ISSN 1977-0669

doi:10.3000/19770669.L_2012.086.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 86

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

55ο έτος
24 Μαρτίου 2012


Περιεχόμενα

 

I   Νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης ( 1 )

1

 

 

Διορθωτικά

 

*

Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 596/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος IV ( ΕΕ L 188 της 18.7.2009 )

25

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

24.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 86/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 236/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 14ης Μαρτίου 2012

για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβιβάσεως του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2008, οι αρμόδιες αρχές σε αρκετά κράτη μέλη και οι εποπτικές αρχές σε τρίτες χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Ιαπωνία, έλαβαν έκτακτα μέτρα για τον περιορισμό ή την απαγόρευση των ανοικτών πωλήσεων για ορισμένες ή όλες τις κινητές αξίες. Ανέλαβαν δράση λόγω της ανησυχίας ότι σε μια περίοδο σημαντικής χρηματοπιστωτικής αστάθειας, οι ανοικτές πωλήσεις θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την καθοδική πορεία των τιμών των μετοχών, ιδίως στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με τρόπο ο οποίος θα μπορούσε τελικά να απειλήσει τη βιωσιμότητά τους και να δημιουργήσει συστημικούς κινδύνους. Τα ληφθέντα μέτρα ήταν διαφορετικά σε κάθε κράτος μέλος διότι στην Ένωση υπάρχει έλλειψη συγκεκριμένου κοινού κανονιστικού πλαισίου για την αντιμετώπιση ζητημάτων που σχετίζονται με τις ανοικτές πωλήσεις.

(2)

Για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και τη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας της, κυρίως όσον αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και για την εξασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών, είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστεί ένα κοινό κανονιστικό πλαίσιο όσον αφορά τις απαιτήσεις και τις εξουσίες που σχετίζονται με τις ανοικτές πωλήσεις και τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης, και να εξασφαλιστεί καλύτερος συντονισμός και συνοχή μεταξύ των κρατών μελών όταν πρέπει να ληφθούν μέτρα σε εξαιρετικές καταστάσεις. Είναι απαραίτητη η εναρμόνιση των κανόνων για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης, ώστε να αποτραπεί η δημιουργία εμποδίων στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, γιατί διαφορετικά είναι πιθανό τα κράτη μέλη να συνεχίσουν να λαμβάνουν αποκλίνοντα μέτρα.

(3)

Είναι σκόπιμο και αναγκαίο οι διατάξεις να προσλάβουν τη νομοθετική μορφή κανονισμού για να εξασφαλιστεί ότι οι διατάξεις που επιβάλλουν αμέσως υποχρεώσεις στους ιδιωτικούς φορείς να κοινοποιούν και να δημοσιοποιούν τις καθαρές αρνητικές τους θέσεις σχετικά με ορισμένα μέσα και σχετικά με τις ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις θα εφαρμόζονται ενιαία σε ολόκληρη την Ένωση. Ένας κανονισμός είναι επίσης απαραίτητος για την εκχώρηση εξουσιών στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) η οποία συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) για τον συντονισμό των μέτρων που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ή για τη λήψη μέτρων από την ίδια.

(4)

Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι το ευρύτερο δυνατόν ώστε να προβλέπει ένα κανονιστικό πλαίσιο πρόληψης χρησιμοποιούμενο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Το εν λόγω πλαίσιο θα πρέπει να καλύπτει όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα αλλά να προβλέπει αντίδραση ανάλογη με τους κινδύνους που θα μπορούσαν να ενέχουν οι ανοικτές πωλήσεις διαφορετικών μέσων. Επομένως, μόνο σε μια εξαιρετική κατάσταση οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να δικαιούνται να λαμβάνουν μέτρα, όσον αφορά όλους τους τύπους χρηματοπιστωτικών μέσων, υπερβαίνοντας τα μόνιμα μέτρα τα οποία εφαρμόζονται μόνο για συγκεκριμένους τύπους μέσων όπου υπάρχουν σαφώς προσδιορισμένοι κίνδυνοι που πρέπει να αντιμετωπιστούν.

(5)

Για να παύσει η παρούσα κατακερματισμένη κατάσταση στην οποία ορισμένα κράτη μέλη λαμβάνουν αποκλίνοντα μέτρα, και για να περιοριστεί η πιθανότητα λήψης αποκλινόντων μέτρων από τις αρμόδιες αρχές, είναι σημαντικό να αντιμετωπιστούν εναρμονισμένα οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι από τις ανοικτές πωλήσεις και τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης. Οι απαιτήσεις που θα επιβληθούν πρέπει να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους που διαπιστώνονται χωρίς να εξαλείφουν άνευ λόγου τα οφέλη που παρέχουν οι ανοικτές πωλήσεις στην ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των αγορών. Ενώ ενίοτε θα μπορούσαν να παρατηρηθούν αρνητικές επιπτώσεις, υπό κανονικές συνθήκες αγοράς οι ανοικτές πωλήσεις έχουν σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση της κατάλληλης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, ιδίως στη ρευστότητα της αγοράς και την αποτελεσματική διαμόρφωση των τιμών.

(6)

Οι παραπομπές του παρόντος κανονισμού σε φυσικά και νομικά πρόσωπα θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν καταχωρημένες ενώσεις επιχειρήσεων χωρίς νομική προσωπικότητα.

(7)

Μια ενισχυμένη διαφάνεια για σημαντικές καθαρές αρνητικές θέσεις σε συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, είναι πιθανό να ωφελήσει τόσο τη ρυθμιστική αρχή όσο και τους συμμετέχοντες στην αγορά. Για μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης στην Ένωση κρίνεται σκόπιμο να εφαρμοστεί ένα μοντέλο δύο επιπέδων για μεγαλύτερη διαφάνεια των σημαντικών καθαρών αρνητικών θέσεων σε μετοχές στο κατάλληλο επίπεδο. Στο κατώτατο όριο η γνωστοποίηση μιας θέσης θα πρέπει να γίνεται ιδιωτικά στις σχετικές ρυθμιστικές αρχές για να τους επιτρέψει να παρακολουθούν και, όπου κρίνεται απαραίτητο, να διερευνούν ανοικτές πωλήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν συστημικούς κινδύνους, να είναι καταχρηστικές ή να δημιουργούν ανεξέλεγκτες συνθήκες στις αγορές· στο υψηλότερο όριο, οι θέσεις θα πρέπει να δημοσιοποιούνται στην αγορά για να δίνουν χρήσιμες πληροφορίες σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά σχετικά με σημαντικές ατομικές αρνητικές θέσεις σε μετοχές.

(8)

Θα πρέπει να προβλεφθεί απαίτηση γνωστοποίησης στις ρυθμιστικές αρχές των σημαντικών καθαρών αρνητικών θέσεων σχετικά με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους στην Ένωση, επειδή η εν λόγω γνωστοποίηση θα δίνει σημαντικές πληροφορίες που θα βοηθούν τις ρυθμιστικές αρχές να παρακολουθούν αν οι εν λόγω θέσεις δημιουργούν πράγματι συστημικούς κινδύνους ή χρησιμοποιούνται για σκοπούς κατάχρησης αγοράς. Η εν λόγω απαίτηση θα πρέπει να περιλαμβάνει μόνο ιδιωτικές γνωστοποιήσεις προς τις ρυθμιστικές αρχές, καθώς η δημοσίευση πληροφοριών στην αγορά για τα μέσα αυτά θα μπορούσε να παραβλάψει τις αγορές κρατικών χρεωστικών τίτλων στις οποίες η ρευστότητα έχει ήδη μειωθεί.

(9)

Οι απαιτήσεις για γνωστοποίηση σχετικά με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους θα πρέπει να εφαρμόζονται στους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από ένα κράτος μέλος και αυτούς που εκδίδονται από την Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, κυβερνητικού φορέα κράτους μέλους, οργανισμού, φορέα ειδικού σκοπού ή διεθνούς χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη το οποίο εκδίδει χρεωστικούς τίτλους εξ ονόματος ενός κράτους μέλους ή εξ ονόματος διαφόρων κρατών μελών, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας ή ο μελλοντικός Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Στην περίπτωση ενός ομοσπονδιακού κράτους μέλους, οι απαιτήσεις για κοινοποίηση θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται σε χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από ένα από τα μέλη της ομοσπονδίας. Δεν θα πρέπει ωστόσο να εφαρμόζονται σε άλλους περιφερειακούς ή τοπικούς φορείς ή οιονεί δημόσιους φορείς σε κράτος μέλος οι οποίοι εκδίδουν χρεωστικούς τίτλους. Ο σκοπός των χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από την Ένωση είναι η παροχή στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών ή της οικονομικής σταθερότητας προς κράτη μέλη ή η χορήγηση μακροοικονομικής χρηματοδοτικής συνδρομής προς τρίτες χώρες.

(10)

Για τη διασφάλιση ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής διαφάνειας, είναι σημαντικό οι απαιτήσεις για κοινοποίηση να καλύπτουν όχι μόνο τις αρνητικές θέσεις που δημιουργούνται από τη διαπραγμάτευση μετοχών ή κρατικών χρεωστικών τίτλων σε τόπους διαπραγμάτευσης, αλλά και τις αρνητικές θέσεις που δημιουργούνται από τη διαπραγμάτευση εκτός των τόπων διαπραγμάτευσης και τις καθαρές αρνητικές θέσεις που δημιουργούνται από τη χρήση παραγώγων, όπως είναι δικαιώματα προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, μέσα βασισμένα σε δείκτη, συμβάσεις επί διαφορών και τοποθετήσεις επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets) σε σχέση με μετοχές ή κρατικούς χρεωστικούς τίτλους.

(11)

Για να είναι χρήσιμο για τις ρυθμιστικές αρχές και τις αγορές, το καθεστώς διαφάνειας θα πρέπει να παρέχει πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες για τις θέσεις ενός φυσικού ή νομικού προσώπου. Ειδικότερα, οι πληροφορίες που παρέχονται στη ρυθμιστική αρχή ή στην αγορά πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τόσο τις αρνητικές όσο και τις θετικές θέσεις ώστε να δίδονται χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την καθαρή αρνητική θέση του φυσικού ή νομικού προσώπου σε μετοχές, κρατικούς χρεωστικούς τίτλους και συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης.

(12)

Ο υπολογισμός των αρνητικών ή των θετικών θέσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη κάθε μορφή οικονομικού συμφέροντος που έχει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας ή τους εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα οικονομικά συμφέροντα που έχουν αποκτηθεί άμεσα ή έμμεσα μέσω της χρήσης παραγώγων, όπως συμβολαίων δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεων επί διαφορών και τοποθετήσεων βάσει προβλέψεων σχετικά με μετοχές ή κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, και δεικτών, «καλαθιών» μετοχών και διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων. Στην περίπτωση θέσεων που αφορούν κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, θα πρέπει επίσης να συνυπολογίζει και τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης σχετικά με εκδότες κρατικών χρεωστικών τίτλων.

(13)

Πέραν του καθεστώτος διαφάνειας του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει, στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (5), κατά πόσο η συμπερίληψη από τις επιχειρήσεις επενδύσεων πληροφοριών σχετικά με τις ανοικτές πωλήσεις στις γνωστοποιήσεις συναλλαγών προς τις αρμόδιες αρχές θα παράσχει χρήσιμα συμπληρωματικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στις αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν τα επίπεδα των ανοικτών πωλήσεων.

(14)

Η αγορά συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης χωρίς θετικές θέσεις σε υποκείμενους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ή περιουσιακά στοιχεία, χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων, χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις ή χρηματοοικονομικές συμβάσεις η αξία των οποίων συσχετίζεται με την αξία των κρατικών χρεωστικών τίτλων, μπορεί να είναι οικονομικώς ισοδύναμη με την ανάληψη μιας αρνητικής θέσης στον υποκείμενο χρεωστικό τίτλο. Συνεπώς, ο υπολογισμός μιας καθαρής αρνητικής θέσης σε σχέση με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους θα πρέπει να περιλαμβάνει τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης σχετικά με μια υποχρέωση ενός εκδότη κρατικών χρεωστικών τίτλων. Η θέση συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και για να υπολογίζεται αν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατέχει σημαντική καθαρή αρνητική θέση σχετικά με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, η οποία πρέπει να κοινοποιηθεί σε μια αρμόδια αρχή, και όταν μια αρμόδια αρχή αναστέλλει τους περιορισμούς στις ακάλυπτες συναλλαγές συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης, για να υπολογίζεται η σημαντική ακάλυπτη θέση σε ένα συμβόλαιο ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης που αφορά εκδότη κρατικών χρεωστικών τίτλων, η οποία πρέπει να γνωστοποιηθεί στην αρμόδια αρχή.

(15)

Για να καταστεί δυνατή η συνεχής παρακολούθηση των θέσεων, το καθεστώς διαφάνειας θα πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνει τη γνωστοποίηση ή κοινοποίηση όταν η μεταβολή μιας καθαρής αρνητικής θέσης οδηγεί σε αύξηση ή μείωση πάνω ή κάτω από ορισμένα όρια.

(16)

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα, το καθεστώς διαφάνειας θα πρέπει να εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης του φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες το φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, όταν το πρόσωπο αυτό κατέχει σημαντική καθαρή αρνητική θέση σε μια εταιρεία με μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ένα τόπο διαπραγμάτευσης της Ένωσης ή κατέχει καθαρή αρνητική θέση σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους εκδοθέντες από ένα κράτος μέλος ή από την Ένωση.

(17)

Ο ορισμός της ανοικτής πώλησης δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει συμφωνία επαναγοράς μεταξύ δύο συμβαλλόμενων μερών όταν το ένα μέρος συμφωνεί να πωλήσει στο άλλο μέρος έναν τίτλο σε καθορισμένη τιμή δεσμευόμενο να επαναγοράσει τον τίτλο σε μεταγενέστερη ημερομηνία σε διαφορετική καθορισμένη τιμή ή να περιλαμβάνει σύμβαση παραγώγου όταν έχει συμφωνηθεί η πώληση τίτλων σε καθορισμένη τιμή σε μελλοντική ημερομηνία. Επίσης, ο ορισμός δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει μεταβίβαση τίτλων στο πλαίσιο συμφωνίας δανεισμού χρεογράφων.

(18)

Οι ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις μετοχών και κρατικών χρεωστικών τίτλων θεωρούνται ενίοτε ότι αυξάνουν τον πιθανό κίνδυνο αποτυχίας του διακανονισμού και μεταβλητότητας. Για να μειωθούν οι κίνδυνοι αυτοί, κρίνεται σκόπιμο να τίθενται αναλογικοί περιορισμοί στις ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις αυτών των τίτλων. Οι λεπτομερείς περιορισμοί πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διάφορες ρυθμίσεις που χρησιμοποιούνται σήμερα για τις καλυμμένες ανοικτές πωλήσεις. Αυτές οι συμφωνίες περιλαμβάνουν ξεχωριστή συμφωνία επαναγοράς βάσει της οποίας, το πρόσωπο που προβαίνει σε ανοικτή πώληση τίτλου εξαγοράζει έναν ισοδύναμο τίτλο σε εύλογο χρονικό διάστημα για να καταστεί εφικτός ο διακανονισμός συναλλαγής ανοικτής πώλησης, και συμπεριλαμβάνει ρυθμίσεις παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας εάν ο κάτοχος της ασφάλειας μπορεί να χρησιμοποιεί τον τίτλο για διακανονισμό συναλλαγής ανοικτής πώλησης. Μπορούν να αναφερθούν μεταξύ άλλων ως περαιτέρω παραδείγματα οι εκδόσεις δικαιωμάτων (προσφορές) εταιρειών σε υφιστάμενους μετόχους, παροχές δανειοδότησης (lending pools) και συμφωνίες επαναγοράς από π.χ. τόπους διαπραγμάτευσης, συστήματα εκκαθάρισης ή κεντρικές τράπεζες.

