ISSN 1977-0669

doi:10.3000/19770669.L_2013.178.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 178

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

56ό έτος
28 Ιουνίου 2013


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 ( 1 )

1

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2013/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά ειδών πυροτεχνίας (αναδιατύπωση) ( 1 )

27

 

*

Οδηγία 2013/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ ( 1 )

66

 

*

Οδηγία 2013/31/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για την τροποποίηση της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο στο εσωτερικό της Ένωσης και τις εισαγωγές στην Ένωση σκύλων, γατών και νυφιτσών ( 1 )

107

 

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 577/2013 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2013, για τα υποδείγματα εγγράφων ταυτοποίησης σχετικά με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σκύλων, γατών και ικτίδων, την κατάρτιση καταλόγων εδαφών και τρίτων χωρών, καθώς και τη μορφή, τη διάταξη και τις γλωσσικές απαιτήσεις των δηλώσεων που πιστοποιούν τη συμμόρφωση με ορισμένους όρους οι οποίοι προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )

109

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

28.6.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 178/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 576/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Ιουνίου 2013

σχετικά με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2 και το άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο β),

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 998/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) καθορίζει τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ή από τρίτες χώρες και τους ελέγχους που εφαρμόζονται σ’ αυτές τις μετακινήσεις. Έχει ως στόχο να διασφαλίσει επαρκές επίπεδο ασφάλειας όσον αφορά τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων που παρουσιάζονται κατά τις εν λόγω μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα και να άρει τυχόν αδικαιολόγητα εμπόδια σε αυτές τις μεταφορές.

(2)

Σε δήλωση που επισυνάπτεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 438/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 για τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς (4), η Επιτροπή ανέλαβε να προτείνει την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 στο σύνολό του, και ειδικότερα όσον αφορά τις πτυχές των κατ’ εξουσιοδότηση και των εκτελεστικών πράξεων. Ως εκ τούτου, λόγω της έναρξης ισχύος της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), οι εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τα άρθρα 290 και 291 ΣΛΕΕ. Με βάση τον αριθμό των τροποποιήσεων που χρειάζεται να γίνουν στους υγειονομικούς όρους οι οποίοι καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 998/2003 και για να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω όροι είναι αρκούντως σαφείς και προσιτοί για τον απλό πολίτη, ο εν λόγω κανονισμός θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί με τον παρόντα κανονισμό.

(3)

Είναι σκόπιμο να καταρτιστεί με τον παρόντα κανονισμό κατάλογος των ζωικών ειδών στα οποία θα πρέπει να εφαρμόζονται οι εναρμονισμένοι υγειονομικοί όροι όταν τα εν λόγω είδη αποτελούν ζώα συντροφιάς και μεταφέρονται για μη εμπορικούς λόγους. Κατά την κατάρτιση του καταλόγου αυτού, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη η ευπάθεια των ειδών αυτών στη λύσσα ή ο ρόλος τους στην επιδημιολογία της εν λόγω νόσου.

(4)

Η οδηγία 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1992, που καθορίζει τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα ζώων, σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο τμήμα I του παραρτήματος Α της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (5) καθορίζει, μεταξύ άλλων, τους όρους υγειονομικού ελέγχου που εφαρμόζονται στο εμπόριο και τις εισαγωγές σκύλων, γατών και νυφιτσών, που είναι είδη ευπαθή στη λύσσα. Δεδομένου ότι τα εν λόγω είδη είναι επίσης ζώα συντροφιάς, τα οποία συχνά συνοδεύουν κατά τις μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα τον ιδιοκτήτη τους ή άλλο εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο στο εσωτερικό της Ένωσης και προς την Ένωση, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα των εν λόγω ειδών στα κράτη μέλη. Τα εν λόγω είδη θα πρέπει να απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού.

(5)

Ομοίως, θα πρέπει να θεσπιστεί ένα νομικό πλαίσιο για τις υγειονομικές απαιτήσεις που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων ειδών μη ευπαθών στη λύσσα ή χωρίς επιδημιολογική σημασία όσον αφορά τη λύσσα, για τα οποία, σε περίπτωση που δεν είναι ζώα συντροφιάς, εφαρμόζονται άλλες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, όπως η νομοθεσία για τα ζώα παραγωγής τροφίμων. Τα εν λόγω είδη θα πρέπει να απαριθμούνται στο μέρος Β του παραρτήματος I.

(6)

Ο κατάλογος που περιλαμβάνεται στο μέρος Β του παραρτήματος I θα πρέπει να περιλαμβάνει ασπόνδυλα, εκτός από μέλισσες και αγριομέλισσες που καλύπτονται από την οδηγία 92/65/ΕΟΚ, και εκτός από μαλάκια και καρκινοειδή, που καλύπτονται από την οδηγία 2006/88/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τις απαιτήσεις υγειονομικού ελέγχου για τα ζώα υδατοκαλλιέργειας και τα προϊόντα τους και σχετικά με την πρόληψη και τον έλεγχο ορισμένων ασθενειών των υδρόβιων ζώων (6). Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει διακοσμητικά υδρόβια ζώα τα οποία εκτρέφονται σε μη εμπορικά ενυδρεία και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/88/ΕΚ, καθώς και αμφίβια και ερπετά.

(7)

Ο κατάλογος στο μέρος Β του παραρτήματος I θα πρέπει ακόμη να περιλαμβάνει όλα τα είδη πτηνών, εκτός αυτών που καλύπτονται από την οδηγία 2009/158/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και τις εισαγωγές πουλερικών και αυγών για επώαση από τρίτες χώρες (7), καθώς και τα τρωκτικά και τα κουνέλια, εκτός αυτών που προορίζονται για την παραγωγή τροφίμων και ορίζονται ρητά στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (8).

(8)

Ωστόσο, για λόγους συνοχής του δικαίου της Ένωσης και εν αναμονή της κατάρτισης των κανόνων της Ένωσης που διέπουν τις μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα προς ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ή από έδαφος ή τρίτη χώρα ζώων συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στο μέρος Β του παραρτήματος I, θα πρέπει να είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σ’ αυτές τις μετακινήσεις οι εθνικοί κανόνες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι αυστηρότεροι από εκείνους που εφαρμόζονται σε μετακινήσεις για εμπορικούς σκοπούς.

(9)

Καθώς τα ζώα των ειδών τα οποία απαριθμούνται στο μέρος B του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού μπορεί να εντάσσονται στα είδη που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 338/97 του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 1996, για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας με τον έλεγχο του εμπορίου τους (9).

(10)

Προκειμένου να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των κανόνων που εφαρμόζονται στις μη εμπορικές μετακινήσεις και στο εμπόριο και στις εισαγωγές στην Ένωση από τρίτες χώρες σκύλων, γατών και νυφιτσών που καλύπτονται από τους υγειονομικούς όρους της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να παρέχει τον ορισμό μόνον του ζώου συντροφιάς αλλά και της μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνησης ζώου συντροφιάς κατά την οποία ένα ζώο συντροφιάς συνοδεύει τον ιδιοκτήτη του ή εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο. Η εμπειρία έχει δείξει ότι δεν είναι πάντοτε δυνατό κατά τη μη εμπορική μετακίνηση το ζώο συντροφιάς να βρίσκεται ανά πάσα στιγμή κοντά στον ιδιοκτήτη ή στο εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο. Σε επαρκώς αιτιολογημένες και τεκμηριωμένες περιπτώσεις, το ζώο συντροφιάς θα πρέπει να θεωρείται ότι συνοδεύει τον ιδιοκτήτη του ή το εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο ακόμη και εάν η μη εμπορική μετακίνηση του ζώου συντροφιάς λαμβάνει χώρα έως πέντε ημέρες νωρίτερα ή αργότερα από τη μετακίνηση του ιδιοκτήτη του ή του εξουσιοδοτημένου φυσικού προσώπου, ή λαμβάνει χώρα σε διαφορετικό μέρος από εκείνο που βρίσκεται ο ιδιοκτήτης ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο.

(11)

Από την εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων έχει διαπιστωθεί ότι το εμπόριο και οι εισαγωγές από τρίτες χώρες στην Ένωση των ειδών ζώων συντροφιάς που περιλαμβάνονται στο μέρος Α του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού μπορεί να παρουσιαστεί δολίως ως μετακίνηση μη εμπορικού χαρακτήρα. Προκειμένου να αποτραπούν τέτοιες πρακτικές, εφόσον μπορούν να προκαλέσουν κινδύνους για την υγεία των ζώων, θα πρέπει στον παρόντα κανονισμό να οριστεί μέγιστος αριθμός για τα ζώα συντροφιάς που περιλαμβάνονται στο μέρος Α του παραρτήματος I, τα οποία μπορούν να συνοδεύουν τον ιδιοκτήτη τους ή εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο. Εντούτοις, θα πρέπει να είναι δυνατή η υπέρβαση αυτού του μέγιστου αριθμού μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Επιπλέον, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι όταν οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται και ο αριθμός των ζώων συντροφιάς των ειδών που περιλαμβάνονται στο μέρος Α του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού υπερβαίνει τον μέγιστο αριθμό που έχει οριστεί, στα εν λόγω ζώα συντροφιάς εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ και της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (10) ή η οδηγία 91/496/ΕΟΚ (11).

(12)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 998/2003 προβλέπει επίσης ότι, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, τα ζώα συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στα μέρη Α και Β του παραρτήματος I θεωρούνται αναγνωρισμένα, όταν φέρουν ευανάγνωστη δερματοστιξία ή σύστημα ηλεκτρονικής αναγνώρισης (αποκριτής πομποδέκτης). Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, συνεπώς, να ορίσει τους κανόνες για τη σήμανση ζώων συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού, μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου στις 3 Ιουλίου 2011.

(13)

Η εμφύτευση αποκριτή πομποδέκτη συνιστά επεμβατική παρέμβαση, για την εφαρμογή της οποίας απαιτούνται συγκεκριμένα προσόντα. Κατά συνέπεια η εμφύτευση αποκριτή πομποδέκτη θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα. Εάν ένα κράτος μέλος επιτρέπει σε άτομα εκτός των κτηνιάτρων να εμφυτεύουν αποκριτές πομποδέκτες, θα πρέπει να ορίζει τους κανόνες για τα ελάχιστα προσόντα αυτών των ατόμων.

(14)

Στο παράρτημα Ια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 προβλέπονται τεχνικές απαιτήσεις για την αναγνώριση των ζώων συντροφιάς από αποκριτές πομποδέκτες. Οι εν λόγω τεχνικές απαιτήσεις αντιστοιχούν σε διεθνώς αποδεκτά πρότυπα και θα πρέπει να καθορίζονται, χωρίς ουσιαστική τροποποίηση, στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού.

(15)

Ο παρών κανονισμός, για την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I, θα πρέπει να προβλέπει τη δυνατότητα θέσπισης προληπτικών υγειονομικών μέτρων όσον αφορά νόσους και μολύνσεις εκτός από τη λύσσα. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να βασίζονται σε έγκυρα επιστημονικά στοιχεία και να εφαρμόζονται αναλογικά με τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων ο οποίος συνδέεται με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις των εν λόγω ζώων συντροφιάς καθώς αυτά ενδέχεται να προσβληθούν από τις εν λόγω νόσους ή μολύνσεις. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνουν κανόνες για την κατηγοριοποίηση των κρατών μελών ή των τμημάτων τους, διαδικασίες βάσει των οποίων τα κράτη μέλη που απαιτούν την εφαρμογή προληπτικών υγειονομικών μέτρων θα πρέπει να τεκμηριώνουν το σκεπτικό για τη λήψη τέτοιων μέτρων σε συνεχή βάση, προϋποθέσεις για την εφαρμογή και την τεκμηρίωση των προληπτικών υγειονομικών μέτρων και, ανάλογα με την περίπτωση, τους όρους παρέκκλισης από την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων. Ένας κατάλογος κρατών μελών ή τμημάτων αυτών, τα οποία θα έχουν κατηγοριοποιηθεί σύμφωνα με τους οικείους κανόνες, θα πρέπει επομένως να εγκριθεί με εκτελεστική πράξη που θα εκδοθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(16)

Τα αντιλυσσικά εμβόλια για ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I πριν από την ηλικία των τριών μηνών ενδέχεται να μην εξασφαλίζουν προστατευτική ανοσία λόγω ανταγωνισμού με μητρικά αντισώματα. Κατά συνέπεια, οι παρασκευαστές εμβολίων συνιστούν να μην γίνεται εμβολιασμός σε νεαρά ζώα συντροφιάς πριν από αυτή την ηλικία. Ως εκ τούτου, για να επιτρέπεται η μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση νέων ζώων των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I τα οποία δεν είναι εμβολιασμένα κατά της λύσσας, ή είναι εμβολιασμένα αλλά δεν έχουν αποκτήσει ακόμη προστατευτική ανοσία, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει ορισμένα μέτρα προφύλαξης που πρέπει να λαμβάνονται και να δώσει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να εγκρίνουν τη μετακίνηση στο έδαφός τους, εφόσον τα νεαρά ζώα συντροφιάς συμμορφώνονται με τα εν λόγω μέτρα.

(17)

Για την απλούστευση των όρων που διέπουν τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I μεταξύ κρατών μελών που διαθέτουν ισοδύναμο ευνοϊκό καθεστώς όσον αφορά τη λύσσα, ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να προβλέπει τη δυνατότητα παρέκκλισης από την απαίτηση αντιλυσσικού εμβολιασμού. Η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να είναι διαθέσιμη κατόπιν υποβολής αιτήσεως των ενδιαφερομένων κρατών μελών. Μία τέτοια παρέκκλιση θα πρέπει να βασίζεται σε επικυρωμένα επιστημονικά στοιχεία και να εφαρμόζεται αναλογικά με τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων ο οποίος συνδέεται με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις των εν λόγω ζώων που ενδέχεται να προσβληθούν από λύσσα. Τα κράτη μέλη ή τα τμήματά τους που απολαύουν τέτοιας παρέκκλισης θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε κατάλογο εκτελεστικής πράξης που θα εκδοθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(18)

Οι χώρες και τα εδάφη που αναφέρονται στο τμήμα 2 του μέρους Β του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 εφαρμόζουν κανόνες ισοδύναμους με εκείνους που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη, ενώ αυτά που αναφέρονται στο μέρος Γ του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού συμμορφώνονται με τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 10 του ιδίου κανονισμού. Οι σχετικοί κατάλογοι, χωρίς ουσιαστική τροποποίησή τους, θα πρέπει να καθοριστούν με εκτελεστική πράξη η οποία θα εκδοθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(19)

Επιπλέον, κατάλογος των εδαφών ή τρίτων χωρών που εφαρμόζουν κανόνες των οποίων το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα είναι τα ίδια με εκείνων του παρόντος κανονισμού για τα ζώα συντροφιάς των ειδών που περιλαμβάνονται στο μέρος Β του παραρτήματος I, θα πρέπει να περιληφθεί σε εκτελεστική πράξη η οποία θα εκδοθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(20)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 998/2003 καθορίζει ορισμένους όρους για τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς στα κράτη μέλη από άλλα κράτη μέλη και από χώρες ή τα εδάφη που αναφέρονται στο τμήμα 2 του μέρους Β και στο μέρος Γ του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού. Οι όροι αυτοί προβλέπουν ισχύοντα αντιλυσσικό εμβολιασμό των εν λόγω ζώων συντροφιάς με εμβόλια τα οποία πληρούν τα ελάχιστα πρότυπα που καθορίζονται στο σχετικό κεφάλαιο του Εγχειριδίου Διαγνωστικών Δοκιμών και Εμβολίων για Χερσαία Ζώα του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων (ΟΙΕ), ή για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας σύμφωνα είτε με την οδηγία 2001/82/ΕΚ (12) είτε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 726/2004 (13). Τα εν λόγω εμβόλια έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά για την προστασία των ζώων από τη λύσσα και εντάσσονται στους όρους ισχύος για τον αντιλυσσικό εμβολιασμό που αναφέρονται στο παράρτημα Ιβ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003. Οι εν λόγω όροι, χωρίς ουσιαστική τροποποίηση, θα πρέπει να καθοριστούν στο παράρτημα III του παρόντος κανονισμού.

(21)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 998/2003 θεσπίζει αυστηρότερους όρους υγειονομικού ελέγχου για τα ζώα συντροφιάς που μετακινούνται προς κράτη μέλη από χώρες ή εδάφη εκτός εκείνων που αναφέρονται στο μέρος Γ του παραρτήματος II αυτού. Οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνουν τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας σε επιμέρους ζώα του αντιλυσσικού εμβολιασμού με τιτλοδότηση αντισωμάτων σε εργαστήριο εγκεκριμένο σύμφωνα με την απόφαση 2000/258/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για τον ορισμό ειδικού ινστιτούτου υπεύθυνου για τον καθορισμό των κριτηρίων τυποποίησης των ορολογικών δοκιμασιών ελέγχου της αποτελεσματικότητας των αντιλυσσικών εμβολίων (14). Συνεπώς, η απαίτηση αυτή θα πρέπει να διατηρηθεί στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού και να περιλαμβάνει τον όρο ότι η δοκιμή θα πρέπει να διεξάγεται σύμφωνα με τις μεθόδους που καθορίζονται στο σχετικό κεφάλαιο του εγχειριδίου διαγνωστικών δοκιμών και εμβολίων για χερσαία ζώα του Παγκόσμιου Οργανισμού για την υγεία των ζώων (ΟΙΕ).

(22)

Απαιτούνται έγγραφα αναγνώρισης που συνοδεύουν τα ζώα συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I τα οποία υπόκεινται σε μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα σε κράτη μέλη, για να πιστοποιείται η συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, συνεπώς, να θεσπίσει τους όρους για την έκδοση των εγγράφων αναγνώρισης και τις απαιτήσεις για το περιεχόμενο, την ισχύ, τα χαρακτηριστικά ασφαλείας, τη μορφή και τη διάρθρωσή τους.

(23)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει στα κράτη μέλη να εγκρίνουν μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις στο έδαφός τους ζώων συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I, συνοδευόμενα από έγγραφο αναγνώρισης που έχει εκδοθεί σε έδαφος ή τρίτη χώρα όπου εφαρμόζονται κανόνες των οποίων το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα είναι τα ίδια με εκείνων που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη. Θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εγκρίνουν μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα προς το έδαφός τους μετά από μετακινήσεις σε έδαφος ή τρίτη χώρα εκείνων των ζώων συντροφιάς που συνοδεύονται από έγγραφο αναγνώρισης που έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι επιστροφής των ζώων αυτών από τα εδάφη ή τρίτες χώρες προτού τα ζώα συντροφιάς εγκαταλείψουν το έδαφος της Ένωσης.

(24)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιτρέπουν, σε περιπτώσεις ανάγκης για επείγουσα αναχώρηση του ιδιοκτήτη, για παράδειγμα λόγω ξαφνικής φυσικής καταστροφής, πολιτικών ταραχών ή άλλης ανωτέρας βίας που έχει σχέση με τον ιδιοκτήτη, την άμεση είσοδο στο έδαφός τους ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I τα οποία δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό, με την προϋπόθεση ότι η άδεια ζητείται εκ των προτέρων και χορηγείται από το κράτος μέλος προορισμού και, επίσης, επιβάλλεται περίοδος απομόνωσης για περιορισμένο χρονικό διάστημα υπό επίσημη επίβλεψη για να τηρηθούν οι όροι του παρόντος κανονισμού. Παρά την ανάγκη για μια τέτοια επείγουσα αναχώρηση οι εν λόγω άδειες είναι απαραίτητες, λόγω των κινδύνων για την υγεία που απορρέουν από την είσοδο στην Ένωση ζώου συντροφιάς που δεν πληροί τους όρους του παρόντος κανονισμού.

(25)

Η οδηγία 90/425/ΕΟΚ και η οδηγία 91/496/ΕΟΚ δεν εφαρμόζονται στους κτηνιατρικούς ελέγχους ζώων συντροφιάς που συνοδεύουν ταξιδιώτες κατά τις μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα.

(26)

Ως εκ τούτου, για να επαληθεύουν τα κράτη μέλη τη συμμόρφωση με τους κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να απαιτεί από το πρόσωπο που συνοδεύει ένα ζώο συντροφιάς να παρουσιάζει το απαιτούμενο έγγραφο αναγνώρισης κατά τη στιγμή οποιασδήποτε μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνησης σε ένα κράτος μέλος και θα πρέπει να είναι προετοιμασμένο για τους δέοντες ελέγχους εγγράφων και ταυτότητας των ζώων συντροφιάς που συνοδεύουν τον ιδιοκτήτη τους κατά τη διάρκεια μετακινήσεων μη εμπορικού χαρακτήρα από ένα κράτος μέλος ή από ορισμένα εδάφη ή τρίτες χώρες σε άλλο κράτος μέλος.

(27)

Επίσης, θα πρέπει να απαιτείται από τα κράτη μέλη να διενεργούν συστηματικό έλεγχο εγγράφων και ταυτότητας σε καθορισμένα σημεία εισόδου για τα ζώα συντροφιάς που συνοδεύουν τον ιδιοκτήτη τους κατά τη διάρκεια μετακινήσεων μη εμπορικού χαρακτήρα σε ένα κράτος μέλος από ορισμένα εδάφη ή τρίτες χώρες. Οι έλεγχοι αυτοί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές αρχές του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (15). Όπου είναι απαραίτητο για τον σκοπό περαιτέρω μετακινήσεων σε άλλα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να καταχωρίζουν τους ελέγχους στο έγγραφο αναγνώρισης, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ημερομηνία αυτών των ελέγχων για τον καθορισμό της διάρκειας ισχύος του εγγράφου αναγνώρισης.

(28)

Επιπλέον, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει μέτρα διασφάλισης για την αντιμετώπιση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων από μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς.

(29)

Με σκοπό την παροχή σαφών και προσιτών πληροφοριών στον πολίτη σχετικά με τους κανόνες που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις στην Ένωση ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να φροντίζουν ώστε οι εν λόγω πληροφορίες, ιδίως οι σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου, να είναι διαθέσιμες στο κοινό.

(30)

Προκειμένου να επιτευχθεί ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, η εξουσία έκδοσης πράξεων οι οποίες θα προβλέπουν ειδικές ανά είδος απαιτήσεις σήμανσης των ειδών ζώων συντροφιάς που απαριθμούνται στο μέρος Β του παραρτήματος I του κανονισμού και τα υγειονομικά μέτρα τα οποία, ανάλογα με το είδος πρέπει να λαμβάνονται για την πρόληψη των νόσων ή των μολύνσεων εκτός από τη λύσσα στις οποίες είναι ευαίσθητα τα είδη ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I καθώς και η εξουσία να θεσπίζει κανόνες για τον περιορισμό του αριθμού των ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I του κανονισμού, όταν συνοδεύουν τον ιδιοκτήτη τους σε μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα, καθώς και να τροποποιεί τα παραρτήματα II έως ΙV. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό η Επιτροπή να προβαίνει σε κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών της, συμπεριλαμβανομένων των διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(31)

Επιπλέον, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία για την έκδοση πράξεων σύμφωνα με τη διαδικασία κατεπείγοντος σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, με σκοπό την έκδοση προληπτικών υγειονομικών μέτρων για την καταπολέμηση των νόσων ή των μολύνσεων εκτός από τη λύσσα που ενδέχεται να προσβάλουν ζώα συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στο παράρτημα I.

(32)

Θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες προκειμένου να διασφαλισθεί ομοιόμορφο καθεστώς εφαρμογής του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τον κατάλογο των κρατών μελών ή τμημάτων τους με αντίστοιχο ευνοϊκό καθεστώς όσον αφορά τη λύσσα τα οποία είναι εξουσιοδοτημένα να συνάπτουν αμοιβαίες συμφωνίες παρέκκλισης από ορισμένους όρους που εφαρμόζονται σε μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα των ζώων συντροφιάς, τον κατάλογο των κρατών μελών που έχουν περιληφθεί σύμφωνα με τους κανόνες που αφορούν προληπτικά υγειονομικά μέτρα κατά των νόσων και μολύνσεων εκτός από τη λύσσα, τους καταλόγους εδαφών και τρίτων χωρών για τους σκοπούς της παρέκκλισης από ορισμένους όρους που εφαρμόζονται στις μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα, το υπόδειγμα για τα έγγραφα αναγνώρισης που πρέπει να συνοδεύουν τα ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I κατά τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σε κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ή από έδαφος ή τρίτη χώρα, τους κανόνες για το έντυπο, την παρουσίαση και τις γλώσσες των δηλώσεων που πρέπει να υπογραφούν, και τα μέτρα διασφάλισης σε περίπτωση εμφάνισης ή εξάπλωσης της λύσσας ή ασθένειας ή μόλυνσης εκτός της λύσσας. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (16).

(33)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις άμεσης εφαρμογής σχετικά με την επικαιροποίηση του καταλόγου των κρατών μελών, ή τμημάτων τους, με αντίστοιχο ευνοϊκό καθεστώς όσον αφορά τη λύσσα τα οποία είναι εξουσιοδοτημένα να συνάπτουν αμοιβαίες συμφωνίες παρέκκλισης από ορισμένους όρους που εφαρμόζονται σε μη εμπορικές μετακινήσεις των ζώων συντροφιάς, του καταλόγου εδαφών ή τρίτων χωρών ο οποίος έχει συνταχθεί με σκοπό τη δυνατότητα παρέκκλισης από ορισμένους όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις και σχετικά με τα μέτρα διασφάλισης σε περίπτωση εμφάνισης ή εξάπλωσης της λύσσας ή ασθένειας ή μόλυνσης εκτός της λύσσας, όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις που αφορούν την υγεία των ζώων και τη δημόσια υγεία, το απαιτούν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα.

(34)

Σε ορισμένα κράτη μέλη διαπιστώθηκαν κάποιες αδυναμίες συμμόρφωσης προς τους κανόνες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 998/2003. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης του παρόντος κανονισμού.

(35)

Η απόφαση 2003/803/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με την καθιέρωση ενός υποδείγματος διαβατηρίου για τις ενδοκοινοτικές μετακινήσεις σκύλων, γατών και κουναβιών (17) θεσπίζει το υπόδειγμα διαβατηρίου για τη μετακίνηση των ζώων συντροφιάς των ειδών σκύλων, γατών και κουναβιών μεταξύ των κρατών μελών, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003. Τα έγγραφα αναγνώρισης που εκδίδονται σύμφωνα με τον εν λόγω υπόδειγμα διαβατηρίου πρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να ισχύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ζώου συντροφιάς, ώστε να περιορίζεται ο διοικητικός και οικονομικός φόρτος για τους ιδιοκτήτες.

(36)

Η εκτελεστική απόφαση 2011/874/ΕΕ της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2011, για τον καθορισμό καταλόγου τρίτων χωρών και περιοχών τους από τις οποίες επιτρέπονται οι εισαγωγές στην Ένωση σκύλων, γατών και κουναβιών και οι μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα περισσότερων από πέντε σκύλων, γατών και κουναβιών καθώς και για τα υποδείγματα πιστοποιητικών για τις εισαγωγές και τις μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα των προαναφερόμενων ζώων στην Ένωση (18) καθορίζει το υπόδειγμα υγειονομικού πιστοποιητικού που πιστοποιεί τη συμμόρφωση με τους όρους του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 που εφαρμόζονται στη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση πέντε ή λιγότερων σκύλων, γατών και κουναβιών στην Ένωση. Για να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση στους νέους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, το εν λόγω υπόδειγμα πιστοποιητικού θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

(37)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ο οποίος έγκειται ιδίως στη θέσπιση απαιτήσεων για την υγεία των ζώων εφαρμοστέων στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I ούτως ώστε να προλαμβάνονται ή να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων που έχουν σχέση με τις μετακινήσεις αυτές, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, συνεπώς, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, που ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που ορίζεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(38)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ταυτόχρονη δημοσίευση του παρόντος κανονισμού και των εκτελεστικών πράξεων σχετικά με τους καταλόγους εδαφών και τρίτων χωρών που θεσπίζονται για τους σκοπούς της παρέκκλισης από ορισμένους όρους που εφαρμόζονται στις μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα, σχετικά με το υπόδειγμα για τα έγγραφα αναγνώρισης που πρέπει να συνοδεύουν τα ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο παράρτημα I μέρος Α κατά τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σε κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ή από έδαφος ή τρίτη χώρα και σχετικά με τους κανόνες για το έντυπο, την παρουσίαση και τις γλώσσες των δηλώσεων που πρέπει να υπογραφούν, θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς, καθώς και τους κανόνες για τους ελέγχους συμμόρφωσης αυτών των μετακινήσεων.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ή από έδαφος ή τρίτη χώρα.

2.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη:

α)

του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 338/97·

β)

των ενδεχόμενων εθνικών μέτρων που εγκρίνονται, δημοσιεύονται και διατίθενται στο κοινό από τα κράτη μέλη για τον περιορισμό των μετακινήσεων ορισμένων ειδών ή φυλών ζώων συντροφιάς με βάση εκτιμήσεις άλλες από αυτές που αφορούν την υγεία των ζώων.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί:

α)

ως «μετακινήσεις μη εμπορικού χαρακτήρα» νοούνται οποιεσδήποτε μετακινήσεις οι οποίες δεν αποσκοπούν στην πώληση ή στη μεταβίβαση της κυριότητας του ζώου συντροφιάς·

β)

ως «ζώο συντροφιάς» νοείται ένα ζώο από τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα I το οποίο συνοδεύει τον ιδιοκτήτη του ή ένα εξουσιοδοτημένο πρόσωπο κατά τη διάρκεια μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνησης, και το οποίο διατελεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνησης υπό την ευθύνη του ιδιοκτήτη του ή του εξουσιοδοτημένου προσώπου·

γ)

ως «ιδιοκτήτης» νοείται το φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται ως ιδιοκτήτης στο έγγραφο αναγνώρισης·

δ)

ως «εξουσιοδοτημένο πρόσωπο» νοείται το φυσικό πρόσωπο που φέρει έγγραφη εξουσιοδότηση από τον ιδιοκτήτη να διενεργήσει τη μη εμπορική μετακίνηση του ζώου συντροφιάς εκ μέρους του ιδιοκτήτη·

ε)

ως «αποκριτής πομποδέκτης» νοείται μια παθητική συσκευή αναγνώρισης μέσω ραδιοσυχνότητας μόνο για ανάγνωση·

στ)

ως «έγγραφο αναγνώρισης» νοείται έγγραφο βάσει υποδείγματος που καταρτίζεται στις εκτελεστικές πράξεις που θα εκδοθούν βάσει του παρόντος κανονισμού και επιτρέπει τη σαφή αναγνώριση του ζώου συντροφιάς και τον έλεγχο της συμμόρφωσης της υγειονομικής κατάστασης του εν λόγω ζώου με τον παρόντα κανονισμό·

ζ)

ως «εξουσιοδοτημένος κτηνίατρος» νοείται οποιοσδήποτε κτηνίατρος που έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή να πραγματοποιεί συγκεκριμένα καθήκοντα σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή με άλλες πράξεις που εγκρίνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

η)

ως «επίσημος κτηνίατρος» νοείται οποιοσδήποτε κτηνίατρος που διορίζεται από την αρμόδια αρχή·

θ)

ως «έλεγχος εγγράφου» νοείται η επαλήθευση του εγγράφου αναγνώρισης που συνοδεύει το ζώο συντροφιάς·

ι)

ως «έλεγχος ταυτότητας» νοείται η επαλήθευση της αντιστοιχίας μεταξύ του εγγράφου αναγνώρισης και του ζώου συντροφιάς και, όπου χρειάζεται, η επαλήθευση της παρουσίας και της συμμόρφωσης της σήμανσής του·

ια)

ως «σημείο εισόδου των ταξιδιωτών» νοείται κάθε χώρος ελέγχου που ορίζεται από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς των ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1.

Άρθρο 4

Γενικές υποχρεώσεις

Μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς που συμμορφώνονται με τους υγειονομικούς όρους οι οποίοι καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό δεν απαγορεύονται, περιορίζονται ή παρεμποδίζονται για λόγους υγειονομικού ελέγχου εκτός από αυτούς που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 5

Μέγιστος αριθμός ζώων συντροφιάς

1.   Ο μέγιστος αριθμός των ζώων συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I τα οποία μπορούν να συνοδεύουν τον ιδιοκτήτη ή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο κατά τη διάρκεια μιας μη εμπορικής μετακίνησης δεν υπερβαίνει τα πέντε.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ο μέγιστος αριθμός των ζώων συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε, εάν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

η μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση ζώων συντροφιάς γίνεται για λόγους συμμετοχής σε διαγωνισμούς, επιδείξεις ή αθλητικές εκδηλώσεις, καθώς και για την εκπαίδευση για συμμετοχή σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις· και

β)

ο ιδιοκτήτης ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο υποβάλλει γραπτές αποδείξεις ότι τα ζώα συντροφιάς είτε είναι εγγεγραμμένα να συμμετάσχουν σε εκδήλωση σαν αυτές που αναφέρονται στο στοιχείο α), είτε είναι καταχωρισμένα σε φορέα, ο οποίος διοργανώνει παρόμοιες εκδηλώσεις·

γ)

τα ζώα συντροφιάς είναι ηλικίας άνω των έξι μηνών.

3.   Τα κράτη μέλη μπορεί να διενεργούν τυποποιημένους επιτόπιους ελέγχους για την εξακρίβωση της ορθότητας των στοιχείων που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β).

4.   Όταν ο μέγιστος αριθμός των ζώων συντροφιάς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπερβαίνεται και δεν πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 2, τα εν λόγω ζώα συντροφιάς συμμορφώνονται με τους υγειονομικούς όρους οι οποίοι καθορίζονται στην οδηγία 92/65/ΕΟΚ για τα σχετικά είδη και τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω ζώα υπόκεινται στους κτηνιατρικούς ελέγχους που προβλέπονται στις οδηγίες 90/425/ΕΟΚ ή 91/496/ΕΟΚ.

5.   Για να αποφεύγεται τυχόν δόλια παρουσίαση εμπορικών μετακινήσεων ως μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεων ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 39, για τη θέσπιση κανόνων που περιορίζουν τον αριθμό των ζώων συντροφιάς των εν λόγω ειδών τα οποία μπορούν να συνοδεύουν τον ιδιοκτήτη τους ή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο κατά τη διάρκεια μιας μη εμπορικής μετακίνησης.

6.   Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου το αργότερο στις 29 Ιουνίου 2018. Με βάση την έκθεσή της, η Επιτροπή προτείνει, αν χρειάζεται, τροποποιήσεις στον παρόντα κανονισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΖΩΩΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ ΣΕ ΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΑΠΟ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I

Άρθρο 6

Όροι που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I

Τα ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I δεν επιτρέπεται να μετακινούνται σε κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος, παρά μόνον εάν πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

φέρουν σήμανση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1·

β)

έχουν υποβληθεί σε αντιλυσσικό εμβολιασμό σύμφωνα με τις απαιτήσεις ισχύος που ορίζονται στο παράρτημα III·

γ)

πληρούν τις προϋποθέσεις των προληπτικών υγειονομικών μέτρων για νόσους ή μολύνσεις εκτός από τη λύσσα που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1·

δ)

συνοδεύονται από έγγραφο αναγνώρισης το οποίο έχει συμπληρωθεί δεόντως και εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 22.

Άρθρο 7

Παρέκκλιση από τον όρο αντιλυσσικού εμβολιασμού για νεαρά ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη δύνανται, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 στοιχείο β), να επιτρέπουν τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις στο έδαφός τους από άλλο κράτος μέλος ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I, τα οποία είναι:

α)

ηλικίας κάτω των 12 εβδομάδων και δεν έχουν εμβολιασθεί κατά της λύσσας· ή

β)

ηλικίας μεταξύ 12 και 16 εβδομάδων και έχουν εμβολιασθεί κατά της λύσσας, αλλά δεν πληρούν ακόμη τις απαιτήσεις ισχύος που αναφέρονται στο παράρτημα III σημείο 2 στοιχείο ε).

2.   Η έγκριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να χορηγηθεί μόνο εάν:

α)

ο ιδιοκτήτης ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο υποβάλει γραπτή δήλωση ότι τα ζώα συντροφιάς, από τη γέννησή τους έως τον χρόνο της μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνησης, δεν έχουν έλθει σε επαφή με άγρια ζώα ειδών ευπαθών στη λύσσα· ή

β)

τα ζώα συντροφιάς συνοδεύονται από τη μητέρα τους, από την οποία εξακολουθούν να εξαρτώνται, και από το έγγραφο αναγνώρισης που συνοδεύει τη μητέρα τους μπορεί να τεκμηριωθεί ότι, πριν από τη γέννησή τους, η μητέρα τους υποβλήθηκε σε αντιλυσσικό εμβολιασμό σύμφωνα με τις απαιτήσεις ισχύος που καθορίζονται στο παράρτημα III.

3.   Η Επιτροπή δύναται, μέσω εκτελεστικής πράξης, να εκδίδει κανόνες σχετικά με το μορφότυπο, τη διάταξη και τις γλώσσες των δηλώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2.

Άρθρο 8

Παρέκκλιση από τον όρο αντιλυσσικού εμβολιασμού για ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 στοιχείο β), οι άμεσες μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς μεταξύ κρατών μελών ή τμημάτων τους των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I τα οποία δεν έχουν εμβολιασθεί κατά της λύσσας, μπορεί να επιτρέπονται, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2 κατόπιν κοινής αίτησης των ενδιαφερομένων κρατών μελών.

2.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικής πράξης, εκδίδει κατάλογο των κρατών μελών που είναι εξουσιοδοτημένα να συνάπτουν αμοιβαίες συμφωνίες παρέκκλισης από το άρθρο 6 στοιχείο β), σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Ο κατάλογος αυτός αναφέρει τα τμήματα των κρατών μελών για τα οποία εφαρμόζεται η παρέκκλιση.

3.   Προκειμένου να περιληφθούν στον κατάλογο της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη τα ενδιαφέρονται για παρόμοια αμοιβαία συμφωνία υποβάλλουν στην Επιτροπή κοινή αίτηση, που θα περιλαμβάνει λεπτομέρειες του σχεδίου συμφωνίας, με την οποία αποδεικνύουν, λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικασίες του κώδικα υγείας των χερσαίων ζώων του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων (ΟΙΕ) για την αυτοπιστοποίηση όσον αφορά την απαλλαγή μιας χώρας ή ζώνης από τη λύσσα, ότι πληρούν τουλάχιστον τους ακόλουθους όρους:

α)

τα αιτούντα κράτη μέλη εφαρμόζουν συστήματα συνεχούς επιτήρησης και αναφοράς όσον αφορά τη λύσσα·

β)

τα αιτούντα κράτη μέλη, ή τμήματα των εδαφών τους για τα οποία γίνεται αίτηση, δεν έχουν λύσσα και δεν είναι γνωστό ότι έχουν προσβληθεί από λύσσα τα άγρια ζώα στα εδάφη των εν λόγω κρατών μελών, ή σε τμήματά τους, για το διάστημα τουλάχιστον των δύο ετών πριν την κοινή αίτηση βάσει των συστημάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)

τα αιτούντα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει αποτελεσματικά και αποδοτικά μέτρα ελέγχου για την πρόληψη της εισόδου και της διάδοσης της λύσσας στο έδαφός τους·

δ)

η αίτηση παρέκκλισης από το άρθρο 6 στοιχείο β) είναι αιτιολογημένη και ανάλογη προς τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων που συνδέεται με την άμεση μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση, από το ένα από τα αιτούντα κράτη μέλη στο άλλο ή σε τμήμα του εδάφους του μη εμβολιασθέντων ζώων συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I.

Η κοινή αίτηση περιλαμβάνει επαρκή, αξιόπιστα και έγκυρα επιστημονικά στοιχεία.

4.   Η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, αφαιρεί κράτη μέλη από τον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 για το σύνολο ή τμήμα των εδαφών τους σε περίπτωση που οποιαδήποτε αλλαγή των δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 δεν υποστηρίζει πλέον την εφαρμογή της παρέκκλισης.

5.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2.

6.   Εφόσον συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένοι λόγοι κατεπείγουσας ανάγκης που συνδέονται με κινδύνους για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων, η Επιτροπή εκδίδει άμεσα εφαρμοστέες εκτελεστικές πράξεις για την επικαιροποίηση του καταλόγου των κρατών μελών ή των τμημάτων τους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 3.

ΤΜΗΜΑ 2

Ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I

Άρθρο 9

Όροι που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I

1.   Εάν η Επιτροπή έχει εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1 σε ό,τι αφορά ζώα συντροφιάς ενός από τα είδη που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I, η μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση ζώων συντροφιάς του εν λόγω είδους σε κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Τα ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να μετακινηθούν σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος μόνο εάν πληρούν του ακόλουθους όρους:

α)

φέρουν σήμανση ή περιγράφονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που έχουν που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 2·

β)

συμμορφώνονται με τα προληπτικά υγειονομικά μέτρα για νόσους ή μολύνσεις εκτός από τη λύσσα που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1·

γ)

συνοδεύονται από έγγραφο αναγνώρισης το οποίο έχει συμπληρωθεί δεόντως και εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 29.

3.   Εν αναμονή της έκδοσης των σχετικών πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις για τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I στο έδαφός τους από άλλο κράτος μέλος, με την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές:

α)

εφαρμόζονται αναλογικά προς τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων που σχετίζεται με τη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση ζώων συντροφιάς αυτών των ειδών· και

β)

δεν είναι αυστηρότερες από εκείνες που ισχύουν για το εμπόριο ζώων των εν λόγω ειδών σύμφωνα με τις οδηγίες 92/65/ΕΟΚ ή 2006/88/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΖΩΩΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΑΠΟ ΕΔΑΦΟΣ Ή ΤΡΙΤΗ ΧΩΡΑ

ΤΜΗΜΑ 1

Ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I

Άρθρο 10

Όροι που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I

1.   Τα ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I δεν μετακινούνται σε κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα, εκτός εάν πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

φέρουν σήμανση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1·

β)

έχουν υποβληθεί σε αντιλυσσικό εμβολιασμό σύμφωνα με τις απαιτήσεις ισχύος που ορίζονται στο παράρτημα III·

γ)

έχουν υποβληθεί σε δοκιμή τιτλοδότησης αντισωμάτων λύσσας η οποία ικανοποιεί τις απαιτήσεις ισχύος που ορίζονται στο παράρτημα IV·

δ)

πληρούν τις προϋποθέσεις των προληπτικών υγειονομικών μέτρων για νόσους ή μολύνσεις εκτός από τη λύσσα που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1·

ε)

συνοδεύονται από έγγραφο αναγνώρισης το οποίο έχει συμπληρωθεί δεόντως και εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 26.

2.   Τα ζώα συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I μπορούν να μετακινούνται σε κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα εκτός όσων περιλαμβάνονται στον κατάλογο που καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 1 μόνο μέσω σημείου εισόδου για ταξιδιώτες που έχουν καταχωρισθεί σε κατάλογο όπως απαιτείται στο άρθρο 34 παράγραφος 3.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη μετακίνηση καταγεγραμμένων στρατιωτικών σκύλων ή σκύλων έρευνας και διάσωσης από άλλο σημείο εισόδου από αυτό που προβλέπεται για τους ταξιδιώτες υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

ο ιδιοκτήτης ή το εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο έχει υποβάλει εκ των προτέρων αίτηση για άδεια και το κράτος μέλος έχει χορηγήσει την εν λόγω άδεια· και

β)

οι σκύλοι ελέγχονται όσον αφορά τη συμμόρφωση με τους όρους του άρθρου 34 παράγραφος 2 σε χώρο που έχει οριστεί για αυτόν τον σκοπό από την αρμόδια αρχή και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που περιγράφονται στην άδεια η οποία αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 11

Παρέκκλιση από τον όρο αντιλυσσικού εμβολιασμού για νεαρά ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β), τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις στο έδαφός τους από εδάφη ή τρίτες χώρες που περιλαμβάνονται σε κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 ή 2 ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I, τα οποία είναι:

α)

ηλικίας κάτω των 12 εβδομάδων και δεν έχουν εμβολιασθεί κατά της λύσσας· ή

β)

ηλικίας μεταξύ 12 και 16 εβδομάδων και έχουν εμβολιασθεί κατά της λύσσας, αλλά δεν πληρούν ακόμη τις απαιτήσεις ισχύος που αναφέρονται στο παράρτημα III σημείο 2 στοιχείο ε).

2.   Η έγκριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να χορηγηθεί μόνο εάν:

α)

ο ιδιοκτήτης ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο παράσχει γραπτή δήλωση ότι τα ζώα συντροφιάς, από τη γέννησή τους έως τον χρόνο της μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνησης, δεν έχουν έλθει σε επαφή με άγρια ζώα ειδών ευπαθών στη λύσσα· ή

β)

τα ζώα συντροφιάς συνοδεύονται από τη μητέρα τους, από την οποία εξακολουθούν να εξαρτώνται, και από το έγγραφο αναγνώρισης που συνοδεύει τη μητέρα τους μπορεί να τεκμηριωθεί ότι, πριν από τη γέννησή τους, η μητέρα τους υποβλήθηκε σε αντιλυσσικό εμβολιασμό σύμφωνα με τις απαιτήσεις ισχύος που καθορίζονται στο παράρτημα III.

3.   Η επακόλουθη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση σε άλλο κράτος μέλος των ζώων συντροφιάς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου απαγορεύεται, εκτός εάν μετακινούνται σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 6 ή εάν έχει επιτραπεί η μετακίνησή τους δυνάμει του άρθρου 7 και το κράτος μέλος προορισμού έχει επίσης επιτρέψει τις μετακινήσεις στο έδαφός του από εδάφη ή τρίτες χώρες σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Η Επιτροπή δύναται, μέσω εκτελεστικής πράξης, να εκδίδει κανόνες σχετικά με το μορφότυπο, τη διάταξη και τις γλώσσες των δηλώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2.

Άρθρο 12

Παρέκκλιση από τον όρο δοκιμής τιτλοδότησης αντισωμάτων για ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ), η δοκιμή τιτλοδότησης αντισωμάτων δεν απαιτείται για ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I τα οποία μετακινούνται σε κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται σε κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 ή 2:

α)

απευθείας·

β)

ύστερα από διαμονή αποκλειστικά σε ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω εδάφη ή τρίτες χώρες, ή

γ)

έπειτα από διαμετακόμιση μέσω εδάφους ή τρίτης χώρας εκτός όσων περιλαμβάνονται σε κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 ή 2, υπό τον όρο ότι ο ιδιοκτήτης ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο παρέχει ενυπόγραφη δήλωση σύμφωνα με την οποία, κατά την εν λόγω διαμετακόμιση, τα ζώα συντροφιάς δεν ήλθαν σε επαφή με ζώα ειδών ευπαθών στη λύσσα και παραμένουν σε ασφάλεια εντός μέσου μεταφοράς ή εντός της περιμέτρου διεθνούς αερολιμένα.

2.   Η Επιτροπή δύναται, μέσω εκτελεστικής πράξης, να εκδίδει κανόνες σχετικά με το μορφότυπο, τη διάταξη και τις γλώσσες των δηλώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2.

Άρθρο 13

Κατάρτιση καταλόγου εδαφών και τρίτων χωρών

1.   Η Επιτροπή εκδίδει, με εκτελεστική πράξη, κατάλογο των εδαφών και τρίτων χωρών που ζητούν να καταχωρισθούν στον κατάλογο στον οποίο αποδεικνύουν ότι, για ζώα συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I, εφαρμόζουν κανόνες των οποίων το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα είναι τα ίδια με εκείνων που ορίζονται στο τμήμα 1 του κεφαλαίου ΙΙ, στο παρόν τμήμα και στο τμήμα 2 του κεφαλαίου VI και, κατά περίπτωση, τους κανόνες που εγκρίνονται σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει, με εκτελεστική πράξη, κατάλογο των εδαφών και τρίτων χωρών που ζητούν να καταχωρισθούν στον κατάλογο στον οποίο αποδεικνύουν ότι για τα ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I πληρούν τουλάχιστον τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

υποχρεωτική κοινοποίηση των κρουσμάτων λύσσας στις αρμόδιες αρχές·

β)

αποτελεσματικό σύστημα επιτήρησης για τη λύσσα εφαρμόζεται ήδη τουλάχιστον δύο έτη πριν την αίτηση, ελάχιστη απαίτηση του οποίου είναι η ύπαρξη εν εξελίξει προγράμματος έγκαιρης ανίχνευσης ώστε να εξασφαλιστεί η διερεύνηση και η υποβολή εκθέσεων σχετικά με ζώα που πιθανόν έχουν προσβληθεί από λύσσα·

γ)

η δομή και η οργάνωση των κτηνιατρικών και ελεγκτικών υπηρεσιών τους και οι εξουσίες αυτών των υπηρεσιών και η επιτήρηση στην οποία υπόκεινται καθώς και τα μέσα που διαθέτουν, μεταξύ άλλων προσωπικό και χωρητικότητα εργαστηρίων, επαρκούν ώστε:

i)

να εφαρμόζεται και να επιβάλλεται αποτελεσματικά η εθνική νομοθεσία στις μη εμπορικές μετακινήσεις ζώων συντροφιάς, και

ii)

να διασφαλίζεται η εγκυρότητα των εγγράφων αναγνώρισης με τη μορφή που προβλέπεται στο άρθρο 25, τα οποία εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 26·

δ)

ισχύουν και εφαρμόζονται αποτελεσματικά κανόνες πρόληψης και ελέγχου της λύσσας, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος λοίμωξης των ζώων συντροφιάς, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που ισχύουν για τις εισαγωγές ζώων συντροφιάς από άλλες χώρες ή εδάφη, και, κατά περίπτωση, κανόνων που αφορούν:

i)

τον έλεγχο των πληθυσμών αδέσποτων σκύλων και γατών,

ii)

τον εμβολιασμό οικόσιτων ζώων κατά της λύσσας, ιδίως δε όταν έχει εμφανισθεί λύσσα σε νυχτερίδες βαμπίρ, και

iii)

τον έλεγχο και την εξάλειψη της λύσσας στην άγρια πανίδα·

ε)

ισχύουν κανόνες για την αδειοδότηση και τη διάθεση στην αγορά αντιλυσσικών εμβολίων.

3.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2.

Εφόσον συντρέχουν δεόντως αιτιολογημένοι λόγοι κατεπείγουσας ανάγκης που συνδέονται με κινδύνους για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων, η Επιτροπή εκδίδει άμεσα εφαρμοστέες εκτελεστικές πράξεις για την επικαιροποίηση του καταλόγου των εδαφών ή τρίτων χωρών που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 3.

ΤΜΗΜΑ 2

Ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I

Άρθρο 14

Όροι που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I

1.   Εάν η Επιτροπή έχει εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1 σε ό,τι αφορά ζώα συντροφιάς ενός από τα είδη που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I, η μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση ζώων συντροφιάς του εν λόγω είδους σε κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Τα ζώα συντροφιάς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να μετακινηθούν σε ένα κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα μόνο εάν πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

φέρουν σήμανση ή περιγράφονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 2·

β)

συμμορφώνονται με τα προληπτικά υγειονομικά μέτρα για νόσους ή μολύνσεις εκτός από τη λύσσα που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1·

γ)

συνοδεύονται από έγγραφο αναγνώρισης το οποίο έχει συμπληρωθεί δεόντως και εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 31·

δ)

εισέρχονται από σημείο εισόδου ταξιδιωτών όταν προέρχονται από έδαφος ή τρίτη χώρα εκτός όσων απαριθμούνται δυνάμει του άρθρου 15.

3.   Εν αναμονή της έκδοσης των σχετικών κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις για τη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I στο έδαφός τους από έδαφος ή τρίτη χώρα, με την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές:

α)

εφαρμόζονται αναλογικά προς τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων που σχετίζεται με τη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση ζώων συντροφιάς αυτών των ειδών· και

β)

δεν είναι αυστηρότερες από εκείνες που ισχύουν για τις εισαγωγές ζώων των εν λόγω ειδών σύμφωνα με τις οδηγίες 92/65/ΕΟΚ ή 2006/88/ΕΚ.

Άρθρο 15

Κατάρτιση καταλόγου εδαφών και τρίτων χωρών

Η Επιτροπή δύναται, με εκτελεστική πράξη, να εκδίδει κατάλογο των εδαφών και τρίτων χωρών που έχουν αποδείξει ότι, για ζώα συντροφιάς τα οποία ανήκουν στα είδη που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I, εφαρμόζουν κανόνες των οποίων το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα είναι τα ίδια με εκείνων που ορίζονται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου ΙΙ και στο παρόν τμήμα και στο τμήμα 2 του κεφαλαίου VI και, κατά περίπτωση, τους κανόνες που εγκρίνονται σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες.

ΤΜΗΜΑ 3

Παρέκκλιση από τους όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς

Άρθρο 16

Παρέκκλιση από τους όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς μεταξύ διαφόρων χωρών και εδαφών

Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 10 και 14, οι μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς ανάμεσα στις ακόλουθες χώρες και εδάφη είναι δυνατόν να συνεχίζονται υπό τους όρους που καθορίζονται από τους εθνικούς κανόνες των εν λόγω χωρών και εδαφών:

α)

Άγιος Μαρίνος και Ιταλία·

β)

Βατικανό και Ιταλία·

γ)

Μονακό και Γαλλία·

δ)

Ανδόρα και Γαλλία·

ε)

Ανδόρα και Ισπανία·

στ)

Νορβηγία και Σουηδία·

ζ)

Φερόες Νήσοι και Δανία·

η)

Γροιλανδία και Δανία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΣΗΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΑ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

ΤΜΗΜΑ 1

Σήμανση

Άρθρο 17

Σήμανση των ζώων συντροφιάς

1.   Ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I φέρουν σήμανση με εμφύτευση ενός αποκριτή πομποδέκτη ή με ευανάγνωστη δερματοστιξία που έχει γίνει πριν από τις 3 Ιουλίου 2011.

Εφόσον ο αποκριτής πομποδέκτης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν πληροί τις τεχνικές προδιαγραφές του παραρτήματος II, ο ιδιοκτήτης ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο παρέχει τα αναγκαία μέσα για την ανάγνωση του σήματος του αποκριτή πομποδέκτη κατά τη στιγμή κάθε επαλήθευσης της σήμανσης που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 2 και στο άρθρο 26, και των ελέγχων ταυτότητας που προβλέπονται στο άρθρο 33 και στο άρθρο 34 παράγραφος 1.

2.   Τα ζώα συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I φέρουν σήμανση ή περιγράφονται λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων κάθε είδους, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται σύνδεσμος μεταξύ του ζώου συντροφιάς και του αντίστοιχου εγγράφου αναγνώρισης.

Δεδομένης της ποικιλίας των ειδών που αναγράφονται στο μέρος Β του παραρτήματος I, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 39, σχετικά με τέτοιες ειδικές απαιτήσεις ανάλογα με το είδος για τη σήμανση ή την περιγραφή ζώων συντροφιάς των εν λόγω ειδών, λαμβανομένων υπόψη των συναφών εθνικών απαιτήσεων.

Άρθρο 18

Προσόντα που απαιτούνται για την εμφύτευση αποκριτή πομποδέκτη σε ζώα συντροφιάς

Όταν ένα κράτος μέλος προτίθεται να επιτρέψει την εμφύτευση πομποδεκτών από πρόσωπα που δεν είναι κτηνίατροι, θεσπίζει κανόνες σχετικά με τα ελάχιστα προσόντα που οφείλουν να διαθέτουν τα εν λόγω πρόσωπα.

ΤΜΗΜΑ 2

Προληπτικά υγειονομικά μέτρα για νόσους ή μολύνσεις εκτός από τη λύσσα

Άρθρο 19

Προληπτικά υγειονομικά μέτρα και όροι για την εφαρμογή τους

1.   Εφόσον απαιτούνται προληπτικά υγειονομικά μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας των ζώων συντροφιάς για τον έλεγχο νόσων ή μολύνσεων εκτός από τη λύσσα, που ενδέχεται να διαδοθούν λόγω της μετακίνησης των εν λόγω ζώων συντροφιάς, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 39 σχετικά με ειδικά προληπτικά υγειονομικά μέτρα ανάλογα με το είδος για τέτοιες νόσους ή μολύνσεις.

Εφόσον, σε περίπτωση κινδύνων για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων, το απαιτούν επιτακτικοί λόγοι επείγουσας ανάγκης, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 40 εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

2.   Τα ειδικά προληπτικά υγειονομικά μέτρα ανάλογα με το είδος, που έχουν εγκριθεί μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, βασίζονται σε επαρκή, αξιόπιστα και έγκυρα επιστημονικά στοιχεία και εφαρμόζονται κατά τρόπο αναλογικό με τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων που συνεπάγονται οι μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς, τα οποία ενδέχεται να προσβληθούν από νόσους ή μολύνσεις εκτός από τη λύσσα.

3.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν:

α)

κανόνες για την κατάταξη σε κατηγορίες των κρατών μελών ή τμημάτων τους ανάλογα με το καθεστώς τους υγείας των ζώων και τα συστήματά τους παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων όσον αφορά ορισμένες νόσους ή μολύνσεις εκτός από τη λύσσα·

β)

τους όρους που πρέπει να πληρούν τα κράτη μέλη για να παραμείνουν επιλέξιμα για την εφαρμογή των προληπτικών υγειονομικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2·

γ)

τους όρους για την εφαρμογή και την τεκμηρίωση των προληπτικών υγειονομικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 πριν από τη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση ζώων συντροφιάς·

δ)

τους όρους για τη χορήγηση παρεκκλίσεων σε ορισμένες συγκεκριμένες περιστάσεις από την εφαρμογή των προληπτικών υγειονομικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 20

Κατάλογος κρατών μελών ή τμημάτων τους που αναφέρονται στο άρθρο19 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει, με εκτελεστική πράξη, καταλόγους των κρατών μελών ή τμημάτων της επικράτειας κρατών μελών που συμμορφώνονται με τους κανόνες για την κατάταξη σε κατηγορίες των κρατών μελών ή των τμημάτων τους που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 στοιχείο α). Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΓΓΡΑΦΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Έγγραφα αναγνώρισης για μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I

Άρθρο 21

Μορφή και περιεχόμενο του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 6 στοιχείο δ)

1.   Το έγγραφο αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 6 στοιχείο δ) έχει τη μορφή διαβατηρίου σύμφωνα με το υπόδειγμα που πρόκειται να εγκριθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου από την Επιτροπή με εκτελεστική πράξη και περιέχει πεδία για την καταχώριση των ακόλουθων πληροφοριών:

α)

το σημείο όπου βρίσκεται ο αποκριτής πομποδέκτης ή η δερματοστιξία και είτε την ημερομηνία εφαρμογής είτε την ημερομηνία ανάγνωσης των δεδομένων του αποκριτή πομποδέκτη ή της δερματοστιξίας καθώς και τον αλφαριθμητικό κωδικό που εμφανίζεται στον αποκριτή πομποδέκτη ή στη δερματοστιξία·

β)

το όνομα, το είδος, τη φυλή, το φύλο, το χρώμα, την ημερομηνία γέννησης όπως δηλώνεται από τον ιδιοκτήτη και τυχόν άλλα αξιοσημείωτα ή ιδιαίτερα στοιχεία ή χαρακτηριστικά του ζώου συντροφιάς·

γ)

το ονοματεπώνυμο και τα στοιχεία επικοινωνίας του ιδιοκτήτη·

δ)

το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας και την υπογραφή του εξουσιοδοτημένου κτηνιάτρου που εκδίδει ή συμπληρώνει το έγγραφο αναγνώρισης·

ε)

την υπογραφή του ιδιοκτήτη·

στ)

λεπτομέρειες σχετικά με τον αντιλυσσικό εμβολιασμό·

ζ)

την ημερομηνία δειγματοληψίας αίματος για τη δοκιμή τιτλοδότησης αντισωμάτων λύσσας·

η)

συμμόρφωση με οποιοδήποτε από τα προληπτικά υγειονομικά μέτρα για νόσους ή μολύνσεις εκτός από τη λύσσα·

θ)

άλλες σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την κατάσταση της υγείας του ζώου συντροφιάς.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη που καθορίζει το υπόδειγμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου καθώς και τις απαιτήσεις σχετικά με τις γλώσσες, τη μορφή και τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του διαβατηρίου το οποίο αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο, και τους κανόνες που είναι απαραίτητοι για τη μετάβαση στο υπόδειγμα του διαβατηρίου αυτού. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2.

