 3 και 4, και τις απαιτήσεις εποπτείας που ορίζονται στο άρθρο 60·

γ)

η ξεχωριστή νομική οντότητα δεν πρέπει να παρέχει η ίδια οποιαδήποτε από τις βασικές υπηρεσίες που αναφέρονται στο τμήμα Α του παραρτήματος·

δ)

η άδεια που αναφέρεται στο στοιχείο α) πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου που προβλέπονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος, και όχι για την άσκηση άλλων δραστηριοτήτων·

ε)

η ξεχωριστή νομική οντότητα πρέπει να υπόκειται σε μία ακόμη πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση η οποία να ανακλά τους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας, που απορρέουν από την παροχή ενδοημερήσιας πίστωσης μεταξύ άλλων στους συμμετέχοντες συστήματος διακανονισμού αξιογράφων ή σε άλλους χρήστες των υπηρεσιών των ΚΑΤ·

στ)

η ξεχωριστή νομική οντότητα πρέπει να υποβάλλει έκθεση τουλάχιστον σε μηνιαία βάση στην αρμόδια αρχή και σε ετήσια βάση στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης, όπως προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με το μέγεθος και τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας στη διάρκεια της ημέρας σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 4 στοιχείο ι) του παρόντος κανονισμού· και

ζ)

η ξεχωριστή νομική οντότητα πρέπει να έχει υποβάλει στην αρμόδια αρχή κατάλληλο σχέδιο ανάκαμψης για να εξασφαλίζεται η συνέχεια των κρίσιμων δραστηριοτήτων του, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις όπου προκύπτει κίνδυνος ρευστότητας ή πιστωτικός κίνδυνος ως αποτέλεσμα της παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου μέσα από ξεχωριστή νομική οντότητα.

5.   Οι παράγραφοι 4 και 5 δεν εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) που προσφέρονται να διακανονίζουν τις πληρωμές τοις μετρητοίς για μέρος του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων του ΚΑΤ, εφόσον το σύνολο της αξίας του εν λόγω διακανονισμού τοις μετρητοίς μέσω λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, υπολογιζόμενο για μια περίοδο ενός έτους, δεν υπερβαίνει το ένα τοις εκατό της συνολικής αξίας του συνόλου των συναλλαγών αξιογράφων έναντι μετρητών που διακανονίζονται στα βιβλία του ΚΑΤ και δεν υπερβαίνει μέγιστο ποσό 2,5 δισεκατ. ευρώ ανά έτος.

Η αρμόδια αρχή παρακολουθεί τουλάχιστον άπαξ ανά έτος ότι τηρείται το όριο που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο και υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματά της στην ΕΑΚΑΑ. Όταν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι έχει υπάρξει υπέρβαση του κατωτάτου ορίου, απαιτεί από το οικείο ΚΑΤ να ζητήσει άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 4. Το οικείο ΚΑΤ διαθέτει εξάμηνη προθεσμία προκειμένου να υποβάλει την αίτησή του για τη χορήγηση άδειας.

6.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από το ΚΑΤ να ορίσει περισσότερα του ενός πιστωτικά ιδρύματα ή να ορίσει για την παροχή υπηρεσιών σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου κι ένα πιστωτικό ίδρυμα, επιπλέον της παροχής υπηρεσιών από το ίδιο, αν θεωρεί ότι δεν μετριάζεται επαρκώς η έκθεση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στη συγκέντρωση κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφοι 3 και 4. Τα ορισθέντα πιστωτικά ιδρύματα θεωρούνται διακανονιστές.

7.   Τα ΚΑΤ που διαθέτουν άδεια για την παροχή οποιωνδήποτε επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου και τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β) πρέπει να πληρούν πάντα τις προϋποθέσεις αδειοδότησης που ορίζει ο παρών κανονισμός και να ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρμόδιες αρχές για κάθε ουσιαστική αλλαγή στους όρους αδειοδότησης.

8.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τη συμπληρωματική πρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση βάσει κινδύνου που αναφέρεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 3, στο στοιχείο δ) της παραγράφου 3 και στο στοιχείο ε) της παραγράφου 4.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 55

Διαδικασία χορήγησης και άρνησης χορήγησης άδειας για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου

1.   Το ΚΑΤ υποβάλλει την αίτησή του για τη χορήγηση άδειας ορισμού πιστωτικού ιδρύματος ή παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, όπως απαιτείται δυνάμει του άρθρου 54, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο.

2.   Η αίτηση περιέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε να μπορέσει η αρμόδια αρχή να πεισθεί ότι το ΚΑΤ και, κατά περίπτωση, το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα έχουν προβεί, κατά τον χρόνο χορήγησης της άδειας, σε όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού. Περιλαμβάνει πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το οποίο ορίζει τις σκοπούμενες επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, την οργανωτική δομή των σχέσεων μεταξύ του ΚΑΤ και των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά περίπτωση, και τον τρόπο με τον οποίο το εν λόγω ΚΑΤ ή, κατά περίπτωση, το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να εκπληρώσει τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφοι 1, 3 και 4 και τις άλλες προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 54.

3.   Η αρμόδια αρχή εφαρμόζει τη διαδικασία του άρθρου 17 παράγραφοι 3 και 8.

4.   Από τη στιγμή που η αίτηση θεωρηθεί πλήρης, η αρμόδια αρχή διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση στις κατωτέρω αρχές:

α)

στις σχετικές αρχές·

β)

στη σχετική αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ)

στις αρμόδιες αρχές στο κράτος μέλος (ή κράτη μέλη), όπου το ΚΑΤ έχει εγκαταστήσει διαλειτουργικές συνδέσεις με άλλο ΚΑΤ, εκτός αν το ΚΑΤ έχει εγκαταστήσει τις διαλειτουργικές συνδέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 5·

δ)

στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο οι δραστηριότητες του ΚΑΤ είναι ουσιαστικής σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και για την προστασία των επενδυτών κατά την έννοια του άρθρου 24 παράγραφος 4·

ε)

στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των συμμετεχόντων του ΚΑΤ, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στα τρία κράτη μέλη με τη μεγαλύτερη αξία συναλλαγών που έχουν διακανονιστεί στο σύστημα διακανονισμού αξιογράφων του ΚΑΤ, σε συγκεντρωτική βάση και για χρονικό διάστημα ενός έτους·

στ)

στην ΕΑΚΑΑ και

ζ)

στην ΕΑΤ.

5.   Οι αρχές που παρατίθενται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 4 εκδίδουν αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την αδειοδότηση εντός 30 ημερών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 4. Αν η αρχή δεν εκδώσει γνώμη μέσα στην προθεσμία, θεωρείται ότι έχει εκδώσει θετική γνώμη.

Αν τουλάχιστον μια από τις αρχές που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 4 εκδώσει αρνητική αιτιολογημένη γνώμη, η αρμόδια αρχή που επιθυμεί να χορηγήσει την άδεια κοινοποιεί εντός 30 ημερών στις αρχές που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 4 αιτιολογημένη απόφαση που απαντά στην αρνητική γνώμη.

Αν μετά την πάροδο 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, οποιαδήποτε εκ των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 4 εκδώσει αρνητική γνώμη και η αρμόδια αρχή εξακολουθεί να επιθυμεί τη χορήγηση της άδειας, οποιαδήποτε από τις αρχές που γνωμοδότησε αρνητικά δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΚΑΑ για συνδρομή σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Αν μετά την πάροδο 30 ημερών από την παραπομπή στην ΕΑΚΑΑ το ζήτημα δεν έχει διευθετηθεί, η αρμόδια αρχή που επιθυμεί να χορηγήσει την άδεια λαμβάνει την τελική απόφαση και παρέχει εγγράφως λεπτομερή εξήγηση της απόφασής της στις αρχές που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) της παραγράφου 4.

Αν η αρμόδια αρχή επιθυμεί να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας, το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΚΑΑ.

Στις αρνητικές γνώμες περιέχεται έγγραφη, πλήρης και λεπτομερής αιτιολόγηση, η οποία εκθέτει τους λόγους για τους οποίους δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης.

6.   Εάν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι η αρμόδια αρχή έχει χορηγήσει άδεια η οποία ενδέχεται να αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο, ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ και της ΕΑΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει το ΚΑΤ στην αρμόδια αρχή ώστε να επιτύχει τη χορήγηση των σχετικών αδειών για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών επικουρικών του διακανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

8.   Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με τα μέλη του ΕΣΚΤ και της ΕΑΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, τα υποδείγματα και τις διαδικασίες για τη διαβούλευση με τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, πριν από τη χορήγηση της άδειας.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έγκρισης των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 56

Επέκταση επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου

1.   Το ΚΑΤ που επιθυμεί να επεκτείνει τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, για τις οποίες ορίζει πιστωτικό ίδρυμα ή τις οποίες παρέχει το ίδιο σύμφωνα με το άρθρο 54, υποβάλλει αίτημα επέκτασης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του.

2.   Το αίτημα επέκτασης υπόκειται στη διαδικασία του άρθρου 55.

Άρθρο 57

Ανάκληση της άδειας

1.   Με την επιφύλαξη τυχόν διορθωτικών ενεργειών ή μέτρων δυνάμει του τίτλου V, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ανακαλεί τις άδειες που αναφέρονται στο άρθρο 54, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

όταν το ΚΑΤ δεν έχει κάνει χρήση της άδειας εντός 12 μηνών, όταν παραιτείται ρητώς από αυτήν ή όταν το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει παράσχει υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει δραστηριότητες κατά το προηγούμενο εξάμηνο·

β)

όταν το ΚΑΤ απέκτησε την άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο·

γ)

όταν το ΚΑΤ ή το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνονται πλέον με τους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια και δεν έχουν προβεί στις διορθωτικές ενέργειες που ζήτησε η αρμόδια αρχή εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος·

δ)

όταν το ΚΑΤ ή το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα έχουν διαπράξει σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των απαιτήσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση μιας εκ των περιπτώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται αμέσως τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 4 σχετικά με την ανάγκη ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.

3.   Η ΕΑΚΑΑ, οποιαδήποτε σχετική αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) και οποιαδήποτε αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 60 παράγραφος 1 ή, αντίστοιχα, οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 4 μπορούν ανά πάσα στιγμή να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του να εξετάσει κατά πόσον το ΚΑΤ και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα εξακολουθούν να συμμορφώνονται με τους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια.

4.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να περιορίσει την ανάκληση σε συγκεκριμένη υπηρεσία, δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτικό μέσο.

5.   Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το ΚΑΤ και το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα προβλέπουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλη διαδικασία που επιτρέπει τον έγκαιρο και εύρυθμο διακανονισμό και μεταβίβαση των τίτλων πελατών και συμμετεχόντων σε άλλον διακανονιστή.

Άρθρο 58

Μητρώο ΚΑΤ

1.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει των άρθρων 54, 56 και 57 κοινοποιούνται στην ΕΑΚΑΑ.

2.   Η ΕΑΚΑΑ εισάγει τις ακόλουθες πληροφορίες στο μητρώο που υποχρεούται να δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 3:

α)

την επωνυμία κάθε ΚΑΤ για το οποίο ελήφθη απόφαση δυνάμει των άρθρων 54, 56 και 57·

β)

την επωνυμία κάθε ορισθέντος πιστωτικού ιδρύματος·

γ)

τον κατάλογο των επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου που έχει την άδεια να παρέχει στους συμμετέχοντες του ΚΑΤ το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 54.

3.   Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τα ιδρύματα που παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εθνικής νομοθεσίας έως τις 16 Δεκεμβρίου 2014.

Άρθρο 59

Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται σε πιστωτικά ιδρύματα ή ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου

1.   Το πιστωτικό ίδρυμα που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου παρέχει μόνον τις υπηρεσίες που προβλέπονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος, οι οποίες καλύπτονται από την άδεια.

2.   Το πιστωτικό ίδρυμα που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου συμμορφώνεται με την ισχύουσα ή μελλοντική νομοθεσία που εφαρμόζεται σε πιστωτικά ιδρύματα.

3.   Το πιστωτικό ίδρυμα που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου συμμορφώνεται με τις ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, για τους πιστωτικούς κινδύνους που σχετίζονται με τις εν λόγω υπηρεσίες όσον αφορά κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων:

α)

θεσπίζει άρτιο πλαίσιο για τη διαχείριση των αντίστοιχων πιστωτικών κινδύνων·

β)

προσδιορίζει, συχνά και τακτικά, τις πηγές του εν λόγω πιστωτικού κινδύνου, υπολογίζει και παρακολουθεί τα αντίστοιχα πιστωτικά ανοίγματα και χρησιμοποιεί κατάλληλα εργαλεία διαχείρισης κινδύνου για τον έλεγχο των σχετικών κινδύνων·

γ)

καλύπτει πλήρως τα αντίστοιχα πιστωτικά ανοίγματα σε μεμονωμένους συμμετέχοντες πιστούχους χρησιμοποιώντας ασφάλειες και άλλους ισοδύναμους χρηματοοικονομικούς πόρους·

δ)

αν χρησιμοποιείται ασφάλεια για τη διαχείριση του αντίστοιχου πιστωτικού κινδύνου, αποδέχεται ασφάλειες άκρως ρευστοποιήσιμες με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς· μπορεί να χρησιμοποιήσει άλλα είδη ασφάλειας σε συγκεκριμένες καταστάσεις, εφόσον εφαρμόζεται κατάλληλος συντελεστής απομείωσης («haircut»)·

ε)

ορίζει και εφαρμόζει επαρκώς συντηρητικούς συντελεστές απομείωσης και όρια συγκέντρωσης των αξιών εξασφάλισης που δημιουργούνται για να καλύψουν τα πιστωτικά ανοίγματα που αναφέρονται στο στοιχείο γ), λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό διασφάλισης ότι η ασφάλεια μπορεί να ρευστοποιηθεί άμεσα χωρίς σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στις τιμές·

στ)

θεσπίζει όρια για τα αντίστοιχα πιστωτικά ανοίγματα·

ζ)

αναλύει και σχεδιάζει τρόπους αντιμετώπισης τυχόν υπολειπόμενων πιστωτικών ανοιγμάτων, θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες για την υλοποίηση των εν λόγω σχεδίων·

η)

παρέχει πίστωση μόνο σε συμμετέχοντες που τηρούν λογαριασμούς ταμείου σε αυτό·

θ)

προβλέπει αποτελεσματικές διαδικασίες επιστροφής ενδοημερήσιων πιστώσεων και αποθαρρύνει την πίστωση ημερονυκτίου μέσω της εφαρμογής συντελεστή κυρώσεων που θα έχει κατάλληλη αποτρεπτική δράση.

4.   Το πιστωτικό ίδρυμα που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή το ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου συμμορφώνεται με τις ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, για τους κινδύνους ρευστότητας που σχετίζονται με τις εν λόγω υπηρεσίες όσον αφορά κάθε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων:

α)

διαθέτει άρτιο πλαίσιο και εργαλεία για τη μέτρηση, την παρακολούθηση και τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων ρευστότητας στη διάρκεια της ημέρας, για κάθε νόμισμα του συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, για το οποίο ενεργεί ως διακανονιστής·

β)

υπολογίζει και παρακολουθεί συνεχώς και εγκαίρως, τουλάχιστον μια φορά ανά ημέρα, τις ανάγκες ρευστότητάς του και το επίπεδο των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που κατέχει, ενώ παράλληλα, προσδιορίζει την αξία των διαθέσιμων ρευστών στοιχείων του ενεργητικού του, λαμβάνοντας υπόψη τους κατάλληλους συντελεστές απομείωσης για τα στοιχεία αυτά·

γ)

διατηρεί επαρκή ρευστά διαθέσιμα σε όλα τα σημαντικά νομίσματα για την έγκαιρη παροχή υπηρεσιών διακανονισμού, σε διάφορα σενάρια ακραίων καταστάσεων, τα οποία λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τον κίνδυνο ρευστότητας που γεννάται από την αθέτηση υποχρέωσης τουλάχιστον ενός συμμετέχοντος, περιλαμβανομένων των μητρικών και θυγατρικών επιχειρήσεων, στον οποίο έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα·

δ)

μετριάζει τους αντίστοιχους κινδύνους ρευστότητας με ρευστά διαθέσιμα που πληρούν τις προϋποθέσεις σε κάθε νόμισμα, όπως ρευστά διαθέσιμα στην κεντρική τράπεζα που εκδίδει το νόμισμα, καθώς και σε άλλα φερέγγυα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δεσμευμένες πιστώσεις ή άλλες παρόμοιες διευθετήσεις και άκρως ρευστοποιήσιμες ασφάλειες ή επενδύσεις άμεσα διαθέσιμες και μετατρέψιμες σε ρευστά διαθέσιμα με προκαθορισμένες και άκρως αξιόπιστες ρυθμίσεις χρηματοδότησης, ακόμη και σε ακραίες αλλά ευλογοφανείς συνθήκες της αγοράς. Προσδιορίζει, υπολογίζει και παρακολουθεί τον κίνδυνο ρευστότητας που απορρέει από τα διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητάς του·

ε)

στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται προκαθορισμένες ρυθμίσεις χρηματοδότησης, επιλέγει ως παρόχους ρευστότητας μόνον φερέγγυα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα· θεσπίζει και εφαρμόζει κατάλληλα όρια συγκέντρωσης για καθένα από τους αντίστοιχους παρόχους ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένης της μητρικής του επιχείρησης και των θυγατρικών του·

στ)

προσδιορίζει και ελέγχει την επάρκεια των αντίστοιχων πόρων μέσω τακτικών και αυστηρών προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων·

ζ)

αναλύει και σχεδιάζει τρόπους αντιμετώπισης απρόβλεπτων και δυνητικά ακάλυπτων ελλείψεων ρευστότητας και θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες για την υλοποίηση των εν λόγω σχεδίων·

η)

στις περιπτώσεις που αυτό είναι πρακτικό και εφικτό και με την επιφύλαξη των κανόνων επιλεξιμότητας της κεντρικής τράπεζας, έχει πρόσβαση σε λογαριασμούς της κεντρικής τράπεζας και σε άλλες υπηρεσίες της, προκειμένου να ενδυναμώσει τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητάς του, ενώ τα πιστωτικά ιδρύματα της Ένωσης καταθέτουν τα αντίστοιχα ταμειακά υπόλοιπα σε ειδικούς λογαριασμούς στις κεντρικές τράπεζες της Ένωσης που εκδίδουν το σχετικό νόμισμα·

θ)

διαθέτει προκαθορισμένες και άκρως αξιόπιστες ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι μπορεί να ρευστοποιήσει εγκαίρως την ασφάλεια που του παρέχεται από αθετούντα πελάτη.

ι)

υποβάλλει τακτικά σχετικές εκθέσεις στις αρχές του άρθρου 60 παράγραφος 1 και γνωστοποιεί στο κοινό το πώς μετρά, παρακολουθεί και διαχειρίζεται τους κινδύνους ρευστότητας που διατρέχει, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων ρευστότητας εντός της ίδιας ημέρας.

5.   Η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει περαιτέρω τις λεπτομέρειες των πλαισίων και των εργαλείων για την παρακολούθηση, τον υπολογισμό, τη διαχείριση, την αναφορά και τη γνωστοποίηση στο κοινό των πιστωτικών κινδύνων και των κινδύνων ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων επέρχονται εντός της ίδιας ημέρας, που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4. Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, όποτε κρίνεται δέον, ευθυγραμμίζονται με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 60

Εποπτεία των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων και των ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου

1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 17 και 22 του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο σημείο 40 του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 είναι υπεύθυνες για την αδειοδότηση ως πιστωτικών ιδρυμάτων και την εποπτεία ως πιστωτικών ιδρυμάτων, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και η οδηγία 2013/36/ΕΕ, των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια δυνάμει του παρόντος κανονισμού να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου.

Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο θα είναι επίσης υπεύθυνες για την εποπτεία των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων και των ΚΑΤ που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που αναφέρονται στο άρθρο 59 του παρόντος κανονισμού.

Η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αξιολογεί τακτικά, και τουλάχιστον μία φορά ετησίως, κατά πόσο το ορισθέν πιστωτικό ίδρυμα ή το ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου συμμορφώνεται με το άρθρο 59, και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του ΚΑΤ, η οποία με τη σειρά της ενημερώνει τις αρχές του άρθρου 55 παράγραφος 4, σχετικά με τα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων τυχών διορθωτικών ενεργειών ή κυρώσεων, της εποπτείας της δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

2.   Η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αναθεωρεί και αξιολογεί τουλάχιστον ετησίως τα εξής:

α)

στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) του άρθρου 54 παράγραφος 2, κατά πόσον όλες οι αναγκαίες ρυθμίσεις μεταξύ των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων και των ΚΑΤ τους επιτρέπουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό·

β)

στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του άρθρου 54 παράγραφος 2, κατά πόσον οι ρυθμίσεις σχετικά με τη χορήγηση άδειας παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου επιτρέπουν στο ΚΑΤ να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Η αρμόδια αρχή του ΚΑΤ ενημερώνει τακτικά, τουλάχιστον μία φορά το έτος, τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 4 σχετικά με τα αποτελέσματα της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών ενεργειών ή κυρώσεων.

Στην περίπτωση που ένα ΚΑΤ ορίζει αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 54, με σκοπό την προστασία των συμμετεχόντων στα συστήματα διακανονισμού που διαχειρίζεται, το ΚΑΤ διασφαλίζει ότι έχει πρόσβαση μέσω του πιστωτικού ιδρύματος που ορίζει σε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και αναφέρει τυχόν παραβάσεις των διατάξεών του στην αρμόδια αρχή του ΚΑΤ και στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής, αποτελεσματική και αποδοτική εποπτεία εντός της Ένωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια για να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, η ΕΑΤ μπορεί, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του ΕΣΚΤ, να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 61

Διοικητικές κυρώσεις και λοιπά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες, διασφαλίζοντας ότι οι αρμόδιες αρχές τους διαθέτουν τη σχετική εξουσία επιβολής, σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 63 στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τις παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις και λοιπά μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο όταν οι παραβάσεις που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο υπόκεινται ήδη σε ποινικές κυρώσεις στην εθνική ποινική νομοθεσία τους το αργότερο έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας.

Το αργότερο στις 18 Σεπτεμβρίου 2016 τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ. Τα κράτη μέλη αναφέρουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ οποιεσδήποτε μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιβάλουν διοικητικές κυρώσεις και λοιπά μέτρα σε ΚΑΤ, σε ορισθέντα πιστωτικά ιδρύματα και, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που θέτει το εθνικό δίκαιο στους τομείς που δεν εναρμονίζονται από τον παρόντα κανονισμό, στα μέλη των διοικητικών τους οργάνων και σε τυχόν άλλα πρόσωπα που ελέγχουν ουσιαστικά τις δραστηριότητές τους, καθώς και σε οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο το οποίο, βάσει του εθνικού δικαίου, ευθύνεται για παράβαση.

3.   Κατά την άσκηση των εξουσιών τους για την επιβολή κυρώσεων στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 63, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά για να διασφαλίσουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα βάσει του παρόντος κανονισμού και συντονίζουν τη δράση τους προκειμένου να αποφύγουν οποιαδήποτε επανάληψη ή αλληλεπικάλυψη κατά την εφαρμογή διοικητικών κυρώσεων και λοιπών μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 14.

4.   Στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, σύμφωνα με την παράγραφο 1, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 63, διασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών που σχετίζονται με έρευνες ή διώξεις ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, και τις θέτουν στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώσουν την υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

5.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης χρηματικών ποινών.

6.   Τα κράτη μέλη παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα που έχουν επιβάλει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση.

Όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, να καθορίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 63, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ σε ετήσια βάση ανώνυμα συγκεντρωτικά στοιχεία για όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν αναλάβει και για τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει δεδομένα σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε ετήσια έκθεση.

7.   Όποτε η αρμόδια αρχή ανακοινώνει δημοσίως διοικητικές κυρώσεις ή διοικητικά μέτρα ή ποινικές κυρώσεις, αναφέρει παράλληλα το γεγονός αυτό στην ΕΑΚΑΑ.

8.   Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις αρμοδιότητες και εξουσίες τους σύμφωνα με τα εθνικά τους πλαίσια:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές·

γ)

υπό την ευθύνη τους, αλλά με ανάθεση σε οντότητες στις οποίες έχουν μεταβιβαστεί καθήκοντα βάσει του παρόντος κανονισμού· ή

δ)

με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Άρθρο 62

Δημοσίευση αποφάσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στους επίσημους δικτυακούς τόπους τους κάθε απόφαση επιβολής διοικητικής κύρωσης ή λοιπού μέτρου για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και κατόπιν ενημέρωσης του τιμωρούμενου προσώπου σχετικά με την απόφαση αυτή. Η σχετική δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση.

Όταν η απόφαση επιβολής κύρωσης ή λοιπού μέτρου αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ενώπιον της σχετικής δικαστικής ή άλλης σχετικής αρχής, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν επίσης, στον επίσημο δικτυακό τόπο τους, πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της προσφυγής και την έκβασή της. Επιπλέον, δημοσιεύεται κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση περί επιβολής κυρώσεως ή μέτρου.

Σε περίπτωση που η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων κρίνεται από την αρμόδια αρχή δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή διεξαγόμενη έρευνα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές πράττουν ένα από τα ακόλουθα:

α)

καθυστερούν τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή κύρωσης ή λοιπού μέτρου έως τη στιγμή που παύουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση·

β)

δημοσιεύουν την απόφαση για την επιβολή κύρωσης ή λοιπού μέτρου χωρίς αναφορά ονομάτων κατά τρόπο σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, αν η ανώνυμη αυτή δημοσίευση εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

γ)

δεν δημοσιεύουν την απόφαση επιβολής κύρωσης ή λοιπού μέτρου στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) ανωτέρω δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί:

i)

ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών·

ii)

η αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών στην περίπτωση μέτρων που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

Στην περίπτωση απόφασης για ανώνυμη δημοσίευση της κύρωσης ή λοιπού μέτρου, η δημοσίευση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι που δικαιολογούν την ανώνυμη δημοσίευση.

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιευτούν σύμφωνα με στοιχείο γ) του τρίτου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών προσφυγών και της έκβασής τους. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν πληροφορίες και την τελική απόφαση για κάθε επιβαλλόμενη ποινική κύρωση, και τις υποβάλλουν στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ τηρεί κεντρική βάση δεδομένων με τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται, με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Αυτή η βάση δεδομένων είναι προσπελάσιμη μόνον από τις αρμόδιες αρχές και ενημερώνεται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

2.   Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσίευση κατά το παρόν άρθρο θα παραμείνει στον επίσημο δικτυακό τόπο τους για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών από δημοσίευσή της. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσίευση διατηρούνται μόνο στον επίσημο δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής για το χρονικό διάστημα που είναι απαραίτητο, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων.

Άρθρο 63

Κυρώσεις για παραβάσεις

1.   Το παρόν άρθρο ισχύει για τις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος κανονισμού:

α)

παροχή των υπηρεσιών που καθορίζονται στα τμήματα Α, Β και Γ του παραρτήματος κατά παράβαση των άρθρων 16, 25 και 54·

β)

απόκτηση των αδειών που απαιτούνται κατά τα άρθρα 16 και 54 βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο β) και στο άρθρο 57 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

γ)

μη τήρηση του απαιτούμενου κεφαλαίου από τα ΚΑΤ, κατά παράβαση του άρθρου 47 παράγραφος 1·

δ)

μη συμμόρφωση των ΚΑΤ με τις οργανωτικές απαιτήσεις, κατά παράβαση των άρθρων 26 έως 30·

ε)

μη συμμόρφωση των ΚΑΤ με τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας, κατά παράβαση των άρθρων 32 έως 35·

στ)

μη συμμόρφωση των ΚΑΤ με τις απαιτήσεις για τις υπηρεσίες ΚΑΤ, κατά παράβαση των άρθρων 37 έως 41·

ζ)

μη συμμόρφωση των ΚΑΤ με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, κατά παράβαση των άρθρων 43 έως 47·

η)

μη συμμόρφωση των ΚΑΤ με τις απαιτήσεις για τις συνδέσεις ΚΑΤ, κατά παράβαση του άρθρου 48·

θ)

καταχρηστική άρνηση των ΚΑΤ να χορηγήσουν διάφορους τύπους πρόσβασης, κατά παράβαση των άρθρων 49 έως 53·

ι)

μη συμμόρφωση των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων με τις ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που σχετίζονται με τους πιστωτικούς κινδύνους, κατά παράβαση του άρθρου 59 παράγραφος 3·

ια)

μη συμμόρφωση των ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων με τις ειδικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που σχετίζονται με τους κινδύνους ρευστότητας, κατά παράβαση του άρθρου 59 παράγραφος 4.

2.   Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών, τουλάχιστον σε περίπτωση παράβασης που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την εθνική νομοθεσία, να επιβάλουν, κατ’ ελάχιστον, τις κατωτέρω διοικητικές κυρώσεις και λοιπά μέτρα:

α)

δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το πρόσωπο που ευθύνεται για την παράβαση και τη φύση της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 62·

β)

εντολή που υποχρεώνει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

γ)

ανάκληση των αδειών που χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 16 ή 54, σύμφωνα με το άρθρο 20 ή 57·

δ)

προσωρινή ή, για επαναλαμβανόμενες σοβαρές παραβάσεις, μόνιμη απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος ή άλλου υπεύθυνου φυσικού προσώπου να ασκεί διοικητικά καθήκοντα στο εν λόγω ίδρυμα·

ε)

μέγιστες διοικητικές χρηματικές ποινές που ανέρχονται τουλάχιστον στο διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ως αποτέλεσμα της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί·

στ)

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, μέγιστες διοικητικές χρηματικές ποινές ύψους τουλάχιστον 5 εκατ. ευρώ ή, στα κράτη μέλη όπου το ευρώ δεν είναι το επίσημο νόμισμα, ποινές αντίστοιχης αξίας στο εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο έγκρισης του παρόντος κανονισμού·

ζ)

όσον αφορά νομικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα τουλάχιστον 20 εκατ. ευρώ ή έως 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο· εάν το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ισούται με τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εσόδων σύμφωνα με τις σχετικές λογιστικές οδηγίες με βάση τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της ανώτατης μητρικής επιχείρησης.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να διαθέτουν και άλλες εξουσίες επιβολής κυρώσεων, πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και μπορούν να προβλέψουν υψηλότερα επίπεδα διοικητικών χρηματικών ποινών από αυτά που ορίζονται στην ανωτέρω παράγραφο.

Άρθρο 64

Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά περίπτωση:

α)

η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)

ο βαθμός ευθύνης του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση·

γ)

η χρηματοοικονομική ισχύς του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει, για παράδειγμα, από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπεύθυνου νομικού προσώπου ή το ετήσιο εισόδημα του υπεύθυνου φυσικού προσώπου·

δ)

η σημασία των κερδών που αποκτήθηκαν, των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση ή των ζημιών για τρίτους που προκύπτουν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

ε)

το επίπεδο συνεργασίας του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση με την αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη της ανάγκης διασφάλισης της επιστροφής των κερδών που αποκτήθηκαν ή της αποφυγής ζημιών από το εν λόγω πρόσωπο·

στ)

οι προηγούμενες παραβάσεις του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση.

Άρθρο 65

Αναφορά παραβιάσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για να ενθαρρύνουν την αναφορά πιθανών ή πραγματικών παραβάσεων του παρόντος κανονισμού στις αρμόδιες αρχές.

2.   Οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

ειδικές διαδικασίες για τη λήψη και τη διερεύνηση αναφορών πιθανών ή πραγματικών παραβάσεων και τη συνέχεια που δίδεται, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω αναφορές·

β)

κατάλληλη προστασία για εργαζομένους ιδρυμάτων που κοινοποιούν πιθανές ή πραγματικές παραβάσεις που διαπράττονται εντός του ιδρύματος, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών μη δίκαιης μεταχείρισης·

γ)

προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με το πρόσωπο που αναφέρει πιθανές ή πραγματικές παραβάσεις και με το κατηγορούμενο για παράβαση φυσικό πρόσωπο, σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ·

δ)

προστασία της ταυτότητας του προσώπου που αναφέρει πιθανές ή πραγματικές παραβάσεις και του κατηγορούμενου για παράβαση φυσικού προσώπου σε όλα τα στάδια των διαδικασιών, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερης διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες για να μπορούν οι εργαζόμενοι σε αυτά να καταγγέλλουν πραγματικές ή πιθανές παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.

Ο δίαυλος αυτός μπορεί επίσης να παρέχεται με ρυθμίσεις που προβλέπονται από τους κοινωνικούς εταίρους. Ισχύει η ίδια προστασία με εκείνη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία β), γ) και δ).

Άρθρο 66

Δικαίωμα προσφυγής

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού να αιτιολογούνται δεόντως και να υπόκεινται σε δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου ισχύει σε περίπτωση που δεν έχει ληφθεί απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση αίτησης χορήγησης άδειας η οποία περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις ισχύουσες διατάξεις στοιχεία.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΑΝΑΘΕΣΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ, ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ, ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 67

Ανάθεση αρμοδιοτήτων

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 7 παράγραφος 14 και στο άρθρο 24 παράγραφος 7 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων απονέμεται στην Επιτροπή για περίοδο ετών από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 7 παράγραφος 14 και στο άρθρο 24 παράγραφος 7 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2, του άρθρου 7 παράγραφος 14 και του άρθρου 24 παράγραφος 7 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 68

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής (27). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 εφαρμόζεται.

Άρθρο 69

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τα ιδρύματα που λειτουργούν ως ΚΑΤ, το αργότερο έως τις 16 Δεκεμβρίου 2014.

2.   Τα ΚΑΤ υποβάλλουν αίτηση για όλες τις άδειες που είναι απαραίτητες για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και γνωστοποιούν τις σχετικές συνδέσεις ΚΑΤ, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος όλων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων κατά τα άρθρα 17, 26, 45, 47, 48 και, όπου αρμόζει, τα άρθρα 55 και 59.

3.   Τα ΚΑΤ τρίτης χώρας υποβάλλουν αίτηση αναγνώρισης από την ΕΑΚΑΑ όπου σκοπεύουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους βάσει του άρθρου 25, εντός περιόδου έξι μηνών από την έναρξη ισχύος είτε των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στα άρθρα 12, 17, 25, 26, 45, 47, 48 και, κατά περίπτωση, των άρθρων 55 και 59, είτε της εκτελεστικής απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 9, επιλέγοντας τη μεταγενέστερη εκ των δύο ημερομηνιών.

4.   Έως ότου ληφθεί απόφαση δυνάμει του παρόντος κανονισμού σχετικά με την αδειοδότηση ή την αναγνώριση ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων των συνδέσεων ΚΑΤ, συνεχίζουν να εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι εθνικοί κανόνες αδειοδότησης και αναγνώρισης των ΚΑΤ.

5.   Τα ΚΑΤ που τελούν υπό τη διαχείριση των ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις το παρόντος κανονισμού το αργότερο εντός έτους από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 70

Τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ

Η οδηγία 98/26/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο στοιχείο α) του άρθρου 2 της οδηγίας 98/26/ΕΚ, η τρίτη περίπτωση του πρώτου εδαφίου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

η οποία, υπό την επιφύλαξη άλλων αυστηρότερων όρων γενικής εφαρμογής που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, ορίζεται ως σύστημα και ανακοινώνεται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών από το κράτος μέλος το δίκαιο του οποίου είναι εφαρμοστέο, εφόσον αυτό το κράτος μέλος κρίνει ικανοποιητικούς τους κανόνες του συστήματος.».

2)

Στο άρθρο 11, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Το αργότερο στις 18 Μαρτίου 2015 τα κράτη μέλη εκδίδουν, δημοσιεύουν και ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση με το άρθρο 2 στοιχείο α), πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση της οδηγίας 98/26/ΕΚ.».

Άρθρο 71

Τροποποίηση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 παράγραφος 1, το στοιχείο ιε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ιε)

στα ΚΑΤ, με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 73 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28).

(28)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).»."

2)

Στο άρθρο 4 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«64)   “κεντρικό αποθετήριο τίτλων” ή “ΚΑΤ”: κεντρικό αποθετήριο τίτλων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014.».

3)

Στο παράρτημα I τμήμα Β, το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1)

Φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων εξ ονόματος πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/παρεχόμενων ασφαλειών και με εξαίρεση την πρόβλεψη και τήρηση λογαριασμών αξιογράφων σε ανώτατο επίπεδο (“υπηρεσία κεντρικής διατήρησης”) όπως αναφέρεται στο σημείο 2 του τμήματος Α του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014.».

Άρθρο 72

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012

Το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 διαγράφεται.

Άρθρο 73

Εφαρμογή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

Τα ΚΑΤ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντος κανονισμού δεν υποχρεούνται να διαθέτουν άδεια δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για να παράσχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται ρητώς στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

Όταν ένα ΚΑΤ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος κανονισμού παρέχει μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί μία ή περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες, πέραν της παροχής των υπηρεσιών που αναφέρονται ρητώς στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού, θα ισχύει η οδηγία 2014/65/ΕΕ, εξαιρουμένων των άρθρων 5 έως 8, του άρθρου 9 παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6 και των άρθρων 10 έως 13, και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 74

Εκθέσεις

1.   Η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με την ΕΑΤ και τις αρμόδιες αρχές και τις οικείες αρχές, υποβάλλει ετήσιες εκθέσεις στην Επιτροπή, παρέχοντας εκτιμήσεις των τάσεων, των δυνητικών κινδύνων και των τρωτών σημείων, και, όπου είναι αναγκαίο, συστάσεις για προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες στις αγορές των υπηρεσιών που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Οι εν λόγω εκθέσεις περιλαμβάνουν τουλάχιστον αξιολόγηση των εξής:

α)

της αποτελεσματικότητας του διακανονισμού για τις εγχώριες και τις διασυνοριακές πράξεις για κάθε κράτος μέλος, με βάση τον αριθμό και τον όγκο των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού, το ποσό των κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, τον αριθμό και τον όγκο των συναλλαγών αγορών κάλυψης («buy-in») που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 και 4, καθώς και κάθε άλλο σχετικό κριτήριο·

β)

της καταλληλότητας των κυρώσεων σε περίπτωση αδυναμίας διακανονισμού, ιδίως ως προς την ανάγκη μεγαλύτερης ευελιξίας στις κυρώσεις για αδυναμία διακανονισμού στην περίπτωση μη ευχερώς ρευστοποιήσιμων χρηματοπιστωτικών μέσων, βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 4·

γ)

της μέτρησης του διακανονισμού που δεν λαμβάνει χώρα στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων τα οποία τελούν υπό τη διαχείριση ΚΑΤ, με βάση τον αριθμό και τον όγκο των συναλλαγών βάσει των στοιχείων που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 9, καθώς και κάθε άλλο σχετικό κριτήριο·

δ)

της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, με βάση τον αριθμό και τον τύπο συνδέσεων ΚΑΤ, τον αριθμό των αλλοδαπών συμμετεχόντων στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση ΚΑΤ, τον αριθμό και τον όγκο των συναλλαγών στις οποίες εμπλέκονται οι εν λόγω συμμετέχοντες, τον αριθμό των αλλοδαπών εκδοτών που καταχωρίζουν τα αξιόγραφά τους σε ΚΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 49, καθώς και κάθε άλλο σχετικό κριτήριο·

ε)

διεκπεραίωση των αιτημάτων πρόσβασης στα άρθρα 49, 52 και 53 με στόχο τον προσδιορισμό των λόγων απόρριψης των αιτημάτων πρόσβασης από ΚΑΤ, κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους, τόπους διαπραγμάτευσης, τυχόν τάσεων στις εν λόγω απορρίψεις και των τρόπων με τους οποίους οι κίνδυνοι που εντοπίζονται θα μπορούσαν να μετριαστούν στο μέλλον ώστε να εγκρίνεται η πρόσβαση, καθώς επίσης τον προσδιορισμό κάθε άλλου ουσιώδους εμποδίου στον ανταγωνισμό στις μετασυναλλακτικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες·

στ)

διεκπεραίωση των αιτήσεων που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφοι 3 έως 7 και στο άρθρο 25 παράγραφοι 4 έως 10·

ζ)

όπου συντρέχει περίπτωση, αξιολόγηση των πορισμάτων της διαδικασίας αξιολόγησης από ομοτίμους για τη διασυνοριακή εποπτεία στο άρθρο 24 παράγραφος 6 και του κατά πόσο η συχνότητα των εν λόγω αξιολογήσεων από ομοτίμους θα μπορούσε να μειωθεί στο μέλλον, παρέχοντας μεταξύ άλλων μια ένδειξη για το εάν τα εν λόγω πορίσματα δείχνουν ότι υφίσταται ανάγκη σύστασης πιο επίσημων σωμάτων εποπτών·

η)

της εφαρμογής των κανόνων των κρατών μελών περί αστικής ευθύνης σχετικά με τις ζημίες με υπαιτιότητα των ΚΑΤ·

θ)

διαδικασίες και προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα ΚΑΤ έχουν λάβει άδεια να ορίζουν πιστωτικά ιδρύματα ή να παρέχουν τα ίδια επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55, συμπεριλαμβανομένης αξιολόγησης των αποτελεσμάτων που ενδέχεται να έχει αυτού του είδους η διάταξη στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στον ανταγωνισμό για υπηρεσίες διακανονισμού και επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου στην Ένωση·

ι)

εφαρμογή των κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 38 σχετικά με την προστασία των αξιογράφων των συμμετεχόντων και των αξιογράφων των πελατών τους, ιδίως αυτών του άρθρου 38 παράγραφος 5·

ια)

της εφαρμογής των κυρώσεων και ειδικότερα της ανάγκης περαιτέρω εναρμόνισης των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των απαιτήσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.   Οι εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι οποίες καλύπτουν ένα ημερολογιακό έτος, διαβιβάζονται στην Επιτροπή πριν από τις 30 Απριλίου του επόμενου ημερολογιακού έτους.

Άρθρο 75

Επανεξέταση

Το αργότερο στις 18 Σεπτεμβρίου 2019 η Επιτροπή επανεξετάζει τον παρόντα κανονισμό συντάσσει δε σχετική γενική έκθεση. Η εν λόγω έκθεση εξετάζει ειδικότερα τα ζητήματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια) του άρθρου 74 παράγραφος 1, κατά πόσο υφίστανται άλλα ουσιώδη εμπόδια στον ανταγωνισμό όσον αφορά τις υπηρεσίες που καλύπτει ο παρών κανονισμός τα οποία δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς και τυχόν ανάγκη νέων μέτρων ώστε να περιοριστεί ο αντίκτυπος της κατάρρευσης των ΚΑΤ στους φορολογούμενους. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.

Άρθρο 76

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Το άρθρο 3 παράγραφος 1 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2023 όσον αφορά τις κινητές αξίες που εκδίδονται μετά από αυτή την ημερομηνία από την 1η Ιανουαρίου 2025 για όλες τις κινητές αξίες.

3.   Το άρθρο 5 παράγραφος 2 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, στην περίπτωση τόπου διαπραγμάτευσης που έχει πρόσβαση σε ΚΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 5, εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 2 τουλάχιστον έξι μήνες πριν προβεί το ΚΑΤ σε ανάθεση των δραστηριοτήτων του στη σχετική δημόσια οντότητα και, σε κάθε περίπτωση, από την 1η Ιανουαρίου 2016.

4.   Τα μέτρα συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 έως 4 εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης την οποία εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 5.

5.   Τα μέτρα συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφοι 1 έως 13 και η τροποποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 72 εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης την οποία εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 15.

Ένας ΠΜΔ που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 33 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ υπόκειται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού:

α)

έως τον τελικό καθορισμό της αίτησής του για καταχώριση δυνάμει του άρθρου 33 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή

β)

σε περίπτωση που ένας ΠΜΔ δεν έχει αιτηθεί την καταχώριση δυνάμει του άρθρου 33 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, έως τις 13 Ιουνίου 2017.

6.   Τα μέτρα υποβολής στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εκτελεστικής πράξης την οποία εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 3.

7.   Οι παραπομπές στον παρόντα κανονισμό στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θεωρούνται, πριν από τις 3 Ιανουαρίου 2017 ως παραπομπές στην οδηγία 2004/39/ΕΚ σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος IV της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, στον βαθμό που ο εν λόγω πίνακας περιέχει διατάξεις που αναφέρονται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  ΕΕ C 310 της 13.10.2012, σ. 12.

(2)  ΕΕ C 299 της 4.10.2012, σ. 76.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014.

(4)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(6)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(7)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(9)  Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(12)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(13)  Συλλογή 2004, σ. I-04829.

(14)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(18)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(21)  Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 120).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (ΕΕ L 86 της 24.3.2012, σ. 1).

(23)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(24)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(25)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).

(26)  Οδηγία 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Αυγούστου 2006, για τη θέσπιση μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τον ορισμό του πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου και τα τεχνικά κριτήρια για την εφαρμογή της απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και την εφαρμογή της εξαίρεσης σε περιπτώσεις άσκησης χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας σε περιστασιακή ή πολύ περιορισμένη βάση (ΕΕ L 214 της 4.8.2006, σ. 29).

(27)  Απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2001, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής κινητών αξιών (ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΤΜΗΜΑ A

Βασικές υπηρεσίες των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων

1.

Αρχική καταχώριση αξιογράφων σε σύστημα λογιστικής εγγραφής («συμβολαιογραφική υπηρεσία»).

2.

Παροχή και τήρηση λογαριασμών αξιογράφων σε ανώτατο επίπεδο («υπηρεσία κεντρικής διατήρησης»).

3.

Διαχείριση συστήματος διακανονισμού αξιογράφων («υπηρεσία διακανονισμού»).

ΤΜΗΜΑ B

Μη τραπεζικές επικουρικές υπηρεσίες των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων οι οποίες δεν συνεπάγονται πιστωτικό κίνδυνο ή κίνδυνο ρευστότητας

Υπηρεσίες που παρέχονται από τα ΚΑΤ, οι οποίες συμβάλλουν στην ενίσχυση της ασφάλειας, της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας των αγορών αξιογράφων, στις οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων:

1.

Υπηρεσίες που σχετίζονται με την υπηρεσία διακανονισμού, όπως:

α)

Οργάνωση μηχανισμού δανεισμού αξιογράφων, ως μεσάζων μεταξύ των συμμετεχόντων σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων·

β)

Παροχή υπηρεσιών διαχείρισης ασφαλειών, ως μεσάζων για τους συμμετέχοντες σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων·

γ)

Αντιστοίχιση διακανονισμών, δρομολόγηση εντολών, επιβεβαίωση συναλλαγών, επαλήθευση συναλλαγών.

2.

Υπηρεσίες που σχετίζονται με τις συμβολαιογραφικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες κεντρικής διατήρησης, όπως:

α)

Υπηρεσίες που σχετίζονται με τα μητρώα των μετόχων·

β)

Υποστήριξη και επεξεργασία εταιρικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων φορολογικών πράξεων, γενικών συνελεύσεων και υπηρεσιών ενημέρωσης·

γ)

Υπηρεσίες νέων εκδόσεων, που περιλαμβάνουν την κατανομή και διαχείριση κωδικών ISIN και ανάλογων κωδικών·

δ)

Δρομολόγηση και επεξεργασία εντολών, συλλογή και είσπραξη τελών και υποβολή σχετικών αναφορών.

3.

Δημιουργία συνδέσεων ΚΑΤ, παροχή, διατήρηση ή διαχείριση λογαριασμών αξιογράφων που σχετίζονται με την υπηρεσία διακανονισμού, διαχείριση ασφαλειών, άλλες επικουρικές υπηρεσίες.

4.

Οποιεσδήποτε άλλες υπηρεσίες, όπως:

α)

Παροχή γενικών υπηρεσιών διαχείρισης ασφαλειών ως μεσάζων·

β)

Παροχή υπηρεσιών υποβολής κανονιστικών εκθέσεων·

γ)

Παροχή πληροφοριών, δεδομένων και στατιστικών σε υπηρεσίες αγοράς/απογραφής ή άλλες οντότητες κυβερνητικής ή διακυβερνητικής φύσης·

δ)

Παροχή υπηρεσιών ΤΠ.

ΤΜΗΜΑ Γ

Επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου

Υπηρεσίες τραπεζικού τύπου που σχετίζονται άμεσα με τις βασικές ή επικουρικές υπηρεσίες που αναφέρονται στα τμήματα Α και Β, όπως:

α)

Παροχή λογαριασμών ταμείου σε και αποδοχή καταθέσεων από συμμετέχοντες σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων και κατόχους λογαριασμών αξιογράφων, κατά την έννοια του σημείου 1 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β)

Παροχή ταμειακών πιστώσεων που πρέπει να επιστραφούν το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα, δανεισμός μετρητών για την προχρηματοδότηση επιχειρηματικών πράξεων και δανεισμός αξιογράφων σε κατόχους λογαριασμών αξιογράφων, κατά την έννοια του σημείου 2 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

γ)

Υπηρεσίες πληρωμών που περιλαμβάνουν την επεξεργασία συναλλαγών σε μετρητά και σε συνάλλαγμα, κατά την έννοια του σημείου 4 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

δ)

Εγγυήσεις και δεσμεύσεις σχετικές με δανειοδοτικές και δανειοληπτικές πράξεις σε αξιόγραφα, κατά την έννοια του σημείου 6 του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

ε)

Δραστηριότητες διαχείρισης ταμειακών διαθεσίμων σε συνάλλαγμα και κινητές αξίες σε σχέση με τη διαχείριση των θέσεων αγοράς των συμμετεχόντων, κατά την έννοια του σημείου 7 στοιχεία β) και ε) του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.


28.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257/73


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 910/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 2014

σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οικοδόμηση εμπιστοσύνης στο επιγραμμικό περιβάλλον είναι καθοριστικής σημασίας για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Η έλλειψη εμπιστοσύνης, ιδίως λόγω της φαινόμενης έλλειψης ασφάλειας δικαίου, κάνει τους καταναλωτές, τις επιχειρήσεις και τις δημόσιες αρχές να διστάζουν να πραγματοποιούν συναλλαγές ηλεκτρονικά και να υιοθετήσουν νέες υπηρεσίες.

(2)

Επιδίωξη του κανονισμού είναι να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στις ηλεκτρονικές συναλλαγές εντός της εσωτερικής αγοράς, με την παροχή κοινής βάσης για ασφαλείς ηλεκτρονικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πολιτών, των επιχειρήσεων και των δημόσιων αρχών, αυξάνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα των δημόσιων και ιδιωτικών επιγραμμικών υπηρεσιών, του ηλεκτρονικού επιχειρείν και του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ένωση.

(3)

Η οδηγία 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), αφορούσε τις ηλεκτρονικές υπογραφές, χωρίς να παρέχει ένα ολοκληρωμένο διασυνοριακό και διατομεακό πλαίσιο για ασφαλείς, αξιόπιστες και εύχρηστες ηλεκτρονικές συναλλαγές. Ο παρών κανονισμός ενισχύει και αναπτύσσει το κεκτημένο της εν λόγω οδηγίας.

(4)

Η ανακοίνωση της Επιτροπής της 26ης Αυγούστου 2010 με τίτλο «Ψηφιακό θεματολόγιο για την Ευρώπη» εντοπίζει τον κατακερματισμό της ψηφιακής αγοράς, την έλλειψη διαλειτουργικότητας και την αύξηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος ως σημαντικά εμπόδια στον ενάρετο κύκλο της ψηφιακής οικονομίας. Στην έκθεσή της του 2010 για την ιθαγένεια της ΕΕ, με τίτλο «Άρση των εμποδίων στα δικαιώματα των πολιτών της ΕΕ» η Επιτροπή υπογράμμισε περαιτέρω την ανάγκη επίλυσης των βασικών προβλημάτων που εμποδίζουν τους πολίτες της Ένωσης να απολαύσουν τα οφέλη μιας ψηφιακής ενιαίας αγοράς και των διασυνοριακών ψηφιακών υπηρεσιών.

(5)

Στα συμπεράσματά του της 4ης Φεβρουαρίου 2011 και της 23ης Οκτωβρίου 2011, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να δημιουργήσει μια ψηφιακή ενιαία αγορά έως το 2015 προκειμένου να επιτευχθεί ταχεία πρόοδος σε βασικούς τομείς της ψηφιακής οικονομίας και να προωθηθεί μια πλήρως ολοκληρωμένη ψηφιακή ενιαία αγορά με τη διευκόλυνση της διασυνοριακής χρήσης των επιγραμμικών υπηρεσιών, με ιδιαίτερη προσοχή στη διευκόλυνση της ασφαλούς ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας.

(6)

Στα συμπεράσματά του της 27ης Μαΐου 2011, το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να συμβάλει στην ψηφιακή ενιαία αγορά με τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την αμοιβαία αναγνώριση των βασικών εργαλείων σε διασυνοριακό επίπεδο, όπως η ηλεκτρονική ταυτοποίηση, τα ηλεκτρονικά έγγραφα, οι ηλεκτρονικές υπογραφές και οι υπηρεσίες ηλεκτρονικής παράδοσης δεδομένων, καθώς και για τις διαλειτουργικές υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σε ολόκληρη την η Ευρωπαϊκή Ένωση.

(7)

Στο ψήφισμά του της 21ης Σεπτεμβρίου 2010 για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς για το ηλεκτρονικό εμπόριο (4), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπογράμμισε τη σημασία της ασφάλειας των ηλεκτρονικών υπηρεσιών, ιδίως των ηλεκτρονικών υπογραφών, καθώς και την ανάγκη να δημιουργηθεί μια υποδομή δημόσιου κλειδιού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, και κάλεσε την Επιτροπή να συστήσει μια ευρωπαϊκή πύλη αρχών επικύρωσης που θα εξασφαλίζει τη διασυνοριακή διαλειτουργικότητα των ηλεκτρονικών υπογραφών και θα ενισχύσει την ασφάλεια των συναλλαγών που διενεργούνται μέσω του διαδικτύου.

(8)

Η οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) απαιτεί από τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν υπηρεσίες μιας στάσης («κέντρα ενιαίας εξυπηρέτησης») για την εύκολη ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών και διατυπώσεων όσον αφορά την πρόσβαση σε μια δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών και την άσκησή της, από απόσταση και με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω της κατάλληλης υπηρεσίας μιας στάσης και με τις αρμόδιες αρχές. Πολλές επιγραμμικές υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες μέσω κέντρων ενιαίας εξυπηρέτησης απαιτούν ηλεκτρονική ταυτοποίηση, επαλήθευση της ταυτότητας και υπογραφή.

(9)

Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πολίτες δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα στοιχεία ηλεκτρονικής ταυτοποίησής τους για να ταυτοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος, επειδή τα εθνικά συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στη χώρα τους δεν αναγνωρίζονται σε άλλα κράτη μέλη. Αυτός ο ηλεκτρονικός φραγμός δεν επιτρέπει στους παρόχους υπηρεσιών να απολαμβάνουν πλήρως τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς. Τα αμοιβαίως αναγνωρισμένα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης θα διασφαλίσουν τη διασυνοριακή παροχή πολυάριθμων υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά και θα δώσουν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να λειτουργούν σε διασυνοριακή βάση χωρίς να αντιμετωπίζουν εμπόδια στις συναλλαγές τους με δημόσιες αρχές.

(10)

Η οδηγία 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) δημιουργεί ένα δίκτυο εθνικών αρχών υπεύθυνων για την ηλεκτρονική υγεία. Για να ενισχυθεί η ασφάλεια και η συνέχεια της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης, το δίκτυο καλείται να εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη διασυνοριακή πρόσβαση στα ηλεκτρονικά δεδομένα και υπηρεσίες υγείας, μεταξύ άλλων με την υποστήριξη «κοινών μέτρων ταυτοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας, ώστε να διευκολύνεται η δυνατότητα διαβίβασης δεδομένων στη διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη». Η αμοιβαία αναγνώριση της ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας είναι το κλειδί για να γίνει πραγματικότητα η διασυνοριακή παροχή υγειονομικής περίθαλψης στους Ευρωπαίους πολίτες. Όταν οι άνθρωποι ταξιδεύουν για λόγους υγείας, τα ιατρικά τους δεδομένα θα πρέπει να είναι προσβάσιμα στη χώρα όπου θα νοσηλευτούν. Αυτό απαιτεί ένα στερεό, σαφές και αξιόπιστο πλαίσιο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

(11)

Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να τηρούνται πλήρως οι αρχές της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Σχετικά, και όσον αφορά την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, η επαλήθευση ταυτότητας για επιγραμμική υπηρεσία αφορά την επεξεργασία μόνο εκείνων των στοιχείων ταυτοποίησης που είναι κατάλληλα, συναφή προς το θέμα και όχι υπερβολικά για τη χορήγηση πρόσβασης στην εν λόγω επιγραμμική υπηρεσία. Περαιτέρω, οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης και τα εποπτικά όργανα θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ όσον αφορά το απόρρητο και την ασφάλεια επεξεργασίας.

(12)

Ένας από τους στόχους του παρόντος κανονισμού είναι η άρση των υφιστάμενων φραγμών στη διασυνοριακή χρήση των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη για ταυτοποίηση τουλάχιστον στις δημόσιες υπηρεσίες. Ο παρών κανονισμός δεν αποσκοπεί να παρέμβει ως προς τα συστήματα διαχείρισης ηλεκτρονικών ταυτοτήτων και τις συναφείς υποδομές που έχουν θεσπιστεί στα κράτη μέλη. Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να διασφαλιστεί ότι είναι δυνατή η ασφαλής ηλεκτρονική ταυτοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας για την πρόσβαση στις διασυνοριακές επιγραμμικές υπηρεσίες που προσφέρονται από τα κράτη μέλη.

(13)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα να χρησιμοποιούν ή θα εισάγουν μέσα πρόσβασης σε επιγραμμικές υπηρεσίες για σκοπούς ηλεκτρονικής ταυτοποίησης. Επίσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσουν εάν ο ιδιωτικός τομέας θα συμμετέχει στην παροχή των μέσων αυτών. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εφαρμόζουν. Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν εάν θα κοινοποιήσουν στην Επιτροπή όλα, ορισμένα ή κανένα από τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που χρησιμοποιούν σε εθνικό επίπεδο για την πρόσβαση τουλάχιστον σε δημόσιες επιγραμμικές υπηρεσίες ή σε συγκεκριμένες υπηρεσίες.

(14)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ορισμένες προϋποθέσεις σε σχέση με τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης τα οποία θα πρέπει να αναγνωρίζονται και τον τρόπο κοινοποίησής των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης. Οι προϋποθέσεις αυτές θα βοηθούν τα κράτη μέλη να αναπτύσσουν την απαραίτητη εμπιστοσύνη στα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που το καθένα εφαρμόζει και να αναγνωρίζουν αμοιβαία τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που υπάγονται στα κοινοποιημένα συστήματά τους. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να ισχύει εάν το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης του κοινοποιούντος κράτους μέλους πληροί τους όρους της κοινοποίησης και η κοινοποίηση έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μολαταύτα, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να αφορά μόνο την επαλήθευση ταυτότητας σε επιγραμμική υπηρεσία. Η πρόσβαση στις εν λόγω επιγραμμικές υπηρεσίες και η τελική παροχή τους στον αιτούντα θα πρέπει να συνδέονται άμεσα με το δικαίωμα λήψης των υπηρεσιών αυτών, υπό τους όρους που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

(15)

Η υποχρέωση αναγνώρισης μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης θα πρέπει να σχετίζεται μόνο με εκείνα τα συστήματα των οποίων το επίπεδο ασφαλούς ταυτοποίησης αντιστοιχεί ή υπερβαίνει το επίπεδο που απαιτείται για την εν λόγω επιγραμμική υπηρεσία. Επιπροσθέτως, η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο εφόσον ο εν λόγω φορέας του δημόσιου τομέα χρησιμοποιεί το βασικό ή το υψηλό επίπεδο διασφάλισης για την πρόσβαση σε αυτή την επιγραμμική υπηρεσία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερα, βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, να αναγνωρίζουν μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης με χαμηλότερα επίπεδα διασφάλισης ταυτότητας.

(16)

Τα επίπεδα διασφάλισης θα πρέπει να χαρακτηρίζουν τον βαθμό εμπιστοσύνης ενός μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης όσον αφορά την εξακρίβωση της ταυτότητας ενός προσώπου, βεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτόν ότι το πρόσωπο που επικαλείται συγκεκριμένη ταυτότητα είναι στην πραγματικότητα το πρόσωπο στο οποίο έχει αποδοθεί η ταυτότητα αυτή. Το επίπεδο διασφάλισης εξαρτάται από τον βαθμό εμπιστοσύνης που παρέχει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης όσον αφορά την ταυτότητα την οποία επικαλείται ή δηλώνει ένα πρόσωπο, λαμβανομένων υπόψη των διαδικασιών (για παράδειγμα, απόδειξη ταυτότητας και εξακρίβωση και επαλήθευση ταυτότητας), των δραστηριοτήτων διαχείρισης (για παράδειγμα, την οντότητα που εκδίδει τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και τη διαδικασία έκδοσης των μέσων αυτών) και των πραγματοποιούμενων τεχνικών ελέγχων. Υπάρχουν διάφοροι τεχνικοί ορισμοί και περιγραφές των επιπέδων διασφάλισης, οι οποίοι έχουν προκύψει από πιλοτικές εφαρμογές μεγάλης κλίμακας διεξαγόμενες υπό ενωσιακή χρηματοδότηση, από διαδικασίες τυποποίησης και από διεθνείς δραστηριότητες. Ειδικότερα, η πιλοτική εφαρμογή μεγάλης κλίμακας STORK και το ISO 29115 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στα επίπεδα 2, 3 και 4, τα οποία θα πρέπει να ληφθούν οπωσδήποτε υπόψη κατά την κατάρτιση των ελάχιστων τεχνικών απαιτήσεων, προτύπων και διαδικασιών για το χαμηλό, το βασικό και το υψηλό επίπεδο διασφάλισης κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ταυτόχρονα με τη διασφάλιση της συνεκτικής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά το υψηλό επίπεδο διασφάλισης σε σχέση με την απόδειξη της ταυτότητας για την έκδοση εγκεκριμένων πιστοποιητικών. Οι απαιτήσεις που θεσπίζονται θα πρέπει να είναι τεχνολογικά ουδέτερες. Θα πρέπει να είναι δυνατή η επίτευξη των απαραίτητων απαιτήσεων ασφαλείας μέσω διαφορετικών τεχνολογιών.

(17)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παροτρύνουν τον ιδιωτικό τομέα να χρησιμοποιεί εθελοντικά, για τους σκοπούς της ταυτοποίησης, μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο κοινοποιημένου συστήματος, όταν απαιτείται σε επιγραμμικές υπηρεσίες ή ηλεκτρονικές συναλλαγές. Η χρήση των εν λόγω μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης θα παρείχε στον ιδιωτικό τομέα τη δυνατότητα να βασίζεται στην ηλεκτρονική ταυτοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας που χρησιμοποιείται ήδη ευρέως σε πολλά κράτη μέλη τουλάχιστον σε δημόσιες υπηρεσίες και να διευκολύνει την πρόσβαση στις επιγραμμικές υπηρεσίες για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες σε διασυνοριακό επίπεδο. Προκειμένου να διευκολύνεται η χρήση των εν λόγω μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης από τον ιδιωτικό τομέα σε διασυνοριακό επίπεδο, η δυνατότητα επαλήθευσης της ταυτότητας που παρέχει οιοδήποτε κράτος μέλος θα πρέπει να είναι διαθέσιμη σε βασιζόμενα μέρη του ιδιωτικού τομέα τα οποία είναι εγκατεστημένα εκτός της επικράτειας του συγκεκριμένου κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για τα βασιζόμενα μέρη του ιδιωτικού τομέα που είναι εγκατεστημένα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Συνεπώς, όσον αφορά τα βασιζόμενα μέρη του ιδιωτικού τομέα, το κοινοποιούν κράτος μέλος μπορεί να ορίζει όρους πρόσβασης στα μέσα επαλήθευσης ταυτότητας. Στους εν λόγω όρους πρόσβασης μπορεί να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με το εάν τα μέσα επαλήθευσης της ταυτότητας που σχετίζονται με το κοινοποιημένο σύστημα διατίθενται επί του παρόντος σε βασιζόμενα μέρη του ιδιωτικού τομέα.

(18)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει την ευθύνη του κοινοποιούντος κράτους μέλους, του μέρους που εκδίδει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και του μέρους που χειρίζεται τη διαδικασία επαλήθευσης ταυτότητας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις οικείες υποχρεώσεις τους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Εντούτοις, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί ευθύνης. Ως εκ τούτου, δεν θίγει τους εν λόγω εθνικούς κανόνες, όπως, για παράδειγμα, τους κανόνες σχετικά με τον προσδιορισμό της ζημίας ή τους οικείους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες, περιλαμβανομένου του βάρους απόδειξης.

(19)

Η ασφάλεια των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης είναι βασικό στοιχείο για την αξιόπιστη διασυνοριακή αμοιβαία αναγνώριση των ηλεκτρονικών μέσων ταυτοποίησης. Σε αυτό το πλαίσιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν σε θέματα ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης σε ενωσιακό επίπεδο. Κάθε φορά που για ένα σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης απαιτείται ειδικό υλικό ή λογισμικό προς χρήση από τα βασιζόμενα μέρη σε εθνικό επίπεδο, τα εν λόγω κράτη μέλη δεν επιβάλλουν τις εν λόγω απαιτήσεις και τις σχετικές δαπάνες στα βασιζόμενα μέρη που είναι εγκατεστημένα εκτός της επικράτειάς του, για λόγους διασυνοριακής διαλειτουργικότητας. Σε αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να συζητούνται και να διαμορφώνονται κατάλληλες λύσεις, εντός του πεδίου εφαρμογής του πλαισίου διαλειτουργικότητας. Εντούτοις, απαιτήσεις σε τεχνικό επίπεδο λόγω εγγενών προδιαγραφών των εθνικών μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης οι οποίες ενδεχομένως να επηρεάζουν τους κατόχους αυτών των ηλεκτρονικών μέσων (π.χ. κάρτες με μικροκυκλώματα — «έξυπνες κάρτες») είναι αναπόφευκτες.

(20)

Η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών θα πρέπει να διευκολύνει την τεχνική διαλειτουργικότητα των κοινοποιημένων συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, προκειμένου να διαμορφώνεται υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και ασφάλειας, ανάλογο του βαθμού επικινδυνότητας. Η ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών με στόχο την αμοιβαία αναγνώρισή τους θα βοηθήσει την εν λόγω συνεργασία.

(21)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει επίσης γενικό νομικό πλαίσιο για τη χρήση των υπηρεσιών εμπιστοσύνης. Εντούτοις, δεν θα πρέπει να παράγει γενική υποχρέωση χρήσης τους ή εγκατάστασης σημείου πρόσβασης για όλες τις υφιστάμενες υπηρεσίες εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, δεν θα πρέπει να καλύπτει την παροχή υπηρεσιών οι οποίες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά εντός κλειστών συστημάτων μεταξύ καθορισμένου συνόλου συμμετεχόντων και δεν έχουν καμία επίπτωση σε τρίτους. Για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να υπόκεινται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού συστήματα που εγκαθίστανται σε επιχειρήσεις ή δημόσιες υπηρεσίες για τη διαχείριση εσωτερικών διαδικασιών και κάνουν χρήση υπηρεσιών εμπιστοσύνης. Μόνον οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται στο κοινό και έχουν επιπτώσεις σε τρίτους θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει επίσης να καλύπτει θέματα που αφορούν τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή άλλων νομικών υποχρεώσεων, εφόσον υφίστανται απαιτήσεις ως προς τον τύπο, απορρέουσες από το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο. Επίσης, δεν θα πρέπει να επηρεάζει τις εθνικές απαιτήσεις περί τύπου που αφορούν τα δημόσια μητρώα, ιδιαίτερα τα εμπορικά μητρώα και τα κτηματολόγια.

(22)

Προκειμένου να συμβάλλουν στη γενική διασυνοριακή χρήση των υπηρεσιών εμπιστοσύνης, θα πρέπει να είναι δυνατή η χρήση τους ως αποδεικτικών στοιχείων σε νομικές διαδικασίες σε όλα τα κράτη μέλη. Εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό.

(23)

Στον βαθμό που ο παρών κανονισμός καθιστά υποχρεωτική την αναγνώρισης μιας υπηρεσίας εμπιστοσύνης, παρόμοια υπηρεσία εμπιστοσύνης μπορεί να απορριφθεί μόνο εάν ο αποδέκτης της υποχρέωσης αδυνατεί να την αναγνώσει ή να την επαληθεύσει για τεχνικούς λόγους οι οποίοι εκφεύγουν του άμεσου ελέγχου του αποδέκτη. Εντούτοις, η εν λόγω υποχρέωση καθεαυτή δεν απαιτεί την απόκτηση από δημόσιο φορέα του απαιτούμενου υλικού και λογισμικού για την τεχνική αναγνωσιμότητα όλων των υφιστάμενων υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

(24)

Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις συνάδουσες προς το ενωσιακό δίκαιο σχετικά με υπηρεσίες εμπιστοσύνης, εάν οι εν λόγω υπηρεσίες δεν εναρμονίζονται πλήρως με τον παρόντα κανονισμό. Εντούτοις, οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα στην εσωτερική αγορά.

(25)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα να καθορίζουν άλλους τύπους υπηρεσιών εμπιστοσύνης πέραν αυτών που απαρτίζουν τον κλειστό κατάλογο υπηρεσιών εμπιστοσύνης που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να αναγνωρίζονται σε εθνικό επίπεδο ως εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης.

(26)

Λόγω του ρυθμού των τεχνολογικών εξελίξεων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να υιοθετήσει μια προσέγγιση ανοιχτή στην καινοτομία.

(27)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να είναι τεχνολογικά ουδέτερος. Η νομική ισχύς που παρέχει θα πρέπει να μπορεί να επιτευχθεί με οιοδήποτε τεχνικό μέσο υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(28)

Για να ενισχυθεί κυρίως η εμπιστοσύνη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) και των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά και να προωθηθεί η χρήση των υπηρεσιών και των προϊόντων εμπιστοσύνης, θα πρέπει να εισαχθούν οι έννοιες των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και των εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, με σκοπό να προσδιοριστούν οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις που εξασφαλίζουν υψηλού επιπέδου ασφάλεια κατά τη χρήση ή την παροχή οιωνδήποτε εγκεκριμένων υπηρεσιών και προϊόντων εμπιστοσύνης.

(29)

Σύμφωνα με τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου (8) και ιδίως με το άρθρο 9 της σύμβασης, τα άτομα με αναπηρίες θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης και τα προϊόντα τελικού χρήστη που χρησιμοποιούνται κατά την παροχή των υπηρεσιών αυτών σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς καταναλωτές. Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται και τα προϊόντα τελικού χρήστη που χρησιμοποιούνται κατά την παροχή των υπηρεσιών αυτών θα πρέπει να είναι προσβάσιμα από άτομα με αναπηρίες, εφόσον είναι εφικτό. Στην εκτίμηση εφικτότητας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, τεχνικές και οικονομικές παράμετροι.

(30)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν εποπτικό φορέα ή εποπτικούς φορείς για τη διεξαγωγή των εποπτικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να αποφασίζουν, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας με άλλο κράτος μέλος, για τον ορισμό εποπτικού φορέα στην επικράτεια του συγκεκριμένου άλλου κράτους μέλους.

(31)

Οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να συνεργάζονται με τις αρχές προστασίας δεδομένων, για παράδειγμα ενημερώνοντας τις εν λόγω αρχές σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν παραβιαστεί κανόνες προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η παροχή πληροφοριών θα πρέπει ιδίως να καλύπτει συμβάντα σχετικά με την ασφάλεια και με παραβιάσεις δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(32)

Θα πρέπει να εναπόκειται σε όλους τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης να εφαρμόζουν ορθές πρακτικές ασφάλειας ανάλογες προς τους κινδύνους που συνδέονται με τις δραστηριότητές τους, έτσι ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των χρηστών στην ενιαία αγορά.

(33)

Διατάξεις περί χρήσης ψευδωνύμων στα πιστοποιητικά δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να ζητούν εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων σύμφωνα με το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.

(34)

Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να τηρούν κοινές βασικές απαιτήσεις εποπτείας προκειμένου να διασφαλίζεται ένα συγκρίσιμο επίπεδο ασφάλειας για τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης. Προκειμένου να διευκολύνουν την ομοιόμορφη εφαρμογή αυτών των απαιτήσεων σε ολόκληρη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εγκρίνουν συγκρίσιμες διαδικασίες και να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τις εποπτικές δραστηριότητες και τις βέλτιστες πρακτικές τους στον τομέα αυτό.

(35)

Όλοι οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να υπόκεινται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, ειδικότερα όσον αφορά την ασφάλεια και την ευθύνη για τη διασφάλιση της δέουσας επιμέλειας, της διαφάνειας και της λογοδοσίας των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών τους. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος των υπηρεσιών που παρέχουν οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης είναι σκόπιμο να γίνεται διάκριση, όσον αφορά τις εν λόγω απαιτήσεις, μεταξύ εγκεκριμένων και μη εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

(36)

Κατά τη θέσπιση εποπτικού καθεστώτος για όλους τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να διασφαλίζεται ισότιμο πλαίσιο ασφάλειας και υπευθυνότητας για πράξεις και υπηρεσίες, συμβάλλοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο στην προστασία των χρηστών και στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Οι μη εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να υπόκεινται σε ήπιες και αντενεργές εκ των υστέρων εποπτικές δραστηριότητες, δικαιολογούμενες από τη φύση των υπηρεσιών και των πράξεων. Ως εκ τούτου, ο εποπτικός φορέας δεν θα πρέπει να φέρει γενική ευθύνη εποπτείας μη εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών. Ο εποπτικός φορέας θα πρέπει να αναλαμβάνει δράση μόνο όταν πληροφορείται (για παράδειγμα από τον ίδιο τον μη εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσίας εμπιστοσύνης, από άλλον εποπτικό φορέα, μέσω ειδοποίησης από χρήστη ή επιχειρηματικό εταίρο ή κατόπιν έρευνας του ίδιου του φορέα) ότι μη εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσίας εμπιστοσύνης δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(37)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ευθύνη όλων των παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, θεσπίζει το καθεστώς ευθύνης υπό το οποίο όλοι οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να φέρουν ευθύνη για ζημίες που προκαλούνται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω αδυναμίας συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό. Προκειμένου να διευκολυνθεί η αξιολόγηση του οικονομικού κινδύνου που ενδέχεται να πρέπει να αναλάβουν οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης ή να καλύψουν με ασφαλιστήρια συμβόλαια, ο παρών κανονισμός επιτρέπει στους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης να θέτουν περιορισμούς, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στη χρήση των υπηρεσιών που παρέχουν και να μη φέρουν ευθύνη για ζημίες που προκύπτουν από χρήση υπηρεσιών υπερβαίνουσα αυτούς τους περιορισμούς. Οι πελάτες θα πρέπει να ενημερώνονται δεόντως και εκ των προτέρων σχετικά με τους περιορισμούς. Οι εν λόγω περιορισμοί θα πρέπει να είναι αναγνωρίσιμοι από τρίτους, για παράδειγμα μέσω της συμπερίληψης των πληροφοριών για τους περιορισμούς στους όρους και τις προϋποθέσεις της παρεχόμενης υπηρεσίας ή μέσω άλλων αναγνωρίσιμων μέσων. Προκειμένου να εκπληρώνονται οι εν λόγω αρχές, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί ευθύνης. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός δεν θίγει αυτούς τους εθνικούς κανόνες, για παράδειγμα, ως προς τον ορισμό της ζημίας, της πρόθεσης, της αμέλειας, ή τους σχετικούς ισχύοντες δικονομικούς κανόνες.

(38)

Η κοινοποίηση των παραβιάσεων της ασφάλειας και των αξιολογήσεων κινδύνων για την ασφάλεια είναι ουσιώδης για την επαρκή ενημέρωση των ενδιαφερόμενων μερών, σε περίπτωση παραβίασης της ασφάλειας ή απώλειας της ακεραιότητας.

(39)

Για να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη της αποτελεσματικότητας του μηχανισμού κοινοποίησης των παραβιάσεων που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να καλούνται να παρέχουν συνοπτικές πληροφορίες στην Επιτροπή και τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA).

(40)

Για να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη της αποτελεσματικότητας του μηχανισμού ενισχυμένης εποπτείας που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να καλούνται να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητές τους. Αυτό θα συνέβαλε στη διευκόλυνση της ανταλλαγής ορθών πρακτικών μεταξύ των εποπτικών φορέων και θα επιβεβαίωνε ότι οι βασικές απαιτήσεις εποπτείας εφαρμόζονται με συνέπεια και αποτελεσματικότητα σε όλα τα κράτη μέλη.

(41)

Για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η διάρκεια των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των χρηστών στην απρόσκοπτη λειτουργία των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, οι εποπτικοί φορείς θα πρέπει να επαληθεύουν την ύπαρξη και την ορθή εφαρμογή των διατάξεων περί σχεδίων παύσης, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πάροχοι εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης παύουν τις δραστηριότητές τους.

(42)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η εποπτεία των εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, για παράδειγμα, όταν ένας πάροχος παρέχει τις υπηρεσίες του στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους στο οποίο δεν υπόκειται σε εποπτεία ή όταν οι υπολογιστές ενός παρόχου βρίσκονται στην επικράτεια κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των εποπτικών φορέων στα κράτη μέλη.

(43)

Προκειμένου να διασφαλισθεί η συμμόρφωση των εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και των υπηρεσιών που παρέχουν προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, θα διεξάγονται αξιολογήσεις συμμόρφωσης από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, οι δε εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικές με τις επακόλουθες αξιολογήσεις της συμμόρφωσης στον εποπτικό φορέα. Στις περιπτώσεις που ο εποπτικός φορέας απαιτεί από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης να υποβάλει ad hoc έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ο εποπτικός φορέας θα πρέπει να τηρεί ιδίως την αρχή της χρηστής διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης να αιτιολογεί τις αποφάσεις του, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Κατά συνέπεια, ο εποπτικός φορέας θα πρέπει να αιτιολογεί δεόντως την απόφαση με την οποία ζητά ad hoc αξιολόγηση της συμμόρφωσης.

(44)

Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στην εξασφάλιση ενός συνεκτικού πλαισίου, που θα παρέχει υψηλό επίπεδο ασφάλειας δικαίου και γενικότερης ασφάλειας σε ό,τι αφορά τις υπηρεσιών εμπιστοσύνης. Υπό αυτό το πρίσμα, κατά την εξέταση της αξιολόγησης της συμμόρφωσης προϊόντων και υπηρεσιών, η Επιτροπή θα πρέπει, εφόσον απαιτείται, να επιδιώκει συνέργειες με υφιστάμενους συναφείς ευρωπαϊκούς και διεθνείς μηχανισμούς, όπως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) ο οποίος καθορίζει τις απαιτήσεις διαπίστευσης των φορέων αξιολόγησης συμμόρφωσης και εποπτείας της αγοράς προϊόντων.

