ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 153

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

57ό έτος
22 Μαΐου 2014


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγια 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του Συμβουλιου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών)

1

 

*

Οδηγία 2014/53/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, σχετικά με την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα ραδιοεξοπλισμού στην αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/5/ΕΚ ( 1 )

62

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΟΔΗΓΙΕΣ

22.5.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 153/1


ΟΔΗΓΙΑ 2014/51/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 16ης Απριλίου 2014

σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη την Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 50, 53, 62 και 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η χρηματοπιστωτική κρίση το 2007 και το 2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όσο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ως σύνολο. Τα εθνικά μοντέλα εποπτείας υπερκεράστηκαν από τη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση και την πραγματικότητα των ολοκληρωμένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες συνεργασίας, συντονισμού, συνεπούς εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας και εμπιστοσύνης μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

(2)

Σε ορισμένα ψηφίσματα που εγκρίθηκαν πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση και κατά τη διάρκειά της, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητούσε μια πιο ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή εποπτεία για να εξασφαλιστούν πραγματικά ίσοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους παράγοντες σε επίπεδο Ένωσης, η οποία να αντικατοπτρίζει την προϊούσα ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση, ειδικότερα στα ψηφίσματά της, της 13ης Απριλίου 2000, σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την υλοποίηση του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: σχέδιο δράσης, της 21ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες προληπτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της 11ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την πολιτική για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (2005-2010) — Λευκή βίβλος, της 23ης Σεπτεμβρίου 2008, που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνων (hedge funds) και τα κεφάλαια ιδιωτικών συμμετοχών (private equity), της 9ης Οκτωβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την παρακολούθηση της διαδικασίας Lamfalussy: μελλοντική δομή της εποπτείας, και τις θέσεις της, της 22ας Απριλίου 2009, σχετικά με την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II), και της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.

(3)

Τον Νοέμβριο του 2008, η Επιτροπή ανέθεσε σε ομάδα υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του Jacques de Larosière να διατυπώσει συστάσεις σχετικά με τρόπους ενίσχυσης των ευρωπαϊκών εποπτικών ρυθμίσεων, με στόχο τη βελτίωση της προστασίας των πολιτών της Ένωσης και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στην τελική έκθεσή της, την οποία παρουσίασε στις 25 Φεβρουαρίου 2009 (έκθεση de Larosière), η ομάδα συνέστησε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο ώστε να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Εισηγήθηκε ευρείες μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ένωση. Η έκθεση de Larosière προτείνει και ένα ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοπιστωτικής εποπτείας με τρεις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές —μία για τον τομέα των τραπεζών, μία για τον τομέα των κινητών αξιών, και μία για τον τομέα των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων— και ένα ευρωπαϊκό συμβούλιο συστημικού κινδύνου.

(4)

Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να μπορεί η πραγματική οικονομία να προσφέρει απασχόληση, πιστοδότηση και ανάπτυξη. Η χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε σημαντικές ελλείψεις στη χρηματοπιστωτική εποπτεία, η οποία δεν προέβλεψε τις δυσμενείς μακροπροληπτικές εξελίξεις ούτε απέτρεψε τη συσσώρευση υπερβολικών κινδύνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

(5)

Στα συμπεράσματα της διάσκεψης της 18ης και 19ης Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε να ιδρυθεί ένα ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοπιστωτικής εποπτείας με τρεις νέες ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές. Συνέστησε επίσης, το σύστημα να έχει ως στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, την ενίσχυση της επιτήρησης διασυνοριακών ομίλων και την κατάρτιση ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου κανόνων, το οποίο να ισχύει για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην εσωτερική αγορά. Τόνισε ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (οι «ΕΕΑ») θα πρέπει να έχουν επίσης αρμοδιότητες εποπτείας όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, και κάλεσε την Επιτροπή να επεξεργαστεί συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας («ΕΣΧΕ») θα μπορεί να αντιμετωπίζει καταστάσεις κρίσης.

(6)

Το 2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν τρεις κανονισμούς σχετικά με τη σύσταση των ΕΕΑ: τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) («EIOPA»), και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) («ESMA») ως μέρος του ΕΣΧΕ.

(7)

Για την αποτελεσματική λειτουργία του ΕΣΧΕ, απαιτούνται μεταβολές στη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα της λειτουργίας των τριών ΕΕΑ. Οι αλλαγές αφορούν τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής ορισμένων εξουσιών των ΕΕΑ, την ενσωμάτωση ορισμένων εξουσιών στις διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί διά της κειμένης νομοθεσίας της Ένωσης, και τροποποιήσεις προς εξασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας των ΕΕΑ στο πλαίσιο του ΕΣΧΕ.

(8)

Η σύσταση των ΕΕΑ θα πρέπει επομένως να συνοδεύεται από την ανάπτυξη ενιαίου εγχειριδίου κανόνων, ώστε να εξασφαλίζονται η συνεπής εναρμόνιση και η ομοιόμορφη εφαρμογή, συμβάλλοντας σε μια αποτελεσματικότερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην ουσιαστικότερη εφαρμογή της μικροπροληπτικής εποπτείας. Οι κανονισμοί για τη δημιουργία του ΕΣΧΕ προβλέπουν ότι οι ΕΕΑ μπορούν να καταρτίζουν σχέδια τεχνικών προτύπων σε τομείς οριζόμενους στη σχετική νομοθεσία, τα οποία υποβάλλονται προς έγκριση στην Επιτροπή βάσει των άρθρων 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ή εκτελεστικών πράξεων. Επειδή η οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) έχει προσδιορίσει ένα πρώτο σύνολο τέτοιων τομέων, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προσδιορίσει ένα περαιτέρω σύνολο τομέων, ιδίως για τις οδηγίες 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), και για τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(9)

Οι σχετικές νομοθετικές πράξεις θα πρέπει να καθορίζουν τους τομείς στους οποίους οι ΕΕΑ είναι εξουσιοδοτημένες να καταρτίζουν σχέδια τεχνικών προτύπων, και τον τρόπο έγκρισης των προτύπων αυτών. Οι ανωτέρω πράξεις θα πρέπει να προσδιορίζουν τα στοιχεία, τις προϋποθέσεις και τις προδιαγραφές όπως περιγράφονται λεπτομερώς στο άρθρο 290 ΣΛΕΕ στην περίπτωση των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(10)

Στον καθορισμό των τομέων στους οποίους θα πρέπει να εγκρίνονται τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να επιτευχθεί κατάλληλη ισορροπία ώστε η δημιουργία ενιαίου συνόλου εναρμονισμένων κανόνων να μην περιπλέξει αδικαιολόγητα τη νομοθεσία και την εφαρμογή της. Θα πρέπει να επιλέγονται μόνο οι τομείς στους οποίους η θέσπιση συνεκτικών τεχνικών προτύπων θα συμβάλει αισθητά και αποτελεσματικά στην επίτευξη των στόχων των σχετικών νομοθετικών πράξεων, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις πολιτικής λαμβάνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σύμφωνα με τις συνήθεις διαδικασίες τους.

(11)

Τα θέματα που υπόκεινται σε τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να είναι όντως τεχνικής φύσεως και η επεξεργασία τους να απαιτεί τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων σε θέματα εποπτείας. Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται ως κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ θα πρέπει να αναπτύσσουν περαιτέρω, να εξειδικεύουν και να καθορίζουν τους όρους για τη συνεπή εναρμόνιση των κανόνων που περιλαμβάνονται σε νομοθετικές πράξεις που έχουν θεσπιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συμπληρώνοντας ή τροποποιώντας ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία της νομοθετικής πράξης. Παράλληλα, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται με εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ θα πρέπει να καθορίζουν όρους για την ομοιόμορφη εφαρμογή νομοθετικών πράξεων. Τα τεχνικά πρότυπα δεν θα πρέπει να αφορούν επιλογές πολιτικής.

(12)

Στην περίπτωση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, ενδείκνυται η εφαρμογή της διαδικασίας των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, κατά περίπτωση. Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να εγκρίνονται με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, κατά περίπτωση.

(13)

Τα ρυθμιστικά και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να συμβάλλουν στην κατάρτιση ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για τη νομοθεσία στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, όπως συμφώνησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα συμπεράσματά του Ιουνίου του 2009. Στον βαθμό που ορισμένες απαιτήσεις των ενωσιακών νομοθετικών πράξεων δεν είναι πλήρως εναρμονισμένες, και σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης στον τομέα της εποπτείας, τα ρυθμιστικά και τα εκτελεστικά πρότυπα που αναπτύσσουν, προσδιορίζουν ή καθορίζουν τους όρους εφαρμογής αυτών των απαιτήσεων δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να απαιτούν πρόσθετες πληροφορίες ή να επιβάλλουν αυστηρότερες απαιτήσεις. Επομένως τα ρυθμιστικά και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να επιτρέπουν στα κράτη μέλη να απαιτούν πρόσθετες πληροφορίες ή να επιβάλλουν αυστηρότερες απαιτήσεις σε συγκεκριμένους τομείς στους οποίους οι εν λόγω νομοθετικές πράξεις προβλέπουν αυτή τη διακριτική ευχέρεια.

(14)

Σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, πριν από την υποβολή των ρυθμιστικών ή των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, οι ΕΕΑ θα πρέπει, όπου είναι σκόπιμο, να διεξάγουν ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τους κανόνες αυτούς και να προβαίνουν σε ανάλυση της αναμενόμενης σχέσης κόστους/οφέλους.

(15)

Τα ρυθμιστικά και τα εκτελεστικά πρότυπα θα πρέπει να είναι δυνατόν να προβλέπουν μεταβατικά μέτρα, με την προϋπόθεση να υπάρχουν κατάλληλες προθεσμίες, αν το κόστος της άμεσης εφαρμογής αναμένεται υπερβολικό σε σχέση με τα αντίστοιχα οφέλη.

(16)

Κατά τη στιγμή της έκδοσης της παρούσας οδηγίας, το έργο της προετοιμασίας και της διαβούλευσης για την πρώτη δέσμη των μέτρων εφαρμογής του πλαισίου κανόνων της οδηγίας 2009/138/ΕΚ έχει ήδη προχωρήσει σημαντικά. Για να διευκολυνθεί η έγκαιρη ολοκλήρωση των μέτρων αυτών, είναι σκόπιμο να μπορεί η Επιτροπή, για μια μεταβατική περίοδο, να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, με τη διαδικασία για τη θέσπιση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων. Οποιεσδήποτε τροποποιήσεις αυτών των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ή, μετά την εκπνοή της μεταβατικής περιόδου, οποιαδήποτε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την εφαρμογή της οδηγίας 2009/138/ΕΚ θα πρέπει να εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

(17)

Επιπλέον, είναι σκόπιμο να επιτραπεί στην EIOPA, μετά την παρέλευση διετούς μεταβατικής περιόδου, να προτείνει την επικαιροποίηση ορισμένων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων υπό μορφή ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Οι επικαιροποιήσεις αυτές θα πρέπει να περιορίζονται σε τεχνικές πτυχές των σχετικών κατ' εξουσιοδότηση πράξεων και δεν θα πρέπει να συνιστούν στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές.

(18)

Όταν η EIOPA προετοιμάζει και καταρτίζει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την προσαρμογή κατ' εξουσιοδότηση πράξεων στις τεχνικές εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών, η Επιτροπή θα πρέπει να μεριμνά για την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των πληροφοριών σχετικά με το πεδίο εφαρμογής αυτών των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(19)

Οι κανονισμοί (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 προβλέπουν μηχανισμό διευθέτησης διαφωνιών μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών. Αν μια εθνική εποπτική αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή με το περιεχόμενο πράξης ή παράλειψης άλλης εθνικής εποπτικής αρχής σε τομείς προσδιοριζόμενους σε νομοθετικές πράξεις της Ένωσης σύμφωνα με τους ανωτέρω κανονισμούς, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σχετική νομοθετική πράξη απαιτεί συνεργασία, συντονισμό ή κοινή απόφαση από εθνικές εποπτικές αρχές περισσότερων του ενός κρατών μελών, η οικεία ΕΕΑ, κατόπιν αιτήματος μιας από τις οικείες εθνικές εποπτικές αρχές, θα πρέπει να μπορεί να βοηθά τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία εντός της προθεσμίας που τους θέτει, στον καθορισμό της οποίας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές προθεσμίες που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία, καθώς επίσης ο επείγων χαρακτήρας και η πολυπλοκότητα της διαφωνίας. Αν η διαφωνία συνεχιστεί, η ΕΕΑ θα πρέπει να είναι σε θέση να διευθετήσει το θέμα.

(20)

Οι κανονισμοί (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 απαιτούν να ορίζονται στην τομεακή νομοθεσία οι περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται να εφαρμόζεται ο μηχανισμός διευθέτησης διαφωνιών μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προσδιορίσει ένα πρώτο σύνολο τέτοιων περιπτώσεων στον ασφαλιστικό και στον αντασφαλιστικό τομέα, με την επιφύλαξη της προσθήκης περαιτέρω περιπτώσεων στο μέλλον. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις ΕΕΑ να ενεργούν σύμφωνα με άλλες εξουσίες ή να εκτελούν καθήκοντα οριζόμενα στους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, συμπεριλαμβανομένων της μη δεσμευτικής μεσολάβησης και της συμβολής στη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, στους τομείς στους οποίους η σχετική νομοθετική πράξη προβλέπει ήδη κάποιας μορφής μη δεσμευτική διαμεσολάβηση ή στους οποίους υπάρχουν προθεσμίες για τη λήψη κοινών αποφάσεων από μία ή περισσότερες εθνικές εποπτικές αρχές, απαιτούνται τροποποιήσεις για να εξασφαλίζονται η σαφήνεια και η ελάχιστη δυνατή διατάραξη της διαδικασίας που αποβλέπει στη λήψη κοινής απόφασης, αλλά και να εξασφαλιστεί ότι οι ΕΕΑ θα είναι σε θέση να επιλύουν διαφωνίες, όποτε απαιτείται. Η δεσμευτική διαδικασία επίλυσης διαφωνιών προορίζεται για τη διευθέτηση καταστάσεων κατά τις οποίες οι εθνικές εποπτικές αρχές δεν μπορούν να επιλύσουν με συνεννόηση μεταξύ τους ορισμένα διαδικαστικά ή ουσιώδη ζητήματα σχετιζόμενα με τη συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ένωσης.

(21)

Επομένως, είναι σκόπιμο η παρούσα οδηγία να εντοπίσει τις καταστάσεις εκείνες στις οποίες ενδέχεται να πρέπει να επιλυθεί διαδικαστικό ή ουσιαστικό ζήτημα συμμόρφωσης με τη νομοθεσία της Ένωσης, το οποίο ίσως δεν μπορούν να λύσουν οι εθνικές εποπτικές αρχές με τα μέσα που διαθέτουν. Σε τέτοια περίπτωση, μία από τις εμπλεκόμενες εθνικές εποπτικές αρχές θα πρέπει να μπορεί να θέτει το θέμα στην οικεία ΕΕΑ. Η εν λόγω ΕΕΑ θα πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τον ιδρυτικό της κανονισμό και με την παρούσα οδηγία. Θα πρέπει να μπορεί να ζητεί από τις εμπλεκόμενες εθνικές εποπτικές αρχές να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες ή να απέχουν από ενέργειες ώστε να επιλυθεί το θέμα και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ένωσης, με δεσμευτικά αποτελέσματα για τις εμπλεκόμενες εθνικές εποπτικές αρχές. Όπου η σχετική νομοθετική πράξη της Ένωσης αφήνει περιθώρια διακριτικής ευχέρειας στα κράτη μέλη, οι αποφάσεις μιας ΕΕΑ δεν θα πρέπει να αντικαθιστούν την άσκηση διακριτικής ευχέρειας των εθνικών εποπτικών αρχών εφόσον η άσκηση αυτή τηρεί το δίκαιο της Ένωσης.

(22)

Η οδηγία 2009/138/ΕΚ προβλέπει κοινές αποφάσεις όσον αφορά την έγκριση αιτήσεων για τη χρήση ενός εσωτερικού υποδείγματος σε επίπεδο ομίλου και θυγατρικών, την έγκριση αιτήσεων για την υπαγωγή μιας θυγατρικής στα άρθρα 238 και 239 της συγκεκριμένης οδηγίας, και τον προσδιορισμό της αρχής εποπτείας ομίλου σε διαφορετική βάση από τα κριτήρια του άρθρου 247 της ίδιας οδηγίας. Σε όλους αυτούς τους τομείς, η τροποποίηση θα πρέπει να αναφέρει σαφώς ότι σε περίπτωση διαφωνίας η EIOPA μπορεί να επιλύσει τη διαφωνία προσφεύγοντας στη διαδικασία του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Η συγκεκριμένη προσέγγιση καθιστά σαφές ότι, παρόλο που η EIOPA δεν θα πρέπει να υποκαταστήσει την άσκηση διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των εθνικών εποπτικών αρχών, θα πρέπει να είναι δυνατή η διευθέτηση διαφωνιών και η ενίσχυση της συνεργασίας πριν από τη λήψη τελικής απόφασης από την εθνική εποπτική αρχή ή την έκδοση τελικής απόφασης απευθυνόμενης σε ένα ίδρυμα. Η EIOPA θα πρέπει να επιλύει διαφωνίες διαμεσολαβώντας μεταξύ των αντικρουόμενων απόψεων των εθνικών εποπτικών αρχών.

(23)

Η νέα αρχιτεκτονική του συστήματος εποπτείας που δημιουργείται με το ΕΣΧΕ θα απαιτήσει τη στενή συνεργασία των εθνικών εποπτικών αρχών με τις ΕΕΑ. Οι τροποποιήσεις των σχετικών νομοθετικών πράξεων θα πρέπει να διασφαλίζουν την απουσία νομικών εμποδίων στις υποχρεώσεις ανταλλαγής πληροφοριών οι οποίες περιλαμβάνονται στους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και ότι η παροχή πληροφοριών δεν θα συνεπάγεται περιττό διοικητικό φόρτο.

(24)

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να υποχρεούνται μόνο να παρέχουν στις εθνικές εποπτικές αρχές τους πληροφορίες χρήσιμες για την εποπτεία, λαμβανομένων υπόψη των στόχων της εποπτείας όπως καθορίζονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ. Πληροφορίες για πλήρη κατάλογο στοιχείων ενεργητικού, ανά στοιχείο, και άλλες πληροφορίες παρεχόμενες με συχνότητα μεγαλύτερη από μία φορά το έτος θα πρέπει να απαιτούνται μόνο αν η πρόσθετη γνώση που αποκτούν οι εθνικές εποπτικές αρχές για τον σκοπό της παρακολούθησης της οικονομικής ευρωστίας των επιχειρήσεων ή σε σχέση με τον πιθανό αντίκτυπο των αποφάσεών τους δικαιολογεί την επιβάρυνση που συνεπάγονται ο υπολογισμός και η υποβολή των συγκεκριμένων πληροφοριών. Οι εθνικές εποπτικές αρχές, αφού εξετάσουν τη φύση, την κλίμακα και της πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης, διαθέτουν την εξουσία να επιτρέπουν περιορισμούς όσον αφορά τη συχνότητα και την έκταση των πληροφοριών που θα πρέπει να υποβάλλονται, ή εξαιρέσεις από την υποχρέωση υποβολής αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο, μόνο αν η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν υπερβαίνει ορισμένα όρια. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται η επιλεξιμότητα των μικρότερων επιχειρήσεων για περιορισμούς και εξαιρέσεις, και ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 20 % της αγοράς ασφαλίσεων ζωής και ασφαλίσεων κατά ζημιών ή αντασφάλισης σε κάθε κράτος μέλος.

(25)

Για να εξασφαλίζονται η ακρίβεια και η πληρότητα των πληροφοριών που υποβάλλουν οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή οι ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου σε επίπεδο ομίλου, οι εθνικές εποπτικές αρχές δεν θα πρέπει να επιτρέπουν περιορισμούς στις υποβαλλόμενες πληροφορίες ή εξαιρέσεις από την υποβολή αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο για επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο, εκτός αν η εθνική εποπτική αρχή κρίνει ότι η υποβολή των πληροφοριών δεν θα ήταν ενδεδειγμένη λόγω της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου.

(26)

Στους τομείς στους οποίους η Επιτροπή εξουσιοδοτείται σήμερα με βάση την οδηγία 2009/138/ΕΚ να εγκρίνει εκτελεστικά μέτρα τα οποία αποτελούν μη νομοθετικές πράξεις γενικής εφαρμογής για τη συμπλήρωση ή την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων της συγκεκριμένης οδηγίας κατά την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να θεσπίζει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο αυτό ή να εγκρίνει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

(27)

Για να εξασφαλίζεται η ίδια μεταχείριση για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας (SCR), σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ, με τον κανονικό τύπο, ή για να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις της αγοράς, θα πρέπει να εκχωρηθεί στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις για τον υπολογισμό της SCR με τον κανονικό τύπο.

(28)

Όταν οι κίνδυνοι δεν καλύπτονται επαρκώς από μια υποενότητα, η EIOPA θα πρέπει να εξουσιοδοτείται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για ποσοτικά όρια και κριτήρια ορίων επιλεξιμότητας στοιχείων ενεργητικού για την SCR με βάση τον κανονικό τύπο.

(29)

Για να εξασφαλίζεται συνέπεια στον υπολογισμό τεχνικών προβλέψεων από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ, απαιτείται να υπάρχει κεντρικός φορέας ο οποίος να συγκεντρώνει, να δημοσιεύει και να επικαιροποιεί σε τακτική βάση ορισμένες τεχνικές πληροφορίες σχετικά με τη διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη παρατηρήσεις στη χρηματοπιστωτική αγορά. Η εκτίμηση της διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου θα πρέπει να γίνεται με διαφάνεια. Δεδομένου του τεχνικού και ασφαλιστικού χαρακτήρα τους, τα καθήκοντα αυτά θα πρέπει να εκτελούνται από την EIOPA.

(30)

Η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου θα πρέπει να αποτρέπει την τεχνητή μεταβλητότητα στις τεχνικές προβλέψεις και στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια, και να προσφέρει κίνητρα για καλή διαχείριση του κινδύνου. Η επιλογή του εναρκτήριου σημείου για την παρέκταση των επιτοκίων άνευ κινδύνου θα πρέπει να επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αντιστοιχίζουν με ομόλογα τις ταμειακές ροές οι οποίες προεξοφλούνται με τα μη παρεκτεταμένα επιτόκια κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης. Σε συνθήκες αγοράς παρόμοιες με εκείνες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, το εναρκτήριο σημείο για την παρέκταση των επιτοκίων άνευ κινδύνου, και ειδικότερα αυτών του ευρώ, θα πρέπει να αντιστοιχεί στο επιτόκιο 20ετούς διάρκειας. Υπό συνθήκες αγορών παρόμοιες με εκείνες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, το παρεκτεταμένο μέρος της διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου, και ειδικότερα αυτών του ευρώ, θα πρέπει να συγκλίνει προς το οριακό επιτόκιο πρόσω με τρόπο ώστε για διάρκειες πέραν των 40 ετών από το εναρκτήριο σημείο της παρέκτασης, το παρεκτεταμένο επιτόκιο πρόσω να μη διαφέρει περισσότερο από 3 μονάδες βάσης από το οριακό επιτόκιο πρόσω. Για νομίσματα άλλα από το ευρώ, τα χαρακτηριστικά των τοπικών αγορών ομολόγων και συμβάσεων ανταλλαγής (swap) θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό του εναρκτήριου σημείου της παρέκτασης των επιτοκίων άνευ κινδύνου, και της κατάλληλης περιόδου σύγκλισης στο οριστικό επιτόκιο πρόσω.

(31)

Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που κατέχουν ομόλογα ή άλλα στοιχεία ενεργητικού με παρόμοια χαρακτηριστικά ταμειακής ροής έως τη ληκτότητα δεν εκτίθενται στον κίνδυνο μεταβολής των περιθωρίων (spread) για τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού. Για να αποφεύγονται οι επιπτώσεις των μεταβολών των περιθωρίων των στοιχείων ενεργητικού στο ύψος των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων αυτών, θα πρέπει να επιτρέπεται στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις να προσαρμόζουν τη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης σύμφωνα με την εξέλιξη των περιθωρίων των στοιχείων ενεργητικού τους. Η εφαρμογή μιας τέτοιας προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων θα πρέπει να υπόκειται σε έγκριση από την εποπτική αρχή, ενώ με την επιβολή αυστηρών απαιτήσεων σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να διατηρούν τα στοιχεία ενεργητικού τους έως τη ληκτότητα. Θα πρέπει ειδικότερα να αντιστοιχίζονται οι ταμειακές ροές των στοιχείων ενεργητικού με τις υποχρεώσεις, τα δε στοιχεία ενεργητικού να αντικαθίστανται για τον σκοπό της διατήρησης της αντιστοιχίας μόνον όταν οι αναμενόμενες ταμειακές ροές έχουν μεταβληθεί ουσιαστικά, όπως στην περίπτωση πιστωτικής υποβάθμισης ή αθέτησης ομολόγου. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να δημοσιοποιούν τον αντίκτυπο που έχει στην οικονομική τους θέση η προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης, για να εξασφαλίζεται επαρκής διαφάνεια.

(32)

Για να αποτρέπεται η φιλοκυκλική επενδυτική συμπεριφορά, θα πρέπει να επιτρέπεται στις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να προσαρμόζουν τη σχετική διαχρονική διάρθρωση των άνευ κινδύνου επιτοκίων τους κατά τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των τεχνικών προβλέψεων για τον μετριασμό της επίδρασης υπερβολικών μεταβολών στα πιστωτικά περιθώρια εξ ομολόγων. Αυτή η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας θα πρέπει να βασίζεται σε χαρτοφυλάκια αναφοράς σε νομίσματα που σχετίζονται με αυτές τις επιχειρήσεις και, όπου είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση αντιπροσωπευτικότητας, σε χαρτοφυλάκια αναφοράς που αντιστοιχούν σε εθνικές ασφαλιστικές αγορές. Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να δημοσιοποιούν τον αντίκτυπο που έχει στην οικονομική τους θέση η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, για να εξασφαλίζεται επαρκής διαφάνεια.

(33)

Δεδομένης της σημασίας της προεξόφλησης για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, η οδηγία 2009/138/ΕΚ θα πρέπει να εξασφαλίζει ενιαίες προϋποθέσεις για την επιλογή προεξοφλητικών επιτοκίων από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Για να εξασφαλισθούν τέτοιες ενιαίες προϋποθέσεις, θα πρέπει ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για να προσδιορίσει τις σχετικές διαχρονικές διαρθρώσεις των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης, τα βασικά πιστωτικά περιθώρια για τον υπολογισμό της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, και των προσαρμογών επιτοκίου λόγω μεταβλητότητας. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10). Στις εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θα πρέπει να χρησιμοποιούνται τεχνικά στοιχεία προερχόμενα και δημοσιευμένα από την EIOPA. Η συμβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την έκδοση των εν λόγω εκτελεστικών πράξεων.

(34)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή εφόσον, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις σχετικά με τη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου, τούτο επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης.

(35)

Για τον περιορισμό των δυνητικών περιττών φαινομένων φιλοκυκλικότητας, η περίοδος για την αποκατάσταση συμμόρφωσης προς την SCR θα πρέπει να παρατείνεται, μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις απότομης πτώσης των χρηματοπιστωτικών αγορών, συστηματικά χαμηλών επιτοκίων, και καταστροφικών συμβάντων με έντονο αντίκτυπο, που επηρεάζουν αρνητικά τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή τις πληττόμενες κατηγορίες δραστηριοτήτων. Η EIOPA θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για τη διαπίστωση της ύπαρξης έκτακτων αντίξοων καταστάσεων, η δε Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει αρμοδιότητα για τη θέσπιση μέτρων μέσω κατ' εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων, όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων και των σχετικών διαδικασιών.

(36)

Στο πλαίσιο της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στην αντίστοιχη διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που προβλέπεται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, η υποχρέωση σύμφωνα με την οποία η οργάνωση και η διαχείριση του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης στο οποίο εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης και του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου γίνονται χωριστά από ό,τι για τις άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης και ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη ζημιών από άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή σε οικονομικό πλαίσιο. Δεν θα πρέπει να συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να διαθέτουν στη νομοθεσία τους νομική έννοια για τα κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης. Οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων θα πρέπει να προσδιορίζουν, να οργανώνουν και να διαχειρίζονται το χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και παθητικού χωριστά από τα άλλα μέρη της επιχείρησης, και συνεπώς δεν θα πρέπει να τους επιτρέπεται να αναλαμβάνουν κινδύνους που προκύπτουν σε άλλα μέρη της επιχείρησης χρησιμοποιώντας το δεσμευμένο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού. Μολονότι αυτό επιτρέπει την αποτελεσματική διαχείριση χαρτοφυλακίου, για τους σκοπούς της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων θα πρέπει ο περιορισμός της μεταβιβασιμότητας και των περιθωρίων διαφοροποίησης μεταξύ του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου και των υπόλοιπων αναγκών της επιχείρησης να συνεπάγεται προσαρμογές των ιδίων κεφαλαίων και της SCR.

(37)

Το πιστωτικό περιθώριο του χαρτοφυλακίου αναφοράς που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να καθορίζεται με διαφάνεια, μέσω των σχετικών δεικτών, όπου υπάρχουν.

(38)

Για την εξασφάλιση διαφάνειας στην εφαρμογή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, και των μεταβατικών μέτρων για τα επιτόκια άνευ κινδύνου και τις τεχνικές προβλέψεις που προβλέπονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης θα πρέπει να δημοσιοποιούν τον αντίκτυπο της μη εφαρμογής των μέτρων αυτών στις οικονομικές τους θέσεις, συμπεριλαμβανομένων του ποσού των τεχνικών προβλέψεων, της SCR, της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης (MCR) δυνάμει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, των βασικών ιδίων κεφαλαίων, και των ποσών των ιδίων κεφαλαίων που πληρούν τις απαιτήσεις για την κάλυψη της MCR και της SCR.

(39)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία διατάξεις που εκχωρούν στις εθνικές εποπτικές αρχές εξουσία να επιτρέπουν και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να απορρίπτουν τη χρήση της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας.

(40)

Για να εξασφαλιστεί ότι θα παρέχονται σε εναρμονισμένη βάση ορισμένα τεχνικά στοιχεία για την SCR με χρήση του κανονικού τύπου, παραδείγματος χάρη για να είναι δυνατόν να ακολουθούνται εναρμονισμένες προσεγγίσεις στη χρήση αξιολογήσεων, θα πρέπει να ανατεθούν συγκεκριμένα καθήκοντα στην EIOPA. Η αναγνώριση των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί και να εναρμονιστεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), και την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12). Δεδομένου ότι θα πρέπει να αποφευχθεί η επικάλυψη με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, δικαιολογείται ένας ρόλος για τη μεικτή επιτροπή ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών που έχει συσταθεί με τους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η EIOPA θα πρέπει να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ικανότητες και την πείρα της ESMA. Ο λεπτομερής τρόπος άσκησης των καθηκόντων αυτών θα πρέπει να εξειδικεύεται περαιτέρω με μέτρα που θα θεσπίζονται με κατ' εξουσιοδότηση πράξη ή με εκτελεστική πράξη.

(41)

Οι καταστάσεις των περιφερειακών κυβερνήσεων και των τοπικών αρχών που δημοσιεύει η EIOPA δεν θα πρέπει να είναι λεπτομερέστερες από ό,τι απαιτείται για να εξασφαλιστεί ότι οι συγκεκριμένες κυβερνήσεις ή αρχές αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο μόνο όταν οι κίνδυνοι του ανοίγματος είναι ίδιοι όπως και για τις κεντρικές κυβερνήσεις.

(42)

Για να εξασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση βάσει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ για να καθορίζεται πότε επιτρέπεται η παράταση της περιόδου ανάκαμψης σε περιπτώσεις παραβιάσεων της SCR, θα πρέπει να διευκρινιστούν οι συνθήκες οι οποίες συνιστούν έκτακτη αντίξοη κατάσταση. Η EIOPA θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για τη διαπίστωση της ύπαρξης έκτακτων αντίξοων καταστάσεων, η δε Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει αρμοδιότητα για τη θέσπιση μέτρων μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ή εκτελεστικών πράξεων, όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων και των σχετικών διαδικασιών στην περίπτωση τέτοιων έκτακτων αντίξοων καταστάσεων.

(43)

Για να εξασφαλίζεται η διατομεακή συνοχή και να πάψει να υφίσταται απόκλιση μεταξύ των συμφερόντων επιχειρήσεων που «επανασυσκευάζουν» δάνεια σε διαπραγματεύσιμους τίτλους και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα (μεταβιβάζοντα ιδρύματα ή χορηγούς) και των συμφερόντων επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης που επενδύουν σε αυτούς τους τίτλους ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα, θα πρέπει να εκχωρηθεί στην Επιτροπή η εξουσία για τη λήψη μέτρων μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σε περιπτώσεις επενδύσεων σε «επανασυσκευασμένα» δάνεια βάσει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, όπου θα καθορίζονται όχι μόνο οι απαιτήσεις αλλά και οι συνέπειες της παραβίασης των εν λόγω απαιτήσεων.

(44)

Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη σύγκλιση στις διαδικασίες για εγκρίσεις εποπτείας που προβλέπονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ όσον αφορά παραμέτρους προσιδιάζουσες σε επιχείρηση, πολιτικές τροποποίησης μοντέλων, για φορείς ειδικού σκοπού και για τον καθορισμό και την κατάργηση πρόσθετων κεφαλαιακών επιβαρύνσεων, θα πρέπει να εκχωρηθεί στην Επιτροπή η εξουσία για τη λήψη μέτρων μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, για τον καθορισμό της σχετικής διαδικασίας στους συγκεκριμένους τομείς.

(45)

Η Διεθνής Οργάνωση Ασφαλιστικών Εποπτών αναπτύσσει ένα παγκόσμιο πρότυπο φερεγγυότητας με γνώμονα τον κίνδυνο, και συνεχίζει να προωθεί τον καλύτερο συντονισμό της εποπτείας και τη συνεργασία σε διεθνή κλίμακα. Οι διατάξεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σχετικά με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις της Επιτροπής όσον αφορά την ισοδυναμία των καθεστώτων φερεγγυότητας και προληπτικής εποπτείας τρίτων χωρών είναι συνεπείς προς τους στόχους της ενθάρρυνσης της διεθνούς σύγκλισης στην εφαρμογή καθεστώτων φερεγγυότητας με γνώμονα τον κίνδυνο, και καθεστώτων προληπτικής εποπτείας. Για να αναγνωρίζεται ότι ορισμένες τρίτες χώρες μπορεί να χρειάζονται περισσότερο χρόνο για την προσαρμογή και την εφαρμογή καθεστώτων φερεγγυότητας και προληπτικής εποπτείας που να ικανοποιούν πλήρως τα κριτήρια αναγνώρισής τους ως ισοδύναμων, είναι αναγκαίο να καθοριστούν προϋποθέσεις σχετικά με τον χειρισμό των καθεστώτων των εν λόγω τρίτων χωρών έτσι ώστε να μπορεί να αναγνωριστεί προσωρινά ισοδυναμία για τις χώρες αυτές. Στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις της Επιτροπής σχετικά με προσωρινή ισοδυναμία θα πρέπει, όπου είναι σκόπιμο, να λαμβάνονται υπόψη οι διεθνείς εξελίξεις. Αν η Επιτροπή καθορίζει ότι το καθεστώς προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζει μια τρίτη χώρα για την εποπτεία ομίλων είναι προσωρινά ισοδύναμο, θα πρέπει να προβλέπεται υποχρέωση πρόσθετης εποπτικής αναφοράς, για να εξασφαλίζεται η προστασία των ασφαλισμένων και των δικαιούχων παροχών στην Ένωση.

(46)

Δεδομένης της ιδιαίτερης φύσης της αγοράς ασφαλίσεων, για να εξασφαλίζονται ίσοι όροι για τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, ανεξάρτητα από το αν η μητρική επιχείρηση είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να καθορίζει ότι μια τρίτη χώρα είναι προσωρινά ισοδύναμη για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου και των ιδίων κεφαλαίων που πληρούν τις προϋποθέσεις για την τήρηση των απαιτήσεων αυτών.

(47)

Για την εξασφάλιση κατάλληλης πληροφόρησης των ενδιαφερομένων σχετικά με τη διάρθρωση των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών ομίλων, πρέπει να διατίθενται δημόσια πληροφορίες σχετικά με τη νομική τους διάρθρωση και τη διοικητική και οργανωτική τους διάρθρωση. Στις πληροφορίες αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνονται τουλάχιστον η επωνυμία, ο τύπος δραστηριότητας και η χώρα εγκατάστασης των θυγατρικών τους, των σημαντικών συνδεδεμένων επιχειρήσεών τους, και των σημαντικών υποκαταστημάτων τους.

(48)

Για τις αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με το ότι το καθεστώς φερεγγυότητας ή προληπτικής εποπτείας μιας χώρας είναι πλήρως ή προσωρινά ισοδύναμο θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όπου έχει εφαρμογή, η ύπαρξη, η διάρκεια και η φύση των μεταβατικών μέτρων στα καθεστώτα των συγκεκριμένων τρίτων χωρών.

(49)

Προκειμένου η ευρωπαϊκή συνεταιριστική εταιρεία, που θεσπίζεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου (13) να μπορεί να παρέχει υπηρεσίες ασφάλισης και αντασφάλισης, είναι αναγκαίο να διευρυνθεί ο κατάλογος επιτρεπόμενων νομικών μορφών επιχειρήσεων ασφάλισης και αντασφάλισης βάσει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ώστε να συμπεριληφθεί η Ευρωπαϊκή Συνεταιριστική Εταιρεία.

(50)

Τα ποσά σε ευρώ του κατώτατου ορίου MCR για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να προσαρμοστούν. Η προσαρμογή αυτή είναι απόρροια της περιοδικής ρύθμισης των υφιστάμενων κατώτατων ορίων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, για να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός.

(51)

Ο υπολογισμός της SCR για την ασφάλιση υγείας θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τα εθνικά συστήματα εξίσωσης και θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις αλλαγές στην εθνική νομοθεσία για την υγεία, δεδομένου ότι αποτελούν θεμελιώδες τμήμα του συστήματος ασφάλισης στα εν λόγω εθνικά συστήματα υγείας.

(52)

Ορισμένες εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται δυνάμει του άρθρου 202 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας θα πρέπει να αντικατασταθούν από τις κατάλληλες διατάξεις δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ.

(53)

Η ευθυγράμμιση των διαδικασιών επιτροπολογίας με τις διατάξεις της ΣΛΕΕ, και ειδικότερα με το άρθρο 290 αυτής, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί χωριστά για κάθε περίπτωση. Για να ληφθούν υπόψη οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να εξειδικευτούν οι απαιτήσεις που καθορίζονται στις οδηγίες οι οποίες τροποποιούνται με την παρούσα οδηγία, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία για την έκδοση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 290 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις θα πρέπει να εκδίδονται για λεπτομέρειες σχετικά με τις απαιτήσεις διακυβέρνησης, την αποτίμηση, την εποπτική αναφορά, και τη δημοσιοποίηση, τον προσδιορισμό και την κατάταξη ιδίων κεφαλαίων, τον κανονικό τύπο υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας (συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε επακόλουθων μεταβολών στον τομέα των αυξήσεων κεφαλαίου), και την επιλογή μεθόδων και παραδοχών για τον υπολογισμό τεχνικών προβλέψεων.

(54)

Στη δήλωση αριθ. 39 για το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προσαρτάται στην Τελική Πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία ενέκρινε τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η διάσκεψη έλαβε υπόψη την πρόθεση της Επιτροπής να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες οριζόμενους από τα κράτη μέλη κατά την προετοιμασία των σχεδίων κατ' εξουσιοδότηση πράξεων στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της.

(55)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να διαθέτουν τρεις μήνες από την ημέρα κοινοποίησης για να προβάλουν αντιρρήσεις σε μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη. Όταν πρόκειται για σημαντικούς επίμαχους τομείς, με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου το διάστημα αυτό θα πρέπει να μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες. Επίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιούν στα άλλα θεσμικά όργανα την πρόθεσή τους να μην προβάλουν αντιρρήσεις. Η έγκαιρη αυτή έγκριση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ενδείκνυται ιδιαίτερα όταν πρέπει να τηρηθούν κάποιες προθεσμίες, για παράδειγμα σε περιπτώσεις που περιλαμβάνονται χρονοδιαγράμματα στη βασική πράξη στην οποία στηρίζεται η Επιτροπή για τη θέσπιση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(56)

Μέσα από το πρίσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και των φιλοκυκλικών μηχανισμών που συνέβαλαν στο ξέσπασμά της και επιδείνωσαν τις συνέπειές της, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία, και η G20 διατύπωσαν συστάσεις για τον μετριασμό των φιλοκυκλικών επιπτώσεων των χρηματοπιστωτικών κανονισμών. Οι συστάσεις αυτές αφορούν άμεσα τις επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης ως σημαντικές συνιστώσες του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

(57)

Για να επιτευχθεί συνοχή στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να διασφαλιστεί η μακροπροληπτική εποπτεία σε ολόκληρη την Ένωση, είναι σκόπιμο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, που συστάθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), να αναπτύξει αρχές προσαρμοσμένες στην οικονομία της Ένωσης.

(58)

Η χρηματοπιστωτική κρίση κατέδειξε ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποτίμησαν σημαντικά το επίπεδο του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου που σχετίζεται με εξωχρηματιστηριακά (OTC) παράγωγα. Αυτό οδήγησε την G20, τον Σεπτέμβριο του 2009, να ζητήσει να εκκαθαρίζονται περισσότερα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα μέσω κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Η G20 ζήτησε επίσης να υπόκεινται σε υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα τα οποία δεν μπορούν να εκκαθαρίζονται μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ώστε να αντικατοπτρίζουν ορθά τους υψηλότερους κινδύνους που ενέχουν.

(59)

Στον υπολογισμό του κανονικού τύπου για την SCR θα πρέπει η αντιμετώπιση των ανοιγμάτων σε επιλέξιμους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να είναι συνεπής προς την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων αυτών στις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τα πιστωτικά ιδρύματα και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ιδιαίτερα όσον αφορά τις διαφορές στη μεταχείριση μεταξύ των επιλέξιμων κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των άλλων κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

(60)

Για να εξασφαλιστεί ότι επιτυγχάνεται συνεχώς ο στόχος της Ένωσης για βιώσιμη ανάπτυξη και οι στόχοι της οδηγίας 2009/138/ΕΚ κυρίως όσον αφορά την προστασία των ασφαλισμένων και επίσης για την εξασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει την καταλληλότητα των μεθόδων, των παραδοχών και των τυπικών παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό του κανονικού τύπου της SCR, μέσα σε πέντε έτη από την εφαρμογή της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Η επανεξέταση θα πρέπει να βασίζεται ιδιαίτερα στη συνολική πείρα των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τον κανονικό τύπο της SCR κατά τη μεταβατική περίοδο. Στην επανεξέταση θα πρέπει να συνυπολογίζονται η απόδοση κάθε κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού και χρηματοπιστωτικών μέσων, η συμπεριφορά των επενδυτών στα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού και χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και οι εξελίξεις στη διεθνή προτυποποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Ενδέχεται να χρειαστεί να δοθεί προτεραιότητα στην επανεξέταση των τυπικών παραμέτρων για ορισμένες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού, όπως τα χρεόγραφα σταθερής απόδοσης και η μακροπρόθεσμη υποδομή.