3.   Το διαβατήριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 φέρει αριθμό αποτελούμενο από τον κωδικό ISO του κράτους μέλους έκδοσης και στη συνέχεια μοναδικό αλφαριθμητικό κωδικό.

Άρθρο 22

Έκδοση και συμπλήρωση του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 6 στοιχείο δ)

1.   Το έγγραφο αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 6 στοιχείο δ) εκδίδεται από εξουσιοδοτημένο κτηνίατρο αφού:

α)

ο κτηνίατρος επαληθεύσει ότι το ζώο συντροφιάς φέρει σήμανση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1·

β)

ο κτηνίατρος συμπληρώσει δεόντως τα σχετικά πεδία στο έγγραφο αναγνώρισης με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχεία α) ως δ)· και

γ)

ο ιδιοκτήτης υπογράψει το έγγραφο αναγνώρισης.

2.   Αφού επαληθεύσει ότι το ζώο συντροφιάς φέρει σήμανση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1, ο εξουσιοδοτημένος κτηνίατρος συμπληρώνει τα σχετικά πεδία στο έγγραφο αναγνώρισης με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχεία δ), στ), ζ) και η), πιστοποιώντας έτσι τη συμμόρφωση με τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 6 στοιχεία β) και γ) και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 27 στοιχείο β) σημείο ii).

Ανεξαρτήτως του πρώτου εδαφίου, το πεδίο που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο η) μπορεί να συμπληρωθεί από κτηνίατρο που δεν είναι εξουσιοδοτημένος αν κάτι τέτοιο επιτρέπεται από την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1.

3.   Ο εξουσιοδοτημένος κτηνίατρος που εκδίδει το έγγραφο αναγνώρισης διατηρεί αρχείο με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχεία α) ως γ) και στο άρθρο 21 παράγραφος 3 για ελάχιστη περίοδο που θα καθοριστεί από την αρμόδια αρχή, αλλά δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ετών.

4.   Όπου κρίνεται σκόπιμο, η συμμόρφωση με τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μπορεί να τεκμηριωθεί σε περισσότερα του ενός έγγραφα αναγνώρισης με τη μορφή που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1.

Άρθρο 23

Διανομή κενών εγγράφων αναγνώρισης

1.   Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κενά έγγραφα αναγνώρισης διανέμονται μόνο σε εξουσιοδοτημένους κτηνιάτρους και ότι το ονοματεπώνυμο και τα στοιχεία επικοινωνίας τους καταγράφονται με μνεία στον αριθμό που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 3.

2.   Το αρχείο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διατηρείται για ελάχιστη περίοδο που θα καθοριστεί από την αρμόδια αρχή, αλλά δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ετών.

Άρθρο 24

Παρέκκλιση από τη μορφή του εγγράφου αναγνώρισης που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 21 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I τα οποία συνοδεύονται από το έγγραφο αναγνώρισης που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 26.

2.   Εφόσον είναι αναγκαίο, η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 στοιχείο γ) τεκμηριώνεται στο έγγραφο αναγνώρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, μετά την ολοκλήρωση των ελέγχων που προβλέπονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1.

ΤΜΗΜΑ 2

Έγγραφα αναγνώρισης για μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σε ένα κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I

Άρθρο 25

Μορφή και περιεχόμενο του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

1.   Το έγγραφο αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο ε) έχει τη μορφή πιστοποιητικού υγείας των ζώων σύμφωνα με το υπόδειγμα που πρόκειται να καθορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και περιέχει πεδία για την καταχώριση των ακόλουθων πληροφοριών:

α)

το σημείο όπου βρίσκεται ο αποκριτής πομποδέκτης ή η δερματοστιξία και είτε την ημερομηνία εφαρμογής είτε την ημερομηνία ανάγνωσης των δεδομένων του αποκριτή πομποδέκτη ή της δερματοστιξίας καθώς και τον αλφαριθμητικό κωδικό που εμφανίζεται στον αποκριτή πομποδέκτη ή στη δερματοστιξία·

β)

το είδος, τη φυλή, την ημερομηνία γέννησης, όπως δηλώνεται από τον ιδιοκτήτη, το φύλο και το χρώμα του ζώου συντροφιάς·

γ)

τον μοναδικό αριθμό αναφοράς του πιστοποιητικού·

δ)

το ονοματεπώνυμο και τα στοιχεία επικοινωνίας του ιδιοκτήτη ή του εξουσιοδοτημένου προσώπου·

ε)

το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας και την υπογραφή του υπαλλήλου ή του εξουσιοδοτημένου κτηνιάτρου που εκδίδει το έγγραφο αναγνώρισης·

στ)

λεπτομέρειες σχετικά με τον αντιλυσσικό εμβολιασμό·

ζ)

την ημερομηνία δειγματοληψίας αίματος για τη δοκιμή τιτλοδότησης αντισωμάτων λύσσας·

η)

συμμόρφωση με οποιοδήποτε από τα προληπτικά υγειονομικά μέτρα για νόσους ή μολύνσεις εκτός από τη λύσσα·

θ)

το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του αντιπροσώπου της αρμόδιας αρχής που προβαίνει στην επικύρωση·

ι)

την ονομασία, την υπογραφή και τα στοιχεία επικοινωνίας της αρμόδιας αρχής που πραγματοποιεί τους ελέγχους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 34, καθώς και την ημερομηνία των ελέγχων αυτών·

ια)

άλλες σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την κατάσταση της υγείας του ζώου συντροφιάς.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη που καθορίζει το υπόδειγμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και τις απαιτήσεις όσον αφορά τις γλώσσες, τη μορφή και την ισχύ του πιστοποιητικού υγείας των ζώων που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2.

3.   Μέρος του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο ε) αποτελεί γραπτή δήλωση, υπογεγραμμένη από τον ιδιοκτήτη ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, με την οποία επιβεβαιώνεται ότι η μετακίνηση του ζώου συντροφιάς εντός της Ένωσης αποτελεί μετακίνηση μη εμπορικού χαρακτήρα.

Άρθρο 26

Έκδοση και συμπλήρωση του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο ε)

Το έγγραφο αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο ε) εκδίδεται είτε από επίσημο κτηνίατρο του εδάφους ή της τρίτης χώρας καταγωγής με βάση έγγραφα τεκμηρίωσης είτε από εξουσιοδοτημένο κτηνίατρο και στη συνέχεια επικυρώνεται από την αρμόδια αρχή του εδάφους ή της τρίτης χώρας καταγωγής αφού ο κτηνίατρος που εκδίδει το έγγραφο:

α)

επαληθεύσει ότι το ζώο συντροφιάς φέρει σήμανση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1· και

β)

συμπληρώσει δεόντως τα σχετικά πεδία του εγγράφου αναγνώρισης με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχεία α) ως η), πιστοποιώντας έτσι τη συμμόρφωση με τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) και, κατά περίπτωση, άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ).

Άρθρο 27

Παρέκκλιση από τη μορφή του εγγράφου αναγνώρισης που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 25 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις εντός του εδάφους τους ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Α του παραρτήματος I τα οποία συνοδεύονται από το έγγραφο αναγνώρισης που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 22 όταν:

α)

το έγγραφο αναγνώρισης εκδόθηκε σε ένα από τα εδάφη ή τις τρίτες χώρες που αναφέρονται δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 1, ή

β)

τα εν λόγω ζώα συντροφιάς εισέρχονται σε κράτος μέλος έπειτα από μετακίνηση προς έδαφος ή τρίτη χώρα ή διαμετακόμιση μέσω εδάφους ή τρίτης χώρας από άλλο κράτος μέλος και το έγγραφο αναγνώρισης συμπληρώθηκε και εκδόθηκε από εξουσιοδοτημένο κτηνίατρο ο οποίος τεκμηρίωσε ότι, πριν εξέλθουν από την Ένωση τα ζώα συντροφιάς:

i)

είχαν υποβληθεί στον αντιλυσσικό εμβολιασμό που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β)· και

ii)

είχαν υποβληθεί στη δοκιμή τιτλοδότησης αντισωμάτων λύσσας που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ), εκτός από την περίπτωση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 12.

ΤΜΗΜΑ 3

Έγγραφα αναγνώρισης για μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I

Άρθρο 28

Μορφή και περιεχόμενο του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

1.   Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει, με εκτελεστική πράξη, υπόδειγμα του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο γ) το οποίο περιέχει πεδία για την καταχώριση των ακόλουθων πληροφοριών:

α)

τα χαρακτηριστικά της σήμανσης ή την περιγραφή του ζώου συντροφιάς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2·

β)

το είδος και, εφόσον χρειάζεται, τη φυλή, την ημερομηνία γέννησης ως δηλούται από τον ιδιοκτήτη, το φύλο και το χρώμα του ζώου συντροφιάς·

γ)

το ονοματεπώνυμο και τα στοιχεία επικοινωνίας του ιδιοκτήτη·

δ)

το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας και την υπογραφή του εξουσιοδοτημένου κτηνιάτρου που εκδίδει ή συμπληρώνει το έγγραφο αναγνώρισης·

ε)

την υπογραφή του ιδιοκτήτη·

στ)

στοιχεία σχετικά με οποιοδήποτε από τα προληπτικά υγειονομικά μέτρα για νόσους ή μολύνσεις εκτός από τη λύσσα· και

ζ)

άλλες σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την κατάσταση της υγείας του ζώου συντροφιάς.

2.   Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου καθορίζει επίσης απαιτήσεις όσον αφορά τις γλώσσες, τη μορφή, την ισχύ ή τα χαρακτηριστικά ασφαλείας του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2.

Άρθρο 29

Έκδοση και συμπλήρωση του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

1.   Το έγγραφο αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο γ) εκδίδεται από εξουσιοδοτημένο κτηνίατρο αφού:

α)

ο κτηνίατρος επαληθεύσει ότι το ζώο συντροφιάς φέρει σήμανση ή περιγράφεται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2·

β)

ο κτηνίατρος συμπληρώσει δεόντως τα σχετικά πεδία με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχεία α) ως δ)· και

γ)

ο ιδιοκτήτης υπογράψει το έγγραφο αναγνώρισης.

2.   Αφού επαληθεύσει ότι το ζώο συντροφιάς φέρει σήμανση ή περιγράφεται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2, ο εξουσιοδοτημένος κτηνίατρος συμπληρώνει τα σχετικά πεδία του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο γ) με τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και στ), πιστοποιώντας έτσι τη συμμόρφωση με τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο β), κατά περίπτωση.

ΤΜΗΜΑ 4

Έγγραφα αναγνώρισης για μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σε κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I

Άρθρο 30

Μορφή και περιεχόμενο του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

1.   Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει, με εκτελεστική πράξη, υπόδειγμα του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο γ), το οποίο περιέχει πεδία για την καταχώριση των ακόλουθων πληροφοριών:

α)

τα χαρακτηριστικά της σήμανσης ή την περιγραφή του ζώου συντροφιάς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2·

β)

το είδος και, εφόσον χρειάζεται, τη φυλή, την ημερομηνία γέννησης ως δηλούται από τον ιδιοκτήτη, το φύλο και το χρώμα του ζώου·

γ)

το ονοματεπώνυμο και τα στοιχεία επικοινωνίας του ιδιοκτήτη ή του εξουσιοδοτημένου προσώπου·

δ)

το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία επικοινωνίας και την υπογραφή του υπαλλήλου που εκδίδει το έγγραφο αναγνώρισης ή του εξουσιοδοτημένου κτηνιάτρου·

ε)

μοναδικό αριθμό αναφοράς του πιστοποιητικού·

στ)

στοιχεία σχετικά με οποιοδήποτε από τα προληπτικά υγειονομικά μέτρα για νόσους ή μολύνσεις εκτός από τη λύσσα·

ζ)

το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του αντιπροσώπου της αρμόδιας αρχής που προβαίνει στην επικύρωση·

η)

την ονομασία, την υπογραφή και τα στοιχεία επικοινωνίας του αντιπροσώπου της αρμόδιας αρχής που πραγματοποιεί τους ελέγχους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 34, καθώς και την ημερομηνία των ελέγχων αυτών·

θ)

άλλες σχετικές πληροφορίες όσον αφορά την κατάσταση της υγείας του ζώου συντροφιάς.

2.   Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου καθορίζει επίσης απαιτήσεις όσον αφορά τις γλώσσες, τη μορφή και την ισχύ του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2.

3.   Μέρος του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο γ) αποτελεί γραπτή δήλωση, υπογεγραμμένη από τον ιδιοκτήτη ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, με την οποία επιβεβαιώνεται ότι η μετακίνηση του ζώου συντροφιάς εντός της Ένωσης αποτελεί μετακίνηση μη εμπορικού χαρακτήρα.

Άρθρο 31

Έκδοση και συμπλήρωση του εγγράφου αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Το έγγραφο αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο γ) εκδίδεται είτε από επίσημο κτηνίατρο του εδάφους ή της τρίτης χώρας καταγωγής με βάση έγγραφα τεκμηρίωσης είτε από εξουσιοδοτημένο κτηνίατρο και στη συνέχεια επικυρώνεται από την αρμόδια αρχή του εδάφους ή της τρίτης χώρας καταγωγής αφού ο κτηνίατρος που εκδίδει το έγγραφο:

α)

επαληθεύσει ότι το ζώο συντροφιάς φέρει σήμανση ή περιγράφεται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2· και

β)

συμπληρώσει δεόντως στα σχετικά πεδία του εγγράφου αναγνώρισης τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως στ), πιστοποιώντας έτσι ότι τηρούνται οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) κατά περίπτωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Παρέκκλιση για τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς στα κράτη μέλη

Άρθρο 32

Παρέκκλιση από τους όρους των άρθρων 6, 9, 10 και 14

1.   Κατά παρέκκλιση από τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 6, 9, 10 και 14, τα κράτη μέλη μπορούν, σε έκτακτες περιστάσεις, να επιτρέπουν στο έδαφός τους τη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση ζώων συντροφιάς τα οποία δεν συμμορφώνονται με τους όρους που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

έχει υποβληθεί προηγούμενη αίτηση για τη χορήγηση άδειας από τον ιδιοκτήτη και το κράτος μέλος προορισμού έχει χορηγήσει την εν λόγω άδεια·

β)

τα ζώα συντροφιάς παραμένουν σε απομόνωση υπό επίσημη επίβλεψη για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την εκπλήρωση των ανωτέρω όρων, το οποίο δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες:

i)

σε χώρο εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή· και

ii)

σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην άδεια.

2.   Η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) μπορεί να περιλαμβάνει έγκριση για διαμετακόμιση μέσω άλλου κράτους μέλους, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος διαμετακόμισης έχει δώσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στο κράτος μέλος προορισμού.

ΤΜΗΜΑ 2

Γενικοί όροι όσον αφορά τη συμμόρφωση

Άρθρο 33

Έλεγχοι εγγράφων και ταυτότητας που διενεργούνται σχετικά με μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ή έδαφος ή τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται σε κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 και το άρθρο 15

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 16 και για την επαλήθευση της συμμόρφωσης προς το κεφάλαιο II, τα κράτη μέλη διεξάγουν χωρίς διακρίσεις ελέγχους εγγράφων και ταυτότητας σε ζώα συντροφιάς που μετακινούνται για μη εμπορικούς σκοπούς στην επικράτειά τους από άλλο κράτος μέλος ή έδαφος ή τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται σε κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 15.

2.   Κατά το χρόνο της κάθε μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνησης σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ή έδαφος ή τρίτη χώρα που περιλαμβάνεται σε κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 15, και εφόσον ζητηθεί από την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για τη διενέργεια των ελέγχων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ο ιδιοκτήτης ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο:

α)

υποβάλλει το απαιτούμενο από τον παρόντα κανονισμό έγγραφο αναγνώρισης του ζώου συντροφιάς το οποίο αποδεικνύει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τη μετακίνηση αυτή και

β)

διαθέτει το ζώο συντροφιάς για τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων.

Άρθρο 34

Έλεγχοι εγγράφων και ταυτότητας που διενεργούνται σχετικά με μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς από έδαφος ή τρίτη χώρα που δεν περιλαμβάνεται σε κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 ή το άρθρο 15

1.   Προκειμένου να ελέγχεται η συμμόρφωση με τις διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙΙ, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους διενεργεί ελέγχους εγγράφων και ταυτότητας στο σημείο εισόδου των ταξιδιωτών σχετικά με μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς στο οικείο κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα που δεν περιλαμβάνεται σε κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 15.

2.   Ο ιδιοκτήτης ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, κατά την είσοδο σε κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα που δεν περιλαμβάνεται σε κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 15, επικοινωνεί με την αρμόδια αρχή η οποία είναι παρούσα στο σημείο εισόδου για το σκοπό των ελέγχων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, και:

α)

υποβάλλει το έγγραφο αναγνώρισης του ζώου συντροφιάς που απαιτείται βάσει του παρόντος κανονισμού και το οποίο αποδεικνύει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για τη μετακίνηση αυτή· και

β)

διαθέτει το ζώο συντροφιάς για τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων.

3.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν και αναπροσαρμόζουν τον κατάλογο των σημείων εισόδου των ταξιδιωτών.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρμόδια αρχή την οποία έχουν ορίσει για τη διενέργεια των ελέγχων που προβλέπονται στην παράγραφο 1:

α)

να είναι πλήρως ενημερωμένη σχετικά με τους κανόνες που καθορίζονται στο κεφάλαιο III και οι υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής να έχουν την αναγκαία κατάρτιση για την εφαρμογή τους·

β)

να τηρεί αρχεία σχετικά με τον συνολικό αριθμό των ελέγχων που έχουν πραγματοποιηθεί και των περιπτώσεων μη συμμόρφωσης που διαπιστώθηκαν κατά τους εν λόγω ελέγχους· και

γ)

να τεκμηριώνει τους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν στη σχετική είσοδο του εγγράφου αναγνώρισης, όταν η τεκμηρίωση αυτή απαιτείται για τους σκοπούς της μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνησης σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1.

Άρθρο 35

Ενέργειες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης που διαπιστώνεται κατά τους ελέγχους που προβλέπονται στα άρθρα 33 και 34

1.   Εφόσον, κατά τους ελέγχους που προβλέπονται στα άρθρα 33 και 34, προκύπτει ότι το ζώο συντροφιάς δεν συμμορφώνεται με τους όρους που καθορίζονται στα κεφάλαια ΙΙ ή ΙΙΙ, η αρμόδια αρχή αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με τον επίσημο κτηνίατρο και, όπου απαιτείται, με τον ιδιοκτήτη ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο:

α)

να επιστρέψει το ζώο συντροφιάς στη χώρα ή το έδαφος αποστολής,

β)

να απομονώσει το ζώο συντροφιάς, υπό επίσημο έλεγχο για όσο χρόνο χρειάζεται για τη συμμόρφωση με τους όρους που καθορίζονται στα κεφάλαια ΙΙ ή ΙΙΙ, ή

γ)

ως έσχατη λύση εφόσον η επιστροφή αδύνατη ή η απομόνωση είναι ανέφικτη, να θανατώσει το ζώο συντροφιάς, σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες που αφορούν την προστασία των ζώων συντροφιάς κατά τη θανάτωσή τους.

2.   Εφόσον μια μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση ζώων συντροφιάς στην Ένωση απαγορεύεται από την αρμόδια αρχή, τα ζώα συντροφιάς απομονώνονται υπό επίσημο έλεγχο, εν αναμονή:

α)

της επιστροφής τους στη χώρα ή το έδαφος αποστολής, ή

β)

της έκδοσης κάθε άλλης διοικητικής απόφασης σχετικά με τα εν λόγω ζώα συντροφιάς.

3.   Τα μέτρα των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται με έξοδα του ιδιοκτήτη και χωρίς δυνατότητα χρηματικής αποζημίωσης του ιδιοκτήτη ή του εξουσιοδοτημένου προσώπου.

Άρθρο 36

Μέτρα προφύλαξης

1.   Στις περιπτώσεις εμφάνισης ή εξάπλωσης ασθένειας ή μόλυνσης εκτός από τη λύσσα σε κράτος μέλος, έδαφος ή τρίτη χώρα, η οποία ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων, η Επιτροπή δύναται, ενεργώντας με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, να θεσπίσει με εκτελεστική πράξη, χωρίς καθυστέρηση και ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης, ένα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

αναστολή της μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνησης ή διαμετακόμισης ζώων συντροφιάς από το σύνολο ή μέρος του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους μέλους ή εδάφους ή τρίτης χώρας·

β)

καθορισμός ειδικών όρων για τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς από το σύνολο ή μέρος του συγκεκριμένου κράτους μέλους ή εδάφους ή τρίτης χώρας.

Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 2.

2.   Για δεόντως αιτιολογημένους επιτακτικούς λόγους επείγοντος χαρακτήρα που αφορούν τον περιορισμό ή την αντιμετώπιση σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων, η Επιτροπή εκδίδει άμεσα εφαρμοστέες εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 3.

Άρθρο 37

Υποχρεώσεις πληροφόρησης

1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στο κοινό σαφείς και εύκολα προσιτές πληροφορίες σχετικά με τις απαιτήσεις υγείας των ζώων που ισχύουν για τη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση ζώων συντροφιάς και τους κανόνες για τους ελέγχους συμμόρφωσης όσον αφορά την εν λόγω μετακίνηση που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.   Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν συγκεκριμένα τα εξής:

α)

τα προσόντα που πρέπει να διαθέτουν τα πρόσωπα τα οποία πραγματοποιούν την εμφύτευση του αποκριτή πομποδέκτη που προβλέπεται στο άρθρο 18·

β)

την άδεια παρέκκλισης από τον όρο για αντιλυσσικό εμβολιασμό όσον αφορά τα νεαρά ζώα συντροφιάς των ειδών που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος I, όπως προβλέπεται στα άρθρα 7 και 11·

γ)

τους όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις, στο έδαφος των κρατών μελών, ζώων συντροφιάς:

i)

τα οποία δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις των άρθρων 6, 9, 10 ή 14·

ii)

τα οποία προέρχονται από ορισμένες χώρες και εδάφη υπό τους όρους των εθνικών κανόνων τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16·

δ)

τον κατάλογο των σημείων εισόδου των ταξιδιωτών, που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 34 παράγραφος 3, καθώς και την αρμόδια αρχή που έχει οριστεί για τη διεξαγωγή των ελέγχων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 34 παράγραφος 4·

ε)

τους όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις, στο έδαφός των κρατών μελών, ζώων συντροφιάς των ειδών που αναφέρονται στο μέρος Β του παραρτήματος I, που καθορίζονται από τους εθνικούς κανόνες τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 και στο άρθρο 14 παράγραφος 3· και

στ)

πληροφορίες σχετικά με τα αντιλυσσικά εμβόλια για τα οποία οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έχουν χορηγήσει άδεια κυκλοφορίας στην αγορά, σύμφωνα με το σημείο 1 στοιχείο β) του παραρτήματος III, και ιδίως σχετικά με το αντίστοιχο πρωτόκολλο εμβολιασμού·

3.   Τα κράτη μέλη δημιουργούν ιστοσελίδες για την παροχή των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εν λόγω σελίδες.

4.   Η Επιτροπή επικουρεί τα κράτη μέλη στη διάθεση των εν λόγω πληροφοριών στο κοινό, μέσω της κοινοποίησης στην ιστοσελίδα της:

α)

των συνδέσμων προς τις ενημερωτικές ιστοσελίδες των κρατών μελών και

β)

των πληροφοριών που αναφέρει η παράγραφος 2 στοιχεία β), δ) και ε) του παρόντος άρθρου καθώς και των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες στο κοινό όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) σε επιπλέον γλώσσες ανάλογα με τις ανάγκες.

ΤΜΗΜΑ 3

Διαδικαστικές διατάξεις

Άρθρο 38

Τροποποιήσεις των παραρτημάτων

Για να λαμβάνονται υπόψη η τεχνική πρόοδος, οι επιστημονικές εξελίξεις και η προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας των ζώων συντροφιάς, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 39 για την τροποποίηση των παραρτημάτων II έως ΙV.

Άρθρο 39

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 19 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και στο άρθρο 38 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 28 Ιουνίου 2013. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, στο άρθρο 17 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 19 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και στο άρθρο 38 ανακαλείται ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ.

4.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5, το άρθρο 17 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 19 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και το άρθρο 38 τίθενται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση των πράξεων στα εν λόγω όργανα ή εφόσον, πριν από την εκπνοή αυτής της προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να προβάλουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες.

Άρθρο 40

Διαδικασία επείγουσας ανάγκης

1.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν εκφραστεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγουσας ανάγκης.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλλουν αντιρρήσεις έναντι κατ’ εξουσιοδότηση πράξης σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 5. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 41

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 58 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (19). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όποτε γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011. Σε περίπτωση που η γνωμοδότηση της επιτροπής πρέπει να ληφθεί μέσω γραπτής διαδικασίας, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός της προθεσμίας έκδοσης της γνώμης, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσουν τα μέλη της επιτροπής με απλή πλειοψηφία.

3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 αυτού.

Άρθρο 42

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που εφαρμόζονται στις παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι κυρώσεις αυτές εφαρμόζονται. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις διατάξεις αυτές και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους στην Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 43

Κατάργηση

1.   Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 998/2003 καταργείται με εξαίρεση το τμήμα 2 του μέρους Β και του μέρους Γ του παραρτήματος II, που παραμένει σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος των εκτελεστικών πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 και 2 του παρόντος κανονισμού αντίστοιχα.

Οι αναφορές του παρόντος κανονισμού στον κατάλογο της εκτελεστικής πράξης που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 ή 2 νοούνται ως αναφορές στον κατάλογο τρίτων χωρών και εδαφών που περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του μέρους Β και στο μέρος Γ του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 αντίστοιχα μέχρι την έναρξη ισχύος των εν λόγω εκτελεστικών πράξεων.

2.   Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος V.

3.   Η κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 δεν θίγει τη διατήρηση σε ισχύ του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1152/2011 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2011, που συμπληρώνει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 998/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά προληπτικά υγειονομικά μέτρα για την καταπολέμηση της μόλυνσης των σκύλων με Echinococcus multilocularis  (20) που εκδόθηκε βάσει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 5 παράγραφος 1 του κανονισμού εκείνου.

Άρθρο 44

Μεταβατικά μέτρα σχετικά με τα έγγραφα αναγνώρισης

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 21 παράγραφος 1, το έγγραφο αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 6 στοιχείο δ) θεωρείται ότι συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό εφόσον:

α)

συντάχθηκε σύμφωνα με το υπόδειγμα διαβατηρίου που θεσπίστηκε με την απόφαση 2003/803/ΕΚ· και

β)

εκδόθηκε πριν από τις 29 Δεκεμβρίου 2014.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 25 παράγραφος 1 και το άρθρο 27 στοιχείο α) το έγγραφο αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο ε) θεωρείται ότι συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό εφόσον:

α)

συντάχθηκε σύμφωνα με το υπόδειγμα πιστοποιητικού που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της απόφασης 2011/874/ΕΕ, ή, κατά περίπτωση, το υπόδειγμα διαβατηρίου που θεσπίστηκε με την απόφαση 2003/803/ΕΚ· και

β)

εκδόθηκε πριν από τις 29 Δεκεμβρίου 2014.

Άρθρο 45

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 29 Δεκεμβρίου 2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 12 Ιουνίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. CREIGHTON


(1)  ΕΕ C 229 της 31.7.2012, σ. 119.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Μαΐου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 2013.

(3)  ΕΕ L 146 της 13.6.2003, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 132 της 29.5.2010, σ. 3.

(5)  ΕΕ L 268 της 14.9.1992, σ. 54.

(6)  ΕΕ L 328 της 24.11.2006, σ. 14.

(7)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 74.

(8)  ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55.

(9)  ΕΕ L 61 της 3.3.1997, σ. 1.

(10)  Οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς και ζωοτεχνικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 29).

(11)  Οδηγία 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προέλευσης τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα (ΕΕ L 268 της 24.9.1991, σ. 56).

(12)  Οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 726/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΕ L 136 της 30.4.2004, σ. 1).

(14)  ΕΕ L 79 της 30.3.2000, σ. 40.

(15)  ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1.

(16)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(17)  ΕΕ L 312 της 27.11.2003, σ. 1.

(18)  ΕΕ L 343 της 23.12.2011, σ. 65.

(19)  ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.

(20)  ΕΕ L 296 της 15.11.2011, σ. 6.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Είδη ζώων συντροφιάς

ΜΕΡΟΣ A

Σκύλοι (Canis lupus familiaris)

Γάτες (Felis silvestris catus)

Νυφίτσες (Mustela putorius furo)

ΜΕΡΟΣ Β

Ασπόνδυλα [πλην μελισσών και αγριομελισσών που καλύπτονται από το άρθρο 8 της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ και μαλακίων και καρκινοειδών, που αναφέρονται αντίστοιχα στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία ε) (ii) και ε) (iii) της οδηγίας 2006/88/ΕΚ]

Διακοσμητικά υδρόβια ζώα, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο ια) της οδηγίας 2006/88/ΕΚ και εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας με βάση το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) αυτής.

Αμφίβια

Ερπετά

Πτηνά: δείγματα ειδών πτηνών πλην όσων αναφέρονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2009/158/ΕΚ.

Θηλαστικά: τρωκτικά και κουνέλια, πλην όσων προορίζονται για παραγωγή τροφίμων και ορίζονται ως «λαγόμορφα» στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Τεχνικές απαιτήσεις για αποκριτές πομποδέκτες

Οι αποκριτές πομποδέκτες πρέπει:

α)

να συμμορφώνονται με το πρότυπο ISO 11784 και να εφαρμόζουν την τεχνολογία HDX ή FDX-Β· και

β)

να μπορούν να αναγνωστούν από συσκευή ανάγνωσης συμβατή με το πρότυπο ISO 11785.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Απαιτήσεις ισχύος για τους αντιλυσσικούς εμβολιασμούς

1.

Το αντιλυσσικό εμβόλιο πρέπει:

α)

να μην είναι εμβόλιο με ζωντανό τροποποιημένο ιό και να εμπίπτει σε μία από τις παρακάτω κατηγορίες:

i)

αδρανοποιημένο εμβόλιο τουλάχιστον μιας αντιγονικής μονάδας ανά δόση (σύσταση από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας), ή

ii)

ανασυνδυασμένο εμβόλιο που εκφράζει την ανοσολογική γλυκοπρωτεΐνη του ιού της λύσσας σε έναν ζωντανό ιικό φορέα·

β)

όταν χορηγείται σε κράτος μέλος, να έχει λάβει άδεια κυκλοφορίας στην αγορά σύμφωνα με:

i)

το άρθρο 5 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ, ή

ii)

το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004·

γ)

όταν χορηγείται σε έδαφος ή τρίτη χώρα, να έχει λάβει έγκριση ή άδεια από την αρμόδια αρχή και να πληροί τουλάχιστον τις απαιτήσεις που ορίζονται στο σχετικό μέρος του κεφαλαίου που αφορά τη λύσσα στο Εγχειρίδιο των Διαγνωστικών Δοκιμών και Εμβολίων για Χερσαία Ζώα του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων.

2.

Ο αντιλυσσικός εμβολιασμός πρέπει να πληροί τους ακόλουθους όρους:

α)

το εμβόλιο έχει χορηγηθεί από εξουσιοδοτημένο κτηνίατρο,

β)

το ζώο συντροφιάς ήταν τουλάχιστον δώδεκα εβδομάδων κατά τον χρόνο που έγινε ο εμβολιασμός,

γ)

η ημερομηνία χορήγησης του εμβολίου αναφέρεται από εξουσιοδοτημένο ή επίσημο κτηνίατρο στο κατάλληλο τμήμα του εγγράφου αναγνώρισης,

δ)

η ημερομηνία χορήγησης που αναφέρεται στο στοιχείο γ) δεν προηγείται της ημερομηνίας εμφύτευσης του αποκριτή πομποδέκτη ή της δερματοστιξίας ή της ημερομηνίας ανάγνωσης του αποκριτή πομποδέκτη ή της δερματοστιξίας που αναφέρεται στο κατάλληλο τμήμα του εγγράφου αναγνώρισης,

ε)

η περίοδος ισχύος του εμβολιασμού αρχίζει από τη δημιουργία προστατευτικής ανοσίας, η οποία δεν πρέπει να είναι μικρότερη από 21 ημέρες από την ημερομηνία λήξης του πρωτοκόλλου εμβολιασμού που απαιτείται από τον παρασκευαστή για τον πρώτο εμβολιασμό και συνεχίζεται μέχρι το τέλος της περιόδου προστατευτικής ανοσίας, όπως ορίζεται στις τεχνικές προδιαγραφές της άδειας κυκλοφορίας στην αγορά η οποία αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) ή της έγκρισης ή της άδειας η οποία αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο γ) για το αντιλυσσικό εμβόλιο στο κράτος μέλος ή στο έδαφος ή στην τρίτη χώρα όπου χορηγείται το εμβόλιο·

Η περίοδος ισχύος του εμβολίου αναφέρεται από εξουσιοδοτημένο ή επίσημο κτηνίατρο στο κατάλληλο τμήμα του εγγράφου αναγνώρισης.

στ)

ο επανεμβολιασμός (επανάληψη) πρέπει να θεωρείται ως η πρώτη δόση του εμβολίου αν δεν έχει πραγματοποιηθεί εντός της περιόδου ισχύος του προηγούμενου εμβολιασμού η οποία αναφέρεται στο στοιχείο ε).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Απαιτήσεις ισχύος για τη δοκιμή τιτλοδότησης αντισωμάτων της λύσσας

1.

Η συλλογή του δείγματος αίματος που απαιτείται για τη δοκιμή τιτλοδότησης αντισωμάτων λύσσας πρέπει να διενεργείται και να τεκμηριώνεται από εξουσιοδοτημένο κτηνίατρο στο κατάλληλο τμήμα του εγγράφου αναγνώρισης.

2.

Η δοκιμή τιτλοδότησης αντισωμάτων λύσσας:

α)

πρέπει να διενεργείται σε δείγμα που έχει συλλεγεί τουλάχιστον 30 ημέρες μετά την ημερομηνία του εμβολιασμού και

i)

τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία:

της μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνησης από έδαφος ή τρίτη χώρα εκτός εκείνων που αναφέρονται στις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 ή 2, ή

της διαμετακόμισης μέσω του εν λόγω εδάφους ή τρίτης χώρας, εφόσον οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 12 στοιχείο γ) δεν πληρούνται· ή

ii)

πριν το ζώο συντροφιάς εξέλθει από την Ένωση για μετακίνηση ή διαμετακόμιση από έδαφος ή τρίτη χώρα εκτός εκείνων που περιλαμβάνονται σε κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 ή 2. Το έγγραφο αναγνώρισης με τη μορφή που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 πρέπει να επιβεβαιώνει ότι διενεργήθηκε τιτλοδότηση αντισωμάτων λύσσας με θετικά αποτελέσματα πριν από την ημερομηνία της μετακίνησης·

β)

πρέπει να μετρά επίπεδο εξουδετερωτικών αντισωμάτων του ιού της λύσσας σε ορό ίσο ή μεγαλύτερο του 0,5 IU/ml και με χρήση μεθόδου που περιγράφεται στο συναφές μέρος του κεφαλαίου σχετικά με τη λύσσα του Εγχειριδίου Διαγνωστικών Δοκιμών και Εμβολίων για Χερσαία Ζώα του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων·

γ)

πρέπει να εκτελείται σε εργαστήριο εγκεκριμένο σύμφωνα με το άρθρο 3 της απόφασης 2000/258/ΕΚ·

δ)

δεν χρειάζεται να παρατείνεται μετά από ικανοποιητικό αποτέλεσμα που περιγράφεται στο στοιχείο β), υπό την προϋπόθεση ότι το ζώο συντροφιάς έχει επανεμβολιαστεί εντός της περιόδου ισχύος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ε) του παραρτήματος III του προηγούμενου εμβολιασμού.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Πίνακας αντιστοιχίας που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 998/2003

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 2 πρώτη παράγραφος

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2 δεύτερη παράγραφος

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 2 τρίτη παράγραφος

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 3 στοιχείο α)

Άρθρο 3 στοιχεία α) και β)

Άρθρο 3 στοιχείο β)

Άρθρο 3 στοιχείο στ)

Άρθρο 3 στοιχείο γ)

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

 

 

Άρθρο 17 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 6 στοιχείο α)

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 6 στοιχείο δ)

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i)

Άρθρο 6 στοιχείο β)

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii)

Άρθρο 6 στοιχείο γ)

Άρθρο 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 19

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 7

Άρθρο 6

Άρθρο 7

Άρθρο 5 παράγραφος 5, άρθρα 9, 14 και 28

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρα 10 και 12

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και άρθρο 27

Άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο α)

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο β)

Άρθρο 16

Άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο γ)

Άρθρο 11

Άρθρο 8 παράγραφος 4

Άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 9

Άρθρο 14 και άρθρο 30 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 10 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 10 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 3

Άρθρο 11 πρώτη φράση

Άρθρο 37 παράγραφος 1

Άρθρο 11 δεύτερη φράση

Άρθρο 34 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Εισαγωγική φράση και στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου του άρθρου 12

Άρθρο 10 παράγραφος 2 και άρθρο 34 παράγραφος 1

Εισαγωγική φράση και στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου του άρθρου 12

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 12 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 34 παράγραφος 3 και άρθρο 37 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 13

Άρθρο 34 παράγραφος 3 και άρθρο 37 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 14 πρώτη παράγραφος

Άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 14 δεύτερη παράγραφος

Άρθρο 17 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 14 τρίτη παράγραφος

Άρθρο 35 παράγραφοι 1 και 3

Άρθρο 14 τέταρτη παράγραφος

Άρθρο 35 παράγραφος 2

Άρθρο 15

Παράρτημα IV σημεία 1 και 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 16

Άρθρο 17 πρώτη παράγραφος

Άρθρο 17 δεύτερη παράγραφος

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 18 πρώτη παράγραφος

Άρθρο 18 δεύτερη παράγραφος

Άρθρο 36

Άρθρο 19

Άρθρο 13 παράγραφος 3 και άρθρο 5 παράγραφος 5

Άρθρο 19α παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 38

Άρθρο 19α παράγραφος 3

Άρθρο 19β παράγραφος 1

Άρθρο 39 παράγραφος 2

Άρθρο 19β παράγραφος 2

Άρθρο 39 παράγραφος 4

Άρθρο 19β παράγραφος 3

Άρθρο 39 παράγραφος 1

Άρθρο 19γ παράγραφοι 1 και 3

Άρθρο 39 παράγραφος 3

Άρθρο 19γ παράγραφος 2

Άρθρο 19δ παράγραφος 1 και άρθρο 19δ παράγραφος 2

Άρθρο 39 παράγραφος 5

Άρθρο 19δ παράγραφος 3

Άρθρα 20 έως 23

Άρθρο 24 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 41 παράγραφοι 1, 2 και 3

Άρθρο 24 παράγραφοι 4 και 5

Άρθρο 25

Άρθρο 45

Παράρτημα I

Παράρτημα I

Παράρτημα Ια

Παράρτημα II

Παράρτημα Ιβ

Παράρτημα III

Μέρος Α και τμήμα 1 του μέρους Β του παραρτήματος II

Τμήμα 2 του μέρους Β του παραρτήματος II

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Τμήμα Γ του παραρτήματος II

Άρθρο 13 παράγραφος 2


ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Στο πλαίσιο της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία και την καλή διαβίωση των ζώων (1), η Επιτροπή θα πραγματοποιήσει μελέτη σχετικά με καλή διαβίωση των σκύλων και των γατών που αποτελούν αντικείμενο εμπορικών πρακτικών.

Σε περίπτωση που από τη μελέτη αυτή προκύψει ότι οι συγκεκριμένες εμπορικές πρακτικές συνεπάγονται κινδύνους για την υγεία, η Επιτροπή θα εξετάσει τις δυνατότητες προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων. Θα μπορούσε, επί παραδείγματι, να προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναπροσαρμογές της ισχύουσας νομοθεσίας της Ένωσης όσον αφορά το εμπόριο σκύλων και γατών, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης συστημάτων καταγραφής των ζώων αυτών, τα οποία θα είναι συμβατά και προσβάσιμα σε όλα τα κράτη μέλη.

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή θα αξιολογήσει τη σκοπιμότητα και την καταλληλότητα της επέκτασης αυτών των συστημάτων καταγραφής στους σκύλους και τις γάτες που έχουν σημανθεί και ταυτοποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης για τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς.


(1)  COM(2012) 6 final/2, Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία και την καλή διαβίωση των ζώων κατά το διάστημα 2012-2015.


ΟΔΗΓΙΕΣ

28.6.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 178/27


ΟΔΗΓΊΑ 2013/29/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Ιουνίου 2013

για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά ειδών πυροτεχνίας (αναδιατύπωση)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

H οδηγία 2007/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Μαΐου 2007 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά ειδών πυροτεχνίας (3) έχει τροποποιηθεί ουσιωδώς (4). Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων, είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων (5), ορίζει τους κανόνες διαπίστευσης των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, παρέχει το πλαίσιο για την εποπτεία της αγοράς προϊόντων και για τη διενέργεια ελέγχων σε προϊόντα από τρίτες χώρες και ορίζει τις γενικές αρχές που διέπουν τη σήμανση CE.

(3)

Η απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για κοινό πλαίσιο εμπορίας των προϊόντων (6), θεσπίζει κοινές αρχές και διατάξεις αναφοράς που εφαρμόζονται σε όλη την τομεακή νομοθεσία, ώστε να εξασφαλίζεται συνεκτική βάση για την αναθεώρηση ή την αναδιατύπωση της εν λόγω νομοθεσίας. Η οδηγία 2007/23/ΕΚ θα πρέπει να προσαρμοστεί στην εν λόγω απόφαση.

(4)

Οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στα κράτη μέλη σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά ειδών πυροτεχνίας διαφέρουν, ιδίως όσον αφορά πτυχές όπως η ασφάλεια και τα χαρακτηριστικά απόδοσης.

(5)

Οι νόμοι, οι κανονισμοί και οι διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών, εφόσον ενδέχεται να δημιουργήσουν φραγμούς στο εμπόριο μέσα στην Ένωση, θα πρέπει να εναρμονίζονται ώστε να επιτρέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας εντός της εσωτερικής αγοράς, εξασφαλίζοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της ασφάλειας και της προστασίας των καταναλωτών και των επαγγελματιών τελικών χρηστών. Αυτό το υψηλό επίπεδο προστασίας θα πρέπει να περιλαμβάνει την τήρηση των σχετικών ορίων ηλικίας για τους χρήστες ειδών πυροτεχνίας.

(6)

Η οδηγία 93/15/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, για την εναρμόνιση των διατάξεων περί της εμπορίας και του ελέγχου των εκρηκτικών υλών εμπορικής χρήσης (7), δεν περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τα είδη πυροτεχνίας.

(7)

Η ασφάλεια κατά την αποθήκευση διέπεται από την οδηγία 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 1996, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες (8), η οποία ορίζει απαιτήσεις ασφαλείας για τις εγκαταστάσεις όπου υπάρχουν, μεταξύ άλλων επικίνδυνων πυροτεχνικών ουσιών, εκρηκτικές ουσίες.

(8)

Όσον αφορά την ασφάλεια κατά τη μεταφορά, οι κανόνες που αφορούν τη μεταφορά των ειδών πυροτεχνίας καλύπτονται από διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τη μεταφορά επικίνδυνων αγαθών. Κατά συνέπεια, οι πτυχές αυτές δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

(9)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να έχει εφαρμογή σε όλες τις μορφές προμηθειών, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης από απόσταση.

(10)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στα είδη πυροτεχνίας στα οποία εφαρμόζονται η οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τον εξοπλισμό πλοίων (9), και οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις που αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία. Επίσης, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε καψούλια που έχουν σχεδιασθεί για επικρουστικά παιχνίδια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την ασφάλεια των παιχνιδιών (10).

(11)

Τα πυροτεχνήματα που έχουν κατασκευαστεί προς ιδία χρήση του κατασκευαστή τους και έχουν εγκριθεί για χρήση αποκλειστικά στην επικράτεια του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο κατασκευαστής, παραμένουν δε στην επικράτεια του κράτους μέλους αυτού, δεν θα πρέπει να θεωρούνται ότι είναι διαθέσιμα στην αγορά και δεν θα πρέπει, κατά συνέπεια, να απαιτείται να συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία.

(12)

Όταν πληρούνται οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να μπορούν να απαγορεύουν, να περιορίζουν ή να παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας από τα κράτη μέλη σε κατασκευαστές, διανομείς και εισαγωγείς.

(13)

Τα είδη πυροτεχνίας θα πρέπει να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πυροτεχνήματα, είδη πυροτεχνίας για το θέατρο και άλλα είδη πυροτεχνίας για τεχνικούς σκοπούς, όπως οι αεριογόνες συσκευές που χρησιμοποιούνται στους αερόσακους ή στους προεντατήρες των ζωνών ασφαλείας.

(14)

Για να εξασφαλιστούν τα κατάλληλα υψηλά επίπεδα προστασίας, τα είδη πυροτεχνίας θα πρέπει να ταξινομούνται σύμφωνα με το επίπεδο κινδύνου που ενέχουν σε σχέση με το είδος της χρήσης τους, με τον σκοπό τους ή με το επίπεδο θορύβου.

(15)

Δεδομένων των κινδύνων που είναι εγγενείς στη χρήση των ειδών πυροτεχνίας, είναι σκόπιμο να καθοριστούν όρια ηλικίας για τη διάθεσή τους σε πρόσωπα, καθώς και να εξασφαλιστεί ότι η επισήμανσή τους φέρει επαρκείς και κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την ασφαλή χρήση τους, έτσι ώστε να προστατεύονται η ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον. Ορισμένα είδη πυροτεχνίας θα πρέπει να είναι διαθέσιμα μόνον σε πρόσωπα που διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία. Όσον αφορά είδη πυροτεχνίας που προορίζονται για οχήματα, θα πρέπει, στο πλαίσιο των απαιτήσεων για την επισήμανση, να λαμβάνονται υπόψη τόσο η τρέχουσα πρακτική όσο και το γεγονός ότι οι προμηθευτές στην αυτοκινητοβιομηχανία διαθέτουν αυτά τα είδη αποκλειστικά σε επαγγελματίες χρήστες.

(16)

Η χρήση των ειδών πυροτεχνίας, ιδίως των πυροτεχνημάτων, υπόκειται σε εμφανώς διαφορετικές πολιτιστικές συνήθειες και παραδόσεις στα αντίστοιχα κράτη μέλη. Είναι επομένως αναγκαίο να επιτραπεί στα κράτη μέλη να λαμβάνουν εθνικά μέτρα για τον περιορισμό της χρήσης ή της πώλησης ορισμένων κατηγοριών ειδών πυροτεχνίας στο ευρύ κοινό, μεταξύ άλλων, για λόγους δημόσιας ασφάλειας ή υγείας και προστασίας.

(17)

Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να φέρουν την ευθύνη για τη συμμόρφωση των προϊόντων πυροτεχνίας προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, σε σχέση με τον ρόλο που διαδραματίζουν αντιστοίχως στην αλυσίδα εφοδιασμού, ούτως ώστε να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των δημόσιων συμφερόντων και την προστασία των τελικών χρηστών, και να εγγυώνται θεμιτό ανταγωνισμό στην αγορά της Ένωσης.

(18)

Όλοι οι οικονομικοί φορείς που παρεμβαίνουν στην αλυσίδα προσφοράς και διανομής θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι διαθέτουν στην αγορά μόνο είδη πυροτεχνίας που είναι σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Είναι απαραίτητο να προβλεφθεί σαφής και αναλογική κατανομή των υποχρεώσεων, που να ανταποκρίνεται στον ρόλο κάθε οικονομικού φορέα στην αλυσίδα προσφοράς και διανομής.

(19)

Για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ των οικονομικών φορέων, των αρχών εποπτείας της αγοράς και των καταναλωτών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παροτρύνουν τους οικονομικούς φορείς να περιλαμβάνουν και διεύθυνση στο διαδίκτυο, επιπλέον της ταχυδρομικής διεύθυνσης.

(20)

Ο κατασκευαστής, γνωρίζοντας λεπτομερώς τη διαδικασία σχεδιασμού και παραγωγής, βρίσκεται σε καλύτερη θέση για να διενεργεί τη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Η αξιολόγηση της συμμόρφωσης θα πρέπει, συνεπώς, να παραμείνει υποχρέωση αποκλειστικά του κατασκευαστή.

(21)

Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι τα είδη πυροτεχνίας από τρίτες χώρες που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και, ιδίως, ότι οι κατασκευαστές έχουν διενεργήσει τις κατάλληλες διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης όσον αφορά τα συγκεκριμένα είδη πυροτεχνίας. Θα πρέπει, επομένως, να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγείς είναι υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουν ότι τα είδη πυροτεχνίας που διαθέτουν στην αγορά συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και ότι δεν διαθέτουν στην αγορά είδη πυροτεχνίας που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις αυτές ή ενέχουν κίνδυνο. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγείς είναι υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουν ότι έχουν διενεργηθεί οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και ότι η σήμανση των ειδών πυροτεχνίας και τα έγγραφα που καταρτίζουν οι κατασκευαστές είναι στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών για λόγους ελέγχου.

(22)

Ο διανομέας καθιστά ένα είδος πυροτεχνίας διαθέσιμο στην αγορά αφού πρώτα το είδος πυροτεχνίας έχει διατεθεί στην αγορά από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα και θα πρέπει να ενεργεί με τη δέουσα προσοχή, ώστε να εξασφαλίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το είδος πυροτεχνίας δεν επηρεάζει αρνητικά τη συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας.

(23)

Οιοσδήποτε οικονομικός φορέας διαθέτει ένα είδος πυροτεχνίας στην αγορά με τη δική του επωνυμία ή εμπορικό σήμα ή τροποποιεί ένα είδος πυροτεχνίας κατά τρόπον ώστε να επηρεαστεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι ο κατασκευαστής και να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του κατασκευαστή.

(24)

Οι διανομείς και οι εισαγωγείς, επειδή βρίσκονται κοντά στην αγορά, θα πρέπει να συμμετέχουν σε καθήκοντα εποπτείας της αγοράς που εκτελούνται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές και θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να συμμετάσχουν ενεργά με την προσκόμιση στις αρμόδιες αρχές όλων των αναγκαίων πληροφοριών που αφορούν το οικείο είδος πυροτεχνίας.

(25)

Στο πλαίσιο της τήρησης των στοιχείων που απαιτούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας για την ταυτοποίηση άλλων οικονομικών φορέων, δεν θα πρέπει να απαιτείται από τους οικονομικούς φορείς να ενημερώνουν τα στοιχεία αυτά για άλλους οικονομικούς φορείς που είτε τους έχουν προμηθεύσει είτε έχουν προμηθευτεί από αυτούς είδη πυροτεχνίας.

(26)

Είναι σκόπιμο να καθιερωθούν ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας για τα είδη πυροτεχνίας, προκειμένου να προστατεύονται οι καταναλωτές και να προλαμβάνονται ατυχήματα.

(27)

Ορισμένα είδη πυροτεχνίας, ιδίως είδη πυροτεχνίας για τα οχήματα, όπως αεριογόνες συσκευές για αερόσακους, περιέχουν μικρές ποσότητες εμπορικών εκρηκτικών υλών και στρατιωτικών εκρηκτικών υλών. Μετά την έγκριση της οδηγίας 2007/23/ΕΚ κατέστη φανερό ότι δεν θα ήταν δυνατή η αντικατάσταση αυτών των ουσιών που χρησιμοποιούνται ως προσμείξεις σε αυστηρά εκρηκτικές συνθέσεις, όταν χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση της ενεργειακής ισορροπίας. Η ουσιώδης απαίτηση ασφαλείας, η οποία περιορίζει τη χρήση εμπορικών εκρηκτικών υλών και στρατιωτικών εκρηκτικών υλών θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθεί.

(28)

Για να διευκολυνθεί η αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί ότι υπάρχει τεκμήριο συμμόρφωσης για είδη πυροτεχνίας τα οποία συμμορφώνονται με εναρμονισμένα πρότυπα τα οποία εκδίδονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012 για την ευρωπαϊκή τυποποίηση και για την τροποποίηση των οδηγιών 89/686/ΕΟΚ και 93/15/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 94/9/ΕΚ, 94/25/ΕΚ, 95/16/ΕΚ, 97/23/ΕΚ, 98/34/ΕΚ, 2004/22/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ, 2009/105/ΕΚ και 2009/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), με σκοπό τη διατύπωση λεπτομερών τεχνικών προδιαγραφών των εν λόγω απαιτήσεων.

(29)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 προβλέπει διαδικασία υποβολής ενστάσεων κατά εναρμονισμένων προτύπων όταν τα εν λόγω πρότυπα δεν ικανοποιούν πλήρως τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

(30)

Για να δοθεί η δυνατότητα στους οικονομικούς φορείς να αποδείξουν, και στις αρμόδιες αρχές να εξασφαλίσουν, ότι τα είδη πυροτεχνίας που είναι διαθέσιμα στην αγορά συμμορφώνονται προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας, είναι απαραίτητο να προβλεφθούν διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Με την απόφαση αριθ. 768/2008/ΕΚ θεσπίζονται ενότητες για τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που περιλαμβάνουν από τη λιγότερο αυστηρή έως την περισσότερο αυστηρή διαδικασία, ανάλογα με το επίπεδο του υφιστάμενου κινδύνου και το επίπεδο της απαιτούμενης ασφάλειας. Για να εξασφαλιστεί η διατομεακή συνοχή και να αποφευχθούν οι ad hoc παραλλαγές, οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης θα πρέπει να επιλέγονται από τις ενότητες αυτές.

(31)

Οι κατασκευαστές θα πρέπει να καταρτίζουν δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ με την οποία να παρέχουν τις πληροφορίες που απαιτούνται με βάση την παρούσα οδηγία σχετικά με τη συμμόρφωση ενός είδους πυροτεχνίας προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και της λοιπής συναφούς ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης.

(32)

Προκειμένου να εξασφαλίζεται ουσιαστική πρόσβαση στις πληροφορίες για σκοπούς εποπτείας της αγοράς, οι πληροφορίες που απαιτούνται για τον προσδιορισμό όλων των εφαρμοστέων πράξεων της Ένωσης θα πρέπει να είναι διαθέσιμες σε μια ενιαία δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ. Για τη μείωση του διοικητικού φόρτου που βαρύνει τους οικονομικούς φορείς, αυτή η ενιαία δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ μπορεί να είναι φάκελος που περιλαμβάνει τις σχετικές επιμέρους δηλώσεις συμμόρφωσης.

(33)

Η σήμανση CE, που δηλώνει τη συμμόρφωση είδους πυροτεχνίας, είναι η ορατή συνέπεια ολόκληρης διαδικασίας η οποία συμπεριλαμβάνει την αξιολόγηση της συμμόρφωσης υπό ευρεία έννοια. Οι γενικές αρχές που διέπουν τη σήμανση CE διατυπώνονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008. Οι κανόνες που διέπουν την τοποθέτηση της σήμανσης CE θα πρέπει να καθοριστούν με την παρούσα οδηγία.

(34)

Οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία απαιτούν την παρέμβαση των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, οι οποίοι κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή.

(35)

Η πείρα έχει δείξει ότι τα κριτήρια που θεσπίζονται στην οδηγία 2007/23/ΕΚ, τα οποία οφείλουν να πληρούν οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης για να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή, δεν επαρκούν για την εξασφάλιση ομοιόμορφα υψηλού επιπέδου επίδοσης των κοινοποιημένων οργανισμών σε όλη την Ένωση. Είναι ωστόσο αναγκαίο, όλοι οι κοινοποιημένοι οργανισμοί να εκτελούν τα καθήκοντά τους στο ίδιο επίπεδο και με συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού. Αυτό προϋποθέτει τον καθορισμό υποχρεωτικών απαιτήσεων για τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που επιθυμούν να κοινοποιηθούν για να παρέχουν υπηρεσίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

(36)

Για να εξασφαλιστεί συνέπεια όσον αφορά το επίπεδο ποιότητας κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, είναι επίσης αναγκαίο να καθοριστούν οι απαιτήσεις που οφείλουν να πληρούν οι κοινοποιούσες αρχές και άλλοι οργανισμοί που συμμετέχουν στην αξιολόγηση, την κοινοποίηση και την παρακολούθηση των κοινοποιημένων οργανισμών.

(37)

Το σύστημα που θεσπίζεται με την παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμπληρώνεται με το σύστημα διαπίστευσης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008. Επειδή η διαπίστευση είναι βασικό μέσο για να επαληθευθεί η επάρκεια των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, θα πρέπει να χρησιμοποιείται επίσης για τον σκοπό της κοινοποίησης.

(38)

Η διαφανής διαπίστευση που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και εξασφαλίζει το αναγκαίο επίπεδο εμπιστοσύνης στα πιστοποιητικά συμμόρφωσης, θα πρέπει να θεωρείται από τις εθνικές δημόσιες αρχές σε ολόκληρη την Ένωση ως το κατ’ εξοχήν μέσο απόδειξης της τεχνικής επάρκειας των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Ωστόσο, οι εθνικές αρχές δύνανται να θεωρούν ότι διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για να διενεργούν οι ίδιες την εν λόγω αξιολόγηση. Στις περιπτώσεις αυτές, για να εξασφαλίζεται το κατάλληλο επίπεδο αξιοπιστίας της αξιολόγησης από άλλες εθνικές αρχές, οι εθνικές αρχές θα πρέπει να προσκομίζουν στην Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη τις αναγκαίες αποδείξεις ότι οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης που έχουν αξιολογηθεί τηρούν τις σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις.

(39)

Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης συχνά αναθέτουν υπεργολαβικά σε τρίτους ή σε θυγατρική τους μέρη των δραστηριοτήτων τους που συνδέονται με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης. Για να εξασφαλιστεί το επίπεδο της προστασίας που απαιτείται για τα είδη πυροτεχνίας που πρόκειται να διατεθούν στην αγορά της Ένωσης, έχει σημασία οι υπεργολάβοι και οι θυγατρικές που αξιολογούν τη συμμόρφωση να πληρούν, για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τις ίδιες απαιτήσεις όπως και οι κοινοποιημένοι οργανισμοί. Είναι συνεπώς σημαντικό, η αξιολόγηση της επάρκειας και της απόδοσης των οργανισμών που πρόκειται να κοινοποιηθούν, καθώς και η παρακολούθηση των ήδη κοινοποιημένων οργανισμών, να καλύπτουν και δραστηριότητες που διεξάγονται από υπεργολάβους και θυγατρικές.

(40)

Είναι ανάγκη να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και η διαφάνεια της διαδικασίας κοινοποίησης και, ειδικότερα, να προσαρμοστεί η διαδικασία αυτή στις νέες τεχνολογίες ώστε να καταστεί δυνατή η τηλεματική κοινοποίηση.

(41)

Επειδή οι κοινοποιημένοι οργανισμοί μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Ένωση, ενδείκνυται να δοθεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή η δυνατότητα να υποβάλλουν ένσταση σχετικά με κοινοποιούμενο οργανισμό. Συνεπώς, είναι σημαντικό να προβλεφθεί χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα μπορούν να αποσαφηνίζονται τυχόν αμφιβολίες ή ανησυχίες για την επάρκεια των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης, προτού αυτοί αρχίσουν να λειτουργούν ως κοινοποιημένοι οργανισμοί.