(45)

Προκειμένου να καταστεί αποδοτική η διαδικασία έναρξης, η οποία θα πρέπει να οδηγεί στη συμπερίληψη των εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης που προσφέρουν σε καταλόγους εμπιστοσύνης, θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι προκαταρκτικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μελλοντικών εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και του αρμόδιου εποπτικού φορέα με σκοπό τη διευκόλυνση της δέουσας επιμέλειας που οδηγεί στην παροχή εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

(46)

Οι κατάλογοι εμπιστοσύνης αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των φορέων της αγοράς, δεδομένου ότι αναδεικνύουν την κατάσταση αναγνώρισης του παρόχου υπηρεσιών κατά τον χρόνο εποπτείας.

(47)

Για να μπορούν οι χρήστες να αξιοποιούν πλήρως και να στηρίζονται συνειδητά στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες είναι απαραίτητο να υπάρχει εμπιστοσύνη στις επιγραμμικές υπηρεσίες και να διασφαλίζεται η ευχρηστία τους. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα ενωσιακό σήμα εμπιστοσύνης που θα επισημαίνει τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται από εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης. Το εν λόγω ενωσιακό σήμα εμπιστοσύνης για εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης θα κάνει σαφή διάκριση μεταξύ των εγκεκριμένων και των λοιπών υπηρεσιών εμπιστοσύνης, συνεισφέροντας έτσι στη διαφάνεια στην αγορά. Η χρήση ενωσιακού σήματος εμπιστοσύνης από τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα είναι εθελοντική και δεν θα πρέπει να οδηγεί σε άλλες απαιτήσεις επιπλέον των ήδη προβλεπόμενων στον παρόντα κανονισμό.

(48)

Παρόλο που απαιτείται υψηλό επίπεδο ασφάλειας για να εξασφαλιστεί η αμοιβαία αναγνώριση ηλεκτρονικών υπογραφών, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως στο πλαίσιο της απόφασης 2009/767/ΕΚ της Επιτροπής (10), θα πρέπει να γίνονται επίσης αποδεκτές ηλεκτρονικές υπογραφές με χαμηλότερο επίπεδο ασφάλειας.

(49)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει την αρχή ότι δεν θα πρέπει να απορρίπτεται η ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής με την αιτιολογία ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Ωστόσο, εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των ηλεκτρονικών υπογραφών, εκτός από την απαίτηση που περιέχεται στον παρόντα κανονισμό και προβλέπει ότι η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή θα πρέπει να έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή.

(50)

Δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη χρησιμοποιούν επί του παρόντος διαφορετικές μορφές προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών για την υπογραφή των εγγράφων τους με ηλεκτρονικά μέσα, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι τουλάχιστον ένας αριθμός μορφών προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών μπορεί να υποστηρίζεται τεχνικά από τα κράτη μέλη όταν λαμβάνουν έγγραφα με ηλεκτρονική υπογραφή. Ομοίως, όταν οι αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη χρησιμοποιούν προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες, θα είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι υποστηρίζουν τουλάχιστον έναν αριθμό μορφών προηγμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων.

(51)

Θα πρέπει να είναι δυνατό για τον υπογράφοντα να αναθέτει τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικών υπογραφών στην επιμέλεια τρίτου μέρους, με την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται οι κατάλληλοι μηχανισμοί και διαδικασίες ώστε να διασφαλιστεί ότι ο υπογράφων έχει τον αποκλειστικό έλεγχο της χρήσης των δεδομένων δημιουργίας της ηλεκτρονικής υπογραφής του, καθώς και ότι η χρήση της διάταξης πληροί τις απαιτήσεις όσον αφορά τις εγκεκριμένες υπογραφές.

(52)

Η δημιουργία εξ αποστάσεως ηλεκτρονικών υπογραφών, όπου το περιβάλλον της δημιουργίας της ηλεκτρονικής υπογραφής θα τελεί υπό τη διαχείριση παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης εξ ονόματος του υπογράφοντος, πρόκειται να ενταθεί, λόγω των πολλαπλών οικονομικών πλεονεκτημάτων της. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω ηλεκτρονικές υπογραφές θα τυγχάνουν της ίδιας νομικής αναγνώρισης με τις ηλεκτρονικές υπογραφές που δημιουργούνται σε περιβάλλον το οποίο τελεί υπό την πλήρη διαχείριση του χρήστη, οι πάροχοι υπηρεσιών εξ αποστάσεως ηλεκτρονικής υπογραφής οφείλουν να εφαρμόζουν συγκεκριμένες διαχειριστικές και διοικητικές διαδικασίες ασφαλείας, να χρησιμοποιούν αξιόπιστα συστήματα και προϊόντα, όπου περιλαμβάνονται ειδικότερα ασφαλείς ηλεκτρονικοί δίαυλοι επικοινωνίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται η αξιοπιστία του περιβάλλοντος δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και να υπάρχουν εγγυήσεις ότι το περιβάλλον αυτό χρησιμοποιήθηκε με αποκλειστικό έλεγχο του υπογράφοντος. Όταν μια εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή έχει δημιουργηθεί με χρήση διάταξης εξ αποστάσεως δημιουργίας ηλεκτρονικών υπογραφών, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι απαιτήσεις που ισχύουν για τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης βάσει του παρόντος κανονισμού.

(53)

Η αναστολή εγκεκριμένων πιστοποιητικών αποτελεί καθιερωμένη επιχειρησιακή πρακτική των παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης σε πολλά κράτη μέλη, η οποία διαφέρει από την ανάκληση, καθώς συνεπάγεται προσωρινή παύση της ισχύος του πιστοποιητικού. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει πάντοτε να δηλώνεται σαφώς η αναστολή πιστοποιητικού. Προς τούτο, οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης θα πρέπει να έχουν την ευθύνη να δηλώνουν σαφώς το καθεστώς ισχύος του πιστοποιητικού και, εάν έχει ανασταλεί, το ακριβές διάστημα της αναστολής του. Ο κανονισμός δεν θα πρέπει να επιβάλλει τη χρήση της αναστολής στους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης ούτε στα κράτη μέλη, αλλά όταν και όπου ισχύει η πρακτική αυτή, θα πρέπει να προβλέπει κανόνες διαφάνειας.

(54)

H διασυνοριακή αναγνώριση και διαλειτουργικότητα των εγκεκριμένων πιστοποιητικών αποτελεί προαπαιτούμενο για τη διασυνοριακή αναγνώριση των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Ως εκ τούτου, τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε υποχρεωτικές απαιτήσεις που υπερβαίνουν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο, η εισαγωγή ειδικών χαρακτηριστικών, όπως τα μοναδικά αναγνωριστικά, σε εγκεκριμένα πιστοποιητικά θα πρέπει να επιτρέπεται, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα ειδικά χαρακτηριστικά δεν παρακωλύουν τη διασυνοριακή αναγνώριση και τη διαλειτουργικότητα των εγκεκριμένων πιστοποιητικών και των ηλεκτρονικών υπογραφών.

(55)

Η πιστοποίηση της ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων με βάση διεθνή πρότυπα, όπως το ISO 15408 και συναφείς μέθοδοι αξιολόγησης και ρυθμίσεις αμοιβαίας αναγνώρισης, αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την εξακρίβωση της ασφάλειας των εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και θα πρέπει να προωθηθεί. Ωστόσο, διάφορες καινοτόμες λύσεις και υπηρεσίες (όπως η υπογραφή μέσω κινητών συσκευών και η υπογραφή μέσω εφαρμογών νέφους) στηρίζονται σε τεχνικές και οργανωτικές λύσεις για εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικών υπογραφών για τις οποίες ενδέχεται να μην υπάρχουν ακόμη πρότυπα ασφάλειας ή η πρώτη πιστοποίηση της ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων να βρίσκεται υπό εξέλιξη. Το επίπεδο ασφαλείας παρόμοιων εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής μπορεί να αξιολογείται με τη χρήση εναλλακτικών διαδικασιών μόνον όταν δεν είναι διαθέσιμα αυτά τα πρότυπα ασφαλείας ή όταν η πρώτη πιστοποίηση της ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων βρίσκεται υπό εξέλιξη. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει να είναι συγκρίσιμες με τα πρότυπα πιστοποίησης της ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων στον βαθμό που τα επίπεδα ασφάλειάς τους είναι ισοδύναμα. Οι διαδικασίες αυτές θα μπορούσαν να διευκολύνονται με αξιολόγηση από ομοτίμους.

(56)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ορίσει απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής προκειμένου να εξασφαλίζεται η λειτουργικότητα των προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να καλύπτει ολόκληρο το περιβάλλον του συστήματος στο οποίο λειτουργούν οι διατάξεις αυτές. Συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής για την πιστοποίηση εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας υπογραφής θα πρέπει να περιορίζεται στο υλικό και στο λογισμικό του συστήματος που χρησιμοποιείται για τη διαχείριση και την προστασία των δεδομένων δημιουργίας υπογραφής που δημιουργούνται, αποθηκεύονται ή αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στη συσκευή δημιουργίας υπογραφής. Όπως αναφέρεται αναλυτικά σε σχετικά πρότυπα, οι εφαρμογές δημιουργίας υπογραφής θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο της υποχρέωσης πιστοποίησης.

(57)

Για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου σχετικά με την εγκυρότητα της υπογραφής, είναι απαραίτητο να προσδιορισθούν τα συστατικά στοιχεία εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής εκείνα τα οποία θα πρέπει να αξιολογούνται από το βασιζόμενο μέρος που διενεργεί την επικύρωση. Επιπλέον, ο προσδιορισμός των απαιτήσεων για τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης που μπορούν να παρέχουν εγκεκριμένη υπηρεσία επικύρωσης σε βασιζόμενα μέρη που δεν είναι πρόθυμα ή σε θέση να πραγματοποιήσουν μόνα τους την επικύρωση εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών, θα παρακινούσε τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα να επενδύσει στις εν λόγω υπηρεσίες. Αμφότερα τα στοιχεία αυτά θα καθιστούσαν την επικύρωση εγκεκριμένων υπογραφών εύκολη και άνετη διαδικασία για όλα τα μέρη σε επίπεδο Ένωσης.

(58)

Όταν μια συναλλαγή απαιτεί εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα από νομικό πρόσωπο, η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του νομικού προσώπου θα πρέπει να γίνεται εξίσου αποδεκτή.

(59)

Οι ηλεκτρονικές σφραγίδες θα πρέπει να χρησιμεύουν ως απόδειξη ότι ένα ηλεκτρονικό έγγραφο έχει εκδοθεί από ένα νομικό πρόσωπο, βεβαιώνοντας την προέλευση και την ακεραιότητα του εγγράφου.

(60)

Οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής σφραγίδας θα πρέπει να εφαρμόζουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να μπορούν να προσδιορίζουν την ταυτότητα του φυσικού προσώπου που εκπροσωπεί νομικό πρόσωπο στο οποίο χορηγείται το εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας, όταν απαιτείται μια τέτοια εξακρίβωση σε εθνικό επίπεδο στο πλαίσιο δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας.

(61)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη διαφύλαξη των πληροφοριών για τη διασφάλιση της νομικής εγκυρότητας της ηλεκτρονικής υπογραφής και των ηλεκτρονικών σφραγίδων για μεγάλα χρονικά διαστήματα και για την εξασφάλιση πως θα μπορούν να επικυρωθούν ανεξάρτητα από τις μελλοντικές τεχνολογικές αλλαγές.

(62)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών χρονοσφραγίδων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαιτεί τη χρήση προηγμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας ή προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής ή άλλης ισοδύναμης μεθόδου. Θεωρείται εύλογη η πρόβλεψη ότι η καινοτομία θα μπορέσει να οδηγήσει σε νέες τεχνολογίες που θα έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν ισοδύναμο επίπεδο ασφάλειας για τις χρονοσφραγίδες. Όποτε χρησιμοποιείται μέθοδος διαφορετική από την προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα ή την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, θα πρέπει να εναπόκειται στον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης να αποδείξει, στην έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ότι η μέθοδος αυτή εξασφαλίζει ισοδύναμο επίπεδο ασφάλειας και είναι σύμφωνη με τις υποχρεώσεις που ορίζει ο παρών κανονισμός.

(63)

Τα ηλεκτρονικά έγγραφα είναι επίσης σημαντικά για την περαιτέρω ανάπτυξη των διασυνοριακών ηλεκτρονικών συναλλαγών στην εσωτερική αγορά. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει την αρχή ότι δεν θα πρέπει να απορρίπτεται η ισχύς του ηλεκτρονικού εγγράφου με την αιτιολογία ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι δεν θα απορρίπτεται μια ηλεκτρονική συναλλαγή με μόνη αιτιολόγηση το γεγονός ότι το έγγραφο είναι σε ηλεκτρονική μορφή.

(64)

Η Επιτροπή, όταν ασχολείται με τις μορφές προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών και σφραγίδων, θα πρέπει να βασίζεται στις ισχύουσες πρακτικές, πρότυπα και νομοθεσίες και ιδίως στην απόφαση 2011/130/ΕΕ της Επιτροπής (11).

(65)

Εκτός από την πιστοποίηση της γνησιότητας του εγγράφου που έχει εκδοθεί από το νομικό πρόσωπο, οι ηλεκτρονικές σφραγίδες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πιστοποίηση της γνησιότητας οποιουδήποτε ψηφιακού περιουσιακού στοιχείου του νομικού προσώπου, όπως κώδικα λογισμικού ή διακομιστών.

(66)

Είναι σημαντικό να προβλεφθεί νομικό πλαίσιο που να διευκολύνει τη διασυνοριακή αναγνώριση της ηλεκτρονικής υπηρεσίας συστημένης παράδοσης μεταξύ των υφιστάμενων εθνικών νομικών συστημάτων. Με τον τρόπο αυτό μπορούν επίσης να δημιουργηθούν νέες εμπορικές ευκαιρίες για την προσφορά νέων πανευρωπαϊκών ηλεκτρονικών υπηρεσιών συστημένης παράδοσης από τους ενωσιακούς παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

(67)

Οι υπηρεσίες επαλήθευσης της ταυτότητας ιστοτόπων αποτελούν ένα μέσο με το οποίο ένας επισκέπτης του ιστότοπου μπορεί να βεβαιωθεί ότι υπάρχει πραγματική και νόμιμη οντότητα πίσω από τον ιστότοπο. Οι υπηρεσίες αυτές συμβάλλουν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της πίστης στην άσκηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε απευθείας σύνδεση, διότι οι χρήστες θα έχουν εμπιστοσύνη σε έναν δικτυακό τόπο του οποίου έχει επαληθευθεί η ταυτότητα. Η παροχή και η χρήση υπηρεσιών επαλήθευσης της ταυτότητας ιστοτόπων είναι απολύτως εθελοντικές. Ωστόσο, προκειμένου η επαλήθευση της ταυτότητας ιστοτόπων να γίνει ένα μέσο για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, παρέχοντας βελτιωμένη εμπειρία στο χρήστη και συμβάλλοντας στην περαιτέρω ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει ελάχιστες υποχρεώσεις ασφάλειας και ευθύνης για τους παρόχους και τις υπηρεσίες τους. Προς τον σκοπό αυτό, έχουν ληφθεί υπόψη τα αποτελέσματα των υφιστάμενων βιομηχανικών πρωτοβουλιών, για παράδειγμα αρχών πιστοποίησης/φόρουμ φυλλομετρητών — φόρουμ CA/Β. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη χρήση άλλων μέσων ή μεθόδων για την επαλήθευση της ταυτότητας ιστότοπου που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ούτε θα πρέπει να εμποδίζει τους παρόχους υπηρεσιών επαλήθευσης της ταυτότητας ιστοτόπων από τρίτες χώρες να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πελάτες στην Ένωση. Ωστόσο, ένας πάροχος από τρίτη χώρα θα πρέπει να επιδιώκει την αναγνώριση των υπηρεσιών του για την επαλήθευση της ταυτότητας ιστοτόπων ως εγκεκριμένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, μόνο εάν έχει συναφθεί διεθνής συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και της χώρας εγκατάστασης του παρόχου.

(68)

Η έννοια του «νομικού προσώπου» σύμφωνα με τις σχετικές με την εγκατάσταση διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) επιτρέπει στους οικονομικούς φορείς να επιλέγουν τη νομική μορφή που θεωρούν κατάλληλη για την άσκηση της δραστηριότητάς τους. Κατά συνέπεια, ως «νομικά πρόσωπα» κατά την έννοια της ΣΛΕΕ νοούνται όλες οι οντότητες που ιδρύονται σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους ή διέπονται από αυτήν, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους.

(69)

Τα θεσμικά και λοιπά όργανα, οι οργανισμοί και οι υπηρεσίες της Ένωσης ενθαρρύνονται να αναγνωρίζουν την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό για τους σκοπούς της διοικητικής συνεργασίας αξιοποιώντας ιδίως τις υφιστάμενες ορθές πρακτικές και τα αποτελέσματα των υπό εξέλιξη σχεδίων στους τομείς που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

(70)

Για να συμπληρωθούν ορισμένες λεπτομερείς τεχνικές πτυχές του παρόντος κανονισμού κατά τρόπο ευέλικτο και ταχύ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ σχετικά με τα κριτήρια που θα πρέπει να πληρούν τα όργανα που είναι υπεύθυνα για την πιστοποίηση διατάξεων δημιουργίας εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Έχει ιδιαίτερη σημασία να προβαίνει η Επιτροπή σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Κατά την προετοιμασία και τη σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(71)

Για να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές εξουσίες, ιδίως για τον προσδιορισμό των αριθμών αναφοράς προτύπων, η χρήση των οποίων θα αποτελούσε τεκμήριο συμμόρφωσης με ορισμένες απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

(72)

Κατά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τα πρότυπα και τις τεχνικές προδιαγραφές που εκπονούνται από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς και φορείς τυποποίησης, ιδίως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προτύπων (ETSI), το Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (ISO) και τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU), με σκοπό να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο ασφάλειας και διαλειτουργικότητας των υπηρεσιών ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και εμπιστοσύνης.

(73)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου και σαφήνειας, η οδηγία 1999/93/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(74)

Για να εξασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου για τους φορείς της αγοράς που χρησιμοποιούν ήδη εγκεκριμένα πιστοποιητικά εκδοθέντα από φυσικό πρόσωπο σύμφωνα με την οδηγία 1999/93/ΕΚ, είναι απαραίτητη η πρόβλεψη επαρκούς μεταβατικής περιόδου. Ομοίως, θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικά μέτρα για τις ασφαλείς διατάξεις δημιουργίας υπογραφών, των οποίων η συμμόρφωση έχει καθοριστεί σύμφωνα με την οδηγία 1999/93/ΕΚ, καθώς και για τους παρόχους υπηρεσιών πιστοποίησης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά πριν από την 1η Ιουλίου 2016. Τέλος, είναι επίσης απαραίτητο να παρασχεθούν στην Επιτροπή μέσα για την έκδοση των εκτελεστικών πράξεων και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων πριν από την ημερομηνία αυτή.

(75)

Οι ημερομηνίες εφαρμογής που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό δεν θίγουν τις υφιστάμενες υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης, ιδίως σύμφωνα με την οδηγία 2006/123/ΕΚ.

(76)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και συνεπώς, λόγω της κλίμακας της δράσης, μπορούν όμως να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(77)

Έγινε διαβούλευση με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) και αυτός εξέδωσε γνώμη στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 (14),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς παράλληλα με την επίτευξη ενός επαρκούς επιπέδου ασφάλειας στα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και στις υπηρεσίες εμπιστοσύνης, ο παρών κανονισμός:

α)

καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης φυσικών και νομικών προσώπων που εμπίπτουν σε κοινοποιημένο σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης άλλου κράτους μέλους·

β)

θεσπίζει κανόνες για τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης, ιδίως για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και

γ)

θεσπίζει νομικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές υπογραφές, τις ηλεκτρονικές σφραγίδες, τις ηλεκτρονικές χρονοσφραγίδες, τα ηλεκτρονικά έγγραφα, τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες συστημένης παράδοσης και τις υπηρεσίες πιστοποιητικών για την επαλήθευση της ταυτότητας ιστοτόπων.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιούνται από κράτος μέλος και στους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην παροχή υπηρεσιών εμπιστοσύνης που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά εντός κλειστών συστημάτων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο ή από συμφωνίες μεταξύ καθορισμένων μερών.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο σε ό,τι αφορά τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή άλλων νομικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων ως προς τον τύπο.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «ηλεκτρονική ταυτοποίηση»: η διαδικασία χρήσης δεδομένων ταυτοποίησης προσώπου σε ηλεκτρονική μορφή που αντιπροσωπεύουν κατά τρόπο μοναδικό ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένα φυσικό πρόσωπο που εκπροσωπεί ένα νομικό πρόσωπο·

2)   «μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης»: υλική και/ή άυλη μονάδα η οποία περιέχει δεδομένα ταυτοποίησης προσώπου και χρησιμοποιείται για την επαλήθευση ταυτότητας σε επιγραμμικές υπηρεσίες·

3)   «δεδομένα ταυτοποίησης προσώπου»: δέσμη δεδομένων που επιτρέπει την εξακρίβωση της ταυτότητας φυσικού ή νομικού προσώπου ή φυσικού προσώπου που εκπροσωπεί νομικό πρόσωπο·

4)   «σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης»: σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του οποίου εκδίδονται μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ή σε φυσικά πρόσωπα που εκπροσωπούν νομικά πρόσωπα·

5)   «επαλήθευση ταυτότητας»: ηλεκτρονική διαδικασία που επιτρέπει να επιβεβαιωθεί η ηλεκτρονική ταυτοποίηση φυσικού ή νομικού προσώπου ή της προέλευσης και της ακεραιότητας δεδομένων σε ηλεκτρονική μορφή·

6)   «βασιζόμενο μέρος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο βασίζεται σε ηλεκτρονική ταυτοποίηση ή σε υπηρεσία εμπιστοσύνης·

7)   «φορέας του δημόσιου τομέα»: οι κρατικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου ή οι ενώσεις ενός ή περισσότερων τέτοιων αρχών ή ενός ή περισσότερων φορέων δημοσίου δικαίου, ή ιδιωτική οντότητα που έχει εξουσιοδοτηθεί από τουλάχιστον μία από τις εν λόγω αρχές, φορείς ή ενώσεις να παρέχει δημόσιες υπηρεσίες, όταν ενεργεί υπό αυτή την ιδιότητα·

8)   «οργανισμός δημοσίου δικαίου»: όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 4 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15)·

9)   «υπογράφων»: φυσικό πρόσωπο που δημιουργεί ηλεκτρονική υπογραφή·

10)   «ηλεκτρονική υπογραφή»: δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με άλλα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή και τα οποία χρησιμοποιούνται από τον υπογράφοντα για να υπογράφει·

11)   «προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή»: ηλεκτρονική υπογραφή που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 26·

12)   «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή»: προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και η οποία βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής·

13)   «δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής»: μοναδικά δεδομένα που χρησιμοποιούνται από τον υπογράφοντα για τη δημιουργία ηλεκτρονικής υπογραφής·

14)   «πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής»: ηλεκτρονική βεβαίωση που συνδέει τα δεδομένα επικύρωσης ηλεκτρονικής υπογραφής με φυσικό πρόσωπο και επιβεβαιώνει τουλάχιστον το όνομα ή το ψευδώνυμο του εν λόγω προσώπου·

15)   «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής»: πιστοποιητικό ηλεκτρονικών υπογραφών που εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και πληροί τις οριζόμενες στο παράρτημα I απαιτήσεις·

16)   «υπηρεσία εμπιστοσύνης»: ηλεκτρονική υπηρεσία, συνήθως παρεχόμενη έναντι αμοιβής, η οποία συνίσταται:

α)

στη δημιουργία, εξακρίβωση και επικύρωση ηλεκτρονικών υπογραφών, ηλεκτρονικών σφραγίδων ή ηλεκτρονικών χρονοσφραγίδων, ηλεκτρονικών υπηρεσιών συστημένης παράδοσης και πιστοποιητικών που σχετίζονται με τις υπηρεσίες αυτές, ή

β)

στη δημιουργία, εξακρίβωση και επικύρωση πιστοποιητικών για επαλήθευση της ταυτότητας ιστοτόπων, ή

γ)

στη διαφύλαξη ηλεκτρονικών υπογραφών, σφραγίδων ή πιστοποιητικών που σχετίζονται με τις υπηρεσίες αυτές·

17)   «εγκεκριμένη υπηρεσία εμπιστοσύνης»: υπηρεσία εμπιστοσύνης η οποία πληροί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό·

18)   «οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης»: οργανισμός, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008, ο οποίος έχει διαπιστευθεί σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό ως ικανός να αξιολογεί τη συμμόρφωση εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης που παρέχουν·

19)   «πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει μία ή περισσότερες υπηρεσίες εμπιστοσύνης είτε ως εγκεκριμένος είτε ως μη εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

20)   «εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης»: ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος παρέχει μία ή περισσότερες εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης και έχει αναγνωριστεί ως τέτοιος από τον εποπτικό φορέα·

21)   «προϊόν»: το υλικό ή το λογισμικό ή τα συναφή συστατικά στοιχεία υλικού ή λογισμικού τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για την παροχή υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

22)   «διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής»: διατεταγμένο υλικό ή λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ηλεκτρονικής υπογραφής·

23)   «εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής»: διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος II·

24)   «δημιουργός σφραγίδας»: νομικό πρόσωπο που δημιουργεί ηλεκτρονική σφραγίδα·

25)   «ηλεκτρονική σφραγίδα»: δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με άλλα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή, με σκοπό τη διασφάλιση της προέλευσης και της ακεραιότητάς τους·

26)   «προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα»: ηλεκτρονική σφραγίδα που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 36·

27)   «εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα»: προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας και η οποία βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας·

28)   «δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας»: μοναδικά δεδομένα που χρησιμοποιούνται από τον δημιουργό της ηλεκτρονικής σφραγίδας για τη δημιουργία ηλεκτρονικής σφραγίδας·

29)   «πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας»: ηλεκτρονική βεβαίωση που συνδέει τα δεδομένα επικύρωσης ηλεκτρονικής σφραγίδας με νομικό πρόσωπο και επιβεβαιώνει το όνομα του εν λόγω προσώπου·

30)   «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας»: πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας που εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και πληροί τις οριζόμενες στο παράρτημα III απαιτήσεις·

31)   «διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας»: διατεταγμένο υλικό ή λογισμικό που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ηλεκτρονικής σφραγίδας·

32)   «εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας»: διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας που πληροί κατ’ αναλογία τις οριζόμενες στο παράρτημα II απαιτήσεις·

33)   «ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα»: δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία συνδέουν άλλα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή με ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, τεκμηριώνοντας ότι τα εν λόγω δεδομένα υπήρχαν κατά το χρονικό σημείο εκείνο·

34)   «εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα»: ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα που πληροί τις οριζόμενες στο άρθρο 42 απαιτήσεις·

35)   «ηλεκτρονικό έγγραφο»: οποιοδήποτε περιεχόμενο έχει αποθηκευτεί σε ηλεκτρονική μορφή και ειδικότερα ως κείμενο ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή·

36)   «ηλεκτρονική υπηρεσία συστημένης παράδοσης»: υπηρεσία η οποία καθιστά δυνατή τη διαβίβαση δεδομένων μεταξύ τρίτων μερών με ηλεκτρονικά μέσα και παρέχει τεκμήρια σχετικά με τον χειρισμό των διαβιβαζόμενων δεδομένων, περιλαμβανομένης απόδειξης της αποστολής και της παραλαβής των δεδομένων, και η οποία προστατεύει τα διαβιβαζόμενα δεδομένα από τον κίνδυνο απώλειας, κλοπής, βλάβης ή τροποποίησης τους χωρίς άδεια·

37)   «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπηρεσία συστημένης παράδοσης»: ηλεκτρονική υπηρεσία συστημένης παράδοσης που πληροί τις οριζόμενες στο άρθρο 44 απαιτήσεις·

38)   «πιστοποιητικό γνησιότητας ιστότοπου»: βεβαίωση η οποία επιτρέπει την επαλήθευση της γνησιότητας ενός ιστότοπου και συνδέει τον ιστότοπο με το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό·

39)   «εγκεκριμένο πιστοποιητικό για την επαλήθευση της γνησιότητας ιστότοπου»: πιστοποιητικό για την επαλήθευση της γνησιότητας ιστότοπου που εκδίδεται από αναγνωρισμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και πληροί τις οριζόμενες στο παράρτημα IV απαιτήσεις·

40)   «δεδομένα επικύρωσης»: δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την επικύρωση ηλεκτρονικής υπογραφής ή ηλεκτρονικής σφραγίδας·

41)   «επικύρωση»: η διαδικασία ελέγχου και επιβεβαίωσης ότι μια ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα είναι έγκυρη.

Άρθρο 4

Αρχές της εσωτερικής αγοράς

1.   Δεν υφίσταται κανένας περιορισμός στην παροχή υπηρεσιών εμπιστοσύνης στην επικράτεια κράτους μέλους από πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένος σε άλλα κράτη μέλη για λόγους που εμπίπτουν στους τομείς οι οποίοι καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό επιτρέπεται να κυκλοφορούν ελεύθερα στην εσωτερική αγορά.

Άρθρο 5

Επεξεργασία και προστασία δεδομένων

1.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διενεργείται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

2.   Με την επιφύλαξη των εννόμων συνεπειών των ψευδωνύμων δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, η χρήση ψευδωνύμων στις ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν απαγορεύεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ

Άρθρο 6

Αμοιβαία αναγνώριση

1.   Όταν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή την εθνική διοικητική πρακτική, απαιτούνται ηλεκτρονική ταυτοποίηση με τη χρήση μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και επαλήθευση της ταυτότητας για την απόκτηση πρόσβασης σε υπηρεσία η οποία παρέχεται επιγραμμικά από φορέα του δημόσιου τομέα σε ορισμένο κράτος μέλος, το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης το οποίο έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος αναγνωρίζεται στο πρώτο κράτος μέλος για τους σκοπούς της διασυνοριακής επαλήθευσης ταυτότητας για την εν λόγω υπηρεσία που προσφέρεται επιγραμμικά, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

το εν λόγω μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης εκδίδεται στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που περιλαμβάνεται στον κατάλογο τον οποίο δημοσιεύει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9·

β)

το επίπεδο διασφάλισης του εν λόγω μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης αντιστοιχεί σε επίπεδο διασφάλισης ίσο ή ανώτερο από αυτό που απαιτείται από τον οικείο φορέα του δημόσιου τομέα για την επιγραμμική πρόσβαση στην εν λόγω υπηρεσία στο πρώτο κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι το επίπεδο διασφάλισης του εν λόγω μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης αντιστοιχεί στο βασικό ή το υψηλό επίπεδο διασφάλισης·

γ)

ο οικείος φορέας του δημόσιου τομέα χρησιμοποιεί το βασικό ή το υψηλό επίπεδο διασφάλισης για την πρόσβαση σε αυτή την επιγραμμική υπηρεσία.

Η έγκριση αυτή πραγματοποιείται το αργότερο 12 μήνες αφότου η Επιτροπή δημοσιεύσει τον κατάλογο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α).

2.   Το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εκδίδεται στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης περιλαμβανόμενου στον κατάλογο που δημοσιεύεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 και το οποίο αντιστοιχεί στο χαμηλό επίπεδο διασφάλισης μπορεί να αναγνωρίζεται από φορείς του δημόσιου τομέα για τους σκοπούς της διασυνοριακής επαλήθευσης ταυτότητας για την υπηρεσία που παρέχεται επιγραμμικά από τους εν λόγω φορείς.

Άρθρο 7

Επιλεξιμότητα για την κοινοποίηση των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης

Ένα σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης είναι επιλέξιμο για κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης εκδίδονται:

i)

από το κοινοποιούν κράτος μέλος,

ii)

με εντολή του κοινοποιούντος κράτους μέλους, ή

iii)

ανεξάρτητα από το κοινοποιούν κράτος μέλος και είναι αναγνωρισμένα από το κράτος αυτό·

β)

τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εκδίδονται στο πλαίσιο του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πρόσβαση τουλάχιστον σε μία υπηρεσία που παρέχεται από φορέα του δημόσιου τομέα που απαιτεί ηλεκτρονική ταυτοποίηση στο κοινοποιούν κράτος μέλος·

γ)

το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εκδίδονται βάσει αυτού πληρούν τις απαιτήσεις ενός τουλάχιστον από τα επίπεδα διασφάλισης τα οποία παρατίθενται στην εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3·

δ)

το κοινοποιούν κράτος μέλος διασφαλίζει ότι τα δεδομένα ταυτοποίησης προσώπου που αντιπροσωπεύουν κατά τρόπο μοναδικό το εν λόγω πρόσωπο αποδίδονται, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες για το οικείο επίπεδο διασφάλισης που ορίζονται στην εκτελεστική πράξη του άρθρου 8 παράγραφος 3, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 3 σημείο 1 κατά την έκδοση του μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος·

ε)

το μέρος που εκδίδει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος διασφαλίζει ότι το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης αποδίδεται στο πρόσωπο που αναφέρεται στο στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες για το οικείο επίπεδο διασφάλισης που ορίζονται στην εκτελεστική πράξη του άρθρου 8 παράγραφος 3·

στ)

το κοινοποιούν κράτος μέλος εξασφαλίζει τη διαθεσιμότητα της επαλήθευσης της ταυτότητας επιγραμμικά, ώστε κάθε βασιζόμενο μέρος που είναι εγκατεστημένο στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους να μπορεί να επιβεβαιώνει τα δεδομένα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης προσώπου τα οποία έχει λάβει σε ηλεκτρονική μορφή.

Για τα βασιζόμενα μέρη, εκτός από τους φορείς του δημόσιου τομέα, το κοινοποιούν κράτος μέλος μπορεί να ορίσει τους όρους πρόσβασης στην εν λόγω επαλήθευση της ταυτότητας. Η εν λόγω διασυνοριακή επαλήθευση ταυτότητας παρέχεται δωρεάν όταν διενεργείται σε σχέση με υπηρεσία που παρέχεται επιγραμμικά από φορέα του δημόσιου τομέα.

Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν ειδικές τεχνικές απαιτήσεις δυσανάλογου χαρακτήρα στα βασιζόμενα μέρη που προτίθενται να προβούν σε τέτοια επαλήθευση ταυτότητας όταν οι εν λόγω απαιτήσεις αποτρέπουν ή παρεμποδίζουν σημαντικά τη διαλειτουργικότητα των κοινοποιηθέντων συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

ζ)

τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1, το κοινοποιούν κράτος μέλος παρέχει στα άλλα κράτη μέλη, για τους σκοπούς που αφορούν την υποχρέωση του άρθρου 12 παράγραφος 5, περιγραφή του εν λόγω συστήματος σύμφωνα με τις διαδικαστικές λεπτομέρειες που καθορίζονται με τις εκτελεστικές πράξεις του άρθρου 12 παράγραφος 7·

η)

το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης πληροί τις απαιτήσεις της εκτελεστικής πράξης του άρθρου 12 παράγραφος 8.

Άρθρο 8

Επίπεδα διασφάλισης των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης

1.   Το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 προσδιορίζει το επίπεδο διασφάλισης —χαμηλό, βασικό και/ή υψηλό— των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εκδίδονται στο πλαίσιό του.

2.   Το χαμηλό, το βασικό και το υψηλό επίπεδο διασφάλισης πληρούν αντιστοίχως τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το χαμηλό επίπεδο διασφάλισης αναφέρεται σε μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, εκδιδόμενο στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης το οποίο παρέχει ικανό βαθμό εμπιστοσύνης στην ταυτότητα που επικαλείται ή δηλώνει ένα πρόσωπο και στο οποίο αποδίδεται χαρακτηρισμός βάσει των σχετικών τεχνικών προδιαγραφών, προτύπων και διαδικασιών, περιλαμβανομένων των τεχνικών ελέγχων, σκοπός των οποίων είναι η ικανή μείωση του κινδύνου κατάχρησης ή αλλοίωσης της ταυτότητας·

β)

το βασικό επίπεδο διασφάλισης αναφέρεται σε μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης εκδιδόμενο στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, το οποίο παρέχει βασικό βαθμό εμπιστοσύνης στην ταυτότητα που επικαλείται ή δηλώνει ένα πρόσωπο και στο οποίο αποδίδεται χαρακτηρισμός βάσει των σχετικών τεχνικών προδιαγραφών, προτύπων και διαδικασιών, περιλαμβανομένων των τεχνικών ελέγχων, σκοπός των οποίων είναι η ικανή μείωση του κινδύνου κατάχρησης ή αλλοίωσης της ταυτότητας·

γ)

το υψηλό επίπεδο διασφάλισης αναφέρεται σε μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης εκδιδόμενο στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης το οποίο παρέχει υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης στην ταυτότητα που επικαλείται ή δηλώνει ένα πρόσωπο και στο οποίο αποδίδεται χαρακτηρισμός βάσει των σχετικών τεχνικών προδιαγραφών, προτύπων και διαδικασιών, περιλαμβανομένων των τεχνικών ελέγχων, σκοπός των οποίων είναι η αποτροπή της κατάχρησης ή της αλλοίωσης της ταυτότητας.

3.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών διεθνών προτύπων και με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η Επιτροπή εκδίδει, με εκτελεστικές πράξεις, τις ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές, τα πρότυπα και τις διαδικασίες βάσει των οποίων καθορίζονται τα επίπεδα διασφάλισης —χαμηλό, βασικό και υψηλό— των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

Οι εν λόγω ελάχιστες τεχνικές προδιαγραφές, πρότυπα και διαδικασίες καθορίζονται με κριτήριο την αξιοπιστία και την ποιότητα των ακόλουθων στοιχείων:

α)

της διαδικασίας απόδειξης και εξακρίβωσης της ταυτότητας φυσικών ή νομικών προσώπων που ζητούν την έκδοση μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

β)

της διαδικασίας έκδοσης του μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που έχει ζητηθεί·

γ)

του μηχανισμού επαλήθευσης της ταυτότητας, μέσω του οποίου το φυσικό ή νομικό πρόσωπο χρησιμοποιεί το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης για να βεβαιώσει την ταυτότητά του έναντι βασιζόμενου μέρους·

δ)

της οντότητας που εκδίδει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

ε)

κάθε άλλου φορέα που συμμετέχει στην αίτηση για την έκδοση του μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, και

στ)

των τεχνικών προδιαγραφών και των προδιαγραφών ασφάλειας του εκδιδόμενου μέσου ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Κοινοποίηση

1.   Το κοινοποιούν κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες και τυχόν μεταγενέστερες τροποποιήσεις τους, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση:

α)

περιγραφή του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, με αναφορά, μεταξύ άλλων, στα επίπεδα διασφάλισής του, στον εκδότη ή τους εκδότες των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του συστήματος·

β)

το εφαρμοστέο καθεστώς εποπτείας και πληροφορίες για το καθεστώς ευθύνης όσον αφορά τα εξής:

i)

το μέρος που εκδίδει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, και

ii)

το μέρος που χειρίζεται τη διαδικασία επαλήθευσης της ταυτότητας·

γ)

την αρχή ή τις αρχές που είναι υπεύθυνες για το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

δ)

πληροφορίες σχετικά με την οντότητα ή τις οντότητες που διαχειρίζονται την καταγραφή των μοναδικών δεδομένων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης προσώπου·

ε)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο πληρούνται οι απαιτήσεις των εκτελεστικών πράξεων του άρθρου 12 παράγραφος 8·

στ)

περιγραφή της επαλήθευσης ταυτότητας που αναφέρεται στο άρθρο 7 στοιχείο στ)·

ζ)

τις ρυθμίσεις για την αναστολή ή την ανάκληση είτε του κοινοποιούμενου συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης ή της επαλήθευσης ταυτότητας είτε των σχετικών τμημάτων αυτών που έχουν εκτεθεί σε κίνδυνο.

2.   Ένα έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και στο άρθρο 12 παράγραφος 8, η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον κατάλογο των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και τις βασικές πληροφορίες για αυτά.

3.   Εάν η Επιτροπή λάβει κοινοποίηση μετά την πάροδο της αναφερόμενης στην παράγραφο 2 περιόδου, δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις τροποποιήσεις του καταλόγου της παραγράφου 2 εντός δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της εν λόγω κοινοποίησης.

4.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει στην Επιτροπή αίτημα για να διαγραφεί από τον κατάλογο της παραγράφου 2 το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που έχει κοινοποιήσει. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις αντίστοιχες τροποποιήσεις του καταλόγου εντός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος του κράτους μέλους.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τις περιστάσεις, τους μορφότυπους και τις διαδικασίες για την κοινοποίηση βάσει της παραγράφου 1. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Παραβίαση ασφάλειας

1.   Όταν είτε το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 είτε η επαλήθευση ταυτότητας που αναφέρεται στο άρθρο 7 στοιχείο στ) έχουν παραβιαστεί ή εκτεθεί μερικώς σε κίνδυνο κατά τρόπο που θίγει την αξιοπιστία της διασυνοριακής επαλήθευσης ταυτότητας του εν λόγω συστήματος, το κοινοποιούν κράτος μέλος αναστέλλει ή ανακαλεί χωρίς καθυστέρηση την εν λόγω διασυνοριακή επαλήθευση ταυτότητας ή τα σχετικά τμήματα που έχουν εκτεθεί σε κίνδυνο και ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

2.   Όταν αντιμετωπιστεί η παραβίαση ή η έκθεση σε κίνδυνο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το κοινοποιούν κράτος μέλος αποκαθιστά τη διασυνοριακή επαλήθευση ταυτότητας και ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

3.   Αν η παραβίαση ή ο κίνδυνος που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν αντιμετωπιστούν εντός τριών μηνών από την αναστολή ή την ανάκληση, το κοινοποιούν κράτος μέλος κοινοποιεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή την απόσυρση του συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

Η Επιτροπή δημοσιεύει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις αντίστοιχες τροποποιήσεις του καταλόγου του άρθρου 9 παράγραφος 2.

Άρθρο 11

Ευθύνη

1.   Το κοινοποιούν κράτος μέλος ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται από πρόθεση ή από αμέλεια σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις του που προβλέπονται στο άρθρο 7 στοιχεία δ) και στ) στο πλαίσιο διασυνοριακής συναλλαγής.

2.   Το μέρος που εκδίδει το μέσο ηλεκτρονικής ταυτοποίησης ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται από πρόθεση ή από αμέλεια σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωσή του που προβλέπεται στο άρθρο 7 στοιχείο ε) στο πλαίσιο διασυνοριακής συναλλαγής.

3.   Το μέρος που χειρίζεται τη διαδικασία επαλήθευσης της ταυτότητας ευθύνεται για τη ζημία που προκαλείται από πρόθεση ή από αμέλεια σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω μη διασφάλισης της ορθής λειτουργίας της επαλήθευσης της ταυτότητας που αναφέρεται στο άρθρο 7 στοιχείο στ) στο πλαίσιο διασυνοριακής συναλλαγής.

4.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζονται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί ευθύνης.

5.   Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 ισχύουν με την επιφύλαξη της προβλεπόμενης από το εθνικό δίκαιο ευθύνης των μερών συναλλαγής στην οποία χρησιμοποιούνται μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εμπίπτουν στο πλαίσιο του κοινοποιημένου συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης το οποίο έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1.

Άρθρο 12

Συνεργασία και διαλειτουργικότητα

1.   Τα εθνικά συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 είναι διαλειτουργικά.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 θεσπίζεται πλαίσιο διαλειτουργικότητας.

3.   Το πλαίσιο διαλειτουργικότητας πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

έχει στόχο να είναι τεχνολογικά ουδέτερο και δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ συγκεκριμένων εθνικών τεχνικών λύσεων για την ηλεκτρονική ταυτοποίηση εντός του κράτους μέλους·

β)

ακολουθεί τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα, όταν αυτό είναι εφικτό·

γ)

διευκολύνει την από σχεδίου εφαρμογή της αρχής της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, και

δ)

εξασφαλίζει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ.

4.   Το πλαίσιο διαλειτουργικότητας περιλαμβάνει τα εξής:

α)

αναφορά ελάχιστων τεχνικών απαιτήσεων σχετικά με τα επίπεδα διασφάλισης που προβλέπονται στο άρθρο 8·

β)

αντιστοίχιση των εθνικών επιπέδων διασφάλισης των κοινοποιημένων συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης με τα επίπεδα διασφάλισης που προβλέπονται στο άρθρο 8·

γ)

αναφορά ελάχιστων τεχνικών απαιτήσεων για τη διαλειτουργικότητα·

δ)

αναφορά σε ένα ελάχιστο σύνολο δεδομένων ταυτοποίησης προσώπου που αντιπροσωπεύουν κατά τρόπο μοναδικό ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο και διατίθενται από τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης·

ε)

κανονισμό λειτουργίας·

στ)

ρυθμίσεις για την επίλυση διαφορών, και

ζ)

κοινά πρότυπα λειτουργικής ασφάλειας.

5.   Τα κράτη μέλη συνεργάζονται ως προς τα ακόλουθα:

α)

τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιούν σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 και των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που προτίθενται να κοινοποιήσουν, και

β)

την ασφάλεια των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

6.   Η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών περιλαμβάνει τα εξής:

α)

ανταλλαγή πληροφοριών, πείρας και καλών πρακτικών σχετικά με τα συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης και ιδίως σε ό,τι αφορά τις τεχνικές απαιτήσεις σχετικά με τη διαλειτουργικότητα και τα επίπεδα διασφάλισης·

β)

ανταλλαγή πληροφοριών, πείρας και καλών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή των επιπέδων διασφάλισης των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 8·

γ)

αξιολόγηση από ομοτίμους των συστημάτων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, και

δ)

εξέταση των σχετικών εξελίξεων στον τομέα της ηλεκτρονικής ταυτοποίησης.

7.   Έως τις 18 Μαρτίου 2015 η Επιτροπή καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τις αναγκαίες διαδικαστικές λεπτομέρειες προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών που αναφέρεται στις παραγράφους 5 και 6, με σκοπό την προώθηση υψηλού επιπέδου εμπιστοσύνης και ασφάλειας αντίστοιχου με το βαθμό κινδύνου.

8.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015 και για τον σκοπό της θέσπισης ενιαίων όρων για την εφαρμογή της απαίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σχετικά με το πλαίσιο διαλειτουργικότητας, όπως ορίζεται στην παράγραφο 4, με την επιφύλαξη των κριτηρίων της παραγράφου 3 και λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών.

9.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 7 και 8 του παρόντος άρθρου εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 13

Ευθύνη και βάρος απόδειξης

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης ευθύνονται για ζημία που προκαλείται από πρόθεση ή από αμέλεια σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο λόγω μιας μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που επικαλείται τη ζημία του πρώτου εδαφίου φέρει το βάρος για την απόδειξη της πρόθεσης ή της αμέλειας μη εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

Τεκμαίρεται ότι συντρέχει πρόθεση ή αμέλεια εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εκτός εάν ο εν λόγω εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης αποδείξει ότι η ζημία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο προκλήθηκε χωρίς να συντρέχει πρόθεση ή αμέλειά του.

2.   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης ενημερώνουν εκ των προτέρων και με τον αρμόζοντα τρόπο τους πελάτες τους σχετικά με τους περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση των υπηρεσιών που παρέχουν και στις περιπτώσεις που οι περιορισμοί αυτοί είναι αναγνωρίσιμοι στους τρίτους, οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης δεν ευθύνονται για ζημίες που προκαλούνται από χρήση των υπηρεσιών καθ’ υπέρβαση των δηλωθέντων περιορισμών.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί ευθύνης.

Άρθρο 14

Διεθνείς πτυχές

1.   Οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται από παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες αναγνωρίζονται ως νομικά ισοδύναμες προς τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται από εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης εγκατεστημένους εντός της Ένωσης, εφόσον οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που προέρχονται από την τρίτη χώρα αναγνωρίζονται δυνάμει συμφωνίας που έχει συναφθεί μεταξύ της Ένωσης και της εν λόγω τρίτης χώρας ή διεθνούς οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 218 ΣΛΕΕ.

2.   Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διασφαλίζουν, ιδίως, τα εξής:

α)

ότι οι απαιτήσεις που εφαρμόζονται στους εγκατεστημένους στην Ένωση παρόχους εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης καθώς και στις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που αυτοί παρέχουν τηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης στην τρίτη χώρα ή τους διεθνείς οργανισμούς που είναι συμβαλλόμενα μέρη των συμφωνιών, όπως επίσης και από τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης που αυτοί παρέχουν·

β)

ότι οι εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται από εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης εγκατεστημένους στην Ένωση αναγνωρίζονται ως νομικά ισοδύναμες με τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται από παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης στην τρίτη χώρα ή τον διεθνή οργανισμό που είναι συμβαλλόμενο μέρος των συμφωνιών.

Άρθρο 15

Προσβασιμότητα για άτομα με αναπηρίες

Εφόσον είναι εφικτό, οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται και τα προϊόντα τελικού χρήστη που χρησιμοποιούνται στην παροχή των υπηρεσιών αυτών θα πρέπει να είναι προσβάσιμα για άτομα με αναπηρίες.

Άρθρο 16

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

ΤΜΗΜΑ 2

Εποπτεία

Άρθρο 17

Εποπτικός φορέας

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν εποπτικό φορέα εγκατεστημένο στην επικράτειά τους - ή, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας με άλλο κράτος μέλος, εποπτικό φορέα εγκατεστημένο στο κράτος μέλος αυτό. Ο εν λόγω φορέας είναι υπεύθυνος για την άσκηση καθηκόντων εποπτείας στο κράτος μέλος που τον ορίζει.

Στους εποπτικούς φορείς ανατίθενται οι αναγκαίες εξουσίες και διατίθενται επαρκείς πόροι για την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αντίστοιχων εποπτικών φορέων που έχουν ορίσει.

3.   Ο εποπτικός φορέας έχει τον ακόλουθο ρόλο:

α)

εποπτεύει τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια του κράτους μέλους που τους έχει ορίσει, προκειμένου να διασφαλίζει, με εκ των προτέρων και εκ των υστέρων εποπτικές δραστηριότητες, ότι οι εν λόγω εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης και οι εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν πληρούν τις απαιτήσεις που θεσπίζει ο παρών κανονισμός·

β)

αναλαμβάνει δράση, όταν είναι αναγκαίο, σχετικά με μη εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια του κράτους μέλους που τον έχει ορίσει, με εκ των υστέρων εποπτικές δραστηριότητες, όταν γίνεται αποδέκτης πληροφοριών σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης ή οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν εικάζεται ότι δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 και με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται σε αυτήν, ο εποπτικός φορέας έχει καθήκον, ιδίως:

α)

να συνεργάζεται με άλλους εποπτικούς φορείς και να τους παρέχει βοήθεια, σύμφωνα με το άρθρο 18·

β)

να αναλύει τις εκθέσεις αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και στο άρθρο 21 παράγραφος 1·

γ)

να ενημερώνει τους λοιπούς εποπτικούς φορείς και το κοινό σχετικά με περιπτώσεις παραβίασης της ασφάλειας ή απώλειας της ακεραιότητας σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2·

δ)

να αναφέρει στην Επιτροπή σχετικά με τις κύριες δραστηριότητές του σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου·

ε)

να διενεργεί ελέγχους ή να ζητεί από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης να πραγματοποιήσει αξιολόγηση της συμμόρφωσης εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2·

στ)

να συνεργάζεται με τις αρχές προστασίας δεδομένων, ιδίως ενημερώνοντάς τες, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν παραβιαστεί οι κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

ζ)

να χορηγεί έγκριση στους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης και στις υπηρεσίες που αυτοί παρέχουν, καθώς και να αποσύρει την έγκριση αυτή σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21·

η)

να ενημερώνει τον φορέα που είναι αρμόδιος για τον εθνικό κατάλογο εμπιστοσύνης που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 σχετικά με τις αποφάσεις του για τη χορήγηση ή την απόσυρση έγκρισης, εκτός αν ο εν λόγω φορέας είναι επίσης ο εποπτικός φορέας·

θ)

να ελέγχει την ύπαρξη και την ορθή εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τα σχέδια τερματισμού, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης παύει τις δραστηριότητές του, περιλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο διασφαλίζεται η πρόσβαση στις πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 στοιχείο η)·

ι)

να απαιτεί από τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης να αίρουν οποιαδήποτε παράλειψη συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν ότι ο εν λόγω εποπτικός φορέας δημιουργεί, διατηρεί και ενημερώνει υποδομή εμπιστοσύνης, σύμφωνα με τους όρους του εθνικού δικαίου.

6.   Έως τις 31 Μαρτίου εκάστου έτους, κάθε εποπτικός φορέας υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, όπως επίσης και συνοπτική παρουσίαση των κοινοποιήσεων παραβίασης που έλαβε από παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2.

7.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των κρατών μελών την ετήσια έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 6.

8.   Η Επιτροπή δύναται να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τους μορφότυπους και τις διαδικασίες για την έκθεση που προβλέπεται στην παράγραφο 6. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 18

Αμοιβαία συνδρομή

1.   Οι εποπτικοί φορείς συνεργάζονται για την ανταλλαγή ορθών πρακτικών.

Εποπτικός φορέας που λαμβάνει αιτιολογημένο αίτημα από άλλον εποπτικό φορέα παρέχει στον αιτούντα φορέα συνδρομή με σκοπό τη συνεκτική διεξαγωγή των δραστηριοτήτων των εποπτικών φορέων. Η αμοιβαία συνδρομή μπορεί να καλύπτει, ιδίως, αιτήματα παροχής πληροφοριών και εποπτικά μέτρα, όπως αιτήματα για τη διενέργεια επιθεωρήσεων σε σχέση με τις εκθέσεις αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρονται στα άρθρα 20 και 21.

2.   Εποπτικός φορέας στον οποίο απευθύνεται αίτημα συνδρομής μπορεί να αρνηθεί να ανταποκριθεί στο εν λόγω αίτημα όταν συντρέχει οποιοσδήποτε από τις ακόλουθους λόγους:

α)

ο εποπτικός φορέας δεν είναι αρμόδιος να παρέχει τη συνδρομή που ζητείται·

β)

η συνδρομή που ζητείται δεν είναι ανάλογη προς τις εποπτικές δραστηριότητες του εποπτικού φορέα οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 17·

γ)

η παροχή της συνδρομής που ζητείται θα ήταν ασυμβίβαστη με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Όπου κρίνεται σκόπιμο, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους οικείους εποπτικούς φορείς τους να διεξάγουν κοινές έρευνες στις οποίες συμμετέχει προσωπικό των εποπτικών φορέων άλλων κρατών μελών. Οι ρυθμίσεις και οι διαδικασίες για κοινές δράσεις αυτού του είδους συμφωνούνται και θεσπίζονται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σύμφωνα με τα εθνικά τους δίκαια.

Άρθρο 19

Απαιτήσεις ασφάλειας για τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης

1.   Οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εγκεκριμένοι και μη, λαμβάνουν τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα διαχείρισης των κινδύνων για την ασφάλεια των υπηρεσιών εμπιστοσύνης που παρέχουν. Λαμβανομένων υπόψη των τελευταίων τεχνολογικών εξελίξεων, τα εν λόγω μέτρα διασφαλίζουν ότι το επίπεδο ασφαλείας είναι ανάλογο προς τον βαθμό του κινδύνου. Συγκεκριμένα, λαμβάνονται μέτρα για την πρόληψη και την ελαχιστοποίηση του αντικτύπου των συμβάντων που άπτονται της ασφάλειας, καθώς και για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων σχετικά με τις δυσμενείς επιπτώσεις τυχόν παρόμοιων συμβάντων.

2.   Οι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εγκεκριμένοι και μη, ενημερώνουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, εντός 24 ωρών αφότου έλαβαν γνώση σχετικά, τον εποπτικό φορέα και, κατά περίπτωση, άλλους σχετικούς φορείς, όπως τον αρμόδιο εθνικό φορέα για την ασφάλεια των πληροφοριών ή την αρχή προστασίας δεδομένων, για οποιαδήποτε παραβίαση της ασφάλειας ή απώλεια της ακεραιότητας που έχει σημαντικό αντίκτυπο στην παρεχόμενη υπηρεσία εμπιστοσύνης ή στα σχετικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Όταν η παραβίαση της ασφάλειας ή η απώλεια της ακεραιότητας είναι πιθανόν να επηρεάσει δυσμενώς φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει παρασχεθεί η υπηρεσία εμπιστοσύνης, ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης ενημερώνει επίσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για την παραβίαση της ασφάλειας ή την απώλεια της ακεραιότητας.

Κατά περίπτωση, ιδίως εάν η παραβίαση της ασφάλειας ή η απώλεια της ακεραιότητας αφορά δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ο εποπτικός φορέας που έχει ενημερωθεί ενημερώνει τους εποπτικούς φορείς των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών και τον ENISA.

Ο εποπτικός φορέας που έχει ενημερωθεί ενημερώνει το κοινό ή ζητεί από τον πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης να το πράξει, εφόσον κρίνει ότι η δημοσιοποίηση της παραβίασης της ασφάλειας ή της απώλειας της ακεραιότητας εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

3.   Ο εποπτικός φορέας παρέχει μία φορά ετησίως στον ENISA σύνοψη των κοινοποιήσεων παραβίασης της ασφάλειας ή της απώλειας της ακεραιότητας που έχει λάβει από τους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

4.   Η Επιτροπή μπορεί, με εκτελεστικές πράξεις, να προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να εξειδικεύει περαιτέρω τα μέτρα της παραγράφου 1, και

β)

να καθορίζει τους μορφότυπους και τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών, που ισχύουν για τον σκοπό της παραγράφου 2.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 3

Εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης

Άρθρο 20

Εποπτεία εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης

1.   Οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης ελέγχονται, με δικές τους δαπάνες τουλάχιστον κάθε 24 μήνες, από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Σκοπός του ελέγχου είναι να επιβεβαιώνεται ότι οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης και οι παρεχόμενες από αυτούς εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης υποβάλλουν την προκύπτουσα έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης στον εποπτικό φορέα εντός τριών εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ο εποπτικός φορέας μπορεί ανά πάσα στιγμή να διενεργεί ελέγχους ή να ζητεί από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης τη διενέργεια αξιολόγησης της συμμόρφωσης για εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης, με δαπάνες των εν λόγω εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, προκειμένου να επιβεβαιώνεται ότι οι ίδιοι και οι παρεχόμενες από αυτούς εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού. Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν παραβιαστεί οι κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο εποπτικός φορέας ενημερώνει τις αρχές προστασίας δεδομένων για τα αποτελέσματα των ελέγχων του.

3.   Όταν ο εποπτικός φορέας απαιτεί από τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης να άρει την παράλειψη συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και όταν ο εν λόγω πάροχος δεν ενεργεί ανάλογα, κατά περίπτωση εντός προθεσμίας που τάσσει ο εποπτικός φορέας, ο εν λόγω φορέας μπορεί, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την έκταση, τη διάρκεια και τις επιπτώσεις της παράλειψης αυτής, να αποσύρει την έγκριση του εν λόγω παρόχου ή της θιγόμενης υπηρεσίας που παρέχεται από αυτόν και να ενημερώσει τον φορέα που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3, προκειμένου να ενημερώσει τους κατάλογους εμπιστοσύνης που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1. Ο εποπτικός φορέας ενημερώνει τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης σχετικά με την απόσυρση της έγκρισής του ή της έγκρισης της σχετικής υπηρεσίας.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τα εξής πρότυπα:

α)

πρότυπα για τη διαπίστευση των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και για την έκθεση αξιολόγησης της πιστότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

πρότυπα για τους κανόνες ελέγχου βάσει των οποίων οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης θα διενεργούν την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 21

Έναρξη εγκεκριμένης υπηρεσίας εμπιστοσύνης

1.   Εάν πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης που δεν είναι εγκεκριμένοι σκοπεύουν να αρχίσουν να παρέχουν εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης, υποβάλλουν στον εποπτικό φορέα κοινοποίηση της πρόθεσής τους μαζί με έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης εκδοθείσα από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

2.   Ο εποπτικός φορέας εξακριβώνει αν ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης και οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχονται συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, και ιδίως τις απαιτήσεις που προβλέπονται για τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης και για τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν.

Εάν ο εποπτικός φορέας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης και οι υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχει συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, χορηγεί έγκριση στον πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και στις υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχει. Ενημερώνει τον φορέα που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 προκειμένου να ενημερώσει τους καταλόγους εμπιστοσύνης που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1, το αργότερο τρεις μήνες από την κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Εάν η εξακρίβωση δεν ολοκληρωθεί εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση, ο εποπτικός φορέας ενημερώνει τον πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης εξηγώντας τους λόγους της καθυστέρησης και ορίζοντας την προθεσμία εντός της οποίας θα ολοκληρωθεί η εξακρίβωση.

3.   Οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης μπορούν να αρχίσουν να παρέχουν τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης αφού η έγκριση καταχωριστεί στους καταλόγους εμπιστοσύνης που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, μορφότυπους και διαδικασίες για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 22

Κατάλογοι εμπιστοσύνης

1.   Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει καταλόγους εμπιστοσύνης συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης για τους οποίους είναι αρμόδιο, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν.

2.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν, τηρούν και δημοσιεύουν, με ασφαλή τρόπο, ηλεκτρονικά υπογεγραμμένους ή σφραγισμένους καταλόγους εμπιστοσύνης, όπως προβλέπονται στην παράγραφο 1, σε μορφή κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, πληροφορίες για τον φορέα που είναι υπεύθυνος για την κατάρτιση, την τήρηση και τη δημοσίευση εθνικών καταλόγων εμπιστοσύνης και στοιχεία για την τοποθεσία όπου δημοσιεύονται οι εν λόγω κατάλογοι, τα πιστοποιητικά που χρησιμοποιούνται για την υπογραφή ή τη σφράγισή τους και τυχόν τροποποιήσεις τους.

4.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του κοινού, μέσω ασφαλούς διαύλου, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 σε ηλεκτρονικά υπογεγραμμένη ή σφραγισμένη μορφή, κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία.

5.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015 η Επιτροπή διευκρινίζει, με την έκδοση εκτελεστικών πράξεων, τις πληροφορίες που περιγράφονται στην παράγραφο 1 και καθορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές και τους μορφότυπους των καταλόγων εμπιστοσύνης που ισχύουν για τον σκοπό των παραγράφων 1 έως 4. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 23

Ενωσιακό σήμα εμπιστοσύνης για εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης

1.   Αφού καταχωριστεί στον κατάλογο εμπιστοσύνης που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 η έγκριση που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης μπορούν να χρησιμοποιούν το ενωσιακό σήμα εμπιστοσύνης για να επισημαίνουν με απλό, αναγνωρίσιμο και σαφή τρόπο τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που προσφέρουν.

2.   Κατά τη χρήση του ενωσιακού σήματος εμπιστοσύνης για τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης μεριμνούν ώστε να υπάρχει στον ιστότοπό τους σύνδεσμος προς τον σχετικό κατάλογο εμπιστοσύνης.

3.   Έως την 1η Ιουλίου 2015 η Επιτροπή ορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τις προδιαγραφές σχετικά με τη μορφή και ιδίως την παρουσίαση, τη σύνθεση, το μέγεθος και το σχέδιο του ενωσιακού σήματος εμπιστοσύνης για τις εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 24

Απαιτήσεις για τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης

1.   Κατά την έκδοση εγκεκριμένου πιστοποιητικού για υπηρεσία εμπιστοσύνης, ο εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης προβαίνει, με κατάλληλα μέσα και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, σε εξακρίβωση της ταυτότητας και, κατά περίπτωση, τυχόν ειδικών χαρακτηριστικών του φυσικού ή νομικού προσώπου για το οποίο εκδίδεται εγκεκριμένο πιστοποιητικό.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εξακριβώνονται από τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης είτε άμεσα είτε μέσω τρίτου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο:

α)

με φυσική παρουσία του φυσικού προσώπου ή εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, ή

β)

εξ αποστάσεως, με τη χρήση μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης για τα οποία, πριν από την έκδοση του εγκεκριμένου πιστοποιητικού, έχει διασφαλιστεί η φυσική παρουσία του φυσικού προσώπου ή εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του νομικού προσώπου και τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 8 όσον αφορά το «βασικό» ή το «υψηλό» επίπεδο διασφάλισης, ή

γ)

μέσω πιστοποιητικού εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής ή εγκεκριμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β), ή

δ)

με τη χρήση άλλων μεθόδων ταυτοποίησης αναγνωρισμένων σε εθνικό επίπεδο που παρέχουν διασφάλιση ισοδύναμη με τη φυσική παρουσία. Η ισοδύναμη διασφάλιση επιβεβαιώνεται από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

2.   Οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών που παρέχουν εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης:

α)

ενημερώνουν τον εποπτικό φορέα για κάθε αλλαγή όσον αφορά την παροχή των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης του, περιλαμβανομένης της πρόθεσης παύσης των εν λόγω δραστηριοτήτων·

β)

απασχολούν προσωπικό και, κατά περίπτωση, υπεργολάβους που διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία, αξιοπιστία, πείρα και προσόντα και έχουν λάβει κατάλληλη εκπαίδευση σχετικά με την ασφάλεια και τους κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμόζουν δε διοικητικές και διαχειριστικές διαδικασίες που ανταποκρίνονται σε ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα·

γ)

όσον αφορά την ευθύνη για τις ζημίες σύμφωνα με το άρθρο 13, διατηρούν επαρκείς οικονομικούς πόρους και/ή αποκτούν κατάλληλη ασφαλιστική κάλυψη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο·

δ)

προτού συνάψουν συμβατική σχέση, ενημερώνουν, με σαφή και ολοκληρωμένο τρόπο, κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει εγκεκριμένη υπηρεσία εμπιστοσύνης σχετικά με τους ακριβείς όρους και τις προϋποθέσεις για τη χρήση της εν λόγω υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν περιορισμών όσον αφορά τη χρήση της·

ε)

χρησιμοποιούν αξιόπιστα συστήματα και προϊόντα τα οποία προστατεύονται από τροποποιήσεις και διασφαλίζουν την τεχνική ασφάλεια και αξιοπιστία των διεργασιών που υποστηρίζονται από αυτά·

στ)

χρησιμοποιούν αξιόπιστα συστήματα για την αποθήκευση των δεδομένων που τους παρέχονται, σε επαληθεύσιμη μορφή, ούτως ώστε:

i)

να είναι δημοσίως διαθέσιμα για άντληση μόνον εφόσον έχει ληφθεί η συγκατάθεση του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα,

ii)

μόνον εξουσιοδοτημένα πρόσωπα να μπορούν να πραγματοποιούν καταχωρίσεις και τροποποιήσεις στα αποθηκευμένα δεδομένα,

iii)

να μπορεί να ελέγχεται η αυθεντικότητα των δεδομένων·

ζ)

λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα κατά της πλαστογραφίας και της κλοπής δεδομένων·

η)

καταγράφουν και διατηρούν προσβάσιμο για κατάλληλη χρονική περίοδο, ακόμη και μετά την παύση των δραστηριοτήτων του εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης, το σύνολο των συναφών πληροφοριών που αφορούν δεδομένα τα οποία έχουν εκδοθεί και ληφθεί από τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης, ιδίως για την παροχή αποδεικτικών στοιχείων σε νομικές διαδικασίες και για τη διασφάλιση της συνέχειας της υπηρεσίας· η καταγραφή αυτή δύναται να πραγματοποιείται με ηλεκτρονικά μέσα·

θ)

διαθέτουν ενημερωμένο σχέδιο τερματισμού με σκοπό την εξασφάλιση της συνέχειας της υπηρεσίας σύμφωνα με διατάξεις ελεγμένες από τον εποπτικό φορέα δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 4 στοιχείο θ)·

ι)

εξασφαλίζουν τη νόμιμη επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ·

ια)

σε περίπτωση εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά, συγκροτούν βάση δεδομένων για τα πιστοποιητικά, την οποία τηρούν ενημερωμένη.

3.   Όταν εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά αποφασίζουν να ανακαλέσουν ένα πιστοποιητικό, καταχωρίζουν την εν λόγω ανάκληση στη βάση δεδομένων για τα πιστοποιητικά και δημοσιοποιούν την ανάκληση του πιστοποιητικού εγκαίρως και σε κάθε περίπτωση εντός 24 ωρών από την παραλαβή της αίτησης. Η ανάκληση αυτή αρχίζει να ισχύει αμέσως μετά τη δημοσιοποίησή της.

4.   Αναφορικά με την παράγραφο 3, οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά παρέχουν σε κάθε βασιζόμενο μέρος πληροφορίες για την ισχύ ή την ανάκληση των εγκεκριμένων πιστοποιητικών που έχουν εκδοθεί από αυτούς. Οι εν λόγω πληροφορίες είναι διαθέσιμες, τουλάχιστον για κάθε χωριστό πιστοποιητικό, ανά πάσα στιγμή και πέραν της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού, κατά τρόπο αυτοματοποιημένο που είναι αξιόπιστος, δωρεάν και αποτελεσματικός.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τα αξιόπιστα συστήματα και προϊόντα που είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παραγράφου 2 στοιχεία ε) και στ) του παρόντος άρθρου. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο τεκμαίρεται εφόσον τα αξιόπιστα συστήματα και προϊόντα πληρούν τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 4

Ηλεκτρονικές υπογραφές

Άρθρο 25

Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Δεν απορρίπτονται η νομική ισχύς και το παραδεκτό της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές.

2.   Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή.

3.   Εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή βασιζόμενη σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται ως τέτοια σε όλα τα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 26

Απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές

Μία προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα·

β)

είναι ικανή να ταυτοποιεί τον υπογράφοντα·

γ)

δημιουργείται με δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής τα οποία ο υπογράφων μπορεί, με υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης, να χρησιμοποιεί υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο, και

δ)

συνδέεται με τα δεδομένα που έχουν υπογραφεί σε σχέση με αυτήν κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανιχνευθεί οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση των εν λόγω δεδομένων.

Άρθρο 27

Ηλεκτρονικές υπογραφές σε δημόσιες υπηρεσίες

1.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή για τη χρήση επιγραμμικής υπηρεσίας που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές, τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές που βασίζονται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής και τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές τουλάχιστον με τους μορφότυπους ή με τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

2.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό για τη χρήση μιας επιγραμμικής υπηρεσίας που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές που βασίζονται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό και τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές τουλάχιστον με τους μορφότυπους ή με τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

3.   Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν για τη διασυνοριακή χρήση μιας υπηρεσίας που προσφέρεται επιγραμμικά από φορέα του δημόσιου τομέα ηλεκτρονική υπογραφή με επίπεδο ασφάλειας υψηλότερο από αυτό της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 26 τεκμαίρεται όταν η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

5.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015 και λαμβανομένων υπόψη των ισχυουσών πρακτικών, των προτύπων και των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, καθορίζει τους μορφότυπους αναφοράς των προηγμένων ηλεκτρονικών υπογραφών ή τις μεθόδους αναφοράς όταν χρησιμοποιούνται εναλλακτικοί μορφότυποι. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 28

Εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών υπογραφών πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος I.

2.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών υπογραφών δεν υπόκεινται σε καμία υποχρεωτική απαίτηση που υπερβαίνει τις απαιτήσεις του παραρτήματος I.

3.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής μπορούν να περιλαμβάνουν μη υποχρεωτικά πρόσθετα ειδικά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν επηρεάζουν τη διαλειτουργικότητα και την αναγνώριση των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών.

4.   Εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικών υπογραφών ανακληθεί μετά την αρχική ενεργοποίησή του, παύει να ισχύει από τη στιγμή της ανάκλησής του και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επανέλθει στο προηγούμενο καθεστώς ισχύος.

5.   Υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν εθνικούς κανόνες για την προσωρινή αναστολή εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής υπογραφής:

α)

εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής έχει ανασταλεί προσωρινά, παύει να ισχύει όσο διαρκεί η αναστολή·

β)

η διάρκεια της αναστολής αναφέρεται σαφώς στη βάση δεδομένων για τα πιστοποιητικά και η αναστολή είναι ορατή, στη διάρκεια της αναστολής, στην υπηρεσία που παρέχει πληροφορίες για το καθεστώς ισχύος του πιστοποιητικού.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα I τεκμαίρεται εφόσον το εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 29

Απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής

1.   Οι εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος II.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παραρτήματος II τεκμαίρεται εφόσον η εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 30

Πιστοποίηση των εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής

1.   Η συμμόρφωση των εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής προς τις απαιτήσεις του παραρτήματος II πιστοποιείται από αρμόδιους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που ορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις ονομασίες και τις διευθύνσεις των δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η Επιτροπή θέτει τις πληροφορίες στη διάθεση των κρατών μελών.

3.   Η πιστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 βασίζεται σε ένα από τα ακόλουθα:

α)

διαδικασία αξιολόγησης της ασφάλειας διενεργούμενη σύμφωνα με κάποιο από τα πρότυπα για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων πληροφορικής που περιλαμβάνονται στον κατάλογο τον οποίο καταρτίζει η Επιτροπή σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, ή

β)

διαδικασία διαφορετική από την αναφερόμενη στην περίπτωση α), εφόσον η διαδικασία αυτή χρησιμοποιεί συγκρίσιμα επίπεδα ασφάλειας και ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 γνωστοποιεί τη διαδικασία αυτή στην Επιτροπή. Η διαδικασία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίπτωση που δεν υφίστανται τα πρότυπα που αναφέρονται στο στοιχείο α) ή όταν βρίσκεται εν εξελίξει μια διαδικασία αξιολόγησης της ασφάλειας όπως αναφέρεται στο στοιχείο α).

Η Επιτροπή καταρτίζει με εκτελεστικές πράξεις κατάλογο προτύπων για την αξιολόγηση της ασφάλειας των προϊόντων πληροφορικής που αναφέρεται στο στοιχείο α). Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 47 σχετικά με τον καθορισμό συγκεκριμένων κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται από τους οριζόμενους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 31

Δημοσίευση καταλόγου πιστοποιημένων εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής

1.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο έναν μήνα από τη χορήγηση της πιστοποίησης, πληροφορίες για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής οι οποίες έχουν πιστοποιηθεί από τους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1. Κοινοποιούν επίσης στην Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο έναν μήνα από την ακύρωση της πιστοποίησης, πληροφορίες για τις διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που δεν είναι πλέον πιστοποιημένες.

2.   Βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει, η Επιτροπή καταρτίζει, δημοσιεύει και τηρεί κατάλογο πιστοποιημένων εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, μορφές και διαδικασίες για τους σκοπούς της παραγράφου 1. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 32

Απαιτήσεις για την επικύρωση εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Η διαδικασία επικύρωσης εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής επιβεβαιώνει την εγκυρότητα της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής εφόσον:

α)

το πιστοποιητικό που τεκμηριώνει την υπογραφή ήταν κατά τη στιγμή της υπογραφής εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής σύμφωνα με το παράρτημα I·

β)

το εγκεκριμένο πιστοποιητικό εκδόθηκε από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και ήταν έγκυρο κατά τη στιγμή της υπογραφής·

γ)

τα στοιχεία επικύρωσης της υπογραφής αντιστοιχούν στα δεδομένα που παρέχονται στο βασιζόμενο μέρος·

δ)

το μοναδικό σύνολο δεδομένων που αντιπροσωπεύουν τον υπογράφοντα στο πιστοποιητικό παρέχεται ορθώς στο βασιζόμενο μέρος·

ε)

η χρήση οποιουδήποτε ψευδώνυμου δηλώνεται εμφανώς στο βασιζόμενο μέρος, εάν χρησιμοποιήθηκε ψευδώνυμο κατά τη στιγμή της υπογραφής·

στ)

η ηλεκτρονική υπογραφή δημιουργήθηκε από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής·

ζ)

η ακεραιότητα των υπογεγραμμένων δεδομένων δεν έχει τεθεί σε κίνδυνο·

η)

κατά τη στιγμή της υπογραφής πληρούνταν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 26.

2.   Το σύστημα που χρησιμοποιείται για την επικύρωση της ηλεκτρονικής υπογραφής παρέχει στο βασιζόμενο μέρος το ορθό αποτέλεσμα της διαδικασίας επικύρωσης και του επιτρέπει να εντοπίζει τυχόν ζητήματα ασφαλείας.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για την επικύρωση εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 τεκμαίρεται εφόσον η επικύρωση των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 33

Εγκεκριμένη υπηρεσία επικύρωσης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Εγκεκριμένη υπηρεσία επικύρωσης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών μπορεί να παρέχεται μόνο από εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης οι οποίοι:

α)

παρέχουν επικύρωση σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1·

β)

επιτρέπουν στα βασιζόμενα μέρη να λαμβάνουν το αποτέλεσμα της διαδικασίας επικύρωσης με αυτοματοποιημένο τρόπο ο οποίος είναι αξιόπιστος, αποτελεσματικός και φέρει την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του παρόχου της εγκεκριμένης υπηρεσίας επικύρωσης.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις εγκεκριμένες υπηρεσίες επικύρωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 τεκμαίρεται εφόσον η υπηρεσία επικύρωσης των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 34

Εγκεκριμένη υπηρεσία διαφύλαξης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών

1.   Εγκεκριμένη υπηρεσία διαφύλαξης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών μπορεί να παρέχεται μόνο από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος χρησιμοποιεί διαδικασίες και τεχνολογίες ικανές να επεκτείνουν την αξιοπιστία της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής πέραν της περιόδου τεχνολογικής ισχύος.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για την εγκεκριμένη υπηρεσία διαφύλαξης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 τεκμαίρεται εφόσον οι ρυθμίσεις για την εγκεκριμένη υπηρεσία διαφύλαξης εγκεκριμένων ηλεκτρονικών υπογραφών πληρούν τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 5

Ηλεκτρονικές σφραγίδες

Άρθρο 35

Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών σφραγίδων

1.   Δεν απορρίπτεται η νομική ισχύς και το παραδεκτό ηλεκτρονικής σφραγίδας ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες.

2.   Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα χαίρει του τεκμηρίου της ακεραιότητας των δεδομένων και της ορθότητας της προέλευσης των δεδομένων με τα οποία συνδέεται.

3.   Εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα βασιζόμενη σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται ως τέτοια σε όλα τα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 36

Απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες

Μία προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα ανταποκρίνεται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα·

β)

είναι ικανή να ταυτοποιεί τον υπογράφοντα·

γ)

δημιουργείται με δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής τα οποία ο υπογράφων μπορεί, με υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης, να χρησιμοποιεί υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο, και

δ)

συνδέεται με τα δεδομένα που έχουν υπογραφεί σε σχέση με αυτήν κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανιχνευθεί οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση των εν λόγω δεδομένων.

Άρθρο 37

Ηλεκτρονικές σφραγίδες σε δημόσιες υπηρεσίες

1.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα προκειμένου να χρησιμοποιηθεί επιγραμμική υπηρεσία που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες, προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες βάσει εγκεκριμένου πιστοποιητικού για τις ηλεκτρονικές σφραγίδες και εγκεκριμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες τουλάχιστον με τη μορφή ή τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

2.   Εάν ένα κράτος μέλος απαιτεί προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα που βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό προκειμένου να χρησιμοποιηθεί επιγραμμική υπηρεσία που προσφέρεται από φορέα του δημόσιου τομέα ή για λογαριασμό του, το εν λόγω κράτος μέλος αναγνωρίζει προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες βάσει εγκεκριμένου πιστοποιητικού και εγκεκριμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες τουλάχιστον με τη μορφή ή τις μεθόδους που καθορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

3.   Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν για διασυνοριακή χρήση σε υπηρεσία που προσφέρεται επιγραμμικά από φορέα του δημόσιου τομέα ηλεκτρονική σφραγίδα με επίπεδο ασφάλειας υψηλότερο από αυτό της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής σφραγίδας.