(61)

Για μια ομαλή μετάβαση σε ένα νέο καθεστώς στο πλαίσιο της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, χρειάζεται σταδιακή υλοποίηση και ειδικά μεταβατικά μέτρα. Τα μεταβατικά μέτρα θα πρέπει να στοχεύουν στην αποφυγή της διαταραχής της αγοράς και στον περιορισμό των παρεμβολών σε υφιστάμενα προϊόντα, καθώς και στην εξασφάλιση της διαθεσιμότητας ασφαλιστικών προϊόντων. Τα μεταβατικά μέτρα θα πρέπει να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να συμμορφωθούν προς τις συγκεκριμένες απαιτήσεις του νέου καθεστώτος το συντομότερο δυνατόν.

(62)

Χρειάζεται ένα μεταβατικό καθεστώς για τη δραστηριότητα των επαγγελματικών συντάξεων την οποία ασκούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15), για το διάστημα κατά το οποίο η Επιτροπή θα διενεργεί την αναθεώρηση της συγκεκριμένης οδηγίας. Το μεταβατικό καθεστώς θα λήξει όταν τεθεί σε ισχύ η τροποποίηση της οδηγίας 2003/41/ΕΚ.

(63)

Ανεξάρτητα από την προβλεπόμενη εφαρμογή της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα για σκοπούς αξιολογήσεων σχετικά με την έγκριση εσωτερικών υποδειγμάτων, συμπληρωματικών ίδιων κεφαλαίων, ταξινόμησης των ιδίων κεφαλαίων, προσιδιαζουσών σε επιχείρηση παραμέτρων, φορέων ειδικού σκοπού, της υποενότητας μετοχικού κινδύνου με γνώμονα τη διάρκεια, και από τη μεταβατική διάταξη για τον υπολογισμό της βέλτιστης αποτίμησης σε σχέση με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις που αντιστοιχούν σε καταβληθέντα ασφάλιστρα για υπάρχουσες συμβάσεις, οι οδηγίες του Συμβουλίου 64/225/ΕΟΚ (16), 73/239/ΕΟΚ (17), 73/240/ΕΟΚ (18), 76/580/ΕΟΚ (19), 78/473/ΕΟΚ (20), 84/641/ΕΟΚ (21), 87/344/ΕΟΚ (22), 88/357/ΕΟΚ (23) και 92/49/ΕΟΚ (24), και οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 98/78/ΕΚ (25), 2001/17/ΕΚ (26), 2002/83/ΕΚ (27) και 2005/68/ΕΚ (28) (συλλογικά αποκαλούμενες «Φερεγγυότητα I»), όπως τροποποιήθηκαν με τις πράξεις που παρατίθενται στο μέρος Α του παραρτήματος VI της οδηγίας 2009/138/ΕΚ θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν έως το τέλος του 2015.

(64)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, τα κράτη μέλη έχουν δεσμευτεί να υποβάλλουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, μαζί με την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό τους δίκαιο, ένα ή περισσότερα έγγραφα που εξηγούν τη σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων στοιχείων των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία και την οδηγία 2009/138/ΕΚ, ο νομοθέτης θεωρεί τη διαβίβαση των εγγράφων αυτών δικαιολογημένη.

(65)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με την εξασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας υψηλού επιπέδου, η προστασία των ασφαλισμένων και των δικαιούχων παροχών και, συνακόλουθα, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, η διαφύλαξη της ακεραιότητας, της αποτελεσματικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(66)

Συνεπώς, θα πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως οι οδηγίες 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2003/71/ΕΚ

Η οδηγία 2003/71/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 5 παράγραφος 4, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αν οι τελικοί όροι της προσφοράς δεν περιλαμβάνονται ούτε στο βασικό ενημερωτικό δελτίο ούτε σε συμπλήρωμα, οι τελικοί αυτοί όροι τίθενται στη διάθεση των επενδυτών, υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, και κοινοποιούνται από την εν λόγω αρμόδια αρχή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής το συντομότερο δυνατόν όταν γίνεται κάθε δημόσια προσφορά και, ει δυνατόν, πριν από την έναρξη της δημόσιας προσφοράς ή την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί τους εν λόγω τελικούς όρους στην ESMA. Οι τελικοί όροι περιέχουν μόνον πληροφορίες που έχουν σχέση με το σημείωμα εκδιδόμενου τίτλου και δεν χρησιμοποιούνται για τη συμπλήρωση του βασικού ενημερωτικού δελτίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις εφαρμόζεται το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α).»·

2)

στο άρθρο 11, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με παρόν άρθρο, η ESMA καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των πληροφοριών που πρέπει να ενσωματωθούν μέσω παραπομπής.

Η ESMA υποβάλλει στην Επιτροπή αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία για την έκδοση των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

3)

στο άρθρο 13, η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με την έγκριση των ενημερωτικών δελτίων, η ESMA καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των διαδικασιών έγκρισης του ενημερωτικού δελτίου και των όρων σύμφωνα με τους οποίους μπορούν να προσαρμοστούν οι προθεσμίες.

Η ESMA υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία για την έκδοση των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

4)

στο άρθρο 14, η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Για να εξασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με το παρόν άρθρο, η ESMA καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των διατάξεων σχετικά με τη δημοσίευση του ενημερωτικού δελτίου στις παραγράφους 1 έως 4.

Η ESMA υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία για την έκδοση των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

5)

στο άρθρο 15, η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με παρόν άρθρο, η ESMA καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των διατάξεων σχετικά με τις διαφημιστικές καταχωρίσεις που γνωστοποιούν την πρόθεση δημόσιας προσφοράς κινητών αξιών ή την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ειδικά πριν από τη δημόσια διάθεση του ενημερωτικού δελτίου ή πριν από την έναρξη των εγγραφών, καθώς και για τον καθορισμό των διατάξεων που ορίζονται στην παράγραφο 4.

Η ESMA υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία για την έκδοση των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.»·

6)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 31α

Προσωπικό και πόροι της ESMA

Η ESMA αξιολογεί τις ανάγκες σε προσωπικό και πόρους που απορρέουν από την ανάληψη των εξουσιών και των καθηκόντων της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.».

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2009/138/ΕΚ

Η οδηγία 2009/138/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

α)

μετά το σημείο 32 παρεμβάλλεται το ακόλουθο νέο σημείο:

«32α)

“επιλέξιμος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος”: ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29), είτε έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού·

β)

προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«40)

“εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων” ή “ECAI”: οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ή πιστοποιημένος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (30), ή κεντρική τράπεζα η οποία εκδίδει πιστωτικές διαβαθμίσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού·

2)

το άρθρο 17 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 301α όσον αφορά τον κατάλογο μορφών που περιέχεται στο παράρτημα III, με εξαίρεση τα σημεία 28 και 29 των μερών Α, Β και Γ.»·

3)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 25α

Κοινοποίηση και δημοσίευση αδειών λειτουργίας ή ανακλήσεων αδειών λειτουργίας

Κάθε άδεια λειτουργίας ή ανάκληση άδειας λειτουργίας κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (EIOPA) που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31). Η επωνυμία κάθε ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας εγγράφεται σε κατάλογο. Η EIOPA δημοσιεύει τον κατάλογο αυτό στο δικτυακό της τόπο και τον τηρεί ενημερωμένο.

4)

στο άρθρο 29, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και στα ρυθμιστικά και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδει η Επιτροπή λαμβάνεται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας, για να εξασφαλίζεται η αναλογική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδίως σε σχέση με τις μικρές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβάλλει η EIOPA σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, στα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού αυτού, και στις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του ιδίου κανονισμού λαμβάνεται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας, για να εξασφαλίζεται η αναλογική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ιδίως σε σχέση με τις μικρές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.»·

5)

το άρθρο 31 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 35, του άρθρου 51, του άρθρου 254 παράγραφος 2 και του άρθρου 256, η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α σχετικά με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, όσον αφορά τον καθορισμό των βασικών παραμέτρων για τις οποίες πρόκειται να δημοσιοποιούνται συγκεντρωτικά στατιστικά δεδομένα, και τον κατάλογο περιεχομένων και την ημερομηνία δημοσίευσης των δημοσιοποιήσεων.

5.   Για να εξασφαλίζονται ενιαίοι όροι εφαρμογής της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, και με την επιφύλαξη του άρθρου 35, του άρθρου 51, του άρθρου 254 παράγραφος 2, και του άρθρου 256, η EIOPA αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των υποδειγμάτων και της δομής των δημοσιοποιήσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Η EIOPA υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

6)

στο άρθρο 33 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια εποπτική αρχή έχει ενημερώσει τις εποπτικές αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής ότι προτίθεται να διενεργήσει επιτόπιες επαληθεύσεις σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, και της απαγορεύεται να ασκήσει το δικαίωμά της για διενέργεια αυτών των επιτόπιων επαληθεύσεων, ή κατά τις οποίες οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αδυνατούν να ασκήσουν στην πράξη το δικαίωμά τους για συμμετοχή σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο, οι εποπτικές αρχές μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην EIOPA και να ζητήσουν τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Στην περίπτωση αυτή, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της εκχωρεί το εν λόγω άρθρο.

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η EIOPA μπορεί να συμμετέχει σε επιτόπιες επαληθεύσεις, αν διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.»·

7)

το άρθρο 35 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υποβάλλουν στις εποπτικές αρχές τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τους σκοπούς της εποπτείας, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της εποπτείας όπως καθορίζονται στα άρθρα 27 και 28. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα στοιχεία που απαιτούνται για τα ακόλουθα, κατά την εφαρμογή της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 36:»·

β)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 129 παράγραφος 4, όταν οι προκαθορισμένες περίοδοι της παραγράφου 2 στοιχείο α) σημείο i) είναι μικρότερες του ενός έτους, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μπορούν να περιορίζουν την εποπτική αναφορά, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η υποβολή των πληροφοριών αυτών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης·

β)

οι πληροφορίες υποβάλλονται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

Οι εποπτικές αρχές δεν περιορίζουν τη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς που γίνεται συχνότερα από μία φορά το έτος για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε ομίλους υπό την έννοια του άρθρου 212 παράγραφος 1 στοιχείο γ), εκτός αν η επιχείρηση μπορεί να πείσει την εποπτική αρχή ότι η συχνότερη από μία φορά το έτος εποπτική αναφορά αντενδείκνυται δεδομένων της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου.

Ο περιορισμός της συχνότητας της εποπτικής αναφοράς προβλέπεται μόνο για επιχειρήσεις που δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20 % της αγοράς ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων ζωής και ζημιών ενός κράτους μέλους αντίστοιχα, όπου το μερίδιο αγοράς του κλάδου ζημιών βασίζεται σε εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα και το μερίδιο του κλάδου ζωής βασίζεται σε ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις.

Οι εποπτικές αρχές δίνουν προτεραιότητα στις μικρότερες επιχειρήσεις κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τους περιορισμούς αυτούς.

7.   Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μπορούν να περιορίζουν τη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς ή να εξαιρούν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις από την υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η υποβολή των πληροφοριών αυτών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας της επιχείρησης·

β)

η υποβολή των πληροφοριών αυτών δεν είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εποπτεία της επιχείρησης·

γ)

η εξαίρεση δεν υπονομεύει τη σταθερότητα των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών συστημάτων στην Ένωση· και

δ)

η επιχείρηση είναι σε θέση να παρέχει τις πληροφορίες όποτε της ζητείται.

Οι εποπτικές αρχές δεν εξαιρούν από την υποβολή αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο υπό την έννοια του άρθρου 212 παράγραφος 1 στοιχείο γ), εκτός αν η επιχείρηση μπορεί να πείσει την εποπτική αρχή ότι η υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο αντενδείκνυται δεδομένων της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου, και λαμβανομένου υπόψη του στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Η εξαίρεση από την υποβολή αναλυτικών πληροφοριών ανά στοιχείο προβλέπεται μόνο για επιχειρήσεις που δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 20 % της αγοράς ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων ζωής και ζημιών ενός κράτους μέλους αντίστοιχα, όπου το μερίδιο αγοράς του κλάδου ζημιών βασίζεται σε εγγεγραμμένα μεικτά ασφάλιστρα και το μερίδιο του κλάδου ζωής βασίζεται σε ακαθάριστες τεχνικές προβλέψεις.

Οι εποπτικές αρχές δίνουν προτεραιότητα στις μικρότερες επιχειρήσεις κατά τον καθορισμό της επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων για τις εξαιρέσεις αυτές.

8.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 6 και 7, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, οι εποπτικές αρχές εξετάζουν αν η υποβολή πληροφοριών θα ήταν επαχθής σε σχέση με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων της επιχείρησης, λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τα εξής:

α)

τον όγκο των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης·

β)

τη διακύμανση των απαιτήσεων και των παροχών που καλύπτει η επιχείρηση·

γ)

τους κινδύνους που συνεπάγονται οι επενδύσεις της επιχείρησης·

δ)

το επίπεδο των συγκεντρώσεων κινδύνου·

ε)

τον συνολικό αριθμό των κατηγοριών ασφαλίσεων ζωής και ζημιών για τις οποίες έχει δοθεί άδεια λειτουργίας·

στ)

τις πιθανές επιπτώσεις της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

ζ)

τα συστήματα και τις δομές της επιχείρησης για την παροχή πληροφοριών για σκοπούς εποπτείας και την τεκμηριωμένη πολιτική που αναφέρεται στην παράγραφο 5·

η)

την καταλληλότητα του συστήματος διακυβέρνησης της επιχείρησης·

θ)

το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας και την ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση·

ι)

το αν η επιχείρηση είναι εξαρτημένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που καλύπτει μόνο κινδύνους οι οποίοι συνδέονται με τον βιομηχανικό ή εμπορικό όμιλο στον οποίο ανήκει.

9.   Η Επιτροπή θεσπίζει σύμφωνα με το άρθρο 301α κατ' εξουσιοδότηση πράξεις όσον αφορά τον καθορισμό των πληροφοριών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου και τις προθεσμίες για την υποβολή των πληροφοριών αυτών, για να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη σύγκλιση στην εποπτική αναφορά.

10.   Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η EIOPA αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων εποπτικής αναφοράς σε σχέση με τα υποδείγματα για την υποβολή πληροφοριών στις εποπτικές αρχές τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Η EIOPA υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

11.   Για να εξασφαλίζεται συνέπεια και συνοχή στην εφαρμογή των παραγράφων 6 και 7, η EIOPA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, για την περαιτέρω διευκρίνιση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται στον καθορισμό των μεριδίων αγοράς που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο των παραγράφων 6 και 7.»·

8)

το άρθρο 37 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

η εποπτική αρχή συμπεραίνει ότι το προφίλ κινδύνου της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με εσωτερικό υπόδειγμα ή μερικό εσωτερικό υπόδειγμα σύμφωνα με το κεφάλαιο VI τμήμα 4 ενότητα 3, διότι ορισμένοι ποσοτικοποιήσιμοι κίνδυνοι δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη και η προσαρμογή του υποδείγματος ώστε να αντικατοπτρίζει καλύτερα το δεδομένο προφίλ κινδύνου δεν πραγματοποιήθηκε μέσα σε κατάλληλο χρονικό διάστημα·»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«δ)

η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 77β, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ ή τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 308γ και 308δ, και η εποπτική αρχή συμπεραίνει ότι το προφίλ κινδύνου της συγκεκριμένης επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι ανωτέρω προσαρμογές και μεταβατικά μέτρα.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης προς το άρθρο 101 παράγραφος 3.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση πρέπει να είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από τις ελλείψεις οι οποίες προκαλούν τη λήψη απόφασης της αρχής εποπτείας για τον καθορισμό της προσαύξησης.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση είναι ανάλογη προς τους σημαντικούς κινδύνους που απορρέουν από την παρέκκλιση η οποία αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο.»·

γ)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, όσον αφορά τον καθορισμό περαιτέρω λεπτομερειών σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση.

7.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α, όσον αφορά τον καθορισμό περαιτέρω προδιαγραφών σχετικά με τις μεθοδολογίες υπολογισμού των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

8.   Για να εξασφαλίζονται ομοιόμορφοι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τις διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τον καθορισμό, τον υπολογισμό και την κατάργηση πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων.

Η EIOPA υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

9)

στο άρθρο 38 παράγραφος 2, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια εποπτική αρχή έχει ενημερώσει την κατάλληλη αρχή του κράτους μέλους του παρόχου υπηρεσιών ότι προτίθεται να διενεργήσει επιτόπια επιθεώρηση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ή διενεργεί επιτόπια επιθεώρηση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και αδυνατεί στην πράξη να ασκήσει το δικαίωμά της για τη διενέργεια αυτής της επιτόπιας επιθεώρησης, η εποπτική αρχή μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Σε αυτή την περίπτωση, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με το εν λόγω άρθρο.

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η EIOPA δικαιούται να συμμετέχει στις επιτόπιες επιθεωρήσεις εφόσον διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.»·

10)

το άρθρο 44 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 77β, ή την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ, καταρτίζουν σχέδιο ρευστότητας με προβολές των εισερχόμενων και των εξερχόμενων ταμειακών ροών σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που υπόκεινται στις προσαρμογές αυτές.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Όσον αφορά τη διαχείριση ενεργητικού-παθητικού, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αξιολογούν τακτικά:

α)

την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται η παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 77α·

β)

όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 77β:

i)

την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του βασικού πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στο άρθρο 77γ παράγραφος 1 στοιχείο β), και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων·

ii)

την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους σε αλλαγές στη σύνθεση του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού·

iii)

τον αντίκτυπο μιας μείωσης της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στο μηδέν·

γ)

όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ:

i)

την ευαισθησία των τεχνικών προβλέψεων και των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τους στις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, και την πιθανή επίπτωση που θα είχε στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαιά τους μια αναγκαστική πώληση περιουσιακών στοιχείων·

ii)

τον αντίκτυπο μιας μείωσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν τις αξιολογήσεις των στοιχείων α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου σε ετήσια βάση στην εποπτική αρχή, ως μέρος των πληροφοριών που υποβάλλουν δυνάμει του άρθρου 35. Στις περιπτώσεις όπου η μείωση της προσαρμογής επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων ή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, η επιχείρηση υποβάλλει επίσης ανάλυση των μέτρων που θα μπορούσε να εφαρμόσει σε τέτοια περίπτωση για να αποκαταστήσει το επίπεδο των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτει η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή να μειώσει το προφίλ κινδύνου της για να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας.

Όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ, η τεκμηριωμένη πολιτική διαχείρισης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 3 περιλαμβάνει πολιτική σχετικά με τα κριτήρια για την εφαρμογή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας.»·

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Για να αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από εξωτερικούς οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης, όταν χρησιμοποιούν εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας αξιολογούν την καταλληλότητα αυτών των εξωτερικών αξιολογήσεων στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου τους, με τη χρήση πρόσθετων αξιολογήσεων όπου είναι πρακτικά δυνατόν, για να αποφεύγεται οποιαδήποτε αυτόματη εξάρτηση από εξωτερικές αξιολογήσεις.

Για να εξασφαλίζονται ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τις διαδικασίες για την αξιολόγηση των εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας.

Η EIOPA υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

11)

στο άρθρο 45 παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«2α.   Όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εφαρμόζει την προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 77β, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ ή τα μεταβατικά μέτρα που αναφέρονται στα άρθρα 308γ και 308δ, διεξάγει την αξιολόγηση συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και λαμβάνοντας και μη λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα.»·

12)

το άρθρο 50 αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 50

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α για να διευκρινίσει περαιτέρω τα ακόλουθα:

α)

τα στοιχεία των συστημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 41, 44, 46 και 47, και ιδίως των τομέων που καλύπτονται από τη διαχείριση στοιχείων ενεργητικού-παθητικού και την επενδυτική πολιτική, όπως αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 2, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων·

β)

τις λειτουργίες που αναφέρονται στα άρθρα 44, 46, 47 και 48.

2.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με το παρόν τμήμα, η EIOPA καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει περαιτέρω τα εξής:

α)

τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 42 και τις σχετικές λειτουργίες·

β)

τους όρους για εξωτερική ανάθεση, ειδικότερα σε παρόχους υπηρεσιών εγκαταστημένους σε τρίτες χώρες.

Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

3.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 στοιχείο α), η EIOPA καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την περαιτέρω εξειδίκευση των στοιχείων της αξιολόγησης αυτής.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

13)

το άρθρο 51 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Όταν εφαρμόζεται η προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 77β, η περιγραφή που αναφέρεται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1 περιλαμβάνει περιγραφή της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης και του χαρτοφυλακίου των υποχρεώσεων και των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων στα οποία εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, καθώς και ποσοτική έκφραση του αντικτύπου που θα είχε στην οικονομική θέση της επιχείρησης η μεταβολή της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης στο μηδέν.

Η περιγραφή που αναφέρεται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1 περιλαμβάνει επίσης δήλωση για το αν χρησιμοποιείται από την επιχείρηση η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ και ποσοτική έκφραση του αντικτύπου που θα είχε στην οικονομική θέση της επιχείρησης η μεταβολή της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στο μηδέν.»·

β)

στην παράγραφο 2, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ωστόσο, και με την επιφύλαξη οιασδήποτε υποχρεωτικής δημοσιοποίησης βάσει άλλων νομικών ή ρυθμιστικών απαιτήσεων, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, μολονότι η συνολική κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας που αναφέρεται στο στοιχείο ε) σημείο ii) της παραγράφου 1 δημοσιοποιείται, η πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ή ο αντίκτυπος των ειδικών παραμέτρων που απαιτείται να χρησιμοποιεί η ασφαλιστική ή η αντασφαλιστική επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 110 δεν χρειάζεται να δημοσιοποιούνται χωριστά κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου η οποία δεν υπερβαίνει την 31η Δεκεμβρίου 2020.»·

14)

το άρθρο 52 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 52

Πληροφορίες προς την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και εκθέσεις από τη συγκεκριμένη αρχή

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εποπτικές αρχές να παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες στην EIOPA σε ετήσια βάση:

α)

τη μέση πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση ανά επιχείρηση και την κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβλήθηκαν από την εποπτική αρχή κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, ως ποσοστό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας. Τα στοιχεία αυτά εμφανίζονται χωριστά για τα εξής:

i)

τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,

ii)

τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής,

iii)

τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζημιών,

iv)

τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ασφαλίσεις ζωής και ζημιών,

v)

για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·

β)

για καθεμιά από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, το ποσοστό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται βάσει των στοιχείων α), β) και γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 37 αντίστοιχα·

γ)

τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που επωφελούνται από περιορισμό στη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς και τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εξαιρούνται από την αναλυτική υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφοι 6 και 7, μαζί με τον όγκο των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, των ασφαλίστρων τους, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού τους, υπολογισμένων αντίστοιχα ως ποσοστών του συνολικού όγκου των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του κράτους μέλους·

δ)

τον αριθμό των ομίλων που επωφελούνται από περιορισμό στη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς και τον αριθμό των ομίλων που εξαιρούνται από την αναλυτική υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο που αναφέρεται στο άρθρο 254 παράγραφος 2, μαζί με τον όγκο των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, των ασφαλίστρων τους, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού τους, υπολογισμένων αντίστοιχα ως ποσοστών του συνολικού όγκου των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού όλων των ομίλων.

2.   Η EIOPA δημοσιοποιεί, σε ετήσια βάση, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

για το σύνολο των κρατών μελών, τη συνολική κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών επιβαρύνσεων, ως ποσοστό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, για καθένα από τα ακόλουθα:

i)

τις επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης,

ii)

τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής,

iii)

τις επιχειρήσεις ασφάλισης ζημιών,

iv)

τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ασφαλίσεις ζωής και ζημιών,

v)

τις επιχειρήσεις αντασφάλισης·

β)

για κάθε κράτος μέλος χωριστά, την κατανομή των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων, ως ποσοστό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, για όλες τις επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης στο συγκεκριμένο κράτος μέλος·

γ)

για καθεμιά από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, το ποσοστό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που επιβάλλονται δυνάμει των στοιχείων α), β) και γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 37 αντίστοιχα·

δ)

για όλα τα κράτη μέλη μαζί, τον συνολικό αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ομίλων που επωφελούνται από περιορισμό στη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς και τον συνολικό αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ομίλων που εξαιρούνται από την αναλυτική υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφοι 6 και 7 και στο άρθρο 254 παράγραφος 2, μαζί με τον όγκο των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, των ασφαλίστρων τους, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού τους, υπολογισμένων αντίστοιχα ως ποσοστών του συνολικού όγκου των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού όλων των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ομίλων·

ε)

για κάθε κράτος μέλος χωριστά, τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ομίλων που επωφελούνται από περιορισμό στη συχνότητα της εποπτικής αναφοράς και τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ομίλων που εξαιρούνται από την αναλυτική υποβολή πληροφοριών ανά στοιχείο που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφοι 6 και 7 και στο άρθρο 254 παράγραφος 2, μαζί με τον όγκο των κεφαλαιακών απαιτήσεών τους, των ασφαλίστρων τους, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού τους, υπολογισμένων αντίστοιχα ως ποσοστών του συνολικού όγκου των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των ασφαλίστρων, των τεχνικών προβλέψεων και των στοιχείων ενεργητικού των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ομίλων του κράτους μέλους.

3.   Η EIOPA παρέχει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή τις πληροφορίες της παραγράφου 2, μαζί με έκθεση στην οποία περιγράφεται ο βαθμός εποπτικής σύγκλισης μεταξύ των εποπτικών αρχών στα διάφορα κράτη μέλη όσον αφορά τη χρήση πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων.»·

15)

το άρθρο 56 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 56

Έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοπιστωτική κατάσταση: κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα το άρθρο 301α, για την περαιτέρω διευκρίνιση των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται και των προθεσμιών για την ετήσια δημοσιοποίηση των πληροφοριών σύμφωνα με το τμήμα 3.

Για να εξασφαλίζονται ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος τμήματος, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τις εφαρμοστέες διαδικασίες, μορφότυπους και υποδείγματα.

Η EIOPA υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στη δεύτερη παράγραφο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

16)

στο άρθρο 58, η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Για να εξασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με το παρόν τμήμα, η EIOPA μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να ετοιμάσει έναν εξαντλητικό κατάλογο των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 59 παράγραφος 4, τις οποίες οι υποψήφιοι αγοραστές οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν στην κοινοποίησή τους, με την επιφύλαξη του άρθρου 58 παράγραφος 2.

Για να εξασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με το παρόν τμήμα και να ληφθούν υπόψη οι μελλοντικές εξελίξεις, η EIOPA καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τις προσαρμογές των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 1.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

9.   Για να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η EIOPA μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τις διαδικασίες, μορφότυπους και υποδείγματα για τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των σχετικών εποπτικών αρχών όπως προβλέπει το άρθρο 60.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

17)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 65α

Συνεργασία με την EIOPA

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται με την EIOPA για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην EIOPA όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

18)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 67α

Εξεταστικές εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τα άρθρα 64 και 67 ισχύουν με την επιφύλαξη των εξεταστικών εξουσιών που εκχωρεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το άρθρο 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).»·

19)

στο άρθρο 69, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εν λόγω δημοσιοποίηση είναι δυνατή μόνο αν απαιτείται για λόγους προληπτικού ελέγχου. Πάντως, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 65 και του άρθρου 68 παράγραφος 1, καθώς και οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται μέσω των επιτόπιων ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 33, μπορούν να κοινολογούνται μόνον με τη ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται οι πληροφορίες, ή των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους στο οποίο διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος.»·

20)

το άρθρο 70 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 70

Διαβίβαση πληροφοριών σε κεντρικές τράπεζες και νομισματικές αρχές, σε επόπτες συστημάτων πληρωμών και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου

1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 64 έως 69, οι εποπτικές αρχές μπορούν να διαβιβάζουν πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους στους ακόλουθους φορείς:

α)

στις κεντρικές τράπεζες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικών αρχών, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος·

β)

αν είναι σκόπιμο, σε άλλες εθνικές δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία συστημάτων πληρωμών· και

γ)

στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32), αν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την επιτέλεση των καθηκόντων του.

2.   Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν αμελλητί πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, αν οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, και στο ΕΣΣΚ, αν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων του.

3.   Οι εν λόγω αρχές ή οντότητες μπορούν επίσης να κοινοποιούν στις εποπτικές αρχές τις πληροφορίες που μπορεί να χρειάζονται για τους σκοπούς του άρθρου 67. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό υπόκεινται στις διατάξεις περί επαγγελματικού απορρήτου, που καθορίζονται στο παρόν τμήμα.

21)

το άρθρο 71 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση των μέσων και των μεθόδων εποπτείας που χρησιμοποιούν στην εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων, οι οποίες έχουν θεσπιστεί με βάση την παρούσα οδηγία. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

α)

οι εποπτικές αρχές να συμμετέχουν στις δραστηριότητες της EIOPA·

β)

οι εποπτικές αρχές να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να συμμορφώνονται προς τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδει η EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και αναφέρουν τους λόγους σε περίπτωση που δεν το πράξουν·

γ)

οι εντολές σε εθνικό επίπεδο, που ανατίθενται στις εποπτικές αρχές, να μην παρεμποδίζουν την άσκηση των καθηκόντων τους ως μελών της EIOPA ή βάσει της παρούσας οδηγίας.»·

β)

η παράγραφος 3 διαγράφεται·

22)

το άρθρο 75 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή θεσπίζει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α για τον προσδιορισμό των μεθόδων και των παραδοχών που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1.

3.   Για να εξασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, η EIOPA καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει:

α)

στον βαθμό στον οποίο οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις της παραγράφου 2 απαιτούν τη χρήση των διεθνών λογιστικών προτύπων όπως εγκρίθηκαν από την Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002, τη συνέπεια αυτών των λογιστικών προτύπων με την προσέγγιση της αποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού όπως καθορίζεται στις παραγράφους 1 και 2·

β)

τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν είτε δεν υπάρχουν διαθέσιμες χρηματιστηριακές τιμές είτε τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που ενέκρινε η Επιτροπή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 είναι σε προσωρινή ή σε μόνιμη βάση ασύμβατα με την προσέγγιση αποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που καθορίζεται στις παραγράφους 1 και 2·

γ)

τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην αποτίμηση του ενεργητικού και του παθητικού, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1, όταν οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις της παραγράφου 2 προβλέπουν τη χρήση εναλλακτικών μεθόδων αποτίμησης.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

23)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 77α

Παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου

Ο προσδιορισμός της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2 γίνεται με τη χρήση των πληροφοριών που συνάγονται από τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και είναι συνεπής προς τις πληροφορίες αυτές. Κατά τον προσδιορισμό αυτό, λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων καθώς και των ομολόγων μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια. Για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων ή ομολόγων δεν διαθέτουν πλέον βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια, η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου προκύπτει με παρέκταση.

Για κάθε νόμισμα, το παρεκτεταμένο τμήμα της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται σε επιτόκια πρόσω που συγκλίνουν ομαλά από ένα αρχικό επιτόκιο πρόσω ή σύνολο επιτοκίων πρόσω σε σχέση με τις μεγαλύτερες ληκτότητες για τις οποίες μπορούν να παρατηρούνται τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και τα ομόλογα σε μια αγορά με βάθος και ρευστότητα, μέχρι ένα οριστικό επιτόκιο πρόσω.

Άρθρο 77β

Προσαρμογή επιτοκίου λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου

1.   Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να εφαρμόζουν προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης ενός χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης ζωής, συμπεριλαμβανομένων προσόδων από συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης ζημιών, υπό τον όρο ότι υπάρχει προηγούμενη έγκριση από τις εποπτικές αρχές, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει δεσμεύσει ένα χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού, αποτελούμενο από ομόλογα κι άλλα στοιχεία ενεργητικού με παρόμοια χαρακτηριστικά ταμειακής ροής, για την κάλυψη τη βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης και διατηρεί τη δέσμευση αυτή για όλη τη διάρκεια ισχύος των υποχρεώσεων, εκτός αν πρόκειται για διατήρηση της αντιστοιχίας των αναμενόμενων ταμειακών ροών μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων παθητικού σε περιπτώσεις ουσιαστικής μεταβολής των ταμειακών ροών·

β)

ο προσδιορισμός, η οργάνωση και η διαχείριση του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης στο οποίο εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης και του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου γίνονται χωριστά απ' ό,τι για τις άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης, το δε δεσμευμένο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη ζημιών από άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης·

γ)

οι αναμενόμενες ταμειακές ροές του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού καλύπτουν καθεμιά από τις αναμενόμενες ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης στο ίδιο νόμισμα, και οποιαδήποτε αναντιστοιχία δεν προκαλεί κινδύνους σημαντικούς όσον αφορά τους εγγενείς κινδύνους του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού κλάδου στον οποίο εφαρμόζεται προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης·

δ)

οι συμβάσεις που καλύπτουν το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν συνεπάγονται μελλοντικές πληρωμές ασφαλίστρου·

ε)

οι μόνοι καλυπτόμενοι ασφαλιστικοί κίνδυνοι που συνδέονται με το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης είναι ο κίνδυνος μακροβιότητας, ο κίνδυνος εξόδων, ο κίνδυνος αναθεώρησης και ο κίνδυνος θανάτου·

στ)

όταν ο καλυπτόμενος κίνδυνος που συνδέεται με το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης περιλαμβάνει τον κίνδυνο θανάτου, η βέλτιστη εκτίμηση του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν αυξάνεται κατά περισσότερο από 5 % σε περίπτωση απότομης μεταβολής του κινδύνου θανάτου βαθμονομημένου σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφοι 2 έως 5·

ζ)

οι συμβάσεις που καλύπτουν το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν περιλαμβάνουν εναλλακτικές δυνατότητες για τον ασφαλισμένο ή περιλαμβάνουν μόνο δυνατότητα εξαγοράς, όπου η τιμή εξαγοράς δεν υπερβαίνει την τιμή των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 75, για την κάλυψη των υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης τη στιγμή της άσκησης της δυνατότητας εξαγοράς·

η)

οι ταμειακές ροές του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού είναι καθορισμένες και δεν μπορούν να μεταβληθούν από τους εκδότες των στοιχείων ενεργητικού ή από τρίτα μέρη·

θ)

οι υποχρεώσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης από μια σύμβαση ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν διαιρούνται σε διαφορετικά τμήματα όταν συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.

Ανεξάρτητα από το στοιχείο η) του πρώτου εδαφίου, οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν στοιχεία ενεργητικού με σταθερή ταμειακή ροή με εξαίρεση την εξάρτηση από τον πληθωρισμό, υπό την προϋπόθεση ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού καλύπτουν τις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης που εξαρτώνται από τον πληθωρισμό.

Σε περίπτωση που οι εκδότες ή τρίτα μέρη έχουν δικαίωμα να μεταβάλλουν τις ταμειακές ροές ενός στοιχείου ενεργητικού κατά τρόπο ώστε ο επενδυτής να λαμβάνει επαρκή αποζημίωση ώστε μπορεί να επιτύχει τις ίδιες ταμειακές ροές επανεπενδύοντας σε στοιχεία ενεργητικού ισοδύναμης ή καλύτερης πιστοληπτικής ποιότητας, το δικαίωμα αυτό για τη μεταβολή των ταμειακών ροών δεν αποκλείει το συγκεκριμένο στοιχείο ενεργητικού από την επιλεξιμότητα για το δεσμευμένο χαρτοφυλάκιο σύμφωνα με το στοιχείο η) του πρώτου εδαφίου.

2.   Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης σε χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν μπορούν να επιστρέψουν σε προσέγγιση που δεν περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης. Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δεν μπορεί πλέον να συμμορφωθεί προς τους όρους της παραγράφου 1, ενημερώνει αμέσως την εποπτική αρχή και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τους όρους αυτούς. Αν η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση προς τους όρους αυτούς μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία μη συμμόρφωσης, παύει να εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης σε οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και δεν την εφαρμόζει για επιπλέον χρονικό διάστημα 24 μηνών.

3.   Η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης εφαρμόζεται για υποχρεώσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης για τις οποίες η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που εφαρμόζεται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δυνάμει του άρθρου 77δ ή μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 308γ.

Άρθρο 77γ

Υπολογισμός της προσαρμογής των επιτοκίων λόγω αντιστοίχισης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων

1.   Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 77β υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)

η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης πρέπει να είναι ίση με τη διαφορά των ακόλουθων μεγεθών:

i)

ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, δίνει τιμή ίση προς την αξία του χαρτοφυλακίου δεσμευμένων στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 75·

ii)

ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, όπου η χρονική αξία του χρήματος λαμβάνεται υπόψη με τη χρήση της βασικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου·

β)

η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δεν πρέπει να περιλαμβάνει το βασικό πιστωτικό περιθώριο που αντανακλά τους κινδύνους τους οποίους αναλαμβάνει η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

γ)

ανεξάρτητα από το στοιχείο α), το βασικό πιστωτικό περιθώριο πρέπει να αυξάνεται όπου αυτό απαιτείται για να εξασφαλιστεί ότι η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα “sub investment grade” δεν υπερβαίνει τις προσαρμογές λόγω αντιστοίχισης για πιστοληπτική ποιότητα “investment grade” και για την ίδια διάρκεια και κατηγορία στοιχείων ενεργητικού·

δ)

η χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης πρέπει να είναι σύμφωνη με το άρθρο 111 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ).

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), το βασικό πιστωτικό περιθώριο:

α)

είναι ίσο με το άθροισμα των ακόλουθων μεγεθών:

i)

πιστωτικό περιθώριο που αντιστοιχεί στην πιθανότητα αθέτησης για τα στοιχεία ενεργητικού·

ii)

πιστωτικό περιθώριο που αντιστοιχεί στις αναμενόμενες ζημίες από την υποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού·

β)

για ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών κρατών μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 30 % του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού ίδιας διάρκειας, πιστοληπτικής ποιότητας και κατηγορίας όπως στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

γ)

για στοιχεία ενεργητικού άλλα από ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών κρατών μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 35 % του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού ίδιας διάρκειας, πιστοληπτικής ποιότητας και κατηγορίας όπως στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Η πιθανότητα αθέτησης που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημείο i) του πρώτου εδαφίου βασίζεται σε μακροπρόθεσμες στατιστικές αθετήσεων σχετικές με το συγκεκριμένο στοιχείο ενεργητικού όσον αφορά τη διάρκεια, την πιστοληπτική ποιότητα και την κατηγορία του.

Όταν το πιστωτικό περιθώριο δεν μπορεί να συναχθεί με τρόπο αξιόπιστο από τις στατιστικές αθετήσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, το βασικό πιστωτικό περιθώριο είναι ίσο με το τμήμα του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου που αναφέρεται στα στοιχεία β) και γ).

Άρθρο 77δ

Προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να ζητούν προηγούμενη έγκριση από τις εποπτικές αρχές, για να εφαρμόσουν προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό τη βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2.

2.   Για κάθε σχετικό νόμισμα, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα μπορούσε να επιτευχθεί από στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο αναφοράς για το συγκεκριμένο νόμισμα και των επιτοκίων της διαχρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου για το ίδιο νόμισμα.

Το χαρτοφυλάκιο αναφοράς για ένα νόμισμα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού που είναι σε αυτό το νόμισμα και στα οποία επενδύουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης σε αυτό το νόμισμα.

3.   Το ποσό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου αντιστοιχεί στο 65 % της συναλλαγματικής διαφοράς με διόρθωση για τον κίνδυνο.

Η συναλλαγματική διαφορά με διόρθωση για τον κίνδυνο υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και του τμήματος αυτού του πιστωτικού περιθωρίου που βασίζεται σε ρεαλιστική εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών ή του απρόβλεπτου πιστωτικού κινδύνου ή άλλου κινδύνου των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού.

Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας εφαρμόζεται μόνο στα σχετικά επιτόκια άνευ κινδύνου της διαχρονικής διάρθρωσης τα οποία δεν προκύπτουν από παρέκταση σύμφωνα με το άρθρο 77α. Η παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στα εν λόγω προσαρμοσμένα επιτόκια άνευ κινδύνου.

4.   Για κάθε σχετικό κράτος, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου της παραγράφου 3 για το νόμισμα του συγκεκριμένου κράτους αυξάνεται, πριν από την εφαρμογή του συντελεστή 65 %, κατά τη διαφορά μεταξύ του διορθωμένου για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου του κράτους και του διπλάσιου της διορθωμένης για τον κίνδυνο συναλλαγματικής διαφοράς, όποτε η διαφορά αυτή είναι θετική και το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο του κράτους είναι υψηλότερο από 100 μονάδες βάσης. Η αυξημένη προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας εφαρμόζεται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης για τις υποχρεώσεις ασφάλισης και αντασφάλισης προϊόντων που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά του συγκεκριμένου κράτους. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο κράτους υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως η διορθωμένη για τον κίνδυνο συναλλαγματική διαφορά του συγκεκριμένου κράτους, αλλά με βάση χαρτοφυλάκιο αναφοράς αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού στα οποία έχουν επενδύσει οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης προϊόντων που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά του συγκεκριμένου κράτους και είναι στο νόμισμα αυτού του κράτους.

5.   Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές υποχρεώσεις όταν η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δυνάμει του άρθρου 77β.

6.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 101, η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας δεν καλύπτει τον κίνδυνο απώλειας βασικών ιδίων κεφαλαίων από αλλαγές στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας.

Άρθρο 77ε

Τεχνικές πληροφορίες εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων

1.   Η EIOPA προσδιορίζει και δημοσιεύει για κάθε σχετικό νόμισμα τις ακόλουθες τεχνικές πληροφορίες τουλάχιστον ανά τρίμηνο:

α)

μια σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που περιλαμβάνεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2, χωρίς προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης ή προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας·

β)

για κάθε σχετική διάρκεια, πιστοληπτική ποιότητα και κατηγορία στοιχείων ενεργητικού ένα βασικό πιστωτικό περιθώριο για τον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 77γ παράγραφος 1 στοιχείο β)·

γ)

για κάθε σχετική εθνική ασφαλιστική αγορά, μια προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 77δ παράγραφος 1.

2.   Για να εξασφαλίζονται ομοιόμορφες συνθήκες για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων και των βασικών ιδίων κεφαλαίων, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις όσον αφορά τον καθορισμό, για κάθε σχετικό νόμισμα, των τεχνικών πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Στις εκτελεστικές πράξεις αυτές χρησιμοποιούνται οι εν λόγω τεχνικές πληροφορίες.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 301 παράγραφος 2.