(19)

Σε σχέση με ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις μετοχών είναι απαραίτητο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να έχει προβεί σε συμφωνία με τρίτον, βάσει της οποίας ο εν λόγω τρίτος έχει επιβεβαιώσει ότι η μετοχή έχει εντοπιστεί ως διαθέσιμη, πράγμα που σημαίνει ότι ο τρίτος επιβεβαιώνει ότι κατά την κρίση του μπορεί να διαθέσει τη μετοχή για διακανονισμό εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Για να δοθεί η επιβεβαίωση αυτή είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα έναντι τρίτων ώστε το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να αναμένει ευλόγως ότι ο διακανονισμός θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την κατανομή από τον τρίτο των μετοχών για δανεισμό ή αγορά ώστε ο διακανονισμός να μπορέσει να πραγματοποιηθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Όσον αφορά ανοικτές πωλήσεις προς κάλυψη με αγορά της μετοχής κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας, τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την επιβεβαίωση από τον τρίτον ότι θεωρεί εύκολο να προσφερθεί η μετοχή για δανεισμό ή αγορά. Όταν καθορίζει ποια μέτρα είναι απαραίτητα ώστε να αναμένεται ευλόγως ότι ο διακανονισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί στο προβλεπόμενο διάστημα η ΕΑΚΑΑ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη ρευστότητα στην αγορά των μετοχών, ιδίως τον όγκο των συναλλαγών και την ευκολία με την οποία μπορούν να πραγματοποιηθούν η αγορά, η πώληση και ο δανεισμός με ελάχιστο αντίκτυπο στην αγορά.

(20)

Σε σχέση με ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις κρατικών χρεωστικών τίτλων, το γεγονός ότι η ανοικτή πώληση θα καλύπτεται από την αγορά του κρατικού χρεωστικού τίτλου την ίδια ημέρα μπορεί να θεωρηθεί ως παράδειγμα δημιουργίας εύλογης προσδοκίας ότι ο διακανονισμός μπορεί να γίνει στην προβλεπόμενη προθεσμία.

(21)

Οι συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου θα πρέπει να βασίζονται στην αρχή του ασφαλίσιμου συμφέροντος, χωρίς να παραβλέπεται ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλα συμφέροντα σε έναν κρατικό εκδότη πέρα από την κατοχή χρεωστικών τίτλων. Στα συμφέροντα αυτά περιλαμβάνεται η αντιστάθμιση κινδύνου αθέτησης υποχρεώσεων του κρατικού εκδότη όταν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατέχει θετική θέση σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους του εν λόγω εκδότη, ή αντιστάθμιση κινδύνου μείωσης της αξίας των κρατικών χρεωστικών τίτλων όταν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατέχει περιουσιακά στοιχεία ή υπόκειται σε υποχρεώσεις σχετιζόμενες με οντότητες του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα στα οικεία κράτη μέλη, η αξία των οποίων συσχετίζεται με την αξία των κρατικών χρεωστικών τίτλων. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία θα πρέπει να περιλαμβάνουν, χρηματοοικονομικές συμβάσεις, χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις καθώς και συναλλαγές συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίου ή συναλλαγές συμβάσεων ανταλλαγής νομίσματος σε σχέση με τις οποίες η σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου χρησιμοποιείται ως εργαλείο διαχείρισης του κινδύνου αντισυμβαλλομένου για την αντιστάθμιση ανοίγματος σε χρηματοοικονομικές συμβάσεις ή συμβάσεις εξωτερικού εμπορίου. Καμιά θέση ή χαρτοφυλάκιο θέσεων που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο αντιστάθμισης ανοίγματος σε κρατικούς τίτλους δεν θα πρέπει να θεωρείται ακάλυπτη θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου. Στα ανωτέρω περιλαμβάνεται οιαδήποτε έκθεση στην κεντρική, περιφερειακή και τοπική διοίκηση, σε οντότητες του δημοσίου τομέα ή οιαδήποτε έκθεση για την οποία υπάρχει εγγύηση από οιαδήποτε προαναφερθείσα οντότητα. Επιπροσθέτως, θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνεται έκθεση σε οντότητες του ιδιωτικού τομέα εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος μέλος. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξετάζονται όλα τα είδη ανοίγματος όπως δάνεια, πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου (περιλαμβανομένου του δυνητικού ανοίγματος όταν για το άνοιγμα αυτό απαιτούνται κεφάλαια για λόγους κεφαλαιακής επάρκειας), απαιτήσεις και εγγυήσεις. Περιλαμβάνονται και τα έμμεσα ανοίγματα σε οιαδήποτε από τις αναφερθείσες οντότητες που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από έκθεση σε δείκτες, χρηματοοικονομικές τοποθετήσεις ή φορείς ειδικού σκοπού.

(22)

Επειδή η συμμετοχή σε συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου χωρίς υποκείμενο άνοιγμα στον κίνδυνο μείωσης της αξίας του κρατικού χρεωστικού τίτλου θα μπορούσε να έχει δυσμενή αντίκτυπο στη σταθερότητα των αγορών κρατικών χρεωστικών τίτλων, θα πρέπει να απαγορεύεται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα η συμμετοχή σε τέτοιες ακάλυπτες θέσεις σύμβασης αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου. Πάντως, μόλις υπάρξουν οι πρώτες αρχικές ενδείξεις ότι η αγορά κρατικών χρεωστικών τίτλων δεν λειτουργεί προσηκόντως, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί να αναστέλλει προσωρινά αυτόν τον περιορισμό. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να θεμελιώνει αυτή την αναστολή σε βάσιμους λόγους κατόπιν ανάλυσης των δεικτών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να μπορούν να χρησιμοποιούν πρόσθετους δείκτες.

(23)

Επίσης, είναι σκόπιμο να συμπεριληφθούν απαιτήσεις για κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους σχετικά με διαδικασίες αγοράς και πρόστιμα σε περίπτωση μη διακανονισμού των συναλλαγών για τις μετοχές. Οι απαιτήσεις που αφορούν τις διαδικασίες αγοράς και τους καθυστερημένους διακανονισμούς θα πρέπει να θέτουν βασικά πρότυπα που αφορούν τη μέθοδο διακανονισμού. Οι απαιτήσεις που αφορούν τις διαδικασίες αγοράς και τα πρόστιμα θα πρέπει να είναι επαρκώς ευέλικτες, ώστε να επιτρέπουν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που είναι υπεύθυνος για τη διασφάλιση της εφαρμογής των διαδικασιών αυτών να μπορεί να βασιστεί σε άλλο συμμετέχοντα της αγοράς για να πραγματοποιήσει την αγορά ή να επιβάλει πρόστιμο. Εντούτοις, για την κατάλληλη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστούν ευρύτερες πτυχές της μεθόδου διακανονισμού μέσω μιας οριζόντιας νομοθετικής πρότασης.

(24)

Μέτρα που σχετίζονται με τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους και τις συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου τα οποία συμπεριλαμβάνουν αυξημένη διαφάνεια και περιορισμούς στις ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις, θα πρέπει να επιβάλλουν απαιτήσεις οι οποίες είναι αναλογικές και ταυτόχρονα αποφεύγουν τις δυσμενείς επιπτώσεις όσον αφορά τη ρευστότητα των αγορών των κρατικών χρεωστικών τίτλων και των αγορών συμφωνιών επαναγοράς κρατικών χρεωστικών τίτλων.

(25)

Ολοένα και περισσότερες μετοχές εισάγονται προς διαπραγμάτευση σε διαφορετικούς τόπους διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης και σε τρίτες χώρες. Πολλές μεγάλες εταιρείες με έδρα σε τρίτες χώρες έχουν επίσης μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης. Για λόγους αποτελεσματικότητας, κρίνεται σκόπιμο να εξαιρεθούν κινητές αξίες από ορισμένες απαιτήσεις κοινοποίησης και δημοσιοποίησης, όταν ο βασικός τόπος διαπραγμάτευσης του μέσου αυτού είναι σε τρίτη χώρα.

(26)

Οι δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην παροχή ρευστότητας στις αγορές εντός της Ένωσης και οι ειδικοί διαπραγματευτές πρέπει να κατέχουν αρνητικές θέσεις για την επιτέλεση αυτού του ρόλου. Η επιβολή απαιτήσεων στις δραστηριότητες αυτές θα μπορούσε να περιορίσει σημαντικά τη δυνατότητα παροχής ρευστότητας και να βλάψει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των αγορών της Ένωσης. Επιπλέον, οι ειδικοί διαπραγματευτές αναμένεται να κατέχουν σημαντικές αρνητικές θέσεις μόνο για πολύ σύντομες περιόδους. Συνεπώς, κρίνεται σκόπιμο τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν στις δραστηριότητες αυτές να εξαιρούνται από απαιτήσεις που θα μπορούσαν να περιορίσουν τη δυνατότητά τους να ασκήσουν αυτόν τον ρόλο και, συνεπώς, να επηρεάσουν δυσμενώς τις αγορές της Ένωσης. Για τον προσδιορισμό ισοδύναμων οντοτήτων τρίτων χωρών αναφορικά με αυτές τις απαιτήσεις, χρειάζεται μια διαδικασία αξιολόγησης της ισοδυναμίας αγορών τρίτων χωρών. Η εξαίρεση πρέπει να ισχύει για διαφορετικούς τύπους δραστηριοτήτων ειδικής διαπραγμάτευσης, αλλά όχι και για τις συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Επίσης, κρίνεται σκόπιμο να εξαιρεθούν ορισμένες δραστηριότητες της πρωτογενούς αγοράς, όπως εκείνες που αφορούν κρατικούς χρεωστικούς τίτλους και τους μηχανισμούς σταθεροποίησης, καθώς πρόκειται για σημαντικές δραστηριότητες που συμβάλλουν στην αποτελεσματική λειτουργία των αγορών. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ενημερώνονται για τη χρήση εξαιρέσεων και πρέπει να έχουν την εξουσία να απαγορεύσουν σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο να κάνει χρήση μιας εξαίρεσης αν δεν πληροί τα κριτήρια εξαίρεσης. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει επίσης να μπορούν να απαιτήσουν πληροφορίες από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για να παρακολουθούν τη χρήση της εξαίρεσης.

(27)

Σε περίπτωση ανεπιθύμητων εξελίξεων που συνιστούν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη των αγορών σε ένα κράτος μέλος ή στην Ένωση, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν εξουσίες παρέμβασης, ώστε να απαιτούν μεγαλύτερη διαφάνεια ή να επιβάλλουν προσωρινούς περιορισμούς στις συναλλαγές ανοικτών πωλήσεων, συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης ή άλλων συναλλαγών για την αποτροπή μιας ανεξέλεγκτης υποχώρησης της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου. Μπορεί να απαιτείται η λήψη παρόμοιων μέτρων λόγω διαφόρων ανεπιθύμητων συμβάντων ή εξελίξεων, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο χρηματοπιστωτικών ή οικονομικών συμβάντων, αλλά και φυσικών καταστροφών, για παράδειγμα, ή τρομοκρατικών ενεργειών. Επιπλέον, ορισμένα ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις που απαιτούν τη λήψη μέτρων θα μπορούσαν να προκύψουν σε ένα κράτος μέλος και να μην έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις. Τέτοιου είδους εξουσίες πρέπει να είναι αρκετά ευέλικτες ώστε να δίνουν τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να αντιμετωπίζουν φάσμα διαφορετικών εξαιρετικών καταστάσεων. Για τη λήψη αυτών των μέτρων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

(28)

Επειδή ο παρών κανονισμός εξετάζει μόνον περιορισμούς για τις ανοικτές πωλήσεις και τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης με σκοπό να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη πτώση της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου, η αναγκαιότητα άλλου τύπου περιορισμών όπως επιβολή ορίων στις θέσεις ή περιορισμών επί προϊόντων που ενδέχεται να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα προστασίας των επενδυτών είναι σκόπιμο να εξετασθούν, όταν η Επιτροπή αναθεωρήσει την οδηγία 2004/39/ΕΚ.

(29)

Παρόλο που οι αρμόδιες αρχές είναι συνήθως οι πλέον κατάλληλες για την παρακολούθηση και την αρχική αντίδραση σε ένα ανεπιθύμητο συμβάν ή εξέλιξη αποφασίζοντας αν υπάρχει σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς και αν απαιτείται η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης, οι σχετικές εξουσίες, οι συνθήκες και οι διαδικασίες για τη χρήση τους θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο εναρμονισμένες.

(30)

Στην περίπτωση σημαντικής πτώσης της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, η αρμόδια αρχή πρέπει να μπορεί επίσης να περιορίσει προσωρινά τις ανοικτές πωλήσεις του χρηματοπιστωτικού μέσου σε αυτόν τον τόπο διαπραγμάτευσης στην περιοχή δικαιοδοσίας της ή να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ να επιβάλει παρόμοιο περιορισμό σε άλλες δικαιοδοσίες για να μπορεί να παρέμβει άμεσα όπου κρίνεται σκόπιμο και για σύντομο χρονικό διάστημα για να αποτρέψει μια ανεξέλεγκτη υποχώρηση της τιμής του μέσου. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει επίσης να υποχρεούται να κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ μια τέτοια απόφαση ώστε η ΕΑΚΑΑ να μπορεί να ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών με τόπους που διαπραγματεύονται το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο, να συντονίζει τη λήψη μέτρων από αυτά τα άλλα κράτη μέλη και, εάν χρειάζεται, να τα επικουρεί στην επίτευξη συμφωνίας ή να λαμβάνει απόφαση η ίδια, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(31)

Όταν ένα ανεπιθύμητο συμβάν ή εξέλιξη υπερβαίνει τα όρια ενός μεμονωμένου κράτους μέλους ή έχει άλλες διασυνοριακές επιπτώσεις, για παράδειγμα εάν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο έχει εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε διαφορετικούς τόπους διαπραγμάτευσης σε διάφορα κράτη μέλη, η στενή διαβούλευση και συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών έχουν ουσιαστική σημασία. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να διαδραματίζει συντονιστικό ρόλο σε τέτοιες καταστάσεις και να επιδιώκει τη διασφάλιση της συνοχής μεταξύ αρμόδιων αρχών. Η σύνθεση της ΕΑΚΑΑ, που περιλαμβάνει αντιπροσώπους των αρμοδίων αρχών, θα συντελέσει στην επιτέλεση αυτού του ρόλου. Επιπροσθέτως, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να λαμβάνουν μέτρα όταν έχουν συμφέρον να παρέμβουν.

(32)

Πέραν των συντονιστικών μέτρων των αρμόδιων αρχών, η ΕΑΚΑΑ πρέπει να διασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές θα λαμβάνουν μέτρα μόνον αν είναι απαραίτητο και τηρουμένων των ορίων της αναλογικότητας. Η ΕΑΚΑΑ πρέπει να δύναται να παρέχει γνωμοδοτήσεις στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τη χρήση των εξουσιών παρέμβασης.