4.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές σφραγίδες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 36 τεκμαίρεται εφόσον η προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

5.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015, και λαμβάνοντας υπόψη τις πρακτικές, τα πρότυπα και τις ενωσιακές νομικές πράξεις που βρίσκονται σε ισχύ, η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, καθορίζει τις μορφές αναφοράς των προηγμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων ή μεθόδους αναφοράς όταν χρησιμοποιούνται εναλλακτικές μορφές. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 38

Εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων

1.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος III.

2.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων δεν υπόκεινται σε καμία υποχρεωτική απαίτηση που υπερβαίνει τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα III.

3.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά για τις ηλεκτρονικές σφραγίδες μπορούν να περιλαμβάνουν μη υποχρεωτικά πρόσθετα ειδικά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν επηρεάζουν τη διαλειτουργικότητα και την αναγνώριση των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων.

4.   Εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας ανακληθεί μετά την αρχική ενεργοποίησή του, παύει να ισχύει από τη στιγμή της ανάκλησής του και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επανέλθει στο προηγούμενο καθεστώς ισχύος.

5.   Υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν εθνικούς κανόνες για την προσωρινή αναστολή εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής σφραγίδας:

α)

εάν ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας έχει ανασταλεί προσωρινά, παύει να ισχύει όσο διαρκεί η αναστολή·

β)

η διάρκεια της αναστολής αναφέρεται σαφώς στη βάση δεδομένων για τα πιστοποιητικά και η αναστολή είναι ορατή, στη διάρκεια της αναστολής, στην υπηρεσία που παρέχει πληροφορίες για το καθεστώς ισχύος του πιστοποιητικού.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα III τεκμαίρεται εφόσον το εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 39

Εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας

1.   Το άρθρο 29 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας.

2.   Το άρθρο 30 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στην πιστοποίηση των εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας.

3.   Το άρθρο 31 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στη δημοσίευση καταλόγου πιστοποιημένων εγκεκριμένων διατάξεων δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας.

Άρθρο 40

Επικύρωση και διαφύλαξη των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων

Τα άρθρα 32, 33 και 34 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στην επικύρωση και τη διαφύλαξη των εγκεκριμένων ηλεκτρονικών σφραγίδων.

ΤΜΗΜΑ 6

Ηλεκτρονικές χρονοσφραγίδες

Άρθρο 41

Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών χρονοσφραγίδων

1.   Δεν απορρίπτεται η νομική ισχύς και το παραδεκτό ηλεκτρονικής χρονοσφραγίδας ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής χρονοσφραγίδας.

2.   Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα χαίρει του τεκμηρίου της ακρίβειας της ημερομηνίας και της ώρας που αναφέρει καθώς και της ακεραιότητας των δεδομένων με τα οποία συνδέονται η ημερομηνία και η ώρα.

3.   Εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα που έχει εκδοθεί σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται ως τέτοια σε όλα τα κράτη μέλη.

Άρθρο 42

Απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές χρονοσφραγίδες

1.   Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

συνδέει την ημερομηνία και την ώρα με τα δεδομένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείεται ευλόγως η δυνατότητα μη ανιχνεύσιμης τροποποίησης των δεδομένων·

β)

βασίζεται σε χρονική πηγή ακριβείας συνδεδεμένη με τη Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα· και

γ)

φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης ή έχει υπογραφεί με κάποια άλλη ανάλογη μέθοδο.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τη σύνδεση της ημερομηνίας και της ώρας με τα δεδομένα καθώς και για τις χρονικές πηγές ακριβείας. Η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 τεκμαίρεται εφόσον η σύνδεση ημερομηνίας και ώρας με τα δεδομένα και τη χρονική πηγή ακριβείας πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 7

Ηλεκτρονικές υπηρεσίες συστημένης παράδοσης

Άρθρο 43

Νομική ισχύς ηλεκτρονικής υπηρεσίας συστημένης παράδοσης

1.   Δεν απορρίπτεται η νομική ισχύς και το παραδεκτό δεδομένων που αποστέλλονται και λαμβάνονται με τη χρήση ηλεκτρονικής υπηρεσίας συστημένης παράδοσης ως αποδεικτικών στοιχείων σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληρούν τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπηρεσίας συστημένης παράδοσης.

2.   Τα δεδομένα που αποστέλλονται και λαμβάνονται με τη χρήση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπηρεσίας συστημένης παράδοσης χαίρουν του τεκμηρίου της ακεραιότητας των δεδομένων, της αποστολής από τον ταυτοποιημένο αποστολέα και της παραλαβής από τον ταυτοποιημένο αποδέκτη των δεδομένων και της ακρίβειας της ημερομηνίας και της ώρας αποστολής και λήψης των δεδομένων που αναφέρονται από την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπηρεσία συστημένης παράδοσης.

Άρθρο 44

Απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπηρεσίες συστημένης παράδοσης

1.   Οι εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπηρεσίες συστημένης παράδοσης πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

παρέχονται από έναν ή περισσότερους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

β)

εξασφαλίζουν με υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης την ταυτοποίηση του αποστολέα·

γ)

εξασφαλίζουν την ταυτοποίηση του αποδέκτη πριν από την παράδοση των δεδομένων·

δ)

η αποστολή και η λήψη των δεδομένων διασφαλίζονται με προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης κατά τρόπο που να αποκλείει τη δυνατότητα μη ανιχνεύσιμης τροποποίησης των δεδομένων·

ε)

οποιαδήποτε τροποποίηση των δεδομένων που απαιτούνται για τους σκοπούς της αποστολής ή της λήψης των δεδομένων δηλώνεται σαφώς στον αποστολέα και στον αποδέκτη των δεδομένων·

στ)

η ημερομηνία και ο χρόνος αποστολής, παραλαβής και οποιαδήποτε αλλαγή των στοιχείων αναφέρεται με εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα.

Σε περίπτωση μεταφοράς των δεδομένων μεταξύ δύο ή περισσότερων εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης, οι απαιτήσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) έως στ) εφαρμόζονται σε όλους τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αριθμούς αναφοράς προτύπων για τις διαδικασίες αποστολής και λήψης δεδομένων. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 τεκμαίρεται εφόσον η διαδικασία αποστολής και λήψης δεδομένων πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΤΜΗΜΑ 8

Πιστοποίηση γνησιότητας ιστοτόπων

Άρθρο 45

Απαιτήσεις για εγκεκριμένα πιστοποιητικά γνησιότητας ιστότοπου

1.   Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά γνησιότητας ιστοτόπων πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος IV.

2.   Η Επιτροπή δύναται, μέσω εκτελεστικών πράξεων, να καθορίζει αριθμούς αναφοράς προτύπων για εγκεκριμένα πιστοποιητικά γνησιότητας ιστοτόπων. Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα IV τεκμαίρεται εφόσον ένα εγκεκριμένο πιστοποιητικό γνησιότητας ιστότοπου πληροί τα πρότυπα αυτά. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ

Άρθρο 46

Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών εγγράφων

Δεν απορρίπτεται η νομική ισχύς και το παραδεκτό ηλεκτρονικού εγγράφου ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 47

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 4 ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014.

3.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 30 παράγραφος 4 εξουσιοδότηση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα τυχόν κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Αμέσως μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 30 παράγραφος 4 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 48

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 49

Επανεξέταση

Η Επιτροπή προβαίνει σε επανεξέταση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το αργότερο την 1η Ιουλίου 2020. Η Επιτροπή αξιολογεί ιδίως αν είναι σκόπιμο να τροποποιηθεί το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή συγκεκριμένων διατάξεών του, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 6, του άρθρου 7 στοιχείο στ) και των άρθρων 34, 43, 44 και 45, λαμβανομένης υπόψη της πείρας από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, καθώς και των τεχνολογικών, εμπορικών και νομικών εξελίξεων.

Η έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συνοδεύεται, αν χρειάζεται, από νομοθετικές προτάσεις.

Επιπλέον, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κάθε τέσσερα έτη μετά την έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο σχετικά με την πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 50

Κατάργηση

1.   Η οδηγία 1999/93/ΕΚ καταργείται από την 1η Ιουλίου 2016.

2.   Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 51

Μεταβατικά μέτρα

1.   Οι ασφαλείς διατάξεις δημιουργίας υπογραφής των οποίων η συμμόρφωση έχει διαπιστωθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ θεωρούνται εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

2.   Εγκεκριμένα πιστοποιητικά που εκδίδονται για φυσικά πρόσωπα σύμφωνα με την οδηγία 1999/93/ΕΚ θεωρούνται εγκεκριμένα πιστοποιητικά για τις ηλεκτρονικές υπογραφές βάσει του παρόντος κανονισμού μέχρι την ημερομηνία λήξης τους.

3.   Οι πάροχοι υπηρεσιών πιστοποίησης που εκδίδουν εγκεκριμένα πιστοποιητικά δυνάμει της οδηγίας 1999/93/ΕΚ υποβάλλουν έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης στον εποπτικό φορέα το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο την 1η Ιουλίου 2017. Μέχρι την υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης της συμμόρφωσης και την ολοκλήρωση της αξιολόγησης από τον εποπτικό φορέα, οι πάροχοι υπηρεσιών πιστοποίησης θεωρούνται εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.   Εάν πάροχος υπηρεσιών πιστοποίησης που εκδίδει εγκεκριμένα πιστοποιητικά δυνάμει της οδηγίας 1999/93/ΕΚ δεν υποβάλει έκθεση αξιολόγησης της συμμόρφωσης στον εποπτικό φορέα εντός της προθεσμίας της παραγράφου 3, ο εν λόγω πάροχος δεν θεωρείται εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης δυνάμει του παρόντος κανονισμού από τις 2 Ιουλίου 2017.

Άρθρο 52

Έναρξη ισχύος

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2016, με εξαίρεση τις ακόλουθες διατάξεις:

α)

το άρθρο 8 παράγραφος 3, το άρθρο 9 παράγραφος 5, το άρθρο 12 παράγραφοι 2 ως 9, το άρθρο 17 παράγραφος 8, το άρθρο 19 παράγραφος 4, το άρθρο 20 παράγραφος 4, το άρθρο 21 παράγραφος 4, το άρθρο 22 παράγραφος 5, το άρθρο 23 παράγραφος 3, το άρθρο 24 παράγραφος 5, το άρθρο 27 παράγραφοι 4 και 5, το άρθρο 28 παράγραφος 6, το άρθρο 29 παράγραφος 2, το άρθρο 30 παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 31 παράγραφος 3, το άρθρο 32 παράγραφος 3, το άρθρο 33 παράγραφος 2, το άρθρο 34 παράγραφος 2, το άρθρο 37 παράγραφοι 4 και 5, το άρθρο 38 παράγραφος 6, το άρθρο 42 παράγραφος 2, το άρθρο 44 παράγραφος 2, το άρθρο 45 παράγραφος 2, τα άρθρα 47 και 48 θα τεθούν σε ισχύ από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014·

β)

το άρθρο 7, το άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2, τα άρθρα 9, 10, 11 και το άρθρο 12 παράγραφος 1 θα τεθούν σε ισχύ από την ημερομηνία εφαρμογής των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 12 παράγραφος 8·

γ)

το άρθρο 6 θα τεθεί σε ισχύ τρία έτη από την ημερομηνία εφαρμογής των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και στο άρθρο 12 παράγραφος 8.

3.   Στις περιπτώσεις όπου το κοινοποιούμενο σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσιεύεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9, πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η αναγνώριση των μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος σύμφωνα με το άρθρο 6 πραγματοποιείται το αργότερο 12 μήνες μετά τη δημοσίευση του εν λόγω συστήματος, αλλά όχι πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ότι τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης στο πλαίσιο συστήματος ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 από άλλο κράτος μέλος αναγνωρίζονται στο πρώτο κράτος μέλος από την ημερομηνία εφαρμογής των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και στο άρθρο 12 παράγραφος 8. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί αυτές τις πληροφορίες.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  ΕΕ C 351 της 15.11.2012, σ. 73.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014.

(3)  Οδηγία 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για ηλεκτρονικές υπογραφές (ΕΕ L 13 της 19.1.2000, σ. 12).

(4)  ΕΕ C 50 E της 21.2.2012, σ. 1.

(5)  Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36).

(6)  Οδηγία 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 45).

(7)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(8)  Απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σύναψη, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (ΕΕ L 23 της 27.1.2010, σ. 35).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(10)  Απόφαση 2009/767/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση μέτρων που διευκολύνουν τη χρήση διαδικασιών με ηλεκτρονικά μέσα μέσω των ενιαίων κέντρων εξυπηρέτησης βάσει της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 274 της 20.10.2009, σ. 36).

(11)  Απόφαση 2011/130/ΕΕ της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2011, περί καθιέρωσης ελάχιστων απαιτήσεων για τη διασυνοριακή επεξεργασία εγγράφων τα οποία έχουν υπογραφεί ηλεκτρονικά από αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με την οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 53 της 26.2.2011, σ. 66).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(14)  ΕΕ C 28 της 30.1.2013, σ. 6.

(15)  Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ

Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής περιέχουν:

α)

ένδειξη, τουλάχιστον σε μορφή κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ότι το πιστοποιητικό έχει εκδοθεί ως εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής·

β)

ένα σύνολο δεδομένων που αντιπροσωπεύουν αναμφίσημα τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος έχει εκδώσει τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά και περιλαμβάνουν τουλάχιστον το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος και

σε περίπτωση που πρόκειται για νομικό πρόσωπο: το όνομα και, κατά περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία,

σε περίπτωση που πρόκειται για φυσικό πρόσωπο: το όνομα του προσώπου·

γ)

τουλάχιστον το όνομα του υπογράφοντος ή ένα ψευδώνυμο· εάν χρησιμοποιείται ψευδώνυμο, πρέπει να αναφέρεται σαφώς·

δ)

δεδομένα επικύρωσης ηλεκτρονικής υπογραφής που αντιστοιχούν στα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής·

ε)

λεπτομέρειες για την έναρξη και τη λήξη της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού·

στ)

τον κωδικό ταυτότητας του πιστοποιητικού, ο οποίος πρέπει να είναι μοναδικός για τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

ζ)

την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του εκδίδοντος εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

η)

την τοποθεσία όπου διατίθεται δωρεάν το πιστοποιητικό το οποίο τεκμηριώνει την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα που αναφέρεται στο στοιχείο ζ)·

θ)

την τοποθεσία των υπηρεσιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άντληση πληροφοριών σχετικά με το καθεστώς ισχύος του εγκεκριμένου πιστοποιητικού·

ι)

σε περίπτωση που τα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής τα οποία σχετίζονται με τα δεδομένα επικύρωσης ηλεκτρονικής υπογραφής βρίσκονται σε εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής, κατάλληλη σχετική ένδειξη, τουλάχιστον σε μορφή κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ

1.

Οι εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής διασφαλίζουν, με τα κατάλληλα τεχνικά και διαδικαστικά μέσα, τουλάχιστον ότι:

α)

διασφαλίζεται ευλόγως η εμπιστευτικότητα των δεδομένων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία της ηλεκτρονικής υπογραφής·

β)

τα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία της ηλεκτρονικής υπογραφής μπορούν να προκύψουν στην πράξη μία μόνο φορά·

γ)

τα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ηλεκτρονικής υπογραφής δεν μπορούν, με εύλογη βεβαιότητα, να είναι παράγωγα και ότι η ηλεκτρονική υπογραφή προστατεύεται με τρόπο αξιόπιστο από πλαστογραφία με τη χρήση της τρέχουσας τεχνολογίας·

δ)

τα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ηλεκτρονικής υπογραφής μπορούν να προστατεύονται κατά τρόπο αξιόπιστο από τον νόμιμο υπογράφοντα έναντι της χρησιμοποίησης τους από τρίτους.

2.

Οι εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής δεν μεταβάλλουν τα προς υπογραφή δεδομένα ούτε εμποδίζουν την υποβολή των δεδομένων αυτών στον υπογράφοντα πριν από την υπογραφή.

3.

Η δημιουργία ή η διαχείριση των δεδομένων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής εκ μέρους του υπογράφοντος μπορεί να πραγματοποιείται μόνο από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

4.

Με την επιφύλαξη του σημείου 1 στοιχείο δ), οι εγκεκριμένοι πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης που διαχειρίζονται δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής εκ μέρους του υπογράφοντος μπορούν να αναπαράγουν τα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής μόνο για λόγους δημιουργίας εφεδρικών αντιγράφων, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ασφάλεια των αναπαραγόμενων δεδομένων είναι στο ίδιο επίπεδο με αυτό της ασφάλειας των πρωτοτύπων·

β)

ο αριθμός των αναπαραγόμενων συνόλων δεδομένων δεν υπερβαίνει τον ελάχιστο αριθμό που απαιτείται για να εξασφαλιστεί η συνέχιση της υπηρεσίας.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΦΡΑΓΙΔΩΝ

Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικών σφραγίδων περιέχουν:

α)

ένδειξη, τουλάχιστον σε μορφή κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ότι το πιστοποιητικό έχει εκδοθεί ως εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας·

β)

ένα σύνολο δεδομένων που αντιπροσωπεύουν αδιαμφισβήτητα τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος έχει εκδώσει τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά και συμπεριλαμβάνουν τουλάχιστον το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος και

σε περίπτωση που πρόκειται για νομικό πρόσωπο: το όνομα και, κατά περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία,

σε περίπτωση που πρόκειται για φυσικό πρόσωπο: το όνομα του προσώπου·

γ)

τουλάχιστον το όνομα του δημιουργού της σφραγίδας και, κατά περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία·

δ)

δεδομένα επικύρωσης ηλεκτρονικής σφραγίδας που αντιστοιχούν στα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας·

ε)

λεπτομέρειες για την έναρξη και τη λήξη της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού·

στ)

τον κωδικό ταυτότητας του πιστοποιητικού, ο οποίος πρέπει να είναι μοναδικός για τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

ζ)

την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του εκδίδοντος εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

η)

την τοποθεσία όπου διατίθεται δωρεάν το πιστοποιητικό το οποίο τεκμηριώνει την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα που αναφέρεται στο στοιχείο ζ)·

θ)

την τοποθεσία των υπηρεσιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άντληση πληροφοριών σχετικά με το καθεστώς ισχύος του εγκεκριμένου πιστοποιητικού·

ι)

σε περίπτωση που τα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας τα οποία σχετίζονται με τα δεδομένα επικύρωσης ηλεκτρονικής σφραγίδας βρίσκονται σε εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής σφραγίδας, κατάλληλη σχετική ένδειξη, τουλάχιστον σε μορφή κατάλληλη για αυτοματοποιημένη επεξεργασία.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ

Τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά γνησιότητας ιστότοπου περιέχουν:

α)

ένδειξη, τουλάχιστον σε μορφή κατάλληλη για την αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ότι το πιστοποιητικό έχει εκδοθεί ως εγκεκριμένο πιστοποιητικό γνησιότητας ιστότοπου·

β)

ένα σύνολο δεδομένων που αντιπροσωπεύουν αδιαμφισβήτητα τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος έχει εκδώσει τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά και συμπεριλαμβάνουν τουλάχιστον το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος και

σε περίπτωση που πρόκειται για νομικό πρόσωπο: το όνομα και, κατά περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία,

σε περίπτωση που πρόκειται για φυσικό πρόσωπο: το όνομα του προσώπου·

γ)

για τα φυσικά πρόσωπα: τουλάχιστον το όνομα του προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό ή ψευδώνυμο. Εάν χρησιμοποιείται ψευδώνυμο, πρέπει να αναφέρεται σαφώς·

για τα νομικά πρόσωπα: τουλάχιστον το όνομα του νομικού προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό και, κατά περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία·

δ)

στοιχεία της διεύθυνσης, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον της πόλης και του κράτους μέλους, του φυσικού ή νομικού προσώπου για το οποίο έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό και, κατά περίπτωση, όπως αναφέρεται στα επίσημα αρχεία·

ε)

το ή τα ονόματα χώρου που ανήκουν στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό·

στ)

λεπτομέρειες για την έναρξη και τη λήξη της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού·

ζ)

τον κωδικό ταυτότητας του πιστοποιητικού, ο οποίος πρέπει να είναι μοναδικός για τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

η)

την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του εκδίδοντος εγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών εμπιστοσύνης·

θ)

την τοποθεσία όπου διατίθεται δωρεάν το πιστοποιητικό το οποίο τεκμηριώνει την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή την προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα που αναφέρεται στο στοιχείο η)·

ι)

την τοποθεσία των υπηρεσιών κατάστασης ισχύος πιστοποιητικών που παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ισχύος του εγκεκριμένου πιστοποιητικού.


28.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257/115


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 911/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 2014

σχετικά με την πολυετή χρηματοδότηση της δράσης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα για την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης από πλοία και εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 100 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή των Περιφερειών,

Ενεργώντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) συνέστησε τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα («Οργανισμός») με σκοπό να εξασφαλισθεί υψηλό, ομοιόμορφο και αποτελεσματικό επίπεδο ασφάλειας στη θάλασσα και πρόληψη της ρύπανσης από πλοία.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 724/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), με τον οποίο τροποποιήθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, ανέθεσε στον Οργανισμό νέα καθήκοντα στο πεδίο της πρόληψης και της αντιμετώπισης της ρύπανσης που προκαλείται από πλοία, μετά τα ατυχήματα που συνέβησαν σε ενωσιακά ύδατα, ιδίως εκείνα με τα δεξαμενόπλοια «Erika» και «Prestige».

(3)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 100/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), με τον οποίο τροποποιήθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, ανέθεσε στον Οργανισμό καθήκοντα αναφορικά με την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης που προκαλείται από εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου και επεκτάθηκαν οι υπηρεσίες του Οργανισμού στα κράτη που αιτούνται την προσχώρησή τους στην Ένωση και στις χώρες εταίρους της Ευρωπαϊκής Γειτονίας.

(4)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2038/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) θεσπίσθηκε πολυετής χρηματοδότηση της δράσης του Οργανισμού για την αντιμετώπιση της ρύπανσης από τα πλοία, η οποία έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2013.

(5)

Δεδομένων των δυνητικά καταστροφικών οικολογικών επιπτώσεων και του ιδιαίτερα μεγάλου οικονομικού κόστους που έχουν τα περιστατικά ρύπανσης, καθώς και του πιθανού κοινωνικοοικονομικού αντίκτυπου αυτών των περιστατικών σε άλλους τομείς, όπως ο τουρισμός και η αλιεία, ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει επαρκή μέσα, ώστε να είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί όσον αφορά την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης από πλοία και εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα εν λόγω καθήκοντα είναι σημαντικά για την πρόληψη περαιτέρω ζημιών τόσο οικονομικού όσο και μη οικονομικού χαρακτήρα.

(6)

Για την εκτέλεση των καθηκόντων πρόληψης και αντιμετώπισης της ρύπανσης από πλοία, το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού ενέκρινε, στις 22 Οκτωβρίου 2004, σχέδιο δράσης για την ετοιμότητα και την αντιμετώπιση της πετρελαϊκής ρύπανσης, στο οποίο καθορίζονται οι δραστηριότητες του Οργανισμού για την αντιμετώπιση της πετρελαϊκής ρύπανσης από πλοία και το οποίο έχει ως σκοπό να επιτευχθεί η βέλτιστη χρήση των οικονομικών πόρων που παρέχονται στον Οργανισμό. Στις 12 Ιουνίου 2007, το διοικητικό συμβούλιο ενέκρινε σχέδιο δράσης για την ετοιμότητα και την αντιμετώπιση περιστατικών ρύπανσης της θάλασσας από επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, αμφότερα τα σχέδια δράσης επικαιροποιούνται ετησίως, μέσω του ετήσιου προγράμματος εργασιών του Οργανισμού.

(7)

Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι υφιστάμενες συμφωνίες σχετικά με την ακούσια ρύπανση, οι οποίες διευκολύνουν την αμοιβαία συνδρομή και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών σε αυτό το πεδίο, καθώς και οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες για την προστασία των ευρωπαϊκών θαλάσσιων περιοχών από περιστατικά ρύπανσης οι οποίες απαιτούν από τα συμβαλλόμενα μέρη να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ετοιμότητας και αντιμετώπισης περιστατικών πετρελαϊκής ρύπανσης.

(8)

Η δράση του Οργανισμού για την αντιμετώπιση της ρύπανσης, όπως αυτή καθορίζεται στα σχέδια δράσης του, σχετίζεται με δραστηριότητες στα πεδία της ενημέρωσης, της συνεργασίας και του συντονισμού, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τη θαλάσσια ρύπανση που προκαλείται από επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες. Κατά κύριο λόγο, η εν λόγω δράση σχετίζεται με την παροχή επιχειρησιακής συνδρομής στα θιγόμενα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες που μοιράζονται περιφερειακή θαλάσσια λεκάνη με την Ένωση («θιγόμενα κράτη»), μέσω της παροχής, κατόπιν αιτήματος, πρόσθετων πλοίων αντιρρύπανσης για την αντιμετώπιση της πετρελαϊκής ρύπανσης που προκαλείται από πλοία καθώς και της θαλάσσιας ρύπανσης που προκαλείται από εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ο Οργανισμός θα πρέπει να δίδει ιδιαίτερη προσοχή στις περιοχές που έχουν χαρακτηρισθεί ως οι πλέον ευάλωτες, χωρίς να αμελεί τυχόν άλλη περιοχή που έχει ανάγκη.

(9)

Οι δραστηριότητες του Οργανισμού στον τομέα της αντιμετώπισης της ρύπανσης θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις υπάρχουσες ρυθμίσεις αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση περιστατικού θαλάσσιας ρύπανσης. Η Ένωση έχει προσχωρήσει σε διαφόρους περιφερειακούς οργανισμούς και προετοιμάζει την προσχώρησή της και σε άλλους.

(10)

Η δράση του Οργανισμού θα πρέπει να συντονίζεται με τις δραστηριότητες βάσει των διμερών και περιφερειακών συμφωνιών στις οποίες η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος. Σε περίπτωση περιστατικού θαλάσσιας ρύπανσης, ο Οργανισμός θα πρέπει να συνδράμει τα θιγόμενα κράτη, υπό την ευθύνη των οποίων διεξάγονται οι επιχειρήσεις απορρύπανσης.

(11)

Ο Οργανισμός θα πρέπει να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη διατήρηση και την περαιτέρω ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Παρακολούθησης Πετρελαιοκηλίδων μέσω Δορυφόρου (CleanSeaNet), για την επιτήρηση, την έγκαιρη ανίχνευση ρύπανσης και τον εντοπισμό των πλοίων και των εγκαταστάσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου που ευθύνονται για τη ρύπανση, για παράδειγμα στην περίπτωση των απορρίψεων πετρελαίου από πλοία και των απορρίψεων λόγω επιχειρησιακής δραστηριότητας καθώς και των ακούσιων εκροών από υπεράκτιες εξέδρες. Η εν λόγω υπηρεσία θα πρέπει να βελτιώνει τη διαθεσιμότητα των δεδομένων και την αποτελεσματική και έγκαιρη αντιμετώπιση της ρύπανσης.

(12)

Τα πρόσθετα μέσα που θα παρέχει ο Οργανισμός στα θιγόμενα κράτη θα πρέπει να διατίθενται μέσω του ενωσιακού μηχανισμού πολιτικής προστασίας που έχει δημιουργηθεί με την απόφαση αριθ. 1313/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(13)

Οι πληροφορίες που αφορούν τους δημόσιους και ιδιωτικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης της ρύπανσης και τις συναφείς ικανότητες αντιμετώπισης στις διάφορες περιφέρειες της Ένωσης θα πρέπει να διατίθενται από τα κράτη μέλη μέσω του κοινού συστήματος επικοινωνιών και πληροφόρησης σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης (ΚΣΕΠΕ) που συστάθηκε με την απόφαση 2007/779/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου (8), όταν είναι διαθέσιμες για τον σκοπό αυτό.

(14)

Προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της επιχειρησιακής συνδρομής του Οργανισμού ενόψει της επέκτασης της εντολής του Οργανισμού για αντιμετώπιση της ρύπανσης σε τρίτες χώρες που μοιράζονται περιφερειακή θαλάσσια λεκάνη με την Ένωση, ο Οργανισμός οφείλει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ενθαρρύνει τις εν λόγω τρίτες χώρες να συγκεντρώνουν πληροφορίες και να συνεργάζονται για την τήρηση από τον Οργανισμό ενός καταλόγου των μηχανισμών αντιμετώπισης της ρύπανσης και των συναφών ικανοτήτων αντιμετώπισης.

(15)

Προκειμένου να βελτιωθεί η αποδοτικότητα των δραστηριοτήτων αντιμετώπισης της ρύπανσης που ασκεί ο Οργανισμός, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μοιράζονται με τον Οργανισμό τις επιστημονικές μελέτες τις οποίες έχουν ενδεχομένως διενεργήσει με αντικείμενο τις επιπτώσεις των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται ως διασκορπιστικές ουσίες και οι οποίες θα μπορούσαν να σχετίζονται με τις εν λόγω δραστηριότητες.

(16)

Για να εξασφαλισθεί η επιμελής εφαρμογή των σχεδίων δράσης του Οργανισμού, ο Οργανισμός θα πρέπει να διαθέτει βιώσιμο και αποδοτικό σύστημα χρηματοδότησης, ιδίως, της παροχής επιχειρησιακής συνδρομής στα θιγόμενα κράτη.

(17)

Θα πρέπει, επομένως, να προβλεφθεί δημοσιονομική ασφάλεια για τη χρηματοδότηση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στον Οργανισμό για την αντιμετώπιση της ρύπανσης και άλλων συναφών δράσεων με βάση την πολυετή ανάληψη υποχρεώσεων. Το μέγεθος της εν λόγω πολυετούς ανάληψης υποχρεώσεων θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τη διεύρυνση της αποστολής του Οργανισμού όσον αφορά την αντιμετώπιση της ρύπανσης, καθώς επίσης και την ανάγκη να αυξήσει ο Οργανισμός την αποτελεσματικότητά του όσον αφορά τη χρήση των κονδυλίων που του διατίθενται, μέσα σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικών περιορισμών. Τα ετήσια ποσά της ενωσιακής συνεισφοράς θα πρέπει να καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με την ετήσια διαδικασία προϋπολογισμού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διενεργεί η Επιτροπή μεσοπρόθεσμη αξιολόγηση της ικανότητας του Οργανισμού να ασκεί τις αρμοδιότητές του στον τομέα της αντιμετώπισης της θαλάσσιας ρύπανσης που προκαλείται από πλοία και εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου με αποτελεσματικό και οικονομικά αποδοτικό τρόπο.

(18)

Τα ποσά που θα διατεθούν για τη χρηματοδότηση των δράσεων αντιμετώπισης της ρύπανσης θα πρέπει να καλύπτουν την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, σύμφωνα με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου (9) («πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο»). Θα πρέπει επομένως να προβλεφθεί χρηματοδοτικό κονδύλιο το οποίο να καλύπτει την ίδια περίοδο.

(19)

Η στήριξη του Οργανισμού προς τα κράτη που αιτούνται την προσχώρησή τους στην Ένωση και στις χώρες εταίρους της Ευρωπαϊκής Γειτονίας θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί μέσω των υπαρχόντων προγραμμάτων της Ένωσης για τα εν λόγω κράτη και χώρες και δεν θα πρέπει συνεπώς να αποτελεί μέρος της πολυετούς χρηματοδότησης του Οργανισμού.

(20)

Για να επιτευχθεί άριστη κατανομή των αναλήψεων υποχρεώσεων και για να ληφθούν υπόψη τυχόν αλλαγές στις δραστηριότητες αντιμετώπισης της ρύπανσης από πλοία, χρειάζεται να εξασφαλισθεί συνεχής παρακολούθηση των ιδιαίτερων αναγκών ανάληψης δράσης, ώστε να καθίσταται δυνατή η αναπροσαρμογή των ετήσιων οικονομικών υποχρεώσεων.

(21)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, ο Οργανισμός θα πρέπει να αναφέρει τη δημοσιονομική εκτέλεση της πολυετούς χρηματοδότησης του Οργανισμού στην ετήσια έκθεσή του.

(22)

Είναι σκόπιμο να εξασφαλιστεί η συνέχεια της χρηματοδοτικής στήριξης που παρέχεται στο πλαίσιο της δράσης του Οργανισμού στον τομέα της αντιμετώπισης της θαλάσσιας ρύπανσης που προκαλείται από πλοία και εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου και να εναρμονιστεί η περίοδος εφαρμογής του παρόντος κανονισμού με την περίοδο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013. Κατά συνέπεια, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Ο παρών κανονισμός ρυθμίζει αναλυτικά τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης στον προϋπολογισμό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα («Οργανισμός») για την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί για την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης από πλοία και εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002.

2.   Οι δραστηριότητες του Οργανισμού στο πεδίο της αντιμετώπισης της ρύπανσης δεν απαλλάσσουν τα παράκτια κράτη από την ευθύνη τους να διαθέτουν κατάλληλους μηχανισμούς αντιμετώπισης της ρύπανσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

α)   «πετρέλαιο»: οποιαδήποτε μορφή πετρελαίου συμπεριλαμβανομένου του αργού πετρελαίου, του μαζούτ, της πετρελαϊκής λάσπης, των πετρελαϊκών αποβλήτων και των προϊόντων διύλισης πετρελαίου όπως ορίζονται στη Διεθνή σύμβαση του 1990 του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΟ) για την ετοιμότητα, τη συνεργασία και την αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο·

β)   «επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες»: οποιαδήποτε ουσία εκτός του πετρελαίου η οποία, εάν εισαχθεί στο θαλάσσιο περιβάλλον, μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, να βλάψει βιολογικούς πόρους και τη θαλάσσια ζωή, να καταστρέψει υποδομές αναψυχής ή να επηρεάσει άλλες νόμιμες χρήσεις της θάλασσας, όπως ορίζεται στο πρωτόκολλο του 2000 για την ετοιμότητα, τη συνεργασία και την αντιμετώπιση περιστατικών ρύπανσης της θάλασσας από επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες, του ΔΝΟ·

γ)   «εγκατάσταση πετρελαίου και φυσικού αερίου»: σταθερή μόνιμη ή κινητή εγκατάσταση ή συνδυασμός εγκαταστάσεων που συνδέονται μόνιμα μεταξύ τους με γέφυρες ή άλλες κατασκευές που χρησιμοποιούνται σε υπεράκτιες δραστηριότητες εκμετάλλευσης κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου ή που σχετίζονται με τις δραστηριότητες αυτές· η «εγκατάσταση πετρελαίου και φυσικού αερίου» συμπεριλαμβάνει κινητές μονάδες υπεράκτιας γεώτρησης μόνον εφόσον είναι τοποθετημένες στην ανοικτή θάλασσα για την εκτέλεση εργασιών γεώτρησης, παραγωγής ή άλλων εργασιών που συνδέονται με υπεράκτιες δραστηριότητες εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και υποδομές και εξοπλισμό για τη μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη θάλασσα στην ξηρά ή σε χερσαίους τερματικούς σταθμούς.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

Η οικονομική συμμετοχή της Ένωσης που προβλέπεται στο άρθρο 1 διατίθεται στον Οργανισμό με σκοπό να χρηματοδοτηθούν δράσεις για την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης που προκαλείται από πλοία και εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως αναφέρεται στο λεπτομερές σχέδιο δράσης που εκπονήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο ια) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, και συγκεκριμένα τις δράσεις που αφορούν:

α)

την επιχειρησιακή συνδρομή και την υποστήριξη με πρόσθετα μέσα, όπως αντιρρυπαντικά σκάφη που βρίσκονται σε επιφυλακή, δορυφορικές φωτογραφίες και εξοπλισμό, δράσεων αντιμετώπισης της ρύπανσης, κατόπιν αίτησης των θιγόμενων κρατών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο δ) και το άρθρο 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 σε περίπτωση ακούσιας ή εκούσιας θαλάσσιας ρύπανσης από πλοία ή υπεράκτιες εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου·

β)

τη συνεργασία και τον συντονισμό και την παροχή τεχνικής και επιστημονικής συνδρομής στα κράτη μέλη και την Επιτροπή, στο πλαίσιο των σχετικών δραστηριοτήτων του μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ένωσης, του ΔΝΟ και των αντίστοιχων περιφερειακών οργανισμών·

γ)

την ενημέρωση, και ειδικότερα τη συλλογή, την ανάλυση και τη διάδοση των βέλτιστων πρακτικών, τεχνογνωσίας, τεχνικών και καινοτομιών στον τομέα της αντιμετώπισης της θαλάσσιας ρύπανσης που προκαλείται από πλοία και εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Άρθρο 4

Ενωσιακή χρηματοδότηση

1.   Εντός των ορίων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, παρέχονται στον Οργανισμό οι πιστώσεις που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων του στον τομέα της αντιμετώπισης της θαλάσσιας ρύπανσης που προκαλείται από πλοία και εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου με αποτελεσματικό και οικονομικά αποδοτικό τρόπο.

2.   Το χρηματοδοτικό κονδύλιο για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 3 την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 ανέρχεται σε 160 500 000 EUR σε τρέχουσες τιμές.

3.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο καθορίζει τις ετήσιες πιστώσεις εντός των ορίων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου. Στο πλαίσιο αυτό εξασφαλίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 3 στοιχείο α), η απαραίτητη χρηματοδότηση της επιχειρησιακής συνδρομής προς τα κράτη μέλη.

Άρθρο 5

Παρακολούθηση υφιστάμενων ικανοτήτων

1.   Προκειμένου να καθορισθούν οι προϋποθέσεις και να βελτιωθεί η αποδοτικότητα της παροχής επιχειρησιακής συνδρομής από τον Οργανισμό, λόγου χάρη με τη μορφή πλοίων αντιρρύπανσης επιπρόσθετων προς τις δυνατότητες των κρατών μελών, ο Οργανισμός τηρεί κατάλογο των δημόσιων και, εφόσον υπάρχουν, των ιδιωτικών μηχανισμών αντιμετώπισης της ρύπανσης και των συναφών διαθέσιμων μέσων στις διάφορες περιοχές της Ένωσης.

2.   O Οργανισμός τηρεί τον εν λόγω κατάλογο με βάση τις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη. Με την τήρηση του εν λόγω καταλόγου, ο Οργανισμός επιδιώκει να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με τους μηχανισμούς αντιμετώπισης της ρύπανσης και τα συναφή διαθέσιμα μέσα από τρίτες χώρες που μοιράζονται περιφερειακή θαλάσσια λεκάνη με την Ένωση.

3.   Το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού λαμβάνει υπόψη τον εν λόγω κατάλογο και άλλες κατάλληλες πληροφορίες σχετικές με τους στόχους αντιμετώπισης της ρύπανσης που ορίζονται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, όπως τις πληροφορίες που περιέχονται στις αξιολογήσεις κινδύνου και στις επιστημονικές μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται ως διασκορπιστικές ουσίες, προτού λάβει απόφαση για τις δραστηριότητες του Οργανισμού κατά της ρύπανσης στο πλαίσιο των ετήσιων προγραμμάτων εργασίας του Οργανισμού. Στο πλαίσιο αυτό, ο Οργανισμός αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή στις περιοχές που έχουν χαρακτηρισθεί ως οι πλέον ευάλωτες, χωρίς να αμελεί άλλη περιοχή που έχει ανάγκη.

Άρθρο 6

Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

1.   Η Επιτροπή και ο Οργανισμός εξασφαλίζουν ότι, κατά την υλοποίηση δράσεων που χρηματοδοτούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, προστατεύονται τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα της Ένωσης με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, με τη διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων και επιθεωρήσεων και, όταν διαπιστώνονται παρατυπίες, με την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και με την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών ποινών, σύμφωνα με τους κανονισμούς του Συμβουλίου (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 (10) και (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 (11) και τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

2.   Για τις ενωσιακές δράσεις που χρηματοδοτούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ως παρατυπία κατά το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 νοείται κάθε παράβαση διάταξης του ενωσιακού δικαίου ή κάθε παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης που απορρέει από πράξη ή παράλειψη οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί με αδικαιολόγητη δαπάνη ο γενικός προϋπολογισμός της Ένωσης ή οι προϋπολογισμοί που αυτή διαχειρίζεται.

3.   Η Επιτροπή και ο Οργανισμός εξασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, τη βέλτιστη χρήση των οικονομικών πόρων για τη χρηματοδότηση των ενωσιακών δράσεων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 7

Μεσοπρόθεσμη αξιολόγηση

1.   Η Επιτροπή υποβάλλει, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με βάση τις πληροφορίες που της παρέχει ο Οργανισμός, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω έκθεση, η οποία συντάσσεται με την επιφύλαξη του ρόλου του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού, περιέχει τα αποτελέσματα της χρήσης της ενωσιακής συμμετοχής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, για τις πιστώσεις και τις δαπάνες της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2016.

2.   Στην εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή παρουσιάζει αξιολόγηση της ικανότητας του Οργανισμού να εκπληρώνει τα καθήκοντα του με αποτελεσματικό και οικονομικά αποδοτικό τρόπο. Για το χρονικό διάστημα 2018-2020, με βάση την αξιολόγηση και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης του Οργανισμού να ασκεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί, η Επιτροπή προτείνει, εφόσον είναι αναγκαίο, κατάλληλη αναπροσαρμογή, έως 8 % κατ’ ανώτατο όριο, του πολυετούς χρηματοδοτικού κονδυλίου που διατίθεται στον Οργανισμό για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 3. H πιθανή αναπροσαρμογή δεν υπερβαίνει τα όρια του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και δεν θίγει τις ετήσιες διαδικασίες του προϋπολογισμού ή την επερχόμενη επανεξέταση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

3.   Η εν λόγω έκθεση περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις κοινωνικοοικονομικές, οικολογικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις, εφόσον υπάρχουν, της ετοιμότητας του Οργανισμού για αντιμετώπιση θαλάσσιας ρύπανσης που προκαλείται από πλοία ή εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου.

4.   Επιπλέον, με βάση την εν λόγω έκθεση, η Επιτροπή δύναται να προτείνει, αν είναι απαραίτητο, σχετικές τροποποιήσεις του παρόντος κανονισμού, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τόσο η επιστημονική πρόοδος στον τομέα της αντιμετώπισης της θαλάσσιας ρύπανσης από πλοία και εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένης της ρύπανσης από επικίνδυνες και επιβλαβείς ουσίες, όσο και οι συναφείς τροποποιήσεις των πράξεων με τις οποίες συστήνονται περιφερειακοί οργανισμοί, οι δραστηριότητες των οποίων καλύπτονται από τις δραστηριότητες του Οργανισμού όσον αφορά την αντιμετώπιση της ρύπανσης και στους οποίους η Ένωση έχει προσχωρήσει.

Άρθρο 8

Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  ΕΕ C 327 της 12.11.2013, σ. 108.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014.

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για την ασφάλεια στη θάλασσα (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 724/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας (ΕΕ L 129 της 29.4.2004, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 100/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (ΕΕ L 39 της 9.2.2013, σ. 30).

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2038/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την πολυετή χρηματοδότηση της δράσης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Ναυσιπλοΐας για την καταπολέμηση της ρύπανσης από τα πλοία (ΕΕ L 394 της 30.12.2006, σ. 1).

(7)  Απόφαση αριθ. 1313/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ένωσης (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 924).

(8)  Απόφαση 2007/779/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2007, περί δημιουργίας κοινοτικού μηχανισμού πολιτικής προστασίας (ΕΕ L 314 της 1.12.2007, σ. 9).

(9)  Κανονισμός (EE, Ευρατόμ) αριθ. 1311/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την περίοδο 2014-2020 (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 884).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).


28.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257/121


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 912/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 2014

για τη θέσπιση πλαισίου διαχείρισης της χρηματοδοτικής ευθύνης σε σχέση με δικαστήρια επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους που συστήνονται βάσει διεθνών συμφωνιών στις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 207 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι άμεσες ξένες επενδύσεις περιλαμβάνονται στον κατάλογο των θεμάτων που εμπίπτουν στην κοινή εμπορική πολιτική. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και δύναται να είναι συμβαλλόμενο μέρος σε διεθνείς συμφωνίες που περιέχουν διατάξεις σχετικά με τις άμεσες ξένες επενδύσεις.

(2)

Οι συμφωνίες που προβλέπουν προστασία των επενδύσεων είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν μηχανισμό επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους, ο οποίος επιτρέπει σε επενδυτή τρίτης χώρας να εγείρει αξίωση κατά κράτους στο οποίο έχει πραγματοποιήσει επένδυση. Η διαδικασία επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους είναι δυνατόν να καταλήξει σε διαιτητικές αποφάσεις που να προβλέπουν την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης. Επίσης, σε μια τέτοια περίπτωση αναπόφευκτα θα προκύπτουν σημαντικά έξοδα διεξαγωγής της διαιτησίας, καθώς και έξοδα που συνδέονται με την υπεράσπιση της υπόθεσης.

(3)

Η ευθύνη σε διεθνές επίπεδο όσον αφορά τη μεταχείριση που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς καθορίζεται με βάση την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η Ένωση θα είναι καταρχήν υπεύθυνη για την υπεράσπιση κατά αξιώσεων με τις οποίες προβάλλεται παράβαση κανόνων συμφωνίας που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, ανεξαρτήτως του αν η επίμαχη μεταχείριση προέρχεται από την ίδια την Ένωση ή από κράτος μέλος.

(4)

Οι συμφωνίες της Ένωσης θα πρέπει να παρέχουν στους ξένους επενδυτές το ίδιο υψηλό επίπεδο προστασίας, αλλά όχι υψηλότερο, με αυτό που παρέχουν στους επενδυτές από το εσωτερικό της Ένωσης το δίκαιο της Ένωσης και οι γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών. Οι συμφωνίες της Ένωσης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τηρούνται και διαφυλάσσονται οι νομοθετικές εξουσίες της Ένωσης και το δικαίωμα ρύθμισης.

(5)

Αν η Ένωση, ως οντότητα με νομική προσωπικότητα, έχει διεθνή ευθύνη για την επίμαχη μεταχείριση, θα κληθεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να καταβάλει τυχόν αποζημιώσεις που θα επιδικαστούν και να αναλάβει τα έξοδα της διαιτησίας. Εντούτοις, μια αποζημίωση μπορεί να προκύψει από μεταχείριση προερχόμενη είτε από την ίδια την Ένωση είτε από κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, δεν θα ήταν δίκαιο να καταβάλλονται τα επιδικασθέντα ποσά και τα έξοδα διαιτησίας από τον προϋπολογισμό της Ένωσης όταν η μεταχείριση προέρχεται από κράτος μέλος, παρά μόνο στις περιπτώσεις που η εν λόγω μεταχείριση είναι επιβεβλημένη από το δίκαιο της Ένωσης. Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να επιμερίζεται η χρηματοδοτική ευθύνη, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, μεταξύ της ίδιας της Ένωσης και του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την επίμαχη μεταχείριση βάσει των κριτηρίων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

(6)

Με το ψήφισμά του της 6ης Απριλίου 2011 σχετικά με τη μελλοντική πολιτική διεθνών επενδύσεων της Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε ρητώς τη δημιουργία του μηχανισμού τον οποίο προβλέπει ο παρών κανονισμός. Επίσης, στα συμπεράσματά του της 25ης Οκτωβρίου 2010 για μια σφαιρική πολιτική διεθνών επενδύσεων, το Συμβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να μελετήσει το θέμα.

(7)

Τη χρηματοδοτική ευθύνη θα πρέπει να φέρει η οντότητα που είναι υπεύθυνη για τη μεταχείριση η οποία κρίνεται ασυμβίβαστη με τις εφαρμοστέες διατάξεις της συμφωνίας. Επομένως, η Ένωση θα πρέπει να φέρει η ίδια τη χρηματοδοτική ευθύνη αν η επίμαχη μεταχείριση προέρχεται από θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης. Αν η επίμαχη μεταχείριση προέρχεται από κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος θα πρέπει να φέρει τη χρηματοδοτική ευθύνη. Εντούτοις, αν το κράτος μέλος ενεργεί κατά τρόπο που επιβάλλεται από το δίκαιο της Ένωσης, για παράδειγμα στο πλαίσιο ενσωμάτωσης οδηγίας που έχει εκδοθεί από την Ένωση, η Ένωση θα πρέπει να φέρει η ίδια τη χρηματοδοτική ευθύνη καθόσον η επίμαχη μεταχείριση επιβάλλεται από το δίκαιο της Ένωσης. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να προβλέπει τη δυνατότητα συγκεκριμένες υποθέσεις να αφορούν τόσο μεταχείριση που προέρχεται από κράτος μέλος όσο και μεταχείριση επιβεβλημένη από το δίκαιο της Ένωσης και θα πρέπει να καλύπτει όλες τις πράξεις των κρατών μελών και της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη και η Ένωση θα πρέπει να φέρουν τη χρηματοδοτική ευθύνη για την επίμαχη μεταχείριση που προέρχεται από οποιοδήποτε από τα δύο μέρη.

(8)

Η Ένωση θα πρέπει να ενεργεί πάντοτε ως εναγόμενος όταν η διαφορά αφορά αποκλειστικά μεταχείριση που προέρχεται από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, προκειμένου η Ένωση να φέρει την πιθανή χρηματοδοτική ευθύνη που θα προκύψει από τη διαφορά σύμφωνα με τα προαναφερθέντα κριτήρια.

(9)

Σε περίπτωση που τη χρηματοδοτική ευθύνη που απορρέει από τη διαφορά θα μπορούσε να φέρει κράτος μέλος, είναι δίκαιο και σκόπιμο το εν λόγω κράτος μέλος να ενεργεί ως εναγόμενος προκειμένου να υπερασπιστεί τη μεταχείρισή του προς τον επενδυτή. Οι ρυθμίσεις που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό έχουν ως σκοπό να διασφαλιστεί ότι δεν θα επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός της Ένωσης και οι μη δημοσιονομικοί πόροι της Ένωσης, έστω και προσωρινά, με τα δικαστικά έξοδα ή με ποσό που τυχόν επιδικάζεται εις βάρος του οικείου κράτους μέλους.

(10)

Εντούτοις, τα κράτη μέλη ενδέχεται να προτιμούν να ενεργεί η Ένωση ως εναγόμενος σε διαφορές αυτού του τύπου, για παράδειγμα για λόγους τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αρνούνται να ενεργήσουν ως εναγόμενοι, επιφυλασσομένης της χρηματοδοτικής ευθύνης τους.

(11)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσφορη διασφάλιση των συμφερόντων της Ένωσης, έχει ζωτική σημασία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να ενεργεί η ίδια η Ένωση ως εναγόμενος σε διαφορές σχετικές με μεταχείριση προερχόμενη από κράτος μέλος. Οι περιπτώσεις αυτές περιορίζονται σε υποθέσεις στις οποίες η διαφορά σχετίζεται και με μεταχείριση προερχόμενη από την Ένωση, αν προκύπτει ότι η προερχόμενη από κράτος μέλος μεταχείριση είναι επιβεβλημένη από το δίκαιο της Ένωσης και σε υποθέσεις στις οποίες βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη σχετική προσφυγή κατά της Ένωσης στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) σχετικά με ανάλογη μεταχείριση, εφόσον έχει ήδη συγκροτηθεί επιτροπή και η σχετική αξίωση αφορά το ίδιο ακριβώς νομικό ζήτημα και εφόσον είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η συνοχή της επιχειρηματολογίας στην υπόθεση ενώπιον του ΠΟΕ.

(12)

Όταν η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος σε υποθέσεις που αφορούν μέτρα των κρατών μελών, η Επιτροπή θα πρέπει να επιλέγει τρόπο άμυνας ο οποίος να διαφυλάσσει τα οικονομικά συμφέροντα των οικείων κρατών μελών.

(13)

Οι αποφάσεις σχετικά με το αν θα πρέπει να ενεργήσει η Ένωση ή κράτος μέλος ως εναγόμενος θα πρέπει να λαμβάνονται εντός του πλαισίου που θεσπίζει ο παρών κανονισμός. Δέον είναι η Επιτροπή να ενημερώνει αμέσως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής του εν λόγω πλαισίου.

(14)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ορισμένες πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας σε διαφορές σχετικές με μεταχείριση προερχόμενη από κράτος μέλος. Στόχος των εν λόγω ρυθμίσεων θα πρέπει να είναι η καλύτερη δυνατή διαχείριση της διαφοράς και, παράλληλα, η εξασφάλιση της συμμόρφωσης με την υποχρέωση της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και η υπεράσπιση και προστασία των συμφερόντων του οικείου κράτους μέλους.

(15)

Στις περιπτώσεις στις οποίες η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος, οι ρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να προβλέπουν εξαιρετικά στενή συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης γνωστοποίησης τυχόν σημαντικών διαδικαστικών ενεργειών, της διαβίβασης σχετικών εγγράφων, συχνών διαβουλεύσεων και συμμετοχής στην αντιπροσωπεία που λαμβάνει μέρος στη διαδικασία.

(16)

Όποτε ένα κράτος μέλος ενεργεί ως εναγόμενος, είναι σκόπιμο να ενημερώνει την Επιτροπή για τις εξελίξεις της υπόθεσης, σε συμμόρφωση με το καθήκον της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ και, ειδικότερα, να μεριμνά για την έγκαιρη κοινοποίηση τυχόν σημαντικών διαδικαστικών ενεργειών, τη διαβίβαση σχετικών εγγράφων, τις συχνές διαβουλεύσεις και τη συμμετοχή στην αντιπροσωπεία που λαμβάνει μέρος στη διαδικασία. Είναι επίσης σκόπιμο να παρέχεται επαρκώς η δυνατότητα στην Επιτροπή να αναδεικνύει τυχόν νομικό ζήτημα ή άλλο στοιχείο ενωσιακού ενδιαφέροντος που εγείρει η διαφορά.

(17)

Με την επιφύλαξη του αποτελέσματος της διαιτητικής διαδικασίας, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να μπορεί ανά πάσα στιγμή να δεχθεί να αναλάβει την οικονομική ευθύνη σε περίπτωση υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος και η Επιτροπή θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την περιοδική πληρωμή των εξόδων και την καταβολή τυχόν αποζημίωσης. Η συμφωνία αυτή δεν σημαίνει ότι το κράτος μέλος αποδέχεται το βάσιμο της επίδικης αξίωσης. Η Επιτροπή θα πρέπει να δύναται σε μια τέτοια υπόθεση να εκδώσει απόφαση με την οποία να επιβάλλει στο κράτος μέλος να προνοήσει για την κάλυψη των δαπανών αυτών. Αν το διαιτητικό δικαστήριο επιδικάσει δικαστικά έξοδα στην Ένωση, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίσει ότι τυχόν προκαταβολές εξόδων επιστρέφονται αμέσως στο οικείο κράτος μέλος.

(18)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, θα είναι ίσως σκόπιμο να επιτευχθεί συμβιβασμός, προκειμένου να αποφευχθεί μια δαπανηρή και μη αναγκαία διαιτησία. Είναι απαραίτητο να θεσπιστεί διαδικασία για τη σύναψη αυτών των συμβιβασμών. Μια τέτοια διαδικασία θα πρέπει να επιτρέπει στην Επιτροπή να συνάπτει συμβιβασμό, ενεργώντας στο πλαίσιο της διαδικασίας εξέτασης, σε υποθέσεις που συνεπάγονται χρηματοδοτική ευθύνη της Ένωσης, εφόσον αυτό είναι προς το συμφέρον της Ένωσης. Αν η υπόθεση αφορά επίσης μεταχείριση που προέρχεται από κράτος μέλος, είναι σκόπιμο η Ένωση να μπορεί να επιδιώξει συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς μόνον εάν ο συμβιβασμός δεν πρόκειται να έχει χρηματοοικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις για το οικείο κράτος μέλος. Σε τέτοιες υποθέσεις, είναι σκόπιμο να υπάρχει στενή συνεργασία και διαβουλεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. Το κράτος μέλος θα πρέπει να είναι ελεύθερο να συνάψει συμβιβασμό ανά πάσα στιγμή, υπό την προϋπόθεση ότι αναλαμβάνει την πλήρη χρηματοδοτική ευθύνη και ότι τυχόν συμβιβασμός συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.

(19)

Σε περίπτωση καταδίκης της Ένωσης, το επιδικασθέν ποσό θα πρέπει να καταβάλλεται χωρίς καθυστέρηση. Η Επιτροπή θα πρέπει να προβαίνει σε ρυθμίσεις για την καταβολή του επιδικασθέντος ποσού, εκτός αν κάποιο κράτος μέλος έχει ήδη αναλάβει τη χρηματοδοτική ευθύνη.

(20)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διεξάγει εντατικές διαβουλεύσεις με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προκειμένου να καταλήξει σε συμφωνία για την κατανομή της χρηματοδοτικής ευθύνης. Αν η Επιτροπή κρίνει ότι υπεύθυνο είναι κράτος μέλος και το κράτος μέλος δεν συμφωνεί με την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή θα πρέπει να καταβάλλει το επιδικασθέν ποσό και επίσης να απευθύνει απόφαση προς το κράτος μέλος ζητώντας του να καταβάλει τα σχετικά ποσά νομιμοτόκως στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Οι τόκοι θα πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2). Αν ένα κράτος μέλος φρονεί ότι η απόφαση δεν πληροί τα κριτήρια που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, μπορεί να κάνει χρήση του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

(21)

Ο προϋπολογισμός της Ένωσης θα πρέπει να προβλέπει την κάλυψη των δαπανών που απορρέουν από συμφωνίες που περιέχουν διατάξεις σχετικές με τις άμεσες ξένες επενδύσεις, στις οποίες η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος και οι οποίες προβλέπουν την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους. Όταν τα κράτη μέλη έχουν χρηματοδοτική ευθύνη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Ένωση θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα είτε να συγκεντρώσει πρώτα τις πληρωμές του οικείου κράτους μέλους πριν προβεί στις σχετικές δαπάνες είτε να προβεί πρώτα στις σχετικές δαπάνες και να ζητήσει μετά την επιστροφή των αντίστοιχων ποσών από το οικείο κράτος μέλος. Θα πρέπει να είναι δυνατή η χρήση και των δύο μηχανισμών δημοσιονομικής αντιμετώπισης του θέματος, ανάλογα με το τι είναι εφικτό, ιδίως από πλευράς χρόνου. Και για τους δύο μηχανισμούς, οι πληρωμές ή οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται από το οικείο κράτος μέλος θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εσωτερικά έσοδα για ειδικό προορισμό του προϋπολογισμού της Ένωσης. Οι πιστώσεις που προκύπτουν από τα εν λόγω εσωτερικά έσοδα για ειδικό προορισμό θα πρέπει όχι μόνο να καλύπτουν τις σχετικές δαπάνες, αλλά και να είναι επιλέξιμες για την τροφοδότηση άλλων τμημάτων του προϋπολογισμού της Ένωσης που προέβλεπαν τις αρχικές πιστώσεις για την πραγματοποίηση των σχετικών δαπανών βάσει του δεύτερου μηχανισμού.

(22)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή.

(23)

Οι εκτελεστικές αρμοδιότητες που αφορούν το άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 13 παράγραφος 1, το άρθρο 14 παράγραφος 8, το άρθρο 15 παράγραφος 3 και το άρθρο 16 παράγραφος 3 θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

(24)

Για την έκδοση αποφάσεων που προβλέπουν ανάληψη του ρόλου του εναγομένου από την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 θα πρέπει να χρησιμοποιείται η συμβουλευτική διαδικασία, δεδομένου ότι είναι μεν απαραίτητο να αναλάβει η Ένωση την υπεράσπιση στις εν λόγω περιπτώσεις, αλλά αυτό θα πρέπει να εξακολουθήσει να υπόκειται στον έλεγχο των κρατών μελών. Για την έκδοση αποφάσεων συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 θα πρέπει να χρησιμοποιείται η συμβουλευτική διαδικασία, δεδομένου ότι οι εν λόγω αποφάσεις θα έχουν, στη χειρότερη περίπτωση, προσωρινή απλώς επίπτωση στον προϋπολογισμό της Ένωσης, εφόσον το οικείο κράτος μέλος θα αναγκαστεί να αναλάβει τυχόν χρηματοδοτική ευθύνη που απορρέει από τη διαφορά, αλλά και λόγω των λεπτομερών κριτηρίων τα οποία θεσπίζει ο παρών κανονισμός προκειμένου να μπορούν να γίνουν αποδεκτοί οι συμβιβασμοί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Με την επιφύλαξη της κατανομής των αρμοδιοτήτων που προβλέπει η ΣΛΕΕ, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις διαδικασίες επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους που διεξάγονται βάσει συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος ή στην οποία η Ένωση και τα κράτη μέλη της είναι συμβαλλόμενα μέρη και οι οποίες κινούνται από ενάγοντα τρίτης χώρας. Πιο συγκεκριμένα, η έκδοση και η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού δεν επηρεάζουν την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπουν οι Συνθήκες, μεταξύ άλλων όσον αφορά τυχόν μεταχείριση από την πλευρά των κρατών μελών ή της Ένωσης η οποία αποτελεί αντικείμενο προσφυγής από ενάγοντα επί διαφοράς μεταξύ επενδυτή και κράτους που επιλύεται βάσει συμφωνίας.

2.   Για πληροφοριακούς σκοπούς, η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επικαιροποιεί πίνακα των συμφωνιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

α)   «συμφωνία»: κάθε διεθνής συμφωνία η οποία περιέχει διατάξεις σχετικά με άμεσες ξένες επενδύσεις και στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος ή στην οποία η Ένωση και τα κράτη μέλη της είναι συμβαλλόμενα μέρη και η οποία προβλέπει επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους·

β)   «δαπάνες που προκύπτουν από τη διαιτησία»: οι αμοιβές και οι δαπάνες του διαιτητικού δικαστηρίου και του διαιτητικού οργάνου, καθώς και οι δαπάνες εκπροσώπησης και τα έξοδα που επιδικάζει στον ενάγοντα το διαιτητικό δικαστήριο, όπως το κόστος της μετάφρασης, το κόστος της νομικής και οικονομικής ανάλυσης και άλλες συναφείς δαπάνες στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας·

γ)   «διαφορά»: αξίωση που προβάλλεται από ενάγοντα κατά της Ένωσης ή ενός κράτους μέλους βάσει συμφωνίας και η οποία κρίνεται από διαιτητικό δικαστήριο·

δ)   «επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους»: μηχανισμός προβλεπόμενος από συμφωνία μέσω του οποίου ο ενάγων μπορεί να προβάλει αξιώσεις κατά της Ένωσης ή κράτους μέλους·

ε)   «κράτος μέλος»: ένα ή περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

στ)   «οικείο κράτος μέλος»: το κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται η φερόμενη ως ασύμβατη με τη συμφωνία μεταχείριση·

ζ)   «χρηματοδοτική ευθύνη»: η υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού που επιδικάζεται από διαιτητικό δικαστήριο ή συμφωνείται στο πλαίσιο συμβιβασμού, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών που προκύπτουν από τη διαιτησία·

η)   «συμβιβασμός»: οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ της Ένωσης ή κράτους μέλους ή και των δύο, αφενός, και ενάγοντος, αφετέρου, στο πλαίσιο της οποίας ο ενάγων συμφωνεί να μην επιμείνει στις αξιώσεις του με αντάλλαγμα την καταβολή χρηματικού ποσού ή άλλη ενέργεια εκτός της καταβολής χρηματικού ποσού, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης στην οποία ο συμβιβασμός περιέχεται σε απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου·

θ)   «διαιτητικό δικαστήριο»: κάθε μονομελές ή πολυμελές όργανο το οποίο, βάσει της συμφωνίας, είναι αρμόδιο να κρίνει διαφορά μεταξύ επενδυτή και κράτους·

ι)   «ενάγων»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προβάλλει αξίωση σε διαφορά μεταξύ επενδυτή και κράτους στο πλαίσιο συμφωνίας ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχουν εκχωρηθεί νομίμως οι αξιώσεις του ενάγοντος στο πλαίσιο της συμφωνίας·

ια)   «δίκαιο της Ένωσης»: η ΣΛΕΕ και η ΣΕΕ, καθώς και οι νομικές πράξεις της Ένωσης που αναφέρονται στο δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 288 ΣΛΕΕ και κάθε διεθνής συμφωνία στην οποία η Ένωση ή η Ένωση και τα κράτη μέλη της είναι συμβαλλόμενα μέρη· αποκλειστικά για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «δίκαιο της Ένωσης» δεν νοούνται οι διατάξεις προστασίας των επενδύσεων που περιέχονται στη συμφωνία·

ιβ)   «επιβεβλημένη από το δίκαιο της Ένωσης»: η μεταχείριση στην οποία προβαίνει το οικείο κράτος μέλος μόνο στις περιπτώσεις που, για να αποφύγει την υποτιθέμενη παραβίαση της συμφωνίας, θα έπρεπε να αγνοήσει υποχρέωση που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, όπως για παράδειγμα όταν δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια ή περιθώριο εκτίμησης ως προς το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

Άρθρο 3

Κριτήρια κατανομής

1.   Η χρηματοδοτική ευθύνη που απορρέει από διαφορά δυνάμει συμφωνίας κατανέμεται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η Ένωση φέρει τη χρηματοδοτική ευθύνη που απορρέει από μεταχείριση προερχόμενη από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης·

β)

το οικείο κράτος μέλος φέρει τη χρηματοδοτική ευθύνη που απορρέει από μεταχείριση προερχόμενη απ’ αυτό·

γ)

κατ’ εξαίρεση από το στοιχείο β), η Ένωση φέρει τη χρηματοδοτική ευθύνη που απορρέει από μεταχείριση προερχόμενη από κράτος μέλος στις περιπτώσεις που η μεταχείριση αυτή ήταν επιβεβλημένη από το δίκαιο της Ένωσης.

Με την επιφύλαξη του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου, εφόσον η πράξη του οικείου κράτους μέλους είναι επιβεβλημένη δυνάμει του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να θεραπευθεί η ασυμβατότητα προηγούμενης πράξης με το δίκαιο της Ένωσης, το κράτος μέλος αναλαμβάνει την οικονομική ευθύνη, εκτός αν η εν λόγω προηγούμενη πράξη ήταν επιβεβλημένη από το δίκαιο της Ένωσης.

2.   Όταν προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση με την οποία καθορίζει τη χρηματοδοτική ευθύνη του οικείου κράτους μέλους σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώνονται σχετικά με την απόφαση αυτή.

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το οικείο κράτος μέλος φέρει τη χρηματοδοτική ευθύνη, αν:

α)

έχει αναλάβει τη δυνητική χρηματοδοτική ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 12, ή

β)

συνάπτει συμβιβασμό σύμφωνα με το άρθρο 15.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Ένωση φέρει τη χρηματοδοτική ευθύνη στις περιπτώσεις που η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος σύμφωνα με το άρθρο 4.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΜΕΡΟΣ 1

Διαδικασία επίλυσης διαφορών σχετικών με μεταχείριση προερχόμενη από την Ένωση

Άρθρο 4

Μεταχείριση προερχόμενη από την Ένωση

1.   Η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος αν η διαφορά σχετίζεται με μεταχείριση προερχόμενη από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης.

2.   Αν η Επιτροπή κληθεί σε διαβουλεύσεις από ενάγοντα ή όταν κοινοποιείται στην Επιτροπή η πρόθεση ενάγοντος να υποβάλει αίτηση υπαγωγής σε διαιτησία σύμφωνα με συμφωνία, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

ΜΕΡΟΣ 2

Διαδικασία επίλυσης διαφορών σχετικών με μεταχείριση προερχόμενη από κράτος μέλος

Άρθρο 5

Μεταχείριση προερχόμενη από κράτος μέλος

Το παρόν μέρος εφαρμόζεται σε διαφορές σχετικές, εν όλω ή εν μέρει, με μεταχείριση προερχόμενη από κράτος μέλος.

Άρθρο 6

Συνεργασία και διαβουλεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους

1.   Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ, η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την υπεράσπιση και προστασία των συμφερόντων της Ένωσης και του οικείου κράτους μέλους.

2.   Η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος διεξάγουν διαβουλεύσεις σχετικά με τη διαχείριση των διαφορών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, έχοντας υπόψη τυχόν προθεσμίες που προβλέπουν ο παρών κανονισμός και η σχετική συμφωνία, και ανταλλάσσουν πληροφορίες όποτε κρίνεται σκόπιμο στο πλαίσιο της διαδικασίας επίλυσης διαφορών.

Άρθρο 7

Αίτημα για διαβουλεύσεις

1.   Αν η Επιτροπή κληθεί σε διαβουλεύσεις από ενάγοντα σύμφωνα με τη συμφωνία, ενημερώνει αμέσως το οικείο κράτος μέλος. Αν ένα κράτος μέλος έχει λάβει γνώση ή έχει κληθεί σε διαβουλεύσεις, ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή.

2.   Εκπρόσωποι του οικείου κράτους μέλους και της Επιτροπής συμμετέχουν στην αντιπροσωπεία της Ένωσης στις διαβουλεύσεις.

3.   Το οικείο κράτος μέλος και η Επιτροπή ανταλλάσσουν αμέσως όλες τις πληροφορίες που είναι συναφείς με την υπόθεση.

4.   Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με κάθε αίτημα για διαβουλεύσεις.

Άρθρο 8

Κοινοποίηση της πρόθεσης υποβολής αίτησης υπαγωγής σε διαιτησία

1.   Όταν κοινοποιείται στην Επιτροπή η πρόθεση ενάγοντος να υποβάλει αίτηση υπαγωγής σε διαιτησία σύμφωνα με μια συμφωνία, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το οικείο κράτος μέλος. Όταν ένας ενάγων κοινοποιεί την πρόθεσή του να υποβάλει αίτηση υπαγωγής σε διαιτησία κατά της Ένωσης ή κράτους μέλους, η Επιτροπή, εντός 15 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της κοινοποίησης, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με το όνομα του ενάγοντος, τις διατάξεις της συμφωνίας που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχουν παραβιαστεί, τον σχετικό οικονομικό τομέα, τη μεταχείριση που, κατά τον ενάγοντα, παραβιάζει τη συμφωνία και το ύψος της αποζημίωσης που αξιώνεται από τον ενάγοντα.

2.   Όταν κοινοποιείται σε κράτος μέλος η πρόθεση ενάγοντος να υποβάλει αίτηση υπαγωγής σε διαιτησία, το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή.

3.   Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με κάθε κοινοποίηση πρόθεσης υποβολής αίτησης υπαγωγής σε διαιτησία.

Άρθρο 9

Καθεστώς εναγομένου

1.   Το οικείο κράτος μέλος ενεργεί ως εναγόμενος, εκτός από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεων δυνάμει του άρθρου 6, έχει λάβει απόφαση δυνάμει των παραγράφων 2 ή 3 του παρόντος άρθρου εντός 45 ημερών από τη λήψη της ενημέρωσης ή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 8, ή

β)

το κράτος μέλος, κατόπιν διαβουλεύσεων δυνάμει του άρθρου 6, έχει επιβεβαιώσει στην Επιτροπή εγγράφως ότι δεν προτίθεται να ενεργήσει ως εναγόμενος εντός 45 ημερών από τη λήψη της ενημέρωσης ή της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 8.

Σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις των στοιχείων α) ή β), η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, επί τη βάσει πλήρους, ισόρροπης και εμπεριστατωμένης ανάλυσης και νομικής αιτιολόγησης προς τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22 παράγραφος 2, ότι η Ένωση πρόκειται να ενεργήσει ως εναγόμενος, αν πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η Ένωση θα επιβαρυνθεί με το σύνολο ή έστω με ένα μέρος της δυνητικής χρηματοδοτικής ευθύνης που απορρέει από τη διαφορά, σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 3, ή

β)

η διαφορά έχει σχέση και με μεταχείριση που προέρχεται από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, επί τη βάσει πλήρους, ισόρροπης και εμπεριστατωμένης ανάλυσης και νομικής αιτιολόγησης προς τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22 παράγραφος 3, ότι η Ένωση πρόκειται να ενεργήσει ως εναγόμενος, εάν βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη σχετική προσφυγή κατά της Ένωσης στον ΠΟΕ σχετικά με ανάλογη μεταχείριση, εφόσον έχει ήδη συγκροτηθεί επιτροπή και η σχετική αξίωση αφορά το ίδιο ακριβώς νομικό ζήτημα και εφόσον είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η συνοχή της επιχειρηματολογίας στην υπόθεση ενώπιον του ΠΟΕ.

4.   Όταν ενεργεί δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή διασφαλίζει ότι η άμυνα της Ένωσης προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντα του οικείου κράτους μέλους.

5.   Αμέσως μετά τη λήψη της ενημέρωσης ή της κοινοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 8, η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος διεξάγουν διαβουλεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 6 σχετικά με τη διαχείριση της υπόθεσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος εξασφαλίζουν την τήρηση τυχόν προθεσμιών που προβλέπονται από τη συμφωνία.

6.   Όταν η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 5, η Επιτροπή διαβουλεύεται με το οικείο κράτος μέλος σχετικά με τυχόν προτάσεις ή παρατηρήσεις πριν από την οριστική διατύπωση και κατάθεσή τους. Οι εκπρόσωποι του οικείου κράτους μέλους, κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους και με δικά του έξοδα, συμμετέχουν στην αντιπροσωπεία της Ένωσης σε τυχόν ακροαματική διαδικασία και η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το συμφέρον του κράτους μέλους.

7.   Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για κάθε διαφορά στην οποία εφαρμόζεται το παρόν άρθρο και για τον τρόπο εφαρμογής του.

Άρθρο 10

Διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας από κράτος μέλος

1.   Κράτος μέλος το οποίο ενεργεί ως εναγόμενος, σε όλες τα στάδια της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης τυχόν ακύρωσης, άσκησης ένδικου μέσου ή επανεξέτασης, υποχρεούται δυνάμει του άρθρου 6:

α)

να διαβιβάζει εγκαίρως στην Επιτροπή όλα τα σχετικά έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία·

β)

να ενημερώνει εγκαίρως την Επιτροπή για όλες τις σημαντικές διαδικαστικές ενέργειες και να προσέρχεται σε διαβουλεύσεις με την Επιτροπή κατόπιν σχετικού αιτήματος, προκειμένου να συνεκτιμάται δεόντως κάθε νομικό ζήτημα ή άλλο στοιχείο ενωσιακού ενδιαφέροντος που εγείρει η διαφορά και αναδεικνύει η Επιτροπή σε μη δεσμευτική γραπτή ανάλυση που διαβιβάζεται στο οικείο κράτος μέλος, και

γ)

μετά από αίτημα της Επιτροπής και με δικά της έξοδα, να επιτρέπει στους εκπροσώπους της να συμμετέχουν στην αντιπροσωπεία του στη διαιτητική διαδικασία.

2.   Η Επιτροπή διαβιβάζει στο κράτος μέλος τα σχετικά έγγραφα της διαδικασίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη δυνατή υπεράσπιση.

3.   Μόλις εκδοθεί η διαιτητική απόφαση, το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 11

Διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας από την Ένωση

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 6, όταν η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος σε οποιαδήποτε διαφορά στην οποία κράτος μέλος θα φέρει το σύνολο ή μέρος της δυνητικής χρηματοδοτικής ευθύνης, οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται σε ολόκληρη τη διαιτητική διαδικασία:

α)

η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να υπερασπιστεί και να προστατεύσει τα συμφέροντα του οικείου κράτους μέλους·

β)

το οικείο κράτος μέλος παρέχει κάθε απαιτούμενη συνδρομή στην Επιτροπή·

γ)

η Επιτροπή διαβιβάζει στο οικείο κράτος μέλος όλα τα σχετικά έγγραφα της διαδικασίας, ενημερώνει το κράτος μέλος για όλα τα σημαντικά στάδια της διαδικασίας και προσέρχεται σε διαβουλεύσεις με το κράτος μέλος σε κάθε περίπτωση κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη δυνατή υπεράσπιση·

δ)

η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος προετοιμάζουν την υπεράσπιση σε στενή συνεργασία μεταξύ τους και

ε)

η αντιπροσωπεία της Ένωσης στη διαδικασία αποτελείται από την Επιτροπή και εκπροσώπους του οικείου κράτους μέλους, εκτός εάν το οικείο κράτος μέλος ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στην αντιπροσωπεία της Ένωσης στη διαδικασία.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώνονται τακτικά από την Επιτροπή για τις εξελίξεις που αφορούν τη διαιτητική διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 12

Ανάληψη της δυνητικής χρηματοδοτικής ευθύνης από το οικείο κράτος μέλος όταν η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος

Όταν η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος σε οποιαδήποτε διαφορά στην οποία το κράτος μέλος θα φέρει το σύνολο ή μέρος της δυνητικής χρηματοδοτικής ευθύνης, το οικείο κράτος μέλος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αναλάβει τη δυνητική χρηματοδοτική ευθύνη που απορρέει από τη διαιτησία. Προς τον σκοπό αυτό, το οικείο κράτος μέλος και η Επιτροπή μπορούν να συμφωνήσουν ρυθμίσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων:

α)

μηχανισμούς για την περιοδική καταβολή των εξόδων διαιτησίας·

β)

μηχανισμούς για την καταβολή τυχόν αποζημιώσεων που θα επιδικαστούν σε βάρος της Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΟΤΑΝ Η ΕΝΩΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙ ΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΣ

Άρθρο 13

Συμβιβαστική επίλυση διαφορών σχετικών με μεταχείριση προερχόμενη από την Ένωση

1.   Αν η Επιτροπή φρονεί ότι η συμβιβαστική επίλυση διαφοράς σχετικής με μεταχείριση προερχόμενη αποκλειστικά από την Ένωση είναι προς όφελος της Ένωσης, μπορεί να εκδώσει εκτελεστική πράξη για την έγκριση του συμβιβασμού. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22 παράγραφος 3.

2.   Αν ο συμβιβασμός ενδεχομένως περιλαμβάνει ενέργειες εκτός της καταβολής χρηματικού ποσού, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται για τις εν λόγω ενέργειες.

Άρθρο 14

Συμβιβαστική επίλυση διαφορών σχετικών με μεταχείριση προερχόμενη εν όλω ή εν μέρει από κράτος μέλος όταν η Ένωση επιθυμεί συμβιβασμό

1.   Αν η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος σε διαφορά σχετική με μεταχείριση προερχόμενη, εν όλω ή εν μέρει, από κράτος μέλος και η Επιτροπή φρονεί ότι η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς εξυπηρετεί το οικονομικό συμφέρον της Ένωσης, η Επιτροπή διεξάγει αρχικά διαβουλεύσεις με το οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 6. Διαβουλεύσεις με την Επιτροπή μπορεί να αρχίσει και το κράτος μέλος.

2.   Αν η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος συμφωνήσουν η διαφορά να επιλυθεί με συμβιβασμό, το οικείο κράτος μέλος καταβάλλει προσπάθεια να συμφωνήσει με την Επιτροπή τα απαραίτητα στοιχεία για τη διαπραγμάτευση και την επίτευξη του συμβιβασμού.

3.   Όταν η Ένωση είναι εναγόμενος σε διαφορά δυνάμει της οποίας η οικονομική ευθύνη θα βαρύνει το κράτος μέλος και δεν συντρέχει οικονομική ευθύνη της Ένωσης, μόνο το οικείο κράτος μέλος μπορεί να προβεί σε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 15.