Για δεόντως αιτιολογημένους επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης σε σχέση με τη διαθεσιμότητα της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 301 παράγραφος 3.

3.   Όταν οι τεχνικές πληροφορίες της παραγράφου 1 εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 2, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τις χρησιμοποιούν στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης σύμφωνα με το άρθρο 77, της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης σύμφωνα με το άρθρο 77γ, και της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας σύμφωνα με το άρθρο 77δ.

Για τα νομίσματα και τις εθνικές αγορές όπου η προσαρμογή η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) δεν καθορίζεται στις εκτελεστικές πράξεις της παραγράφου 2, δεν εφαρμόζεται προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.

Άρθρο 77στ

Αναθεώρηση των μέτρων για μακροπρόθεσμες εγγυήσεις και των μέτρων για τον κίνδυνο μετοχών

1.   Η EIOPA υποβάλλει σε ετήσια βάση και έως την 1η Ιανουαρίου 2021 έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τον αντίκτυπο της εφαρμογής των άρθρων 77α έως 77ε και 106, του άρθρου 138 παράγραφος 4 και των άρθρων 304, 308γ και 308δ, συμπεριλαμβανομένων των κατ' εξουσιοδότηση ή των εκτελεστικών πράξεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με αυτά.

Κατά την ίδια περίοδο, οι εποπτικές αρχές παρέχουν στην EIOPA, σε ετήσια βάση, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τη διαθεσιμότητα μακροπρόθεσμων εγγυήσεων σε ασφαλιστικά προϊόντα στις εθνικές αγορές τους και τη συμπεριφορά των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ως μακροπρόθεσμων επενδυτών·

β)

τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 4, την υποενότητα μετοχικού κινδύνου με βάση τη διάρκεια και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 308γ και 308δ·

γ)

τον αντίκτυπο που έχουν στην οικονομική θέση των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών, η υποενότητα μετοχικού κινδύνου με βάση τη διάρκεια, και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 308γ και 308δ, σε εθνικό επίπεδο και με ανώνυμο τρόπο για κάθε επιχείρηση·

δ)

τον αντίκτυπο που έχουν στην επενδυτική συμπεριφορά των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών, και η υποενότητα μετοχικού κινδύνου με βάση τη διάρκεια, και αν παρέχουν αδικαιολόγητη μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης·

ε)

τον αντίκτυπο που έχει οποιαδήποτε παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 4 στις προσπάθειες των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αποκαταστήσουν το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας·

στ)

το αν οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 308γ και 308δ, το αν συμμορφώνονται προς τα σχέδια σταδιακής εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 308ε, και τις προοπτικές για ελάττωση της εξάρτησης από αυτά τα μεταβατικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που έχουν ληφθεί ή αναμένεται να ληφθούν από τις επιχειρήσεις και τις εποπτικές αρχές, λαμβανομένου υπόψη του ρυθμιστικού περιβάλλοντος του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

2.   Η EIOPA, όπου είναι σκόπιμο κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ και αφού διεξαγάγει δημόσια διαβούλευση, υποβάλλει στην Επιτροπή γνωμοδότηση σχετικά με την αξιολόγηση της εφαρμογής των άρθρων 77α έως 77ε και 106, του άρθρου 138 παράγραφος 4 και των άρθρων 304, 308γ και 308δ, συμπεριλαμβανομένων των κατ' εξουσιοδότηση ή των εκτελεστικών πράξεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με αυτά. Η αξιολόγηση αυτή πραγματοποιείται σε σχέση με τη διαθεσιμότητα μακροπρόθεσμων εγγυήσεων στα προϊόντα ασφάλισης ζωής, τη συμπεριφορά των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ως μακροπρόθεσμων επενδυτών και, γενικότερα, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

3.   Με βάση την υποβληθείσα από την EIOPA γνωμοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έως την 1η Ιανουαρίου 2021, ή, όπου ενδείκνυται, νωρίτερα. Η έκθεση εστιάζεται, ιδιαίτερα, στα αποτελέσματα όσον αφορά:

α)

την προστασία των ασφαλισμένων·

β)

τη λειτουργία και τη σταθερότητα των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών αγορών·

γ)

την εσωτερική αγορά και ιδιαίτερα τον ανταγωνισμό και την ισότητα των όρων ανταγωνισμού στις ευρωπαϊκές ασφαλιστικές αγορές·

δ)

τον βαθμό στον οποίο οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να λειτουργούν ως μακροπρόθεσμοι επενδυτές·

ε)

τη διαθεσιμότητα και την τιμολόγηση των προϊόντων προσόδου·

στ)

τη διαθεσιμότητα και την τιμολόγηση ανταγωνιστικών προϊόντων·

ζ)

τις μακροπρόθεσμες επενδυτικές στρατηγικές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για προϊόντα επί των οποίων τα άρθρα 77β και 77γ εφαρμόζονται σε σχέση με άλλες μακροπρόθεσμες εγγυήσεις·

η)

τη δυνατότητα επιλογής των καταναλωτών και τη συνείδηση κινδύνου μεταξύ των καταναλωτών·

θ)

τον βαθμό διαφοροποίησης του ασφαλιστικού κλάδου και του χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων·

ι)

τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Επιπλέον, η έκθεση βασίζεται στην εποπτική πείρα από την εφαρμογή των άρθρων 77α έως 77ε και 106, του άρθρου 138 παράγραφος 4 και των άρθρων 304, 308γ και 308δ, συμπεριλαμβανομένων των κατ' εξουσιοδότηση ή των εκτελεστικών πράξεων που εκδόθηκαν με βάση τα άρθρα αυτά.

4.   Η έκθεση της Επιτροπής συνοδεύεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, από νομοθετικές προτάσεις.»·

24)

το άρθρο 86 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 86

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, που καθορίζουν:

α)

τις αναλογιστικές και στατιστικές μεθόδους υπολογισμού της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2·

β)

τις μεθόδους, τις αρχές και τις τεχνικές καθορισμού της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2·

γ)

τις περιπτώσεις στις οποίες οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται ως σύνολο ή ως άθροισμα βέλτιστης εκτίμησης και περιθωρίου κινδύνου, και τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην περίπτωση στην οποία οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται ως σύνολο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 4·

δ)

τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού του ποσού των επιλέξιμων ίδιων κεφαλαίων που είναι αναγκαία για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων και για τον προσδιορισμό του επιτοκίου του κόστους κεφαλαίου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 5·

ε)

τις κατηγορίες δραστηριοτήτων βάσει των οποίων πρέπει να ομαδοποιούνται οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές υποχρεώσεις, για να υπολογιστούν οι τεχνικές προβλέψεις που αναφέρονται στο άρθρο 80·

στ)

τα πρότυπα που πρέπει να τηρούνται για την εξασφάλιση της καταλληλότητας, της πληρότητας και της ακρίβειας των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, και οι ειδικές περιστάσεις στις οποίες θα ήταν ενδεδειγμένο να χρησιμοποιηθούν προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατά περίπτωση μεθόδων υπολογισμού της βέλτιστης εκτίμησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 82·

ζ)

τις προδιαγραφές για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 77β παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων, των παραδοχών και των τυπικών παραμέτρων που πρέπει να χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό του αντικτύπου απότομης μεταβολής του κινδύνου θανάτου, που αναφέρεται στο άρθρο 77β παράγραφος 1 στοιχείο ε)·

η)

τις προδιαγραφές για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 77γ, συμπεριλαμβανομένων των παραδοχών και των μεθόδων που πρέπει να χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης και του βασικού πιστωτικού περιθωρίου·

θ)

τις μεθόδους και τις παραδοχές για τον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ, συμπεριλαμβανομένου τύπου για τον υπολογισμό του πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου.

2.   Για να εξασφαλίζεται η συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με τις μεθόδους για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, η EIOPA καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει:

α)

τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλομένου, που αναφέρεται στο άρθρο 81, με σκοπό να προσδιοριστούν οι αναμενόμενες ζημίες λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλομένου·

β)

όπου είναι αναγκαίο, απλοποιημένες μεθόδους και τεχνικές για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, για να εξασφαλιστεί ότι οι αναλογιστικές και οι στατιστικές μέθοδοι που αναφέρονται στα στοιχεία α) και δ) είναι αναλογικές ως προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που αναλαμβάνουν οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

3.   Για να εξασφαλίζονται ενιαίοι όροι εφαρμογής του άρθρου 77β, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις διαδικασίες για την έγκριση της εφαρμογής προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 77β παράγραφος 1.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 31η Οκτωβρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να ενδίδει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

25)

το άρθρο 92 τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα»·

β)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για την εξασφάλιση συνεπούς εναρμόνισης σε σχέση με τον καθορισμό των ιδίων κεφαλαίων, η EIOPA αναπτύσσει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των κριτηρίων με βάση τα οποία εγκρίνονται τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 90.

Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

1α.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α, όσον αφορά τον καθορισμό του χειρισμού των συμμετοχών, κατά την έννοια του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 212, σε χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με τον προσδιορισμό των ίδιων κεφαλαίων.»·

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του άρθρου 90, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις διαδικασίες για τη χορήγηση εποπτικής έγκρισης για τη χρησιμοποίηση συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Οκτωβρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

26)

το άρθρο 97 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 97

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

1.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α όσον αφορά τον καθορισμό καταλόγου στοιχείων ίδιων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των αναφερόμενων στο άρθρο 96, που θεωρείται ότι πληρούν τα κριτήρια τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 94, ο οποίος περιλαμβάνει για κάθε στοιχείο των ίδιων κεφαλαίων ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών τα οποία καθόρισαν την κατάταξή του.

2.   Για να εξασφαλίζεται η συνέπεια της εναρμόνισης σε σχέση με την κατάταξη των ιδίων κεφαλαίων, η EIOPA καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των μεθόδων που πρέπει να χρησιμοποιούν οι εποπτικές αρχές, όταν εγκρίνουν την αξιολόγηση και την κατάταξη στοιχείων των ίδιων κεφαλαίων που δεν καλύπτονται από τον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Η Επιτροπή επανεξετάζει σε τακτά διαστήματα και, όταν είναι σκόπιμο, επικαιροποιεί τον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με βάση τις εξελίξεις της αγοράς.»·

27)

το άρθρο 99 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 99

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με την επιλεξιμότητα των ιδίων κεφαλαίων

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, που καθορίζουν:

α)

τα ποσοτικά όρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 98·

β)

τις προσαρμογές που πρέπει να γίνουν για να αντανακλάται η απουσία μεταβιβασιμότητας των στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την κάλυψη ζημιών από συγκεκριμένη κατηγορία υποχρεώσεων ή από συγκεκριμένους κινδύνους (κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης).»·

28)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 109α

Εναρμονισμένα τεχνικά στοιχεία εισαγόμενα στον κανονικό τύπο υπολογισμού

1.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας σύμφωνα με τον κανονικό τύπο, οι ΕΕΑ καταρτίζουν, μέσω της μεικτής επιτροπής, σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την αντιστοίχιση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των εξωτερικών οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ECAI) σε μια αντικειμενική κλίμακα βαθμίδων πιστοληπτικής ποιότητας, εφαρμόζοντας τις βαθμίδες που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 111 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ).

Η μεικτή επιτροπή των ΕΕΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

2.   Για να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου και για τη διευκόλυνση του υπολογισμού της ενότητας κινδύνου της αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 5, του υπολογισμού της ενότητας κινδύνου αθέτησης του αντισυμβαλλομένου που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 6, της αξιολόγησης των τεχνικών μετριασμού κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 101 παράγραφος 5 και του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αφορούν:

α)

καταλόγους των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών, τα ανοίγματα έναντι των οποίων θα αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει διαφορά κινδύνου μεταξύ αυτών των ανοιγμάτων λόγω των ειδικών εξουσιών άντλησης εσόδων αυτών των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών, και υφίστανται ειδικές θεσμικές ρυθμίσεις που περιορίζουν τον κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους·

β)

τον δείκτη μετοχών που αναφέρεται στο άρθρο 106 παράγραφος 2, σύμφωνα με τα λεπτομερή κριτήρια που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 111 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και ιε)·

γ)

τις προσαρμογές που πρέπει να γίνονται για νομίσματα προσδεμένα στο ευρώ στην υποενότητα “συναλλαγματικός κίνδυνος” η οποία αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 5, σύμφωνα με τα λεπτομερή κριτήρια για τις προσαρμογές όσον αφορά νομίσματα προσδεδεμένα στο ευρώ, με σκοπό τη διευκόλυνση του υπολογισμού της υποενότητας συναλλαγματικού κινδύνου, όπως ορίζεται δυνάμει του άρθρου 111 παράγραφος 1 στοιχείο ιστ).

Η EIOPA υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

3.   Η EIOPA δημοσιεύει τεχνικές πληροφορίες συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για τη συμμετρική προσαρμογή που αναφέρεται στο άρθρο 106, τουλάχιστον ανά τρίμηνο.

4.   Για να εξασφαλίζονται ομοιόμορφοι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου και για τη διευκόλυνση του υπολογισμού της ενότητας αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης ασθενείας που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 4, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, λαμβάνοντας υπόψη τους υπολογισμούς που της παρέχουν οι εποπτικές αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών, για τον καθορισμό των τυπικών αποκλίσεων για τα συγκεκριμένα εθνικά νομοθετικά μέτρα των κρατών μελών που επιτρέπουν τον επιμερισμό των πληρωμών αποζημιώσεων σε σχέση με κίνδυνο υγείας μεταξύ των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, και πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 5 καθώς και οποιαδήποτε άλλα πρόσθετα κριτήρια που ορίζονται με κατ' εξουσιοδότηση πράξεις.

Η EIOPA υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

5.   Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα της παραγράφου 4 έχουν εφαρμογή μόνο στα εθνικά νομοθετικά μέτρα των κρατών μελών που επιτρέπουν τον επιμερισμό των πληρωμών αποζημιώσεων σε σχέση με κίνδυνο υγείας μεταξύ των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ο μηχανισμός επιμερισμού των αποζημιώσεων είναι διαφανής και πλήρως προσδιορισμένος πριν από την ετήσια περίοδο στην οποία εφαρμόζεται·

β)

ο μηχανισμός επιμερισμού των αποζημιώσεων, ο αριθμός των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που συμμετέχουν στο σύστημα εξίσωσης των κινδύνων υγείας (HRES), καθώς και το προφίλ κινδύνου της επιχειρηματικής δραστηριότητας που υπόκειται στο HRES, εξασφαλίζουν ότι για κάθε επιχείρηση που συμμετέχει στο HRES η μεταβλητότητα των ετήσιων απωλειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που υπόκειται στο HRES μειώνεται σημαντικά μέσω του HRES, από την άποψη τόσο του κινδύνου ασφαλίστρων όσο και του κινδύνου αποθεματικών·

γ)

η ασφάλιση υγείας που υπόκειται στο HRES είναι υποχρεωτική και χρησιμεύει ως μερική ή πλήρης εναλλακτική λύση έναντι της κάλυψης υγείας που παρέχεται από το επίσημο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης·

δ)

σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων από ασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο HRES, οι κυβερνήσεις ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών εγγυώνται την πλήρη κάλυψη των απαιτήσεων των ασφαλισμένων του ασφαλιστικού κλάδου που υπόκειται στο HRES.

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α, για τον καθορισμό των πρόσθετων κριτηρίων που πρέπει να πληρούν οι ρυθμίσεις των εθνικών μέτρων, και της μεθοδολογίας και των απαιτήσεων για τον υπολογισμό των τυπικών αποκλίσεων της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.»·

29)

το άρθρο 111 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 111

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα άρθρα 103 έως 109

1.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, που προβλέπουν τα ακόλουθα:

α)

έναν κανονικό τύπο υπολογισμού σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 103 έως 109·

β)

όλες τις υποενότητες που είναι αναγκαίες ή καλύπτουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τους κινδύνους οι οποίοι εμπίπτουν στις αντίστοιχες ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 104, καθώς και τυχόν μεταγενέστερες επικαιροποιήσεις·

γ)

τις μεθόδους, τις παραδοχές και τις καθορισμένες παραμέτρους που πρέπει να βαθμονομούνται στο επίπεδο εμπιστοσύνης που αναφέρεται στο άρθρο 101 παράγραφος 3 και να χρησιμοποιούνται κατά τον υπολογισμό κάθε ενότητας ή υποενότητας κινδύνου της βασικής κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας που ορίζεται στα άρθρα 104, 105 και 304, τον μηχανισμό συμμετρικής προσαρμογής και το ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα, εκφρασμένο σε μήνες, όπως αναφέρεται στο άρθρο 106, καθώς επίσης την κατάλληλη προσέγγιση για την ενσωμάτωση της μεθόδου που αναφέρεται στο άρθρο 304 στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, όπως υπολογίζεται με τον κανονικό τύπο·

δ)

τις παραμέτρους αντιστοιχίας, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι αναγκαίο, εκείνων που καθορίζονται στο παράρτημα IV, και των διαδικασιών επικαιροποίησης αυτών των παραμέτρων·

ε)

όταν οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης χρησιμοποιούν τεχνικές μείωσης του κινδύνου, τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των μεταβολών στην κατατομή κινδύνου της εκάστοτε επιχείρησης και την προσαρμογή του υπολογισμού της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας·

στ)

τα ποιοτικά κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι τεχνικές μείωσης κινδύνου που αναφέρονται στο στοιχείο ε), για να εξασφαλίζεται ότι ο κίνδυνος έχει όντως μεταβιβαστεί σε τρίτο μέρος·

στα)

τη μέθοδο και τις παραμέτρους που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην αξιολόγηση της κεφαλαιακής απαίτησης για τον κίνδυνο αθέτησης αντισυμβαλλομένου στην περίπτωση ανοιγμάτων έναντι επιλέξιμων κεντρικών αντισυμβαλλομένων· οι παράμετροι αυτές καθορίζονται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται συνέπεια με τη μεταχείριση των ανοιγμάτων αυτών στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων υπό την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημεία 1 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

ζ)

τις μεθόδους και τις παραμέτρους που πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την αξιολόγηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για λειτουργικούς κινδύνους που καθορίζονται στο άρθρο 107, συμπεριλαμβανομένου του ποσοστού που αναφέρεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3·

η)

τις μεθόδους και προσαρμογές που πρέπει να χρησιμοποιούνται ώστε να αντανακλάται το μειωμένο εύρος διαφοροποίησης κινδύνου για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που σχετίζονται με κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης·

θ)

τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της προσαρμογής της ικανότητας απορρόφησης ζημιών των τεχνικών προβλέψεων ή των αναβαλλόμενων φόρων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 108·

ι)

το υποσύνολο των τυπικών παραμέτρων στις ενότητες αναλαμβανόμενου κινδύνου ασφάλισης ζωής, ζημιών και υγείας, οι οποίες μπορούν να αντικαθίστανται από ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 104 παράγραφος 7·

ια)

τις τυποποιημένες μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιεί η επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης για τον υπολογισμό των ειδικών για την επιχείρηση παραμέτρων που αναφέρονται στο στοιχείο ι), καθώς και τυχόν κριτήρια όσον αφορά την πληρότητα, την ακρίβεια και την καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων, τα οποία πρέπει να ικανοποιούνται για να δοθεί η εποπτική έγκριση σε συνδυασμό με τη διαδικασία που πρέπει να εφαρμόζεται για την εν λόγω έγκριση·

ιβ)

τους προβλεπόμενους απλοποιημένους υπολογισμούς για συγκεκριμένες υποενότητες και ενότητες κινδύνου, καθώς και τα κριτήρια που οι επιχειρήσεις ασφάλισης και αντασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων επιχειρήσεων ασφάλισης και αντασφάλισης, πρέπει να ικανοποιούν για να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις απλοποιήσεις αυτές, όπως ορίζεται στο άρθρο 109·

ιγ)

την προσέγγιση που πρέπει να χρησιμοποιείται για τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 212, στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και ιδίως στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών που αναφέρεται στο άρθρο 105 παράγραφος 5, λαμβανόμενης υπόψη της πιθανής μείωσης στη διακύμανση της αξίας των εν λόγω συνδεδεμένων επιχειρήσεων λόγω της στρατηγικής φύσης των συγκεκριμένων επενδύσεων και της επιρροής που ασκεί η συμμετέχουσα επιχείρηση σε αυτές τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις·

ιδ)

τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας από ECAI στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας σύμφωνα με τον κανονικό τύπο και την αντιστοίχιση των εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων στην κλίμακα βαθμίδων πιστωτικής ποιότητας που αναφέρεται στο άρθρο 109α παράγραφος 1, η οποία πρέπει να είναι συνεπής προς τη χρήση εξωτερικών πιστοληπτικών αξιολογήσεων από ECAI στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τα πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26 του εν λόγω κανονισμού·

ιε)

τα λεπτομερή κριτήρια για τον δείκτη μετοχών που αναφέρεται στο άρθρο 109α παράγραφος 2 στοιχείο γ)·

ιστ)

τα λεπτομερή κριτήρια σχετικά με τις προσαρμογές οι οποίες γίνονται όσον αφορά νομίσματα προσδεμένα στο ευρώ, για τη διευκόλυνση του υπολογισμού της υποενότητας “συναλλαγματικός κίνδυνος” που αναφέρεται στο άρθρο 109α παράγραφος 2 στοιχείο δ)·

ιζ)

τις προϋποθέσεις για μια κατηγοριοποίηση των περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 109α παράγραφος 2 στοιχείο α)·

2.   Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις διαδικασίες για την εποπτική έγκριση των ειδικών ανά επιχείρηση παραμέτρων που αναφέρονται στο στοιχείο ια) της παραγράφου 1.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Οκτωβρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

3.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, η Επιτροπή διεξάγει αξιολόγηση της καταλληλότητας των μεθόδων, των παραδοχών και των τυπικών παραμέτρων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό του κανονικού τύπου της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας. Λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη η απόδοση κάθε κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού και χρηματοπιστωτικών μέσων, η συμπεριφορά των επενδυτών στα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού και χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και οι εξελίξεις στη διεθνή προτυποποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Μπορεί να δίνεται προτεραιότητα στην εξέταση ορισμένων κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, όπου είναι σκόπιμο, από προτάσεις για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας ή κατ' εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που έχουν εγκριθεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

4.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση όσον αφορά την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, η EIOPA καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν ποσοτικά όρια και κριτήρια επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού όπου οι κίνδυνοι αυτοί δεν καλύπτονται επαρκώς από μια υποενότητα.

Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εφαρμόζονται σε στοιχεία ενεργητικού που καλύπτουν τεχνικές προβλέψεις, εξαιρουμένων των στοιχείων ενεργητικού που τηρούνται για συμβάσεις ασφάλισης ζωής, όπου ο επενδυτικός κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους κατόχους των ασφαλιστήριων συμβολαίων. Επανεξετάζονται από την Επιτροπή με βάση τις εξελίξεις στον καθορισμένο τύπο και στις χρηματοπιστωτικές αγορές.»·

30)

το άρθρο 114 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 114

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα για τα εσωτερικά υποδείγματα της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας

1.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, που καθορίζουν:

α)

τις προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στα πρότυπα τα οποία ορίζονται στα άρθρα 120 έως 125, δεδομένου του περιορισμένου πεδίου εφαρμογής του μερικού εσωτερικού υποδείγματος·

β)

τον τρόπο για την πλήρη ενσωμάτωση ενός μερικού εσωτερικού υποδείγματος στον κανονικό τύπο της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 1 στοιχείο γ), καθώς και τις απαιτήσεις για τη χρήση εναλλακτικών τεχνικών ενσωμάτωσης.

2.   Για να εξασφαλιστούν ομοιόμορφοι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τις διαδικασίες όσον αφορά:

α)

την έγκριση ενός εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με το άρθρο 112· και

β)

την έγκριση σημαντικών μεταβολών σε ένα εσωτερικό υπόδειγμα και μεταβολών στην πολιτική για τη μεταβολή εσωτερικού υποδείγματος, που αναφέρεται στο άρθρο 115.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Οκτωβρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

31)

το άρθρο 127 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 127

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με τα άρθρα 120 έως 126

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α σε σχέση με τα άρθρα 120 έως 126 για τη βελτίωση και καλύτερη εκτίμηση των χαρακτηριστικών κινδύνου και τη διαχείριση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, όσον αφορά τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων σε ολόκληρη την Ένωση.»·

32)

το άρθρο 129 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 στοιχείο δ), τα σημεία i), ii) και iii) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«i)

2 500 000 EUR για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης ζημιών, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία καλύπτεται το σύνολο ή μέρος των κινδύνων μιας από τις κατηγορίες 10 έως 15 του μέρους Α του παραρτήματος I, οπότε το ποσό αυτό πρέπει να είναι τουλάχιστον 3 700 000 EUR·

ii)

3 700 000 EUR για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κλάδου ζωής, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων·

iii)

3 600 000 EUR για επιχειρήσεις αντασφάλισης, εξαιρουμένων των εξαρτημένων επιχειρήσεων αντασφάλισης, για τις οποίες οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι τουλάχιστον 1 200 000 EUR·»·

β)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εποπτικές αρχές τους, για περίοδο που δεν υπερβαίνει την 31η Δεκεμβρίου 2017, να απαιτούν από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν τα ποσοστά που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αποκλειστικά για την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας της επιχείρησης, που υπολογίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο VI τμήμα 4 ενότητα 2.»·

γ)

στην παράγραφο 4, μετά από το πρώτο εδάφιο, παρεμβάλλεται το ακόλουθο νέο εδάφιο:

«Για τους σκοπούς του υπολογισμού των ορίων της παραγράφου 3, οι επιχειρήσεις δεν υποχρεούνται να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε τριμηνιαία βάση.»·

δ)

στην παράγραφο 5, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

«5.   Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, έκθεση σχετικά με τους κανόνες των κρατών μελών και τις πρακτικές των εποπτικών αρχών που εγκρίθηκαν δυνάμει των παραγράφων 1 έως 4.»·

33)

το άρθρο 130 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 130

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, που καθορίζουν τον υπολογισμό της ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης η οποία αναφέρεται στα άρθρα 128 και 129.»·

34)

στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 131, οι ημερομηνίες «31 Οκτωβρίου 2012» και «31 Οκτωβρίου 2013» αντικαθίστανται από τις ημερομηνίες «31 Δεκεμβρίου 2015» και «31 Δεκεμβρίου 2016» αντίστοιχα·

35)

το άρθρο 135 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 135

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ποιοτικές απαιτήσεις

1.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α, για την εξειδίκευση των ποιοτικών απαιτήσεων στους ακόλουθους τομείς:

α)

αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση και διαχείριση των κινδύνων που απορρέουν από επενδύσεις σε σχέση με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 132 παράγραφος 2·

β)

αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση και διαχείριση ειδικών κινδύνων που απορρέουν από επενδύσεις σε παράγωγα μέσα και στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 132 παράγραφος 4, και προσδιορισμός του βαθμού στον οποίο η χρήση αυτών των στοιχείων ενεργητικού μπορεί να θεωρηθεί μείωση του κινδύνου ή αποτελεσματική διαχείριση χαρτοφυλακίου όπως αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 132 παράγραφος 4.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα το άρθρο 301α, που καθορίζουν:

α)

τις απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις που “επανασυσκευάζουν” δάνεια σε διαπραγματεύσιμους τίτλους και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα (μεταβιβάζοντα ιδρύματα ή χορηγοί), για να επιτρέπεται στις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε τίτλους του συγκεκριμένου τύπου οι οποίοι έχουν εκδοθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2011, συμπεριλαμβανομένων απαιτήσεων με τις οποίες εξασφαλίζεται ότι η μεταβιβάζουσα οντότητα, χορηγός ή ο αρχικός δανειστής έχει σε διαρκή βάση σημαντικό καθαρό οικονομικό κέρδος που δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερο από 5 %·

β)

ποιοτικές απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης που επενδύουν σε τέτοιες κινητές αξίες ή μέσα·

γ)

τις προδιαγραφές για τις περιστάσεις υπό τις οποίες είναι δυνατόν να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση όταν παραβιάζονται οι απαιτήσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, με την επιφύλαξη του άρθρου 101 παράγραφος 3.

3.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με την παράγραφο 2 στοιχείο γ), η EIOPA καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των μεθόδων υπολογισμού της αναλογικής πρόσθετης κεφαλαιακής επιβάρυνσης που αναφέρεται σε αυτήν.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

36)

στο άρθρο 138 η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Σε περίπτωση έκτακτων αντίξοων καταστάσεων με επιπτώσεις για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων, όπως διαπιστώνει η EIOPA, όπου είναι σκόπιμο κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, η εποπτική αρχή μπορεί να παρατείνει, για τις πληγείσες επιχειρήσεις, το χρονικό διάστημα που καθορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 κατά επτά έτη το πολύ, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της μέσης διάρκειας των τεχνικών προβλέψεων.

Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της EIOPA βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου η EIOPA διαπιστώνει, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας εποπτικής αρχής, την ύπαρξη έκτακτης αντίξοης κατάστασης. Η ενδιαφερόμενη εποπτική αρχή μπορεί να υποβάλει αίτημα σε περίπτωση που είναι πιθανό οι ασφαλιστικές ή οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε μια από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 3. Έκτακτες αντίξοες καταστάσεις υπάρχουν όταν η οικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων υφίστανται επιπτώσεις ή πλήττονται σοβαρά από μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

απρόβλεπτη, μεγάλη και απότομη πτώση στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

β)

παρατεταμένη πτώση των επιτοκίων·

γ)

καταστροφικό συμβάν με σοβαρό αντίκτυπο.

Η EIOPA, σε συνεργασία με την οικεία εποπτική αρχή, αξιολογεί τακτικά αν εξακολουθούν να υφίστανται οι καταστάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο. Η EIOPA διαπιστώνει, σε συνεργασία με την οικεία εποπτική αρχή, αν μια έκτακτη αντίξοη κατάσταση έχει πάψει να υφίσταται.

Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου στην εποπτική αρχή της, στην οποία να προσδιορίζει τα μέτρα που λαμβάνει και την πρόοδο που έχει σημειώσει στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας.

Η παράταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να αίρεται σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας και της ημερομηνίας της υποβολής της έκθεσης προόδου.»·

37)

το άρθρο 143 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 143

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με το άρθρο 138 παράγραφος 4

1.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α, για τη συμπλήρωση των τύπων έκτακτων αντίξοων καταστάσεων και για τον καθορισμό των παραγόντων και των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη η EIOPA όταν διαπιστώνει την ύπαρξη έκτακτων αντίξοων καταστάσεων και οι εποπτικές αρχές όταν αποφασίζουν την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 4.

2.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με το άρθρο 138 παράγραφος 2, το άρθρο 139 παράγραφος 2 και το άρθρο 141, η EIOPA καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που εξειδικεύουν το σχέδιο ανάκαμψης που αναφέρεται στο άρθρο 138 παράγραφος 2 και το πρόγραμμα χρηματοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 139 παράγραφος 2 και στο άρθρο 141, με τη δέουσα προσοχή για την αποφυγή φαινομένων φιλοκυκλικότητας.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

38)

το άρθρο 149 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 149

Μεταβολές στη φύση των κινδύνων ή στις ασφαλιστικές υποχρεώσεις

Κάθε μεταβολή που προτίθεται να επιφέρει μια ασφαλιστική επιχείρηση στα στοιχεία τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 147 υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 147 και 148.»·

39)

το άρθρο 155 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 3, μετά το πρώτο εδάφιο παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Επιπλέον, η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Σε αυτή την περίπτωση, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της ανατίθενται με το εν λόγω άρθρο.»·

β)

η παράγραφος 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την EIOPA για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες υπήρξε άρνηση βάσει των άρθρων 146 και 148 ή στις οποίες ελήφθησαν μέτρα βάσει των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου.»·

40)

στο άρθρο 158 παράγραφος 2, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο:

«Επιπλέον, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθεια της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Σε τέτοια περίπτωση, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της ανατίθενται με το εν λόγω άρθρο.»·

41)

το άρθρο 159 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 159

Στατιστικά στοιχεία για διασυνοριακές δραστηριότητες

Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί στην αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της, κάνοντας διάκριση μεταξύ των συναλλαγών που πραγματοποιούνται υπό καθεστώς εγκατάστασης και εκείνων που πραγματοποιούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, το ποσό των ασφαλίστρων, των αποζημιώσεων και των προμηθειών, πριν από την αφαίρεση του ποσού της αντασφάλισης, ανά κράτος μέλος, ως εξής:

α)

για τις ασφάλειες ζημιών, ανά κατηγορία δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την αντίστοιχη κατ' εξουσιοδότηση πράξη·

β)

για τις ασφάλειες ζωής, ανά κατηγορία δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την αντίστοιχη κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Όσον αφορά τον κλάδο 10 στο μέρος Α του παραρτήματος I, εξαιρουμένης της αστικής ευθύνης των μεταφορέων, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση γνωστοποιεί επίσης στην εν λόγω εποπτική αρχή τη συχνότητα και το μέσο κόστος των αποζημιώσεων.

Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζει, σε εύλογη προθεσμία και σε συγκεντρωτική βάση, στις εποπτικές αρχές κάθε ενδιαφερόμενου κράτους μέλους που υποβάλλει σχετική αίτηση τα στοιχεία που αναφέρονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο.»·

42)

το άρθρο 172 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 172

Ισοδυναμία σε σχέση με τις επιχειρήσεις αντασφάλισης

1.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 301α, που εξειδικεύουν τα κριτήρια αξιολόγησης της ισοδυναμίας του καθεστώτος φερεγγυότητας τρίτης χώρας το οποίο εφαρμόζεται για αντασφαλιστικές δραστηριότητες επιχειρήσεων με έδρα στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, σε σχέση το καθεστώς του τίτλου I.

2.   Αν μια τρίτη χώρα έχει καλύψει τα κριτήρια που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 301α και επικουρούμενη από την EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που να καθορίζουν ότι το καθεστώς φερεγγυότητας της εν λόγω τρίτης χώρας το οποίο εφαρμόζεται για αντασφαλιστικές δραστηριότητες επιχειρήσεων με έδρα στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, είναι ισοδύναμο με το καθεστώς του τίτλου I της παρούσας οδηγίας.

Οι εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξεις επανεξετάζονται τακτικά, για να ληφθούν υπόψη τυχόν σημαντικές αλλαγές στο εποπτικό καθεστώς που προβλέπεται στον τίτλο I και στο εποπτικό καθεστώς στην τρίτη χώρα.

Η EIOPA δημοσιεύει και τηρεί ενημερωμένο στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των τρίτων χωρών στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο.

3.   Σε περίπτωση που, σύμφωνα με την παράγραφο 2, το καθεστώς φερεγγυότητας μιας τρίτης χώρας έχει κριθεί ισοδύναμο με το καθεστώς της παρούσας οδηγίας, οι αντασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται με επιχειρήσεις των οποίων η εταιρική έδρα βρίσκεται στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα εξομοιώνονται με τις αντασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται με επιχειρήσεις οι οποίες έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, και ακόμα κι αν δεν πληρούνται τα κριτήρια που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, η Επιτροπή μπορεί, για περιορισμένο χρονικό διάστημα και σύμφωνα με το άρθρο 301α, επικουρούμενη από την EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που να καθορίζουν ότι το καθεστώς φερεγγυότητας μιας τρίτης χώρας, το οποίο εφαρμόζεται για αντασφαλιστικές δραστηριότητες επιχειρήσεων με έδρα στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, είναι προσωρινά ισοδύναμο με το καθεστώς του τίτλου I, αν η συγκεκριμένη τρίτη χώρα έχει συμμορφωθεί τουλάχιστον ως προς τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

έχει δεσμευτεί έναντι της Ένωσης ότι θα εγκρίνει και θα εφαρμόσει καθεστώς φερεγγυότητας που μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμο σύμφωνα με την παράγραφο 2, πριν από την παρέλευση αυτού του περιορισμένου χρονικού διαστήματος και ότι θα συνεργαστεί στη διαδικασία αξιολόγησης της ισοδυναμίας·

β)

έχει καταρτίσει πρόγραμμα εργασίας για να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)

έχει διαθέσει επαρκείς πόρους για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

δ)

διαθέτει καθεστώς φερεγγυότητας βασιζόμενο στον κίνδυνο και καθιερώνει ποσοτικές και ποιοτικές απαιτήσεις φερεγγυότητας και απαιτήσεις για την εποπτική αναφορά και τη διαφάνεια·

ε)

έχει αναλάβει έγγραφες δεσμεύσεις ότι θα συνεργάζεται και θα ανταλλάσσει εμπιστευτικές εποπτικές πληροφορίες με την EIOPA και τις εποπτικές αρχές·

στ)

διαθέτει ανεξάρτητο σύστημα εποπτείας· και

ζ)

έχει καθορίσει υποχρεώσεις επαγγελματικού απόρρητου για όλα τα πρόσωπα που ενεργούν εξ ονόματος των εποπτικών αρχών της, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών με την EIOPA και τις εποπτικές αρχές.

Οποιεσδήποτε κατ' εξουσιοδότηση πράξεις περί προσωρινής ισοδυναμίας λαμβάνουν υπόψη τις εκθέσεις που υποβάλλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 177 παράγραφος 2. Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις αυτές επανεξετάζονται τακτικά με βάση τις εκθέσεις προόδου της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας, οι οποίες υποβάλλονται ετησίως στην Επιτροπή και αξιολογούνται από αυτήν. Η EIOPA επικουρεί την Επιτροπή στην αξιολόγηση των εν λόγω εκθέσεων προόδου.

Η EIOPA δημοσιεύει και τηρεί ενημερωμένο στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των τρίτων χωρών στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, που διευκρινίζουν περαιτέρω τους όρους του πρώτου εδαφίου.

5.   Το περιορισμένο χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 διαρκεί έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 ή έως την ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με την παράγραφο 2, το εποπτικό καθεστώς της τρίτης χώρας κρίθηκε ισοδύναμο με το καθεστώς του τίτλου I, ό,τι συμβεί νωρίτερα.

Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να παραταθεί κατά ένα έτος, σε περίπτωση που απαιτείται προκειμένου η EIOPA και η Επιτροπή να διενεργήσουν την αξιολόγηση ισοδυναμίας για τους σκοπούς της παραγράφου 2.

6.   Οι συμβάσεις αντασφάλισης που συνάπτονται με επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα της οποίας το εποπτικό καθεστώς θεωρείται προσωρινά ισοδύναμο σύμφωνα με την παράγραφο 4 έχουν αντιμετώπιση ίδια με εκείνη που καθορίζεται στην παράγραφο 3. Το άρθρο 173 εφαρμόζεται και στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε τρίτη χώρα της οποίας το εποπτικό καθεστώς έχει κριθεί προσωρινά ισοδύναμο σύμφωνα με την παράγραφο 4.»·

43)

το άρθρο 176 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 176

Υποβολή πληροφοριών από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή και την EIOPA

Οι εποπτικές αρχές των κρατών μελών ενημερώνουν την Επιτροπή, την EIOPA και τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών για κάθε άδεια λειτουργίας μιας άμεσα ή έμμεσα θυγατρικής μιας ή περισσοτέρων μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας.

Οι πληροφορίες αυτές πρέπει επίσης να αναφέρουν τη δομή του σχετικού ομίλου.

Όταν μια επιχείρηση που διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας αποκτά συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που διαθέτει άδεια λειτουργίας στην Ένωση κατά τρόπο ώστε η εν λόγω επιχείρηση της Ένωσης να καταστεί θυγατρική της επιχείρησης της τρίτης χώρας, οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή, την EIOPA και τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών.»·

44)

το άρθρο 177 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την EIOPA σχετικά με τις γενικής φύσης δυσκολίες που συναντούν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές τους επιχειρήσεις κατά την εγκατάσταση και λειτουργία τους ή κατά την άσκηση δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα.»·

45)

στο άρθρο 210 η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α, για την εξειδίκευση των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου όσον αφορά την παρακολούθηση, τη διαχείριση και τον έλεγχο των κινδύνων που απορρέουν από δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου.»·

46)

στο άρθρο 211, οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α, για τον καθορισμό των ακόλουθων κριτηρίων εποπτικής έγκρισης:

α)

πεδίο εφαρμογής της έγκρισης·

β)

υποχρεωτικοί όροι που πρέπει να περιλαμβάνονται σε όλες τις συναπτόμενες συμβάσεις·

γ)

απαιτήσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας, όπως αναφέρονται στο άρθρο 42, για τα πρόσωπα που διοικούν τον φορέα ειδικού σκοπού·

δ)

απαιτήσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας για τους μετόχους ή τα μέλη με ειδική συμμετοχή στον φορέα ειδικού σκοπού·

ε)

ορθές διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, κατάλληλοι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και απαιτήσεις διαχείρισης κινδύνου·

στ)

απαιτήσεις σχετικά με τη λογιστική και με την προληπτική και τη στατιστική πληροφόρηση·

ζ)

απαιτήσεις φερεγγυότητας.

2α.   Για να εξασφαλίζονται ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του άρθρου 211 παράγραφοι 1 και 2, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις διαδικασίες για τη χορήγηση εποπτικής έγκρισης σχετικά με τη σύσταση φορέων ειδικού σκοπού και τους μορφότυπους και τα υποδείγματα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του σημείου στ) της παραγράφου 2.

Η EIOPA υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια στην Επιτροπή έως τις 31 Οκτωβρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

2β.   Για να εξασφαλίζονται ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του άρθρου 211 παράγραφοι 1 και 2, η EIOPA μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις διαδικασίες κατά τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών όταν ο φορέας ειδικού σκοπού που αναλαμβάνει κίνδυνο από μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει έδρα σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο έχει λάβει άδεια η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

3.   Οι φορείς ειδικού σκοπού που έχουν λάβει άδεια πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2015 υπόκεινται στο δίκαιο του κράτους μέλους που χορήγησε τη συγκεκριμένη άδεια. Ωστόσο, οποιαδήποτε νέα δραστηριότητα του εν λόγω φορέα ειδικού σκοπού μετά την ημερομηνία αυτή υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 2α.»·

47)

το άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

'Σώμα εποπτών: μια μόνιμη αλλά ευέλικτη δομή για τη συνεργασία, τον συντονισμό και τη διευκόλυνση της λήψης αποφάσεων σχετικά με την εποπτεία ομίλου·»·

48)

το άρθρο 216 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Σε τέτοια περίπτωση, η εποπτική αρχή εξηγεί την απόφασή της τόσο στον επόπτη ομίλου όσο και στη μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο. Ο επόπτης ομίλου ενημερώνει το Σώμα εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 248 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Τα άρθρα 218 έως 258 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 έως 6 του παρόντος άρθρου.»·

β)

στην παράγραφο 4, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η εποπτική αρχή εξηγεί τις αποφάσεις αυτές τόσο στην επιχείρηση όσο και στον επόπτη ομίλου. Ο επόπτης ομίλου ενημερώνει το Σώμα εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 248 παράγραφος 1 στοιχείο α).»·

γ)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 301α, για τον καθορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες μπορεί να ληφθεί η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»·

49)

το άρθρο 217 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε τέτοια περίπτωση, η εποπτική αρχή αιτιολογεί την απόφασή της τόσο στον επόπτη ομίλου όσο και στη μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο. Ο επόπτης ομίλου ενημερώνει το Σώμα εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 248 παράγραφος 1 στοιχείο α).»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 301α, για τον καθορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες μπορεί να ληφθεί η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.»·

50)

το άρθρο 227 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 227

Ισοδυναμία σε σχέση με συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας

1.   Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με το άρθρο 233, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας αντιμετωπίζεται, μόνο για τους σκοπούς του υπολογισμού, ως συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Ωστόσο, αν η τρίτη χώρα στην οποία η συγκεκριμένη επιχείρηση έχει την έδρα της την υπαγάγει σε απαίτηση αδείας και της επιβάλει καθεστώς φερεγγυότητας τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στον τίτλο I κεφάλαιο VI, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι στον υπολογισμό για τη συγκεκριμένη επιχείρηση θα ληφθούν υπόψη η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας και τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη της συγκεκριμένης απαίτησης όπως ορίζεται από την ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα.