(33)

Παρόλο που οι αρμόδιες αρχές είναι συχνά οι πλέον κατάλληλες για την παρακολούθηση και την άμεση αντίδραση σε ανεπιθύμητο συμβάν ή εξέλιξη, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να έχει επίσης την εξουσία να λαμβάνει μέτρα όταν οι ανοικτές πωλήσεις και άλλες σχετικές δραστηριότητες απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση, όταν υπάρχουν διασυνοριακές επιπτώσεις και οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν λάβει επαρκή μέτρα για την αντιμετώπιση της απειλής. Η ΕΑΚΑΑ πρέπει να διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) το οποίο συγκροτήθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (6) εφόσον είναι δυνατόν, καθώς και με άλλες σχετικές αρχές όταν ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις και πέρα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως στην περίπτωση παραγώγων επί εμπορευμάτων που χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση κινδύνων φυσικών θέσεων.

(34)

Οι κατά τον παρόντα κανονισμό εξουσίες της ΕΑΚΑΑ για τον περιορισμό των ανοικτών πωλήσεων και άλλων σχετικών δραστηριοτήτων σε εξαιρετικές καταστάσεις διέπονται από το άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Οι εξουσίες αυτές δεν θα πρέπει να αντίκεινται στις εξουσίες της ΕΑΚΑΑ σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Συγκεκριμένα, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να μπορεί να εκδώσει μεμονωμένες αποφάσεις διά των οποίων θα ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν μέτρα ή μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες σε φορείς της χρηματοπιστωτικής αγοράς βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(35)

Οι παραπομπές του παρόντος κανονισμού στα άρθρα 18 και 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 έχουν δηλωτικό χαρακτήρα. Τα εν λόγω άρθρα εφαρμόζονται ακόμη και χωρίς τις παραπομπές.

(36)

Οι εξουσίες παρέμβασης των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τον περιορισμό των ανοικτών πωλήσεων, των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης και άλλων συναλλαγών θα πρέπει να είναι μόνο προσωρινές και να ασκούνται μόνο για σύντομη περίοδο και στην έκταση που απαιτείται για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης απειλής.

(37)

Λόγω των ειδικών δυνητικών κινδύνων από τη χρήση των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης, οι συναλλαγές αυτές απαιτούν στενή παρακολούθηση από τις αρμόδιες αρχές. Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να έχουν την εξουσία να ζητούν πληροφορίες από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που πραγματοποιούν τέτοιες συναλλαγές, σχετικά με τον σκοπό της συναλλαγής.

(38)

Θα πρέπει να δοθούν στην ΕΑΚΑΑ εξουσίες για τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με ένα ζήτημα ή μια πρακτική που αφορά τις ανοικτές πωλήσεις ή τη χρήση των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης, ώστε να διαπιστωθεί εάν το συγκεκριμένο ζήτημα ή πρακτική συνιστά πιθανή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη των αγορών. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να δημοσιεύει έκθεση με τα πορίσματα των ερευνών της.

(39)

Καθώς ορισμένες διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν για φυσικά ή νομικά πρόσωπα και πράξεις σε τρίτες χώρες, είναι ενίοτε απαραίτητη η συνεργασία ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές των και τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών. Κατά συνέπεια, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να συνάπτουν συμφωνίες με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών. Η ΕΑΚΑΑ πρέπει να συντονίζει την ανάπτυξη αυτών των συμφωνιών συνεργασίας και την ανταλλαγή μεταξύ των αρμόδιων αρχών των πληροφοριών που λαμβάνονται από τρίτες χώρες.

(40)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται συγκεκριμένα στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης), ειδικότερα το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στο άρθρο 16 της ΣΛΕΕ και στο άρθρο 8 του Χάρτη. Η διαφάνεια όσον αφορά τις σημαντικές καθαρές αρνητικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας κοινοποίησης πάνω από ορισμένο όριο όταν προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό, είναι απαραίτητη για λόγους σταθερότητας των χρηματαγορών και προστασίας των επενδυτών. Η διαφάνεια θα επιτρέψει στις ρυθμιστικές αρχές να παρακολουθούν τη χρήση των ανοικτών πωλήσεων σε σύνδεση με καταχρηστικές στρατηγικές και τις συνέπειες των πωλήσεων αυτών στην ομαλή λειτουργία των αγορών. Επιπλέον, η διαφάνεια θα μπορούσε να μειώσει την ασυμμετρία στην πληροφόρηση, εξασφαλίζοντας ότι όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά θα είναι επαρκώς πληροφορημένοι για το βαθμό στον οποίο οι ανοικτές πωλήσεις επηρεάζουν τις τιμές. Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (7). Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους της ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (8), ο οποίος θα πρέπει να εφαρμόζεται πλήρως στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(41)

Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που παρατίθενται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την ενίσχυση των συστημάτων κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και τις νομικές πράξεις της Ένωσης που εγκρίθηκαν σε συνέχεια της ανακοίνωσης αυτής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις και διοικητικά μέτρα, οι οποίες επιβάλλονται για παραβιάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές και τα διοικητικά μέτρα, θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Θα πρέπει να βασίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές που εγκρίνει η ΕΑΚΑΑ για να προωθήσει τη σύγκλιση και τη διατομεακή συνέπεια των καθεστώτων κυρώσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

(42)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (9). Η Επιτροπή θα πρέπει να τηρεί ενήμερο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την πρόοδο σχετικά με τις αποφάσεις που καθορίζουν την ισοδυναμία των νομικών και εποπτικών πλαισίων τρίτων χωρών με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(43)

Η εξουσία να θεσπίζει πράξεις κατά το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ θα πρέπει να ανατίθεται στην Επιτροπή όσον αφορά στις λεπτομέρειες που αφορούν τον υπολογισμό αρνητικών θέσεων, όταν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατέχει μια ακάλυπτη θέση σε ένα συμβόλαιο ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης, τα όρια κοινοποίησης ή δημοσιοποίησης και τον περαιτέρω καθορισμό κριτηρίων και παραγόντων για να προσδιορίζεται πότε ένα ανεπιθύμητο συμβάν ή εξέλιξη ενέχει σοβαρή απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς σε ένα κράτος μέλος ή στην Ένωση. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να διεξαγάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών της, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων των σχετικών ιδρυμάτων, αρχών και οργανισμών όπου είναι σκόπιμο. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

(44)

Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο στην οποία θα αξιολογείται η καταλληλότητα των προβλεπομένων ορίων γνωστοποίησης και δημοσιοποίησης, η λειτουργία των περιορισμών και των απαιτήσεων που αφορούν τη διαφάνεια των καθαρών αρνητικών θέσεων και το κατά πόσο άλλοι περιορισμοί ή όροι για τις ανοικτές πωλήσεις ή τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης θεωρούνται κατάλληλοι.

(45)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μολονότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρακολουθούν και να γνωρίζουν καλύτερα τις εξελίξεις της αγοράς, οι συνολικές επιπτώσεις των προβλημάτων από τις ανοικτές πωλήσεις και τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης μπορούν να γίνουν πλήρως αντιληπτές μόνον στο πλαίσιο της Ένωσης, και για αυτόν τον λόγο, οι στόχοι του παρόντος κανονισμού μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η δε Ένωση μπορεί να εγκρίνει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ιδίου άρθρου, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(46)

Επειδή ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν ήδη περιορισμούς για τις ανοικτές πωλήσεις και δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός προβλέπει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και δεσμευτικά τεχνικά πρότυπα τα οποία θα πρέπει να εγκριθούν πριν καταστεί δυνατή η εφαρμογή του, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί και επαρκής μεταβατική περίοδος. Δεδομένου ότι είναι σημαντικό να καθορισθούν, πριν την 1η Νοεμβρίου 2012, βασικά μη ουσιώδη στοιχεία τα οποία θα διευκολύνουν τη συμμόρφωση των φορέων της αγοράς με τον παρόντα κανονισμό και την επιβολή του από τις αρμόδιες αρχές, είναι επίσης απαραίτητο να παρασχεθούν στην Επιτροπή τα μέσα για να εγκρίνει τεχνικά πρότυπα και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις πριν την ημερομηνία αυτή,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για τα ακόλουθα:

α)

χρηματοπιστωτικά μέσα υπό την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των μέσων αυτών κατά τη διαπραγμάτευσή τους εκτός ενός τόπου διαπραγμάτευσης·

β)

παράγωγα τα οποία εμφαίνονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 4 έως 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ τα οποία σχετίζονται με χρηματοπιστωτικό μέσο του στοιχείου α), ή με εκδότη τέτοιου χρηματοπιστωτικού μέσου, συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων αυτών κατά τη διαπραγμάτευσή τους εκτός ενός τόπου διαπραγμάτευσης·

γ)

χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από ένα κράτος μέλος ή την Ένωση και παράγωγα που εμφαίνονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 4 έως 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ τα οποία σχετίζονται με ή αναφέρονται σε αυτούς τους χρεωστικούς τίτλους οι οποίοι εκδίδονται από ένα κράτος μέλος ή την Ένωση.

2.   Τα άρθρα 18, 20 και 23 έως 30 ισχύουν για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα υπό την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «χρηματοπιστωτικό μέσο» νοείται κάθε μέσο αναφερόμενο στο τμήμα Γ του παραρτήματος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

β)

ως «ανοικτή πώληση» σε σχέση με μετοχή ή χρεωστικό τίτλο νοείται κάθε πώληση μετοχής ή χρεωστικού τίτλου που ο πωλητής δεν κατέχει κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας πώλησης, συμπεριλαμβανομένης μιας πώλησης στην οποία κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας πώλησης ο πωλητής έχει δανειστεί ή έχει συμφωνήσει να δανειστεί τη μετοχή ή τον χρεωστικό τίτλο για παράδοση κατά τον διακανονισμό, η οποία δεν περιλαμβάνει:

i)

πώληση από οιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος βάσει συμφωνίας επαναγοράς όπου το ένα συμβαλλόμενο μέρος συμφωνεί να πωλήσει στο άλλο μέρος έναν τίτλο σε καθορισμένη τιμή δεσμεύοντας το τελευταίο να επαναπωλήσει τον τίτλο σε μεταγενέστερη ημερομηνία σε διαφορετική καθορισμένη τιμή·

ii)

μεταβίβαση τίτλων στο πλαίσιο συμφωνίας δανεισμού τίτλων· ή

iii)

σύναψη συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ή άλλου συμβολαίου παραγώγων διά του οποίου συμφωνείται η πώληση τίτλων σε καθορισμένη τιμή σε κάποια μελλοντική ημερομηνία·

γ)

ως «συμβόλαιο ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης» νοείται μια σύμβαση παραγώγου στην οποία ο ένας συμβαλλόμενος καταβάλλει τίμημα σε έναν άλλο συμβαλλόμενο ως αντάλλαγμα για πληρωμή ή άλλου είδους παροχή σε περίπτωση πιστωτικού συμβάντος που αφορά τη συγκεκριμένη οντότητα αναφοράς καθώς και για οποιαδήποτε άλλη αθέτηση πληρωμής σχετιζομένη με την εν λόγω σύμβαση παραγώγου, που έχει παρόμοια οικονομική επίπτωση·

δ)

ως «κρατικός εκδότης» νοείται οιοσδήποτε από τους ακόλουθους εκδίδει χρεωστικούς τίτλους:

i)

η Ένωση·

ii)

ένα κράτος μέλος συμπεριλαμβανομένου οιουδήποτε κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή φορέα ειδικού σκοπού του κράτους μέλους·

iii)

σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία·

iv)

φορέας ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη·

v)

ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος των μελών του, τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης· ή

vi)

η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

ε)

ως «σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου» νοείται ένα συμβόλαιο ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης στα πλαίσια του οποίου καταβάλλεται πληρωμή ή άλλη παροχή σε περίπτωση ενός πιστωτικού συμβάντος ή αθέτησης πληρωμής που σχετίζεται με ένα κρατικό εκδότη·

στ)

ως «κρατικός χρεωστικός τίτλος» νοείται χρεωστικός τίτλος εκδοθείς από κρατικό εκδότη·

ζ)

ως «εκδοθέντες κρατικοί χρεωστικοί τίτλοι» νοείται το σύνολο των κρατικών χρεωστικών τίτλων που έχουν εκδοθεί από κρατικό εκδότη και δεν έχουν εξοφληθεί·

η)

ως «εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο» αναφορικά με μια εταιρεία, νοείται το σύνολο των κοινών και προνομιούχων μετοχών της εταιρείας, πλην των μετατρέψιμων χρεογράφων·

θ)

«ως κράτος μέλος καταγωγής»:

i)

σε σχέση με μια επιχείρηση επενδύσεων υπό την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή με μια ρυθμιζόμενη αγορά, υπό την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,νοείται το κράτος μέλος καταγωγής υπό την έννοια του σημείου 20 του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

ii)

σε σχέση με ένα πιστωτικό ίδρυμα, νοείται το κράτος μέλος καταγωγής κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 7 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (10)·

iii)

σε σχέση με οιοδήποτε νομικό πρόσωπο που δεν αναφέρεται στα σημεία i) ή ii), νοείται το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η καταστατική του έδρα ή, αν δεν υπάρχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος όπου βρίσκεται το κεντρικό του γραφείο·

iv)

σε σχέση με φυσικό πρόσωπο, νοείται το κράτος μέλος όπου βρίσκεται το κεντρικό του γραφείο ή, αν δεν έχει κεντρικό γραφείο, το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η κατοικία του·

ι)

ως «σχετική αρμόδια αρχή»:

i)

σε σχέση με τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός κράτους μέλους ή στην περίπτωση ενός ομοσπονδιακού κράτους, σε σχέση με τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός κράτους μέλους της ομοσπονδίας, ή σε σχέση με ένα συμβόλαιο ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης που αφορά ένα κράτος μέλος ή ένα μέλος της ομοσπονδίας, νοείται η αρμόδια αρχή αυτού του οικείου κράτους μέλους·

ii)

σε σχέση με τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους της Ένωσης ή με συμβόλαιο ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης που αφορά την Ένωση, νοείται η αρμόδια αρχή της δικαιοδοσίας όπου βρίσκεται το τμήμα που εκδίδει το χρεωστικό τίτλο·

iii)

σε σχέση με τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους διαφόρων κρατών μελών που ενεργούν μέσω ενός φορέα ειδικού σκοπού ή σε σχέση με συμβόλαιο ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης που αφορά τέτοιο φορέα ειδικού σκοπού, νοείται η αρμόδια αρχή της δικαιοδοσίας όπου έχει συσταθεί ο φορέας αυτός·

iv)

σε σχέση με τα κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ενός διεθνούς χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, το οποίο έχει σκοπό την κινητοποίηση χρηματοδότησης και την παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος των μελών του που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, νοείται η αρμόδια αρχή της δικαιοδοσίας όπου έχει συσταθεί το διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα·

v)

σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο διαφορετικό από εκείνο που αναφέρεται στα σημεία i) έως iv), νοείται η αρμόδια αρχή για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής (11) και προσδιορίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο III του εν λόγω κανονισμού·

vi)

σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν καλύπτεται από τα σημεία i) έως v), νοείται η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο το χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη για πρώτη φορά για διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης·

vii)

σε σχέση με χρεωστικό τίτλο που έχει εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, νοείται η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

ια)

ως «δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης» νοούνται οι δραστηριότητες μιας επιχείρησης επενδύσεων, πιστωτικού ιδρύματος, οντότητας τρίτης χώρας ή επιχείρησης αναφερομένης στο στοιχείο ιβ) του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, που είναι μέλος ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή μιας αγοράς σε τρίτη χώρα, της οποίας το νομικό και εποπτικό πλαίσιο έχει δηλωθεί από την Επιτροπή ως ισοδύναμο σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2, όταν ενεργεί για ίδιο λογαριασμό ως εντολέας σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε αυτό διαπραγματεύεται εντός, είτε εκτός ενός τόπου διαπραγμάτευσης, με οποιαδήποτε από τις παρακάτω ιδιότητες:

i)