4.   Όταν η Ένωση είναι εναγόμενος δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο β), η Επιτροπή δύναται, κατόπιν διαβουλεύσεων σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1, να αποφασίσει να προβεί στη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, αν η συμβιβαστική επίλυση εξυπηρετεί το οικονομικό συμφέρον της Ένωσης. Κατά τη λήψη της ανωτέρω απόφασης, η Επιτροπή παρέχει πλήρη και ισόρροπη εμπεριστατωμένη ανάλυση και νομική αιτιολόγηση που τεκμηριώνουν το οικονομικό συμφέρον της Ένωσης.

5.   Όταν η Ένωση είναι εναγόμενος σε διαφορά δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 2 η οποία συνεπάγεται αποκλειστικά και μόνο οικονομική ευθύνη της Ένωσης και όχι κάποιου κράτους μέλους, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να προβεί σε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς.

6.   Όταν η Ένωση είναι εναγόμενος σε διαφορά δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 2 η οποία συνεπάγεται οικονομική ευθύνη της Ένωσης και κράτους μέλους, η Επιτροπή δεν δύναται να προβεί σε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς χωρίς τη συναίνεση του οικείου κράτους μέλους. Το οικείο κράτος μέλος δύναται να υποβάλει πλήρη ανάλυση του αντικτύπου του προτεινόμενου συμβιβασμού στο οικονομικό του συμφέρον. Αν το κράτος μέλος δεν συναινέσει στη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, η Επιτροπή μπορεί σε κάθε περίπτωση να αποφασίσει να προβεί σε συμβιβασμό υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω συμβιβασμός δεν πρόκειται να έχει χρηματοοικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις για το οικείο κράτος μέλος βάσει πλήρους και ισόρροπης εμπεριστατωμένης ανάλυσης και νομικής αιτιολόγησης, η οποία λαμβάνει υπόψη την ανάλυση του κράτους μέλους και τεκμηριώνει το οικονομικό συμφέρον της Ένωσης και του οικείου κράτους μέλους. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 19.

7.   Οι όροι του συμβιβασμού δυνάμει των παραγράφων 4, 5 και 6 δεν περιλαμβάνουν άλλες ενέργειες από την πλευρά του οικείου κράτους μέλους πέραν της καταβολής χρηματικού ποσού.

8.   Κάθε συμβιβαστική επίλυση δυνάμει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε έγκριση μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22 παράγραφος 3.

Άρθρο 15

Συμβιβαστική επίλυση διαφορών σχετικών με μεταχείριση προερχόμενη αποκλειστικά από κράτος μέλος όταν το κράτος μέλος επιθυμεί συμβιβασμό

1.   Αν η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος σε διαφορά που αφορά αποκλειστικά μεταχείριση προερχόμενη από κράτος μέλος, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να προτείνει συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το οικείο κράτος μέλος αποδέχεται κάθε δυνητική χρηματοδοτική ευθύνη που προκύπτει από τον συμβιβασμό·

β)

η συμφωνία συμβιβασμού είναι εκτελεστή μόνον έναντι του οικείου κράτους μέλους και

γ)

οι όροι του συμβιβασμού είναι συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης.

2.   Η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος διεξάγουν διαβουλεύσεις προκειμένου να αξιολογήσουν την πρόθεση κράτους μέλους να προβεί σε συμβιβαστική επίλυση διαφοράς.

3.   Το οικείο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή το σχέδιο συμφωνίας συμβιβασμού. Η Επιτροπή τεκμαίρεται ότι αποδέχεται το σχέδιο συμφωνίας συμβιβασμού, εκτός αν, εντός 90 ημερών από την κοινοποίηση του σχεδίου συμβιβασμού από το κράτος μέλος, αποφασίσει άλλως με εκτελεστική πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22 παράγραφος 2, λόγω του ότι το σχέδιο συμβιβασμού δεν πληροί όλες τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Αφού γίνει δεκτό το σχέδιο συμβιβασμού, η Επιτροπή προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την εφαρμογή της συμφωνίας συμβιβασμού.

Άρθρο 16

Συμβιβαστική επίλυση διαφορών σχετικών με μεταχείριση προερχόμενη εν μέρει από κράτος μέλος όταν το εν λόγω κράτος μέλος επιθυμεί συμβιβασμό

1.   Αν η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος σε διαφορά σχετική με μεταχείριση προερχόμενη εν μέρει από κράτος μέλος και το κράτος μέλος φρονεί ότι η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς εξυπηρετεί το οικονομικό του συμφέρον, διεξάγει αρχικά διαβουλεύσεις με την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 6.

2.   Αν η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος συμφωνήσουν η διαφορά να επιλυθεί με συμβιβασμό, το οικείο κράτος μέλος καταβάλλει προσπάθεια να συμφωνήσει με την Επιτροπή τα απαραίτητα στοιχεία για τη διαπραγμάτευση και την επίτευξη του συμβιβασμού.

3.   Αν η Επιτροπή δεν συναινέσει στη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να αρνηθεί τον συμβιβασμό, βάσει πλήρους και ισόρροπης εμπεριστατωμένης ανάλυσης και νομικής αιτιολόγησης προς τα κράτη μέλη, μέσω εκτελεστικής πράξης. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 22 παράγραφος 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΠΛΗΡΩΜΕΣ ΚΑΤΟΠΙΝ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΩΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Ή ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΩΝ

Άρθρο 17

Πεδίο εφαρμογής

Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στις διαφορές στις οποίες η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος.

Άρθρο 18

Διαδικασία πληρωμών κατόπιν διαιτητικών αποφάσεων ή συμβιβασμών

1.   Ενάγων υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί τελεσίδικη διαιτητική απόφαση στο πλαίσιο συμφωνίας μπορεί να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή για την καταβολή του επιδικασθέντος ποσού. Η Επιτροπή καταβάλλει το επιδικασθέν ποσό, εκτός αν το οικείο κράτος μέλος έχει αναλάβει τη χρηματοδοτική ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 12, οπότε το επιδικασθέν ποσό καταβάλλεται από το κράτος μέλος.

2.   Αν συμβιβασμός σύμφωνα με το άρθρο 13 ή 14 δεν έχει καταχωριστεί σε διαιτητική απόφαση, ο ενάγων μπορεί να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή για την καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού στον συμβιβασμό. Η Επιτροπή καταβάλλει το συμφωνηθέν ποσό εντός των προθεσμιών που ορίζει η συμφωνία συμβιβασμού.

Άρθρο 19

Διαδικασία όταν δεν υφίσταται συμφωνία ως προς τη χρηματοδοτική ευθύνη

1.   Αν η Ένωση ενεργεί ως εναγόμενος σύμφωνα με το άρθρο 9 και η Επιτροπή φρονεί ότι το ποσό που επιδικάστηκε από το διαιτητικό δικαστήριο ή συμφωνήθηκε στο πλαίσιο συμβιβασμού ή οι δαπάνες που προκύπτουν από τη διαιτησία πρέπει να καταβληθούν, εν όλω ή εν μέρει, από το οικείο κράτος μέλος βάσει των κριτηρίων του άρθρου 3 παράγραφος 1, εφαρμόζεται η διαδικασία των παραγράφων 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

2.   Η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος αρχίζουν αμέσως διαβουλεύσεις προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τη χρηματοδοτική ευθύνη του οικείου κράτους μέλους και της Ένωσης, αν υφίσταται ευθύνη της.

3.   Εντός τριών μηνών από τη λήψη από την Επιτροπή της αίτησης πληρωμής του ποσού που επιδικάστηκε ή συμφωνήθηκε στο πλαίσιο συμβιβασμού ή των δαπανών που προκύπτουν από τη διαιτησία, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση η οποία απευθύνεται προς το οικείο κράτος μέλος και με την οποία καθορίζεται το ποσό που θα καταβάλει το εν λόγω κράτος. Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την απόφαση και την οικονομική της αιτιολόγηση.

4.   Αν το οικείο κράτος μέλος δεν προβάλει αντιρρήσεις σχετικά με τον καθορισμό του ποσού από την Επιτροπή εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος της απόφασης της παραγράφου 3, το κράτος μέλος αποδίδει στον προϋπολογισμό της Ένωσης το ποσό που επιδικάστηκε ή συμφωνήθηκε στο πλαίσιο συμβιβασμού ή τις δαπάνες που προκύπτουν από τη διαιτησία εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος της απόφασης της Επιτροπής. Το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται να καταβάλει τυχόν οφειλόμενους τόκους με το επιτόκιο που ισχύει για χρηματικές οφειλές προς τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

5.   Αν το οικείο κράτος μέλος προβάλει αντιρρήσεις και η Επιτροπή διαφωνεί με τις αντιρρήσεις του κράτους μέλους, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση εντός έξι μηνών από τη λήψη των αντιρρήσεων του κράτους μέλους με την οποία ζητεί από το οικείο κράτος μέλος να αποδώσει το ποσό που κατέβαλε η Επιτροπή εντόκως με το επιτόκιο που ισχύει για άλλες χρηματικές οφειλές προς τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

6.   Οι αποφάσεις της Επιτροπής που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 3 και 5 δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 20

Προκαταβολή των εξόδων που προκύπτουν από διαιτησία

1.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί από το οικείο κράτος μέλος να καταβάλει εκ των προτέρων στον προϋπολογισμό της Ένωσης ποσά για την κάλυψη τυχόν εξόδων που αναμένεται να προκύψουν ή έχουν προκύψει από τη διαιτησία. Η εν λόγω απόφαση για χρηματικές συνεισφορές είναι αναλογική και λαμβάνει υπόψη τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 3.

2.   Αν το διαιτητικό δικαστήριο διατάξει την απόδοση στην Ένωση των εξόδων που προκύπτουν από τη διαιτησία και το οικείο κράτος μέλος έχει προβεί σε περιοδικές καταβολές των εξόδων διαιτησίας, η Επιτροπή μεριμνά για τη μεταβίβαση των σχετικών ποσών στο κράτος μέλος που τα έχει προκαταβάλει, εντόκως με το επιτόκιο που ισχύει για χρηματικές οφειλές προς τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

Άρθρο 21

Πληρωμή από κράτος μέλος

Οι επιστροφές ποσών σε κράτος μέλος ή οι καταβολές από κράτος μέλος στον προϋπολογισμό της Ένωσης, για την πληρωμή ποσών στο πλαίσιο διαιτητικών αποφάσεων ή συμβιβασμών ή δαπανών που προκύπτουν από τη διαιτησία, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, θεωρούνται εσωτερικά έσοδα για ειδικό προορισμό κατά την έννοια του άρθρου 21 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012. Τα εν λόγω ποσά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη δαπανών που απορρέουν από συμφωνίες που συνάπτονται σύμφωνα με το άρθρο 218 ΣΛΕΕ οι οποίες προβλέπουν την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους ή για την αναπλήρωση πιστώσεων που προβλέπονταν αρχικά για την πληρωμή ποσών στο πλαίσιο διαιτητικών αποφάσεων ή συμβιβασμών ή δαπανών που προκύπτουν από τη διαιτησία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 22

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή συμφωνιών επενδύσεων την οποία προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1219/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 23

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, σε τακτά χρονικά διαστήματα, αναλυτική έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου του καταλόγου των αξιώσεων που έχουν εγερθεί σε βάρος της Ένωσης ή των κρατών μελών, των συναφών διαδικασιών και αποφάσεων και των δημοσιονομικών επιπτώσεων στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Η πρώτη έκθεση υποβάλλεται το αργότερο έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2019. Οι επόμενες εκθέσεις υποβάλλονται ανά τριετία.

2.   Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σε ετήσια βάση κατάλογο των αιτημάτων για διαβουλεύσεις από ενάγοντες, των αξιώσεων και των διαιτητικών αποφάσεων.

3.   Η Επιτροπή μπορεί επίσης να υποβάλει, μαζί με την έκθεση της παραγράφου 1 και βάσει των πορισμάτων στα οποία καταλήγει, πρόταση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 24

Διαφορές που απορρέουν από συμφωνίες που συνήφθησαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού

Όσον αφορά διαφορές που απορρέουν από συμφωνίες οι οποίες εμπίπτουν στο άρθρο 1 και συνήφθησαν πριν από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο όσον αφορά διαφορές στις οποίες η διαιτητική διαδικασία κινήθηκε μετά τις 17 Σεπτεμβρίου 2014 με αντικείμενο μεταχείριση μεταγενέστερη της 17ης Σεπτεμβρίου 2014.

Άρθρο 25

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ L 298 της 26.10.2012, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1219/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, που αφορά τη θέσπιση μεταβατικών ρυθμίσεων στο πλαίσιο διμερών επενδυτικών συμφωνιών μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών (ΕΕ L 351 της 20.12.2012, σ. 40).


Κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής

Η έκδοση και η εφαρμογή του κανονισμού αυτού δεν θίγουν την κατανομή αρμοδιοτήτων που προβλέπεται από τις Συνθήκες και δεν ερμηνεύονται ως άσκηση συντρέχουσας αρμοδιότητας από την Ένωση σε τομείς στους οποίους δεν έχει ασκηθεί η αρμοδιότητα της Ένωσης.


ΟΔΗΓΙΕΣ

28.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257/135


ΟΔΗΓΊΑ 2014/89/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 2014

περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2, το άρθρο 100 παράγραφος 2, το άρθρο 192 παράγραφος 1 και το άρθρο 194 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η υψηλή και ταχέως αυξανόμενη ζήτηση για θαλάσσιο χώρο για διάφορους σκοπούς, όπως εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, αναζήτηση και εκμετάλλευση πετρελαίου και φυσικού αερίου, δραστηριότητες θαλασσίων μεταφορών και αλιείας, διατήρηση των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας, εξόρυξη πρώτων υλών, τουρισμός, εγκαταστάσεις υδατοκαλλιέργειας και υποθαλάσσια πολιτιστική κληρονομιά, καθώς και οι πολλαπλές πιέσεις επί των παράκτιων πόρων, απαιτούν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση προγραμματισμού και διαχείρισης.

(2)

Μια τέτοια προσέγγιση της διαχείρισης του ωκεανού και της θαλάσσιας διακυβέρνησης έχει αναπτυχθεί στην ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική για την Ευρωπαϊκή Ένωση («ΟΘΠ»), περιβαλλοντικό πυλώνα της οποίας αποτελεί η οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Στόχος της ΟΘΠ είναι η στήριξη της αειφόρου ανάπτυξης των θαλασσών και ωκεανών και η συμβολή στη λήψη συντονισμένων, συνεκτικών και διατυπωμένων με ακρίβεια αποφάσεων όσον αφορά τις τομεακές πολιτικές της Ένωσης με επίπτωση στους ωκεανούς, στις θάλασσες, στα νησιά, στις παράκτιες και στις εξόχως απόκεντρες περιοχές και στους θαλάσσιους τομείς, μεταξύ άλλων και μέσω στρατηγικών για τις θαλάσσιες λεκάνες ή μακροπεριφερειακών στρατηγικών, με παράλληλη επίτευξη καλής περιβαλλοντικής κατάστασης όπως ορίζεται στην οδηγία 2008/56/ΕΚ.

(3)

Η ΟΘΠ προσδιορίζει τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό ως διατομεακό μέσο πολιτικής που επιτρέπει στις δημόσιες αρχές και τους ενδιαφερομένους να εφαρμόζουν συντονισμένη, ολοκληρωμένη και διασυνοριακή προσέγγιση. Η εφαρμογή μιας προσέγγισης με βάση το οικοσύστημα θα συμβάλει στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και μεγέθυνση των θαλάσσιων και παράκτιων οικονομιών και στην αειφόρο χρήση των θαλάσσιων και παράκτιων πόρων.

(4)

Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός στηρίζει και διευκολύνει την εφαρμογή της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη (στρατηγική Ευρώπη 2020), η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα συμπεράσματά του της 17ης Ιουνίου 2010, και αποσκοπεί στην επίτευξη υψηλών επιπέδων απασχόλησης, παραγωγικότητας και κοινωνικής συνοχής, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης μιας ανταγωνιστικότερης, πιο αποδοτικής ως προς την αξιοποίηση των πόρων και πιο πράσινης οικονομίας. Ο παράκτιος και θαλάσσιος τομέας έχουν σημαντικές δυνατότητες βιώσιμης ανάπτυξης και είναι καίριας σημασίας για την υλοποίηση της στρατηγικής Ευρώπη 2020.

(5)

Στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Γαλάζια Ανάπτυξη — ευκαιρίες για βιώσιμη ανάπτυξη στους τομείς της θάλασσας και της ναυτιλίας», η Επιτροπή εντόπισε ορισμένες υπό εξέλιξη πρωτοβουλίες της Ένωσης που αποσκοπούν στην εφαρμογή της στρατηγικής Ευρώπη 2020 καθώς και ορισμένες δραστηριότητες στις οποίες θα μπορούσαν να εστιάσουν στο μέλλον οι πρωτοβουλίες για «Γαλάζια Ανάπτυξη», οι οποίες θα μπορούσαν να υποστηριχθούν επαρκώς από την αυξημένη εμπιστοσύνη και ασφάλεια των επενδυτών που επιτυγχάνεται μέσω του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού.

(6)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1255/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), για τη θέσπιση προγράμματος στήριξης της περαιτέρω ανάπτυξης μιας ολοκληρωμένης θαλάσσιας πολιτικής, στήριξε και διευκόλυνε την εφαρμογή του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και της ολοκληρωμένης διαχείρισης των παράκτιων ζωνών. Τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Θάλασσας και Αλιείας (6), θα επιτρέψουν να στηριχθεί η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας για την περίοδο 2014-2020.

(7)

Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (UNCLOS) αναφέρει στο προοίμιο ότι τα θέματα που αφορούν τη χρήση του ωκεάνιου χώρου είναι στενά αλληλένδετα και πρέπει να εξεταστούν στο σύνολό τους. Ο σχεδιασμός του ωκεάνιου χώρου συνιστά λογικά το επόμενο στάδιο που θα επιτρέψει τη διάρθρωση των υποχρεώσεων και της χρήσης των δικαιωμάτων που χορηγούνται στο πλαίσιο της UNCLOS και αποτελεί πρακτικό εργαλείο για την παροχή βοήθειας στα κράτη μέλη ώστε να τηρούν τις υποχρεώσεις τους.

(8)

Για να προωθηθεί η βιώσιμη συνύπαρξη των χρήσεων και, κατά περίπτωση, η κατάλληλη χωροθέτηση των συναφών χρήσεων στον θαλάσσιο χώρο, θα πρέπει να τεθεί ένα πλαίσιο το οποίο να περιλαμβάνει τουλάχιστον τη θέσπιση και την εφαρμογή από τα κράτη μέλη θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού που να καταλήγει σε σχέδια.

(9)

Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός θα συμβάλλει στην αποτελεσματική διαχείριση των θαλάσσιων δραστηριοτήτων και στη βιώσιμη χρήση των θαλάσσιων και παράκτιων πόρων δημιουργώντας ένα πλαίσιο για μια διαδικασία λήψης αποφάσεων συνεπή, διαφανή, βιώσιμη και βάσει στοιχείων. Για να επιτύχει τους στόχους της, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να καθορίσει υποχρεώσεις για τη θέσπιση διαδικασίας θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, ο οποίος θα καταλήγει σε θαλάσσιο χωροταξικό σχέδιο ή σχέδια· η διαδικασία θα πρέπει να συνεκτιμά τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας και να προωθεί τη συνεργασία κρατών μελών. Με την επιφύλαξη του ισχύοντος κεκτημένου της Ένωσης στους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών, της αλιείας και του περιβάλλοντος, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επιβάλλει καμία νέα υποχρέωση, ιδίως σε σχέση με τις συγκεκριμένες επιλογές των κρατών μελών όσον αφορά τον τρόπο υλοποίησης των τομεακών πολιτικών, αλλά θα πρέπει να συμβάλλει στις πολιτικές αυτές μέσω της διαδικασίας σχεδιασμού.

(10)

Χάριν συνεπείας και ασφαλείας δικαίου θα πρέπει να καθοριστεί το γεωγραφικό πεδίο του θαλασσίου χωροταξικού σχεδιασμού σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία της Ένωσης και το διεθνές ναυτικό δίκαιο, ιδίως τη UNCLOS. Οι αρμοδιότητες των κρατών μελών σε σχέση με τα θαλάσσια σύνορα και τη δικαιοδοσία δεν μεταβάλλονται με την παρούσα οδηγία.

(11)

Ενώ είναι σκόπιμο να παρέχει η Ένωση ένα πλαίσιο για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι υπεύθυνα και αρμόδια για τον σχεδιασμό και τον καθορισμό, στα θαλάσσια ύδατά τους, της μορφής και του περιεχομένου των εν λόγω σχεδίων, συμπεριλαμβανομένων θεσμικών ρυθμίσεων και, κατά περίπτωση, για την αντίστοιχη κατανομή του θαλάσσιου χώρου στις διάφορες δραστηριότητες και χρήσεις.

(12)

Προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας και της επικουρικότητας, καθώς και για την ελαχιστοποίηση του πρόσθετου διοικητικού φόρτου, η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, να βασίζεται στους υφισταμένους εθνικούς, περιφερειακούς και τοπικούς κανόνες και μηχανισμούς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καθορίζονται στη σύσταση 2002/413/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) ή στην απόφαση 2010/631/ΕΕ του Συμβουλίου (8).

(13)

Στα θαλάσσια ύδατα, τα οικοσυστήματα και οι θαλάσσιοι πόροι υφίστανται σημαντικές πιέσεις. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι κίνδυνοι φυσικών καταστροφών και η δυναμική των ακτογραμμών, όπως διάβρωση ή προσχώσεις, μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο της παραλίας, καθώς και στα θαλάσσια οικοσυστήματα, οδηγώντας σε υποβάθμιση του περιβάλλοντος, απώλεια βιοποικιλότητας και υποβάθμιση των οικοσυστημικών υπηρεσιών. Οι πιέσεις αυτές θα πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη στην εκπόνηση των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων. Επιπλέον, τα υγιή θαλάσσια οικοσυστήματα και οι πολλαπλές υπηρεσίες που συνδέονται με αυτά, αν ενταχθούν σε αποφάσεις προγραμματισμού, μπορεί να φέρουν σημαντικά οφέλη όσον αφορά την παραγωγή τροφίμων, την αναψυχή και τον τουρισμό, τον μετριασμό των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή σε αυτή, καθώς και τον έλεγχο της δυναμικής των ακτογραμμών και την πρόληψη καταστροφών.

(14)

Προκειμένου να προωθηθεί η βιώσιμη ανάπτυξη των θαλάσσιων οικονομιών, των θαλάσσιων περιοχών και η βιώσιμη χρήση των θαλάσσιων πόρων, ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός θα πρέπει να εφαρμόζει μία προσέγγιση βασισμένη στο οικοσύστημα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ, ούτως ώστε η σωρευτική πίεση από όλες τις δραστηριότητες να διατηρείται σε επίπεδα συμβατά με μια καλή περιβαλλοντική κατάσταση και η ικανότητα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων να ανταποκρίνονται σε ανθρωπογενείς μεταβολές να μην τίθεται σε κίνδυνο, συνεισφέροντας ταυτόχρονα και στη βιώσιμη χρήση των θαλάσσιων αγαθών και υπηρεσιών από τη σημερινή και από τις μελλοντικές γενεές. Επιπλέον, μία προσέγγιση βασισμένη στο οικοσύστημα θα πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο προσαρμοσμένο στα συγκεκριμένα οικοσυστήματα και σε άλλες ιδιαιτερότητες των διάφορων θαλάσσιων περιφερειών και να λαμβάνει υπόψη τις τρέχουσες εργασίες στις περιφερειακές συμβάσεις για τη θάλασσα, αξιοποιώντας τις υπάρχουσες γνώσεις και εμπειρίες. Η προσέγγιση αυτή θα επιτρέψει και μία ευέλικτη διαχείριση, η οποία εξασφαλίζει βελτίωση και περαιτέρω ανάπτυξη καθώς ενισχύονται οι εμπειρίες και η γνώση, λαμβανομένης υπόψη της διαθεσιμότητας δεδομένων και πληροφοριών σε επίπεδο θαλάσσιας λεκάνης για την υλοποίηση αυτής της προσέγγισης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη της αρχή της προφύλαξης και την αρχή της προληπτικής δράσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 191 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(15)

Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός θα συμβάλλει, μεταξύ άλλων, στην επίτευξη των στόχων της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου (10), της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (12), της απόφασης αριθ. 884/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), της οδηγίας 2008/56/ΕΚ, υπενθυμίζοντας την ανακοίνωση της Επιτροπής της 3ης Μαΐου 2011 με τίτλο «Η ασφάλεια ζωής μας, το φυσικό μας κεφάλαιο: στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2020», την ανακοίνωση της Επιτροπής της 20ής Σεπτεμβρίου 2011 με τίτλο «Χάρτης πορείας για μια αποδοτική, από πλευράς πόρων, Ευρώπη», την ανακοίνωση της Επιτροπής της 16ης Απριλίου 2013 με τίτλο «Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή» και την ανακοίνωση της Επιτροπής της 21ης Ιανουαρίου 2009 με τίτλο «Στρατηγικοί στόχοι και συστάσεις πολιτικής της ΕΕ για τις θαλάσσιες μεταφορές μέχρι το 2018», καθώς και, ενδεχομένως, των στόχων της περιφερειακής πολιτικής της Ένωσης, περιλαμβανομένων των θαλάσσιων λεκανών και των μακροπεριφερειακών στρατηγικών.

(16)

Οι θαλάσσιες και οι παράκτιες δραστηριότητες συχνά συνδέονται στενά μεταξύ τους. Προκειμένου να προωθηθεί η βιώσιμη χρήση του θαλάσσιου χώρου, ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας. Για τον λόγο αυτόν ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός μπορεί να διαδραματίσει πολύ χρήσιμο ρόλο στον καθορισμό των προσανατολισμών που σχετίζονται με τη βιώσιμη και ολοκληρωμένη διαχείριση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη θάλασσα, τη διατήρηση του περιβάλλοντος διαβίωσης, την ευαισθησία των παράκτιων οικοσυστημάτων, τη διάβρωση, καθώς και κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός θα πρέπει να αποσκοπεί στην ενσωμάτωση της θαλάσσιας διάστασης μερικών παράκτιων χρήσεων ή δραστηριοτήτων και των επιπτώσεών τους, και, τέλος, να καθιστά δυνατό ένα ολοκληρωμένο και στρατηγικό όραμα.

(17)

Η παρούσα οδηγία-πλαίσιο δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε συστήματος χερσαίου χωρικού σχεδιασμού που χρησιμοποιείται για τον σχεδιασμό χρήσεων γης στο χερσαίο και παράκτιο χώρο. Εάν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν χωρικό σχεδιασμό σε παράκτια ύδατα ή σε τμήματα αυτών, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει εφαρμόζεται στα εν λόγω ύδατα.

(18)

Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός θα πρέπει να καλύπτει πλήρως τη διαδικασία εντοπισμού προβλημάτων και ευκαιριών, συλλογής πληροφοριών, σχεδιασμού, λήψης αποφάσεων, εφαρμογής, αναθεώρησης ή επικαιροποίησης, και παρακολούθησης της εφαρμογής, και να συνεκτιμά καταλλήλως τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας και τις βέλτιστες διαθέσιμες γνώσεις. Θα πρέπει να αξιοποιούνται πλήρως οι μηχανισμοί που προβλέπονται στην υφιστάμενη ή στη μελλοντική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης 2010/477/ΕΕ της Επιτροπής (15) και της πρωτοβουλίας «Γνώσεις για τη θάλασσα 2020» της Επιτροπής.

(19)

Κύριος σκοπός του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού είναι να προωθήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη και να καθορίσει την αξιοποίηση του θαλάσσιου χώρου για διαφορετικές χρήσεις καθώς και να διαχειρισθεί τις χρήσεις και συγκρούσεις των χρήσεων στις θαλάσσιες περιοχές. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός αποσκοπεί επίσης στον καθορισμό και την ενθάρρυνση διαφορετικών χρήσεων σύμφωνα με τις σχετικές εθνικές πολιτικές και νομοθεσία. Για την επίτευξη του εν λόγω στόχου, τα κράτη μέλη θα πρέπει τουλάχιστον να εξασφαλίσουν ότι η διαδικασία ή οι διαδικασίες σχεδιασμού θα οδηγήσουν σε έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό που θα εντοπίζει τις διαφορετικές χρήσεις του θαλάσσιου χώρου και λαμβάνοντας υπόψη και τις πιθανές μακροπρόθεσμες αλλαγές που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή.

(20)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαβουλεύονται και να συντονίζουν τα σχέδιά τους με τις αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και να συνεργάζονται με τις αρχές της τρίτης χώρας σε μια θαλάσσια περιοχή, σύμφωνα με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εν λόγω κρατών μελών και τρίτων χωρών δυνάμει του ενωσιακού και του διεθνούς δικαίου. Η αποτελεσματική διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και με γειτονικές τρίτες χώρες προϋποθέτει ότι οι αρμόδιες αρχές σε κάθε κράτος μέλος είναι γνωστές. Συνεπώς, τα κράτη μέλη ορίζουν την αρμόδια αρχή ή αρχές που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Δεδομένων των διαφορών μεταξύ των διαφόρων θαλάσσιων περιφερειών ή υποπεριφερειών και παράκτιων περιοχών, δεν είναι σκόπιμο να ρυθμιστεί λεπτομερώς στην παρούσα οδηγία η μορφή των εν λόγω μηχανισμών συνεργασίας.

(21)

Η διαχείριση των θαλάσσιων περιοχών είναι πολύπλοκη και περιλαμβάνει διάφορα επίπεδα αρχών, οικονομικών φορέων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών. Για να προωθηθεί αποτελεσματικά η βιώσιμη ανάπτυξη είναι σημαντικό οι ενδιαφερόμενοι φορείς, οι αρχές και το κοινό να γνωμοδοτούν σε κατάλληλο στάδιο της εκπόνησης θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Ένα καλό παράδειγμα διατάξεων περί δημοσίας διαβουλεύσεως βρίσκεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16).

(22)

Μέσω των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων τα κράτη μέλη μπορούν να μειώσουν τον διοικητικό φόρτο και κόστος εφαρμογής άλλων συναφών τμημάτων της ενωσιακής νομοθεσίας. Τα χρονοδιαγράμματα για τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια θα πρέπει, συνεπώς, όταν υπάρχει δυνατότητα, να είναι συνεπή με τα χρονοδιαγράμματα άλλων συναφών νομοθετημάτων, και ιδίως της οδηγίας 2009/28/ΕΚ, η οποία απαιτεί το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας το 2020 να είναι τουλάχιστον 20 %, και η οποία χαρακτηρίζει τον συντονισμό των διαδικασιών έγκρισης, πιστοποίησης και προγραμματισμού, στις οποίες περιλαμβάνεται ο χωροταξικός σχεδιασμός, ως σημαντική συμβολή στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές· της οδηγίας 2008/56/ΕΚ και στο σημείο 6 του μέρους Α του παραρτήματος της απόφασης 2010/477/ΕΕ, όπου απαιτείται τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχουν ή να διατηρήσουν καλή περιβαλλοντική κατάσταση για το θαλάσσιο περιβάλλον το αργότερο έως το 2020 και όπου ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός προσδιορίζεται ως εργαλείο για τη στήριξη της προσέγγισης με βάση το οικοσύστημα όσον αφορά τη διαχείριση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, προκειμένου να επιτευχθεί καλή περιβαλλοντική κατάσταση· της απόφασης αριθ. 884/2004/ΕΚ η οποία απαιτεί το διευρωπαϊκό δίκτυο μεταφορών να έχει αναπτυχθεί έως το 2020, μέσω της ολοκλήρωσης των δικτύων υποδομής χερσαίων, θαλάσσιων και αεροπορικών μεταφορών της Ευρώπης.

(23)

Η οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) καθιερώνει την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ως σημαντικό εργαλείο για την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών ζητημάτων στην εκπόνηση και έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων. Όταν τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον υπόκεινται στην οδηγία 2001/42/ΕΚ. Όταν στα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια περιλαμβάνονται τόποι Natura 2000, η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μπορεί να συνδυάζεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, ώστε να αποφεύγεται η επικάλυψη.

(24)

Για να εξασφαλισθεί ότι τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια βασίζονται σε αξιόπιστα στοιχεία και για την αποφυγή πρόσθετου διοικητικού φόρτου, είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν τα καλύτερα διαθέσιμα δεδομένα και πληροφορίες, ενθαρρύνοντας τους ενδιαφερομένους να μοιράζονται δεδομένα και πληροφορίες και αξιοποιώντας τα υφιστάμενα μέσα και εργαλεία συλλογής δεδομένων, όπως αυτά που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Γνώσεις για τη θάλασσα 2020» και της οδηγίας 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18).

(25)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαβιβάζουν αντίγραφα των θαλάσσιων χωροταξικών τους σχεδίων και οποιεσδήποτε αναθεωρήσεις αυτών στην Επιτροπή ώστε να της επιτρέπουν την παρακολούθηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη, καθώς και υπάρχουσες πληροφορίες που διατίθενται βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης, για να ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(26)

Η έγκαιρη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων της παρούσας οδηγίας είναι καίριας σημασίας, δεδομένου ότι η Ένωση έχει θεσπίσει σειρά πρωτοβουλιών πολιτικής που πρέπει να εφαρμοστούν έως το έτος 2020, στη στήριξη και τη συμπλήρωση των οποίων αποσκοπεί η παρούσα οδηγία.

(27)

Η υποχρέωση ενός περίκλειστου κράτους μέλους να μεταφέρει στο εθνικό του δίκαιο και να εφαρμόσει τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα ήταν δυσανάλογη και περιττή. Συνεπώς, αυτά τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξαιρούνται από την υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό τους δίκαιο και εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας οδηγίας,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Η παρούσα οδηγία καθορίζει ένα πλαίσιο για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό με σκοπό την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης των θαλάσσιων οικονομιών, τη βιώσιμη ανάπτυξη των θαλάσσιων περιοχών και τη βιώσιμη χρήση των θαλάσσιων πόρων.

2.   Ενταγμένο στην ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική της Ένωσης, το πλαίσιο αυτό προβλέπει τη θέσπιση και εφαρμογή θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού από τα κράτη μέλη, συμβάλλοντας στους στόχους του άρθρου 5, λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας και την ενισχυμένη διασυνοριακή συνεργασία, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της UNCLOS.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε θαλάσσια ύδατα κρατών μελών με την επιφύλαξη άλλης νομοθεσίας της Ένωσης. Δεν εφαρμόζεται στα παράκτια ύδατα ή σε τμήματα αυτών που εμπίπτουν στον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό κράτους μέλους, εφόσον αυτό αναφέρεται στα θαλάσσια χωροταξικά σχέδιά του.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες με αποκλειστικό σκοπό την άμυνα ή την εθνική ασφάλεια.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να σχεδιάζουν και να καθορίζουν, εντός των θαλάσσιων υδάτων, την έκταση και το περιεχόμενο των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων τους. Δεν εφαρμόζεται στην πολεοδομία και τη χωροταξία.

4.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα κυριαρχικά δικαιώματα και τη δικαιοδοσία των κρατών μελών επί των θαλασσίων υδάτων, τα οποία απορρέουν από τις σχετικές διατάξεις του διεθνούς δικαίου, ιδίως δε από την UNCLOS. Ειδικότερα, η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θίγει τη χάραξη και την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της UNCLOS.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «ολοκληρωμένη θαλάσσια πολιτική» (ΟΘΠ) νοείται η πολιτική της Ένωσης που έχει ως στόχο να προαγάγει τη συντονισμένη και συνεπή λήψη αποφάσεων με σκοπό τη μεγιστοποίηση της βιώσιμης ανάπτυξης, της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής των κρατών μελών, ιδίως σε ό,τι αφορά τις παράκτιες, νησιωτικές και εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης, καθώς και τους θαλάσσιους τομείς της, μέσω συνεκτικών και συνδεόμενων με τη θάλασσα πολιτικών και μέσω της διεθνούς συνεργασίας·

2)

ως «θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός» νοείται η διαδικασία με την οποία οι αρχές του οικείου κράτους μέλους αναλύουν και οργανώνουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες στις θαλάσσιες περιοχές για την επίτευξη οικολογικών, οικονομικών και κοινωνικών στόχων·

3)

ως «θαλάσσια περιοχή» νοείται η θαλάσσια περιοχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ·

4)

ως «θαλάσσια ύδατα» νοούνται τα ύδατα, ο θαλάσσιος βυθός και το υπέδαφος, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1) στοιχείο α) της οδηγίας 2008/56/ΕΚ και ως «παράκτια ύδατα» νοούνται τα ύδατα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 7) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ, καθώς και ο βυθός και το υπέδαφός τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Άρθρο 4

Θέσπιση και εφαρμογή θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού

1.   Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει και εφαρμόζει θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό.

2.   Κατά τη διαδικασία αυτή τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας.

3.   Το αντίστοιχο σχέδιο ή σχέδια αναπτύσσονται και καταρτίζονται στο θεσμικό και διοικητικό επίπεδο που καθορίζεται από τα κράτη μέλη. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να σχεδιάζουν και να καθορίζουν τη μορφή και το περιεχόμενο του σχεδίου ή σχεδίων αυτών.

4.   Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός έχει ως σκοπό να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του άρθρου 5 και πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 6 και 8.

5.   Κατά την κατάρτιση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις ιδιαιτερότητες των θαλάσσιων περιοχών, τις συναφείς υπάρχουσες και μελλοντικές δραστηριότητες και χρήσεις και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον και επί των φυσικών πόρων, και λαμβάνουν επίσης υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να περιλάβουν ή να αξιοποιήσουν τις υπάρχουσες εθνικές πολιτικές, κανονισμούς και μηχανισμούς που έχουν θεσπιστεί ή θεσπίζονται πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, αν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 5

Στόχοι του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού

1.   Κατά την εκπόνηση και εφαρμογή θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές πτυχές για τη στήριξη και προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης στη θάλασσα εφαρμόζοντας μία προσέγγιση που βασίζεται στο οικοσύστημα, καθώς και για την προώθηση της συνύπαρξης σχετικών δραστηριοτήτων και χρήσεων.

2.   Μέσω των θαλάσσιων χωροταξικών τους σχεδίων, τα κράτη μέλη έχουν στόχο να συμβάλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη των ενεργειακών τομέων στη θάλασσα, των θαλάσσιων μεταφορών και των τομέων της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, καθώς και στη διατήρηση, προστασία και βελτίωση του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένης της ανθεκτικότητας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Επιπλέον, τα κράτη μέλη δύνανται να επιδιώξουν άλλους στόχους, όπως η προώθηση του βιώσιμου τουρισμού και η βιώσιμη εξόρυξη πρώτων υλών.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίσουν με ποιον τρόπο λαμβάνουν υπόψη και σταθμίζουν τους διάφορους στόχους στο θαλάσσιο χωροταξικό τους σχέδιο ή σχέδια.

Άρθρο 6

Ελάχιστες απαιτήσεις για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικαστικά στάδια για να συμβάλλουν στους στόχους του άρθρου 5, λαμβάνοντας υπόψη σχετικές δραστηριότητες και χρήσεις σε θαλάσσια ύδατα.

2.   Εν προκειμένω, τα κράτη μέλη:

α)

λαμβάνουν υπόψη τις αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας·

β)

λαμβάνουν υπόψη περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές πτυχές, καθώς και ζητήματα ασφάλειας·

γ)

θέτουν ως στόχο την προώθηση της συνεκτικότητας μεταξύ του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και του σχετικού σχεδίου ή σχεδίων και άλλων διαδικασιών, όπως η ολοκληρωμένη παράκτια διαχείριση περιοχών ή ισοδύναμες επίσημες ή ανεπίσημες πρακτικές·

δ)

εξασφαλίζουν τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων φορέων σύμφωνα με το άρθρο 9·

ε)

οργανώνουν τη χρησιμοποίηση των βέλτιστων διαθέσιμων δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 10·

στ)

εξασφαλίζουν τη διασυνοριακή συνεργασία κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 11·

ζ)

προωθούν τη συνεργασία με τρίτες χώρες σύμφωνα με το άρθρο 12.

3.   Τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια αναθεωρούνται από τα κράτη μέλη κατόπιν απόφασής τους αλλά τουλάχιστον κάθε 10 χρόνια.

Άρθρο 7

Αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας

1.   Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι αλληλεπιδράσεις ξηράς-θάλασσας, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, εάν αυτό δεν αποτελεί τμήμα της διαδικασίας του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, τα κράτη μέλη δύνανται να χρησιμοποιήσουν άλλες επίσημες ή ανεπίσημες διαδικασίες, όπως η ολοκληρωμένη παράκτια διαχείριση. Το αποτέλεσμα λαμβάνεται υπόψη από τα κράτη μέλη στα θαλάσσια χωροταξικά τους σχέδια.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη αποσκοπούν μέσω του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού στην προώθηση της συνοχής του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδίου ή σχεδίων που προκύπτουν με άλλες συναφείς διαδικασίες.

Άρθρο 8

Κατάρτιση των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων

1.   Κατά τη θέσπιση και υλοποίηση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, τα κράτη μέλη καταρτίζουν θαλάσσια χωροταξικά σχέδια, τα οποία προσδιορίζουν τη χωροχρονική κατανομή σχετικών τρεχουσών και μελλοντικών δραστηριοτήτων και χρήσεων στα θαλάσσια ύδατα συμβάλλοντας στους στόχους του άρθρου 5.

2.   Στο πλαίσιο των ανωτέρω ενεργειών και σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις αλληλεπιδράσεις των δραστηριοτήτων και των χρήσεων. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, οι πιθανές δραστηριότητες και χρήσεις και ενδιαφέροντα δύνανται να περιλαμβάνουν:

τις περιοχές υδατοκαλλιέργειας,

τις περιοχές αλιείας,

τις εγκαταστάσεις και τις υποδομές για την έρευνα, την εκμετάλλευση και την εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου καθώς και άλλων ενεργειακών πόρων, ορυκτών και αδρανών υλικών, και για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές,

τις οδούς θαλάσσιας μεταφοράς και τις κυκλοφοριακές ροές,

τις περιοχές διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων,

τους τόπους προστασίας της φύσης και των ειδών και τις προστατευόμενες περιοχές,

τις περιοχές εξόρυξης πρώτων υλών,

την επιστημονική έρευνα,

τις διαδρομές υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών,

τον τουρισμό,

την υποθαλάσσια πολιτιστική κληρονομιά.

Άρθρο 9

Συμμετοχή του κοινού

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέσα δημόσιας συμμετοχής μέσω πληροφόρησης όλων των ενδιαφερόμενων μερών και διαβούλευσης με τα αρμόδια ενδιαφερόμενα μέρη και τις αρχές καθώς και το κοινό, σε πρώιμο στάδιο, κατά την ανάπτυξη των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων, σύμφωνα με την οικεία ενωσιακή νομοθεσία.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη και οι αρχές, καθώς και το κοινό, έχουν πρόσβαση στα σχέδια, μόλις αυτά οριστικοποιηθούν.

Άρθρο 10

Χρήση και ανταλλαγή δεδομένων

1.   Τα κράτη μέλη οργανώνουν τη χρήση των βέλτιστων διαθέσιμων δεδομένων και αποφασίζουν πώς θα οργανώσουν την ανταλλαγή πληροφοριών που απαιτείται για την κατάρτιση των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων.

2.   Τα δεδομένα της παραγράφου 1 είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

α)

περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα που έχουν συλλεγεί σύμφωνα με τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας που διέπει τις δραστηριότητες του άρθρου 8·

β)

θαλάσσια φυσικά δεδομένα για τα θαλάσσια ύδατα.

3.   Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη κάνουν χρήση των σχετικών μέσων και εργαλείων, περιλαμβανομένων αυτών που είναι ήδη διαθέσιμα σύμφωνα με την ΟΘΠ και άλλες συναφείς πολιτικές της Ένωσης, όπως εκείνες που αναφέρονται στην οδηγία 2007/2/ΕΚ.

Άρθρο 11

Συνεργασία μεταξύ κρατών μελών

1.   Στα πλαίσια της διαδικασίας σχεδιασμού και διαχείρισης, τα κράτη μέλη που μοιράζονται θαλάσσια ύδατα συνεργάζονται με σκοπό να διασφαλιστεί ότι τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια είναι συντονισμένα και έχουν συνοχή σε όλη τη σχετική θαλάσσια περιοχή. Η συνεργασία λαμβάνει υπόψη, ιδίως, ζητήματα διακρατικού χαρακτήρα.

2.   Η συνεργασία κατά την παράγραφο 1 επιδιώκεται μέσω:

α)

υφιστάμενων περιφερειακών θεσμικών δομών συνεργασίας, όπως οι περιφερειακές συμβάσεις για τη θάλασσα, και/ή

β)

δικτύων ή δομών των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, και/ή

γ)

οποιασδήποτε άλλης μεθόδου που πληροί τις προδιαγραφές της παραγράφου 1, για παράδειγμα στο πλαίσιο των στρατηγικών για τις θαλάσσιες λεκάνες.

Άρθρο 12

Συνεργασία με τρίτες χώρες

Τα κράτη μέλη προσπαθούν, στο μέτρο του δυνατού, να συνεργάζονται με τρίτες χώρες όταν αυτά αναπτύσσουν δράσεις που αφορούν τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό στις οικείες θαλάσσιες περιοχές και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τις συμβάσεις, όπως με την αξιοποίηση υφιστάμενων διεθνών φόρουμ ή με περιφερειακή θεσμική συνεργασία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ

Άρθρο 13

Αρμόδιες αρχές

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει την αρχή ή τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

2.   Κάθε κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή κατάλογο των ανωτέρω αρμόδιων αρχών, μαζί με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

3.   Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή για τυχόν μεταβολές των πληροφοριών που έχει διαβιβάσει δυνάμει της παραγράφου 1 εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της μεταβολής.

Άρθρο 14

Παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων

1.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν αντίγραφα των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων, συμπεριλαμβανομένου σχετικού επεξηγηματικού υλικού για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και όλων των επακόλουθων ενημερωμένων μορφών τους, στην Επιτροπή και σε οποιαδήποτε άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη εντός τριών μηνών από τη δημοσίευσή τους.

2.   Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, το αργότερο ένα έτος μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη θέσπιση θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων και κάθε τέσσερα χρόνια στη συνέχεια, έκθεση προόδου κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 15

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των συγκεκριμένων διατάξεων.

Τα εν λόγω μέτρα, όταν εγκρίνονται από τα κράτη μέλη, παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Η αρχή ή οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 ορίζονται έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016.

3.   Τα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια που αναφέρονται στο άρθρο 4 θεσπίζονται το συντομότερο δυνατό και το αργότερο έως την 31η Μαρτίου 2021.

4.   Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας οδηγίας δεν ισχύει για τα περίκλειστα κράτη μέλη.

Άρθρο 16

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 17

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  ΕΕ C 341 της 21.11.2013, σ. 67.

(2)  ΕΕ C 356 της 5.12.2013, σ. 124.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014.

(4)  Οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική) (ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1255/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2011, για τη θέσπιση προγράμματος στήριξης της περαιτέρω ανάπτυξης μιας ολοκληρωμένης θαλάσσιας πολιτικής (ΕΕ L 321 της 5.12.2011, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 508/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2328/2003, (ΕΚ) αριθ. 861/2006, (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και (ΕΚ) αριθ. 791/2007 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1255/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149 της 20.5.2014, σ. 1).

(7)  Σύσταση 2002/413/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2002, σχετικά με την εφαρμογή της ολοκληρωμένης διαχείρισης των παράκτιων ζωνών στην Ευρώπη (ΕΕ L 148 της 6.6.2002, σ. 24).

(8)  Απόφαση 2010/631/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών της Μεσογείου στη σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων περιοχών της Μεσογείου (ΕΕ L 279 της 23.10.2010, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ L 140 της 5.6.2009, σ. 16).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59).

(11)  Οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των άγριων πτηνών (ΕΕ L 20 της 26.1.2010, σ. 7).

(12)  Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7).

(13)  Απόφαση αριθ. 884/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 1692/96/ΕΚ περί των κοινοτικών προσανατολισμών για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών (ΕΕ L 167 της 30.4.2004, σ. 1).

(14)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

(15)  Απόφαση 2010/477/ΕΕ της Επιτροπής, της 1ης Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με τα κριτήρια και τα μεθοδολογικά πρότυπα για την καλή περιβαλλοντική κατάσταση των θαλάσσιων υδάτων (ΕΕ L 232 της 2.9.2010, σ. 14).

(16)  Οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17).

(17)  Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕ L 197 της 21.7.2001, σ. 30).

(18)  Οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2007, για τη δημιουργία υποδομής χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Inspire) (ΕΕ L 108 της 25.4.2007, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

1.

Ονομασία και διεύθυνση της αρμόδιας αρχής ή αρχών — επίσημη ονομασία και διεύθυνση της προσδιορισθείσας αρμόδιας αρχής ή αρχών.

2.

Νομικό καθεστώς της αρμόδιας αρχής ή αρχών — σύντομη περιγραφή του νομικού καθεστώτος της αρμόδιας αρχής ή αρχών.

3.

Αρμοδιότητες — σύντομη περιγραφή των νομοθετικών και διοικητικών αρμοδιοτήτων της αρμόδιας αρχής ή αρχών και του ρόλου της/τους για τα συγκεκριμένα θαλάσσια ύδατα.

4.

Ιδιότητα του μέλους — όταν η αρμόδια αρχή ή αρχές ενεργούν ως συντονιστικός φορέας για άλλες αρμόδιες αρχές, απαιτείται κατάλογος αυτών, καθώς και περίληψη των θεσμικών σχέσεων που έχουν δημιουργηθεί για να εξασφαλίζεται ο συντονισμός.

5.

Περιφερειακός συντονισμός — απαιτείται σύνοψη των μηχανισμών που έχουν συσταθεί ώστε να εξασφαλίζεται ο συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών τα ύδατα των οποίων καλύπτονται από την παρούσα οδηγία και εμπίπτουν στην ίδια θαλάσσια περιοχή ή υποπεριοχή.


28.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257/146


ΟΔΗΓΊΑ 2014/90/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 2014

σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων και για την κατάργηση της οδηγίας 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 100 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η παγκόσμια διάσταση των θαλάσσιων μεταφορών υποχρεώνει την Ένωση να εφαρμόσει και να υποστηρίξει το διεθνές κανονιστικό πλαίσιο για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Οι διεθνείς συμβάσεις για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας απαιτούν από τα κράτη της σημαίας να μεριμνούν για την τήρηση ορισμένων απαιτήσεων ασφάλειας όσον αφορά τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τις επιδόσεις του εξοπλισμού των πλοίων και να εκδίδουν τα σχετικά πιστοποιητικά. Προς τον σκοπό αυτόν, ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (ΔΝΟ) και οι διεθνείς και ευρωπαϊκοί οργανισμοί τυποποίησης έχουν εκπονήσει λεπτομερή πρότυπα επιδόσεων και δοκιμών ορισμένων τύπων εξοπλισμού πλοίων.

(2)

Οι διεθνείς νομικές πράξεις αφήνουν σημαντική διακριτική ευχέρεια στις αρχές σημαίας. Ελλείψει εναρμόνισης, το γεγονός αυτό οδηγεί σε διαφορετικά επίπεδα ασφάλειας προϊόντων τα οποία οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν πιστοποιήσει ότι πληρούν τις εν λόγω συμβάσεις και πρότυπα· ως εκ τούτου, η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς επηρεάζεται, καθώς είναι δύσκολο για τα κράτη μέλη να δεχτούν την τοποθέτηση εξοπλισμού που έχει πιστοποιηθεί σε άλλο κράτος μέλος σε πλοία που φέρουν τη σημαία τους χωρίς περαιτέρω έλεγχο.

(3)

Η εναρμόνιση από την Ένωση λύνει τα προβλήματα αυτά. Ως εκ τούτου, η οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου (3) θεσπίζει κοινούς κανόνες για την εξάλειψη των διαφορών στην εφαρμογή των διεθνών προτύπων, μέσω ενός σαφώς προσδιορισμένου συνόλου απαιτήσεων και ενιαίων διαδικασιών πιστοποίησης.

(4)

Υπάρχουν διάφορες άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης οι οποίες καθορίζουν απαιτήσεις και όρους, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων εντός της εσωτερικής αγοράς ή για περιβαλλοντικούς σκοπούς για ορισμένα προϊόντα τα οποία είναι παρόμοιας φύσης με τον εξοπλισμό πλοίων αλλά δεν πληρούν τα διεθνή πρότυπα —τα οποία μπορεί να διαφέρουν ουσιαστικά από την εσωτερική νομοθεσία της Ένωσης και εξελίσσονται συνεχώς. Συνεπώς, τα εν λόγω προϊόντα δεν είναι δυνατόν να πιστοποιούνται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις ασφάλειας της ναυσιπλοΐας. Εξοπλισμός που πρόκειται να τοποθετηθεί σε πλοία της ΕΕ σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα ασφαλείας θα πρέπει, επομένως, να ρυθμίζεται αποκλειστικά με την παρούσα οδηγία, η οποία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να θεωρείται lex specialis. Επιπλέον, θα πρέπει να θεσπιστεί ειδική σήμανση η οποία θα δηλώνει ότι ο εξοπλισμός που φέρει αυτό το σήμα συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις σχετικές διεθνείς συμβάσεις και τις νομικές πράξεις που έχουν τεθεί σε ισχύ.

(5)

Παράλληλα με την εκπόνηση λεπτομερών προτύπων επιδόσεων και δοκιμών για τον εξοπλισμό πλοίων, οι διεθνείς νομικές πράξεις επιτρέπουν ορισμένες φορές την εφαρμογή μέτρων που παρεκκλίνουν από τις δεσμευτικές απαιτήσεις αλλά τα οποία, υπό προϋποθέσεις, ανταποκρίνονται καλύτερα στο στόχο των εν λόγω απαιτήσεων. Η Διεθνής σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα του 1974 (SOLAS) παρέχει τη δυνατότητα εναλλακτικού σχεδιασμού και ρυθμίσεων που μπορούν να εφαρμόζουν μεμονωμένα κράτη μέλη τα οποία ενεργούν υπό ιδία ευθύνη.

(6)

Η πείρα από την εφαρμογή της οδηγίας 96/98/ΕΚ έχει δείξει ότι είναι αναγκαίο να ληφθούν πρόσθετα μέτρα για την ενίσχυση των μηχανισμών εφαρμογής και επιβολής της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, καθώς και για την απλούστευση του κανονιστικού περιβάλλοντος, παρέχοντας ταυτόχρονα εγγυήσεις ότι οι απαιτήσεις του ΔΝΟ εφαρμόζονται και υλοποιούνται με εναρμονισμένο τρόπο σε ολόκληρη την Ένωση.

(7)

Επομένως, θα πρέπει να καθορισθούν απαιτήσεις για τον εξοπλισμό πλοίων, ώστε να πληρούνται τα πρότυπα ασφαλείας που προβλέπονται από τις εφαρμοστέες διεθνείς νομικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών προτύπων δοκιμών, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο εξοπλισμός που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις αυτές μπορεί να κυκλοφορεί ανεμπόδιστα εντός της εσωτερικής αγοράς και να τοποθετείται σε πλοία τα οποία φέρουν τη σημαία οποιουδήποτε κράτους μέλους.

(8)

Προς διασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού για την ανάπτυξη του εξοπλισμού των πλοίων, θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την προαγωγή της χρήσης ανοικτών προτύπων ώστε να διατίθενται ελεύθερα ή έναντι ονομαστικού αντιτίμου, και να επιτρέπεται η αντιγραφή τους από όλους, να διανέμονται και να χρησιμοποιούνται δωρεάν ή έναντι ονομαστικού αντιτίμου.

(9)

Η απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) θεσπίζει κοινές αρχές και διατάξεις αναφοράς που εφαρμόζονται σε όλη την τομεακή νομοθεσία, ώστε να εξασφαλίζεται συνεκτική βάση για την αναθεώρηση ή την αναδιατύπωση της εν λόγω νομοθεσίας. Η εν λόγω απόφαση συνιστά το γενικό οριζόντιο πλαίσιο για τη μελλοντική νομοθεσία που θα εναρμονίσει τις προϋποθέσεις εμπορίας των προϊόντων και αποτελεί κείμενο αναφοράς για την υφισταμένη νομοθεσία. Το συγκεκριμένο γενικό πλαίσιο παρέχει τις κατάλληλες λύσεις για τα προβλήματα που εντοπίστηκαν κατά την εφαρμογή της οδηγίας 96/98/ΕΚ. Είναι, επομένως, απαραίτητη η ενσωμάτωση των ορισμών και διατάξεων αναφοράς της απόφασης αριθ. 768/2008/ΕΚ στην παρούσα οδηγία, μέσω των αναπροσαρμογών που απαιτούνται λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τομέα του εξοπλισμού πλοίων.

(10)

Προκειμένου να παρασχεθούν στις αρχές εποπτείας της αγοράς συμπληρωματικά, συγκεκριμένα μέσα που να διευκολύνουν το έργο τους, το πηδαλιόσχημο σήμα θα μπορούσε να συμπληρωθεί ή να αντικατασταθεί από ηλεκτρονική ετικέτα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

(11)

Οι ευθύνες των οικονομικών φορέων θα πρέπει να καθορισθούν με τρόπο αναλογικό και χωρίς διακρίσεις για όσους οικονομικούς φορείς είναι εγκατεστημένοι εντός της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι σημαντικό ποσοστό του εξοπλισμού πλοίων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας μπορεί να μην εισαχθεί και να μη διανεμηθεί ποτέ στο έδαφος των κρατών μελών.

(12)

Δεδομένου ότι ο εξοπλισμός πλοίων τοποθετείται σε πλοία κατά την κατασκευή ή επισκευή τους παγκοσμίως, η εποπτεία της αγοράς καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη και δεν είναι δυνατό να υποστηριχτεί αποτελεσματικά από τους ελέγχους στα σύνορα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των κρατών μελών και των οικονομικών φορέων στο εσωτερικό της Ένωσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι μόνο σύμμορφος εξοπλισμός εγκαθίσταται σε πλοία φέροντα τη σημαία τους και ότι η υποχρέωση αυτή εκπληρώνεται μέσω της έκδοσης, της έγκρισης ή της ανανέωσης των πιστοποιητικών των εν λόγω πλοίων από τις αρχές του κράτους σημαίας σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, καθώς και μέσω εθνικών ρυθμίσεων εποπτείας της αγοράς σύμφωνα με το ενωσιακό πλαίσιο εποπτείας της αγοράς που προβλέπεται στο κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποστηρίζονται κατά την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων από τα συστήματα πληροφοριών που διατίθενται από την Επιτροπή για την αξιολόγηση, την κοινοποίηση και την παρακολούθηση των φορέων που είναι εξουσιοδοτημένοι να διενεργούν καθήκοντα αξιολόγησης της συμμόρφωσης, την ανταλλαγή πληροφοριών σε σχέση με τον εγκεκριμένο εξοπλισμό πλοίων, τις ανακληθείσες ή απορριφθείσες εφαρμογές, και την απουσία συμμόρφωσης του εξοπλισμού.

(13)

Σε πρώτη φάση, η τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στον εξοπλισμό πλοίων από τον κατασκευαστή ή, εφόσον ενδείκνυται, τον εισαγωγέα θα πρέπει να αποτελεί την εγγύηση, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ότι ο εξοπλισμός είναι σύμμορφος και είναι δυνατό να διατεθεί στην αγορά προκειμένου να τοποθετηθεί σε πλοίο της ΕΕ. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητη η ύπαρξη διατάξεων για την ασφαλή συνέχιση και δυνατότητα εφαρμογής του πηδαλιόσχημου σήματος αφού έχει τοποθετηθεί και για την ουσιαστική εκτέλεση του έργου των εθνικών αρχών εποπτείας της αγοράς. Ο κατασκευαστής ή, ενδεχομένως, ο εισαγωγέας ή ο διανομέας θα πρέπει να είναι υποχρεωμένος να παρέχει στις αρμόδιες αρχές πλήρεις και αληθείς πληροφορίες σε σχέση με τον εξοπλισμό επί του οποίου τοποθέτησε το πηδαλιόσχημο σήμα με σκοπό να εξασφαλισθεί ότι ο εξοπλισμός πλοίων παραμένει ασφαλής. Ο κατασκευαστής θα πρέπει να είναι υποχρεωμένος να συνεργάζεται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τα πρότυπα βάσει των οποίων έχει κατασκευάσει και πιστοποιήσει εξοπλισμό και θα πρέπει να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια έναντι του εξοπλισμού πλοίων που διαθέτει στην αγορά. Από αυτή την άποψη, κατασκευαστής που βρίσκεται εκτός της Ένωσης, θα πρέπει να διορίζει εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο προκειμένου να εξασφαλίζει τη συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

(14)

Η συμμόρφωση με τα διεθνή πρότυπα δοκιμών θα ήταν δυνατόν να αποδεικνύεται καλύτερα με τη βοήθεια διαδικασιών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, όπως αυτές που καθορίζονται στην απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ. Ωστόσο, θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα στους κατασκευαστές να εφαρμόζουν μόνο τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που πληρούν τις απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων.

(15)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί δίκαιη και αποτελεσματική διαδικασία κατά την εξέταση τυχόν υπονοιών περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνονται να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που συμβάλλουν σε πλήρη και αντικειμενική αξιολόγηση των κινδύνων. Αν η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι πληρούται αυτή η προϋπόθεση, δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωμένη να επαναλαμβάνει την εν λόγω αξιολόγηση όταν επανεξετάζει τα περιοριστικά μέτρα που εκδόθηκαν από τα κράτη μέλη όσον αφορά μη σύμμορφο εξοπλισμό.

(16)

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων διερεύνησης όσον αφορά τους κοινοποιούμενους οργανισμούς, η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνει τα κράτη μέλη και να συνεργάζεται μαζί τους κατά το δυνατόν, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ανεξαρτησία του ρόλου της.

(17)

Εάν οι αρχές εποπτείας ενός κράτους μέλους εκτιμήσουν ότι ο εξοπλισμός πλοίων που διέπεται από την παρούσα οδηγία ενδέχεται να παρουσιάζει κίνδυνο για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, την υγεία ή το περιβάλλον, θα πρέπει να διενεργούν αξιολόγηση ή δοκιμές σε σχέση με τον συγκεκριμένο εξοπλισμό. Στις περιπτώσεις που ανιχνεύεται κίνδυνος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ζητούν από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα να λαμβάνει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα ή ακόμη και να αποσύρει ή να ανακαλέσει τον συγκεκριμένο εξοπλισμό.

(18)

Η χρήση εξοπλισμού πλοίων που δεν φέρει πηδαλιόσχημο σήμα θα πρέπει να επιτρέπεται σε έκτακτες περιπτώσεις, ιδίως όταν δεν είναι δυνατός ο εφοδιασμός πλοίου σε λιμένα ή εγκατάσταση εκτός της Ένωσης με εξοπλισμό που φέρει πηδαλιόσχημο σήμα ή όταν ο εξοπλισμός που φέρει πηδαλιόσχημο σήμα δεν είναι διαθέσιμος στην αγορά.

(19)

Είναι αναγκαίο να εξασφαλισθεί ότι η επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας δεν επηρεάζεται από την απουσία διεθνούς προτύπου ή από σοβαρή αδυναμία ή ανωμαλία σε υπάρχον πρότυπο, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων δοκιμών, για συγκεκριμένα στοιχεία εξοπλισμού πλοίων που εμπίπτει στο πεδίο της παρούσας οδηγίας. Είναι επίσης αναγκαίο να προσδιορισθούν τα συγκεκριμένα στοιχεία εξοπλισμού πλοίων τα οποία μπορούν να επωφεληθούν από την ηλεκτρονική σήμανση. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να διατηρείται επικαιροποιημένο ένα μη ουσιαστικό στοιχείο της παρούσας οδηγίας, συγκεκριμένα οι παραπομπές σε πρότυπα που προβλέπονται στο παράρτημα III, όταν υπάρχουν διαθέσιμα νέα πρότυπα. Συνεπώς, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την έγκριση, υπό ορισμένους όρους και σε προσωρινή βάση, εναρμονισμένων τεχνικών προδιαγραφών και προτύπων δοκιμών και προκειμένου να τροποποιεί τις εν λόγω αναφορές. Έχει ιδιαίτερη σημασία να προβαίνει η Επιτροπή σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(20)

Προκειμένου να εκπληρωθούν οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, οι διεθνείς νομικές πράξεις θα πρέπει να εφαρμόζονται ενιαία στην εσωτερική αγορά. Είναι συνεπώς αναγκαίο, για κάθε στοιχείο του εξοπλισμού πλοίων για το οποίο απαιτείται έγκριση από το κράτος της σημαίας σύμφωνα με διεθνείς συμβάσεις, να προσδιορίζονται με σαφήνεια και εγκαίρως οι απαιτήσεις σχεδιασμού, κατασκευής και επιδόσεων, καθώς και τα σχετικά πρότυπα δοκιμών που καθορίζονται από διεθνείς νομικές πράξεις για τον συγκεκριμένο εξοπλισμό, και να υιοθετούνται κοινά κριτήρια και διαδικασίες, μεταξύ άλλων και χρονικά διαστήματα, για την εφαρμογή των εν λόγω απαιτήσεων και προτύπων από κοινοποιημένους φορείς, τις αρχές των κρατών μελών και τους οικονομικούς φορείς, συμπεριλαμβανομένου κάθε φορέα υπεύθυνου για την τοποθέτηση εξοπλισμού σε πλοίο της ΕΕ. Είναι επίσης αναγκαίο να εξασφαλισθεί ότι η επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας δεν επηρεάζεται από ελλείψεις των εφαρμοστέων τεχνικών προδιαγραφών και προτύπων δοκιμών ή από παραλείψεις του ΔΝΟ να εκδώσει τα κατάλληλα πρότυπα για τον εξοπλισμό πλοίων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(21)

Οι διεθνείς νομικές πράξεις, πλην των προτύπων δοκιμών, θα πρέπει να εφαρμόζονται αυτοδικαίως σύμφωνα με την πλέον επικαιροποιημένη εκδοχή τους. Προκειμένου να μετριαστεί ο κίνδυνος επέλευσης, λόγω της εισαγωγής νέων προτύπων δοκιμών στη νομοθεσία της Ένωσης, δυσανάλογων δυσχερειών για τον στόλο της Ένωσης και τους οικονομικούς φορείς, από απόψεως σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου, η έναρξη ισχύος των εν λόγω νέων προτύπων δοκιμών δεν θα πρέπει να είναι αυτόματη αλλά να προσδιορίζεται ρητώς από την Επιτροπή.

(22)

Προκειμένου να διασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(23)

Προς διευκόλυνση μιας εναρμονισμένης, ταχείας και απλής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να λαμβάνουν τη μορφή κανονισμών της Επιτροπής.

(24)

Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, η επιτροπή που αναφέρεται στην παρούσα οδηγία μπορεί να διαδραματίσει χρήσιμο ρόλο κατά την εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας τα οποία εγείρει είτε ο πρόεδρός της είτε εκπρόσωπος κράτους μέλους σύμφωνα με τον οικείο εσωτερικό κανονισμό.

(25)

Όταν, εκτός από την εφαρμογή ή τις παραβάσεις της παρούσας οδηγίας, εξετάζονται θέματα που σχετίζονται με την παρούσα οδηγία, όπως χάριν παραδείγματος σε συνάντηση εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει, σύμφωνα με την ισχύουσα πρακτική, να λαμβάνει όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση και, κατά περίπτωση, να προσκαλείται να παρασταθεί σε συναντήσεις.

(26)

Η Επιτροπή επικουρείται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια στη Θάλασσα, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), για την αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων της Ένωσης και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή.

(27)

Οι αρμόδιες αρχές και όλοι οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να διευκολύνουν τη γραπτή επικοινωνία σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, με σκοπό να εξευρεθούν κοινά μέσα επικοινωνίας.

(28)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα και η πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης μέσω της ενιαίας εφαρμογής των διεθνών νομικών πράξεων σχετικά με τον εξοπλισμό που πρόκειται να τοποθετηθεί σε πλοία, καθώς και η διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας του εν λόγω εξοπλισμού εντός της Ένωσης, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(29)

Τα προς έκδοση μέτρα αποτελούν σημαντική τροποποίηση των διατάξεων της οδηγίας 96/98/ΕΚ και, ως εκ τούτου, για λόγους σαφήνειας, η εν λόγω οδηγία θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από την παρούσα οδηγία,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Στόχος

Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η βελτίωση της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και η πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης, μέσω της ενιαίας εφαρμογής των διεθνών νομικών πράξεων που αφορούν τον εξοπλισμό που πρόκειται να τοποθετηθεί σε πλοία της ΕΕ, καθώς και η διασφάλιση της ελεύθερης διακίνησης του εν λόγω εξοπλισμού εντός της Ένωσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «εξοπλισμός πλοίων»: ο εξοπλισμός που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 3·

2)   «πλοίο της ΕΕ»: πλοίο που φέρει τη σημαία κράτους μέλους και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διεθνών συμβάσεων·

3)   

«διεθνείς συμβάσεις»

: οι ακόλουθες συμβάσεις, καθώς και τα οικεία πρωτόκολλα και κώδικες υποχρεωτικής εφαρμογής, που εκδίδονται υπό την αιγίδα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΔΝΟ), οι οποίες έχουν τεθεί σε ισχύ και καθορίζουν ειδικές απαιτήσεις για την έγκριση από το κράτος της σημαίας του εξοπλισμού που πρόκειται να τοποθετηθεί σε πλοία:

η σύμβαση του 1972 για τους διεθνείς κανονισμούς για την πρόληψη των συγκρούσεων στη θάλασσα (Colreg),

η Διεθνής σύμβαση του 1973 για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία (Marpol),

η Διεθνής σύμβαση του 1974 για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (Solas)·

4)   

«πρότυπα δοκιμών»

: τα πρότυπα δοκιμών για τον εξοπλισμό πλοίων που ορίζονται από:

τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΔΝΟ),

τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (ISO),

τη Διεθνή Ηλεκτροτεχνική Επιτροπή (IEC),

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN),

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης (Cenelec),

τη Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ITU),

το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τυποποίησης στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών (ETSI),

την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 8 και το άρθρο 27 παράγραφος 6 της παρούσας οδηγίας,

τις ρυθμιστικές αρχές που αναγνωρίζονται στις συμφωνίες αμοιβαίας αναγνώρισης, στις οποίες η Ένωση είναι μέρος·

5)   «διεθνείς νομικές πράξεις»: οι διεθνείς συμβάσεις, αποφάσεις και εγκύκλιοι του ΔΝΟ για την εφαρμογή των εν λόγω συμβάσεων, σύμφωνα με την επικαιροποιημένη τους έκδοση, και τα πρότυπα δοκιμών·

6)   «πηδαλιόσχημο σήμα»: το σύμβολο που αναφέρεται στο άρθρο 9 και παρατίθεται στο παράρτημα I ή, κατά περίπτωση, η ηλεκτρονική ετικέτα που αναφέρεται στο άρθρο 11·

7)   «κοινοποιημένος οργανισμός»: ο οργανισμός που έχει ορίσει η αρμόδια εθνική αρχή κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 17·

8)   «διαθεσιμότητα στην αγορά»: κάθε προσφορά εξοπλισμού πλοίων στην αγορά της Ένωσης στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν·

9)   «διάθεση στην αγορά»: η πρώτη φορά κατά την οποία εξοπλισμός πλοίων διατίθεται στην αγορά της Ένωσης·

10)   «κατασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει εξοπλισμό πλοίων ή που αναθέτει σε άλλους τον σχεδιασμό ή την κατασκευή εξοπλισμού πλοίων και διοχετεύει στην αγορά αυτό τον εξοπλισμό υπό την επωνυμία ή το εμπορικό σήμα του·

11)   «εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από τον κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματός του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων·

12)   «εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση που διαθέτει στην αγορά της Ένωσης εξοπλισμό πλοίων προερχόμενο από τρίτη χώρα·

13)   «διανομέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αλυσίδα εφοδιασμού, πλην του κατασκευαστή ή του εισαγωγέα, το οποίο καθιστά διαθέσιμο εξοπλισμό πλοίων στην αγορά·

14)   «οικονομικοί φορείς»: ο κατασκευαστής, ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, ο εισαγωγέας και ο διανομέας·

15)   «διαπίστευση»: η διαπίστευση, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

16)   «εθνικός οργανισμός διαπίστευσης»: ο εθνικός οργανισμός διαπίστευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

17)   «αξιολόγηση της συμμόρφωσης»: η διαδικασία που διεξάγεται από τους κοινοποιημένους οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 15, με την οποία αποδεικνύεται κατά πόσον ο εξοπλισμός πλοίων πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία·

18)   «οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης»: ο οργανισμός ο οποίος πραγματοποιεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, στις οποίες συγκαταλέγονται η δοκιμή, η βαθμονόμηση, η πιστοποίηση και η επιθεώρηση·

19)   «ανάκληση»: κάθε μέτρο που αποσκοπεί στην επιστροφή του εξοπλισμού πλοίων που έχει ήδη τοποθετηθεί σε πλοία της ΕΕ ή έχει αγοραστεί για να τοποθετηθεί σε πλοία της ΕΕ·

20)   «απόσυρση»: κάθε μέτρο που αποσκοπεί να αποτρέψει τη διαθεσιμότητα στην αγορά του εξοπλισμού πλοίων που βρίσκεται στην αλυσίδα εφοδιασμού·

21)   «δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ»: η δήλωση που έχει εκδώσει ο κατασκευαστής σύμφωνα με το άρθρο 16·

22)   «προϊόν»: στοιχείο εξοπλισμού πλοίου.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία αφορά εξοπλισμό ο οποίος έχει τοποθετηθεί ή πρόκειται να τοποθετηθεί σε πλοίο της ΕΕ και για τον οποίο, σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές πράξεις, απαιτείται έγκριση από την αρχή του κράτους της σημαίας, ανεξάρτητα από το εάν το πλοίο βρίσκεται στην Ένωση τη στιγμή που εγκαθίσταται ο εξοπλισμός.

2.   Παρά το γεγονός ότι ο εξοπλισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι δυνατόν να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής και άλλων νομικών πράξεων του ενωσιακού δικαίου εκτός της παρούσας οδηγίας, ο εν λόγω εξοπλισμός, για τον σκοπό που αναφέρεται στο άρθρο 1, υπόκειται αποκλειστικώς στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 4

Απαιτήσεις για τον εξοπλισμό πλοίων

1.   Ο εξοπλισμός πλοίων που είναι τοποθετημένος σε πλοίο της ΕΕ την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο ή μεταγενέστερα πληροί τις απαιτήσεις σχεδιασμού, κατασκευής και επιδόσεων που προβλέπουν οι εφαρμοστέες διεθνείς νομικές πράξεις κατά την τοποθέτηση του εν λόγω εξοπλισμού στο πλοίο.

2.   Η συμμόρφωση του εξοπλισμού πλοίων με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποδεικνύεται αποκλειστικά και μόνο σύμφωνα με τα πρότυπα δοκιμών και με τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρονται στο άρθρο 15.

3.   Οι διεθνείς νομικές πράξεις εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης που ορίζεται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

4.   Οι απαιτήσεις και τα πρότυπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 εφαρμόζονται κατά τρόπο ενιαίο, σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 2.

Άρθρο 5

Εφαρμογή

1.   Όταν τα κράτη μέλη εκδίδουν, εγκρίνουν ή ανανεώνουν πιστοποιητικά πλοίων που φέρουν τη σημαία τους, όπως απαιτείται από τις διεθνείς συμβάσεις, διασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός αυτών των πλοίων πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός πλοίων που φέρουν τη σημαία τους συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων που εφαρμόζονται για εξοπλισμό ήδη τοποθετημένο στα πλοία. Εκτελεστικές αρμοδιότητες ανατίθενται στην Επιτροπή προκειμένου να διασφαλίσει τις ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των εν λόγω μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 3.

Άρθρο 6

Λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν τη διάθεση στην αγορά ή την τοποθέτηση σε πλοίο της ΕΕ εξοπλισμού πλοίων, ο οποίος συμμορφώνεται προς την παρούσα οδηγία, ούτε αρνούνται την έκδοση σχετικών πιστοποιητικών για πλοία που φέρουν τη σημαία τους ή την ανανέωση των εν λόγω πιστοποιητικών.

Άρθρο 7

Μετεγγραφή πλοίου στο νηολόγιο κράτους μέλους

1.   Όταν πλοίο φέρον σημαία που δεν ανήκει σε κράτος μέλος της ΕΕ πρόκειται να μεταφερθεί σε σημαία κράτους μέλους, κατά τη μεταφορά του υποβάλλεται σε επιθεώρηση από το κράτος μέλος υποδοχής προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η κατάσταση του εξοπλισμού του πλοίου ανταποκρίνεται πράγματι στα πιστοποιητικά ασφάλειας και είτε πληροί την παρούσα οδηγία και φέρει το πηδαλιόσχημο σήμα, είτε είναι ισοδύναμη, κατά την κρίση της αρχής του κράτους μέλους, με τον εξοπλισμό πλοίων που έχει πιστοποιηθεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία αρχής γενομένης από τις 18 Σεπτεμβρίου 2016.

2.   Σε περίπτωση που δεν μπορεί να προσδιοριστεί η ημερομηνία τοποθέτησης επί πλοίου εξοπλισμού πλοίων, τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν ισοδύναμες ικανοποιητικές απαιτήσεις, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών διεθνών νομικών πράξεων.

3.   Ο εξοπλισμός αυτός αντικαθίσταται εάν δεν φέρει το πηδαλιόσχημο σήμα ή εάν η εν λόγω αρχή κρίνει ότι δεν είναι ισοδύναμος.

4.   Για τον εξοπλισμό πλοίων που, δυνάμει του παρόντος άρθρου, κρίνεται ισοδύναμος, εκδίδεται από το κράτος μέλος της σημαίας πιστοποιητικό το οποίο τον συνοδεύει πάντοτε. Με το εν λόγω πιστοποιητικό, το κράτος μέλος της σημαίας επιτρέπει τη διατήρηση του εξοπλισμού στο πλοίο και επιβάλλει τυχόν περιορισμούς ή καθορίζει τυχόν διατάξεις όσον αφορά τη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού.

Άρθρο 8

Πρότυπα εξοπλισμού πλοίων

1.   Με την επιφύλαξη της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), η Ένωση επιδιώκει την εκπόνηση κατάλληλων διεθνών προτύπων από τον ΔΝΟ και από οργανισμούς τυποποίησης, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερών τεχνικών προδιαγραφών και προτύπων δοκιμών, για τον εξοπλισμό πλοίων του οποίου η χρήση ή τοποθέτηση στα πλοία κρίνεται αναγκαία για τη βελτίωση της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης. Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη αυτή σε τακτά χρονικά διαστήματα.

2.   Ελλείψει διεθνούς προτύπου για συγκεκριμένο στοιχείο εξοπλισμού πλοίων, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον αιτιολογείται δεόντως βάσει κατάλληλης ανάλυσης και προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε σοβαρή και απαράδεκτη απειλή για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, την υγεία ή το περιβάλλον, και λαμβανομένων υπόψη των εν εξελίξει εργασιών στο επίπεδο του ΔΝΟ, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 37, εναρμονισμένες τεχνικές προδιαγραφές και πρότυπα δοκιμών για το συγκεκριμένο στοιχείο εξοπλισμού πλοίων.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να προβαίνει η Επιτροπή σε διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομένων των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών, κατά την προετοιμασία αυτών των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Οι εν λόγω τεχνικές προδιαγραφές και πρότυπα δοκιμών ισχύουν προσωρινά έως ότου ο ΔΝΟ εγκρίνει πρότυπο για το συγκεκριμένο στοιχείο εξοπλισμού πλοίων.