2.   Σε περίπτωση που δεν έχει εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 4 ή την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, η εξακρίβωση του κατά πόσο το καθεστώς της τρίτης χώρας είναι τουλάχιστον ισοδύναμο πραγματοποιείται από τον επόπτη ομίλου, μετά από αίτημα της συμμετέχουσας επιχείρησης ή με δική του πρωτοβουλία. Η EIOPA επικουρεί τον επόπτη ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Ο επόπτης ομίλου, επικουρούμενος από την EIOPA, διαβουλεύεται με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές πριν λάβει απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία. Η απόφαση λαμβάνεται βάσει των κριτηρίων που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 3. Ο επόπτης ομίλου δεν λαμβάνει, σε σχέση με τρίτη χώρα, αποφάσεις οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με παλαιότερες αποφάσεις για τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, παρά μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς εποπτείας που καθορίζεται στον τίτλο I κεφάλαιο VI και στο καθεστώς εποπτείας της τρίτης χώρας.

Οι εποπτικές αρχές που διαφωνούν με απόφαση η οποία έχει ληφθεί σύμφωνα με το εδάφιο 2 μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην EIOPA και να ζητήσουν τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης από τον επόπτη ομίλου. Στην περίπτωση αυτή, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με το εν λόγω άρθρο.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 301α, για τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης της ισοδυναμίας του καθεστώτος φερεγγυότητας τρίτης χώρας σε σχέση με το καθεστώς του τίτλου I κεφάλαιο VI.

4.   Αν μια τρίτη χώρα πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 301α και επικουρούμενη από την EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που να καθορίζουν ότι το εποπτικό καθεστώς αυτής της τρίτης χώρας είναι ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στον τίτλο I κεφάλαιο VI.

Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις αυτές επανεξετάζονται τακτικά, για να λαμβάνονται υπόψη τυχόν σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς εποπτείας που προβλέπεται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI και στο καθεστώς εποπτείας στην τρίτη χώρα.

Η EIOPA δημοσιεύει και τηρεί ενημερωμένο στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των τρίτων χωρών στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο.

5.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 4, και ακόμα κι αν δεν πληρούνται τα κριτήρια που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, η Επιτροπή μπορεί, για το διάστημα που προβλέπεται στην παράγραφο 6 και σύμφωνα με το άρθρο 301α, επικουρούμενη από την EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που να καθορίζουν ότι το καθεστώς φερεγγυότητας μιας τρίτης χώρας το οποίο εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα είναι προσωρινά ισοδύναμο με το καθεστώς που καθορίζεται στον τίτλο I κεφάλαιο VI αν πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

μπορεί να αποδειχτεί ότι η συγκεκριμένη τρίτη χώρα εφαρμόζει ήδη ή μπορεί να θεσπίσει και να εφαρμόσει καθεστώς φερεγγυότητας που πληροί τις προϋποθέσεις για να αξιολογηθεί ως ισοδύναμο σύμφωνα με την παράγραφο 4·

β)

η τρίτη χώρα διαθέτει καθεστώς φερεγγυότητας βασιζόμενο στον κίνδυνο και καθιερώνει ποσοτικές και ποιοτικές απαιτήσεις φερεγγυότητας και απαιτήσεις για την εποπτική αναφορά και τη διαφάνεια·

γ)

το δίκαιο της τρίτης χώρας επιτρέπει, καταρχήν, τη συνεργασία και την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών με την EIOPA και τις εποπτικές αρχές·

δ)

η τρίτη χώρα διαθέτει ανεξάρτητο σύστημα εποπτείας· και

ε)

η τρίτη χώρα έχει θεσπίσει υποχρεώσεις επαγγελματικού απορρήτου για όλα τα πρόσωπα που ενεργούν εξ ονόματος των εποπτικών αρχών του.

Η EIOPA δημοσιεύει και τηρεί ενημερωμένο στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των τρίτων χωρών στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο.

6.   Η αρχική περίοδος προσωρινής ισοδυναμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 5 είναι 10 έτη, εκτός αν πριν από την παρέλευση αυτής της περιόδου:

α)

ανακληθεί η σχετική κατ' εξουσιοδότηση πράξη· ή

β)

έχει εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 4 με βάση την οποία το καθεστώς εποπτείας της συγκεκριμένης τρίτης χώρας κρίνεται ισοδύναμο με εκείνο που καθορίζεται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI.

Η προσωρινή ισοδυναμία υπόκειται σε ανανεώσεις για περαιτέρω περιόδους 10 ετών, αν εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 5. Η Επιτροπή εκδίδει τις σχετικές κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α και επικουρούμενη από την EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Οποιεσδήποτε κατ' εξουσιοδότηση πράξεις περί προσωρινής ισοδυναμίας λαμβάνουν υπόψη τις εκθέσεις που υποβάλλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 177 παράγραφος 2. Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις αυτές αναθεωρούνται τακτικά από την Επιτροπή. Η EIOPA επικουρεί την Επιτροπή στην αξιολόγηση των εν λόγω αποφάσεων. Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για κάθε πραγματοποιούμενη ανανέωση και του υποβάλλει τα συμπεράσματά της.

7.   Όταν εκδίδεται, σύμφωνα με την παράγραφο 5, κατ' εξουσιοδότηση πράξη που καθορίζει ότι το εποπτικό καθεστώς τρίτης χώρας είναι προσωρινά ισοδύναμο, η συγκεκριμένη τρίτη χώρα θεωρείται ισοδύναμη για τους σκοπούς της παραγράφου 1 δεύτερο εδάφιο.»·

51)

το άρθρο 231 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 231

Εσωτερικό υπόδειγμα του ομίλου

1.   Αν υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου αίτηση για να επιτραπεί ο υπολογισμός της ενοποιημένης κεφαλαιακής απαίτησης του ομίλου και της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές συνεργάζονται για να αποφασίσουν για την έγκριση ή μη της αίτησης και για να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις, αν υπάρχουν, για την έγκριση αυτή.

Η αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλεται στον επόπτη ομίλου.

Ο επόπτης ομίλου ενημερώνει τα άλλα μέλη του Σώματος εποπτών και τους διαβιβάζει την πλήρη αίτηση, χωρίς καθυστέρηση.

2.   Οι αρμόδιες εποπτικές αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με την αίτηση μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από τον επόπτη.

3.   Αν μέσα στην εξάμηνη προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο επόπτης ομίλου αναβάλλει την απόφασή του, περιμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή του σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Η EIOPA λαμβάνει την απόφασή της μέσα σε έναν μήνα. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην EIOPA μετά την παρέλευση της εξάμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

Αν, σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 44 παράγραφος 1 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η απόφαση που προτείνει η ομάδα απορριφθεί, ο επόπτης ομίλου λαμβάνει την τελική απόφαση. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η εξάμηνη περίοδος θεωρείται ότι είναι η φάση του συμβιβασμού κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

4.   Η EIOPA μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής της διαδικασίας για τη λήψη κοινής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 όσον αφορά τις αιτήσεις για χορήγηση άδειας που αναφέρονται στην παράγραφο 1, για να διευκολύνεται η λήψη κοινών αποφάσεων.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

5.   Αν οι αρμόδιες εποπτικές αρχές έχουν καταλήξει σε κοινή απόφαση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2, ο επόπτης ομίλου διαβιβάζει στον αιτούντα έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση της απόφασης.

6.   Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία της παραλαβής της πλήρους αίτησης του ομίλου, ο επόπτης ομίλου αποφασίζει ο ίδιος σχετικά με την αίτηση.

Ο επόπτης ομίλου λαμβάνει δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών που διατυπώθηκαν μέσα στην εν λόγω εξάμηνη προθεσμία.

Ο επόπτης ομίλου διαβιβάζει στον αιτούντα και στις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έγγραφο στο οποίο εκθέτει την πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του.

Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

7.   Αν οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες ελεγκτικές αρχές θεωρήσει ότι το προφίλ κινδύνου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία της αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται το εσωτερικό υπόδειγμα που εγκρίθηκε σε επίπεδο ομίλου και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν έχει ανταποκριθεί ικανοποιητικά τις ανησυχίες που εξέφρασε η εποπτική αρχή, η εν λόγω αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 37, να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή του εσωτερικού αυτού υποδείγματος.

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, αν δεν ενδείκνυται η επιβολή της πρόσθετης αυτής κεφαλαιακής απαίτησης, η εποπτική αρχή μπορεί να ζητήσει από τη συγκεκριμένη επιχείρηση να υπολογίζει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητάς της χρησιμοποιώντας τον κανονικό τύπο που αναφέρεται στον τίτλο I κεφάλαιο VI τμήμα 4 ενότητες 1 και 2. Σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ), η εποπτική αρχή μπορεί να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή του κανονικού τύπου.

Η εποπτική αρχή εξηγεί κάθε απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο τόσο στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και στα άλλα μέλη του Σώματος εποπτών.

Η EIOPA μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την εξασφάλιση συνεπούς και συνεκτικής εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.»·

52)

στην παράγραφο 232 πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για να διαπιστωθεί αν η ενοποιημένη κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας του ομίλου αντικατοπτρίζει κατάλληλα το προφίλ κινδύνου του ομίλου, ο επόπτης ομίλου δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να ανακύψουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) σε επίπεδο ομίλου, ιδίως όταν:»·

53)

στο άρθρο 232, η τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το άρθρο 37 παράγραφοι 1 έως 5, σε συνδυασμό με τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφοι 6, 7 και 8, εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.»·

54)

στο άρθρο 233 παράγραφος 6, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Το άρθρο 37 παράγραφοι 1 έως 5, σε συνδυασμό με τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφοι 6, 7 και 8, εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.»·

55)

το άρθρο 234 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 234

Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σε σχέση με τα άρθρα 220 έως 229 και 230 έως 233

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α, για τον καθορισμό των τεχνικών αρχών και μεθόδων που αναφέρονται στα άρθρα 220 έως 229 και για την εφαρμογή των άρθρων 230 έως 233, στις οποίες αντανακλάται η οικονομική φύση των συγκεκριμένων νομικών διαρθρώσεων.»·

56)

το άρθρο 237 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 237

Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: απόφαση επί της αιτήσεως

1.   Στην περίπτωση αιτήσεων για έγκριση υπαγωγής στους κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 238 και 239, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές συνεργάζονται στο πλαίσιο του Σώματος εποπτών, σε πλήρη συνεργασία, για να αποφασίσουν σχετικά με τη χορήγηση ή μη της ζητούμενης έγκρισης και για να καθορίσουν τους άλλους όρους και τις προϋποθέσεις, αν υπάρχουν, για την έγκριση αυτή.

Οι αιτήσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλονται μόνον στην εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική. Η εν λόγω εποπτική αρχή ενημερώνει τα άλλα μέλη του Σώματος εποπτών και τους διαβιβάζει την πλήρη αίτηση, χωρίς καθυστέρηση.

2.   Οι αρμόδιες εποπτικές αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με την αίτηση μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από όλες τις εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στο Σώμα εποπτών.

3.   Αν μέσα στην τρίμηνη χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο επόπτης ομίλου αναβάλλει την απόφασή του, περιμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή του σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Η EIOPA λαμβάνει την απόφασή της μέσα σε έναν μήνα. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην EIOPA μετά την παρέλευση της τρίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.

Αν, σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 44 παράγραφος 1 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η απόφαση που προτείνει η ομάδα απορριφθεί, ο επόπτης ομίλου λαμβάνει την τελική απόφαση. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η τρίμηνη περίοδος θεωρείται περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

4.   Η EIOPA μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής της διαδικασίας για τη λήψη κοινής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 όσον αφορά τις αιτήσεις για έγκριση που αναφέρονται στην παράγραφο 1, για να διευκολύνεται η λήψη κοινών αποφάσεων.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

5.   Αν οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έχουν καταλήξει στην κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει έγκριση στη θυγατρική διαβιβάζει στον αιτούντα έγγραφο με την απόφαση, που αναφέρει την πλήρη αιτιολόγηση. Η κοινή απόφαση αναγνωρίζεται ως οριστική και εφαρμόζεται από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές.

6.   Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές εντός της περιόδου τριών μηνών που προβλέπεται στην παράγραφο 2, ο επόπτης ομίλου αποφασίζει ο ίδιος σχετικά με την αίτηση.

Κατά την εν λόγω περίοδο, ο επόπτης ομίλου λαμβάνει δεόντως υπόψη:

α)

ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών·

β)

ενδεχόμενες επιφυλάξεις άλλων εποπτικών αρχών από το Σώμα εποπτών.

Η απόφαση περιλαμβάνει πλήρη αιτιολόγηση και επεξήγηση κάθε σημαντικής απόκλισης από τις επιφυλάξεις των λοιπών ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών. Ο επόπτης ομίλου διαβιβάζει αντίγραφο της απόφασης στον αιτούντα και στις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές. Η απόφαση αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.»·

57)

στο άρθρο 238 η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Το Σώμα εποπτών καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την πρόταση της εποπτικής αρχής που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική, ή για άλλα δυνατά μέτρα.

Η συμφωνία αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.»·

58)

το άρθρο 238 παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ της εποπτικής αρχής και του επόπτη ομίλου, μία από τις δύο αρχές εποπτείας μπορεί, μέσα σε ένα μήνα από την πρόταση της εποπτικής αρχής, να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Στην περίπτωση αυτή, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της έχουν εκχωρηθεί με το εν λόγω άρθρο, και λαμβάνει την απόφασή της μέσα σε ένα μήνα από την εν λόγω παραπομπή. Η περίοδος ενός μηνός θεωρείται περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην EIOPA μετά την παρέλευση της περιόδου ενός μηνός που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο ή μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Σώματος σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

Η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική αναβάλλει την απόφασή της, περιμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 19 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA.

Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Η απόφαση συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.

Η απόφαση διαβιβάζεται στη θυγατρική και στο Σώμα εποπτών.»·

59)

στο άρθρο 239 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Η εποπτική αρχή ή ο επόπτης ομίλου μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην EIOPA και να ζητήσουν τη βοήθειά της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ τους σχετικά με οποιοδήποτε από τα εξής;

α)

την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε παράτασης της περιόδου ανάκαμψης, μέσα στην τετράμηνη περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ή

β)

την έγκριση των προτεινόμενων μέτρων μέσα στο χρονικό διάστημα ενός μηνός που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Στις περιπτώσεις αυτές, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της έχουν εκχωρηθεί με το εν λόγω άρθρο, και λαμβάνει την απόφασή της μέσα σε ένα μήνα από την εν λόγω παραπομπή.

Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΙΟΡΑ:

α)

μετά την παρέλευση του τετράμηνου ή του ενός μηνός αντιστοίχως, που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο·

β)

μετά την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του Σώματος σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 ή το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2·

γ)

στην περίπτωση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Το χρονικό διάστημα των τεσσάρων μηνών ή του ενός μηνός αντιστοίχως θεωρείται περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

Η εποπτική αρχή που έχει χορηγήσει άδεια στη θυγατρική αναβάλλει την απόφασή της, περιμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την τελική απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

Η απόφαση συνοδεύεται από πλήρη αιτιολόγηση.

Η απόφαση διαβιβάζεται στη θυγατρική και στο Σώμα εποπτών.»·

60)

το άρθρο 241 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 241

Θυγατρικές ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης: κατ' εξουσιοδότηση πράξεις

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, στις οποίες καθορίζονται:

α)

τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται για να διαπιστωθεί αν τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 236·

β)

τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζονται για να αποφασιστεί τι συνιστά κατάσταση έκτακτης ανάγκης δυνάμει του άρθρου 239 παράγραφος 2·

γ)

οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται από τις εποπτικές αρχές κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, την άσκηση των δικαιωμάτων τους και την εκπλήρωση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τα άρθρα 237 έως 240.»·

61)

στο άρθρο 242 η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή του τίτλου III, ιδίως όσον αφορά τη συνεργασία των εποπτικών αρχών στο πλαίσιο του Σώματος εποπτών και τη λειτουργικότητα του Σώματος αυτού, καθώς και τις εποπτικές πρακτικές για τον καθορισμό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων, και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, αν χρειαστεί, από προτάσεις για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας.»·

62)

στο άρθρο 242 παράγραφος 2, η ημερομηνία «31 Οκτωβρίου 2015» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31 Δεκεμβρίου 2018»·

63)

το άρθρο 244 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 301α, όσον αφορά τον ορισμό της σημαντικής συγκέντρωσης κινδύνου για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

5.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με την εποπτεία των συγκεντρώσεων κινδύνων, η ΕΙΟΡΑ καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τρόπους εντοπισμού σημαντικών συγκεντρώσεων κινδύνων και προσδιορισμού των κατάλληλων ορίων για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

6.   Για να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τον καθορισμό των μορφοτύπων και υποδειγμάτων για τον τρόπο αναφοράς αυτών των συγκεντρώσεων κινδύνων για τους σκοπούς της παραγράφου 2.

Η EIOPA υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

64)

το άρθρο 245 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 301α, όσον αφορά τον ορισμό σημαντικών συναλλαγών εντός ομίλου για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

5.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με την εποπτεία των σημαντικών συναλλαγών εντός ομίλου, η EIOPA μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τρόπους εντοπισμού των σημαντικών συναλλαγών εντός του ομίλου για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

6.   Για να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η EIOPA μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τις διαδικασίες, μορφοτύπους και υποδείγματα για τον τρόπο αναφοράς σημαντικών συναλλαγών εντός ομίλου για τους σκοπούς της παραγράφου 2.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

65)

στο άρθρο 247, οι παράγραφοι 3 έως 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μπορούν, μετά από αίτηση οποιασδήποτε από τις λοιπές εποπτικές αρχές, να λαμβάνουν κοινή απόφαση για παρέκκλιση από τα κριτήρια που καθορίζονται στην παράγραφο 2, αν η εφαρμογή τους κρίνεται απρόσφορη, λαμβανομένων υπόψη της διάρθρωσης του ομίλου και της σχετικής βαρύτητας των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στις διάφορες χώρες, και να ορίζουν διαφορετική εποπτική αρχή ως επόπτη ομίλου.

Για τον σκοπό αυτό, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μπορεί να ζητεί την έναρξη συζήτησης σχετικά με την καταλληλότητα των κριτηρίων της παραγράφου 2. Τέτοιες συζητήσεις δεν λαμβάνουν χώρα πάνω από μια φορά το έτος.

Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με την επιλογή του επόπτη ομίλου μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή του αιτήματος για συζήτηση. Πριν να λάβουν την απόφασή τους, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές παρέχουν στον όμιλο τη δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη του.

Ο ορισθείς επόπτης ομίλου διαβιβάζει την κοινή απόφαση στον όμιλο μαζί με πλήρη αιτιολόγηση.

4.   Αν κατά την τρίμηνη περίοδο που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές αναβάλλουν την κοινή απόφασή τους, περιμένουν την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνουν την απόφασή τους σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA. Η κοινή απόφαση αναγνωρίζεται ως καθοριστική και εφαρμόζεται από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές. Η τρίμηνη περίοδος θεωρείται περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

5.   Η EIOPA λαμβάνει την απόφασή της μέσα σε ένα μήνα από την παραπομπή σύμφωνα με την παράγραφο 4. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην EIOPA μετά την παρέλευση της τρίμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης. Ο ορισθείς επόπτης ομίλου διαβιβάζει την κοινή απόφαση στον όμιλο και στο Σώμα εποπτών μαζί με πλήρη αιτιολόγηση.

6.   Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση, τα καθήκοντα του επόπτη ομίλου ασκούνται από την εποπτική αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

7.   Η EIOPA ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τυχόν σοβαρές δυσχέρειες στην εφαρμογή των παραγράφων 2, 3 και 6, τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

Αν προκύψουν σοβαρές δυσχέρειες στην εφαρμογή των κριτηρίων που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α, για την περαιτέρω εξειδίκευση των κριτηρίων αυτών.»·

66)

το άρθρο 248 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 2 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε περίπτωση που ο επόπτης ομίλου δεν έχει εκτελέσει τα καθήκοντα τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή τα μέλη του Σώματος εποπτών δεν συνεργάζονται στον βαθμό ο οποίος απαιτείται στην εν λόγω παράγραφο, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθεια της, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Στην περίπτωση αυτή, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της εκχωρεί το εν λόγω άρθρο.»·

β)

στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Στο Σώμα των εποπτών συμμετέχουν ο επόπτης ομίλου, οι εποπτικές αρχές όλων των κρατών μελών στα οποία εδρεύουν όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις, και η EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

γ)

στην παράγραφο 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε περίπτωση διάστασης απόψεων σχετικά με τις ρυθμίσεις συντονισμού, κάθε μέλος του Σώματος εποπτών μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Στην περίπτωση αυτή, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της εκχωρεί το εν λόγω άρθρο. Ο επόπτης ομίλου λαμβάνει την τελική του απόφαση σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA. Ο επόπτης ομίλου διαβιβάζει την απόφαση στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.»·

δ)

στην παράγραφο 5, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του επόπτη ομίλου και των άλλων εποπτικών αρχών, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, οι συντονιστικές διευθετήσεις μπορούν να προβλέπουν πρόσθετα καθήκοντα για τον επόπτη ομίλου, τις άλλες εποπτικές αρχές ή την EIOPA, στις περιπτώσεις που αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αποτελεσματικότερη εποπτεία του ομίλου και δεν θα εμπόδιζε τις εποπτικές δραστηριότητες των μελών του Σώματος εποπτών σε σχέση με τις επιμέρους αρμοδιότητές τους.»·

ε)

οι παράγραφοι 6 και 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   H EIOPA εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την επιχειρησιακή λειτουργία των Σωμάτων εποπτών με βάση γενική εξέταση του έργου τους, για να αξιολογήσει το επίπεδο σύγκλισης μεταξύ τους. Η επανεξέταση αυτή διενεργείται τουλάχιστον ανά τριετία. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο επόπτης ομίλου να διαβιβάζει στην EIOPA τις πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία του Σώματος εποπτών και ενδεχόμενες δυσχέρειες που αντιμετώπισε σε σχέση με την επανεξέταση.

Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με τον συντονισμό μεταξύ εποπτικών αρχών, η EIOPA μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτικών αρχών με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του πρώτου εδαφίου.

Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

7.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με τον συντονισμό μεταξύ εποπτικών αρχών, η EIOPA καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τον συντονισμό της εποπτείας ομίλων για τους σκοπούς των παραγράφων 1 έως 6.

Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

8.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α όσον αφορά τον ορισμό του “σημαντικού υποκαταστήματος”.»·

67)

το άρθρο 249 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για να εξασφαλίζεται ότι οι εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένου του επόπτη ομίλου, έχουν στη διάθεσή τους την ίδια ποσότητα ουσιαστικών πληροφοριών, με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους και ανεξάρτητα από το αν είναι εγκατεστημένες ή όχι στο ίδιο κράτος μέλος, καθεμιά από τις εποπτικές αυτές αρχές παρέχει στις άλλες τις ανωτέρω πληροφορίες, για να καθίσταται δυνατή και να διευκολύνεται η επιτέλεση των εποπτικών καθηκόντων τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και ο επόπτης ομίλου διαβιβάζουν αμοιβαία και χωρίς καθυστέρηση κάθε ουσιαστική πληροφορία μόλις καθίσταται διαθέσιμη, ή ανταλλάσσουν πληροφορίες όποτε τους ζητηθεί. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πληροφορίες σχετικά με ενέργειες του ομίλου και των εποπτικών αρχών, καθώς και πληροφορίες που παρέχονται από τον όμιλο.»·

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Σε περίπτωση που εποπτική αρχή δεν έχει διαβιβάσει τις σχετικές πληροφορίες ή που αίτημα για συνεργασία, ιδίως όσον αφορά ανταλλαγή ουσιαστικών πληροφοριών, έχει απορριφθεί ή δεν έχει διεκπεραιωθεί μέσα σε δύο εβδομάδες, οι εποπτικές αρχές μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην EIOPA.

Όταν το θέμα παραπέμπεται στην EIOPA η EIOPA μπορεί, με την επιφύλαξη του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της ανατίθενται με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση σε σχέση με τον συντονισμό και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών, η EIOPA καταρτίζει, με την επιφύλαξη του άρθρου 301β, σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει:

α)

τα στοιχεία τα οποία πρέπει να συγκεντρώνονται σε συστηματική βάση από τον επόπτη ομίλου και να κοινοποιούνται στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές ή να διαβιβάζονται στον επόπτη ομίλου από τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές·

β)

τα στοιχεία που είναι ουσιώδη ή συναφή με την εποπτεία σε επίπεδο ομίλου, με σκοπό την ενίσχυση της σύγκλισης της εποπτικής αναφοράς.

Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

4.   Για να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής όσον αφορά τον συντονισμό μεταξύ εποπτικών αρχών, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των διαδικασιών, μορφοτύπων και υποδειγμάτων για την υποβολή πληροφοριών στον επόπτη ομίλου, καθώς και της διαδικασίας για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εποπτικών αρχών όπως καθορίζεται στο παρόν άρθρο.

Η EIOPA υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

68)

το άρθρο 250 τροποποιείται ως εξής:

«Άρθρο 250

Διαβουλεύσεις μεταξύ εποπτικών αρχών

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 248, στις περιπτώσεις που μια απόφαση είναι σημαντική για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων εποπτικών αρχών, πριν να ληφθεί η συγκεκριμένη απόφαση οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους στο πλαίσιο του Σώματος εποπτών, σχετικά με τα κατωτέρω:

α)

μεταβολές στη μετοχική διάρθρωση, στην οργανωτική ή στη διοικητική δομή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου, οι οποίες απαιτούν την έγκριση ή την άδεια εποπτικών αρχών·

β)

την απόφαση σχετικά με παράταση της περιόδου ανάκαμψης δυνάμει του άρθρου 138 παράγραφοι 3 και 4·

γ)

σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται από εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας δυνάμει του άρθρου 37 και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού στη χρήση εσωτερικού υποδείγματος για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας δυνάμει του τίτλου I κεφάλαιο VI, τμήμα 4, ενότητα 3.

Για τους σκοπούς των στοιχείων β) και γ) του πρώτου εδαφίου, ζητείται πάντα η γνώμη του επόπτη ομίλου.

Επιπλέον, όταν μια απόφαση βασίζεται σε πληροφορίες που λαμβάνονται από άλλες εποπτικές αρχές, οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους από την απόφαση αυτή.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 248, μια εποπτική αρχή μπορεί να αποφασίζει να μην προβεί σε διαβουλεύσεις με άλλες εποπτικές αρχές σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή όταν οι διαβουλεύσεις αυτές θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, η εποπτική αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.»·

69)

στο άρθρο 254 παράγραφος 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές τους που είναι υπεύθυνες για την άσκηση εποπτείας ομίλου να έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία που είναι χρήσιμη για τον σκοπό της εποπτείας αυτής, ανεξάρτητα από τη φύση της σχετικής επιχείρησης. Το άρθρο 35 παράγραφοι 1 έως 5 εφαρμόζεται κατ' αναλογία.

Ο επόπτης ομίλου μπορεί να περιορίζει την τακτική εποπτική αναφορά στο επίπεδο του ομίλου, αν η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη της ετήσιας, όταν όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν στον όμιλο επωφελούνται από τον συγκεκριμένο περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 6, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου.

Ο επόπτης ομίλου μπορεί να χορηγεί εξαίρεση από την υποβολή λεπτομερών πληροφοριών ανά στοιχείο στο επίπεδο του ομίλου, όταν όλες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν στον όμιλο επωφελούνται από τη συγκεκριμένη εξαίρεση σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 7, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων της δραστηριότητας του ομίλου και τον στόχο της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.»·

70)

στο άρθρο 255 παράγραφος 2 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Σε περίπτωση που δεν έχει δοθεί συνέχεια εντός δύο εβδομάδων σε αίτημα προς άλλη εποπτική αρχή για τη διενέργεια επαλήθευσης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ή σε περίπτωση που η εποπτική αρχή αδυνατεί πρακτικά να ασκήσει το δικαίωμά της για συμμετοχή σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο, η αιτούσα αρχή μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθεια της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010. Στην περίπτωση αυτή, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με το εν λόγω άρθρο.

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, η EIOPA δικαιούται να συμμετέχει στις επιτόπιες επιθεωρήσεις εφόσον διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες εποπτικές αρχές.»·

71)

το άρθρο 256 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, για την περαιτέρω εξειδίκευση των πληροφοριών που πρέπει να κοινοποιούνται και των προθεσμιών για την ετήσια κοινοποίηση των πληροφοριών όσον αφορά την ενιαία έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και την έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση σύμφωνα με την παράγραφο 1.»·

β)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«5.   Για να εξασφαλιστούν ενιαίες συνθήκες εφαρμογής σε σχέση με τη φερεγγυότητα στο επίπεδο του ομίλου και την έκθεση για τη χρηματοοικονομική κατάσταση, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τις διαδικασίες, τους μορφοτύπους και τα υποδείγματα για τη δημοσιοποίηση της ενιαίας έκθεσης και της έκθεσης φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης ομίλου, όπως καθορίζεται στο παρόν άρθρο.

Η EIOPA υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.»·

72)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 256α

Διάρθρωση ομίλου

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών να δημοσιοποιούν, σε επίπεδο ομίλου, σε ετήσια βάση, τη νομική, τη διοικητική και την οργανωτική τους διάθρωση, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής όλων των θυγατρικών τους, των σημαντικών συνδεδεμένων επιχειρήσεών τους, και των σημαντικών υποκαταστημάτων τους.»·

73)

το άρθρο 258 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, για τον συντονισμό των μέτρων επιβολής που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.»·

74)

το άρθρο 259 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 259

Υποβολή εκθέσεων από την EIOPA

1.   Η EIOPA υποβάλλει ετησίως εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

2.   Η EIOPA υποβάλλει εκθέσεις, μεταξύ άλλων, για όλες τις σχετικές και σημαντικές εμπειρίες που αφορούν τις δραστηριότητες εποπτείας και τη συνεργασία μεταξύ εποπτικών αρχών στο πλαίσιο του τίτλου III και, ειδικότερα αναφορικά με:

α)

τη διαδικασία ορισμού του επόπτη ομίλου, τον αριθμό των εποπτών ομίλου και τη γεωγραφική κάλυψη·

β)

το έργο του Σώματος εποπτών, ειδικότερα όσον αφορά τη συμμετοχή και τις υποχρεώσεις εποπτικών αρχών άλλων από τους επόπτες ομίλου.

3.   Η EIOPA μπορεί επίσης, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να συμπεριλαμβάνει, όταν είναι σκόπιμο, τα κύρια διδάγματα από τις αξιολογήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 248 παράγραφος 6.»·

75)

το άρθρο 260 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 260

Μητρικές επιχειρήσεις εκτός Ένωσης: εξακρίβωση της ισοδυναμίας

1.   Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχείο γ), οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές εξακριβώνουν κατά πόσον οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η μητρική επιχείρηση των οποίων έχει την έδρα της εκτός της Ένωσης, υπόκεινται σε εποπτεία από εποπτική αρχή τρίτης χώρας, ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται από τον παρόντα τίτλο για την εποπτεία στο επίπεδο του ομίλου ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β).

Όταν δεν έχει εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 2, 3 ή 5 του παρόντος άρθρου, η εξακρίβωση πραγματοποιείται από την εποπτική αρχή η οποία θα ήταν ο επόπτης ομίλου αν εφαρμόζονταν τα κριτήρια του άρθρου 247 παράγραφος 2 (εφεξής “οιονεί επόπτης ομίλου”), κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια στην Ένωση, ή με δική της πρωτοβουλία. Η EIOPA επικουρεί τον οιονεί επόπτη ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Στο πλαίσιο αυτό, πριν λάβει απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία, ο οιονεί επόπτης ομίλου, επικουρούμενος από την EIOPA, συμβουλεύεται τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές. Η απόφαση λαμβάνεται με βάση τα κριτήρια που έχουν καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2. Ο οιονεί επόπτης ομίλου δεν λαμβάνει, σε σχέση με τρίτη χώρα, αποφάσεις οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με παλιότερες αποφάσεις για τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, παρά μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς εποπτείας που καθορίζεται στον τίτλο I και στο καθεστώς εποπτείας της τρίτης χώρας.

Οι εποπτικές αρχές που διαφωνούν με απόφαση η οποία έχει ληφθεί σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο μπορούν να παραπέμψουν το θέμα στην EIOPA και να ζητήσουν τη βοήθεια της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης από τον οιονεί επόπτη ομίλου. Στην περίπτωση αυτή, η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται με το εν λόγω άρθρο.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, για τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης της ισοδυναμίας του καθεστώτος προληπτικής εποπτείας τρίτης χώρας για την εποπτεία ομίλων με το καθεστώς που καθορίζεται στον παρόντα τίτλο.

3.   Αν μια τρίτη χώρα πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 301α και επικουρούμενη από την EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που να καθορίζουν ότι το καθεστώς προληπτικής εποπτείας αυτής της τρίτης χώρας είναι ισοδύναμο με εκείνο που ορίζεται στον παρόντα τίτλο.

Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις αυτές της Επιτροπής επανεξετάζονται τακτικά για να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές του καθεστώτος προληπτικής εποπτείας για την εποπτεία των ομίλων που προβλέπεται στον παρόντα τίτλο, καθώς και στο καθεστώς προληπτικής εποπτείας στην τρίτη χώρα για την εποπτεία των ομίλων, όπως επίσης οποιαδήποτε άλλη κανονιστική αλλαγή που ενδέχεται να επηρεάζει την απόφαση περί ισοδυναμίας.

Η EIOPA δημοσιεύει και τηρεί ενημερωμένο στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των τρίτων χωρών στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο.

4.   Αν η Επιτροπή δεν εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται το άρθρο 262.

5.   Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 3, και ακόμα κι αν δεν πληρούνται τα κριτήρια που καθορίζονται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή μπορεί, για περιορισμένο χρονικό διάστημα και σύμφωνα με το άρθρο 301α, επικουρούμενη από την EIOPA σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που να καθορίζουν ότι το καθεστώς προληπτικής εποπτείας μιας τρίτης χώρας, το οποίο εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις με έδρα εκτός της Ένωσης την 1η Ιανουαρίου 2014, είναι προσωρινά ισοδύναμο με εκείνο που καθορίζεται στον τίτλο I, αν η συγκεκριμένη τρίτη χώρα έχει συμμορφωθεί τουλάχιστον ως προς τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

έχει δεσμευτεί έναντι της Ένωσης ότι θα εγκρίνει και θα εφαρμόσει καθεστώς προληπτικής εποπτείας που μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμο σύμφωνα με την παράγραφο 3, πριν από την παρέλευση αυτού του περιορισμένου χρονικού διαστήματος και ότι θα συνεργαστεί στη διαδικασία αξιολόγησης της ισοδυναμίας·

β)

έχει καταρτίσει πρόγραμμα εργασίας για να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της σύμφωνα με το στοιχείο α)·

γ)

έχει διαθέσει επαρκείς πόρους για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων δυνάμει του στοιχείου α)·

δ)

διαθέτει καθεστώς προληπτικής εποπτείας βασιζόμενο στον κίνδυνο και καθιερώνει ποσοτικές και ποιοτικές απαιτήσεις φερεγγυότητας και απαιτήσεις για την εποπτική αναφορά και τη διαφάνεια, και για την εποπτεία ομίλων·

ε)

έχει αναλάβει έγγραφες δεσμεύσεις ότι θα συνεργάζεται και θα ανταλλάσσει εμπιστευτικές εποπτικές πληροφορίες με την EIOPA και τις εποπτικές αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 10·

στ)

διαθέτει ανεξάρτητο σύστημα εποπτείας·

ζ)

έχει καθορίσει υποχρεώσεις επαγγελματικού απόρρητου για όλα τα πρόσωπα που ενεργούν εξ ονόματος των εποπτικών αρχών της, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών με την EIOPA και τις εποπτικές αρχές, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 10.

Οποιεσδήποτε κατ' εξουσιοδότηση πράξεις περί προσωρινής ισοδυναμίας λαμβάνουν υπόψη τις εκθέσεις που υποβάλλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 177 παράγραφος 2. Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις αυτές επανεξετάζονται τακτικά, με βάση τις εκθέσεις προόδου της ενδιαφερόμενης τρίτης χώρας, οι οποίες υποβάλλονται ετησίως στην Επιτροπή και αξιολογούνται από αυτήν. Η EIOPA επικουρεί την Επιτροπή στην αξιολόγηση των εν λόγω εκθέσεων προόδου.

Η EIOPA δημοσιεύει και τηρεί ενημερωμένο στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των τρίτων χωρών στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301α, για την περαιτέρω εξειδίκευση των όρων του πρώτου εδαφίου. Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις μπορούν επίσης να καλύπτουν τις εξουσίες των εποπτικών αρχών για επιβολή πρόσθετων απαιτήσεων εποπτικής αναφοράς κατά την περίοδο της προσωρινής ισοδυναμίας.

6.   Το περιορισμένο χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 5 διαρκεί έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 ή έως την ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με την παράγραφο 3, το καθεστώς προληπτικής εποπτείας της τρίτης χώρας κρίθηκε ισοδύναμο με το καθεστώς του τίτλου I, ό,τι συμβεί νωρίτερα.

Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να παραταθεί το πολύ κατά ένα επιπλέον έτος, σε περίπτωση που τόσος χρόνος απαιτείται προκειμένου η EIOPA και η Επιτροπή να διενεργήσουν την αξιολόγηση ισοδυναμίας για τους σκοπούς της παραγράφου 3.

7.   Όταν εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με την παράγραφο 5, σχετικά με την προσωρινή ισοδυναμία καθεστώτος προληπτικής εποπτείας τρίτης χώρας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 261, εκτός αν υπάρχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, η οποία έχει συνολικό ισολογισμό που υπερβαίνει τον συνολικό ισολογισμό της μητρικής επιχείρησης που είναι εγκατεστημένη εκτός της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, τα καθήκοντα επόπτη ομίλου ασκούνται από τον οιονεί επόπτη ομίλου.»·

76)

στο άρθρο 262 παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ισοδύναμη εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 260, ή όταν ένα κράτος μέλος δεν εφαρμόζει τις διατάξεις του άρθρου 261 σε περίπτωση προσωρινής ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 260 παράγραφος 7, το εν λόγω κράτος μέλος εφαρμόζει στις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις:

α)

τις διατάξεις των άρθρων 218 έως 235 και των άρθρων 244 έως 258 τηρουμένων των αναλογιών·

β)

μια από τις μεθόδους που προσδιορίζονται στην παράγραφο 2.»·

77)

στο άρθρο 300, η πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα ποσά που εκφράζονται σε ευρώ στην παρούσα οδηγία αναθεωρούνται ανά πενταετία, με αύξηση του ποσού βάσης σε ευρώ κατά την ποσοστιαία μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή όλων των κρατών μελών, όπως δημοσιεύεται από την Επιτροπή (Eurostat) από τις 31 Δεκεμβρίου 2015 έως την ημερομηνία της αναθεώρησης, και στρογγυλεύονται σε ανώτερο πολλαπλάσιο των 100 000 EUR.»·

78)

το άρθρο 301 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 301

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που έχει συσταθεί με την απόφαση 2004/9/ΕΚ της Επιτροπής (33). Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 αυτού.

Άρθρο 301α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στα άρθρα 17, 31, 35, 37, 50, 56, 75, 86, 92, 97, 99, 109α, 111, 114, 127, 130, 135, 143, 172, 210, 211, 216, 217, 227, 234, 241, 244, 245, 247, 248, 256, 258, 260 και 308β ανατίθεται στην Επιτροπή για διάρκεια τεσσάρων ετών από τις 23 Μαΐου 2014.

Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των τεσσάρων ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στα άρθρα 17, 31, 35, 37, 50, 56, 75, 86, 92, 97, 99, 109α, 111, 114, 127, 130, 135, 143, 172, 210, 211, 216, 217, 227, 234, 241, 244, 245, 247, 248, 256, 258, 260 και 308β μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο.

Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 17, 31, 35, 37, 50, 56, 75, 86, 92, 97, 99, 109α, 111, 114, 127, 130, 135, 143, 172, 210, 211, 216, 217, 227, 234, 241, 244, 245, 247, 248, 256, 258, 260 ή 308β τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 301β

Σταδιακή εφαρμογή των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων

1.   Έως τις 24 Μαΐου 2016, η Επιτροπή, όταν εγκρίνει για πρώτη φορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στα άρθρα 50, 58, 75, 86, 92, 97, 111, 135, 143, 244, 245, 248 και 249, ακολουθεί τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 301α. Οποιεσδήποτε τροποποιήσεις αυτών των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ή, μετά την εκπνοή της μεταβατικής περιόδου, οποιαδήποτε νέα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

2.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010.

3.   Έως τις 24 Μαΐου 2016, η EIOPA μπορεί να υποβάλλει στην Επιτροπή σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσαρμόζονται στις τεχνικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 17, 31, 35, 37, 50, 56, 75, 86, 92, 97, 99, 109α, 111, 114, 127, 130, 135, 143, 172, 210, 211, 216, 217, 227, 234, 241, 244, 245, 247, 248, 256, 258, 260 και 308β.