με την εισαγωγή δεσμευτικών, ζευγών ταυτόχρονων εντολών συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας στην αγορά σε τακτική και διαρκή βάση·

ii)

στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής της δραστηριότητας, μέσω της εκτέλεσης εντολών από πελάτες ή σε ανταπόκριση προς αιτήματα πελατών για συναλλαγή·

iii)

με την αντιστάθμιση θέσεων που προκύπτουν από ενέργειες σύμφωνα με τα σημεία i) και ii)·

ιβ)

ως «τόπος διαπραγμάτευσης» νοείται μια ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια του σημείου 14 του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή ένας πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης κατά την έννοια του σημείου 15 του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ·

ιγ)

ως «βασικός τόπος» όσον αφορά μια μετοχή, νοείται ο τόπος διαπραγμάτευσης της συγκεκριμένης μετοχής με την υψηλότερη αξία συναλλαγών·

ιδ)

ως «εξουσιοδοτημένος βασικός διαπραγματευτής» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει υπογράψει συμφωνία με έναν κρατικό εκδότη ή που έχει αναγνωρισθεί επισήμως ως βασικός διαπραγματευτής από τον κρατικό εκδότη ή εξ ονόματος αυτού και ο οποίος, σύμφωνα με την εν λόγω συμφωνία ή αναγνώριση, δεσμεύεται να ενεργεί ως εντολέας (principal) σχετικά με δραστηριότητες πρωτογενούς και δευτερογενούς αγοράς αναφορικά με τον χρεωστικό τίτλο που εκδίδεται από τον συγκεκριμένο εκδότη·

ιε)

ως «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» νοείται η νομική οντότητα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους αντισυμβαλλόμενους σε συμβάσεις υπό διαπραγμάτευση σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές, γίνεται αγοραστής για κάθε πωλητή και πωλητής για κάθε αγοραστή και είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία ενός συστήματος εκκαθάρισης·

ιστ)

ως «ημέρα διαπραγμάτευσης» νοείται μια ημέρα διαπραγμάτευσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006·

ιζ)

ως «αξία συναλλαγών» μιας μετοχής νοείται η αξία συναλλαγών κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42 που προσδιορίζουν τους ορισμούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, κυρίως αυτούς που προσδιορίζουν πότε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι κατέχει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο για τους σκοπούς του ορισμού της ανοικτής πώλησης κατά το στοιχείο β) της παραγράφου 1.

Άρθρο 3

Αρνητικές και θετικές θέσεις

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, μια θέση που προκύπτει από οποιαδήποτε από τα παρακάτω θα θεωρείται αρνητική θέση σχετικά με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας ή τους εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους:

α)

ανοικτή πώληση μιας μετοχής που εκδόθηκε από την εταιρεία ή ενός χρεωστικού τίτλου που εκδόθηκε από έναν κρατικό εκδότη·

β)

διενέργεια μιας συναλλαγής η οποία δημιουργεί ή σχετίζεται με χρηματοπιστωτικό μέσο διαφορετικό από εκείνο του στοιχείου α) όπου το αποτέλεσμα ή ένα εκ των αποτελεσμάτων της συναλλαγής είναι η παροχή χρηματοπιστωτικού πλεονεκτήματος στο συναλλασσόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε περίπτωση μείωσης της τιμής ή της αξίας της μετοχής ή του χρεωστικού τίτλου.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, μια θέση που προκύπτει από οποιαδήποτε από τα παρακάτω θα θεωρείται θετική θέση σχετικά με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας ή τους εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους:

α)

κατοχή μιας μετοχής που εκδόθηκε από μια εταιρεία ή ενός χρεωστικού τίτλου που εκδόθηκε από τον κρατικό εκδότη·

β)

διενέργεια μιας συναλλαγής η οποία δημιουργεί ή σχετίζεται με χρηματοπιστωτικό μέσο διαφορετικό από εκείνο του στοιχείου α) όπου το αποτέλεσμα ή ένα εκ των αποτελεσμάτων της συναλλαγής είναι η παροχή χρηματοπιστωτικού πλεονεκτήματος στο συναλλασσόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε περίπτωση αύξησης της τιμής ή της αξίας της μετοχής ή του χρεωστικού τίτλου.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, ο υπολογισμός μιας αρνητικής ή μιας θετικής θέσης, αναφορικά με οιαδήποτε θέση κατέχει εμμέσως το σχετικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένου μέσω οιουδήποτε δείκτη, «καλαθιού» κινητών αξιών, η οποιουδήποτε μεριδίου σε οποιοδήποτε διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο ή παρόμοια οντότητα, θα καθοριστεί από το εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ευλόγως κινούμενο βάσει των πληροφοριών που έχουν δημοσιοποιηθεί αναφορικά με τη σύνθεση του σχετικού δείκτη ή καλαθιού κινητών αξιών ή των μεριδίων του σχετικού διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου ή παρόμοιας οντότητας. Κατά τον υπολογισμό μιας τέτοιας αρνητικής ή θετικής θέσης ουδείς θα υποχρεούται να συλλέγει στοιχεία σε πραγματικό χρόνο όσον αφορά την εν λόγω σύνθεση από οποιοδήποτε πρόσωπο.

Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, ο υπολογισμός της αρνητικής και της θετικής θέσης που αφορά τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους περιλαμβάνει κάθε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου σχετιζόμενη με τον κρατικό εκδότη.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η θέση που απομένει μετά την αφαίρεση μιας θετικής θέσης που κατέχει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο από μια αρνητική θέση που κατέχει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με αυτό το κεφάλαιο, θεωρείται ως καθαρή αρνητική θέση σε σχέση με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο αυτής της εταιρείας.

5.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η θέση που απομένει μετά την αφαίρεση μιας θετικής θέσης που κατέχει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με εκδοθέντα κρατικό χρεωστικό τίτλο καθώς και οιαδήποτε θετική θέση σε χρεωστικούς τίτλους ενός κρατικού εκδότη, η αξία των οποίων έχει υψηλή συσχέτιση με την αξία του συγκεκριμένου κρατικού χρεωστικού τίτλου, από οποιαδήποτε αρνητική θέση που κατέχει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε σχέση με αυτόν τον κρατικό χρεωστικό τίτλο, θεωρείται καθαρή αρνητική θέση σε σχέση με τον εκδοθέντα κρατικό χρεωστικό τίτλο αυτού του κρατικού εκδότη.

6.   Ο υπολογισμός βάσει των παραγράφων 1 έως 5 του κρατικού χρεωστικού τίτλου αφορά κάθε κρατικό εκδότη ακόμη και εάν ξεχωριστές οντότητες εκδίδουν κρατικούς χρεωστικούς τίτλους εξ ονόματός του.

7.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42 που θα καθορίζουν:

α)

τις περιπτώσεις στις οποίες ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι κατέχει μια μετοχή ή έναν χρεωστικό τίτλο για τους σκοπούς της παραγράφου 2·

β)

τις περιπτώσεις στις οποίες ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει μια καθαρή αρνητική θέση για τους σκοπούς των παραγράφων 4 και 5 και τη μέθοδο υπολογισμού μιας τέτοιας θέσης·

γ)

τη μέθοδο υπολογισμού θέσεων για τους σκοπούς των παραγράφων 3, 4 και 5 όταν διαφορετικές οντότητες ενός ομίλου έχουν θετικές ή αρνητικές θέσεις ή για δραστηριότητες διαχείρισης κεφαλαίου που συνδέονται με χωριστά κεφάλαια.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου, στη μέθοδο υπολογισμού πρέπει ιδίως να λαμβάνεται υπόψη κατά πόσον ακολουθούνται διαφορετικές επενδυτικές στρατηγικές σε σχέση με συγκεκριμένο εκδότη μέσω πλειόνων χωριστών κεφαλαίων τα οποία διαχειρίζεται ο ίδιος διαχειριστής κεφαλαίων, κατά πόσον η ίδια επενδυτική στρατηγική ακολουθείται σε σχέση με συγκεκριμένο εκδότη μέσω πλειόνων κεφαλαίων και κατά πόσον η διαχείριση ενός χαρτοφυλακίου εντός της ίδιας οντότητας γίνεται σε βάση διακριτικής ευχέρειας ακολουθώντας την ίδια επενδυτική στρατηγική σε σχέση με συγκεκριμένο εκδότη.

Άρθρο 4

Ακάλυπτη θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι έχει μια ακάλυπτη θέση σε μια σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου αν η σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου δεν υπηρετεί την αντιστάθμιση:

α)

του κινδύνου αθέτησης υποχρεώσεων του εκδότη, όταν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει μια θετική θέση στον κρατικό χρεωστικό τίτλο του εκδότη με τον οποίο σχετίζεται η σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου· ή

β)

του κινδύνου μείωσης της αξίας του κρατικού χρεωστικού τίτλου όταν το φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατέχει περιουσιακά στοιχεία ή υπόκειται σε υποχρεώσεις, μεταξύ άλλων και σε χρηματοοικονομικές συμβάσεις, χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων ή χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων η αξία των οποίων συσχετίζεται με την αξία του κρατικού χρεωστικού τίτλου.

2.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42 που καθορίζουν, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου:

α)

πότε μια συναλλαγή σύμβασης αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου θεωρείται ότι αντισταθμίζει κίνδυνο αθέτησης υποχρεώσεων ή κίνδυνο μείωσης της αξίας του κρατικού χρεωστικού τίτλου και τη μέθοδο υπολογισμού μιας ακάλυπτης θέσης σε μια τέτοια σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου·

β)

τη μέθοδο υπολογισμού θέσεων όταν διαφορετικές οντότητες ενός ομίλου έχουν θετικές ή αρνητικές θέσεις ή για δραστηριότητες διαχείρισης κεφαλαίων που συνδέονται με χωριστά κεφάλαια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΘΑΡΩΝ ΑΡΝΗΤΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ

Άρθρο 5

Κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές σημαντικών καθαρών αρνητικών θέσεων σε μετοχές

1.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει μια καθαρή αρνητική θέση σε σχέση με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας που διαθέτει μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ένα τόπο διαπραγμάτευσης, ενημερώνει σύμφωνα με το άρθρο 9 τη σχετική αρμόδια αρχή όταν η θέση αγγίζει, ή μειώνεται κάτω από το σχετικό όριο κοινοποίησης της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Το σχετικό όριο κοινοποίησης είναι ένα ποσοστό ίσο με το 0,2 % του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της σχετικής εταιρείας και κάθε 0,1 % πάνω από το όριο αυτό.

3.   Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) μπορεί να εκδώσει γνωμοδότηση προς την Επιτροπή σχετικά με την προσαρμογή των ορίων της παράγραφος 2, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42 που τροποποιούν τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Άρθρο 6

Δημοσιοποίηση σημαντικών καθαρών αρνητικών θέσεων σε μετοχές

1.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει μια καθαρή αρνητική θέση σε σχέση με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας, η οποία διαθέτει μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ένα τόπο διαπραγμάτευσης, γνωστοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 9 στο κοινό λεπτομέρειες σχετικά με τη θέση όταν αυτή αγγίζει ή μειώνεται κάτω από το σχετικό όριο δημοσιοποίησης της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Το σχετικό όριο δημοσιοποίησης είναι ένα ποσοστό ίσο με το 0,5 % του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της σχετικής εταιρείας και κάθε 0,1 % πάνω από το όριο αυτό.

3.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδώσει γνωμοδότηση προς την Επιτροπή σχετικά με την προσαρμογή των ορίων της παραγράφου 2, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42 που τροποποιούν τα όρια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

5.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται όσον αφορά τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς, τις πράξεις συγχωνεύσεως και άλλες συναλλαγές που επηρεάζουν την κυριότητα ή τον έλεγχο των εταιρειών οι οποίες ρυθμίζονται από τις εποπτικές αρχές που διορίζουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (12) που απαιτούν δημοσιοποίηση των αρνητικών θέσεων πέραν των απαιτήσεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 7

Κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές σημαντικών καθαρών αρνητικών θέσεων σε κρατικούς χρεωστικούς τίτλους

1.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει σημαντική καθαρή αρνητική θέση σχετικά με εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, ενημερώνει σύμφωνα με το άρθρο 9 τη σχετική αρμόδια αρχή όποτε η θέση αυτή αγγίζει ή μειώνεται κάτω από τα σχετικά όρια κοινοποίησης του συγκεκριμένου κρατικού εκδότη.

2.   Τα σχετικά όρια κοινοποίησης συνίστανται σε μια αρχική τιμή και, στη συνέχεια, σε πρόσθετα προσαυξανόμενα επίπεδα για κάθε κρατικό εκδότη, όπως ορίζεται στα μέτρα που λαμβάνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της τα όρια κοινοποίησης για κάθε κράτος μέλος.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42 που θα προσδιορίζουν τα ποσά και τα προσαυξανόμενα επίπεδα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Η Επιτροπή:

α)

εξασφαλίζει ότι τα όρια δεν τίθενται σε επίπεδο τέτοιο που να απαιτεί κοινοποίηση θέσεων αμελητέας αξίας·

β)

λαμβάνει υπόψη τη συνολική αξία των εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων για κάθε κρατικό εκδότη, και το μέσο μέγεθος των θέσεων που κατέχονται από τους συμμετέχοντες της αγοράς σε σχέση με τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους του εκδότη αυτού και

γ)

λαμβάνει υπόψη τη ρευστότητα κάθε αγοράς κρατικών χρεωστικών τίτλων.

Άρθρο 8

Κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές ακάλυπτων θέσεων σε συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου

Όταν μια αρμόδια αρχή αναστέλλει τους περιορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει ακάλυπτη θέση σε μια σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου ενημερώνει τη σχετική αρμόδια αρχή όταν μια τέτοια θέση αγγίζει ή μειώνεται κάτω από τα όρια κοινοποίησης για τον εν λόγω κρατικό εκδότη, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7.

Άρθρο 9

Μέθοδος κοινοποίησης και δημοσιοποίησης

1.   Κάθε κοινοποίηση ή δημοσιοποίηση βάσει των άρθρων 5, 6, 7 ή 8 δίδει λεπτομερώς την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου που κατέχει τη σχετική θέση, το μέγεθος της θέσης, τον εκδότη σε σχέση με τον οποίο κατέχεται η θέση και την ημερομηνία δημιουργίας, μεταβολής ή παύσης κατοχής της θέσης.

Για τους σκοπούς των άρθρων 5, 6, 7 και 8, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατέχουν σημαντικές καθαρές αρνητικές θέσεις τηρούν για πέντε χρόνια αρχείο των ακαθάριστων θέσεων που συνιστούν σημαντική καθαρή αρνητική θέση.

2.   Ο σχετικός χρόνος για τον υπολογισμό μιας καθαρής αρνητικής θέσης είναι τα μεσάνυχτα στο τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης κατά την οποία το φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποκτά τη σχετική θέση. Ο χρόνος αυτός ισχύει για όλες τις συναλλαγές ανεξάρτητα από τα μέσα διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που εκτελούνται χειροκίνητα ή αυτοματοποιημένα, και ασχέτως εάν οι συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν στις κανονικές ώρες συναλλαγής. Η κοινοποίηση ή η δημοσιοποίηση πραγματοποιείται το αργότερο έως τις 15:30 της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης. Οι ώρες που καθορίζονται σε αυτή την παράγραφο υπολογίζονται σύμφωνα με την ώρα στο κράτος μέλος της αρμόδιας αρχής στην οποία πρέπει να γνωστοποιηθεί η σχετική θέση.