(42)

Για λόγους ανταγωνιστικότητας έχει ζωτική σημασία να εφαρμόζουν οι κοινοποιημένοι οργανισμοί τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης χωρίς περιττές επιβαρύνσεις για τους οικονομικούς φορείς. Για τον ίδιο λόγο, και για να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση των οικονομικών φορέων, θα πρέπει να εξασφαλίζεται συνέπεια στην τεχνική εφαρμογή των διαδικασιών αξιολόγησης της συμμόρφωσης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα με τον συντονισμό και τη συνεργασία των κοινοποιημένων οργανισμών.

(43)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο για να εξασφαλίζουν ότι τα είδη πυροτεχνίας μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνο με την προϋπόθεση ότι, εφόσον αποθηκεύονται σωστά και χρησιμοποιούνται για τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται, δεν θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων. Τα είδη πυροτεχνίας θα πρέπει να θεωρείται ότι δεν συμμορφώνονται προς τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία μόνο υπό εύλογα προβλέψιμες συνθήκες χρήσης, δηλαδή όταν η χρήση τους θα μπορούσε να είναι απόρροια νόμιμης και άμεσα προβλέψιμης ανθρώπινης συμπεριφοράς.

(44)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι κανόνες για την εποπτεία της ενωσιακής αγοράς και για τον έλεγχο των προϊόντων που εισέρχονται στην ενωσιακή αγορά, οι οποίοι προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 ισχύουν και για τα είδη πυροτεχνίας. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιλέγουν τις αρμόδιες αρχές που θα εκτελούν αυτά τα καθήκοντα.

(45)

Οι ομάδες ειδών πυροτεχνίας που είναι παρόμοιες ως προς τη σχεδίαση, τη λειτουργία ή τη συμπεριφορά θα πρέπει να αξιολογούνται από τους κοινοποιημένους οργανισμούς ως οικογένειες προϊόντων.

(46)

Απαιτείται να θεσπιστεί διαδικασία διασφάλισης που θα παρέχει τη δυνατότητα αμφισβήτησης της συμμόρφωσης είδους πυροτεχνίας. Προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια και να μειωθεί ο χρόνος διεκπεραίωσης, είναι ανάγκη να βελτιωθεί η ισχύουσα διαδικασία διασφάλισης έτσι ώστε να γίνει πιο αποτελεσματική και να αξιοποιηθεί η πείρα που έχει συγκεντρωθεί στα κράτη μέλη.

(47)

Το ισχύον σύστημα θα πρέπει να συμπληρωθεί με μια διαδικασία που θα δίνει τη δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να ενημερωθούν για τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν σχετικά με τα είδη πυροτεχνίας που παρουσιάζουν κίνδυνο όσον αφορά την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων ή άλλα ζητήματα προστασίας του δημόσιου συμφέροντος. Θα δίνει επίσης τη δυνατότητα στις αρχές εποπτείας της αγοράς, σε συνεργασία με τους σχετικούς οικονομικούς φορείς, να ενεργούν νωρίτερα σε σχέση με αυτά τα είδη πυροτεχνίας.

(48)

Εφόσον τα κράτη μέλη και η Επιτροπή συμφωνήσουν ότι είναι δικαιολογημένο το μέτρο που λαμβάνει ένα κράτος μέλος, δεν θα πρέπει να απαιτείται περαιτέρω ανάμειξη της Επιτροπής εκτός αν η μη συμμόρφωση μπορεί να αποδοθεί σε ελλείψεις του εναρμονισμένου προτύπου.

(49)

Είναι προς το συμφέρον τόσο του κατασκευαστή όσο και του εισαγωγέα να παρέχει ασφαλή είδη πυροτεχνίας ώστε να αποφεύγει το κόστος της ευθύνης για ελαττωματικά προϊόντα που προκαλούν ζημιά σε ανθρώπους και πράγματα. Από την άποψη αυτή, η οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σε θέματα ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων (12), συμπληρώνει την παρούσα οδηγία, δεδομένου ότι η οδηγία 85/374/ΕΟΚ επιβάλλει αυστηρό καθεστώς ευθύνης στους κατασκευαστές και εισαγωγείς και διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Περαιτέρω, η οδηγία 85/374/ΕΟΚ προβλέπει ότι οι κοινοποιημένοι οργανισμοί θα πρέπει να είναι επαρκώς ασφαλισμένοι όσον αφορά τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους, εκτός αν την ευθύνη τους αναλαμβάνει το κράτος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ή το ίδιο το κράτος μέλος είναι άμεσα υπεύθυνο για τις δοκιμές.

(50)

Για να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους μηχανισμούς ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (13).

(51)

Η συμβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων μέσω των οποίων ζητείται από το κοινοποιούν κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα σχετικά με κοινοποιημένους οργανισμούς οι οποίοι δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τις απαιτήσεις για την κοινοποίησή τους.

(52)

Η διαδικασία εξέτασης θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων για τον καθορισμό ενός ενιαίου συστήματος αρίθμησης για την ταυτοποίηση ειδών πυροτεχνίας, και των πρακτικών ρυθμίσεων ενός μητρώου με αριθμούς καταχώρισης ειδών πυροτεχνίας, καθώς επίσης για την τακτική συλλογή και ενημέρωση δεδομένων για ατυχήματα που σχετίζονται με τα είδη πυροτεχνίας.

(53)

Η διαδικασία εξέτασης θα πρέπει να χρησιμοποιείται επίσης για την έκδοση εκτελεστικών πράξεων σε σχέση με συμμορφούμενα είδη πυροτεχνίας που ενέχουν κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων ή για άλλες πτυχές προστασίας του δημόσιου συμφέροντος.

(54)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή εφόσον, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις σχετικά με συμμορφούμενα είδη πυροτεχνίας που ενέχουν κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια προσώπων, τούτο επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης.

(55)

Σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, η επιτροπή που συστήνεται με βάση την παρούσα οδηγία μπορεί να διαδραματίσει χρήσιμο ρόλο στην εξέταση θεμάτων σε σχέση με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα οποία θέτει είτε ο πρόεδρός της είτε εκπρόσωπος κράτους μέλους σύμφωνα με τον κανονισμό της.

(56)

H Επιτροπή διά εκτελεστικών πράξεων και, δεδομένης της ιδιαίτερής τους φύσης, ενεργώντας χωρίς να εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011, θα πρέπει να καθορίζει εάν τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη σχετικά με μη συμμορφούμενα ήδη πυροτεχνίας δικαιολογούνται ή όχι.

(57)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται για παραβάσεις των διατάξεων του εθνικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί βάσει της παρούσας οδηγίας και να εξασφαλίζουν την επιβολή των κανόνων αυτών. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

(58)

Πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των εθνικών κανόνων για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, θα πρέπει να δοθεί χρόνος στους κατασκευαστές και τους εισαγωγείς να ασκήσουν όλα τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο των ισχυόντων εθνικών μέτρων, προκειμένου, παραδείγματος χάριν, να πουλήσουν τα αποθέματα ήδη παραχθέντων προϊόντων που διαθέτουν. Είναι επομένως απαραίτητο να προβλεφθούν εύλογες μεταβατικές διευθετήσεις που να επιτρέπουν να είναι σε διαθεσιμότητα στην αγορά είδη πυροτεχνίας που έχουν ήδη διατεθεί στην αγορά σύμφωνα με την οδηγία 2007/23/ΕΚ, χωρίς να χρειάζεται η συμμόρφωσή τους προς άλλες απαιτήσεις, πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των εθνικών μέτρων για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας. Οι διανομείς θα πρέπει συνεπώς να μπορούν να προμηθεύουν είδη πυροτεχνίας που διατίθενται στην αγορά, δηλαδή εμπόρευμα που βρίσκεται ήδη στην αλυσίδα διανομής, πριν από την ημερομηνία εφαρμογής των εθνικών μέτρων για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας.

(59)

Τα είδη πυροτεχνίας που προορίζονται για οχήματα σχεδιάζονται για τον κύκλο ζωής των οχημάτων και συνεπώς απαιτούν ειδικές μεταβατικές ρυθμίσεις. Τα εν λόγω είδη πυροτεχνίας θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της νομοθεσίας που εφαρμόζεται όταν αρχίζουν να είναι διαθέσιμα στην αγορά και για το διάστημα της διάρκειας ζωής του οχήματος στο οποίο είναι εγκατεστημένα.

(60)

Για την εξασφάλιση της αδιάλειπτης χρήσης ορισμένων ειδών πυροτεχνίας, ιδιαίτερα στην αυτοκινητοβιομηχανία, είναι αναγκαία η εφαρμογή του σημείου 4 του παραρτήματος I από τις 4 Ιουλίου 2013.

(61)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή να εξασφαλιστεί ότι τα είδη πυροτεχνίας που κυκλοφορούν στην αγορά πληρούν τις προδιαγραφές που εγγυώνται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και ασφάλειας και άλλων δημόσιων συμφερόντων, με ταυτόχρονη κατοχύρωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί, συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(62)

Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που συνιστούν τροποποιήσεις ουσίας της προηγούμενης οδηγίας. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που δεν τροποποιούνται απορρέει από την οδηγία 2007/23/ΕΚ.

(63)

Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή της οδηγίας που παρατίθενται στο παράρτημα IV μέρος B,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες που αποσκοπούν στην ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας στην εσωτερική αγορά, εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της δημόσιας ασφάλειας και την προστασία και την ασφάλεια των καταναλωτών και λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά ζητήματα που συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος.

2.   Η παρούσα οδηγία καθιερώνει τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας τις οποίες πρέπει να πληρούν τα είδη πυροτεχνίας προκειμένου να διατίθενται στην αγορά. Οι απαιτήσεις αυτές παρατίθενται στο παράρτημα I.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα είδη πυροτεχνίας.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα εξής:

α)

είδη πυροτεχνίας που προορίζονται για μη εμπορική χρήση, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, από τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία ή τις πυροσβεστικές υπηρεσίες·

β)

εξοπλισμό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 96/98/ΕΚ·

γ)

είδη πυροτεχνίας που προορίζονται για χρήση στην αεροναυπηγική βιομηχανία·

δ)

καψούλια που έχουν σχεδιασθεί ειδικά για επικρουστικά παιχνίδια και άλλα είδη που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/48/ΕΚ·

ε)

εκρηκτικά που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/15/ΕΟΚ·

στ)

πυρομαχικά·

ζ)

πυροτεχνήματα που έχουν κατασκευαστεί προς ιδία χρήση του κατασκευαστή τους και έχουν εγκριθεί για χρήση αποκλειστικά στην επικράτεια του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο κατασκευαστής, παραμένουν δε στην επικράτεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι εξής ορισμοί:

1)   «είδος πυροτεχνίας»: κάθε είδος που περιέχει εκρηκτικές ουσίες ή εκρηκτικό μείγμα ουσιών που έχουν σχεδιασθεί για να παράγουν θερμότητα, φως, ήχο, αέριο ή καπνό ή συνδυασμό αυτών των αποτελεσμάτων μέσα από εξώθερμη, αυτοσυντηρούμενη χημική αντίδραση·

2)   «πυροτέχνημα»: είδος πυροτεχνίας που προορίζεται για ψυχαγωγία·

3)   «είδη πυροτεχνίας για θεατρικούς σκοπούς»: τα είδη πυροτεχνίας που σχεδιάζονται για χρήση επί σκηνής, σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς χώρους, συμπεριλαμβανομένων των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών ή για παρόμοιες χρήσεις·

4)   «είδη πυροτεχνίας για τα οχήματα»: τα εξαρτήματα διατάξεων ασφαλείας σε οχήματα, που περιέχουν πυροτεχνικές ουσίες χρησιμοποιούμενες για να ενεργοποιήσουν τις ίδιες ή άλλες διατάξεις·

5)   «πυρομαχικά»: βλήματα και ωστικά φορτία και άσφαιρα πυρά που χρησιμοποιούνται σε φορητά όπλα, άλλα όπλα και πυροβόλα·

6)   «άτομο με εξειδικευμένες γνώσεις»: άτομο που έχει εξουσιοδοτηθεί από κράτος μέλος να χειρίζεται και/ή να χρησιμοποιεί στην επικράτειά τους πυροτεχνήματα της κατηγορίας F4, είδη πυροτεχνίας της κατηγορίας Τ2 που χρησιμοποιούνται στο θέατρο, και/ή άλλα είδη πυροτεχνίας της κατηγορίας Ρ2·

7)   «διαθεσιμότητα στην αγορά»: προσφορά είδους πυροτεχνίας για διανομή, κατανάλωση ή χρήση στην ενωσιακή αγορά στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν·

8)   «διάθεση στην αγορά»: η πρώτη φορά κατά την οποία είδος πυροτεχνίας καθίσταται διαθέσιμο στην ενωσιακή αγορά·

9)   «κατασκευαστής»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει είδος πυροτεχνίας ή που αναθέτει σε άλλους το σχεδιασμό ή την κατασκευή τέτοιου είδους πυροτεχνίας, και διοχετεύει στην αγορά τη συσκευή υπό την επωνυμία ή το εμπορικό του σήμα·

10)   «εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση που διαθέτει στην ενωσιακή αγορά είδος πυροτεχνίας προερχόμενο από τρίτη χώρα·

11)   «διανομέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αλυσίδα εφοδιασμού, άλλο από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, το οποίο καθιστά είδος πυροτεχνίας διαθέσιμο στην αγορά·

12)   «οικονομικοί φορείς»: ο κατασκευαστής, ο εισαγωγέας και ο διανομέας·

13)   «τεχνική προδιαγραφή»: έγγραφο με το οποίο ορίζονται τα απαιτούμενα τεχνικά χαρακτηριστικά του είδους πυροτεχνίας·

14)   «εναρμονισμένο πρότυπο»: εναρμονισμένο πρότυπο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

15)   «διαπίστευση»: διαπίστευση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

16)   «εθνικός οργανισμός διαπίστευσης»: εθνικός οργανισμός διαπίστευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

17)   «αξιολόγηση της συμμόρφωσης»: η διεργασία αξιολόγησης με την οποία αποδεικνύεται κατά πόσον πληρούνται οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας της παρούσας οδηγίας που αφορούν ένα είδος πυροτεχνίας·

18)   «οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης»: φορέας που εκτελεί δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, περιλαμβανομένων της βαθμονόμησης, της δοκιμής, της πιστοποίησης και της επιθεώρησης·

19)   «ανάκληση»: κάθε μέτρο που αποσκοπεί στην επιστροφή είδους πυροτεχνίας που έχει ήδη τεθεί στη διάθεση του τελικού χρήστη·

20)   «απόσυρση»: κάθε μέτρο που αποσκοπεί στην αποτροπή της διαθεσιμότητας στην αγορά, ενός είδους πυροτεχνίας που βρίσκεται στην αλυσίδα εφοδιασμού·

21)   «ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης»: κάθε νομοθεσία της Ένωσης η οποία εναρμονίζει τους όρους εμπορίας των προϊόντων·

22)   «σήμανση CE»: σήμανση διά της οποίας ο κατασκευαστής δηλώνει ότι το είδος πυροτεχνίας συμμορφώνεται προς τις εφαρμοστέες απαιτήσεις της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης που προβλέπει την τοποθέτηση της σήμανσης.

Άρθρο 4

Ελεύθερη κυκλοφορία

1.   Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή παρεμποδίζουν τη διαθεσιμότητα στην αγορά, ειδών πυροτεχνίας τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν αποκλείει, επίσης, τη λήψη μέτρων από κράτος μέλος, τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας, υγείας και προστασίας, ή προστασίας του περιβάλλοντος, και αποσκοπούν στην απαγόρευση ή στον περιορισμό της κατοχής, της χρήσης και/ή της πώλησης στο ευρύ κοινό, πυροτεχνημάτων των κατηγοριών F2 και F3, ειδών πυροτεχνίας για το θέατρο και άλλων ειδών πυροτεχνίας.

3.   Στις εμποροπανηγύρεις, στις εμπορικές εκθέσεις και στις επιδείξεις που διοργανώνονται για την εμπορία ειδών πυροτεχνίας, τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν την παρουσίαση και χρήση ειδών πυροτεχνίας που δεν συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία, με την προϋπόθεση ότι ευκρινές σήμα δηλώνει σαφώς το όνομα και την ημερομηνία της εν λόγω εμπορικής πανηγύρεως, της έκθεσης ή της επίδειξης, όπως επίσης τη μη συμμόρφωσή τους και τη μη διαθεσιμότητα για πώληση των ειδών πυροτεχνίας μέχρι τη συμμόρφωσή τους. Κατά τη διάρκεια τέτοιων εκδηλώσεων, λαμβάνονται τα δέοντα μέτρα ασφαλείας σύμφωνα με τις τυχόν απαιτήσεις που έχουν οριστεί από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

4.   Τα κράτη μέλη δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία και τη χρήση των ειδών πυροτεχνίας που προορίζονται για σκοπούς έρευνας, ανάπτυξης και δοκιμών όταν αυτά δεν συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία, με την προϋπόθεση ότι ευκρινές σήμα δηλώνει σαφώς τη μη συμμόρφωσή τους και τη μη διαθεσιμότητά τους για σκοπούς άλλους από την ανάπτυξη, τη δοκιμή και την έρευνα.

Άρθρο 5

Διαθεσιμότητα στην αγορά

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τα είδη πυροτεχνίας μπορούν να καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά μόνον εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 6

Κατηγορίες ειδών πυροτεχνίας

1.   Τα είδη πυροτεχνίας ταξινομούνται από τον κατασκευαστή σύμφωνα με το είδος χρήσης τους ή τον σκοπό τους καθώς και τον βαθμό του κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου θορύβου. Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 21 επιβεβαιώνουν την ταξινόμηση στο πλαίσιο των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας που αναφέρονται στο άρθρο 17.

Η ταξινόμηση έχει ως εξής:

α)

Πυροτεχνήματα:

i)

κατηγορία F1: πυροτεχνήματα που ενέχουν πολύ χαμηλό κίνδυνο και αμελητέο επίπεδο θορύβου και τα οποία προορίζονται για χρήση σε περιορισμένους χώρους, συμπεριλαμβανομένων των πυροτεχνημάτων που προορίζονται για χρήση εντός των κατοικιών·

ii)

κατηγορία F2: πυροτεχνήματα που ενέχουν χαμηλό κίνδυνο και χαμηλό επίπεδο θορύβου και προορίζονται για υπαίθρια χρήση σε σαφώς οριοθετημένες περιοχές·

iii)

κατηγορία F3: πυροτεχνήματα που ενέχουν μέτριο κίνδυνο, προορίζονται για εξωτερική χρήση σε μεγάλες υπαίθριες εκτάσεις, και το επίπεδο θορύβου τους δεν είναι επιβλαβές για την υγεία του ανθρώπου·

iv)

κατηγορία F4: πυροτεχνήματα που ενέχουν υψηλό κίνδυνο, προορίζονται για χρήση μόνον από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις (κοινώς γνωστά ως «πυροτεχνήματα για επαγγελματική χρήση») και το επίπεδο θορύβου τους δεν είναι επιβλαβές για την υγεία του ανθρώπου.

β)

Είδη πυροτεχνίας για το θέατρο:

i)

κατηγορία Τ1: είδη πυροτεχνίας για χρήση επί σκηνής που ενέχουν περιορισμένο κίνδυνο·

ii)

κατηγορία Τ2: είδη πυροτεχνίας για χρήση επί σκηνής που προορίζονται για χρήση μόνον από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις.

γ)

Άλλα είδη πυροτεχνίας:

i)

κατηγορία P1: είδη πυροτεχνίας εκτός των πυροτεχνημάτων και των ειδών πυροτεχνίας για το θέατρο, που ενέχουν χαμηλό κίνδυνο·

ii)

κατηγορία P2: είδη πυροτεχνίας εκτός των πυροτεχνημάτων και των ειδών πυροτεχνίας για το θέατρο, που προορίζονται για χειρισμό ή χρήση μόνον από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις.

2.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις διαδικασίες με τις οποίες προσδιορίζουν και εξουσιοδοτούν τα άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις.

Άρθρο 7

Όρια ηλικίας και άλλοι περιορισμοί

1.   Τα είδη πυροτεχνίας δεν καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά σε πρόσωπα ηλικίας μικρότερης από τα κάτωθι όρια:

α)

πυροτεχνήματα:

i)

κατηγορία F1: 12 ετών·

ii)

κατηγορία F2: 16 ετών·

iii)

κατηγορία F3: 18 ετών·

β)

είδη πυροτεχνίας για το θέατρο της κατηγορίας T1 και άλλα είδη πυροτεχνίας της κατηγορίας P1: 18 ετών.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αυξήσουν τα όρια ηλικίας της παραγράφου 1 για λόγους δημόσιας τάξης, ασφαλείας ή υγείας και προστασίας. Επίσης, τα κράτη μέλη μπορούν να μειώσουν τα όρια ηλικίας για τα άτομα που έχουν υποβληθεί ή που υποβάλλονται σε σχετική επαγγελματική κατάρτιση.

3.   Οι κατασκευαστές, οι εισαγωγείς και οι διανομείς δεν καθιστούν διαθέσιμα στην αγορά τα ακόλουθα είδη πυροτεχνίας, παρά μόνον σε άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις:

α)

πυροτεχνήματα της κατηγορίας F4·

β)

είδη πυροτεχνίας για το θέατρο της κατηγορίας Τ2 και άλλα είδη πυροτεχνίας της κατηγορίας Ρ2.

4.   Τα άλλα είδη πυροτεχνίας της κατηγορίας Ρ1 για οχήματα, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων αερόσακου και των προεντατήρων ζωνών ασφαλείας, δεν διατίθενται στο ευρύ κοινό παρά μόνο αν είναι ενσωματωμένα σε όχημα ή σε αφαιρέσιμο μέρος οχήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ

Άρθρο 8

Υποχρεώσεις των κατασκευαστών

1.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι, τα είδη πυροτεχνίας που διαθέτουν στην αγορά είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα σύμφωνα με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας του παραρτήματος I.

2.   Οι κατασκευαστές καταρτίζουν τον τεχνικό φάκελο που αναφέρεται στο παράρτημα II και μεριμνούν για τη διενέργεια της σχετικής διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρεται στο άρθρο 17.

Όταν η συμμόρφωση είδους πυροτεχνίας με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις αποδεικνύεται με την εν λόγω διαδικασία, οι κατασκευαστές καταρτίζουν δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ και θέτουν τη σήμανση CE.

3.   Οι κατασκευαστές φυλάσσουν τον τεχνικό φάκελο και τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ επί δέκα έτη από τη διάθεση του είδους πυροτεχνίας στην αγορά.

4.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται οι διαδικασίες ώστε να διατηρείται η συμμόρφωση της εν σειρά παραγωγής προς την παρούσα οδηγία. Οι αλλαγές στη σχεδίαση ή τα χαρακτηριστικά του είδους πυροτεχνίας και οι αλλαγές στα εναρμονισμένα πρότυπα ή τις λοιπές τεχνικές προδιαγραφές με βάση τις οποίες δηλώνεται η συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας λαμβάνονται δεόντως υπόψη.

Όταν κρίνεται σκόπιμο λόγω των κινδύνων που παρουσιάζει ένα είδος πυροτεχνίας, οι κατασκευαστές διενεργούν, για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, με βάση δεόντως τεκμηριωμένο αίτημα των αρμόδιων αρχών, δειγματοληπτικές δοκιμές στα είδη πυροτεχνίας που καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες και διατηρούν, εφόσον απαιτείται, αρχείο με τις καταγγελίες, τα μη συμμορφούμενα είδη πυροτεχνίας και τις αποσύρσεις ειδών πυροτεχνίας και τηρούν ενήμερους τους διανομείς για τις έρευνές τους.

5.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι τα είδη πυροτεχνίας που έχουν διαθέσει στην αγορά έχουν επισημανθεί σύμφωνα με το άρθρο 10 ή το άρθρο 11.

6.   Οι κατασκευαστές αναγράφουν στο είδος πυροτεχνίας το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους και τη διεύθυνσή τους, ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, αναγράφουν τα στοιχεία αυτά στη συσκευασία του είδους πυροτεχνίας ή σε έγγραφο που το συνοδεύει. Η διεύθυνση υποδεικνύει ένα μοναδικό σημείο επικοινωνίας με τον κατασκευαστή. Τα στοιχεία επικοινωνίας διατυπώνονται σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους τελικούς χρήστες και τις αρχές εποπτείας της αγοράς.

7.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι το είδος πυροτεχνίας συνοδεύεται από οδηγίες και άλλες πληροφορίες ασφαλείας σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και τους άλλους τελικούς χρήστες, όπως έχει αποφασίσει το οικείο κράτος μέλος. Οι ανωτέρω οδηγίες και πληροφορίες ασφαλείας καθώς και κάθε επισήμανση είναι σαφείς, κατανοητές και εύληπτες.

8.   Όταν οι κατασκευαστές θεωρούν ή έχουν λόγο να πιστεύουν ότι το είδος πυροτεχνίας που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν συμμορφώνεται με την παρούσα οδηγία λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας, το αποσύρουν ή το ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν το είδος πυροτεχνίας παρουσιάζει κίνδυνο, οι κατασκευαστές ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών στις αγορές των οποίων καθιστούν διαθέσιμο το είδος πυροτεχνίας και παραθέτουν λεπτομέρειες, συγκεκριμένα, για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

9.   Οι κατασκευαστές παρέχουν στην αρμόδια εθνική αρχή, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός της, σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας προς την παρούσα οδηγία, σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από την εν λόγω αρχή. Συνεργάζονται με την αρχή αυτή κατόπιν αιτήματος της τελευταίας, για τις ενέργειες που οφείλουν να γίνουν ώστε να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι από τα είδη πυροτεχνίας που έχουν διαθέσει στην αγορά.

Άρθρο 9

Ιχνηλασιμότητα

1.   Για τη διευκόλυνση της ιχνηλασιμότητας των ειδών πυροτεχνίας, οι κατασκευαστές τα επισημαίνουν με αριθμό καταχώρισης ο οποίος έχει δοθεί από τον κοινοποιημένο οργανισμό που διεξάγει την αξιολόγηση της συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 17. Η αρίθμηση γίνεται σύμφωνα με ομοιόμορφο σύστημα που καθορίζει η Επιτροπή.

2.   Οι κατασκευαστές και οι εισαγωγείς τηρούν μητρώα με τους αριθμούς καταχώρισης των ειδών πυροτεχνίας που καθιστούν διαθέσιμα στην αγορά και κοινοποιούν τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές μετά από σχετικό αίτημα.

Άρθρο 10

Επισήμανση ειδών πυροτεχνίας πέρα από τα είδη πυροτεχνίας για οχήματα

1.   Οι κατασκευαστές εξασφαλίζουν ότι τα είδη πυροτεχνίας, πλην των ειδών πυροτεχνίας για οχήματα, φέρουν σε περίοπτη θέση, ευανάγνωστα και ανεξίτηλα, επισήμανση στην επίσημη γλώσσα ή γλώσσες των κρατών μελών στα οποία το είδος πυροτεχνίας διατίθεται στους καταναλωτές. Η ανωτέρω επισήμανση είναι σαφής, κατανοητή και εύληπτη.

2.   Η επισήμανση των ειδών πυροτεχνίας περιλαμβάνει τουλάχιστον τις πληροφορίες σχετικά με τον κατασκευαστή που ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 6, και, εάν ο κατασκευαστής δεν είναι εγκατεστημένος στην Ένωση, τις πληροφορίες σχετικά με τον κατασκευαστή και τον εισαγωγέα, που ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 6 και στο άρθρο 12 παράγραφος 3, αντίστοιχα, την ονομασία και τον τύπο του είδους πυροτεχνίας, τον αριθμό καταχώρισής του και τον αριθμό προϊόντος, παρτίδας ή σειράς, τα ελάχιστα όρια ηλικίας κατά το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2, τη σχετική κατηγορία και τις οδηγίες χρήσης, το έτος παραγωγής για τα πυροτεχνήματα των κατηγοριών F3 και F4 και, κατά περίπτωση, την ελάχιστη απόσταση ασφαλείας. Η επισήμανση περιλαμβάνει το καθαρό εκρηκτικό περιεχόμενο (NEC).

3.   Τα πυροτεχνήματα περιέχουν επίσης τις εξής ελάχιστες πληροφορίες:

α)

κατηγορία F1: κατά περίπτωση: «μόνο για υπαίθρια χρήση» και ελάχιστη απόσταση ασφαλείας·

β)

κατηγορία F2: «μόνο για υπαίθρια χρήση» και, κατά περίπτωση, ελάχιστη απόσταση/ελάχιστες αποστάσεις ασφαλείας·

γ)

κατηγορία F3: «μόνο για υπαίθρια χρήση» και ελάχιστη απόσταση/ελάχιστες αποστάσεις ασφαλείας·

δ)

κατηγορία F4: «μόνο για χρήση από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις» και ελάχιστη απόσταση/ελάχιστες αποστάσεις ασφαλείας.

4.   Τα είδη πυροτεχνίας για το θέατρο περιέχουν επίσης τις εξής ελάχιστες πληροφορίες:

α)

κατηγορία Τ1: κατά περίπτωση: «μόνο για υπαίθρια χρήση» και ελάχιστη απόσταση/ελάχιστες αποστάσεις ασφαλείας·

β)

κατηγορία Τ2: «μόνο για χρήση από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις» και ελάχιστη απόσταση/ελάχιστες αποστάσεις ασφαλείας.

5.   Αν το είδος πυροτεχνίας δεν διαθέτει επαρκή χώρο για τις απαιτήσεις επισήμανσης των παραγράφων 2, 3 και 4, οι πληροφορίες αναγράφονται στο μικρότερο τεμάχιο της συσκευασίας του.

Άρθρο 11

Επισήμανση των ειδών πυροτεχνίας για τα οχήματα

1.   Η επισήμανση των ειδών πυροτεχνίας για τα οχήματα περιλαμβάνει τις πληροφορίες σχετικά με τον κατασκευαστή που ορίζονται στο άρθρο 8 παράγραφος 6, την ονομασία και τον τύπο του είδους πυροτεχνίας, τον αριθμό καταχώρισής του και τον αριθμό προϊόντος, παρτίδας ή σειράς, και, όπου απαιτείται, τις οδηγίες ασφαλείας.

2.   Αν το είδος πυροτεχνίας για τα οχήματα δεν διαθέτει αρκετό χώρο για την αναγραφή των απαιτήσεων επισήμανσης της παραγράφου 1, οι πληροφορίες αναγράφονται στη συσκευασία.

3.   Στους επαγγελματίες χρήστες παρέχεται, στη γλώσσα που ζητούν οι ίδιοι, δελτίο δεδομένων ασφαλείας για το είδος πυροτεχνίας για τα οχήματα, που έχει συνταχθεί σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (14), και στο οποίο λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των εν λόγω χρηστών.

Το δελτίο δεδομένων ασφαλείας μπορεί να παρέχεται σε χαρτί ή με ηλεκτρονική μορφή, υπό τον όρο ότι ο επαγγελματίας χρήστης διαθέτει τα αναγκαία μέσα πρόσβασης σε αυτό.

Άρθρο 12

Υποχρεώσεις των εισαγωγέων

1.   Οι εισαγωγείς διαθέτουν στην αγορά μόνο συμμορφούμενα είδη πυροτεχνίας.

2.   Προτού διαθέσουν είδος πυροτεχνίας στην αγορά οι εισαγωγείς διασφαλίζουν ότι ο κατασκευαστής έχει διενεργήσει την κατάλληλη διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης που αναφέρεται στο άρθρο 17. Διασφαλίζουν ότι ο κατασκευαστής έχει καταρτίσει τον τεχνικό φάκελο, ότι το είδος πυροτεχνίας φέρει τη σήμανση CE και συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα, και ότι ο κατασκευαστής έχει τηρήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 8 παράγραφοι 5 και 6.

Εφόσον εισαγωγέας θεωρεί ή έχει λόγους να πιστεύει ότι ένα είδος πυροτεχνίας δεν συμμορφώνεται με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας του παραρτήματος I, δεν διαθέτει το είδος πυροτεχνίας στην αγορά έως ότου εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή του. Επίσης, ο εισαγωγέας ενημερώνει σχετικά τον κατασκευαστή καθώς και τις αρχές εποπτείας της αγοράς, όταν το είδος πυροτεχνίας παρουσιάζει κίνδυνο.

3.   Οι εισαγωγείς σημειώνουν στο είδος πυροτεχνίας το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα τους, και τη διεύθυνση αλληλογραφίας τους, ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, αναγράφουν τα στοιχεία αυτά στη συσκευασία του είδους πυροτεχνίας ή σε έγγραφο που το συνοδεύει. Τα στοιχεία επικοινωνίας διατυπώνονται σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους τελικούς χρήστες και τις αρχές εποπτείας της αγοράς.

4.   Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι το είδος πυροτεχνίας συνοδεύεται από οδηγίες και άλλες πληροφορίες ασφαλείας σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και άλλους τελικούς χρήστες, όπως έχει αποφασίσει το οικείο κράτος μέλος.

5.   Οι εισαγωγείς εξασφαλίζουν ότι, ενόσω το είδος πυροτεχνίας βρίσκεται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς του δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωσή του με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας του παραρτήματος I.

6.   Όταν κρίνεται σκόπιμο λόγω των κινδύνων που παρουσιάζει ένα είδος πυροτεχνίας, οι εισαγωγείς διενεργούν, για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, με βάση δεόντως τεκμηριωμένο αίτημα των αρμόδιων αρχών, δειγματοληπτικές δοκιμές στα είδη πυροτεχνίας που διατίθενται στην αγορά, ερευνούν τις σχετικές καταγγελίες και διατηρούν, εφόσον απαιτείται, αρχείο με τις καταγγελίες, τα μη συμμορφούμενα είδη πυροτεχνίας και τις αποσύρσεις ειδών πυροτεχνίας και τηρούν ενήμερους τους διανομείς για τις έρευνές τους.

7.   Οι εισαγωγείς που θεωρούν ή έχουν λόγο να πιστεύουν ότι το είδος πυροτεχνίας που έχουν διαθέσει στην αγορά δεν συμμορφώνεται με την παρούσα οδηγία λαμβάνουν αμέσως τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας, το αποσύρουν ή το ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν το είδος πυροτεχνίας παρουσιάζει κίνδυνο, οι εισαγωγείς ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών, στις αγορές των οποίων καθιστούν διαθέσιμο το είδος πυροτεχνίας και παραθέτουν λεπτομέρειες, συγκεκριμένα, για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

8.   Οι εισαγωγείς τηρούν, επί 10 έτη μετά τη διάθεση του είδους πυροτεχνίας στην αγορά, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ στη διάθεση των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της αγοράς και εξασφαλίζουν ότι ο τεχνικός φάκελος μπορεί να τεθεί στη διάθεση των εν λόγω αρχών, κατόπιν αιτήματός τους.

9.   Οι εισαγωγείς παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των αρχών αυτών, σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας, σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Συνεργάζονται με την αρχή αυτή κατόπιν αιτήματος της τελευταίας, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι από τα είδη πυροτεχνίας που έχουν διαθέσει στην αγορά.

Άρθρο 13

Υποχρεώσεις των διανομέων

1.   Όταν οι διανομείς καθιστούν διαθέσιμο ένα είδος πυροτεχνίας στην αγορά, ενεργούν με τη δέουσα προσοχή σε σχέση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι διανομείς, προτού καταστήσουν διαθέσιμο το είδος πυροτεχνίας στην αγορά, επαληθεύουν ότι το είδος πυροτεχνίας φέρει τη σήμανση CE, ότι συνοδεύεται από τα απαιτούμενα έγγραφα και από οδηγίες και πληροφορίες ασφαλείας σε γλώσσα εύκολα κατανοητή από τους καταναλωτές και άλλους τελικούς χρήστες στο κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθεί το είδος πυροτεχνίας, και ότι ο κατασκευαστής και ο εισαγωγέας έχουν τηρήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 8 παράγραφοι 5 και 6 και του άρθρου 12 παράγραφος 3 αντίστοιχα.

Εφόσον διανομέας θεωρεί ή έχει λόγους να πιστεύει ότι ένα είδος πυροτεχνίας δεν συμμορφώνεται με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας του παραρτήματος I, δεν καθιστά διαθέσιμο το είδος πυροτεχνίας στην αγορά έως ότου εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή του. Ο διανομέας ενημερώνει επίσης τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα καθώς και τις αρχές εποπτείας της αγοράς, όταν το είδος πυροτεχνίας παρουσιάζει κίνδυνο.

3.   Οι διανομείς εξασφαλίζουν ότι, ενόσω το είδος πυροτεχνίας βρίσκεται υπό την ευθύνη τους, οι συνθήκες αποθήκευσης ή μεταφοράς του δεν θέτουν σε κίνδυνο τη συμμόρφωσή του με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας του παραρτήματος I.

4.   Οι διανομείς που θεωρούν ή έχουν λόγο να πιστεύουν ότι το είδος πυροτεχνίας που έχουν καταστήσει διαθέσιμο στην αγορά δεν συμμορφώνεται με την παρούσα οδηγία φροντίζουν αμέσως να ληφθούν τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας, το αποσύρουν ή το ανακαλούν, κατά περίπτωση. Πέραν τούτου, όταν το είδος πυροτεχνίας παρουσιάζει κίνδυνο, οι διανομείς ενημερώνουν αμέσως σχετικά με το θέμα αυτό τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών στις αγορές των οποίων έχουν καταστήσει διαθέσιμο το είδος πυροτεχνίας και παραθέτουν λεπτομέρειες, συγκεκριμένα, για τη μη συμμόρφωση και τα τυχόν διορθωτικά μέτρα που έλαβαν.

5.   Οι διανομείς παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος των αρχών αυτών, σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή, όλες τις πληροφορίες και την τεκμηρίωση που απαιτούνται για να αποδειχθεί η συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας. Συνεργάζονται με τις αρχές αυτές, κατόπιν αιτήματος των τελευταίων, για τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι από τα προϊόντα που έχουν καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά.

Άρθρο 14

Περιπτώσεις στις οποίες οι υποχρεώσεις των κατασκευαστών εφαρμόζονται στους εισαγωγείς και στους διανομείς

Ένας εισαγωγέας ή διανομέας θεωρείται κατασκευαστής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και υπόκειται στις υποχρεώσεις του κατασκευαστή σύμφωνα με το άρθρο 8, όταν διαθέτει είδος πυροτεχνίας στην αγορά με το όνομα ή το εμπορικό σήμα του ή τροποποιεί είδος πυροτεχνίας που έχει ήδη διατεθεί στην αγορά κατά τρόπο που μπορεί να επηρεάσει τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 15

Ταυτοποίηση των οικονομικών φορέων

Οι οικονομικοί φορείς προσδιορίζουν, εάν ζητηθεί, στις αρχές εποπτείας της αγοράς, τα ακόλουθα:

α)

κάθε οικονομικό φορέα ο οποίος τους έχει προμηθεύσει είδος πυροτεχνίας·

β)

κάθε οικονομικό φορέα στον οποίο έχουν προμηθεύσει είδος πυροτεχνίας.

Οι οικονομικοί φορείς οφείλουν να είναι σε θέση να υποβάλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο για περίοδο 10 ετών από τη στιγμή που έχουν προμηθευτεί το είδος πυροτεχνίας και για περίοδο 10 ετών από τη στιγμή που έχουν προμηθεύσει οι ίδιοι το είδος πυροτεχνίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΕΙΔΟΥΣ ΠΥΡΟΤΕΧΝΙΑΣ

Άρθρο 16

Τεκμήριο συμμόρφωσης των ειδών πυροτεχνίας

Τα είδη πυροτεχνίας που συμμορφώνονται με τα εναρμονισμένα πρότυπα ή με μέρη αυτών, τα στοιχεία αναφοράς των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τεκμαίρεται ότι συμμορφώνονται με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας που καθορίζονται στο παράρτημα I, τις οποίες αφορούν τα εν λόγω πρότυπα ή μέρη τους.

Άρθρο 17

Διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης

Για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των ειδών πυροτεχνίας, ο κατασκευαστής ακολουθεί μία από τις εξής διαδικασίες που αναφέρονται στο παράρτημα II:

α)

την εξέταση τύπου ΕΕ (Ενότητα Β) και, κατ’ επιλογή του κατασκευαστή, μία από τις ακόλουθες διαδικασίες:

i)

συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τον εσωτερικό έλεγχο της παραγωγής και έλεγχοι προϊόντων υπό εποπτεία κατά τυχαία διαστήματα (Ενότητα Γ2)·

ii)

συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τη διασφάλιση της ποιότητας της διαδικασίας παραγωγής (Ενότητα Δ)·

iii)

συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος (Ενότητα Ε)·

β)

συμμόρφωση με βάση την επαλήθευση μονάδας (Ενότητα Ζ)·

γ)

συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση την πλήρη διασφάλιση της ποιότητας (Ενότητα Η), εφόσον αφορά πυροτεχνήματα της κατηγορίας F4.

Άρθρο 18

Δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

1.   Με τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ δηλώνεται ότι πληρούνται αποδεδειγμένα οι ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας που ορίζονται στο παράρτημα I.

2.   Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ έχει τη δομή που ορίζεται στο παράρτημα III, περιέχει τα στοιχεία που προσδιορίζονται στις σχετικές ενότητες του παραρτήματος II και προσαρμόζεται συνεχώς στα τελευταία δεδομένα. Μεταφράζεται στη γλώσσα ή στις γλώσσες που απαιτεί το κράτος μέλος στην αγορά του οποίου διατίθεται ή έχει καταστεί διαθέσιμο το είδος πυροτεχνίας.

3.   Όταν ένα είδος πυροτεχνίας διέπεται από περισσότερες πράξεις της Ένωσης βάσει των οποίων απαιτείται δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ, καταρτίζεται μία δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για όλες τις εν λόγω πράξεις της Ένωσης. Η δήλωση αυτή περιέχει την ταυτότητα των οικείων πράξεων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων δημοσίευσής τους.

4.   Με την κατάρτιση της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ, ο κατασκευαστής αναλαμβάνει την ευθύνη για τη συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 19

Γενικές αρχές της σήμανσης CE

Η σήμανση CE υπόκειται στις γενικές αρχές του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008.

Άρθρο 20

Κανόνες και όροι για την τοποθέτηση της σήμανσης CE και άλλων σημάνσεων

1.   Η σήμανση CE τίθεται κατά τρόπο εμφανή, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο, στα είδη πυροτεχνίας. Όταν αυτό δεν είναι δυνατόν ή όταν η φύση του είδους πυροτεχνίας δεν το επιτρέπει, η σήμανση CE τίθεται στη συσκευασία και στα συνοδευτικά έγγραφα.

2.   Η σήμανση CE τίθεται προτού διατεθεί το είδος πυροτεχνίας στην αγορά.

3.   Τη σήμανση CE ακολουθεί ο αριθμός μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού, όταν ο οργανισμός αυτός εμπλέκεται στο στάδιο ελέγχου της παραγωγής.

Ο αριθμός μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού τίθεται είτε από τον ίδιο τον οργανισμό είτε, σύμφωνα με τις οδηγίες του, από τον κατασκευαστή.

4.   Η σήμανση CE και, ενδεχομένως, ο αριθμός μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού επιτρέπεται να συνοδεύονται από άλλο σήμα που υποδεικνύει ειδικό κίνδυνο ή χρήση.

5.   Τα κράτη μέλη βασίζονται στους υφιστάμενους μηχανισμούς για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του καθεστώτος που διέπει τη σήμανση CE, και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα σε περίπτωση αθέμιτης χρήσης της εν λόγω σήμανσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Άρθρο 21

Κοινοποίηση

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τους οργανισμούς που έχουν λάβει έγκριση για την εκτέλεση καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης ως τρίτοι στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 22

Κοινοποιούσες αρχές

1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν μία κοινοποιούσα αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό και τη διεξαγωγή των αναγκαίων διαδικασιών αξιολόγησης και κοινοποίησης των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και για την παρακολούθηση των κοινοποιημένων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 27.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι η αξιολόγηση και η παρακολούθηση στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 διεξάγονται από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και σύμφωνα με αυτόν.

Άρθρο 23

Απαιτήσεις σχετικές με τις κοινοποιούσες αρχές

1.   Η σύσταση της κοινοποιούσας αρχής δεν συνεπάγεται σύγκρουση συμφερόντων με τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

2.   Η κοινοποιούσα αρχή οργανώνεται και λειτουργεί κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζονται η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία των δραστηριοτήτων της.

3.   Η κοινοποιούσα αρχή οργανώνεται κατά τρόπο ώστε κάθε απόφαση που αφορά την κοινοποίηση του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης να λαμβάνεται από τα αρμόδια πρόσωπα που είναι άλλα από τα πρόσωπα που διεξήγαγαν την αξιολόγηση.

4.   Η κοινοποιούσα αρχή δεν προσφέρει ούτε παρέχει δραστηριότητες που εκτελούνται από τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης ούτε προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε εμπορική ή ανταγωνιστική βάση.

5.   Η κοινοποιούσα αρχή εξασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που λαμβάνει.

6.   Η κοινοποιούσα αρχή διαθέτει επαρκές προσωπικό για τη σωστή εκτέλεση των καθηκόντων της.

Άρθρο 24

Υποχρέωση ενημέρωσης για τις κοινοποιούσες αρχές

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις διαδικασίες για την αξιολόγηση και την κοινοποίηση των οργανισμών αξιολόγησης της συμμόρφωσης και την παρακολούθηση των κοινοποιημένων οργανισμών καθώς και για τυχόν αλλαγές στις πληροφορίες αυτές.

Η Επιτροπή δημοσιοποιεί αυτές τις πληροφορίες.

Άρθρο 25

Απαιτήσεις για τους κοινοποιημένους οργανισμούς

1.   Για τους σκοπούς της κοινοποίησης, κάθε οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 11.

2.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης συγκροτείται βάσει της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους και διαθέτει νομική προσωπικότητα.

3.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι τρίτος φορέας ανεξάρτητος από τον οργανισμό ή το είδος πυροτεχνίας που αξιολογεί.

4.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τα διευθυντικά του στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν συμπίπτουν με τον σχεδιαστή, τον κατασκευαστή, τον προμηθευτή, τον υπεύθυνο εγκατάστασης, τον αγοραστή, τον ιδιοκτήτη, τον χρήστη ή τον συντηρητή των ειδών πυροτεχνίας και/ή των εκρηκτικών ουσιών ούτε με τον αντιπρόσωπο οποιουδήποτε από αυτά τα μέρη. Αυτό δεν αποκλείει τη χρήση ειδών πυροτεχνίας και/ή εκρηκτικών ουσιών που είναι αναγκαίες για τις λειτουργίες του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή τη χρήση των ειδών πυροτεχνίας για προσωπικούς σκοπούς.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης, τα διευθυντικά του στελέχη και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν εμπλέκονται άμεσα στον σχεδιασμό, την παραγωγή ή την κατασκευή, την εμπορία, την εγκατάσταση, τη χρήση ή τη συντήρηση ειδών πυροτεχνίας και/ή εκρηκτικών ουσιών ούτε εκπροσωπούν μέρη που εμπλέκονται στις δραστηριότητες αυτές. Δεν αναλαμβάνουν καμιά δραστηριότητα που μπορεί να θίξει την ανεξάρτητη κρίση ή την ακεραιότητά τους σε σχέση με τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης για τις οποίες είναι κοινοποιημένοι. Τούτο ισχύει ιδίως για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες.

Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης εξασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες των θυγατρικών ή των υπεργολάβων του δεν επηρεάζουν την εμπιστευτικότητα, την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

5.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης και το προσωπικό του εκτελούν τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης με τη μεγαλύτερη επαγγελματική ακεραιότητα και την απαιτούμενη τεχνική επάρκεια στο συγκεκριμένο τομέα και οφείλουν να είναι απαλλαγμένοι από κάθε πίεση και προτροπή, κυρίως οικονομική, που θα ήταν δυνατόν να επηρεάσει την κρίση τους ή τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων τους αυτών, ιδιαίτερα από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που έχουν συμφέρον από τα αποτελέσματα των ελέγχων.

6.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι σε θέση να εκτελεί όλα τα καθήκοντα τα σχετικά με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης που του έχουν ανατεθεί βάσει των διατάξεων του παραρτήματος II και για τα οποία έχει κοινοποιηθεί, είτε πρόκειται για καθήκοντα που εκτελούνται από τον ίδιο τον οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης ή εξ ονόματός του και υπό την ευθύνη του.

Ανά πάσα στιγμή και για κάθε διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης και για κάθε είδος ή κατηγορία ειδών πυροτεχνίας για τα οποία είναι κοινοποιημένος, ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης έχει στη διάθεσή του:

α)

το αναγκαίο προσωπικό με τις τεχνικές γνώσεις και την επαρκή και κατάλληλη πείρα για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

τις αναγκαίες περιγραφές των διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες διενεργείται η αξιολόγηση συμμόρφωσης και εξασφαλίζονται η διαφάνεια και η δυνατότητα αναπαραγωγής αυτών των διαδικασιών. Διαθέτει την κατάλληλη πολιτική και τις διαδικασίες που εξασφαλίζουν τη διάκριση μεταξύ των καθηκόντων τα οποία εκτελεί ως κοινοποιημένος οργανισμός και οιασδήποτε άλλης δραστηριότητας·

γ)

τις αναγκαίες διαδικασίες για να ασκεί τις δραστηριότητές του λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος μιας επιχείρησης, τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, τη δομή της, τον βαθμό πολυπλοκότητας της τεχνολογίας του προϊόντος και τον μαζικό ή εν σειρά χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας.

Ένας οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαθέτει τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των τεχνικών και διοικητικών καθηκόντων που συνδέονται με τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και έχει πρόσβαση σε όλο τον αναγκαίο εξοπλισμό ή εγκαταστάσεις.

7.   Το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης διαθέτει:

α)

πλήρη τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση, η οποία καλύπτει όλα τα καθήκοντα αξιολόγησης της συμμόρφωσης για τα οποία έχει κοινοποιηθεί ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

β)

επαρκή γνώση των απαιτήσεων των αξιολογήσεων που διενεργεί και επαρκές κύρος για την εκτέλεση των λειτουργιών αυτών·

γ)

κατάλληλες γνώσεις και κατανόηση των ουσιωδών απαιτήσεων ασφαλείας που ορίζονται στο παράρτημα I, των εφαρμοστέων εναρμονισμένων προτύπων και των σχετικών διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης και της εθνικής νομοθεσίας·

δ)

την απαιτούμενη ικανότητα να καταρτίζει τα πιστοποιητικά, τα πρακτικά και τις εκθέσεις που αποδεικνύουν τη διεξαγωγή των αξιολογήσεων.

8.   Η αμεροληψία του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης, των διευθυντικών στελεχών του και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι εγγυημένη.

Οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών και του προσωπικού που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν εξαρτώνται από τον αριθμό των αξιολογήσεων που διενεργούνται ή από τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αυτών.

9.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης συνάπτει ασφάλεια αστικής ευθύνης, εάν η ευθύνη αυτή δεν καλύπτεται από το κράτος βάσει του εθνικού δικαίου ή εάν η αξιολόγηση της συμμόρφωσης δεν πραγματοποιείται υπό την άμεση ευθύνη του κράτους μέλους.

10.   Το προσωπικό του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεσμεύεται να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για κάθε πληροφορία που περιέρχεται σε γνώση του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του σύμφωνα με το παράρτημα II ή οποιαδήποτε εκτελεστική διάταξη του εθνικού δικαίου, εξαιρουμένης της σχέσης με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες του οργανισμού. Τα δικαιώματα κυριότητας προστατεύονται.

11.   Ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης συμμετέχει στις σχετικές δραστηριότητες τυποποίησης και στις δραστηριότητες της ομάδας συντονισμού των κοινοποιημένων οργανισμών, η οποία έχει συσταθεί δυνάμει της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας εναρμόνισης, ή εξασφαλίζει ότι το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την εκτέλεση των καθηκόντων αξιολόγησης της συμμόρφωσης ενημερώνεται για τις δραστηριότητες αυτές, και εφαρμόζει ως γενικές οδηγίες τις διοικητικές αποφάσεις και τα έγγραφα που είναι το αποτέλεσμα των εργασιών της ομάδας αυτής.

Άρθρο 26

Τεκμήριο συμμόρφωσης των κοινοποιημένων οργανισμών

Αν ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης αποδείξει ότι πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα ή σε μέρη των προτύπων αυτών, τα στοιχεία των οποίων έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε τεκμαίρεται ότι συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 25, στον βαθμό που τα εφαρμοστέα εναρμονισμένα πρότυπα τηρούν τις απαιτήσεις αυτές.

Άρθρο 27

Θυγατρικές και υπεργολάβοι των κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Όταν ο κοινοποιημένος οργανισμός αναθέτει υπεργολαβικά συγκεκριμένα καθήκοντα που συνδέονται με την αξιολόγηση της συμμόρφωσης ή προσφεύγει σε θυγατρική, εξασφαλίζει ότι ο υπεργολάβος ή η θυγατρική πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 25, και ενημερώνει την κοινοποιούσα αρχή.

2.   Ο κοινοποιημένος οργανισμός αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για τα καθήκοντα που εκτελούν οι υπεργολάβοι ή οι θυγατρικές, όπου κι αν είναι εγκατεστημένοι.

3.   Οι δραστηριότητες μπορούν να ανατίθενται σε υπεργολάβο ή να διεξάγονται από θυγατρική μόνον αφού συμφωνήσει ο πελάτης.

4.   Ο κοινοποιημένος οργανισμός τηρεί στη διάθεση της κοινοποιούσας αρχής τα έγγραφα σχετικά με την αξιολόγηση των προσόντων του υπεργολάβου ή της θυγατρικής και σχετικά με τις εργασίες που διεξήγαγε ο υπεργολάβος ή η θυγατρική δυνάμει του παραρτήματος II.

Άρθρο 28

Αίτηση για κοινοποίηση

1.   Κάθε οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης υποβάλλει αίτηση κοινοποίησης στην κοινοποιούσα αρχή του κράτος μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος.

2.   Η αίτηση κοινοποίησης συνοδεύεται από περιγραφή των δραστηριοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης, της ενότητας ή των ενοτήτων αξιολόγησης της συμμόρφωσης και του είδους ή των ειδών πυροτεχνίας για τα οποία ο οργανισμός ισχυρίζεται ότι διαθέτει την απαιτούμενη επάρκεια, καθώς και από πιστοποιητικό διαπίστευσης, όταν αυτό υπάρχει, το οποίο εκδόθηκε από εθνικό οργανισμό διαπίστευσης, με το οποίο πιστοποιείται ότι ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 25.

3.   Αν ο οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης δεν μπορεί να προσκομίσει πιστοποιητικό διαπίστευσης, τότε παρέχει στην κοινοποιούσα αρχή όλη την τεκμηρίωση που είναι αναγκαία για την επαλήθευση, αναγνώριση και τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσής του με τις απαιτήσεις του άρθρου 25.

Άρθρο 29

Διαδικασία κοινοποίησης

1.   Οι κοινοποιούσες αρχές μπορούν να κοινοποιούν μόνο τους οργανισμούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 25.

2.   Τους κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη, με χρήση του ηλεκτρονικού μέσου κοινοποίησης που έχει δημιουργήσει και διαχειρίζεται η Επιτροπή.

3.   Στην κοινοποίηση περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία για τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, την ενότητα ή τις ενότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και το είδος ή τα είδη πυροτεχνίας, και τη σχετική βεβαίωση επάρκειας.

4.   Όταν η κοινοποίηση δεν βασίζεται σε πιστοποιητικό διαπίστευσης του άρθρου 28 παράγραφος 2, η κοινοποιούσα αρχή παρέχει στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την τεκμηρίωση που πιστοποιεί την επάρκεια του οργανισμού αξιολόγησης της συμμόρφωσης και τις υφιστάμενες ρυθμίσεις για να εξασφαλιστεί ότι ο οργανισμός θα ελέγχεται τακτικά και θα εξακολουθήσει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 25.

5.   Ο εν λόγω οργανισμός μπορεί να εκτελεί τις δραστηριότητες κοινοποιημένου οργανισμού μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί ένσταση από την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση, εάν χρησιμοποιείται πιστοποιητικό διαπίστευσης, και εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση, εάν δεν χρησιμοποιείται διαπίστευση.

Μόνον υπό αυτές τις προϋποθέσεις θεωρείται κοινοποιημένος ο οργανισμός για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

6.   Η Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη ενημερώνονται για τυχόν επακόλουθες αλλαγές στην κοινοποίηση.

Άρθρο 30

Αριθμοί μητρώου και κατάλογοι κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Η Επιτροπή χορηγεί αριθμό μητρώου στους κοινοποιημένους οργανισμούς.

Χορηγεί έναν και μόνο αριθμό, ακόμη και αν ο οργανισμός είναι κοινοποιημένος βάσει διαφόρων πράξεων της Ένωσης.

2.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τον κατάλογο των οργανισμών που κοινοποιούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των αριθμών ταυτοποίησης που τους έχουν δοθεί και των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχουν κοινοποιηθεί.

Η Επιτροπή μεριμνά για την ενημέρωση του καταλόγου.

Άρθρο 31

Αλλαγές στην κοινοποίηση

1.   Όταν κοινοποιούσα αρχή διαπιστώνει ή πληροφορείται ότι κοινοποιημένος οργανισμός δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του άρθρου 25 ή ότι αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, η κοινοποιούσα αρχή περιορίζει, αναστέλλει ή ανακαλεί την κοινοποίηση, κατά περίπτωση, αναλόγως της σοβαρότητας της μη τήρησης των απαιτήσεων ή της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων. Ενημερώνει αμέσως σχετικά την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη.

2.   Στην περίπτωση περιορισμού, αναστολής ή ανάκλησης της κοινοποίησης ή όταν ο κοινοποιημένος οργανισμός παύσει τη δραστηριότητά του, το κοινοποιούν κράτος μέλος προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για να εξασφαλίσει ότι τα αρχεία του οργανισμού αυτού τα χειρίζεται άλλος κοινοποιημένος οργανισμός ή τα καθιστά διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές κοινοποίησης και εποπτείας της αγοράς, εφόσον το ζητήσουν.

Άρθρο 32

Αμφισβήτηση της επάρκειας των κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Η Επιτροπή ερευνά όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει αμφιβολίες ή περιέρχονται σε γνώση της αμφιβολίες για την επάρκεια κοινοποιημένου οργανισμού ή για την ικανότητα αδιάλειπτης εκπλήρωσης, από κοινοποιημένο οργανισμό, των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων που υπέχει.

2.   Το κοινοποιούν κράτος μέλος παρέχει στην Επιτροπή, εάν αυτή το ζητήσει, όλες τις πληροφορίες σχετικά με την αιτιολόγηση της κοινοποίησης ή την επιβεβαίωση της επάρκειας του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού.

3.   Η Επιτροπή διασφαλίζει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα όλων των ευαίσθητων πληροφοριών που έλαβε από τις έρευνες αυτές.

4.   Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κοινοποιημένος οργανισμός δεν πληροί ή παύει να πληροί τις απαιτήσεις κοινοποίησής του, εκδίδει εκτελεστική πράξη ζητώντας από το κοινοποιούν κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της άρσης της κοινοποίησης, εφόσον είναι αναγκαίο.

H εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 2.

Άρθρο 33

Λειτουργικές υποχρεώσεις των κοινοποιημένων οργανισμών

1.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί διενεργούν αξιολογήσεις της συμμόρφωσης σύμφωνα με τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που προβλέπονται στο παράρτημα II.

2.   Οι αξιολογήσεις συμμόρφωσης διενεργούνται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγονται οι περιττές επιβαρύνσεις για τους οικονομικούς φορείς. Οι οργανισμοί αξιολόγησης της συμμόρφωσης ασκούν τις δραστηριότητές τους λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το μέγεθος μιας επιχείρησης, τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται, τη δομή της, την πολυπλοκότητα της τεχνολογίας του προϊόντος για το οποίο πρόκειται και τον μαζικό ή εν σειρά χαρακτήρα της διαδικασίας παραγωγής.