Τα ανωτέρω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα περιορίζονται σε τεχνικές πτυχές των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

Ανατίθεται στην Επιτροπή εξουσία για την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

79)

στο άρθρο 304, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2020, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της προσέγγισης που εκτίθεται στην παράγραφο 1 και τις πρακτικές των εποπτικών αρχών που υιοθετήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1, συνοδευόμενη, όπου είναι σκόπιμο, από κατάλληλες προτάσεις. Η έκθεση αυτή πραγματεύεται ειδικότερα τις διασυνοριακές επιπτώσεις της χρήσης της συγκεκριμένης προσέγγισης με σκοπό την αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.»·

80)

προστίθεται το ακόλουθο τμήμα στον τίτλο VI κεφάλαιο I:

«ΤΜΗΜΑ 3

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ

Άρθρο 308α

Σταδιακή εφαρμογή

1.   Από την 1η Απριλίου 2015, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία να αποφασίζουν σχετικά με την έγκριση:

α)

των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 90·

β)

της ταξινόμησης των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 95 τρίτη παράγραφος·

γ)

ειδικών ανά επιχείρηση παραμέτρων σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 7·

δ)

πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με τα άρθρα 112 και 113·

ε)

των φορέων ειδικού σκοπού που θα εγκατασταθούν στην επικράτειά τους σύμφωνα με το άρθρο 211·

στ)

των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων μιας ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 226 παράγραφος 2·

ζ)

εσωτερικού υποδείγματος ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 230, το άρθρο 231 και το άρθρο 233 παράγραφος 5·

η)

της χρήσης της υποενότητας μετοχικού κινδύνου με βάση τη διάρκεια σύμφωνα με το άρθρο 304·

θ)

της χρήσης της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 77β και 77γ·

ι)

αν το ζητούν τα κράτη μέλη, της χρήσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 77δ·

ια)

της χρήσης του μεταβατικού μέτρου για τα επιτόκια άνευ κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 308γ·

ιβ)

της χρήσης του μεταβατικού μέτρου για τις τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με το άρθρο 308δ.

2.   Από την 1η Απριλίου 2015, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία:

α)

να καθορίζουν το επίπεδο και την έκταση της εποπτείας ομίλου, σύμφωνα με τα τμήματα 2 και 3 του τίτλου III κεφάλαιο I·

β)

να προσδιορίζουν τον επόπτη ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 247·

γ)

να συγκροτούν Σώμα εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 248.

3.   Από την 1η Ιουλίου 2015, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές έχουν την εξουσία:

α)

να αποφασίζουν την αφαίρεση οποιασδήποτε συμμετοχής σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 228·

β)

να καθορίζουν την επιλογή μεθόδου για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 220·

γ)

να προβαίνουν σε διαπίστωση περί ισοδυναμίας ή προσωρινής ισοδυναμίας, σύμφωνα με τα άρθρα 227 και 260·

δ)

να επιτρέπουν σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υπάγονται στα άρθρα 238 και 239, σύμφωνα με το άρθρο 236·

ε)

να προβαίνουν στις εξακριβώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 262 και 263·

στ)

να αποφασίζουν, όταν είναι σκόπιμο, την εφαρμογή μεταβατικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 308β.

4.   Τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές να εξετάζουν τις αιτήσεις που υποβάλλουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για χορήγηση έγκρισης ή άδειας σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3. Οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι εποπτικές αρχές σχετικά με αιτήσεις για τη χορήγηση έγκρισης ή άδειας δεν τίθενται σε εφαρμογή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Άρθρο 308β

Μεταβατικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 12, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έως την 1η Ιανουαρίου 2016 θα έχουν πάψει να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και θα διαχειρίζονται αποκλειστικά το υπάρχον χαρτοφυλάκιό τους με σκοπό να τερματίσουν τη δραστηριότητά τους δεν υπάγονται στους τίτλους I, ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας μέχρι τις ημερομηνίες που καθορίζονται στην παράγραφο 2, αν είτε:

α)

έχουν πείσει την εποπτική αρχή ότι θα τερματίσουν τη δραστηριότητά τους πριν από την 1η Ιανουαρίου 2019· είτε

β)

έχουν υπαχθεί σε μέτρα αναδιάρθρωσης που καθορίζονται στον τίτλο IV κεφάλαιο II και έχει οριστεί διαχειριστής.

2.   Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν:

α)

στην παράγραφο 1 στοιχείο α) υπάγονται στους τίτλους I, ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας από την 1η Ιανουαρίου 2019 ή από προηγούμενη ημερομηνία αν η εποπτική αρχή δεν είναι ικανοποιημένη με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά τον τερματισμό της δραστηριότητας τις επιχείρησης·

β)

στην παράγραφο 1 στοιχείο β) υπάγονται στους τίτλους I, ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας από την 1η Ιανουαρίου 2021 ή από προηγούμενη ημερομηνία αν η εποπτική αρχή δεν είναι ικανοποιημένη με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά τον τερματισμό της δραστηριότητας της επιχείρησης.

3.   Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπάγονται στα μεταβατικά μέτρα των παραγράφων 1 και 2 μόνο αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η επιχείρηση δεν ανήκει σε όμιλο ή, αν ανήκει, όλες οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο πάψουν να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης·

β)

η επιχείρηση υποβάλλει στην εποπτική αρχή ετήσια έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει όσον αφορά τον τερματισμό της δραστηριότητάς της·

γ)

η επιχείρηση έχει κοινοποιήσει στην εποπτική αρχή ότι εφαρμόζει τα μεταβατικά μέτρα.

Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εμποδίζουν τις επιχειρήσεις να λειτουργούν σύμφωνα με τους τίτλους I, ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας οδηγίας.

4.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν κατάλογο των σχετικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και τον κοινοποιούν σε όλα τα άλλα κράτη μέλη.

5.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, η προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφοι 1 έως 4 από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ετήσια ή βάση ή με μικρότερη συχνότητα θα μειώνεται κατά δύο εβδομάδες κάθε οικονομικό έτος, αρχής γενομένης όχι αργότερα από 20 εβδομάδες από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2016 και μετά αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017, και έως 14 εβδομάδες το πολύ από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2019 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020.

6.   Για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, η προθεσμία για την κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 51 από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα μειώνεται κατά δύο εβδομάδες κάθε οικονομικό έτος, αρχής γενομένης όχι αργότερα από 20 εβδομάδες από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2016 και μετά αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017, και έως 14 εβδομάδες το πολύ από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2019 και μετά αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020.

7.   Για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, η προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφοι 1 έως 4 από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε τριμηνιαία βάση θα μειώνεται κατά μία εβδομάδα κάθε οικονομικό έτος, αρχής γενομένης όχι αργότερα από οκτώ εβδομάδες για οποιοδήποτε τρίμηνο που τελειώνει από την 1η Ιανουαρίου 2016 και μετά αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017, και έως πέντε εβδομάδες για με οποιοδήποτε τρίμηνο που τελειώνει από την 1η Ιανουαρίου 2019 και μετά αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020.

8.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και στις μεικτές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών στο επίπεδο του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 254 και 256, ενώ οι προθεσμίες που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 6 και 7 παρατείνονται κατά έξι εβδομάδες αντίστοιχα.

9.   Ανεξάρτητα από το άρθρο 94, βασικά στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 1 βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως 10 ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία:

α)

έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 97, ό,τι συνέβη πρώτο·

β)

στις 31 Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως 50 % του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα με τη νομοθεσία, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, του άρθρου 1 της οδηγίας 2002/13/ΕΚ, του άρθρου 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ και του άρθρου 36 παράγραφος 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ·

γ)

δεν μπορούσαν με άλλο τρόπο να ταξινομηθούν στην κατηγορία 1 ή την κατηγορία 2 σύμφωνα με το άρθρο 94.

10.   Ανεξάρτητα από το άρθρο 94, βασικά στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 2 βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως 10 ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία:

α)

έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 97, ό,τι συνέβη πρώτο·

β)

στις 31 Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως 25 % του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα με τη νομοθεσία, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, του άρθρου 1 της οδηγίας 2002/13/ΕΚ, του άρθρου 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ και του άρθρου 36 παράγραφος 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ.

11.   Όσον αφορά τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που επενδύουν σε διαπραγματεύσιμους τίτλους ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα βασισμένα σε επανασυσκευασμένα δάνεια που εκδόθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2011, οι απαιτήσεις του άρθρου 135 παράγραφος 2 εφαρμόζονται μόνο σε περιπτώσεις όπου έχουν προστεθεί ή υποκατασταθεί νέα υποκείμενα ανοίγματα μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2014.

12.   Ανεξάρτητα από το άρθρο 100, το άρθρο 101 παράγραφος 3 και το άρθρο 104, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017 οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο θα είναι, για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους, ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται για τέτοια ανοίγματα που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εθνικό τους νόμισμα·

β)

το 2018, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο θα μειωθούν κατά 80 % για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους·

γ)

το 2019, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο θα μειωθούν κατά 50 % για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους·

δ)

από την 1η Ιανουαρίου 2020, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο δεν θα μειωθούν για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.

13.   Ανεξάρτητα από το άρθρο 100, το άρθρο 101 παράγραφος 3 και το άρθρο 104, οι τυπικές παράμετροι που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τις μετοχές που η επιχείρηση αγόρασε έως και την 1η Ιανουαρίου 2016, κατά τον υπολογισμό της υποενότητας μετοχικού κινδύνου σύμφωνα με τον κανονικό τύπο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο 304, υπολογίζονται ως σταθμισμένοι μέσοι όροι:

α)

της τυπική παραμέτρου που πρέπει να χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της υποενότητας μετοχικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 304· και

β)

της τυπικής παραμέτρου που πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της υποενότητας μετοχικού κινδύνου σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο 304.

Ο συντελεστής στάθμισης για την παράμετρο του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου αυξάνεται τουλάχιστον γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 0 % για το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε 100 % την 1η Ιανουαρίου 2023.

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α για την περαιτέρω εξειδίκευση των κριτηρίων που πρέπει να ικανοποιούνται, μεταξύ άλλων για τις μετοχές που μπορούν να υπάγονται στη μεταβατική περίοδο.

Για να εξασφαλιστούν ενιαίες συνθήκες εφαρμογής αυτής της μεταβατικής περιόδου, η EIOPA καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις διαδικασίες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

Η EIOPA υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Ιουνίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

14.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 138 παράγραφος 3 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμορφώνονται προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας που αναφέρεται στο άρθρο 16α της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, στο άρθρο 28 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ, ή στα άρθρα 37, 38 ή 39 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ αντίστοιχα, ως ίσχυε στη νομοθεσία του κράτους μέλους την προηγουμένη της κατάργησης των οδηγιών αυτών κατά το άρθρο 310 της παρούσας οδηγίας, αλλά δεν συμμορφώνονται προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας κατά το πρώτο έτος εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, καλούνται από την εποπτική αρχή να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχουν το επίπεδο επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου τους για να αποκαταστήσουν τη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017.

Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου στην εποπτική αρχή της, στην οποία να προσδιορίζει τα μέτρα που λαμβάνει και την πρόοδο που έχει σημειώσει στην επίτευξη του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας.

Η παράταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αίρεται σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην επίτευξη του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μεταξύ της ημερομηνίας που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και της ημερομηνίας υποβολής της έκθεσης προόδου.

15.   Αν στις 23 Μαΐου 2014 τα κράτη μέλη καταγωγής εφάρμοζαν τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2003/41/ΕΚ, τα εν λόγω κράτη μέλη καταγωγής μπορούν να συνεχίσουν, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2019, να εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τις οποίες είχαν εγκρίνει για λόγους συμμόρφωσης προς τα άρθρα 1 έως 19, 27 έως 30, 32 έως 35 και 37 έως 67 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ, όπως ίσχυαν την τελευταία ημέρα εφαρμογής της οδηγίας 2002/83/ΕΚ.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις για την αλλαγή της μεταβατικής περιόδου που ορίζεται στην παρούσα παράγραφο, αν έχουν εγκριθεί τροπολογίες στα άρθρα 17 έως 17γ της οδηγίας 2003/41/ΕΚ πριν από την ημερομηνία που καθορίζεται στην παρούσα παράγραφο.

16.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στην ανώτατη μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, για την περίοδο έως τις 31 Μαρτίου 2022, να υποβάλλει αιτήσεις για την έγκριση εσωτερικών υποδειγμάτων του ομίλου προς εφαρμογή σε τμήματα του ομίλου, αν τόσο η θυγατρική όσο και η ανώτατη μητρική επιχείρηση βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος και αν το συγκεκριμένο τμήμα αποτελεί ξεχωριστό μέρος με σημαντικά διαφορετικό προφίλ κινδύνου από τον υπόλοιπο όμιλο.

17.   Ανεξάρτητα από το άρθρο 218 παράγραφοι 2 και 3, οι μεταβατικές διατάξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 8 έως 12 και 15 του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 308γ, 308δ και 308ε εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο επίπεδο του ομίλου.

Ανεξάρτητα από το άρθρο 218 παράγραφοι 2, 3 και 4, οι μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 14 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο επίπεδο του ομίλου και όταν οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου συμμορφώνονται προς την υποχρέωση προσαρμογής της φερεγγυότητας που αναφέρεται στο άρθρο 9 της οδηγίας 98/78/ΕΚ αλλά δεν συμμορφώνονται προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 301α για τον καθορισμό των αλλαγών στη φερεγγυότητα του ομίλου όταν έχουν εφαρμογή οι μεταβατικές διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου που αφορούν:

α)

την εξάλειψη του διπλού υπολογισμού επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και της εσωτερικής δημιουργίας στο πλαίσιο του ομίλου, των συνόλων κεφαλαίων που καθορίζονται στα άρθρα 222 και 223·

β)

την αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που καθορίζεται στο άρθρο 224·

γ)

την εφαρμογή των μεθόδων υπολογισμού στις συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 225·

δ)

την εφαρμογή των μεθόδων υπολογισμού στις ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου που καθορίζονται στο άρθρο 226·

ε)

τις μεθόδους υπολογισμού της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, που καθορίζονται στα άρθρα 230 και 233·

στ)

τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας που καθορίζεται στο άρθρο 231·

ζ)

τον καθορισμό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 232·

η)

τις αρχές για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που καθορίζεται στο άρθρο 235.

Άρθρο 308γ

Μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου

1.   Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν, με την επιφύλαξη της προηγούμενης έγκρισης από την εποπτική αρχή τους, να εφαρμόζουν μεταβατική προσαρμογή στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου σε σχέση με τις αποδεκτές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

2.   Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή υπολογίζεται ως τμήμα της διαφοράς μεταξύ:

α)

του επιτοκίου που καθορίζεται από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική αρχή σύμφωνα με τη νομοθεσία, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ την τελευταία ημερομηνία εφαρμογής της οδηγίας αυτής·

β)

το ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου αποδεκτών υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης, όπου η χρονική αξία του χρήματος λαμβάνεται υπόψη με τη χρήση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2.

Όταν τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει νομοθεσία, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 1 Β στοιχείο α) σημείο ii) της οδηγίας 2002/83/ΕΚ, το επιτόκιο που αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής προσδιορίζεται με τη χρήση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση την τελευταία ημερομηνία εφαρμογής της οδηγίας 2002/83/ΕΚ.

Το τμήμα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μειώνεται γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 100 % το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε 0 % την 1η Ιανουαρίου 2032.

Όταν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ, η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο στοιχείο β) είναι η προσαρμοσμένη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που προσδιορίζεται στο άρθρο 77δ.

3.   Στις αποδεκτές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις περιλαμβάνονται μόνο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι συμβάσεις από τις οποίες προκύπτουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις είχαν συναφθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εξαιρουμένων των ανανεώσεων συμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν την (ή μετά από την) ημερομηνία αυτή·

β)

μέχρι την τελευταία ημέρα εφαρμογής της οδηγίας 2002/83/ΕΚ, οι τεχνικές προβλέψεις για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις προσδιορίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 20 της εν λόγω οδηγίας την τελευταία ημερομηνία εφαρμογής της·

γ)

το άρθρο 77β δεν εφαρμόζεται για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

4.   Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την παράγραφο 1:

α)

δεν περιλαμβάνουν τις αποδεκτές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας που καθορίζεται στο άρθρο 77δ·

β)

δεν εφαρμόζουν το άρθρο 308δ·

γ)

στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 51 δηλώνουν δημόσια ότι εφαρμόζουν τη μεταβατική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου, και την αποτίμηση του αντικτύπου της μη εφαρμογής του συγκεκριμένου μεταβατικού μέτρου στην οικονομική τους θέση.

Άρθρο 308δ

Μεταβατικό μέτρο για τις τεχνικές προβλέψεις

1.   Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν, με την επιφύλαξη της προηγούμενης έγκρισης από την εποπτική αρχή τους, να εφαρμόζουν μεταβατική αφαίρεση των τεχνικών προβλέψεων. Η αφαίρεση αυτή μπορεί να εφαρμόζεται στο επίπεδο των ομοιογενών ομάδων κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 80.

2.   Η μεταβατική μείωση αντιστοιχεί σε μέρος της διαφοράς μεταξύ των ακόλουθων δύο ποσών:

α)

τεχνικές προβλέψεις μετά τη μείωση των ανακτήσιμων ποσών από συμβάσεις αντασφάλισης και φορείς ειδικού σκοπού, υπολογιζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 76 την πρώτη ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας·

β)

τεχνικές προβλέψεις μετά τη μείωση των ανακτήσιμων ποσών από συμβάσεις αντασφάλισης, υπολογιζόμενες σύμφωνα με τη νομοθεσία, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, του άρθρου 20 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ και του άρθρου 32 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ κατά την προηγουμένη της ημερομηνίας κατάργησης των οδηγιών αυτών δυνάμει του άρθρου 310 της παρούσας οδηγίας.

Το μέγιστο αφαιρέσιμο τμήμα μειώνεται γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 100 % το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε 0 % την 1η Ιανουαρίου 2032.

Όταν οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν κατά την πρώτη ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας οδηγίας την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 77δ, το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) υπολογίζεται με την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας κατά την ίδια ημερομηνία.

3.   Με την επιφύλαξη προηγούμενης έγκρισης από την εποπτική αρχή, τα ποσά των τεχνικών προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένου, όπου έχει εφαρμογή, του ποσού της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της μεταβατικής μείωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β), μπορούν να επανυπολογίζονται ανά 24 μήνες, ή και συχνότερα αν υπάρξει ουσιαστική μεταβολή στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης.

4.   Η μείωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 μπορεί να περιορίζεται από την εποπτική αρχή, αν η εφαρμογή της θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των απαιτήσεων σε οικονομικούς πόρους που ισχύουν για την επιχείρηση σε σύγκριση με εκείνους που υπολογίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με την οδηγία 73/239/ΕΟΚ, την οδηγία 2002/83/ΕΚ και την οδηγία 2005/68/ΕΚ κατά την προηγουμένη της ημερομηνίας κατάργησης των οδηγιών αυτών δυνάμει του άρθρου 310 της παρούσας οδηγίας.

5.   Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την παράγραφο 1:

α)

δεν εφαρμόζουν το άρθρο 308γ·

β)

στις περιπτώσεις όπου δεν θα συμμορφώνονταν προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας χωρίς εφαρμογή της μεταβατικής μείωσης, υποβάλλουν σε ετήσια βάση έκθεση στην εποπτική αρχή τους, αναφέροντας τα μέτρα που έλαβαν και την πρόοδο που έχουν σημειώσει όσον αφορά την αποκατάσταση, στο τέλος της μεταβατικής περιόδου που καθορίζεται στην παράγραφο 2, επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων το οποίο καλύπτει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου τους ώστε να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας·

γ)

στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 51 δηλώνουν δημόσια ότι εφαρμόζουν τη μεταβατική μείωση στις τεχνικές προβλέψεις και την αποτίμηση του αντικτύπου της μη εφαρμογής αυτής της μεταβατικής μείωσης στην οικονομική τους θέση.

Άρθρο 308ε

Σχέδιο σταδιακής εφαρμογής των μεταβατικών μέτρων για τα επιτόκια άνευ κινδύνου και τις τεχνικές προβλέψεις

Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 308γ ή στο άρθρο 308δ ενημερώνουν σχετικά την εποπτική αρχή τους μόλις διαπιστώσουν ότι δεν θα συμμορφώνονταν προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας χωρίς την εφαρμογή των εν λόγω μεταβατικών μέτρων. Η εποπτική αρχή απαιτεί από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου.

Μέσα σε δύο μήνες από τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας χωρίς την εφαρμογή αυτών των μεταβατικών μέτρων, η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει στην εποπτική αρχή σχέδιο σταδιακής εφαρμογής στο οποίο καθορίζονται τα μέτρα που προορίζονται για τον καθορισμό του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, ή για τη μείωση του προφίλ κινδύνου της ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου. Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να ενημερώνει το σχέδιο σταδιακής εφαρμογής κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

Οι ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν ετήσια έκθεση στην εποπτική αρχή τους, στην οποία να προσδιορίζονται τα μέτρα που έχουν ληφθεί και η πρόοδος που έχει σημειωθεί για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου. Οι εποπτικές αρχές ανακαλούν την έγκριση της εφαρμογής του μεταβατικού μέτρου σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι η προοπτική συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου δεν είναι ρεαλιστική.»·

81)

το άρθρο 309 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις των άρθρων 4, 10, 13, 14, 18, 23, 26 έως 32, 34 έως 49, 51 έως 55, 67, 68, 71, 72, 74 έως 85, 87 έως 91, 93 έως 96, 98, 100 έως 110, 112, 113, 115 έως 126, 128, 129, 131 έως 134, 136 έως 142, 144, 146, 148, 162 έως 167, 172, 173, 178, 185, 190, 192, 210 έως 233, 235 έως 240, 243 έως 258, 260 έως 263, 265, 266, 303 και 304, καθώς και των παραρτημάτων III και IV, μέχρι την 31η Μαρτίου 2015. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των μέτρων αυτών.»·

β)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Ανεξάρτητα από το δεύτερο εδάφιο, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του άρθρου 308α από την 1η Απριλίου 2015.»·

82)

παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 310α

Προσωπικό και πόροι της EIOPA

Η EIOPA αξιολογεί τις ανάγκες σε προσωπικό και πόρους, που απορρέουν από την ανάληψη των εξουσιών και των καθηκόντων της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.»·

83)

το άρθρο 311 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 311

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 308α εφαρμόζεται από την 1η Απριλίου 2015.

Τα άρθρα 1, 2, 3, 5 έως 9, 11, 12, 15, 16, 17, 19 έως 22, 24, 25, 33, 57 έως 66, 69, 70, 73, 145, 147, 149 έως 161, 168 έως 171, 174 έως 177, 179 έως 184, 186 έως 189, 191, 193 έως 209, 267 έως 300, 302, 305 έως 308, 308β και τα παραρτήματα I και II, V, VI και VII εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο.»·

84)

στο παράρτημα III, το μέρος Α σημείο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(28)

σε κάθε περίπτωση και εναλλακτικά προς τις μορφές των επιχειρήσεων ασφάλισης κατά ζημιών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 27 και 29, τη μορφή της Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου (1),

(29)

αν το οικείο κράτος μέλος προβλέπει την άσκηση δραστηριότητας ασφάλισης κατά ζημιών από επιχειρήσεις που έχουν τη νομική μορφή της συνεταιριστικής εταιρείας, και εναλλακτικά προς τις μορφές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 28, τη μορφή της Ευρωπαϊκής Συνεταιριστικής Εταιρείας, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου. (34)

85)

στο παράρτημα III μέρος Β, το σημείο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(28)

σε κάθε περίπτωση, και εναλλακτικά προς τις μορφές των επιχειρήσεων ασφάλισης ζωής που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 27 και 29, τη μορφή της Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001·

(29)

αν το οικείο κράτος μέλος προβλέπει την άσκηση δραστηριότητας ασφάλισης ζωής από επιχειρήσεις που έχουν τη νομική μορφή της συνεταιριστικής εταιρείας, και εναλλακτικά προς τις μορφές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 28, τη μορφή της Ευρωπαϊκής Συνεταιριστικής Εταιρείας, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1435/2003.»·

86)

στο παράρτημα III μέρος Γ, το σημείο 28 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(28)

σε κάθε περίπτωση και εναλλακτικά προς τις μορφές των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 27 και 29, τη μορφή της Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001·

(29)

αν το οικείο κράτος μέλος προβλέπει την άσκηση δραστηριότητας αντασφάλισης από επιχειρήσεις που έχουν τη νομική μορφή της συνεταιριστικής εταιρείας, και εναλλακτικά προς τις μορφές των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 28, τη μορφή της Ευρωπαϊκής Συνεταιριστικής Εταιρείας (SCE), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1435/2003.»·

87)

στον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VII, στη στήλη «Παρούσα οδηγία», προστίθεται το άρθρο 13 παράγραφος 27 σε αντιστοιχία με το άρθρο 5 στοιχείο δ) της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ.

Άρθρο 3

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009

Στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, το άρθρο 2 παράγραφος 3 διαγράφεται.

Άρθρο 4

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

στο άρθρο 13, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που ενέκρινε η Επιτροπή. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες.

Όταν η Επιτροπή εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο ίδιο με το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που υπέβαλε η Αρχή, η προθεσμία κατά την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις είναι ένας μήνας από την ημερομηνία κοινοποίησης. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά ένα μήνα. Η εν λόγω παρατεταμένη προθεσμία μπορεί να παραταθεί περαιτέρω κατά ένα μήνα, με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.»·

2)

στο άρθρο 17 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η αρμόδια αρχή παρέχει στην Αρχή, χωρίς καθυστέρηση, όλες τις πληροφορίες που η Αρχή θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 εφαρμόζονται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.».

Άρθρο 5

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 13 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που ενέκρινε η Επιτροπή. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες.

Όταν η Επιτροπή εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο ίδιο με το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που υπέβαλε η Αρχή, η προθεσμία κατά την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις είναι ένας μήνας από την ημερομηνία κοινοποίησης. Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά ένα μήνα. Η εν λόγω παρατεταμένη προθεσμία μπορεί να παραταθεί περαιτέρω κατά έναν μήνα, με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.»·

2)

Στο άρθρο 17 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η αρμόδια αρχή παρέχει στην Αρχή, χωρίς καθυστέρηση, όλες τις πληροφορίες που η Αρχή θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 εφαρμόζονται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.».

Άρθρο 6

Αναθεώρηση

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2017, και εν συνεχεία σε ετήσια βάση, έκθεση που προσδιορίζει αν οι ΕΕΑ έχουν υποβάλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπουν οι οδηγίες 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, είτε η υποβολή των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων είναι υποχρεωτική είτε προαιρετική, συνοδευόμενη από προτάσεις, εφόσον ενδείκνυται.

Άρθρο 7

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη εκδίδουν και δημοσιεύουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με το άρθρο 1 σημείο 1 και το άρθρο 2 σημεία 1, 3, 6 έως 11, 13, 14, 17 έως 23, 32, 34, 36, 38 έως 44, 46 έως 54, 56 έως 59, 65 έως 70, 72, 75, 76, 80, 81, 84, 85 και 86 έως τις 31 Μαρτίου 2015. Διαβιβάζουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

2.   Εφαρμόζουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 από την 1η Ιανουαρίου 2016.

Όταν εκδοθούν τα εν λόγω μέτρα από τα κράτη μέλη, περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την εν λόγω αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος αυτής της αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

3.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 8

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 2 σημεία 25, 43 και 82 εφαρμόζονται από τις 31 Μαρτίου 2015.

Άρθρο 9

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 159 της 28.5.2011, σ. 10.

(2)  ΕΕ C 218 της 23.7.2011, σ. 82.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 2014.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ, και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(7)  Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 120).

(8)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(12)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (SCE) (ΕΕ L 207 της 18.8.2003, σ. 1).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).

(15)  Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10).

(16)  Οδηγία 64/225/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1964, περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της αντασφαλίσεως και της αντεκχωρήσεως (ΕΕ 56 της 4.4.1964, σ. 878/64).

(17)  Πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων πού αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3).

(18)  Οδηγία 73/240/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί καταργήσεως των περιορισμών στο δικαίωμα εγκαταστάσεως στον τομέα της πρωτασφαλίσεως εκτός από την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 20).

(19)  Οδηγία 76/580/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1976, περί τροποποιήσεως της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν των ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής» (ΕΕ L 189 της 13.7.1976, σ. 13).

(20)  Οδηγία 78/473/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1978, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως (ΕΕ L 151 της 7.6.1978, σ. 25).

(21)  Οδηγία 84/641/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1984, για την τροποποίηση, όσον αφορά ιδίως την τουριστική βοήθεια, της πρώτης οδηγίας (73/239/ΕΟΚ) περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτοασφάλισης, εκτός της ασφάλισης ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ L 339 της 27.12.1984, σ. 21).

(22)  Οδηγία 87/344/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1987, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την ασφάλιση νομικής προστασίας (ΕΕ L 185 της 4.7.1987, σ. 77).

(23)  Δεύτερη οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1988, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (ΕΕ L 172 της 4.7.1988, σ. 1).

(24)  Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1).

(25)  Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1).

(26)  Οδηγία 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 110 της 20.4.2001, σ. 28).

(27)  Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1).

(28)  Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις και την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2002/83/ΕΚ (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

(29)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).»·

(30)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 1).»·

(31)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).»·

(32)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).»·

(33)  Απόφαση 2004/9/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων (ΕΕ L 3 της 7.1.2004, σ. 34)»·

(34)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (ΕΕ L 207 της 18.8.2003, σ. 1).»·


22.5.2014   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 153/62


ΟΔΗΓΊΑ 2014/53/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 16ης Απριλίου 2014

σχετικά με την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα ραδιοεξοπλισμού στην αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/5/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) τροποποιήθηκε ουσιαστικά αρκετές φορές. Δεδομένου ότι πρόκειται να τροποποιηθεί περαιτέρω, θα πρέπει, χάριν σαφήνειας, να αντικατασταθεί.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) ορίζει τους κανόνες διαπίστευσης των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, παρέχει το πλαίσιο για την εποπτεία της αγοράς προϊόντων και για τη διενέργεια ελέγχων σε προϊόντα από τρίτες χώρες, και ορίζει τις γενικές αρχές που διέπουν τη σήμανση CE.

(3)

Η απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) καθορίζει κοινές αρχές και διατάξεις αναφοράς που θα εφαρμόζονται σε όλη την τομεακή νομοθεσία ώστε να εξασφαλίζεται μια συνεκτική βάση για την αναθεώρηση ή την αναδιατύπωση της εν λόγω νομοθεσίας. Συνεπώς, η οδηγία 1999/5/ΕΚ θα πρέπει να προσαρμοστεί στην εν λόγω απόφαση.

(4)

Οι ουσιώδεις απαιτήσεις της οδηγίας 1999/5/ΕΚ, οι οποίες αφορούν τον τερματικό εξοπλισμό σταθερής τηλεφωνίας, δηλαδή η διασφάλιση της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων και των κατοικίδιων ζώων, καθώς και η προστασία της περιουσίας και ένα επαρκές επίπεδο ηλεκτρομαγνητικής συμβατότητας, καλύπτονται δεόντως από την οδηγία 2014/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και την οδηγία 2014/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7). Συνεπώς, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στον τερματικό εξοπλισμό σταθερής τηλεφωνίας.

(5)

Θέματα ανταγωνισμού στην αγορά τερματικού εξοπλισμού καλύπτονται δεόντως από την οδηγία 2008/63/ΕΚ της Επιτροπής (8), ιδίως με την υποχρέωση των εθνικών ρυθμιστικών αρχών να εξασφαλίζουν τη δημοσίευση των στοιχείων των τεχνικών προδιαγραφών διεπαφής για πρόσβαση δικτύου. Συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο να ενσωματωθούν στην παρούσα οδηγία απαιτήσεις για τη διευκόλυνση του ανταγωνισμού στην αγορά τερματικού εξοπλισμού που διέπεται από την οδηγία 2008/63/ΕΚ.

(6)

Εξοπλισμός ο οποίος εκούσια εκπέμπει ή λαμβάνει ραδιοκύματα για σκοπό ραδιοεπικοινωνίας ή ραδιοπροσδιορισμού κάνει συστηματική χρήση του ραδιοφάσματος. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος ώστε να αποφευχθούν οι επιβλαβείς παρεμβολές, ο εξοπλισμός αυτός θα πρέπει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(7)

Οι στόχοι των απαιτήσεων ασφαλείας που θέτει η οδηγία 2014/35/ΕΕ καλύπτουν επαρκώς τον ραδιοεξοπλισμό και, συνεπώς, θα πρέπει να αποτελούν σημείο αναφοράς και να εφαρμόζονται βάσει της παρούσας οδηγίας. Για να αποφευχθεί περιττή επανάληψη διατάξεων πλην όσων αφορούν τις ουσιώδεις απαιτήσεις, η οδηγία 2014/35/ΕΕ δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στον ραδιοεξοπλισμό.

(8)

Οι ουσιώδεις απαιτήσεις στον τομέα της ηλεκτρομαγνητικής συμβατότητας που προβλέπονται στην οδηγία 2014/30/ΕΕ καλύπτουν επαρκώς τον ραδιοεξοπλισμό και, συνεπώς, θα πρέπει να αποτελούν σημείο αναφοράς και να εφαρμόζονται βάσει της παρούσας οδηγίας. Για να αποφευχθεί περιττή επανάληψη διατάξεων πλην όσων αφορούν τις ουσιώδεις απαιτήσεις, η οδηγία 2014/30/ΕΕ δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στον ραδιοεξοπλισμό.

(9)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις μορφές προμηθειών, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης από απόσταση.

(10)

Για να εξασφαλιστεί ότι ο ραδιοεξοπλισμός χρησιμοποιεί αποτελεσματικά το ραδιοφάσμα και υποστηρίζει την αποτελεσματική χρήση του, ο ραδιοεξοπλισμός θα πρέπει να κατασκευάζεται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται: ότι ο πομπός, εφόσον έχει εγκατασταθεί και συντηρείται σωστά και χρησιμοποιείται για τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται, παράγει εκπομπές ραδιοκυμάτων που δεν δημιουργούν επιβλαβείς παρεμβολές ενώ οι ανεπιθύμητες εκπομπές ραδιοκυμάτων από τον πομπό (π.χ. σε παρακείμενα κανάλια) με πιθανές αρνητικές συνέπειες στους στόχους της πολιτικής του ραδιοφάσματος θα πρέπει να περιορίζονται σε τέτοιο επίπεδο, ώστε σύμφωνα με την εξέλιξη της τεχνολογίας, να αποφεύγονται οι επιβλαβείς παρεμβολές· και, σε ό,τι αφορά δέκτη, σε επίπεδο που να διαθέτει επίπεδο απόδοσης που να του επιτρέπει να λειτουργεί όπως προβλέπεται, εξασφαλίζοντας παράλληλα προστασία από τον κίνδυνο επιβλαβών παρεμβολών, ιδίως από κοινά ή παρακείμενα κανάλια βελτιώνοντας έτσι την αποδοτική χρήση των κοινών ή παρακείμενων καναλιών.

(11)

Αν και οι δέκτες δεν προκαλούν οι ίδιοι επιβλαβείς παρεμβολές, οι ικανότητες λήψης αποτελούν ολοένα και πιο σημαντικό παράγοντα για τη διασφάλιση της αποδοτικής χρήσης του ραδιοφάσματος μέσω αυξημένης ανθεκτικότητας των δεκτών σε επιβλαβείς παρεμβολές και ανεπιθύμητα σήματα βάσει των σχετικών ουσιωδών απαιτήσεων της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης.

(12)

Η διασυνεργασία μέσω δικτύων με άλλο ραδιοεξοπλισμό και η σύνδεσή του με διεπαφές κατάλληλου τύπου σε ολόκληρη την Ένωση είναι απαραίτητη σε ορισμένες περιπτώσεις. Η διαλειτουργικότητα μεταξύ ραδιοεξοπλισμού και παρελκόμενων, όπως οι φορτιστές, απλουστεύει τη χρήση ραδιοεξοπλισμού και μειώνει τα περιττά απόβλητα και τις περιττές δαπάνες. Αναμένεται επομένως μια ανανεωμένη προσπάθεια για την ανάπτυξη κοινού τύπου φορτιστή για ορισμένες κατηγορίες ή κλάσεις ραδιοεξοπλισμού, ιδίως προς όφελος των καταναλωτών και άλλων τελικών χρηστών, και επομένως η παρούσα οδηγία θα πρέπει επομένως να περιλαμβάνει συγκεκριμένες απαιτήσεις στον τομέα αυτόν. Συγκεκριμένα, τα κινητά τηλέφωνα που καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά θα πρέπει να είναι συμβατά με έναν κοινού τύπου φορτιστή.

(13)

Η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικότητας των χρηστών και των συνδρομητών του ραδιοεξοπλισμού και η προστασία από απάτη μπορούν να βελτιωθούν με τη χρήση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του ραδιοεξοπλισμού. Ο ραδιοεξοπλισμός θα πρέπει, κατά συνέπεια, στις κατάλληλες περιπτώσεις, να σχεδιάζεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να υποστηρίζει αυτά τα χαρακτηριστικά.

(14)

Ο ραδιοεξοπλισμός μπορεί να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην παροχή πρόσβασης σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης. Ο ραδιοεξοπλισμός θα πρέπει, κατά συνέπεια, στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις, να σχεδιάζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να υποστηρίζει τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για την πρόσβαση στις εν λόγω υπηρεσίες.

(15)

Ο ραδιοεξοπλισμός είναι σημαντικός για την ευημερία και την απασχόληση ατόμων με αναπηρία, που αποτελούν σημαντικό και αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού των κρατών μελών. Ο ραδιοεξοπλισμός θα πρέπει, κατά συνέπεια, στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις, να σχεδιάζεται κατά τρόπο ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται από τα άτομα αυτά χωρίς ανάγκη προσαρμογής ή με ελάχιστες μόνο προσαρμογές.

(16)

Η συμμόρφωση ορισμένων κατηγοριών ραδιοεξοπλισμού προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις της παρούσης οδηγίας μπορεί να επηρεάζεται από την ενσωμάτωση λογισμικού ή την τροποποίηση του υφιστάμενου λογισμικού του. Ο χρήστης, ο ραδιοεξοπλισμός ή ένα τρίτο μέρος θα πρέπει να είναι σε θέση να εγκαθιστά το λογισμικό σε ραδιοεξοπλισμό, όταν αυτό δεν μειώνει τη συμμόρφωση του εν λόγω ραδιοεξοπλισμού με τις ισχύουσες ουσιώδεις απαιτήσεις.

(17)

Για τη συμπλήρωση ή την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις απαιτούμενες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού σταδίου των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και την κατάρτιση κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(18)

Για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι ανάγκες σε σχέση με τη διαλειτουργικότητα, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ιδιωτικότητα των χρηστών και των συνδρομητών, την προστασία από την απάτη, την πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, τη χρήση από άτομα με αναπηρία ή την πρόληψη μη συμμορφούμενων συνδυασμών ραδιοεξοπλισμού και λογισμικού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά την εξειδίκευση των κατηγοριών ή κλάσεων του ραδιοεξοπλισμού που πρέπει να τηρούν μία ή περισσότερες από τις πρόσθετες ουσιώδεις απαιτήσεις που θέτει η παρούσα οδηγία και καλύπτουν τις εν λόγω ανάγκες.

(19)

Η επαλήθευση για τον ραδιοεξοπλισμό σχετικά με το αν ο συνδυασμός του με λογισμικό συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις, δεν θα πρέπει να γίνεται καταχρηστικά με σκοπό να αποτρέπεται η χρήση λογισμικού που παρέχεται από ανεξάρτητα μέρη. Η διαθεσιμότητα της πληροφορίας σχετικά με τη συμμόρφωση των προβλεπόμενων συνδυασμών ραδιοεξοπλισμού και λογισμικού, στις δημόσιες αρχές, στους κατασκευαστές και στους χρήστες αναμένεται να τονώσει τον ανταγωνισμό. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον καθορισμό κατηγοριών ή κλάσεων ραδιοεξοπλισμού για τις οποίες οι κατασκευαστές οφείλουν να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση των προβλεπόμενων συνδυασμών ραδιοεξοπλισμού και λογισμικού με τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(20)

Η απαίτηση να καταχωρίζεται σε ένα κεντρικό σύστημα ο ραδιοεξοπλισμός που πρόκειται να διατεθεί στην αγορά ενδέχεται να βελτιώσει την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα της εποπτείας της αγοράς συμβάλλοντας έτσι στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου συμμόρφωσης με την παρούσα οδηγία. Η απαίτηση αυτή συνεπάγεται πρόσθετη επιβάρυνση των οικονομικών φορέων και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να διατεθεί μόνο για εκείνες τις κατηγορίες ραδιοεξοπλισμού στις οποίες δεν έχει επιτευχθεί υψηλό επίπεδο συμμόρφωσης. Για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή της απαίτησης αυτής, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον καθορισμό των κατηγοριών ραδιοεξοπλισμού που οι κατασκευαστές οφείλουν να καταχωρίζουν σε κεντρικό σύστημα και των στοιχείων τεχνικού φακέλου που πρέπει να παρέχονται με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη σχετικά με τη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού, και έπειτα από αξιολόγηση του κινδύνου εκ της μη εφαρμογής των ουσιωδών απαιτήσεων.

(21)

Ο ραδιοεξοπλισμός που συμμορφώνεται με τις σχετικές ουσιώδεις απαιτήσεις θα πρέπει να επιτρέπεται να κυκλοφορεί ελεύθερα. Ο εν λόγω εξοπλισμός θα πρέπει να επιτρέπεται να τίθεται σε λειτουργία και να χρησιμοποιείται για τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τους κανόνες για τις άδειες χρήσης του ραδιοφάσματος και την παροχή της σχετικής υπηρεσίας.

(22)

Για να αποφευχθούν περιττά εμπόδια στο εμπόριο ραδιοεξοπλισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν βάσει της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) σε άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή τα σχέδιά τους στον τομέα των τεχνικών κανονισμών, όπως οι ραδιοδιεπαφές, εκτός αν οι τεχνικοί αυτοί κανονισμοί επιτρέπουν στα κράτη μέλη να συμμορφώνονται προς τις πράξεις δεσμευτικού χαρακτήρα της Ένωσης, όπως οι αποφάσεις της Επιτροπής για την εναρμονισμένη χρήση του ραδιοφάσματος που θεσπίστηκαν υπό την απόφαση αριθ. 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), ή αντιστοιχούν σε ραδιοεξοπλισμό ο οποίος μπορεί να τεθεί σε λειτουργία και να χρησιμοποιηθεί χωρίς περιορισμούς εντός της Ένωσης.

(23)

Η παροχή πληροφοριών σχετικά με την ισοδυναμία των ρυθμιζόμενων ραδιοδιεπαφών και με τους όρους χρήσης τους μειώνει τα εμπόδια όσον αφορά την πρόσβαση του ραδιοεξοπλισμού στην εσωτερική αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή θα πρέπει να εκτιμήσει και να καθορίσει την ισοδυναμία των εν λόγω ρυθμιζόμενων ραδιοδιεπαφών και να καταστήσει διαθέσιμες τις πληροφορίες αυτές με τη μορφή κλάσεων του ραδιοεξοπλισμού.

(24)

Σύμφωνα με την απόφαση 2007/344/ΕΚ της Επιτροπής (11), τα κράτη μέλη πρέπει να χρησιμοποιούν το Σύστημα Πληροφοριών περί Συχνοτήτων (EFIS) του Ευρωπαϊκού Γραφείου Επικοινωνιών (ECO) για να γνωστοποιούν στο κοινό μέσω διαδικτύου συγκρίσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του ραδιοφάσματος σε κάθε κράτος μέλος. Οι κατασκευαστές μπορούν να αναζητούν στο EFIS πληροφορίες περί συχνοτήτων για όλα τα κράτη μέλη πριν από τη διάθεση του ραδιοεξοπλισμού στην αγορά και να αξιολογούν με τον τρόπο αυτόν αν και υπό ποιες συνθήκες είναι δυνατή η χρήση του εν λόγω ραδιοεξοπλισμού σε κάθε κράτος μέλος. Συνεπώς, στην παρούσα οδηγία δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται συμπληρωματικές διατάξεις, όπως είναι η εκ των προτέρων κοινοποίηση, για να ενημερωθούν οι κατασκευαστές για τους όρους χρήσης ραδιοεξοπλισμού που χρησιμοποιεί μη εναρμονισμένες ζώνες συχνοτήτων.