3.   Η γνωστοποίηση των πληροφοριών στη σχετική αρμόδια αρχή διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και ενσωματώνει μηχανισμούς που να επιτρέπουν την πιστοποίηση της πηγής.

4.   Η δημοσιοποίηση πληροφοριών κατά το άρθρο 6 πραγματοποιείται κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ταχεία και ισότιμη πρόσβαση στις πληροφορίες. Οι πληροφορίες αναρτώνται σε κεντρική ιστοσελίδα που θα διαχειρίζεται ή θα εποπτεύεται από τη σχετική αρμόδια αρχή. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν την ηλεκτρονική διεύθυνση της ιστοσελίδας αυτής στην ΕΑΚΑΑ, η οποία, με τη σειρά της, δημιουργεί στην ιστοσελίδα της σύνδεσμο με ε όλες αυτές τις κεντρικές ιστοσελίδες.

5.   Για μια συνεπή εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθοριστούν οι λεπτομέρειες που προβλέπονται για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα ανωτέρω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφοι όροι εφαρμογής της παραγράφου 4, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των μέσων με τα οποία οι πληροφορίες μπορούν να δημοσιοποιούνται.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 10

Εφαρμογή των απαιτήσεων κοινοποίησης και δημοσιοποίησης

Οι απαιτήσεις κοινοποίησης και δημοσιοποίησης βάσει των άρθρων 5, 6, 7 και 8 ισχύουν για φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διαμένουν ή είναι εγκατεστημένα είτε εντός της Ένωσης είτε σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 11

Πληροφορίες που παρέχονται στην ΕΑΚΑΑ

1.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν πληροφορίες σε συνοπτική μορφή στην ΕΑΚΑΑ ανά τρίμηνο για καθαρές αρνητικές θέσεις σε σχέση με το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο και με τους εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους καθώς και για ακάλυπτες θέσεις σε σχέση με συμβάσεις αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου, για τις οποίες αποτελούν τη σχετική αρμόδια αρχή, και λαμβάνουν κοινοποιήσεις βάσει των άρθρων 5, 7 και 8.

2.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει, οποιαδήποτε στιγμή, για να εκτελέσει τα καθήκοντά της εκ του παρόντος κανονισμού, πρόσθετες πληροφορίες, από μια σχετική αρμόδια αρχή, για καθαρές αρνητικές θέσεις που σχετίζονται με το εκδοθέν μετοχικό και με τους εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ή για ακάλυπτες θέσεις σε σχέση με συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου.

Η αρμόδια αρχή παρέχει τις απαιτούμενες πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ το αργότερο εντός επτά ημερολογιακών ημερών. Αν προκύψουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις που ενέχουν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς στο οικείο κράτος μέλος ή σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή παρέχει στην ΕΑΚΑΑ οιεσδήποτε διαθέσιμες πληροφορίες βάσει των απαιτήσεων κοινοποίησης δυνάμει των άρθρων 5, 7 και 8 εντός είκοσι τεσσάρων ωρών.

3.   Για μια συνεπή εφαρμογή της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις λεπτομέρειες που προβλέπονται για τους σκοπούς της παραγράφου 1 και 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα σχέδια στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Προκειμένου να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που θα καθορίζουν τον μορφότυπο των πληροφοριών οι οποίες παρέχονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην πιτροπή το αργότρο έως τις 31 Μαρτίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΚΑΛΥΠΤΕΣ ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ

Άρθρο 12

Περιορισμοί για ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις μετοχών

1.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να πραγματοποιήσει ανοικτή πώληση μιας μετοχής που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης μόνον όταν πληρούται μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δανειστεί τη μετοχή ή έχει λάβει εναλλακτικά μέτρα παρομοίου νομικού αποτελέσματος·

β)

το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει συνάψει συμφωνία για να δανειστεί τη μετοχή ή έχει άλλη απολύτως εκτελεστή απαίτηση στο πλαίσιο του ενοχικού δικαίου ή του δικαίου περί ιδιοκτησίας για τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας ενός αντίστοιχου αριθμού τίτλων της ιδίας κατηγορίας ώστε ο διακανονισμός να μπορεί να πραγματοποιηθεί στο προβλεπόμενο διάστημα· ή

γ)

το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει προβεί σε ρύθμιση με τρίτον βάσει της οποίας ο εν λόγω τρίτος έχει επιβεβαιώσει ότι η μετοχή έχει εντοπιστεί ως διαθέσιμη και έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα έναντι τρίτων ώστε το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να αναμένει ευλόγως ότι ο διακανονισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί στο προβλεπόμενο διάστημα.

2.   Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφοι όροι εφαρμογής της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει τους τύπους συμφωνιών, ρυθμίσεων και μέτρων που διασφαλίζουν επαρκώς ότι η μετοχή θα είναι διαθέσιμη για διακανονισμό. Για τον προσδιορισμό των μέτρων που είναι απαραίτητα ώστε να αναμένεται ευλόγως ότι ο διακανονισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί στο προβλεπόμενο διάστημα η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις ενδοσυνεδριακές συναλλαγές και τη ρευστότητα των μετοχών.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 13

Περιορισμοί για ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις κρατικών χρεωστικών τίτλων

1.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να πραγματοποιεί ανοικτή πώληση κρατικού χρεωστικού τίτλου μόνο όταν πληρούται μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δανειστεί τον κρατικό χρεωστικό τίτλο· ή έχει λάβει εναλλακτικά μέτρα παρομοίου νομικού αποτελέσματος·

β)

το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει συνάψει συμφωνία για να δανειστεί τον κρατικό χρεωστικό τίτλο ή έχει άλλη απολύτως εκτελεστή απαίτηση στο πλαίσιο του ενοχικού δικαίου ή του δικαίου περί ιδιοκτησίας για τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας ενός αντίστοιχου αριθμού τίτλων της ιδίας κατηγορίας προκειμένου ο διακανονισμός να μπορεί να πραγματοποιηθεί στο προβλεπόμενο διάστημα· ή

γ)

το φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει προβεί σε ρύθμιση με τρίτον βάσει της οποίας ο εν λόγω τρίτος έχει επιβεβαιώσει ότι ο κρατικός χρεωστικός τίτλος έχει εντοπιστεί ως διαθέσιμος ή άλλως αναμένει ευλόγως ότι ο διακανονισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί στο προβλεπόμενο διάστημα.

2.   Οι περιορισμοί της παραγράφου 1 δεν ισχύουν εάν η συναλλαγή χρησιμοποιείται για αντιστάθμιση κινδύνων από θετική θέση σε χρεωστικούς τίτλους ενός εκδότη, η αξία των οποίων έχει υψηλή συσχέτιση με την αξία του συγκεκριμένου κρατικού χρεωστικού τίτλου.

3.   Εφόσον η ρευστότητα του κρατικού χρεωστικού τίτλου μειώνεται κάτω από το όριο που καθορίζεται με τις μεθόδους της παραγράφου 4, οι περιορισμοί της παραγράφου 1 μπορούν να ανασταλούν προσωρινά από τη σχετική αρμόδια αρχή. Πριν την αναστολή των περιορισμών η σχετική αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και τις λοιπές αρμόδιες αρχές για την προτεινόμενη αναστολή.

Η αναστολή ισχύει για αρχική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσή της στον ιστότοπο της σχετικής αρμόδιας αρχής. Η αναστολή μπορεί να παραταθεί για περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες, εάν οι λόγοι της αναστολής εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν η αναστολή δεν παραταθεί μέχρι τη λήξη της αρχικής περιόδου ή μεταγενέστερης περιόδου παράτασης, λήγει αυτομάτως.

Η ΕΑΚΑΑ, εντός εικοσιτετραώρου από την ενημέρωση από τη σχετική αρμόδια αρχή γνωμοδοτεί βάσει της παραγράφου 4 επί της κοινοποιηθείσας αναστολής ή παράτασης αναστολής. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.

4.   Η Επιτροπή εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42 με σκοπό να προσδιορίσει τις παραμέτρους και τις μεθόδους υπολογισμού του κατώτατου ορίου ρευστότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σε σχέση με τους εκδοθέντες κρατικούς χρεωστικούς τίτλους.

Οι παράμετροι και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για τον υπολογισμό του ορίου καθορίζονται κατά τρόπο ώστε όταν εγγίζεται το όριο, αυτό να συνεπάγεται σημαντική μείωση σε σχέση με το μέσο επίπεδο ρευστότητας για τα συγκεκριμένα κρατικούς χρεωστικούς τίτλους.

Το όριο καθορίζεται βάσει ειδικών αντικειμενικών κριτηρίων της σχετικής αγοράς κρατικών χρεωστικών τίτλων, περιλαμβανομένης της συνολικής ποσότητας εκδοθέντων κρατικών χρεωστικών τίτλων για κάθε κρατικό εκδότη.

5.   Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφοι όροι εφαρμογής της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό των τύπων συμφωνιών ή ρυθμίσεων που διασφαλίζουν επαρκώς ότι ο κρατικός χρεωστικός τίτλος θα είναι διαθέσιμος για διακανονισμό. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη την ανάγκη διατήρησης της ρευστότητας των αγορών, ιδίως των αγορών κρατικών χρεωστικών τίτλων και των αγορών συμφωνιών επαναγοράς κρατικών χρεωστικών τίτλων.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 14

Περιορισμοί για ακάλυπτες συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου

1.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να πραγματοποιεί συναλλαγές συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου μόνον αν η συναλλαγή δεν οδηγεί σε ακάλυπτη θέση σε σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου όπως αναφέρεται στο άρθρο 4.

2.   Η αρμόδια αρχή δύναται να αναστείλει προσωρινά τους περιορισμούς κατά την παράγραφο 1, όταν έχει αντικειμενικούς λόγους να πιστεύει ότι η αγορά κρατικών χρεωστικών τίτλων της δεν λειτουργεί σωστά και ότι τέτοιοι περιορισμοί ενδέχεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην αγορά συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου, ιδίως επειδή αυξάνουν το κόστος δανεισμού για τους κρατικούς εκδότες ή επηρεάζουν την ικανότητα των κρατικών εκδοτών να εκδώσουν νέους χρεωστικούς τίτλους. Οι λόγοι αυτοί βασίζονται στους ακόλουθους δείκτες:

α)

υψηλό ή αυξανόμενο επιτόκιο επί του κρατικού χρεωστικού τίτλου·

β)

διεύρυνση των αποκλίσεων των επιτοκίων επί των κρατικών χρεωστικών τίτλων σε σύγκριση με τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους άλλων κρατικών εκδοτών·

γ)

διεύρυνση των αποκλίσεων των συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου σε σύγκριση με τη δική τους καμπύλη και με άλλους κρατικούς εκδότες·

δ)

έγκαιρη επιστροφή της τιμής των κρατικών χρεωστικών τίτλων στην αρχική ισορροπία τους μετά από μία μεγάλη συναλλαγή·

ε)

όγκος κρατικών χρεωστικών τίτλων που μπορούν να τεθούν σε διαπραγμάτευση.

Η αρμόδια αρχή δύναται επίσης να χρησιμοποιεί και άλλους δείκτες, πέραν αυτών που ορίζονται στα στοιχεία α) έως ε) του πρώτου εδαφίου.

Πριν την αναστολή των περιορισμών του παρόντος άρθρου, η σχετική αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στις λοιπές αρμόδιες αρχές την προτεινόμενη αναστολή και τους λόγους στους οποίους βασίζεται.

Η αναστολή ισχύει για αρχική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από τη δημοσίευσή της στον ιστότοπο της σχετικής αρμόδιας αρχής. Η αναστολή μπορεί να παραταθεί για περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες, εάν οι λόγοι της αναστολής εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν η αναστολή δεν παραταθεί κατά τη λήξη της αρχικής περιόδου ή μεταγενέστερης περιόδου παράτασης, λήγει αυτομάτως.

Η ΕΑΚΑΑ, εντός εικοσιτετραώρου από την κοινοποίηση της σχετικής αρμόδιας αρχής, εκδίδει γνωμοδότηση για τη σχεδιαζόμενη αναστολή ή την ανανέωσή της, ανεξάρτητα από το εάν η αρμόδια αρχή έχει βασίσει την αναστολή στους δείκτες που ορίζονται στα στοιχεία α) έως ε) του πρώτου εδαφίου ή σε άλλους δείκτες. Όταν η σχεδιαζόμενη αναστολή ή η ανανέωσή της βασίζεται στο δεύτερο εδάφιο, η γνωμοδότηση περιλαμβάνει αξιολόγηση των δεικτών που χρησιμοποιούνται από την αρμόδια αρχή. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 15

Διαδικασίες αγοράς

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε ένα κράτος μέλος που παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης για μετοχές διασφαλίζει την ύπαρξη διαδικασιών οι οποίες πληρούν όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

όταν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πωλεί μετοχές δεν μπορεί να παραδώσει τις μετοχές για διακανονισμό εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών από την ημέρα που πρέπει να γίνει ο διακανονισμός, τότε τίθενται αυτομάτως σε εφαρμογή διαδικασίες για την αγορά των μετοχών, ώστε να διασφαλίζεται η παράδοση των τίτλων για διακανονισμό·

β)

όταν η αγορά των μετοχών για παράδοση δεν είναι εφικτή, τότε καταβάλλεται ένα ποσό στον αγοραστή βάσει της αξίας των μετοχών προς παράδοση την ημερομηνία παράδοσης, καθώς και ένα ποσό ως αποζημίωση του αγοραστή λόγω της αποτυχίας του διακανονισμού· και

γ)

το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν επιτυγχάνει διακανονισμό, καταβάλλει όλα τα ποσά που έχουν καταβληθεί σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β).

2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε ένα κράτος μέλος που παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης για μετοχές διασφαλίζει την ύπαρξη διαδικασιών οι οποίες εξασφαλίζουν ότι, όταν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πωλεί μετοχές αδυνατεί να τις παραδώσει για διακανονισμό μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία αναμένεται ο διακανονισμός, τότε το φυσικό ή νομικό αυτό πρόσωπο πρέπει να προβαίνει σε ημερήσιες πληρωμές για κάθε μέρα κατά την οποία συνεχίζεται η αδυναμία αυτή.

Οι ημερήσιες πληρωμές θα πρέπει να είναι επαρκώς υψηλές ούτως ώστε να ενεργούν αποτρεπτικά για φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αθετούν τις υποχρεώσεις διακανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ

Άρθρο 16

Εξαιρέσεις όταν ο βασικός τόπος διαπραγμάτευσης βρίσκεται σε τρίτη χώρα

1.   Τα άρθρα 5, 6, 12 και 15 δεν ισχύουν για μετοχές μιας εταιρείας που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης, όταν ο βασικός τόπος διαπραγμάτευσης των μετοχών βρίσκεται σε τρίτη χώρα.

2.   Η σχετική αρμόδια αρχή για μετοχές μιας εταιρείας που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός Ένωσης και σε τόπο που βρίσκεται σε τρίτη χώρα, αξιολογεί τουλάχιστον κάθε δύο έτη, αν ο βασικός τόπος για τη διαπραγμάτευση αυτών των μετοχών βρίσκεται σε τρίτη χώρα.