Στο πλαίσιο αυτό τηρούν πάντως τον βαθμό αυστηρότητας και το επίπεδο προστασίας που απαιτούνται για τη συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

3.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί που διεξάγουν αξιολογήσεις συμμόρφωσης δίνουν αριθμό καταχώρισης για τον προσδιορισμό των ειδών πυροτεχνίας που έχουν υποβληθεί σε αξιολόγηση συμμόρφωσης και των κατασκευαστών τους, και τηρούν μητρώο με τους αριθμούς καταχώρισης των ειδών πυροτεχνίας για τα οποία έχουν εκδώσει πιστοποιητικά.

4.   Όταν κοινοποιημένος οργανισμός διαπιστώσει ότι οι απαιτήσεις του παραρτήματος I ή των αντίστοιχων εναρμονισμένων προτύπων ή των λοιπών τεχνικών προδιαγραφών δεν πληρούνται από τον κατασκευαστή, ζητεί από τον κατασκευαστή να λάβει τα ενδεδειγμένα διορθωτικά μέτρα και δεν εκδίδει πιστοποιητικό συμμόρφωσης.

5.   Όταν, κατά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης μετά την έκδοση του πιστοποιητικού, κοινοποιημένος οργανισμός διαπιστώσει ότι κάποιο προϊόν δεν συμμορφώνεται πλέον, απαιτεί από τον κατασκευαστή να λάβει τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα και αναστέλλει ή ανακαλεί το πιστοποιητικό, εφόσον απαιτείται.

6.   Εάν δεν ληφθούν διορθωτικά μέτρα ή εάν αυτά δεν έχουν το απαιτούμενο αποτέλεσμα, ο κοινοποιημένος οργανισμός περιορίζει, αναστέλλει ή ανακαλεί τυχόν πιστοποιητικό, κατά περίπτωση.

Άρθρο 34

Προσφυγή κατά αποφάσεων των κοινοποιημένων οργανισμών

Προβλέπεται διαδικασία προσφυγής κατά αποφάσεων των κοινοποιημένων οργανισμών.

Άρθρο 35

Υποχρέωση ενημέρωσης για τους κοινοποιημένους οργανισμούς

1.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί ενημερώνουν την κοινοποιούσα αρχή για τα εξής:

α)

απόρριψη, περιορισμό, αναστολή ή ανάκληση των πιστοποιητικών·

β)

καταστάσεις που επηρεάζουν το πεδίο εφαρμογής ή τους όρους της κοινοποίησης·

γ)

τυχόν αίτημα για ενημέρωση σχετικά με δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης, το οποίο έλαβαν από τις αρχές εποπτείας της αγοράς·

δ)

εφόσον τους ζητηθεί, για τις δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης που εκτελούν στο πλαίσιο της κοινοποίησής τους και για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων διασυνοριακών δραστηριοτήτων και υπεργολαβιών.

2.   Οι κοινοποιημένοι οργανισμοί παρέχουν στους άλλους κοινοποιημένους δυνάμει της παρούσας οδηγίας οργανισμούς που διεξάγουν παρόμοιες δραστηριότητες αξιολόγησης της συμμόρφωσης και καλύπτουν τα ίδια είδη πυροτεχνίας, τις σχετικές πληροφορίες για ζητήματα που αφορούν αρνητικά και, εάν τους ζητηθεί, θετικά αποτελέσματα αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

Άρθρο 36

Ανταλλαγή πείρας

Η Επιτροπή μεριμνά για την οργανωμένη ανταλλαγή πείρας μεταξύ των εθνικών αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την πολιτική κοινοποίησης.

Άρθρο 37

Συντονισμός των κοινοποιημένων οργανισμών

Η Επιτροπή εξασφαλίζει την ύπαρξη κατάλληλου συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ των οργανισμών που κοινοποιούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, και την ορθή λειτουργία τους στη μορφή φόρουμ κοινοποιημένων οργανισμών.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι οργανισμοί τους οποίους έχουν κοινοποιήσει συμμετέχουν στις εργασίες του φόρουμ αυτού, απευθείας ή με τον διορισμό αντιπροσώπων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΙΑΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ ΠΥΡΟΤΕΧΝΙΑΣ ΠΟΥ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΙΑΚΗ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Άρθρο 38

Επιτήρηση της ενωσιακής αγοράς και έλεγχος των ειδών πυροτεχνίας που εισέρχονται στην ενωσιακή αγορά

1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο για να εξασφαλίσουν ότι τα είδη πυροτεχνίας μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνο εάν, όταν αποθηκεύονται σωστά και χρησιμοποιούνται για τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται, δεν θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων.

2.   Το άρθρο 15 παράγραφος 3 και τα άρθρα 16 έως 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 εφαρμόζονται στα είδη πυροτεχνίας.

3.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή ετησίως σχετικά με τις δραστηριότητές τους επιτήρησης της αγοράς.

Άρθρο 39

Διαδικασία αντιμετώπισης των ειδών πυροτεχνίας που παρουσιάζουν κίνδυνο σε εθνικό επίπεδο

1.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενός κράτους μέλους έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι ένα είδος πυροτεχνίας παρουσιάζει κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια ατόμων ή για άλλα ζητήματα προστασίας του δημόσιου συμφέροντος που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία διενεργούν αξιολόγηση για το είδος πυροτεχνίας που καλύπτει όλες τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Για τον σκοπό αυτό, οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς συνεργάζονται όπως απαιτείται με τις αρχές εποπτείας της αγοράς.

Εάν, κατά την αξιολόγηση, οι αρχές εποπτείας της αγοράς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο διαπιστώσουν ότι το είδος πυροτεχνίας δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ζητούν αμέσως από τον οικείο οικονομικό φορέα να προβεί σε όλες τις αναγκαίες διορθωτικές ενέργειες για να θέσει το προϊόν σε συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ή να αποσύρει το προϊόν από την αγορά ή να το ανακαλέσει μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ανάλογο προς τη φύση του κινδύνου, το οποίο ορίζουν οι ίδιες.

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν σχετικά τον οικείο κοινοποιημένο οργανισμό.

Το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 εφαρμόζεται στα μέτρα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

2.   Εάν οι αρχές εποπτείας της αγοράς θεωρούν ότι η μη συμμόρφωση δεν περιορίζεται στην εθνική επικράτεια, ενημερώνουν την Επιτροπή και άλλα κράτη μέλη για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και τα μέτρα που ζήτησαν να λάβει ο οικονομικός φορέας.

3.   Ο οικονομικός φορέας εξασφαλίζει ότι λαμβάνονται όλα τα ενδεικνυόμενα διορθωτικά μέτρα για όλα τα είδη πυροτεχνίας που έχει καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά σε όλη την Ένωση.

4.   Εάν ο οικείος οικονομικός φορέας δεν λάβει, μέσα στο χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα, οι αρχές εποπτείας της αγοράς λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα για να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τη διάθεση των ειδών πυροτεχνίας στην εθνική αγορά ή να αποσύρουν το είδος πυροτεχνίας από την αγορά ή να το ανακαλέσουν.

Οι αρχές εποπτείας της αγοράς ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα αυτά.

5.   Στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο περιλαμβάνονται όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που απαιτούνται για την ταύτιση του μη συμμορφούμενου είδους πυροτεχνίας, την καταγωγή του είδους πυροτεχνίας, τη φύση της τυχόν μη συμμόρφωσης και του σχετικού κινδύνου, τη φύση και τη διάρκεια των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν, καθώς και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο σχετικός οικονομικός φορέας. Συγκεκριμένα, οι αρχές εποπτείας της αγοράς αναφέρουν σε ποιους από τους κατωτέρω λόγους οφείλεται η μη συμμόρφωση:

α)

το είδος πυροτεχνίας δεν πληροί τις απαιτήσεις που αφορούν την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων ή άλλα ζητήματα προστασίας του δημόσιου συμφέροντος τα οποία καλύπτονται από την παρούσα οδηγία· ή

β)

υπάρχουν ελλείψεις στα εναρμονισμένα πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 16 και στα οποία βασίζεται το τεκμήριο της συμμόρφωσης.

6.   Τα κράτη μέλη πλην του κράτους μέλους που κίνησε τη διαδικασία δυνάμει του παρόντος άρθρου ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα μέτρα που έλαβαν και παρέχουν τυχόν άλλες πρόσθετες πληροφορίες που έχουν όσον αφορά τη μη συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας, και, σε περίπτωση διαφωνίας με εθνικό μέτρο που έχει θεσπιστεί, για τις τυχόν αντιρρήσεις τους.

7.   Εάν εντός τριών μηνών από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο δεν έχει διατυπωθεί ένσταση από κράτος μέλος ή την Επιτροπή σε σχέση με προσωρινό μέτρο που έχει λάβει κράτος μέλος, τότε το μέτρο θεωρείται δικαιολογημένο.

8.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται αμέσως τα κατάλληλα περιοριστικά μέτρα όσον αφορά το σχετικό είδος πυροτεχνίας, όπως η απόσυρση του είδους πυροτεχνίας από την αγορά.

Άρθρο 40

Ενωσιακή διαδικασία διασφάλισης

1.   Εάν κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του άρθρου 39 παράγραφοι 3 και 4, διατυπωθούν ενστάσεις για μέτρο που έχει λάβει κράτος μέλος ή εάν η Επιτροπή θεωρεί ότι τέτοιου είδους μέτρα αντίκεινται στη νομοθεσία της Ένωσης, η Επιτροπή διαβουλεύεται αμέσως με τα κράτη μέλη και τον σχετικό οικονομικό φορέα (ή φορείς) και διενεργεί αξιολόγηση του εθνικού μέτρου. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της αξιολόγησης η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη που ορίζει αν το εθνικό μέτρο είναι δικαιολογημένο.

Η Επιτροπή απευθύνει την απόφασή της σε όλα τα κράτη μέλη και την ανακοινώνει αμέσως σε αυτά και στον σχετικό οικονομικό φορέα ή φορείς.

2.   Εάν το εθνικό μέτρο θεωρηθεί δικαιολογημένο, όλα τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι το μη συμμορφούμενο είδος πυροτεχνίας αποσύρεται από την εθνική τους αγορά και ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά. Εάν το εθνικό μέτρο δεν θεωρηθεί δικαιολογημένο, τότε το οικείο κράτος μέλος ανακαλεί το συγκεκριμένο μέτρο.

3.   Εάν το εθνικό μέτρο θεωρηθεί δικαιολογημένο και η μη συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας αποδοθεί σε ελλείψεις του εναρμονισμένου προτύπου, κατά το άρθρο 39 παράγραφος 5 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή εφαρμόζει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012.

Άρθρο 41

Συμμορφούμενα είδη πυροτεχνίας που παρουσιάζουν κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια

1.   Όταν κράτος μέλος διαπιστώσει, αφού έχει διενεργήσει αξιολόγηση δυνάμει του άρθρου 39 παράγραφος 1, ότι είδος πυροτεχνίας, παρά το ότι συμμορφώνεται με την παρούσα οδηγία, ενέχει κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων ή για άλλα ζητήματα προστασίας του δημόσιου συμφέροντος, απαιτεί από τον σχετικό οικονομικό φορέα να λάβει όλα τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι το σχετικό είδος πυροτεχνίας, όταν διατεθεί στην αγορά, δεν παρουσιάζει πλέον τον εν λόγω κίνδυνο ή για να αποσύρει το είδος πυροτεχνίας από την αγορά ή να το ανακαλέσει εντός εύλογης περιόδου που αυτό ορίζει, ανάλογης με τη φύση του κινδύνου.

2.   Ο οικονομικός φορέας εξασφαλίζει ότι λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα για όλα τα είδη πυροτεχνίας που έχει καταστήσει διαθέσιμα στην αγορά σε όλη την Ένωση.

3.   Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη. Στις πληροφορίες που παρέχει περιλαμβάνονται όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ιδίως τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την ταυτοποίηση του είδους πυροτεχνίας, την καταγωγή του και την αλυσίδα εφοδιασμού του είδους πυροτεχνίας, τη φύση του σχετικού κινδύνου, τη φύση και τη διάρκεια των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν.

4.   Η Επιτροπή διαβουλεύεται αμελλητί με τα κράτη μέλη και τον σχετικό οικονομικό φορέα (ή φορείς) και διενεργεί αξιολόγηση των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν. Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της αξιολόγησης, η Επιτροπή αποφασίζει, με εκτελεστικές πράξεις, αν το εθνικό μέτρο είναι δικαιολογημένο και, εφόσον απαιτείται, προτείνει τα κατάλληλα μέτρα.

Οι εκτελεστικές πράξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 44 παράγραφος 3.

Για δεόντως αιτιολογημένους επιτακτικούς έκτακτους λόγους που αφορούν την προστασία της ανθρώπινης υγείας και ασφάλειας, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις άμεσης εφαρμογής σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 44 παράγραφος 4.

5.   Η Επιτροπή απευθύνει την απόφασή της σε όλα τα κράτη μέλη και την ανακοινώνει αμέσως σε αυτά και στον σχετικό οικονομικό φορέα ή φορείς.

Άρθρο 42

Τυπική μη συμμόρφωση

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 39, όταν κράτος μέλος προβεί σε μία από τις κατωτέρω διαπιστώσεις, απαιτεί από τον οικείο οικονομικό φορέα να θέσει τέλος στη μη συμμόρφωση:

α)

η σήμανση CE έχει τεθεί κατά παράβαση του άρθρου 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 ή του άρθρου 20 της παρούσας οδηγίας·

β)

δεν έχει τεθεί η σήμανση CE·

γ)

ο αριθμός μητρώου του κοινοποιημένου οργανισμού, όταν ο οργανισμός αυτός εμπλέκεται στο στάδιο ελέγχου της παραγωγής, έχει τεθεί κατά παράβαση του άρθρου 20 ή δεν έχει τεθεί·

δ)

δεν έχει καταρτιστεί δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ·

ε)

η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ δεν έχει καταρτιστεί σωστά·

στ)

ο τεχνικός φάκελος είτε δεν είναι διαθέσιμος είτε δεν είναι πλήρης·

ζ)

οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 6 ή στο άρθρο 12 παράγραφος 3 λείπουν, είναι λανθασμένες ή είναι ελλιπείς·

η)

δεν ικανοποιείται κάποια άλλη από τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 ή στο άρθρο 12.

2.   Εάν η μη συμμόρφωση της παραγράφου 1 εξακολουθεί να υφίσταται, το οικείο κράτος μέλος λαμβάνει όλα τα δέοντα μέτρα για να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη διαθεσιμότητα στην αγορά του είδους πυροτεχνίας και να εξασφαλίσει ότι αυτό ανακαλείται ή αποσύρεται από την αγορά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ

Άρθρο 43

Εκτελεστικές πράξεις

Η Επιτροπή καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις:

α)

το ενιαίο σύστημα αρίθμησης που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 και τις πρακτικές ρυθμίσεις για το μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 3·

β)

τις πρακτικές ρυθμίσεις για την τακτική συλλογή και ενημέρωση δεδομένων για ατυχήματα που σχετίζονται με τα είδη πυροτεχνίας.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 3.

Άρθρο 44

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή για τα είδη πυροτεχνίας. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

4.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται το άρθρο 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

5.   Η επιτροπή καλείται σε διαβούλευση από την Επιτροπή για κάθε ζήτημα για το οποίο απαιτείται η παροχή υπηρεσιών συμβούλου από εμπειρογνώμονες του τομέα, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης.

Η επιτροπή δύναται επίσης να εξετάζει κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας το οποίο τίθεται από τον πρόεδρο της ή από εκπρόσωπο κράτους μέλους σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 45

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε οικονομικούς φορείς οι οποίοι παραβιάζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίζεται η επιβολή τους. Οι κανόνες αυτοί δύνανται να περιλαμβάνουν ποινικές κυρώσεις για σοβαρές παραβάσεις.

Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Άρθρο 46

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν τη διαθεσιμότητα στην αγορά ειδών πυροτεχνίας τα οποία συμμορφώνονται με τις διατάξεις της οδηγίας 2007/23/ΕΚ και τα οποία διατέθηκαν στην αγορά πριν από την 1η Ιουλίου 2015.

2.   Οι εθνικές άδειες για τα πυροτεχνήματα των κατηγοριών F1, F2 και F3 που χορηγήθηκαν πριν από τις 4 Ιουλίου 2010 εξακολουθούν να ισχύουν στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε την άδεια έως την ημερομηνία λήξης τους ή έως τις 4 Ιουλίου 2017, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη.

3.   Οι εθνικές άδειες για άλλα είδη πυροτεχνίας, για πυροτεχνήματα της κατηγορίας F4 και για είδη πυροτεχνίας για το θέατρο που χορηγήθηκαν πριν από τις 4 Ιουλίου 2013 εξακολουθούν να ισχύουν στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε την άδεια έως την ημερομηνία λήξης τους ή έως τις 4 Ιουλίου 2017, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, οι εθνικές άδειες για τα είδη πυροτεχνίας που προορίζονται για οχήματα, συμπεριλαμβανομένων των ανταλλακτικών, οι οποίες χορηγήθηκαν πριν από τις 4 Ιουλίου 2013 εξακολουθούν να ισχύουν έως τη λήξη τους.

5.   Τα πιστοποιητικά που εκδίδονται δυνάμει της οδηγίας 2007/23/ΕΚ ισχύουν σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 47

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2015, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 3 σημεία 7, 12, 13 και 15 έως 22, το άρθρο 4 παράγραφος 1, το άρθρο 5, το άρθρο 7 παράγραφος 4, το άρθρο 8 παράγραφοι 2 έως 9, το άρθρο 9, το άρθρο 10 παράγραφος 2, το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 3, τα άρθρα 12 έως 16, τα άρθρα 18 έως 29, τα άρθρα 31 έως 35, το άρθρο 37, το άρθρο 38 παράγραφοι 1 και 2, τα άρθρα 39 έως 42, το άρθρο 45, το άρθρο 46, και τα παραρτήματα I, II και III. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιουλίου 2015.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 3 Οκτωβρίου 2013, τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το σημείο 4 του παραρτήματος I. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων. Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή τα μέτρα αυτά από τις 4 Ιουλίου 2013.

3.   Κατά τη θέσπισή τους από τα κράτη μέλη, τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι παραπομπές στην οδηγία που καταργείται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρείται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος πραγματοποίησης αυτής της παραπομπής και η διατύπωση αυτής της δήλωσης καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

4.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 48

Κατάργηση

Η οδηγία 2007/23/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε από τις πράξεις που παρατίθενται στο παράρτημα IV μέρος A καταργείται με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2015, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και των ημερομηνιών εφαρμογής της δέσμης οδηγιών που αναφέρεται στο παράρτημα IV μέρος Β.

Κατά παρέκκλιση από την πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου, το σημείο 4 του παραρτήματος I της οδηγίας 2007/23/ΕΚ καταργείται με ισχύ από 4ης Ιουλίου 2013.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος V.

Άρθρο 49

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1, το άρθρο 2, το άρθρο 3 σημεία 1 έως 6, 8 έως 11 και σημείο 14, το άρθρο 4 παράγραφοι 2, 3 και 4, το άρθρο 6, το άρθρο 7 παράγραφοι 1, 2 και 3, το άρθρο 8 παράγραφος 1, το άρθρο 10 παράγραφοι 1, 3 και 4, το άρθρο 11 παράγραφος 2, τα άρθρα 17, 30 και 36, το άρθρο 38 παράγραφος 3, τα άρθρα 43 και 44 και τα παραρτήματα IV και V εφαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2015.

Άρθρο 50

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 12 Ιουνίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. CREIGHTON


(1)  ΕΕ C 181 της 21.6.2012, σ. 105.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Μαΐου 2013 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 2013.

(3)  ΕΕ L 154 της 14.6.2007, σ. 1.

(4)  Βλέπε παράρτημα IV μέρος Α.

(5)  ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30.

(6)  ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 82.

(7)  ΕΕ L 121 της 15.5.1993, σ. 20.

(8)  ΕΕ L 10 της 14.1.1997, σ. 13.

(9)  ΕΕ L 46 της 17.2.1997, σ. 25.

(10)  ΕΕ L 170 της 30.6.2009, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12.

(12)  ΕΕ L 210 της 7.8.1985, σ. 29.

(13)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(14)  ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

1.   Κάθε είδος πυροτεχνίας πρέπει να διαθέτει τα χαρακτηριστικά απόδοσης που προσδιορίζει ο κατασκευαστής στον κοινοποιημένο οργανισμό ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή ασφάλεια και αξιοπιστία.

2.   Κάθε είδος πυροτεχνίας πρέπει να σχεδιάζεται και να κατασκευάζεται με τρόπο που να καθιστά δυνατή την ασφαλή διάθεσή του με κατάλληλη μέθοδο και με τις ελάχιστες επιπτώσεις για το περιβάλλον.

3.   Κάθε είδος πυροτεχνίας πρέπει να λειτουργεί σωστά όταν χρησιμοποιείται για τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται.

Κάθε είδος πυροτεχνίας πρέπει να υποβάλλεται σε δοκιμή σε πραγματικές συνθήκες. Αν αυτό δεν είναι δυνατό μέσα σε εργαστήριο, οι δοκιμές πρέπει να διενεργούνται σε συνθήκες υπό τις οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το είδος πυροτεχνίας.

Οι ακόλουθες πληροφορίες και ιδιότητες —εφόσον απαιτείται— πρέπει να εξετάζονται ή να υποβάλλονται σε δοκιμή:

α)

σχεδίαση, κατασκευή και χαρακτηριστικές ιδιότητες, συμπεριλαμβανομένης της λεπτομερούς χημικής σύνθεσης (μάζα και ποσοστό των χρησιμοποιούμενων ουσιών) και διαστάσεις·

β)

η φυσική και χημική σταθερότητα του είδους πυροτεχνίας σε όλες τις φυσιολογικές, προβλέψιμες περιβαλλοντικές συνθήκες·

γ)

ευαισθησία σε κανονικό, προβλέψιμο χειρισμό και μεταφορά·

δ)

συμμόρφωση όλων των συστατικών όσον αφορά τη χημική τους σταθερότητα·

ε)

αντοχή του είδους πυροτεχνίας στην υγρασία, εάν προορίζεται να χρησιμοποιηθεί σε υγρές ή ξηρές συνθήκες και εάν η ασφάλεια ή η αξιοπιστία του μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από την υγρασία·

στ)

αντοχή σε χαμηλές και υψηλές θερμοκρασίες, όταν το είδος πυροτεχνίας προορίζεται να διατηρηθεί ή να χρησιμοποιηθεί σε τέτοιες θερμοκρασίες και η ασφάλειά του ή η αξιοπιστία του μπορούν να επηρεαστούν αρνητικά από την ψύξη ή τη θέρμανση ολόκληρου του είδους πυροτεχνίας ή συστατικού του·

ζ)

τα χαρακτηριστικά ασφαλείας που αποσκοπούν στην πρόληψη τυχόν άκαιρης ή ακούσιας πυροδότησης ή ανάφλεξης·

η)

κατάλληλες οδηγίες και, εφόσον απαιτείται, επισημάνσεις όσον αφορά την ασφάλεια κατά τον χειρισμό, την αποθήκευση, τη χρήση (συμπεριλαμβανομένων των αποστάσεων ασφαλείας) και τη διάθεση·

θ)

η ικανότητα του είδους πυροτεχνίας, του περιτυλίγματός του ή των συστατικών μερών του να αντιστέκονται στη φθορά σε κανονικές, προβλέψιμες συνθήκες αποθήκευσης·

ι)

προσδιορισμός όλων των συσκευών και των βοηθητικών μερών που απαιτούνται και οδηγίες χρήσης για την ασφαλή λειτουργία του είδους πυροτεχνίας.

Κατά τη μεταφορά και τον κανονικό χειρισμό, τα είδη πυροτεχνίας θα πρέπει να περιέχουν τα πυροτεχνικά συστατικά τους, εκτός εάν οι οδηγίες του κατασκευαστή ορίζουν διαφορετικά.

4.   Τα είδη πυροτεχνίας δεν πρέπει να περιέχουν πυροκροτητές, εκτός από μαύρη πυρίτιδα και συστατικά που δημιουργούν λάμψεις, με εξαίρεση τα είδη των κατηγοριών P1, P2, T2 και τα πυροτεχνήματα της κατηγορίας F4 που πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

ο πυροκροτητής δεν μπορεί να αφαιρεθεί εύκολα από το είδος πυροτεχνίας·

β)

για την κατηγορία P1, το είδος πυροτεχνίας δεν μπορεί να λειτουργήσει ως πυροκροτητής ή δεν μπορεί να προκαλέσει, με βάση τη σχεδίαση και την κατασκευή του, έκρηξη σε δευτερεύουσες εκρηκτικές ύλες·

γ)

για τις κατηγορίες F4, T2 και P2, το προϊόν δεν είναι σχεδιασμένο και δεν προορίζεται για να λειτουργήσει ως πυροκροτητής ή, αν είναι σχεδιασμένο για πρόκληση ανάφλεξης, δεν μπορεί με βάση τη σχεδίαση και την κατασκευή του να προκαλέσει έκρηξη σε δευτερεύουσες εκρηκτικές ύλες.

5.   Οι διάφορες ομάδες ειδών πυροτεχνίας πρέπει επίσης να συμμορφώνονται τουλάχιστον με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

Α.   Πυροτεχνήματα

1.

Ο κατασκευαστής κατανέμει τα πυροτεχνήματα σε διάφορες κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο 6 ανάλογα με την καθαρή περιεκτικότητα σε εκρηκτική ύλη, τις αποστάσεις ασφαλείας, το επίπεδο θορύβου ή ανάλογα κριτήρια. Η κατηγορία αναγράφεται καθαρά στην ετικέτα.

α)

Για τα πυροτεχνήματα της κατηγορίας F1, τηρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

i)

η απόσταση ασφαλείας είναι τουλάχιστον 1 m. Ωστόσο, εφόσον ενδείκνυται, η απόσταση ασφαλείας μπορεί να είναι μικρότερη·

ii)

το μέγιστο επίπεδο θορύβου δεν υπερβαίνει τα 120 dB (A, imp), ή ισοδύναμο επίπεδο θορύβου, όπως μετράται με άλλη κατάλληλη μέθοδο, στην απόσταση ασφαλείας·

iii)

η κατηγορία F1 δεν περιλαμβάνει κροτίδες, συστοιχίες κροτίδων, κροτίδες εκτόνωσης και συστοιχίες κροτίδων εκτόνωσης·

iv)

τα ριπτόμενα προς τα κάτω πυροτεχνήματα (throwdown) της κατηγορίας F1 δεν περιέχουν περισσότερα από 2,5 mg κροτικού αργύρου.

β)

Για τα πυροτεχνήματα της κατηγορίας F2, τηρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

i)

η απόσταση ασφαλείας είναι τουλάχιστον 8 m. Ωστόσο, εφόσον ενδείκνυται, η απόσταση ασφαλείας μπορεί να είναι μικρότερη·

ii)

το μέγιστο επίπεδο θορύβου δεν υπερβαίνει τα 120 dB (A, imp), ή ισοδύναμο επίπεδο θορύβου, όπως μετράται με άλλη κατάλληλη μέθοδο, στην απόσταση ασφαλείας.

γ)

Για τα πυροτεχνήματα της κατηγορίας F3, τηρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

i)

η απόσταση ασφαλείας είναι τουλάχιστον 15 m. Ωστόσο, εφόσον ενδείκνυται, η απόσταση ασφαλείας μπορεί να είναι μικρότερη·

ii)

το μέγιστο επίπεδο θορύβου δεν υπερβαίνει τα 120 dB (A, imp), ή ισοδύναμο επίπεδο θορύβου, όπως μετράται με άλλη κατάλληλη μέθοδο, στην απόσταση ασφαλείας.

2.

Τα πυροτεχνήματα μπορούν να κατασκευάζονται μόνον από υλικά που μειώνουν στο ελάχιστο τον κίνδυνο για την υγεία, την ιδιοκτησία και το περιβάλλον από τα θραύσματα.

3.

Η μέθοδος ανάφλεξης πρέπει να είναι εμφανής ή να δηλώνεται με επισήμανση ή στις οδηγίες.

4.

Τα πυροτεχνήματα δεν πρέπει να μετακινούνται με τυχαίο και απρόβλεπτο τρόπο.

5.

Τα πυροτεχνήματα των κατηγοριών F1, F2 και F3 πρέπει να προστατεύονται από ακούσια ανάφλεξη είτε με προστατευτικό κάλυμμα, είτε με τη συσκευασία ή με την κατασκευή του πυροτεχνήματος. Τα πυροτεχνήματα της κατηγορίας F4 πρέπει να προστατεύονται από ακούσια ανάφλεξη με τις μεθόδους που καθορίζει ο κατασκευαστής.

Β.   Άλλα είδη πυροτεχνίας

1.

Τα είδη πυροτεχνίας πρέπει να σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνεται στο ελάχιστο ο κίνδυνος για την υγεία, την ιδιοκτησία και το περιβάλλον σε κανονική χρήση.

2.

Η μέθοδος ανάφλεξης πρέπει να είναι εμφανής ή να δηλώνεται με επισήμανση ή στις οδηγίες.

3.

Το είδος πυροτεχνίας πρέπει να σχεδιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνεται στο ελάχιστο ο κίνδυνος για την υγεία, την ιδιοκτησία και το περιβάλλον από θραύσματα, όταν ενεργοποιείται ακούσια.

4.

Όπου είναι σκόπιμο, το είδος πυροτεχνίας πρέπει να λειτουργεί κανονικά έως την ημερομηνία λήξης που καθορίζει ο κατασκευαστής.

Γ.   Συσκευές ανάφλεξης

1.

Οι συσκευές ανάφλεξης πρέπει να μπορούν να πυροδοτούνται αξιόπιστα και να έχουν επαρκή ικανότητα πυροδότησης σε όλες τις κανονικές, προβλέψιμες συνθήκες χρήσης.

2.

Οι συσκευές ανάφλεξης πρέπει να προστατεύονται από ηλεκτροστατική εκκένωση σε κανονικές, προβλέψιμες συνθήκες αποθήκευσης και χρήσης.

3.

Οι ηλεκτρικοί αναφλεκτήρες πρέπει να προστατεύονται από ηλεκτρομαγνητικά πεδία σε κανονικές, προβλέψιμες συνθήκες αποθήκευσης και χρήσης.

4.

Το περίβλημα των ασφαλειών πρέπει να διαθέτει επαρκή μηχανική αντοχή και να προστατεύει επαρκώς τα περιεχόμενα εκρηκτικά όταν εκτίθεται σε κανονική, προβλέψιμη μηχανική καταπόνηση.

5.

Οι παράμετροι που αφορούν τον χρόνο καύσης των ασφαλειών πρέπει να παρέχονται μαζί με το είδος πυροτεχνίας.

6.

Τα ηλεκτρικά χαρακτηριστικά (π.χ. ελάχιστο ρεύμα πυροδότησης, αντίσταση κ.λπ.) των ηλεκτρικών αναφλεκτήρων πρέπει να παρέχονται μαζί με το είδος πυροτεχνίας.

7.

Τα σύρματα των ηλεκτρικών αναφλεκτήρων πρέπει να διαθέτουν επαρκή μόνωση και μηχανική αντοχή, συμπεριλαμβανομένης της ανθεκτικής σύνδεσης με τον αναφλεκτήρα, λαμβανομένης υπόψη της χρήσης για την οποία προορίζονται.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

ΕΝΟΤΗΤΑ B:   Εξέταση τύπου ΕΕ

1.

Η εξέταση τύπου ΕΕ είναι το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο κοινοποιημένος οργανισμός εξετάζει την τεχνική σχεδίαση είδους πυροτεχνίας και επαληθεύει και βεβαιώνει ότι η τεχνική σχεδίαση του είδους πυροτεχνίας πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που έχουν εφαρμογή σε αυτόν.

2.

Η εξέταση τύπου ΕΕ διενεργείται ως αξιολόγηση της καταλληλότητας της τεχνικής σχεδίασης του είδους πυροτεχνίας μέσω της εξέτασης της τεχνικής τεκμηρίωσης και των παραστατικών που αναφέρονται στο σημείο 3, και περιλαμβάνει επίσης εξέταση δείγματος, αντιπροσωπευτικού της προγραμματισμένης παραγωγής, από το πλήρες προϊόν (συνδυασμός τύπου παραγωγής και τύπου σχεδίασης).

3.

Η αίτηση για εξέταση τύπου ΕΕ υποβάλλεται από τον κατασκευαστή σε έναν κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή·

β)

γραπτή δήλωση με την οποία βεβαιώνεται ότι δεν έχει υποβληθεί η ίδια αίτηση σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό·

γ)

τον τεχνικό φάκελο. Ο τεχνικός φάκελος καθιστά εφικτή την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του είδους πυροτεχνίας προς τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του (των) κινδύνου(-ων). Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις και καλύπτει —στον βαθμό που απαιτείται για την αξιολόγηση— τη σχεδίαση, την κατασκευή και τη λειτουργία του είδους πυροτεχνίας. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον:

i)

γενική περιγραφή του είδους πυροτεχνίας,

ii)

σχέδια μελετών και φακέλους κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

iii)

τις περιγραφές και τις επεξηγήσεις που απαιτούνται για την κατανόηση των ανωτέρω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του είδους πυροτεχνίας,

iv)

πίνακα των εναρμονισμένων προτύπων που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, των οποίων τα στοιχεία έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, όπου τα εναρμονισμένα αυτά πρότυπα δεν έχουν εφαρμοστεί, περιγραφές των λύσεων που εφαρμόζονται για την τήρηση των ουσιωδών απαιτήσεων ασφαλείας της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένου καταλόγου των άλλων σχετικών τεχνικών προδιαγραφών που έχουν εφαρμογή. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζομένων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

v)

τα αποτελέσματα των υπολογισμών σχεδιασμού, των ελέγχων που διενεργήθηκαν κ.λπ.,

vi)

τις εκθέσεις δοκιμών·

δ)

τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της εξεταζόμενης παραγωγής. Ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να ζητήσει επιπλέον δείγματα, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή του προγράμματος δοκιμών·

ε)

τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την επάρκεια της τεχνικής σχεδίασης. Τα δικαιολογητικά αυτά μνημονεύουν όλα τα σχετικά έγγραφα που έχουν χρησιμοποιηθεί ιδίως στις περιπτώσεις που δεν έχουν εφαρμοσθεί πλήρως τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα. Τα δικαιολογητικά περιλαμβάνουν, όπου είναι αναγκαίο, τα αποτελέσματα δοκιμών που διενεργήθηκαν σύμφωνα με άλλες σχετικές τεχνικές προδιαγραφές από το κατάλληλο εργαστήριο του κατασκευαστή ή από άλλο εργαστήριο δοκιμών εξ ονόματός του και με ευθύνη του.

4.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός:

 

Ως προς το είδος πυροτεχνίας:

4.1.

Εξετάζει τον τεχνικό φάκελο και τα δικαιολογητικά για να εκτιμήσει την επάρκεια της τεχνικής σχεδίασης του είδους πυροτεχνίας.

 

Ως προς το (τα) δείγμα(-τα):

4.2.

Επαληθεύει ότι το (τα) δείγμα(-τα) έχει(-ουν) κατασκευαστεί σύμφωνα με τον τεχνικό φάκελο και προσδιορίζει τα στοιχεία τα οποία σχεδιάστηκαν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων, καθώς και τα στοιχεία τα οποία σχεδιάστηκαν σύμφωνα με άλλες σχετικές τεχνικές προδιαγραφές·

4.3.

Αναλαμβάνει ή αναθέτει τη διεξαγωγή των κατάλληλων ελέγχων και δοκιμών, για να εξακριβώσει εάν, εφόσον ο κατασκευαστής επέλεξε να εφαρμόσει τις λύσεις των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων, οι λύσεις αυτές εφαρμόστηκαν ορθά·

4.4.

Αναλαμβάνει ή αναθέτει τη διεξαγωγή των κατάλληλων ελέγχων και δοκιμών, για να εξακριβώσει κατά πόσον, στην περίπτωση που δεν εφαρμόστηκαν οι λύσεις των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων, οι λύσεις που επιλέχθηκαν από τον κατασκευαστή, συμπεριλαμβανομένων εκείνων σε άλλες σχετικές τεχνικές προδιαγραφές που εφαρμόστηκαν, πληρούν τις αντίστοιχες ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας της παρούσας οδηγίας·

4.5.

Συμφωνεί με τον κατασκευαστή για τον τόπο στον οποίο θα διεξαχθούν οι έλεγχοι και οι δοκιμές.

5.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός συντάσσει έκθεση αξιολόγησης στην οποία καταγράφονται οι ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το σημείο 4 καθώς και η έκβασή τους. Ο κοινοποιημένος οργανισμός, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεών του έναντι των κοινοποιουσών αρχών, δημοσιοποιεί το περιεχόμενο της έκθεσης αυτής, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, μόνο με την έγκριση του κατασκευαστή.

6.

Στην περίπτωση που ο τύπος πληροί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που έχουν εφαρμογή για το σχετικό είδος πυροτεχνίας, ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ. Το εν λόγω πιστοποιητικό περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή, τα πορίσματα της εξέτασης, τους τυχόν όρους υπό τους οποίους ισχύει το πιστοποιητικό και τα απαραίτητα στοιχεία για την ταυτοποίηση του εγκεκριμένου τύπου. Στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ μπορούν να επισυνάπτονται ένα ή περισσότερα παραρτήματα.

Το πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και τα παραρτήματά του περιλαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των κατασκευασμένων ειδών πυροτεχνίας προς τον εξετασθέντα τύπο και τον έλεγχο εν λειτουργία.

Στην περίπτωση που ο τύπος δεν πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ο κοινοποιημένος οργανισμός αρνείται να χορηγήσει πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά, αιτιολογεί δε λεπτομερώς την άρνησή του.

7.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός, αφενός, παρακολουθεί όλες τις εξελίξεις της γενικώς αναγνωρισμένης τεχνολογίας, από τις οποίες προκύπτει ότι ο εγκεκριμένος τύπος μπορεί να μην πληροί πλέον τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και, αφετέρου, ορίζει εάν οι εξελίξεις αυτές απαιτούν περαιτέρω έρευνες. Στην περίπτωση αυτή, ο κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τον κατασκευαστή σχετικά.

Ο κατασκευαστής γνωστοποιεί στον κοινοποιημένο οργανισμό που έχει στην κατοχή του τον τεχνικό φάκελο για το πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ, για κάθε τροποποίηση του εγκεκριμένου τύπου που ενδέχεται να επηρεάσει τη συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας προς τις ουσιώδεις απαιτήσεις ασφαλείας της παρούσας οδηγίας ή προς τους όρους υπό τους οποίους ισχύει το εν λόγω πιστοποιητικό. Για τις τροποποιήσεις αυτές απαιτείται συμπληρωματική έγκριση με τη μορφή προσθήκης στο αρχικό πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ.

8.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές του σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΕ και/ή κάθε προσθήκη σε αυτά που χορήγησε ή ανακάλεσε και θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των πιστοποιητικών αυτών και/ή όλων των προσθηκών σε αυτά που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς σχετικά με τα πιστοποιητικά εξέτασης τύπου ΕΕ και/ή τις τυχόν προσθήκες σε αυτά που έχουν απορριφθεί, ανακληθεί, ανασταλεί ή στα οποία έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο και, ύστερα από αίτηση, σχετικά με τα πιστοποιητικά που χορήγησε και/ή τις προσθήκες σε αυτά.

Η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και οι άλλοι κοινοποιημένοι οργανισμοί μπορούν, ύστερα από αίτηση, να λάβουν αντίγραφο των πιστοποιητικών εξέτασης τύπου ΕΕ και/ή των προσθηκών σε αυτά. Ύστερα από αίτηση, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν αντίγραφο του τεχνικού φακέλου και των πορισμάτων των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν από τον κοινοποιημένο οργανισμό. Ο κοινοποιημένος οργανισμός διατηρεί αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ, των παραρτημάτων του και των προσθηκών του, καθώς και τον τεχνικό φάκελο που περιλαμβάνει τα έγγραφα τα οποία υποβλήθηκαν από τον κατασκευαστή έως τη λήξη ισχύος του πιστοποιητικού αυτού.

9.

Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ, των παραρτημάτων και των προσθηκών του μαζί με τον τεχνικό φάκελο, επί 10 έτη από τη διάθεση του είδους πυροτεχνίας στην αγορά.

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ2:   Συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τον εσωτερικό έλεγχο της παραγωγής και τη δοκιμή προϊόντων υπό εποπτεία κατά τυχαία διαστήματα

1.   Η συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τον εσωτερικό έλεγχο της παραγωγής και τη δοκιμή προϊόντων υπό εποπτεία κατά τυχαία διαστήματα είναι το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2, 3 και 4 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι τα σχετικά είδη πυροτεχνίας είναι σύμφωνα προς τον τύπο που περιγράφεται στη βεβαίωση στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που έχουν εφαρμογή σε αυτά.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση των κατασκευαζόμενων ειδών πυροτεχνίας προς τον εγκεκριμένο τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύει γι’ αυτά.

3.   Έλεγχοι προϊόντων

Ο κοινοποιημένος οργανισμός τον οποίο επιλέγει ο κατασκευαστής αναλαμβάνει ή αναθέτει τη διεξαγωγή ελέγχων στα προϊόντα σε τυχαία χρονικά διαστήματα που καθορίζονται από αυτόν, προκειμένου να ελεγχθεί η ποιότητα των εσωτερικών ελέγχων του είδους πυροτεχνίας, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την τεχνολογική πολυπλοκότητα των προϊόντων και την ποσότητα παραγωγής. Εξετάζεται κατάλληλο δείγμα των τελικών προϊόντων, το οποίο λαμβάνεται επιτόπου από τον κοινοποιημένο οργανισμό πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά, και διεξάγονται οι ενδεδειγμένες δοκιμές, οι οποίες προσδιορίζονται στα σχετικά μέρη των εναρμονισμένων προτύπων και/ή ισοδύναμες δοκιμές που ορίζονται σε άλλες σχετικές τεχνικές προδιαγραφές, προκειμένου να εξακριβωθεί η συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας προς τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Εφόσον ένα δείγμα δεν συμμορφώνεται με το αποδεκτό επίπεδο ποιότητας, ο οργανισμός λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

Σκοπός της διαδικασίας δειγματοληψίας προς έγκριση που πρέπει να εφαρμοστεί είναι να καθοριστεί κατά πόσον η διαδικασία κατασκευής του είδους πυροτεχνίας λειτουργεί εντός αποδεκτών ορίων, με σκοπό την εξασφάλιση της συμμόρφωσης του είδους πυροτεχνίας.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού, τον αριθμό ταυτοποίησης του κοινοποιημένου οργανισμού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατασκευής.

4.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

4.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE σε κάθε είδος πυροτεχνίας που είναι σύμφωνο προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

4.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο προϊόντος και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση στην αγορά του είδους πυροτεχνίας. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ προσδιορίζει το είδος πυροτεχνίας για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

ΕΝΟΤΗΤΑ Δ:   Συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τη διασφάλιση της ποιότητας της διαδικασίας παραγωγής

1.   Η συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τη διασφάλιση της ποιότητας της διαδικασίας παραγωγής αποτελεί το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι τα σχετικά είδη πυροτεχνίας είναι σύμφωνα προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εφαρμόζονται σε αυτά.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για την παραγωγή, την επιθεώρηση του τελικού προϊόντος και τις δοκιμές του σχετικού είδους πυροτεχνίας, όπως ορίζεται στο σημείο 3 και υπόκειται σε επιτήρηση όπως καθορίζεται στο σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητας που εφαρμόζει στον κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του, όσον αφορά τα συγκεκριμένα είδη πυροτεχνίας.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή·

β)

γραπτή δήλωση με την οποία βεβαιώνεται ότι δεν έχει υποβληθεί η ίδια αίτηση σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό·

γ)

όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για την προτεινόμενη κατηγορία του προϊόντος πυροτεχνίας·

δ)

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας·

ε)

τον τεχνικό φάκελο σχετικά με τον εγκεκριμένο τύπο και αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας διασφαλίζει τη συμμόρφωση των ειδών πυροτεχνίας προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ καθώς και προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν γι’ αυτά.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη, και λαμβάνουν τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Ο φάκελος του συστήματος ποιότητας επιτρέπει την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων ποιότητας, των σχεδίων, των εγχειριδίων και των φακέλων ποιότητας.

Περιλαμβάνεται ιδίως επαρκής περιγραφή:

α)

των ποιοτικών στόχων, της οργανωτικής δομής, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των διοικητικών στελεχών ως προς την ποιότητα των ειδών πυροτεχνίας·

β)

των αντίστοιχων τεχνικών κατασκευής, ποιοτικού ελέγχου και ποιοτικής διασφάλισης, των διαδικασιών και των συστηματικών ενεργειών που θα χρησιμοποιηθούν·

γ)

των ελέγχων και των δοκιμών που διεξάγονται πριν, κατά και μετά την κατασκευή, και τη συχνότητα διεξαγωγής τους·

δ)

των φακέλων καταγραφής στοιχείων ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, οι εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ., και

ε)

των μέσων επιτήρησης που καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της επίτευξης της απαιτούμενης ποιότητας του προϊόντος και της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει εάν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2.

O κοινοποιημένος οργανισμός τεκμαίρει ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές τα στοιχεία του συστήματος ποιότητας που πληρούν τις αντίστοιχες προδιαγραφές του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου.

Εκτός από τα μέλη με πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα ελεγκτών περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον μέλος το οποίο έχει πείρα στην αξιολόγηση του σχετικού τομέα προϊόντων και της τεχνολογίας του και γνωρίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή. Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1 στοιχείο ε), για να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να προσδιορίζει τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να πραγματοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του είδους πυροτεχνίας προς τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα πόρισμα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το διατηρεί κατάλληλο και αποτελεσματικό.

3.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό, ο οποίος έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας, για κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες αλλαγές και αποφασίζει εάν το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2 ή εάν απαιτείται νέα αξιολόγηση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

4.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού.

4.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλιστεί ότι ο κατασκευαστής πληροί δεόντως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση, για σκοπούς αξιολόγησης, στους χώρους κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως:

α)

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας·

β)

τους φακέλους ποιότητας, όπως τις εκθέσεις δοκιμών και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του οικείου προσωπικού κ.λπ.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στον κατασκευαστή. Κατά τις επισκέψεις αυτές, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί, εν ανάγκη, να αναλάβει ή να αναθέσει τη διεξαγωγή δοκιμών για να επαληθευθεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας. Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκαν δοκιμές, έκθεση δοκιμών.

5.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί την απαιτούμενη σήμανση συμμόρφωσης και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού, σε κάθε είδος πυροτεχνίας που είναι σύμφωνο προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο προϊόντος και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση του είδους πυροτεχνίας στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ προσδιορίζει το είδος πυροτεχνίας για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

6.   Ο κατασκευαστής θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση στην αγορά του είδους πυροτεχνίας:

α)

τον φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1·

β)

την πληροφορία για την τροποποίηση στην οποία αναφέρεται το σημείο 3.5, ως αυτή ενεκρίθη·

γ)

τις αποφάσεις και τις εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρονται στα σημεία 3.5, 4.3 και 4.4.

7.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές του για τις εγκρίσεις του συστήματος ποιότητας που χορηγούνται ή ανακαλούνται, και θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς για τις εγκρίσεις των συστημάτων ποιότητας τις οποίες έχει απορρίψει, αναστείλει, ανακαλέσει ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί, και, εφόσον του ζητηθεί, για τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορήγησε.

ΕΝΟΤΗΤΑ Ε:   Συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος

1.   Η συμμόρφωση προς τον τύπο με βάση τη διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος αποτελεί το μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης της συμμόρφωσης με το οποίο ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5 και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι τα σχετικά είδη πυροτεχνίας είναι σύμφωνα προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που εφαρμόζονται σε αυτά.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για την επιθεώρηση του τελικού προϊόντος και τις δοκιμές των ειδών πυροτεχνίας, όπως ορίζεται στο σημείο 3 και υπόκειται σε επιτήρηση, όπως ορίζεται στο σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητας που εφαρμόζει στον κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του, όσον αφορά τα συγκεκριμένα είδη πυροτεχνίας.

Η αίτηση περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή·

β)

γραπτή δήλωση με την οποία βεβαιώνεται ότι δεν έχει υποβληθεί η ίδια αίτηση σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό·

γ)

όλες τις κατάλληλες πληροφορίες για την προτεινόμενη κατηγορία του είδους πυροτεχνίας·

δ)

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας·

ε)

τον τεχνικό φάκελο σχετικά με τον εγκεκριμένο τύπο και αντίγραφο του πιστοποιητικού εξέτασης τύπου ΕΕ.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας διασφαλίζει τη συμμόρφωση των ειδών πυροτεχνίας προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και προς τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη, και λαμβάνουν τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Ο φάκελος του συστήματος ποιότητας επιτρέπει την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων ποιότητας, των σχεδίων, των εγχειριδίων και των φακέλων ποιότητας.

Περιλαμβάνεται ιδίως επαρκής περιγραφή:

α)

των ποιοτικών στόχων, της οργανωτικής δομής, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των διοικητικών στελεχών ως προς την ποιότητα των ειδών πυροτεχνίας·

β)

των ελέγχων και των δοκιμών που θα διεξαχθούν μετά την κατασκευή·

γ)

των αρχείων καταχώρισης στοιχείων ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, οι εκθέσεις προσόντων του οικείου προσωπικού κ.λπ.·

δ)

των μέσων παρακολούθησης που καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει εάν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2.

O κοινοποιημένος οργανισμός τεκμαίρει ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές τα στοιχεία του συστήματος ποιότητας που πληρούν τις αντίστοιχες προδιαγραφές του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου.

Εκτός από τα μέλη με πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα ελεγκτών περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον μέλος το οποίο έχει πείρα στην αξιολόγηση του σχετικού προϊόντος και της τεχνολογίας του και γνωρίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις της νομοθετικής πράξης. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή. Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1 στοιχείο ε), για να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να προσδιορίζει τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και να πραγματοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του είδους πυροτεχνίας προς τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα πόρισμα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το διατηρεί κατάλληλο και αποτελεσματικό.

3.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό, ο οποίος έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας, για κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες αλλαγές και αποφασίζει εάν το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2 ή εάν απαιτείται νέα αξιολόγηση.

Κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

4.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλισθεί ότι ο κατασκευαστής πληροί δεόντως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό την πρόσβαση, για σκοπούς αξιολόγησης, στους χώρους κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως:

α)

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας·

β)

τους φακέλους ποιότητας, όπως τις εκθέσεις δοκιμών και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του οικείου προσωπικού κ.λπ.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στον κατασκευαστή. Κατά τις επισκέψεις αυτές, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί, εν ανάγκη, να αναλάβει ή να αναθέσει τη διεξαγωγή δοκιμών για να επαληθευθεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας. Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκαν δοκιμές, έκθεση δοκιμών.

5.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση συμμόρφωσης CE και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού σε κάθε είδος πυροτεχνίας που είναι σύμφωνο προς τον τύπο που περιγράφεται στο πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΕ και πληροί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο προϊόντος και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση στην αγορά του είδους πυροτεχνίας. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ προσδιορίζει το είδος πυροτεχνίας για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

6.   Ο κατασκευαστής θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση στην αγορά του είδους πυροτεχνίας:

α)

τον φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1·

β)

την πληροφορία για την τροποποίηση στην οποία αναφέρεται το σημείο 3.5, ως αυτή ενεκρίθη·

γ)

τις αποφάσεις και τις εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρονται στα σημεία 3.5, 4.3 και 4.4.

7.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές του για τις εγκρίσεις του συστήματος ποιότητας που χορηγούνται ή ανακαλούνται, και θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς για τις εγκρίσεις των συστημάτων ποιότητας τις οποίες έχει απορρίψει, αναστείλει ή ανακαλέσει, και, εφόσον του ζητηθεί, για τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορήγησε.

ΕΝΟΤΗΤΑ Ζ:   Συμμόρφωση με βάση την εξακρίβωση ανά μονάδα

1.   Η συμμόρφωση με βάση την εξακρίβωση ανά μονάδα είναι η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2, 3 και 5, και βεβαιώνει και δηλώνει, με αποκλειστική του ευθύνη, ότι το σχετικό είδος πυροτεχνίας στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του σημείου 4 είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν γι’ αυτό.

2.   Τεχνικός φάκελος

Ο κατασκευαστής καταρτίζει τον τεχνικό φάκελο και τον θέτει στη διάθεση του κοινοποιημένου οργανισμού στον οποίο αναφέρεται το σημείο 4. Ο τεχνικός φάκελος δίνει τη δυνατότητα να αξιολογηθεί η συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας προς τις σχετικές απαιτήσεις και περιλαμβάνει επαρκή ανάλυση και εκτίμηση του (των) κινδύνου(-ων). Ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις και καλύπτει —στον βαθμό που απαιτείται για την αξιολόγηση— τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του είδους πυροτεχνίας. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον:

α)

γενική περιγραφή του είδους πυροτεχνίας·

β)

σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.·

γ)

τις περιγραφές και τις επεξηγήσεις που απαιτούνται για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του είδους πυροτεχνίας·

δ)

τον κατάλογο των εναρμονισμένων προτύπων που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, των οποίων τα στοιχεία έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, όπου τα εναρμονισμένα αυτά πρότυπα δεν έχουν εφαρμοστεί, περιγραφές των λύσεων που εφαρμόζονται για την τήρηση των ουσιωδών απαιτήσεων ασφαλείας της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένου καταλόγου των άλλων σχετικών τεχνικών προδιαγραφών που έχουν εφαρμογή. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζομένων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί·

ε)

τα αποτελέσματα των σχεδιαστικών υπολογισμών, των ελέγχων που διενεργήθηκαν κ.λπ.·

στ)

τις εκθέσεις δοκιμών.

Ο κατασκευαστής θέτει τον τεχνικό φάκελο στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση του είδους πυροτεχνίας στην αγορά.

3.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η διαδικασία κατασκευής και η παρακολούθησή της να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση του κατασκευαζόμενου είδους πυροτεχνίας προς τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

4.   Επαλήθευση

Ο κοινοποιημένος οργανισμός τον οποίο επιλέγει ο κατασκευαστής αναλαμβάνει ή αναθέτει τη διεξαγωγή κατάλληλων ελέγχων και δοκιμών, όπως προβλέπεται στα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα και/ή ισοδύναμες δοκιμές όπως ορίζονται σε άλλες σχετικές τεχνικές προδιαγραφές, προκειμένου να εξακριβώσει τη συμμόρφωση του είδους πυροτεχνίας προς τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Εάν δεν υπάρχει σχετικό εναρμονισμένο πρότυπο, αποφασίζει ο εκάστοτε κοινοποιημένος οργανισμός σχετικά με τις κατάλληλες δοκιμές που πρέπει να διεξαχθούν.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός χορηγεί πιστοποιητικό συμμόρφωσης ως προς τους ελέγχους και τις δοκιμές που έχουν διεξαχθεί και τοποθετεί ή φροντίζει να τοποθετηθεί με ευθύνη του ο αριθμός ταυτοποίησής του στο εγκεκριμένο είδος πυροτεχνίας.

Ο κατασκευαστής θέτει τα πιστοποιητικά συμμόρφωσης στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση του προϊόντος στην αγορά.

5.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 4, τον αριθμό ταυτοποίησης του τελευταίου σε κάθε είδος πυροτεχνίας που ικανοποιεί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση του είδους πυροτεχνίας στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ προσδιορίζει το είδος πυροτεχνίας για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

ΕΝΟΤΗΤΑ H:   Συμμόρφωση με βάση την πλήρη διασφάλιση ποιότητας

1.   Η συμμόρφωση με βάση την πλήρη διασφάλιση ποιότητας είναι η διαδικασία αξιολόγησης της συμμόρφωσης, με την οποία ο κατασκευαστής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα σημεία 2 και 5, και βεβαιώνει και δηλώνει με αποκλειστική του ευθύνη ότι τα σχετικά είδη πυροτεχνίας πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας που ισχύουν γι’ αυτά.

2.   Κατασκευή

Ο κατασκευαστής εφαρμόζει εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας για τη σχεδίαση, την κατασκευή και την επιθεώρηση του τελικού προϊόντος και τις δοκιμές των σχετικών ειδών πυροτεχνίας, όπως ορίζει το σημείο 3. Ο κατασκευαστής υπόκειται σε επιτήρηση, όπως αναφέρεται στο σημείο 4.

3.   Σύστημα ποιότητας

3.1.

Ο κατασκευαστής υποβάλλει αίτηση για την αξιολόγηση του συστήματος ποιότητας που εφαρμόζει στον κοινοποιημένο οργανισμό της επιλογής του, όσον αφορά τα συγκεκριμένα είδη πυροτεχνίας.

Η αίτηση περιλαμβάνει:

α)

το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή·

β)

τον τεχνικό φάκελο για ένα μοντέλο από κάθε κατηγορία ειδών πυροτεχνίας που προβλέπεται να κατασκευαστεί. Ο τεχνικός φάκελος περιέχει, κατά περίπτωση, τουλάχιστον:

γενική περιγραφή του είδους πυροτεχνίας,

σχέδια αρχικής σύλληψης και κατασκευής, καθώς και διαγράμματα συστατικών μερών, υποσυγκροτημάτων, κυκλωμάτων κ.λπ.,

τις περιγραφές και τις επεξηγήσεις που απαιτούνται για την κατανόηση των εν λόγω σχεδίων και διαγραμμάτων και της λειτουργίας του είδους πυροτεχνίας,

πίνακα των εναρμονισμένων προτύπων που εφαρμόζονται πλήρως ή εν μέρει, των οποίων τα στοιχεία έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, όπου τα εναρμονισμένα αυτά πρότυπα δεν έχουν εφαρμοστεί, περιγραφές των λύσεων που εφαρμόζονται για την τήρηση των ουσιωδών απαιτήσεων ασφαλείας της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένου καταλόγου των άλλων σχετικών τεχνικών προδιαγραφών που έχουν εφαρμοστεί. Σε περίπτωση μερικώς εφαρμοζόμενων εναρμονισμένων προτύπων, ο τεχνικός φάκελος προσδιορίζει τα μέρη που έχουν εφαρμοστεί,

τα αποτελέσματα των σχεδιαστικών υπολογισμών, των ελέγχων που διενεργήθηκαν κ.λπ.,

τις εκθέσεις δοκιμών·

γ)

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας·

δ)

γραπτή δήλωση με την οποία βεβαιώνεται ότι δεν έχει υποβληθεί η ίδια αίτηση σε άλλο κοινοποιημένο οργανισμό.

3.2.

Το σύστημα ποιότητας εξασφαλίζει τη συμμόρφωση των ειδών πυροτεχνίας προς τις εφαρμοζόμενες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και διατάξεις που εφαρμόζει ο κατασκευαστής τεκμηριώνονται, συστηματικά και με τάξη, και λαμβάνουν τη μορφή γραπτών πολιτικών, διαδικασιών και οδηγιών. Ο εν λόγω φάκελος του συστήματος διασφάλισης ποιότητας καθιστά δυνατή την ενιαία ερμηνεία των προγραμμάτων ποιότητας, των σχεδίων, εγχειριδίων και φακέλων ποιότητας.