(25)

Για την προαγωγή των δραστηριοτήτων έρευνας και επίδειξης θα πρέπει να είναι δυνατόν, στο πλαίσιο εμπορικών εκθέσεων, επιδείξεων και παρόμοιων εκδηλώσεων, να επιδεικνύεται ραδιοεξοπλισμός ο οποίος δεν συμμορφώνεται με την παρούσα οδηγία και δεν μπορεί να διατεθεί στην αγορά, εφόσον οι εκθέτες εξασφαλίζουν ότι παρέχεται επαρκής πληροφόρηση στο κοινό που επισκέπτεται την έκθεση.

(26)

Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να φέρουν την ευθύνη για τη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ανάλογα με τον ρόλο που διαδραματίζουν αντιστοίχως στην αλυσίδα εφοδιασμού, για να εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων, των κατοικίδιων ζώων και της προστασίας της ιδιοκτησίας, επαρκές επίπεδο ηλεκτρομαγνητικής συμβατότητας, την αποδοτική και αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος και, όπου απαιτείται, υψηλό επίπεδο προστασίας άλλων δημόσιων συμφερόντων, και να εγγυώνται τον θεμιτό ανταγωνισμό στην αγορά της Ένωσης.

(27)

Όλοι οι οικονομικοί φορείς που μεσολαβούν στην αλυσίδα εφοδιασμού και διανομής θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι καθιστούν στην αγορά διαθέσιμο μόνο ραδιοεξοπλισμό που είναι συμμορφούμενος με την παρούσα οδηγία. Είναι απαραίτητο να προβλεφθεί σαφής και αναλογική κατανομή των υποχρεώσεων, που να ανταποκρίνεται στον ρόλο κάθε οικονομικού φορέα στην αλυσίδα εφοδιασμού και διανομής.

(28)

Για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ των οικονομικών φορέων, των αρχών εποπτείας της αγοράς και των καταναλωτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παροτρύνουν τους οικονομικούς φορείς να περιλαμβάνουν και ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, επιπλέον της ταχυδρομικής διεύθυνσης.

(29)

Ο κατασκευαστής, γνωρίζοντας λεπτομερώς τη διαδικασία σχεδιασμού και παραγωγής, βρίσκεται σε καλύτερη θέση για να διενεργεί τη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Η αξιολόγηση της συμμόρφωσης θα πρέπει, συνεπώς, να παραμείνει υποχρέωση αποκλειστικά του κατασκευαστή.

(30)

Ο κατασκευαστής θα πρέπει να παρέχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την προβλεπόμενη χρήση του ραδιοεξοπλισμού, έτσι ώστε να επιτραπεί η χρήση του σύμφωνα με τις ουσιώδεις απαιτήσεις. Οι πληροφορίες αυτές ενδέχεται να απαιτείται να περιλαμβάνουν περιγραφή των παρελκόμενων, όπως οι κεραίες, και των κατασκευαστικών στοιχείων όπως το λογισμικό και των προδιαγραφών της διαδικασίας εγκατάστασης του ραδιοεξοπλισμού.

(31)

Η εκ της οδηγίας 1999/5/ΕΚ απαίτηση ότι ο εξοπλισμός πρέπει να περιλαμβάνει δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αποδεδειγμένως απλουστεύει και βελτιώνει τις πληροφορίες και την αποτελεσματικότητα της εποπτείας της αγοράς. Η δυνατότητα παροχής απλουστευμένης δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ έδωσε τη δυνατότητα να μειωθεί η επιβάρυνση που συνδέεται με αυτήν την απαίτηση χωρίς μείωση της αποτελεσματικότητάς της και θα πρέπει κατά συνέπεια να τεθεί και στην παρούσα οδηγία. Επιπλέον, για να εξασφαλιστεί η εύκολη και αποτελεσματική πρόσβαση σε μια δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της απλουστευμένης δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ, η δήλωση θα πρέπει να μπορεί να τεθεί στη συσκευασία του ραδιοεξοπλισμού.

(32)

Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι ο ραδιοεξοπλισμός από τρίτες χώρες που εισέρχεται στην αγορά της Ένωσης συμμορφώνεται με την παρούσα οδηγία και, ιδίως, ότι οι κατασκευαστές έχουν διενεργήσει τις κατάλληλες διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης όσον αφορά τον συγκεκριμένο ραδιοεξοπλισμό. Θα πρέπει, επομένως, να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγείς είναι υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουν ότι ο ραδιοεξοπλισμός που διαθέτουν στην αγορά πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και ότι δεν διαθέτουν στην αγορά ραδιοεξοπλισμό που δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις αυτές ή ενέχει κίνδυνο. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγείς είναι υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουν ότι έχουν διενεργηθεί οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και ότι η σήμανση του ραδιοεξοπλισμού και η τεκμηρίωση που καταρτίζουν οι κατασκευαστές είναι στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών για σκοπούς ελέγχου.

(33)

Κατά τη διάθεση ραδιοεξοπλισμού στην αγορά, οι εισαγωγείς θα πρέπει να σημειώνουν επί του ραδιοεξοπλισμού το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους και την ταχυδρομική τους διεύθυνση. Θα πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις όταν κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν λόγω του μεγέθους ή της φύσης του ραδιοεξοπλισμού. Τούτο περιλαμβάνει την περίπτωση κατά την οποία ο εισαγωγέας θα πρέπει να ανοίξει τη συσκευασία για να θέσει το όνομα και τη διεύθυνσή του επί του ραδιοεξοπλισμού.

(34)

Ο διανομέας καθιστά τον ραδιοεξοπλισμό διαθέσιμο στην αγορά, αφού αυτός έχει διατεθεί στην αγορά από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα και θα πρέπει να ενεργεί με τη δέουσα προσοχή, ώστε να εξασφαλίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τον ραδιοεξοπλισμό δεν επηρεάζει αρνητικά τη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού.

(35)

Οποιοσδήποτε οικονομικός φορέας διαθέτει ραδιοεξοπλισμό στην αγορά με τη δική του επωνυμία ή εμπορικό σήμα ή τροποποιεί ραδιοεξοπλισμό κατά τρόπον ώστε να επηρεαστεί η συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι ο κατασκευαστής και, ως εκ τούτου, αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του κατασκευαστή.

(36)

Οι διανομείς και οι εισαγωγείς, επειδή βρίσκονται κοντά στην αγορά, θα πρέπει να συμμετέχουν στις διαδικασίες εποπτείας της αγοράς που εκτελούνται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και θα πρέπει να είναι διατεθειμένοι να συμμετάσχουν ενεργά, προσκομίζοντας στις εν λόγω αρχές όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που αφορούν τον σχετικό ραδιοεξοπλισμό.

(37)

Η διασφάλιση της ιχνηλασιμότητας του ραδιοεξοπλισμού σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού συμβάλλει στη διαμόρφωση απλούστερης και αποτελεσματικότερης εποπτείας της αγοράς. Εάν το σύστημα ιχνηλασιμότητας είναι αποτελεσματικό, διευκολύνεται το έργο των αρμόδιων για την εποπτεία της αγοράς αρχών όσον αφορά τον εντοπισμό του οικονομικού φορέα που είναι υπεύθυνος για τη διαθεσιμότητα μη συμμορφούμενου ραδιοεξοπλισμού στην αγορά. Στο πλαίσιο της τήρησης των στοιχείων που απαιτούνται, δυνάμει της παρούσας οδηγίας, για την ταυτοποίηση άλλων οικονομικών φορέων, δεν θα πρέπει να απαιτείται από τους οικονομικούς φορείς να ενημερώνουν τα στοιχεία αυτά για άλλους οικονομικούς φορείς που είτε τους έχουν προμηθεύσει με ραδιοεξοπλισμό είτε έχουν προμηθευτεί από αυτούς ραδιοεξοπλισμό.

(38)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να περιορίζεται στη διατύπωση των ουσιωδών απαιτήσεων. Για να διευκολυνθεί η αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις εν λόγω απαιτήσεις είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η παραδοχή συμμόρφωσης για ραδιοεξοπλισμό ο οποίος συμμορφώνεται προς τα εναρμονισμένα πρότυπα που εγκρίνονται κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), με σκοπό τη διατύπωση λεπτομερών τεχνικών προδιαγραφών των εν λόγω απαιτήσεων.

(39)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 προβλέπει διαδικασία υποβολής ενστάσεων κατά εναρμονισμένων προτύπων όταν τα εν λόγω πρότυπα δεν ικανοποιούν πλήρως τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

(40)

Για να δοθεί στους οικονομικούς φορείς η δυνατότητα να αποδείξουν, και στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα να εξασφαλίσουν, ότι ο ραδιοεξοπλισμός που έχει καταστεί διαθέσιμος στην αγορά συμμορφώνεται προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις, είναι απαραίτητο να προβλεφθούν διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Με την απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ θεσπίζονται ενότητες για τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, που περιλαμβάνουν από τη λιγότερο αυστηρή έως την περισσότερο αυστηρή διαδικασία, ανάλογα με το επίπεδο του υφιστάμενου κινδύνου και το επίπεδο της απαιτούμενης ασφάλειας. Για να εξασφαλιστεί η διατομεακή συνοχή και να αποφευχθούν οι ad hoc παραλλαγές, οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης θα πρέπει να επιλέγονται από τις ενότητες αυτές.

(41)

Οι κατασκευαστές θα πρέπει να καταρτίζουν δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ με την οποία να παρέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας σχετικά με τη συμμόρφωση ραδιοεξοπλισμού προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και άλλης συναφούς ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης.

(42)

Για να εξασφαλίζεται ουσιαστική πρόσβαση στις πληροφορίες για σκοπούς εποπτείας της αγοράς, οι πληροφορίες που απαιτούνται για τον προσδιορισμό όλων των εφαρμοστέων πράξεων της Ένωσης θα πρέπει να είναι διαθέσιμες σε μια ενιαία δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ. Για τη μείωση του διοικητικού φόρτου που βαρύνει τους οικονομικούς φορείς, αυτή η ενιαία δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ μπορεί να είναι φάκελος που περιλαμβάνει τις σχετικές επιμέρους δηλώσεις συμμόρφωσης.

(43)

Η σήμανση CE, που δηλώνει τη συμμόρφωση ραδιοεξοπλισμού, είναι η ορατή απόρροια ολόκληρης διαδικασίας η οποία συμπεριλαμβάνει την αξιολόγηση της συμμόρφωσης υπό ευρεία έννοια. Οι γενικές αρχές που διέπουν τη σήμανση CE διατυπώνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008. Οι κανόνες που διέπουν την τοποθέτηση της σήμανσης CE θα πρέπει να καθοριστούν στην παρούσα οδηγία.

(44)

Η υποχρεωτική τοποθέτηση της σήμανσης CE στα προϊόντα είναι σημαντική για την ενημέρωση των καταναλωτών και των δημόσιων αρχών. Η δυνατότητα που θεσπίζεται στην οδηγία 1999/5/ΕΚ για τοποθέτηση μικρότερου σήματος CE σε εξοπλισμό μικρού μεγέθους, εφόσον παραμένει ευδιάκριτο και ευανάγνωστο, επέτρεψε να απλουστευθεί η εφαρμογή της απαίτησης αυτής χωρίς μείωση της αποτελεσματικότητάς της και θα πρέπει, συνεπώς, να περιληφθεί στην παρούσα οδηγία.

(45)

Οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην οδηγία 1999/5/ΕΚ για τοποθέτηση της σήμανσης CE στη συσκευασία του εξοπλισμού διαπιστώθηκε ότι απλουστεύουν το καθήκον της εποπτείας της αγοράς και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να περιληφθούν στην παρούσα οδηγία.

(46)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο για να εξασφαλίζουν ότι ο ραδιοεξοπλισμός μπορεί να καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά μόνο αν, εφόσον έχει εγκατασταθεί και συντηρείται σωστά και χρησιμοποιείται για τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται, συμμορφώνεται με τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία και, σε σχέση με την ουσιώδη απαίτηση της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων και των κατοικίδιων ζώων και της προστασίας της περιουσίας, επίσης υπό την προϋπόθεση της χρήσης υπό εύλογα προβλέψιμες συνθήκες. Ο ραδιοεξοπλισμός θα πρέπει να θεωρείται συμμορφούμενος προς αυτή την ουσιώδη απαίτηση μόνο υπό εύλογα προβλέψιμες συνθήκες χρήσης, δηλαδή όταν η χρήση του θα μπορούσε να είναι απόρροια νόμιμης και άμεσα προβλέψιμης ανθρώπινης συμπεριφοράς.

(47)

Δεδομένης της ταχείας τεχνολογικής εξέλιξης προς την κατεύθυνση ενός περιβάλλοντος εργασίας στο οποίο δεν χρησιμοποιείται χαρτί και ο ραδιοεξοπλισμός διαθέτει ενσωματωμένη οθόνη, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει, στο πλαίσιο της επανεξέτασης της λειτουργίας της παρούσας οδηγίας, αν είναι εφικτή η αντικατάσταση των απαιτήσεων για την τοποθέτηση πληροφοριών, όπως το όνομα του κατασκευαστή, την καταχωρισμένη εμπορική ονομασία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα, ένα μοναδικό σημείο επαφής ή μια ταχυδρομική διεύθυνση, τη σήμανση CE και τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ, με μια λειτουργία η οποία είτε θα εμφανίζει αυτόματα τις εν λόγω πληροφορίες κατά την έναρξη λειτουργίας του ραδιοεξοπλισμού ή μία λειτουργία που θα επιτρέπει στον τελικό χρήστη να επιλέξει την εμφάνιση των σχετικών πληροφοριών. Επιπλέον, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτής της δυνατότητας, για τις περιπτώσεις στις οποίες ο ραδιοεξοπλισμός διαθέτει ενσωματωμένη οθόνη λειτουργεί με ενσωματωμένη μπαταρία η οποία αρχικά δεν είναι φορτισμένη, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιούνται αφαιρούμενες διαφανείς ετικέτες που θα καλύπτουν την ενσωματωμένη οθόνη και στις οποίες θα εμφανίζονται οι ίδιες πληροφορίες.

(48)

Ορισμένες διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία απαιτούν την παρέμβαση των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, οι οποίοι κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή.

(49)

Η πείρα έχει δείξει ότι τα κριτήρια που θεσπίζονται στην οδηγία 1999/5/ΕΚ, τα οποία οφείλουν να πληρούν οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης για να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή, δεν επαρκούν για την εξασφάλιση ομοιόμορφα υψηλού επιπέδου επίδοσης των κοινοποιημένων οργανισμών σε όλη την Ένωση. Είναι ωστόσο αναγκαίο, όλοι οι κοινοποιημένοι οργανισμοί να εκτελούν τα καθήκοντά τους στο ίδιο επίπεδο και με συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού. Αυτό προϋποθέτει τον καθορισμό υποχρεωτικών απαιτήσεων για τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που επιθυμούν να κοινοποιηθούν για να παρέχουν υπηρεσίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

(50)

Εάν ένας οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης αποδεικνύει συμμόρφωση με τα κριτήρια που ορίζονται στα εναρμονισμένα πρότυπα, τότε θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι συμμορφώνεται και με τις αντίστοιχες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

(51)

Για να εξασφαλιστεί ένα σταθερό επίπεδο ποιότητας κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, είναι επίσης αναγκαίο να καθοριστούν οι απαιτήσεις που οφείλουν να πληρούν οι κοινοποιούσες αρχές και άλλοι οργανισμοί που συμμετέχουν στην αξιολόγηση, την κοινοποίηση και την παρακολούθηση των κοινοποιημένων οργανισμών.

(52)

Το σύστημα που θεσπίζεται με την παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμπληρώνεται με το σύστημα διαπίστευσης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008. Επειδή η διαπίστευση είναι βασικό μέσο για να επαληθευτεί η επάρκεια των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, θα πρέπει να χρησιμοποιείται επίσης για τον σκοπό της κοινοποίησης.

(53)

Η διαφανής διαδικασία διαπίστευσης που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και εξασφαλίζει το αναγκαίο επίπεδο εμπιστοσύνης στα πιστοποιητικά συμμόρφωσης, θα πρέπει να θεωρείται από τις εθνικές δημόσιες αρχές σε ολόκληρη την Ένωση ως το κατ' εξοχήν μέσο απόδειξης της τεχνικής επάρκειας των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Ωστόσο, οι εθνικές αρχές μπορούν να θεωρούν ότι διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για να διενεργούν οι ίδιες τη συγκεκριμένη αξιολόγηση. Στις περιπτώσεις αυτές, για να εξασφαλίζεται το κατάλληλο επίπεδο αξιοπιστίας της αξιολόγησης από άλλες εθνικές αρχές, οι εθνικές αρχές θα πρέπει να προσκομίζουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τις αναγκαίες αποδείξεις ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης που έχουν αξιολογηθεί τηρούν τις σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις.

(54)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης συχνά αναθέτουν υπεργολαβικά σε τρίτους ή σε θυγατρική τους μέρη των δραστηριοτήτων τους που συνδέονται με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης. Για να εξασφαλιστεί το επίπεδο της προστασίας που απαιτείται για ραδιοεξοπλισμό που διατίθεται στην αγορά της Ένωσης, έχει σημασία οι υπεργολάβοι και οι θυγατρικές να πληρούν, για την εκτέλεση των καθηκόντων της αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τις ίδιες απαιτήσεις όπως και οι κοινοποιημένοι οργανισμοί. Είναι συνεπώς σημαντικό, η αξιολόγηση της επάρκειας και της απόδοσης των οργανισμών που πρόκειται να κοινοποιηθούν, καθώς και η παρακολούθηση των ήδη κοινοποιημένων οργανισμών, να καλύπτουν και δραστηριότητες που διεξάγονται από υπεργολάβους και θυγατρικές.

(55)

Είναι αναγκαίο να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και η διαφάνεια της διαδικασίας κοινοποίησης και, ειδικότερα, να προσαρμοστεί η διαδικασία αυτή στις νέες τεχνολογίες, ώστε να καταστεί δυνατή η ηλεκτρονική (online) κοινοποίηση.

(56)

Επειδή οι κοινοποιημένοι οργανισμοί μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Ένωση, ενδείκνυται να δοθεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή η δυνατότητα να προβάλλουν ένσταση σχετικά με κοινοποιούμενο οργανισμό. Συνεπώς, είναι σημαντικό να προβλεφθεί χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα μπορούν να αποσαφηνίζονται τυχόν αμφιβολίες ή ανησυχίες για την επάρκεια των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, προτού αυτοί αρχίσουν να λειτουργούν ως κοινοποιημένοι οργανισμοί.

(57)

Για λόγους ανταγωνιστικότητας, έχει ζωτική σημασία να εφαρμόζουν οι κοινοποιημένοι οργανισμοί τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης χωρίς περιττές επιβαρύνσεις για τους οικονομικούς φορείς. Για τον ίδιο λόγο, και για να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση των οικονομικών φορέων, θα πρέπει να εξασφαλίζεται συνέπεια στην τεχνική εφαρμογή των διαδικασιών αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα με τον συντονισμό και τη συνεργασία των κοινοποιημένων οργανισμών.

(58)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι κανόνες για την εποπτεία της ενωσιακής αγοράς και για τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στην ενωσιακή αγορά, οι οποίοι προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008, ισχύουν και για τον ραδιοεξοπλισμό που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιλέγουν τις αρμόδιες αρχές που θα εκτελούν αυτά τα καθήκοντα.

(59)

Η οδηγία 1999/5/ΕΚ προβλέπει ήδη μια διαδικασία διασφάλισης που ενεργοποιείται μόνο σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των κρατών μελών ως προς τα μέτρα που λαμβάνονται από κράτος μέλος. Για να αυξηθεί η διαφάνεια και να μειωθεί ο χρόνος διεκπεραίωσης, είναι αναγκαίο να βελτιωθεί η ισχύουσα διαδικασία διασφάλισης έτσι ώστε να γίνει πιο αποτελεσματική και να αξιοποιηθεί η εμπειρία που έχει συγκεντρωθεί στα κράτη μέλη.

(60)

Οι αποφάσεις της Επιτροπής που εκδίδονται δυνάμει της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ μπορούν να περιλαμβάνουν όρους για τη διαθεσιμότητα και την αποτελεσματική χρήση του ραδιοφάσματος οι οποίοι μπορεί να οδηγούν σε περιορισμό του συνολικού αριθμού των ειδών ραδιοεξοπλισμού που τίθενται σε λειτουργία, όπως ημερομηνία λήξης, μέγιστο ποσοστό διείσδυσης ή μέγιστος αριθμός ειδών ραδιοεξοπλισμού σε κάθε κράτος μέλος ή σε ολόκληρη την Ένωση. Οι όροι αυτοί επιτρέπουν το άνοιγμα της αγοράς σε νέα είδη ραδιοεξοπλισμού, ενώ περιορίζουν παράλληλα τον κίνδυνο επιβλαβών παρεμβολών από τη συσσώρευση υπερβολικά μεγάλου αριθμού ειδών ραδιοεξοπλισμού που τίθενται σε λειτουργία, ακόμη και αν ο εν λόγω εξοπλισμός συμμορφώνεται μεμονωμένα με τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Η παράβαση των όρων αυτών μπορεί να συνεπάγεται κίνδυνο σε σχέση με τις ουσιώδεις απαιτήσεις, ιδίως κίνδυνο επιβλαβών παρεμβολών.

(61)

Το ισχύον σύστημα θα πρέπει να συμπληρωθεί με μια διαδικασία που θα δίνει τη δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να ενημερωθούν για τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό που παρουσιάζει κίνδυνο όσον αφορά την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων ή άλλα ζητήματα προστασίας του δημόσιου συμφέροντος που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. Θα πρέπει να επιτρέπει, επίσης, στις αρχές εποπτείας της αγοράς, σε συνεργασία με τους σχετικούς οικονομικούς παράγοντες, να λαμβάνουν εγκαίρως μέτρα σε σχέση με τον εξοπλισμό αυτό.

(62)

Εφόσον τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συμφωνήσουν ότι είναι δικαιολογημένο το μέτρο που λαμβάνει κράτος μέλος, δεν θα απαιτείται περαιτέρω ανάμειξη της Επιτροπής, εκτός αν η μη συμμόρφωση μπορεί να αποδοθεί σε ελλείψεις του εναρμονισμένου προτύπου.

(63)

Για να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται κατά τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(64)

Η συμβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων με τις οποίες καθορίζεται ο τρόπος παρουσίασης των πληροφοριών σε περιπτώσεις που υφίστανται περιορισμοί σχετικά με τη θέση σε λειτουργία ή απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας χρήσης, και μέσω των οποίων ζητείται από το κοινοποιούν κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα σχετικά με κοινοποιημένο οργανισμό ο οποίος δεν πληροί ή παύει να πληροί τις απαιτήσεις για την κοινοποίησή του.

(65)

Η διαδικασία εξέτασης θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων: για να καθορίζεται εάν ορισμένες κατηγορίες ηλεκτρικών ή ηλεκτρονικών προϊόντων πληρούν τον ορισμό του «ραδιοεξοπλισμού», για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τους επιχειρησιακούς κανόνες για τη διάθεση των πληροφοριών σχετικά με τη συμμόρφωση, για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τους επιχειρησιακούς κανόνες για την καταχώριση και τους επιχειρησιακούς κανόνες για την τοποθέτηση του αριθμού καταχώρισης στον ραδιοεξοπλισμό, και για τον προσδιορισμό της ισοδυναμίας μεταξύ κοινοποιημένων ραδιοδιεπαφών, καθώς και τον καθορισμό μιας κλάσης ραδιοεξοπλισμού. Θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιείται σε σχέση με συμμορφούμενο ραδιοεξοπλισμό που ενέχει κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων ή για άλλες πτυχές προστασίας του δημόσιου συμφέροντος.

(66)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει αμέσως εκτελεστικές πράξεις με άμεση εφαρμογή όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις σε σχέση με συμμορφούμενο ραδιοεξοπλισμό που ενέχει κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια προσώπων, αυτό απαιτείται επειγόντως για επιτακτικούς λόγους.

(67)

Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, η επιτροπή που συστήνεται με βάση την παρούσα οδηγία μπορεί να διαδραματίσει χρήσιμο ρόλο στην εξέταση θεμάτων που αφορούν την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα οποία θέτει είτε ο πρόεδρός της είτε εκπρόσωπος κράτους μέλους κατά τον κανονισμό της.

(68)

Όταν εξετάζονται, π.χ. από μια ομάδα εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, ζητήματα που σχετίζονται με την παρούσα οδηγία, εκτός της εφαρμογής ή τυχόν παράβασής της, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει, σύμφωνα με την ισχύουσα πρακτική, να λαμβάνει πλήρη ενημέρωση και τεκμηρίωση και, κατά περίπτωση, να καλείται να παραστεί στις εν λόγω συναντήσεις.

(69)

H Επιτροπή θα πρέπει, με εκτελεστικές πράξεις και, δεδομένης της ιδιαίτερής τους φύσης, ενεργώντας χωρίς να εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011, να καθορίζει εάν τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη σχετικά με μη συμμορφούμενο ραδιοεξοπλισμό δικαιολογούνται ή όχι.

(70)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις των διατάξεων του εθνικού δικαίου που έχουν θεσπιστεί βάσει της παρούσας οδηγίας και να εξασφαλίζουν την επιβολή των κανόνων αυτών. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(71)

Είναι απαραίτητο να προβλεφθεί ένα μεταβατικό καθεστώς που να επιτρέπει τη διαθεσιμότητα στην αγορά ή τη θέση σε λειτουργία ραδιοεξοπλισμού που έχει ήδη διατεθεί στην αγορά σύμφωνα με την οδηγία 1999/5/ΕΚ.

(72)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

(73)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή να εξασφαλιστεί ότι ο ραδιοεξοπλισμός που καθίσταται διαθέσιμος στην αγορά πληροί απαιτήσεις οι οποίες εγγυώνται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας, επαρκές επίπεδο ηλεκτρομαγνητικής συμβατότητας και αποτελεσματική και αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος, ώστε να αποφεύγονται οι επιβλαβείς παρεμβολές, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(74)

Η οδηγία 1999/5/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί.

(75)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (14), τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, να συνοδεύουν την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα, στα οποία επεξηγείται η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των νομικών πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι η διαβίβαση τέτοιων εγγράφων είναι δικαιολογημένη,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανονιστικό πλαίσιο για τη διαθεσιμότητα ραδιοεξοπλισμού στην αγορά και τη θέση του σε λειτουργία στην Ένωση.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στον εξοπλισμό που αναφέρεται στο παράρτημα I.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στον ραδιοεξοπλισμό που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για δραστηριότητες που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, την άμυνα, την κρατική ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους στην περίπτωση δραστηριοτήτων που σχετίζονται με ζητήματα κρατικής ασφάλειας, και τις δραστηριότητες του κράτους στον τομέα του ποινικού δικαίου.

4.   Ο ραδιοεξοπλισμός που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας 2014/35/ΕΕ, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«ραδιοεξοπλισμός»: ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό προϊόν που εκούσια εκπέμπει και/ή λαμβάνει ραδιοκύματα για σκοπούς ραδιοεπικοινωνίας και/ή ραδιοπροσδιορισμού, ή ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό προϊόν που πρέπει να συμπληρωθεί με εξάρτημα, όπως π.χ. κεραία, ώστε εκούσια να εκπέμπει και/ή να λαμβάνει ραδιοκύματα για σκοπούς ραδιοεπικοινωνίας και/ή ραδιοπροσδιορισμού·

2)

«ραδιοεπικοινωνία»: επικοινωνία μέσω ραδιοκυμάτων·

3)

«ραδιοπροσδιορισμός»: προσδιορισμός της θέσης, ταχύτητας και/ή άλλων χαρακτηριστικών ενός αντικειμένου, ή απόκτηση πληροφοριών σε σχέση με αυτές τις παραμέτρους μέσω των ιδιοτήτων διάδοσης των ραδιοκυμάτων·

4)

«ραδιοκύματα»: ηλεκτρομαγνητικά κύματα συχνότητας κάτω από 3 000 GHz, που μεταδίδονται στον χώρο χωρίς τεχνητό οδηγό·

5)

«ραδιοδιαπεφή»: προδιαγραφή της ρυθμιζόμενης χρήσης του ραδιοφάσματος·

6)

«κλάση ραδιοεξοπλισμού»: κλάση που προσδιορίζει συγκεκριμένες κατηγορίες ραδιοεξοπλισμού οι οποίες θεωρούνται παρόμοιες βάσει της παρούσας οδηγίας και τις ραδιοδιεπαφές εκείνες για τις οποίες έχει σχεδιαστεί ο ραδιοεξοπλισμός·

7)

«επιβλαβής παρεμβολή»: επιβλαβής παρεμβολή όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιη) της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15)·

8)

«ηλεκτρομαγνητική διαταραχή»: ηλεκτρομαγνητική διαταραχή όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο 5 της οδηγίας 2014/30/ΕΕ·

9)

«διαθεσιμότητα στην αγορά»: προσφορά ραδιοεξοπλισμού για διανομή, κατανάλωση ή χρήση στην ενωσιακή αγορά στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν·

10)

«διάθεση στην αγορά»: η πρώτη φορά κατά την οποία ραδιοεξοπλισμός διατίθεται στην ενωσιακή αγορά·

11)

«θέση σε λειτουργία»: η πρώτη χρήση του ραδιοεξοπλισμού στην Ένωση, από τον τελικό χρήστη·

12)

«κατασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει ραδιοεξοπλισμό ή που αναθέτει σε άλλους τον σχεδιασμό ή την κατασκευή ραδιοεξοπλισμού και διοχετεύει στην αγορά τον εξοπλισμό αυτόν υπό την επωνυμία ή το εμπορικό σήμα του·

13)

«εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ένωση, που έχει λάβει γραπτή εντολή από κατασκευαστή να ενεργεί εξ ονόματός του για την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων·

14)

«εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση που εισάγει στην ενωσιακή αγορά ραδιοεξοπλισμό προερχόμενο από τρίτη χώρα·

15)

«διανομέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αλυσίδα εφοδιασμού, άλλο από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, το οποίο καθιστά διαθέσιμο ραδιοεξοπλισμό στην αγορά·

16)

«οικονομικοί φορείς»: ο κατασκευαστής, ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, ο εισαγωγέας και ο διανομέας·

17)

«τεχνική προδιαγραφή»: έγγραφο με το οποίο ορίζονται τα απαιτούμενα τεχνικά χαρακτηριστικά του ραδιοεξοπλισμού·

18)

«εναρμονισμένο πρότυπο»: εναρμονισμένο πρότυπο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

19)

«διαπίστευση»: διαπίστευση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

20)

«εθνικός οργανισμός διαπίστευσης»: εθνικός οργανισμός διαπίστευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

21)

«αξιολόγηση της συμμόρφωσης»: διεργασία αξιολόγησης με την οποία αποδεικνύεται ότι πληρούνται οι ουσιώδεις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που αφορούν ραδιοεξοπλισμό·

22)

«οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης»: οργανισμός ο οποίος πραγματοποιεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

23)

«ανάκληση»: κάθε μέτρο που αποσκοπεί στην επιστροφή ραδιοεξοπλισμού που έχει ήδη καταστεί διαθέσιμος στον τελικό χρήστη·

24)

«απόσυρση»: κάθε μέτρο που έχει ως στόχο να αποτρέψει τη διαθεσιμότητα στην αγορά ραδιοεξοπλισμού ο οποίος βρίσκεται στην αλυσίδα εφοδιασμού·

25)

«ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης»: κάθε νομοθεσία της Ένωσης η οποία εναρμονίζει τους όρους εμπορίας των προϊόντων·

26)

«σήμανση CE»: σήμανση με την οποία ο κατασκευαστής δηλώνει ότι ο ραδιοεξοπλισμός συμμορφώνεται προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης που προβλέπει την τοποθέτηση της σήμανσης.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίζει αν ορισμένες κατηγορίες ηλεκτρικών ή ηλεκτρονικών προϊόντων πληρούν τον ορισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σημείο 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 45 παράγραφος 3.

Άρθρο 3

Ουσιώδεις απαιτήσεις

1.   Ο ραδιοεξοπλισμός κατασκευάζεται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται:

α)

η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων και των κατοικίδιων ζώων, καθώς και η προστασία της περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των στόχων της οδηγίας 2014/35/ΕΕ, όσον αφορά τις απαιτήσεις ασφαλείας, αλλά χωρίς την επιβολή ορίου τάσης·

β)

επαρκές επίπεδο ηλεκτρομαγνητικής συμβατότητας όπως ορίζεται στην οδηγία 2014/30/ΕΕ.

2.   Ο ραδιοεξοπλισμός κατασκευάζεται κατά τρόπο ώστε αφενός να χρησιμοποιεί αποδοτικά το ραδιοφάσμα και αφετέρου να υποστηρίζει την αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος, προκειμένου να αποφεύγονται οι επιβλαβείς παρεμβολές.

3.   Ο ραδιοεξοπλισμός ορισμένων κατηγοριών ή κλάσεων κατασκευάζεται κατά τρόπο ώστε να πληροί τις ακόλουθες ουσιώδεις απαιτήσεις:

α)

ο ραδιοεξοπλισμός διαλειτουργεί με εξαρτήματα, ιδίως με κοινού τύπου φορτιστές·

β)

ο ραδιοεξοπλισμός διαλειτουργεί μέσω δικτύων με άλλο ραδιοεξοπλισμό·

γ)

ο ραδιοεξοπλισμός μπορεί να συνδεθεί με διεπαφές κατάλληλου τύπου σε ολόκληρη την Ένωση·

δ)

ο ραδιοεξοπλισμός δεν βλάπτει το δίκτυο, ούτε η λειτουργία του κάνει κατάχρηση των πόρων του δικτύου με αποτέλεσμα τη μη αποδεκτή υποβάθμιση της υπηρεσίας·

ε)

ο ραδιοεξοπλισμός ενσωματώνει διασφαλίσεις για την εξασφάλιση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικότητας των χρηστών και του συνδρομητή·

στ)

ο ραδιοεξοπλισμός υποστηρίζει ορισμένες λειτουργίες που εξασφαλίζουν την προστασία από απάτη·

ζ)

ο ραδιοεξοπλισμός υποστηρίζει ορισμένες λειτουργίες που εξασφαλίζουν την πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης·

η)

ο ραδιοεξοπλισμός υποστηρίζει ορισμένες λειτουργίες για να διευκολύνεται η χρήση του από χρήστες με αναπηρία·

θ)

ο ραδιοεξοπλισμός υποστηρίζει ορισμένες λειτουργίες για να εξασφαλίζεται ότι η εγκατάσταση του λογισμικού στον ραδιοεξοπλισμό είναι δυνατή μόνον όταν έχει αποδειχθεί η συμμόρφωση του συνδυασμού του ραδιοεξοπλισμού και του λογισμικού.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 44, όσον αφορά τον καθορισμό των κατηγοριών ή κλάσεων ραδιοεξοπλισμού τις οποίες αφορά καθεμία από τις απαιτήσεις των στοιχείων α) έως θ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 4

Παροχή πληροφοριών σχετικά με τη συμμόρφωση των συνδυασμών ραδιοεξοπλισμού και λογισμικού

1.   Οι κατασκευαστές ραδιοεξοπλισμού και λογισμικού που καθιστούν δυνατόν ο ραδιοεξοπλισμός να χρησιμοποιείται όπως προβλέπεται, παρέχουν στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση των προβλεπόμενων συνδυασμών ραδιοεξοπλισμού και λογισμικού προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3. Οι πληροφορίες αυτές προκύπτουν από αξιολόγηση συμμόρφωσης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 17 και δίδονται υπό μορφή δήλωσης συμμόρφωσης που περιλαμβάνει τα στοιχεία που ορίζονται στο παράρτημα VI. Ανάλογα με τους συγκεκριμένους συνδυασμούς ραδιοεξοπλισμού και λογισμικού, οι πληροφορίες προσδιορίζουν επακριβώς τον ραδιοεξοπλισμό και το λογισμικό που έχουν αξιολογηθεί, και επικαιροποιούνται συνεχώς.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 44, όσον αφορά τον καθορισμό των κατηγοριών ή κλάσεων ραδιοεξοπλισμού τις οποίες αφορά καθεμία από τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που προβλέπουν τους επιχειρησιακούς κανόνες για τη διάθεση των πληροφοριών σχετικά με τη συμμόρφωση, όσον αφορά τις κατηγορίες και τις κλάσεις που προσδιορίζονται στις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 45 παράγραφος 3.

Άρθρο 5

Ταξινόμηση των τύπων ραδιοεξοπλισμού σε ορισμένες κατηγορίες

1.   Από τις 12 Ιουνίου 2018, οι κατασκευαστές καταχωρίζουν τους τύπους ραδιοεξοπλισμού τους σε κατηγορίες εξοπλισμού που επηρεάζονται από χαμηλό επίπεδο συμμόρφωσης με τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3, στο πλαίσιο ενός κεντρικού συστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, προτού ο ραδιοεξοπλισμός των εν λόγω κατηγοριών διανεμηθεί στην αγορά. Κατά την καταχώριση των εν λόγω τύπων ραδιοεξοπλισμού, οι κατασκευαστές παρέχουν ορισμένα ή, όπου αυτό δικαιολογείται όλα, τα στοιχεία του τεχνικού φακέλου που αναφέρονται στα στοιχεία α), δ), ε), στ), ζ), η) και θ) του παραρτήματος V. Η Επιτροπή χορηγεί σε κάθε καταχωριζόμενο τύπο ραδιοεξοπλισμού έναν αριθμό καταχώρισης, τον οποίο οι κατασκευαστές τοποθετούν επάνω στον ραδιοεξοπλισμό που διατίθεται στην αγορά.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 44, όσον αφορά τον καθορισμό των κατηγοριών ραδιοεξοπλισμού τις οποίες αφορούν οι απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και των παρεχόμενων στοιχείων του τεχνικού φακέλου, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού που παρέχονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1 και έπειτα από αξιολόγηση του κινδύνου που συνεπάγεται η μη εφαρμογή των ουσιωδών απαιτήσεων.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που προβλέπουν τους επιχειρησιακούς κανόνες για την καταχώριση και τους επιχειρησιακούς κανόνες για την τοποθέτηση του αριθμού καταχώρισης επί του ραδιοεξοπλισμού, για τις κατηγορίες που προσδιορίζονται στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 45 παράγραφος 3.

4.   Η Επιτροπή καθιστά διαθέσιμο ένα κεντρικό σύστημα που παρέχει τη δυνατότητα στους κατασκευαστές να καταχωρίζουν τις απαιτούμενες πληροφορίες. Με το εν λόγω σύστημα εξασφαλίζεται ο κατάλληλος έλεγχος της πρόσβασης σε πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα.

5.   Μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος κατ' εξουσιοδότηση πράξης που έχει εκδοθεί δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι επιπτώσεις της αξιολογούνται μέσω εκθέσεων που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφοι 1 και 2.

Άρθρο 6

Διαθεσιμότητα στην αγορά

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι ο ραδιοεξοπλισμός καθίσταται διαθέσιμος στην αγορά μόνο εφόσον πληροί τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 7

Θέση σε λειτουργία και χρήση

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη θέση σε λειτουργία και τη χρήση ραδιοεξοπλισμού εφόσον συμμορφώνεται προς την παρούσα οδηγία, όταν έχει εγκατασταθεί και συντηρείται σωστά και χρησιμοποιείται για τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεών τους δυνάμει της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ και των όρων που καθορίζονται σε άδειες για τη χρήση των συχνοτήτων σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν επιπρόσθετες απαιτήσεις για τη θέση σε λειτουργία και/ή χρήση ραδιοεξοπλισμού για λόγους που αφορούν την αποτελεσματική και αποδοτική χρήση του ραδιοφάσματος, την αποφυγή επιβλαβών παρεμβολών, την αποφυγή ηλεκτρομαγνητικών διαταραχών ή τη δημόσια υγεία.

Άρθρο 8

Κοινοποίηση προδιαγραφών ραδιοδιεπαφής και ορισμός κλάσεων ραδιοεξοπλισμού

1.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν, με τη διαδικασία που ορίζεται στην οδηγία 98/34/ΕΚ, τις ραδιοδιεπαφές που προτίθενται να ρυθμίσουν, με εξαίρεση:

α)

των ραδιοδιεπαφών οι οποίες συμμορφώνονται πλήρως και χωρίς παρεκκλίσεις με τις αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με την εναρμονισμένη χρήση του ραδιοφάσματος που θεσπίζονται δυνάμει της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ, και

β)

των ραδιοδιεπαφών οι οποίες, σύμφωνα με τις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, αντιστοιχούν σε ραδιοεξοπλισμό ο οποίος μπορεί να τεθεί σε λειτουργία και να χρησιμοποιηθεί χωρίς περιορισμούς εντός της Ένωσης.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό της ισοδυναμίας μεταξύ των κοινοποιημένων ραδιοδιεπαφών και ορίζει μια κλάση ραδιοεξοπλισμού, λεπτομερή στοιχεία της οποίας δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 45 παράγραφος 3.

Άρθρο 9

Ελεύθερη κυκλοφορία ραδιοεξοπλισμού

1.   Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν, για λόγους που αφορούν θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, τη διαθεσιμότητα στην αγορά, στην επικράτειά τους, ραδιοεξοπλισμού που πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Σε εμπορικές εκθέσεις, άλλες εκθέσεις και παρόμοιες εκδηλώσεις, τα κράτη μέλη δεν παρεμποδίζουν την επίδειξη ραδιοεξοπλισμού ο οποίος δεν συμμορφώνεται προς την παρούσα οδηγία εφόσον αναφέρεται σαφώς σε ορατή πινακίδα ότι ο εν λόγω ραδιοεξοπλισμός δεν μπορεί να καταστεί διαθέσιμος στην αγορά και/ή να τεθεί σε λειτουργία πριν να συμμορφωθεί προς την παρούσα οδηγία. Η επίδειξη ραδιοεξοπλισμού μπορεί να πραγματοποιείται μόνον με την προϋπόθεση ότι έχουν ληφθεί κατάλληλα μέτρα, όπως αυτά ορίζονται από τα κράτη μέλη, για την αποφυγή επιβλαβών παρεμβολών, ηλεκτρομαγνητικών διαταραχών και κινδύνων για την υγεία ή την ασφάλεια προσώπων ή κατοικίδιων ζώων ή για την περιουσία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ

Άρθρο 10

Υποχρεώσεις των κατασκευαστών

1.   Κατά τη διάθεση του ραδιοεξοπλισμού τους στην αγορά, οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι αυτός έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί σύμφωνα με τις ουσιώδεις απαιτήσεις του άρθρου 3.