Η σχετική αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για τυχόν μετοχές που εντοπίστηκε πως έχουν τον βασικό τόπο διαπραγμάτευσης σε τρίτη χώρα.

Κάθε δύο έτη η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τον κατάλογο των μετοχών για τις οποίες ο βασικός τόπος διαπραγμάτευσης βρίσκεται σε τρίτη χώρα. Ο κατάλογος ισχύει για δύο έτη.

3.   Για μια συνεπή εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν τη μέθοδο υπολογισμού της αξίας συναλλαγών για τον καθορισμό του κύριου τόπου διαπραγμάτευσης μιας μετοχής.

Η ΕΑΚΑΑ θα υποβάλλει τα σχέδια στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2, η ΕΑΚΑΑ θα καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει:

α)

την ημερομηνία κατά την οποία και την περίοδο για την οποία πρόκειται να πραγματοποιηθεί ο υπολογισμός του βασικού τόπου διαπραγμάτευσης για μια μετοχή·

β)

την ημερομηνία έως την οποία η σχετική αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για τις μετοχές εκείνες των οποίων ο βασικός τόπος διαπραγμάτευσης βρίσκεται σε τρίτη χώρα·

γ)

την ημερομηνία κατά την οποία θα τεθεί σε ισχύ ο κατάλογος μετά τη δημοσίευσή του από την ΕΑΚΑΑ.

Η ΕΑΚΑΑ θα υποβάλλει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 17

Εξαιρέσεις για δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης και πρωτογενούς αγοράς

1.   Τα άρθρα 5, 6, 7, 12, 13 και 14 δεν εφαρμόζονται σε συναλλαγές που πραγματοποιούνται λόγω δραστηριοτήτων ειδικής διαπραγμάτευσης.

2.   Η Επιτροπή μπορεί, με τη διαδικασία του άρθρου 44 παράγραφος 2, να λαμβάνει αποφάσεις που διαπιστώνουν ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο μιας τρίτης χώρας διασφαλίζει ότι μια αγορά εγκεκριμένη στην τρίτη χώρα συμμορφώνεται με τις νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις, οι οποίες, για τον σκοπό της εφαρμογής της εξαίρεσης που ορίζεται στην παράγραφο 1, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις δυνάμει του τίτλου III της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, δυνάμει της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις πράξεις προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση της αγοράς) (13) και δυνάμει της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά (14) και οι οποίες υπόκεινται στην αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα.

Το νομικό και εποπτικό πλαίσιο μιας τρίτης χώρας μπορεί να θεωρείται ισοδύναμο αν στην τρίτη αυτή χώρα:

α)

οι αγορές υπόκεινται σε αδειοδότηση και αποτελεσματική προληπτική και κατασταλτική εποπτεία και επιβολή σε μόνιμη βάση·

β)

οι αγορές έχουν σαφείς και διαφανείς κανόνες σχετικά με την εισαγωγή των τίτλων προς διαπραγμάτευση, ώστε οι τίτλοι να μπορούν να υποβληθούν σε διαπραγμάτευση με δίκαιο, τακτικό και αποτελεσματικό τρόπο και να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμοι·

γ)

οι εκδότες κινητών αξιών υπόκεινται σε απαιτήσεις περιοδικής και διαρκούς πληροφόρησης που διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών και

δ)

η διαφάνεια και η ακεραιότητα της αγοράς διασφαλίζονται με την αποτροπή καταχρηστικών πρακτικών στην αγορά μέσω πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.

3.   Τα άρθρα 7, 13 και 14 δεν ισχύουν για τις δραστηριότητες ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο ενεργώντας ως εξουσιοδοτημένος βασικός διαπραγματευτής βάσει συμφωνίας με κρατικό εκδότη, λειτουργεί ως εντολέας στο πλαίσιο πράξεων πρωτογενούς ή δευτερογενούς αγοράς σχετικά με τον κρατικό χρεωστικό τίτλο.

4.   Τα άρθρα 5, 6, 12, 13 και 14 του παρόντος κανονισμού δεν ισχύουν για ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο όταν αυτό προβαίνει σε ανοικτή πώληση μιας κινητής αξίας ή κατέχει καθαρή αρνητική θέση αναφορικά με τη διενέργεια πράξεων σταθεροποίησης βάσει του κεφαλαίου III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2273/2003 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2003, για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαλλαγές που προβλέπονται για τα προγράμματα επαναγοράς και τις πράξεις σταθεροποίησης χρηματοπιστωτικών μέσων (15).

5.   Η εξαίρεση κατά την παράγραφο 1 ισχύει μόνον όταν το εν λόγω φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει κοινοποιήσει γραπτώς στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του την πρόθεσή του να κάνει χρήση της εξαίρεσης. Η κοινοποίηση γίνεται τουλάχιστον 30 ημερολογιακές ημέρες πριν από την ημέρα κατά την οποία το φυσικό ή νομικό πρόσωπο σκοπεύει να κάνει για πρώτη φορά χρήση της εξαίρεσης.

6.   Η εξαίρεση της παραγράφου 3 ισχύει μόνον όταν ο εξουσιοδοτημένος βασικός διαπραγματευτής έχει κοινοποιήσει γραπτώς στη σχετική αρμόδια αρχή σε σχέση με τον συγκεκριμένο κρατικό χρεωστικό τίτλο την πρόθεσή του να κάνει χρήση της εξαίρεσης. Η κοινοποίηση γίνεται τουλάχιστον 30 ημερολογιακές ημέρες πριν από την ημέρα κατά την οποία το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ενεργώντας ως εξουσιοδοτημένος βασικός διαπραγματευτής σκοπεύει να κάνει για πρώτη φορά χρήση της εξαίρεσης.

7.   Η αρμόδια αρχή των παραγράφων 5 και 6 μπορεί να απαγορεύσει τη χρήση της εξαίρεσης αν θεωρήσει ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν πληροί τους όρους αυτής. Οιαδήποτε απαγόρευση επιβάλλεται εντός της περιόδου 30 ημερολογιακών ημερών που ορίζεται στις παραγράφους 5 ή 6 ή αργότερα αν η αρμόδια αρχή ενημερωθεί πως υπήρξαν αλλαγές στις συνθήκες του φυσικού ή νομικού προσώπου με αποτέλεσμα αυτό να μην πληροί πια τους όρους της εξαίρεσης.

8.   Μια οντότητα τρίτης χώρας η οποία δεν είναι εγκεκριμένη στην Ένωση αποστέλλει την κοινοποίηση των παραγράφων 5 και 6 στην αρμόδια αρχή του κύριου τόπου διαπραγμάτευσης στην Ένωση, στον οποίο συναλλάσσεται.

9.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλλει κοινοποίηση βάσει της παραγράφου 5 ενημερώνει το συντομότερο δυνατόν και γραπτώς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του όταν υπάρχουν οιεσδήποτε αλλαγές οι οποίες επηρεάζουν το δικαίωμα αυτού του προσώπου να κάνει χρήση της εξαίρεσης ή εάν αυτό δεν επιθυμεί πια να κάνει χρήση της εξαίρεσης.

10.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλλει κοινοποίηση βάσει της παραγράφου 6 ενημερώνει το συντομότερο δυνατόν και γραπτώς τη σχετική αρμόδια αρχή για το συγκεκριμένο κρατικό χρέος όταν υπάρχουν οιεσδήποτε αλλαγές οι οποίες επηρεάζουν το δικαίωμα αυτού του προσώπου να κάνει χρήση της εξαίρεσης ή εάν δεν επιθυμεί πια να κάνει χρήση της εξαίρεσης.

11.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μπορεί να ζητήσει πληροφορίες γραπτώς, από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες στο πλαίσιο των εξαιρέσεων των παραγράφων 1, 3 ή 4 σχετικά με τις αρνητικές θέσεις ή τις δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο της εξαίρεσης. Το ανωτέρω πρόσωπο παρέχει τις πληροφορίες το αργότερο τέσσερις ημερολογιακές ημέρες μετά τη διατύπωση του αιτήματος.

12.   Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση, σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή 9, σχετικά με οιουσδήποτε ειδικούς διαπραγματευτές και, σύμφωνα με την παράγραφο 6 ή 10, σχετικά με οιουσδήποτε εξουσιοδοτημένους βασικούς διαπραγματευτές κάνουν χρήση της εξαίρεσης καθώς και σχετικά με οιουσδήποτε ειδικούς διαπραγματευτές και εξουσιοδοτημένους βασικούς διαπραγματευτές δεν κάνουν πλέον χρήση της εξαίρεσης.

13.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και διατηρεί επικαιροποημένο στον ιστότοπό της έναν κατάλογο των ειδικών διαπραγματευτών και των εξουσιοδοτημένων βασικών διαπραγματευτών που κάνουν χρήση της εξαίρεσης.

14.   Η κοινοποίηση σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορεί να πραγματοποιηθεί από ένα πρόσωπο σε μια αρμόδια αρχή και από μια αρμόδια αρχή στην ΕΑΚΑΑ ανά πάσα στιγμή εντός 60 ημερολογιακών ημερών πριν την 1η Νοεμβρίου 2012.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΑΚΑΑ

ΤΜΗΜΑ 1

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

Άρθρο 18

Κοινοποίηση και δημοσιοποίηση πληροφοριών σε εξαιρετικές καταστάσεις

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 22, η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν καθαρές αρνητικές θέσεις που σχετίζονται με συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή τάξη χρηματοπιστωτικών μέσων, να την ενημερώσουν ή να δημοσιοποιήσουν στο κοινό λεπτομέρειες για τη θέση, όταν η θέση αγγίζει ή βρίσκεται κάτω από το όριο κοινοποίησης που έχει οριστεί από την αρμόδια αρχή όταν:

α)

υπάρχουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις που ενέχουν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς στο οικείο κράτος μέλος ή σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη και

β)

το μέτρο είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση της απειλής και δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών δυσανάλογες προς τα οφέλη του.

2.   Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει για χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία απαιτείται ήδη διαφάνεια βάσει των άρθρων 5 έως 8. Μέτρο δυνάμει της παραγράφου 1 μπορεί να εφαρμοσθεί σε περιστάσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που προσδιορίζονται από την αρμόδια αρχή. Μπορούν ειδικότερα να τεθούν εξαιρέσεις με σκοπό να εφαρμόζονται σε δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης και σε δραστηριότητες της πρωτογενούς αγοράς.

Άρθρο 19

Κοινοποίηση από τους δανειστές σε εξαιρετικές περιπτώσεις

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 22, η αρμόδια αρχή μπορεί να λάβει το μέτρο που εμφαίνεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου όταν:

α)

υπάρχουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις οι οποίες αποτελούν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς στο οικείο κράτος μέλος (μέλη) και

β)

το μέτρο είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση της απειλής και δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών δυσανάλογες προς τα οφέλη του.

2.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται στον δανεισμό ενός συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή τάξης χρηματοπιστωτικών μέσων να γνωστοποιήσουν κάθε ασυνήθιστη μεταβολή των αμοιβών που απαιτούνται για τον εν λόγω δανεισμό.

Άρθρο 20

Περιορισμοί στις ανοικτές πωλήσεις και σε παρόμοιες συναλλαγές σε εξαιρετικές περιπτώσεις

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 22, η αρμόδια αρχή μπορεί να λάβει ένα ή περισσότερα εκ των μέτρων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου όταν:

α)

υπάρχουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις που συνιστούν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς στο οικείο κράτος μέλος ή σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη και

β)

το μέτρο είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση της απειλής και δεν θα έχει αρνητική επίπτωση στην αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών δυσανάλογες προς τα οφέλη του.

2.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαγορεύσει ή να επιβάλει προϋποθέσεις που συνδέονται με φυσικά ή νομικά πρόσωπα που συμμετέχουν σε:

α)

ανοικτή πώληση· ή

β)

συναλλαγή εκτός από ανοικτή πώληση η οποία δημιουργεί ή συνδέεται με χρηματοπιστωτικό μέσο, και η επίπτωση ή μια από τις επιπτώσεις αυτής της συναλλαγής είναι η δημιουργία ενός χρηματοοικονομικού πλεονεκτήματος για το φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε περίπτωση μείωσης στην τιμή ή την αξία ενός άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου.

3.   Ένα μέτρο που ελήφθη σύμφωνα με την παράγραφο 2 μπορεί να εφαρμόζεται στις συναλλαγές που αφορούν όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, τα χρηματοπιστωτικά μέσα ειδικής κατηγορίας ή ένα ειδικό χρηματοπιστωτικό μέσο. Το μέτρο μπορεί να εφαρμόζεται σε περιστάσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που θέτει η αρμόδια αρχή. Εξαιρέσεις μπορούν ειδικότερα να τεθούν για να εφαρμόζονται σε δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης και σε δραστηριότητες πρωτογενούς αγοράς.

Άρθρο 21

Περιορισμοί συναλλαγών επί συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου σε εξαιρετικές περιπτώσεις

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 22, η αρμόδια αρχή μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου να προβεί σε συναλλαγές συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου ή να περιορίσει την αξία θέσεων συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου που επιτρέπεται να συνάψουν τα πρόσωπα αυτά, όπου:

α)

υπάρχουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις που συνιστούν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς στο οικείο κράτος μέλος ή σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη και

β)

το μέτρο είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση της απειλής και δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών δυσανάλογες προς τα οφέλη του.

2.   Ένα μέτρο που ελήφθη δυνάμει της παραγράφου 1 μπορεί να εφαρμόζεται σε συναλλαγές συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ή σε συγκεκριμένες συναλλαγές συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου. Το μέτρο μπορεί να εφαρμόζεται σε περιστάσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που θέτει η αρμόδια αρχή. Εξαιρέσεις μπορούν ειδικότερα να τεθούν για να εφαρμόζονται σε δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης και σε δραστηριότητες πρωτογενούς αγοράς.

Άρθρο 22

Μέτρα άλλων αρμοδίων αρχών

Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, η αρμόδια αρχή σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο δεν αποτελεί τη σχετική αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει ή να ανανεώνει ένα μέτρο δυνάμει των άρθρων 18, 19, 20 ή 21 μόνον με τη συγκατάθεση της σχετικής αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 23

Εξουσία προσωρινού περιορισμού ανοικτών πωλήσεων χρηματοπιστωτικών μέσων σε περίπτωση σημαντικής πτώσης της τιμής

1.   Όταν η τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου σε ένα τόπο διαπραγμάτευσης έχει μειωθεί σημαντικά στη διάρκεια μιας ημέρας διαπραγμάτευσης σε σχέση με την τιμή κλεισίματος στον ίδιο τόπο την προηγούμενη ημέρα διαπραγμάτευσης, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για τον εν λόγω τόπο εξετάζει κατά πόσον είναι σκόπιμο να απαγορευθεί ή να περιοριστεί η συμμετοχή φυσικών ή νομικών προσώπων σε ανοικτή πώληση του χρηματοπιστωτικού μέσου στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης ή να περιοριστούν κατ’ άλλο τρόπο οι συναλλαγές στο οικείο χρηματοπιστωτικό μέσο στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης για να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη πτώση της τιμής του.

Όταν η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί σύμφωνα με πρώτο εδάφιο ότι είναι σκόπιμο, απαγορεύει ή περιορίζει, στην περίπτωση μετοχής ή χρεωστικού τίτλου, τη συμμετοχή φυσικών ή νομικών προσώπων σε ανοικτή πώληση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης ή, στην περίπτωση άλλου τύπου χρηματοπιστωτικού μέσου, περιορίζει τις συναλλαγές σε αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης για να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη πτώση της τιμής του.