Περιλαμβάνεται ιδίως επαρκής περιγραφή:

α)

των στόχων ποιότητας και του οργανογράμματος καθώς και των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων των στελεχών όσον αφορά τη σχεδίαση και την ποιότητα του προϊόντος·

β)

των προδιαγραφών τεχνικής σχεδίασης, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων που θα εφαρμοστούν και, εφόσον τα σχετικά εναρμονισμένα πρότυπα δεν θα εφαρμοστούν πλήρως, των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν για να εξασφαλιστεί η τήρηση των ουσιωδών απαιτήσεων ασφαλείας της παρούσας οδηγίας·

γ)

των τεχνικών ελέγχου και επαλήθευσης της σχεδίασης, της διαδικασίας και των συστηματικών ενεργειών, που θα χρησιμοποιούνται κατά τη σχεδίαση των ειδών πυροτεχνίας όσον αφορά την καλυπτόμενη κατηγορία του είδους πυροτεχνίας·

δ)

των αντίστοιχων τεχνικών κατασκευής, ποιοτικού ελέγχου και ποιοτικής διασφάλισης, των διαδικασιών και των συστηματικών ενεργειών που θα χρησιμοποιηθούν·

ε)

των ελέγχων και των δοκιμών που διεξάγονται πριν, κατά και μετά την κατασκευή, και τη συχνότητα διεξαγωγής τους·

στ)

των φακέλων καταγραφής στοιχείων ποιότητας, όπως οι εκθέσεις επιθεώρησης και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, οι εκθέσεις προσόντων του αρμόδιου προσωπικού κ.λπ.·

ζ)

των μέσων παρακολούθησης που καθιστούν δυνατό τον έλεγχο της επίτευξης του απαιτούμενου επιπέδου σχεδιασμού και ποιότητας του προϊόντος και της αποτελεσματικής λειτουργίας του συστήματος ποιότητας.

3.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί το σύστημα ποιότητας για να διαπιστώσει εάν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2.

O κοινοποιημένος οργανισμός τεκμαίρει ότι ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές τα στοιχεία του συστήματος ποιότητας που πληρούν τις αντίστοιχες προδιαγραφές του σχετικού εναρμονισμένου προτύπου.

Εκτός από τα μέλη με πείρα στα συστήματα διαχείρισης της ποιότητας, η ομάδα ελεγκτών περιλαμβάνει ένα τουλάχιστον μέλος το οποίο έχει πείρα στην αξιολόγηση στον τομέα του σχετικού προϊόντος και της τεχνολογίας του και γνωρίζει τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Η διαδικασία ελέγχου περιλαμβάνει επίσκεψη αξιολόγησης στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή. Η ομάδα ελεγκτών ελέγχει τον τεχνικό φάκελο στον οποίο αναφέρεται το σημείο 3.1 στοιχείο β), για να επαληθεύσει την ικανότητα του κατασκευαστή να προσδιορίζει τις σχετικές απαιτήσεις της νομοθετικής πράξης και να πραγματοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους με σκοπό τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του είδους πυροτεχνίας προς τις απαιτήσεις αυτές.

Η απόφαση κοινοποιείται στον κατασκευαστή.

Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

3.4.

Ο κατασκευαστής αναλαμβάνει τη δέσμευση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα ποιότητας, όπως έχει εγκριθεί, και να το διατηρεί κατάλληλο και αποτελεσματικό.

3.5.

Ο κατασκευαστής ενημερώνει τον κοινοποιημένο οργανισμό, ο οποίος έχει εγκρίνει το σύστημα ποιότητας, για κάθε σχεδιαζόμενη τροποποίηση του συστήματος ποιότητας.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός αξιολογεί τις προτεινόμενες αλλαγές και αποφασίζει εάν το τροποποιημένο σύστημα ποιότητας θα εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις στις οποίες αναφέρεται το σημείο 3.2 ή εάν απαιτείται νέα αξιολόγηση.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός κοινοποιεί την απόφασή του στον κατασκευαστή. Η κοινοποίηση περιέχει τα συμπεράσματα του ελέγχου και την αιτιολογημένη απόφαση αξιολόγησης.

4.   Επιτήρηση με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού

4.1.

Σκοπός της επιτήρησης είναι να διασφαλιστεί ότι ο κατασκευαστής πληροί δεόντως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το εγκεκριμένο σύστημα ποιότητας.

4.2.

Ο κατασκευαστής επιτρέπει στον κοινοποιημένο οργανισμό, για σκοπούς αξιολόγησης, την πρόσβαση στους χώρους σχεδίασης, κατασκευής, επιθεώρησης, δοκιμών και αποθήκευσης και του παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, ιδίως:

α)

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας·

β)

τα αρχεία καταχώρισης στοιχείων ποιότητας, που στο σχεδιαστικό μέρος του συστήματος ποιότητας, όπως τα αποτελέσματα αναλύσεων, υπολογισμών, δοκιμών κ.λπ.·

γ)

τα αρχεία καταχώρισης στοιχείων ποιότητας, που προβλέπονται στο κατασκευαστικό μέρος του συστήματος ποιότητας, όπως τις εκθέσεις δοκιμών και τα στοιχεία δοκιμών, τα στοιχεία βαθμονόμησης, τις εκθέσεις προσόντων του οικείου προσωπικού κ.λπ.

4.3.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός διενεργεί περιοδικούς ελέγχους για να βεβαιώνεται ότι ο κατασκευαστής διατηρεί και εφαρμόζει το σύστημα ποιότητας και υποβάλλει έκθεση ελέγχου στον κατασκευαστή.

4.4.

Επιπλέον, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στον κατασκευαστή. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί, εν ανάγκη, να αναλάβει ή να αναθέσει δοκιμές σε προϊόντα για να για να εξακριβωθεί η ορθή λειτουργία του συστήματος ποιότητας. Ο κοινοποιημένος οργανισμός υποβάλλει στον κατασκευαστή έκθεση της επίσκεψης και, εάν πραγματοποιήθηκε δοκιμή, έκθεση δοκιμής.

5.   Σήμανση CE και δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ

5.1.

Ο κατασκευαστής τοποθετεί τη σήμανση CE και, με ευθύνη του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρεται στο σημείο 3.1, τον αριθμό μητρώου του εν λόγω κοινοποιημένου οργανισμού, σε κάθε προϊόν που ικανοποιεί τις ισχύουσες απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

5.2.

Ο κατασκευαστής συντάσσει γραπτή δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ για κάθε μοντέλο προϊόντος και τη θέτει στη διάθεση των εθνικών αρχών επί 10 έτη από τη διάθεση του είδους πυροτεχνίας στην αγορά. Η δήλωση συμμόρφωσης ΕΕ προσδιορίζει το είδος πυροτεχνίας για το οποίο έχει συνταχθεί.

Στις αρμόδιες αρχές διατίθεται, εφόσον το ζητήσουν, αντίγραφο της δήλωσης συμμόρφωσης ΕΕ.

6.   Ο κατασκευαστής διατηρεί στη διάθεση των εθνικών αρχών, για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη διάθεση του είδους πυροτεχνίας στην αγορά:

α)

τον τεχνικό φάκελο που αναφέρεται στο σημείο 3.1·

β)

τον φάκελο του συστήματος ποιότητας που αναφέρεται στο σημείο 3.1·

γ)

την πληροφορία για την τροποποίηση στην οποία αναφέρεται το σημείο 3.5, ως αυτή ενεκρίθη·

δ)

τις αποφάσεις και τις εκθέσεις του κοινοποιημένου οργανισμού που αναφέρονται στα σημεία 3.5, 4.3 και 4.4.

7.   Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τις κοινοποιούσες αρχές για τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορηγήθηκαν και ανακλήθηκαν και θέτει στη διάθεση των κοινοποιουσών αρχών του, περιοδικά ή εφόσον του ζητηθεί, τον κατάλογο των εγκρίσεων των συστημάτων ποιότητας που έχουν απορριφθεί, ανασταλεί ή στις οποίες έχουν επιβληθεί περιορισμοί με άλλο τρόπο.

Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός ενημερώνει τους άλλους κοινοποιημένους οργανισμούς για τις εγκρίσεις των συστημάτων ποιότητας τις οποίες έχει απορρίψει, αναστείλει ή ανακαλέσει, και, εφόσον του ζητηθεί, για τις εγκρίσεις συστημάτων ποιότητας που χορήγησε.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΔΗΛΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΕ (αριθ. ΧΧΧΧ)  (1)

1.

Αριθμός καταχώρισης σύμφωνα με το άρθρο 9:

2.

Αριθμός προϊόντος, παρτίδας ή σειράς:

3.

Επωνυμία και διεύθυνση του κατασκευαστή:

4.

Η παρούσα δήλωση συμμόρφωσης εκδίδεται με αποκλειστική ευθύνη του κατασκευαστή.

5.

Στόχος της δήλωσης (ταυτοποίηση προϊόντος που επιτρέπει την ιχνηλασιμότητα):

6.

Ο στόχος της δήλωσης που περιγράφεται παραπάνω είναι σύμφωνος με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία εναρμόνισης:

7.

Μνεία των σχετικών εναρμονισμένων προτύπων που χρησιμοποιήθηκαν ή μνεία των λοιπών τεχνικών προδιαγραφών σε σχέση με τις οποίες δηλώνεται η συμμόρφωση:

8.

Ο κοινοποιημένος οργανισμός … (ονομασία, αριθμός) πραγματοποίησε … (περιγραφή της παρέμβασης) και χορήγησε το πιστοποιητικό:

9.

Συμπληρωματικές πληροφορίες:

 

Υπογραφή για λογαριασμό και εξ ονόματος:

 

(τόπος και ημερομηνία έκδοσης):

 

(όνομα, θέση) (υπογραφή):


(1)  Ο κατασκευαστής μπορεί, προαιρετικά, να δώσει αριθμό στη δήλωση συμμόρφωσης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΜΕΡΟΣ A

Καταργούμενη οδηγία με τις τροποποιήσεις της

(που αναφέρεται στο άρθρο 48)

Οδηγία 2007/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 154 της 14.6.2007, σ. 1).

 

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12).

Μόνο το άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχείο η)

ΜΕΡΟΣ B

Προθεσμίες για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και ημερομηνίες εφαρμογής

(που αναφέρονται στο άρθρο 48)

Οδηγία

Προθεσμία για τη μεταφορά

Ημερομηνία εφαρμογής

2007/23/ΕΚ

4 Ιανουαρίου 2010

4 Ιουλίου 2010 (πυροτεχνήματα των κατηγοριών F1, F2 και F3)

4 Ιουλίου 2013 (πυροτεχνήματα της κατηγορίας F4, άλλα είδη πυροτεχνίας και είδη πυροτεχνίας για το θέατρο)


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 2007/23/ΕΚ

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο γ)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο δ)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο ε)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 1 παράγραφος 4 στοιχείο στ)

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο στ) και άρθρο 3 παράγραφος 5

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος

Άρθρο 3 παράγραφος 8

Άρθρο 2 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο ζ)

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Άρθρο 2 παράγραφος 5

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 2 παράγραφος 6

Άρθρο 3 παράγραφος 9

Άρθρο 2 παράγραφος 7

Άρθρο 3 παράγραφος 10

Άρθρο 2 παράγραφος 8

Άρθρο 3 παράγραφος 11

Άρθρο 2 παράγραφος 9

Άρθρο 3 παράγραφος 14

Άρθρο 2 παράγραφος 10

Άρθρο 3 παράγραφος 6

Άρθρο 3 παράγραφος 7

Άρθρο 3 παράγραφος 12

Άρθρο 3 παράγραφος 13

Άρθρο 3 παράγραφοι 15 έως 22

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφοι 1 έως 9 και άρθρο 14

Άρθρο 4 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 14

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 13 παράγραφος 1 και άρθρο 13 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 13 παράγραφος 3

Άρθρο 13 παράγραφος 4

Άρθρο 13 παράγραφος 5

Άρθρο 4 παράγραφος 4 στοιχείο α)

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 4 στοιχείο β)

Άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο και άρθρο 8 παράγραφος 5

Άρθρο 8 παράγραφοι 3, 4 και 6 έως 9

Άρθρο 15

Άρθρο 9

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 3 πρώτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 16

Άρθρο 8 παράγραφος 3 τρίτη περίοδος

Άρθρο 8 παράγραφος 4

Άρθρο 9

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 21 και άρθρο 30 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 30 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 25 και άρθρο 26

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 31 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 31 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 6

Άρθρα 22 έως 24

Άρθρα 27 έως 29

 

Άρθρα 32 έως 37

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 20 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 19

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 19

Άρθρο 20 παράγραφος 2

 

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 20 παράγραφος 4

Άρθρο 20 παράγραφος 5

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 12 παράγραφος 5

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 12 παράγραφος 6

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 1

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 38 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 38 παράγραφος 2

Άρθρο 14 παράγραφος 3

Άρθρο 38 παράγραφος 2

Άρθρο 14 παράγραφος 4

Άρθρο 38 παράγραφος 2

Άρθρο 14 παράγραφος 5

Άρθρο 38 παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 6

Άρθρο 38 παράγραφος 2

Άρθρο 14 παράγραφος 7

Άρθρο 38 παράγραφος 2

Άρθρο 15

Άρθρο 39 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 39 παράγραφος 1 δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 39 παράγραφοι 2 έως 8

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 40 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 40 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 40 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 41

Άρθρο 42 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως η) και άρθρο 42 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 38 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 38 παράγραφος 2

Άρθρο 18 παράγραφος 1

Άρθρο 18 παράγραφος 2

Άρθρο 43

Άρθρο 19

Άρθρο 44

Άρθρο 20

Άρθρο 45

Άρθρο 46 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 47 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 21 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 47 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 47 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 3

Άρθρο 47 παράγραφος 3

Άρθρο 21 παράγραφος 4

Άρθρο 47 παράγραφος 4

Άρθρο 21 παράγραφος 5

Άρθρο 46 παράγραφοι 2 και 3

Άρθρο 21 παράγραφος 6

Άρθρο 46 παράγραφος 4

Άρθρο 46 παράγραφος 5

Άρθρο 48

Άρθρο 22

Άρθρο 49

Άρθρο 23

Άρθρο 50

Παράρτημα I σημείο 1

Παράρτημα I σημείο 1

Παράρτημα I σημείο 2

Παράρτημα I σημείο 2

Παράρτημα I σημείο 3

Παράρτημα I σημείο 3

Παράρτημα I σημείο 4 στοιχείο α)

Παράρτημα I σημείο 4

Παράρτημα I σημείο 4 στοιχείο β)

Παράρτημα I σημείο 4

Παράρτημα I σημείο 5

Παράρτημα I σημείο 5

Παράρτημα II Ενότητα 1

Παράρτημα II Ενότητα B

Παράρτημα II Ενότητα 2

Παράρτημα II Ενότητα Γ2

Παράρτημα II Ενότητα 3

Παράρτημα II Ενότητα Δ

Παράρτημα II Ενότητα 4

Παράρτημα II Ενότητα E

Παράρτημα II Ενότητα 5

Παράρτημα II Ενότητα Ζ

Παράρτημα II Ενότητα 6

Παράρτημα II Ενότητα Η

Παράρτημα III

Άρθρο 25

Παράρτημα IV

Άρθρο 19

Παράρτημα III

Παράρτημα IV

Παράρτημα V


28.6.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 178/66


ΟΔΗΓΊΑ 2013/30/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Ιουνίου 2013

για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και την τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 192 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το άρθρο 191 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτει ως στόχο τη διατήρηση, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος και τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων. Ορίζει ότι κάθε δράση της Ένωσης πρέπει να υποστηρίζεται από υψηλό επίπεδο προστασίας με βάση την αρχή της προφύλαξης και τις αρχές της προληπτικής δράσης, της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή, καθώς και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

(2)

Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να μειωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο τα σοβαρά ατυχήματα που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου και να περιοριστούν οι συνέπειές τους, ώστε να βελτιωθεί η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων οικονομιών από τη ρύπανση, να καθοριστούν ελάχιστες προϋποθέσεις για την υπεράκτια εξερεύνηση και εκμετάλλευση κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, να περιοριστούν τα πιθανά προβλήματα στην εγχώρια παραγωγή ενέργειας της Ένωσης και να βελτιωθούν οι μηχανισμοί αντίδρασης σε περίπτωση ατυχήματος.

(3)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται όχι μόνο στις μελλοντικές υπεράκτιες εγκαταστάσεις και εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά, μέσω μεταβατικών διατάξεων, και στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις.

(4)

Τα σοβαρά ατυχήματα που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι πιθανόν να έχουν καταστρεπτικές και μη αναστρέψιμες συνέπειες στο περιβάλλον των θαλασσών και των παράκτιων περιοχών, καθώς και σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στις παράκτιες οικονομίες.

(5)

Τα ατυχήματα που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, κυρίως δε το ατύχημα που συνέβη το 2010 στον Κόλπο του Μεξικού, ευαισθητοποίησαν το κοινό για τους κινδύνους που ενέχουν οι εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου και απετέλεσαν κίνητρο για επανεξέταση των πολιτικών που αποσκοπούν στη διαφύλαξη της ασφάλειας αυτών των εργασιών. Η Επιτροπή ξεκίνησε διαδικασία επανεξέτασης των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και εξέφρασε τις αρχικές απόψεις της σχετικά με την ασφάλειά τους στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Αντιμέτωποι με το πρόβλημα της ασφάλειας των υπεράκτιων δραστηριοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου» της 13ης Οκτωβρίου 2010. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε ψηφίσματα επί του θέματος την 7η Οκτωβρίου 2010 και τη 13η Σεπτεμβρίου 2011. Οι υπουργοί Ενέργειας των κρατών μελών διατύπωσαν τις απόψεις τους στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 3ης Δεκεμβρίου 2010.

(6)

Οι κίνδυνοι σχετικά με σοβαρά υπεράκτια ατυχήματα στο πλαίσιο δραστηριοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι μεγάλοι. Με τη μείωση του κινδύνου ρύπανσης των υπεράκτιων υδάτων, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να συμβάλει στη διασφάλιση της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, ιδίως δε στην επίτευξη ή διατήρηση καλής περιβαλλοντικής κατάστασης το αργότερο έως το 2020, στόχος που ορίζεται στην οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική) (3).

(7)

Η οδηγία 2008/56/ΕΚ θέτει ως έναν εκ των κεντρικών στόχων της την αντιμετώπιση των αθροιστικών επιπτώσεων όλων των δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο περιβάλλον, αποτελεί δε τον περιβαλλοντικό πυλώνα της ολοκληρωμένης θαλάσσιας πολιτικής. Η εν λόγω πολιτική αφορά τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς απαιτεί να συνδέονται οι ιδιαίτερες ανησυχίες κάθε οικονομικού κλάδου με τον γενικό σκοπό της εξασφάλισης πλήρους κατανόησης των ωκεανών, των θαλασσών και των παράκτιων περιοχών, με στόχο τη διαμόρφωση συνεκτικής προσέγγισης για τις θάλασσες η οποία θα λαμβάνει υπόψη όλες τις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές πτυχές, μέσω της χρησιμοποίησης θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και γνώσεων για τη θάλασσα.

(8)

Βιομηχανίες υπεράκτιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι εγκαταστημένες σε διάφορες περιοχές της Ένωσης, ενώ υπάρχουν νέες προοπτικές ανάπτυξης σε περιφερειακό επίπεδο στα υπεράκτια ύδατα των κρατών μελών, δεδομένου ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν δυνατές τις ανορύξεις γεωτρήσεων σε περισσότερο απαιτητικό περιβάλλον. Η υπεράκτια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τον ασφαλή ενεργειακό εφοδιασμό της Ένωσης.

(9)

Το υφιστάμενο διαφοροποιημένο και κατακερματισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ένωση και οι ισχύουσες πρακτικές ασφαλείας του κλάδου δεν παρέχουν απολύτως επαρκή εγγύηση για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου υπεράκτιων ατυχημάτων σε ολόκληρη την Ένωση και για την έγκαιρη και όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη αντίδραση σε περίπτωση ατυχήματος στα υπεράκτια ύδατα των κρατών μελών. Με βάση τα υπάρχοντα καθεστώτα ευθύνης, ο υπεύθυνος ενδεχομένως να μην είναι πάντοτε δυνατόν να προσδιοριστεί σαφώς και να μην είναι σε θέση ή να μην έχει την ευθύνη να καλύψει το σύνολο των δαπανών αποκατάστασης της ζημίας που προκάλεσε. Ο υπεύθυνος θα πρέπει πάντοτε να προσδιορίζεται πριν από την έναρξη των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου.

(10)

Σύμφωνα με την οδηγία 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων (4), επιτρέπονται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ένωση υπό την προϋπόθεση χορήγησης σχετικής άδειας. Σε αυτό το πλαίσιο, η αδειοδοτούσα αρχή οφείλει να εξετάζει τους τεχνικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους και, όπου κρίνεται σκόπιμο, την υπευθυνότητα που επέδειξαν στο παρελθόν οι αιτούμενοι αποκλειστική άδεια εξερεύνησης και παραγωγής. Είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι, κατά την εξέταση της τεχνικής και οικονομικής ικανότητας του κατόχου αδείας, η αδειοδοτούσα αρχή εξετάζει επίσης διεξοδικά και την ικανότητά του να διασφαλίζει την απρόσκοπτη διεξαγωγή ασφαλών και αποτελεσματικών εργασιών υπό όλες τις προβλέψιμες συνθήκες. Όταν αξιολογούν την οικονομική ικανότητα φορέων που υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση αδείας σύμφωνα με την οδηγία 94/22/ΕΚ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ελέγχουν ότι οι εν λόγω φορείς παρέχουν τα δέοντα αποδεικτικά στοιχεία ότι έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν κατάλληλα μέτρα, ώστε να καλυφθούν όλες οι ευθύνες που ενδέχεται να προκύψουν από σοβαρά ατυχήματα.

(11)

Είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί πως οι κάτοχοι αδειών για υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου δυνάμει της οδηγίας 94/22/ΕΚ είναι επίσης και οι υπεύθυνοι «φορείς εκμετάλλευσης» κατά την έννοια της οδηγίας 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας (5), και δεν θα πρέπει να μεταβιβάζουν τις σχετικές ευθύνες τους σε τρίτους στους οποίους αναθέτουν εργασίες με ιδιαίτερη σύμβαση.

(12)

Μολονότι οι γενικές άδειες σύμφωνα με την οδηγία 94/22/ΕΚ εγγυώνται στους κατόχους τους αποκλειστικά δικαιώματα για την εξερεύνηση ή παραγωγή πετρελαίου ή φυσικού αερίου εντός δεδομένης περιοχής αδειοδότησης, οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στην εν λόγω περιοχή θα πρέπει να υπόκεινται σε διαρκή ρυθμιστική εποπτεία από τα κράτη μέλη, προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή αποτελεσματικών ελέγχων για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των επιπτώσεών τους σε πρόσωπα, στο περιβάλλον και στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

(13)

Οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου θα πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο από φορείς εκμετάλλευσης που ορίζονται από κατόχους άδειας ή αδειοδοτούσες αρχές. Ο φορέας εκμετάλλευσης μπορεί να είναι τρίτο μέρος ή ο κάτοχος άδειας ή ένας από τους κατόχους άδειας, ανάλογα με τις εμπορικές ρυθμίσεις ή τις εθνικές διοικητικές απαιτήσεις. Ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει πάντα να είναι η οντότητα που φέρει την πρωταρχική ευθύνη για την ασφάλεια των εργασιών και να είναι ανά πάσα στιγμή αρμόδιος για την ανάληψη σχετικής δράσης. Ο ρόλος αυτός διαφέρει ανάλογα με το συγκεκριμένο στάδιο δραστηριοτήτων που καλύπτει η άδεια. Ο ρόλος του φορέα εκμετάλλευσης είναι συνεπώς η λειτουργία γεώτρησης στο στάδιο εξερεύνησης και η λειτουργία παραγωγικής εγκατάστασης στο στάδιο παραγωγής. Θα πρέπει να είναι δυνατόν ο φορέας εκμετάλλευσης γεώτρησης στο στάδιο εξερεύνησης και ο φορέας εκμετάλλευσης παραγωγικής εγκατάστασης να είναι η ίδια οντότητα για δεδομένη περιοχή αδειοδότησης.

(14)

Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να μειώνουν τον κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος όσο είναι ευλόγως εφικτό, μέχρι το σημείο όπου το κόστος περαιτέρω μείωσης του κινδύνου θα ήταν κατάφωρα δυσανάλογο του οφέλους από την εν λόγω μείωση. Θα πρέπει να επανεξετάζονται τακτικά, υπό το πρίσμα των νέων γνώσεων και των τεχνολογικών εξελίξεων, τα μέτρα μείωσης του κινδύνου που είναι ευλόγως δυνατόν να ληφθούν. Κατά την εκτίμηση τού κατά πόσον ο χρόνος, το κόστος και η προσπάθεια θα ήταν κατάφωρα δυσανάλογα του οφέλους από την περαιτέρω μείωση του κινδύνου, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τα επίπεδα κινδύνου που είναι συμβατά με την εκτέλεση των εργασιών.

(15)

Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι θα προσφέρεται εγκαίρως στο κοινό η ευκαιρία να συμμετάσχει με ουσιαστικό τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με εργασίες εκμετάλλευσης που θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν σημαντικές συνέπειες στο περιβάλλον της Ένωσης. Η πολιτική αυτή συνάδει με τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ένωσης, όπως η σύμβαση ΟΕΕ/ΗΕ για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (6) («σύμβαση του Ώρχους»). Το άρθρο 6 της σύμβασης του Ώρχους προβλέπει τη συμμετοχή του κοινού σε αποφάσεις που αφορούν τις συγκεκριμένες δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I αυτής και δραστηριότητες που δεν αναφέρονται σε αυτό, ενδέχεται όμως να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Βάσει του άρθρου 7 της σύμβασης του Ώρχους απαιτείται η συμμετοχή του κοινού σε σχέδια και προγράμματα που σχετίζονται με το περιβάλλον.

(16)

Συναφείς απαιτήσεις προβλέπονται και στις νομικές πράξεις της Ένωσης που αφορούν την ανάπτυξη σχεδίων και έργων, ιδίως στην οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (7), την οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον (8), την οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (9) και την οδηγία 2012/18/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες (10). Ωστόσο, οι ισχύουσες ενωσιακές απαιτήσεις για συμμετοχή του κοινού δεν καλύπτουν όλες τις υπεράκτιες εργασίες εξερεύνησης κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αυτό ισχύει ιδίως για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που αποσκοπεί ή θα μπορούσε να οδηγήσει στην έναρξη εργασιών εξερεύνησης από μη παραγωγική εγκατάσταση. Ωστόσο, τέτοιες εργασίες εξερεύνησης μπορούν ενδεχομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις, να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και συνεπώς η λήψη αποφάσεων θα πρέπει να υπόκειται σε υποχρεωτική συμμετοχή του κοινού όπως προβλέπεται στη σύμβαση του Ώρχους.

(17)

Εντός της Ένωσης υπάρχουν ήδη παραδείγματα ορθών προτύπων σε εθνικές ρυθμιστικές πρακτικές που αφορούν υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ωστόσο, δεν εφαρμόζονται ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση και κανένα κράτος μέλος δεν έχει ενσωματώσει ακόμη στη νομοθεσία του όλες τις βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων ή για τον περιορισμό των επιπτώσεών τους στην ανθρώπινη ζωή και υγεία και στο περιβάλλον. Οι βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές είναι απαραίτητες για μια αποτελεσματική ρύθμιση η οποία διασφαλίζει ύψιστα πρότυπα ασφάλειας και προστατεύει το περιβάλλον και μπορούν να επιτευχθούν, μεταξύ άλλων, με την ανάθεση όλων των σχετικών λειτουργιών σε αρμόδια αρχή, στην οποία μπορούν να συμμετέχουν ένας ή περισσότεροι εθνικοί φορείς.

(18)

Σύμφωνα με την οδηγία 92/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1992, περί των ελαχίστων προδιαγραφών για τη βελτίωση της προστασίας, της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στις εξορυκτικές διά γεωτρήσεων βιομηχανίες (ενδέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (11), θα πρέπει να πραγματοποιείται διαβούλευση με τους εργαζομένους και/ή τους αντιπροσώπους τους όσον αφορά ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας και της υγείας στον χώρο εργασίας και θα πρέπει επίσης να τους επιτρέπεται να λαμβάνουν μέρος σε συζητήσεις για όλα τα ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας και της υγείας στον χώρο εργασίας. Επιπλέον, σύμφωνα με τη βέλτιστη πρακτική στην Ένωση, θα πρέπει να θεσπιστούν επίσημοι μηχανισμοί διαβούλευσης από τα κράτη μέλη σε τριμερή βάση, με τη συμμετοχή της αρμόδιας αρχής, των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών, καθώς και των εκπροσώπων των εργαζομένων. Παράδειγμα τέτοιας επίσημης διαβούλευσης είναι η σύμβαση περί των τριμερών συνεννοήσεων διά την προώθησιν της εφαρμογής των διεθνών κανόνων εργασίας της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, 1976 (αριθ. 144).

(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή έχει την κατά νόμον εξουσιοδότηση και διαθέτει επαρκείς πόρους ώστε να είναι σε θέση να αναλαμβάνει αποτελεσματική, αναλογική και διαφανή δράση επιβολής, συμπεριλαμβανομένης κατά περίπτωση της παύσης λειτουργίας σε περιπτώσεις μη ικανοποιητικής απόδοσης σε ό,τι αφορά την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος εκ μέρους των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών.

(20)

Θα πρέπει να διασφαλίζονται η ανεξαρτησία και η αμεροληψία της αρμόδιας αρχής. Σε αυτό το πλαίσιο, η κτηθείσα πείρα από σοβαρά ατυχήματα αποδεικνύει σαφώς ότι η οργάνωση των διοικητικών αρμοδιοτήτων εντός των κρατών μελών μπορεί να αποτρέψει συγκρούσεις συμφερόντων χάρις στον σαφή διαχωρισμό μεταξύ, αφενός, ρυθμιστικών λειτουργιών και λήψης αποφάσεων που αφορούν την υπεράκτια ασφάλεια και το περιβάλλον και, αφετέρου, των ρυθμιστικών λειτουργιών που αφορούν την οικονομική αξιοποίηση υπεράκτιων φυσικών πόρων, συμπεριλαμβανομένων των αδειοδοτήσεων και της διαχείρισης των εσόδων. Η εν λόγω σύγκρουση συμφερόντων μπορεί να αποφευχθεί πιο αποτελεσματικά με τον πλήρη διαχωρισμό της αρμόδιας αρχής από τις λειτουργίες που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη υπεράκτιων φυσικών πόρων.

(21)

Ωστόσο, ο πλήρης διαχωρισμός της αρμόδιας αρχής από την οικονομική ανάπτυξη υπεράκτιων φυσικών πόρων μπορεί να είναι δυσανάλογος όταν σε κάποιο κράτος μέλος το επίπεδο των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι χαμηλό. Σε αυτήν την περίπτωση, το συγκεκριμένο κράτος μέλος αναμένεται να θεσπίσει τις βέλτιστες εναλλακτικές ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας της αρμόδιας αρχής.

(22)

Απαιτείται ειδική νομοθεσία για τους μεγάλους κινδύνους που σχετίζονται με τον κλάδο υπεράκτιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, ιδίως σε ό,τι αφορά την ασφάλεια των διαδικασιών, τον ασφαλή εγκλωβισμό υδρογονανθράκων, τη δομική ακεραιότητα, την πρόληψη πυρκαγιών και εκρήξεων, την εκκένωση, τη διαφυγή και διάσωση και τον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έπειτα από σοβαρό ατύχημα.

(23)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη οποιωνδήποτε απαιτήσεων προβλέπονται σε οποιεσδήποτε άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, ιδίως δε στο πεδίο της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, και συγκεκριμένα στην οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (12) και στην οδηγία 92/91/ΕΟΚ.

(24)

Είναι ανάγκη να ισχύει υπεράκτιο καθεστώς τόσο για τις εργασίες που διεξάγονται σε σταθερές εγκαταστάσεις όσο και για εργασίες σε κινητές εγκαταστάσεις, καθώς και για ολόκληρο τον κύκλο ζωής των δραστηριοτήτων εξερεύνησης και παραγωγής, από τη μελέτη έως τον παροπλισμό και την οριστική εγκατάλειψη.

(25)

Οι βέλτιστες πρακτικές που είναι σήμερα διαθέσιμες για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου βασίζονται στην προσέγγιση καθορισμού στόχων και στην επίτευξη των επιθυμητών αποτελεσμάτων μέσω διεξοδικής αξιολόγησης του κινδύνου και αξιόπιστων συστημάτων διαχείρισης.

(26)

Σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές στην Ένωση, οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες παροτρύνονται να καθορίζουν αποτελεσματικές εταιρικές πολιτικές για την ασφάλεια και το περιβάλλον και να τις εφαρμόζουν στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας και του περιβάλλοντος και ενός σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης. Προκειμένου να θεσπίζουν τις κατάλληλες ρυθμίσεις για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων, οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να προσδιορίζουν με ολοκληρωμένο και συστηματικό τρόπο όλα τα σενάρια σοβαρών ατυχημάτων που σχετίζονται με όλες τις επικίνδυνες δραστηριότητες οι οποίες είναι δυνατόν να εκτελούνται στη συγκεκριμένη εγκατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων σοβαρού ατυχήματος στο περιβάλλον. Σύμφωνα με τις εν λόγω βέλτιστες πρακτικές απαιτείται επίσης να εκτιμούνται η πιθανότητα και οι συνέπειες και επομένως η απειλή σοβαρών ατυχημάτων, καθώς επίσης και τα αναγκαία μέτρα πρόληψής τους και τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, εάν παρά ταύτα συμβεί σοβαρό ατύχημα. Οι εκτιμήσεις κινδύνου και οι ρυθμίσεις για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων θα πρέπει να περιγράφονται με σαφήνεια και να συγκεντρώνονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων. Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων θα πρέπει να είναι συμπληρωματική του εγγράφου ασφάλειας και υγείας που αναφέρεται στην οδηγία 92/91/ΕΟΚ. Θα πρέπει να γίνονται διαβουλεύσεις με τους εργαζομένους κατά τα κατάλληλα στάδια της κατάρτισης της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων. Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων θα πρέπει να εκτιμάται διεξοδικά και να γίνεται αποδεκτή από την αρμόδια αρχή.

(27)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των ελέγχων μεγάλου κινδύνου στα υπεράκτια ύδατα των κρατών μελών, θα πρέπει να συντάσσεται και, καθόσον είναι αναγκαίο, να τροποποιείται η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων σχετικά με οποιαδήποτε σημαντική πτυχή του κύκλου ζωής μιας εγκατάστασης παραγωγής, όπως ο σχεδιασμός, η λειτουργία, οι εργασίες που συνδυάζονται με άλλες εγκαταστάσεις, η μετεγκατάσταση εντός των υπεράκτιων υδάτων του σχετικού κράτους μέλους, οι σημαντικές τροποποιήσεις και η οριστική εγκατάλειψη. Παρομοίως, θα πρέπει να συντάσσεται επίσης έκθεση περί μεγάλων κινδύνων σχετικά με τις μη παραγωγικές εγκαταστάσεις και να τροποποιείται κατάλληλα προκειμένου να ληφθούν υπόψη σημαντικές αλλαγές στην εγκατάσταση. Καμία εγκατάσταση δεν θα πρέπει να λειτουργεί στα υπεράκτια ύδατα κρατών μελών εκτός εάν η αρμόδια αρχή έχει κάνει αποδεκτή την έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που υπέβαλε ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης. Η αποδοχή της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων εκ μέρους της αρμόδιας αρχής δεν θα πρέπει να συνεπάγεται καμία μεταβίβαση ευθύνης για τον έλεγχο των μεγάλων κινδύνων από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη στην αρμόδια αρχή.

(28)

Οι εργασίες γεώτρησης θα πρέπει να εκτελούνται αποκλειστικά από εγκατάσταση η οποία είναι τεχνικώς ικανή για την αντιμετώπιση όλων των προβλέψιμων κινδύνων στην τοποθεσία της γεώτρησης και για την οποία έχει γίνει αποδεκτή η σχετική έκθεση περί μεγάλων κινδύνων.

(29)

Πέραν της χρησιμοποίησης κατάλληλης εγκατάστασης, ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να εκπονεί λεπτομερή σχεδιασμό και σχέδιο λειτουργίας κατάλληλα για τις συγκεκριμένες συνθήκες και τους συγκεκριμένους κινδύνους κάθε εργασίας γεώτρησης. Σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές στην Ένωση, ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να προβλέπει την εξέταση του σχεδίου της γεώτρησης από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Ο φορέας εκμετάλλευσης θα πρέπει να κοινοποιεί εγκαίρως στην αρμόδια αρχή τη μελέτη γεώτρησης προκειμένου η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο σχετικά με τις προγραμματιζόμενες εργασίες γεώτρησης. Εν προκειμένω, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν πιο αυστηρές εθνικές απαιτήσεις πριν από την έναρξη εργασιών γεώτρησης.

(30)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ασφαλής αρχικός σχεδιασμός και συνεχής ασφάλεια των εργασιών, ο κλάδος οφείλει να ακολουθεί τις βέλτιστες πρακτικές που ορίζονται σε έγκυρα πρότυπα και κατευθύνσεις. Αυτά τα πρότυπα και κατευθύνσεις θα πρέπει να επικαιροποιούνται βάσει νέων γνώσεων και εφευρέσεων προκειμένου να εξασφαλίζεται συνεχής βελτίωση. Οι φορείς εκμετάλλευσης, οι ιδιοκτήτες και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται με σκοπό τον καθορισμό προτεραιοτήτων για την εκπόνηση νέων ή βελτιωμένων προτύπων και κατευθύνσεων υπό το φως της πείρας που αποκτήθηκε από το ατύχημα στην εξέδρα Deepwater Horizon και άλλα σοβαρά ατυχήματα. Λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις καθορισμένες προτεραιότητες, θα πρέπει να ζητείται χωρίς καθυστέρηση η θέσπιση νέων ή βελτιωμένων προτύπων και κατευθύνσεων.

(31)

Λόγω του σύνθετου χαρακτήρα των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, για την εφαρμογή των βέλτιστων πρακτικών από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες απαιτείται μηχανισμός ανεξάρτητης επαλήθευσης των κρίσιμων στοιχείων για την ασφάλεια και το περιβάλλον στη διάρκεια ολόκληρου του κύκλου ζωής της εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένου, στην περίπτωση παραγωγικών εγκαταστάσεων, του σταδίου σχεδιασμού.

(32)

Στον βαθμό που οι κινητές υπεράκτιες μονάδες ανόρυξης γεωτρήσεων διέρχονται και πρέπει να θεωρούνται πλοία, υπόκεινται στις διεθνείς θαλάσσιες συμβάσεις, ιδίως στη SOLAS, τη MARPOL ή τα ισοδύναμα πρότυπα της ισχύουσας έκδοσης του κώδικα για την κατασκευή και τον εξοπλισμό υπεράκτιων κινητών μονάδων γεώτρησης (MODU Code). Οι εν λόγω υπεράκτιες κινητές μονάδες ανόρυξης γεωτρήσεων, όταν διέρχονται από υπεράκτια ύδατα, υπόκεινται επίσης στο ενωσιακό δίκαιο όσον αφορά τον έλεγχο από το κράτος του λιμένα και την τήρηση των υποχρεώσεων του κράτους σημαίας. Η παρούσα οδηγία αφορά αυτές τις μονάδες όταν τοποθετούνται σε υπεράκτια ύδατα με στόχο την εκτέλεση δραστηριοτήτων ανόρυξης γεωτρήσεων, παραγωγής ή άλλων δραστηριοτήτων που συνδέονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

(33)

Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους για το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων που έχουν οι κλιματικές συνθήκες και η κλιματική αλλαγή στη μακροπρόθεσμη αντοχή των εγκαταστάσεων. Δεδομένου ότι οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ένα κράτος μέλος μπορούν να έχουν σημαντικές δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε άλλο κράτος μέλος, είναι αναγκαία η θέσπιση και εφαρμογή ειδικών διατάξεων σύμφωνα με τη σύμβαση ΟΕΕ/ΗΕ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο που έγινε στο Espoo (Φινλανδία), στις 25 Φεβρουαρίου 1991. Τα κράτη μέλη που διαθέτουν υπεράκτια ύδατα και τα οποία δεν πραγματοποιούν εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου θα πρέπει να καθορίσουν σημεία επαφής προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική συνεργασία στον τομέα αυτό.

(34)

Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να ειδοποιούν τα κράτη μέλη χωρίς καθυστέρηση εάν συμβαίνει ή πρόκειται σύντομα να συμβεί σοβαρό ατύχημα, ώστε τα κράτη μέλη να έχουν, εάν χρειαστεί, τη δυνατότητα να αντιδράσουν. Κατά συνέπεια, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν στην ειδοποίηση κατάλληλα και επαρκή στοιχεία σχετικά με την τοποθεσία, το μέγεθος και τη φύση του σοβαρού ατυχήματος που συνέβη ή επίκειται, τα μέτρα που έλαβαν οι ίδιοι και το χείριστο σενάριο κλιμάκωσης, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων διασυνοριακών επιπτώσεων.

(35)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να εκπονούν εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που αφορούν κάθε συγκεκριμένη τοποθεσία και βασίζονται στα σενάρια περί πιθανοτήτων και κινδύνων που προσδιορίζονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, να τα υποβάλλουν στην οικεία αρμόδια αρχή και να διατηρούν τους πόρους που απαιτούνται για την άμεση εφαρμογή των εν λόγω σχεδίων όταν χρειαστεί. Στην περίπτωση υπεράκτιων κινητών μονάδων ανόρυξης γεωτρήσεων, οι φορείς εκμετάλλευσης είναι ανάγκη να διασφαλίζουν ότι τα εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης των ιδιοκτητών για την εγκατάσταση τροποποιούνται όπως είναι αναγκαίο προκειμένου να μπορούν να εφαρμοστούν στη συγκεκριμένη τοποθεσία και κινδύνους εργασιών γεώτρησης. Αυτές οι τροποποιήσεις θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση εργασίας γεώτρησης. Η επαρκής διαθεσιμότητα πόρων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης θα πρέπει να εκτιμάται με βάση τη δυνατότητα χρησιμοποίησής τους στον τόπο του ατυχήματος. Θα πρέπει να διασφαλίζεται η ετοιμότητα και η αποτελεσματικότητα των μέσων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, τα οποία θα πρέπει να ελέγχονται τακτικά από τους φορείς εκμετάλλευσης. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, οι μηχανισμοί αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης μπορούν να βασίζονται σε ταχεία μεταφορά κατάλληλου εξοπλισμού, όπως συσκευών στεγανοποίησης και άλλων πόρων, από μακρινές τοποθεσίες.

(36)

Οι βέλτιστες πρακτικές που ισχύουν παγκοσμίως απαιτούν οι κάτοχοι άδειας, οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες να αναλαμβάνουν την πρωταρχική ευθύνη για τον έλεγχο των κινδύνων που δημιουργούνται λόγω των εργασιών τους, συμπεριλαμβανομένων των εργασιών που πραγματοποιούν οι εργολάβοι για λογαριασμό τους, και συνεπώς να θεσπίζουν, στο πλαίσιο εταιρικής πολιτικής για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων, τους μηχανισμούς και το ύψιστο επίπεδο εταιρικής ευθύνης για τη συνεπή εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής στο σύνολο της επιχείρησης, τόσο στην Ένωση όσο και εκτός της Ένωσης.

(37)

Θα πρέπει να αναμένεται από τους υπεύθυνους φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες να εκτελούν τις εργασίες τους παγκοσμίως σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές και πρότυπα. Η συνεπής εφαρμογή των εν λόγω βέλτιστων πρακτικών και προτύπων θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτική εντός της Ένωσης και θα ήταν επιθυμητό οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες που είναι καταχωρισμένοι στην επικράτεια κράτους μέλους να εφαρμόζουν την εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρού ατυχήματος όταν δραστηριοποιούνται εκτός των υπεράκτιων υδάτων κρατών μελών, στο μέτρο του δυνατού, στο πλαίσιο του ισχύοντος εθνικού νομικού πλαισίου.

(38)

Αναγνωρίζοντας ότι μπορεί να μην είναι δυνατή η επιβολή της εφαρμογής της εταιρικής πολιτικής πρόληψης για την πρόληψη σοβαρού ατυχήματος εκτός της Ένωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες περιλαμβάνουν τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου που αναλαμβάνουν εκτός της Ένωσης στα έγγραφα για την εταιρική πολιτική τους για την πρόληψη σοβαρού ατυχήματος.

(39)

Οι πληροφορίες σχετικά με σοβαρά ατυχήματα στο πλαίσιο υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτός της Ένωσης μπορεί να βοηθήσουν στην περαιτέρω κατανόηση των πιθανών αιτίων τους, στην προώθηση της αποκόμισης βασικών διδαγμάτων και στην περαιτέρω ανάπτυξη του ρυθμιστικού πλαισίου. Ως εκ τούτου, όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των περίκλειστων κρατών μελών και των κρατών μελών που διαθέτουν υπεράκτια ύδατα αλλά δεν πραγματοποιούν εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου σε αυτά ή δεν αδειοδοτούν τέτοιες δραστηριότητες, θα πρέπει να απαιτούν εκθέσεις για σοβαρά ατυχήματα τα οποία συμβαίνουν εκτός της ένωσης και στα οποία ενέχονται εταιρείες καταχωρισμένες στην επικράτειά τους και θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις πληροφορίες αυτές σε επίπεδο Ένωσης. Η απαίτηση για υποβολή εκθέσεων δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει στις ενέργειες αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης ή τις νομικές διαδικασίες που σχετίζονται με ατύχημα. Θα πρέπει, αντίθετα, να εστιάζουν στη σημασία του ατυχήματος για την περαιτέρω βελτίωση της ασφάλειας των υπεράκτιων εργασιών εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ένωση.

(40)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναμένουν από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες, στο πλαίσιο βέλτιστων πρακτικών, να αναπτύσσουν αποτελεσματικές σχέσεις συνεργασίας με την αρμόδια αρχή, να υποστηρίζουν τις βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές που θεσπίζει η αρμόδια αρχή και να διασφαλίζουν τα ύψιστα επίπεδα ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της αναστολής των εργασιών χωρίς να είναι απαραίτητη η παρέμβαση της αρμόδιας αρχής.

(41)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα παραβλέπονται ούτε θα αγνοούνται οι ανησυχίες για την ασφάλεια, είναι σημαντική η θέσπιση και προώθηση ενδεδειγμένων μέσων για την εμπιστευτική αναφορά αυτών των ανησυχιών και την προστασία των καταγγελόντων. Ενώ τα κράτη μέλη δεν έχουν δυνατότητα επιβολής κανόνων εκτός της Ένωσης, τα εν λόγω μέσα θα πρέπει να καταστήσουν δυνατή την αναφορά ανησυχιών εκ μέρους προσώπων που συμμετέχουν σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτός της Ένωσης.

(42)

Η ανταλλαγή συγκρίσιμων δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών καθίσταται δυσχερής και αναξιόπιστη λόγω της έλλειψης κοινής μορφής αναφοράς δεδομένων σε όλα τα κράτη μέλη. Μια κοινή μορφή αναφοράς δεδομένων για την υποβολή αναφορών από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες προς τα κράτη μέλη θα διασφάλιζε τη διαφάνεια των σχετικών με την ασφάλεια και το περιβάλλον επιδόσεων των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών και θα καθιστούσε προσβάσιμες στο κοινό τις σχετικές συγκρίσιμες πληροφορίες από ολόκληρη την Ένωση σχετικά με την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και θα διευκόλυνε τη διάδοση των διδαγμάτων που έχουν αποκομιστεί από σοβαρά ατυχήματα και παρ’ ολίγον ατυχήματα.

(43)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες συνθήκες για την ανταλλαγή πληροφοριών και την ενθάρρυνση της διαφάνειας των επιδόσεων του τομέα υπεράκτιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές εξουσίες στην Επιτροπή σε ό,τι αφορά τον μορφότυπο και το είδος των πληροφοριών που πρέπει να ανταλλάσσονται και να καθίστανται διαθέσιμες στο κοινό. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (13).

(44)

Για την έκδοση των σχετικών εκτελεστικών πράξεων θα πρέπει να τηρείται η συμβουλευτική διαδικασία, δεδομένου ότι οι εν λόγω πράξεις έχουν ως επί το πλείστον καθαρά πρακτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, δεν θα δικαιολογούταν η εφαρμογή της διαδικασίας εξέτασης.

(45)

Προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο κύρος και την ακεραιότητα των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ένωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν περιοδικές εκθέσεις δραστηριοτήτων και συμβάντων στην Επιτροπή. Η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύει ανά τακτά διαστήματα εκθέσεις σχετικά με τα επίπεδα δραστηριοτήτων της Ένωσης και τις τάσεις όσον αφορά τις επιδόσεις του τομέα υπεράκτιων δραστηριοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ό,τι αφορά την ασφάλεια και το περιβάλλον. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενημερώνουν αμελλητί την Επιτροπή και οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος η επικράτεια ή τα υπεράκτια ύδατα του οποίου επηρεάζονται, καθώς και το ενδιαφερόμενο κοινό, για σοβαρό ατύχημα.

(46)

Η πείρα έχει δείξει πως είναι απαραίτητη η διασφάλιση του απορρήτου των ευαίσθητων δεδομένων για την προώθηση ανοιχτού διαλόγου μεταξύ της αρμόδιας αρχής και του φορέα εκμετάλλευσης και του ιδιοκτήτη. Για τον σκοπό αυτό, ο διάλογος μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης και ιδιοκτητών και όλων των κρατών μελών θα πρέπει να βασίζεται στα συναφή υφιστάμενα διεθνή νομικά μέσα και στο δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την πρόσβαση σε σχετικές με το περιβάλλον πληροφορίες, με την επιφύλαξη οιασδήποτε επιτακτικής ανάγκης σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος.

(47)

Η αξία της συνεργασίας μεταξύ των υπεράκτιων αρχών έχει αποδειχθεί ξεκάθαρα από τις δραστηριότητες του φόρουμ των Αρχών Εποπτείας Υπεράκτιων Δραστηριοτήτων της Βόρειας Θάλασσας και του Διεθνούς φόρουμ των Ρυθμιστικών Φορέων. Παρόμοια συνεργασία έχει θεσπιστεί για το σύνολο της Ένωσης στο πλαίσιο ομάδας εμπειρογνωμόνων, της Ομάδας Αρχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι αρμόδιες για την Υπεράκτια Εκμετάλλευση Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (EUOAG) (14), καθήκον της οποίας είναι η προώθηση αποδοτικής συνεργασίας μεταξύ εθνικών αντιπροσώπων και της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων της διάδοσης βέλτιστων πρακτικών και επιχειρησιακών πληροφοριών, του καθορισμού προτεραιοτήτων για τη βελτίωση των προτύπων και της παροχής συμβουλών στην Επιτροπή σχετικά με την κανονιστική μεταρρύθμιση.

(48)

Η αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και τα σχέδια αντιμετώπισης σοβαρών ατυχημάτων θα πρέπει να καταστούν αποτελεσματικότερα μέσω συστηματικής και προγραμματισμένης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και του κλάδου πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και μέσω ανταλλαγής συμβατών μέσων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της εμπειρογνωμοσύνης. Κατά περίπτωση, η αντιμετώπιση και τα σχέδια αυτά θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιούν τους πόρους και τη βοήθεια που είναι διαθέσιμοι εντός της Ένωσης, ιδίως μέσω του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια της Ναυσιπλοΐας («Οργανισμός»), που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 (15), και του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της Ένωσης, που θεσπίστηκε με την απόφαση 2007/779/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου (16). Θα πρέπει επίσης να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να ζητούν συμπληρωματική βοήθεια από τον Οργανισμό μέσω του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της Ένωσης.

(49)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002, ο Οργανισμός συστάθηκε με σκοπό τη διασφάλιση υψηλού, ομοιόμορφου και αποτελεσματικού επιπέδου ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και πρόληψης της ρύπανσης που προέρχεται από πλοία εντός της Ένωσης, καθώς και τη διασφάλιση αντιμετώπισης της ρύπανσης της θάλασσας που προκαλείται από εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου.

(50)

Κατά την υλοποίηση των υποχρεώσεων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι τα θαλάσσια ύδατα που καλύπτονται από την κυριαρχία ή τα κυριαρχικά δικαιώματα και τη δικαιοδοσία των κρατών μελών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των τεσσάρων θαλάσσιων περιοχών που προσδιορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ, συγκεκριμένα της Βαλτικής Θάλασσας, του Βορειοανατολικού Ατλαντικού Ωκεανού, της Μεσογείου Θάλασσας και της Μαύρης Θάλασσας. Για τον λόγο αυτό, η Ένωση θα πρέπει, κατά προτεραιότητα, να ενισχύσει τον συντονισμό με τρίτες χώρες που ασκούν κυριαρχία ή έχουν κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσία σε θαλάσσια ύδατα των εν λόγω θαλάσσιων περιοχών. Κατάλληλα πλαίσια συνεργασίας είναι, μεταξύ άλλων, οι περιφερειακές συμβάσεις για τις θάλασσες, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 10 της οδηγίας 2008/56/ΕΚ.

(51)

Όσον αφορά τη Μεσόγειο Θάλασσα, σε συνδυασμό με την παρούσα οδηγία, έγιναν οι αναγκαίες ενέργειες για την προσχώρηση της Ένωσης στο πρωτόκολλο για την προστασία της Μεσογείου Θάλασσας από ρύπανση που προέρχεται από την εξερεύνηση και εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας και του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους (17) («Πρωτόκολλο Υπεράκτιων Δραστηριοτήτων») και στη σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των παράκτιων περιοχών της Μεσογείου («Σύμβαση της Βαρκελώνης»), που συνήφθη με την απόφαση 77/585/ΕΟΚ του Συμβουλίου (18).

(52)

Τα ύδατα της Αρκτικής είναι ένα γειτονικό θαλάσσιο περιβάλλον που έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ένωση και παίζει σημαντικό ρόλο στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Οι σοβαρές περιβαλλοντικές ανησυχίες σχετικά με τα ύδατα της Αρκτικής απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να διασφαλιστεί η περιβαλλοντική προστασία της Αρκτικής από οποιεσδήποτε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένης της εξερεύνησης, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο σοβαρών ατυχημάτων και την ανάγκη αποτελεσματικής αντιμετώπισης. Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στο Αρκτικό Συμβούλιο παροτρύνονται να προωθήσουν με αποφασιστικότητα ύψιστα πρότυπα περιβαλλοντικής ασφάλειας για αυτό το ευαίσθητο και μοναδικό οικοσύστημα, π.χ. μέσω της θέσπισης διεθνών μέσων για την πρόληψη, την ετοιμότητα και την αντιμετώπιση ρύπανσης της Αρκτικής από πετρέλαιο, καθώς και μέσω της αξιοποίησης, μεταξύ άλλων, των εργασιών της Ομάδας Δράσης που συστάθηκε από το Αρκτικό Συμβούλιο και των υφιστάμενων κατευθυντήριων γραμμών του Αρκτικού Συμβουλίου σχετικά με την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου.

(53)

Τα εθνικά εξωτερικά σχέδια καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης θα πρέπει να βασίζονται σε εκτίμηση κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις περί μεγάλων κινδύνων για τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται στα οικεία υπεράκτια ύδατα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις πλέον επίκαιρες κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση και τη χαρτογράφηση των κινδύνων στο πλαίσιο της διαχείρισης καταστροφών όπως συντάσσονται από την Επιτροπή.

(54)

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης απαιτεί άμεση δράση από τον φορέα εκμετάλλευσης και τον ιδιοκτήτη και στενή συνεργασία με τις υπηρεσίες αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των κρατών μελών που συντονίζουν τη χρησιμοποίηση πρόσθετων πόρων για την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης κατά την εξέλιξη της κατάστασης. Αυτή η αντιμετώπιση θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης ενδελεχή διερεύνηση της εκτάκτου ανάγκης, η οποία θα πρέπει να αρχίζει χωρίς καθυστέρηση προκειμένου να διασφαλίζεται η ελαχιστοποίηση των απωλειών σχετικών πληροφοριών και στοιχείων. Μετά από έκτακτη ανάγκη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξάγουν τα δέοντα συμπεράσματα και να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο.

(55)

Έχει ιδιαίτερη σημασία να είναι διαθέσιμες για την επακόλουθη διερεύνηση όλες οι σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών στοιχείων και παραμέτρων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι κατά τη διάρκεια υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου συγκεντρώνονται τα σχετικά δεδομένα και ότι, σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος, διασφαλίζονται τα σχετικά δεδομένα και ενισχύεται αναλόγως η συλλογή δεδομένων. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τη χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων για την προώθηση της αξιοπιστίας και της καταγραφής των σχετικών δεδομένων και για να εμποδίζουν κάθε πιθανή παραποίησή τους.

(56)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να θεσπισθούν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για παραβάσεις.

(57)

Προκειμένου να προσαρμοστούν ορισμένα παραστήματα ώστε να περιληφθούν πρόσθετες πληροφορίες που μπορεί να καταστούν απαραίτητες υπό το φως της τεχνικής προόδου, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την τροποποίηση των απαιτήσεων ορισμένων παραρτημάτων της παρούσας οδηγίας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(58)

Ο ορισμός της ζημίας των υδάτων στην οδηγία 2004/35/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να εξασφαλιστεί ότι η ευθύνη των κατόχων άδειας δυνάμει της εν λόγω οδηγίας ισχύει για τα θαλάσσια ύδατα των κρατών μελών κατά τα οριζόμενα στην οδηγία 2008/56/ΕΚ.

(59)

Πολλές διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν αφορούν τα περίκλειστα κράτη μέλη, δηλαδή την Αυστρία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο και τη Σλοβακία. Είναι ωστόσο επιθυμητό τα εν λόγω κράτη μέλη να προάγουν τις αρχές και τα υψηλά πρότυπα που προβλέπονται στο ενωσιακό δίκαιο για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου κατά τις διμερείς επαφές τους με τρίτες χώρες και με σχετικούς διεθνείς οργανισμούς.

(60)

Οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν επιτρέπονται από όλα τα κράτη μέλη τα οποία διαθέτουν υπεράκτια, εντός της δικαιοδοσίας τους. Τα εν λόγω κράτη μέλη δεν συμμετέχουν στη χορήγηση αδειών και την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που σχετίζονται με τέτοιες εργασίες. Συνεπώς η υποχρέωση των εν λόγω κρατών μελών να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο και να εφαρμόσουν όλες τις διατάξεις της παρούσης οδηγίας θα ήταν δυσανάλογη και περιττή. Ωστόσο, οι ακτές τους μπορούν να επηρεαστούν από ατυχήματα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω κράτη μέλη θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν και να ερευνήσουν σοβαρά ατυχήματα και θα πρέπει να συνεργάζονται μέσω σημείων επαφής με άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και τρίτες χώρες.

(61)

Λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, τα περίκλειστα κράτη μέλη ούτε συμμετέχουν στη χορήγηση αδειών και την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, ούτε μπορούν να επηρεαστούν από τέτοια ατυχήματα που συμβαίνουν στα υπεράκτια ύδατα άλλων κρατών μελών. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις περισσότερες από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, όταν μια εταιρεία η οποία συμμετέχει, η ίδια ή μέσω θυγατρικών της, σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτός της Ένωσης είναι καταχωρισμένη σε περίκλειστο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος θα πρέπει να ζητεί από την εν λόγω εταιρεία να υποβάλει έκθεση για ατυχήματα που συμβαίνουν σε τέτοιες εργασίες, η οποία μπορεί να κοινοποιείται σε επίπεδο Ένωσης, προκειμένου όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη στην Ένωση να επωφελούνται από την πείρα που αποκτάται από τέτοια ατυχήματα.

(62)

Πέραν των μέτρων που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία, η Επιτροπή θα πρέπει να διερευνήσει άλλα κατάλληλα μέσα για τη βελτίωση της πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τους.