3.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που αιτιολογούνται δεόντως βάσει κατάλληλης ανάλυσης και εφόσον είναι απαραίτητο προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε απαράδεκτη προσδιοριζόμενη απειλή για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, την υγεία ή το περιβάλλον λόγω σοβαρής αδυναμίας ή ανωμαλίας σε υπάρχον πρότυπο για συγκεκριμένο στοιχείο εξοπλισμού πλοίων που επισημαίνει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 2 ή παράγραφος 3 και λαμβανομένων υπόψη των εν εξελίξει εργασιών στο επίπεδο του ΔΝΟ, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 37, εναρμονισμένες τεχνικές προδιαγραφές και πρότυπα δοκιμών για το συγκεκριμένο στοιχείο εξοπλισμού πλοίων στον βαθμό που είναι μόνον απαραίτητο για την αποκατάσταση της σοβαρής αδυναμίας ή της ανωμαλίας.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να προβαίνει η Επιτροπή σε διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομένων των εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών, κατά την προετοιμασία αυτών των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

Οι εν λόγω τεχνικές προδιαγραφές και πρότυπα δοκιμών ισχύουν προσωρινά έως ότου ο ΔΝΟ επανεξετάσει το πρότυπο που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο στοιχείο εξοπλισμού πλοίων.

4.   Οι τεχνικές προδιαγραφές και τα πρότυπα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 διατίθενται ατελώς από την Επιτροπή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟΣΧΗΜΟ ΣΗΜΑ

Άρθρο 9

Το πηδαλιόσχημο σήμα

1.   Το πηδαλιόσχημο σήμα τοποθετείται στον εξοπλισμό πλοίων που, σύμφωνα με τις σχετικές διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, έχει αποδειχθεί ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Το πηδαλιόσχημο σήμα δεν τοποθετείται σε κανένα άλλο προϊόν.

3.   Χρησιμοποιείται η μορφή του πηδαλιόσχημου σήματος όπως ορίζεται στο παράρτημα I.

4.   Η χρήση του πηδαλιόσχημου σήματος υπόκειται στις γενικές αρχές που ορίζονται στο άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 3 έως 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008, όπου οποιαδήποτε αναφορά στη σήμανση CE νοείται ως αναφορά στο πηδαλιόσχημο σήμα.

Άρθρο 10

Κανόνες και όροι για την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος

1.   Το πηδαλιόσχημο σήμα τοποθετείται κατά τρόπο εμφανή, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο στο προϊόν ή στην πινακίδα με τα δεδομένα του προϊόντος και, εφόσον ενδείκνυται, ενσωματώνεται στο λογισμικό του. Όταν η φύση του προϊόντος δεν το επιτρέπει ή δεν το δικαιολογεί, το πηδαλιόσχημο σήμα τοποθετείται στη συσκευασία του προϊόντος και στα συνοδευτικά έγγραφα.

2.   Το πηδαλιόσχημο σήμα τοποθετείται στο τέλος της φάσης παραγωγής.

3.   Το πηδαλιόσχημο σήμα ακολουθεί ο αριθμός μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού, εάν ο οργανισμός συμμετέχει στη φάση ελέγχου της παραγωγής, και από το έτος κατά το οποίο τοποθετήθηκε το σήμα.

4.   Ο αριθμός μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού τίθεται είτε από τον ίδιο τον οργανισμό, είτε υπό τις οδηγίες του, από τον κατασκευαστή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του κατασκευαστή.

Άρθρο 11

Ηλεκτρονική ετικέτα

1.   Για να διευκολυνθεί η εποπτεία της αγοράς και να αποτραπεί η παραποίηση συγκεκριμένων στοιχείων εξοπλισμού πλοίων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, οι κατασκευαστές μπορούν να χρησιμοποιούν κατάλληλες και αξιόπιστες μορφές ηλεκτρονικής ετικέτας, προς αντικατάσταση ή συμπλήρωση του πηδαλιόσχημου σήματος. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται τα άρθρα 9 και 10, τηρουμένων των αναλογιών.

2.   Η Επιτροπή διενεργεί ανάλυση κόστους-ωφέλειας σχετικά με τη χρήση της ηλεκτρονικής ετικέτας για τη συμπλήρωση ή την αντικατάσταση του πηδαλιόσχημου σήματος.

3.   Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 37, προκειμένου να προσδιοριστούν τα συγκεκριμένα στοιχεία εξοπλισμού πλοίων που μπορούν να επωφεληθούν από την ηλεκτρονική σήμανση. Έχει ιδιαίτερη σημασία να προβαίνει η Επιτροπή σε διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομένων εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών, κατά την προετοιμασία αυτών των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Εκτελεστικές αρμοδιότητες ανατίθενται στην Επιτροπή για τον καθορισμό κατάλληλων τεχνικών κριτηρίων σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό, τις επιδόσεις, την τοποθέτηση και τη χρήση ηλεκτρονικής ετικέτας, υπό μορφή κανονισμών της Επιτροπής και σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 2.

5.   Για τον εξοπλισμό που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3, το πηδαλιόσχημο σήμα μπορεί να συμπληρωθεί, εντός τριετίας από την ημερομηνία υιοθέτησης των κατάλληλων τεχνικών κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 4, από κατάλληλη και αξιόπιστη μορφή ηλεκτρονικής ετικέτας.

6.   Για τον εξοπλισμό που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3, το πηδαλιόσχημο σήμα μπορεί να αντικατασταθεί, εντός πενταετίας από την ημερομηνία υιοθέτησης των κατάλληλων τεχνικών κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 4, από κατάλληλη και αξιόπιστη μορφή ηλεκτρονικής ετικέτας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ

Άρθρο 12

Υποχρεώσεις των κατασκευαστών

1.   Με την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος, οι κατασκευαστές αναλαμβάνουν την ευθύνη να εγγυηθούν ότι ο εξοπλισμός πλοίων στον οποίο έχει τοποθετηθεί το πηδαλιόσχημο σήμα έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές και τα πρότυπα που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 2 και αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 9 του παρόντος άρθρου.

2.   Οι κατασκευαστές καταρτίζουν τον απαιτούμενο τεχνικό φάκελο και αναθέτουν τη διενέργεια της εφαρμοστέας διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

3.   Όταν η συμμόρφωση εξοπλισμού πλοίων με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις έχει αποδειχθεί με τη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης, οι κατασκευαστές καταρτίζουν δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 16 και τοποθετούν το πηδαλιόσχημο σήμα σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10.

4.   Οι κατασκευαστές φυλάσσουν τον τεχνικό φάκελο και τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ που αναφέρεται στο άρθρο 16 για τουλάχιστον δέκα έτη μετά την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος και σε καμία περίπτωση για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων.

5.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται διαδικασίες που διατηρούν τη συμμόρφωση της εν σειρά παραγωγής. Λαμβάνονται υπόψη αλλαγές του σχεδιασμού ή των χαρακτηριστικών του εξοπλισμού πλοίων και αλλαγές των κατά το άρθρο 4 απαιτήσεων των διεθνών νομικών πράξεων, με βάση τις οποίες δηλώνεται η συμμόρφωση εξοπλισμού πλοίων. Όταν κρίνεται σκόπιμο σύμφωνα με το παράρτημα II, οι κατασκευαστές αναθέτουν τη διεξαγωγή νέας αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

6.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι τα προϊόντα τους φέρουν αριθμό τύπου, παρτίδας, σειράς ή μοντέλου ή άλλο στοιχείο που επιτρέπει την αναγνώρισή τους ή, όταν δεν το επιτρέπει το μέγεθος ή η φύση του προϊόντος, εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες αυτές αναγράφονται στη συσκευασία ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν ή και στα δύο, κατά περίπτωση.

7.   Οι κατασκευαστές σημειώνουν το όνομά τους, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους και τη διεύθυνση στην οποία είναι δυνατή η επικοινωνία με αυτούς, επί του προϊόντος ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, επί της συσκευασίας του προϊόντος ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν ή και στα δύο, κατά περίπτωση. Στη διεύθυνση πρέπει να περιλαμβάνεται ένα μόνο σημείο επικοινωνίας με τον κατασκευαστή.

8.   Οι κατασκευαστές διασφαλίζουν ότι το προϊόν συνοδεύεται από οδηγίες και από όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την ασφαλή εγκατάσταση στο πλοίο και την ασφαλή χρήση του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων περιορισμών χρήσης, κατανοητών από τους χρήστες, μαζί με οποιαδήποτε άλλη τεκμηρίωση η οποία απαιτείται από τις διεθνείς νομικές πράξεις ή τα πρότυπα δοκιμών.

9.   Οι κατασκευαστές που θεωρούν ή έχουν λόγο να πιστεύουν ότι προϊόν στο οποίο έχουν τοποθετήσει το πηδαλιόσχημο σήμα δεν συμμορφώνεται με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις σχεδιασμού, κατασκευής και επιδόσεων και τα πρότυπα δοκιμών που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφοι 2 και 3, λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση του προϊόντος, να το αποσύρουν ή να το ανακαλέσουν, κατά περίπτωση. Επιπλέον, όταν το προϊόν παρουσιάζει κίνδυνο, οι κατασκευαστές ενημερώνουν αμέσως σχετικά τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών, παρέχοντας λεπτομερείς πληροφορίες, ιδίως για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

10.   Οι κατασκευαστές διαβιβάζουν αμέσως στην αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός της, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊόντος, σε γλώσσα ευκόλως κατανοητή ή αποδεκτή από την εν λόγω αρχή, παρέχουν στην αρχή αυτή πρόσβαση στις εγκαταστάσεις τους για λόγους εποπτείας της αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και χορηγούν δείγματα ή πρόσβαση σε δείγματα σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 4 της παρούσας οδηγίας. Συνεργάζονται με την εν λόγω αρχή, κατόπιν αιτήματος της, επί οποιασδήποτε ενέργειας έχει αναληφθεί για την εξάλειψη των κινδύνων από τα προϊόντα που έχουν διαθέσει στην αγορά.

Άρθρο 13

Εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι

1.   Κατασκευαστής που δεν ευρίσκεται στο έδαφος τουλάχιστον ενός κράτους μέλους δύναται να διορίζει, με γραπτή εντολή, εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο για την Ένωση και αναφέρει στην εντολή το όνομα του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου και τη διεύθυνση στην οποία είναι δυνατή η επικοινωνία με αυτόν.

2.   Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 1 και η κατάρτιση του τεχνικού φακέλου δεν αποτελούν μέρος της εντολής που ανατίθεται σε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο.

3.   Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ασκεί τα καθήκοντα που προσδιορίζονται στην εντολή την οποία του αναθέτει ο κατασκευαστής. Η εντολή επιτρέπει στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο τουλάχιστον τα εξής:

α)

να τηρεί τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ και τον τεχνικό φάκελο στη διάθεση των εθνικών εποπτικών αρχών για τουλάχιστον 10 έτη μετά την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων·

β)

να παρέχει στην αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός της, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊόντος·

γ)

να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τυχόν ενέργειες που έγιναν προς αποφυγή των κινδύνων που παρουσιάζουν τα προϊόντα τα οποία καλύπτει η εντολή του.

Άρθρο 14

Άλλοι οικονομικοί φορείς

1.   Οι εισαγωγείς σημειώνουν το όνομά τους, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους και τη διεύθυνση στην οποία είναι δυνατή η επικοινωνία με αυτούς, επί του προϊόντος ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, επί της συσκευασίας του προϊόντος ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν ή και στα δύο, κατά περίπτωση.

2.   Οι εισαγωγείς και οι διανομείς διαβιβάζουν στην αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός της, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του προϊόντος, σε γλώσσα ευκόλως κατανοητή ή αποδεκτή από την εν λόγω αρχή. Συνεργάζονται με την εν λόγω αρχή, κατόπιν αιτήματος της, όσον αφορά τη λήψη μέτρων για την εξάλειψη των κινδύνων από τα προϊόντα που έχουν διαθέσει στην αγορά.

3.   Εισαγωγέας ή διανομέας θεωρείται κατασκευαστής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και υπόκειται στις υποχρεώσεις του κατασκευαστή σύμφωνα με το άρθρο 12, όταν διαθέτει στην αγορά ή τοποθετεί σε πλοίο της ΕΕ εξοπλισμό πλοίων με το όνομα ή το εμπορικό σήμα του ή τροποποιεί εξοπλισμό πλοίων που έχει ήδη διατεθεί στην αγορά κατά τρόπο που ενδέχεται να επηρεάσει τη συμμόρφωση με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις.

4.   Για διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών μετά την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων, οι οικονομικοί φορείς αναφέρουν, κατόπιν αιτήματος, στις αρχές εποπτείας της αγοράς τα ακόλουθα:

α)

κάθε οικονομικό φορέα ο οποίος τους έχει προμηθεύσει προϊόν·

β)

κάθε οικονομικό φορέα στον οποίο έχουν προμηθεύσει προϊόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Άρθρο 15

Διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης ορίζονται στο παράρτημα II.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του κατασκευαστή μεριμνά για την αξιολόγηση συμμόρφωσης, μέσω κοινοποιημένου οργανισμού, συγκεκριμένου είδους εξοπλισμού πλοίων χρησιμοποιώντας μια από τις επιλογές που προβλέπονται στις εκτελεστικές πράξεις τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 2, σύμφωνα με μια από τις ακόλουθες διαδικασίες:

α)

όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί η εξέταση τύπου ΕΚ (ενότητα B) πριν από τη διάθεση του εξοπλισμού πλοίων στην αγορά, ο εξοπλισμός πλοίων υπόκειται σε:

διασφάλιση ποιότητας παραγωγής (ενότητα Δ)· ή

διασφάλιση ποιότητας προϊόντων (ενότητα Ε)· ή

εξακρίβωση επί προϊόντων (ενότητα ΣΤ)·

β)

όσον αφορά εξοπλισμό πλοίων που παράγεται μεμονωμένα ή σε μικρές ποσότητες και όχι εν σειρά ή μαζικά, η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης επιτρέπεται να συνίσταται στην εξακρίβωση ΕΚ ανά μονάδα (ενότητα Ζ).

3.   Η Επιτροπή τηρεί, μέσω των συστημάτων πληροφοριών που διατίθενται προς τον σκοπό αυτό, ενημερωμένο κατάλογο εγκεκριμένων εξοπλισμών πλοίων και των αιτήσεων που ανακαλούνται ή απορρίπτονται και τον θέτει στη διάθεση των ενδιαφερομένων.

Άρθρο 16

Δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

1.   Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ πιστοποιεί ότι πληρούνται αποδεδειγμένα οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 4.

2.   Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ ακολουθεί τη δομή του υποδείγματος που περιέχεται στο παράρτημα III της απόφασης αριθ. 768/2008/ΕΚ. Περιλαμβάνει τα στοιχεία που προσδιορίζονται στις σχετικές ενότητες του παραρτήματος II της παρούσας οδηγίας και επικαιροποιείται.

3.   Με την κατάρτιση της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ, ο κατασκευαστής αναλαμβάνει την ευθύνη και τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.

4.   Όταν εξοπλισμός πλοίων τοποθετείται σε πλοίο της ΕΕ, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ που καλύπτει τον εν λόγω εξοπλισμό παρέχεται στο πλοίο και φυλάσσεται στο πλοίο έως ότου ο εν λόγω εξοπλισμός αφαιρεθεί από το πλοίο. Μεταφράζεται από τον κατασκευαστή στη γλώσσα ή τις γλώσσες που απαιτεί το κράτος μέλος σημαίας, καθώς και τουλάχιστον σε μία γλώσσα που χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών.

5.   Αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ παρέχεται στον κοινοποιημένο οργανισμό ή τους οργανισμούς που διενήργησαν τις σχετικές διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

Άρθρο 17

Κοινοποίηση οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Τα κράτη μέλη, μέσω του συστήματος πληροφοριών που διατίθεται από την Επιτροπή για τον σκοπό αυτό, κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη, τους οργανισμούς που έχουν λάβει έγκριση για την εκτέλεση καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα III.

Άρθρο 18

Κοινοποιούσες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν κοινοποιούσα αρχή, η οποία είναι αρμόδια για τον καθορισμό και τη διεξαγωγή των αναγκαίων διαδικασιών αξιολόγησης και κοινοποίησης των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και για την παρακολούθηση των κοινοποιημένων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με το άρθρο 20.

2.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί παρακολουθούνται τουλάχιστον ανά δύο έτη. Η Επιτροπή δύναται να επιλέξει να συμμετάσχει ως παρατηρητής στη διαδικασία παρακολούθησης.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι η αξιολόγηση και η παρακολούθηση που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να διενεργούνται από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης.

4.   Όταν κοινοποιούσα αρχή αναθέτει ή εκχωρεί με άλλο τρόπο την αξιολόγηση, κοινοποίηση ή παρακολούθηση στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 σε οργανισμό που δεν είναι κρατική υπηρεσία, τότε ο οργανισμός αυτός πρέπει να είναι νομικό πρόσωπο και να συμμορφώνεται, τηρουμένων των αναλογιών, με τις απαιτήσεις του παραρτήματος V. Επιπροσθέτως, ο οργανισμός αυτός προβλέπει διευθετήσεις για την κάλυψη των ευθυνών που προκύπτουν από τις δραστηριότητές του.

5.   Η κοινοποιούσα αρχή αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για τα καθήκοντα που εκτελεί ο οργανισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

6.   Η κοινοποιούσα αρχή συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα V.

Άρθρο 19

Υποχρέωση ενημέρωσης για τις κοινοποιούσες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις οικείες διαδικασίες για την αξιολόγηση και την κοινοποίηση των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και την παρακολούθηση των εν λόγω οργανισμών και σχετικά με τυχόν αλλαγές στις πληροφορίες αυτές.

2.   Η Επιτροπή, μέσω του συστήματος πληροφοριών που διατίθεται προς τον σκοπό αυτό, δημοσιοποιεί αυτές τις πληροφορίες.

Άρθρο 20

Θυγατρικές και υπεργολάβοι κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Όταν κοινοποιημένος οργανισμός αναθέτει σε υπεργολάβο συγκεκριμένα καθήκοντα που συνδέονται με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή σε θυγατρική, εξασφαλίζει ότι ο υπεργολάβος ή η θυγατρική πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος III και ενημερώνει αναλόγως την κοινοποιούσα αρχή.

2.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί αναλαμβάνουν πλήρως την ευθύνη για τα καθήκοντα που εκτελούν οι υπεργολάβοι ή οι θυγατρικές, όπου κι αν είναι εγκατεστημένοι.

3.   Οι δραστηριότητες δύνανται να ανατίθενται σε υπεργολάβο ή να εκτελούνται από θυγατρική μόνον κατόπιν συμφωνίας του πελάτη.

4.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί τηρούν στη διάθεση της κοινοποιούσας αρχής τα έγγραφα σχετικά με την αξιολόγηση των προσόντων του υπεργολάβου ή της θυγατρικής και σχετικά με τις εργασίες που εκτέλεσε ο εν λόγω υπεργολάβος ή η θυγατρική δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 21

Αλλαγές κοινοποιήσεων

1.   Όταν κοινοποιούσα αρχή διαπιστώνει ή πληροφορείται ότι κοινοποιημένος οργανισμός δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του παραρτήματος III ή ότι αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της παρούσας οδηγίας, η κοινοποιούσα αρχή περιορίζει, αναστέλλει ή ανακαλεί την κοινοποίηση, κατά περίπτωση, αναλόγως της σοβαρότητας της μη τήρησης των απαιτήσεων ή της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων. Μέσω του συστήματος πληροφοριών που διατίθεται από την Επιτροπή για τον σκοπό αυτό, ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη αναλόγως.

2.   Στην περίπτωση περιορισμού, αναστολής ή ανάκλησης της κοινοποίησης ή όταν ο κοινοποιημένος οργανισμός παύσει τη δραστηριότητά του, το κοινοποιούν κράτος μέλος προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για να εξασφαλίσει ότι τα αρχεία του οργανισμού αυτού είτε τα χειρίζεται άλλος κοινοποιημένος οργανισμός είτε τα καθιστά διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές κοινοποίησης και εποπτείας της αγοράς, κατόπιν αιτήματός τους.

Άρθρο 22

Αμφισβήτηση της επάρκειας των κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Η Επιτροπή ερευνά όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει αμφιβολίες, με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της ή περιέρχονται σε γνώση της, όσον αφορά την επάρκεια κοινοποιημένου οργανισμού ή την ικανότητα συνεχούς εκπλήρωσης από κοινοποιημένο οργανισμό των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων που υπέχει.

2.   Το κοινοποιούν κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος, όλες τις πληροφορίες σχετικά με την αιτιολόγηση της κοινοποίησης ή τη διατήρηση της επάρκειας του εν λόγω οργανισμού.

3.   Η Επιτροπή διασφαλίζει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα όλων των ευαίσθητων πληροφοριών που έλαβε από τις έρευνες αυτές.

4.   Όταν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι κοινοποιημένος οργανισμός δεν πληροί ή παύει να πληροί τις απαιτήσεις κοινοποίησης, ενημερώνει αμελλητί το κοινοποιούν κράτος μέλος σχετικά και ζητεί από αυτό να λάβει αμελλητί τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της άρσης της κοινοποίησης, εφόσον είναι αναγκαίο.

Άρθρο 23

Λειτουργικές υποχρεώσεις των κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί διενεργούν τις αξιολογήσεις της συμμόρφωσης ή μεριμνούν για τη διενέργειά τους σύμφωνα με τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης κατά το άρθρο 15.

2.   Όταν κοινοποιημένος οργανισμός διαπιστώσει ότι οι υποχρεώσεις του άρθρου 12 δεν πληρούνται από τον κατασκευαστή, τότε ζητεί από τον κατασκευαστή να λάβει αμελλητί τα ενδεδειγμένα διορθωτικά μέτρα και δεν εκδίδει πιστοποιητικό συμμόρφωσης.

3.   Όταν, κατά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης μετά την έκδοση πιστοποιητικού συμμόρφωσης, κοινοποιημένος οργανισμός διαπιστώσει ότι προϊόν δεν συμμορφώνεται πλέον, τότε απαιτεί από τον κατασκευαστή να λάβει αμελλητί τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα και αναστέλλει ή ανακαλεί το πιστοποιητικό, εφόσον απαιτείται. Εάν δεν ληφθούν διορθωτικά μέτρα ή εάν αυτά δεν έχουν το απαιτούμενο αποτέλεσμα, τότε ο κοινοποιημένος οργανισμός περιορίζει, αναστέλλει ή ανακαλεί το πιστοποιητικό, κατά περίπτωση.

Άρθρο 24

Υποχρέωση των κοινοποιημένων οργανισμών να παρέχουν ενημέρωση

1.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί ενημερώνουν την κοινοποιούσα αρχή για τα ακόλουθα:

α)

άρνηση, περιορισμό, αναστολή ή ανάκληση πιστοποιητικών συμμόρφωσης·

β)

καταστάσεις που επηρεάζουν το πεδίο εφαρμογής και τους όρους της κοινοποίησης·

γ)

τυχόν αίτημα για ενημέρωση σχετικά με δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, το οποίο έλαβαν από τις αρχές εποπτείας της αγοράς·

δ)

κατόπιν αιτήματος, για τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που εκτελούν στο πλαίσιο της κοινοποίησής τους και για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων των διασυνοριακών δραστηριοτήτων και υπεργολαβιών.

2.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί παρέχουν στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη, κατόπιν αιτήματος, τις σχετικές πληροφορίες για ζητήματα που αφορούν τα αρνητικά και τα θετικά αποτελέσματα αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί παρέχουν στους λοιπούς κοινοποιημένους οργανισμούς που διεξάγουν δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και καλύπτουν τα ίδια προϊόντα τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν αρνητικά και, κατόπιν αιτήματος, θετικά αποτελέσματα αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΙΑΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ, ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Άρθρο 25

Πλαίσιο εποπτείας της αγοράς της ΕΕ

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εποπτεία της αγοράς εξοπλισμού πλοίων, σύμφωνα με το πλαίσιο εποπτείας της αγοράς της ΕΕ που προβλέπεται στο κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Στις εθνικές υποδομές και τα προγράμματα εποπτείας της αγοράς λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά του τομέα εξοπλισμού πλοίων, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων διαδικασιών που διενεργούνται ως μέρος της αξιολόγησης της συμμόρφωσης, και ιδίως οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στην αρχή του κράτους της σημαίας από τις διεθνείς συμβάσεις.

3.   Η εποπτεία της αγοράς είναι δυνατό να περιλαμβάνει ελέγχους εγγράφων καθώς και ελέγχους του εξοπλισμού πλοίων που φέρει το πηδαλιόσχημο σήμα, ανεξαρτήτως εάν έχει τοποθετηθεί στο πλοίο ή όχι. Οι έλεγχοι εξοπλισμού πλοίων που έχει ήδη τοποθετηθεί σε πλοία περιορίζονται σε εξέταση ανάλογη με αυτήν που είναι δυνατό να διενεργείται όταν ο σχετικός εξοπλισμός παραμένει πλήρως λειτουργικός στο πλοίο.

4.   Όταν οι αρχές εποπτείας της αγοράς κράτους μέλους, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008, σκοπεύουν να διενεργήσουν δειγματοληπτικούς ελέγχους δύνανται, εφόσον είναι εύλογο και εφικτό, να ζητήσουν από τον κατασκευαστή να διαθέσει τα απαραίτητα δείγματα ή να παράσχει πρόσβαση στα δείγματα επιτόπου, με έξοδα του ίδιου του κατασκευαστή.

Άρθρο 26

Διαδικασία διαχείρισης των προϊόντων που παρουσιάζουν κίνδυνο σε εθνικό επίπεδο

1.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενός κράτους μέλους έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι εξοπλισμός πλοίων που διέπεται από την παρούσα οδηγία παρουσιάζει κίνδυνο για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, την υγεία ή το περιβάλλον, διενεργούν αξιολόγηση του εν λόγω εξοπλισμού πλοίων που καλύπτει όλες τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς συνεργάζονται κατά οποιονδήποτε αναγκαίο τρόπο με τις αρχές εποπτείας της αγοράς.

Όταν, κατά την εν λόγω αξιολόγηση, οι αρχές εποπτείας της αγοράς διαπιστώσουν ότι ο εξοπλισμός πλοίων δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, τότε ζητούν αμελλητί από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα να λάβει όλα τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να καταστήσει τον εξοπλισμό πλοίων σύμμορφο με τις απαιτήσεις, να αποσύρει τον εξοπλισμό πλοίων από την αγορά ή να τον ανακαλέσει εντός σχετικού εύλογου χρονικού διαστήματος, ανάλογου προς τη φύση του κίνδυνου, το οποίο αυτές ορίζουν.

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν αναλόγως τον ενδιαφερόμενο κοινοποιημένο οργανισμό.

Το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 ισχύει για τα μέτρα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

2.   Όταν οι αρχές εποπτείας της αγοράς θεωρούν ότι η μη συμμόρφωση δεν περιορίζεται στην εθνική επικράτεια ή στα πλοία που φέρουν τη σημαία τους, ενημερώνουν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη, μέσω του συστήματος πληροφοριών που διατίθεται από την Επιτροπή για σκοπούς εποπτείας της αγοράς, σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που διενεργείται βάσει της παραγράφου 1 και τις δράσεις που ζήτησαν να αναλάβει ο οικονομικός φορέας.

3.   Ο οικονομικός φορέας διασφαλίζει ότι αναλαμβάνονται όλες οι ενδεδειγμένες διορθωτικές δράσεις για όλα τα προϊόντα που έχει καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά σε όλη την Ένωση ή, ανάλογα με την περίπτωση, που έχουν τοποθετηθεί ή έχουν παραδοθεί για να τοποθετηθούν σε πλοία της ΕΕ.

4.   Όταν ο σχετικός οικονομικός φορέας δεν αναλάβει την αναγκαία διορθωτική δράση εντός του χρονικού διαστήματος που έχουν ορίσει οι αρχές εποπτείας της αγοράς σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της παρούσας οδηγίας, τότε οι αρχές εποπτείας της αγοράς λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα για να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τη διαθεσιμότητα στην εθνική αγορά του εξοπλισμού πλοίων ή την τοποθέτησή του σε πλοία που φέρουν τη σημαία τους, να αποσύρουν το προϊόν από την αγορά ή να το ανακαλέσουν.

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα αυτά.

5.   Στις πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρχές εποπτείας της αγοράς, κατά την παράγραφο 4, περιλαμβάνονται όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που απαιτούνται για την αναγνώριση του μη σύμμορφου εξοπλισμού πλοίων, την καταγωγή του, τη φύση της υποτιθέμενης μη συμμόρφωσης και του σχετικού κινδύνου, τη φύση και τη διάρκεια των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν, καθώς και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας. Συγκεκριμένα, οι αρχές εποπτείας της αγοράς καταδεικνύουν σε ποιους λόγους από τους κατωτέρω οφείλεται η μη συμμόρφωση:

α)

ο εξοπλισμός πλοίων δεν πληροί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις σχεδιασμού, κατασκευής και επιδόσεων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4·

β)

ο εξοπλισμός πλοίων δεν πληροί τα πρότυπα δοκιμών που αναφέρονται στο άρθρο 4 κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

γ)

ελλείψεις των εν λόγω προτύπων δοκιμών.

6.   Τα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους που κίνησε τη διαδικασία ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα που έλαβαν και παρέχουν τυχόν άλλες πρόσθετες πληροφορίες που έχουν όσον αφορά τη μη συμμόρφωση του σχετικού εξοπλισμού πλοίων και, σε περίπτωση διαφωνίας με το κοινοποιηθέν εθνικό μέτρο, για τις τυχόν αντιρρήσεις τους.

7.   Όταν, εντός τεσσάρων μηνών από τη λήψη των πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρχές εποπτείας της αγοράς κατά την παράγραφο 4, δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από κράτος μέλος ή την Επιτροπή σε σχέση με προσωρινό μέτρο που έχει λάβει ένα κράτος μέλος, τότε το εν λόγω μέτρο θεωρείται δικαιολογημένο.

8.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται αμελλητί τα κατάλληλα περιοριστικά μέτρα όσον αφορά τον σχετικό εξοπλισμό πλοίων, όπως η άμεση απόσυρση του προϊόντος από την αγορά τους.

Άρθρο 27

Ενωσιακή διαδικασία διασφάλισης

1.   Όταν, κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του άρθρου 26 παράγραφοι 3 και 4, διατυπωθούν αντιρρήσεις για μέτρο που έχει λάβει κράτος μέλος ή αν η Επιτροπή θεωρήσει το εθνικό μέτρο αντίθετο με την ενωσιακή νομοθεσία, τότε η Επιτροπή διαβουλεύεται αμελλητί με τα κράτη μέλη και τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα ή φορείς και διενεργεί αξιολόγηση του σχετικού εθνικού μέτρου. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της αξιολόγησης, η Επιτροπή αποφασίζει αν το σχετικό εθνικό μέτρο είναι δικαιολογημένο ή όχι.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, όταν η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την έκδοση του εθνικού μέτρου είναι κατάλληλη για την πλήρη και αντικειμενική αξιολόγηση του κινδύνου και ότι το εθνικό μέτρο είναι σύμφωνο με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008, τότε δύναται να περιοριστεί στην εξέταση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του σχετικού εθνικού μέτρου σε σχέση με τον εν λόγω κίνδυνο.

3.   Η Επιτροπή απευθύνει την απόφασή της σε όλα τα κράτη μέλη και την ανακοινώνει αμέσως σε αυτά και στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα ή φορείς.

4.   Αν το σχετικό εθνικό μέτρο θεωρηθεί δικαιολογημένο, όλα τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι ο μη σύμμορφος εξοπλισμός πλοίων αποσύρεται από τις αγορές τους και, όπου κριθεί απαραίτητο, ανακαλείται. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή αναλόγως.

5.   Εάν το σχετικό εθνικό μέτρο δεν θεωρηθεί δικαιολογημένο, τότε το κράτος μέλος το ανακαλεί.

6.   Όταν η μη συμμόρφωση του εξοπλισμού πλοίων αποδίδεται σε ελλείψεις των προτύπων δοκιμών που αναφέρονται στο άρθρο 4, η Επιτροπή δύναται, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της παρούσας οδηγίας, να επιβεβαιώσει, να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει εθνικό μέτρο διασφάλισης μέσω εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 2.

Ανατίθεται, εξάλλου, στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 37, προσωρινά εναρμονισμένες απαιτήσεις και πρότυπα δοκιμών για το συγκεκριμένο στοιχείο του εξοπλισμού πλοίων. Τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 εφαρμόζονται αναλόγως. Οι εν λόγω απαιτήσεις και τα πρότυπα δοκιμών διατίθενται ατελώς από την Επιτροπή.

7.   Όταν το εν λόγω πρότυπο δοκιμών είναι ευρωπαϊκό πρότυπο, η Επιτροπή ενημερώνει τον αρμόδιο ευρωπαϊκό οργανισμό ή οργανισμούς τυποποίησης και υποβάλλει το θέμα στην επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας 98/34/ΕΚ. Η εν λόγω επιτροπή ζητεί τη γνώμη του σχετικού ευρωπαϊκού οργανισμού ή οργανισμών τυποποίησης και γνωμοδοτεί αμελλητί.

Άρθρο 28

Συμμορφούμενα προϊόντα που παρουσιάζουν κίνδυνο για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, την υγεία ή το περιβάλλον

1.   Όταν κράτος μέλος διαπιστώσει, αφού έχει διενεργήσει αξιολόγηση δυνάμει του άρθρου 26 παράγραφος 1, ότι εξοπλισμός πλοίων που συμμορφώνεται με την παρούσα οδηγία παρουσιάζει παρ’ όλα αυτά κίνδυνο για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, την υγεία ή το περιβάλλον, απαιτεί από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα να λάβει όλα τα δέοντα μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο συγκεκριμένος εξοπλισμός πλοίων, όταν διατεθεί στην αγορά, δεν παρουσιάζει πλέον τον εν λόγω κίνδυνο ή για να αποσύρει τον εξοπλισμό πλοίων από την αγορά ή να τον ανακαλέσει εντός σχετικά εύλογου χρονικού διαστήματος που αυτό ορίζει, αναλόγως της φύσης του κίνδυνου.

2.   Ο οικονομικός φορέας διασφαλίζει ότι λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα για όλα τα προϊόντα που έχει καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά σε όλη την Ένωση ή που έχει τοποθετήσει σε πλοία της ΕΕ.

3.   Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη. Η παρεχόμενη ενημέρωση περιλαμβάνει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του σχετικού εξοπλισμού πλοίων, την προέλευσή του και την αλυσίδα εφοδιασμού του εξοπλισμού πλοίων, τη φύση του σχετικού κινδύνου, και τη φύση και τη διάρκεια των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν.

4.   Η Επιτροπή διαβουλεύεται αμελλητί με τα κράτη μέλη και τους σχετικούς οικονομικούς φορείς και διενεργεί αξιολόγηση των ληφθέντων εθνικών μέτρων. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της αξιολόγησης, η Επιτροπή αποφασίζει αν το μέτρο είναι δικαιολογημένο και, εφόσον απαιτείται, προτείνει τα κατάλληλα μέτρα. Για αυτόν τον σκοπό, εφαρμόζεται το άρθρο 27 παράγραφος 2, τηρουμένων των αναλογιών.

5.   Η Επιτροπή απευθύνει την απόφασή της σε όλα τα κράτη μέλη και την ανακοινώνει αμέσως σε αυτά και στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα ή φορείς.

Άρθρο 29

Τυπική μη συμμόρφωση

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, όταν κράτος μέλος προβαίνει σε μία από τις ακόλουθες διαπιστώσεις, απαιτεί από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα να θέσει τέλος στη μη συμμόρφωση:

α)

το πηδαλιόσχημο σήμα έχει τοποθετηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9 ή 10·

β)

το πηδαλιόσχημο σήμα δεν έχει τοποθετηθεί·

γ)

δεν έχει καταρτιστεί δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ·

δ)

η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ δεν έχει καταρτιστεί σωστά·

ε)

ο τεχνικός φάκελος είτε δεν είναι διαθέσιμος είτε δεν είναι πλήρης·

στ)

η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ δεν έχει διαβιβαστεί στο πλοίο.

2.   Όταν εξακολουθεί να υφίσταται η μη συμμόρφωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το αρμόδιο κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα δέοντα μέτρα για να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη διαθεσιμότητα στην αγορά του εξοπλισμού πλοίων και να εξασφαλίσει ότι αυτός ανακαλείται ή αποσύρεται από την αγορά.

Άρθρο 30

Εξαιρέσεις με βάση την τεχνολογική καινοτομία

1.   Σε έκτακτες περιπτώσεις τεχνολογικής καινοτομίας, η αρχή του κράτους της σημαίας δύναται να επιτρέψει να τοποθετηθεί σε πλοίο της ΕΕ εξοπλισμός που δεν συμμορφώνεται με τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, εάν έχει αποδειχθεί με δοκιμή ή άλλο επαρκή τρόπο κατά την κρίση της αρχής του κράτους της σημαίας ότι ο εξοπλισμός συμμορφώνεται με τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι διαδικασίες δοκιμών δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να διακρίνουν μεταξύ εξοπλισμού πλοίων που κατασκευάζεται στο κράτος μέλος της σημαίας και εξοπλισμού πλοίων που κατασκευάζεται σε άλλα κράτη.

3.   Στον εξοπλισμό πλοίων που εμπίπτει στο άρθρο αυτό χορηγείται πιστοποιητικό από το κράτος μέλος της σημαίας, το οποίο τον συνοδεύει πάντοτε και περιέχει την άδεια του κράτους μέλους της σημαίας για την τοποθέτηση του εξοπλισμού αυτού στο πλοίο και τυχόν περιορισμούς ή διατάξεις σχετικά με τη χρήση του.

4.   Όταν κράτος μέλος επιτρέπει την τοποθέτηση σε πλοίο της ΕΕ εξοπλισμού που εμπίπτει στο παρόν άρθρο, το κράτος μέλος ανακοινώνει αμέσως στην Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη τα στοιχεία της άδειας αυτής μαζί με τις εκθέσεις όλων των δοκιμών, αξιολογήσεων και διαδικασιών αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

5.   Εντός 12 μηνών από την παραλαβή της ανακοίνωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η Επιτροπή, αν κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, δύναται να ζητήσει από το κράτος μέλος να αποσύρει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας την άδεια που χορηγήθηκε. Για αυτόν το σκοπό, η Επιτροπή ενεργεί με βάση εκτελεστικές πράξεις. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 2.

6.   Όταν πλοίο με εξοπλισμό που εμπίπτει στην παράγραφο 1 μετεγγράφεται σε άλλο κράτος μέλος, το κράτος μέλος της σημαίας υποδοχής δύναται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν δοκιμών και πρακτικών επιδείξεων, για να διασφαλίσει ότι ο εξοπλισμός είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικός με εξοπλισμό που υπέστη επιτυχώς τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

Άρθρο 31

Εξαιρέσεις για λόγους δοκιμών ή αξιολόγησης εξοπλισμού

Η αρχή του κράτους της σημαίας δύναται να επιτρέψει να τοποθετείται σε πλοίο της ΕΕ εξοπλισμός πλοίων που δεν υπέστη επιτυχώς τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή που δεν εμπίπτει στο άρθρο 30, για λόγους δοκιμών ή αξιολόγησης εξοπλισμού, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το κράτος μέλος της σημαίας χορηγεί πιστοποιητικό για τον εξοπλισμό πλοίων, το οποίο τον συνοδεύει πάντοτε και περιέχει την άδεια του κράτους μέλους αυτού για τοποθέτηση του εν λόγω εξοπλισμού σε πλοίο της ΕΕ, επιβάλει όλους τους αναγκαίους περιορισμούς και καθορίζει κάθε άλλη κατάλληλη διάταξη σχετικά με τη χρήση του σχετικού εξοπλισμού·

β)

η άδεια περιορίζεται στη χρονική διάρκεια που θεωρείται από το κράτος της σημαίας ως αναγκαία για την ολοκλήρωση της δοκιμής και η οποία θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο βραχεία·

γ)

ο εξοπλισμός πλοίων δεν χρησιμοποιείται στη θέση αλλού εξοπλισμού που πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και δεν αντικαθιστά τον εν λόγω εξοπλισμό, ο οποίος διατηρείται επί του πλοίου της ΕΕ ευρισκόμενος σε λειτουργία και έτοιμος για άμεση χρήση.

Άρθρο 32

Εξαιρέσεις σε έκτακτες περιστάσεις

1.   Σε έκτακτες περιστάσεις, οι οποίες αιτιολογούνται δεόντως στην αρχή του κράτους της σημαίας, όταν εξοπλισμός πλοίων πρέπει να αντικατασταθεί σε λιμένα εκτός της Ένωσης, όταν είναι πρακτικώς αδύνατον από άποψη χρόνου, καθυστέρησης και κόστους να τοποθετηθεί στο πλοίο εξοπλισμός που φέρει το πηδαλιόσχημο σήμα, είναι δυνατόν να τοποθετηθεί άλλος εξοπλισμός σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4.

2.   Ο εξοπλισμός πλοίων που τοποθετείται στο πλοίο συνοδεύεται από φάκελο εκδοθέντα από κράτος μέλος του ΔΝΟ που αποτελεί μέρος των σχετικών συμβάσεων, ο οποίος πιστοποιεί ότι πληρούνται οι αντίστοιχες απαιτήσεις του ΔΝΟ.

3.   Η αρχή του κράτους της σημαίας ενημερώνεται αμέσως για τη φύση και τα χαρακτηριστικά του άλλου εξοπλισμού.

4.   Η αρχή του κράτους της σημαίας διασφαλίζει, το ταχύτερο, ότι ο εξοπλισμός πλοίων που αναφέρεται στην παράγραφο 1, μαζί με την τεκμηρίωση δοκιμής του, πληροί τις απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων και της παρούσας οδηγίας.

5.   Όταν έχει αποδειχθεί ότι συγκεκριμένος εξοπλισμός πλοίων που φέρει το πηδαλιόσχημο σήμα δεν είναι διαθέσιμος στην αγορά, το κράτος μέλος της σημαίας δύναται να επιτρέψει να τοποθετηθεί άλλος εξοπλισμός σε πλοίο, με την επιφύλαξη των παραγράφων 6 έως 8.

6.   Ο επιτρεπόμενος εξοπλισμός πλοίων συμμορφώνεται στον μέγιστο δυνατό βαθμό με τις απαιτήσεις και τα πρότυπα δοκιμών του άρθρου 4.

7.   Ο εξοπλισμός που τοποθετείται επί του πλοίου συνοδεύεται από προσωρινό πιστοποιητικό έγκρισης το οποίο εκδίδεται από το κράτος μέλος της σημαίας ή από άλλο κράτος μέλος και στο οποίο δηλώνονται τα εξής:

α)

ο εξοπλισμός με το πηδαλιόσχημο σήμα τον οποίο πρόκειται να αντικαταστήσει ο πιστοποιημένος εξοπλισμός·

β)

οι ακριβείς συνθήκες υπό από τις οποίες έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό έγκρισης και ιδίως η μη διαθεσιμότητα στην αγορά του εξοπλισμού που φέρει το πηδαλιόσχημο σήμα·

γ)

οι ακριβείς απαιτήσεις σχεδιασμού, κατασκευής και επιδόσεων σύμφωνα με τις οποίες εγκρίθηκε ο εξοπλισμός από το κράτος μέλος πιστοποίησης·

δ)

τα τυχόν πρότυπα δοκιμών που έχουν εφαρμοστεί, κατά τις σχετικές διαδικασίες έγκρισης.

8.   Το κράτος μέλος που εκδίδει προσωρινό πιστοποιητικό έγκρισης ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή σχετικά. Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 6 και 7, δύναται να ζητήσει από το κράτος μέλος να ανακαλέσει το εν λόγω πιστοποιητικό ή να λάβει άλλα κατάλληλα μέτρα μέσω εκτελεστικών πράξεων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 33

Ανταλλαγή εμπειριών

Η Επιτροπή μεριμνά για την οργάνωση της ανταλλαγής εμπειριών μεταξύ των εθνικών αρχών των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την πολιτική κοινοποίησης, ιδίως όσον αφορά την εποπτεία της αγοράς.

Άρθρο 34

Συντονισμός των κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι θεσμοθετείται κατάλληλος συντονισμός και συνεργασία μεταξύ των κοινοποιημένων οργανισμών και ότι αυτά λειτουργούν σωστά με τη μορφή τομεακής ομάδας των κοινοποιημένων οργανισμών.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι οργανισμοί τους οποίους έχουν κοινοποιήσει συμμετέχουν στις εργασίες της εν λόγω ομάδας, απευθείας ή διά διορισθέντων αντιπροσώπων.

Άρθρο 35

Εκτελεστικές πράξεις

1.   Τα κράτη μέλη, μέσω του συστήματος πληροφοριών που διατίθεται για τον σκοπό αυτό από την Επιτροπή, κοινοποιούν στην Επιτροπή το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή συντάσσει, επικαιροποιεί περιοδικά και δημοσιοποιεί κατάλογο των εν λόγω αρχών.

2.   Η Επιτροπή υποδεικνύει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις σχετικές απαιτήσεις σχεδιασμού, κατασκευής και επιδόσεων και τα πρότυπα δοκιμών που προβλέπονται από τις διεθνείς νομικές πράξεις για κάθε στοιχείο του εξοπλισμού πλοίων για το οποίο απαιτείται έγκριση της αρχής του κράτους της σημαίας σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις. Κατά την έκδοση των εν λόγω πράξεων, η Επιτροπή αναφέρει ρητά τις ημερομηνίες από τις οποίες πρέπει να εφαρμοστούν αυτές οι απαιτήσεις και τα πρότυπα δοκιμών, συμπεριλαμβανομένων των ημερομηνιών για τη διάθεση στην αγορά και την τοποθέτηση σε πλοίο, σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές πράξεις και λαμβάνοντας υπόψη τα χρονοδιαγράμματα για τη ναυπήγηση πλοίων. Η Επιτροπή δύναται επίσης να προσδιορίσει τα κοινά κριτήρια και λεπτομερείς διαδικασίες για την εφαρμογή τους.

3.   Η Επιτροπή υποδεικνύει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τις νέες απαιτήσεις σχεδιασμού, κατασκευής και επιδόσεων του εξοπλισμού πλοίων που προβλέπονται στις διεθνείς νομικές πράξεις και ισχύουν για εξοπλισμό ήδη τοποθετημένο σε πλοία προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ο που είναι τοποθετημένος σε πλοία της ΕΕ συμμορφώνεται με τις διεθνείς νομικές πράξεις.

4.   Η Επιτροπή αναπτύσσει και διατηρεί βάση δεδομένων που περιέχει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον κατάλογο και τα βασικά στοιχεία των πιστοποιητικών συμμόρφωσης που εκδόθηκαν δυνάμει της παρούσας οδηγίας, όπως παρέχονται από τους κοινοποιημένους οργανισμούς·

β)

τον κατάλογο και τα βασικά στοιχεία των δηλώσεων συμμόρφωσης που εκδόθηκαν δυνάμει της παρούσας οδηγίας, όπως παρέχονται από τους κατασκευαστές·

γ)

επικαιροποιημένο κατάλογο των εφαρμοστέων διεθνών νομικών πράξεων, και των απαιτήσεων και προτύπων δοκιμών που ισχύουν δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 4·

δ)

τον κατάλογο και το πλήρες κείμενο των κριτηρίων και διαδικασιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2·

ε)

τις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις της ηλεκτρονικής σήμανσης που αναφέρονται στο άρθρο 11, ανάλογα με την περίπτωση·

στ)

κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία με σκοπό τη διευκόλυνση της ορθής εφαρμογής της παρούσας οδηγίας από τα κράτη μέλη, τους κοινοποιημένους οργανισμούς και τους οικονομικούς φορείς.

Στην εν λόγω βάση δεδομένων έχουν πρόσβαση τα κράτη μέλη. Διατίθεται επίσης στο κοινό μόνον για ενημερωτικούς σκοπούς.

5.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εκδίδονται υπό μορφήν κανονισμών της Επιτροπής σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 38 παράγραφος 2.

Άρθρο 36

Τροποποιήσεις

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 37 προκειμένου να επικαιροποιούνται οι παραπομπές σε πρότυπα, όπως αναφέρονται στο παράρτημα III, όταν νέα πρότυπα καθίστανται διαθέσιμα.

Άρθρο 37

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στα άρθρα 8, 11, 27 και 36 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στα άρθρα 8, 11, 27 και 36 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση και παράγει αποτελέσματα από την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θιγεί το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ευρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 8, 11, 27 και 36 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός περιόδου δύο μηνών από την κοινοποίησή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη αυτής της προθεσμίας, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο, έχουν ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 38

Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) που συστάθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Εάν η επιτροπή δεν διατυπώσει γνώμη, η Επιτροπή δεν εκδίδει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης και εφαρμόζεται το άρθρο 5 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 39

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 18 Σεπτεμβρίου 2016.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 40

Κατάργηση

1.   Η οδηγία 96/98/ΕΚ καταργείται από τις 18 Σεπτεμβρίου 2016.

2.   Ωστόσο, οι απαιτήσεις και τα πρότυπα δοκιμών για τον εξοπλισμό πλοίων που ισχύουν στις 18 Σεπτεμβρίου 2016 σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που θεσπίζουν τα κράτη μέλη προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία 96/98/ΕΚ, εξακολουθούν να ισχύουν έως την έναρξη ισχύος των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

3.   Οι παραπομπές στην καταργηθείσα οδηγία θεωρούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 41

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 42

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  ΕΕ C 161 της 6.6.2013, σ. 93.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014.

(3)  Οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων (ΕΕ L 46 της 17.2.1997, σ. 25).

(4)  Απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων και για την κατάργηση της απόφασης 93/465/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 82).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για την ασφάλεια στη θάλασσα (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) (ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1).

(9)  Οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση, την τροποποίηση των οδηγιών 89/686/ΕΟΚ και 93/15/ΕΟΚ και των οδηγιών 94/9/ΕΚ, 94/25/ΕΚ, 95/16/ΕΚ, 97/23/ΕΚ, 98/34/ΕΚ, 2004/22/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ, 2009/23/ΕΚ και 2009/105/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της απόφασης 87/95/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 1673/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΠΗΔΑΛΙΟΣΧΗΜΟ ΣΗΜΑ

Το σήμα συμμόρφωσης έχει την ακόλουθη μορφή:

Image

Σε περίπτωση σμίκρυνσης ή μεγέθυνσης του πηδαλιόσχημου σήματος πρέπει να διατηρούνται οι αναλογίες που δίνονται στην ανωτέρω γραφική παράσταση.

Τα διάφορα στοιχεία του πηδαλιόσχημου σήματος πρέπει να έχουν περίπου την ίδια κατακόρυφη διάσταση, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη από 5 mm.

Για συσκευές μικρού μεγέθους επιτρέπεται απόκλιση από αυτή την ελάχιστη διάσταση.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

I.   ΕΝΟΤΗΤΑ Β: Η ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΥΠΟΥ ΕΚ

1.

Η εξέταση τύπου ΕΚ είναι το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο κοινοποιημένος οργανισμός εξετάζει τον τεχνικό σχεδιασμό προϊόντος και επαληθεύει και βεβαιώνει ότι ο τεχνικός σχεδιασμός του προϊόντος πληροί τις σχετικές απαιτήσεις.

2.

Η εξέταση τύπου ΕΚ είναι δυνατόν να διενεργηθεί με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

εξέταση δείγματος, αντιπροσωπευτικού της εξεταζόμενης παραγωγής, από το πλήρες προϊόν (τύπος παράγωγης),

αξιολόγηση της επάρκειας του τεχνικού σχεδιασμού του εξοπλισμού πλοίων μέσω της εξέτασης του τεχνικού φακέλου και των αναφερόμενων στο σημείο 3 δικαιολογητικών και της εξέτασης δειγμάτων, αντιπροσωπευτικών της εξεταζόμενης παραγωγής, από ένα ή περισσότερα κρίσιμα μέρη του προϊόντος (συνδυασμός τύπου παραγωγής και τύπου σχεδιασμού).

3.

Η αίτηση για εξέταση τύπου ΕΚ υποβάλλεται από τον κατασκευαστή σε έναν και μόνο κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, αν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνσή του,

γραπτή δήλωση ότι δεν έχει υποβληθεί η ίδια αίτηση σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό,

τον τεχνικό φάκελο. Ο τεχνικός φάκελος καθιστά δυνατή την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του εξοπλισμού πλοίων με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών μέσων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 4 και περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση κινδύνου (κινδύνων). Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις εφαρμοστέες απαιτήσεις και καλύπτει, στον βαθμό που αυτό απαιτείται για την αξιολόγηση, τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του εξοπλισμού πλοίων. Ο τεχνικός φάκελος περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

γενική περιγραφή του εξοπλισμού πλοίων·

β)

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.·

γ)

τις αναγκαίες περιγραφές και επεξηγήσεις για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του εξοπλισμού πλοίων·

δ)

κατάλογο με τις απαιτήσεις και τα πρότυπα δοκιμών που ισχύουν για τον εξοπλισμό πλοίων δυνάμει της παρούσας οδηγίας, μαζί με περιγραφή των λύσεων που υιοθετήθηκαν για να πληρούνται οι εν λόγω απαιτήσεις·

ε)

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των ελέγχων που διενεργήθηκαν κ.λπ., και

στ)

τις εκθέσεις δοκιμών,

αντιπροσωπευτικά δείγματα της εξεταζόμενης παραγωγής. Ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να ζητήσει επιπλέον δείγματα, αν το απαιτούν οι ανάγκες του προγράμματος δοκιμών,

τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την επάρκεια του τεχνικού σχεδιασμού. Τα εν λόγω δικαιολογητικά μνημονεύουν όλα τα σχετικά έγγραφα που έχουν χρησιμοποιηθεί. Τα δικαιολογητικά περιλαμβάνουν, όπου είναι αναγκαίο, τα αποτελέσματα των δοκιμών που διενεργήθηκαν από το κατάλληλο εργαστήριο του κατασκευαστή ή από άλλο εργαστήριο εξ ονόματος του κατασκευαστή και υπό την ευθύνη του.

4.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός:

Όσον αφορά τον εξοπλισμό πλοίων:

4.1.

εξετάζει τον τεχνικό φάκελο και τα δικαιολογητικά για να εκτιμήσει την επάρκεια του τεχνικού σχεδιασμού του εξοπλισμού πλοίων·

Όσον αφορά το δείγμα ή τα δείγματα:

4.2.

επιβεβαιώνει ότι το δείγμα ή τα δείγματα έχουν κατασκευαστεί σύμφωνα με τον τεχνικό φάκελο και προσδιορίζει τα στοιχεία που έχουν σχεδιαστεί σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις των σχετικών απαιτήσεων και προτύπων δοκιμών, καθώς και τα στοιχεία που έχουν σχεδιαστεί χωρίς την εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων των εν λόγω προτύπων·

4.3.

πραγματοποιεί τις κατάλληλες εξετάσεις και δοκιμές, ή αναθέτει την πραγματοποίησή τους, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·

4.4.

συμφωνεί με τον κατασκευαστή τον τόπο όπου θα διεξαχθούν οι έλεγχοι και οι δοκιμές.

5.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός συντάσσει έκθεση αξιολόγησης στην οποία καταγράφονται οι ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το σημείο 4 και η έκβασή τους. Ο κοινοποιημένος οργανισμός, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων του έναντι των κοινοποιουσών αρχών, δημοσιοποιεί το περιεχόμενο της έκθεσης αυτής, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, μόνο κατόπιν συμφωνίας του κατασκευαστή.

6.

Όταν ο τύπος πληροί τις απαιτήσεις των ειδικών διεθνών νομικών πράξεων που ισχύουν για τον συγκεκριμένο εξοπλισμό πλοίων, ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ. Το πιστοποιητικό περιλαμβάνει το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή, τα πορίσματα της εξέτασης, τους (τυχόν) όρους υπό τους οποίους ισχύει το πιστοποιητικό και τα απαραίτητα στοιχεία αναγνώρισης του εγκεκριμένου τύπου. Στο πιστοποιητικό είναι δυνατό να επισυνάπτονται ένα ή περισσότερα παραρτήματα.

Το πιστοποιητικό και τα παραρτήματά του περιλαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των κατασκευασθέντων προϊόντων με τον εξετασθέντα τύπο και για να είναι δυνατόν να διεξαχθεί ο έλεγχος εν λειτουργία.

Όταν ο τύπος δεν πληροί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων, ο κοινοποιημένος οργανισμός αρνείται να χορηγήσει πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ και ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά, αιτιολογεί δε λεπτομερώς την άρνηση χορήγησης του πιστοποιητικού.

7.

Αν ο εγκεκριμένος τύπος δεν πληροί πλέον τις ισχύουσες απαιτήσεις, ο κοινοποιημένος οργανισμός ορίζει αν απαιτούνται περαιτέρω δοκιμές ή νέα διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

Ο κατασκευαστής γνωστοποιεί στον κοινοποιημένο οργανισμό, ο οποίος έχει στην κατοχή του τον τεχνικό φάκελο για το πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ, κάθε τροποποίηση του εγκεκριμένου τύπου που ενδέχεται να επηρεάσει τη συμμόρφωση του εξοπλισμού πλοίων με τις απαιτήσεις των σχετικών διεθνών νομικών πράξεων ή με τους όρους υπό τους οποίους ισχύει το πιστοποιητικό. Για τις τροποποιήσεις αυτές, απαιτείται συμπληρωματική έγκριση υπό μορφή προσθήκης στο αρχικό πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ.

8.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις οικείες κοινοποιούσες αρχές σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΚ και/ή κάθε προσθήκη σε αυτά που έχει χορηγήσει ή ανακαλέσει και θέτει στη διάθεση των οικείων κοινοποιουσών αρχών, περιοδικά ή κατόπιν αιτήματος, κατάλογο των πιστοποιητικών και/ή όλων των προσθηκών σε αυτά που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στα οποία έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλον τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΚ και/ή κάθε προσθήκη σε αυτά που έχει απορρίψει, αποσύρει, αναστείλει ή στα οποία έχει επιβάλει περιορισμούς με άλλον τρόπο, και, κατόπιν αιτήματος, σχετικά με τα πιστοποιητικά που χορήγησε και/ή τις προσθήκες τους σε αυτά.

Η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και οι λοιποί κοινοποιημένοι φορείς μπορούν, κατόπιν αιτήματος, να λαμβάνουν αντίγραφο των πιστοποιητικών εξέτασης τύπου ΕΚ και/ή των προσθηκών τους. Κατόπιν αιτήματος, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν αντίγραφο του τεχνικού φακέλου και των πορισμάτων των ελέγχων που διενεργήθηκαν από τον κοινοποιημένο οργανισμό. Ο κοινοποιημένος οργανισμός διατηρεί αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΚ, των παραρτημάτων του και των προσθηκών του, καθώς και τον τεχνικό φάκελο που περιλαμβάνει τα έγγραφα τα οποία υποβληθήκαν από τον κατασκευαστή έως τη λήξη ισχύος του πιστοποιητικού.

9.

Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΚ, των παραρτημάτων και των προσθηκών του μαζί με τον τεχνικό φάκελο, επί διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στο τελευταίο κατασκευασθέν προϊόν και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων.

10.

Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του κατασκευαστή μπορεί να υποβάλλει την αίτηση που προβλέπεται στο σημείο 3 και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα σημεία 7 και 9, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

II.   ΕΝΟΤΗΤΑ Δ: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1.   Η συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τη διασφάλιση ποιότητας της διαδικασίας παραγωγής αποτελεί το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι ο σχετικός εξοπλισμός πλοίων είναι σύμφωνος προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ και πληροί τις απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων που εφαρμόζονται σε αυτόν.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για την παραγωγή, την τελική επιθεώρηση και τη δοκιμή των σχετικών προϊόντων, όπως ορίζεται στο σημείο 3, και υπόκειται σε επιτήρηση κατά το σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητάς του όσον αφορά τον σχετικό εξοπλισμό πλοίων.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνσή του,

γραπτή δήλωση ότι δεν έχει υποβληθεί η ίδια αίτηση σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό,

όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για την εξεταζόμενη κατηγορία εξοπλισμού πλοίων,

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας,

τον τεχνικό φάκελο του εγκεκριμένου τύπου και αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΚ.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας διασφαλίζει τη συμμόρφωση των προϊόντων προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ και προς τις απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων που ισχύουν γι’ αυτά.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής συγκεντρώνονται με συστηματικό και επιμελημένο τρόπο σε φάκελο τεκμηρίωσης με τη μορφή γραπτών κανόνων, διαδικασιών και οδηγιών. Ο φάκελος αυτός του συστήματος ποιότητας επιτρέπει την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων, σχεδίων, εγχειριδίων και φακέλων ποιότητας.

Ειδικότερα, ο φάκελος περιλαμβάνει κατάλληλη περιγραφή:

των ποιοτικών στόχων, του οργανογράμματος, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των στελεχών διαχείρισης όσον αφορά την ποιότητα των προϊόντων,

των αντίστοιχων τεχνικών κατασκευής, ποιοτικού ελέγχου και διασφάλισης της ποιότητας, των διαδικασιών και των συστηματικών δραστηριοτήτων που θα εφαρμόζονται,

των εξετάσεων και των δοκιμών που θα διεξάγονται πριν, κατά και μετά την κατασκευή, και τη συχνότητα διεξαγωγής τους,

των φακέλων ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, οι εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ., και

των μέσων επιτήρησης που επιτρέπουν να ελέγχεται η επίτευξη της απαιτούμενης ποιότητας των προϊόντων και η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει αν πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο σημείο 3.2.

Εκτός από τα μέλη με πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα ελεγκτών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μέλος το οποίο έχει πείρα στην αξιολόγηση του σχετικού εξοπλισμού πλοίων και της τεχνολογίας του και γνωρίζει τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών μέσων. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή. Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1 πέμπτη περίπτωση, προκειμένου να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να εντοπίζει τις σχετικές απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων και να πραγματοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του προϊόντος προς τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το συντηρεί ώστε να εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και να παραμένει αποτελεσματικό.

3.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας για κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και αποφασίζει εάν το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2 ή εάν πρέπει να γίνει νέα αξιολόγηση.

Κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

4.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλίζεται ότι ο κατασκευαστής εκπληρώνει ορθά τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση, για λόγους αξιολόγησης, στους χώρους κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, και ιδίως:

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας,

τους φακέλους ποιότητας, όπως τις εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους για να επιβεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας, και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνίδιες επισκέψεις στον κατασκευαστή, εκτός εάν, βάσει του εθνικού δικαίου, και για λόγους αμύνης ή ασφαλείας, ισχύουν ορισμένοι περιορισμοί για τις επισκέψεις αυτές. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να διεξάγει ή να φροντίζει να διεξάγονται δοκιμές για να εξακριβωθεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας, εφόσον είναι αναγκαίο. Ο κοινοποιημένος οργανισμός υποβάλλει στον κατασκευαστή έκθεση επίσκεψης και, αν πραγματοποιήθηκαν δοκιμές, έκθεση δοκιμών.

5.   Σήμανση συμμόρφωσης και δήλωση συμμόρφωσης

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί το απαιτούμενο πηδαλιόσχημο σήμα που αναφέρεται στο άρθρο 9 και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 3.1, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε προϊόν που ανταποκρίνεται στον τύπο, όπως περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ, και πληροί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης για κάθε μοντέλο προϊόντος και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στο τελευταίο κατασκευασθέν προϊόν και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων. Η δήλωση συμμόρφωσης αναφέρει το μοντέλο του εξοπλισμού πλοίων για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήματος, διατίθεται αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης.

6.   Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών επί διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στο τελευταίο κατασκευασθέν προϊόν και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων:

τον φάκελο που αναφέρεται στο σημείο 3.1,

την τροποποίηση που αναφέρεται στο σημείο 3.5, όπως εγκρίθηκε,

τις αποφάσεις και τις εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού, που αναφέρονται στα σημεία 3.5, 4.3 και 4.4.

7.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις οικείες κοινοποιούσες αρχές για τις εγκρίσεις του συστήματος ποιότητας που χορηγούνται ή ανακαλούνται, και θέτει στη διάθεση των οικείων κοινοποιουσών αρχών, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς για τις εγκρίσεις των συστημάτων ποιότητας, τις οποίες έχει απορρίψει, αναστείλει, ανακαλέσει ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί, και, κατόπιν αιτήματος, για τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορήγησε.

8.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στα σημεία 3.1, 3.5, 5 και 6 είναι δυνατό να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

III.   ΕΝΟΤΗΤΑ Ε: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ

1.   Η συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος αποτελεί το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5, και βεβαιώνει και δηλώνει με δική του αποκλειστική ευθύνη ότι ο σχετικός εξοπλισμός πλοίων είναι σύμφωνος προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ και πληροί τις απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων που εφαρμόζονται σε αυτόν.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για την τελική επιθεώρηση και τη δοκιμή των σχετικών προϊόντων, όπως ορίζεται στο σημείο 3, και υπόκειται σε επιτήρηση κατά το σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητας που εφαρμόζει όσον αφορά τον σχετικό εξοπλισμό πλοίων.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνσή του,

γραπτή δήλωση ότι δεν έχει υποβληθεί η ίδια αίτηση σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό,

όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για την εξεταζόμενη κατηγορία εξοπλισμού πλοίων,

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας και

τον τεχνικό φάκελο του εγκεκριμένου τύπου και αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΚ.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας διασφαλίζει τη συμμόρφωση των προϊόντων προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ και προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής πρέπει να συγκεντρώνονται με συστηματικό και επιμελημένο τρόπο σε φάκελο τεκμηρίωσης με τη μορφή γραπτών κανόνων, διαδικασιών και οδηγιών. Ο φάκελος αυτός του συστήματος ποιότητας επιτρέπει την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων, σχεδίων, εγχειριδίων και φακέλων ποιότητας.

Ειδικότερα, ο φάκελος περιλαμβάνει κατάλληλη περιγραφή:

των ποιοτικών στόχων, του οργανογράμματος, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των στελεχών διαχείρισης όσον αφορά την ποιότητα των προϊόντων,

των εξετάσεων και δοκιμών που θα διεξάγονται μετά την κατασκευή,

των φακέλων ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, οι εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.,

των μέσων παρακολούθησης που καθιστούν δυνατό να ελέγχεται η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει αν πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο σημείο 3.2.

Εκτός από τα μέλη με πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα ελεγκτών περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μέλος το οποίο έχει πείρα στην αξιολόγηση του σχετικού εξοπλισμού πλοίων και της τεχνολογίας του και γνωρίζει τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών μέσων. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή. Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1 πέμπτη περίπτωση, για να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να εντοπίζει τις σχετικές απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων και να πραγματοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του προϊόντος προς τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του λογιστικού ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το συντηρεί ώστε να εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και να παραμένει αποτελεσματικό.

3.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας για κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και αποφασίζει εάν το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2 ή εάν πρέπει να γίνει νέα αξιολόγηση.

Κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

4.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλίζει ότι ο κατασκευαστής εκπληρώνει ορθά τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση, για λόγους αξιολόγησης, στους χώρους κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, και ιδίως:

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας,

τους φακέλους ποιότητας, όπως τις εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους για να επιβεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας, και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνίδιες επισκέψεις στον κατασκευαστή, εκτός εάν, βάσει του εθνικού δικαίου, και για λόγους αμύνης ή ασφαλείας, ισχύουν ορισμένοι περιορισμοί για τις επισκέψεις αυτές. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να διεξάγει ή να φροντίζει να διεξάγονται δοκιμές για να εξακριβωθεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας, εφόσον είναι αναγκαίο. Ο κοινοποιημένος οργανισμός υποβάλλει στον κατασκευαστή έκθεση επίσκεψης και, αν πραγματοποιήθηκαν δοκιμές, έκθεση δοκιμών.

5.   Σήμανση συμμόρφωσης και δήλωση συμμόρφωσης

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί το πηδαλιόσχημο σήμα που αναφέρεται στο άρθρο 9 και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 3.1, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε προϊόν που ανταποκρίνεται στον τύπο, όπως περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ, και πληροί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών μέσων.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης για κάθε μοντέλο προϊόντος και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στο τελευταίο κατασκευασθέν προϊόν και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων. Η δήλωση συμμόρφωσης αναφέρει το μοντέλο του εξοπλισμού πλοίων για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές, εφόσον το ζητήσουν, διατίθεται αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης.

6.   Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών επί διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στο τελευταίο κατασκευασθέν προϊόν και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων:

τον φάκελο που αναφέρεται στο σημείο 3.1,

την τροποποίηση που αναφέρεται στο σημείο 3.5, όπως εγκρίθηκε,

τις αποφάσεις και τις εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού, που αναφέρονται στα σημεία 3.5, 4.3 και 4.4.

7.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις οικείες κοινοποιούσες αρχές για τις εγκρίσεις του συστήματος ποιότητας που χορηγούνται ή ανακαλούνται, και θέτει στη διάθεση των οικείων κοινοποιουσών αρχών, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς για τις εγκρίσεις των συστημάτων ποιότητας τις οποίες έχει απορρίψει, αναστείλει ή ανακαλέσει, και, εφόσον του ζητηθεί, για τις εγκρίσεις των συστημάτων ποιότητας τις οποίες χορήγησε.

8.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στα σημεία 3.1, 3.5, 5 και 6 είναι δυνατό να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

IV.   ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤ: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ ΕΠΙ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

1.   Η συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση την εξακρίβωση επί προϊόντων αποτελεί το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2, 5.1 και 6 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι τα οικεία προϊόντα, τα οποία υπόκεινται στις διατάξεις του σημείου 3, είναι σύμφωνα προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ και πληρούν τις απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων που ισχύουν γι’ αυτά.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των κατασκευαζόμενων προϊόντων προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ και προς τις απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων που ισχύουν γι’ αυτά.

3.   Εξακρίβωση

Κοινοποιημένος οργανισμός, τον οποίο επιλέγει ο κατασκευαστής, πραγματοποιεί τις κατάλληλες εξετάσεις και δοκιμές προκειμένου να εξακριβώσει τη συμμόρφωση των προϊόντων προς τον εγκεκριμένο τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ και προς τις σχετικές απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων.

Οι εξετάσεις και οι δοκιμές για να εξακριβωθεί η συμμόρφωση των προϊόντων προς τις σχετικές απαιτήσεις διεξάγονται, κατ’ επιλογήν του κατασκευαστή, είτε με έλεγχο και δοκιμή κάθε προϊόντος, όπως ορίζεται στο σημείο 4, είτε με στατιστικό έλεγχο και δοκιμή των προϊόντων, όπως καθορίζεται στο σημείο 5.

4.   Εξακρίβωση της συμμόρφωσης με εξέταση και δοκιμές κάθε προϊόντος

4.1.

Κάθε προϊόν εξετάζεται ξεχωριστά και διεξάγονται κατάλληλες δοκιμές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία προκειμένου να επαληθευθεί η συμμόρφωσή τους προς τον εγκεκριμένο τύπο, όπως περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ, και προς τις σχετικές απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων.

4.2.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί πιστοποιητικό συμμόρφωσης ως προς τους ελέγχους και τις δοκιμές που έχουν διεξαχθεί και θέτει ή φροντίζει να τεθεί με ευθύνη του ο οικείος αριθμός μητρώου σε κάθε εγκεκριμένο προϊόν.

Ο κατασκευαστής θέτει τα πιστοποιητικά συμμόρφωσης στη διάθεση των εθνικών αρχών για σκοπούς επιθεώρησης επί διάστημα τουλάχιστον 10 ετών από την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στο τελευταίο κατασκευασθέν προϊόν και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων.

5.   Στατιστική εξακρίβωση της συμμόρφωσης

5.1.

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να εξασφαλίζουν την ομοιογένεια κάθε παραγόμενης παρτίδας και προσκομίζει τα προϊόντα του προς εξακρίβωση με τη μορφή ομοιογενών παρτίδων.

5.2.

Από κάθε παρτίδα λαμβάνεται τυχαίο δείγμα. Όλα τα προϊόντα ενός δείγματος εξετάζονται μεμονωμένα και υποβάλλονται σε δοκιμή σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων και να αποφασιστεί η αποδοχή ή η απόρριψη της παρτίδας.

5.3.

Όταν μια παρτίδα γίνεται δεκτή, όλα τα προϊόντα της παρτίδας τεκμαίρεται ότι εγκρίνονται, εκτός από τα προϊόντα του δείγματος τα οποία διαπιστώθηκε ότι δεν ανταποκρίθηκαν επιτυχώς στις δοκιμές.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί πιστοποιητικό συμμόρφωσης ως προς τους ελέγχους και τις δοκιμές που έχουν διεξαχθεί και θέτει ή φροντίζει να τεθεί με ευθύνη του ο αριθμός αναγνώρισής του σε κάθε εγκεκριμένο προϊόν.

Ο κατασκευαστής διατηρεί τα πιστοποιητικά συμμόρφωσης στη διάθεση των εθνικών αρχών επί διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στο τελευταίο κατασκευασθέν προϊόν και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων.

5.4.

Εάν παρτίδα απορριφθεί, ο κοινοποιημένος οργανισμός ή η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να εμποδίσει τη διάθεση της παρτίδας αυτής στην αγορά. Στην περίπτωση συχνής απόρριψης παρτίδων, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να αναστείλει τη στατιστική εξακρίβωση και να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα.

6.   Σήμανση συμμόρφωσης και δήλωση συμμόρφωσης

6.1.

Ο κατασκευαστής θέτει την απαιτούμενη σήμανση πηδαλιόσχημου σήματος που αναφέρεται στο άρθρο 9 και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 3, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε προϊόν που ανταποκρίνεται στον εγκεκριμένο τύπο, όπως περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ, και πληροί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων.

6.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης για κάθε μοντέλο προϊόντος και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στο τελευταίο κατασκευασθέν προϊόν και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων. Η δήλωση συμμόρφωσης αναφέρει το μοντέλο του εξοπλισμού πλοίων για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές, εφόσον το ζητήσουν, διατίθεται αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης.

7.   Με τη συγκατάθεση και με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού, ο κατασκευαστής μπορεί να θέσει τον αριθμό μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού στα προϊόντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατασκευής.

8.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή. Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5.1.

V.   ΕΝΟΤΗΤΑ Ζ: ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΗ ΑΝΑ ΜΟΝΑΔΑ

1.   Η συμμόρφωση με βάση την εξακρίβωση ανά μονάδα είναι η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2, 3 και 5, και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι τα σχετικά προϊόντα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του σημείου 4 συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων που ισχύουν γι’ αυτά.

2.   Τεχνικός φάκελος

Ο κατασκευαστής καταρτίζει τον τεχνικό φάκελο και τον θέτει στη διάθεση του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 4. Ο τεχνικός φάκελος δίνει τη δυνατότητα να αξιολογηθεί η συμμόρφωση του προϊόντος προς τις σχετικές απαιτήσεις και περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του κινδύνου ή των κινδύνων. Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις εφαρμοστέες απαιτήσεις και καλύπτει —στον βαθμό που αυτό απαιτείται για την αξιολόγηση— τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του προϊόντος. Ο τεχνικός φάκελος περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

γενική περιγραφή του προϊόντος,

τα σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και επεξηγήσεις που είναι αναγκαίες για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του προϊόντος,

κατάλογο με τις απαιτήσεις και τα πρότυπα δοκιμών που ισχύουν για τον εξοπλισμό πλοίων δυνάμει της παρούσας οδηγίας, μαζί με περιγραφή των λύσεων που υιοθετήθηκαν για να πληρούνται οι εν λόγω απαιτήσεις,

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των ελέγχων που διενεργήθηκαν, και

τις εκθέσεις δοκιμών.

Ο κατασκευαστής θέτει τον τεχνικό φάκελο στη διάθεση των οικείων εθνικών αρχών επί διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στο τελευταίο κατασκευασθέν προϊόν και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων.

3.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση των κατασκευαζόμενων προϊόντων προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων.

4.   Εξακρίβωση

Κοινοποιημένος οργανισμός, τον οποίο επιλέγει ο κατασκευαστής, πραγματοποιεί τις κατάλληλες εξετάσεις και δοκιμές προκειμένου να εξακριβώσει τη συμμόρφωση των προϊόντων προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί πιστοποιητικό συμμόρφωσης ως προς τους ελέγχους και τις δοκιμές που έχουν διεξαχθεί και θέτει ή φροντίζει να τεθεί με ευθύνη του ο αριθμός αναγνώρισής του σε κάθε εγκεκριμένο προϊόν.

Ο κατασκευαστής διατηρεί τα πιστοποιητικά συμμόρφωσης στη διάθεση των εθνικών αρχών επί διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στο τελευταίο κατασκευασθέν προϊόν και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων.

5.   Σήμανση συμμόρφωσης και δήλωση συμμόρφωσης

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί το πηδαλιόσχημο σήμα που αναφέρεται στο άρθρο 9 και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 4, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε προϊόν που πληροί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις των διεθνών νομικών πράξεων.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την τοποθέτηση του πηδαλιόσχημου σήματος στο τελευταίο κατασκευασθέν προϊόν και, σε καμία περίπτωση, για περίοδο μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου εξοπλισμού πλοίων. Η δήλωση συμμόρφωσης αναφέρει το προϊόν για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές, εφόσον το ζητήσουν, διατίθεται αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης.

6.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΟΥΝ ΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ

1.

Για τους σκοπούς της κοινοποίησης, κάθε οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις των σημείων 2 έως 11.

2.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης ιδρύεται βάσει του εθνικού δικαίου και διαθέτει νομική προσωπικότητα.

3.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι ανεξάρτητος από τον οργανισμό ή τον εξοπλισμό πλοίων που αξιολογεί.

4.

Οργανισμός ο οποίος ανήκει σε ένωση επιχειρήσεων ή επαγγελματική ομοσπονδία που εκπροσωπεί τις επιχειρήσεις οι οποίες συμμετέχουν στον σχεδιασμό, την κατασκευή, την παροχή, τη συναρμολόγηση, τη χρήση ή τη συντήρηση του εξοπλισμού πλοίων τον οποίο αξιολογεί, μπορεί να θεωρείται οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης, υπό την προϋπόθεση ότι η ανεξαρτησία του και η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων είναι αποδεδειγμένες.

5.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τα διευθυντικά του στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν συμπίπτουν με τον σχεδιαστή, τον κατασκευαστή, τον προμηθευτή, τον υπεύθυνο εγκατάστασης, τον αγοραστή, τον ιδιοκτήτη, τον χρήστη ή τον συντηρητή του εξοπλισμού πλοίων που αξιολογούν ούτε με τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο οποιουδήποτε εκ των ανωτέρω. Αυτό δεν αποκλείει τη χρήση αξιολογημένων προϊόντων που είναι αναγκαία για τις λειτουργίες του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή τη χρήση των προϊόντων για προσωπικούς σκοπούς.