2.   Το μέτρο δυνάμει της παραγράφου 1 θα ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει το τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης που ακολουθεί την ημέρα διαπραγμάτευσης κατά την οποία προκύπτει η πτώση της τιμής. Εάν, στο τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης που ακολουθεί την ημέρα διαπραγμάτευσης κατά την οποία προκύπτει η πτώση της τιμής, παρατηρείται, παρά την επιβολή του μέτρου, περαιτέρω σημαντική πτώση της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου που αναλογεί τουλάχιστον στο μισό του ποσού που προσδιορίζεται στην παράγραφο 5, σε σχέση με την τιμή κλεισίματος της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης, η αρμόδια αρχή δύναται να παρατείνει την ισχύ του μέτρου για περαιτέρω περίοδο που δεν υπερβαίνει δύο ημέρες διαπραγμάτευσης μετά το τέλος της δεύτερης ημέρας διαπραγμάτευσης.

3.   Το μέτρο δυνάμει της παραγράφου 1 θα εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ή θα υπόκειται σε εξαιρέσεις που θέτει αρμόδια αρχή. Εξαιρέσεις μπορούν ειδικότερα να τεθούν για να εφαρμόζονται σε δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης και σε δραστηριότητες πρωτογενούς αγοράς.

4.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενός τόπου διαπραγμάτευσης όπου ένα χρηματοπιστωτικό μέσο σε μια μόνον ημέρα διαπραγμάτευσης μειώθηκε σε σχέση με την αξία που εμφαίνεται στην παράγραφο 5 κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου 1 το αργότερο 2 ώρες μετά το τέλος της εν λόγω ημέρας διαπραγμάτευσης. Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής τόπων διαπραγμάτευσης οι οποίοι διαπραγματεύονται το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Εάν αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη δράση που αναλαμβάνει άλλη αρμόδια αρχή για χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε διαφορετικούς τόπους υπαγομένους στη δικαιοδοσία διαφορετικών αρμόδιων αρχών, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να βοηθήσει τις αρχές αυτές να καταλήξουν σε συμφωνία όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Ο συμβιβασμός ολοκληρώνεται πριν από τα μεσάνυχτα στο τέλος της ίδιας ημέρας διαπραγμάτευσης. Εάν οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία στη φάση συμβιβασμού, η ΕΑΚΑΑ δύναται να λάβει απόφαση κατά το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η απόφαση λαμβάνεται πριν το άνοιγμα της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης.

5.   Η πτώση της αξίας ανέρχεται σε 10 % ή περισσότερο στην περίπτωση μιας ρευστής μετοχής, όπως ορίζεται στο άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, και για μη ρευστές μετοχές και άλλες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων σε ένα ποσό που καθορίζεται από την Επιτροπή.

6.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδώσει και να αποστείλει στην Επιτροπή γνωμοδότηση σχετικά με την προσαρμογή των ορίων της παραγράφου 5, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42 που τροποποιούν τα όρια της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

7.   Η Επιτροπή εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42 που προσδιορίζουν τι συνιστά σημαντική πτώση της αξίας για χρηματοπιστωτικά μέσα διαφορετικά από τις ρευστές μετοχές, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε κατηγορίας χρηματοπιστωτικού μέσου και τις διαφορές μεταβλητότητας.

8.   Για μια συνεπή εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που ορίζουν τη μέθοδο υπολογισμού της πτώσης κατά 10 % για ρευστές μετοχές και της πτώσης της αξίας που καθορίζεται από την Επιτροπή όπως αναφέρεται στην παράγραφο 7.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 24

Περίοδος περιορισμών

Μέτρο που επιβάλλεται δυνάμει των άρθρων 18, 19, 20 ή 21 ισχύει για αρχική περίοδο μη υπερβαίνουσα τους τρεις μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της ειδοποίησης που ορίζεται στο άρθρο 25.

Το μέτρο μπορεί να ανανεωθεί για περαιτέρω περιόδους μη υπερβαίνουσες τους τρεις μήνες εάν οι λόγοι λήψης του μέτρου εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν το μέτρο δεν ανανεωθεί μέχρι τη λήξη της εν λόγω τρίμηνης περιόδου, λήγει αυτομάτως.

Άρθρο 25

Ανακοίνωση περιορισμών

1.   Η αρμόδια αρχή ανακοινώνει στον ιστότοπό της την απόφαση για επιβολή ή ανανέωση των μέτρων που αναφέρονται στα άρθρα 18 έως 23.

2.   Η ανακοίνωση περιλαμβάνει λεπτομέρειες τουλάχιστον για:

α)

τα μέτρα που επιβάλλονται, συμπεριλαμβανομένων των μέσων και των κατηγοριών των συναλλαγών στις οποίες εφαρμόζονται, καθώς και τη διάρκειά τους·

β)

τους λόγους για τους οποίους η αρμόδια αρχή θεωρεί αναγκαία την επιβολή των μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που στηρίζουν τους λόγους αυτούς.

3.   Ένα μέτρο που ελήφθη βάσει των άρθρων 18 έως 23 αρχίζει να ισχύει όταν η ανακοίνωση δημοσιευθεί ή σε χρόνο που καθορίζεται στην ανακοίνωση μετά τη δημοσίευσή της, και εφαρμόζεται μόνο για συναλλαγή που πραγματοποιείται μετά την έναρξη της ισχύος του μέτρου.

Άρθρο 26

Κοινοποίηση στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές

1.   Πριν την επιβολή ή την ανανέωση μέτρου δυνάμει των άρθρων 18, 19, 20 ή 21 και πριν την επιβολή περιορισμού δυνάμει του άρθρου 23, η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στις άλλες αρμόδιες αρχές το προτεινόμενο μέτρο.

2.   Η κοινοποίηση περιλαμβάνει λεπτομέρειες των προτεινόμενων μέτρων, τις κατηγορίες των χρηματοπιστωτικών μέσων και συναλλαγών στις οποίες θα εφαρμόζονται, τα αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν τους λόγους για τα μέτρα αυτά και την ημερομηνία κατά την οποία τα μέτρα πρόκειται να τεθούν σε ισχύ.

3.   Η κοινοποίηση της πρότασης για την επιβολή ή ανανέωση ενός μέτρου δυνάμει των άρθρων 18, 19, 20 ή 21 πραγματοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες πριν την έναρξη ισχύος ή την ανανέωση του μέτρου. Σε εξαιρετικές συνθήκες, μία αρμόδια αρχή μπορεί να προβεί στην κοινοποίηση σε λιγότερο από 24 ώρες πριν από τη στιγμή κατά την οποία το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ, όταν είναι αδύνατον να γίνει ειδοποίηση 24 ώρες πριν. Η κοινοποίηση ενός περιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 23 γίνεται πριν την προγραμματισμένη έναρξη ισχύος του μέτρου.

4.   Μια αρμόδια αρχή που λαμβάνει κοινοποίηση βάσει του παρόντος άρθρου μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με τα άρθρα 18 έως 23 στο εν λόγω κράτος μέλος εφόσον έχει πεισθεί ότι το μέτρο είναι αναγκαίο για να βοηθήσει την αρμόδια αρχή που κοινοποιεί. Η αρμόδια αρχή που λαμβάνει κοινοποίηση πρέπει και η ίδια να προβεί σε κοινοποίηση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 3 όταν προτείνει τη λήψη μέτρων.

ΤΜΗΜΑ 2

Εξουσίες της ΕΑΚΑΑ

Άρθρο 27

Συντονισμός από την ΕΑΚΑΑ

1.   Η ΕΑΚΑΑ αναλαμβάνει ρόλο διευκόλυνσης και συντονισμού σε σχέση με μέτρα που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το τμήμα 1. Ειδικότερα, η ΕΑΚΑΑ διασφαλίζει ότι έχει υιοθετηθεί μια συνεκτική προσέγγιση από τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται, ιδίως όταν πρέπει να κάνει χρήση των εξουσιών παρέμβασης, τη φύση οιωνδήποτε μέτρων έχουν επιβληθεί και την έναρξη και διάρκεια των μέτρων αυτών.

2.   Μετά τη λήψη της κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 26 για κάθε μέτρο που πρόκειται να επιβληθεί ή να ανανεωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19, 20 ή 21, η ΕΑΚΑΑ πρέπει εντός 24 ωρών να εκδώσει γνωμοδότηση σχετικά με το κατά πόσο θεωρεί ότι το μέτρο ή το προτεινόμενο μέτρο είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής κατάστασης. Η γνωμοδότηση αυτή προσδιορίζει κατά πόσο η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι ανέκυψαν ανεπιθύμητα γεγονότα ή εξελίξεις τα οποία συνιστούν σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, αν το μέτρο ή το προτεινόμενο μέτρο είναι κατάλληλο και ανάλογο για την αντιμετώπιση της απειλής και αν η προτεινόμενη διάρκεια οιουδήποτε τέτοιου μέτρου είναι αιτιολογημένη. Αν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι η λήψη οποιουδήποτε μέτρου από άλλες αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της απειλής, το αναφέρει επίσης στη γνωμοδότηση. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.

3.   Όταν μια αρμόδια αρχή προτίθεται να λάβει ή λαμβάνει μέτρα αντίθετα με μια γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ βάσει της παραγράφου 2, ή αρνείται να λάβει μέτρα αντίθετα προς μια γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ βάσει της εν λόγω παραγράφου, δημοσιεύει στον ιστότοπό της εντός εικοσιτετραώρου από την παραλαβή της γνωμοδότησης της ΕΑΚΑΑ μια ανακοίνωση στην οποία εξηγεί πλήρως τους λόγους της επιλογής της. Σε μια τέτοια περίπτωση η ΕΑΚΑΑ εξετάζει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις και εάν είναι μία προσήκουσα περίπτωση για τη χρήση των εξουσιών παρέμβασης που της αναθέτει το άρθρο 28.

4.   Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου τακτικά και, οπωσδήποτε, κάθε τρεις μήνες. Εάν το μέτρο δεν ανανεωθεί μέχρι τη λήξη της εν λόγω τρίμηνης περιόδου, λήγει αυτομάτως.

Άρθρο 28

Εξουσίες παρέμβασης της ΕΑΚΑΑ σε εξαιρετικές καταστάσεις

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προβαίνει στα εξής:

α)

απαιτεί από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν καθαρές αρνητικές θέσεις σε σχέση με συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή ή να δημοσιοποιούν στο κοινό λεπτομέρειες για τις θέσεις αυτές· ή

β)

απαγορεύει ή επιβάλλει προϋποθέσεις στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να συμμετέχουν σε μια ανοικτή πώληση ή σε συναλλαγή η οποία δημιουργεί, ή συνδέεται με, χρηματοπιστωτικό μέσο διαφορετικό από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εμφαίνονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ), όταν η επίπτωση ή μια από τις επιπτώσεις της συναλλαγής είναι η εκχώρηση χρηματοπιστωτικού πλεονεκτήματος για το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην περίπτωση μείωσης της τιμής ή της αξίας ενός άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου.

Το μέτρο μπορεί ιδίως να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ή να υπόκειται σε εξαιρέσεις που καθορίζονται από την ΕΑΚΑΑ. Εξαιρέσεις μπορούν ειδικότερα να καθορίζονται ώστε να εφαρμόζονται σε δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης και σε δραστηριότητες πρωτογενούς αγοράς.

2.   Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 μόνον εφόσον:

α)

τα μέτρα των στοιχείων α) και β) της παραγράφου 1 αντιμετωπίζουν απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση και υπάρχουν διασυνοριακές επιπτώσεις και

β)

καμία αρμόδια αρχή δεν έχει λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της απειλής ή η αρμόδια αρχή (αρχές) έχει λάβει μέτρα που δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς την απειλή.

3.   Κατά τη λήψη των μέτρων της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη της τον βαθμό στον οποίο το μέτρο:

α)

αντιμετωπίζει σημαντικά την απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση ή βελτιώνει σημαντικά την ικανότητα των αρμόδιων αρχών να παρακολουθούν την απειλή·

β)

δεν δημιουργεί τον κίνδυνο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας·

γ)

δεν έχει αρνητική επίδραση στην αποτελεσματικότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της ρευστότητας στις αγορές αυτές ή της δημιουργίας αβεβαιότητας για τους συμμετέχοντες στην αγορά, δυσανάλογη προς τα οφέλη του μέτρου.

Όταν μια ή περισσότερες αρμόδιες αρχές έχουν λάβει μέτρα σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19, 20 ή 21, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, χωρίς την έκδοση της γνωμοδότησης κατ άρθρο 27.

4.   Πριν αποφασίσει να επιβάλει ή να ανανεώσει οποιοδήποτε μέτρο της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ διεξάγει διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Συστημικού Κινδύνου και, εφόσον ενδείκνυται, με άλλες σχετικές αρχές.

5.   Πριν αποφασίσει να επιβάλει ή να ανανεώσει κάθε μέτρο της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές το μέτρο που προτείνει να λάβει. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει λεπτομέρειες των προτεινόμενων μέτρων, της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων και συναλλαγών στις οποίες θα εφαρμόζονται, τα αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν τους λόγους για τα μέτρα αυτά και την ημερομηνία έναρξης ισχύος των μέτρων.

6.   Η κοινοποίηση πραγματοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες πριν το μέτρο τεθεί σε ισχύ ή ανανεωθεί. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να πραγματοποιήσει την κοινοποίηση σε λιγότερο από 24 ώρες πριν από τη στιγμή που το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ όταν είναι αδύνατον να σταλεί ειδοποίηση 24 ώρες πριν.

7.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της ανακοίνωση σχετικά με οποιαδήποτε απόφαση επιβολής ή ανανέωσης κάθε μέτρου της παραγράφου 1. Η ανακοίνωση πρέπει τουλάχιστον να προσδιορίζει:

α)

τα μέτρα που επιβάλλονται, συμπεριλαμβανομένων των μέσων και των κατηγοριών των συναλλαγών στις οποίες εφαρμόζονται, καθώς και τη διάρκεια τους και

β)

τους λόγους για τους οποίους η ΕΑΚΑΑ είναι της γνώμης ότι είναι αναγκαία η επιβολή των μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που στηρίζουν τους λόγους αυτούς.

8.   Αφότου αποφασίσει να επιβάλει ή να ανανεώσει οιοδήποτε μέτρο αναφέρεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ γνωστοποιεί αμέσως στις αρμόδιες αρχές τα μέτρα που ελήφθησαν.

9.   Ένα μέτρο αρχίζει να ισχύει κατά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ ή σε χρονική στιγμή που καθορίζεται στην ανακοίνωση, μετά τη δημοσίευσή της, και εφαρμόζεται μόνο σε συναλλαγή που συνήφθη μετά την έναρξη ισχύος του μέτρου.

10.   Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει μέτρο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον κάθε τρεις μήνες. Εάν το μέτρο δεν ανανεωθεί μέχρι τη λήξη μιας τέτοιας τρίμηνης περιόδου, λήγει αυτομάτως. Οι παράγραφοι 2 έως 9 εφαρμόζονται στην ανανέωση των μέτρων.

11.   Ένα μέτρο που εγκρίθηκε από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το παρόν άρθρο, υπερισχύει κάθε προηγούμενου μέτρου λαμβανομένου από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το τμήμα 1.