(63)

Οι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι έχουν πρόσβαση σε επαρκείς υλικούς, ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τέτοιων ατυχημάτων. Ωστόσο, δεδομένου ότι κανένα από τα υπάρχοντα μέσα χρηματοοικονομικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων επιμερισμού του κινδύνου, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει όλες τις πιθανές συνέπειες σοβαρών ατυχημάτων, η Επιτροπή θα πρέπει να προβεί σε περαιτέρω αναλύσεις και μελέτες των κατάλληλων μέτρων που θα διασφαλίσουν επαρκώς αυστηρό καθεστώς ευθύνης για ζημίες σχετιζόμενες με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, απαιτήσεις σχετικά με την οικονομική ικανότητα, συμπεριλαμβανομένης της διαθεσιμότητας ενδεδειγμένων μέσων χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ή άλλες διευθετήσεις. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει εξέταση σκοπιμότητας μηχανισμού αμοιβαίας αποζημίωσης. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τα πορίσματά της, συνοδευόμενη, αν κριθεί αναγκαίο, με προτάσεις.

(64)

Σε επίπεδο Ένωσης, είναι σημαντικό να συμπληρωθούν τα τεχνικά πρότυπα με αντίστοιχο νομικό πλαίσιο νομοθεσίας περί ασφάλειας των προϊόντων και τα εν λόγω πρότυπα να ισχύουν για όλες τις υπεράκτιες εγκαταστάσεις στα υπεράκτια ύδατα κρατών μελών και όχι μόνο για τις μη κινητές εγκαταστάσεις παραγωγής. Η Επιτροπή θα πρέπει συνεπώς να αναλύσει περαιτέρω τα πρότυπα για την ασφάλεια των προϊόντων που ισχύουν για τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

(65)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων κατά τη διάρκεια υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και τον περιορισμό των συνεπειών τέτοιων ατυχημάτων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύναται, συνεπώς, λόγω της έκτασης και των αποτελεσμάτων της προτεινόμενης δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω στόχου,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστες απαιτήσεις για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων κατά τη διάρκεια υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου και τον περιορισμό των συνεπειών τέτοιων ατυχημάτων.

2.   Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων κατά την εργασία, ιδίως τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 92/91/ΕΟΚ.

3.   Η παρούσα οδηγία ισχύει με την επιφύλαξη των οδηγιών 94/22/ΕΚ, 2001/42/EC, 2003/4/ΕΚ (19), 2003/35/ΕΚ, 2010/75/ΕΕ (20) και 2011/92/ΕΕ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

1)

«σοβαρό ατύχημα» σημαίνει, όσον αφορά εγκατάσταση ή συνδεδεμένη υποδομή:

α)

περιστατικό που περιλαμβάνει έκρηξη, πυρκαγιά, απώλεια ελέγχου της γεώτρησης ή απελευθέρωση πετρελαίου, φυσικού αερίου ή επικίνδυνων ουσιών που συνοδεύεται από ή είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει βίαιο θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό ανθρώπων,

β)

περιστατικό που έχει ως αποτέλεσμα σοβαρή ζημία στην εγκατάσταση ή τη συνδεδεμένη υποδομή και συνοδεύεται από ή είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει βίαιο θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό ανθρώπων,

γ)

οιοδήποτε άλλο περιστατικό επιφέρει βίαιο θάνατο ή σοβαρό τραυματισμό πέντε ή περισσότερων προσώπων τα οποία βρίσκονται επί της υπεράκτιας εγκατάστασης από την οποία πηγάζει η πηγή του κινδύνου ή τα οποία ασχολούνται με υπεράκτια εργασία πετρελαίου και φυσικού αερίου σε σχέση με την εγκατάσταση ή τη συνδεδεμένη υποδομή ή

δ)

οποιοδήποτε σοβαρό περιβαλλοντικό περιστατικό προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ).

Για τους σκοπούς διαπίστωσης εάν ένα περιστατικό συνιστά σοβαρό ατύχημα κατά τα στοιχεία α), β) ή δ), εγκατάσταση που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν είναι επανδρωμένη αντιμετωπίζεται σαν να ήταν επανδρωμένη,

2)

«υπεράκτιος» σημαίνει ευρισκόμενος στα χωρικά ύδατα, στην αποκλειστική οικονομική ζώνη ή στην υφαλοκρηπίδα κράτους μέλους κατά την έννοια της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας,

3)

«υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου» σημαίνει όλες τις δραστηριότητες που συνδέονται με εγκατάσταση ή συνδεδεμένη υποδομή, συμπεριλαμβανομένου του σχεδιασμού, του προγραμματισμού, της κατασκευής, της λειτουργίας και του παροπλισμού της, οι οποίες σχετίζονται με την εξερεύνηση και την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, μη συμπεριλαμβανομένης όμως της μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου από μία ακτή σε άλλη,

4)

«κίνδυνος» σημαίνει τον συνδυασμό της πιθανότητας ενός συμβάντος και των επιπτώσεων του εν λόγω συμβάντος,

5)

«φορέας εκμετάλλευσης» σημαίνει την οντότητα που έχει διορίσει ο κάτοχος άδειας ή η αδειοδοτούσα αρχή για να διεξάγει υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένου του προγραμματισμού και της εκτέλεσης εργασιών γεώτρησης ή της διαχείρισης και του ελέγχου των λειτουργιών παραγωγικής εγκατάστασης,

6)

«κατάλληλος» σημαίνει σωστός ή απολύτως ενδεδειγμένος, λαμβανομένων υπόψη της αναλογικής προσπάθειας και του κόστους, για συγκεκριμένη απαίτηση ή κατάσταση, ο οποίος βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία και αποδεικνύεται από σχετική ανάλυση, σύγκριση με κατάλληλα πρότυπα ή άλλες λύσεις εφαρμοζόμενες σε ανάλογες περιπτώσεις από άλλες αρχές ή άλλο κλάδο,

7)

«οντότητα» σημαίνει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οποιαδήποτε ομάδα τέτοιων προσώπων,

8)

«αποδεκτός», όσον αφορά έναν κίνδυνο, σημαίνει το επίπεδο κινδύνου για το οποίο ο χρόνος, το κόστος ή η προσπάθεια να μειωθεί περαιτέρω θα ήταν κατάφωρα δυσανάλογοι με οφέλη από τέτοια μείωση. Κατά την εκτίμηση τού κατά πόσον ο χρόνος, το κόστος ή η προσπάθεια θα ήταν κατάφωρα δυσανάλογοι του οφέλους από την περαιτέρω μείωση του κινδύνου, λαμβάνονται υπόψη οι βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τα επίπεδα κινδύνου που αντιστοιχούν στη δραστηριότητα,

9)

«άδεια» σημαίνει τη χορήγηση έγκρισης για υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου σύμφωνα με την οδηγία 94/22/ΕΚ,

10)

«περιοχή αδειοδότησης» σημαίνει τη γεωγραφική περιοχή που καλύπτεται από την άδεια,

11)

«κάτοχος άδειας» σημαίνει τον δικαιούχο ή τους συνδικαιούχους άδειας,

12)

«εργολάβος» σημαίνει οποιαδήποτε οντότητα στην οποία ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης αναθέτει με σύμβαση την πραγματοποίηση συγκεκριμένων καθηκόντων για λογαριασμό του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη,

13)

«αδειοδοτούσα αρχή» σημαίνει τη δημόσια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση αδειών ή την παρακολούθηση της χρησιμοποίησης αδειών κατά τα προβλεπόμενα στην οδηγία 94/22/ΕΚ,

14)

«αρμόδια αρχή» σημαίνει τη δημόσια αρχή που διορίζεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και είναι υπεύθυνη για τα καθήκοντα που της ανατίθενται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαρτίζεται από έναν ή περισσότερους δημόσιους φορείς,

15)

«εξερεύνηση» σημαίνει την ανόρυξη γεώτρησης σε περιοχή αναζήτησης και όλες τις συναφείς υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου πριν από τις εργασίες που σχετίζονται με την παραγωγή,

16)

«παραγωγή» σημαίνει την υπεράκτια εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου από τα υπόγεια στρώματα της περιοχής αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένης της υπεράκτιας επεξεργασίας πετρελαίου και φυσικού αερίου και της μεταφοράς του μέσω συνδεδεμένης υποδομής,

17)

«μη παραγωγική εγκατάσταση» σημαίνει εγκατάσταση άλλη από εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου,

18)

«κοινό» σημαίνει μία ή περισσότερες οντότητες, καθώς και, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, τις ενώσεις, τις οργανώσεις ή τις ομάδες τους,

19)

«εγκατάσταση» σημαίνει μια ακίνητη, σταθερή ή κινητή εγκατάσταση ή τον συνδυασμό εγκαταστάσεων που συνδέονται μόνιμα μεταξύ τους με γέφυρες ή άλλες κατασκευές, η οποία χρησιμοποιείται σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου ή συνδέεται με τις εργασίες αυτές. Οι εγκαταστάσεις περιλαμβάνουν υπεράκτιες κινητές μονάδες ανόρυξης γεώτρησης μόνο εφόσον τοποθετηθούν σε υπεράκτια ύδατα με στόχο την εκτέλεση εργασιών ανόρυξης γεώτρησης, εργασιών παραγωγής ή άλλων εργασιών που συνδέονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου,

20)

«παραγωγική εγκατάσταση» σημαίνει εγκατάσταση που χρησιμοποιείται για την παραγωγή,

21)

«συνδεδεμένη υποδομή» σημαίνει, εντός της ζώνης ασφαλείας ή εντός γειτονικής ζώνης σε μεγαλύτερη απόσταση από την εγκατάσταση, κατ’ επιλογή του κράτους μέλους:

α)

οποιαδήποτε γεώτρηση και σχετικές κατασκευές, συμπληρωματικές μονάδες και συσκευές που συνδέονται με την εγκατάσταση,

β)

οποιαδήποτε μηχανήματα ή κατασκευές βρίσκονται τοποθετημένα ή είναι στερεωμένα στην κύρια κατασκευή της εγκατάστασης,

γ)

οποιαδήποτε συνδεδεμένα μηχανήματα ή κατασκευές αγωγού,

22)

«αποδοχή», όσον αφορά την έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, σημαίνει τη γραπτή επικοινωνία εκ μέρους της αρμόδιας αρχής στον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη ότι η έκθεση, εάν εφαρμοστεί όπως ορίζεται στην ίδια, ικανοποιεί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας. Η αποδοχή δεν συνεπάγεται καμία μεταβίβαση ευθύνης για τον έλεγχο των μεγάλων κινδύνων στην αρμόδια αρχή,

23)

«μεγάλος κίνδυνος» σημαίνει κατάσταση που είναι πιθανόν να οδηγήσει σε σοβαρό ατύχημα,

24)

«εργασίες γεώτρησης» σημαίνει οποιαδήποτε σχετική με γεώτρηση εργασία η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει ακούσια εκροή υλικών και η οποία είναι πιθανόν να οδηγήσει σε σοβαρό ατύχημα, συμπεριλαμβανομένης της ανόρυξης γεώτρησης, της επισκευής ή της τροποποίησης γεώτρησης, της αναστολής των εργασιών γεώτρησης και της οριστικής εγκατάλειψης γεώτρησης,

25)

«συνδυασμένες εργασίες» σημαίνει τις εργασίες οι οποίες εκτελούνται από εγκατάσταση από κοινού με άλλη εγκατάσταση ή εγκαταστάσεις για σκοπούς συναφείς με την άλλη εγκατάσταση ή εγκαταστάσεις και επηρεάζουν ουσιωδώς τους κινδύνους για την ασφάλεια προσώπων ή την προστασία του περιβάλλοντος σε μια ή σε όλες τις εγκαταστάσεις,

26)

«ζώνη ασφαλείας» σημαίνει την περιοχή εντός απόστασης 500 μέτρων από οποιοδήποτε σημείο της εγκατάστασης, η οποία ορίζεται από το κράτος μέλος,

27)

«ιδιοκτήτης» σημαίνει οντότητα εξουσιοδοτημένη κατά τον νόμο να ελέγχει τη λειτουργία μη παραγωγικής εγκατάστασης,

28)

«εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης» σημαίνει σχέδιο το οποίο εκπονούν οι φορείς εκμετάλλευσης ή οι ιδιοκτήτες σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τα μέτρα για την πρόληψη της κλιμάκωσης ή τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρού ατυχήματος που σχετίζεται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου,

29)

«ανεξάρτητη επαλήθευση» σημαίνει την εκτίμηση και την επιβεβαίωση της εγκυρότητας συγκεκριμένων γραπτών δηλώσεων οντότητας ή οργανωτικής δομής του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη που δεν υπόκειται στον έλεγχο ή στην επιρροή της οντότητας ή της οργανωτικής δομής που χρησιμοποιεί τις εν λόγω δηλώσεις,

30)

«ουσιαστική αλλαγή» σημαίνει:

α)

στην περίπτωση έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων, αλλαγή στη βάση επί της οποίας έγινε δεκτή η αρχική έκθεση, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υλικών τροποποιήσεων, διαθεσιμότητας νέων γνώσεων ή νέας τεχνολογίας και αλλαγών στην επιχειρησιακή διαχείριση,

β)

στην περίπτωση κοινοποίησης εργασιών γεώτρησης ή συνδυασμένων εργασιών, αλλαγή στη βάση επί της οποίας υποβλήθηκε η αρχική κοινοποίηση, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υλικών τροποποιήσεων, αντικατάστασης μιας εγκατάστασης με άλλη, διαθεσιμότητας νέων γνώσεων ή νέας τεχνολογίας και αλλαγών στην επιχειρησιακή διαχείριση,

31)

«έναρξη των εργασιών» σημαίνει το χρονικό σημείο κατά το οποίο η εγκατάσταση ή η συνδεδεμένη υποδομή συμμετέχει για πρώτη φορά στις εργασίες για τις οποίες είναι σχεδιασμένη,

32)

«αποτελεσματικότητα αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας» σημαίνει την αποτελεσματικότητα των συστημάτων αντιμετώπισης διαρροής κατά την αντιμετώπιση πετρελαιοκηλίδας, με βάση την ανάλυση της συχνότητας, της διάρκειας και της χρονικής στιγμής των περιβαλλοντικών συνθηκών που θα καθιστούσαν αδύνατη την αντιμετώπισή της. Η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας πρέπει να εκφράζεται ως ποσοστό του χρόνου που δεν υφίστανται τέτοιες συνθήκες και πρέπει να περιλαμβάνει περιγραφή των λειτουργικών περιορισμών που τίθενται στις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις ως αποτέλεσμα της εν λόγω εκτίμησης,

33)

«κρίσιμα στοιχεία ασφάλειας και περιβάλλοντος» σημαίνει τα μέρη μιας εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών προγραμμάτων, σκοπός των οποίων είναι να αποτρέψουν ένα σοβαρό ατύχημα ή να περιορίσουν τις συνέπειές του, ή η αστοχία των οποίων θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρό ατύχημα ή να συντελέσει κατά τρόπο ουσιαστικό στην πρόκληση σοβαρού ατυχήματος,

34)

«τριμερής διαβούλευση» σημαίνει επίσημη διευθέτηση που καθιστά δυνατό τον διάλογο και τη συνεργασία ανάμεσα στην αρμόδια αρχή, τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες, καθώς και τους εκπροσώπους των εργαζομένων,

35)

«κλάδος» σημαίνει τις οντότητες που εμπλέκονται άμεσα σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία ή των οποίων οι δραστηριότητες συνδέονται στενά με τις εν λόγω εργασίες,

36)

«εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης» σημαίνει τοπική, εθνική ή περιφερειακή στρατηγική για την πρόληψη της κλιμάκωσης ή τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρού ατυχήματος που σχετίζεται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, με αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων στον φορέα εκμετάλλευσης πόρων, όπως περιγράφεται στο σχετικό εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, και τυχόν συμπληρωματικών πόρων που διατίθενται από τα κράτη μέλη,

37)

«σοβαρό περιβαλλοντικό περιστατικό» σημαίνει περιστατικό που προκαλεί ή είναι πιθανό να προκαλέσει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον, σύμφωνα με την οδηγία 2004/35/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΡΟΛΗΨΗ ΣΟΒΑΡΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΩΝ ΜΕ ΥΠΕΡΑΚΤΙΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Άρθρο 3

Γενικές αρχές διαχείρισης κινδύνου σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου

1.   Τα κράτη μέλη ζητούν από τους φορείς εκμετάλλευσης να διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή σοβαρών ατυχημάτων που προκαλούνται από υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης δεν απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας λόγω του γεγονότος ότι πράξεις ή παραλείψεις που οδήγησαν ή συνέβαλαν σε σοβαρά ατυχήματα εκτελέστηκαν από εργολάβους.

3.   Σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τον περιορισμό των συνεπειών του στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον.

4.   Τα κράτη μέλη ζητούν από τους φορείς εκμετάλλευσης να διασφαλίζουν ότι οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτελούνται βάσει συστηματικής διαχείρισης κινδύνου κατά τρόπον ώστε οι εναπομένοντες κίνδυνοι σοβαρών ατυχημάτων για τους ανθρώπους, το περιβάλλον και τις υπεράκτιες εγκαταστάσεις να είναι ανεκτοί.

Άρθρο 4

Ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια και το περιβάλλον σε σχέση με τις άδειες

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις για τη χορήγηση ή τη μεταβίβαση αδειών εκτέλεσης υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου λαμβάνουν υπόψη την ικανότητα του αιτούντος τέτοια άδεια να πληροί τις απαιτήσεις για εργασίες στο πλαίσιο της άδειας, όπως απαιτείται στις σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, ιδίως δε της παρούσας οδηγίας.

2.   Συγκεκριμένα, κατά την αξιολόγηση της τεχνικής και οικονομικής ικανότητας του αιτούντος άδεια, λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα εξής:

α)

ο κίνδυνος, η επικινδυνότητα και τυχόν άλλες συναφείς πληροφορίες που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη περιοχή αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους της υποβάθμισης του θαλασσίου περιβάλλοντος σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2008/56/ΕΚ,

β)

το συγκεκριμένο στάδιο στο οποίο βρίσκονται οι υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου,

γ)

οι χρηματοοικονομικές δυνατότητες του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε χρηματικοοικονομικής ασφάλειας, για την κάλυψη των ευθυνών που ενδέχεται να προκύψουν από τις εν λόγω υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης για ενδεχόμενες οικονομικές ζημίες όταν αυτή η ευθύνη προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία,

δ)

οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τις επιδόσεις του αιτούντος όσον αφορά την ασφάλεια και το περιβάλλον, μεταξύ άλλων και όσον αφορά σοβαρά ατυχήματα, εφόσον ενδείκνυται για τις εργασίες για τις οποίες ζητήθηκε η χορήγηση άδειας.

Πριν από τη χορήγηση ή τη μεταβίβαση άδειας υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, η αδειοδοτούσα αρχή ζητεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, τη γνώμη της αρμόδιας αρχής.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αδειοδοτούσα αρχή χορηγεί άδεια μόνο στην περίπτωση που θεωρήσει επαρκείς τις αποδείξεις του αιτούντος ότι ο αιτών έχει λάβει ή θα λάβει κατάλληλη μέριμνα, βάσει ρυθμίσεων που θα αποφασιστούν από τα κράτη μέλη, προκειμένου να καλυφθούν ευθύνες που ενδέχεται να προκύψουν από τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου του αιτούντος. Αυτή η μέριμνα τίθεται σε ισχύ και ενεργοποιείται κατά την έναρξη των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Τα κράτη μέλη ζητούν από τους αιτούντες να αποδείξουν, με τον κατάλληλο τρόπο, τις τεχνικές και οικονομικές τους ικανότητες και να παράσχουν οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία αναφορικά με την περιοχή που καλύπτεται από την άδεια και το συγκεκριμένο στάδιο υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Τα κράτη μέλη εκτιμούν την επάρκεια της μέριμνας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο προκειμένου να διαπιστώσουν εάν ο αιτών διαθέτει επαρκείς χρηματοοικονομικούς πόρους για την άμεση έναρξη και την απρόσκοπτη συνέχιση όλων των δράσεων που είναι αναγκαίες για αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και την επακόλουθη αποκατάσταση.

Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την ανάπτυξη βιώσιμων χρηματοοικονομικών μέσων και άλλων διευθετήσεων που βοηθούν τους αιτούντες άδεια να αποδείξουν τη χρηματοοικονομική τους ικανότητα σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν, τουλάχιστον, διαδικασίες που διασφαλίζουν άμεσο και αποτελεσματικό χειρισμό των αγωγών αποζημίωσης, μεταξύ άλλων και όσον αφορά αποζημιώσεις για διασυνοριακά περιστατικά.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους κατόχους άδειας να διατηρούν επαρκείς ικανότητες ώστε να ανταποκρίνονται στις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις τους που προκύπτουν από υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

4.   Η αδειοδοτούσα αρχή ή ο κάτοχος άδειας διορίζουν τον φορέα εκμετάλλευσης. Όταν ο φορέας εκμετάλλευσης πρόκειται να διοριστεί από τον κάτοχο άδειας, η αδειοδοτούσα αρχή ενημερώνεται εκ των προτέρων για τον διορισμό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αδειοδοτούσα αρχή, αν κριθεί απαραίτητο σε διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, έχει τη δυνατότητα να προβάλει αντιρρήσεις στον διορισμό του φορέα εκμετάλλευσης. Όταν προβάλλεται τέτοια αντίρρηση, τα κράτη μέλη ζητούν από τον κάτοχο άδειας να διορίσει άλλον κατάλληλο φορέα εκμετάλλευσης ή να αναλάβει τις υποχρεώσεις του φορέα εκμετάλλευσης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

5.   Οι διαδικασίες αδειοδότησης για υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου που αφορούν μια δεδομένη περιοχή αδειοδότησης οργανώνονται με τρόπο ώστε οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται κατόπιν εξερεύνησης να μπορούν να εξεταστούν από το κράτος μέλος πριν από την έναρξη της παραγωγής.

6.   Όταν εκτιμούνται οι τεχνικές και χρηματοοικονομικές ικανότητες αιτούντος άδεια, δίνεται ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε περιβαλλοντολογικά ευαίσθητο θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον, συγκεκριμένα στα οικοσυστήματα που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο μετριασμού της αλλαγής του κλίματος και προσαρμογής σε αυτήν, όπως είναι τα αλατούχα έλη και τα υποθαλάσσια λιβάδια, καθώς επίσης και στις θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές, όπως είναι οι ειδικές ζώνες διατήρησης σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (21), οι ζώνες ειδικής προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (22) και οι θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές που έχουν συμφωνηθεί από την Ένωση ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη στο πλαίσιο οποιωνδήποτε διεθνών ή περιφερειακών συμφωνιών των οποίων είναι συμβαλλόμενα μέρη.

Άρθρο 5

Συμμετοχή του κοινού όσον αφορά τις επιπτώσεις προγραμματισμένων υπεράκτιων εργασιών εξερεύνησης κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στο περιβάλλον

1.   Η ανόρυξη γεώτρησης εξερεύνησης από μη παραγωγική εγκατάσταση δεν ξεκινά μέχρις ότου οι σχετικές αρχές του κράτους μέλους διασφαλίσουν ότι το κοινό συμμετέχει σε αρχικό στάδιο και με ουσιαστικό τρόπο στην εξέταση των πιθανών συνεπειών των προγραμματισμένων υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου στο περιβάλλον σύμφωνα με άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, ιδίως την οδηγία 2001/42/ΕΚ ή την οδηγία 2011/92/ΕΕ, κατά περίπτωση.

2.   Όταν το κοινό δεν έχει συμμετάσχει στη διαδικασία σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ισχύουν οι ακόλουθες ρυθμίσεις:

α)

το κοινό ενημερώνεται, είτε με δημόσιες ανακοινώσεις είτε με άλλα κατάλληλα μέσα, όπως τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, σχετικά με την τοποθεσία όπου σχεδιάζεται να επιτραπούν εργασίες εξερεύνησης,

β)

προσδιορίζεται το ενδιαφερόμενο κοινό, συμπεριλαμβανομένου του κοινού που πλήττεται ή είναι πιθανόν να πληγεί από την απόφαση να επιτραπούν εργασίες εξερεύνησης, ή που έχει συμφέρον απ’ αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μη κυβερνητικών οργανώσεων, όπως εκείνες που προωθούν την προστασία του περιβάλλοντος, και άλλων σχετικών οργανώσεων,

γ)

οι σχετικές πληροφορίες για τέτοιες προγραμματισμένες εργασίες καθίστανται διαθέσιμες στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των πληροφοριών σχετικά με το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τον παραλήπτη ενδεχόμενων παρατηρήσεων ή ερωτήσεων,

δ)

το κοινό έχει το δικαίωμα να διατυπώνει παρατηρήσεις και γνώμες όταν όλες οι επιλογές είναι ακόμη ανοικτές, προτού ληφθεί η απόφαση να επιτραπεί η εξερεύνηση,

ε)

κατά τη λήψη των αποφάσεων του σημείου δ), λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της συμμετοχής του κοινού, και

στ)

το οικείο κράτος μέλος ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση το κοινό, αφού εξετάσει τις παρατηρήσεις και γνώμες που διατυπώθηκαν, σχετικά με τις αποφάσεις που λήφθηκαν και τους λόγους τους, καθώς και εκτιμήσεις επί των οποίων βασίστηκαν οι εν λόγω αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία συμμετοχής του κοινού.

Παρέχονται εύλογα χρονοδιαγράμματα που προβλέπουν επαρκή χρόνο για καθένα από τα διάφορα στάδια συμμετοχής του κοινού.

3.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όσον αφορά περιοχές για τις οποίες είχε χορηγηθεί άδεια πριν από τις 18 Ιουλίου 2013.

Άρθρο 6

Υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εντός περιοχών αδειοδότησης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εγκαταστάσεις παραγωγής και η συνδεδεμένη υποδομή λειτουργούν μόνο σε περιοχές αδειοδότησης και μόνο από φορείς εκμετάλλευσης που έχουν διοριστεί για τον σκοπό αυτό σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον κάτοχο άδειας να διασφαλίζει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης έχει την ικανότητα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις συγκεκριμένων εργασιών στο πλαίσιο της άδειας.

3.   Κατά τη διάρκεια όλων των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα κράτη μέλη απαιτούν από τον κάτοχο άδειας να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα ώστε να διασφαλίζει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης πληροί τις απαιτήσεις, εκτελεί τις λειτουργίες του και αναλαμβάνει τα καθήκοντά του δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

4.   Όταν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης δεν έχει πλέον την ικανότητα να πληροί τις σχετικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, ενημερώνει την αδειοδοτούσα αρχή. Στη συνέχεια, η αδειοδοτούσα αρχή ειδοποιεί σχετικά τον κάτοχο άδειας και ο κάτοχος άδειας αναλαμβάνει την ευθύνη για την εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων και υποδεικνύει, χωρίς καθυστέρηση, αναπληρωτή φορέα εκμετάλλευσης στην αδειοδοτούσα αρχή.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εργασίες που σχετίζονται με παραγωγικές και μη παραγωγικές εγκαταστάσεις δεν ξεκινούν ή δεν συνεχίζονται μέχρις ότου η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων γίνει αποδεκτή από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εργασίες γεώτρησης ή οι συνδυασμένες εργασίες δεν ξεκινούν ή δεν συνεχίζονται μέχρις ότου η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για τις εμπλεκόμενες εγκαταστάσεις έχει γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Επιπλέον, τέτοιες εργασίες δεν επιτρέπεται να αρχίζουν ή να συνεχίζονται εάν δεν έχει υποβληθεί στην αρμόδια αρχή κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης ή κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία η) ή θ) αντίστοιχα ή εάν η αρμόδια αρχή έχει εκφράσει αντιρρήσεις ως προς το περιεχόμενο κοινοποίησης.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ορίζεται ζώνη ασφαλείας γύρω από μια εγκατάσταση και ότι απαγορεύεται στα σκάφη να εισέρχονται ή να παραμένουν σε αυτήν τη ζώνη.

Η απαγόρευση αυτή όμως δεν ισχύει για σκάφη που εισέρχονται ή παραμένουν στη ζώνη ασφαλείας:

α)

με σκοπό την τοποθέτηση, την επιθεώρηση, τη δοκιμή, την επισκευή, τη συντήρηση, τη μετατροπή, την ανανέωση ή την αφαίρεση οποιουδήποτε υποβρύχιου καλωδίου ή αγωγού που βρίσκεται μέσα ή κοντά στην εν λόγω ζώνη ασφαλείας,

β)

προκειμένου να παράσχουν υπηρεσίες σε οποιαδήποτε εγκατάσταση ή συνδεδεμένη υποδομή στην εν λόγω ζώνη ασφαλείας ή να μεταφέρουν πρόσωπα ή αγαθά προς ή από αυτήν,

γ)

προκειμένου να επιθεωρήσουν οποιαδήποτε εγκατάσταση στην εν λόγω ζώνη ασφαλείας υπό την ευθύνη του κράτους μέλους,

δ)

με σκοπό τη διάσωση ή την προσπάθεια διάσωσης ανθρώπινων ζωών ή περιουσίας,

ε)

λόγω επικίνδυνων καιρικών συνθηκών,

στ)

όταν βρίσκονται σε κίνδυνο ή

ζ)

εφόσον συναινεί ο φορέας λειτουργίας, ο ιδιοκτήτης ή το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η ζώνη ασφαλείας.

8.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μηχανισμό για ουσιαστική συμμετοχή σε τριμερή διαβούλευση μεταξύ της αρμοδίας αρχής, των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών, καθώς και των εκπροσώπων των εργαζομένων, με θέμα τον καθορισμό προτύπων και πολιτικών για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων.

Άρθρο 7

Ευθύνη για περιβαλλοντικές ζημίες

Με την επιφύλαξη του υφιστάμενου πεδίου εφαρμογής των ευθυνών σχετικά με την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας δυνάμει της οδηγίας 2004/35/ΕΚ, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο κάτοχος άδειας είναι οικονομικά υπεύθυνος για την πρόληψη και αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών, κατά τα οριζόμενα στην εν λόγω οδηγία, που προκαλούνται από υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου οι οποίες πραγματοποιούνται από τον κάτοχο άδειας ή τον φορέα εκμετάλλευσης ή για λογαριασμό τους.

Άρθρο 8

Διορισμός της αρμόδιας αρχής

1.   Τα κράτη μέλη διορίζουν αρμόδια αρχή στην οποία ανατίθενται τις ακόλουθες ρυθμιστικές λειτουργίες:

α)

εκτίμηση και αποδοχή εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων, εκτίμηση κοινοποιήσεων μελέτης και εκτίμηση κοινοποιήσεων εργασιών γεώτρησης ή συνδυασμένων εργασιών, καθώς και άλλων παρόμοιων εγγράφων που υποβάλλονται σε αυτήν,

β)

επίβλεψη της συμμόρφωσης των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών με την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των επιθεωρήσεων, των ερευνών και των μέτρων επιβολής,

γ)

παροχή συμβουλών σε άλλες αρχές ή φορείς, συμπεριλαμβανομένης της αδειοδοτούσας αρχής,

δ)

κατάρτιση ετήσιων σχεδίων σύμφωνα με το άρθρο 21,

ε)

κατάρτιση εκθέσεων,

στ)

συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές ή με τα σημεία επαφής σύμφωνα με το άρθρο 27.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ανά πάσα στιγμή την ανεξαρτησία και αμεροληψία της αρμόδιας αρχής κατά την άσκηση των ρυθμιστικών της λειτουργιών, ιδίως δε όσον αφορά την παράγραφο 1 στοιχεία α), β) και γ). Ως εκ τούτου, αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ, αφενός, των ρυθμιστικών λειτουργιών της αρμόδιας αρχής και, αφετέρου, των ρυθμιστικών λειτουργιών που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη των υπεράκτιων φυσικών πόρων και την αδειοδότηση υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου στο κράτος μέλος και την είσπραξη και διαχείριση των εσόδων από τις εν λόγω εργασίες.

3.   Για την επίτευξη των στόχων της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη έχουν την απαίτηση οι ρυθμιστικές λειτουργίες της αρμόδιας αρχής να ασκούνται στο πλαίσιο αρχής ανεξάρτητης από οιαδήποτε λειτουργία του κράτους μέλους που σχετίζεται με την οικονομική ανάπτυξη των υπεράκτιων φυσικών πόρων και της αδειοδότησης υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου εντός του κράτους μέλους και με τη συλλογή και διαχείριση των εσόδων από τις εν λόγω εργασίες.

Ωστόσο, όταν ο συνολικός αριθμός των κανονικά επανδρωμένων εγκαταστάσεων είναι μικρότερος των έξι, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει το πρώτο εδάφιο. Η απόφαση αυτή δεν επηρεάζει τις κατά την παράγραφο 2 υποχρεώσεις του.

4.   Τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση του κοινού περιγραφή του τρόπου οργάνωσης της αρμόδιας αρχής, αναφέροντας επίσης για ποιο λόγο επέλεξαν αυτόν τον τρόπο οργάνωσης της αρμόδιας αρχής, καθώς επίσης και με ποιον τρόπο έχουν διασφαλίσει την άσκηση των ρυμιστικών λειτουργιών που καθορίζονται στην παράγραφο 1 και την τήρηση των υποχρεώσεων που καθορίζονται στην παράγραφο 2.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή διαθέτει επαρκείς ανθρώπινους και χρηματοοικονομικούς πόρους προκειμένου να εκτελεί τα κατά την παρούσα οδηγία καθήκοντά της. Οι εν λόγω πόροι είναι ανάλογοι με την έκταση των υπεράκτιων εργασιών εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου στο κράτος μέλος.

6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν τυπικές συμφωνίες με τους κατάλληλους οργανισμούς της Ένωσης ή άλλους κατάλληλους φορείς, κατά περίπτωση, για την παροχή εξειδικευμένης εμπειρογνωμοσύνης προς υποστήριξη της αρμόδιας αρχής κατά την εκτέλεση των ρυθμιστικών λειτουργιών της. Για τους στόχους της παρούσας παραγράφου, φορέας δεν θεωρείται κατάλληλος εφόσον η αντικειμενικότητά του μπορεί να αμφισβητηθεί λόγω σύγκρουσης συμφερόντων.

7.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν μηχανισμούς σύμφωνα με τους οποίους η οικονομική επιβάρυνση της αρμόδιας αρχής κατά την εκτέλεση των κατά την παρούσα οδηγία καθηκόντων της μπορεί να ανακτάται από τους κατόχους άδειας, τους φορείς εκμετάλλευσης ή τους ιδιοκτήτες.

8.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποτελείται από περισσοτέρους του ενός φορείς, τα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγουν την αλληλοεπικάλυψη των ρυθμιστικών λειτουργιών μεταξύ των φορέων. Τα κράτη μέλη μπορούν να διορίζουν επικεφαλής έναν από τους φορείς που απαρτίζουν την αρμόδια αρχή, με την ευθύνη να συντονίζει τις κατά την παρούσα οδηγία ρυθμιστικές λειτουργίες και να λογοδοτεί στην Επιτροπή.

9.   Τα κράτη μέλη αναθεωρούν τις δραστηριότητες της αρμόδιας αρχής και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της στην εκτέλεση των ρυθμιστικών λειτουργιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 9

Λειτουργία της αρμόδιας αρχής

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή:

α)

δρα ανεξάρτητα από πολιτικές, κανονιστικές αποφάσεις ή άλλους παράγοντες που δεν σχετίζονται με τα καθήκοντά της κατά την παρούσα οδηγία,

β)

καθιστά σαφή την έκταση των ευθυνών της και των ευθυνών του φορέα εκμετάλλευσης και του ιδιοκτήτη για τον έλεγχο της πιθανότητας σοβαρών ατυχημάτων δυνάμει της παρούσας οδηγίας,

γ)

θεσπίζει πολιτική, μέθοδο και διαδικασίες για την ενδελεχή εκτίμηση των εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων και των κοινοποιήσεων που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 11, καθώς και για την επίβλεψη συμμόρφωσης προς την παρούσα οδηγία εντός της δικαιοδοσίας του κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων δράσεων επιθεώρησης, διερεύνησης και επιβολής,

δ)

ενημερώνει τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες σχετικά με την πολιτική, τη μέθοδο και τις διαδικασίες σύμφωνα με το στοιχείο γ) και θέτει στη διάθεση του κοινού συνοπτικές παρουσιάσεις τους,

ε)

όπου κρίνεται απαραίτητο, θεσπίζει και εφαρμόζει συντονισμένες ή κοινές διαδικασίες με άλλες αρχές στο κράτος μέλος για την εκτέλεση των καθηκόντων κατά την παρούσα οδηγία, και

στ)

βασίζει την πολιτική, την οργάνωση και τις επιχειρησιακές διαδικασίες της στις αρχές που ορίζονται στο παράρτημα III.

Άρθρο 10

Καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια στη Θάλασσα

1.   Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (ΕΟΑΘ, εφεξής «Οργανισμός») προσφέρει στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή τεχνική και επιστημονική συνδρομή σύμφωνα με την εντολή του δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002.

2.   Στο πλαίσιο της εντολής του, ο Οργανισμός:

α)

συνδράμει την Επιτροπή και το πληγέν κράτος μέλος, κατόπιν αιτήματός του, στη διερεύνηση και παρακολούθηση του μεγέθους πετρελαιοκηλίδας ή διαρροής φυσικού αερίου,

β)

συνδράμει τα κράτη μέλη, κατόπιν αιτήματός τους, στην προετοιμασία και εκτέλεση εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, ιδίως όταν υπάρχουν διασυνοριακές επιπτώσεις εντός και πέραν των υπεράκτιων υδάτων των κρατών μελών,

γ)

με βάση τα εξωτερικά και εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των κρατών μελών, καταρτίζει μαζί με τα κράτη μέλη και τους φορείς εκμετάλλευσης κατάλογο του εξοπλισμού και των υπηρεσιών αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης που είναι διαθέσιμα.

3.   Ο Οργανισμός μπορεί, εφόσον του ζητηθεί:

α)

να συνδράμει την Επιτροπή στην εκτίμηση των εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των κρατών μελών, για να ελεγχθεί κατά πόσον τα σχέδια είναι σύμφωνα με την παρούσα οδηγία,

β)

να αναθεωρεί ασκήσεις που επικεντρώνονται στη δοκιμή των διασυνοριακών και ενωσιακών μηχανισμών εκτάκτου ανάγκης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΥΠΕΡΑΚΤΙΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ

Άρθρο 11

Έγγραφα που πρέπει να υποβάλλονται για την εκτέλεση υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης υποβάλλει στην αρμόδια αρχή τα ακόλουθα έγγραφα:

α)

την εταιρική πολιτική για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων ή επαρκή περιγραφή της, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφοι 1 και 5,

β)

το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος, που ισχύει για την εγκατάσταση, ή επαρκή περιγραφή του, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφοι 3 και 5,

γ)

στην περίπτωση προγραμματισμένης παραγωγικής εγκατάστασης, κοινοποίηση σχεδιασμού σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος I μέρος 1,

δ)

περιγραφή της μεθόδου ανεξάρτητης επαλήθευσης σύμφωνα με το άρθρο 17,

ε)

έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13,

στ)

σε περίπτωση ουσιαστικής αλλαγής ή αποξήλωσης εγκατάστασης, τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13,

ζ)

το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης ή επαρκή περιγραφή του σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 28,

η)

σε περίπτωση εργασιών γεώτρησης, κοινοποίηση των εν λόγω εργασιών γεώτρησης και πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω εργασίες γεώτρησης σύμφωνα με το άρθρο 15,

θ)

στην περίπτωση συνδυασμένων εργασιών, κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών σύμφωνα με το άρθρο 16,

ι)

σε περίπτωση υφιστάμενης παραγωγικής εγκατάστασης που πρόκειται να μετακινηθεί σε νέα τοποθεσία παραγωγής όπου και θα λειτουργεί, κοινοποίηση μετεγκατάστασης σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 1,

ια)

οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο ζητά η αρμόδια αρχή.

2.   Τα έγγραφα που πρέπει να υποβληθούν βάσει της παραγράφου 1 στοιχεία α), β), δ) και ζ) περιλαμβάνονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που ζητείται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο ε). Η εταιρική πολιτική για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων φορέα εκμετάλλευσης γεώτρησης περιλαμβάνεται επίσης, όταν δεν έχει προηγουμένως υποβληθεί, στην κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης που πρέπει να υποβληθεί δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο η).

3.   Η κοινοποίηση μελέτης που απαιτείται κατά την παράγραφο 1 στοιχείο γ) υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή εντός προθεσμίας που ορίζει η αρμόδια αρχή πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία υποβολής της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων σχετικά με την προγραμματισμένη εργασία. Η αρμόδια αρχή ανταποκρίνεται στην κοινοποίηση μελέτης με σχόλια που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων.

4.   Σε περίπτωση που υφιστάμενη παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να εισέλθει στα υπεράκτια ύδατα κράτους μέλους ή να απομακρυνθεί από αυτά, ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή εγγράφως πριν από την ημερομηνία κατά την οποία η παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να εισέλθει στα υπεράκτια ύδατα του κράτους μέλους ή να απομακρυνθεί από αυτά.

5.   Η κοινοποίηση μετεγκατάστασης που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο ι) υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή σε αρκούντως πρώιμο στάδιο της προτεινόμενης διαδικασίας, ώστε ο φορέας εκμετάλλευσης να είναι σε θέση να λάβει υπόψη του όλα τα θέματα που εγείρει η αρμόδια αρχή κατά την εκπόνηση της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων.

6.   Σε περίπτωση ουσιαστικής αλλαγής που επηρεάζει την κοινοποίηση μελέτης ή την κοινοποίηση μετεγκατάστασης πριν από την υποβολή της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων, η αρμόδια αρχή ενημερώνεται για την εν λόγω αλλαγή το συντομότερο δυνατόν.

7.   Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο ε) υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή εντός προθεσμίας που ορίζει η αρμόδια αρχή και η οποία λήγει πριν από την προγραμματισμένη έναρξη των εργασιών.

Άρθρο 12

Έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά παραγωγική εγκατάσταση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι o φορέας εκμετάλλευσης καταρτίζει έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά παραγωγική εγκατάσταση και η οποία πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε). Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρη 2 και 5 και επικαιροποιείται όταν κρίνεται απαραίτητο ή όταν το ζητά η αρμόδια αρχή.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι πραγματοποιείται διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στα κατάλληλα στάδια της προετοιμασίας της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων που αφορά παραγωγική εγκατάσταση και ότι παρέχονται οι απαιτούμενες αποδείξεις σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 2 σημείο 3.

3.   Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά παραγωγική εγκατάσταση μπορεί να καταρτίζεται για ομάδα εγκαταστάσεων, εφόσον συμφωνήσει η αρμόδια αρχή.

4.   Όταν απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες προτού γίνει δεκτή μια έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης παρέχει, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, τις πληροφορίες αυτές και υποβάλλει όλες τις απαραίτητες αλλαγές στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων.

5.   Όταν πρόκειται να γίνουν τροποποιήσεις στην παραγωγική εγκατάσταση που συνεπάγονται ουσιαστική αλλαγή ή όταν πρόκειται να αποξηλωθεί σταθερή παραγωγική εγκατάσταση, ο φορέας εκμετάλλευσης καταρτίζει τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, η οποία πρέπει να υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο στ) εντός προθεσμίας που καθορίζει η αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 6.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι προβλεπόμενες τροποποιήσεις δεν πραγματοποιούνται ούτε η αποξήλωση ξεκινά προτού η αρμόδια αρχή κάνει δεκτή την τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά την παραγωγική εγκατάσταση.

7.   Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά παραγωγική εγκατάσταση υπόκειται σε ενδελεχή περιοδική επανεξέταση από τον φορέα εκμετάλλευσης τουλάχιστον ανά πενταετία ή νωρίτερα όταν το ζητά η αρμόδια αρχή. Τα αποτελέσματα της επανεξέτασης κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή.

Άρθρο 13

Έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά μη παραγωγική εγκατάσταση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ιδιοκτήτης καταρτίζει έκθεση περί μεγάλων κινδύνων που αφορά μη παραγωγική εγκατάσταση και η οποία πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε). H εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρη 3 και 5 και επικαιροποιείται όταν κρίνεται απαραίτητο ή όταν το ζητά η αρμόδια αρχή.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι πραγματοποιείται διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στα κατάλληλα στάδια της προετοιμασίας της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων που αφορά μη παραγωγική εγκατάσταση και ότι παρέχονται οι απαιτούμενες αποδείξεις σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 3 σημείο 2.

3.   Όταν απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες προτού γίνει δεκτή μια έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για μη παραγωγική εγκατάσταση, τα κράτη μέλη ζητούν από τον ιδιοκτήτη να παράσχει, ύστερα από αίτημα της αρμόδιας αρχής, τις πληροφορίες αυτές και να πραγματοποιήσει όλες τις απαραίτητες αλλαγές στην υποβληθείσα έκθεση περί μεγάλων κινδύνων.

4.   Όταν πρόκειται να γίνουν τροποποιήσεις στη μη παραγωγική εγκατάσταση που συνεπάγονται ουσιαστική αλλαγή ή όταν πρόκειται να αποξηλωθεί μια σταθερή μη παραγωγική εγκατάσταση, ο ιδιοκτήτης καταρτίζει τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, η οποία πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο στ) εντός προθεσμίας που καθορίζει η αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 6 σημεία 1, 2 και 3.

5.   Για σταθερή μη παραγωγική εγκατάσταση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι προβλεπόμενες τροποποιήσεις δεν πραγματοποιούνται ούτε η αποξήλωση ξεκινά προτού η αρμόδια αρχή κάνει δεκτή την τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για τη σταθερή μη παραγωγική εγκατάσταση.

6.   Για κινητή μη παραγωγική εγκατάσταση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι προβλεπόμενες τροποποιήσεις δεν πραγματοποιούνται προτού η αρμόδια αρχή κάνει δεκτή την τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για την κινητή μη παραγωγική εγκατάσταση.

7.   Η έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για μη παραγωγική εγκατάσταση υπόκειται σε ενδελεχή περιοδική επανεξέταση από τον ιδιοκτήτη τουλάχιστον ανά πενταετία ή νωρίτερα όταν το ζητά η αρμόδια αρχή. Τα αποτελέσματα της επανεξέτασης υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή.

Άρθρο 14

Εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης ή, κατά περίπτωση, οι ιδιοκτήτες καταρτίζουν εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, τα οποία πρέπει να υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ζ). Τα σχέδια καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 28, λαμβανομένης υπόψη της εκτίμησης κινδύνου σοβαρού ατυχήματος, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά την κατάρτιση της πλέον πρόσφατης έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων. Το σχέδιο περιλαμβάνει ανάλυση της αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας.

2.   Σε περίπτωση που κινητή μη παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση εργασιών γεώτρησης, το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης για την εγκατάσταση λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση κινδύνου που πραγματοποιήθηκε κατά την κατάρτιση της κοινοποίησης εργασιών γεώτρησης που πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο η). Σε περίπτωση που το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης πρέπει να τροποποιηθεί λόγω της ιδιαίτερης φύσης ή της τοποθεσίας της γεώτρησης, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης της γεώτρησης υποβάλλει το τροποποιημένο εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, ή επαρκή περιγραφή του, στην αρμόδια αρχή ως συμπλήρωμα της σχετικής κοινοποίησης των εργασιών γεώτρησης.

3.   Σε περίπτωση που μη παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση συνδυασμένων εργασιών, το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης τροποποιείται προκειμένου να καλύπτει τις συνδυασμένες εργασίες και υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή ως συμπλήρωμα της σχετικής κοινοποίησης των συνδυασμένων εργασιών.

Άρθρο 15

Κοινοποίηση και πληροφορίες σχετικά με εργασίες γεώτρησης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης γεώτρησης καταρτίζει την κοινοποίηση που πρέπει να υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο η) στην αρμόδια αρχή. Υποβάλλεται εντός προθεσμίας ορισθείσας από την αρμόδια αρχή πριν από την έναρξη των εργασιών γεώτρησης. Η εν λόγω κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης παρουσιάζει λεπτομερώς τον σχεδιασμό της γεώτρησης και τις προτεινόμενες εργασίες γεώτρησης, σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 4. Στην κοινοποίηση περιλαμβάνεται ανάλυση της αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας.

2.   Η αρμόδια αρχή εξετάζει την κοινοποίηση και, εάν το κρίνει απαραίτητο, ενεργεί δεόντως πριν από την έναρξη των εργασιών γεώτρησης, δυνάμενη, μεταξύ άλλων, να απαγορεύσει την έναρξη των εργασιών.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης της γεώτρησης συνεργάζεται με τον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης κατά τον σχεδιασμό και την προετοιμασία ουσιαστικής αλλαγής στην υποβληθείσα κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 στοιχείο β) και ότι ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή για κάθε ουσιαστική αλλαγή στην υποβληθείσα κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης. Η αρμόδια αρχή εξετάζει τις εν λόγω αλλαγές και, εάν το κρίνει απαραίτητο, ενεργεί δεόντως.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης της γεώτρησης υποβάλλει εκθέσεις για εργασίες γεώτρησης στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος II. Οι εκθέσεις υποβάλλονται εβδομαδιαίως, ξεκινώντας από την ημέρα έναρξης των εργασιών γεώτρησης, ή ανά διαστήματα που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 16

Κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες που συμμετέχουν σε συνδυασμένες εργασίες καταρτίζουν από κοινού την κοινοποίηση που πρέπει να υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο θ). Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρος 7. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ένας από τους ενδιαφερόμενους φορείς εκμετάλλευσης υποβάλλει την κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών στην αρμόδια αρχή. Η κοινοποίηση υποβάλλεται εντός προθεσμίας που ορίζεται από την αρμόδια αρχή πριν από την έναρξη των συνδυασμένων εργασιών.

2.   Η αρμόδια αρχή εξετάζει την κοινοποίηση και, εάν το κρίνει απαραίτητο, ενεργεί δεόντως πριν από την έναρξη των συνδυασμένων εργασιών, δυνάμενη, μεταξύ άλλων, να απαγορεύσει την έναρξη των εργασιών.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης που υπέβαλε την κοινοποίηση ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή για κάθε ουσιαστική αλλαγή στην υποβληθείσα κοινοποίηση. Η αρμόδια αρχή εξετάζει τις εν λόγω αλλαγές και, εάν το κρίνει απαραίτητο, ενεργεί δεόντως.

Άρθρο 17

Ανεξάρτητη επαλήθευση

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες καταρτίζουν μηχανισμούς ανεξάρτητης επαλήθευσης καθώς και την περιγραφή αυτών, οι οποίοι υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και περιλαμβάνουν περιγραφή αυτών των μηχανισμών στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β). Η περιγραφή περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρος 5.

2.   Τα αποτελέσματα της ανεξάρτητης επαλήθευσης δεν θίγουν την ευθύνη του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη για την ορθή και ασφαλή λειτουργία του εξοπλισμού και των συστημάτων που υποβάλλονται σε επαλήθευση.

3.   Η επιλογή του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης και ο σχεδιασμός των μηχανισμών ανεξάρτητης επαλήθευσης πληρούν τα κριτήρια του παραρτήματος V.

4.   Οι μηχανισμοί ανεξάρτητης επαλήθευσης θεσπίζονται:

α)

όσον αφορά τις εγκαταστάσεις, προκειμένου να διασφαλίζεται με ανεξαρτησία η καταλληλότητα των κρίσιμων στοιχείων ασφάλειας και περιβάλλοντος που καθορίζονται στην εκτίμηση κινδύνου, όπως περιγράφονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, καθώς επίσης και να διασφαλίζεται ότι το χρονοδιάγραμμα εξέτασης και δοκιμής των κρίσιμων στοιχείων ασφάλειας και περιβάλλοντος είναι κατάλληλο, επικαιροποιημένο και εκτελείται σύμφωνα με τις προβλέψεις,

β)

όσον αφορά τις κοινοποιήσεις εργασιών γεώτρησης, προκειμένου να διασφαλίζεται με ανεξαρτησία ότι ο σχεδιασμός της γεώτρησης και τα μέτρα ελέγχου της γεώτρησης είναι κατάλληλα για τις αναμενόμενες συνθήκες γεώτρησης ανά πάσα στιγμή.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες αντιδρούν και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, βάσει της γνωμοδότησης του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες να διασφαλίζουν ότι οι γνωμοδοτήσεις που λαμβάνονται από τον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 4 στοιχείο α) και η καταγραφή των δράσεων που αναλαμβάνονται βάσει των εν λόγω γνωμοδοτήσεων κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή και διατηρούνται από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη για περίοδο έξι μηνών μετά την ολοκλήρωση των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου με τις οποίες σχετίζονται.

7.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης φρέατος να διασφαλίζουν ότι οι διαπιστώσεις και οι παρατηρήσεις του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης βάσει της παραγράφου 4 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, καθώς και οι δράσεις που δίνουν συνέχεια στις εν λόγω διαπιστώσεις και παρατηρήσεις, περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 15.

8.   Όσον αφορά παραγωγική εγκατάσταση, ο μηχανισμός επαλήθευσης εγκαθίσταται πριν από την ολοκλήρωση του σχεδιασμού. Όσον αφορά μη παραγωγική εγκατάσταση, ο μηχανισμός εγκαθίσταται πριν την έναρξη εργασιών στα υπεράκτια ύδατα κρατών μελών.

Άρθρο 18

Αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής σε σχέση με εργασίες επί των εγκαταστάσεων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή:

α)

απαγορεύει τη λειτουργία ή την έναρξη εργασιών σε κάθε εγκατάσταση ή κάθε συνδεδεμένη υποδομή, σε περίπτωση που τα μέτρα που προτείνονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για την πρόληψη ή τον περιορισμό των επιπτώσεων σοβαρών ατυχημάτων ή οι κοινοποιήσεις εργασιών γεώτρησης ή συνδυασμένων εργασιών που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία η) ή θ) αντίστοιχα κρίνονται ανεπαρκή για την τήρηση των απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας,

β)

σε εξαιρετικές περιστάσεις και εφόσον κρίνει ότι δεν διακυβεύονται η ασφάλεια και η προστασία του περιβάλλοντος, μειώνει το χρονικό διάστημα που απαιτείται μεταξύ της υποβολής της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων ή άλλων εγγράφων που πρέπει να υποβληθούν σύμφωνα με το άρθρο 11 και της έναρξης των εργασιών,

γ)

απαιτεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα αναλογικά μέτρα που η αρμόδια αρχή θεωρεί απαραίτητα για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με το άρθρο 3 παράγραφος 1,

δ)

σε περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το άρθρο 6 παράγραφος 4, λαμβάνει επαρκή μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η διαρκής ασφάλεια των εργασιών,

ε)

εξουσιοδοτείται να απαιτεί βελτιώσεις και να απαγορεύει, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, τη συνέχιση της λειτουργίας κάθε εγκατάστασης ή τμήματος αυτής ή συνδεδεμένης με αυτήν υποδομής σε περίπτωση που τα αποτελέσματα επιθεώρησης, κρίσης βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 4, περιοδικής αναθεώρησης της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων που υποβάλλεται βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) ή αλλαγών στις κοινοποιήσεις που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 11 καταδεικνύουν ότι οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας δεν πληρούνται ή ότι υφίστανται εύλογες ανησυχίες για την ασφάλεια των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου ή εγκαταστάσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΛΗΨΗΣ

Άρθρο 19

Πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων από φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες να καταρτίζουν έγγραφο στο οποίο εκθέτουν την εταιρική πολιτική τους για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) και να διασφαλίζουν την εφαρμογή αυτής της πολιτικής σε όλες τις υπεράκτιες εργασίες τους πετρελαίου και φυσικού αερίου, μεταξύ άλλων, λαμβάνοντας κατάλληλα μέτρα παρακολούθησης ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της πολιτικής. Το έγγραφο περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στο παράρτημα I μέρος 8.

2.   Η εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων συνεκτιμά την πρωταρχική ευθύνη του φορέα εκμετάλλευσης, μεταξύ άλλων, για τον έλεγχο της πιθανότητας σοβαρού ατυχήματος συνεπεία των εργασιών του και για τη διαρκή βελτίωση του ελέγχου των εν λόγω κινδύνων, προκειμένου να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας ανά πάσα στιγμή.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες καταρτίζουν έγγραφο για τον καθορισμό συστήματος διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος το οποίο υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β). Το εν λόγω έγγραφο περιλαμβάνει περιγραφή:

α)

των οργανωτικών ρυθμίσεων που θεσπίζουν για τον έλεγχο μεγάλων κινδύνων,

β)

των ρυθμίσεων για την κατάρτιση και την υποβολή εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων, και άλλων εγγράφων, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, και

γ)

των μηχανισμών ανεξάρτητης επαλήθευσης βάσει του άρθρου 17.

4.   Τα κράτη μέλη παρέχουν την ευκαιρία στους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες να συμβάλουν στους μηχανισμούς αποτελεσματικής τριμερούς διαβούλευσης που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 8. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η δέσμευση φορέα εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτη για συμμετοχή σε τέτοιο μηχανισμό μπορεί να περιγράφεται στην εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων.

5.   Η εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων και τα συστήματα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος καταρτίζονται σύμφωνα με το παράρτημα I μέρη 8 και 9 και το παράρτημα IV. Ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων θεσπίζεται γραπτώς και προσδιορίζει τους συνολικούς στόχους και ρυθμίσεις για τον έλεγχο της πιθανότητας σοβαρού ατυχήματος, παράλληλα με τον τρόπο επίτευξης των εν λόγω στόχων και εφαρμογής των εν λόγω ρυθμίσεων σε εταιρικό επίπεδο,

β)

το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος ενσωματώνεται στο γενικό σύστημα διαχείρισης του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη και περιλαμβάνει οργανωτική δομή, αρμοδιότητες, πρακτικές, διαδικασίες, μεθόδους και πόρους για τον καθορισμό και την υλοποίηση της εταιρικής πολιτικής πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες καταρτίζουν και διατηρούν πλήρη κατάλογο του εξοπλισμού αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που αφορά τις υπεράκτιες εργασίες τους πετρελαίου και φυσικού αερίου.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες, σε διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και χρησιμοποιώντας μεθόδους ανταλλαγής γνώσεων, πληροφοριών και εμπειρίας που προβλέπονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1, θεσπίζουν και αναθεωρούν πρότυπα και κατευθύνσεις βέλτιστων πρακτικών αναφορικά με τον έλεγχο των μεγάλων κινδύνων, καθ’ όλη τη διάρκεια του σχεδιασμού και του λειτουργικού χρόνου ζωής υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, και ότι τηρούν τουλάχιστον τα περιγραφόμενα στο παράρτημα VI.

8.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες να διασφαλίζουν ότι το έγγραφο για την εταιρική πολιτική τους για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καλύπτει και τις παραγωγικές και μη παραγωγικές εγκαταστάσεις τους εκτός της Ένωσης.

9.   Αν η δραστηριότητα φορέα εκμετάλλευσης ή ιδιοκτήτη συνιστά άμεσο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, στα οποία μπορεί να συμπεριλαμβάνεται, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, η αναστολή της σχετικής δραστηριότητας έως ότου ο κίνδυνος ή η πιθανότητα τεθεί υπό επαρκή έλεγχο. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση που λαμβάνονται τα εν λόγω μέτρα, ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή αμελλητί και το αργότερο εντός 24 ωρών από τη λήψη των εν λόγω μέτρων.

10.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες λαμβάνουν ενδεδειγμένα μέτρα για τη χρήση κατάλληλων τεχνικών μέσων ή διαδικασιών προκειμένου να προωθήσουν την αξιοπιστία της συλλογής και καταγραφής των σχετικών δεδομένων και να αποτρέπουν πιθανή παραποίησή τους.

Άρθρο 20

Υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου που διεξάγονται εκτός της Ένωσης

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις εγγεγραμμένες στην επικράτειά τους εταιρείες που διεξάγουν, οι ίδιες ή μέσω θυγατρικών, υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτός της Ένωσης, ως κάτοχοι άδειας ή ως φορείς εκμετάλλευσης, να τους υποβάλλουν αναφορά, εφόσον τους ζητηθεί, σχετικά με τις συνθήκες οποιουδήποτε σοβαρού ατυχήματος στο οποίο έχουν εμπλακεί.