6.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τα διευθυντικά του στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν εμπλέκονται άμεσα στον σχεδιασμό, την παραγωγή ή την κατασκευή, την εμπορία, την εγκατάσταση, τη χρήση ή τη συντήρηση του εν λόγω εξοπλισμού πλοίων ούτε εκπροσωπούν μέρη που εμπλέκονται στις δραστηριότητες αυτές. Δεν αναλαμβάνουν καμία δραστηριότητα που μπορεί να θίξει την ανεξάρτητη κρίση και την ακεραιότητά τους σε σχέση με τις δραστηριότητες αξιολόγησης για τις οποίες είναι κοινοποιημένοι. Τούτο ισχύει ιδίως για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες.

7.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης εξασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες των θυγατρικών ή των υπεργολάβων δεν επηρεάζουν την εμπιστευτικότητα, αντικειμενικότητα και αμεροληψία των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

8.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης και το προσωπικό του εκτελούν τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τη μεγαλύτερη επαγγελματική ακεραιότητα και την απαιτούμενη τεχνική επάρκεια στο συγκεκριμένο τομέα και οφείλουν να είναι απαλλαγμένοι από κάθε πίεση και προτροπή, κυρίως οικονομικής φύσεως, που θα ήταν δυνατόν να επηρεάσει την κρίση τους ή τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων τους αυτών, ιδιαίτερα από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που έχουν συμφέρον από τα αποτελέσματα των ελέγχων.

9.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι σε θέση να εκτελεί όλα τα καθήκοντα τα σχετικά με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης που του έχουν ανατεθεί βάσει της παρούσας οδηγίας και για τα οποία έχει κοινοποιηθεί, είτε πρόκειται για καθήκοντα που εκτελούνται από τον ίδιο τον οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του.

10.

Ανά πάσα στιγμή και για κάθε διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης και για κάθε είδος, κατηγορία ή υποκατηγορία εξοπλισμού πλοίων για τον οποίο είναι κοινοποιημένος, ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης έχει στη διάθεσή του:

α)

το αναγκαίο προσωπικό με τις τεχνικές γνώσεις και την επαρκή και κατάλληλη πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

τις περιγραφές των διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες διενεργείται η αξιολόγηση συμμόρφωσης και εξασφαλίζεται η διαφάνεια αυτών των διαδικασιών και η δυνατότητα αναπαραγωγής τους. Διαθέτει τις κατάλληλες πολιτικές και τις διαδικασίες που κάνουν διάκριση μεταξύ καθηκόντων τα οποία εκτελεί ως κοινοποιημένος οργανισμός και οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας·

γ)

διαδικασίες για να ασκεί τις δραστηριότητές του λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος μιας επιχείρησης, τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, τη δομή της, τον βαθμό πολυπλοκότητας της τεχνολογίας του εν λόγω εξοπλισμού πλοίων και το μαζικό ή εν σειρά χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας.

11.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαθέτει τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των τεχνικών και διοικητικών καθηκόντων που συνδέονται με τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και έχει πρόσβαση σε όλο τον αναγκαίο εξοπλισμό και εγκαταστάσεις.

12.

Το προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαθέτει:

α)

πλήρη τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, η οποία καλύπτει όλα τα καθήκοντα αξιολόγησης της συμμόρφωσης για τα οποία έχει κοινοποιηθεί ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

επαρκή γνώση των απαιτήσεων των αξιολογήσεων που πρέπει να διενεργήσει και επαρκές κύρος για την εκτέλεση των λειτουργιών αυτών·

γ)

κατάλληλες γνώσεις και κατανόηση των ισχυουσών απαιτήσεων και προτύπων δοκιμών και των σχετικών διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης και των κανονισμών εφαρμογής της εν λόγω νομοθεσίας·

δ)

την απαιτούμενη ικανότητα να καταρτίζει τα πιστοποιητικά, τα πρακτικά και τις εκθέσεις που αποδεικνύουν τη διεξαγωγή των αξιολογήσεων.

13.

Η αμεροληψία του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης, των διευθυντικών στελεχών του και του προσωπικού αξιολόγησης είναι εγγυημένη.

14.

Οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών και του προσωπικού αξιολόγησης ενός οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν εξαρτώνται από τον αριθμό των αξιολογήσεων που διενεργούνται ή από τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αυτών.

15.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης συνάπτει ασφάλεια αστικής ευθύνης, εάν η ευθύνη αυτή δεν καλύπτεται από το κράτος βάσει του εθνικού δικαίου ή εάν η αξιολόγηση της συμμόρφωσης δεν πραγματοποιείται υπό την άμεση ευθύνη του κράτους μέλους.

16.

Το προσωπικό του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεσμεύεται να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για κάθε πληροφορία που περιέρχεται σε γνώση του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή δυνάμει οποιασδήποτε εκτελεστικής διάταξης εθνικού δικαίου, εξαιρουμένης της σχέσης με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία διεξάγονται οι δραστηριότητες του οργανισμού. Τα δικαιώματα κυριότητας προστατεύονται.

17.

Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης συμμετέχουν στις σχετικές δραστηριότητες τυποποίησης και στις δραστηριότητες της ομάδας συντονισμού των κοινοποιημένων οργανισμών, η οποία έχει συσταθεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ή εξασφαλίζουν ότι το προσωπικό αξιολόγησης ενημερώνεται για τις δραστηριότητες αυτές, και εφαρμόζει ως γενικές οδηγίες τις διοικητικές αποφάσεις και τα έγγραφα που είναι το αποτέλεσμα των εργασιών της εν λόγω ομάδας.

18.

Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληρούν τις απαιτήσεις του προτύπου EN ISO/IEC 17065:2012.

19.

Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης διασφαλίζουν ότι τα εργαστήρια δοκιμών που χρησιμοποιούνται για σκοπούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληρούν τις απαιτήσεις του προτύπου EN ISO/IEC 17025:2005.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ

1.   Αίτηση κοινοποίησης

1.1.

Κάθε οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης υποβάλλει αίτηση κοινοποίησης στην κοινοποιούσα αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος.

1.2.

Η αίτηση συνοδεύεται από περιγραφή των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης, της ενότητας ή των ενοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης και του εξοπλισμού πλοίων για τον οποίο ο οργανισμός ισχυρίζεται ότι διαθέτει την απαιτούμενη επάρκεια, καθώς και από πιστοποιητικό διαπίστευσης, αν υπάρχει, το οποίο εκδόθηκε από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης, με το οποίο πιστοποιείται ότι ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος III.

1.3.

Αν ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν μπορεί να προσκομίσει πιστοποιητικό διαπίστευσης, τότε παρέχει στην κοινοποιούσα αρχή όλη την τεκμηρίωση που είναι αναγκαία για την επαλήθευση, αναγνώριση και τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσής του με τις απαιτήσεις του παραρτήματος III.

2.   Διαδικασία κοινοποίησης

2.1.

Οι κοινοποιούσες αρχές μπορούν να κοινοποιούν μόνο τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος III.

2.2.

Κοινοποιούν τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη μέσω του ηλεκτρονικού μέσου κοινοποίησης που έχει δημιουργήσει και διαχειρίζεται η Επιτροπή.

2.3.

Στην κοινοποίηση περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία για τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, την ενότητα ή τις ενότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και σχετικό εξοπλισμό πλοίων, και το σχετικό πιστοποιητικό επάρκειας.

2.4.

Όταν η κοινοποίηση δεν βασίζεται στο πιστοποιητικό διαπίστευσης που αναφέρεται στο άρθρο 1, η κοινοποιούσα αρχή παρέχει στην Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη τεκμηρίωση που πιστοποιεί την επάρκεια του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης και τις υφιστάμενες ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο οργανισμός ελέγχεται τακτικά και συνεχίζει να πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος III.

2.5.

Ο εν λόγω οργανισμός μπορεί να εκτελεί τις δραστηριότητες κοινοποιημένου οργανισμού μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί ένσταση από την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση εάν χρησιμοποιείται πιστοποιητικό διαπίστευσης ή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση εάν δεν χρησιμοποιείται διαπίστευση.

2.6.

Μόνο οργανισμός, όπως αναφέρεται στο σημείο 2.5, θεωρείται κοινοποιημένος για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

2.7.

Τυχόν επακόλουθες σχετικές αλλαγές στην κοινοποίηση, κοινοποιούνται στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη.

3.   Αριθμοί μητρώου και κατάλογοι κοινοποιημένων οργανισμών

3.1.

Η Επιτροπή χορηγεί στους κοινοποιημένους οργανισμούς αριθμό μητρώου.

3.2.

Χορηγεί έναν και μόνο αριθμό τέτοιου είδους ακόμη και αν ο κοινοποιημένος οργανισμός αναγνωρίζεται ως κοινοποιημένος βάσει πλειόνων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης.

3.3.

Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τον κατάλογο των κοινοποιημένων οργανισμών δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των αριθμών μητρώου που τους έχουν χορηγηθεί και των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχουν κοινοποιηθεί.

3.4.

Η Επιτροπή μεριμνά για την επικαιροποίηση του καταλόγου αυτού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΟΥΝ ΟΙ ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΣΕΣ ΑΡΧΕΣ

1.

Οι κοινοποιούσες αρχές συγκροτούνται κατά τρόπο που δεν συνεπάγεται σύγκρουση συμφερόντων με τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

2.

Οι κοινοποιούσες αρχές οργανώνονται και λειτουργούν κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία των δραστηριοτήτων τους.

3.

Οι κοινοποιούσες αρχές οργανώνονται κατά τρόπον ώστε κάθε απόφαση που αφορά την κοινοποίηση του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης να λαμβάνεται από τα αρμόδια πρόσωπα που είναι άλλα από τα πρόσωπα που διεξήγαγαν την αξιολόγηση.

4.

Οι κοινοποιούσες αρχές δεν προσφέρουν ούτε παρέχουν, είτε σε εμπορική ή σε ανταγωνιστική βάση, δραστηριότητες που εκτελούνται από τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ούτε παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες.

5.

Οι κοινοποιούσες αρχές εξασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που λαμβάνουν.

6.

Οι κοινοποιούσες αρχές διαθέτουν επαρκή αριθμό αρμόδιου προσωπικού για τη σωστή εκτέλεση των καθηκόντων τους.


28.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257/186


ΟΔΗΓΊΑ 2014/91/EE ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 2014

για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/65/ΕΚ για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τις λειτουργίες θεματοφύλακα, τις πολιτικές αποδοχών και τις κυρώσεις

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) θα πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στην αγορά και η ως τώρα πείρα των φορέων της αγοράς και των εποπτικών αρχών, ειδικότερα με σκοπό την εξάλειψη των αποκλίσεων μεταξύ των εθνικών διατάξεων όσον αφορά τα καθήκοντα και την ευθύνη των θεματοφυλάκων, την πολιτική αποδοχών και τις κυρώσεις.

(2)

Για να αντιμετωπιστούν οι ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες των ελλιπώς σχεδιασμένων δομών αποδοχών στην ορθή διαχείριση των κινδύνων και στον έλεγχο της ριψοκίνδυνης συμπεριφοράς των ατόμων, θα πρέπει να θεσπιστεί ρητή υποχρέωση των εταιρειών διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) να καταρτίζουν και να διατηρούν, για τις κατηγορίες του προσωπικού τους των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται, πολιτικές και πρακτικές αποδοχών συμβατές με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου. Στις εν λόγω κατηγορίες προσωπικού θα πρέπει να περιλαμβάνονται υπάλληλοι και άλλα μέλη του προσωπικού σε επίπεδο αμοιβαίου κεφαλαίου ή κατώτερο, τα οποία λαμβάνουν αποφάσεις, διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων και πρόσωπα που λαμβάνουν πραγματικές επενδυτικές αποφάσεις, πρόσωπα με εξουσία να ασκούν επιρροή στους ανωτέρω υπαλλήλους ή μέλη του προσωπικού, περιλαμβανομένων των επενδυτικών συμβούλων και των αναλυτών, ανώτερα διοικητικά στελέχη, καθώς και οποιοσδήποτε υπάλληλος λαμβάνει συνολικές αποδοχές που τον τοποθετούν στο ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα άτομα που λαμβάνουν αποφάσεις. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται και σε εταιρείες επενδύσεων που δεν ορίζουν εταιρεία διαχείρισης εγκεκριμένη σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ. Αυτές οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών θα πρέπει να εφαρμόζονται, κατ’ αναλογία, σε οποιονδήποτε τρίτο λαμβάνει επενδυτικές αποφάσεις που επηρεάζουν το προφίλ κινδύνου του ΟΣΕΚΑ, λόγω των λειτουργιών που του έχουν ανατεθεί σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ.

(3)

Εφόσον οι εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ και οι εταιρείες επενδύσεων εφαρμόζουν όλες τις αρχές που διέπουν τις πολιτικές αποδοχών θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν τις εν λόγω πολιτικές με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το μέγεθός τους, το μέγεθος των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

(4)

Ενώ ορισμένες ενέργειες προβλέπεται να γίνονται από το διοικητικό όργανο, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η εταιρεία διαχείρισης ή η εταιρεία επενδύσεων διαθέτουν διαφορετικά όργανα στα οποία έχουν αναθέσει ειδικές αρμοδιότητες, οι απαιτήσεις που αφορούν το διοικητικό όργανο ή το διοικητικό όργανο στο πλαίσιο των εποπτικών του λειτουργιών θα πρέπει να βαρύνουν και τα εν λόγω όργανα ή τα όργανα αυτά αντί άλλων, όπως, για παράδειγμα, τη γενική συνέλευση.

(5)

Κατά την εφαρμογή των αρχών της παρούσης οδηγίας που αφορούν τις ορθές πολιτικές και πρακτικές αποδοχών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές που ετέθησαν με τη σύσταση 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής (4), καθώς και το έργο του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τις δεσμεύσεις σε επίπεδο G-20 για τον μετριασμό των κινδύνων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

(6)

Οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές θα πρέπει να αποτελούν εξαίρεση, επειδή δεν συνάδουν προς την ορθή διαχείριση κινδύνων ή την αρχή της αμοιβής βάσει επιδόσεων, και να περιορίζονται στο πρώτο έτος δέσμευσης.

(7)

Οι αρχές που αφορούν τις ορθές πολιτικές αποδοχών θα πρέπει να ισχύουν και για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από τον ίδιο τον ΟΣΕΚΑ στις εταιρείες διαχείρισης ή στις εταιρείες επενδύσεων.

(8)

Καλείται η Επιτροπή να αναλύσει ποιο είναι το κοινό κόστος και οι δαπάνες των επενδυτικών προϊόντων για μικροεπενδυτές στα κράτη μέλη και κατά πόσον είναι αναγκαία η περαιτέρω εναρμόνιση σχετικά με το κόστος και τις δαπάνες αυτές, και να υποβάλει τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(9)

Προκειμένου να προωθηθεί η εποπτική σύγκλιση σχετικά με την αξιολόγηση των πολιτικών και των πρακτικών σχετικά με τις αποδοχές, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή, (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) («ΕΑΚΑΑ»), η οποία ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), θα πρέπει να διασφαλίσει ότι υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ορθές πολιτικές και πρακτικές αποδοχών στον τομέα της διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού. Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ»), η οποία ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), θα πρέπει να συνδράμει την ΕΑΚΑΑ κατά την εκπόνηση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Προκειμένου να αποτραπεί η καταστρατήγηση των σχετικών με τις αποδοχές διατάξεων, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει επίσης να παρέχουν καθοδήγηση σχετικά με τα πρόσωπα έναντι των οποίων εφαρμόζονται οι πολιτικές και οι πρακτικές αποδοχών, και με την προσαρμογή των σχετικών με τις αποδοχές αρχών στο μέγεθος της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων, στο μέγεθος των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται, στην εσωτερική τους οργάνωση και στη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών θα πρέπει, όπου αρμόζει, να ευθυγραμμίζονται στο μέτρο του δυνατού με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους οργανισμούς που ρυθμίζονται από την οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

(10)

Οι διατάξεις που αφορούν τις αποδοχές δεν θα πρέπει να θίγουν την πλήρη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης), τις γενικές αρχές του εθνικού δικαίου περί συμβάσεων και του εργατικού δικαίου, την εφαρμοστέα νομοθεσία για τα δικαιώματα και τη συμμετοχή των μετόχων και τις γενικές αρμοδιότητες των διοικητικών και εποπτικών οργάνων των σχετικών εταιρειών, καθώς και το δικαίωμα, οσάκις συντρέχει τέτοια περίπτωση, των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν και να επιβάλλουν τις συλλογικές συμφωνίες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και την πρακτική.

(11)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ο αναγκαίος βαθμός εναρμόνισης των σχετικών ρυθμιστικών απαιτήσεων στα διάφορα κράτη μέλη, θα πρέπει να θεσπιστούν πρόσθετοι κανόνες που θα καθορίζουν τις εργασίες και τα καθήκοντα των θεματοφυλάκων, θα καθορίζουν τις νομικές οντότητες που θα μπορούν να ορίζονται ως θεματοφύλακες και θα αποσαφηνίζουν την ευθύνη των θεματοφυλάκων σε περιπτώσεις που περιουσιακά στοιχεία του ΟΣΕΚΑ που τελούν υπό θεματοφυλακή απολεσθούν ή σε περίπτωση κακής εκτέλεσης των καθηκόντων επίβλεψης που αναλαμβάνουν οι θεματοφύλακες. Μια κακή εκτέλεση μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια περιουσιακών στοιχείων, αλλά και σε απώλεια της αξίας των εν λόγω στοιχείων, αν, για παράδειγμα, ο θεματοφύλακας παραλείψει να ενεργήσει σχετικά με επενδύσεις που δεν τηρούν τους κανόνες του κεφαλαίου.

(12)

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι ο ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να ορίζει έναν θεματοφύλακα, ο οποίος θα έχει τη γενική επίβλεψη των περιουσιακών στοιχείων του ΟΣΕΚΑ. Η απαίτηση για ύπαρξη ενός μόνο θεματοφύλακα θα πρέπει να διασφαλίζει ότι ο θεματοφύλακας έχει εικόνα για όλα τα περιουσιακά στοιχεία του ΟΣΕΚΑ και ότι τόσο οι διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων όσο και οι επενδυτές έχουν ενιαίο σημείο αναφοράς, εάν προκύψουν προβλήματα όσον αφορά τη φύλαξη των περιουσιακών στοιχείων ή την εκτέλεση των λειτουργιών επίβλεψης. Η φύλαξη περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνει τη διατήρηση περιουσιακών στοιχείων υπό θεματοφυλακή ή, σε περίπτωση περιουσιακών στοιχείων που η φύση τους δεν επιτρέπει να τεθούν υπό θεματοφυλακή, την επαλήθευση της κυριότητάς τους, καθώς και την τήρηση αρχείων για τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.

(13)

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο θεματοφύλακας θα πρέπει να ενεργεί με έντιμο και θεμιτό τρόπο, με επαγγελματισμό, ανεξαρτησία και προς το συμφέρον του ΟΣΕΚΑ και των επενδυτών του ΟΣΕΚΑ.

(14)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων των θεματοφυλάκων σε όλα τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής των ΟΣΕΚΑ, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί ενιαίος κατάλογος καθηκόντων επίβλεψης που να ισχύουν για τους θεματοφύλακες τόσο σε ό,τι αφορά τους ΟΣΕΚΑ που έχουν εταιρική μορφή (εταιρείες επενδύσεων) όσο και σε ό,τι αφορά τους ΟΣΕΚΑ που έχουν συμβατική μορφή.

(15)

Ο θεματοφύλακας θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για την κατάλληλη παρακολούθηση των ταμειακών ροών του ΟΣΕΚΑ και, ιδίως, να διασφαλίζει ότι τα χρήματα των επενδυτών και τα ρευστά διαθέσιμα που ανήκουν στον ΟΣΕΚΑ καταχωρίζονται με ορθό τρόπο σε λογαριασμούς που ανοίγονται στο όνομα του ΟΣΕΚΑ ή στο όνομα της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ ή στο όνομα του θεματοφύλακα που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, σε μία από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο α), β) ή γ) της οδηγίας 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής (8). Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεσπιστούν λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με την παρακολούθηση των ταμειακών ροών, ώστε να υπάρχει αποτελεσματική και ενιαία προστασία για τους επενδυτές. Όταν μεριμνά για την καταχώριση των χρημάτων των επενδυτών σε λογαριασμούς μετρητών, ο θεματοφύλακας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας.

(16)

Προκειμένου να αποτρέπεται η δόλια μεταφορά μετρητών, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται το άνοιγμα λογαριασμού μετρητών που σχετίζεται με τις συναλλαγές των ΟΣΕΚΑ χωρίς να το γνωρίζει ο θεματοφύλακας.

(17)

Κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει τεθεί σε θεματοφυλακή για λογαριασμό ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να είναι διακριτό από τα ίδια περιουσιακά στοιχεία του θεματοφύλακα, όπως και θα πρέπει να μπορεί οποτεδήποτε να προσδιοριστεί ως ανήκον στον εν λόγω ΟΣΕΚΑ. Η εν λόγω απαίτηση αναμένεται να προσθέσει ένα ακόμη επίπεδο προστασίας για τους επενδυτές σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του θεματοφύλακα.

(18)

Πέραν του υφιστάμενου καθήκοντος φύλαξης των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον ΟΣΕΚΑ, θα πρέπει να γίνεται διαφοροποίηση μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να τεθούν σε θεματοφυλακή και εκείνων που δεν μπορούν. Για τα δεύτερα, αντί του καθήκοντος φύλαξης, ισχύει απαίτηση τήρησης σχετικών αρχείων και επαλήθευσης της κυριότητάς τους. Η κατηγορία των περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να τεθούν σε θεματοφυλακή θα πρέπει να οριοθετείται με σαφήνεια, δεδομένου ότι η υποχρέωση επιστροφής των περιουσιακών στοιχείων που έχουν απολεσθεί θα πρέπει να ισχύει μόνο για τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων.

(19)

Τα περιουσιακά στοιχεία που φυλάσσονται από τον θεματοφύλακα δεν θα πρέπει επαναχρησιμοποιούνται από τον θεματοφύλακα ή τρίτο στον οποίο έχει ανατεθεί η λειτουργία θεματοφύλακα, για δικό τους λογαριασμό. Θα πρέπει να τεθούν ορισμένες προϋποθέσεις για την επαναχρησιμοποίηση περιουσιακών στοιχείων για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ.

(20)

Είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι προϋποθέσεις για την ανάθεση των καθηκόντων φύλαξης από τον θεματοφύλακα σε τρίτον. Η ανάθεση και η περαιτέρω ανάθεση θα πρέπει να δικαιολογούνται αντικειμενικά και να υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις όσον αφορά την καταλληλότητα του τρίτου στον οποίο ανατίθεται η λειτουργία αυτή, καθώς και όσον αφορά την ικανότητα, φροντίδα και επιμέλεια που θα πρέπει να επιδεικνύει ο θεματοφύλακας κατά την επιλογή, τον ορισμό και τον έλεγχο του εν λόγω τρίτου. Με γνώμονα την εξασφάλιση ομοιόμορφων όρων στην αγορά και εξίσου υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών, οι προϋποθέσεις αυτές θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις ισχύουσες στο πλαίσιο της οδηγίας 2011/61/ΕΕ. Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις που να διασφαλίζουν ότι οι τρίτοι που αναλαμβάνουν καθήκοντα θεματοφύλακα διαθέτουν τα απαιτούμενα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους μέσα και ότι προβαίνουν σε διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων των ΟΣΕΚΑ.

(21)

Όταν Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων (ΚΑΤ), όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ή ΚΑΤ τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες λειτουργίας συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, καθώς και, τουλάχιστον είτε αρχική καταχώριση αξιογράφων σε σύστημα λογιστικής εγγραφής μέσω αρχικής πίστωσης είτε παροχή και τήρηση λογαριασμών κινητών αξιών σε ανώτατο επίπεδο, όπως εξειδικεύεται στο τμήμα Α του παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού, η παροχή των υπηρεσιών αυτών από το εν λόγω ΚΑΤ, σε ό,τι αφορά τις κινητές αξίες του ΟΣΕΚΑ οι οποίες έχουν καταχωριστεί αρχικά σε σύστημα λογιστικής εγγραφής μέσω αρχικής πίστωσης από το εν λόγω ΚΑΤ, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστούν ανάθεση λειτουργιών θεματοφύλακα. Εντούτοις, η ανάθεση της φύλαξης των κινητών αξιών του ΟΣΕΚΑ σε ΚΑΤ, ή σε ΚΑΤ τρίτης χώρας θα πρέπει να θεωρείται ανάθεση λειτουργίας θεματοφύλακα.

(22)

Ο τρίτος στον οποίο ανατίθεται η φύλαξη των περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να μπορεί να διατηρεί συλλογικό λογαριασμό ως κοινό, εσωτερικά διαχωρισμένο λογαριασμό για πολλαπλούς ΟΣΕΚΑ.

(23)

Όταν η θεματοφυλακή ανατίθεται σε τρίτον, είναι επίσης αναγκαίο να διασφαλίζεται ότι ο τρίτος υπόκειται σε συγκεκριμένες απαιτήσεις ως προς την τήρηση αποτελεσματικών κανόνων προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας. Επίσης, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα βρίσκονται στην κατοχή του τρίτου στον οποίο ανατέθηκε η θεματοφυλακή, θα πρέπει να διενεργούνται περιοδικοί εξωτερικοί έλεγχοι.

(24)

Για να εξασφαλίζεται σταθερά υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών, θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις σχετικά με τη δεοντολογία και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, οι οποίες θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων ανάθεσης των καθηκόντων φύλαξης. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει ειδικότερα να εξασφαλίζουν σαφή διαχωρισμό των καθηκόντων και των λειτουργιών μεταξύ του θεματοφύλακα, του ΟΣΕΚΑ και της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων.

(25)

Για να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας για τους επενδυτές και να κατοχυρώνεται κατάλληλο επίπεδο κανόνων προληπτικής ρύθμισης και συνεχούς ελέγχου, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί εξαντλητικός κατάλογος των οντοτήτων που είναι επιλέξιμες να ασκούν καθήκοντα θεματοφύλακα. Οι οντότητες αυτές θα πρέπει να περιορίζονται στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, στα πιστωτικά ιδρύματα και σε άλλες νομικές οντότητες στις οποίες έχει επιτραπεί, βάσει του δικαίου των κρατών μελών, να ασκούν δραστηριότητες θεματοφύλακα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, οι οποίες υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και κεφαλαιακής επάρκειας που δεν υπολείπονται των απαιτήσεων που υπολογίζονται ανάλογα με την επιλεγείσα προσέγγιση, σύμφωνα με το άρθρο 315 ή 317 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) και οι οποίες διαθέτουν ίδια κεφάλαια όχι κατώτερα από το ύψος του αρχικού κεφαλαίου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11) και έχουν την καταστατική τους έδρα ή διαθέτουν υποκατάστημα στο κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ.

(26)

Είναι αναγκαίο να οριοθετηθεί και να αποσαφηνιστεί η ευθύνη του θεματοφύλακα ενός ΟΣΕΚΑ σε περίπτωση απώλειας χρηματοπιστωτικού μέσου που έχει τεθεί σε θεματοφυλακή. Εάν απολεσθεί χρηματοπιστωτικό μέσο που έχει τεθεί σε θεματοφυλακή, ο θεματοφύλακας θα πρέπει να υποχρεούται να επιστρέψει στον ΟΣΕΚΑ χρηματοπιστωτικό μέσο του ιδίου τύπου ή το αντίστοιχο ποσό. Δεν θα πρέπει να προβλέπεται περαιτέρω απαλλαγή από ευθύνη στην περίπτωση απώλειας περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν ο θεματοφύλακας είναι σε θέση να αποδείξει ότι η απώλεια οφείλεται σε «εξωτερικό γεγονός που ευλόγως εκφεύγει των δυνατοτήτων ελέγχου του, οι συνέπειες του οποίου θα ήταν αναπόφευκτες παρ’ όλες τις προσπάθειες περί του αντιθέτου». Στο πλαίσιο αυτό, ο θεματοφύλακας δεν θα πρέπει να μπορεί να επικαλεστεί εσωτερικές καταστάσεις, όπως δόλια ενέργεια υπαλλήλου του, για να απαλλαγεί από την ευθύνη του.

(27)

Εάν ο θεματοφύλακας έχει αναθέσει τα καθήκοντα θεματοφυλακής και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που φυλάσσονται από τρίτον απολεσθούν, ο θεματοφύλακας θα πρέπει να υπέχει ευθύνη. Στην περίπτωση απώλειας μέσου που έχει τεθεί σε θεματοφυλακή, ο θεματοφύλακας θα πρέπει να υποχρεούται να επιστρέψει χρηματοπιστωτικό μέσο του ιδίου είδους, ή το αντίστοιχο ποσό, ακόμη κι αν η απώλεια συνέβη κατά τη φύλαξή του από τρίτο μέρος στο οποίο ανετέθη η φύλαξη. Ο θεματοφύλακας θα πρέπει να απαλλάσσεται από την ευθύνη αυτή μόνον εάν είναι σε θέση να αποδείξει ότι η απώλεια οφείλεται σε εξωτερικό γεγονός που ευλόγως εκφεύγει των δυνατοτήτων ελέγχου του και οι συνέπειες του οποίου θα ήταν αναπόφευκτες παρ’ όλες τις προσπάθειες περί του αντιθέτου. Στο πλαίσιο αυτό, ο θεματοφύλακας δεν θα πρέπει να μπορεί να επικαλεστεί εσωτερικές καταστάσεις, όπως δόλια ενέργεια υπαλλήλου του, για να απαλλαγεί από την ευθύνη του. Δεν θα πρέπει να είναι δυνατή η απαλλαγή από ευθύνη, είτε δυνάμει ρύθμισης είτε δυνάμει σύμβασης, σε περίπτωση απώλειας περιουσιακών στοιχείων από θεματοφύλακα ή από τρίτο μέρος στο οποίο ανετέθη η φύλαξη.

(28)

Κάθε επενδυτής σε αμοιβαίο κεφάλαιο ΟΣΕΚΑ θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εγείρει αξιώσεις σε σχέση με την ευθύνη του θεματοφύλακά του, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων. Η προσφυγή κατά του θεματοφύλακα δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τη νομική μορφή του ΟΣΕΚΑ (εταιρική ή συμβατική μορφή) ούτε από τη νομική φύση της σχέσης μεταξύ του θεματοφύλακα, της εταιρείας διαχείρισης και των μεριδιούχων. Το δικαίωμα των μεριδιούχων να επικαλεστούν την ευθύνη του θεματοφύλακα δεν θα πρέπει να οδηγεί σε αλληλεπικαλυπτόμενες προσφυγές ή σε άνιση μεταχείριση των μεριδιούχων.

(29)

Με την επιφύλαξη της παρούσας οδηγίας, ο θεματοφύλακας δεν θα πρέπει να εμποδίζεται να προβαίνει σε διευθετήσεις για την κάλυψη των ζημιών και των απωλειών του ΟΣΕΚΑ ή των μεριδιούχων του ΟΣΕΚΑ. Ειδικότερα, οι διευθετήσεις αυτές δεν θα πρέπει να οδηγούν σε απαλλαγή του θεματοφύλακα από την ευθύνη ή σε μετάθεση ή οποιαδήποτε μεταβολή της ευθύνης του θεματοφύλακα, ούτε θα πρέπει να θίγουν τα δικαιώματα των επενδυτών, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων προσφυγής.

(30)

Στις 12 Ιουλίου 2010, η Επιτροπή πρότεινε ορισμένες τροποποιήσεις της οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), ώστε να παρέχεται υψηλό επίπεδο προστασίας για τους επενδυτές ΟΣΕΚΑ όταν ο θεματοφύλακας δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η πρόταση συμπληρώνεται διά της παρούσης οδηγίας με την αποσαφήνιση των υποχρεώσεων και του πεδίου της ευθύνης του θεματοφύλακα και του τρίτου στον οποίο έχουν ανατεθεί καθήκοντα φύλαξης.

(31)

Καλείται η Επιτροπή να αναλύσει τις καταστάσεις στις οποίες η αθέτηση υποχρέωσης θεματοφύλακα ή τρίτου στον οποίο έχουν ανατεθεί καθήκοντα φύλαξης θα μπορούσε να οδηγήσει σε ζημίες τους μεριδιούχους του ΟΣΕΚΑ, οι οποίες δεν μπορούν να αποκατασταθούν δυνάμει της παρούσας οδηγίας, να αναλύσει περαιτέρω τι είδους μέτρα θα ήταν κατάλληλα για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας για τους επενδυτές, ανεξαρτήτως της αλυσίδας της μεσολάβησης μεταξύ του επενδυτή και των κινητών αξιών που επηρεάζονται από την αθέτηση υποχρέωσης, καθώς και να υποβάλει τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(32)

Είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι ισχύουν οι ίδιες απαιτήσεις για τους θεματοφύλακες, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής που λαμβάνουν οι ΟΣΕΚΑ. Η συνοχή των απαιτήσεων θα ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου, θα αυξήσει την προστασία των επενδυτών και θα συμβάλει στη διαμόρφωση ομοιόμορφων όρων στην αγορά. Η Επιτροπή δεν έχει λάβει καμία κοινοποίηση ότι έχει γίνει χρήση, από εταιρεία επενδύσεων, της παρέκκλισης από τη γενική υποχρέωση της ανάθεσης της θεματοφυλακής περιουσιακών στοιχείων σε θεματοφύλακα. Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις που ορίζονται στην οδηγία 2009/65/ΕΚ σχετικά με τον θεματοφύλακα μιας εταιρείας επενδύσεων θα πρέπει να θεωρούνται περιττές.

(33)

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστη δέσμη εξουσιών που θα πρέπει να διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές. Οι εξουσίες αυτές ωστόσο πρέπει να ασκούνται εντός του ολοκληρωμένου συστήματος της εθνικής νομοθεσίας, το οποίο εγγυάται τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Για την άσκηση των εν λόγω εξουσιών που ενδέχεται να συνεπάγονται σοβαρές παρεμβάσεις στο δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίζουν κατάλληλες και αποτελεσματικές εγγυήσεις εναντίον κάθε κατάχρησης περιλαμβανομένης της προηγούμενης άδειας από τις δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους, όπου αρμόζει. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ασκούν αυτές τις παρεμβατικές εξουσίες στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την κατάλληλη διερεύνηση σοβαρών περιπτώσεων, στις οποίες δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέσα για την αποτελεσματική επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος.

(34)

Οι υπάρχουσες καταγραφές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και τα υπάρχοντα αρχεία κίνησης δεδομένων από ΟΣΕΚΑ, εταιρείες διαχείρισης, εταιρείες επενδύσεων, θεματοφύλακες ή οποιεσδήποτε άλλες οντότητες που ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία, καθώς και τα υπάρχοντα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και κίνησης δεδομένων από παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών είναι κρίσιμης σημασίας, και συχνά τα μόνα, αποδεικτικά στοιχεία για τον εντοπισμό και την απόδειξη των παραβάσεων της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει την παρούσα οδηγία στο εθνικό δίκαιο, όπως επίσης και για να ελεγχθεί η συμμόρφωση των ΟΣΕΚΑ, των εταιρειών διαχείρισης, των εταιρειών επενδύσεων, των θεματοφυλάκων και οποιωνδήποτε άλλων οντοτήτων ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία προς τις απαιτήσεις σχετικά με την προστασία των επενδυτών και προς τις λοιπές απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και τα εφαρμοστικά μέτρα που εκδίδονται δυνάμει αυτής. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν υπάρχοντα αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ηλεκτρονικών επικοινωνιών και αρχεία κίνησης δεδομένων, τα οποία τηρούνται από ΟΣΕΚΑ, εταιρείες διαχείρισης, εταιρείες επενδύσεων, θεματοφύλακες ή άλλες οντότητες που ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία.

Η πρόσβαση σε αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και δεδομένα είναι αναγκαία για τον εντοπισμό παραβάσεων και την επιβολή κυρώσεων σχετικά με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ή τα εκτελεστικά της μέτρα. Προκειμένου να καθιερωθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στην Ένωση σε σχέση με την πρόσβαση σε αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και σε υπάρχοντα αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούνται από πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών ή στα υπάρχοντα αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και κίνησης δεδομένων που τηρούνται από ΟΣΕΚΑ, εταιρείες διαχείρισης, εταιρείες επενδύσεων, θεματοφύλακες ή άλλες οντότητες που ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, να μπορούν να ζητούν υπάρχοντα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και κίνησης δεδομένων που τηρούνται από πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται βάσει της εθνικής νομοθεσίας, καθώς και υπάρχοντα αρχεία καταγραφής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και κίνησης δεδομένων που τηρούνται από ΟΣΕΚΑ, εταιρείες διαχείρισης, εταιρείες επενδύσεων, θεματοφύλακες ή άλλες οντότητες που ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία, όταν υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι τέτοια αρχεία σχετιζόμενα με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή έρευνας, αποτελούν ενδεχομένως κρίσιμα στοιχεία για την απόδειξη παραβιάσεων των απαιτήσεων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία ή στα εκτελεστικά της μέτρα. Η πρόσβαση σε αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και κίνησης δεδομένων που τηρούνται από πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει το περιεχόμενο των φωνητικών συνδιαλέξεων μέσω τηλεφώνου.

(35)

Ένα άρτιο δεοντολογικό και εποπτικό πλαίσιο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα θα πρέπει να στηρίζεται σε ισχυρά καθεστώτα εποπτείας, έρευνας και κυρώσεων. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξοπλιστούν με επαρκείς αρμοδιότητες για να δράσουν και θα πρέπει να μπορούν να στηρίζονται σε ισότιμα, ισχυρά και αποτρεπτικά καθεστώτα κυρώσεων για τις παραβιάσεις της παρούσας οδηγίας. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την ενίσχυση των καθεστώτων επιβολής κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, πραγματοποιήθηκε επανεξέταση των υφιστάμενων εξουσιών επιβολής κυρώσεων και της πρακτικής εφαρμογής τους με στόχο την προώθηση της σύγκλισης των ποινών σε όλο το εύρος των εποπτικών δραστηριοτήτων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να επιβάλουν χρηματικές ποινές επαρκώς υψηλές, ώστε να είναι αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές, προκειμένου να αντισταθμίσουν τα προσδοκώμενα οφέλη από παραβάσεις των απαιτήσεων της παρούσης οδηγίας.

(36)

Παρά το γεγονός πως τίποτε δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κανόνες με διοικητικές αλλά και ποινικές κυρώσεις για τις ίδιες παραβάσεις, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις για τις παραβάσεις της παρούσας οδηγίας που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να επιβάλουν τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις για το ίδιο αδίκημα, αλλά θα μπορούσαν να το πράξουν εφόσον το επιτρέπει το εθνικό τους δίκαιο. Ωστόσο, η διατήρηση ποινικών αντί διοικητικών κυρώσεων για τις παραβάσεις της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να μειώνει ή να θίγει με άλλον τρόπο την ικανότητα των αρμόδιων αρχών, για τους σκοπούς της παρούσης οδηγίας, για συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών ή για την πρόσβαση και έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρχές αυτές, ακόμη και έπειτα από τυχόν παραπομπή των σχετικών παραβάσεων στις αρμόδιες δικαστικές αρχές προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν να μην θεσπίζουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις ως προς παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Η δυνατότητα των κρατών μελών να επιλέξουν την επιβολή ποινικών κυρώσεων, αντί των διοικητικών κυρώσεων ή σε συνδυασμό με αυτές, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για να καταστρατηγηθεί το καθεστώς κυρώσεων της παρούσας οδηγίας.

(37)

Για να διασφαλίζεται συνεπής εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών ποινών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές τους να λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις.

(38)

Για να ενισχυθεί ο αποτρεπτικός αντίκτυπος στο ευρύ κοινό και για την ενημέρωσή του σχετικά με παραβιάσεις κανόνων που ενδέχεται να είναι επιζήμιες για την προστασία των επενδυτών, οι κυρώσεις θα πρέπει να δημοσιεύονται, εξαιρουμένων ορισμένων σαφώς καθορισμένων περιπτώσεων. Για να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με την αρχή της αναλογικότητας, οι κυρώσεις θα πρέπει να δημοσιεύονται ανώνυμα, στις περιπτώσεις όπου η δημοσίευση θα προξενούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.

(39)

Προκειμένου να μπορέσει η ΕΑΚΑΑ να ενισχύσει περαιτέρω τη συνέπεια στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όλες οι δημοσιευμένες κυρώσεις θα πρέπει να κοινοποιούνται ταυτόχρονα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία θα πρέπει επίσης να δημοσιεύει ετήσια έκθεση σχετικά με όλες τις επιβληθείσες κυρώσεις.

(40)

Θα πρέπει να ανατεθούν στις αρμόδιες αρχές οι αναγκαίες εξουσίες έρευνας και θα πρέπει να καθιερωθούν αποτελεσματικοί μηχανισμοί ώστε να ενθαρρυνθεί η καταγγελία ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβιάσεων. Οι πληροφορίες σχετικά με ενδεχόμενες ή πραγματικές παραβάσεις θα πρέπει επίσης να συμβάλλουν στην αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων της ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Θα πρέπει, κατά συνέπεια, να καθιερώνονται και από την ΕΑΚΑΑ δίαυλοι επικοινωνίας για την καταγγελία των εν λόγω ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβιάσεων. Οι πληροφορίες σχετικά με ενδεχόμενες ή πραγματικές παραβάσεις που κοινοποιούνται στην ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον για την εκπλήρωση των καθηκόντων της ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(41)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, όπως κατοχυρώνονται στη ΣΛΕΕ.

(42)

Για να διασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση για να εξειδικευθούν οι λεπτομέρειες που πρέπει να περιλαμβάνονται στην τυποποιημένη συμφωνία μεταξύ του θεματοφύλακα και της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων, οι προϋποθέσεις για την άσκηση των λειτουργιών του θεματοφύλακα, συμπεριλαμβανομένου του είδους των χρηματοπιστωτικών μέσων που θα πρέπει να εντάσσονται στο πεδίο των καθηκόντων θεματοφυλακής του θεματοφύλακα, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο θεματοφύλακας μπορεί να ασκεί τα καθήκοντα θεματοφυλακής χρηματοπιστωτικών μέσων καταχωρισμένων σε κεντρικό θεματοφύλακα και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο θεματοφύλακας θα πρέπει να φυλάσσει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδόθηκαν σε ονομαστική μορφή και καταχωρίστηκαν σε εκδότη ή φορέα τήρησης μητρώου, τα καθήκοντα δέουσας επιμέλειας του θεματοφύλακα, η υποχρέωση διαχωρισμού, οι προϋποθέσεις και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τα υπό θεματοφυλακή χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να θεωρούνται απολεσθέντα, η έννοια των εξωτερικών γεγονότων που εκφεύγουν των εύλογων δυνατοτήτων ελέγχου, των οποίων οι συνέπειες θα ήταν αναπόφευκτες παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειες περί του αντιθέτου. Το επίπεδο προστασίας του επενδυτή που παρέχεται από αυτές τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που παρέχεται από τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της οδηγίας 2011/61/ΕΕ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξαγάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, μεταξύ άλλων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία και την κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και αρμόζουσα διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

(43)

Στα πλαίσια της συνολικής επανεξέτασης της λειτουργίας της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, η Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), θα επανεξετάσει τα όρια της έκθεσης έναντι αντισυμβαλλομένου που ισχύουν για τις συναλλαγές σε παράγωγα, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη καθιέρωσης κατάλληλων κατηγοριοποιήσεων για τα όρια αυτά, ούτως ώστε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο τα παράγωγα με παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου.

(44)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 (14), τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, να συνοδεύουν την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα, στα οποία επεξηγείται η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι αιτιολογημένη.

(45)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στους ΟΣΕΚΑ, διευρύνοντας τις απαιτήσεις που αφορούν τα καθήκοντα και την ευθύνη των θεματοφυλάκων, τις πολιτικές αποδοχών των εταιρειών διαχείρισης και των εταιρειών επενδύσεων και καθιερώνοντας κοινά πρότυπα για τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις κυριότερες παραβιάσεις της παρούσας οδηγίας, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων τους να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει τα μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(46)

Έχει ζητηθεί η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), ο οποίος και γνωμοδότησε στις 23 Νοεμβρίου 2012 (16).

(47)

Θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθεί αναλόγως η οδηγία 2009/65/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 2009/65/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2 παράγραφος 1, προστίθενται τα ακόλουθα στοιχεία:

«ιθ)   “διοικητικό όργανο”: το όργανο που διαθέτει την τελική εξουσία λήψης αποφάσεων εντός εταιρείας διαχείρισης, εταιρείας επενδύσεων ή θεματοφύλακα, περιλαμβανομένων των εποπτικών και διαχειριστικών λειτουργιών ή μόνον της διαχειριστικής λειτουργίας, όταν οι δύο λειτουργίες έχουν διαχωριστεί. Όταν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η εταιρεία διαχείρισης, η εταιρεία επενδύσεων ή ο θεματοφύλακας διαθέτουν διαφορετικά όργανα με ειδικές λειτουργίες, οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που αναφέρονται στο “διοικητικό όργανο” ή στο “διοικητικό όργανο στο πλαίσιο των λειτουργιών εποπτείας που επιτελεί” ισχύουν πέραν ή αντί του οργάνου αυτού και για τα μέλη άλλων οργάνων της εταιρείας διαχείρισης, της εταιρείας επενδύσεων ή του θεματοφύλακα στα οποία το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο αναθέτει την αντίστοιχη ευθύνη·

ιη)   “χρηματοπιστωτικά μέσα”: χρηματοπιστωτικά μέσα όπως ορίζονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

(17)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).»."

2)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 14α

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εταιρείες διαχείρισης να θεσπίζουν και να εφαρμόζουν πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που συνάδουν με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και την προάγουν, ενώ δεν ενθαρρύνουν την ανάληψη κινδύνων που είναι ασύμβατη προς το προφίλ κινδύνου, τους κανονισμούς ή τα καταστατικά έγγραφα των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται ούτε εμποδίζουν τη συμμόρφωση προς το καθήκον της εταιρείας διαχείρισης να ενεργεί προς το συμφέρον του ΟΣΕΚΑ.

2.   Οι πολιτικές και οι πρακτικές αποδοχών περιλαμβάνουν τη σταθερή και τη μεταβλητή συνιστώσα των μισθών και των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών.

3.   Οι πολιτικές και οι πρακτικές αποδοχών εφαρμόζονται στις κατηγορίες υπαλλήλων, οι οποίες περιλαμβάνουν ανώτερα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου, όπως και οποιονδήποτε υπάλληλο που λαμβάνει συνολικές αποδοχές που τον τοποθετούν στο ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου των εταιρειών διαχείρισης ή των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζονται.

4.   Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τις αρμόδιες αρχές ή τους συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές σχετικά με τα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο παράγραφος 3 και με την εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 14β. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν υπόψη τις αρχές ορθών πολιτικών στον τομέα των αποδοχών που διατυπώνονται στη σύσταση 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής (18), καθώς και το μέγεθος των εταιρειών διαχείρισης και το μέγεθος των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται, την εσωτερική τους οργάνωση και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Στο πλαίσιο της εκπόνησης των κατευθυντηρίων γραμμών, η ΕΑΚΑΑ συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ») του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19), προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια με τις απαιτήσεις που έχουν θεσπισθεί για άλλους τομείς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ιδίως δε για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

Άρθρο 14β

1.   Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και πρακτικών αποδοχών που αναφέρονται στο άρθρο 14α, οι εταιρείες διαχείρισης συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές, κατά τρόπο και σε βαθμό ενδεδειγμένο για το μέγεθός τους, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους:

α)

η πολιτική αποδοχών συνάδει με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και την προωθεί, ενώ δεν ενθαρρύνει ανάληψη κινδύνων ασύμβατη προς το προφίλ κινδύνου, τους κανονισμούς ή τα καταστατικά έγγραφα των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης·

β)

η πολιτική αποδοχών ευθυγραμμίζεται με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα συμφέροντα της εταιρείας διαχείρισης και των ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται και των επενδυτών στους εν λόγω ΟΣΕΚΑ και περιλαμβάνει μέτρα για την αποτροπή των συγκρούσεων συμφερόντων·

γ)

η πολιτική αποδοχών αποφασίζεται από το διοικητικό όργανο της εταιρείας διαχείρισης στο πλαίσιο των λειτουργιών εποπτείας που επιτελεί, το οποίο και εγκρίνει, και επανεξετάζει τουλάχιστον μια φορά κατ’ έτος, τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών και είναι υπεύθυνο και επιβλέπει την εφαρμογή της· τα καθήκοντα που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο αναλαμβάνονται μόνον από μέλη του διοικητικού οργάνου τα οποία δεν ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες στην οικεία εταιρεία διαχείρισης και τα οποία έχουν εμπειρογνωμοσύνη στη διαχείριση κινδύνων και στις αποδοχές·

δ)

η εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο ως προς τη συμμόρφωση προς την πολιτική και τις διαδικασίες αποδοχών που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο στο πλαίσιο των λειτουργιών εποπτείας που επιτελεί·

ε)

τα μέλη του προσωπικού που έχουν αναλάβει τη διενέργεια ελέγχων αποζημιώνονται σε συνάρτηση με την επίτευξη ή μη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά τους, ανεξάρτητα από τις επιδόσεις των επιχειρηματικών τομέων τους οποίους ελέγχουν·

στ)

σε περίπτωση που υπάρχει επιτροπή αποδοχών, οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών στα τμήματα διαχείρισης κινδύνου και συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αυτή·

ζ)

όπου οι αποδοχές συναρτώνται προς τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των αποδοχών στηρίζεται σε συνδυασμό της αξιολογούμενης επίδοσης του ατόμου και της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας ή του σχετικού ΟΣΕΚΑ και των κινδύνων τους με τα συνολικά αποτελέσματα της εταιρείας διαχείρισης κατά την αξιολόγηση της ατομικής επίδοσης, ενώ λαμβάνονται υπόψη τόσο χρηματοοικονομικά όσο και μη χρηματοοικονομικά κριτήρια·

η)

η αξιολόγηση των επιδόσεων εγγράφεται σε πολυετές πλαίσιο προσαρμοσμένο στην περίοδο διακράτησης που συνιστάται στους επενδυτές του ΟΣΕΚΑ τον οποίο διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης, ώστε να διασφαλιστεί ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις του ΟΣΕΚΑ και στους επενδυτικούς κινδύνους του και ότι η πραγματική πληρωμή αποδοχών κατά το σκέλος που εξαρτάται από το στοιχείο της επίδοσης καλύπτει την ίδια χρονική περίοδο·

θ)

οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές αποτελούν εξαίρεση και ισχύουν μόνο στο πλαίσιο της μισθοδοσίας νεοπροσληφθέντων υπαλλήλων και μόνο για το πρώτο έτος προσλήψεως·

ι)

οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα· το σταθερό στοιχείο αντιπροσωπεύει επαρκώς υψηλό ποσοστό των συνολικών αποδοχών, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής κατά το σκέλος των μεταβλητών στοιχείων των αποδοχών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να μην καταβληθεί μεταβλητό στοιχείο των αποδοχών·

ια)

οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και είναι σχεδιασμένες κατά τρόπο ώστε να μην ανταμείβουν την αποτυχία·

ιβ)

οι μετρήσεις των επιδόσεων που διενεργούνται για τον υπολογισμό των μεταβλητών στοιχείων των αποδοχών ή των ομάδων από μεταβλητά στοιχεία αποδοχών περιλαμβάνουν αναλυτικό μηχανισμό προσαρμογής, για την ενσωμάτωση όλων των σχετικών τύπων τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων·

ιγ)

με βάση τη νομική δομή του ΟΣΕΚΑ και τον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του αμοιβαίου κεφαλαίου του, σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50 %, οιασδήποτε μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών αποτελείται από μερίδια του σχετικού ΟΣΕΚΑ ή από ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας ή χρηματοπιστωτικά μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ρευστά μέσα, με εξίσου αποτελεσματικά κίνητρα όπως τα μέσα του παρόντος σημείου, εκτός εάν η διαχείριση του ΟΣΕΚΑ ισοδυναμεί με λιγότερο από 50 % του συνόλου του χαρτοφυλακίου που διαχειρίζεται η εταιρεία διαχείρισης, οπότε δεν ισχύει το ελάχιστο ποσοστό 50 %.

Τα μέσα που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης, με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων προς τα συμφέροντα της εταιρείας διαχείρισης και των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζεται και των επενδυτών στους εν λόγω ΟΣΕΚΑ. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να θέτουν περιορισμούς στο είδος και στον σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύουν ορισμένα μέσα, όπως αρμόζει. Το παρόν στοιχείο εφαρμόζεται τόσο στο τμήμα της υπό αναβολή μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών σύμφωνα με το στοιχείο ιδ) όσο και στο μέρος της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών που δεν τελεί υπό αναβολή·

ιδ)

η καταβολή σημαντικού τμήματος και, σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον 40 % της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, αναβάλλεται για περίοδο αρμόζουσας διάρκειας, λαμβανομένης υπόψη της περιόδου διακράτησης που συνιστάται στους επενδυτές του οικείου ΟΣΕΚΑ και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση των κινδύνων του εν λόγω ΟΣΕΚΑ·

Η περίοδος που αναφέρεται στο παρόν στοιχείο έχει διάρκεια τουλάχιστον τριών ετών· το δικαίωμα της αμοιβής που υπάγεται στις ρυθμίσεις περί αναβολής κατοχυρώνεται το πολύ κατ’ αναλογία του χρόνου· όσον αφορά τη μεταβλητή συνιστώσα αμοιβής ιδιαίτερα υψηλού ποσού, αναβάλλεται η καταβολή τουλάχιστον του 60 % του ποσού·

ιε)

οι μεταβλητές αποδοχές, συμπεριλαμβανομένου του υπό αναβολή τμήματός τους, καταβάλλονται ή κατοχυρώνονται μόνο εάν είναι βιώσιμες βάσει της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας διαχείρισης συνολικά, και εφόσον είναι δικαιολογημένες βάσει των επιδόσεων της επιχειρησιακής μονάδας, του ΟΣΕΚΑ και του συγκεκριμένου ατόμου.

Το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών σε γενικές γραμμές συρρικνώνεται σημαντικά όταν η σχετική εταιρεία διαχείρισης ή ο σχετικός ΟΣΕΚΑ παρουσιάζει υποτονικές ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις τρέχουσες αποδοχές όσο και τις μειώσεις σε ποσά που είχαν προηγουμένως εισπραχθεί, μεταξύ άλλων μέσω αρνητικού μπόνους (μάλους) ή διατάξεων περί επιστροφής ποσών·

ιστ)

η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εταιρείας διαχείρισης και του ΟΣΕΚΑ τον οποίο διαχειρίζεται.

Εάν ο υπάλληλος αποχωρήσει από την εταιρεία διαχείρισης πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται από την εταιρεία διαχείρισης για χρονικό διάστημα πέντε ετών με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ιγ). Στη περίπτωση υπαλλήλου που φθάνει στη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται στον υπάλληλο με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο ιγ), με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης·

ιζ)

το προσωπικό υποχρεούται να μη χρησιμοποιεί προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη προς καταστρατήγηση των μηχανισμών ευθυγράμμισης προς τον κίνδυνο που περιλαμβάνονται στις ρυθμίσεις περί αποδοχών·

ιη)

οι μεταβλητές αποδοχές δεν καταβάλλονται μέσω φορέων ή μεθόδων που διευκολύνουν την αποφυγή τήρησης των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας.

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ δύναται να ζητεί από τις αρμόδιες αρχές πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που αναφέρονται στο άρθρο 14α της παρούσας οδηγίας.

Η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, περιλαμβάνει στις κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών διατάξεις για τον τρόπο εφαρμογής διαφορετικών τομεακών αρχών περί αποδοχών, όπως είναι οι αρχές της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20) και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), εάν οι υπάλληλοι ή άλλες κατηγορίες προσωπικού παρέχουν υπηρεσίες που υπάγονται σε διαφορετικές τομεακές αρχές περί αποδοχών.

3.   Οι αρχές της παραγράφου 1 εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε παροχή οποιουδήποτε είδους καταβάλλει η εταιρεία διαχείρισης, σε οποιοδήποτε ποσό καταβάλλεται άμεσα από τον ίδιο τον ΟΣΕΚΑ, περιλαμβανομένων των αμοιβών απόδοσης, καθώς και σε οποιαδήποτε μεταβίβαση μεριδίων ή μετοχών των ΟΣΕΚΑ προς όφελος εκείνων των κατηγοριών υπαλλήλων, που περιλαμβάνουν ανώτερα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου και οποιονδήποτε υπάλληλο ο οποίος λαμβάνει συνολική αμοιβή που εμπίπτει στο ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου τους ή στο προφίλ κινδύνου του ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται.

4.   Οι εταιρείες διαχείρισης που είναι σημαντικές από την άποψη του μεγέθους τους ή του μεγέθους των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζονται, της εσωτερικής τους οργάνωσης και της φύσης, του πεδίου και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συγκροτούν μια επιτροπή αποδοχών. Η επιτροπή αποδοχών συγκροτείται κατά τρόπο που της επιτρέπει να εκφέρει εμπεριστατωμένη και ανεξάρτητη κρίση για τις πολιτικές και τις πρακτικές σε θέματα αποδοχών και για τα κίνητρα που δημιουργούνται για τη διαχείριση κινδύνων.

Η επιτροπή αποδοχών που συνιστάται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στο άρθρο 14α παράγραφος 4 κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΚΑΑ είναι υπεύθυνη για την προπαρασκευή αποφάσεων που αφορούν τις αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν επιπτώσεις όσον αφορά τους κινδύνους και τη διαχείριση κινδύνων της συγκεκριμένης εταιρείας διαχείρισης ή του ΟΣΕΚΑ, και οι οποίες λαμβάνονται από το διοικητικό όργανο στο πλαίσιο των εποπτικών του λειτουργιών. Της επιτροπής αποδοχών προεδρεύει μέλος του διοικητικού οργάνου που δεν ασκεί εκτελεστικές λειτουργίες στη συγκεκριμένη εταιρεία διαχείρισης. Τα μέλη της επιτροπής αποδοχών είναι μέλη του διοικητικού οργάνου που δεν ασκούν καμία εκτελεστική λειτουργία στη συγκεκριμένη εταιρεία διαχείρισης.

Εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο, στην επιτροπή αποδοχών συμπεριλαμβάνεται ένας ή περισσότεροι εκπρόσωποι των εργαζομένων. Κατά την προπαρασκευή των αποφάσεων της, η επιτροπή αποδοχών λαμβάνει υπόψη το μακροπρόθεσμο συμφέρον των επενδυτών και των λοιπών ενδιαφερομένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον.

(18)  Σύσταση 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 22)."

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12)."

(20)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1)."

(21)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).»."

3)

Στο άρθρο 20 παράγραφος 1, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

την κατά το άρθρο 22 παράγραφος 2 γραπτή σύμβαση με τον θεματοφύλακα·».

4)

Το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 22

1.   Η εταιρεία επενδύσεων και, για καθένα από τα αμοιβαία κεφάλαια τα οποία διαχειρίζεται, η εταιρεία διαχείρισης μεριμνούν για τον ορισμό ενός μόνον θεματοφύλακα σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο.

2.   Ο διορισμός του θεματοφύλακα αποδεικνύεται με γραπτή σύμβαση.

Η σύμβαση ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τη ροή των πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες προκειμένου ο θεματοφύλακας να επιτελέσει τις λειτουργίες του για τον ΟΣΕΚΑ για τον οποίο έχει οριστεί θεματοφύλακας, όπως καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και σε άλλες σχετικές νομοθετικές πράξεις, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις.

3.   Ο θεματοφύλακας:

α)

εξασφαλίζει ότι η πώληση, η έκδοση, η επαναγορά, η εξαγορά και η ακύρωση μεριδίων του ΟΣΕΚΑ πραγματοποιούνται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο και τον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του αμοιβαίου κεφαλαίου·

β)

διασφαλίζει ότι ο υπολογισμός της αξίας των μεριδίων του ΟΣΕΚΑ διενεργείται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο και τον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του αμοιβαίου κεφαλαίου·

γ)

εκτελεί τις εντολές της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων, εκτός αν είναι αντίθετες προς το ισχύον εθνικό δίκαιο, τον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του αμοιβαίου κεφαλαίου·

δ)

διασφαλίζει ότι, κατά τις συναλλαγές που αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία του ΟΣΕΚΑ, του καταβάλλεται το σχετικό αντίτιμο μέσα στις συνήθεις προθεσμίες·

ε)

διασφαλίζει ότι τα κέρδη του ΟΣΕΚΑ διατίθενται σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο και τον κανονισμό ή τα καταστατικά έγγραφα του αμοιβαίου κεφαλαίου.

4.   Ο θεματοφύλακας εξασφαλίζει την κατάλληλη παρακολούθηση των ταμειακών ροών του ΟΣΕΚΑ και, ιδίως, ότι όλες οι πληρωμές που πραγματοποιούνται από επενδυτές ή για λογαριασμό επενδυτών κατά την εγγραφή μεριδίων του ΟΣΕΚΑ έχουν εισπραχθεί και ότι όλα τα μετρητά του ΟΣΕΚΑ καταχωρίζονται σε λογαριασμούς μετρητών οι οποίοι:

α)

ανοίγονται στο όνομα του ΟΣΕΚΑ, της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, ή του θεματοφύλακα που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ·

β)

ανοίγονται σε οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ) της οδηγίας 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής (22)· και

γ)

τηρούνται σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ.

Εάν οι λογαριασμοί μετρητών ανοίγονται στο όνομα του θεματοφύλακα που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, δεν μπορούν να καταχωρίζονται στους λογαριασμούς αυτούς μετρητά της οντότητας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β), ούτε μετρητά που ανήκουν στον θεματοφύλακα.

5.   Η φύλαξη των περιουσιακών στοιχείων ενός ΟΣΕΚΑ ανατίθεται σε θεματοφύλακα ως εξής:

α)

για χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να τεθούν σε θεματοφυλακή, ο θεματοφύλακας:

i)

θέτει σε θεματοφυλακή όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να καταχωριστούν σε λογαριασμό χρηματοπιστωτικών μέσων, ο οποίος ανοίγεται στα βιβλία του θεματοφύλακα, καθώς και όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να παραδοθούν σε υλική μορφή στον θεματοφύλακα·

ii)

διασφαλίζει ότι όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να καταχωριστούν σε λογαριασμό χρηματοπιστωτικών μέσων, ο οποίος ανοίγεται στα βιβλία του θεματοφύλακα, καταχωρίζονται πράγματι στα βιβλία του θεματοφύλακα σε χωριστούς λογαριασμούς, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2006/73/ΕΚ, οι οποίοι ανοίγονται στο όνομα του ΟΣΕΚΑ ή στο όνομα της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, ούτως ώστε να μπορούν να αναγνωριστούν με σαφή τρόπο ως ανήκοντα στον ΟΣΕΚΑ σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία ανά πάσα στιγμή·

β)

για άλλα περιουσιακά στοιχεία, ο θεματοφύλακας:

i)

επαληθεύει ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται στην κυριότητα του ΟΣΕΚΑ, ή της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, προβαίνοντας σε εκτίμηση του κατά πόσον ο ΟΣΕΚΑ ή η εταιρεία διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ έχει την κυριότητα· η εκτίμηση βασίζεται σε πληροφορίες ή έγγραφα που παρέχει ο ΟΣΕΚΑ ή η εταιρεία διαχείρισης και, όποτε είναι διαθέσιμες, σε εξωτερικές αποδείξεις·

ii)

τηρεί αρχείο των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων για τα οποία έχει βεβαιωθεί ότι βρίσκονται στην κυριότητα του ΟΣΕΚΑ ή της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, το οποίο και έχει πάντοτε ενημερωμένο.

6.   Ο θεματοφύλακας παρέχει τακτικά στην εταιρεία διαχείρισης ή στην εταιρεία επενδύσεων συνολικό κατάλογο όλων των περιουσιακών στοιχείων του ΟΣΕΚΑ.

7.   Τα περιουσιακά στοιχεία που φυλάσσονται από τον θεματοφύλακα δεν επαναχρησιμοποιούνται από τον θεματοφύλακα ή οποιονδήποτε τρίτο στον οποίο έχει ανατεθεί η λειτουργία θεματοφυλακής για δικό τους λογαριασμό. Η επαναχρησιμοποίηση περιλαμβάνει οποιαδήποτε συναλλαγή σε φυλασσόμενα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων, της μεταβίβασης, της ενεχύρασης, της πώλησης και του δανείου.

Επιτρέπεται η επαναχρησιμοποίηση περιουσιακών στοιχείων που φυλάσσονται από τον θεματοφύλακα μόνον όταν:

α)

η επαναχρησιμοποίηση διενεργείται για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ,

β)

ο θεματοφύλακας εκτελεί τις εντολές της εταιρείας διαχείρισης για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ,

γ)

η επαναχρησιμοποίηση είναι προς όφελος του ΟΣΕΚΑ και προς το συμφέρον των μεριδιούχων, και

δ)

η συναλλαγή καλύπτεται από ρευστοποιήσιμη ασφάλεια υψηλής ποιότητας, την οποία λαμβάνει ο ΟΣΕΚΑ στα πλαίσια συμφωνίας μεταβίβασης τίτλων.

Η αγοραία αξία της ασφάλειας ανέρχεται πάντοτε τουλάχιστον στην αγοραία αξία των επαναχρησιμοποιούμενων περιουσιακών στοιχείων, επαυξημένη κατά ορισμένο ποσό (“premium”).

8.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του θεματοφύλακα και/ή οποιουδήποτε τρίτου εγκατεστημένου στην Ένωση στον οποίο έχει ανατεθεί η θεματοφυλακή περιουσιακών στοιχείων του ΟΣΕΚΑ, τα περιουσιακά στοιχεία του ΟΣΕΚΑ που φυλάσσονται να μην είναι διαθέσιμα προς διανομή μεταξύ των πιστωτών του εν λόγω θεματοφύλακα και/ή του εν λόγω τρίτου ή προς ρευστοποίηση επ’ ωφελεία τους.

(22)  Οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 26).»."

5)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 22α

1.   Ο θεματοφύλακας δεν αναθέτει σε τρίτους τις λειτουργίες του που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφοι 3 και 4.

2.   Ο θεματοφύλακας μπορεί να αναθέτει σε τρίτους τις λειτουργίες που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 5, μόνον εφόσον:

α)

τα καθήκοντα αυτά δεν ανατίθενται με σκοπό την παράκαμψη των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας·

β)

ο θεματοφύλακας μπορεί να αποδείξει ότι υπάρχει αντικειμενικός λόγος για την ανάθεση αυτή·

γ)

ο θεματοφύλακας έχει επιδείξει τη δέουσα ικανότητα, φροντίδα και επιμέλεια κατά την επιλογή και τον ορισμό κάθε τρίτου, στον οποίο προτίθεται να αναθέσει μέρος των καθηκόντων του, συνεχίζει δε να επιδεικνύει τη δέουσα ικανότητα, φροντίδα και επιμέλεια για την περιοδική επανεξέταση και τον συνεχή έλεγχο κάθε τρίτου στον οποίο έχει αναθέσει μέρος των καθηκόντων του, καθώς και των διευθετήσεων στις οποίες έχει προβεί ο τρίτος σε σχέση με τα θέματα που του έχουν ανατεθεί.

3.   Οι λειτουργίες που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 5 μπορούν να ανατεθούν από τον θεματοφύλακα σε τρίτο μόνον όταν ο τρίτος, ανά πάσα στιγμή κατά την εκτέλεση των ανατεθέντων καθηκόντων:

α)

διαθέτει τις δομές και την πείρα που είναι κατάλληλες και ανάλογες προς τη φύση και την πολυπλοκότητα των περιουσιακών στοιχείων του ΟΣΕΚΑ, ή της εταιρείας διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ, τα οποία του έχουν ανατεθεί·

β)

όσον αφορά τα καθήκοντα θεματοφύλακα που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 5 στοιχείο α), υπόκειται σε

i)

αποτελεσματικούς κανόνες προληπτικής ρύθμισης, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, και σε εποπτεία στην οικεία επικράτεια·

ii)

εξωτερικό περιοδικό έλεγχο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι στην κατοχή του·

γ)

διαχωρίζει τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών του θεματοφύλακα από τα δικά του και από τα περιουσιακά στοιχεία του θεματοφύλακα, ούτως ώστε να μπορούν, οποτεδήποτε, να αναγνωριστούν ως ανήκοντα σε πελάτες ενός συγκεκριμένου θεματοφύλακα·

δ)

λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του τρίτου, τα περιουσιακά στοιχεία του ΟΣΕΚΑ που φυλάσσονται από τον τρίτο να μην είναι διαθέσιμα προς διανομή μεταξύ των πιστωτών του τρίτου ή προς ρευστοποίηση επ’ ωφελεία τους· και

ε)

συμμορφώνεται προς τις γενικές υποχρεώσεις και απαγορεύσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 5 και 7 του άρθρου 22 και στο άρθρο 25.

Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β) σημείο i) του πρώτου εδαφίου, εάν το δίκαιο τρίτης χώρας απαιτεί να τίθενται ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα σε θεματοφυλακή από τοπική οντότητα και δεν υπάρχουν τοπικές οντότητες ανταποκρινόμενες στις απαιτήσεις του ανωτέρω σημείου σχετικά με την ανάθεση, ο θεματοφύλακας μπορεί να αναθέτει τις λειτουργίες του σε τέτοια τοπική οντότητα, μόνον εφόσον απαιτείται από τη νομοθεσία της προαναφερθείσας τρίτης χώρας και μόνον εφόσον δεν υπάρχουν τοπικές οντότητες που πληρούν τις απαιτήσεις για ανάθεση, και μόνον όταν:

α)

οι επενδυτές του σχετικού ΟΣΕΚΑ έχουν ενημερωθεί δεόντως, πριν από την επένδυσή τους, σχετικά με το γεγονός ότι η εν λόγω ανάθεση είναι αναγκαία λόγω νομικών περιορισμών που επιβάλλει το δίκαιο της τρίτης χώρας, σχετικά με τις περιστάσεις που δικαιολογούν την ανάθεση και σχετικά με τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται·

β)

η εταιρεία επενδύσεων ή η εταιρεία διαχείρισης εξ ονόματος του ΟΣΕΚΑ παρήγγειλε στον θεματοφύλακα να αναθέσει τη θεματοφυλακή των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων σε τοπική οντότητα.

Ο τρίτος μπορεί, με τη σειρά του, να προβεί σε περαιτέρω ανάθεση των λειτουργιών αυτών, με την προϋπόθεση της τήρησης των ιδίων απαιτήσεων. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 24 παράγραφος 2 στα αντίστοιχα μέρη.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η παροχή των υπηρεσιών που προβλέπονται στην οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) από συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, όπως ορίζονται για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, ή η παροχή παρόμοιων υπηρεσιών από συστήματα διακανονισμού αξιογράφων τρίτων χωρών δεν θεωρείται ανάθεση λειτουργιών θεματοφυλακής.

(23)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).»."

6)

Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2 έως 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Ο θεματοφύλακας είναι:

α)

κεντρική τράπεζα κράτους·

β)

πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, ή

γ)

άλλη νομική οντότητα η οποία έχει λάβει άδεια από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους να ασκεί καθήκοντα θεματοφύλακα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και η οποία υπόκειται σε απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας που δεν υπολείπονται των απαιτήσεων που υπολογίζονται ανάλογα με την επιλεγείσα προσέγγιση, σύμφωνα με τα άρθρα 315 ή 317 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24), και διαθέτει ίδια κεφάλαια όχι κατώτερα από το ύψος του αρχικού κεφαλαίου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Η νομική οντότητα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) υπόκειται στις ρυθμίσεις προληπτικής ρύθμισης και σε συνεχή εποπτεία και πληροί τις ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις:

α)

έχει την αναγκαία υποδομή για να φυλάσσει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να καταχωριστούν σε λογαριασμό χρηματοπιστωτικών μέσων που ανοίγεται στα βιβλία του θεματοφύλακα·

β)

θεσπίζει πολιτικές και διαδικασίες κατάλληλες να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση της οντότητας, των διαχειριστών και των υπαλλήλων της προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία·

γ)

διαθέτει άρτιες διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας πληροφοριών·

δ)

διατηρεί και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις, με σκοπό τη λήψη κάθε εύλογου μέτρου για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων·

ε)

μεριμνά ώστε να καταγράφονται όλες οι υπηρεσίες που παρέχει, οι δραστηριότητες που ασκεί και οι συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να ασκεί τα εποπτικά της καθήκοντα και να προβαίνει σε πράξεις επιβολής σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·

στ)

λαμβάνει εύλογα μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η συνεχής και εύρυθμη εκτέλεση των σχετικών με τη θεματοφυλακή λειτουργιών της εφαρμόζοντας κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, μέσα και διαδικασίες, μεταξύ άλλων για την εκτέλεση των σχετικών με τη θεματοφυλακή δραστηριοτήτων της·

ζ)

όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη της νομικής οντότητας διαθέτουν πάντοτε τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους, καθώς και επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα·,

η)

το διοικητικό όργανο διαθέτει ως σύνολο επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και πείρα ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του θεματοφύλακα, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων·

θ)

κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ασκούν τα καθήκοντά τους με εντιμότητα και ακεραιότητα.

3.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν ποιες από τις κατηγορίες ιδρυμάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 είναι επιλέξιμες για τη λειτουργία του θεματοφύλακα.

4.   Οι εταιρείες επενδύσεων ή οι εταιρείες διαχείρισης που ενεργούν για λογαριασμό των ΟΣΕΚΑ τους οποίους διαχειρίζονται, οι οποίες, πριν από τις 18 Μαρτίου 2016, έχουν ορίσει ως θεματοφύλακα ίδρυμα που δεν πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 2, ορίζουν θεματοφύλακα που πληροί τις απαιτήσεις αυτές πριν από τις 18 Μαρτίου 2018.

(24)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).»·"

β)

οι παράγραφοι 5 και 6 διαγράφονται.

7)

Το άρθρο 24 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 24

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο θεματοφύλακας να ευθύνεται έναντι του ΟΣΕΚΑ και των μεριδιούχων του ΟΣΕΚΑ για την απώλεια, από τον θεματοφύλακα ή από τρίτον στον οποίο έχει ανατεθεί η θεματοφυλακή τους, χρηματοπιστωτικών μέσων που τελούν υπό θεματοφυλακή σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 5 στοιχείο α).

Στην περίπτωση απώλειας χρηματοπιστωτικού μέσου που έχει τεθεί σε θεματοφυλακή, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο θεματοφύλακας να επιστρέφει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, χρηματοπιστωτικό μέσο του ιδίου είδους, ή το αντίστοιχο ποσό, στον ΟΣΕΚΑ ή στην εταιρεία διαχείρισης που ενεργεί για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ. Ο θεματοφύλακας δεν υπέχει ευθύνη, εάν είναι σε θέση να αποδείξει ότι η απώλεια οφείλεται σε εξωτερικό γεγονός που ευλόγως εκφεύγει των δυνατοτήτων ελέγχου του, οι συνέπειες του οποίου θα ήταν αναπόφευκτες παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειες περί του αντιθέτου.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο θεματοφύλακας να ευθύνεται επίσης έναντι του ΟΣΕΚΑ και των επενδυτών του ΟΣΕΚΑ για οιεσδήποτε άλλες ζημίες υποστούν οι ανωτέρω, ως αποτέλεσμα της εκ προθέσεως ή εξ αμελείας μη ορθής εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.   Η κατά την παράγραφο 1 ευθύνη του θεματοφύλακα δεν επηρεάζεται από οιαδήποτε ανάθεση που αναφέρεται στο άρθρο 22α.

3.   Η ευθύνη του θεματοφύλακα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν αποκλείεται ούτε περιορίζεται βάσει συμφωνίας.

4.   Κάθε συμφωνία που αντίκειται στην παράγραφο 3 είναι άκυρη.

5.   Οι μεριδιούχοι του ΟΣΕΚΑ δύνανται να επικαλούνται την ευθύνη του θεματοφύλακα άμεσα ή έμμεσα μέσω της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν οδηγεί σε αλληλεπικαλύψεις στις προσφυγές ή σε άνιση μεταχείριση των μεριδιούχων.».

8)

Το άρθρο 25 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 25

1.   Καμία εταιρεία δεν δύναται να λειτουργεί συγχρόνως ως εταιρεία διαχείρισης και ως θεματοφύλακας. Καμία εταιρεία δεν δύναται να λειτουργεί συγχρόνως ως εταιρεία επενδύσεων και ως θεματοφύλακας.

2.   Στο πλαίσιο των αντίστοιχων λειτουργιών τους, η εταιρεία διαχείρισης και ο θεματοφύλακας ενεργούν με έντιμο και θεμιτό τρόπο, με επαγγελματισμό, ανεξαρτησία και μόνον προς το συμφέρον του ΟΣΕΚΑ και των επενδυτών του ΟΣΕΚΑ. Στο πλαίσιο των αντίστοιχων λειτουργιών τους, η εταιρεία διαχείρισης και ο θεματοφύλακας ενεργούν με έντιμο και θεμιτό τρόπο, με επαγγελματισμό, ανεξαρτησία και μόνον προς το συμφέρον των επενδυτών του ΟΣΕΚΑ.

Ο θεματοφύλακας δεν προβαίνει σε ενέργειες σε σχέση με τον ΟΣΕΚΑ ή με την εταιρεία διαχείρισης για λογαριασμό του ΟΣΕΚΑ οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του ΟΣΕΚΑ, των επενδυτών του ΟΣΕΚΑ, της εταιρείας διαχείρισης και αυτού του ιδίου, εκτός αν έχει διαχωρίσει λειτουργικά και ιεραρχικά την εκτέλεση των καθηκόντων του θεματοφύλακα από τα άλλα καθήκοντά του, που ενδέχεται να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων, και εφόσον εντοπίζει, διαχειρίζεται, παρακολουθεί και γνωστοποιεί με τον αρμόζοντα τρόπο στους επενδυτές του ΟΣΕΚΑ τις ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων.».

9)

Το άρθρο 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 26

1.   Ο νόμος ή ο κανονισμός του αμοιβαίου κεφαλαίου καθορίζουν τους όρους αντικατάστασης της εταιρείας διαχείρισης και του θεματοφύλακα και θέτουν τους κανόνες με τους οποίους εξασφαλίζεται η προστασία των μεριδιούχων σε περίπτωση τέτοιας αντικατάστασης.

2.   Ο νόμος ή τα καταστατικά έγγραφα της εταιρείας επενδύσεων καθορίζουν τους όρους αντικατάστασης της εταιρείας διαχείρισης και του θεματοφύλακα και θέτουν τους κανόνες με τους οποίους εξασφαλίζεται η προστασία των μεριδιούχων σε περίπτωση τέτοιας αντικατάστασης.».

10)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 26α

Κατόπιν αιτήματος, ο θεματοφύλακας θέτει στη διάθεση των αρμόδιων αρχών του όλες τις πληροφορίες που απέκτησε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και οι οποίες είναι ενδεχομένως αναγκαίες για τις αρμόδιες αρχές του ή για τις αρμόδιες αρχές του ΟΣΕΚΑ ή της εταιρείας διαχείρισης.

Εάν οι αρμόδιες αρχές του ΟΣΕΚΑ ή της εταιρείας διαχείρισης είναι άλλες από τις αρμόδιες αρχές του θεματοφύλακα, οι αρμόδιες αρχές του θεματοφύλακα διαβιβάζουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν, χωρίς καθυστέρηση, στις αρμόδιες αρχές του ΟΣΕΚΑ και της εταιρείας διαχείρισης.