Άρθρο 29

Εξουσίες της ΕΑΚΑΑ σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης σε σχέση με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους

Στην περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης σε σχέση με κρατικούς χρεωστικούς τίτλους ή συμβάσεις αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου εφαρμόζονται τα άρθρα 18 και 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 30

Περαιτέρω καθορισμός των ανεπιθύμητων συμβάντων ή εξελίξεων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 42 που προσδιορίζουν τα κριτήρια και τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ για να καθορίζεται πότε ανακύπτουν τα ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις που αναφέρονται στα άρθρα 18 έως 21 και στο άρθρο 27 και οι απειλές που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 2 στοιχείο α).

Άρθρο 31

Έρευνες από την ΕΑΚΑΑ

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί, κατόπιν αίτησης μιας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή με δική της πρωτοβουλία, να διεξαγάγει έρευνα σχετικά με συγκεκριμένο ζήτημα ή πρακτική που αφορά τις ανοικτές πωλήσεις ή τη χρήση των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης, για να αξιολογήσει εάν το ζήτημα ή η πρακτική συνιστά πιθανή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη των αγορών στην Ένωση.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει έκθεση με τα ευρήματά της και τυχόν συστάσεις για το ζήτημα ή την πρακτική εντός τριών μηνών από το τέλος της εν λόγω έρευνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΡΟΛΟΣ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ

Άρθρο 32

Αρμόδιες αρχές

Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια ή περισσότερες αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

Όταν ένα κράτος μέλος ορίζει πλείονες αρμόδιες αρχές, προσδιορίζει με ευκρίνεια τους αντίστοιχους ρόλους τους και ορίζει μία συγκεκριμένη αρχή ως υπεύθυνη για τον συντονισμό της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών με την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για αυτούς τους ορισμούς.

Άρθρο 33

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Προκειμένου να ασκήσουν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές έχουν όλες τις απαραίτητες εξουσίες εποπτείας και έρευνας. Ασκούν τις εξουσίες τους με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές· ή

γ)

κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

2.   Προκειμένου να ασκήσουν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές έχουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εξουσία για:

α)

να αποκτούν πρόσβαση σε έγγραφα υπό οιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν έγγραφα ή αντίγραφα αυτών·

β)

να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και, εφόσον είναι αναγκαίο, να καλούν και να θέτουν ερωτήματα σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών·

γ)

να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους, με ή χωρίς προειδοποίηση·

δ)

να ζητούν κάθε υπάρχουσα καταγραφή τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή ανταλλαγής δεδομένων·

ε)

να απαιτούν τη διακοπή κάθε πρακτικής αντίθετης στον παρόντα κανονισμό·

στ)

να απαιτούν τη δέσμευση ή/και την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων.

3.   Οι αρμόδιες αρχές, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 στοιχεία α) και β), έχουν την εξουσία σε μεμονωμένες περιπτώσεις να απαιτήσουν από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνάπτει μια συναλλαγή σύμβασης αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου τα ακόλουθα:

α)

να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τον σκοπό της συναλλαγής και κατά πόσο προορίζεται για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου ή για άλλο σκοπό και

β)

να παράσχει πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τον υποκείμενο κίνδυνο όταν η συναλλαγή προορίζεται για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου.

Άρθρο 34

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την αρμόδια αρχή ή για μια οποιαδήποτε αρχή ή για οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο η αρμόδια αρχή έχει αναθέσει καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένων των ελεγκτών και εμπειρογνωμόνων που προσλαμβάνονται από την αρμόδια αρχή. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο δεν μπορούν να γνωστοποιούνται σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή αρχή, εκτός εάν η γνωστοποίηση είναι αναγκαία στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

2.   Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού που αφορούν επιχειρηματικές ή επιχειρησιακές συνθήκες και άλλες οικονομικές ή προσωπικές υποθέσεις θεωρούνται εμπιστευτικές και υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου εκτός εάν η αρμόδια αρχή δηλώσει κατά τη στιγμή της επικοινωνίας ότι η πληροφορία αυτή δύναται να γνωστοποιηθεί ή ότι η γνωστοποίηση είναι αναγκαία στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

Άρθρο 35

Υποχρέωση συνεργασίας

Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται όταν κρίνεται αναγκαίο ή σκόπιμο για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ανταλλάσσουν πληροφορίες που αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 36

Συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ

Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς καθυστέρηση, στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι αναγκαίες για να επιτελέσει τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 37

Συνεργασία σε περίπτωση αιτήματος για επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες

1.   Η αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή της αρμόδιας αρχής ενός άλλου κράτους μέλους σχετικά με επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες.

Η αιτούσα αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για οποιοδήποτε αίτημα, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο. Στην περίπτωση ελέγχου ή έρευνας με διασυνοριακές επιπτώσεις, η ΕΑΚΑΑ δύναται και, εάν της ζητηθεί, υποχρεούται να συντονίζει την έρευνα ή τον έλεγχο.

2.   Εάν μια αρμόδια αρχή λάβει αίτημα από μια αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους για τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου ή έρευνας, μπορεί να:

α)

διενεργεί η ίδια τον επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα·

β)

επιτρέπει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να συμμετάσχει σε έναν επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα·

γ)

επιτρέπει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να διενεργήσει η ίδια τον επιτόπιο έλεγχο ή έρευνα·

δ)

ορίζει ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες για τη διενέργεια του επιτόπιου ελέγχου ή έρευνας·

ε)

αναθέτει συγκεκριμένα καθήκοντα σχετικά με τις δραστηριότητες εποπτείας με τις άλλες αρμόδιες αρχές.

3.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει από αρμόδιες αρχές να εκτελέσουν συγκεκριμένα ερευνητικά καθήκοντα και επιτόπιους ελέγχους όταν πληροφορίες απαιτούνται ευλόγως από την ΕΑΚΑΑ για να ασκήσει την εξουσία που της εκχωρεί ρητά ο παρών κανονισμός.

Άρθρο 38

Συνεργασία με τρίτες χώρες

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνάπτουν, όπου είναι εφικτό, διακανονισμούς συνεργασίας με αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές αρχές σε τρίτες χώρες, την επιβολή των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό σε τρίτες χώρες και τη λήψη παρόμοιων μέτρων σε τρίτες χώρες από τις εποπτικές αρχές τους προκειμένου να συμπληρώσουν τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του κεφαλαίου V. Αυτοί οι διακανονισμοί συνεργασίας εξασφαλίζουν τουλάχιστον αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να επιτελούν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Μια αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όταν προτίθεται να προβεί σε σύναψη ενός διακανονισμού τέτοιου είδους.

2.   Ο διακανονισμός συνεργασίας θα περιέχει διατάξεις σχετικά με την ανταλλαγή δεδομένων και πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τη σχετική αρμόδια αρχή προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωση που ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2.

3.   Η ΕΑΚΑΑ συντονίζει την ανάπτυξη διακανονισμών συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των σχετικών εποπτικών αρχών τρίτων χωρών. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΚΑΑ προετοιμάζει ένα πρότυπο εγγράφων για διακανονισμούς συνεργασίας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τις αρμόδιες αρχές.

Η ΕΑΚΑΑ συντονίζει επίσης την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που λαμβάνονται από τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, οι οποίες μπορεί να αφορούν τη λήψη μέτρων βάσει του κεφαλαίου V.

4.   Οι αρμόδιες αρχές συνάπτουν διακανονισμούς συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών μόνο αν οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται υπόκεινται σε εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που ορίζονται στο άρθρο 34. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών αποσκοπεί στην εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμοδίων αρχών.

Άρθρο 39

Διαβίβαση και διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Όσον αφορά στη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ κρατών μελών ή μεταξύ κρατών μελών και μιας τρίτης χώρας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την οδηγία 95/46/ΕΚ. Όσον αφορά στη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΚΑΑ σε κράτη μέλη ή σε τρίτη χώρα, η ΕΑΚΑΑ συμμορφώνεται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της πρώτης παραγράφου διατηρούνται για μέγιστη περίοδο πέντε ετών.

Άρθρο 40

Γνωστοποίηση πληροφοριών σε τρίτες χώρες

Η αρμόδια αρχή μπορεί να διαβιβάσει στην εποπτική αρχή μιας τρίτης χώρας στοιχεία και την ανάλυση στοιχείων όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 25 ή 26 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, αλλά αυτή η διαβίβαση θα πραγματοποιείται μόνο κατά περίπτωση. Η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει πεισθεί ότι η διαβίβαση είναι αναγκαία για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Κάθε διαβίβαση τέτοιου είδους θα πραγματοποιείται βάσει συμφωνίας ότι η τρίτη χώρα δεν θα διαβιβάσει τα δεδομένα σε εποπτική αρχή άλλης τρίτης χώρας χωρίς τη ρητή γραπτή εξουσιοδότηση της αρμόδιας αρχής.

Η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί τις πληροφορίες που είναι εμπιστευτικές σύμφωνα με το άρθρο 34 και τις οποίες λαμβάνει από μια αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σε μια αρμόδια αρχή μιας τρίτης χώρας μόνο εάν η αρμόδια αρχή διαθέτει ρητή συμφωνία της αρμόδιας αρχής που έχει διαβιβάσει τις πληροφορίες και, κατά περίπτωση, αν οι πληροφορίες γνωστοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω αρμόδια αρχή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της.

Άρθρο 41

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων διοικητικών μέτρων, που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις παραβίασης του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις και μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές για να διασφαλίζει ότι ακολουθείται συνεκτική προσέγγιση όσον αφορά τις κυρώσεις και τα διοικητικά μέτρα που θα υιοθετήσουν τα κράτη μέλη.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ τις διατάξεις που αναφέρονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο έως την 1η Ιουλίου 2012 και τις ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση για τυχόν μεταγενέστερη τροποποίηση που επηρεάζει τις διατάξεις αυτές.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της και επικαιροποιεί τακτικά κατάλογο των υφιστάμενων κυρώσεων και, διοικητικών μέτρων, που εφαρμόζονται σε κάθε κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με τις κυρώσεις και τα διοικητικά μέτρα που επιβλήθηκαν. Εάν μια αρμόδια αρχή δημοσιοποιήσει στο κοινό το γεγονός ότι επιβλήθηκε μια κύρωση ή ένα διοικητικό μέτρο, ενημερώνει ταυτόχρονα την ΕΑΚΑΑ επ’ αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 42

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Η εξουσία για τη θέσπιση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση ανατίθεται στην Επιτροπή με την επιφύλαξη των όρων που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

2.   Η εξουσία για τη θέσπιση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 3 παράγραφος 7, στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 5 παράγραφος 4, στο άρθρο 6 παράγραφος 4, στο άρθρο 7 παράγραφος 3, στο άρθρο 17 παράγραφος 2, στο άρθρο 23 παράγραφος 5, και στο άρθρο 30 εκχωρείται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα.

3.   Η εκχώρηση εξουσιών σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 3 παράγραφος 7, το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 5 παράγραφος 4, το άρθρο 6 παράγραφος 4, το άρθρο 7 παράγραφος 3, το άρθρο 17 παράγραφος 2, το άρθρο 23 παράγραφος 5, και το άρθρο 30 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που καθορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Η απόφαση ανάκλησης αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στις διατάξεις της. Η απόφαση αυτή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων οι οποίες είχαν ήδη τεθεί σε ισχύ.

4.   Μόλις εγκρίνει μια πράξη κατ’ εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.   Κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 2, του άρθρου 3 παράγραφος 7, του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 5 παράγραφος 4, του άρθρου 6 παράγραφος 4, του άρθρου 7 παράγραφος 3, του άρθρου 17 παράγραφος 2, του άρθρου 23 παράγραφος 5 και του άρθρου 30 αρχίζει να ισχύει μόνον εφόσον δεν έχουν αντιταχθεί σε αυτή ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της πράξης αυτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από την παρέλευση της εν λόγω χρονικής περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή για το ότι δεν σκοπεύουν να προβάλουν αντίρρηση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 43

Προθεσμίες για την έγκριση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων

Η Επιτροπή εγκρίνει τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στο άρθρο 3 παράγραφος 7, στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 5 παράγραφος 4, στο άρθρο 6 παράγραφος 4, στο άρθρο 7 παράγραφος 3, στο άρθρο 17 παράγραφος 2, στο άρθρο 23 παράγραφος 5 και στο άρθρο 30 έως τις 31 Μαρτίου 2012.

Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει το διάστημα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο κατά έξι μήνες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 44

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής (16). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 45

Επανεξέταση και υποβολή έκθεσης

Έως τις 30 Ιουνίου 2013, η Επιτροπή, κατόπιν συζητήσεων με τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με:

α)

την καταλληλότητα των ορίων κοινοποίησης και δημοσιοποίησης σύμφωνα με τα άρθρα 5, 6, 7 και 8·

β)

τον αντίκτυπο των μεμονωμένων απαιτήσεων δημοσιοποίησης δυνάμει του άρθρου 6, ιδιαίτερα σε σχέση με την αποτελεσματικότητα και τη μεταβλητότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών·

γ)

κατά πόσο είναι σκόπιμη η απευθείας, συγκεντρωτική γνωστοποίηση στην ΕΑΚΑΑ·

δ)

τη λειτουργία των περιορισμών και των απαιτήσεων που προβλέπονται στα κεφάλαια II και ΙΙΙ·

ε)

την καταλληλότητα των περιορισμών επί των ακάλυπτων συμβάσεων αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου και το κατά πόσον άλλοι περιορισμοί ή όροι για τις ανοικτές πωλήσεις ή τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης θεωρούνται κατάλληλοι.

Άρθρο 46

Μεταβατική διάταξη

1.   Υφιστάμενα μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και βρίσκονταν εν ισχύει πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου 2010, μπορούν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται έως την 1η Ιουλίου 2013 με την προϋπόθεση ότι έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή έως τις 24 Απριλίου 2012.

2.   Οι συναλλαγές σε συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης που καταλήγουν σε ακάλυπτη θέση σε μια σύμβαση αντιστάθμισης κρατικού πιστωτικού κινδύνου, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από τις 25 Μαρτίου 2012 ή κατά τη διάρκεια αναστολής των περιορισμών επί ακάλυπτων συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 μπορούν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης του συμβολαίου.

Άρθρο 47

Προσωπικό και πόροι της ΕΑΚΑΑ

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2012, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε αποτίμηση των αναγκών της σε προσωπικό και πόρους τις οποίες συνεπάγεται η ανάληψη των εξουσιών και καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Άρθρο 48

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Νοεμβρίου 2012.

Ωστόσο, το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 3 παράγραφος 7, το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 7 παράγραφος 3, το άρθρο 9 παράγραφος 5, το άρθρο 11 παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 12 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφοι 4 και 5, το άρθρο 16 παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 17 παράγραφος 2, το άρθρο 23 παράγραφοι 5, 7 και 8 και τα άρθρα 30, 42, 43 και 44 ισχύουν από τις 25 Μαρτίου 2012.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Μαρτίου 2012.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

N. WAMMEN


(1)  ΕΕ C 91 της 23.3.2011, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 84 της 17.3.2011, σ. 34.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2011 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 21ης Φεβρουαρίου 2012.

(4)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.

(5)  ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(8)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(10)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1.

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).

(12)  ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12.

(13)  ΕΕ L 96 της 12.4.2003, σ. 16.

(14)  ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.

(15)  ΕΕ L 336 της 23.12.2003, σ. 33.

(16)  ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45.


Διορθωτικά

24.3.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 86/25


Διορθωτικό στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 596/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος IV

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 188 της 18ης Ιουλίου 2009 )

Σελίδες 21 και 22 στο παράρτημα, 1.6. Οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα:

Τα σημεία 1 και 2 διαγράφονται.