2.   Στο αίτημα για υποβολή αναφοράς βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το οικείο κράτος μέλος διευκρινίζει τις λεπτομέρειες των απαιτούμενων πληροφοριών. Οι εν λόγω εκθέσεις αναφοράς ανταλλάσσονται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1. Τα κράτη μέλη που δεν έχουν αρμόδια αρχή ούτε σημείο επαφής υποβάλλουν τις εκθέσεις αναφοράς που λαμβάνουν στην Επιτροπή.

Άρθρο 21

Διασφάλιση συμμόρφωσης με το ρυθμιστικό πλαίσιο για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες συμμορφώνονται με τα μέτρα που θεσπίζονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων και στα σχέδια που αναφέρονται στην κοινοποίηση εργασιών γεώτρησης και στην κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών, που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία ε), η) και θ) αντίστοιχα.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες διασφαλίζουν τη μεταφορά της αρμόδιας αρχής ή οποιωνδήποτε άλλων προσώπων ενεργούν υπό την καθοδήγηση της αρμόδιας αρχής προς και από εγκατάσταση ή πλοίο που σχετίζεται με εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς του εξοπλισμού τους, σε εύλογο χρονικό διάστημα, και προσφέρουν στέγαση, γεύματα και άλλα μέσα συντήρησης στο πλαίσιο επισκέψεων στις εγκαταστάσεις, προκειμένου να διευκολύνουν την εποπτεία από την αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων των επιθεωρήσεων, των ερευνών και της επιβολής της συμμόρφωσης με την παρούσα οδηγία.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή καταρτίζει ετήσια σχέδια για την αποτελεσματική εποπτεία – μεταξύ άλλων και μέσω επιθεωρήσεων – των μεγάλων κινδύνων, βάσει της διαχείρισης κινδύνου και λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τη συμμόρφωση με την έκθεση περί μεγάλων κινδύνων και λοιπών εγγράφων, που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11. Επανεξετάζεται τακτικά η αποτελεσματικότητα των σχεδίων και η αρμόδια αρχή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη βελτίωσή τους.

Άρθρο 22

Εμπιστευτική αναφορά ανησυχιών που σχετίζονται με την ασφάλεια

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρμόδια αρχή θεσπίζει μηχανισμούς:

α)

για την εμπιστευτική αναφορά ανησυχιών που σχετίζονται με την ασφάλεια και το περιβάλλον, όσον αφορά υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου από κάθε πηγή, και

β)

για τη διερεύνηση τέτοιων αναφορών, διατηρώντας παράλληλα την ανωνυμία των ατόμων που υποβάλλουν τέτοια αναφορά.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες να κοινοποιούν στους υπαλλήλους τους και στους οικείους εργολάβους που σχετίζονται με την εργασία και τους υπαλλήλους τους, λεπτομέρειες των εθνικών ρυθμίσεων για τους μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και να διασφαλίζουν ότι στις σχετικές επαγγελματικές καταρτίσεις και ανακοινώσεις γίνεται μνεία σε ανώνυμες αναφορές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Άρθρο 23

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες παρέχουν στην αρμόδια αρχή, τουλάχιστον, τις πληροφορίες που περιγράφονται στο παράρτημα IX.

2.   Η Επιτροπή καθορίζει μέσω εκτελεστικής πράξης κοινή μορφή αναφοράς δεδομένων και τις λεπτομέρειες των προς ανταλλαγή πληροφοριών. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2.

Άρθρο 24

Διαφάνεια

1.   Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα IX.

2.   Η Επιτροπή καθορίζει μέσω εκτελεστικής πράξης κοινή μορφή δημοσίευσης, η οποία διευκολύνει τη διασυνοριακή σύγκριση των δεδομένων. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 2. Η κοινή μορφή δημοσίευσης επιτρέπει την αξιόπιστη σύγκριση των εθνικών πρακτικών βάσει του παρόντος άρθρου και του άρθρου 25.

Άρθρο 25

Έκθεση για τις επιπτώσεις στην ασφάλεια και το περιβάλλον

1.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ετήσια έκθεση στην Επιτροπή στην οποία περιέχονται οι πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα IX σημείο 3.

2.   Τα κράτη μέλη ορίζουν την αρμόδια αρχή για την ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 23 και για τη δημοσίευση πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 24.

3.   Η Επιτροπή δημοσιεύει ετήσια έκθεση βάσει των πληροφοριών που της παρείχαν με τις εκθέσεις τους τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 26

Διερεύνηση σοβαρού ατυχήματος

1.   Τα κράτη μέλη διερευνούν διεξοδικά κάθε σοβαρό ατύχημα που συμβαίνει στη δικαιοδοσία τους.

2.   Κοινοποιείται στην Επιτροπή σύνοψη των πορισμάτων της διερεύνησης δυνάμει της παραγράφου 1 είτε μετά την ολοκλήρωση της διερεύνησης είτε μετά την ολοκλήρωση των νομικών διαδικασιών, κατά περίπτωση. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν μη εμπιστευτική μορφή των πορισμάτων.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, μετά τη διερεύνηση δυνάμει της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή εφαρμόζει όλες τις συστάσεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο της διερεύνησης και εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Άρθρο 27

Συνεργασία μεταξύ κρατών μελών

1.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή του ανταλλάσσει τακτικά γνώσεις, πληροφορίες και εμπειρίες με άλλες αρμόδιες αρχές, μεταξύ άλλων, μέσω της Ομάδας Αρχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι αρμόδιες για την Υπεράκτια Εκμετάλλευση Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (EUOAG), καθώς και ότι συμμετέχει σε διαβουλεύσεις με θέμα την εφαρμογή του σχετικού εθνικού και ενωσιακού δικαίου με τον κλάδο, τους λοιπούς ενδιαφερομένους και την Επιτροπή.

Για κράτη μέλη χωρίς υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στη δικαιοδοσία τους, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο λαμβάνονται από τα σημεία επαφής που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1.

2.   Οι σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανταλλασσόμενες γνώσεις, πληροφορίες και εμπειρίες αφορούν κατά κύριο λόγο τη λειτουργικότητα των μέτρων διαχείρισης κινδύνου, πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων, επαλήθευσης συμμόρφωσης και αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που σχετίζονται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εντός της Ένωσης, καθώς και εκτός της Ένωσης, όπου απαιτείται.

3.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή του συμμετέχει στον καθορισμό σαφών κοινών προτεραιοτήτων για την κατάρτιση και την επικαιροποίηση προτύπων και κατευθύνσεων προκειμένου να καθοριστεί και να διευκολυνθεί η εφαρμογή και η συνεπής εκτέλεση των βέλτιστων πρακτικών κατά τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

4.   Έως τις 19 Ιουλίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει στα κράτη μέλη έκθεση σχετικά με την επάρκεια των εθνικών πόρων εμπειρογνωμοσύνης για τη συμμόρφωση με τις ρυθμιστικές λειτουργίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας, η οποία, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, περιλαμβάνει προτάσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλα τα κράτη μέλη έχουν πρόσβαση σε κατάλληλους πόρους εμπειρογνωμοσύνης.

5.   Έως τις 19 Ιουλίου 2016, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα εθνικά μέτρα που έχουν θεσπίσει όσον αφορά την πρόσβαση σε γνώση, κεφάλαια και εμπειρογνωμοσύνη, συμπεριλαμβανομένων των τυπικών συμφωνιών δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 6.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΑΝΑΓΚΗΣ

Άρθρο 28

Απαιτήσεις σχετικά με τα εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που πρέπει να καταρτίζονται από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη σύμφωνα με το άρθρο 14 και να υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ζ):

α)

τίθενται χωρίς καθυστέρηση σε εφαρμογή για την αντιμετώπιση σοβαρού ατυχήματος ή κατάστασης που ενέχει άμεσο κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος και

β)

συνάδουν με το εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που αναφέρεται στο άρθρο 29.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης και ο ιδιοκτήτης διατηρούν τον εξοπλισμό και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, προκειμένου ο εν λόγω εξοπλισμός και εμπειρογνωμοσύνη να είναι διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή και να είναι διαθέσιμοι, όποτε είναι αναγκαίο, στις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση του εξωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης του κράτους μέλους όπου εφαρμόζεται το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

3.   Το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης καταρτίζεται σύμφωνα με το παράρτημα I μέρος 10 και επικαιροποιείται μετά από κάθε ουσιαστική αλλαγή στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων ή στις κοινοποιήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 11. Κάθε τέτοια επικαιροποίηση υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και κοινοποιείται στη σχετική αρχή ή τις σχετικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την κατάρτιση των εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης για τη συγκεκριμένη περιοχή.

4.   Το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης εναρμονίζεται με άλλα μέτρα προστασίας και διάσωσης του προσωπικού από την πληγείσα εγκατάσταση, προκειμένου να διασφαλίζονται ευοίωνες προοπτικές ατομικής ασφάλειας και επιβίωσης.

Άρθρο 29

Εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και ετοιμότητα για την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης

1.   Τα κράτη μέλη καταρτίζουν εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που καλύπτουν όλες τις υπεράκτιες εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου ή τις συνδεδεμένες υποδομές και τις περιοχές που ενδέχεται να πληγούν εντός της δικαιοδοσίας τους. Τα κράτη μέλη διευκρινίζουν τον ρόλο και τις οικονομικές υποχρεώσεις των κατόχων άδειας και των φορέων εκμετάλλευσης στα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

2.   Τα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης καταρτίζονται από το κράτος μέλος σε συνεργασία με τους οικείους φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες και, κατά περίπτωση, με τους κατόχους άδειας και την αρμόδια αρχή και λαμβάνουν υπόψη την πλέον επικαιροποιημένη έκδοση των εσωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των υφιστάμενων ή προβλεπόμενων εγκαταστάσεων ή των συνδεδεμένων υποδομών στην περιοχή που καλύπτεται από το εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

3.   Τα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης καταρτίζονται σύμφωνα με το παράρτημα VII και γνωστοποιούνται στην Επιτροπή, σε άλλα κράτη μέλη που ενδέχεται να επηρεαστούν και στο κοινό. Κατά την κοινοποίηση των εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που κοινοποιούνται δεν θέτουν κινδύνους για την ασφάλεια των υπεράκτιων εγκαταστάσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου και τη λειτουργία τους και δεν βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των κρατών μελών ή την ατομική ασφάλεια και ευημερία των υπαλλήλων των κρατών μελών.

4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να επιτύχουν υψηλό επίπεδο συμβατότητας και διαλειτουργικότητας του εξοπλισμού αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και εμπειρογνωμοσύνης μεταξύ όλων των κρατών μελών μιας γεωγραφικής περιοχής και πέραν αυτής, κατά περίπτωση. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τον κλάδο να αναπτύξει εξοπλισμό αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και υπηρεσίες με σύμβαση που είναι συμβατοί και διαλειτουργικοί καθ’ όλη τη γεωγραφική περιοχή.

5.   Τα κράτη μέλη τηρούν αρχεία σχετικά με τον εξοπλισμό και τις υπηρεσίες αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης σύμφωνα με το παράρτημα VIII σημείο 1. Τα εν λόγω αρχεία είναι διαθέσιμα στα άλλα κράτη μέλη που ενδέχεται να επηρεαστούν, στην Επιτροπή και, σε αμοιβαία βάση, σε γειτονικές τρίτες χώρες.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες δοκιμάζουν τακτικά την ετοιμότητά τους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρών ατυχημάτων, σε στενή συνεργασία με τις σχετικές αρχές των κρατών μελών.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, τα σημεία επαφής εκπονούν σχέδια συνεργασίας για έκτακτες ανάγκες. Τα εν λόγω σχέδια εκτιμούνται τακτικά και επικαιροποιούνται κατά περίπτωση.

Άρθρο 30

Αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας εκμετάλλευσης ή, κατά περίπτωση, ο ιδιοκτήτης ειδοποιεί αμελλητί τις σχετικές αρχές σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος ή κατάστασης όπου υπάρχει άμεσος κίνδυνος σοβαρού ατυχήματος. Στην εν λόγω ειδοποίηση περιγράφονται οι συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων, όποτε είναι δυνατόν, της προέλευσης, των πιθανών επιπτώσεων στο περιβάλλον και των πιθανών σοβαρών συνεπειών.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος, ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή της κλιμάκωσής του και τον μετριασμό των επιπτώσεών του. Οι σχετικές αρχές των κρατών μελών μπορούν να συνδράμουν τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη, μεταξύ άλλων με την παροχή πρόσθετων πόρων.

3.   Κατά τη διάρκεια της αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης, το κράτος μέλος συλλέγει τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διεξοδική διερεύνηση του ατυχήματος σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Άρθρο 31

Διασυνοριακή ετοιμότητα και αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των κρατών μελών στη δικαιοδοσία των οποίων πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου

1.   Σε περίπτωση που κράτος μέλος εκτιμά ότι ένας μεγάλος κίνδυνος που σχετίζεται με υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου που πρόκειται να διεξαχθούν στη δικαιοδοσία του, ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον άλλου κράτους μέλους, διαβιβάζει, πριν από την έναρξη των εργασιών, τις σχετικές πληροφορίες στο κράτος μέλος που ενδέχεται να επηρεαστεί και επιχειρεί, από κοινού με το εν λόγω κράτος μέλος, να λάβει μέτρα για την αποτροπή ζημίας.

Τα κράτη μέλη που θεωρούν ότι ενδεχομένως θα επηρεαστούν μπορούν να ζητήσουν από το κράτος μέλος στη δικαιοδοσία του οποίου θα διεξαχθεί η υπεράκτια εργασία πετρελαίου και φυσικού αερίου να τους διαβιβάσει όλες τις σχετικές πληροφορίες. Τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούν να εκτιμούν από κοινού την αποτελεσματικότητα των μέτρων, με την επιφύλαξη της ευθύνης σχετικά με τις ρυθμιστικές λειτουργίες της αρμόδιας αρχής με δικαιοδοσία για την οικεία εργασία δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ).

2.   Οι σοβαροί κίνδυνοι που διαπιστώνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 λαμβάνονται υπόψη στα εσωτερικά και εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, προκειμένου να διευκολύνεται η από κοινού αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρού ατυχήματος.

3.   Όπου υπάρχει κίνδυνος ορατών διασυνοριακών επιπτώσεων σε τρίτες χώρες από σοβαρά ατυχήματα, τα κράτη μέλη παρέχουν πληροφορίες, σε αμοιβαία βάση, στις τρίτες χώρες.

4.   Τα κράτη μέλη συντονίζουν μεταξύ τους μέτρα που αφορούν περιοχές εκτός της Ένωσης, προκειμένου να αποτρέψουν πιθανές αρνητικές επιπτώσεις από υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου.

5.   Τα κράτη μέλη ελέγχουν τακτικά την ετοιμότητά τους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση ατυχημάτων σε συνεργασία με τα κράτη μέλη που ενδέχεται να επηρεαστούν, τους σχετικούς οργανισμούς της Ένωσης και, σε αμοιβαία βάση, με τρίτες χώρες που ενδέχεται να επηρεαστούν. Η Επιτροπή δύναται να συμβάλλει στη διενέργεια ασκήσεων που επικεντρώνονται στη δοκιμή διασυνοριακών μηχανισμών αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

6.   Σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος ή επικείμενης απειλής σοβαρού ατυχήματος που έχει ή μπορεί να έχει διασυνοριακές επιπτώσεις, το κράτος μέλος στη δικαιοδοσία του οποίου λαμβάνει χώρα το γεγονός, ειδοποιεί αμελλητί την Επιτροπή και εκείνα τα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες που ενδεχομένως θα επηρεαστούν από το σοβαρό ατύχημα και παρέχει συνεχώς χρήσιμες πληροφορίες για αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

Άρθρο 32

Διασυνοριακή ετοιμότητα και αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης των κρατών μελών στη δικαιοδοσία των οποίων δεν πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου

1.   Τα κράτη μέλη στη δικαιοδοσία των οποίων δεν πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου ορίζουν σημείο επαφής για την ανταλλαγή πληροφοριών με σχετικά παρακείμενα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη στη δικαιοδοσία των οποίων δεν πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου εφαρμόζουν το άρθρο 29 παράγραφοι 4 και 7, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι διαθέτουν επαρκείς υποδομές αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης σε περίπτωση που υφίστανται τις συνέπειες σοβαρού ατυχήματος.

3.   Τα κράτη μέλη στη δικαιοδοσία των οποίων δεν πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου συντονίζουν τα εθνικά τους σχέδια αντιμετώπισης σοβαρού ατυχήματος στο θαλάσσιο περιβάλλον με άλλα σχετικά κράτη μέλη, στον βαθμό που απαιτείται, προκειμένου να διασφαλίζεται η πλέον αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρού ατυχήματος.

4.   Σε περίπτωση που κράτος μέλος στη δικαιοδοσία του οποίου δεν πραγματοποιούνται υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου πληγεί από σοβαρό ατύχημα:

α)

λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά σχέδια αντιμετώπισης σοβαρού ατυχήματος που αναφέρονται στην παράγραφο 3,

β)

διασφαλίζει ότι οποιεσδήποτε πληροφορίες έχει στη κατοχή του και είναι διαθέσιμες στη δικαιοδοσία του και οι οποίες μπορεί να είναι χρήσιμες για την πλήρη διερεύνηση του σοβαρού ατυχήματος παρέχονται στο κράτος μέλος που διεξάγει την έρευνα ή τίθενται, κατόπιν αιτήματος, στη διάθεσή του, σύμφωνα με το άρθρο 26.

Άρθρο 33

Συντονισμένη προσέγγιση της ασφάλειας των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου σε διεθνές επίπεδο

1.   Η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη και με την επιφύλαξη των σχετικών διεθνών συμφωνιών, προάγει τη συνεργασία με τρίτες χώρες που αναλαμβάνουν υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ίδιες θαλάσσιες περιοχές με κράτη μέλη.

2.   Η Επιτροπή διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών που εκτελούν υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου και των παρακείμενων τρίτων χωρών που εκτελούν παρόμοιες εργασίες, προκειμένου να προάγονται μέτρα πρόληψης και περιφερειακά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

3.   Η Επιτροπή προάγει υψηλά πρότυπα ασφαλείας για τις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου σε διεθνές επίπεδο στα σχετικά διεθνή και περιφερειακά φόρουμ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα ύδατα της Αρκτικής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 34

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη ορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή έως τις 19 Ιουλίου 2015 και την ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση για κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

Άρθρο 35

Εξουσιοδότηση της Επιτροπής

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 36, με στόχο την προσαρμογή των παραρτημάτων I, ΙΙ, VI και VII ώστε να περιλαμβάνουν πρόσθετες πληροφορίες που μπορεί να καταστούν απαραίτητες λόγω της τεχνικής προόδου. Αυτές οι προσαρμογές δεν οδηγούν σε ουσιαστικές αλλαγές των υποχρεώσεων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 36

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 35 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 18 Ιουλίου 2013. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο τέσσερις μήνες πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 35 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που ορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

4.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 35 αρχίζει να ισχύει μόνο εφόσον δεν έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός περιόδου δύο μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 37

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 38

Τροποποίηση της οδηγίας 2004/35/ΕΚ

1.   Στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/35/ΕΚ, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

“Ζημία των υδάτων”, ήτοι οποιαδήποτε ζημία επηρεάζει δυσμενώς σε σημαντικό βαθμό:

i)

την οικολογική, χημική ή ποσοτική κατάσταση ή το οικολογικό δυναμικό, όπως ορίζει η οδηγία 2000/60/ΕΚ, των συγκεκριμένων υδάτων, εξαιρουμένων των δυσμενών επιπτώσεων στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφος 7 της εν λόγω οδηγίας, ή

ii)

την περιβαλλοντική κατάσταση των συγκεκριμένων θαλάσσιων υδάτων, όπως ορίζει η οδηγία 2008/56/ΕΚ, στον βαθμό που συγκεκριμένες πτυχές της περιβαλλοντικής κατάστασης του θαλάσσιου περιβάλλοντος δεν καλύπτονται ήδη από την οδηγία 2000/60/ΕΚ,».

2.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ώστε να συμμορφωθούν με την παράγραφο 1 έως τις 19 Ιουλίου 2015. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Άρθρο 39

Εκθέσεις προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο

1.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα χρηματοοικονομικής ασφάλειας και σχετικά με την αντιμετώπιση των αξιώσεων αποζημίωσης, κατά περίπτωση, η οποία συνοδεύεται από προτάσεις.

2.   Η Επιτροπή, έως τις 19 Ιουλίου 2015, διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εκτίμησή της της αποτελεσματικότητας των καθεστώτων ευθύνης στην Ένωση όσον αφορά ζημίες που προκαλούνται από υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει εκτίμηση της σκοπιμότητας διεύρυνσης των διατάξεων περί ευθύνης. Η έκθεση συνοδεύεται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από προτάσεις.

3.   Η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον είναι σκόπιμο να ενταχθεί συγκεκριμένη συμπεριφορά που οδηγεί σε σοβαρό ατύχημα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου (23). Η Επιτροπή υποβάλλει έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 έκθεση με τα πορίσματά της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η οποία συνοδεύεται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από νομοθετικές προτάσεις, με την επιφύλαξη της διάθεσης κατάλληλων πληροφοριών από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 40

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Το αργότερο έως τις 19 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή εκτιμά την εμπειρία της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις προσπάθειες και τις εμπειρίες των αρμόδιων αρχών.

2.   Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με το αποτέλεσμα της εν λόγω εκτίμησης. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει οποιεσδήποτε κατάλληλες προτάσεις για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 41

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία έως τις 19 Ιουλίου 2015.

Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Τα μέτρα αυτά, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από αναφορά σε αυτήν κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Η μέθοδος υποβολής της εν λόγω αναφοράς καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα κείμενα των κύριων μέτρων εθνικού δικαίου τα οποία θεσπίζουν στον τομέα της παρούσας οδηγίας.

3.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο και σύμφωνα με την παράγραφο 5, τα κράτη μέλη που έχουν υπεράκτια ύδατα και δεν πραγματοποιούν υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στη δικαιοδοσία τους και τα οποία δεν σκοπεύουν να χορηγήσουν άδειες για τέτοιες εργασίες ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και υποχρεούνται να θέτουν σε ισχύ, έως τις 19 Ιουλίου 2015, μόνο τα μέτρα εκείνα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τα άρθρα 20, 32 και 34. Τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούν να μη χορηγήσουν άδειες για τέτοιες εργασίες έως ότου μεταφέρουν και εφαρμόσουν τις εναπομένουσες διατάξεις της παρούσας οδηγίας και ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά.

4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο και σύμφωνα με την παράγραφο 5, τα περίκλειστα κράτη μέλη υποχρεούνται να θέτουν σε ισχύ, έως τις 19 Ιουλίου 2015, μόνο εκείνα τα μέτρα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το άρθρο 20.

5.   Εάν στις 18 Ιουλίου 2013 καμία επιχείρηση που εκτελεί εργασίες που καλύπτονται από το άρθρο 20 δεν είναι καταχωρισμένη σε κράτος μέλος το οποίο αφορά η παράγραφος 3 ή 4, το εν λόγω κράτος μέλος υποχρεούται να θέσει σε ισχύ εκείνα τα μέτρα που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το άρθρο 20 μόνο κατόπιν 12 μηνών μετά από μεταγενέστερη καταχώριση τέτοιας εταιρείας στο εν λόγω κράτος μέλος ή έως τις 19 Ιουλίου 2015, οποιαδήποτε ημερομηνία είναι αργότερη.

Άρθρο 42

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Όσον αφορά ιδιοκτήτες, φορείς εκμετάλλευσης προγραμματισμένων εγκαταστάσεων παραγωγής και φορείς εκμετάλλευσης που προγραμματίζουν ή εκτελούν εργασίες γεώτρησης, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 41 έως τις 19 Ιουλίου 2016.

2.   Όσον αφορά τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 41 από την ημέρα της προγραμματισμένης κανονιστικής αναθεώρησης των εγγράφων εκτίμησης κινδύνου και το αργότερο έως τις 19 Ιουλίου 2018.

Άρθρο 43

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 44

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 12 Ιουνίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. CREIGHTON


(1)  ΕΕ C 143 της 22.5.2012, σ. 125.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 2013.

(3)  ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19.

(4)  ΕΕ L 164 της 30.6.1994, σ. 3.

(5)  ΕΕ L 143 της 30.4.2004, σ. 56.

(6)  ΕΕ L 124 της 17.5.2005, σ. 4.

(7)  ΕΕ L 197 της 21.7.2001, σ. 30.

(8)  ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 17.

(9)  ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 1.

(10)  ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 1.

(11)  ΕΕ L 348 της 28.11.1992, σ. 9.

(12)  ΕΕ L 183 της 29.6.1989, σ. 1.

(13)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(14)  Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Ιανουαρίου 2012, για τη σύσταση Ομάδας Αρχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι αρμόδιες για την Υπεράκτια Εκμετάλλευση Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου (ΕΕ C 18 της 21.1.2012, σ. 8).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για την ασφάλεια στη θάλασσα (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1).

(16)  ΕΕ L 314 της 1.12.2007, σ. 9.

(17)  Απόφαση 2013/5/ΕΕ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2012, για την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πρωτόκολλο για την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση που προκαλείται από την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού και του υπεδάφους του (ΕΕ L 4 της 9.1.2013, σ. 13).

(18)  ΕΕ L 240 της 19.9.1977, σ. 1.

(19)  Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες (ΕΕ L 41 της 14.2.2003, σ. 26).

(20)  Οδηγία 2010/75/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, περί βιομηχανικών εκπομπών (ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης) (ΕΕ L 334 της 17.12.2010, σ. 17).

(21)  ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7.

(22)  ΕΕ L 20 της 26.1.2010, σ. 7.

(23)  ΕΕ L 328 της 6.12.2008, σ. 28.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα έγγραφα που υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 11

1.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Ή ΜΕΤΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Η κοινοποίηση μελέτης και η μετεγκατάσταση για παραγωγική εγκατάσταση που πρέπει να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και ι) αντίστοιχα, περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις κατωτέρω πληροφορίες:

1)

όνομα και διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης της εγκατάστασης,

2)

περιγραφή της διαδικασίας μελέτης όσον αφορά τις εργασίες και τα συστήματα παραγωγής, από την αρχική ιδέα έως την υποβληθείσα μελέτη νέας εγκατάστασης ή την επιλογή υφιστάμενης εγκατάστασης, των σχετικών προτύπων που χρησιμοποιήθηκαν και των βασικών αρχών σχεδιασμού που περιλήφθηκαν στη διαδικασία,

3)

περιγραφή της επιλεγείσας βασικής ιδέας της μελέτης σε συνάρτηση με τα σενάρια περί μεγάλων κινδύνων για τη συγκεκριμένη εγκατάσταση και την τοποθεσία της, καθώς και βασικά στοιχεία για τον έλεγχο των κινδύνων,

4)

στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η βασική ιδέα συμβάλλει στη μείωση της πιθανότητας μεγάλων κινδύνων σε αποδεκτό επίπεδο,

5)

περιγραφή της εγκατάστασης και των συνθηκών που επικρατούν στην προβλεπόμενη τοποθεσία της,

6)

περιγραφή κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών, καθώς και μέτρα για τον εντοπισμό κινδύνων λόγω επισφαλών στοιχείων στον θαλάσσιο πυθμένα και τη θάλασσα, όπως αγωγοί και αγκυροβόλια παρακείμενων εγκαταστάσεων,

7)

περιγραφή των τύπων των προς εκτέλεση εργασιών που ενέχουν μεγάλους κινδύνους,

8)

γενική περιγραφή του συστήματος διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος με το οποίο πρέπει να διατηρείται η αποτελεσματικότητα των προβλεπόμενων μέτρων ελέγχου της πιθανότητας σοβαρού ατυχήματος,

9)

περιγραφή των ανεξάρτητων μηχανισμών επαλήθευσης και αρχικό κατάλογο των κρίσιμων στοιχείων για την ασφάλεια και το περιβάλλον και της απαιτούμενης απόδοσής τους,

10)

όταν υφιστάμενη παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να μεταφερθεί σε νέα τοποθεσία για την εκτέλεση διαφορετικής παραγωγικής εργασίας, τεκμηρίωση της καταλληλότητας της εγκατάστασης για την προτεινόμενη παραγωγική εργασία,

11)

όταν μη παραγωγική εγκατάσταση πρόκειται να μετατραπεί σε παραγωγική, τεκμηρίωση της καταλληλότητας της εγκατάστασης για την εν λόγω μετατροπή.

2.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΚΘΕΣΗ ΠΕΡΙ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Οι εκθέσεις περί μεγάλων κινδύνων όσον αφορά παραγωγικές εγκαταστάσεις που πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 και να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις κατωτέρω πληροφορίες:

1)

περιγραφή της συνεκτίμησης της απάντησης της αρμόδιας αρχής στην κοινοποίηση μελέτης,

2)

το όνομα και τη διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης της εγκατάστασης,

3)

συνοπτική παρουσίαση της ενδεχόμενης συμμετοχής των εργαζομένων στην κατάρτιση της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων,

4)

περιγραφή της εγκατάστασης και κάθε σύνδεσης με άλλες εγκαταστάσεις ή συνδεδεμένες υποδομές, περιλαμβανομένων των γεωτρήσεων,

5)

στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι έχουν εντοπισθεί όλοι οι μεγάλοι κίνδυνοι, έχει εκτιμηθεί η πιθανότητά τους και οι συνέπειές τους, συμπεριλαμβανομένου κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών και ότι τα μέτρα ελέγχου αυτών, περιλαμβανομένων των κρίσιμων στοιχείων για την ασφάλεια και το περιβάλλον, είναι κατάλληλα για τη μείωση κινδύνων σοβαρού ατυχήματος σε αποδεκτό επίπεδο· στην τεκμηρίωση αυτή περιλαμβάνεται εκτίμηση της αποτελεσματικότητας όσον αφορά την αντιμετώπιση πετρελαιοκηλίδας,

6)

περιγραφή των τύπων των προς εκτέλεση εργασιών που ενέχουν μεγάλους κινδύνους, καθώς και τον μέγιστο αριθμό προσώπων που μπορούν να βρίσκονται στην εγκατάσταση ανά πάσα στιγμή,

7)

περιγραφή του εξοπλισμού και των ρυθμίσεων για τη διασφάλιση του ελέγχου της γεώτρησης, της ασφάλειας των διαδικασιών, του περιορισμού των επικίνδυνων ουσιών, της πρόληψης πυρκαγιάς και έκρηξης, της προστασίας των εργαζομένων από επικίνδυνες ουσίες και της προστασίας του περιβάλλοντος από αρχόμενο σοβαρό ατύχημα,

8)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την προστασία των προσώπων που βρίσκονται στην εγκατάσταση από μεγάλους κινδύνους και για τη διασφάλιση της ασφαλούς διαφυγής, εκκένωσης και διάσωσής τους, καθώς και περιγραφή των ρυθμίσεων σχετικά με τους μηχανισμούς για τη συνέχιση της λειτουργίας των συστημάτων ελέγχου και την πρόληψη ζημιών στην εγκατάσταση και το περιβάλλον σε περίπτωση εκκένωσης του συνόλου του προσωπικού,

9)

σχετικούς κώδικες, πρότυπα και κατευθύνσεις που χρησιμοποιούνται κατά την κατασκευή και θέση σε λειτουργία της εγκατάστασης,

10)

πληροφορίες σχετικά με το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος του φορέα εκμετάλλευσης το οποίο αφορά την παραγωγική εγκατάσταση,

11)

εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και επαρκή περιγραφή του,

12)

περιγραφή του μηχανισμού ανεξάρτητης επαλήθευσης,

13)

κάθε άλλη συναφή λεπτομέρεια, για παράδειγμα όταν δύο ή περισσότερες εγκαταστάσεις λειτουργούν συνδυασμένα, κατά τρόπο που επηρεάζει την πιθανότητα μεγάλου κινδύνου σε οποιαδήποτε ή σε όλες τις εγκαταστάσεις,

14)

πληροφορίες που αφορούν άλλες απαιτήσεις στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας οι οποίες αποκτώνται στο πλαίσιο των απαιτήσεων για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων δυνάμει της οδηγίας 92/91/ΕΟΚ,

15)

όσον αφορά τις εργασίες που πρόκειται να εκτελεστούν από την εγκατάσταση, κάθε πληροφορία που αφορά την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που προκαλούν εκτεταμένες ή σοβαρές ζημιές στο περιβάλλον, σχετίζεται με άλλες απαιτήσεις στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας και αποκτάται σύμφωνα με την οδηγία 2011/92/ΕΕ,

16)

εκτίμηση των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων που έχουν εντοπιστεί και προκύπτουν από την αδυναμία συγκράτησης των ρύπων λόγω σοβαρού ατυχήματος και περιγραφή των τεχνικών και μη τεχνικών μέτρων που προβλέπονται για την πρόληψη, τη μείωση ή την αντιστάθμιση τους, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης.

3.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΚΘΕΣΗ ΠΕΡΙ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΜΗ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Οι εκθέσεις περί μεγάλων κινδύνων όσον αφορά μη παραγωγικές εγκαταστάσεις που πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 13 και να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις κατωτέρω πληροφορίες:

1)

το όνομα και τη διεύθυνση του ιδιοκτήτη,

2)

συνοπτική παρουσίαση της ενδεχόμενης συμμετοχής των εργαζομένων στην κατάρτιση της έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων,

3)

περιγραφή της εγκατάστασης και, στην περίπτωση κινητής εγκατάστασης, περιγραφή των μέσων μετακίνησής της από μια τοποθεσία σε άλλη και το σύστημα σταθεροποίησής της,

4)

περιγραφή των τύπων των εργασιών που ενέχουν μεγάλους κινδύνους και που είναι σε θέση να εκτελεί η εγκατάσταση, καθώς και τον μέγιστο αριθμό προσώπων που μπορούν να βρίσκονται στην εγκατάσταση ανά πάσα στιγμή,

5)

στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι έχουν εντοπισθεί όλοι οι μεγάλοι κίνδυνοι, ότι έχει εκτιμηθεί η πιθανότητα τους και οι συνέπειές τους, συμπεριλαμβανομένου κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών, και ότι τα μέτρα ελέγχου αυτών, περιλαμβανομένων των κρίσιμων στοιχείων για την ασφάλεια και το περιβάλλον, είναι κατάλληλα για τη μείωση κινδύνων ενός σοβαρού ατυχήματος σε αποδεκτό επίπεδο· στην τεκμηρίωση αυτήν περιλαμβάνεται εκτίμηση της αποτελεσματικότητας όσον αφορά την αντιμετώπιση πετρελαιοκηλίδας,

6)

περιγραφή της μονάδας και των ρυθμίσεων για τη διασφάλιση του ελέγχου της γεώτρησης, της ασφάλειας των διαδικασιών, του περιορισμού των επικίνδυνων ουσιών, της πρόληψης πυρκαγιάς και έκρηξης, της προστασίας των εργαζομένων από επικίνδυνες ουσίες και της προστασίας του περιβάλλοντος από αρχόμενο σοβαρό ατύχημα,

7)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την προστασία των προσώπων που βρίσκονται στην εγκατάσταση από μεγάλους κινδύνους και τη διασφάλισης της ασφαλούς διαφυγής, εκκένωσης και διάσωσής τους, καθώς και των ρυθμίσεων σχετικά με τους μηχανισμούς για τη συνέχιση της λειτουργίας των συστημάτων ελέγχου και την πρόληψη ζημιών στην εγκατάσταση και το περιβάλλον σε περίπτωση εκκένωσης του συνόλου του προσωπικού,

8)

σχετικούς κώδικες, πρότυπα και κατευθύνσεις που χρησιμοποιούνται κατά την κατασκευή και θέση σε λειτουργία της εγκατάστασης,

9)

αποδεικτικά στοιχεία ότι έχουν εντοπιστεί όλοι οι μεγάλοι κίνδυνοι όσον αφορά όλες τις εργασίες που είναι σε θέση να εκτελεί η εγκατάσταση και ότι οι κίνδυνοι σοβαρού ατυχήματος έχουν μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο,

10)

περιγραφή κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών, καθώς και των ρυθμίσεων για τον εντοπισμό κινδύνων λόγω επισφαλών στοιχείων στον θαλάσσιο πυθμένα και τη θάλασσα, όπως αγωγοί και αγκυροβόλια παρακείμενων εγκαταστάσεων,

11)

πληροφορίες σχετικά με το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος, οι οποίες αφορούν τη μη παραγωγική εγκατάσταση,

12)

εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης ή επαρκή περιγραφή του,

13)

περιγραφή του μηχανισμού ανεξάρτητης επαλήθευσης,

14)

κάθε άλλη συναφή λεπτομέρεια, για παράδειγμα όταν δύο ή περισσότερες εγκαταστάσεις λειτουργούν συνδυασμένα, κατά τρόπο που επηρεάζει την πιθανότητα επέλευσης μεγάλου κινδύνου σε οποιαδήποτε ή σε όλες τις εγκαταστάσεις,

15)

όσον αφορά εργασίες που πρόκειται να εκτελεστούν από την εγκατάσταση, κάθε πληροφορία που αποκτάται σύμφωνα με την οδηγία 2011/92/ΕΕ σχετικά με την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που προκαλούν εκτεταμένες ή σοβαρές ζημιές στο περιβάλλον, που σχετίζονται με άλλες απαιτήσεις στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας,

16)

εκτίμηση των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προκύπτουν από την αδυναμία συγκράτησης των ρύπων λόγω σοβαρού ατυχήματος και περιγραφή των τεχνικών και μη τεχνικών μέτρων που προβλέπονται για την πρόληψη, τη μείωση ή την αντιστάθμιση τους, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης.

4.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΕΩΤΡΗΣΗΣ

Κοινοποιήσεις εργασιών γεώτρησης που πρέπει να καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 15 και να υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο η) περιλαμβάνει τουλάχιστον τις κατωτέρω πληροφορίες:

1)

το όνομα και τη διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης της γεώτρησης,

2)

την ονομασία της εγκατάστασης που θα χρησιμοποιηθεί και το όνομα και τη διεύθυνση του ιδιοκτήτη ή, σε περίπτωση παραγωγικής εγκατάστασης, του εργολάβου που αναλαμβάνει δραστηριότητες γεώτρησης,

3)

λεπτομέρειες που προσδιορίζουν τη γεώτρηση και κάθε σύνδεσή της με εγκαταστάσεις και συνδεδεμένες υποδομές,

4)

πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα εργασιών της γεώτρησης, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου λειτουργίας της, λεπτομέρειες και επαλήθευση των φραγμών κατά της απώλειας ελέγχου γεώτρησης (εξοπλισμός, ρευστά γεώτρησης και τσιμέντο κ.λπ.), τον έλεγχο της κατεύθυνσης της διαδρομής της γεώτρησης, καθώς και τους περιορισμούς της ασφάλειας των εργασιών σε συνάρτηση με τη διαχείριση κινδύνου,

5)

σε περίπτωση υφιστάμενης γεώτρησης, πληροφορίες για το ιστορικό και την κατάστασή της,

6)

κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τον εξοπλισμό ασφαλείας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί αλλά δεν περιγράφεται στην υπάρχουσα έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για την εγκατάσταση,

7)

εκτίμηση κινδύνου η οποία περιλαμβάνει περιγραφή:

α)

των ιδιαίτερων κινδύνων που σχετίζονται με τις εργασίες γεώτρησης, συμπεριλαμβανομένου κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών,

β)

των κινδύνων του υπεδάφους,

γ)

κάθε επιφανειακής ή υποθαλάσσιας εργασίας που ενέχει πιθανότητα επέλευσης ταυτόχρονων μεγάλων κινδύνων,

δ)

των κατάλληλων μέτρων ελέγχου,

8)

περιγραφή της διαμόρφωσης της γεώτρησης κατά το πέρας των εργασιών, δηλαδή μόνιμη ή προσωρινή εγκατάλειψη· και εάν ο εξοπλισμός παραγωγής έχει τοποθετηθεί εντός της γεώτρησης προς μελλοντική χρήση,

9)

σε περίπτωση τροποποίησης ήδη υποβληθείσας κοινοποίησης εργασιών γεώτρησης, επαρκείς λεπτομέρειες για την πλήρη επικαιροποίηση της κοινοποίησης,

10)

σε περίπτωση γεώτρησης που πρόκειται να κατασκευαστεί, να τροποποιηθεί ή να συντηρηθεί μέσω μη παραγωγικής εγκατάστασης, παρέχονται οι κατωτέρω πρόσθετες πληροφορίες:

α)

περιγραφή κάθε περιβαλλοντικού, μετεωρολογικού και οφειλόμενου στον θαλάσσιο πυθμένα περιορισμού της ασφάλειας των εργασιών, καθώς και ρυθμίσεις εντοπισμού κινδύνων λόγω επισφαλών στοιχείων στον θαλάσσιο πυθμένα και τη θάλασσα, όπως αγωγοί και αγκυροβόλια παρακείμενων εγκαταστάσεων,

β)

περιγραφή των περιβαλλοντικών συνθηκών που έχουν συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο του εσωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης της εγκατάστασης,

γ)

περιγραφή των ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση σε περιπτώσεις περιβαλλοντικών περιστατικών οι οποίες δεν περιγράφονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, και

δ)

περιγραφή της μεθόδου συντονισμού των συστημάτων διαχείρισης του φορέα εκμετάλλευσης της γεώτρησης και του ιδιοκτήτη, προκειμένου να διασφαλίζεται ο αποτελεσματικός έλεγχος των μεγάλων κινδύνων ανά πάσα στιγμή,

11)

έκθεση με τα πορίσματα της ανεξάρτητης εξέτασης της γεώτρησης, συμπεριλαμβανομένης δήλωσης του φορέα εκμετάλλευσης της γεώτρησης, μετά την εξέταση της έκθεσης και των πορισμάτων από την ανεξάρτητη εξέταση της γεώτρησης από τον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης, η οποία αναφέρει ότι η διαχείριση κινδύνου όσον αφορά τον σχεδιασμό της γεώτρησης και τα μέσα αποτροπής της απώλειας ελέγχου είναι κατάλληλα για το σύνολο των προβλεπόμενων συνθηκών και περιστάσεων,

12)

τις πληροφορίες που είναι συναφείς με την παρούσα οδηγία και λαμβάνονται στο πλαίσιο των απαιτήσεων για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων δυνάμει της οδηγίας 92/91/ΕΟΚ,

13)

όσον αφορά τις εργασίες γεώτρησης που πρόκειται να εκτελεσθούν, κάθε πληροφορία για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων που μπορούν να προκαλέσουν εκτεταμένες ή σοβαρές ζημιές στο περιβάλλον, συναφή με άλλες απαιτήσεις στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, η οποία αποκτάται δυνάμει της οδηγίας 2011/92/ΕΕ.

5.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗΣ

Οι περιγραφές που πρέπει να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) σχετικά με μηχανισμούς ανεξάρτητης επαλήθευσης που πρέπει να καταρτίζονται δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 1 περιλαμβάνουν:

α)

δήλωση του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη μετά από εξέταση της έκθεσης του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης που πιστοποιεί ότι τα κρίσιμα στοιχεία ασφάλειας και το σύστημα συντήρησής τους, όπως ορίζονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων, είναι ή θα είναι κατάλληλα,

β)

περιγραφή του μηχανισμού επαλήθευσης, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής ανεξάρτητων φορέων επαλήθευσης, και των μέσων που χρησιμοποιούνται για να επαληθεύεται ότι τα κρίσιμα στοιχεία ασφαλείας και περιβάλλοντος και κάθε συγκεκριμένη μονάδα που υπάγεται στον μηχανισμό διατηρούνται σε καλή κατάσταση,

γ)

περιγραφή των μέσων επαλήθευσης που αναφέρονται στο στοιχείο β) που περιλαμβάνει λεπτομέρειες όσον αφορά τις αρχές που θα εφαρμόζονται για την άσκηση των λειτουργιών στο πλαίσιο του μηχανισμού και για τη διαρκή επανεξέταση του μηχανισμού καθ’ όλο τον κύκλο ζωής της εγκατάστασης, μεταξύ των οποίων:

i)

την εξέταση και τον έλεγχο των κρίσιμων στοιχείων ασφάλειας και περιβάλλοντος από ανεξάρτητους και έμπειρους φορείς επαλήθευσης,

ii)

επαλήθευση του σχεδιασμού, των προτύπων, της πιστοποίησης ή άλλου συστήματος συμμόρφωσης των κρίσιμων στοιχείων ασφάλειας και περιβάλλοντος,

iii)

επιθεώρηση των εν εξελίξει εργασιών,

iv)

υποβολή αναφοράς για κάθε περίπτωση μη συμμόρφωσης,

v)

λήψη διορθωτικών μέτρων από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη.

6.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Όταν πρόκειται να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές σε εγκατάσταση όπως αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 5 και στο άρθρο 13 παράγραφος 4, η τροποποιημένη έκθεση περί μεγάλων κινδύνων όπου ενσωματώνονται οι ουσιαστικές αλλαγές που πρέπει να υποβάλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο στ) περιλαμβάνει τουλάχιστον τα κατωτέρω:

1)

το όνομα και τη διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη,

2)

συνοπτική παρουσίαση της ενδεχόμενης συμμετοχής των εργαζομένων στην κατάρτιση της αναθεωρημένης έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων,

3)

επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να καταστεί δυνατή η πλήρης επικαιροποίηση της προηγούμενης έκθεσης περί μεγάλων κινδύνων και του σχετικού εσωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης της εγκατάστασης και να αποδειχθεί ότι η πιθανότητα μεγάλων κινδύνων έχει μειωθεί σε αποδεκτό επίπεδο,

4)

σε περίπτωση παύσης της χρήσης σταθερής παραγωγικής εγκατάστασης:

α)

τα μέσα για την απομόνωση όλων των επικίνδυνων ουσιών και, όταν πρόκειται για γεωτρήσεις συνδεδεμένες με την εγκατάσταση, για τη μόνιμη σφράγιση των γεωτρήσεων από την εγκατάσταση και το περιβάλλον,

β)

περιγραφή της πιθανότητας μεγάλων κινδύνων που σχετίζονται με τον παροπλισμό της εγκατάστασης για τους εργαζομένους και το περιβάλλον, του συνολικού εκτιθέμενου πληθυσμού και των μέτρων ελέγχου της επικινδυνότητας,

γ)

τους μηχανισμούς αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης για τη διασφάλιση της ασφαλούς εκκένωσης και διάσωσης του προσωπικού και τη διατήρηση σε λειτουργία των συστημάτων ελέγχου με στόχο την πρόληψη σοβαρού περιβαλλοντικού ατυχήματος.

7.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Η κοινοποίηση συνδυασμένων εργασιών που πρέπει να καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 16 και να υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο θ) περιλαμβάνει τουλάχιστον τις κατωτέρω πληροφορίες:

1)

το όνομα και τη διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης που υποβάλλει την κοινοποίηση,

2)

σε περίπτωση που στις συνδυασμένες εργασίες εμπλέκονται και άλλοι φορείς εκμετάλλευσης ή ιδιοκτήτες, τα ονόματα και τις διευθύνσεις τους, συμπεριλαμβανομένης της επιβεβαίωσης ότι συμφωνούν με το περιεχόμενο της κοινοποίησης,

3)

περιγραφή, με τη μορφή ενδιάμεσου εγγράφου εγκεκριμένου από όλα τα μέρη που υποβάλλουν το έγγραφο, του τρόπου συντονισμού των συστημάτων διαχείρισης των εγκαταστάσεων που συμμετέχουν στις συνδυασμένες εργασίες με σκοπό τη μείωση του κινδύνου σοβαρού ατυχήματος σε αποδεκτό επίπεδο,

4)

περιγραφή κάθε εξοπλισμού που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο των συνδυασμένων εργασιών αλλά δεν περιγράφεται στην τρέχουσα έκθεση περί μεγάλων κινδύνων για οποιαδήποτε από τις εγκαταστάσεις που συμμετέχουν στις συνδυασμένες εργασίες,

5)

σύνοψη της εκτίμησης κινδύνου που διενεργείται από όλους τους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες που συμμετέχουν στις συνδυασμένες εργασίες, η οποία περιλαμβάνει:

α)

περιγραφή κάθε εργασίας στο πλαίσιο των συνδυασμένων εργασιών η οποία ενδέχεται να ενέχει κινδύνους που είναι δυνατόν να προκαλέσουν σοβαρό ατύχημα στην εγκατάσταση ή σε σχέση με αυτήν,

β)

περιγραφή κάθε μέτρου ελέγχου των κινδύνων που λαμβάνεται ως αποτέλεσμα της εκτίμησης κινδύνου,

6)

περιγραφή των συνδυασμένων εργασιών και πρόγραμμα εργασιών.

8.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΣΟΒΑΡΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ

Η εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων που πρέπει να καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1 και να υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:

1)

την ευθύνη, σε επίπεδο εταιρικού διοικητικού συμβουλίου, για τη διασφάλιση, σε συνεχή βάση, ότι η εταιρική πολιτική πρόληψης σοβαρών ατυχημάτων είναι κατάλληλη, εφαρμόζεται και λειτουργεί με τον κατάλληλο τρόπο,

2)

μέτρα για την απόκτηση και διατήρηση ισχυρής αντίληψης περί ασφάλειας που αυξάνει τις πιθανότητες συνεχούς ασφαλούς λειτουργίας,

3)

την έκταση και την ένταση του ελέγχου των διεργασιών,

4)

μέτρα για την ανταμοιβή και την αναγνώριση επιθυμητών συμπεριφορών,

5)

την αξιολόγηση των δυνατοτήτων και στόχων της εταιρείας,

6)

μέτρα για τη διατήρηση των προτύπων ασφάλειας και περιβάλλοντος ως βασικής εταιρικής αξίας,

7)

επίσημα συστήματα διοίκησης και ελέγχου που περιλαμβάνουν μέλη του διοικητικού συμβουλίου και ανώτερα διοικητικά στελέχη της εταιρείας,

8)

τον τρόπο για την εξασφάλιση επάρκειας σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας της εταιρείας,

9)

σε ποιόν βαθμό τα στοιχεία 1) - 8) εφαρμόζονται στις υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου της εταιρείας που εκτελούνται εκτός της Ένωσης.

9.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος που πρέπει να καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 και να υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο β) περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:

1)

την οργανωτική δομή και τους ατομικούς ρόλους και αρμοδιότητες,

2)

τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των μεγάλων κινδύνων, καθώς και την πιθανότητά τους και τις ενδεχόμενες συνέπειες,

3)

ενσωμάτωση του περιβαλλοντικού αντικτύπου στις εκτιμήσεις κινδύνου σοβαρού ατυχήματος που περιλαμβάνονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων,

4)

τους ελέγχους των μεγάλων κινδύνων κατά τις συνήθεις εργασίες,

5)

τη διαχείριση των αλλαγών,

6)

τον σχεδιασμό και την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

7)

τον περιορισμό της περιβαλλοντικής ζημίας,

8)

την παρακολούθηση των επιδόσεων,

9)

τις ρυθμίσεις περί ελέγχου και επανεξέτασης και

10)

τα μέτρα που ισχύουν για συμμετοχή σε τριμερείς διαβουλεύσεις και τους τρόπους υλοποίησης των επακόλουθων ενεργειών.

10.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΑΝΑΓΚΗΣ

Τα εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που πρέπει να καταρτίζονται δυνάμει του άρθρου 14 και να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:

1)

το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα να ενεργοποιούν διαδικασίες αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης και του προσώπου που διευθύνει το εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

2)

το ονοματεπώνυμο ή την ιδιότητα του προσώπου που λειτουργεί ως σύνδεσμος με την αρχή ή τις αρχές που είναι υπεύθυνες για το εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

3)

περιγραφή όλων των προβλέψιμων συνθηκών ή συμβάντων που ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρό ατύχημα, όπως περιγράφονται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων στην οποία επισυνάπτεται το σχέδιο,

4)

περιγραφή των μέτρων που θα ληφθούν για τον έλεγχο των συνθηκών ή συμβάντων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρό ατύχημα και για τον περιορισμό των επιπτώσεών τους,

5)

περιγραφή του διαθέσιμου εξοπλισμού και των διαθέσιμων πόρων, μεταξύ άλλων για τον περιορισμό ενδεχόμενης πετρελαιοκηλίδας,

6)

ρυθμίσεις για τον περιορισμό των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται τα πρόσωπα που εργάζονται στην εγκατάσταση και το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος ειδοποίησης και των ενεργειών στις οποίες πρέπει να προβούν τα πρόσωπα μετά την ειδοποίησή τους,

7)

σε περίπτωση συνδυασμένων εργασιών, ρυθμίσεις για τον συντονισμό της διαφυγής, της εκκένωσης και της διάσωσης μεταξύ των σχετικών εγκαταστάσεων, με στόχο τη διασφάλιση καλών προοπτικών επιβίωσης των προσώπων που βρίσκονται στις εγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια σοβαρού ατυχήματος,

8)

εκτίμηση της αποτελεσματικότητας αντιμετώπισης πετρελαιοκηλίδας. Μεταξύ των περιβαλλοντικών συνθηκών που πρέπει να συνεκτιμώνται σε αυτήν την ανάλυση αντίδρασης περιλαμβάνονται τα εξής:

i)

ο καιρός, περιλαμβανομένου του ανέμου, της ορατότητας, της βροχόπτωσης και της θερμοκρασίας,

ii)

συνθήκες της θάλασσας, παλίρροιες και ρεύματα,

iii)

παρουσία πάγου και θραυσμάτων,

iv)

ώρες φωτός και

v)

άλλες γνωστές περιβαλλοντικές συνθήκες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα του εξοπλισμού ή την όλη αποτελεσματικότητα μιας προσπάθειας αντίδρασης,

9)

ρυθμίσεις για την έγκαιρη ειδοποίηση, όσον αφορά το σοβαρό ατύχημα, της αρχής ή των αρχών που είναι υπεύθυνες για την ενεργοποίηση του εξωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, το είδος των πληροφοριών που πρέπει να περιέχει η αρχική ειδοποίηση και τις ρυθμίσεις για την παροχή περισσότερο εμπεριστατωμένων πληροφοριών μόλις είναι διαθέσιμες,

10)

ρυθμίσεις για την εκπαίδευση του προσωπικού στα καθήκοντα που αναμένεται να εκτελεί και, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, για τον συντονισμό με εξωτερικούς φορείς αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

11)

ρυθμίσεις για τον συντονισμό των εσωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης με εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

12)

αποδεικτικά στοιχεία για προηγούμενες εκτιμήσεις οιωνδήποτε χημικών ουσιών χρησιμοποιούνται ως μέσα διασποράς που έχουν διενεργηθεί ώστε να ελαχιστοποιούνται οι συνέπειες στη δημόσια υγεία και κάθε πρόκληση περαιτέρω βλάβης στο περιβάλλον.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Εκθέσεις εργασιών γεώτρησης που πρέπει να υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 4

Οι εκθέσεις που πρέπει να υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 4 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

1)

το όνομα και η διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης της γεώτρησης,

2)

την ονομασία της εγκατάστασης και το όνομα και η διεύθυνση του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη,

3)

λεπτομέρειες που προσδιορίζουν τη γεώτρηση και κάθε σύνδεση με εγκαταστάσεις ή συνδεδεμένη υποδομή,

4)

σύνοψη των εργασιών που αναλήφθηκαν από την έναρξη των εργασιών ή από την προηγούμενη έκθεση,

5)

τη διάμετρο και το πραγματικό κατακόρυφο μετρούμενο βάθος:

α)

κάθε διάτρησης που πραγματοποιήθηκε και

β)

κάθε σωλήνωσης που τοποθετήθηκε,

6)

την πυκνότητα του υγρού γεώτρησης τη στιγμή σύνταξης της έκθεσης, και

7)

σε περίπτωση εργασιών σε υφιστάμενη γεώτρηση, την τρέχουσα λειτουργική του κατάσταση.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Διατάξεις για τον διορισμό και τη λειτουργία της αρμόδιας αρχής δυνάμει των άρθρων 8 και 9

1.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

1)

Για τους σκοπούς του διορισμού αρμόδιας αρχής υπεύθυνης για τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 8, τα κράτη μέλη προβαίνουν τουλάχιστον στα ακόλουθα:

α)

θεσπίζουν οργανωτικές ρυθμίσεις που καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων που αναθέτει στην αρμόδια αρχή η παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων για τη ρύθμιση της ασφάλειας και της προστασίας του περιβάλλοντος με ισότιμο τρόπο,

β)

καταρτίζουν δήλωση αρχής που περιγράφει τους στόχους της εποπτείας και επιβολής και τις υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής για την επίτευξη διαφάνειας, συνοχής, αναλογικότητας και αντικειμενικότητας κατά τη ρύθμιση των υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου.

2)

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή των ρυθμίσεων του σημείου 1, μεταξύ των οποίων:

α)

χρηματοδότηση επαρκούς εμπειρογνωμοσύνης από ειδικούς, η οποία είναι διαθέσιμη εσωτερικά ή παρέχεται μέσω επίσημων συμφωνιών με τρίτους ή και με τους δύο τρόπους, ώστε η αρμόδια αρχή να μπορεί να επιθεωρεί και να διερευνά εργασίες, να λαμβάνει μέτρα επιβολής και να χειρίζεται εκθέσεις περί μεγάλων κινδύνων και κοινοποιήσεις,

β)

όταν χρησιμοποιούνται εξωτερικές πηγές εμπειρογνωμοσύνης, χρηματοδότηση της κατάρτισης επαρκών γραπτών κατευθύνσεων και εποπτείας, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνοχή ως προς τη χρησιμοποιούμενη προσέγγιση και να διασφαλίζεται ότι η κατά τον νόμο διορισθείσα αρμόδια αρχή διατηρεί την πλήρη ευθύνη βάσει της παρούσας οδηγίας,

γ)

χρηματοδότηση βασικής εκπαίδευσης, επικοινωνίας, πρόσβασης σε τεχνολογία, εξόδων ταξιδιού και διαμονής του προσωπικού της αρμόδιας αρχής για την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη διευκόλυνση της ενεργού συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών βάσει του άρθρου 27,

δ)

κατά περίπτωση, απαίτηση από τους φορείς εκμετάλλευσης ή τους ιδιοκτήτες να αποζημιώνουν την αρμόδια αρχή για το κόστος εκτέλεσης των καθηκόντων της δυνάμει της παρούσας οδηγίας,

ε)

χρηματοδότηση και προαγωγή της έρευνας βάσει των καθηκόντων της αρμόδιας αρχής δυνάμει της παρούσας οδηγίας,

στ)

παροχή χρηματοδότησης για εκθέσεις από την αρμόδια αρχή.

2.   ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ

1)

Για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με το άρθρο 9, η αρμόδια αρχή θεσπίζει:

α)

γραπτή στρατηγική που περιγράφει τα καθήκοντά της, τις προτεραιότητες δράσης της, π.χ. στη μελέτη και λειτουργία εγκαταστάσεων, τη διαχείριση της ακεραιότητας και την ετοιμότητα και αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, καθώς και τον τρόπο οργάνωσής της,

β)

επιχειρησιακές διαδικασίες που περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο η αρμόδια αρχή θα επιθεωρεί και θα επιβάλλει στους φορείς εκμετάλλευσης και τους ιδιοκτήτες την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο θα χειρίζεται, θα εκτιμά και θα αποδέχεται εκθέσεις περί μεγάλων κινδύνων, του τρόπου με τον οποίο θα χειρίζεται κοινοποιήσεις εργασιών γεώτρησης και του τρόπου με τον οποίο θα καθορίζεται η συχνότητα επιθεωρήσεων των μέτρων ελέγχου της πιθανότητας μεγάλων κινδύνων (συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών) για δεδομένη εγκατάσταση ή δραστηριότητα,

γ)

διαδικασίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της με την επιφύλαξη των λοιπών αρμοδιοτήτων της, λόγου χάρη όσον αφορά τις χερσαίες εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, και ρυθμίσεις δυνάμει της οδηγίας 92/91/ΕΟΚ,

δ)

όταν η αρμόδια αρχή αποτελείται από περισσότερους του ενός φορείς, επίσημη συμφωνία που καθορίζει τους απαραίτητους μηχανισμούς για την από κοινού λειτουργία της αρμόδιας αρχής, στους οποίους περιλαμβάνονται η εποπτεία, η παρακολούθηση και η επανεξέταση από ανώτερα διοικητικά στελέχη, ο από κοινού προγραμματισμός και οι από κοινού επιθεωρήσεις, ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων για τον χειρισμό εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων, οι από κοινού διερευνήσεις, η εσωτερική επικοινωνία και η από κοινού εξωτερική ανάθεση δημοσίευσης εκθέσεων.