2.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι ο ραδιοεξοπλισμός κατασκευάζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να λειτουργεί σε τουλάχιστον ένα κράτος μέλος χωρίς να παραβιάζει τις εφαρμοστέες απαιτήσεις σχετικά με τη χρήση του ραδιοφάσματος.

3.   Οι κατασκευαστές καταρτίζουν τον τεχνικό φάκελο του άρθρου 21 και διενεργούν τη σχετική διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης του άρθρου 17 ή αναθέτουν τη διενέργεια της διαδικασίας αυτής.

Εφόσον αποδειχθεί με την εν λόγω διαδικασία αξιολόγησης η συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις, οι κατασκευαστές συντάσσουν δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ και θέτουν τη σήμανση CE.

4.   Οι κατασκευαστές φυλάσσουν τον τεχνικό φάκελο και τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ επί 10 έτη από τη διάθεση του ραδιοεξοπλισμού στην αγορά.

5.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται οι διαδικασίες ώστε να διατηρείται η συμμόρφωση της γραμμής παραγωγής τους προς την παρούσα οδηγία. Αλλαγές στον σχεδιασμό ή τα χαρακτηριστικά του ραδιοεξοπλισμού και αλλαγές στα εναρμονισμένα πρότυπα ή στις λοιπές τεχνικές προδιαγραφές με βάση τις οποίες δηλώνεται η συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού λαμβάνονται δεόντως υπόψη.

Όταν κρίνεται σκόπιμο λόγω των κινδύνων που παρουσιάζει ραδιοεξοπλισμός, οι κατασκευαστές διενεργούν, για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των τελικών χρηστών, δειγματοληπτικές δοκιμές στον ραδιοεξοπλισμό που διατίθεται στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες και διατηρούν, εφόσον απαιτείται, αρχείο με τις καταγγελίες, τον μη συμμορφούμενο ραδιοεξοπλισμό και τις ανακλήσεις ραδιοεξοπλισμού και τηρούν ενήμερους τους διανομείς για τις έρευνές τους.

6.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι ο ραδιοεξοπλισμός που έχουν διαθέσει στην αγορά φέρει αριθμό τύπου, παρτίδας ή σειράς ή άλλο στοιχείο που να επιτρέπει την ταυτοποίησή του ή, όταν δεν το επιτρέπει το μέγεθος ή η φύση του ραδιοεξοπλισμού, εξασφαλίζουν ότι οι απαιτούμενες πληροφορίες αναγράφονται στη συσκευασία ή σε έγγραφο που συνοδεύει τη συσκευή.

7.   Οι κατασκευαστές σημειώνουν στον ραδιοεξοπλισμό το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους και την ταχυδρομική τους διεύθυνση ή, αν δεν το επιτρέπει το μέγεθος ή η φύση του ραδιοεξοπλισμού, αναγράφουν τα στοιχεία αυτά στη συσκευασία του ραδιοεξοπλισμού ή σε έγγραφο που τον συνοδεύει. Στη διεύθυνση περιλαμβάνεται ενιαίο σημείο επαφής για επικοινωνία με τον κατασκευαστή. Τα στοιχεία επικοινωνίας αναγράφονται σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους τελικούς χρήστες και τις αρχές εποπτείας της αγοράς.

8.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι ο ραδιοεξοπλισμός συνοδεύεται από οδηγίες και άλλες πληροφορίες ασφάλειας σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και άλλους τελικούς χρήστες, όπως έχει αποφασίσει το οικείο κράτος μέλος. Οι οδηγίες περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη χρησιμοποίηση του ραδιοεξοπλισμού, σύμφωνα με τη χρήση για την οποία προορίζεται. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να περιλαμβάνουν, ανάλογα με την περίπτωση, περιγραφή των εξαρτημάτων και των στοιχείων κατασκευής, συμπεριλαμβανομένου του λογισμικού, που επιτρέπουν στον ραδιοεξοπλισμό να λειτουργεί όπως προβλέπεται. Οι ανωτέρω οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας καθώς και κάθε σήμανση πρέπει να είναι σαφείς, κατανοητές και εύληπτες.

Στις περιπτώσεις ραδιοεξοπλισμού ο οποίος εκούσια εκπέμπει ραδιοκύματα, περιλαμβάνονται επίσης οι ακόλουθες πληροφορίες:

α)

οι ζώνες συχνοτήτων στις οποίες λειτουργεί ο ραδιοεξοπλισμός·

β)

η μέγιστη ραδιοηλεκτρική ισχύς στις ζώνες συχνοτήτων στις οποίες λειτουργεί ο ραδιοεξοπλισμός.

9.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι κάθε τεμάχιο ραδιοεξοπλισμού συνοδεύεται από αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ ή από απλουστευμένη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ. Στην περίπτωση που χρησιμοποιείται μια απλουστευμένη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ, αυτή περιλαμβάνει την ακριβή ιστοσελίδα από όπου μπορεί να ληφθεί το πλήρες κείμενο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

10.   Σε περιπτώσεις που υφίστανται περιορισμοί σχετικά με τη θέση σε λειτουργία ή απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας χρήσης, οι διαθέσιμες πληροφορίες στη συσκευασία επιτρέπουν τον εντοπισμό των κρατών μελών ή της γεωγραφικής περιοχής ενός κράτους μέλους όπου υφίστανται περιορισμοί σχετικά με τη θέση σε λειτουργία ή απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας χρήσης. Οι εν λόγω πληροφορίες συμπληρώνονται στις οδηγίες που συνοδεύουν τον ραδιοεξοπλισμό. Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο πρέπει να παρουσιάζονται οι πληροφορίες αυτές. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 45 παράγραφος 2.

11.   Οι κατασκευαστές που θεωρούν ή έχουν λόγους να πιστεύουν ότι ραδιοεξοπλισμός που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν πληροί την παρούσα οδηγία λαμβάνουν αμέσως τα διορθωτικά μέτρα που απαιτούνται για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωσή του, να τον αποσύρουν ή να τον ανακαλέσουν, κατά περίπτωση. Επιπλέον, όταν ο ραδιοεξοπλισμός παρουσιάζει κίνδυνο, οι κατασκευαστές ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών στα οποία έχουν καταστήσει τον ραδιοεξοπλισμό διαθέσιμο στην αγορά και παραθέτουν λεπτομέρειες για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν και τα αποτελέσματα αυτών.

12.   Οι κατασκευαστές παρέχουν στην αρμόδια εθνική αρχή, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός της αρχής αυτής, σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού προς την παρούσα οδηγία, σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από την εν λόγω αρχή. Συνεργάζονται με τις αρχές αυτές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι από τον ραδιοεξοπλισμό που έχουν διαθέσει στην αγορά.

Άρθρο 11

Εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι

1.   Οι κατασκευαστές μπορούν να διορίζουν, με γραπτή εντολή, εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο.

Οι υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 1 και η υποχρέωση κατάρτισης του τεχνικού φακέλου όπως ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3 δεν ανατίθενται σε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο.

2.   Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ασκεί τα καθήκοντα που προσδιορίζονται στην εντολή την οποία λαμβάνει από τον κατασκευαστή. Η εντολή επιτρέπει στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

να τηρεί τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ και τον τεχνικό φάκελο στη διάθεση των εθνικών αρχών εποπτείας της αγοράς επί 10 έτη αφότου διατεθεί ο ραδιοεξοπλισμός στην αγορά·

β)

να παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού·

γ)

να συνεργάζεται με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτήματός τους, για τα τυχόν μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί για την εξάλειψη των κινδύνων που ενέχει ο ραδιοεξοπλισμός που καλύπτει η εντολή.

Άρθρο 12

Υποχρεώσεις των εισαγωγέων

1.   Οι εισαγωγείς διαθέτουν στην αγορά μόνο συμμορφούμενο ραδιοεξοπλισμό.

2.   Οι εισαγωγείς, προτού εισαγάγουν ραδιοεξοπλισμό στην αγορά, εξασφαλίζουν ότι ο κατασκευαστής έχει διενεργήσει την κατάλληλη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης του άρθρου 17, καθώς και ότι ο ραδιοεξοπλισμός έχει κατασκευαστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να λειτουργεί σε τουλάχιστον ένα κράτος μέλος χωρίς να παραβιάζει τις εφαρμοστέες απαιτήσεις σχετικά με τη χρήση του ραδιοφάσματος. Διασφαλίζουν ότι ο κατασκευαστής έχει καταρτίσει τον τεχνικό φάκελο, ότι ο ραδιοεξοπλισμός φέρει τη σήμανση CE και συνοδεύεται από τις πληροφορίες και τα έγγραφα του άρθρου 10 παράγραφοι 8, 9 και 10, και ότι ο κατασκευαστής έχει τηρήσει τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 παράγραφοι 6 και 7.

Εφόσον εισαγωγέας θεωρεί ή έχει λόγο να πιστεύει ότι ο ραδιοεξοπλισμός δεν συμμορφώνεται προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, εισάγει τον ραδιοεξοπλισμό στην αγορά μόνο αφότου εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή του προς τις εφαρμοστές απαιτήσεις. Επίσης, ο εισαγωγέας ενημερώνει σχετικά τον κατασκευαστή καθώς και τις αρχές εποπτείας της αγοράς, όταν ο ραδιοεξοπλισμός παρουσιάζει κίνδυνο.

3.   Οι εισαγωγείς σημειώνουν επί του ραδιοεξοπλισμού το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία τους ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους, καθώς και την ταχυδρομική διεύθυνση στην οποία μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή μαζί τους, ή, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, επί της συσκευασίας του ή σε έγγραφο που συνοδεύει τον ραδιοεξοπλισμό. Τούτο περιλαμβάνει περιπτώσεις στις οποίες το μέγεθος του ραδιοεξοπλισμού δεν το επιτρέπει, ή στις οποίες οι εισαγωγείς θα πρέπει να ανοίξουν τη συσκευασία για να καταγράψουν το όνομα και τη διεύθυνσή τους επί του ραδιοεξοπλισμού. Τα στοιχεία επικοινωνίας αναγράφονται σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους τελικούς χρήστες και τις αρχές εποπτείας της αγοράς.

4.   Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι ο ραδιοεξοπλισμός συνοδεύεται από οδηγίες και πληροφορίες ασφάλειας σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και άλλους τελικούς χρήστες, ανάλογα με την απόφαση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

5.   Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι, ενόσω ο ραδιοεξοπλισμός βρίσκεται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς του δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωσή του προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις του άρθρου 3.

6.   Όταν κρίνεται σκόπιμο λόγω των κινδύνων που παρουσιάζει ραδιοεξοπλισμός, οι εισαγωγείς διενεργούν, για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των τελικών χρηστών, δειγματοληπτικές δοκιμές στον ραδιοεξοπλισμό που διατίθεται στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες και διατηρούν, εφόσον απαιτείται, αρχείο με τις καταγγελίες, τον μη συμμορφούμενο ραδιοεξοπλισμό και τις ανακλήσεις ραδιοεξοπλισμού, ενώ τηρούν ενήμερους τους διανομείς για κάθε σχετική έρευνα.

7.   Οι εισαγωγείς που θεωρούν ή έχουν λόγους να πιστεύουν ότι ραδιοεξοπλισμός που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν πληροί την παρούσα οδηγία λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωσή του, να τον αποσύρουν ή να τον ανακαλέσουν, κατά περίπτωση. Επιπλέον, όταν ο ραδιοεξοπλισμός παρουσιάζει κίνδυνο, οι εισαγωγείς ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών στων οποίων την αγορά έχουν καταστήσει τον ραδιοεξοπλισμό διαθέσιμο και παραθέτουν λεπτομέρειες για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

8.   Οι εισαγωγείς τηρούν, επί 10 έτη μετά τη διάθεση του ραδιοεξοπλισμού στην αγορά, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ στη διάθεση των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της αγοράς και εξασφαλίζουν ότι ο τεχνικός φάκελος μπορεί να τεθεί στη διάθεση των εν λόγω αρχών, κατόπιν αιτήματός τους.

9.   Οι εισαγωγείς παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των αρχών αυτών, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή και σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τις εν λόγω αρχές. Συνεργάζονται με τις αρχές αυτές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι από τον ραδιοεξοπλισμό που έχουν διαθέσει στην αγορά.

Άρθρο 13

Υποχρεώσεις των διανομέων

1.   Όταν οι διανομείς καταστούν διαθέσιμο ραδιοεξοπλισμό στην αγορά ενεργούν με τη δέουσα προσοχή σε σχέση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι διανομείς, προτού καταστήσουν ραδιοεξοπλισμό διαθέσιμο στην αγορά, επαληθεύουν ότι ο ραδιοεξοπλισμός φέρει τη σήμανση CE, ότι συνοδεύεται από τα έγγραφα που απαιτούνται βάσει της παρούσας οδηγίας και από τις οδηγίες και τις πληροφορίες ασφάλειας σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και άλλους τελικούς χρήστες στο κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθεται ο ραδιοεξοπλισμός και ότι ο κατασκευαστής και ο εισαγωγέας έχουν τηρήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 10 παράγραφος 2 και 6 έως 10 και του άρθρου 12 παράγραφος 3, αντίστοιχα.

Εφόσον διανομέας θεωρεί ή έχει λόγο να πιστεύει ότι ο ραδιοεξοπλισμός δεν συμμορφώνεται προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, καθιστά τον ραδιοεξοπλισμό διαθέσιμο στην αγορά μόνο αφότου εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή του προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις. Επιπλέον, ο διανομέας ενημερώνει σχετικά τον κατασκευαστή, καθώς και τις αρχές εποπτείας της αγοράς, όταν ο ραδιοεξοπλισμός παρουσιάζει κίνδυνο.

3.   Οι διανομείς εξασφαλίζουν ότι, ενόσω ο ραδιοεξοπλισμός βρίσκεται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς του δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωσή του προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις του άρθρου 3.

4.   Οι διανομείς που θεωρούν ή έχουν λόγους να πιστεύουν ότι ραδιοεξοπλισμός τον οποίο έχουν καταστήσει διαθέσιμο στην αγορά δεν πληροί την παρούσα οδηγία εξασφαλίζουν τη λήψη των αναγκαίων διορθωτικών μέτρων για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωσή του, να τον αποσύρουν ή να τον ανακαλέσουν, κατά περίπτωση. Επιπλέον, όταν ο ραδιοεξοπλισμός παρουσιάζει κίνδυνο, οι διανομείς ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών στα οποία κατέστησαν τον ραδιοεξοπλισμό διαθέσιμο στην αγορά και παραθέτουν λεπτομέρειες για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

5.   Οι διανομείς παρέχουν στην αρμόδια εθνική αρχή, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός της αρχής αυτής, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή. Συνεργάζονται δε με τις αρχές αυτές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι από τον ραδιοεξοπλισμό που έχουν καταστήσει διαθέσιμο στην αγορά.

Άρθρο 14

Περιπτώσεις στις οποίες οι υποχρεώσεις των κατασκευαστών εφαρμόζονται στους εισαγωγείς και στους διανομείς

Ένας εισαγωγέας ή διανομέας θεωρείται κατασκευαστής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και υπόκειται στις υποχρεώσεις του κατασκευαστή σύμφωνα με το άρθρο 10, όταν εισάγει ραδιοεξοπλισμό στην αγορά με το όνομα ή το εμπορικό σήμα του ή τροποποιεί ραδιοεξοπλισμό που έχει ήδη διαθέσει στην αγορά κατά τρόπο που μπορεί να επηρεάσει τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 15

Ταυτοποίηση των οικονομικών φορέων

Οι οικονομικοί φορείς, κατόπιν σχετικού αιτήματος, αναφέρουν στις αρχές εποπτείας της αγοράς την ταυτότητα των κάτωθι:

α)

κάθε οικονομικού φορέα ο οποίος τους έχει προμηθεύσει ραδιοεξοπλισμό·

β)

κάθε οικονομικού φορέα στον οποίο έχουν προμηθεύσει ραδιοεξοπλισμό.

Οι οικονομικοί φορείς οφείλουν να είναι σε θέση να υποβάλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο επί 10 έτη από τη στιγμή που έχουν προμηθευτεί τον ραδιοεξοπλισμό και επί 10 έτη από τη στιγμή που έχουν προμηθεύσει οι ίδιοι τον ραδιοεξοπλισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΡΑΔΙΟΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ

Άρθρο 16

Τεκμήριο συμμόρφωσης του ραδιοεξοπλισμού

Ο ραδιοεξοπλισμός ο οποίος πληροί εναρμονισμένα πρότυπα ή μέρη εναρμονισμένων προτύπων τα στοιχεία αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τεκμαίρεται ότι συμμορφώνεται προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 3 και τις οποίες αφορούν τα εν λόγω πρότυπα ή μέρη προτύπων.

Άρθρο 17

Διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης

1.   Ο κατασκευαστής διενεργεί αξιολόγηση συμμόρφωσης του ραδιοεξοπλισμού με σκοπό την εκπλήρωση των ουσιωδών απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 3. Η αξιολόγηση συμμόρφωσης λαμβάνει υπόψη όλες τις προβλεπόμενες συνθήκες λειτουργίας, ενώ για τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α), η αξιολόγηση λαμβάνει επίσης υπόψη τις ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες. Σε περίπτωση που η συσκευή μπορεί να διαμορφωθεί με διαφορετικούς τρόπους, η αξιολόγηση συμμόρφωσης επιβεβαιώνει ότι ο ραδιοεξοπλισμός πληροί τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 σε όλες τις πιθανές διαμορφώσεις.

2.   Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν τη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε από τις ακόλουθες διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης:

α)

εσωτερικός έλεγχος παραγωγής που ορίζεται στο παράρτημα II·

β)

εξέταση τύπου ΕΕ και στη συνέχεια συμμόρφωση προς τον τύπο βάσει του εσωτερικού ελέγχου παραγωγής που ορίζεται στο παράρτημα III·

γ)

συμμόρφωση βασισμένη σε πλήρη διασφάλιση της ποιότητας σύμφωνα με το παράρτημα IV.

3.   Όταν στην αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ραδιοεξοπλισμού προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3 ο κατασκευαστής έχει εφαρμόσει εναρμονισμένα πρότυπα τα στοιχεία αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρησιμοποιεί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες διαδικασίες:

α)

εσωτερικός έλεγχος παραγωγής που ορίζεται στο παράρτημα II·

β)

εξέταση τύπου ΕΕ και στη συνέχεια συμμόρφωση προς τον τύπο βάσει του εσωτερικού ελέγχου παραγωγής που ορίζεται στο παράρτημα III·

γ)

συμμόρφωση βασισμένη σε πλήρη διασφάλιση της ποιότητας σύμφωνα με το παράρτημα IV.

4.   Όταν στην αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ραδιοεξοπλισμού προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3 ο κατασκευαστής δεν έχει εφαρμόσει ή έχει εφαρμόσει μόνον εν μέρει εναρμονισμένα πρότυπα τα στοιχεία αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή στην περίπτωση που δεν υπάρχουν τέτοια εναρμονισμένα πρότυπα, ο ραδιοεξοπλισμός υποβάλλεται όσον αφορά αυτές τις ουσιώδεις απαιτήσεις σε μία από τις ακόλουθες διαδικασίες:

α)

εξέταση τύπου ΕΕ και στη συνέχεια συμμόρφωση προς τον τύπο βάσει του εσωτερικού ελέγχου παραγωγής που ορίζεται στο παράρτημα III·

β)

συμμόρφωση βασισμένη σε πλήρη διασφάλιση της ποιότητας σύμφωνα με το παράρτημα IV.

Άρθρο 18

Δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

1.   Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει ότι πληρούνται αποδεδειγμένα οι απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3.

2.   Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ έχει τη δομή του υποδείγματος που παρατίθεται στο παράρτημα VI, περιλαμβάνει τα στοιχεία που προσδιορίζονται στο παράρτημα αυτό και επικαιροποιείται συνεχώς. Μεταφράζεται στη γλώσσα ή στις γλώσσες που απαιτεί το κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθεται ή καθίσταται διαθέσιμος ο ραδιοεξοπλισμός.

Η απλουστευμένη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ του άρθρου 10 παράγραφος 9 περιλαμβάνει τα στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα VII και επικαιροποιείται συνεχώς. Μεταφράζεται στη γλώσσα ή στις γλώσσες που απαιτεί το κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθεται ή καθίσταται διαθέσιμος ο ραδιοεξοπλισμός. Το πλήρες κείμενο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο, στη θέση που αναφέρεται στην απλουστευμένη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ, στη γλώσσα ή στις γλώσσες που απαιτεί το κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθεται ή καθίσταται διαθέσιμος ο ραδιοεξοπλισμός.

3.   Όταν ραδιοεξοπλισμός υπόκειται σε περισσότερες από μία νομοθετικές πράξεις της Ένωσης οι οποίες απαιτούν δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ, συντάσσεται μια ενιαία δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ σε σχέση με όλες τις εν λόγω πράξεις της Ένωσης. Η δήλωση αυτή περιέχει την ταυτότητα των οικείων πράξεων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων δημοσίευσής τους.

4.   Με τη σύνταξη της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ, ο κατασκευαστής αναλαμβάνει την ευθύνη για τη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 19

Γενικές αρχές της σήμανσης CE

1.   Η σήμανση CE υπόκειται στις γενικές αρχές του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

2.   Λόγω της φύσης του ραδιοεξοπλισμού, το ύψος της σήμανσης CE που τίθεται στον ραδιοεξοπλισμό μπορεί να είναι μικρότερο από 5 mm, υπό τον όρο ότι αυτή παραμένει ευδιάκριτη και ευανάγνωστη.

Άρθρο 20

Κανόνες και όροι για την τοποθέτηση της σήμανσης CE και του αναγνωριστικού αριθμού του κοινοποιημένου οργανισμού

1.   Η σήμανση CE τίθεται κατά τρόπο ευδιάκριτο, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο επί του ραδιοεξοπλισμού ή επί της πινακίδας με τα στοιχεία του, εκτός αν αυτό δεν είναι δυνατόν ή δεν διασφαλίζεται λόγω της φύσης του ραδιοεξοπλισμού. Η σήμανση CE τίθεται επίσης κατά τρόπο ευδιάκριτο και ευανάγνωστο επί της συσκευασίας.

2.   Η σήμανση CE τίθεται προτού διατεθεί ο ραδιοεξοπλισμός στην αγορά.

3.   Τη σήμανση CE ακολουθεί ο αναγνωριστικός αριθμός του κοινοποιημένου οργανισμού, όταν εφαρμόζεται η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης που προβλέπεται στο παράρτημα IV.

Ο αναγνωριστικός αριθμός του κοινοποιημένου οργανισμού έχει το ίδιο ύψος με τη σήμανση CE.

Ο αναγνωριστικός αριθμός του κοινοποιημένου οργανισμού τίθεται είτε από τον ίδιο τον κοινοποιημένο οργανισμό είτε, υπό τις οδηγίες του, από τον κατασκευαστή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

4.   Τα κράτη μέλη βασίζονται στους υφιστάμενους μηχανισμούς για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του καθεστώτος που διέπει τη σήμανση CE, και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση αθέμιτης χρήσης της εν λόγω σήμανσης.

Άρθρο 21

Τεχνικός φάκελος

1.   Ο τεχνικός φάκελος περιλαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες ή λεπτομέρειες για τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν από τον κατασκευαστή, ώστε να εξασφαλιστεί ότι ο ραδιοεξοπλισμός συμμορφώνεται με τις ουσιώδεις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3. Περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία που ορίζονται στο παράρτημα V.

2.   Ο τεχνικός φάκελος καταρτίζεται προτού ο ραδιοεξοπλισμός διατεθεί στην αγορά και επικαιροποιείται συνεχώς.

3.   Ο τεχνικός φάκελος και η αλληλογραφία σχετικά με τη διαδικασία εξέτασης τύπου ΕΕ συντάσσονται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο κοινοποιημένος οργανισμός ή σε γλώσσα αποδεκτή από τον εν λόγω οργανισμό.

4.   Όταν ο τεχνικός φάκελος δεν είναι σύμφωνος με τις παραγράφους 1, 2 ή 3 του παρόντος άρθρου και έτσι δεν παρουσιάζει επαρκή σχετικά στοιχεία ή μέσα που χρησιμοποιούνται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ραδιοεξοπλισμού προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3, η αρχή εποπτείας της αγοράς δύναται να ζητήσει από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα τη διενέργεια δοκιμής από οργανισμό αποδεκτό από την αρχή εποπτείας της αγοράς με έξοδα του κατασκευαστή ή του εισαγωγέα εντός καθορισμένης περιόδου, ώστε να επαληθευτεί η συμμόρφωση προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Άρθρο 22

Κοινοποίηση

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τους οργανισμούς που έχουν λάβει έγκριση να εκτελούν καθήκοντα αξιολόγησης της συμμόρφωσης ως τρίτοι δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 23

Κοινοποιούσες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν μια κοινοποιούσα αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό και τη διεξαγωγή των αναγκαίων διαδικασιών αξιολόγησης και κοινοποίησης των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και για την παρακολούθηση των κοινοποιημένων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 28.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι η αξιολόγηση και η παρακολούθηση στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 διεξάγονται από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και σύμφωνα με αυτόν.

3.   Εφόσον η κοινοποιούσα αρχή εκχωρήσει ή αναθέσει με άλλο τρόπο την αξιολόγηση, κοινοποίηση ή παρακολούθηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε οργανισμό που δεν είναι κρατική οντότητα, ο οργανισμός αυτός πρέπει να είναι νομικό πρόσωπο και να συμμορφώνεται, τηρουμένων των αναλογιών, προς τις απαιτήσεις του άρθρου 24. Επιπλέον, προβαίνει σε διευθετήσεις ώστε να καλύπτει τις ευθύνες που προκύπτουν από τις δραστηριότητές του.

4.   Η κοινοποιούσα αρχή αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για τα καθήκοντα που εκτελεί ο οργανισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 24

Απαιτήσεις σχετικά με τις κοινοποιούσες αρχές

1.   Η κοινοποιούσα αρχή συστήνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην προκύπτει σύγκρουση συμφερόντων με τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

2.   Η κοινοποιούσα αρχή οργανώνεται και λειτουργεί κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία των δραστηριοτήτων της.

3.   Η κοινοποιούσα αρχή οργανώνεται κατά τρόπο ώστε κάθε απόφαση που αφορά την κοινοποίηση του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης να λαμβάνεται από αρμόδια πρόσωπα που είναι άλλα από τα πρόσωπα που διεξήγαγαν την αξιολόγηση.

4.   Η κοινοποιούσα αρχή δεν προσφέρει ούτε παρέχει δραστηριότητες που εκτελούνται από τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης ούτε προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε εμπορική ή ανταγωνιστική βάση.

5.   Η κοινοποιούσα αρχή εξασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που λαμβάνει.

6.   Η κοινοποιούσα αρχή διαθέτει επαρκές αριθμό ικανού προσωπικού για τη σωστή εκτέλεση των καθηκόντων της.

Άρθρο 25

Υποχρέωση ενημέρωσης για τις κοινοποιούσες αρχές

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις διαδικασίες για την αξιολόγηση και την κοινοποίηση των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και την παρακολούθηση των κοινοποιημένων οργανισμών καθώς και για τυχόν αλλαγές στις πληροφορίες αυτές.

Η Επιτροπή δημοσιοποιεί αυτές τις πληροφορίες.

Άρθρο 26

Απαιτήσεις για τους κοινοποιημένους οργανισμούς

1.   Για τους σκοπούς της κοινοποίησης, κάθε οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 11.

2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης συγκροτείται βάσει της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους και διαθέτει νομική προσωπικότητα.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι ένας τρίτος οργανισμός ανεξάρτητος από τον οργανισμό ή τον ραδιοεξοπλισμό που αξιολογεί.

Ένας οργανισμός που ανήκει σε ένωση επιχειρήσεων ή επαγγελματική ομοσπονδία που εκπροσωπεί τις επιχειρήσεις οι οποίες συμμετέχουν στον σχεδιασμό, την κατασκευή, την παροχή, τη συναρμολόγηση, τη χρήση ή τη συντήρηση του ραδιοεξοπλισμού τον οποίο αξιολογεί, μπορεί να θεωρείται οργανισμός αξιολόγησης, υπό την προϋπόθεση ότι η ανεξαρτησία του και η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων είναι αποδεδειγμένες.

4.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τα διευθυντικά του στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν συμπίπτουν με τον σχεδιαστή, τον κατασκευαστή, τον προμηθευτή, τον υπεύθυνο εγκατάστασης, τον αγοραστή, τον ιδιοκτήτη, τον χρήστη ή τον συντηρητή του ραδιοεξοπλισμού που αξιολογούν ούτε με τον αντιπρόσωπο των ανωτέρω. Αυτό δεν αποκλείει τη χρήση αξιολογημένου ραδιοεξοπλισμού που είναι αναγκαίος για τις λειτουργίες του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή τη χρήση του εν λόγω ραδιοεξοπλισμού για προσωπικούς σκοπούς.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τα διευθυντικά του στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν εμπλέκονται άμεσα στον σχεδιασμό, την παραγωγή ή την κατασκευή, την εμπορία, την εγκατάσταση, τη χρήση ή τη συντήρηση του εν λόγω ραδιοεξοπλισμού ούτε εκπροσωπούν μέρη που εμπλέκονται στις δραστηριότητες αυτές. Επίσης, δεν αναλαμβάνουν καμιά δραστηριότητα που ενδέχεται να επηρεάσει την ανεξάρτητη κρίση και την ακεραιότητά τους σε σχέση με τις δραστηριότητες αξιολόγησης για τις οποίες είναι κοινοποιημένοι. Αυτό ισχύει ιδίως για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης εξασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες των θυγατρικών ή των υπεργολάβων του δεν επηρεάζουν την εμπιστευτικότητα, την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

5.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης και το προσωπικό του εκτελούν τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τη μεγαλύτερη επαγγελματική ακεραιότητα και την απαιτούμενη τεχνική επάρκεια στον συγκεκριμένο τομέα και οφείλουν να είναι απαλλαγμένοι από κάθε πίεση και προτροπή, κυρίως οικονομική, που θα ήταν δυνατόν να επηρεάσει την κρίση τους ή τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων τους αυτών, ιδιαίτερα από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που έχουν συμφέρον από τα αποτελέσματα των ελέγχων.

6.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι σε θέση να εκτελεί όλα τα καθήκοντα τα σχετικά με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης που του έχουν ανατεθεί βάσει των διατάξεων των παραρτημάτων III και ΙV και για τα οποία έχει κοινοποιηθεί, είτε πρόκειται για καθήκοντα που εκτελούνται από τον ίδιο τον οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του.

Ανά πάσα στιγμή και για κάθε διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης καθώς και για κάθε είδος ή κατηγορία ραδιοεξοπλισμού για τα οποία είναι κοινοποιημένος, ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης έχει στη διάθεσή του:

α)

το αναγκαίο προσωπικό με τις τεχνικές γνώσεις και την επαρκή και κατάλληλη εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

τις αναγκαίες περιγραφές των διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες διενεργείται η αξιολόγηση συμμόρφωσης και εξασφαλίζονται η διαφάνεια και η δυνατότητα αναπαραγωγής αυτών των διαδικασιών. Διαθέτει την κατάλληλη πολιτική και τις διαδικασίες που εξασφαλίζουν τη διάκριση μεταξύ των καθηκόντων τα οποία εκτελεί ως κοινοποιημένος οργανισμός και οιασδήποτε άλλης δραστηριότητας·

γ)

διαδικασίες για να ασκεί τις δραστηριότητές του, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος μιας επιχείρησης, τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, τη δομή της, τον βαθμό πολυπλοκότητας της τεχνολογίας του ραδιοεξοπλισμού και τον μαζικό ή εν σειρά χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαθέτει τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των τεχνικών και διοικητικών καθηκόντων που συνδέονται με τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τον ενδεδειγμένο τρόπο.

7.   Το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαθέτει:

α)

πλήρη τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, η οποία καλύπτει όλα τα καθήκοντα αξιολόγησης της συμμόρφωσης για τα οποία έχει κοινοποιηθεί ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

επαρκή γνώση των απαιτήσεων των αξιολογήσεων που διενεργεί και επαρκές κύρος για τη διενέργεια των αξιολογήσεων αυτών·

γ)

κατάλληλες γνώσεις και κατανόηση των ουσιωδών απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3, των εφαρμοστέων εναρμονισμένων προτύπων και των σχετικών διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης και της εθνικής νομοθεσίας·

δ)

την απαιτούμενη ικανότητα να συντάσσει τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΕ ή τις εγκρίσεις των συστημάτων ποιότητας, τα πρακτικά και τις εκθέσεις που αποδεικνύουν τη διεξαγωγή των αξιολογήσεων.

8.   Η αμεροληψία του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης, των διευθυντικών στελεχών του και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι εγγυημένη.

Οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν εξαρτώνται από τον αριθμό των αξιολογήσεων που διενεργούνται ή από τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αυτών.

9.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης συνάπτουν ασφάλεια αστικής ευθύνης, εάν η ευθύνη αυτή δεν καλύπτεται από το κράτος βάσει του εθνικού δικαίου ή εάν η αξιολόγηση της συμμόρφωσης δεν πραγματοποιείται υπό την άμεση ευθύνη του κράτους μέλους.

10.   Το προσωπικό του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεσμεύεται να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για κάθε πληροφορία που περιέρχεται σε γνώση του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του σύμφωνα με τα παραρτήματα III και ΙV ή οποιαδήποτε εκτελεστική διάταξη του εθνικού δικαίου προς υλοποίηση αυτών. Η δέσμευση αυτή δεν ισχύει έναντι των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες του οργανισμού. Τα δικαιώματα κυριότητας προστατεύονται.

11.   Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης συμμετέχουν στις σχετικές δραστηριότητες τυποποίησης, στις κανονιστικές δραστηριότητες στον τομέα του ραδιοεξοπλισμού και του σχεδιασμού συχνοτήτων, καθώς και στις δραστηριότητες της ομάδας συντονισμού των κοινοποιημένων οργανισμών που συστάθηκε στο πλαίσιο της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, ή εξασφαλίζουν ότι το προσωπικό τους που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης ενημερώνεται σχετικά με τις διαδικασίες αυτές, και εφαρμόζουν ως γενικές οδηγίες τις διοικητικές αποφάσεις και τα έγγραφα που είναι το αποτέλεσμα των εργασιών της εν λόγω ομάδας.

Άρθρο 27

Τεκμήριο συμμόρφωσης των κοινοποιημένων οργανισμών

Αν ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης αποδείξει ότι πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα ή σε μέρη των προτύπων αυτών, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε τεκμαίρεται ότι συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 26, στον βαθμό που τα εφαρμοστέα εναρμονισμένα πρότυπα τηρούν τις απαιτήσεις αυτές.

Άρθρο 28

Θυγατρικές και υπεργολάβοι των κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Όταν ο κοινοποιημένος οργανισμός αναθέτει υπεργολαβικά συγκεκριμένα καθήκοντα που συνδέονται με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή προσφεύγει σε θυγατρική, εξασφαλίζει ότι ο υπεργολάβος ή η θυγατρική πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 26, και ενημερώνει την κοινοποιούσα αρχή.

2.   Ο κοινοποιημένος οργανισμός αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για τα καθήκοντα που εκτελούν οι υπεργολάβοι ή οι θυγατρικές, όπου κι αν είναι εγκατεστημένοι.

3.   Οι δραστηριότητες μπορούν να ανατίθενται σε υπεργολάβο ή να διεξάγονται από θυγατρική μόνον εφόσον συμφωνήσει ο πελάτης.

4.   Ο κοινοποιημένος οργανισμός τηρεί στη διάθεση της κοινοποιούσας αρχής τα έγγραφα σχετικά με την αξιολόγηση των προσόντων του υπεργολάβου ή της θυγατρικής και σχετικά με τις εργασίες που διεξήγαγε ο υπεργολάβος ή η θυγατρική δυνάμει των παραρτημάτων III και ΙV.

Άρθρο 29

Αίτηση για κοινοποίηση

1.   Κάθε οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης υποβάλλει αίτηση κοινοποίησης στην κοινοποιούσα αρχή του κράτος μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος.

2.   Η αίτηση κοινοποίησης συνοδεύεται από περιγραφή των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης, της ενότητας ή των ενοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης και του ραδιοεξοπλισμού για τον οποίο ο οργανισμός ισχυρίζεται ότι διαθέτει την απαιτούμενη επάρκεια, καθώς και από πιστοποιητικό διαπίστευσης, όταν αυτό υπάρχει, το οποίο εκδόθηκε από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης, με το οποίο πιστοποιείται ότι ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 26.

3.   Αν ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν μπορεί να προσκομίσει πιστοποιητικό διαπίστευσης, τότε παρέχει στην κοινοποιούσα αρχή όλη την τεκμηρίωση που είναι αναγκαία για την επαλήθευση, αναγνώριση και τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσής του με τις απαιτήσεις του άρθρου 26.

Άρθρο 30

Διαδικασία κοινοποίησης

1.   Οι κοινοποιούσες αρχές μπορούν να κοινοποιούν μόνο τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 26.

2.   Τους κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη, με χρήση του ηλεκτρονικού μέσου κοινοποίησης που έχει δημιουργήσει και διαχειρίζεται η Επιτροπή.

3.   Στην κοινοποίηση περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία για τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, την ενότητα ή τις ενότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και τον οικείο ραδιοεξοπλισμό και τη σχετική βεβαίωση επάρκειας.

4.   Όταν η κοινοποίηση δεν βασίζεται σε πιστοποιητικό διαπίστευσης του άρθρου 29 παράγραφος 2, η κοινοποιούσα αρχή παρέχει στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την τεκμηρίωση που πιστοποιεί την επάρκεια του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης και τις υφιστάμενες ρυθμίσεις για να εξασφαλιστεί ότι ο οργανισμός θα ελέγχεται τακτικά και θα συνεχίσει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 26.

5.   Ο εν λόγω οργανισμός μπορεί να εκτελεί τις δραστηριότητες κοινοποιημένου οργανισμού μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί ένσταση από την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση, εάν χρησιμοποιείται πιστοποιητικό διαπίστευσης, και εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση, εάν δεν χρησιμοποιείται διαπίστευση.

Μόνον υπό αυτές τις προϋποθέσεις θεωρείται κοινοποιημένος ο οργανισμός για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

6.   Η Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη ενημερώνονται από την κοινοποιούσα αρχή για τυχόν επακόλουθες αλλαγές στην κοινοποίηση.

Άρθρο 31

Αναγνωριστικοί αριθμοί και κατάλογοι κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Η Επιτροπή χορηγεί αναγνωριστικό αριθμό στους κοινοποιημένους οργανισμούς.

Χορηγεί έναν και μόνο αριθμό, ακόμη και αν ο οργανισμός είναι κοινοποιημένος βάσει διαφόρων πράξεων της Ένωσης.

2.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τον κατάλογο των οργανισμών που κοινοποιούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των αναγνωριστικών αριθμών που τους έχουν αποδοθεί και των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχουν κοινοποιηθεί.

Η Επιτροπή μεριμνά για την επικαιροποίηση του καταλόγου.

Άρθρο 32

Αλλαγές στην κοινοποίηση

1.   Όταν κοινοποιούσα αρχή διαπιστώνει ή πληροφορείται ότι κοινοποιημένος οργανισμός δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του άρθρου 26 ή ότι αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, η κοινοποιούσα αρχή περιορίζει, αναστέλλει ή ανακαλεί την κοινοποίηση, κατά περίπτωση, αναλόγως της σοβαρότητας της μη τήρησης των απαιτήσεων ή της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων. Ενημερώνει αμέσως σχετικά την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη.

2.   Στην περίπτωση περιορισμού, αναστολής ή ανάκλησης της κοινοποίησης ή όταν ο κοινοποιημένος οργανισμός παύσει τη δραστηριότητά του, το κοινοποιούν κράτος μέλος προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για να εξασφαλίσει ότι τα αρχεία του οργανισμού αυτού τα χειρίζεται άλλος κοινοποιημένος οργανισμός ή τα καθιστά διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές κοινοποίησης και εποπτείας της αγοράς, εφόσον το ζητήσουν.

Άρθρο 33

Αμφισβήτηση της επάρκειας των κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Η Επιτροπή ερευνά όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει αμφιβολίες ή περιέρχονται σε γνώση της αμφιβολίες για την επάρκεια κοινοποιημένου οργανισμού ή για την ικανότητα αδιάλειπτης εκπλήρωσης, από κοινοποιημένο οργανισμό, των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων που υπέχει.

2.   Το κοινοποιούν κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή, εάν αυτή το ζητήσει, όλες τις πληροφορίες σχετικά με την αιτιολόγηση της κοινοποίησης ή την επιβεβαίωση της επάρκειας του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού.

3.   Η Επιτροπή διασφαλίζει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα όλων των ευαίσθητων πληροφοριών που έλαβε από τις έρευνες αυτές.

4.   Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κοινοποιημένος οργανισμός δεν πληροί ή παύει να πληροί τις απαιτήσεις κοινοποίησής του, εκδίδει εκτελεστική πράξη που απαιτεί από το κοινοποιούν κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της απόσυρσης της κοινοποίησης, εφόσον είναι αναγκαίο.

Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 45 παράγραφος 2.

Άρθρο 34

Λειτουργικές υποχρεώσεις των κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί διενεργούν αξιολογήσεις της συμμόρφωσης σύμφωνα με τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που προβλέπονται στα παραρτήματα III και ΙV.

2.   Οι αξιολογήσεις συμμόρφωσης διενεργούνται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται οι περιττές επιβαρύνσεις για τους οικονομικούς φορείς. Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης ασκούν τις δραστηριότητές τους λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το μέγεθος μιας επιχείρησης, τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, τη δομή της, την πολυπλοκότητα της συγκεκριμένης τεχνολογίας του ραδιοεξοπλισμού και τον μαζικό ή εν σειρά χαρακτήρα της διαδικασίας παραγωγής.

Εν προκειμένω, τηρούν πάντως τον βαθμό αυστηρότητας και το επίπεδο προστασίας που απαιτούνται για τη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού προς την παρούσα οδηγία.

3.   Όταν κοινοποιημένος οργανισμός διαπιστώσει ότι οι ουσιώδεις απαιτήσεις του άρθρου 3 ή των αντίστοιχων εναρμονισμένων προτύπων ή των λοιπών τεχνικών προδιαγραφών δεν πληρούνται από τον κατασκευαστή, ζητεί από τον κατασκευαστή να λάβει τα ενδεδειγμένα διορθωτικά μέτρα και δεν εκδίδει πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ ή έγκριση συστήματος ποιότητας.

4.   Όταν, κατά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης μετά την έκδοση πιστοποιητικού συμμόρφωσης τύπου ΕΕ ή έγκρισης συστήματος ποιότητας, κοινοποιημένος οργανισμός διαπιστώσει ότι ο ραδιοεξοπλισμός δεν συμμορφώνεται πλέον, απαιτεί από τον κατασκευαστή να λάβει τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα και αναστέλλει ή ανακαλεί το πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ ή την έγκριση συστήματος ποιότητας, εφόσον απαιτείται.