Άρθρο 26β

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 112α, οι οποίες καθορίζουν:

α)

τα στοιχεία που χρειάζεται να περιλαμβάνονται στη γραπτή σύμβαση που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2·

β)

τους όρους άσκησης των λειτουργιών του θεματοφύλακα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφοι 3, 4 και 5, στους οποίους περιλαμβάνονται:

i)

το είδος των χρηματοπιστωτικών μέσων που θα εντάσσονται στο πεδίο των καθηκόντων θεματοφυλακής του θεματοφύλακα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 5 στοιχείο α),

ii)

οι προϋποθέσεις υπό τους οποίες ο θεματοφύλακας μπορεί να ασκεί τα καθήκοντα θεματοφυλακής χρηματοπιστωτικών μέσων καταχωρισμένων σε κεντρικό αποθετήριο,

iii)

οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο θεματοφύλακας θα φυλάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 5 στοιχείο β), τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδόθηκαν σε ονομαστική μορφή και καταχωρίστηκαν στον εκδότη ή σε φορέα τήρησης μητρώου·

γ)

τα καθήκοντα δέουσας επιμέλειας του θεματοφύλακα, σύμφωνα με το άρθρο 22α παράγραφος 2 στοιχείο γ) ·

δ)

την υποχρέωση διαχωρισμού που προβλέπεται στο άρθρο 22α παράγραφος 3 στοιχείο γ) ·

ε)

τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τον τρίτο σύμφωνα με το άρθρο 22α παράγραφος 3 στοιχείο δ) ·

στ)

τις προϋποθέσεις και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα υπό θεματοφυλακή χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να θεωρούνται απολεσθέντα για τους σκοπούς του άρθρου 24·

ζ)

την έννοια των εξωτερικών γεγονότων που ευλόγως εκφεύγουν των δυνατοτήτων ελέγχου, οι συνέπειες του οποίων θα ήταν αναπόφευκτες παρ’ όλες τις εύλογες προσπάθειες περί του αντιθέτου, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1·

η)

τις προϋποθέσεις για την εκπλήρωση της απαίτησης ανεξαρτησίας που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2.».

11)

Στο άρθρο 30, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα άρθρα 13 έως 14β εφαρμόζονται αναλόγως στις εταιρείες επενδύσεων που δεν έχουν ορίσει εταιρεία διαχείρισης εγκεκριμένη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.».

12)

Το τμήμα 3 του κεφαλαίου V διαγράφεται.

13)

Το άρθρο 69 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Στο φυλλάδιο περιέχονται:

α)

είτε οι λεπτομέρειες της επικαιροποιημένης πολιτικής αποδοχών, όπου περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, περιγραφή του τρόπου με τον οποίο υπολογίζονται οι αποδοχές και παροχές, η ταυτότητα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη χορήγηση των αποδοχών και παροχών, περιλαμβανομένης της σύνθεσης της επιτροπής αποδοχών, εφόσον αυτή υπάρχει, είτε

β)

περίληψη της πολιτικής αποδοχών και δήλωση ότι οι λεπτομέρειες της επικαιροποιημένης πολιτικής αποδοχών, όπου περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, περιγραφή του τρόπου με τον οποίο υπολογίζονται οι αποδοχές και παροχές, η ταυτότητα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη χορήγηση των αποδοχών και παροχών, περιλαμβανομένης της σύνθεσης της επιτροπής αποδοχών, εφόσον αυτή υπάρχει, είναι διαθέσιμες μέσω ιστότοπου (με παραπομπή στον εν λόγω ιστότοπο) και ότι μπορεί να διατεθεί, κατόπιν αιτήματος και χωρίς επιβάρυνση, αντίγραφο σε έντυπη μορφή.»·

β)

στην παράγραφο 3 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Η ετήσια έκθεση περιλαμβάνει επίσης τα εξής:

α)

το συνολικό ύψος των αποδοχών για το οικονομικό έτος, με διάκριση μεταξύ σταθερών και μεταβλητών αποδοχών που καταβάλλει η εταιρεία διαχείρισης και η εταιρεία επενδύσεων στο προσωπικό της, καθώς και τον αριθμό των δικαιούχων και, κατά περίπτωση, οποιοδήποτε άλλο ποσό που καταβάλλεται άμεσα από τον ίδιο τον ΟΣΕΚΑ, περιλαμβανομένης της αμοιβής απόδοσης·,

β)

το συνολικό ποσό αποδοχών, με ανάλυση κατά κατηγορίες υπαλλήλων ή άλλων μελών του προσωπικού, όπως αναφέρονται στο άρθρο 14α παράγραφος 3·

γ)

περιγραφή του τρόπου με τον οποίο υπολογίζονται οι αποδοχές και παροχές·

δ)

τα αποτελέσματα των επανεξετάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 14β παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ), περιλαμβανομένων των τυχόν παρατυπιών που έχουν σημειωθεί·

ε)

τις ουσιώδεις τροποποιήσεις της ακολουθούμενης πολιτικής αποδοχών.».

14)

Το άρθρο 78 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

προσδιορισμός του ΟΣΕΚΑ και της αρμόδιας αρχής του ΟΣΕΚΑ»·

β)

στην παράγραφο 4, προστίθεται το ακόλουθο δεύτερο εδάφιο:

«Οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές περιλαμβάνουν επίσης και δήλωση ότι οι λεπτομέρειες της επικαιροποιημένης πολιτικής αποδοχών, όπου περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, περιγραφή του τρόπου με τον οποίο υπολογίζονται οι αποδοχές και παροχές, η ταυτότητα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη χορήγηση των αποδοχών και παροχών, περιλαμβανομένης της σύνθεσης της επιτροπής αποδοχών, εφόσον αυτή υπάρχει, είναι διαθέσιμες μέσω ιστότοπου (με παραπομπή στον εν λόγω ιστότοπο) και ότι μπορεί να διατεθεί, κατόπιν αιτήματος και χωρίς επιβάρυνση, αντίγραφο σε έντυπη μορφή.».

15)

Στο άρθρο 98 παράγραφος 2, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

να απαιτούν:

i)

στον βαθμό που αυτό επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο, τα υπάρχοντα αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούνται από πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, όταν υπάρχει εύλογη υπόνοια παράβασης και όταν τα εν λόγω αρχεία μπορεί να είναι κρίσιμα για τη διερεύνηση παραβιάσεων της παρούσας οδηγίας,

ii)

τις υπάρχουσες καταγραφές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλα αρχεία κίνησης δεδομένων, τα οποία τηρούνται από ΟΣΕΚΑ, εταιρείες διαχείρισης, εταιρείες επενδύσεων, θεματοφύλακες ή άλλες οντότητες που ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία·».

16)

Το άρθρο 99 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 99

1.   Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 98 και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται σε εταιρείες και πρόσωπα για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, λαμβάνουν δε όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους.

Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να μην θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις σχετικά με τις παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο, γνωστοποιούν στην Επιτροπή τις σχετικές διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας.

Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά και να έχουν αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

Μέχρι τις 18 Μαρτίου 2016, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται για τη μεταφορά του παρόντος άρθρου στην εθνική νομοθεσία, περιλαμβανομένων τυχόν σχετικών διατάξεων του ποινικού δικαίου. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.   Στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, σύμφωνα με την παράγραφο 1, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, διασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους, όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών που σχετίζονται με έρευνες ή διαδικασίες ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβιάσεις της παρούσας οδηγίας και να τις θέτουν στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώσουν την υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης χρηματικών ποινών.

3.   Στα πλαίσια της συνολικής επανεξέτασης της λειτουργίας της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή επανεξετάζει, το αργότερο τρία έτη από τις 18 Σεπτεμβρίου 2017, την εφαρμογή των διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, ιδίως δε την ανάγκη περαιτέρω εναρμόνισης των διοικητικών κυρώσεων που θεσπίζονται για τις παραβάσεις των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας.

4.   Μια αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να ανταποκριθεί σε αίτημα ενημέρωσης ή συνεργασίας σε έρευνα μόνον εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες εξαιρετικές περιστάσεις, ήτοι:

α)

η κοινοποίηση των σχετικών πληροφοριών ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται το αίτημα, ιδίως δε σχετικά με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών εγκλημάτων·

β)

η συμμόρφωση προς το αίτημα ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά δική του έρευνα ή δράσεις επιβολής του νόμου ή, κατά περίπτωση, ποινική έρευνα·

γ)

έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τις ίδιες ενέργειες και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται το αίτημα, ή

δ)

έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση κατά των ιδίων προσώπων και για τις ίδιες ενέργειες στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται το αίτημα.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν επιβάλλονται υποχρεώσεις σε ΟΣΕΚΑ, εταιρείες διαχείρισης, εταιρείες επενδύσεων ή θεματοφύλακες, σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, είναι δυνατή η επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο, στα μέλη του διοικητικού οργάνου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα, τα οποία υπέχουν ευθύνη για την παράβαση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

6.   Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να επιβληθούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

δημόσια δήλωση που κατονομάζει τον υπεύθυνο και προσδιορίζει τη φύση της παράβασης·

β)

διαταγή προς το υπεύθυνο πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψή της στο μέλλον·,

γ)

σε περίπτωση ΟΣΕΚΑ ή εταιρείας διαχείρισης, αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ΟΣΕΚΑ ή της εταιρείας διαχείρισης·

δ)

επιβολή σε μέλος του διοικητικού οργάνου της εταιρείας διαχείρισης ή της εταιρείας επενδύσεων ή σε κάθε άλλο υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο προσωρινής απαγόρευσης ή, σε περίπτωση επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστικής απαγόρευσης να ασκεί καθήκοντα διαχείρισης σε αυτές ή σε άλλες τέτοιες εταιρείες·

ε)

όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, ανώτατες διοικητικές χρηματικές κυρώσεις που ανέρχονται σε τουλάχιστον 5 000 000 ευρώ ή, για τα κράτη μέλη των οποίων το εθνικό νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά την 17η Σεπτεμβρίου 2014 ή στο 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο· όταν το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μητρικής επιχείρησης, η οποία πρέπει να υποβάλλει ενοποιημένους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ (25) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος, σύμφωνα με την οικεία ενωσιακή νομοθεσία περί λογιστικής και σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό όργανο της ανώτερης μητρικής επιχείρησης·

στ)

όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, ανώτατες διοικητικές χρηματικές κυρώσεις που ανέρχονται σε τουλάχιστον 5 000 000 ευρώ ή, στα κράτη μέλη όπου το ευρώ δεν είναι το επίσημο νόμισμα, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά την 17η Σεπτεμβρίου 2014·

ζ)

ως εναλλακτική προς τις περιπτώσεις των στοιχείων ε) και στ), ανώτατες διοικητικές χρηματικές κυρώσεις που ανέρχονται τουλάχιστον στο διπλάσιο του ποσού του οφέλους που απέφερε η παράβαση, όταν το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και αν υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στα στοιχεία ε) και στ).

7.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο, να επιβάλλουν και άλλες μορφές κυρώσεων, πέραν αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 6, ή να επιβάλλουν χρηματικές κυρώσεις που υπερβαίνουν τα ποσά που αναφέρονται στα στοιχεία ε), στ) και ζ) της παραγράφου 6.

(25)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).»."

17)

Προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 99α

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό τους δίκαιο προβλέπουν κυρώσεις, ιδίως δε όταν:

α)

οι δραστηριότητες ενός ΟΣΕΚΑ ασκούνται χωρίς άδεια λειτουργίας, κατά παράβαση του άρθρου 5·

β)

οι δραστηριότητες μιας εταιρείας διαχείρισης αναλαμβάνονται χωρίς προηγούμενη άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 6·

γ)

οι δραστηριότητες μιας εταιρείας επενδύσεων αναλαμβάνονται χωρίς προηγούμενη άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 27·

δ)

αποκτάται, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε εταιρεία διαχείρισης ή αυξάνεται περαιτέρω η ειδική συμμετοχή σε εταιρεία διαχείρισης, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20 %, του 30 % ή του 50 % ή ώστε η εταιρεία διαχείρισης να καταστεί θυγατρική επιχείρηση (“προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής”), χωρίς να απευθυνθεί κοινοποίηση εγγράφως στις εποπτικές αρχές της εταιρείας διαχείρισης, στην οποία επιδιώκει ο αποκτών είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, κατά παράβαση του άρθρου 11 παράγραφος 1·

ε)

διατίθεται, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε εταιρεία διαχείρισης ή μειώνεται ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχεται να μειωθεί σε λιγότερο από 20 %, 30 % ή 50 % ή ώστε η εταιρεία διαχείρισης να παύσει να είναι θυγατρική, χωρίς να απευθυνθεί κοινοποίηση εγγράφως στις αρμόδιες αρχές, κατά παράβαση του άρθρου 11 παράγραφος 1·

στ)

εταιρεία διαχείρισης αποκτά άδεια με ψευδείς δηλώσεις ή με οιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο, κατά παράβαση του άρθρου 7 παράγραφος 5 στοιχείο β) ·

ζ)

εταιρεία επενδύσεων αποκτά άδεια με ψευδείς δηλώσεις ή με οιονδήποτε άλλον αντικανονικό τρόπο, κατά παράβαση του άρθρου 29 παράγραφος 4 στοιχείο β) ·

η)

εταιρεία διαχείρισης, μόλις ενημερωθεί για αποκτήσεις ή εκποιήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό της, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα αντίστοιχα ποσοστά συμμετοχής πέραν των ποσοστών που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, δεν γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές τις εν λόγω αποκτήσεις ή εκποιήσεις, κατά παράβαση του άρθρου 11 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας·

θ)

εταιρεία διαχείρισης δεν γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, τα ονόματα των μετόχων και εταίρων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, κατά παράβαση του άρθρου 11 παράγραφος 1·

ι)

εταιρεία διαχείρισης δεν συμμορφώνεται με διαδικασίες και ρυθμίσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο α) ·

ια)

εταιρεία διαχείρισης δεν συμμορφώνεται με απαιτήσεις σε επίπεδο δομής και οργάνωσης που επιβάλλονται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 1 στοιχείο β) ·

ιβ)

εταιρεία επενδύσεων δεν συμμορφώνεται με διαδικασίες και ρυθμίσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31·

ιγ)

εταιρεία διαχείρισης ή εταιρεία επενδύσεων δεν συμμορφώνεται με απαιτήσεις σχετικά με την ανάθεση λειτουργιών της σε τρίτους, που επιβάλλονται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 13 και 30·

ιδ)

εταιρεία διαχείρισης ή εταιρεία επενδύσεων δεν συμμορφώνεται με κανόνες δεοντολογίας που επιβάλλονται σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 14 και 30·

ιε)

θεματοφύλακας δεν εκτελεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22 παράγραφοι 3 έως 7·

ιστ)

εταιρεία επενδύσεων ή, για καθένα από τα αμοιβαία κεφάλαια τα οποία διαχειρίζεται, εταιρεία διαχείρισης επανειλημμένως δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της σχετικά με τις επενδυτικές πολιτικές των ΟΣΕΚΑ, τις οποίες προβλέπουν οι εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του κεφαλαίου VII·

ιζ)

εταιρεία διαχείρισης ή εταιρεία επενδύσεων δεν χρησιμοποιεί διαδικασία διαχείρισης των κινδύνων ή διαδικασία για την ακριβή και αμερόληπτη αποτίμηση της αξίας των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, όπως προβλέπεται στις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 51 παράγραφος 1·

ιη)

εταιρεία επενδύσεων ή, για καθένα από τα αμοιβαία κεφάλαια τα οποία διαχειρίζεται, εταιρεία διαχείρισης επανειλημμένως αθετεί τις υποχρεώσεις της σχετικά με την πληροφόρηση των επενδυτών, τις οποίες προβλέπουν οι εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 68 έως 82·

ιθ)

εταιρεία επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης που διαθέτει στην αγορά μερίδια ΟΣΕΚΑ που τελεί υπό τη διαχείρισή της, σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του ΟΣΕΚΑ, δεν τηρεί την απαίτηση κοινοποίησης κατά το άρθρο 93 παράγραφος 1.

Άρθρο 99β

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ώστε οι αρμόδιες αρχές να δημοσιεύουν στον επίσημο δικτυακό τους τόπο τις αποφάσεις κατά των οποίων δεν χωρεί προσφυγή και οι οποίες επιβάλλουν διοικητική κύρωση ή μέτρο για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπισθεί για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και αφού ενημερώσουν το πρόσωπο στο οποίο έχει επιβληθεί η κύρωση ή το μέτρο σχετικά με την εν λόγω απόφαση. Η δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον στοιχεία για το είδος και τον χαρακτήρα της παράβασης και την ταυτότητα των υπαιτίων. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις αποφάσεις που επιβάλλουν μέτρα διερευνητικού χαρακτήρα.

Ωστόσο, εάν η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων κρίνεται από την αρμόδια αρχή ως δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή διεξαγόμενη έρευνα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές πράττουν ένα από τα ακόλουθα:

α)

καθυστερούν τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου έως να παύσουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση·

β)

δημοσιεύουν την απόφαση επιβολής κύρωσης ή μέτρου χωρίς ονόματα, κατά τρόπο σύμφωνο με το εθνικό δίκαιο, εφόσον η ανώνυμη αυτή δημοσίευση εξασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ή

γ)

δεν δημοσιεύουν την απόφαση επιβολής κύρωσης ή μέτρου, στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί:

i)

ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών,

ii)

η αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών στην περίπτωση μέτρων που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

Στην περίπτωση απόφασης για δημοσίευση χωρίς ονόματα της κύρωσης ή του μέτρου, η δημοσίευση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι που δικαιολογούν τη δημοσίευση χωρίς ονόματα.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επεβλήθησαν χωρίς να δημοσιευτούν, σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ), συμπεριλαμβανομένων των σχετικών προσφυγών και της έκβασής τους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν πληροφορίες και την τελική απόφαση για κάθε επιβαλλόμενη ποινική κύρωση, και τις υποβάλλουν στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ τηρεί κεντρική βάση δεδομένων με τις κυρώσεις που κοινοποιούνται σε αυτήν, με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Μόνον οι αρμόδιες αρχές έχουν πρόσβαση στην εν λόγω βάση δεδομένων, η οποία ενημερώνεται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.

3.   Στην περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης επιβολής κύρωσης ή μέτρου ενώπιον των οικείων δικαστικών ή άλλων αρχών, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν επίσης άμεσα στον επίσημο δικτυακό τόπο τους τα στοιχεία αυτά και τυχόν επακόλουθα στοιχεία σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας προσφυγής. Δημοσιεύεται κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση επιβολής κύρωσης ή μέτρου.

4.   Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι κάθε δημοσίευση κατά το παρόν άρθρο θα παραμείνει στον επίσημο δικτυακό τόπο τους για πέντε τουλάχιστον έτη από τη δημοσίευση. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσίευση διατηρούνται μόνο στον επίσημο δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων.

Άρθρο 99γ

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών ποινών ή μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών ποινών, οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω ποινές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και ότι λαμβάνονται υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία, στα οποία περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:

α)

η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)

ο βαθμός ευθύνης του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου·

γ)

η οικονομική ισχύς του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου, όπως προκύπτει, για παράδειγμα, από τον συνολικό κύκλο εργασιών του όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο ή από το ετήσιο εισόδημα του όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο·

δ)

το ύψος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο, καθώς και της ζημίας που προκλήθηκε σε άλλα πρόσωπα και, κατά περίπτωση, στη λειτουργία των αγορών ή στην οικονομία συνολικά, στο βαθμό που τα ανωτέρω μπορούν να προσδιορισθούν·

ε)

ο βαθμός συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου με την αρμόδια αρχή·

στ)

προηγούμενες παραβάσεις του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου·

ζ)

τα μέτρα που έλαβε μετά την παράβαση το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο, ώστε να αποτραπεί η επανάληψη της παράβασης.

2.   Κατά την άσκηση των εξουσιών τους σχετικά με την επιβολή κυρώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 99, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά, ώστε να διασφαλίζουν ότι οι αρμοδιότητες εποπτείας και έρευνας, καθώς και οι διοικητικές κυρώσεις επιφέρουν τα υπό της παρούσης οδηγίας επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Επιπλέον, συντονίζουν τις ενέργειές τους ώστε να αποφεύγονται πιθανές επαναλήψεις και αλληλεπικαλύψεις κατά την άσκηση των εξουσιών εποπτείας και έρευνας και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 101.

Άρθρο 99δ

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για να ενθαρρύνουν την καταγγελία προς τις αρμόδιες αρχές, όσον αφορά ενδεχόμενες ή πραγματικές παραβάσεις των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, στους οποίους περιλαμβάνονται ασφαλείς δίαυλοι επικοινωνίας για την καταγγελία των εν λόγω παραβάσεων.

2.   Οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

ειδικές διαδικασίες για τη λήψη καταγγελιών για παραβάσεις και τη συνέχεια που δίδεται στις καταγγελίες αυτές·

β)

κατάλληλη προστασία τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης, για εργαζομένους εταιρειών επενδύσεων, εταιρειών διαχείρισης και θεματοφυλάκων, οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός των εν λόγω οντοτήτων·

γ)

προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε παράβαση, σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26)·

δ)

σαφείς κανόνες ώστε να εξασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα σε όλες τις περιπτώσεις σχετικά με το πρόσωπο που καταγγέλλει παράβαση, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται από το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή επιγενόμενης δικαστικής διαδικασίας.

3.   Η ΕΑΚΑΑ παρέχει έναν ή περισσότερους ασφαλείς διαύλους επικοινωνίας για την καταγγελία παραβάσεων των εθνικών διατάξεων μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Η ΕΑΚΑΑ διασφαλίζει ότι οι εν λόγω δίαυλοι επικοινωνίας συμμορφώνονται με την παράγραφο 2 στοιχεία α) έως δ).

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η καταγγελία από υπαλλήλους των εταιρειών επενδύσεων, των εταιρειών διαχείρισης και των θεματοφυλάκων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 δεν θεωρείται παράβαση περιορισμού σχετικά με τη δημοσιοποίηση πληροφοριών, επιβαλλόμενου από σύμβαση ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, καθώς και ότι δεν συνεπάγεται κανενός είδους ευθύνη για το πρόσωπο που προβαίνει στην εν λόγω γνωστοποίηση.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εταιρείες διαχείρισης, τις εταιρείες επενδύσεων και τους θεματοφύλακες να θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να μπορούν οι εργαζόμενοί τους να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.

Άρθρο 99ε

1.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 99. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεσή της.

2.   Όταν η αρμόδια αρχή δημοσιεύει διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα, αναφέρει συγχρόνως τις εν λόγω κυρώσεις ή μέτρα στην ΕΑΚΑΑ. Εάν η δημοσιευμένη κύρωση ή μέτρο αφορά εταιρεία διαχείρισης ή εταιρεία επενδύσεων, η ΕΑΚΑΑ προσθέτει στον κατάλογο των εταιρειών διαχείρισης που δημοσιεύεται βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1, αναφορά στην εν λόγω δημοσιευμένη κύρωση ή μέτρο.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των διαδικασιών και των εντύπων σχετικά με την υποβολή πληροφοριών, όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή εντός της 18ης Σεπτεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(26)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).»."

18)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 104α

1.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την οδηγία 95/46/ΕΚ κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στα κράτη μέλη δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2.   Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργεί η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27).

(27)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).»."

19)

Στο άρθρο 12 παράγραφος 3, άρθρο 14 παράγραφος 2, άρθρο 43 παράγραφος 5, άρθρο 51 παράγραφος 4, άρθρο 60 παράγραφος 6, άρθρο 61 παράγραφος 3, άρθρο 62 παράγραφος 4, άρθρο 64 παράγραφος 4, άρθρο 75 παράγραφος 4, άρθρο 78 παράγραφος 7, άρθρο 81 παράγραφος 2, άρθρο 95 παράγραφος 1 και άρθρο 111, η φράση: «σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφοι 2, 3 και 4, και υπό τους όρους των άρθρων 112α και 112β» αντικαθίσταται από τη φράση: «σύμφωνα με το άρθρο 112α».

20)

Στο άρθρο 50α, η φράση: «σύμφωνα με το άρθρο 112α και υπό την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 112β και 112γ» αντικαθίσταται από τη φράση: «σύμφωνα με το άρθρο 112α».

21)

Στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 52 παράγραφος 4, η παραπομπή στο «άρθρο 112 παράγραφος 1» αντικαθίσταται από την παραπομπή στο «άρθρο 112».

22)

Το άρθρο 112 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 112

Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που ιδρύθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής (28).

(28)  Απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2001, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής κινητών αξιών (ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45).»."

23)

Το άρθρο 112α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 112α

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά τα άρθρα 12, 14, 43, 60, 61, 62, 64, 75, 78, 81, 95 και 111 ανατίθεται στην Επιτροπή για τέσσερα έτη από την 4η Ιανουαρίου 2011.

Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά το άρθρο 26β ανατίθεται στην Επιτροπή για τέσσερα έτη από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014.

Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά το άρθρο 50α ανατίθεται στην Επιτροπή για τέσσερα έτη από την 21η Ιουλίου 2011.

Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων κατά το άρθρο 51 ανατίθεται στην Επιτροπή για τέσσερα έτη από την 20ή Ιουνίου 2013.

Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της ανατέθηκαν το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη κάθε τετραετούς περιόδου. Η ανάθεση εξουσιών παρατείνεται σιωπηρώς για περιόδους της αυτής διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο διαφωνήσουν το αργότερο εντός τριών μηνών από το τέλος κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στα άρθρα 12, 14, 26β, 43, 50α, 51, 60, 61, 62, 64, 75, 78, 81, 95 και 111 μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαικό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 12, 14, 26β, 43, 50α, 51, 60, 61, 62, 64, 75, 78, 81, 95 και 111 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρείς μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

24)

Το άρθρο 112β διαγράφεται.

25)

Στο παράρτημα I, το σημείο 2 του Σχεδίου Α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.

Πληροφορίες σχετικά με τον θεματοφύλακα:

2.1.

Ταυτότητα του θεματοφύλακα του ΟΣΕΚΑ και περιγραφή των καθηκόντων του και των πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων

2.2.

Περιγραφή τυχόν καθηκόντων φύλαξης που έχουν ανατεθεί στον θεματοφύλακα, κατάλογος των εξουσιοδοτημένων και υπεξουσιοδοτημένων και μνεία των πιθανών εκ της εξουσιοδοτήσεως συγκρούσεων συμφερόντων

2.3.

Δήλωση κατά την οποία θα δοθούν στους επενδυτές ενημερωμένες πληροφορίες για τα σημεία 2.1 και 2.2, αν τις ζητήσουν.».

Άρθρο 2

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 18 Μαρτίου 2016, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο από 18 Μαρτίου 2016. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα ανωτέρω μέτρα, αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  ΕΕ C 96 της 4.4.2013, σ. 18.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014.

(3)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(4)  Σύσταση 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ L 120 της 15.5.2009, σ. 22).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(7)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 26).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ) και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(11)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(12)  Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(14)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(16)  ΕΕ C 100 της 6.4.2013, σ. 12.


28.8.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 257/214


ΟΔΗΓΊΑ 2014/92/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 2014

για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η εσωτερική αγορά αποτελεί ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Ο κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς είναι επιζήμιος για την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας στην Ένωση. Η εξάλειψη των άμεσων και έμμεσων εμποδίων για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωσή της. Η δράση της Ένωσης όσον αφορά την εσωτερική αγορά στον τομέα των λιανικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών έχει ήδη συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη της διασυνοριακής δραστηριότητας των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, στη βελτίωση των επιλογών που έχουν οι καταναλωτές και στην αύξηση της ποιότητας και της διαφάνειας των προσφορών.

(2)

Εν προκειμένω, η οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) έχει καθορίσει βασικές απαιτήσεις διαφάνειας για τα τέλη που χρεώνουν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών για τις υπηρεσίες που προσφέρονται σε σχέση με λογαριασμούς πληρωμών. Αυτό έχει διευκολύνει σημαντικά τη δραστηριότητα των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, με τη δημιουργία ενιαίων κανόνων όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών και τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται, έχει μειώσει τον διοικητικό φόρτο και έχει συντελέσει στη μείωση του κόστους για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

(3)

Η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η ανάπτυξη μιας σύγχρονης οικονομίας χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς εξαρτάται όλο και περισσότερο από την καθολική παροχή υπηρεσιών πληρωμών. Οποιαδήποτε νέα νομοθεσία για το θέμα αυτό πρέπει να αποτελεί μέρος μιας έξυπνης οικονομικής στρατηγικής για την Ένωση, που να λαμβάνει πραγματικά υπόψη τις ανάγκες των πιο ευάλωτων καταναλωτών.

(4)

Ωστόσο, όπως αναφέρει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 4ης Ιουλίου 2012, που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την πρόσβαση σε βασικές τραπεζικές υπηρεσίες, πρέπει να γίνουν περισσότερα για τη βελτίωση και την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς για τις λιανικές τραπεζικές υπηρεσίες. Προς το παρόν, η έλλειψη διαφάνειας και συγκρισιμότητας των τελών, καθώς και οι δυσκολίες αλλαγής λογαριασμού πληρωμών, εξακολουθούν να δημιουργούν εμπόδια στην ανάπτυξη μιας πλήρως ολοκληρωμένης αγοράς, συμβάλλοντας στον χαμηλό ανταγωνισμό στον τομέα των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών. Πρέπει να αντιμετωπιστούν τα εν λόγω προβλήματα και να επιτευχθούν πρότυπα υψηλής ποιότητας.

(5)

Οι υφιστάμενες συνθήκες της εσωτερικής αγοράς θα μπορούσαν να αποτρέπουν την άσκηση της ελευθερίας που έχουν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να εγκαθίστανται ή να παρέχουν υπηρεσίες στο εσωτερικό της Ένωσης εξαιτίας της δυσκολίας προσέλκυσης πελατών κατά την είσοδο σε μια νέα αγορά. Η είσοδος σε νέες αγορές συχνά συνεπάγεται μεγάλες επενδύσεις. Οι επενδύσεις αυτές δικαιολογούνται μόνον εάν το ίδρυμα προβλέπει αρκετές ευκαιρίες και αντίστοιχη ζήτηση από τους καταναλωτές. Το χαμηλό επίπεδο κινητικότητας των καταναλωτών όσον αφορά τις λιανικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη διαφάνειας και συγκρισιμότητας ως προς τα τέλη και τις υπηρεσίες που προσφέρονται, καθώς και στις δυσκολίες σε σχέση με την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών. Οι παράγοντες αυτοί επίσης συμπιέζουν τη ζήτηση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε διασυνοριακό επίπεδο.

(6)

Επιπλέον, ο κατακερματισμός των υφιστάμενων εθνικών ρυθμιστικών πλαισίων μπορεί να δημιουργήσει σημαντικούς φραγμούς για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των λογαριασμών πληρωμών. Διαπιστώνονται αποκλίσεις όσον αφορά τις ισχύουσες διατάξεις σε εθνικό επίπεδο, σε σχέση με λογαριασμούς πληρωμών, και ιδίως όσον αφορά τη συγκρισιμότητα των τελών και την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών. Όσον αφορά την αλλαγή, η έλλειψη ενιαίων δεσμευτικών μέτρων σε επίπεδο Ένωσης έχει οδηγήσει στην εφαρμογή διαφορετικών πρακτικών και μέτρων σε εθνικό επίπεδο. Οι διαφορές αυτές είναι ακόμη πιο αισθητές στον τομέα της συγκρισιμότητας των τελών, στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχουν μέτρα, έστω και αυτορρύθμισης, σε επίπεδο Ένωσης. Σε περίπτωση που οι διαφορές αυτές γίνουν πιο σημαντικές στο μέλλον, καθώς οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών έχουν την τάση να προσαρμόζουν τις πρακτικές τους στις εθνικές αγορές, αυτό θα αύξανε το κόστος λειτουργίας σε διασυνοριακό επίπεδο, σε σχέση με το κόστος που αντιμετωπίζουν οι εγχώριοι πάροχοι και, ως εκ τούτου, θα καθιστούσε την άσκηση δραστηριοτήτων σε διασυνοριακό επίπεδο λιγότερο ελκυστική. Οι διασυνοριακές δραστηριότητες στην εσωτερική αγορά περιορίζονται λόγω εμποδίων που τίθενται στους καταναλωτές για το άνοιγμα λογαριασμού πληρωμών στο εξωτερικό. Τα υφιστάμενα περιοριστικά κριτήρια επιλεξιμότητας ενδέχεται να εμποδίσουν την ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών της Ένωσης στο εσωτερικό της. Η παροχή πρόσβασης σε λογαριασμό πληρωμών σε όλους τους καταναλωτές θα επιτρέψει τη συμμετοχή τους στην εσωτερική αγορά και θα τους δώσει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς.

(7)

Επιπλέον, εφόσον ορισμένοι δυνητικοί πελάτες δεν ανοίγουν λογαριασμούς πληρωμών, είτε εξαιτίας απόρριψης των σχετικών αιτημάτων τους είτε εξαιτίας της προσφοράς ακατάλληλων προϊόντων, η δυνητική ζήτηση για υπηρεσίες λογαριασμών πληρωμών στην Ένωση προς το παρόν δεν αξιοποιείται πλήρως. Η ευρύτερη συμμετοχή των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά θα παρείχε περαιτέρω κίνητρα στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών ώστε να εισέλθουν σε νέες αγορές. Επίσης, η δημιουργία συνθηκών που θα επιτρέψουν σε όλους τους καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών αποτελεί απαραίτητο μέσο για την προαγωγή της συμμετοχής τους στην εσωτερική αγορά και για τη δυνατότητά τους να εκμεταλλευτούν τα οφέλη που έφερε η εσωτερική αγορά.

(8)

Η διαφάνεια και η συγκρισιμότητα των τελών έχουν εξεταστεί σε ενωσιακό επίπεδο σε μια πρωτοβουλία αυτορρύθμισης, η οποία ξεκίνησε από τον τραπεζικό κλάδο. Ωστόσο, δεν υπήρξε τελική συμφωνία όσον αφορά την εν λόγω πρωτοβουλία. Όσον αφορά την αλλαγή, οι κοινές αρχές που θέσπισε η επιτροπή Ευρωπαϊκού Τραπεζικού Τομέα το 2008 παρέχουν έναν υποδειγματικό μηχανισμό για την αλλαγή μεταξύ λογαριασμών πληρωμών που προσφέρονται από τράπεζες εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος. Ωστόσο, δεδομένου του μη δεσμευτικού χαρακτήρα τους, οι εν λόγω κοινές αρχές έχουν εφαρμοστεί με ασυνεπή τρόπο σε όλη την Ένωση και με αμφίβολα αποτελέσματα. Επιπλέον, οι κοινές αρχές αφορούν την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών σε εθνικό επίπεδο μόνο και όχι σε διασυνοριακό επίπεδο. Τέλος, όσον αφορά την πρόσβαση σε βασικό λογαριασμό πληρωμών, με τη σύσταση 2011/442/ΕΕ (5) η Επιτροπή κάλεσε τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής της το αργότερο έξι μήνες μετά τη δημοσίευσή της. Έως σήμερα, ελάχιστα κράτη μέλη έχουν συμμορφωθεί με τις βασικές αρχές της εν λόγω σύστασης.

(9)

Προκειμένου να υποστηριχτεί η αποτελεσματική και ομαλή χρηματοπιστωτική κινητικότητα μακροπρόθεσμα, είναι καθοριστικής σημασίας η θέσπιση μιας ομοιόμορφης δέσμης κανόνων για την αντιμετώπιση του ζητήματος της χαμηλής κινητικότητας των καταναλωτών, ιδίως δε για τη βελτίωση της σύγκρισης των υπηρεσιών λογαριασμών πληρωμών και των σχετικών τελών και την παροχή κινήτρων για την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών, καθώς και για την αποφυγή των διακρίσεων με βάση τον τόπο διαμονής για καταναλωτές που προτίθενται να ανοίξουν και να χρησιμοποιήσουν λογαριασμό πληρωμών σε διασυνοριακό επίπεδο. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την προώθηση της συμμετοχής των καταναλωτών στην αγορά των λογαριασμών πληρωμών. Τα εν λόγω μέτρα θα παράσχουν κίνητρα για την είσοδο των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών στην εσωτερική αγορά και θα διασφαλίσουν ισότιμους όρους ανταγωνισμού, ενισχύοντας έτσι τον ανταγωνισμό και την αποδοτική κατανομή των πόρων στο εσωτερικό της αγοράς λιανικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της Ένωσης προς όφελος των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Επίσης, η διαφανής πληροφόρηση σχετικά με τα τέλη και οι δυνατότητες αλλαγής λογαριασμού, σε συνδυασμό με το δικαίωμα πρόσβασης σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, θα διευκολύνουν τη διακίνηση και τις αγορές των πολιτών της Ένωσης στο εσωτερικό της Ένωσης, επιτρέποντάς τους, ως εκ τούτου, να επωφελούνται από μια πλήρως λειτουργική εσωτερική αγορά στον τομέα των λιανικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, και θα συμβάλλουν στην περαιτέρω ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς.

(10)

Επίσης, έχει καθοριστική σημασία να διασφαλιστεί ότι η παρούσα οδηγία δεν θα εμποδίζει την καινοτομία στον τομέα των λιανικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Κάθε έτος διατίθενται νέες τεχνολογίες, που ενδέχεται να καταστήσουν το σημερινό μοντέλο των λογαριασμών πληρωμών παρωχημένο, όπως οι τραπεζικές υπηρεσίες μέσω κινητού τηλεφώνου και οι πληρωμές με κάρτες αποθηκευμένης αξίας.

(11)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εγκρίνουν πιο αυστηρές διατάξεις προκειμένου να προστατεύσουν τους καταναλωτές, με την προϋπόθεση οι διατάξεις αυτές να είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία και την παρούσα οδηγία.

(12)

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τη συγκρισιμότητα των τελών και την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλους τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, όπως ορίζονται στην οδηγία 2007/64/ΕΚ. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνον σε πιστωτικά ιδρύματα. Όλες οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να αφορούν λογαριασμούς πληρωμών μέσω των οποίων οι καταναλωτές είναι σε θέση να φέρουν εις πέρας τις ακόλουθες συναλλαγές: κατάθεση χρηματικών ποσών, ανάληψη μετρητών και εκτέλεση και λήψη πράξεων πληρωμής προς και από τρίτους, περιλαμβανομένης της εκτέλεσης μεταφορών πιστώσεων. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αποκλείονται οι λογαριασμοί με πλέον περιορισμένες λειτουργίες. Για παράδειγμα, λογαριασμοί όπως οι λογαριασμοί ταμιευτηρίου, οι λογαριασμοί πιστωτικών καρτών όπου συνήθως καταβάλλονται χρηματικά ποσά αποκλειστικά για την εξόφληση χρέους από πιστωτική κάρτα, οι τρεχούμενοι λογαριασμοί στεγαστικών δανείων ή οι λογαριασμοί ηλεκτρονικού χρήματος θα πρέπει να αποκλείονται καταρχήν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, εάν οι εν λόγω λογαριασμοί χρησιμοποιούνται για πράξεις καθημερινών πληρωμών και εμπεριέχουν όλες τις προαναφερόμενες λειτουργίες, θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Οι λογαριασμοί τους οποίους τηρούν επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των μικρών ή πολύ μικρών επιχειρήσεων, με εξαίρεση εκείνους που τελούν υπό προσωπικό καθεστώς, δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν την επέκταση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας σε άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και άλλους λογαριασμούς πληρωμών, για παράδειγμα εκείνους που προσφέρουν πλέον περιορισμένες λειτουργίες πληρωμών.

(13)

Δεδομένου ότι ο λογαριασμός πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά είναι ένας τύπος λογαριασμού πληρωμών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι διατάξεις σχετικά με τη διαφάνεια και την αλλαγή λογαριασμού θα πρέπει να εφαρμόζονται και στους εν λόγω λογαριασμούς.

(14)

Οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να είναι ευθυγραμμισμένοι κατά το δυνατόν με εκείνους που περιλαμβάνονται σε άλλες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, ιδίως δε με τους ορισμούς της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

(15)

Είναι καθοριστικής σημασίας για τους καταναλωτές να είναι σε θέση να κατανοούν τα τέλη, ώστε να μπορούν να συγκρίνουν προσφορές από διαφορετικούς παρόχους υπηρεσιών πληρωμών και να αποφασίζουν με πλήρη επίγνωση ποιοι λογαριασμοί πληρωμών προσαρμόζονται καλύτερα στις ανάγκες τους. Δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση των τελών όταν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών χρησιμοποιούν διαφορετική ορολογία για τις ίδιες υπηρεσίες και παρέχουν πληροφόρηση σε διαφορετική μορφή. Η τυποποιημένη ορολογία, σε συνδυασμό με τη στοχευμένη πληροφόρηση περί τελών σε συνεκτική μορφή η οποία καλύπτει τις πλέον αντιπροσωπευτικές υπηρεσίες που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, μπορεί να βοηθήσει τους καταναλωτές να κατανοούν και να συγκρίνουν τα τέλη.

(16)

Οι καταναλωτές ωφελούνται περισσότερο όταν η πληροφόρηση που παρέχεται από διαφορετικούς παρόχους υπηρεσιών πληρωμών είναι περιεκτική, τυποποιημένη και μπορεί να συγκριθεί εύκολα. Τα μέσα που διατίθενται στους καταναλωτές για να συγκρίνουν τις προσφορές λογαριασμών πληρωμών δεν θα έχουν θετικό αντίκτυπο εάν ο χρόνος που απαιτείται για την ανάγνωση μακροσκελών καταλόγων τελών για τις διάφορες προσφορές υπερβαίνει το όφελος της επιλογής της πλέον συμφέρουσας προσφοράς. Αυτά τα εργαλεία θα πρέπει να είναι ποικίλων μορφών και θα πρέπει να διεξάγονται δοκιμές από τους καταναλωτές. Στο παρόν στάδιο, η ορολογία των τελών θα πρέπει να είναι τυποποιημένη μόνο όσον αφορά τους πλέον αντιπροσωπευτικούς όρους και ορισμούς στα κράτη μέλη, προκειμένου να αποφεύγεται ο κίνδυνος υπερβολικής πληροφόρησης και να διευκολύνεται η ταχεία εφαρμογή.

(17)

Η ορολογία των τελών θα πρέπει να καθορίζεται από τα κράτη μέλη, με τρόπο που να επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες των τοπικών αγορών. Για να θεωρούνται αντιπροσωπευτικές, οι υπηρεσίες θα πρέπει να υπόκεινται στην καταβολή τέλους τουλάχιστον ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ενός κράτους μέλους. Επιπλέον, όταν οι υπηρεσίες είναι κοινές στα περισσότερα κράτη μέλη, η ορολογία που χρησιμοποιείται για τον ορισμό των υπηρεσιών αυτών θα πρέπει να είναι τυποποιημένη σε επίπεδο Ένωσης, ώστε να επιτρέπεται καλύτερη σύγκριση των προσφορών για λογαριασμούς πληρωμών στο σύνολο της Ένωσης. Προκειμένου να διασφαλιστεί επαρκής ομοιογένεια των εθνικών καταλόγων, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) («ΕΑΤ») που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) θα πρέπει να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές που θα βοηθήσουν τα κράτη μέλη να προσδιορίσουν τις υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται συνηθέστερα και συνεπάγονται το υψηλότερο κόστος για τους καταναλωτές σε εθνικό επίπεδο. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει έως τις 18 Δεκεμβρίου 2014 να αναφέρουν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις αρμόδιες αρχές στις οποίες θα πρέπει να διαβιβαστούν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

(18)

Αφότου τα κράτη μέλη καταρτίσουν προσωρινό κατάλογο των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών που υπόκεινται στην καταβολή τέλους σε εθνικό επίπεδο, μαζί με τους σχετικούς όρους και ορισμούς, η ΕΑΤ θα πρέπει να προβεί σε ελέγχους προκειμένου να προσδιορίσει, μέσω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, τις υπηρεσίες που είναι κοινές στα περισσότερα κράτη μέλη και να προτείνει τυποποιημένους όρους και ορισμούς για αυτές σε επίπεδο Ένωσης, σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Η ΕΑΤ θα πρέπει να διασφαλίζει ότι χρησιμοποιείται ένας μόνον όρος για κάθε υπηρεσία σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα κάθε κράτους μέλους η οποία αποτελεί επίσης επίσημη γλώσσα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τούτο σημαίνει ότι καθίσταται δυνατή η χρήση διαφορετικών όρων για την παροχή της ίδιας υπηρεσίας σε διαφορετικά κράτη μέλη που χρησιμοποιούν την ίδια επίσημη γλώσσα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, λαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο υπόψη εθνικές ιδιαιτερότητες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει εν συνεχεία να ενσωματώσουν οποιουσδήποτε εφαρμοστέους όρους σε ενωσιακό επίπεδο στους προσωρινούς καταλόγους τους και να δημοσιεύσουν τους τελικούς καταλόγους τους βασιζόμενα σε αυτό.

(19)

Για να διευκολυνθούν οι καταναλωτές να συγκρίνουν τα τέλη των λογαριασμών πληρωμών σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να παρέχουν στους καταναλωτές ένα δελτίο πληροφόρησης περί τελών το οποίο θα αναφέρει τα τέλη για όλες τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών που συνδέονται με έναν λογαριασμό πληρωμών σε εθνικό επίπεδο. Κατά περίπτωση, στο δελτίο πληροφόρησης περί τελών θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι τυποποιημένοι όροι και ορισμοί που έχουν καθιερωθεί σε ενωσιακό επίπεδο. Αυτό θα συνέβαλλε επίσης στη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που ανταγωνίζονται στην αγορά των λογαριασμών πληρωμών. Το δελτίο πληροφόρησης περί τελών δεν θα πρέπει να περιέχει άλλα τέλη. Όταν ένας πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν προσφέρει υπηρεσία που εμφανίζεται στον κατάλογο των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών που συνδέονται με λογαριασμό πληρωμών, θα πρέπει να το αναφέρει, για παράδειγμα, με τον χαρακτηρισμό της υπηρεσίας ως «μη προσφερόμενης» ή με την ένδειξη «δεν έχει εφαρμογή». Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να απαιτούν να παρέχονται, με το δελτίο πληροφόρησης περί τελών, βασικοί δείκτες όπως συνολικός δείκτης κόστους που συνοψίζει το συνολικό ετήσιο κόστος του λογαριασμού πληρωμών για τους καταναλωτές. Προκειμένου να βοηθηθούν οι καταναλωτές να κατανοούν τα τέλη που πρέπει να καταβάλλουν για τον λογαριασμό πληρωμών τους, θα πρέπει να τους διατίθεται ένα γλωσσάριο με σαφείς, μη τεχνικές και χωρίς αμφισημίες επεξηγήσεις τουλάχιστον ως προς τα τέλη και τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο δελτίο πληροφόρησης περί τελών. Το γλωσσάριο αναμένεται να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο ώστε να ενθαρρύνεται η καλύτερη κατανόηση της σημασίας των τελών και να παρέχεται στους καταναλωτές η δυνατότητα να επιλέγουν από μεγαλύτερο εύρος προσφορών λογαριασμού πληρωμών. Θα πρέπει επίσης να θεσπιστεί η υποχρέωση να απαιτείται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να πληροφορούν τους καταναλωτές, δωρεάν και τουλάχιστον ετησίως, αναφορικά με όλα τα τέλη που χρεώνονται στον λογαριασμό πληρωμών τους, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, του επιτοκίου υπερανάληψης και του πιστωτικού επιτοκίου.

Αυτό δεν θίγει τις διατάξεις σχετικά με την υπερανάληψη που καθορίζονται στην οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Η εκ των υστέρων πληροφόρηση θα πρέπει να παρέχεται με τη μορφή ειδικού εγγράφου που καλείται «δήλωση τελών». Θα πρέπει να παρέχεται επισκόπηση των παραχθέντων τόκων και όλων των χρεωθέντων τελών σε σχέση με τη χρήση του λογαριασμού πληρωμών, προκειμένου να είναι σε θέση ο καταναλωτής να κατανοήσει σε τι αντιστοιχούν τα τέλη και να αξιολογήσει την ανάγκη είτε τροποποίησης των καταναλωτικών προτύπων του είτε μετακίνησης σε άλλον πάροχο. Το όφελος αυτό θα μεγιστοποιείται όταν η εκ των υστέρων πληροφόρηση περί τελών παρουσιάζει τις πλέον αντιπροσωπευτικές υπηρεσίες με την ίδια σειρά όπως η εκ των προτέρων πληροφόρηση περί τελών.

(20)

Για την κάλυψη των αναγκών των καταναλωτών, είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται ότι η πληροφόρηση περί τελών είναι σαφής, πλήρης και συγκρίσιμη. Η ΕΑΤ θα πρέπει ως εκ τούτου, ύστερα από διαβούλευση με τις εθνικές αρχές και κατόπιν διενέργειας δοκιμών από τους καταναλωτές, να αναπτύξει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με την τυποποιημένη μορφή παρουσίασης του δελτίου πληροφοριών περί τελών και της δήλωσης τελών και με τα κοινά σύμβολα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι αυτά θα είναι κατανοητά και συγκρίσιμα για τους καταναλωτές. Η μορφή, η σειρά των επιμέρους στοιχείων και οι επικεφαλίδες θα πρέπει να είναι ίδιες για κάθε δελτίο πληροφόρησης περί τελών και δήλωση τελών κάθε κράτους μέλους, πράγμα που θα επιτρέπει στους καταναλωτές να συγκρίνουν τα δύο έγγραφα, μεγιστοποιώντας έτσι την κατανόηση και την αξιοποίηση των πληροφοριών. Το δελτίο πληροφόρησης περί τελών και η δήλωση τελών θα πρέπει να είναι σαφώς διακριτά από άλλες κοινοποιήσεις. Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη των μορφών αυτών, η ΕΑΤ θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να παρέχουν το δελτίο πληροφόρησης περί τελών και τη δήλωση τελών μαζί με τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει άλλων ενωσιακών ή εθνικών νομοθετικών πράξεων σε σχέση με τους λογαριασμούς πληρωμών και την παροχή συναφών υπηρεσιών.

(21)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεκτική χρήση της ισχύουσας ορολογίας σε επίπεδο Ένωσης σε ολόκληρη την Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεώνουν τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να χρησιμοποιούν την ισχύουσα ορολογία σε επίπεδο Ένωσης, παράλληλα με την υπόλοιπη εθνική τυποποιημένη ορολογία που ορίζεται στον τελικό κατάλογο, όταν επικοινωνούν με τους καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων του δελτίου πληροφόρησης περί τελών και της δήλωσης τελών. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν εμπορικές ονομασίες στο πλαίσιο των συμβατικών και εμπορικών πληροφοριών, καθώς και των δεδομένων εμπορίας προς τους καταναλωτές, εφόσον διευκρινίζουν σαφώς τον ισχύοντα αντίστοιχο τυποποιημένο όρο. Όταν επιλέγουν να χρησιμοποιούν εμπορικές ονομασίες στο δελτίο πληροφόρησης περί τελών ή στη δήλωση τελών, τούτο θα πρέπει να είναι πέραν των τυποποιημένων όρων ως δευτερεύων χαρακτηρισμός, να περιέχονται, π.χ., σε παρενθέσεις ή να είναι σε γραμματοσειρά μικρότερου μεγέθους.

(22)

Οι ανεξάρτητοι δικτυακοί τόποι σύγκρισης αποτελούν αποτελεσματικό μέσο που μπορούν να χρησιμοποιούν οι καταναλωτές για να αξιολογούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα διαφόρων προσφορών για λογαριασμούς σε ένα μέρος. Αυτοί οι δικτυακοί τόποι δύνανται να συμβάλουν στην ορθή εξισορρόπηση της ανάγκης η πληροφόρηση να είναι σαφής και περιεκτική και της ανάγκης να είναι ολοκληρωμένη και πλήρης, επιτρέποντας στους χρήστες να λαμβάνουν λεπτομερέστερες πληροφορίες όταν ενδιαφέρονται γι’ αυτές. Θα πρέπει να προσπαθούν να περιλαμβάνουν το ευρύτερο δυνατό φάσμα προσφορών, ώστε να παρέχουν αντιπροσωπευτική επισκόπηση και ταυτοχρόνως να καλύπτουν σημαντικό τμήμα της αγοράς. Δύνανται επίσης να συμβάλουν στη μείωση του κόστους, εφόσον οι καταναλωτές δεν θα χρειάζεται να συλλέγουν πληροφορίες χωριστά από τους διάφορους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Επιβάλλεται οι πληροφορίες που παρέχονται σε τέτοιους δικτυακούς τόπους να είναι αξιόπιστες, αμερόληπτες και διαφανείς και οι καταναλωτές να ενημερώνονται για τη διαθεσιμότητα τέτοιων δικτυακών τόπων. Από την άποψη αυτή, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν ενεργητικά το κοινό για τέτοιους δικτυακούς τόπους.

(23)

Προκειμένου να αποκτώνται αντικειμενικές πληροφορίες σχετικά με τα τραπεζικά τέλη που χρεώνονται και τα επιτόκια που εφαρμόζονται όσον αφορά λογαριασμούς πληρωμών, οι καταναλωτές θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν δικτυακούς τόπους σύγκρισης στους οποίους έχει πρόσβαση το κοινό και οι οποίοι λειτουργούν ανεξάρτητα από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, πράγμα που σημαίνει ότι κανένας πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν θα πρέπει να ευνοείται ιδιαίτερα στα αποτελέσματα της αναζήτησης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, επομένως, να διασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές έχουν ελεύθερη πρόσβαση τουλάχιστον σε έναν τέτοιο δικτυακό τόπο στις αντίστοιχες επικράτειές τους. Τους εν λόγω δικτυακούς τόπους μπορούν να διαχειρίζονται οι αρμόδιες αρχές, οι ίδιες ή άλλοι φορείς για λογαριασμό τους, άλλες δημόσιες αρχές και/ή ιδιωτικοί φορείς. Η λειτουργία της σύγκρισης των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμής μπορεί να εκπληρώνεται επίσης από τους υφιστάμενους δικτυακούς τόπους που συγκρίνουν ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών ή μη προϊόντων. Οι δικτυακοί αυτοί τόποι θα πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με καθορισμένα κριτήρια ποιότητας, μεταξύ των οποίων την απαίτηση να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την οντότητα στην οποία ανήκουν, να παρέχουν ακριβείς και ενημερωμένες πληροφορίες, να αναφέρουν τον χρόνο της τελευταίας ενημέρωσης, να θέτουν σαφή, αντικειμενικά κριτήρια στα οποία θα βασιστεί η σύγκριση και να περιλαμβάνουν ευρύ φάσμα προσφορών λογαριασμού πληρωμών που να καλύπτουν σημαντικό μέρος της αγοράς. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προσδιορίσουν πόσο συχνά θα πρέπει οι δικτυακοί τόποι σύγκρισης να επανεξετάζουν και να ενημερώνουν τις πληροφορίες που παρέχουν στους καταναλωτές, λαμβανομένης υπόψη της συχνότητας με την οποία ενημερώνουν γενικά οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών τις πληροφορίες τους περί τελών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να προσδιορίσουν τι συνιστά ευρύ φάσμα προσφορών λογαριασμού πληρωμών που να καλύπτουν σημαντικό μέρος της αγοράς, εκτιμώντας, για παράδειγμα, πόσοι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών υπάρχουν και συνεπώς μήπως η απλή πλειοψηφία ή και μικρότερο ποσοστό θα αρκούσε και/ή το μερίδιό τους στην αγορά και/ή τη γεωγραφική τους θέση. Ένας δικτυακός τόπος σύγκρισης θα πρέπει να συγκρίνει τα τέλη για τις υπηρεσίες που περιέχει ο κατάλογος των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών όσον αφορά τους λογαριασμούς πληρωμών, χρησιμοποιώντας ορολογία σε επίπεδο Ένωσης.

Είναι σκόπιμο να μπορούν τα κράτη μέλη να απαιτούν από τους εν λόγω δικτυακούς τόπους να συγκρίνουν και άλλες πληροφορίες, για παράδειγμα πληροφορίες σχετικά με παράγοντες που καθορίζουν το επίπεδο των υπηρεσιών που παρέχονται από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, όπως ο αριθμός και τόπος εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αυτόματων ταμειακών μηχανών. Όταν σε ένα κράτος μέλος υπάρχει ένας μόνον δικτυακός τόπος και ο εν λόγω δικτυακός τόπος παύει να λειτουργεί ή δεν πληροί πλέον τα ποιοτικά κριτήρια, το κράτος μέλος θα πρέπει να μεριμνά ώστε οι καταναλωτές να αποκτούν πρόσβαση εντός ευλόγου χρόνου σε άλλο δικτυακό τόπο σύγκρισης σε εθνικό επίπεδο.

(24)

Αποτελεί τρέχουσα πρακτική για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών να προσφέρουν λογαριασμό πληρωμών σε πακέτο με προϊόντα ή υπηρεσίες, πέραν των υπηρεσιών που συνδέονται με λογαριασμό πληρωμών, όπως ασφαλιστικά προϊόντα ή παροχή χρηματοπιστωτικών συμβουλών. Η πρακτική αυτή μπορεί να αποτελεί το μέσο με το οποίο οι πάροχοι υπηρεσιών είναι σε θέση να διαφοροποιούν τις προσφορές τους και να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο και τελικά αυτό μπορεί να είναι επωφελές για τους καταναλωτές. Ωστόσο, η μελέτη της Επιτροπής του 2009 σχετικά με τις πρακτικές δέσμευσης στο χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς και οι σχετικές διαβουλεύσεις και καταγγελίες των καταναλωτών, έδειξαν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών ενδέχεται να προσφέρουν λογαριασμούς πληρωμών σε πακέτα με προϊόντα που δεν ζητούνται από τους καταναλωτές και τα οποία δεν είναι απαραίτητα για τους λογαριασμούς πληρωμών, όπως η ασφάλιση κατοικίας. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί ότι οι πρακτικές αυτές μπορεί να μειώσουν τη διαφάνεια και τη συγκρισιμότητα των τιμών, να περιορίσουν τις επιλογές αγοράς για τους καταναλωτές και να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην κινητικότητά τους. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι, όταν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών προσφέρουν πακέτα λογαριασμών πληρωμών, παρέχονται στους καταναλωτές πληροφορίες σχετικά με το εάν υπάρχει η δυνατότητα να αγοραστεί ο λογαριασμός πληρωμών χωριστά και, στην περίπτωση αυτή, παρέχεται χωριστή πληροφόρηση σχετικά με τις ισχύουσες δαπάνες και τα τέλη που συνδέονται με καθένα από τα άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο πακέτο και μπορούν να αγοραστούν χωριστά.

(25)

Η διαδικασία αλλαγής τραπεζικών λογαριασμών θα πρέπει να εναρμονιστεί στο πλαίσιο της Ένωσης. Προς το παρόν, τα μέτρα που υπάρχουν σε εθνικό επίπεδο είναι εξαιρετικά διαφοροποιημένα και δεν εξασφαλίζουν επαρκές επίπεδο προστασίας των καταναλωτών σε όλα τα κράτη μέλη. Η πρόβλεψη νομοθετικών μέτρων σχετικά με τις κύριες αρχές που πρέπει να ακολουθούν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών κατά την παροχή των υπηρεσιών αυτών σε κάθε κράτος μέλος θα βελτίωνε τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Από τη μία πλευρά, θα διασφάλιζε ίσους όρους ανταγωνισμού στους καταναλωτές που ενδέχεται να ενδιαφέρονται να ανοίξουν λογαριασμό πληρωμών σε διαφορετικό κράτος μέλος, δεδομένου ότι θα είχε ως αποτέλεσμα την προσφορά ισοδύναμου επιπέδου προστασίας. Από την άλλη πλευρά, θα μείωνε τις διαφορές μεταξύ των ρυθμιστικών μέτρων που εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο και συνεπώς θα περιόριζε τη διοικητική επιβάρυνση των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που σκοπεύουν να προσφέρουν διασυνοριακά τις υπηρεσίες τους. Κατά συνέπεια, τα μέτρα περί αλλαγής θα διευκόλυναν την παροχή υπηρεσιών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών εντός της εσωτερικής αγοράς.

(26)

H αλλαγή δεν θα πρέπει να συνεπάγεται τη μεταβίβαση της σύμβασης από τον αποστέλλοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

(27)

Οι καταναλωτές έχουν το κίνητρο να αλλάξουν λογαριασμό πληρωμών μόνον εάν η σχετική διαδικασία δεν συνεπάγεται υπερβολική διοικητική και οικονομική επιβάρυνση. Κατά συνέπεια, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να προσφέρουν στους καταναλωτές σαφή, ταχεία και ασφαλή διαδικασία για την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών, περιλαμβανομένων των λογαριασμών πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να είναι εξασφαλισμένη όταν οι καταναλωτές επιθυμούν να αλλάξουν πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και επίσης όταν επιθυμούν απλώς να μετατρέψουν τον λογαριασμό πληρωμών τους σε άλλο λογαριασμό πληρωμών του ίδιου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Αυτό θα επέτρεπε στους καταναλωτές να επωφελούνται από τις πλέον συμφέρουσες προσφορές της αγοράς και να μετατρέπουν με ευχέρεια τον λογαριασμό πληρωμών που διαθέτουν σε άλλο δυνητικά καταλληλότερο, ανεξάρτητα από το κατά πόσον αυτό συμβαίνει στον ίδιο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή μεταξύ διαφορετικών παρόχων υπηρεσιών πληρωμών. Τυχόν τέλη που επιβάλλονται από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών σε σχέση με την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού θα πρέπει να είναι εύλογα και να αντιστοιχούν προς το πραγματικό κόστος που βαρύνει τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

(28)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, σε σχέση με την αλλαγή λογαριασμού στην περίπτωση που και οι δύο πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εδρεύουν στην επικράτειά τους, να θεσπίζουν ή να διατηρούν ρυθμίσεις που διαφέρουν από αυτές που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, εφόσον τούτο αποβαίνει σαφώς προς το συμφέρον του καταναλωτή.

(29)

Η διαδικασία αλλαγής λογαριασμού θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν απλούστερη για τον καταναλωτή. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είναι υπεύθυνος για την εκκίνηση και τη διαχείριση της διαδικασίας για λογαριασμό του καταναλωτή. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν πρόσθετα μέσα, π.χ. τεχνική λύση, όταν καθιερώνουν την υπηρεσία αλλαγής. Αυτά τα πρόσθετα μέσα μπορούν να υπερβαίνουν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας· για παράδειγμα, είναι δυνατόν να παρέχεται η υπηρεσία αλλαγής εντός μικρότερης προθεσμίας ή να υποχρεώνονται οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών να διασφαλίζουν, κατ’ αίτηση καταναλωτή, την αυτοματοποιημένη ή χειροκίνητη δρομολόγηση μεταφορών πιστώσεων από τον παλαιότερο λογαριασμό πληρωμών στον νέο λογαριασμό πληρωμών για καθορισμένο και περιορισμένο χρονικό διάστημα που αρχίζει να τρέχει από τη λήψη της εξουσιοδότησης για αλλαγή. Τα πρόσθετα αυτά μέσα δύνανται επίσης να χρησιμοποιούνται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών σε εθελοντική βάση, ακόμη και όταν αυτό δεν απαιτείται από κράτος μέλος.

(30)

Οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν από τον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος των εισερχόμενων μεταφορών πιστώσεων, πάγιων εντολών για μεταφορές πιστώσεων ή εντολών άμεσης χρέωσης, κατά προτίμηση στο πλαίσιο μιας μόνο συνάντησης με τον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών. Για τον σκοπό αυτό, οι καταναλωτές θα πρέπει να είναι σε θέση να υπογράψουν ένα έντυπο εξουσιοδότησης, με το οποίο θα δίνουν τη συγκατάθεσή τους για την εκτέλεση καθεμιάς από τις ως άνω ενέργειες. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να απαιτούν να δίνεται εγγράφως η εξουσιοδότηση του καταναλωτή, αλλά θα μπορούσαν επίσης να δέχονται τη χρήση ισοδύναμων μέσων κατά περίπτωση, για παράδειγμα όταν εφαρμόζεται αυτοματοποιημένο σύστημα αλλαγής λογαριασμού. Προτού δώσει τη συγκατάθεσή του, ο καταναλωτής θα πρέπει να ενημερωθεί για όλα τα στάδια της διαδικασίας που απαιτείται για την ολοκλήρωση της αλλαγής λογαριασμού. Η εξουσιοδότηση θα μπορούσε, για παράδειγμα, να περιλαμβάνει όλα τα καθήκοντα που αποτελούν τμήμα της υπηρεσίας αλλαγής λογαριασμού και θα μπορούσαν να παρέχουν τη δυνατότητα στον καταναλωτή να επιλέξει μόνο μερικά από τα εν λόγω καθήκοντα.

(31)

Η συνεργασία του αποστέλλοντος παρόχου υπηρεσιών πληρωμών είναι αναγκαία για την επιτυχία της αλλαγής λογαριασμού. Ο λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών θα πρέπει να λαμβάνει από τον αποστέλλοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την αποκατάσταση των πληρωμών στον άλλο λογαριασμό πληρωμών. Τα στοιχεία αυτά δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν, ωστόσο, τα απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση της αλλαγής.

(32)

Προκειμένου να διευκολυνθεί το διασυνοριακό άνοιγμα λογαριασμού, ο καταναλωτής θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από τον νέο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να συμπεριλάβει στον νέο λογαριασμό πληρωμών το σύνολο ή μέρος των πάγιων εντολών για μεταφορές πιστώσεων, να δέχεται τις άμεσες χρεώσεις από την ημερομηνία που ορίζεται από τον καταναλωτή και να παράσχει στον καταναλωτή πληροφορίες με τα στοιχεία του νέου λογαριασμού πληρωμών, κατά προτίμηση στο πλαίσιο μιας μόνο συνάντησης με τον νέο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

(33)

Οι καταναλωτές δεν θα πρέπει να υφίστανται οικονομικές ζημίες, περιλαμβανομένων των χρεώσεων και τόκων, οι οποίες οφείλονται σε τυχόν σφάλμα οποιουδήποτε από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών που συμμετέχουν στη διαδικασία αλλαγής λογαριασμού. Ειδικότερα, οι καταναλωτές δεν θα πρέπει να υφίστανται καμία οικονομική ζημία λόγω καταβολής πρόσθετων τελών, τόκων ή άλλων χρεώσεων, καθώς και προστίμων, κυρώσεων ή οποιασδήποτε άλλης οικονομικής επιβάρυνσης που οφείλεται σε καθυστερημένη εκτέλεση της πληρωμής.

(34)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν την απαγόρευση των διακρίσεων σε βάρος των καταναλωτών με βάση την υπηκοότητα ή τον τόπο διαμονής τους, όταν αυτοί θέλουν να ανοίξουν λογαριασμό πληρωμών. Αν και είναι σημαντικό να διασφαλίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα ότι οι πελάτες τους δεν χρησιμοποιούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα για παράνομους σκοπούς, όπως η απάτη, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, δεν θα πρέπει να επιβάλλουν φραγμούς στους καταναλωτές που επιθυμούν να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα της εσωτερικής αγοράς ανοίγοντας και χρησιμοποιώντας λογαριασμούς πληρωμών σε διασυνοριακή βάση. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως πρόφαση για την απόρριψη πελατών λιγότερο ελκυστικών από εμπορική άποψη.

(35)

Οι καταναλωτές που διαμένουν νομίμως στην Ένωση δεν θα πρέπει να υφίστανται διακρίσεις λόγω της εθνικότητας ή του τόπου διαμονής τους, ούτε για οποιονδήποτε άλλο από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»), όταν υποβάλλουν αίτηση για λογαριασμό πληρωμών εντός της Ένωσης ή επιχειρούν πρόσβαση σε αυτόν. Επιπλέον, η πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά θα πρέπει να διασφαλίζεται από τα κράτη μέλη ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση των καταναλωτών, όπως το καθεστώς απασχόλησής τους, το επίπεδο εισοδημάτων τους, το πιστωτικό ιστορικό τους ή την προσωπική τους πτώχευση.

(36)

Οι καταναλωτές που διαμένουν νομίμως στην Ένωση και δεν κατέχουν λογαριασμό πληρωμών σε συγκεκριμένο κράτος μέλος θα πρέπει να είναι σε θέση να ανοίξουν και να χρησιμοποιούν λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά στο εν λόγω κράτος μέλος. Η έννοια του «νομίμως διαμένοντος στην Ένωση» θα πρέπει να καλύπτει τόσο τους πολίτες της Ένωσης όσο και υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι επωφελούνται ήδη από δικαιώματα που τους έχουν χορηγηθεί με ενωσιακές πράξεις όπως ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου (10), η οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου (11), ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 859/2003 του Συμβουλίου (12) και η οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13). Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τα πρόσωπα που ζητούν άσυλο σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων, το πρωτόκολλο αυτής της 31ης Ιανουαρίου 1967 και άλλες σχετικές διεθνείς συνθήκες. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επεκτείνουν την έννοια του «νομίμως διαμένοντος στην Ένωση» και σε άλλους υπηκόους τρίτων χωρών που είναι παρόντες στο έδαφός τους.

(37)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση, με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζονται με τις Συνθήκες, να απαιτούν από τους καταναλωτές που επιθυμούν να ανοίξουν λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά στην επικράτειά τους να αποδείξουν το πραγματικό συμφέρον τους. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με την οδηγία 2005/60/ΕΚ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, δεν θα πρέπει να απαιτείται φυσική παρουσία στις εγκαταστάσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων προκειμένου να αποδειχθεί το αυτό το πραγματικό συμφέρον.

(38)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο αριθμός των πιστωτικών ιδρυμάτων που προσφέρουν λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά είναι επαρκής για να διασφαλιστεί η πρόσβαση του συνόλου των καταναλωτών, να αποφευχθούν κάθε είδους διακρίσεις εις βάρος τους και να αποτραπούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Κατά τον καθορισμό του επαρκούς αριθμού πιστωτικών ιδρυμάτων, στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη θα πρέπει να συγκαταλέγονται η κάλυψη του δικτύου των πιστωτικών ιδρυμάτων, το μέγεθος της επικράτειας του κράτους μέλους, η κατανομή των καταναλωτών στο έδαφος, το μερίδιο αγοράς των πιστωτικών ιδρυμάτων και το κατά πόσον οι λογαριασμοί πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά αντιστοιχούν σε μικρό μόνο μέρος των λογαριασμών πληρωμών που παρέχονται από το πιστωτικό ίδρυμα. Κατ’ αρχήν, οι λογαριασμοί πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά θα πρέπει να προσφέρονται από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές μπορούν να ανοίξουν τέτοιους λογαριασμούς σε εγκαταστάσεις πιστωτικού ιδρύματος που βρίσκεται πολύ κοντά στον τόπο κατοικίας τους και ότι οι καταναλωτές ουδόλως υφίστανται διακρίσεις κατά την πρόσβαση στους λογαριασμούς αυτούς και μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν πραγματικά. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι δεν υφίσταται ορατή διάκριση, π.χ. μέσω διαφορετικής εμφάνισης της κάρτας, διαφορετικού αριθμού λογαριασμού ή διαφορετικού αριθμού της κάρτας. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι δυνατόν για ένα κράτος μέλος να προβλέψει ότι οι λογαριασμοί πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά προσφέρονται από μικρότερο αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά αυτό θα πρέπει να δικαιολογείται από το γεγονός ότι, για παράδειγμα, τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα έχουν τόσο ευρεία παρουσία στην επικράτεια του εν λόγω κράτους μέλους, ώστε θα μπορούσαν να εξυπηρετούν όλους τους καταναλωτές χωρίς να τους υποχρεώνει να απομακρυνθούν πολύ από το σπίτι τους. Επιπλέον, οι καταναλωτές που έχουν πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά δεν θα πρέπει να στιγματίζονται κατά κανέναν τρόπο και ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα εάν οριστεί μεγαλύτερος αριθμός πιστωτικών ιδρυμάτων.

(39)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να θέσουν σε εφαρμογή μηχανισμούς για την παροχή βοήθειας στους καταναλωτές χωρίς σταθερή διεύθυνση, τους αιτούντες άσυλο και τους καταναλωτές που δεν είναι κάτοχοι άδειας διαμονής, αλλά των οποίων η απέλαση είναι αδύνατη για νομικούς ή πραγματικούς λόγους, να επωφεληθούν πλήρως από την παρούσα οδηγία.

(40)

Τα κράτη μέλη, όταν επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν, εφόσον το ζητήσει ο καταναλωτής, δυνατότητα υπερανάληψης σε σχέση με λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, θα πρέπει να μπορούν να ορίσουν ανώτατο ποσό και ανώτατη διάρκεια για κάθε τέτοια υπερανάληψη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι οι πληροφορίες για τυχόν σχετικά τέλη γνωστοποιούνται στους καταναλωτές κατά τρόπο διαφανή. Τέλος, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να τηρούν την οδηγία 2008/48/ΕΚ όταν παρέχουν δυνατότητες υπερανάληψης σε συνδυασμό με λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά.

(41)

Προκειμένου οι χρήστες λογαριασμών πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά να εξυπηρετούνται δεόντως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να διασφαλίζουν ότι το σχετικό προσωπικό έχει εκπαιδευτεί επαρκώς και ότι ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων δεν θίγουν τους εν λόγω πελάτες.

(42)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να αρνούνται το άνοιγμα λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά για καταναλωτές που κατέχουν ήδη ενεργό και τουλάχιστον ισοδύναμο λογαριασμό πληρωμών στο ίδιο κράτος μέλος. Προς εξακρίβωση του κατά πόσον ένας καταναλωτής κατέχει ήδη λογαριασμό πληρωμών, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να μπορούν να βασιστούν σε υπεύθυνη δήλωσή του.

(43)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα εξετάζουν τις αιτήσεις για λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά εντός των προθεσμιών που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και ότι, σε περίπτωση απόρριψης τέτοιας αίτησης, τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν τον καταναλωτή για τους συγκεκριμένους λόγους που τη δικαιολογούν, εκτός εάν η σχετική δημοσιοποίηση θα ήταν αντίθετη προς την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την οδηγία 2005/60/ΕΚ.

(44)

Θα πρέπει να διασφαλίζεται η πρόσβαση των καταναλωτών σε μια σειρά από βασικές υπηρεσίες πληρωμών. Οι υπηρεσίες που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά θα πρέπει να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα κατάθεσης χρηματικών ποσών και ανάληψης μετρητών. Οι καταναλωτές θα πρέπει να είναι σε θέση να πραγματοποιούν αναγκαίες πράξεις πληρωμών, όπως είναι η είσπραξη εισοδημάτων ή επιδομάτων, η πληρωμή λογαριασμών ή φόρων και η αγορά αγαθών και υπηρεσιών, μεταξύ άλλων με άμεση χρέωση, με μεταφορά πίστωσης και με τη χρήση κάρτας πληρωμών. Οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να επιτρέπουν την επιγραμμική αγορά αγαθών και υπηρεσιών και να δίνουν στους καταναλωτές την ευκαιρία να υποβάλλουν εντολές πληρωμής μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας του πιστωτικού ιδρύματος, εάν υπάρχει. Ωστόσο, η χρήση λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά δεν θα πρέπει να γίνεται μόνον επιγραμμικά, διότι αυτό θα αποτελούσε εμπόδιο για τους καταναλωτές που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι, όσον αφορά τις υπηρεσίες που συνδέονται με το άνοιγμα, την τήρηση και το κλείσιμο του λογαριασμού πληρωμών, καθώς και με την κατάθεση χρηματικών ποσών και ανάληψη μετρητών και την πραγματοποίηση πράξεων πληρωμών με κάρτες πληρωμών, εκτός από πιστωτικές κάρτες, δεν υφίστανται όρια στον αριθμό πράξεων που θα είναι διαθέσιμες στον καταναλωτή βάσει των ειδικών κανόνων τιμολόγησης που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία. Όσον αφορά την εκτέλεση των μεταφορών πιστώσεων και των άμεσων χρεώσεων, καθώς και των συναλλαγών που πραγματοποιούνται μέσω πιστωτικής κάρτας, η οποία συνδέεται με τον λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν ελάχιστο αριθμό πράξεων, που θα καθίστανται διαθέσιμες στον καταναλωτή βάσει των ειδικών κανόνων τιμολόγησης που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες τις οποίες αφορούν οι εν λόγω πράξεις προορίζονται για προσωπική χρήση του καταναλωτή. Κατά τον καθορισμό του τι θα πρέπει να θεωρείται προσωπική χρήση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την ισχύουσα καταναλωτική συμπεριφορά και τη συνήθη εμπορική πρακτική. Τα τέλη που χρεώνονται για τις πράξεις πέραν του ελάχιστου προβλεπόμενου αριθμού πράξεων δεν θα πρέπει ποτέ να είναι ανώτερα από εκείνα που χρεώνονται κατά τη συνήθη τιμολογιακή πολιτική του πιστωτικού ιδρύματος.

(45)

Κατά τη διαδικασία προσδιορισμού των υπηρεσιών που πρέπει να παρέχονται με λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά και του ελάχιστου αριθμού πράξεων που πρέπει να περιλαμβάνονται, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές ιδιαιτερότητες. Ειδικότερα, ορισμένες υπηρεσίες ενδέχεται να θεωρούνται ουσιώδεις για την εξασφάλιση της πλήρους χρήσης ενός λογαριασμού πληρωμών σε συγκεκριμένο κράτος μέλος, λόγω της ευρείας χρήσης τους σε εθνικό επίπεδο. Σε ορισμένα κράτη μέλη, π.χ., οι καταναλωτές χρησιμοποιούν ακόμη ευρέως τις επιταγές, ενώ αυτό το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται σπανιότατα σε άλλα κράτη μέλη. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει συνεπώς να επιτρέπει στα κράτη μέλη να ταυτοποιούν τις πρόσθετες υπηρεσίες που θεωρούνται ουσιώδεις σε εθνικό επίπεδο και οι οποίες θα πρέπει να παρέχονται με λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά στο οικείο κράτος μέλος. Επιπλέον, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να μεριμνά ώστε τα τέλη που χρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα για την παροχή αυτών των πρόσθετων υπηρεσιών σε σχέση με λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά να είναι εύλογα.

(46)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η διαθεσιμότητα λογαριασμών πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά στο ευρύτερο δυνατό φάσμα καταναλωτών, οι λογαριασμοί αυτοί θα πρέπει να προσφέρονται δωρεάν ή έναντι καταβολής εύλογου τέλους. Προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι ευάλωτοι καταναλωτές χωρίς τράπεζα να συμμετάσχουν στην αγορά των λιανικών τραπεζικών υπηρεσιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν ότι οι λογαριασμοί πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά προσφέρονται σε αυτούς τους καταναλωτές με ιδιαιτέρως ευνοϊκούς όρους, για παράδειγμα δωρεάν. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι ελεύθερα να καθορίσουν τον μηχανισμό για τον εντοπισμό των καταναλωτών εκείνων που μπορούν να επωφεληθούν από λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά με ευνοϊκότερους όρους, υπό την προϋπόθεση ότι ο μηχανισμός διασφαλίζει ότι οι ευάλωτοι καταναλωτές μπορούν να έχουν πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά. Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω προσέγγιση δεν θα πρέπει να μη θίγει το δικαίωμα όλων των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων των μη ευάλωτων, να έχουν πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά τουλάχιστον με εύλογο τέλος. Επιπρόσθετα, οποιεσδήποτε πρόσθετες χρεώσεις που επιβάλλονται στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους όρους που ορίζονται στη σύμβαση, θα πρέπει να είναι εύλογες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίζουν ποιο είναι το εύλογο τέλος ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν σε εθνικό επίπεδο.