2)

Οι λεπτομερείς διαδικασίες αξιολόγησης των εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη την παροχή όλων των πληροφοριών σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και άλλων πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Η αρμόδια αρχή διασφαλίζει τουλάχιστον ότι οι απαιτήσεις για τις ακόλουθες πληροφορίες καθορίζονται με σαφήνεια σε κατευθύνσεις προς φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες:

α)

έχουν εντοπιστεί όλοι οι προβλέψιμοι κίνδυνοι που ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρό ατύχημα, μεταξύ άλλων και στο περιβάλλον, έχουν αξιολογηθεί οι κίνδυνοι και έχουν εντοπιστεί μέτρα ελέγχου των κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων μέτρων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

β)

περιγράφεται με τον κατάλληλο τρόπο το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος ώστε να αποδεικνύεται η συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία,

γ)

έχουν περιγραφεί οι κατάλληλες ρυθμίσεις για ανεξάρτητη επαλήθευση και λογιστικό έλεγχο από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη.

3)

Κατά τη διενέργεια διεξοδικής εκτίμησης των εκθέσεων περί μεγάλων κινδύνων, η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει τα εξής:

α)

ότι παρέχονται όλες οι απαιτούμενες πληροφορίες που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά,

β)

ότι ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης έχει εντοπίσει όλους τους ευλόγως προβλέψιμους κινδύνους σοβαρών ατυχημάτων που αφορούν την εγκατάσταση και τις λειτουργίες της, καθώς και τα πιθανά γενεσιουργά αίτιά τους, και ότι επεξηγούνται σαφώς η μεθοδολογία και τα κριτήρια αξιολόγησης που εφαρμόζονται για τη διαχείριση κινδύνου σοβαρού ατυχήματος, συμπεριλαμβανομένων των συντελεστών αβεβαιότητας στην ανάλυση,

γ)

ότι η διαχείριση κινδύνου λαμβάνει υπόψη όλα τα στάδια στον κύκλο ζωής των εγκαταστάσεων και προβλέπει όλες τις πιθανές καταστάσεις, μεταξύ των οποίων:

i)

με ποιον τρόπο οι αποφάσεις όσον αφορά τον σχεδιασμό που περιγράφονται στην κοινοποίηση μελέτης λαμβάνουν υπόψη τη διαχείριση κινδύνου, ώστε να εξασφαλίζεται η ενσωμάτωση εγγενών αρχών ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος,

ii)

με ποιον τρόπο θα εκτελούνται οι εργασίες γεώτρησης από την εγκατάσταση όταν είναι σε λειτουργία,

iii)

με ποιον τρόπο οι εργασίες γεώτρησης θα εκτελούνται και θα αναστέλλονται προσωρινά πριν από την έναρξη της παραγωγής από εγκατάσταση παραγωγής,

iv)

με ποιον τρόπο θα εκτελούνται συνδυασμένες εργασίες με άλλες εγκαταστάσεις,

v)

με ποιον τρόπο θα διενεργείται ο παροπλισμός της εγκατάστασης,

δ)

με ποιον τρόπο θα εφαρμόζονται μέτρα μείωσης του κινδύνου στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου, εάν αυτό απαιτείται για τη μείωση των κινδύνων σε αποδεκτό επίπεδο,

ε)

κατά πόσον, κατά τον προσδιορισμό των απαραίτητων μέτρων για την επίτευξη αποδεκτών επιπέδων κινδύνου, ο φορέας εκμετάλλευσης ή ο ιδιοκτήτης τεκμηρίωσε με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη συναφείς ορθές πρακτικές και αποφάσεις που βασίζονται σε ορθή μηχανολογική πρακτική, βέλτιστες πρακτικές διαχείρισης και αρχές που συνδέονται με ανθρώπινους και οργανωτικούς παράγοντες,

στ)

κατά πόσον προσδιορίζονται και αιτιολογούνται με σαφήνεια τα μέτρα και οι ρυθμίσεις για τον εντοπισμό και την ταχεία και αποτελεσματική αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

ζ)

με ποιον τρόπο τα μέτρα και οι μηχανισμοί διαφυγής, εκκένωσης και διάσωσης και τα μέτρα για τον περιορισμό της κλιμάκωσης εκτάκτου ανάγκης και τη μείωση του αντικτύπου του στο περιβάλλον συνδυάζονται με λογικό και συστηματικό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές συνθήκες εκτάκτου ανάγκης υπό τις οποίες θα εκτελεστούν,

η)

με ποιον τρόπο οι απαιτήσεις ενσωματώνονται στα εσωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και εάν έχει υποβληθεί στην αρμόδια αρχή αντίγραφο ή επαρκής περιγραφή του εσωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

θ)

κατά πόσον το σύστημα διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος που περιγράφεται στην έκθεση περί μεγάλων κινδύνων επαρκεί για τη διασφάλιση του ελέγχου των μεγάλων κινδύνων σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής της εγκατάστασης, διασφαλίζει τη συμμόρφωση με όλες τις συναφείς νομικές διατάξεις και προβλέπει έλεγχο και εφαρμογή των συστάσεων ελέγχου,

ι)

κατά πόσον εξηγείται με σαφήνεια ο μηχανισμός ανεξάρτητης επαλήθευσης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων δυνάμει του άρθρου 19

1.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες:

α)

δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην αξιολόγηση των απαιτήσεων αξιοπιστίας και ακεραιότητας όλων των κρίσιμων για την ασφάλεια και το περιβάλλον συστημάτων και βασίζουν τα οικεία συστήματα επιθεώρησης και συντήρησης στην επίτευξη του απαιτούμενου επιπέδου ακεραιότητας της ασφάλειας και του περιβάλλοντος,

β)

λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν, όσο αυτό είναι ευλόγως δυνατόν, ότι δεν υπάρχει απρόβλεπτη διαφυγή επικίνδυνων ουσιών από αγωγούς, δοχεία και συστήματα προοριζόμενα για τον ασφαλή περιορισμό τους. Επιπλέον, οι φορείς εκμετάλλευσης και οι ιδιοκτήτες διασφαλίζουν ότι καμία βλάβη του προστατευτικού φραγμού δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει σοβαρό ατύχημα,

γ)

συντάσσουν κατάλογο του διαθέσιμου εξοπλισμού στον οποίο να αναφέρεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς του, η θέση του, ο τρόπος μεταφοράς και ο τρόπος χρησιμοποίησής του στην εγκατάσταση και κάθε οντότητα που συμμετέχει στην εφαρμογή του εσωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης. Στον κατάλογο προσδιορίζονται τα υφιστάμενα μέτρα που διασφαλίζουν τη διατήρηση του εξοπλισμού και των σχετικών διαδικασιών σε επιχειρησιακή ετοιμότητα,

δ)

διασφαλίζουν ότι διαθέτουν κατάλληλο πλαίσιο για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με όλες τις σχετικές ρυθμιστικές διατάξεις, ενσωματώνοντας τα ρυθμιστικά τους καθήκοντα που αφορούν τον έλεγχο των μεγάλων κινδύνων και την προστασία του περιβάλλοντος στις συνήθεις επιχειρησιακές διαδικασίες τους, και

ε)

δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στη δημιουργία και διατήρηση ισχυρής αντίληψης περί ασφάλειας που αυξάνει την πιθανότητα συνεχούς ασφαλούς λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης της συνεργασίας των εργαζομένων μέσω, μεταξύ άλλων:

i)

σαφούς δέσμευσης για τριμερείς διαβουλεύσεις και επακόλουθες ενέργειες,

ii)

ενθάρρυνσης και ανταμοιβής της αναφοράς ατυχημάτων και παρ’ ολίγον ατυχημάτων,

iii)

αποτελεσματικής συνεργασίας με εκλεγμένους αντιπροσώπους για ζητήματα ασφάλειας,

iv)

προστασίας των καταγγελόντων.

2.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο κλάδος συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές για την υιοθέτηση και υλοποίηση σχεδίου προτεραιότητας για την εκπόνηση προτύπων, κατευθύνσεων και κανόνων που διασφαλίζουν την εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών ως προς την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών σοβαρών ατυχημάτων σε περίπτωση που παρ’ όλα αυτά συμβούν.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Επιλογή του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης και του σχεδιασμού των μηχανισμών ανεξάρτητης επαλήθευσης δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 3

1.

Τα κράτη μέλη από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη να διασφαλίζει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία του φορέα επαλήθευσης από τον φορέα εκμετάλλευσης και τον ιδιοκτήτη:

α)

η λειτουργία δεν απαιτεί από τον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης να εξετάσει οποιαδήποτε πτυχή κρίσιμου στοιχείου ασφάλειας και περιβάλλοντος ή οποιοδήποτε μέρος εγκατάστασης ή γεώτρησης ή σχεδιασμό γεώτρησης με την οποία είχε ασχοληθεί ο φορέας επαλήθευσης στο παρελθόν πριν από τη δραστηριότητα επαλήθευσης ή που θα μπορούσε να επηρεάσει την αντικειμενικότητά του,

β)

ο φορέας επαλήθευσης είναι επαρκώς ανεξάρτητος από σύστημα διαχείρισης το οποίο είναι ή ήταν υπεύθυνο για οποιοδήποτε πτυχή συνιστώσας που καλύπτεται από τον μηχανισμό για την ανεξάρτητη επαλήθευση ή επιθεώρηση γεώτρησης, ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητά του κατά την εκτέλεση των λειτουργιών του δυνάμει του μηχανισμού.

2.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον φορέα εκμετάλλευσης ή τον ιδιοκτήτη να διασφαλίζουν ότι, όσον αφορά τον μηχανισμό ανεξάρτητης επαλήθευσης σχετικά με εγκατάσταση ή γεώτρηση, πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο ανεξάρτητος φορέας επαλήθευσης διαθέτει κατάλληλη τεχνική ικανότητα, μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση, επαρκή αριθμό προσωπικού με τα κατάλληλα προσόντα και τη δέουσα πείρα που πληροί τις απαιτήσεις του σημείου 1 του παρόντος παραρτήματος,

β)

οι αρμοδιότητες δυνάμει του μηχανισμού ανεξάρτητης επαλήθευσης είναι κατάλληλα κατανεμημένες από τον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης σε προσωπικό που έχει τα προσόντα για την άσκησή τους,

γ)

υπάρχουν κατάλληλες διευθετήσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης ή του ιδιοκτήτη και του ανεξάρτητου φορέα επαλήθευσης,

δ)

ο φορέας επαλήθευσης έχει την απαραίτητη εξουσία ώστε να εκτελεί τις λειτουργίες του με επάρκεια.

3.

Οι ουσιαστικές αλλαγές αναφέρονται στον ανεξάρτητο φορέα επαλήθευσης για περαιτέρω επαλήθευση σύμφωνα με τον μηχανισμό ανεξάρτητης επαλήθευσης και τα αποτελέσματα αυτής της περαιτέρω επαλήθευσης κοινοποιούνται, εφόσον ζητηθεί, στην αρμόδια αρχή.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Πληροφορίες σχετικά με τις προτεραιότητες συνεργασίας μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης και ιδιοκτητών και αρμόδιων αρχών δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 7

Τα ζητήματα που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό προτεραιοτήτων για τη θέσπιση προτύπων και κατευθύνσεων δίνουν έμπρακτη εφαρμογή στην πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των συνεπειών τους. Τα ζητήματα αυτά περιλαμβάνουν:

α)

βελτίωση της ακεραιότητας των γεωτρήσεων, του εξοπλισμού ελέγχου των γεωτρήσεων και των προστατευτικών φραγμών και παρακολούθηση της αποτελεσματικότητάς τους,

β)

βελτίωση του βασικού προστατευτικού φραγμού,

γ)

βελτίωση του δευτερεύοντος προστατευτικού φραγμού που αναστέλλει την κλιμάκωση αρχόμενου μεγάλου ατυχήματος, συμπεριλαμβανομένων των εκρήξεων γεωτρήσεων,

δ)

αξιόπιστη λήψη αποφάσεων,

ε)

διαχείριση και εποπτεία εργασιών που ενέχουν μεγάλους κινδύνους,

στ)

επάρκεια όσων κατέχουν νευραλγικές θέσεις,

ζ)

αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου,

η)

εκτίμηση της αξιοπιστίας κρίσιμων για την ασφάλεια και το περιβάλλον συστημάτων,

θ)

κύριους δείκτες επιδόσεων,

ι)

αποτελεσματική ενοποίηση των συστημάτων διαχείρισης ασφάλειας και περιβάλλοντος μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης και ιδιοκτητών και άλλων οντοτήτων που συμμετέχουν σε υπεράκτιες εργασίες πετρελαίου και αερίου.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Πληροφορίες που περιέχονται στα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης δυνάμει του άρθρου 29

Τα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης που καταρτίζονται δυνάμει του άρθρου 29 περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

α)

ονοματεπώνυμα και ιδιότητες των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα να ενεργοποιούν διαδικασίες αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα να διευθύνουν το εξωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

β)

ρυθμίσεις έγκαιρης ειδοποίησης για σοβαρά ατυχήματα και σχετικές διαδικασίες συναγερμού και αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

γ)

ρυθμίσεις για τον συντονισμό των αναγκαίων πόρων κατά την εφαρμογή του εξωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

δ)

ρυθμίσεις για την παροχή συνδρομής στο εσωτερικό σχέδιο αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

ε)

λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων του εξωτερικού σχεδίου αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης,

στ)

ρυθμίσεις για την παροχή κατάλληλων πληροφοριών και συμβουλών σχετικά με το σοβαρό ατύχημα σε πρόσωπα και οργανισμούς που ενδέχεται να επηρεαστούν από αυτό,

ζ)

ρυθμίσεις για την παροχή πληροφοριών στις υπηρεσίες αντιμετώπισης εκτάκτου ανάγκης άλλων κρατών μελών και στην Επιτροπή, σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος με ενδεχόμενες διασυνοριακές συνέπειες,

η)

ρυθμίσεις για τον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων στα άγρια ζώα και φυτά, τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ζώα καλυμμένα με πετρέλαιο φτάνουν στην ακτή νωρίτερα από την καθαυτήν κηλίδα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

Στοιχεία που παρέχονται κατά την προετοιμασία εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης δυνάμει του άρθρου 29

1.

Η αρχή ή οι αρχές που φέρουν την ευθύνη συντονισμού της αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης παρέχουν τα ακόλουθα:

α)

κατάλογο του διαθέσιμου εξοπλισμού στον οποίο να αναφέρεται το ιδιοκτησιακό καθεστώς του, η θέση του, τα μέσα μεταφοράς του και ο τρόπος χρησιμοποίησής του στην περιοχή του σοβαρού ατυχήματος,

β)

περιγραφή των υφιστάμενων μέτρων που διασφαλίζουν τη διατήρηση του εξοπλισμού και των σχετικών διαδικασιών σε επιχειρησιακή ετοιμότητα,

γ)

κατάλογο του εξοπλισμού τον οποίο κατέχει ο κλάδος και ο οποίος είναι διαθέσιμος σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης,

δ)

περιγραφή των γενικών ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση σοβαρών ατυχημάτων σε υπεράκτιες εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων και ευθυνών όλων των εμπλεκομένων και των φορέων που είναι αρμόδιοι για τη συντήρηση των εν λόγω ρυθμίσεων,

ε)

μέτρα που διασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός, το προσωπικό και οι διαδικασίες είναι διαθέσιμοι και ενημερωμένοι και ότι υπάρχει διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή αριθμητικά επαρκές καταρτισμένο προσωπικό,

στ)

αποδεικτικά στοιχεία για προηγούμενες αξιολογήσεις οιωνδήποτε χημικών ουσιών προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν ως μέσα διασποράς από απόψεως περιβάλλοντος και υγείας.

2.

Τα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης επεξηγούν σαφώς τον ρόλο των αρχών, των φορέων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, των συντονιστών και των λοιπών εμπλεκομένων στην αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεργασία σε αντιμετώπιση σοβαρών ατυχημάτων.

3.

Οι ρυθμίσεις περιλαμβάνουν διατάξεις για την ανταπόκριση σε σοβαρό ατύχημα το οποίο πιθανόν υπερβαίνει τις δυνατότητες αντίδρασης ενός κράτους μέλους ή τα όριά του μέσω:

α)

ανταλλαγής εξωτερικών σχεδίων αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης με γειτονικά κράτη μέλη και την Επιτροπή,

β)

συγκέντρωσης σε διασυνοριακό επίπεδο των καταλόγων των μέσων παρέμβασης που βρίσκονται στην κατοχή του κλάδου ή των δημόσιων αρχών και όλων των κατάλληλων προσαρμογών ώστε να καταστούν ο εξοπλισμός και οι διαδικασίες συμβατοί μεταξύ όμορων χωρών και κρατών μελών,

γ)

διαδικασιών για την επίκληση του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της Ένωσης

δ)

διοργάνωσης διασυνοριακών ασκήσεων όσον αφορά τα εξωτερικά σχέδια αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX

Ανταλλαγή πληροφοριών και διαφάνεια

1.

Η κοινή μορφή αναφοράς δεδομένων για δείκτες μεγάλων κινδύνων καθιστά δυνατή τη σύγκριση πληροφοριών από αρμόδιες αρχές και τη σύγκριση πληροφοριών από φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες.

2.

Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της αρμόδιας αρχής και των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών αφορούν τα εξής:

α)

την ακούσια εκροή πετρελαίου, φυσικού αερίου ή άλλων επικίνδυνων ουσιών, αναφλεγμένων ή μη,

β)

την απώλεια ελέγχου γεώτρησης, που απαιτεί την ενεργοποίηση του εξοπλισμού ελέγχου γεώτρησης, ή βλάβη προστατευτικού φραγμού γεώτρησης που χρειάζεται αντικατάσταση ή επισκευή,

γ)

βλάβη κρίσιμου για την ασφάλεια και το περιβάλλον στοιχείου,

δ)

σημαντική απώλεια δομικής ακεραιότητας ή απώλεια προστασίας από τις επιπτώσεις πυρκαγιάς ή έκρηξης ή απώλεια των μέσων σταθεροποίησης κινητής εγκατάστασης,

ε)

σκάφη σε πορεία σύγκρουσης και πραγματικές συγκρούσεις σκάφους με υπεράκτια εγκατάσταση,

στ)

ατυχήματα ελικοπτέρων πάνω ή κοντά σε υπεράκτιες εγκαταστάσεις,

ζ)

οποιοδήποτε θανατηφόρο ατύχημα,

η)

οποιονδήποτε σοβαρό τραυματισμό πέντε ή περισσότερων προσώπων στο ίδιο ατύχημα,

θ)

ενδεχόμενη εκκένωση προσωπικού,

ι)

σοβαρό περιβαλλοντικό περιστατικό.

3.

Οι ετήσιες εκθέσεις που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 25 περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον αριθμό, την παλαιότητα και τη θέση των εγκαταστάσεων,

β)

τον αριθμό και το είδος των επιθεωρήσεων και διερευνήσεων που διενεργήθηκαν, ενδεχόμενα εκτελεστικά μέτρα ή καταδίκες,

γ)

στοιχεία για περιστατικά σύμφωνα με το κοινό σύστημα αναφορών που προβλέπεται στο άρθρο 23,

δ)

κάθε σημαντική αλλαγή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις υπεράκτιες εργασίες,

ε)

την επίδοση υπεράκτιων εργασιών πετρελαίου και φυσικού αερίου που σχετίζονται με την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και τον περιορισμό των επιπτώσεων εκδηλωθέντων σοβαρών ατυχημάτων.

4.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 2 περιλαμβάνουν τόσο πληροφορίες για τα πραγματικά περιστατικά, όσο και αναλυτικά στοιχεία σχετικά με εργασίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, και είναι σαφείς. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία που παρέχονται πρέπει να καθιστούν εφικτή τη σύγκριση της δράσης των φορέων εκμετάλλευσης και των ιδιοκτητών εντός του κράτους μέλους καθώς και τη σύγκριση της δράσης του συνόλου του κλάδου μεταξύ κρατών μελών.

5.

Τα στοιχεία που συλλέγονται και συγκεντρώνονται σύμφωνα με το σημείο 2 καθιστούν δυνατή για τα κράτη μέλη την έγκαιρη προειδοποίηση για πιθανή επιδείνωση κρίσιμων για την ασφάλεια και το περιβάλλον προστατευτικών φραγμών, καθώς και τη λήψη προληπτικών μέτρων από αυτά. Οι πληροφορίες αυτές καταδεικνύουν επίσης τη συνολική αποτελεσματικότητα των μέτρων και των ελέγχων που εφαρμόζονται από φορείς εκμετάλλευσης και ιδιοκτήτες χωριστά και από τον κλάδο συνολικά, ιδίως για την πρόληψη σοβαρών ατυχημάτων και για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων για το περιβάλλον.

6.

Για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 24, εκπονείται απλουστευμένη μορφή αναφοράς προκειμένου να διευκολυνθεί η δημοσίευση των στοιχείων που προβλέπονται στο σημείο 2 του παρόντος παραρτήματος και η σύνταξη των εκθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 25, με τρόπο ώστε τα δεδομένα να είναι ευπρόσιτα στο κοινό και να διευκολύνεται η διασυνοριακή συγκρισιμότητά τους.


ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

1.

Η Επιτροπή λυπάται για το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 5 του άρθρου 41, ορισμένα κράτη μέλη απαλλάσσονται εν μέρει από την υποχρέωση μεταφοράς της οδηγίας και θεωρεί ότι οι παρεκκλίσεις αυτές δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως προηγούμενο, ώστε να μην επηρεαστεί η ακεραιότητα του ενωσιακού δικαίου.

2.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να κάνουν χρήση της επιλογής της μη μεταφοράς και μη εφαρμογής του άρθρου 20 της οδηγίας, λόγω της απουσίας οποιασδήποτε εταιρείας που να υπόκειται στη δικαιοδοσία τους επί του παρόντος, και η οποία να ασκεί υπεράκτιες δραστηριότητες εκτός του εδάφους της Ένωσης.

Για να διασφαλισθεί η αποτελεσματική επιβολή της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι εναπόκειται στα εν λόγω κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες σε αυτά, δεν καταστρατηγούν τους στόχους της οδηγίας, διευρύνοντας τους επιχειρηματικούς τους στόχους κατά τρόπο που να συμπεριλαμβάνουν υπεράκτιες δραστηριότητες δίχως να το κοινοποιούν στις αρμόδιες εθνικές αρχές, έτσι ώστε να δύνανται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του άρθρου 20.

Η Επιτροπή θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση των τυχόν καταστρατηγήσεων που ενδεχομένως θα υποπέσουν στην αντίληψη της.


28.6.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 178/107


ΟΔΗΓΊΑ 2013/31/EE ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 12ης Ιουνίου 2013

για την τροποποίηση της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο στο εσωτερικό της Ένωσης και τις εισαγωγές στην Ένωση σκύλων, γατών και νυφιτσών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι όροι υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Ένωση σκύλων, γατών και νυφιτσών προβλέπονται στην οδηγία 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1992, που καθορίζει τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα ζώων, σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου, στους ειδικούς κοινοτικούς κανόνες που αναφέρονται στο τμήμα I του παραρτήματος Α της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (3).

(2)

Οι εν λόγω όροι αναφέρονται στους σχετικούς όρους υγείας των ζώων που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σκύλων, γατών και νυφιτσών σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ή από τρίτες χώρες ή εδάφη που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 998/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς (4).

(3)

Η κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς (5) καθιστά αναγκαία την τροποποίηση της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ, ούτως ώστε να διαγραφούν και να αντικατασταθούν οι παραπομπές στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 998/2003 με παραπομπές στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 576/2013.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και συναφείς δραστηριότητες (6) εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις μεταφορές σκύλων, γατών και νυφιτσών που διενεργούνται στο εσωτερικό της Ένωσης. Μια παραπομπή στον εν λόγω κανονισμό θα πρέπει συνεπώς να εισαχθεί στην οδηγία 92/65/ΕΟΚ που καθορίζει τους όρους υγειονομικού ελέγχου των ζώων που ισχύουν στο εμπόριο των εν λόγω ζώων.

(5)

Επιπλέον, η πείρα από την εφαρμογή της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ έδειξε ότι η διεξαγωγή κλινικής εξέτασης ενός ζώου εντός 24 ωρών πριν από την αποστολή είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, πρακτικώς αδύνατη. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να παραταθεί η προθεσμία που προβλέπεται στην οδηγία 92/65/ΕΟΚ σε 48 ώρες, όπως προβλέπεται στις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων.

(6)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν δικαιολογείται να ζητηθεί από τα κράτη μέλη να κοινοποιήσουν επεξηγηματικά έγγραφα στην Επιτροπή με σκοπό να εξηγηθεί η σχέση μεταξύ των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και των αντίστοιχων διατάξεων των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Η παρούσα οδηγία προβλέπει πολύ περιορισμένο αριθμό τροποποιήσεων στην οδηγία 92/65/ΕΟΚ, ούτως ώστε η Επιτροπή να μπορέσει να λάβει πληροφορίες σχετικά με τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο χωρίς να διαθέσει σημαντικούς πόρους για το έργο αυτό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να κοινοποιήσουν το κείμενο μεταφοράς των μέτρων στην Επιτροπή.

(7)

Κατά συνέπεια, η οδηγία 92/65/ΕΟΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις

Η οδηγία 92/65/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για να αποτελούν αντικείμενο εμπορίου, οι σκύλοι, οι γάτες και οι νυφίτσες:

α)

πληρούν τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 6 και, κατά περίπτωση, στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς (7)·

β)

υποβάλλονται σε κλινική εξέταση, εντός 48 ωρών πριν από την ώρα αποστολής των ζώων, από κτηνίατρο εξουσιοδοτημένο από την αρμόδια αρχή· και

γ)

συνοδεύονται, κατά τη μεταφορά τους στον τόπο προορισμού, από υγειονομικό πιστοποιητικό το οποίο:

i)

αντιστοιχεί στο υπόδειγμα του μέρους 1 του παραρτήματος Ε· και

ii)

υπογράφεται από επίσημο κτηνίατρο, ο οποίος πιστοποιεί ότι ο κτηνίατρος που είναι εξουσιοδοτημένος από την αρμόδια αρχή έχει τεκμηριώσει στο σχετικό τμήμα του εγγράφου αναγνώρισης με τη μορφή που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013, ότι η κλινική εξέταση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το στοιχείο β) και καταδεικνύει ότι, κατά τον χρόνο της κλινικής εξέτασης, τα ζώα είναι σε φυσική κατάσταση κατάλληλη για την προβλεπόμενη μετακίνηση σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και συναφείς δραστηριότητες (8).

β)

η παράγραφος 3 διαγράφεται.

2)

Στο άρθρο 16, το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όσον αφορά τις γάτες, τους σκύλους και τις νυφίτσες, οι όροι εισαγωγής πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμοι με τους όρους του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ) και του άρθρου 12 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013.

Επιπλέον των όρων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, οι σκύλοι, οι γάτες και οι νυφίτσες, κατά τη μεταφορά τους στον τόπο προορισμού, συνοδεύονται από υγειονομικό πιστοποιητικό, συμπληρωμένο και υπογεγραμμένο από επίσημο κτηνίατρο ο οποίος πιστοποιεί ότι έχει πραγματοποιηθεί κλινική εξέταση εντός 48 ωρών πριν από την ώρα αποστολής των ζώων από κτηνίατρο εξουσιοδοτημένο από την αρμόδια αρχή, ο οποίος έχει διαπιστώσει ότι, κατά τη χρονική στιγμή της κλινικής εξέτασης, τα ζώα ήταν σε φυσική κατάσταση κατάλληλη για την προβλεπόμενη μετακίνηση·»

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 28 Δεκεμβρίου 2014, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή πάραυτα.

Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από τις 29 Δεκεμβρίου 2014.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 12 Ιουνίου 2013.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

L. CREIGHTON


(1)  ΕΕ C 229 της 31.7.2012, σ. 119.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Μαΐου 2013 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 2013.

(3)  ΕΕ L 268 της 14.9.1992, σ. 54.

(4)  ΕΕ L 146 της 13.6.2003, σ. 1.

(5)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(6)  ΕΕ L 3 της 5.1.2005, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 178 της 28.6.2013, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 3 της 5.1.2005, σ. 1·»


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

28.6.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 178/109


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 577/2013 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Ιουνίου 2013

για τα υποδείγματα εγγράφων ταυτοποίησης σχετικά με τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σκύλων, γατών και ικτίδων, την κατάρτιση καταλόγων εδαφών και τρίτων χωρών, καθώς και τη μορφή, τη διάταξη και τις γλωσσικές απαιτήσεις των δηλώσεων που πιστοποιούν τη συμμόρφωση με ορισμένους όρους οι οποίοι προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 576/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003 (1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 3, το άρθρο 11 παράγραφος 4, το άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 21 παράγραφος 2 και το άρθρο 25 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 θεσπίζει τους υγειονομικούς όρους των ζώων που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ή από έδαφος ή τρίτη χώρα, καθώς και τους κανόνες των ελέγχων της συμμόρφωσης αυτών των μετακινήσεων. Ο εν λόγω κανονισμός κατάργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 998/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, για τους υγειονομικούς όρους που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς και για την τροποποίηση της οδηγίας 92/65/ΕΟΚ του Συμβουλίου (2).

(2)

Οι σκύλοι, οι γάτες και οι ικτίδες περιλαμβάνονται στο μέρος Α του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013, ως είδη ζώων που καλύπτονται από τον εν λόγω κανονισμό.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 προβλέπει ότι οι σκύλοι, οι γάτες και οι ικτίδες δεν πρέπει να μετακινούνται σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος ή από εδάφη ή τρίτες χώρες, εκτός εάν έχουν υποβληθεί σε αντιλυσσικό εμβολιασμό, σύμφωνα με τις απαιτήσεις ισχύος που ορίζονται στο παράρτημα III. Ωστόσο, η μετακίνηση νεαρών σκύλων, γατών και ικτίδων που δεν είναι εμβολιασμένα ή που δεν πληρούν τις απαιτήσεις ισχύος που ορίζονται στο παράρτημα III μπορεί να επιτρέπεται από τα κράτη μέλη ή τα εδάφη ή τις τρίτες χώρες που απαριθμούνται σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013, στην περίπτωση που, μεταξύ άλλων, ο ιδιοκτήτης ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο προσκομίζει υπογεγραμμένη δήλωση που πιστοποιεί ότι, από τη γέννηση μέχρι το χρόνο της μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνησης, τα ζώα συντροφιάς δεν έχουν έλθει σε επαφή με άγρια ζώα των ειδών που είναι ευπρόσβλητα από τη λύσσα. Επομένως, είναι σκόπιμο με τον παρόντα κανονισμό να καθοριστούν οι απαιτήσεις σχετικά με τον μορφή, τη διάταξη και τις γλώσσες σύνταξης της δήλωσης αυτής.

(4)

Επιπλέον, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 προβλέπει ότι η Επιτροπή εκδίδει δύο καταλόγους εδαφών ή τρίτων χωρών από τις οποίες οι σκύλοι, οι γάτες ή οι ικτίδες που μετακινούνται για μη εμπορικούς σκοπούς σε ένα κράτος μέλος δεν απαιτείται να υποβληθούν σε δοκιμή τιτλοδότησης αντισωμάτων λύσσας. Ένας από τους εν λόγω καταλόγους θα πρέπει να περιλαμβάνει τα εδάφη ή τις τρίτες χώρες που έχουν αποδείξει ότι εφαρμόζουν κανόνες, το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα των οποίων είναι ταυτόσημα με εκείνα των κανόνων που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη· ο άλλος κατάλογος θα πρέπει να περιλαμβάνει τα εδάφη ή τις τρίτες χώρες που έχουν αποδείξει ότι πληρούν τουλάχιστον τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013. Κατά συνέπεια, κρίνεται σκόπιμο να καθοριστούν οι εν λόγω κατάλογοι σε παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(5)

Επιπροσθέτως, οι εν λόγω κατάλογοι πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις της συνθήκης προσχώρησης της Κροατίας, σύμφωνα με την οποία η Κροατία θα γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Ιουλίου 2013, καθώς και την απόφαση 2012/419/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2012, για την τροποποίηση του καθεστώτος της Μαγιότ έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3), η οποία προβλέπει ότι, από την 1η Ιανουαρίου 2014, η Μαγιότ πρόκειται να παύσει να αποτελεί υπερπόντια χώρα ή έδαφος στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του τέταρτου μέρους της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πρόκειται να καταστεί εξόχως απόκεντρη περιοχή της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 349 της εν λόγω Συνθήκης.

(6)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 ορίζει επίσης ότι οι σκύλοι, οι γάτες και οι ικτίδες δεν πρέπει να μετακινούνται σε ένα κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα άλλη από αυτές που απαριθμούνται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν έχουν υποβληθεί σε δοκιμή τιτλοδότησης αντισωμάτων λύσσας που ικανοποιεί τις απαιτήσεις ισχύος οι οποίες ορίζονται στο παράρτημα ΙV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013. Για τη διαμετακόμιση μέσω ενός από αυτά τα εδάφη ή τις τρίτες χώρες, ωστόσο, δεν απαιτείται η εν λόγω δοκιμασία εάν ο ιδιοκτήτης ή το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο προσκομίσει μια υπογεγραμμένη δήλωση με την οποία βεβαιώνει ότι τα ζώα δεν έχουν έλθει σε επαφή με είδη ζώων που είναι ευπαθή στη λύσσα, και ότι τα ζώα παραμένουν ασφαλή εντός μεταφορικού μέσου ή εντός της περιμέτρου διεθνούς αερολιμένα. Επομένως, είναι σκόπιμο με τον παρόντα κανονισμό να καθοριστούν η μορφή, η διάταξη και οι γλωσσικές απαιτήσεις για την εν λόγω δήλωση.

(7)

Οι απαιτήσεις ισχύος που παρατίθενται στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013 περιλαμβάνουν την υποχρέωση διεξαγωγής της εν λόγω δοκιμής σε εργαστήριο εγκεκριμένο σύμφωνα με την απόφαση 2000/258/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, για τον ορισμό ειδικού ινστιτούτου υπεύθυνου για τον καθορισμό των κριτηρίων τυποποίησης των ορολογικών δοκιμασιών ελέγχου της αποτελεσματικότητας των αντιλυσσικών εμβολίων (4), η οποία προβλέπει ότι το εργαστήριο της Agence franςaise de sécurité sanitaire des aliments de Nancy (AFSSA) στο Νανσί της Γαλλίας [που ενσωματώθηκε, την 1η Ιουλίου 2010, στην Agence nationale de sécurité sanitaire de l’alimentation, de l’environnement et du travail (ANSES)] οφείλει να αξιολογεί τα εργαστήρια στα κράτη μέλη και σε τρίτες χώρες με σκοπό την αδειοδότησή τους να διενεργούν ορολογικές δοκιμές για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας των αντιλυσσικών εμβολίων στους σκύλους, στις γάτες και στις ικτίδες.

(8)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 προβλέπει επίσης ότι οι σκύλοι, οι γάτες και οι ικτίδες που μετακινούνται σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος για μη εμπορικούς σκοπούς πρέπει να συνοδεύονται από έγγραφο αναγνώρισης σε μορφή διαβατηρίου σύμφωνα με το υπόδειγμα που πρόκειται να εγκριθεί από την Επιτροπή. Το υπόδειγμα αυτό πρέπει να περιέχει τα πεδία για την καταχώριση των πληροφοριών που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 576/2013. Το υπόδειγμα και οι πρόσθετες απαιτήσεις για το διαβατήριο θα πρέπει να συμπεριληφθούν σε παράρτημα του παρόντος κανονισμού και, για λόγους σαφήνειας και απλούστευσης της νομοθεσίας της Ένωσης, η απόφαση 2003/803/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με την καθιέρωση ενός υποδείγματος διαβατηρίου για τις ενδοκοινοτικές μετακινήσεις σκύλων, γατών και κουναβιών (5) θα πρέπει να καταργηθεί.

(9)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 προβλέπει επίσης ότι οι σκύλοι, οι γάτες και οι ικτίδες που μετακινούνται σε ένα κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα για μη εμπορικούς σκοπούς πρέπει να συνοδεύονται από έγγραφο αναγνώρισης με τη μορφή πιστοποιητικού υγείας των ζώων σύμφωνα με το υπόδειγμα που πρόκειται να εγκριθεί από την Επιτροπή. Το υπόδειγμα αυτό πρέπει να περιέχει τα πεδία για την καταχώριση των πληροφοριών που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 576/2013. Κατά συνέπεια, κρίνεται σκόπιμο να καθοριστεί το εν λόγω υπόδειγμα σε παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(10)

Κατά παρέκκλιση από τη μορφή του πιστοποιητικού υγείας των ζώων που προβλέπεται στην περίπτωση μετακίνησης σε ένα κράτος μέλος από ένα έδαφος ή μία τρίτη χώρα, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη επιτρέπουν τις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σκύλων, γατών και ικτίδων από ένα έδαφος ή τρίτη χώρα που έχει αποδείξει ότι εφαρμόζει κανόνες, το περιεχόμενο και αποτέλεσμα των οποίων είναι ταυτόσημα με εκείνα που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη, όταν το έγγραφο αναγνώρισης που συνοδεύει τα ζώα έχει εκδοθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην περίπτωση μετακίνησης σε ένα κράτος μέλος από άλλο κράτος μέλος. Ωστόσο, ορισμένες τεχνικές προσαρμογές είναι αναγκαίες προκειμένου το υπόδειγμα διαβατηρίου να χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις αυτές, όσον αφορά, ειδικότερα, τα χαρακτηριστικά στο εξώφυλλο που δεν μπορούν να συμμορφώνονται πλήρως με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τα διαβατήρια που εκδίδονται από τα κράτη μέλη. Για λόγους σαφήνειας, είναι επομένως σκόπιμο να καθιερωθεί ένα υπόδειγμα για τα εν λόγω διαβατήρια στον παρόντα κανονισμό.

(11)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 576/2013 προβλέπει ότι, όταν ο αριθμός των σκύλων, γατών ή ικτίδων που μετακινούνται για μη εμπορικούς σκοπούς κατά μία μόνο μετακίνηση είναι μεγαλύτερος του πέντε, πρέπει να εφαρμόζονται για τα ζώα αυτά οι σχετικές απαιτήσεις υγειονομικού ελέγχου των ζώων που προβλέπονται στην οδηγία 92/65/ΕΟΚ (6) του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 1992, που καθορίζει τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα ζώων, σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο τμήμα Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ, με εξαίρεση ειδικές συνθήκες και για ορισμένες κατηγορίες ζώων.

(12)

Επιπροσθέτως, η απόφαση 2004/839/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 2004, για τη θέσπιση των υγειονομικών όρων που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις σκύλων και γάτων μικρής ηλικίας από τρίτες χώρες στην Κοινότητα (7) και η απόφαση 2005/91/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Φεβρουαρίου 2005, για τον καθορισμό της περιόδου μετά την οποία θεωρείται ότι ισχύει ο αντιλυσσικός εμβολιασμός (8), θεσπίστηκαν για να προβλέπουν ομοιόμορφους κανόνες για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 998/2003. Οι κανόνες που προβλέπονται στις εν λόγω πράξεις έχουν αναθεωρηθεί και έχουν πλέον ενσωματωθεί στον τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013. Για λόγους σαφήνειας και απλούστευσης της νομοθεσίας της Ένωσης, οι αποφάσεις 2004/839/ΕΚ και 2005/91/ΕΚ θα πρέπει, επομένως, να καταργηθούν.

(13)

Η οδηγία 96/93/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την πιστοποίηση ζώων και ζωικών προϊόντων (9) θεσπίζει τους κανόνες που πρέπει να τηρούνται κατά την έκδοση των απαιτούμενων από την κτηνιατρική νομοθεσία πιστοποιητικών για την πρόληψη της παραπλανητικής ή δόλιας πιστοποίησης. Είναι σκόπιμο να εξασφαλίζεται ότι οι επίσημοι κτηνίατροι των τρίτων χωρών εφαρμόζουν τουλάχιστον ισοδύναμους κανόνες και αρχές με αυτούς που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.

(14)

Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1152/2011 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2011, που συμπληρώνει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 998/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά προληπτικά υγειονομικά μέτρα για την καταπολέμηση της μόλυνσης των σκύλων με Echinococcus multilocularis (10) ορίζει ότι, από την 1η Ιανουαρίου 2012, οι σκύλοι που εισέρχονται σε κράτη μέλη ή τμήματα αυτών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι του εν λόγω κανονισμού πρέπει να λαμβάνουν αγωγή κατά του παρασίτου Echinococcus multilocularis σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

(15)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της απόφασης 2006/146/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2006, για ορισμένα σχέδια προστασίας όσον αφορά ορισμένα φρουτοφάγα χειρόπτερα, σκύλους και γάτες που προέρχονται από τη Μαλαισία (Χερσόνησο) και την Αυστραλία (11) η οποία απαγορεύει τις εισαγωγές σκύλων και γατών από τη Μαλαισία (Χερσόνησο) και γατών από την Αυστραλία εκτός αν πληρούνται ορισμένοι όροι, σχετικά με τη νόσο Hendra και τη νόσο Nipah, αντίστοιχα.

(16)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013.

(17)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Μορφή, διάταξη και γλωσσικές απαιτήσεις των δηλώσεων που αναφέρονται στα άρθρα 7, 11 και 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

1.   Οι δηλώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α) και στο άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013 συντάσσονται σύμφωνα με τη μορφή και τη διάταξη που καθορίζονται στο μέρος 1 του παραρτήματος Ι του παρόντος κανονισμού και συμμορφώνονται με τις γλωσσικές απαιτήσεις που καθορίζονται στο μέρος 3 του εν λόγω παραρτήματος.

2.   Η δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013 συντάσσεται σύμφωνα με τη μορφή και τη διάταξη που καθορίζονται στο μέρος 2 του παραρτήματος Ι του παρόντος κανονισμού και συμμορφώνεται με τις γλωσσικές απαιτήσεις που καθορίζονται στο μέρος 3 του εν λόγω παραρτήματος.

Άρθρο 2

Κατάλογος των εδαφών και των τρίτων χωρών που αναφέρονται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

1.   Ο κατάλογος των εδαφών και των τρίτων χωρών που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013 ορίζεται στο μέρος 1 του παραρτήματος II του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο κατάλογος των εδαφών και των τρίτων χωρών που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013 ορίζεται στο μέρος 2 του παραρτήματος II του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Υποδείγματα διαβατηρίων για τη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση σκύλων, γατών ή ικτίδων

1.   Το διαβατήριο που αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013 συντάσσεται σύμφωνα με το υπόδειγμα που περιλαμβάνεται στο μέρος 1 του παραρτήματος ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού και συμμορφώνεται με τις πρόσθετες απαιτήσεις που ορίζονται στο μέρος 2 του εν λόγω παραρτήματος.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα διαβατήρια που εκδίδονται, σύμφωνα με το άρθρο 27 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013, σε ένα από τα εδάφη ή τις τρίτες χώρες που απαριθμούνται στο μέρος 1 του παραρτήματος ΙΙ του παρόντος κανονισμού συντάσσονται σύμφωνα με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο μέρος 3 του παραρτήματος III του παρόντος κανονισμού και συμμορφώνονται με τις πρόσθετες απαιτήσεις που καθορίζονται στο μέρος 4 του εν λόγω παραρτήματος.

Άρθρο 4

Υγειονομικό πιστοποιητικό για την μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση στην Ένωση σκύλων, γατών ή ικτίδων

Το υγειονομικό πιστοποιητικό που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

α)

συντάσσεται σύμφωνα με το υπόδειγμα που ορίζεται στο μέρος 1 του παραρτήματος ΙV του παρόντος κανονισμού·

β)

συμπληρώνεται καταλλήλως και εκδίδεται σύμφωνα με τις επεξηγηματικές σημειώσεις που ορίζονται στο μέρος 2 του εν λόγω παραρτήματος·

γ)

συμπληρώνεται με τη γραπτή δήλωση που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013, η οποία έχει συνταχθεί σύμφωνα με το υπόδειγμα που ορίζεται στο τμήμα A του μέρους 3 του εν λόγω παραρτήματος και η οποία συμμορφώνεται με τις πρόσθετες απαιτήσεις που καθορίζονται στο τμήμα Β του μέρους 3 του εν λόγω παραρτήματος.

Άρθρο 5

Καταργήσεις

Οι αποφάσεις 2003/803/ΕΚ, 2004/839/ΕΚ και 2005/91/ΕΚ καταργούνται.

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 29 Δεκεμβρίου 2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Ιουνίου 2013.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  Βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

(2)  ΕΕ L 146 της 13.6.2003, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 204 της 31.7.2012, σ. 131.

(4)  ΕΕ L 79 της 30.3.2000, σ. 40.

(5)  ΕΕ L 312 της 27.11.2003, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 268 της 14.9.1992, σ. 54.

(7)  ΕΕ L 361 της 8.12.2004, σ. 40.

(8)  ΕΕ L 31 της 4.2.2005, σ. 61.

(9)  ΕΕ L 13 της 16.1.1997, σ. 28.

(10)  ΕΕ L 296 της 15.11.2011, σ. 6.

(11)  ΕΕ L 55 της 25.2.2006, σ. 44.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Μορφή, διάταξη και γλωσσικές απαιτήσεις της δήλωσης

που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α), στο άρθρο 11 παράγραφος 2 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

ΜΕΡΟΣ 1

Μορφή και διάταξη της δήλωσης που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α) και στο άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

Image

ΜΕΡΟΣ 2

Μορφή και διάταξη της δήλωσης που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

Image

ΜΕΡΟΣ 3

Γλωσσικές απαιτήσεις για τις δηλώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α), στο άρθρο 11 παράγραφος 2 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

Οι δηλώσεις συντάσσονται σε τουλάχιστον μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους προορισμού/εισόδου και στα αγγλικά.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κατάλογος εδαφών και τρίτων χωρών που αναφέρονται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

ΜΕΡΟΣ 1

Κατάλογος εδαφών και τρίτων χωρών που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

Κωδικός ISO

Έδαφος ή τρίτη χώρα

AD

Ανδόρα

CH

Ελβετία

FO

Νήσοι Φερόε

GI

Γιβραλτάρ

GL

Γροιλανδία

HR (1)

Κροατία

IS

Ισλανδία

LI

Λιχτενστάιν

MC

Μονακό

NO

Νορβηγία

SM

Άγιος Μαρίνος

VA

Πόλη του Βατικανού


ΜΕΡΟΣ 2

Κατάλογος εδαφών και τρίτων χωρών που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

Κωδικός ISO

Έδαφος ή τρίτη χώρα

Εδάφη που περιλαμβάνονται

AC

Νήσος της Αναλήψεως

 

AE

Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα

 

AG

Αντίγκουα και Μπαρμπούντα

 

AR

Αργεντινή

 

AU

Αυστραλία

 

AW

Αρούμπα

 

BA

Βοσνία-Ερζεγοβίνη

 

BB

Μπαρμπάντος

 

BH

Μπαχρέιν

 

BM

Βερμούδες

 

BQ

Νήσοι Μπονέρ, Άγιος Ευστάθιος και Σάμπα (νήσοι BES)

 

BY

Λευκορωσία

 

CA

Καναδάς

 

CL

Χιλή

 

CW

Κουρασάο

 

FJ

Φίτζι

 

FK

Νήσοι Φώκλαντ

 

HK

Χονγκ Κονγκ

 

JM

Τζαμάικα

 

JP

Ιαπωνία

 

KN

Άγιος Χριστόφορος και Νέβις

 

KY

Νήσοι Καϊμάν

 

LC

Αγία Λουκία

 

MS

Μοντσερράτ

 

MU

Μαυρίκιος

 

MX

Μεξικό

 

MY

Μαλαισία

 

NC

Νέα Καληδονία

 

NZ

Νέα Ζηλανδία

 

PF

Γαλλική Πολυνησία

 

PM

Σαιν Πιερ και Μικελόν

 

RU

Ρωσία

 

SG

Σιγκαπούρη

 

SH

Αγία Ελένη

 

SX

Άγιος Μαρτίνος

 

TT

Τρινιδάδ και Τομπάγκο

 

TW

Ταϊβάν

 

US

Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

AS – Αμερικανική Σαμόα

GU – Γκουάμ

MP – Νήσοι βόρειες Μαριάνες

PR – Πουέρτο Ρίκο

VI – Παρθένοι Νήσοι των ΗΠΑ

VC

Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες

 

VG

Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι

 

VU

Βανουάτου

 

WF

Νήσοι Βάλλις και Φουτούνα

 

YT (2)

Μαγιότ

 


(1)  Ισχύει μόνον έως ότου η εν λόγω προσχωρούσα χώρα καταστεί κράτος μέλος της Ένωσης.

(2)  Ισχύει μόνον έως ότου αυτό το έδαφος καταστεί εξόχως απόκεντρη περιοχή της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 349 της ΣΛΕΕ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Υποδείγματα διαβατηρίων για τη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση σκύλων, γατών ή ικτίδων

ΜΕΡΟΣ 1

Υπόδειγμα διαβατηρίου που εκδίδεται σε ένα κράτος μέλος

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

ΜΕΡΟΣ 2

Πρόσθετες απαιτήσεις σχετικά με το διαβατήριο που έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος

1.

Μορφή του διαβατηρίου:

Οι διαστάσεις του διαβατηρίου είναι 100 × 152 mm.

2.

Εξώφυλλο του διαβατηρίου:

α)

εμπροσθόφυλλο:

i)

χρώμα: μπλε (PANTONE® Reflex Blue) και κίτρινα αστέρια (PANTONE® Yellow), στο άνω τέταρτο, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του εθνικού εμβλήματος (1)·

ii)

οι λέξεις «Ευρωπαϊκή Ένωση» και το όνομα του κράτους μέλους έκδοσης πρέπει να τυπώνονται με την ίδια γραμματοσειρά·

iii)

ο κωδικός χώρας ISO του κράτους μέλους έκδοσης και στη συνέχεια ο μοναδικός αλφαριθμητικός κώδικας (που αναφέρεται ως «αριθμός» στο υπόδειγμα διαβατηρίου που καθορίζεται στο μέρος 1), πρέπει να τυπώνονται στο κάτω μέρος·

β)

εσωτερικό εμπροσθόφυλλο και εσωτερικό οπισθόφυλλο: λευκό χρώμα·

γ)

οπισθόφυλλο: μπλε χρώμα (PANTONE® Reflex Blue).

3.

Σειρά των επικεφαλίδων και αρίθμηση των σελίδων του διαβατηρίου:

α)

η σειρά των επικεφαλίδων (με τους λατινικούς αριθμούς) πρέπει να τηρείται αυστηρά·

β)

οι σελίδες του διαβατηρίου πρέπει να αριθμούνται στο κάτω μέρος κάθε σελίδας με την ακόλουθη μορφή: «x από n», όπου x είναι η τρέχουσα σελίδα και n ο συνολικός αριθμός των σελίδων του διαβατηρίου·

γ)

ο κωδικός χώρας ISO του κράτους μέλους έκδοσης και στη συνέχεια ο μοναδικός αλφαριθμητικός κώδικας πρέπει να τυπώνονται σε κάθε σελίδα του διαβατηρίου·

δ)

ο αριθμός των σελίδων καθώς και το μέγεθος και το σχήμα των πλαισίων του υποδείγματος διαβατηρίου στο μέρος 1 είναι ενδεικτικά.

4.

Γλώσσες:

Ολόκληρο το έντυπο κείμενο συντάσσεται στην επίσημη γλώσσα (στις επίσημες γλώσσες) του κράτους μέλους έκδοσης και στα αγγλικά.

5.

Στοιχεία ασφαλείας:

α)

Αφού εγγραφούν οι απαιτούμενες πληροφορίες στο τμήμα III του διαβατηρίου, η σελίδα σφραγίζεται με διαφανή αυτοκόλλητη πλαστική μεμβράνη·

β)

όταν οι πληροφορίες σε μία από τις σελίδες του διαβατηρίου έχουν τη μορφή αυτοκόλλητης ετικέτας η οποία δεν αυτοκαταστρέφεται σε περίπτωση αφαίρεσής της από τη σελίδα, η εν λόγω ετικέτα σφραγίζεται με διάφανη αυτοκόλλητη πλαστική μεμβράνη.

ΜΕΡΟΣ 3

Υπόδειγμα διαβατηρίου που έχει εκδοθεί σε ένα από τα εδάφη ή τις τρίτες χώρες που απαριθμούνται στο μέρος 1 του παραρτήματος ΙΙ του παρόντος κανονισμού

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

Image

ΜΕΡΟΣ 4

Πρόσθετες απαιτήσεις που αφορούν το διαβατήριο το οποίο έχει εκδοθεί σε ένα από τα εδάφη ή τις τρίτες χώρες που απαριθμούνται στο μέρος 1 του παραρτήματος ΙΙ του παρόντος κανονισμού

1.

Μορφή του διαβατηρίου:

Οι διαστάσεις του διαβατηρίου είναι 100 × 152 mm.

2.

Εξώφυλλο του διαβατηρίου:

α)

εμπροσθόφυλλο:

i)

χρώμα: PANTONE® μονόχρωμο και εθνικό έμβλημα στο άνω τέταρτο·

ii)

ο κωδικός χώρας ISO του εδάφους ή της τρίτης χώρας έκδοσης και στη συνέχεια ο μοναδικός αλφαριθμητικός κώδικας (που αναφέρεται ως «αριθμός» στο υπόδειγμα διαβατηρίου που καθορίζεται στο μέρος 3), πρέπει να τυπώνονται στο κάτω μέρος·

β)

εσωτερικό εμπροσθόφυλλο και εσωτερικό οπισθόφυλλο: λευκό χρώμα·

γ)

οπισθόφυλλο: χρώμα PANTONE® μονόχρωμο.

3.

Σειρά των επικεφαλίδων και αρίθμηση των σελίδων του διαβατηρίου:

α)

η σειρά των επικεφαλίδων (με τους λατινικούς αριθμούς) πρέπει να τηρείται αυστηρά·

β)

οι σελίδες του διαβατηρίου πρέπει να αριθμούνται στο κάτω μέρος κάθε σελίδας με την ακόλουθη μορφή: «x από n», όπου x είναι η τρέχουσα σελίδα και n ο συνολικός αριθμός των σελίδων του διαβατηρίου·

γ)

ο κωδικός χώρας ISO του κράτους μέλους έκδοσης και στη συνέχεια ο μοναδικός αλφαριθμητικός κώδικας πρέπει να τυπώνονται σε κάθε σελίδα του διαβατηρίου·

δ)

ο αριθμός των σελίδων καθώς και το μέγεθος και το σχήμα των πλαισίων του υποδείγματος διαβατηρίου στο μέρος 3 είναι ενδεικτικά.

4.

Γλώσσες

Ολόκληρο το έντυπο κείμενο συντάσσεται στην επίσημη γλώσσα (στις επίσημες γλώσσες) του εδάφους ή της τρίτης χώρας έκδοσης και στα αγγλικά.

5.

Χαρακτηριστικά ασφαλείας

α)

Αφού εγγραφούν οι απαιτούμενες πληροφορίες στο τμήμα III του διαβατηρίου, η σελίδα σφραγίζεται με διαφανή αυτοκόλλητη πλαστική μεμβράνη·

β)

όταν οι πληροφορίες σε μία από τις σελίδες του διαβατηρίου έχουν τη μορφή αυτοκόλλητης ετικέτας η οποία δεν αυτοκαταστρέφεται σε περίπτωση αφαίρεσής της από τη σελίδα, η εν λόγω ετικέτα σφραγίζεται με διάφανη αυτοκόλλητη πλαστική μεμβράνη.


(1)  Οδηγός γραφικών για το ευρωπαϊκό έμβλημα: http://publications.europa.eu/code/en/en-5000100.htm


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΜΈΡΟΣ 1

Υπόδειγμα υγειονομικού πιστοποιητικού ζώου για τη μη εμπορικού χαρακτήρα μετακίνηση σε κράτος μέλος από έδαφος ή τρίτη χώρα σκύλων, γατών ή ικτίδων σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

Image

Image

Image

Image

Image

ΜΕΡΟΣ 2

Επεξηγηματικές σημειώσεις για τη συμπλήρωση των πιστοποιητικών υγείας των ζώων

α)

Όταν το υπόδειγμα πιστοποιητικού αναφέρει ότι ορισμένες δηλώσεις πρέπει να διατηρούνται ανάλογα με την περίπτωση, οι δηλώσεις που δεν είναι σχετικές μπορούν να διαγράφονται, να μονογράφονται και να σφραγίζονται από τον επίσημο κτηνίατρο ή να απαλείφονται εντελώς από το πιστοποιητικό.

β)

Το πρωτότυπο πιστοποιητικό αποτελείται από μία σελίδα ή, όπου απαιτείται πρόσθετο κείμενο, πρέπει να είναι τέτοιας μορφής ώστε όλες οι σελίδες να συνθέτουν ένα σύνολο και να μην μπορούν να διαχωριστούν.

γ)

Το πιστοποιητικό συντάσσεται σε τουλάχιστον μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους έκδοσης και στα αγγλικά. Συμπληρώνεται με κεφαλαία γράμματα σε τουλάχιστον μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους εισόδου ή στα αγγλικά.

δ)

Εάν επισυνάπτονται πρόσθετα φύλλα ή συνοδευτικά έγγραφα στο πιστοποιητικό, τα φύλλα ή τα έγγραφα αυτά θεωρείται επίσης ότι αποτελούν μέρος του πρωτότυπου πιστοποιητικού και κάθε σελίδα φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του επίσημου κτηνιάτρου.

ε)

Όταν το πιστοποιητικό, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων φύλλων που αναφέρονται στο στοιχείο δ), αποτελείται από περισσότερες της μιας σελίδες, κάθε σελίδα αριθμείται, (αριθμός σελίδας από συνολικό αριθμό σελίδων), στο κάτω μέρος της, ενώ στο επάνω μέρος της σελίδας αναγράφεται ο αριθμός αναφοράς του πιστοποιητικού που ορίστηκε από την αρμόδια αρχή.

στ)

Το πρωτότυπο πιστοποιητικό εκδίδεται από επίσημο κτηνίατρο του εδάφους ή της τρίτης χώρας αποστολής ή από εγκεκριμένο κτηνίατρο και, στη συνέχεια, επικυρώνεται από την αρμόδια αρχή του εδάφους ή της τρίτης χώρας αποστολής. Η αρμόδια αρχή του εδάφους ή της τρίτης χώρας αποστολής εξασφαλίζουν την τήρηση κανόνων και αρχών πιστοποίησης ισοδύναμων με εκείνους που ορίζονται στην οδηγία 96/93/ΕΚ.

Η υπογραφή πρέπει να είναι διαφορετικού χρώματος από το χρώμα της εκτύπωσης. Το ίδιο ισχύει και για τις σφραγίδες, με εξαίρεση τις ανάγλυφες σφραγίδες και τα υδατόσημα.

ζ)

Ο αριθμός αναφοράς του πιστοποιητικού που αναγράφεται στα πλαίσια I.2 και II.α. εκδίδεται από την αρμόδια αρχή του εδάφους ή της τρίτης χώρας αποστολής.

ΜΕΡΟΣ 3

Γραπτή δήλωση που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 576/2013

Τμήμα Α

Υπόδειγμα δήλωσης

Image

Τμήμα B

Πρόσθετες απαιτήσεις για τη δήλωση

Η δήλωση συντάσσεται τουλάχιστον σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους εισόδου και στα αγγλικά και συμπληρώνεται με κεφαλαία γράμματα.