5.   Εάν δεν ληφθούν διορθωτικά μέτρα ή εάν αυτά δεν έχουν το απαιτούμενο αποτέλεσμα, τότε ο κοινοποιημένος οργανισμός περιορίζει, αναστέλλει ή ανακαλεί κάθε πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ ή έγκριση συστήματος ποιότητας, κατά περίπτωση.

Άρθρο 35

Προσφυγή κατά αποφάσεων των κοινοποιημένων οργανισμών

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι προβλέπεται διαδικασία προσφυγής κατά αποφάσεων των κοινοποιημένων οργανισμών.

Άρθρο 36

Υποχρέωση ενημέρωσης για τους κοινοποιημένους οργανισμούς

1.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί ενημερώνουν την κοινοποιούσα αρχή σχετικά με τα εξής:

α)

τυχόν άρνηση, περιορισμό, αναστολή ή ανάκληση του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ ή της έγκρισης συστήματος ποιότητας σύμφωνα με τις απαιτήσεις των παραρτημάτων III και ΙV·

β)

περιστάσεις που επηρεάζουν το πεδίο εφαρμογής ή τους όρους της κοινοποίησης·

γ)

τυχόν αίτημα για ενημέρωση σχετικά με δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, το οποίο έλαβαν από τις αρχές εποπτείας της αγοράς·

δ)

εφόσον τους ζητηθεί, σχετικά με τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που εκτελούν στο πλαίσιο της κοινοποίησής τους και σχετικά με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων διασυνοριακών δραστηριοτήτων και υπεργολαβιών.

2.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί παρέχουν, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των παραρτημάτων III και IV, στους άλλους κοινοποιημένους δυνάμει της παρούσας οδηγίας οργανισμούς που διεξάγουν παρόμοιες δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και καλύπτουν τις ίδιες κατηγορίες ραδιοεξοπλισμού, σχετικές πληροφορίες για ζητήματα που αφορούν αρνητικά και, αν τους ζητηθεί, θετικά αποτελέσματα αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

3.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί πληρούν τις υποχρεώσεις πληροφόρησης που προβλέπονται στα παραρτήματα III και IV.

Άρθρο 37

Ανταλλαγή εμπειριών

Η Επιτροπή μεριμνά για την οργάνωση ανταλλαγής εμπειριών μεταξύ των εθνικών αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την πολιτική κοινοποίησης.

Άρθρο 38

Συντονισμός των κοινοποιημένων οργανισμών

Η Επιτροπή εξασφαλίζει τη θέσπιση και ορθή υλοποίηση κατάλληλου συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των οργανισμών που κοινοποιούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, στο πλαίσιο τομεακής ομάδας κοινοποιημένων οργανισμών.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι οργανισμοί τους οποίους έχουν κοινοποιήσει συμμετέχουν στις εργασίες της εν λόγω ομάδας, απευθείας ή διά διορισθέντων αντιπροσώπων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΡΑΔΙΟΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Άρθρο 39

Εποπτεία της αγοράς της Ένωσης και έλεγχος του ραδιοεξοπλισμού που εισέρχεται στην αγορά της Ένωσης

Εφαρμόζονται στον ραδιοεξοπλισμό το άρθρο 15 παράγραφος 3 και τα άρθρα 16 έως 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

Άρθρο 40

Διαδικασία αντιμετώπισης ραδιοεξοπλισμού που παρουσιάζει κίνδυνο σε εθνικό επίπεδο

1.   Όταν οι αρχές εποπτείας της αγοράς κράτους μέλους έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι ο ραδιοεξοπλισμός που διέπεται από την παρούσα οδηγία παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων ή για άλλα ζητήματα προστασίας του δημόσιου συμφέροντος που εμπίπτουν στην παρούσα οδηγία, διενεργούν αξιολόγηση για τον εν λόγω ραδιοεξοπλισμό η οποία ανταποκρίνεται σε όλες τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Για τον σκοπό αυτό, οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς συνεργάζονται όπως απαιτείται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς.

Αν, κατά την αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, οι αρχές εποπτείας της αγοράς διαπιστώσουν ότι ο ραδιοεξοπλισμός δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ζητούν αμελλητί από τον σχετικό οικονομικό φορέα να προβεί σε όλες τις διορθωτικές ενέργειες που απαιτούνται για να επιτύχει τη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού προς τις απαιτήσεις, να τον αποσύρει από την αγορά ή να τον ανακαλέσει εντός εύλογης χρονικής περιόδου, ανάλογα προς τη φύση του κινδύνου, όπως αυτές ορίζουν.

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν σχετικά τον οικείο κοινοποιημένο οργανισμό.

Το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 εφαρμόζεται στα μέτρα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

2.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς θεωρούν ότι η μη συμμόρφωση δεν περιορίζεται στην εθνική επικράτεια, ενημερώνουν την Επιτροπή και άλλα κράτη μέλη για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και τα μέτρα που ζήτησαν να λάβει ο οικονομικός φορέας.

3.   Ο οικονομικός φορέας εξασφαλίζει ότι λαμβάνονται όλα τα ενδεικνυόμενα διορθωτικά μέτρα για το σύνολο του σχετικού ραδιοεξοπλισμού που έχει καταστήσει διαθέσιμο στην αγορά σε όλη την Ένωση.

4.   Εάν ο οικείος οικονομικός φορέας δεν λάβει, μέσα στο χρονικό διάστημα το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, οι αρχές εποπτείας της αγοράς λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα για να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τη διαθεσιμότητα του ραδιοεξοπλισμού στην εθνική αγορά ή να αποσύρουν τον ραδιοεξοπλισμό από την αγορά ή να τον ανακαλέσουν.

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα αυτά.

5.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο περιλαμβάνουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που απαιτούνται για την ταυτοποίηση του μη συμμορφούμενου ραδιοεξοπλισμού, την προέλευσή του, τη φύση της τυχόν μη συμμόρφωσης και του σχετικού κινδύνου, τη φύση και τη διάρκεια των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν, καθώς και τις απόψεις που προβάλλει ο σχετικός οικονομικός φορέας. Ειδικότερα, οι αρχές εποπτείας της αγοράς αναφέρουν αν η έλλειψη συμμόρφωσης οφείλεται σε έναν από τους ακόλουθους λόγους:

α)

ο ραδιοεξοπλισμός δεν πληροί τις σχετικές ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3· ή

β)

υπάρχουν ελλείψεις στα εναρμονισμένα πρότυπα του άρθρου 16 και στα οποία βασίζεται το τεκμήριο της συμμόρφωσης.

6.   Τα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους που κίνησε τη διαδικασία δυνάμει του παρόντος άρθρου ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα που έλαβαν και παρέχουν τυχόν άλλες πρόσθετες πληροφορίες που έχουν όσον αφορά τη μη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού, και, σε περίπτωση διαφωνίας με εθνικό μέτρο που έχει θεσπιστεί, για τις τυχόν αντιρρήσεις τους.

7.   Εάν εντός τριών μηνών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο δεν έχει διατυπωθεί ένσταση από κράτος μέλος ή από την Επιτροπή σε σχέση με προσωρινό μέτρο που έχει λάβει κράτος μέλος, τότε το μέτρο θεωρείται δικαιολογημένο.

8.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν αμελλητί τη λήψη κατάλληλων περιοριστικών μέτρων σε σχέση με τον οικείο ραδιοεξοπλισμό, όπως η απόσυρση του ραδιοεξοπλισμού από την αγορά.

Άρθρο 41

Ενωσιακή διαδικασία προστασίας και διασφάλισης

1.   Εάν κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του άρθρου 40 παράγραφοι 3 και 4, διατυπωθούν ενστάσεις για μέτρο που έχει λάβει κράτος μέλος ή εάν η Επιτροπή θεωρήσει το εθνικό μέτρο αντίθετο με τη νομοθεσία της Ένωσης, η Επιτροπή διαβουλεύεται αμέσως με τα κράτη μέλη και τον σχετικό οικονομικό φορέα (ή φορείς) και διενεργεί αξιολόγηση του εθνικού μέτρου. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της αξιολόγησης η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη που ορίζει αν το εθνικό μέτρο είναι δικαιολογημένο.

Η Επιτροπή απευθύνει την απόφασή της σε όλα τα κράτη μέλη και την ανακοινώνει αμέσως σε αυτά και στον σχετικό οικονομικό φορέα ή φορείς.

2.   Αν το εθνικό μέτρο θεωρηθεί δικαιολογημένο, όλα τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι ο μη συμμορφούμενος ραδιοεξοπλισμός αποσύρεται ή ανακαλείται από τις αγορές τους και ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά. Αν το εθνικό μέτρο δεν θεωρηθεί δικαιολογημένο, το οικείο κράτος μέλος ανακαλεί το συγκεκριμένο μέτρο.

3.   Αν το εθνικό μέτρο θεωρηθεί δικαιολογημένο και η μη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού αποδοθεί σε ελλείψεις των εναρμονισμένων προτύπων τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 40 παράγραφος 5 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή εφαρμόζει τη διαδικασία που του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.

Άρθρο 42

Συμμορφούμενος ραδιοεξοπλισμός που παρουσιάζει κίνδυνο

1.   Αν κράτος μέλος διαπιστώσει, αφού έχει διεξαγάγει αξιολόγηση δυνάμει του άρθρου 40 παράγραφος 1, ότι ραδιοεξοπλισμός, μολονότι συμμορφώνεται προς την παρούσα οδηγία, ενέχει κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων ή για άλλα ζητήματα προστασίας του δημόσιου συμφέροντος που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, απαιτεί από τον σχετικό οικονομικό φορέα να λάβει όλα τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι ο ραδιοεξοπλισμός αυτός, όταν διατεθεί στην αγορά, δεν παρουσιάζει πλέον τον εν λόγω κίνδυνο ή για να αποσύρει τον ραδιοεξοπλισμό από την αγορά ή να τον ανακαλέσει εντός εύλογης περιόδου που αυτό ορίζει, ανάλογης με τη φύση του κινδύνου.

2.   Ο οικονομικός φορέας εξασφαλίζει ότι λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα για το σύνολο του ραδιοεξοπλισμού τον οποίο έχει διαθέσει σε όλη την αγορά της Ένωσης.

3.   Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη. Οι πληροφορίες περιλαμβάνουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την ταυτοποίηση του συγκεκριμένου ραδιοεξοπλισμού, την προέλευση και την αλυσίδα εφοδιασμού του ραδιοεξοπλισμού, τη φύση του σχετικού κινδύνου, καθώς και τη φύση και τη διάρκεια των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν.

4.   Η Επιτροπή διαβουλεύεται αμελλητί με τα κράτη μέλη και τον σχετικό οικονομικό φορέα (ή φορείς) και διενεργεί αξιολόγηση των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της αξιολόγησης, η Επιτροπή αποφασίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αν το εθνικό μέτρο είναι δικαιολογημένο και, εφόσον απαιτείται, προτείνει τα κατάλληλα μέτρα.

Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εγκρίνονται με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 45 παράγραφος 3.

Για δεόντως αιτιολογημένους επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης που αφορούν την προστασία της ανθρώπινης υγείας και ασφάλειας, η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις άμεσης εφαρμογής με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 45 παράγραφος 4.

5.   Η Επιτροπή απευθύνει την απόφασή της σε όλα τα κράτη μέλη και την ανακοινώνει αμέσως σε αυτά και στον σχετικό οικονομικό φορέα ή φορείς.

Άρθρο 43

Τυπική μη συμμόρφωση

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 40, όταν κράτος μέλος προβεί σε μία από τις κατωτέρω διαπιστώσεις, απαιτεί από τον οικείο οικονομικό φορέα να θέσει τέλος στη μη συμμόρφωση:

α)

η σήμανση CE έχει τεθεί κατά παράβαση του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 ή του άρθρου 20 της παρούσας οδηγίας·

β)

δεν έχει τεθεί η σήμανση CΕ·

γ)

ο αναγνωριστικός αριθμός του κοινοποιημένου οργανισμού, όταν εφαρμόζεται η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης που καθορίζεται στο παράρτημα IV, έχει τεθεί κατά παράβαση του άρθρου 20 ή δεν έχει τεθεί·

δ)

δεν έχει καταρτιστεί δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ·

ε)

η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ δεν έχει καταρτιστεί σωστά·

στ)

ο τεχνικός φάκελος είτε δεν είναι διαθέσιμος είτε δεν είναι πλήρης·

ζ)

οι πληροφορίες του άρθρου 10 παράγραφοι 6 ή 7 ή στο άρθρο 12 παράγραφος 3 λείπουν, είναι λανθασμένες ή είναι ελλιπείς·

η)

δεν συνοδεύουν τον ραδιοεξοπλισμό οι πληροφορίες σχετικά με την προβλεπόμενη χρήση ραδιοεξοπλισμού, η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ ή οι περιορισμοί χρήσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφοι 8, 9 και 10·

θ)

δεν πληρούνται οι απαιτήσεις σχετικά με την ταυτοποίηση των οικονομικών φορέων που προβλέπονται στο άρθρο 15·

ι)

δεν υπάρχει συμμόρφωση με το άρθρο 5.

2.   Αν η μη συμμόρφωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εξακολουθήσει να υφίσταται, το οικείο κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη διάθεση του ραδιοεξοπλισμού στην αγορά ή να εξασφαλίσει την ανάκληση ή την απόσυρσή του από την αγορά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Άρθρο 44

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και στο άρθρο 5 παράγραφος 2 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 11 Ιουνίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 4 παράγραφος 2 και στο άρθρο 5 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των ήδη εν ισχύι κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

4.   Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 4 παράγραφος 2 και του άρθρου 5 παράγραφος 2 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 45

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή αξιολόγησης της πιστότητας και εποπτείας της τηλεπικοινωνιακής αγοράς. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 αυτού.

5.   Η επιτροπή καλείται σε διαβούλευση από την Επιτροπή για κάθε ζήτημα για το οποίο απαιτείται η παροχή υπηρεσιών συμβούλου από εμπειρογνώμονες του τομέα, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης.

Η επιτροπή μπορεί επίσης να εξετάζει κάθε άλλο θέμα σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας το οποίο τίθεται από τον πρόεδρό της ή από εκπρόσωπο κράτους μέλους σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 46

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παράβασης, από οικονομικούς φορείς, των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι κανόνες αυτοί μπορεί να περιλαμβάνουν ποινικές κυρώσεις για σοβαρές παραβάσεις.

Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 47

Επανεξέταση και υποβολή εκθέσεων

1.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή τακτικές εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας έως τις 12 Ιουνίου 2017 και τουλάχιστον κάθε δύο έτη στη συνέχεια. Οι εκθέσεις περιέχουν παρουσίαση των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη και παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το αν και σε ποιο βαθμό έχει επιτευχθεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των απαιτήσεων σχετικά με την ταυτοποίηση των οικονομικών φορέων.

2.   Η Επιτροπή επανεξετάζει τη λειτουργία της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έως τις 12 Ιουνίου 2018 και κάθε πέντε έτη στη συνέχεια. Στην έκθεση πραγματοποιείται επισκόπηση της προόδου στην κατάρτιση σχετικών προτύπων, καθώς και οποιωνδήποτε προβλημάτων που έχουν ανακύψει στην πορεία της εφαρμογής. Στην έκθεση περιγράφονται επίσης οι δραστηριότητες της επιτροπής αξιολόγησης της πιστότητας και εποπτείας της τηλεπικοινωνιακής αγοράς, αξιολογείται η πρόοδος όσον αφορά την επίτευξη μιας ανοικτής και ανταγωνιστικής αγοράς για τον ραδιοεξοπλισμό σε επίπεδο Ένωσης και εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αναπτυχθεί το κανονιστικό πλαίσιο για τη διαθεσιμότητα στην αγορά και τη θέση σε λειτουργία ραδιοεξοπλισμού, ώστε να επιτευχθούν τα ακόλουθα:

α)

εξασφάλιση της επίτευξης ενός συνεκτικού συστήματος σε επίπεδο Ένωσης για το σύνολο του ραδιοεξοπλισμού·

β)

εξασφάλιση της δυνατότητας σύγκλισης του τομέα των τηλεπικοινωνιών, του οπτικοακουστικού τομέα και του τομέα της τεχνολογίας και της πληροφορικής·

γ)

εξασφάλιση της δυνατότητας εναρμόνισης των κανονιστικών μέτρων σε διεθνές επίπεδο·

δ)

εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών·

ε)

εξασφάλιση της διασυνεργασίας του ραδιοεξοπλισμού με παρελκόμενα, ιδίως με κοινού τύπου φορτιστές·

στ)

στις περιπτώσεις ραδιοεξοπλισμού που περιλαμβάνει ενσωματωμένη οθόνη, εξασφάλιση της δυνατότητας εμφάνισης των απαιτούμενων πληροφοριών στην ενσωματωμένη οθόνη.

Άρθρο 48

Μεταβατικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν, σε σχέση με πτυχές που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, τη διαθεσιμότητα στην αγορά και/ή τη θέση σε λειτουργία εξοπλισμού που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία και πληροί τη συναφή ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης που ίσχυε πριν από τις 13 Ιουνίου 2016, και ο οποίος είχε διατεθεί στην αγορά πριν από τις 13 Ιουνίου 2017.

Άρθρο 49

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 12 Ιουνίου 2016 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 13 Ιουνίου 2016.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι παραπομπές στην οδηγία που καταργείται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, λογίζονται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 50

Κατάργηση

Η οδηγία 1999/5/ΕΚ καταργείται από τις 13 Ιουνίου 2016.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία λογίζονται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος VIII.

Άρθρο 51

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 52

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 16 Απριλίου 2014.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


(1)  ΕΕ C 133 της 9.5.2013, σ. 58.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαρτίου 2014 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 2014.

(3)  Οδηγία 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με το ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών (ΕΕ L 91 της 7.4.1999, σ. 10).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

(5)  Απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων και για την κατάργηση της απόφασης 93/465/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 82).

(6)  Οδηγία 2014/35/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διάθεση στην αγορά ηλεκτρολογικού υλικού που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσης (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 357).

(7)  Οδηγία 2014/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα (ΕΕ L 96 της 29.3.2014, σ. 79).

(8)  Οδηγία 2008/63/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 2008, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές εξοπλισμού τηλεπικοινωνιακών τερματικών (ΕΕ L 162 της 21.6.2008, σ. 20).

(9)  Οδηγία 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37).

(10)  Απόφαση αριθ. 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (απόφαση ραδιοφάσματος) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 1).

(11)  Απόφαση 2007/344/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2007, για την εναρμονισμένη διαθεσιμότητα πληροφοριών σχετικά με τη χρήση του ραδιοφάσματος στην Κοινότητα (ΕΕ L 129 της 17.5.2007, σ. 67).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση, την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 89/686/ΕΟΚ και 93/15/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 94/9/ΕΚ, 94/25/ΕΚ, 95/16/ΕΚ, 97/23/ΕΚ, 98/34/ΕΚ, 2004/22/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ, 2009/23/ΕΚ και 2009/105/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 87/95/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 1673/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(14)  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(15)  Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ

1.

Ραδιοεξοπλισμός που χρησιμοποιείται από ραδιοερασιτέχνες κατά την έννοια του άρθρου 1 ορισμός 56 του κανονισμού ραδιοεπικοινωνιών της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU), εκτός αν ο εξοπλισμός είναι διαθέσιμος στην αγορά.

Τα παρακάτω στοιχεία δεν θεωρείται ότι καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά:

α)

έτοιμα συστήματα (kits) ραδιοεξοπλισμού προς συναρμολόγηση και χρήση από ραδιοερασιτέχνες·

β)

ραδιοεξοπλισμός ο οποίος τροποποιείται και χρησιμοποιείται από ραδιοερασιτέχνες·

γ)

εξοπλισμός που κατασκευάζεται από μεμονωμένους ραδιοερασιτέχνες για πειραματικούς και επιστημονικούς σκοπούς στο πλαίσιο ραδιοερασιτεχνικής υπηρεσίας.

2.

Εξοπλισμός πλοίων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου (1).

3.

Τα αερομεταφερόμενα προϊόντα, εξαρτήματα και εξοπλισμός που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

4.

Ειδικά προσαρμοσμένα έτοιμα συστήματα (kits) αξιολόγησης τα οποία προορίζονται για επαγγελματίες και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε εγκαταστάσεις έρευνας και ανάπτυξης για τους σκοπούς αυτούς.


(1)  Οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων (ΕΕ L 46 της 17.2.1997, σ. 25).

(2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας και για την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφαλείας της Αεροπορίας, καθώς και για την κατάργηση της οδηγίας 91/670/ΕΟΚ του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 και της οδηγίας 2004/36/ΕΚ (ΕΕ L 79 της 19.3.2008, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ, ΕΝΟΤΗΤΑ Α

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1.   Ο εσωτερικός έλεγχος παραγωγής είναι η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2, 3 και 4 του παρόντος παραρτήματος, και βεβαιώνει και δηλώνει με αποκλειστική του ευθύνη ότι ο σχετικός ραδιοεξοπλισμός πληροί τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3.

2.   Τεχνικός φάκελος

Ο κατασκευαστής καταρτίζει τον τεχνικό φάκελο σύμφωνα με το άρθρο 21.

3.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση του κατασκευαζόμενου ραδιοεξοπλισμού προς τον τεχνικό φάκελο που αναφέρεται στο σημείο 2 του παρόντος παραρτήματος και προς τις σχετικές ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3.

4.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

4.1.

Ο κατασκευαστής θέτει τη σήμανση CE σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 20 σε κάθε τεμάχιο του ραδιοεξοπλισμού που πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

4.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε τύπο ραδιοεξοπλισμού και τη θέτει, μαζί με τον τεχνικό φάκελο, στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση του ραδιοεξοπλισμού στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει τον ραδιοεξοπλισμό για τον οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

5.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στο σημείο 4 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ, ΕΝΟΤΗΤΕΣ Β ΚΑΙ Γ

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΥΠΟΥ ΕΕ ΚΑΙ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Όταν γίνεται αναφορά στο παρόν παράρτημα, η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης πρέπει να ακολουθεί τις ενότητες B (Εξέταση τύπου ΕΕ) και Γ (Συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τον εσωτερικό έλεγχο παραγωγής) του παρόντος παραρτήματος.

Ενότητα Β

Εξέταση τύπου ΕΕ

1.   Η εξέταση τύπου ΕΕ είναι το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο κοινοποιημένος οργανισμός εξετάζει τον τεχνικό σχεδιασμό ραδιοεξοπλισμού και επαληθεύει και βεβαιώνει ότι ο τεχνικός σχεδιασμός του ραδιοεξοπλισμού πληροί τις ουσιώδεις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3.

2.   Η εξέταση τύπου ΕΕ διενεργείται με αξιολόγηση της επάρκειας του τεχνικού σχεδιασμού του ραδιοεξοπλισμού μέσω της εξέτασης του τεχνικού φακέλου και των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στο σημείο 3, χωρίς εξέταση δείγματος (τύπος σχεδιασμού).

3.   Ο κατασκευαστής υποβάλλει αίτηση για εξέταση τύπου ΕΕ σε έναν και μόνο κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνση και του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου·

β)

γραπτή δήλωση με την οποία βεβαιώνεται ότι δεν έχει υποβληθεί η ίδια αίτηση σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό·

γ)

τον τεχνικό φάκελο. Ο τεχνικός φάκελος καθιστά εφικτή την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του ραδιοεξοπλισμού προς τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του κινδύνου ή των κινδύνων. Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις και καλύπτει —καθόσον απαιτείται για την αξιολόγηση— τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του ραδιοεξοπλισμού. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τα στοιχεία που ορίζονται στο παράρτημα V·

δ)

τα αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την επάρκεια του τεχνικού σχεδιασμού. Τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά μνημονεύουν όλα τα σχετικά έγγραφα που έχουν χρησιμοποιηθεί ιδίως στις περιπτώσεις που δεν έχουν εφαρμοστεί ή δεν έχουν εφαρμοστεί πλήρως τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα. Τα αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβάνουν, όπου είναι αναγκαίο, τα αποτελέσματα δοκιμών που διενεργήθηκαν σύμφωνα με άλλες σχετικές τεχνικές προδιαγραφές από το κατάλληλο εργαστήριο του κατασκευαστή ή από άλλο εργαστήριο δοκιμών εξ ονόματός του και με ευθύνη του.

4.   Ο κοινοποιημένος οργανισμός εξετάζει τον τεχνικό φάκελο και τα δικαιολογητικά για να εκτιμήσει την επάρκεια του τεχνικού σχεδιασμού του ραδιοεξοπλισμού.

5.   Ο κοινοποιημένος οργανισμός συντάσσει έκθεση αξιολόγησης στην οποία καταγράφονται οι ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το σημείο 4, καθώς και η έκβασή τους. Ο κοινοποιημένος οργανισμός, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεών του που προβλέπονται στο σημείο 8, δημοσιοποιεί το περιεχόμενο της έκθεσης αυτής, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, μόνο με τη σύμφωνη γνώμη του κατασκευαστή.

6.   Στην περίπτωση που ο τύπος πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που έχουν εφαρμογή για τον σχετικό ραδιοεξοπλισμό, ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ. Το εν λόγω πιστοποιητικό περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή, τα πορίσματα της εξέτασης, τις πτυχές των ουσιωδών απαιτήσεων που καλύπτει η εξέταση, τους τυχόν όρους υπό τους οποίους ισχύει το πιστοποιητικό και τα απαραίτητα στοιχεία για την ταυτοποίηση του αξιολογημένου τύπου. Στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ μπορούν να επισυνάπτονται ένα ή περισσότερα παραρτήματα.

Το πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και τα παραρτήματά του περιλαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του κατασκευασθέντος ραδιοεξοπλισμού προς τον εξετασθέντα τύπο και τον έλεγχο εν λειτουργία.

Στην περίπτωση που ο τύπος δεν πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ο κοινοποιημένος οργανισμός αρνείται να χορηγήσει πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά, αιτιολογεί δε λεπτομερώς την άρνησή του.

7.   Ο κοινοποιημένος οργανισμός, αφενός, παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις της γενικώς αναγνωρισμένης τεχνολογίας από τις οποίες προκύπτει ότι ο εγκεκριμένος τύπος μπορεί να μην πληροί πλέον τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και, αφετέρου, ορίζει εάν οι εξελίξεις αυτές απαιτούν περαιτέρω έρευνες. Στην περίπτωση αυτή, ο κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τον κατασκευαστή σχετικά.

Ο κατασκευαστής γνωστοποιεί στον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει στην κατοχή του τον τεχνικό φάκελο για το πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ, κάθε τροποποίηση του εγκεκριμένου τύπου που ενδέχεται να επηρεάσει τη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ή προς τους όρους υπό τους οποίους ισχύει το εν λόγω πιστοποιητικό. Για τις τροποποιήσεις αυτές απαιτείται συμπληρωματική έγκριση με τη μορφή προσθήκης στο αρχικό πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ.

8.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει την κοινοποιούσα αρχή του σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΕ και/ή κάθε προσθήκη σε αυτά που χορήγησε ή ανακάλεσε, και θέτει στη διάθεση της κοινοποιούσας αρχής του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των πιστοποιητικών αυτών και/ή όλων των προσθηκών σε αυτά που έχει απορρίψει, αναστείλει ή περιορίσει με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΕ και/ή τις τυχόν προσθήκες σε αυτά που έχει απορρίψει, ανακαλέσει, αναστείλει ή περιορίσει με άλλο τρόπο και, εφόσον του ζητηθεί, σχετικά με τα εν λόγω πιστοποιητικά που χορήγησε και/ή τις προσθήκες σε αυτά.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τα κράτη μέλη σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΕ που χορήγησε και/ή τις προσθήκες σε αυτά στις περιπτώσεις στις οποίες τα εναρμονισμένα πρότυπα, τα στοιχεία αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έχουν εφαρμοστεί ή δεν έχουν εφαρμοστεί πλήρως. Τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και οι άλλοι κοινοποιημένοι οργανισμοί μπορούν, έπειτα από αίτηση, να λάβουν αντίγραφο των πιστοποιητικών εξέτασης τύπου ΕΕ και/ή των προσθηκών σε αυτά. Έπειτα από αίτηση, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή μπορούν να λάβουν αντίγραφο του τεχνικού φακέλου και των πορισμάτων των ελέγχων που διενεργήθηκαν από τον κοινοποιημένο οργανισμό. Ο κοινοποιημένος οργανισμός διατηρεί αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ, των παραρτημάτων του και των προσθηκών του, καθώς και τον τεχνικό φάκελο που περιλαμβάνει τα έγγραφα τα οποία υποβλήθηκαν από τον κατασκευαστή επί 10 έτη από την αξιολόγηση του ραδιοεξοπλισμού ή έως τη λήξη ισχύος του πιστοποιητικού αυτού.

9.   Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ, των παραρτημάτων και των προσθηκών του μαζί με τον τεχνικό φάκελο επί 10 έτη από τη διάθεση του ραδιοεξοπλισμού στην αγορά.

10.   Ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του κατασκευαστή μπορεί να υποβάλλει την αίτηση που προβλέπεται στο σημείο 3 και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα σημεία 7 και 9, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.

Ενότητα Γ

Συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τον εσωτερικό έλεγχο παραγωγής

1.   Η συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τον εσωτερικό έλεγχο παραγωγής είναι το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 3, και βεβαιώνει και δηλώνει ότι ο ραδιοεξοπλισμός είναι σύμφωνος προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που έχουν εφαρμογή σε αυτόν.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση του κατασκευαζόμενου ραδιοεξοπλισμού προς τον εγκεκριμένο τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν για αυτόν.

3.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

3.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE, σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 20, σε κάθε τεμάχιο του ραδιοεξοπλισμού που είναι σύμφωνο προς τον τύπο ο οποίος περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

3.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε τύπο ραδιοεξοπλισμού και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση του ραδιοεξοπλισμού στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει τον τύπο του ραδιοεξοπλισμού για τον οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

4.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που καθορίζονται στο σημείο 3 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ, ΕΝΟΤΗΤΑ H

ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

1.   Η συμμόρφωση με βάση την πλήρη διασφάλιση ποιότητας είναι η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης, με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5, και βεβαιώνει και δηλώνει με αποκλειστική του ευθύνη ότι ο σχετικός ραδιοεξοπλισμός πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν για αυτόν.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για τον σχεδιασμό, την κατασκευή, την τελική επιθεώρηση και τη δοκιμή του σχετικού ραδιοεξοπλισμού, όπως προβλέπεται στο σημείο 3, και υπόκειται σε επιτήρηση, όπως προβλέπεται στο σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει, για τον σχετικό ραδιοεξοπλισμό, αίτηση αξιολόγησης του συστήματος ποιότητας που ακολουθεί, σε κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή και, εάν η αίτηση υποβάλλεται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, το όνομα και τη διεύθυνση αυτού·

β)

τον τεχνικό φάκελο για κάθε τύπο ραδιοεξοπλισμού που προβλέπεται να κατασκευαστεί. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τα στοιχεία που ορίζονται στο παράρτημα V·

γ)

την τεκμηρίωση του συστήματος ποιότητας, και

δ)

γραπτή δήλωση με την οποία βεβαιώνεται ότι δεν έχει υποβληθεί η ίδια αίτηση σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ραδιοεξοπλισμού με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν για αυτόν.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής τεκμηριώνονται, με συστηματικό και μεθοδικό τρόπο, και λαμβάνουν τη μορφή γραπτών μέτρων, διαδικασιών και οδηγιών. Ο εν λόγω φάκελος του συστήματος ποιότητας καθιστά δυνατή την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων, σχεδίων, εγχειριδίων και φακέλων ποιότητας.

Ειδικότερα, ο φάκελος περιλαμβάνει επαρκή περιγραφή:

α)

των ποιοτικών στόχων, της οργανωτικής δομής, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των διοικητικών στελεχών ως προς τον σχεδιασμό και την ποιότητα των προϊόντων·

β)

των προδιαγραφών τεχνικού σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων που εφαρμόζονται, και, όταν τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα δεν εφαρμόζονται πλήρως, των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούνται οι ουσιώδεις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν για τον ραδιοεξοπλισμό·

γ)

των τεχνικών ελέγχου και επαλήθευσης του σχεδιασμού, των διαδικασιών και συστηματικών δράσεων που θα χρησιμοποιούνται κατά τον σχεδιασμό του ραδιοεξοπλισμού, όσον αφορά τον καλυπτόμενο τύπο ραδιοεξοπλισμού·

δ)

των αντίστοιχων τεχνικών κατασκευής, ποιοτικού ελέγχου και διασφάλισης της ποιότητας, των διαδικασιών και των συστηματικών δραστηριοτήτων που θα εφαρμόζονται·

ε)

των εξετάσεων και των δοκιμών που θα διεξαχθούν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την κατασκευή, και της συχνότητας διεξαγωγής τους·

στ)

των φακέλων ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, οι εκθέσεις που αφορούν τα προσόντα του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.·

ζ)

των μέσων παρακολούθησης που καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της επίτευξης του απαιτούμενου επιπέδου σχεδιασμού και ποιότητας του προϊόντος και της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει αν πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο σημείο 3.2.

O κοινοποιημένος οργανισμός τεκμαίρει ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές τα στοιχεία του συστήματος ποιότητας που πληρούν τις αντίστοιχες προδιαγραφές του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου.

Εκτός από την πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα ελεγκτών διαθέτει τουλάχιστον ένα μέλος με πείρα αξιολόγησης στον τομέα του σχετικού ραδιοεξοπλισμού και της τεχνολογίας του, καθώς και γνώση των εφαρμοστέων απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή. Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1 στοιχείο β), για να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να εντοπίζει τις εφαρμοστέες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να πραγματοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ραδιοεξοπλισμού με τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή ή στον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του.

Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το συντηρεί ώστε να εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και να παραμένει αποτελεσματικό.

3.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας για κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και αποφασίζει αν το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο σημείο 3.2 ή αν απαιτείται να γίνει νέα αξιολόγηση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

4.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλίζει ότι ο κατασκευαστής εκπληρώνει ορθά τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση, για σκοπούς αξιολόγησης, στους χώρους σχεδιασμού, κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, και ιδίως:

α)

την τεκμηρίωση του συστήματος ποιότητας·

β)

τους φακέλους ποιότητας που προβλέπονται στο σχεδιαστικό μέρος του συστήματος διασφάλισης της ποιότητας, όπως αποτελέσματα αναλύσεων, υπολογισμών, δοκιμών κ.λπ.·

γ)

τους φακέλους ποιότητας που προβλέπονται στο κατασκευαστικό μέρος του συστήματος ποιότητας, όπως εκθέσεις επιθεώρησης και στοιχεία δοκιμών, στοιχεία βαθμονόμησης, εκθέσεις σχετικά με τα προσόντα του προσωπικού κ.λπ.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής συντηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνίδιες επισκέψεις στον κατασκευαστή. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να διενεργεί ή να φροντίζει να διενεργούνται δοκιμές του ραδιοεξοπλισμού για να εξακριβωθεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας, εφόσον είναι αναγκαίο. Ο κοινοποιημένος οργανισμός υποβάλλει στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκε δοκιμή, έκθεση δοκιμής.

5.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

5.1.

Ο κατασκευαστής θέτει τη σήμανση CE σύμφωνα με τα άρθρα 19 και 20 και, υπό την ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 3.1, τον αναγνωριστικό αριθμό του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε τεμάχιο του ραδιοεξοπλισμού που πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε τύπο ραδιοεξοπλισμού και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση του ραδιοεξοπλισμού στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ αναφέρει τον τύπο του ραδιοεξοπλισμού για τον οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

6.   Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη διάθεση του ραδιοεξοπλισμού στην αγορά:

α)

τον τεχνικό φάκελο που προβλέπεται στο σημείο 3.1·

β)

την τεκμηρίωση του συστήματος ποιότητας που προβλέπεται στο σημείο 3.1·

γ)

την τροποποίηση που προβλέπεται στο σημείο 3.5, όπως εγκρίθηκε·

δ)

τις αποφάσεις και τις εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που προβλέπονται στα σημεία 3.5, 4.3 και 4.4.

7.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει την κοινοποιούσα αρχή του για τις εγκρίσεις του συστήματος ποιότητας που χορηγούνται ή ανακαλούνται, και θέτει στη διάθεση της κοινοποιούσας αρχής του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που έχει απορρίψει, αναστείλει ή ανακαλέσει, και, εφόσον του ζητηθεί, σχετικά με τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορήγησε.

8.   Εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

Οι υποχρεώσεις του κατασκευαστή που προβλέπονται στα σημεία 3.1, 3.5, 5 και 6 είναι δυνατόν να εκπληρώνονται από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του, εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζονται λεπτομερώς στην εντολή.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ

Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα εξής:

α)

γενική περιγραφή του ραδιοεξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένων:

i)

φωτογραφιών ή εικόνων που να δείχνουν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τη σήμανση και την εσωτερική διαρρύθμιση,

ii)

εκδόσεων λογισμικού ή υλικολογισμικού που επηρεάζουν τη συμμόρφωση προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις,

iii)

οδηγιών χρήσης και εγκατάστασης·

β)

αρχικά και κατασκευαστικά σχέδια, καθώς και σχήματα των εξαρτημάτων, υποσυστημάτων, κυκλωμάτων και άλλα συναφή στοιχεία·

γ)

την απαραίτητη περιγραφή και τις διασαφηνίσεις για την κατανόηση των σχεδίων και σχημάτων και της λειτουργίας του ραδιοεξοπλισμού·

δ)

κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, των οποίων τα στοιχεία έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, όπου τα εναρμονισμένα αυτά πρότυπα δεν έχουν εφαρμοστεί, περιγραφές των λύσεων που εφαρμόζονται για την τήρηση των ουσιωδών απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 3, συμπεριλαμβανομένου καταλόγου των άλλων σχετικών τεχνικών προδιαγραφών που έχουν εφαρμοστεί. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί·

ε)

αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ·

στ)

αν έχει εφαρμοστεί η ενότητα αξιολόγησης της συμμόρφωσης που προβλέπεται στο παράρτημα III, αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ και των παραρτημάτων του που έχουν εκδοθεί από τον οικείο κοινοποιημένο οργανισμό·

ζ)

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των ελέγχων που διενεργήθηκαν και άλλα συναφή στοιχεία·

η)

τις εκθέσεις δοκιμών·

θ)

εξήγηση όσον αφορά τη συμμόρφωση με την απαίτηση του άρθρου 10 παράγραφος 2 και τη συμπερίληψη ή μη πληροφοριών στη συσκευασία σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 10.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΔΗΛΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΕ (ΑΡΙΘ. ΧΧΧ) (1)

1.

Ραδιοεξοπλισμός (προϊόν, τύπος, αριθμός παρτίδας ή σειριακός αριθμός):

2.

Όνομα και διεύθυνση του κατασκευαστή ή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του:

3.

Η παρούσα δήλωση συμμόρφωσης εκδίδεται με αποκλειστική ευθύνη του κατασκευαστή.

4.

Αντικείμενο της δήλωσης (ταυτοποίηση του ραδιοεξοπλισμού που καθιστά δυνατή την ιχνηλασιμότητα. Μπορεί να περιλαμβάνει έγχρωμη εικόνα επαρκούς ευκρίνειας, όταν αυτό είναι απαραίτητο για την ταυτοποίηση του ραδιοεξοπλισμού):

5.

Ο στόχος της δήλωσης που περιγράφεται παραπάνω είναι σύμφωνος προς τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης:

 

Οδηγία 2014/53/ΕΕ

 

Άλλη ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης, κατά περίπτωση

6.

Αναφορές στα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα που χρησιμοποιούνται ή αναφορές στις λοιπές τεχνικές προδιαγραφές σε σχέση με τις οποίες δηλώνεται η συμμόρφωση. Οι αναφορές πρέπει να απαριθμούνται με τον αριθμό αναγνώρισης και την έκδοση και, κατά περίπτωση, την ημερομηνία δημοσίευσής τους:

7.

Όπου έχει εφαρμογή, ο κοινοποιημένος οργανισμός … (ονομασία, αριθμός) … πραγματοποίησε … (περιγραφή της παρέμβασης) … και εξέδωσε το πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ: …

8.

Όπου έχει εφαρμογή, περιγραφή των παρελκόμενων και εξαρτημάτων, συμπεριλαμβανομένου του λογισμικού, που επιτρέπουν στον ραδιοεξοπλισμό να λειτουργεί όπως προβλέπεται και που καλύπτονται από τη δήλωση συμμόρφωσης:

9.

Συμπληρωματικές πληροφορίες:

 

Υπογραφή για λογαριασμό και εξ ονόματος: …

 

(τόπος και ημερομηνία έκδοσης):

 

(όνομα, θέση) (υπογραφή):


(1)  Ο κατασκευαστής μπορεί, προαιρετικά, να δώσει αριθμό στη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΕ

Η απλουστευμένη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 9 έχει ως εξής:

 

Με την παρούσα ο/η [επωνυμία του κατασκευαστή], δηλώνει ότι ο ραδιοεξοπλισμός [ονομασία του τύπου ραδιοεξοπλισμού] πληροί την οδηγία 2014/53/ΕΕ.

 

Το πλήρες κείμενο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ διατίθεται στην ακόλουθη ιστοσελίδα στο διαδίκτυο:


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 1999/5/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 3 παράγραφος 3 και άρθρο 15α

Άρθρο 3 παράγραφος 3, εξαιρουμένου του άρθρου 3 παράγραφος 3 στοιχείο θ), και άρθρο 44

Άρθρο 4 παράγραφος 1 και άρθρα 13 έως 15

Άρθρα 8 και 45

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 16

Άρθρο 5 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 6

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφοι 8, 9 και 10

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 7

Άρθρο 7 παράγραφοι 3, 4 και 5

Άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 9

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 9

Άρθρα 39 έως 43

Άρθρο 10

Άρθρο 17

Άρθρο 11

Άρθρα 22 έως 38

Άρθρο 12

Άρθρα 19 και 20 και άρθρο 10 παράγραφοι 6 και 7

Άρθρο 16

Άρθρο 17

Άρθρο 47

Άρθρο 18

Άρθρο 48

Άρθρο 19

Άρθρο 49

Άρθρο 20

Άρθρο 50

Άρθρο 21

Άρθρο 51

Άρθρο 22

Άρθρο 52

Παράρτημα I

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα II

Παράρτημα III

Παράρτημα IV

Παράρτημα III

Παράρτημα V

Παράρτημα V

Παράρτημα VI

Άρθρο 26

Παράρτημα VII σημεία 1 έως 4

Άρθρα 19 και 20

Παράρτημα VII σημείο 5

Άρθρο 10 παράγραφος 10


ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι μια επιτροπή μπορεί να θεωρηθεί «επιτροπή επιτροπολογίας» κατά την έννοια του παραρτήματος Ι της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μόνον όταν και εφόσον συζητούνται σε αυτήν εκτελεστικές πράξεις κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Συνεπώς, οι συνεδριάσεις επιτροπών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 15 της συμφωνίας πλαισίου όταν και στο μέτρο που σε αυτές συζητούνται άλλα θέματα.