(47)

Τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να αρνούνται να ανοίγουν λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά ή να καταγγέλλουν τη σχετική σύμβαση μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όπως σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τη νομοθεσία περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή με τη νομοθεσία περί πρόληψης και διερεύνησης εγκλημάτων. Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, η απόρριψη μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον όταν ο καταναλωτής δεν συμμορφώνεται με την εν λόγω νομοθεσία και όχι επειδή η διαδικασία ελέγχου της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία είναι υπερβολικά επαχθής ή δαπανηρή. Ωστόσο, θα μπορούσε να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο καταναλωτής καταχράται το δικαίωμά του ανοίγματος και χρήσης λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ένα κράτος μέλος θα πρέπει να μπορεί να επιτρέψει σε πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν μέτρα κατά καταναλωτών που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα, όπως σοβαρή απάτη έναντι πιστωτικού ιδρύματος, ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια εγκλήματα στο μέλλον. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, περιορισμό της πρόσβασης του εν λόγω καταναλωτή σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά για ορισμένο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η προηγούμενη απόρριψη αίτησης λογαριασμού πληρωμών μπορεί να είναι αναγκαία ώστε να προσδιοριστούν οι καταναλωτές οι οποίοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν από λογαριασμό πληρωμών με ευνοϊκότερους όρους. Σε μια τέτοια περίπτωση, το πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να ενημερώνει τον καταναλωτή ότι μπορεί να χρησιμοποιεί ειδικό μηχανισμό σε περίπτωση απόρριψη αίτησης λογαριασμού πληρωμών για τον οποίο καταβάλλεται αντίτιμο όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, για την απόκτηση πρόσβασης σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά που είναι δωρεάν. Και οι δύο αυτές επιπλέον κατηγορίες περιπτώσεων θα πρέπει να είναι, ωστόσο, περιορισμένες και ειδικές και να βασίζονται σε επακριβώς καθορισμένες διατάξεις του εθνικού δικαίου. Κατά τον προσδιορισμό επιπλέον περιπτώσεων κατά τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα είναι δυνατόν να αρνηθούν να παράσχουν λογαριασμούς πληρωμών στους καταναλωτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αναφερθούν, μεταξύ άλλων, στους λόγους δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξης.

(48)

Τα κράτη μέλη και τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να παρέχουν στους καταναλωτές σαφείς και κατανοητές πληροφορίες όσον αφορά το δικαίωμα ανοίγματος και χρήσης λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα μέτρα επικοινωνίας είναι καλά στοχευμένα και, ιδίως, ότι απευθύνονται στους καταναλωτές που δεν χρησιμοποιούν τραπεζικές υπηρεσίες, καθώς και στους ευάλωτους και στους μετακινούμενους καταναλωτές. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να διαθέτουν ενεργά στους καταναλωτές προσβάσιμες πληροφορίες και κατάλληλη συνδρομή σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά του λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά που προσφέρεται, τα σχετικά τέλη και τους όρους χρήσης τους, καθώς και τις ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να προβούν οι καταναλωτές προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμα ανοίγματος λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, οι καταναλωτές θα πρέπει να πληροφορούνται ότι δεν υποχρεούνται να αγοράσουν πρόσθετες υπηρεσίες προκειμένου να ανοίξουν λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά.

(49)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθήσουν μέτρα που να στηρίζουν την εκπαίδευση των πλέον ευάλωτων καταναλωτών, παρέχοντάς τους συμβουλές και βοήθεια ως προς την υπεύθυνη διαχείριση των οικονομικών τους. Είναι επίσης αναγκαίο να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με την καθοδήγηση που μπορούν να παράσχουν στους καταναλωτές οι οργανώσεις των καταναλωτών και οι εθνικές αρχές. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται από πιστωτικά ιδρύματα για τη διευκόλυνση του συνδυασμού της παροχής λογαριασμών πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά και ανεξάρτητων υπηρεσιών χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης.

(50)

Για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε διασυνοριακή βάση, για σκοπούς συνεργασίας, ανταλλαγής πληροφοριών και επίλυσης διαφορών μεταξύ αρμόδιων αρχών, οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να είναι εκείνες που λειτουργούν υπό την αιγίδα της ΕΑΤ, όπως αυτή συνιστάται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ή άλλες εθνικές αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι συνεργάζονται με τις αρχές που λειτουργούν υπό την αιγίδα της ΕΑΤ προκειμένου να ασκούν τα καθήκοντά τους βάσει της παρούσας οδηγίας.

(51)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν τις αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εξασφάλιση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και να μεριμνούν ώστε να τους ανατίθενται εξουσίες έρευνας και εκτέλεσης και να τους παρέχονται οι πόροι που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι αρμόδιες αρχές θα μπορούσαν να ενεργούν για ορισμένες πτυχές της παρούσας οδηγίας με την υποβολή αίτησης καθώς και, κατά περίπτωση, με την άσκηση ένδικων μέσων ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων για έκδοση δικαστικής απόφασης. Αυτό θα διευκόλυνε τα κράτη μέλη, ιδίως αυτά στα οποία οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας έχουν μεταφερθεί στο αστικό δίκαιο, να αναθέτουν την εκτέλεση των εν λόγω διατάξεων στους σχετικούς οργανισμούς και τα δικαστήρια. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναθέτουν σε διαφορετικές αρμόδιες αρχές τον έλεγχο της εφαρμογής των ευρέος φάσματος υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Για ορισμένες διατάξεις, για παράδειγμα, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να ορίσουν αρμόδιες αρχές υπεύθυνες για την εφαρμογή μέτρων προστασίας των καταναλωτών, ενώ για άλλες να αποφασίσουν να ορίσουν προληπτικούς επόπτες. Η δυνατότητα καθορισμού διαφορετικών αρμόδιων αρχών θα πρέπει να μη θίγει τις υποχρεώσεις διαρκούς εποπτείας και συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, όπως προβλέπεται από την παρούσα οδηγία.

(52)

Οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικές και αποδοτικές διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών για τη διευθέτηση των διαφορών που προκύπτουν από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Η εν λόγω πρόσβαση διασφαλίζεται ήδη από την οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) όσον αφορά τις σχετικές συμβατικές διαφορές. Ωστόσο, οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν επίσης πρόσβαση σε διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών σε περίπτωση προσυμβατικών διαφορών σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που καθορίζονται από την παρούσα οδηγία, για παράδειγμα όταν αντιμετωπίζουν άρνηση πρόσβασης σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά. Η παρούσα οδηγία προβλέπει συνεπώς ότι οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, χωρίς διάκριση μεταξύ συμβατικών και προσυμβατικών διαφορών. Αυτές οι διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών και οι φορείς που τις παρέχουν θα πρέπει να πληρούν τις ποιοτικές απαιτήσεις της οδηγίας 2013/11/ΕΕ. Η συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία απαιτεί την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των καταναλωτών. Η επεξεργασία αυτή υπόκειται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15). Η παρούσα οδηγία θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται τηρουμένων των κανόνων που ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ.

(53)

Ανά διετία και για πρώτη φορά εντός τεσσάρων ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν αξιόπιστα ετήσια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη λειτουργία των μέτρων που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία. Θα πρέπει να χρησιμοποιούν οποιεσδήποτε συναφείς πηγές πληροφοριών και να κοινοποιούν τις πληροφορίες αυτές στην Επιτροπή. Η Επιτροπή θα πρέπει να συντάξει έκθεση με βάση τις πληροφορίες που έλαβε από τα κράτη μέλη για πρώτη φορά μετά από τέσσερα έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας και στη συνέχεια ανά διετία.

(54)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να επανεξετάζεται ανά πενταετία από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην αγορά, όπως η εμφάνιση νέων τύπων λογαριασμών πληρωμών και υπηρεσιών πληρωμών, καθώς και οι εξελίξεις σε άλλους τομείς του ενωσιακού δικαίου και οι εμπειρίες των κρατών μελών. Η έκθεση που βασίζεται στην επανεξέταση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει κατάλογο των διαδικασιών επί παραβάσει που κίνησε η Επιτροπή σχετικά με την παρούσα οδηγία. Θα πρέπει επίσης να διενεργείται αξιολόγηση του μέσου ύψους των τελών στα κράτη μέλη για λογαριασμούς πληρωμών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, του κατά πόσον τα μέτρα που θεσπίστηκαν βελτίωσαν την κατανόηση εκ μέρους των καταναλωτών των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, της συγκρισιμότητας των λογαριασμών πληρωμών και της ευκολίας αλλαγής λογαριασμού πληρωμών, καθώς και του αριθμού των κατόχων λογαριασμών που άλλαξαν λογαριασμούς πληρωμών μετά τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Θα πρέπει επίσης να αναλύονται ο αριθμός των παρόχων που προσφέρουν λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά και ο αριθμός τέτοιων λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί, μεταξύ άλλων από καταναλωτές που δεν χρησιμοποιούσαν προηγουμένως τραπεζικές υπηρεσίες, τα παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών για τον περιορισμό του αποκλεισμού των καταναλωτών από την πρόσβαση σε υπηρεσίες πληρωμών, καθώς και τα μέσα ετήσια τέλη που θα εισπράττονται για λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά. Θα πρέπει επίσης να αξιολογούνται το κόστος και τα οφέλη από την εφαρμογή της φορητότητας των λογαριασμών πληρωμών σε ολόκληρη την Ένωση, η σκοπιμότητα ενός πλαισίου για τη διασφάλιση του αυτόματου αναπροσανατολισμού των πληρωμών από έναν λογαριασμό πληρωμών σε άλλο εντός του ίδιου κράτους μέλους, σε συνδυασμό με αυτόματες κοινοποιήσεις στους δικαιούχους ή τους πληρωτές σε περίπτωση αναπροσανατολισμού των μεταφορών τους, καθώς και της επέκτασης των υπηρεσιών αλλαγής λογαριασμού στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο λαμβάνων και ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη. Θα πρέπει επιπλέον να αξιολογούνται η αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων μέτρων και η ανάγκη πρόσθετων μέτρων για την αύξηση της χρηματοπιστωτικής ένταξης και της παροχής συνδρομής προς τα ευάλωτα μέλη της κοινωνίας όσον αφορά την υπερχρέωση. Επίσης, θα πρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσον οι διατάξεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από παρόχους υπηρεσιών πληρωμών όταν προσφέρουν πακέτα προϊόντων είναι επαρκείς ή εάν απαιτούνται πρόσθετα μέτρα. Θα πρέπει επίσης να εκτιμώνται η ανάγκη πρόσθετων μέτρων όσον αφορά τους δικτυακούς τόπους σύγκρισης και η ανάγκη διαπίστευσης των δικτυακών τόπων σύγκρισης. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο συνοδευόμενη, κατά περίπτωση, από νομοθετικές προτάσεις.

(55)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).

(56)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η διευκόλυνση της διαφάνειας και της συγκρισιμότητας των τελών σχετικά με λογαριασμούς πληρωμών, της αλλαγής λογαριασμού πληρωμών και της πρόσβασης σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της ανάγκης να εξουδετερωθεί ο κατακερματισμός της αγοράς και να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού στην Ένωση, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(57)

Σύμφωνα με την Κοινή Πολιτική Δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (16), τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία επεξηγείται η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί τη διαβίβαση αυτών των εγγράφων δικαιολογημένη.

(58)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη διαφάνεια και τη συγκρισιμότητα των τελών που χρεώνονται στους καταναλωτές για τους λογαριασμούς πληρωμών τους οι οποίοι τηρούνται στο εσωτερικό της Ένωσης, καθώς και κανόνες αναφορικά με την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών εντός ενός κράτους μέλους και κανόνες για τη διευκόλυνση του διασυνοριακού ανοίγματος λογαριασμού πληρωμών για τους καταναλωτές.

2.   Η παρούσα οδηγία ορίζει επίσης ένα πλαίσιο για τους κανόνες και τους όρους σύμφωνα με τους οποίους τα κράτη μέλη απαιτούνται να διασφαλίζουν το δικαίωμα των καταναλωτών για το άνοιγμα και τη χρήση λογαριασμών πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά στην Ένωση.

3.   Τα κεφάλαια II και III εφαρμόζονται στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.

4.   Το κεφάλαιο IV εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να εφαρμόσουν το κεφάλαιο IV στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόζουν το σύνολο ή μέρος της παρούσας οδηγίας στις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

6.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους λογαριασμούς πληρωμών μέσω των οποίων οι καταναλωτές είναι τουλάχιστον σε θέση:

α)

να καταθέτουν χρηματικά ποσά σε λογαριασμό πληρωμών·

β)

να αναλαμβάνουν μετρητά από λογαριασμό πληρωμών·

γ)

να εκτελούν και να λαμβάνουν πράξεις πληρωμής, περιλαμβανομένων των μεταφορών πιστώσεων, προς και από τρίτο μέρος.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να εφαρμόσουν το σύνολο ή μέρος της παρούσας οδηγίας σε άλλους λογαριασμούς πληρωμών πλην εκείνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

7.   Το άνοιγμα και η χρήση λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με την παρούσα οδηγία συνάδει με την οδηγία 2005/60/ΕΚ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)   «καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελεύθερη επαγγελματική του δραστηριότητα·

2)   «νομίμως διαμένων στην Ένωση»: η κατάσταση κατά την οποία φυσικό πρόσωπο δικαιούται να διαμένει σε κράτος μέλος δυνάμει του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου, περιλαμβανομένων των καταναλωτών που δεν έχουν σταθερή διεύθυνση κατοικίας και των προσώπων που ζητούν άσυλο σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων, το πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967 της εν λόγω σύμβασης και άλλων σχετικών διεθνών συνθηκών·

3)   «λογαριασμός πληρωμών»: ο λογαριασμός που τηρείται στο όνομα ενός ή περισσότερων καταναλωτών και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής·

4)   «υπηρεσίες πληρωμών»: υπηρεσίες πληρωμών κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 3) της οδηγίας 2007/64/ΕΚ·

5)   «πράξη πληρωμής»: ενέργεια στην οποία προβαίνει ο πληρωτής ή ο δικαιούχος και η οποία συνίσταται στη διάθεση, μεταβίβαση ή ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου·

6)   «υπηρεσίες που συνδέονται με τον λογαριασμό πληρωμών»: όλες οι υπηρεσίες που συνδέονται με το άνοιγμα, την τήρηση και το κλείσιμο λογαριασμού πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληρωμών και των πράξεων πληρωμών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και των δυνατοτήτων υπερανάληψης και υπέρβασης·

7)   «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών»: πάροχος υπηρεσιών πληρωμών κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 9) της οδηγίας 2007/64/ΕΚ·

8)   «πιστωτικό ίδρυμα»: πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18)·

9)   «μέσο πληρωμών»: μέσο πληρωμών κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 23) της οδηγίας 2007/64/ΕΚ·

10)   «αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών»: ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών από τον οποίο αποστέλλεται η πληροφόρηση που απαιτείται για την εκτέλεση της αλλαγής λογαριασμού·

11)   «λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών»: ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών προς τον οποίο αποστέλλεται η πληροφόρηση που απαιτείται για την εκτέλεση της αλλαγής λογαριασμού·

12)   «εντολή πληρωμής»: κάθε οδηγία εκ μέρους του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής·

13)   «πληρωτής»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατέχει λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτόν τον λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής σε λογαριασμό πληρωμών του δικαιούχου·

14)   «δικαιούχος»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών που έχουν αποτελέσει αντικείμενο της πράξης πληρωμής·

15)   «τέλη»: όλες οι χρεώσεις και κυρώσεις, εάν υπάρχουν, τις οποίες οφείλει ο καταναλωτής στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για υπηρεσίες που συνδέονται με λογαριασμό πληρωμών ή σε σχέση με αυτές·

16)   «πιστωτικό επιτόκιο»: οποιοδήποτε επιτόκιο πληρώνεται στον καταναλωτή σε σχέση με χρηματικά ποσά που τηρούνται σε λογαριασμό πληρωμών·

17)   «σταθερό υπόθεμα»: κάθε μέσο το οποίο επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει τις πληροφορίες που του απευθύνονται προσωπικά, ώστε να μπορεί να ανατρέξει σε αυτές μελλοντικά, για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς των πληροφοριών, και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

18)   «αλλαγή» ή «αλλαγή λογαριασμού»: κατόπιν αιτήσεως του καταναλωτή, μεταφορά, από έναν πάροχο υπηρεσιών πληρωμών σε άλλον, είτε των πληροφοριών σχετικά με το σύνολο ή μέρος των πάγιων εντολών για μεταφορές πιστώσεων, επαναλαμβανόμενες άμεσες χρεώσεις και επαναλαμβανόμενες εισερχόμενες μεταφορές πιστώσεων που διενεργούνται σε λογαριασμό πληρωμών είτε οποιουδήποτε θετικού υπολοίπου λογαριασμού πληρωμών από τον έναν λογαριασμό πληρωμών στον άλλον ή και τα δύο, με ή χωρίς κλείσιμο του προηγούμενου λογαριασμού πληρωμών·

19)   «άμεση χρέωση»: η εθνική ή διασυνοριακή υπηρεσία πληρωμής για τη χρέωση λογαριασμού πληρωμών του πληρωτή, όταν η πράξη πληρωμής πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του δικαιούχου κατόπιν συναινέσεως του πληρωτή·

20)   «μεταφορά πίστωσης»: η εθνική ή διασυνοριακή υπηρεσία πληρωμών για την πίστωση λογαριασμού πληρωμών του δικαιούχου με πράξη πληρωμής ή μια σειρά πράξεων πληρωμής από λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή μέσω του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που τηρεί το λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή, βάσει εντολής του πληρωτή·

21)   «πάγια εντολή»: οδηγία του πληρωτή προς τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που τηρεί τον λογαριασμό πληρωμών του πληρωτή να εκτελεί μεταφορές πιστώσεων σε τακτά χρονικά διαστήματα ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες·

22)   «χρηματικά ποσά»: τραπεζογραμμάτια και κέρματα, λογιστικό χρήμα και ηλεκτρονικό χρήμα, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 2) της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19)·

23)   «σύμβαση-πλαίσιο»: σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών που διέπει τη μελλοντική εκτέλεση επιμέρους και διαδοχικών πράξεων πληρωμής και η οποία δύναται να περιλαμβάνει την υποχρέωση και τους όρους σύστασης λογαριασμού πληρωμών·

24)   «εργάσιμη ημέρα»: η ημέρα κατά την οποία ο σχετικός πάροχος υπηρεσιών πληρωμών εργάζεται, όπως απαιτείται για την εκτέλεση της πράξης πληρωμής·

25)   «δυνατότητα υπερανάληψης»: ρητή σύμβαση πίστωσης με την οποία πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διαθέτει σε καταναλωτή χρηματικά ποσά που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του λογαριασμού πληρωμών του καταναλωτή·

26)   «υπέρβαση»: σιωπηρή αποδοχή υπερανάληψης στο πλαίσιο της οποίας ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών διαθέτει σε καταναλωτή χρηματικά ποσά που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του λογαριασμού πληρωμών του καταναλωτή ή τη συμφωνημένη δυνατότητα υπερανάληψης·

27)   «αρμόδια αρχή»: αρχή που ορίστηκε αρμόδια από ένα κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΥΓΚΡΙΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΤΕΛΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

Άρθρο 3

Κατάλογος των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών που συνδέονται με λογαριασμό πληρωμών και υπόκεινται στην καταβολή τέλους σε εθνικό επίπεδο και τυποποιημένη ορολογία

1.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν προσωρινό κατάλογο των 10 τουλάχιστον και όχι άνω των 20 πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών οι οποίες συνδέονται με λογαριασμό πληρωμών και υπόκεινται στην καταβολή τέλους οι οποίες προσφέρονται από έναν τουλάχιστον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών σε εθνικό επίπεδο. Ο κατάλογος περιλαμβάνει όρους και ορισμούς για καθεμιά από τις προσδιοριζόμενες υπηρεσίες. Σε κάθε επίσημη γλώσσα κράτους μέλους, χρησιμοποιείται ένας μόνον όρος για κάθε υπηρεσία.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις υπηρεσίες οι οποίες:

α)

χρησιμοποιούνται συχνότερα από τους καταναλωτές σε σχέση με τους λογαριασμούς πληρωμών τους·

β)

συνεπάγονται το υψηλότερο συνολικό κόστος για τους καταναλωτές, τόσο συνολικά όσο και σε μοναδιαία βάση.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των κριτηρίων που προσδιορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΤ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 έως τις 18 Μαρτίου 2015.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ τους προσωρινούς καταλόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2015. Κατόπιν αιτήσεως, τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία βάσει των οποίων κατήρτισαν αυτούς τους καταλόγους σε σχέση με τα κριτήρια που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2.

4.   Βάσει των προσωρινών καταλόγων που γνωστοποιούνται δυνάμει της παραγράφου 3, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν την τυποποιημένη ορολογία της Ένωσης για τις υπηρεσίες που είναι κοινές τουλάχιστον στην πλειονότητα των κρατών μελών. Η τυποποιημένη ορολογία της Ένωσης περιλαμβάνει κοινούς όρους και ορισμούς για τις κοινές υπηρεσίες και είναι διαθέσιμη στις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Σε κάθε επίσημη γλώσσα κράτους μέλους, χρησιμοποιείται ένας μόνον όρος για κάθε υπηρεσία.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Τα κράτη μέλη ενσωματώνουν την τυποποιημένη ορολογία της Ένωσης που έχει καθοριστεί δυνάμει της παραγράφου 4 στον προσωρινό κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και δημοσιεύουν τον επακόλουθο οριστικό κατάλογο των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών οι οποίες συνδέονται με λογαριασμό πληρωμών χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός τριών μηνών αφού τεθεί σε ισχύ η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 4.

6.   Ανά τετραετία, από τη δημοσίευση του οριστικού καταλόγου που αναφέρεται στην παράγραφο 5, τα κράτη μέλη αξιολογούν και, κατά περίπτωση, ενημερώνουν τον κατάλογο των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών που καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2. Κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ τα αποτελέσματα της αξιολόγησής τους και, κατά περίπτωση, τον ενημερωμένο κατάλογο των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών. Η ΕΑΤ επανεξετάζει και, όταν χρειάζεται, ενημερώνει την τυποποιημένη ορολογία της Ένωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 4. Μετά την ενημέρωση της τυποποιημένης ορολογίας της Ένωσης, τα κράτη μέλη ενημερώνουν και δημοσιεύουν τον τελικό τους κατάλογο όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 και διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών χρησιμοποιούν τους ενημερωμένους όρους και ορισμούς.

Άρθρο 4

Δελτίο πληροφόρησης περί τελών και γλωσσάριο

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 42 παράγραφος 3 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εγκαίρως πριν από την υπογραφή σύμβασης για λογαριασμό πληρωμών με καταναλωτή, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών παρέχουν στον καταναλωτή δελτίο πληροφόρησης περί τελών σε χαρτί ή άλλο σταθερό υπόθεμα, το οποίο περιλαμβάνει τους τυποποιημένους όρους του τελικού καταλόγου των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 της παρούσας οδηγίας και, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές προσφέρονται από πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, τα αντίστοιχα τέλη για κάθε υπηρεσία.

2.   Το δελτίο πληροφόρησης περί τελών:

α)

είναι σύντομο και χωριστό έγγραφο·

β)

παρουσιάζεται και είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να είναι σαφές και ευανάγνωστο, με χαρακτήρες αναγνώσιμου μεγέθους·

γ)

δεν είναι λιγότερο κατανοητό σε περίπτωση που, όταν αρχικά ήταν έγχρωμο, εκτυπώνεται ή αντιγράφεται σε φωτοτυπικό μηχάνημα σε ασπρόμαυρη μορφή·

δ)

έχει συνταχθεί στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους όπου προσφέρεται ο λογαριασμός πληρωμών ή, εάν συμφωνήσουν ο καταναλωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, σε άλλη γλώσσα·

ε)

είναι ακριβές, δεν παραπλανεί και εκφράζεται στο νόμισμα του λογαριασμού πληρωμών ή, εάν συμφωνήσουν ο καταναλωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, σε άλλο νόμισμα της Ένωσης·

στ)

περιέχει τον τίτλο «δελτίο πληροφόρησης περί τελών» στην αρχή της πρώτης σελίδας του, δίπλα σε ένα κοινό σύμβολο, προκειμένου να διακρίνεται το συγκεκριμένο έγγραφο από άλλα έγγραφα, και

ζ)

περιλαμβάνει δήλωση ότι περιέχει τα τέλη των πλέον αντιπροσωπευτικών υπηρεσιών που συνδέονται με τον λογαριασμό πληρωμών και ότι πλήρεις προσυμβατικές και συμβατικές πληροφορίες για όλες τις υπηρεσίες παρέχονται σε άλλα έγγραφα.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι, για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το δελτίο πληροφόρησης περί τελών παρέχεται από κοινού με τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει άλλων ενωσιακών ή εθνικών νομοθετικών πράξεων για λογαριασμούς πληρωμών και τις συναφείς υπηρεσίες, αρκεί να πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

3.   Όταν μία ή περισσότερες υπηρεσίες προσφέρονται ως μέρος πακέτου υπηρεσιών που συνδέονται με κάποιον λογαριασμό πληρωμών, το δελτίο πληροφόρησης περί τελών δηλώνει το τέλος για το σύνολο του πακέτου, τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο πακέτο και την ποσότητά τους και το πρόσθετο τέλος για κάθε υπηρεσία που υπερβαίνει την ποσότητα που καλύπτεται από το πακέτο αμοιβής.

4.   Τα κράτη μέλη καθιερώνουν υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να παρέχουν στους καταναλωτές γλωσσάριο το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τυποποιημένους όρους που καθορίζονται στον τελικό κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 και τους σχετικούς ορισμούς.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το γλωσσάριο που παρέχεται δυνάμει του πρώτου εδαφίου και ενδεχομένως άλλοι ορισμοί έχουν συνταχθεί σε σαφή, χωρίς αμφισημίες και μη τεχνική γλώσσα και ότι δεν έχουν παραπλανητικό χαρακτήρα.

5.   Το δελτίο πληροφόρησης περί τελών και το γλωσσάριο διατίθενται στους καταναλωτές ανά πάσα στιγμή από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Παρέχονται με εύκολα προσβάσιμο τρόπο, μεταξύ άλλων σε μη πελάτες, σε ηλεκτρονική μορφή στους δικτυακούς τόπους τους, ει δυνατόν, και σε εγκαταστάσεις των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών που είναι προσιτές στους καταναλωτές. Παρέχονται επίσης σε χαρτί ή άλλο σταθερό υπόθεμα, δωρεάν και κατ’ αίτηση καταναλωτή.

6.   Η ΕΑΤ, έπειτα από διαβούλευση με τις εθνικές αρχές και κατόπιν διενέργειας δοκιμών από τους καταναλωτές, αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με την τυποποιημένη μορφή παρουσίασης του δελτίου πληροφοριών περί τελών και το κοινό του σύμβολο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.   Μετά την ενημέρωση της τυποποιημένης ορολογίας της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6, η ΕΑΤ, όπου είναι αναγκαίο, επανεξετάζει και ενημερώνει την τυποποιημένη μορφή παρουσίασης του δελτίου πληροφοριών περί τελών και το κοινό σύμβολό του, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 5

Δήλωση τελών

1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 47 και 48 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και του άρθρου 12 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών παρέχουν στον καταναλωτή, σε ετήσια, τουλάχιστον, βάση και δωρεάν, δήλωση όλων των τελών που καταβάλλουν, καθώς και, ενδεχομένως, πληροφορίες σχετικά με τα επιτόκια που αναφέρονται στα στοιχεία γ) και δ) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, για τις υπηρεσίες που συνδέονται με κάποιον λογαριασμό πληρωμών. Κατά περίπτωση, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών χρησιμοποιούν τους τυποποιημένους όρους που καθορίζονται στον τελικό κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 της παρούσας οδηγίας.

Ο δίαυλος επικοινωνίας που χρησιμοποιείται για την παροχή της δήλωσης τελών συμφωνείται με τον καταναλωτή. Η δήλωση τελών παρέχεται σε χαρτί, τουλάχιστον μετά από την αίτηση του καταναλωτή.

2.   Η δήλωση τελών αναφέρει τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

α)

το τέλος μονάδας που χρεώνεται για κάθε υπηρεσία και τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες χρησιμοποιήθηκε η υπηρεσία κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου και, όταν οι υπηρεσίες συνδυάζονται σε πακέτο, το τέλος που χρεώνεται για το πακέτο συνολικά, τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες χρεώθηκε το τέλος πακέτου κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου και το πρόσθετο τέλος που χρεώνεται για κάθε υπηρεσία που υπερβαίνει την ποσότητα που καλύπτεται από το τέλος του πακέτου·

β)

το συνολικό ποσό των τελών που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου για κάθε υπηρεσία, κάθε πακέτο παρεχόμενων υπηρεσιών και υπηρεσιών που υπερβαίνουν την ποσότητα η οποία καλύπτεται από το τέλος του πακέτου·

γ)

το επιτόκιο του ακάλυπτου χρέους που ισχύει για τον λογαριασμό πληρωμών και το συνολικό ποσό των τόκων που εφαρμόζονται σχετικά με την υπερανάληψη κατά τη διάρκεια της αντίστοιχης περιόδου, κατά περίπτωση·

δ)

το πιστωτικό επιτόκιο που ισχύει για τον λογαριασμό πληρωμών και το συνολικό ποσό των τόκων που εισπράχθηκε κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου, κατά περίπτωση·

ε)

το συνολικό ποσό των τελών που χρεώθηκαν για όλες τις υπηρεσίες οι οποίες παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου.

3.   Η δήλωση τελών:

α)

παρουσιάζεται και είναι διαμορφωμένη έτσι ώστε να είναι σαφής και ευανάγνωστη, με χαρακτήρες αναγνώσιμου μεγέθους·

β)

είναι ακριβής, δεν παραπλανεί και εκφράζεται στο νόμισμα του λογαριασμού πληρωμών ή, εάν συμφωνήσουν ο καταναλωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, σε άλλο νόμισμα·

γ)

περιέχει τον τίτλο «δήλωση τελών» στην αρχή της πρώτης σελίδας της δήλωσης, δίπλα σε ένα κοινό σύμβολο, προκειμένου να διακρίνεται το συγκεκριμένο έγγραφο από άλλη τεκμηρίωση, και

δ)

έχει συνταχθεί στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους όπου προσφέρεται ο λογαριασμός πληρωμών ή, εάν συμφωνήσουν ο καταναλωτής και ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, σε άλλη γλώσσα.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι η δήλωση τελών θα παρέχεται από κοινού με τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει άλλων ενωσιακών ή εθνικών νομοθετικών πράξεων για λογαριασμούς πληρωμών και τις συναφείς υπηρεσίες, αρκεί να πληρούνται οι απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου.

4.   Η ΕΑΤ, ύστερα από διαβούλευση με τις εθνικές αρχές και ύστερα από έρευνα καταναλωτών, αναπτύσσει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τυποποιημένη μορφή παρουσίασης της δήλωσης τελών και του κοινού συμβόλου της.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.   Μετά την επικαιροποίηση της τυποποιημένης ορολογίας της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6, η ΕΑ, όπου απαιτείται, επανεξετάζει και επικαιροποιεί την τυποποιημένη μορφή παρουσίασης της δήλωσης τελών και του κοινού συμβόλου της, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 6

Ενημέρωση των καταναλωτών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις οικείες συμβατικές και εμπορικές πληροφορίες και στις οικείες πληροφορίες διάθεσης στην αγορά προς τους καταναλωτές, οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών χρησιμοποιούν, όπου απαιτείται, τους τυποποιημένους όρους που καθορίζονται στον τελικό κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5. Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δύνανται να χρησιμοποιούν εμπορικές ονομασίες στο δελτίο πληροφόρησης περί τελών και στη δήλωση τελών, υπό την προϋπόθεση ότι οι εμπορικές αυτές ονομασίες χρησιμοποιούνται πέραν των τυποποιημένων όρων που καθορίζονται στον τελικό κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 ως δευτερεύων χαρακτηρισμός των εν λόγω υπηρεσιών.

2.   Οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών δύνανται να χρησιμοποιούν εμπορικές ονομασίες για τον χαρακτηρισμό των υπηρεσιών τους στις οικείες συμβατικές και εμπορικές πληροφορίες και στις οικείες πληροφορίες διάθεσης στην αγορά προς τους καταναλωτές, υπό την προϋπόθεση ότι προσδιορίζουν με σαφήνεια, κατά περίπτωση, τους αντίστοιχους τυποποιημένους όρους που καθορίζονται στον τελικό κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5.

Άρθρο 7

Δικτυακοί τόποι σύγκρισης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη δωρεάν πρόσβαση των καταναλωτών σε έναν τουλάχιστον δικτυακό τόπο σύγκρισης τελών που χρεώνονται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, τουλάχιστον για τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 σε εθνικό επίπεδο.

Τους δικτυακούς τόπους σύγκρισης μπορεί να διαχειρίζεται είτε ιδιωτικός φορέας είτε δημόσια αρχή.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους δικτυακούς τόπους σύγκρισης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να περιλαμβάνουν περαιτέρω συγκριτικούς παράγοντες σχετικά με το επίπεδο των υπηρεσιών που παρέχονται από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

3.   Οι δικτυακοί τόποι σύγκρισης που δημιουργούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1:

α)

λειτουργούν ανεξάρτητα, διασφαλίζοντας ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών έχουν ίση μεταχείριση στα αποτελέσματα της αναζήτησης·

β)

αναφέρουν με σαφήνεια τους ιδιοκτήτες τους·

γ)

ορίζουν σαφή αντικειμενικά κριτήρια επί των οποίων θα βασίζεται η σύγκριση·

δ)

χρησιμοποιούν απλή και σαφή γλώσσα και, ενδεχομένως, τους τυποποιημένους όρους που καθορίζονται στον τελικό κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5·

ε)

παρέχουν ακριβή και επικαιροποιημένη πληροφόρηση και αναφέρουν την ώρα της τελευταίας ενημέρωσης·

στ)

περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα προσφορών για λογαριασμούς πληρωμών που καλύπτουν ένα σημαντικό μέρος της αγοράς και, εάν οι προβαλλόμενες πληροφορίες δεν δημιουργούν πλήρη εικόνα της αγοράς, μια σαφή δήλωση για τον σκοπό αυτόν, πριν από την παρουσίαση των αποτελεσμάτων, και

ζ)

παρέχουν αποτελεσματική διαδικασία για την αναφορά της εσφαλμένης πληροφόρησης σχετικά με τα δημοσιοποιούμενα τέλη.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες διατίθενται επιγραμμικά όσον αφορά τη διαθεσιμότητα των δικτυακών τόπων που συμμορφούνται προς το παρόν άρθρο.

Άρθρο 8

Λογαριασμοί πληρωμών σε συνδυασμό με άλλο προϊόν ή υπηρεσία

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν προσφέρεται ένας λογαριασμός πληρωμών ως μέρος πακέτου μαζί με μια άλλο προϊόν ή υπηρεσία που δεν συνδέεται με λογαριασμό πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει τον πελάτη αν υπάρχει η δυνατότητα να αγοράσει τον λογαριασμό πληρωμών χωριστά και, στην περίπτωση αυτή, παρέχει χωριστή πληροφόρηση σχετικά με τις δαπάνες και τα τέλη που συνδέονται με έκαστο των λοιπών προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρονται στο εν λόγω πακέτο και που μπορούν να αγοραστούν χωριστά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΛΛΑΓΗ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ

Άρθρο 9

Παροχή της υπηρεσίας αλλαγής λογαριασμού

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών παρέχουν υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού, όπως περιγράφεται στο άρθρο 10, μεταξύ λογαριασμών πληρωμών που τηρούνται στο ίδιο νόμισμα σε οποιονδήποτε καταναλωτή που ανοίγει ή κατέχει λογαριασμό σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που εδρεύει στην επικράτεια του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

Άρθρο 10

Η υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού κινείται από τον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών κατ’ αίτηση του καταναλωτή. Η υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού τηρεί τουλάχιστον τις παραγράφους 2 έως 6.

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν μέτρα εναλλακτικού χαρακτήρα σε σχέση με εκείνα που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 6, με την προϋπόθεση ότι:

α)

αυτό είναι σαφώς προς το συμφέρον του καταναλωτή·

β)

δεν συνεπάγεται πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή και

γ)

η αλλαγή ολοκληρώνεται το πολύ εντός των ίδιων χρονικών περιθωρίων με εκείνα που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 6.

2.   Οι λαμβάνοντες πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών εκτελούν την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού μόλις λάβουν σχετική εξουσιοδότηση του καταναλωτή. Στην περίπτωση δύο ή περισσοτέρων κατόχων του λογαριασμού, η αδειοδότηση προέρχεται από καθένα εξ αυτών.

Η άδεια συντάσσεται σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο εκκινείται η υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού ή σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα συμφωνηθεί μεταξύ των μερών.

Η εξουσιοδότηση επιτρέπει στον καταναλωτή να παρέχει ειδική συγκατάθεση για την εκτέλεση από τον μεταφέροντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών καθεμιάς από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και να παρέχει ειδική συγκατάθεση για την εκτέλεση από τον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών καθεμιάς από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

Η εξουσιοδότηση επιτρέπει στον καταναλωτή να προσδιορίζει ρητά τις εισερχόμενες μεταφορές πιστώσεων, τις πάγιες εντολές για μεταφορές πιστώσεων και τις εντολές άμεσης χρέωσης που πρέπει να αλλάξουν. Η εξουσιοδότηση επιτρέπει επίσης στους καταναλωτές να ορίσουν την ημερομηνία από την οποία οι πάγιες εντολές για μεταφορές πιστώσεων και οι εντολές άμεσης χρέωσης πρέπει να εκτελούνται από τον λογαριασμό πληρωμών που ανοίγει ή τηρεί ο λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών. Η ημερομηνία αυτή τοποθετείται τουλάχιστον έξι εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία ο λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών λαμβάνει τα έγγραφα που αποστέλλονται από τον αποστέλλοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με την παράγραφο 4. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν να είναι έγγραφη η εξουσιοδότηση του καταναλωτή και αντίγραφό της να παρέχεται στον καταναλωτή.

3.   Εντός δύο εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της εξουσιοδότησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, ο λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ζητά από τον αποστέλλοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να προβεί στις εξής ενέργειες, εφόσον προβλέπονται στην εξουσιοδότηση του καταναλωτή:

α)

να διαβιβάσει στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και, εφόσον αυτός το έχει ζητήσει ειδικά, στον καταναλωτή κατάλογο των υφιστάμενων πάγιων εντολών για μεταφορές πιστώσεων και τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τις εντολές άμεσης χρέωσης που αλλάζουν·

β)

να διαβιβάσει στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και, κατόπιν ρητής αιτήσεως του καταναλωτή, στον καταναλωτή τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τις επαναλαμβανόμενες εισερχόμενες μεταφορές πιστώσεων και τις άμεσες χρεώσεις που έχει εξουσιοδοτήσει ο πιστωτής και οι οποίες εκτελέστηκαν στον λογαριασμό πληρωμών του καταναλωτή κατά τους προηγούμενους 13 μήνες·

γ)

σε περίπτωση που ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρέχει σύστημα αυτόματου αναπροσανατολισμού των εισερχόμενων μεταφορών πιστώσεων και των άμεσων χρεώσεων προς τον λογαριασμό πληρωμών που διατηρεί ο καταναλωτής στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, να διακόψει την αποδοχή άμεσων χρεώσεων και εισερχόμενων μεταφορών πιστώσεων από την ημερομηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση·

δ)

να ακυρώσει τις πάγιες εντολές από την ημερομηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση·

ε)

να μεταφέρει οποιοδήποτε θετικό υπόλοιπο στον λογαριασμό πληρωμών που ανοίχθηκε ή τηρείται στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών κατά την ημερομηνία που καθορίζεται από τον καταναλωτή και

στ)

να κλείσει τον λογαριασμό πληρωμών που τηρείται στον μεταφέροντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών κατά την ημερομηνία που καθορίζεται από τον καταναλωτή.

4.   Ο μεταφέρων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, αφού λάβει σχετική αίτηση από τον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, εκτελεί τις ακόλουθες ενέργειες, εφόσον προβλέπονται στην εξουσιοδότηση του καταναλωτή:

α)

αποστέλλει στο λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) και β), εντός πέντε εργάσιμων ημερών·

β)

σε περίπτωση που ο μεταφέρων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν παρέχει σύστημα αυτόματης ανακατεύθυνσης των εισερχόμενων μεταφορών πιστώσεων και των άμεσων χρεώσεων προς τον λογαριασμό που κατέχει ή ανοίγει ο καταναλωτής στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, διακόπτει την αποδοχή εισερχόμενων μεταφορών πιστώσεων και άμεσων χρεώσεων στον λογαριασμό πληρωμών από την ημερομηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση. Τα κράτη μέλη είναι δυνατόν να ζητήσουν από τον μεταφέροντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να ενημερώσει τον πληρωτή ή τον δικαιούχο όσον αφορά τον λόγο για τον οποίο δεν δέχονται την πράξη πληρωμής·

γ)

ακυρώνει τις πάγιες εντολές από την ημερομηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση,

δ)

μεταφέρει οποιοδήποτε θετικό υπόλοιπο από τον λογαριασμό πληρωμών στον λογαριασμό πληρωμών που ανοίχθηκε ή τηρείται στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση·

ε)

με την επιφύλαξη του άρθρου 45 παράγραφοι 1 και 6 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, κλείνει τον λογαριασμό πληρωμών κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση, εφόσον ο καταναλωτής δεν έχει εκκρεμείς υποχρεώσεις όσον αφορά τον εν λόγω λογαριασμό και υπό την προϋπόθεση ότι οι ενέργειες που απαριθμούνται στα στοιχεία α), β) και δ) της παρούσας παραγράφου έχουν ολοκληρωθεί. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει αμέσως τον καταναλωτή σε περίπτωση που οι εν λόγω εκκρεμείς υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν το κλείσιμο του λογαριασμού πληρωμών του καταναλωτή.

5.   Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την παραλαβή των πληροφοριών που ζητήθηκαν από τον μεταφέροντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών σύμφωνα με την παράγραφο 3, ο λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών, όπως και εάν προβλέπονται στην εξουσιοδότηση και στον βαθμό που οι πληροφορίες που παρέσχε ο μεταφέρων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών επιτρέπουν στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να το πράξει, εκτελεί τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

προσδιορίζει τις πάγιες εντολές για τις μεταφορές πιστώσεων που ζητεί ο καταναλωτής και τις εκτελεί από την ημερομηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση·

β)

προβαίνει στις απαραίτητες προετοιμασίες για να δεχθεί άμεσες χρεώσεις και να τις δεχθεί από την ημερομηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση·

γ)

εφόσον χρειάζεται, ενημερώνει τους καταναλωτές για τα δικαιώματά τους δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012·

δ)

γνωστοποιεί στους πληρωτές που ορίζονται στην εξουσιοδότηση και οι οποίοι προβαίνουν σε επαναλαμβανόμενες εισερχόμενες μεταφορές πιστώσεων προς λογαριασμό πληρωμών του καταναλωτή τα στοιχεία του λογαριασμού πληρωμών του καταναλωτή στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και διαβιβάζει στους πληρωτές αντίγραφο της εξουσιοδότησης του καταναλωτή. Εάν ο λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν έχει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται για να ενημερώσει τους πληρωτές, ζητεί από τον καταναλωτή ή από τον μεταφέροντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να παράσχει τις πληροφορίες που λείπουν·

ε)

γνωστοποιεί στους δικαιούχους που ορίζονται στην εξουσιοδότηση και οι οποίοι χρησιμοποιούν άμεση χρέωση για τη λήψη χρηματικών ποσών από τον λογαριασμό πληρωμών του καταναλωτή τα στοιχεία του λογαριασμού πληρωμών του καταναλωτή στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών και την ημερομηνία από την οποία πρέπει να λαμβάνονται άμεσες χρεώσεις από τον εν λόγω λογαριασμό πληρωμών και διαβιβάζει στους δικαιούχους αντίγραφο της εξουσιοδότησης του καταναλωτή. Εάν ο λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν έχει όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται για να ενημερώσει τους δικαιούχους, ζητεί από τον καταναλωτή να παράσχει τις πληροφορίες που λείπουν.

Σε περίπτωση που ο καταναλωτής επιλέξει να παράσχει προσωπικά τις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία δ) και ε) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου στους πληρωτές ή δικαιούχους, αντί να δώσει ρητή συγκατάθεση σύμφωνα με την παράγραφο 2 στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να το πράξει, ο λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει στον καταναλωτή τυποποιημένες επιστολές με τα στοιχεία του λογαριασμού πληρωμών και την ημερομηνία έναρξης που προσδιορίζεται στην εξουσιοδότηση εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 55 παράγραφος 2 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ, ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν αναστέλλει τα μέσα πληρωμών πριν από την ημερομηνία που ορίζεται στην εξουσιοδότηση του καταναλωτή, έτσι ώστε η παροχή υπηρεσιών πληρωμών προς τον καταναλωτή να μη διακοπεί κατά τη διάρκεια της παροχής της υπηρεσίας αλλαγής λογαριασμού.

Άρθρο 11

Διευκόλυνση του διασυνοριακού ανοίγματος λογαριασμού για καταναλωτές

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σε περίπτωση που ο καταναλωτής αναφέρει στον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ότι επιθυμεί να ανοίξει λογαριασμό πληρωμών σε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών στον οποίο ο καταναλωτής διατηρεί ήδη λογαριασμό πληρωμών παρέχει μετά την παραλαβή ενός τέτοιου αιτήματος την ακόλουθη βοήθεια στον καταναλωτή:

α)

παρέχει δωρεάν στον καταναλωτή κατάλογο με όλες τις εκκρεμούσες πάγιες εντολές για μεταφορές πιστώσεων και τις εντολές άμεσης χρέωσης τις οποίες έχει δώσει ο οφειλέτης, εφόσον διατίθενται, και πληροφορίες σχετικά με τις επαναλαμβανόμενες εισερχόμενες μεταφορές πιστώσεων και τις άμεσες χρεώσεις που έχει εξουσιοδοτήσει ο πιστωτής και οι οποίες εκτελέστηκαν στον λογαριασμό πληρωμών του καταναλωτή κατά τους προηγούμενους 13 μήνες. Ο εν λόγω κατάλογος δεν επιφέρει καμία υποχρέωση για τον νέο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να δημιουργήσει υπηρεσίες που δεν παρέχει·

β)

μεταφέρει οποιοδήποτε θετικό υπόλοιπο στον λογαριασμό πληρωμών που διατηρεί ο καταναλωτής στον λογαριασμό που ανοίχτηκε ή τηρείται από τον καταναλωτή με τον νέο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, υπό την προϋπόθεση ότι το αίτημα περιλαμβάνει πλήρη στοιχεία για την αναγνώριση του νέου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και του λογαριασμού πληρωμών του καταναλωτή·

γ)

κλείνει τον λογαριασμό πληρωμών που τηρεί ο καταναλωτής.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 45 παράγραφοι 1 και 6 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ και εάν ο καταναλωτής δεν έχει εκκρεμείς υποχρεώσεις επί λογαριασμού πληρωμών, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών στον οποίο ο καταναλωτής διατηρεί τον εν λόγω λογαριασμό πληρωμών προβαίνει στις ενέργειες που προβλέπονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου σχετικά με την ημερομηνία που ορίζεται από τον καταναλωτή, η οποία είναι τουλάχιστον έξι εργάσιμες ημέρες μετά την παραλαβή από τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του αιτήματος του καταναλωτή, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των μερών. Ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών ενημερώνει αμέσως τον καταναλωτή σε περίπτωση που οι εν λόγω εκκρεμείς υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν το κλείσιμο του λογαριασμού πληρωμών του.

Άρθρο 12

Τέλη που συνδέονται με την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές έχουν δωρεάν πρόσβαση στις προσωπικές τους πληροφορίες όσον αφορά υφιστάμενες πάγιες εντολές και άμεσες χρεώσεις που τηρούνται είτε στον αποστέλλοντα είτε στον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών παρέχει τις πληροφορίες που έχει ζητήσει ο λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 4 στοιχείο α) χωρίς να χρεώνει τον καταναλωτή ή τον λαμβάνοντα πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα τέλη, εάν ισχύουν, που χρεώνει ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών στον καταναλωτή για το κλείσιμο του λογαριασμού πληρωμής πληρωμών που τηρείται σε αυτό καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφοι 2, 4 και 6 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα τέλη, εάν ισχύουν, που χρεώνει ο αποστέλλων ή ο λαμβάνων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών στον καταναλωτή για οποιαδήποτε υπηρεσία που παρέχεται δυνάμει του άρθρου 10, εκτός εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου, είναι εύλογα και αντιστοιχούν στο πραγματικό κόστος στο οποίο υποβάλλεται ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών πληρωμών.

Άρθρο 13

Οικονομική ζημία για τους καταναλωτές

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε οικονομική ζημία, περιλαμβανομένων των χρεώσεων και των τόκων, την οποία υφίσταται ο καταναλωτής και η οποία προκύπτει άμεσα από τη μη συμμόρφωση παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που συμμετέχει στη διαδικασία αλλαγής λογαριασμού προς τις υποχρεώσεις οι οποίες ισχύουν δυνάμει του άρθρου 10 επιστρέφεται χωρίς καθυστέρηση από τον εν λόγω πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.

2.   Η ευθύνη που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν ισχύει σε περιστάσεις που είναι ασυνήθεις και απρόβλεπτες, πέραν του ελέγχου του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που τις επικαλείται και των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ’ όλες τις προσπάθειες για το αντίθετο, ούτε όταν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεσμεύεται από άλλες νομικές υποχρεώσεις που προβλέπονται σε ενωσιακές ή εθνικές νομοθετικές πράξεις.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ευθύνη των παραγράφων 1 και 2 καθορίζεται σύμφωνα με τις νομικές απαιτήσεις που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο.

Άρθρο 14

Πληροφόρηση σχετικά με την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών παρέχουν στους καταναλωτές τις εξής πληροφορίες σχετικά με την υπηρεσία αλλαγής λογαριασμού:

α)

τον ρόλο του αποστέλλοντος και του λαμβάνοντος παρόχου υπηρεσιών πληρωμών σε κάθε βήμα της διαδικασίας αλλαγής λογαριασμού, όπως καθορίζεται στο άρθρο 10·

β)

το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης των σχετικών βημάτων·

γ)

τα τέλη, εάν ισχύουν, που χρεώνονται για τη διαδικασία αλλαγής λογαριασμού·

δ)

κάθε πληροφορία που θα κληθεί να παράσχει ο καταναλωτής, και

ε)

τις διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών που αναφέρονται στο άρθρο 24.

Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν να διαθέτουν επίσης οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών και άλλες πληροφορίες, μεταξύ των οποίων, κατά περίπτωση, τις αναγκαίες πληροφορίες για την ταυτοποίηση του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων εντός της Ένωσης στο οποίο συμμετέχει ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διατίθενται δωρεάν σε χαρτί ή άλλο σταθερό υπόθεμα σε όλες τις εγκαταστάσεις του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που είναι προσιτές στους καταναλωτές καθώς και σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του ανά πάσα στιγμή, παρέχονται δε στους καταναλωτές κατόπιν αιτήματός τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

Άρθρο 15

Απαγόρευση των διακρίσεων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν εφαρμόζουν διακρίσεις σε βάρος των καταναλωτών που διαμένουν νόμιμα στην Ένωση λόγω της υπηκοότητάς τους ή του τόπου διαμονής τους ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο που αναφέρεται στο άρθρο 21 του Χάρτη, όταν οι εν λόγω καταναλωτές υποβάλλουν αίτηση για λογαριασμό πληρωμών ή έχουν πρόσβαση σε αυτόν εντός της Ένωσης. Οι προϋποθέσεις για την κατοχή λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά δεν επιφέρουν κανενός είδους διακρίσεις.

Άρθρο 16

Δικαίωμα πρόσβασης σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά

1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι λογαριασμοί πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά προσφέρονται στους καταναλωτές από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα ή από επαρκή αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων για να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε αυτούς όλων των καταναλωτών στην επικράτειά τους και να αποτραπούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι λογαριασμοί πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά δεν προσφέρονται από τα πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν λογαριασμούς πληρωμών αποκλειστικά μέσω επιγραμμικών υπηρεσιών.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές που διαμένουν νόμιμα στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτών που δεν έχουν σταθερή διεύθυνση κατοικίας και των αιτούντων άσυλο, και οι καταναλωτές που δεν είναι κάτοχοι άδειας παραμονής, αλλά των οποίων η απέλαση είναι αδύνατη για νομικούς ή πραγματικούς λόγους, έχουν το δικαίωμα να ανοίξουν και να χρησιμοποιήσουν λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά στα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά τους. Το δικαίωμα αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής του καταναλωτή.

Τα κράτη μέλη μπορούν, με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζονται με τις Συνθήκες, να απαιτούν από τους καταναλωτές που επιθυμούν να ανοίξουν λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά στην επικράτειά τους να αποδείξουν το σχετικό συμφέρον τους.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος να μην είναι ιδιαίτερα δύσκολη ή επαχθής για τον καταναλωτή.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που προσφέρουν λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά ανοίγουν τον λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά ή αρνούνται την αίτηση καταναλωτή για λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, σε κάθε περίπτωση χωρίς αναίτια καθυστέρηση και το αργότερο εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή ολοκληρωμένης αίτησης.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα απορρίπτουν αίτηση για λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά στην περίπτωση που το άνοιγμά του θα είχε ως αποτέλεσμα την παράβαση των διατάξεων σχετικά με την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την αντιμετώπιση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που περιέχονται στην οδηγία 2005/60/ΕΚ.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα που προσφέρουν λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά να απορρίπτουν αίτηση για σχετικό λογαριασμό όταν ο καταναλωτής κατέχει ήδη λογαριασμό πληρωμών σε πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην επικράτειά τους και το οποίο του επιτρέπει να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του άρθρου 17 παράγραφος 1, εκτός εάν ο καταναλωτής δηλώνει ότι έχει προειδοποιηθεί για το προσεχές κλείσιμο του λογαριασμού πληρωμών του.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, πριν από το άνοιγμα ενός λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να επαληθεύει κατά πόσον ο καταναλωτής διατηρεί ή όχι λογαριασμό πληρωμών σε πιστωτικό ίδρυμα που βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος, που δίνει τη δυνατότητα στους καταναλωτές να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του άρθρου 17 παράγραφος 1. Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να βασίζονται σε υπεύθυνη δήλωση υπογεγραμμένη από τους καταναλωτές για τον σκοπό αυτό.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προσδιορίσουν περιορισμένες και ειδικές πρόσθετες περιπτώσεις όπου τα πιστωτικά ιδρύματα μπορεί να τους απαιτηθεί ή να επιλέξουν να απορρίψουν αίτηση για λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά. Οι περιπτώσεις αυτές βασίζονται σε διατάξεις του εθνικού δικαίου που εφαρμόζονται στην επικράτειά τους και αποσκοπούν είτε στη διευκόλυνση της δωρεάν πρόσβασης των καταναλωτών σε βασικό λογαριασμό με βασικά χαρακτηριστικά στο πλαίσιο του μηχανισμού του άρθρο 25 είτε στο να αποφεύγονται οι καταχρήσεις από τους καταναλωτές σχετικά με το δικαίωμά τους να έχουν πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4, 5 και 6, το πιστωτικό ίδρυμα, μετά την απόφασή του, ενημερώνει αμέσως τον καταναλωτή για την απόρριψη της αίτησής του και για τους ειδικούς προς τούτο λόγους, γραπτώς και δωρεάν, εκτός εάν η ενημέρωση αντίκειται στους στόχους της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης ή της οδηγίας 2005/60/ΕΚ. Σε περίπτωση απόρριψης, το πιστωτικό ίδρυμα υποδεικνύει στον καταναλωτή τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει για την υποβολή προσφυγής κατά της απόρριψης και το δικαίωμα του καταναλωτή να απευθυνθεί στη σχετική αρμόδια αρχή και τον ορισθέντα φορέα εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών και παρέχει τα σχετικά στοιχεία επαφής.

8.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4, το πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει τα δέοντα μέτρα δυνάμει του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας 2005/60/ΕΚ.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά δεν εξαρτάται από την αγορά πρόσθετων υπηρεσιών ή μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος, εκτός εάν το τελευταίο αποτελεί προϋπόθεση για όλους τους πελάτες του πιστωτικού ιδρύματος.

10.   Τα κράτη μέλη τεκμαίρεται ότι πληρούν τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στο κεφάλαιο IV, εφόσον το υφιστάμενο δεσμευτικό πλαίσιο διασφαλίζει την πλήρη εφαρμογή του κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να γνωρίζουν την πλήρη έκταση των δικαιωμάτων τους και να τα επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

Άρθρο 17

Παράμετροι λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο λογαριασμός πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνει τις εξής υπηρεσίες:

α)

τη διενέργεια όλων των πράξεων που απαιτούνται για το άνοιγμα, τη λειτουργία και το κλείσιμο λογαριασμού πληρωμών·

β)

υπηρεσίες που επιτρέπουν την κατάθεση χρηματικών ποσών σε λογαριασμό πληρωμών·

γ)

υπηρεσίες που επιτρέπουν τις αναλήψεις μετρητών από λογαριασμό πληρωμών εντός της Ένωσης στη θυρίδα ή σε μηχανήματα αυτόματων συναλλαγών, κατά τη διάρκεια ή εκτός του ωραρίου λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος·

δ)

την εκτέλεση των εξής πράξεων πληρωμής εντός της Ένωσης:

i)

άμεσων χρεώσεων,

ii)

πράξεων πληρωμής μέσω κάρτας πληρωμών, περιλαμβανομένων των διαδικτυακών πληρωμών,

iii)

μεταφορών πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών, σε τερματικά, εφόσον υπάρχουν, και θυρίδες τραπεζών και μέσω των επιγραμμικών δυνατοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος.

Οι υπηρεσίες που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως δ) του πρώτου εδαφίου προσφέρονται από τα πιστωτικά ιδρύματα στον βαθμό που προσφέρονται ήδη στους καταναλωτές οι οποίοι κατέχουν άλλους λογαριασμούς πληρωμής εκτός εκείνων που έχουν βασικά χαρακτηριστικά.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός της να παρέχουν πρόσθετες υπηρεσίες, οι οποίες θεωρούνται ουσιώδεις για τους καταναλωτές βάσει των συνήθων πρακτικών σε εθνικό επίπεδο, στο πλαίσιο λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι λογαριασμοί πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά προσφέρονται από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους, τουλάχιστον στο εθνικό νόμισμα του οικείου κράτους μέλους.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο λογαριασμός πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά επιτρέπει στους καταναλωτές να διενεργούν απεριόριστο αριθμό πράξεων σχετικά με τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

5.   Όσον αφορά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και στο σημείο ii) του στοιχείου δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εξαιρουμένων των συναλλαγών πληρωμών μέσω πιστωτικής κάρτας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν επιβάλλουν τέλη πέραν των εύλογων αμοιβών, εάν ισχύουν, που αναφέρονται στο άρθρο 18, ανεξαρτήτως του αριθμού των πράξεων που εκτελούνται στον λογαριασμό πληρωμών.

6.   Όσον αφορά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο σημείο i) του στοιχείου δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, στο σημείο ii) του στοιχείου δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μόνο όσον αφορά πράξεις πληρωμών μέσω πιστωτικής κάρτας, και στο σημείο iii) του στοιχείου δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν έναν ελάχιστο αριθμό πράξεων για τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να καταλογίζουν μόνο τα εύλογα τέλη, εάν ισχύουν, που αναφέρονται στο άρθρο 18. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ελάχιστος αριθμός των πράξεων είναι επαρκής για να καλύψει την προσωπική χρήση από τον καταναλωτή, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινές εμπορικές πρακτικές και τη συμπεριφορά των καταναλωτών. Τα τέλη που χρεώνονται για τις πράξεις πέραν του ελάχιστου προβλεπόμενου αριθμού δεν είναι ποτέ υψηλότερα από εκείνα που χρεώνονται κατά τη συνήθη τιμολογιακή πολιτική του πιστωτικού ιδρύματος.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο καταναλωτής είναι σε θέση να διαχειρίζεται και να εκκινεί συναλλαγές πληρωμής από τον λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά τον οποίο κατέχει, στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού ιδρύματος και/ή μέσω επιγραμμικών δυνατοτήτων, εάν υπάρχουν.

8.   Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν, κατ’ αίτηση του καταναλωτή, δυνατότητα υπερανάληψης σε σχέση με λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ανώτατο ποσό και ανώτατη διάρκεια για οποιαδήποτε τέτοια υπερανάληψη. Η πρόσβαση ή η χρήση του λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά δεν περιορίζεται ούτε εξαρτάται από την αγορά τέτοιων πιστωτικών υπηρεσιών.

Άρθρο 18

Συναφή τέλη

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 17 προσφέρονται από τα πιστωτικά ιδρύματα δωρεάν ή έναντι καταβολής εύλογου τέλους.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα τέλη που χρεώνονται στον καταναλωτή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις δεσμεύσεις του, σύμφωνα με τη σύμβαση-πλαίσιο, είναι εύλογα.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εύλογα τέλη που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 καθορίζονται λαμβανομένων υπόψη τουλάχιστον των ακόλουθων κριτηρίων:

α)

των εθνικών επιπέδων εισοδήματος·

β)

των μέσων τελών που χρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα στο οικείο κράτος μέλος για τις υπηρεσίες που παρέχονται σε σχέση με λογαριασμούς πληρωμών.

4.   Με την επιφύλαξη του δικαιώματος που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 και της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να εφαρμόζουν διαφορετικά συστήματα τιμολόγησης ανάλογα με το επίπεδο ένταξης του καταναλωτή στο τραπεζικό σύστημα, που να επιτρέπουν, ιδιαίτερα, ευνοϊκότερους όρους για τους ευάλωτους καταναλωτές που δεν χρησιμοποιούν τραπεζικές υπηρεσίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχεται καθοδήγηση στους καταναλωτές, καθώς και κατάλληλες πληροφορίες, σχετικά με τις διαθέσιμες επιλογές.

Άρθρο 19

Συμβάσεις-πλαίσια και καταγγελία

1.   Οι συμβάσεις-πλαίσια για την παροχή πρόσβασης σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά υπόκεινται στην οδηγία 2007/64/ΕΚ, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις παραγράφους 2 και 4 του παρόντος άρθρου.

2.   Το πιστωτικό ίδρυμα δύναται να καταγγείλει μονομερώς τη σύμβαση-πλαίσιο, μόνο εάν ισχύει τουλάχιστον μία από τις εξής προϋποθέσεις:

α)

ο καταναλωτής χρησιμοποίησε εσκεμμένα τον λογαριασμό πληρωμών για παράνομους σκοπούς·

β)

δεν έχει εκτελεσθεί καμία συναλλαγή στον λογαριασμό πληρωμών για διάστημα μεγαλύτερο των 24 διαδοχικών μηνών·

γ)

ο καταναλωτής παρέσχε ανακριβή στοιχεία προκειμένου να εξασφαλίσει τον λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι τα ακριβή στοιχεία θα τον απέκλειαν από το δικαίωμα αυτό·

δ)

ο καταναλωτής δεν διαμένει πλέον νομίμως στην Ένωση·

ε)

ο καταναλωτής έχει ακολούθως ανοίξει δεύτερο λογαριασμό πληρωμών ο οποίος του επιτρέπει να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στο κράτος μέλος όπου κατέχει ήδη λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά.

3.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προσδιορίσουν πρόσθετες περιορισμένες και ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να καταγγελθεί μονομερώς από το πιστωτικό ίδρυμα σύμβαση-πλαίσιο για λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά. Οι περιπτώσεις αυτές βασίζονται σε διατάξεις του εθνικού δικαίου που εφαρμόζονται στην επικράτειά τους και αποσκοπούν στην αποτροπή των καταχρήσεων από τους καταναλωτές σχετικά με το δικαίωμά τους να έχουν πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα καταγγέλλει τη σύμβαση για λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά για έναν ή περισσότερους από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία β), δ) και ε) και στην παράγραφο 3, ενημερώνει τον καταναλωτή για τους λόγους της καταγγελίας, τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την έναρξη ισχύος της, γραπτώς και δωρεάν, εκτός εάν η ενημέρωση αυτή αντίκειται στους στόχους της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης. Όταν το πιστωτικό ίδρυμα καταγγέλλει τη σύμβαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α) ή γ), η καταγγελία ισχύει αμέσως.

5.   Η γνωστοποίηση της καταγγελίας υποδεικνύει στον καταναλωτή τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει για την υποβολή προσφυγής κατά της καταγγελίας, εάν υπάρχει, και το δικαίωμά του καταναλωτή να απευθυνθεί στην αρμόδια αρχή και τον ορισθέντα φορέα εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών και του παρέχει τα σχετικά στοιχεία επαφής.

Άρθρο 20

Γενικές πληροφορίες για λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη θέσπιση πρόσφορων μέτρων για την ενίσχυση της συνειδητοποίησης του κοινού σχετικά με τη διαθεσιμότητα λογαριασμών πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, τους γενικούς όρους τιμολόγησής τους, τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά και τις μεθόδους πρόσβασης σε διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών για τη διευθέτηση διαφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέτρα επικοινωνίας είναι επαρκή και καλά στοχευμένα, ιδίως σε σχέση με την προβολή τους σε καταναλωτές που δεν χρησιμοποιούν τραπεζικές υπηρεσίες και σε ευπαθείς και μετακινούμενους καταναλωτές.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν δωρεάν στους καταναλωτές προσβάσιμες πληροφορίες και συνδρομή σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά των παρεχόμενων λογαριασμών πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, τα σχετικά τέλη και τους όρους χρήσης τους. Τα κράτη μέλη μεριμνούν επίσης ώστε να είναι σαφές στις πληροφορίες ότι η αγορά πρόσθετων υπηρεσιών δεν είναι υποχρεωτική για την πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Άρθρο 21

Αρμόδιες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις εθνικές αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη διασφάλιση της εφαρμογής και επιβολής της παρούσας οδηγίας και μεριμνούν ώστε να τους παρέχονται όλες οι εξουσίες διερεύνησης και επιβολής, καθώς και οι απαραίτητοι πόροι για την αποδοτική και αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Οι αρμόδιες αρχές είναι δημόσιες αρχές ή οργανισμοί αναγνωρισμένοι από το εθνικό δίκαιο ή από δημόσιες αρχές ρητώς εξουσιοδοτημένες προς τούτο από το εθνικό δίκαιο. Δεν είναι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, εξαιρουμένων των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για αρμόδιες αρχές, καθώς και οι εντεταλμένοι από αρμόδιες αρχές ελεγκτές λογαριασμών ή εμπειρογνώμονες, δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που περιέρχονται εις γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιούνται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο ή στην παρούσα οδηγία. Αυτό δεν εμποδίζει ωστόσο τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές που ορίζονται αρμόδιες για τη διασφάλιση της εφαρμογής και επιβολής της παρούσας οδηγίας να είναι ένα από τα ακόλουθα ή και τα δύο:

α)

αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

β)

αρχές διαφορετικές των αναφερόμενων στο στοιχείο α) αρμόδιων αρχών, υπό τον όρο ότι οι εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις απαιτούν τη συνεργασία των εν λόγω αρχών με τις αρμόδιες αρχές του στοιχείου α) όταν απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων για τους σκοπούς της συνεργασίας με την ΕΑΤ όπως απαιτείται από την παρούσα οδηγία.

4.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και την ΕΑΤ τις αρμόδιες αρχές και τυχόν αλλαγές. Η πρώτη τέτοια γνωστοποίηση πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο στις 18 Σεπτεμβρίου 2016.

5.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκούν τις εξουσίες τους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο είτε:

α)

απευθείας υπό τη δική τους εξουσία ή υπό την εποπτεία των δικαστικών αρχών, είτε

β)

υποβάλλοντας αίτηση στα δικαστήρια που είναι αρμόδια για την έκδοση της αναγκαίας απόφασης, περιλαμβανομένης, εφόσον ενδείκνυται, της άσκησης έφεσης, στην περίπτωση ανεπιτυχούς έκβασης της αίτησης έκδοσης της αναγκαίας απόφασης.

6.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν, σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές στο έδαφός τους, για τον σαφή καθορισμό των αντίστοιχων καθηκόντων τους, καθώς και για τη στενή συνεργασία μεταξύ των εν λόγω αρχών, προκειμένου να εκπληρώνουν αποτελεσματικά τα αντίστοιχα καθήκοντά τους.

7.   Η Επιτροπή δημοσιεύει τουλάχιστον άπαξ ετησίως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατάλογο των αρμόδιων αρχών και τον ενημερώνει συνεχώς στην ιστοσελίδα της.

Άρθρο 22

Υποχρέωση συνεργασίας

1.   Οι αρμόδιες αρχές διάφορων κρατών μελών συνεργάζονται μεταξύ τους όποτε αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είτε στο εθνικό δίκαιο.

Οι αρμόδιες αρχές επικουρούν τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Ιδίως, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε τυχόν δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.

Για τη διευκόλυνση και την επίσπευση της συνεργασίας και ιδίως της ανταλλαγής πληροφοριών, κάθε κράτος μέλος ορίζει μία μόνο αρμόδια αρχή ως σημείο επαφής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Το κράτος μέλος ανακοινώνει στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τα ονόματα των αρχών που ορίστηκαν αρμόδιες για την παραλαβή αιτήσεων ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας βάσει της παρούσας παραγράφου.

2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για να διευκολύνουν τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οι οποίες έχουν ορισθεί ως σημεία επαφής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας βάσει της παραγράφου 1 ανταλλάσσουν μεταξύ τους χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών, όπως προβλέπεται από τα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

Οι αρμόδιες αρχές που ανταλλάσσουν πληροφορίες με άλλες αρμόδιες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας μπορούν να ορίζουν κατά την ανταλλαγή ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλυφθούν χωρίς τη ρητή συμφωνία τους και, στην περίπτωση αυτή, οι πληροφορίες αυτές ανταλλάσσονται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συναίνεσή τους.

Η αρμόδια αρχή που έχει οριστεί ως σημείο επαφής δύναται να διαβιβάζει τις ληφθείσες πληροφορίες στις άλλες αρμόδιες αρχές· εντούτοις, δεν διαβιβάζει τις πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συμφωνία των αρμόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έχουν συναινέσει, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων, οπότε ενημερώνει αμέσως το σημείο επαφής που παρέσχε τις πληροφορίες.

4.   Αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει κατόπιν αιτήματος για συνεργασία σε δραστηριότητα έρευνας ή εποπτείας ή να ανταλλάξει πληροφορίες όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 μόνο εάν:

α)

αυτή η έρευνα, η επιτόπου εξακρίβωση, η δραστηριότητα εποπτείας ή η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα·

β)

έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα·

γ)

έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα αναφορικά με τα ίδια άτομα και τις ίδιες πράξεις.

Σε περίπτωση τέτοιας άρνησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα και της παρέχει όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.

Άρθρο 23

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών διαφορετικών κρατών μελών

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να παραπέμπουν το ζήτημα στην ΕΑΤ σε περίπτωση που απορρίφθηκε αίτημα για συνεργασία, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών, ή δεν δόθηκε συνέχεια σε εύλογο χρονικό διάστημα και μπορούν να ζητούν τη βοήθεια της ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ΕΑΤ μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου και κάθε δεσμευτική απόφαση που λαμβάνει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο είναι δεσμευτική για τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, ανεξαρτήτως του εάν οι εν λόγω αρχές είναι ή όχι μέλη της ΕΑΤ.

Άρθρο 24

Εναλλακτική επίλυση διαφορών

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικές και αποδοτικές διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών για τη διευθέτηση των διαφορών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που καθορίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Αυτές οι διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών και οι φορείς που τις παρέχουν πληρούν τις ποιοτικές απαιτήσεις που θεσπίζονται στην οδηγία 2013/11/ΕΕ.

Άρθρο 25

Μηχανισμός σε περίπτωση άρνησης λογαριασμού πληρωμών για τον οποίο καταβάλλεται αντίτιμο

Με την επιφύλαξη του άρθρο 16, τα κράτη μέλη μπορούν να δημιουργούν ειδικό μηχανισμό που να διασφαλίζει ότι οι καταναλωτές που δεν διαθέτουν λογαριασμό πληρωμών στην επικράτειά τους και στους οποίους έχει απαγορευτεί η πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών για τις οποίες καταβάλλεται αντίτιμο από πιστωτικά ιδρύματα θα έχουν αποτελεσματική πρόσβαση σε λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, δωρεάν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 26

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες περί κυρώσεων που επιβάλλονται για παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας η οποία ενσωματώνει την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

2.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή μπορεί να δημοσιοποιεί οποιαδήποτε διοικητική κύρωση επιβάλλεται σε περίπτωση παράβασης των μέτρων που θεσπίζονται για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοοικονομικές αγορές ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 27

Αξιολόγηση

1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή πληροφόρηση σχετικά με τα ακόλουθα, για πρώτη φορά έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2018 και έκτοτε ανά διετία:

α)

τη συμμόρφωση των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών με τα άρθρα 4, 5 και 6·

β)

τη συμμόρφωση των κρατών μελών προς τις απαιτήσεις διασφάλισης της ύπαρξης δικτυακών τόπων σύγκρισης σύμφωνα με το άρθρο 7·

γ)

τον αριθμό των λογαριασμών πληρωμών για τους οποίους έχει γίνει αλλαγή και την αναλογία των αιτήσεων αλλαγής που έχουν απορριφθεί·

δ)

τον αριθμό των πιστωτικών ιδρυμάτων που προσφέρουν λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, τον αριθμό αυτών των λογαριασμών που έχουν ανοιχτεί και την αναλογία των αιτήσεων για λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά που απορρίφθηκαν.

2.   Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση, για πρώτη φορά έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2018 και εν συνεχεία ανά διετία, με βάση τις πληροφορίες που έλαβε από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 28

Επανεξέταση

1.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2019, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, η οποία συνοδεύεται, ενδεχομένως, από νομοθετική πρόταση.

Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει:

α)

κατάλογο με όλες τις διαδικασίες επί παραβάσει που κίνησε η Επιτροπή σχετικά με την παρούσα οδηγία·

β)

εκτίμηση του μέσου ύψους των τελών στα κράτη μέλη για λογαριασμούς πληρωμών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας·

γ)

εκτίμηση της σκοπιμότητας της ανάπτυξης πλαισίου για τη διασφάλιση αυτόματου αναπροσανατολισμού των πληρωμών από τον έναν λογαριασμό πληρωμών στον άλλο εντός του ίδιου κράτους μέλους, σε συνδυασμό με αυτόματες κοινοποιήσεις σε δικαιούχους ή πληρωτές σε περίπτωση αναπροσανατολισμού των μεταφορών τους·

δ)

εκτίμηση της σκοπιμότητας της επέκτασης της υπηρεσίας αλλαγής λογαριασμού που προβλέπεται στο άρθρο 10 στις περιπτώσεις όπου ο λαμβάνων και ο αποστέλλων πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη, καθώς και της δυνατότητας διασυνοριακού ανοίγματος λογαριασμού σύμφωνα με το άρθρο 11·

ε)

εκτίμηση του αριθμού των κατόχων λογαριασμών που άλλαξαν λογαριασμούς πληρωμών μετά τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας βάσει των πληροφοριών που παρέχονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 27·

στ)

εκτίμηση του κόστους και του οφέλους της εφαρμογής της πλήρους φορητότητας των αριθμών λογαριασμών πληρωμών σε ολόκληρη την Ένωση·

ζ)

εκτίμηση του αριθμού των πιστωτικών ιδρυμάτων που προσφέρουν λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά·

η)

εκτίμηση του αριθμού και, όταν διατίθενται ανώνυμες πληροφορίες, των χαρακτηριστικών των καταναλωτών που έχουν ανοίξει λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά μετά τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας·

θ)

εκτίμηση των μέσων ετήσιων τελών που εισπράχθηκαν για λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά σε επίπεδο κρατών μελών·

ι)

εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων μέτρων και της ανάγκης για πρόσθετα μέτρα για την αύξηση της χρηματοοικονομικής ένταξης και τη συνδρομή προς τα ευάλωτα μέλη της κοινωνίας όσον αφορά την υπερχρέωση·

ια)

παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών στα κράτη μέλη για τον περιορισμό του αποκλεισμού των καταναλωτών από την πρόσβαση σε υπηρεσίες πληρωμών.

2.   Στην έκθεση γίνεται εκτίμηση, βάσει και της πληροφόρησης που λαμβάνεται από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 27, του κατά πόσο πρέπει να τροποποιηθεί και να ενημερωθεί ο κατάλογος υπηρεσιών που αποτελούν μέρος ενός λογαριασμού πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά, λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης των μέσων πληρωμών και της τεχνολογίας.

3.   Στην έκθεση γίνεται εκτίμηση επίσης του κατά πόσον απαιτούνται πρόσθετα μέτρα πέραν εκείνων που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8, όσον αφορά τους δικτυακούς τόπους σύγκρισης και τις προσφορές πακέτων, και ιδίως της ανάγκης για διαπίστευση δικτυακών τόπων σύγκρισης.

Άρθρο 29

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2016, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

2.   Θέτουν σε εφαρμογή τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 από τις 18 Σεπτεμβρίου 2016.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο:

α)

το άρθρο 3 εφαρμόζεται από τις 17 Σεπτεμβρίου 2014·

β)

τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 4 παράγραφο 1 έως 5, το άρθρο 5 παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 7 έως εννέα μήνες μετά τη θέση σε ισχύ της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4·

γ)

τα κράτη μέλη στα οποία το δελτίο πληροφόρησης περί τελών σε εθνικό επίπεδο υφίσταται ήδη μπορούν να επιλέξουν να εντάξουν τον κοινό μορφότυπο και το κοινό σύμβολό της το αργότερο 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4·

δ)

τα κράτη μέλη στα οποία η ισοδύναμη δήλωση περί τελών σε εθνικό επίπεδο υφίσταται ήδη μπορούν να επιλέξουν να εντάξουν τον κοινό μορφότυπο και το κοινό σύμβολό της το αργότερο 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4.

3.   Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

4.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών μέτρων εθνικού δικαίου τα οποίες θεσπίζουν στο πεδίο που καλύπτει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 30

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 31

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

S. GOZI


(1)  ΕΕ C 51 της 22.2.2014, σ. 3.

(2)  ΕΕ C 341 της 21.11.2013, σ. 40.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014.

(4)  Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ (ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1).

(5)  Σύσταση 2011/442/ΕΕ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2011, για την πρόσβαση σε βασικό λογαριασμό πληρωμών (ΕΕ L 190 της 21.7.2011, σ. 87).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(8)  Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).

(9)  Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).

(10)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος (ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2).

(11)  Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ L 16 της 23.1.2004, σ. 44).

(12)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 859/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 2003, για την επέκταση των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 και του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 574/72 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν καλύπτονται ήδη από τις διατάξεις αυτές μόνον λόγω της ιθαγένειάς τους (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 1).

(13)  Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 77).

(14)  Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 63).

(15)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(16)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(17)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(19)  Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).