ISSN 1725-2547

doi:10.3000/17252547.L_2011.122.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

54ό έτος
11 Μαΐου 2011


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 443/2011 του Συμβουλίου, της 5ης Μαΐου 2011, για την επέκταση του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 598/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, και για την επέκταση του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 598/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και για την περάτωση της έρευνας όσον αφορά τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη

1

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 444/2011 του Συμβουλίου, της 5ης Μαΐου 2011, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 599/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, και για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 599/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και για την περάτωση της έρευνας όσον αφορά τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη

12

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 445/2011 της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 2011, για σύστημα πιστοποίησης φορέων υπεύθυνων για τη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 653/2007 ( 1 )

22

 

*

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 446/2011 της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 2011, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων λιπαρών αλκοολών και των μειγμάτων τους καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισίας

47

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 447/2011 της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2011, σχετικά με τη δασμολογική κατάταξη ορισμένων εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία

63

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 448/2011 της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2011, για την καταχώριση ονομασίας στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Σταφίδα Ηλείας (Stafida Ilias) (ΠΓΕ)]

65

 

*

Εκτελεστικός κανονισμός (EE) αριθ. 449/2011 της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2011, για καταχώριση ορισμένων ονομασιών στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [陕西苹果 (Shaanxi ping guo) (ΠΟΠ), 龙井茶 (Longjing Cha) (ΠΟΠ), 琯溪蜜柚 (Guanxi Mi You) (ΠΟΠ), 蠡县麻山药 (Lixian Ma Shan Yao) (ΠΓΕ)]

67

 

 

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 450/2011 της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 2011, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

69

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2011/58/ΕΕ της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 2011, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου για ανανέωση της καταχώρισης της carbendazim ως δραστικής ουσίας ( 1 )

71

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

2011/276/ΕΕ

 

*

Απόφαση της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση υπό μορφή συμφωνίας φορολογικού διακανονισμού που χορήγησε το Βέλγιο υπέρ της εταιρείας Umicore S.A. (πρώην Union Minière S.A.) [Κρατική ενίσχυση C 76/03 (πρώην NN 69/03)] [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 2538]  ( 1 )

76

 

 

2011/277/ΕΕ

 

*

Εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής, της 10ης Μαΐου 2011, για την τροποποίηση του παραρτήματος II της απόφασης 93/52/ΕΟΚ όσον αφορά την αναγνώριση ορισμένων περιφερειών στην Ιταλία ως επισήμως απαλλαγμένων από τη βρουκέλλωση (B. melitensis) και για την τροποποίηση των παραρτημάτων της απόφασης 2003/467/ΕΚ όσον αφορά την κήρυξη ορισμένων περιφερειών της Ιταλίας, της Πολωνίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ως επισήμως απαλλαγμένων από τη φυματίωση, τη βρουκέλλωση και την ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 3066]  ( 1 )

100

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

11.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/1


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 443/2011 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 5ης Μαΐου 2011

για την επέκταση του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 598/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, και για την επέκταση του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 598/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και για την περάτωση της έρευνας όσον αφορά τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 23 παράγραφος 4,

Έχοντας υπόψη την πρόταση που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατόπιν διαβούλευσης με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Η Επιτροπή, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 194/2009 (2), επέβαλε προσωρινό αντισταθμιστικό δασμό στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής («ΗΠΑ»).

(2)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 598/2009 (3) («οριστικός κανονισμός»), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό αντισταθμιστικό δασμό που κυμαίνεται από 211,2 ευρώ μέχρι 237 ευρώ ανά τόνο σε εισαγωγές βιοντίζελ, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του προαναφερόμενου κανονισμού («υπό εξέταση προϊόν») καταγωγής ΗΠΑ («ισχύοντα μέτρα»). Η έρευνα που κατέληξε στην έκδοση του οριστικού κανονισμού αναφέρεται εφεξής ως «αρχική έρευνα».

(3)

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 599/2009 (4), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ που κυμαίνεται από 0 ευρώ μέχρι 198 ευρώ ανά τόνο σε εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος.

1.2.   Αίτηση

(4)

Στις 30 Ιουνίου 2010, η Επιτροπή έλαβε αίτηση, δυνάμει του άρθρου 23 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, με την οποία της ζητήθηκε να διερευνήσει τη σύμφωνα με τους ισχυρισμούς καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος. Η αίτηση υποβλήθηκε από το European Biodiesel Board («EBB») εξ ονόματος των παραγωγών βιοντίζελ της Ένωσης.

(5)

Στην αίτηση διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι τα αντισταθμιστικά μέτρα που επιβάλλονται σε εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταστρατηγούνταν λόγω της μεταφόρτωσης μέσω Καναδά και Σιγκαπούρης και λόγω των εξαγωγών βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε βιοντίζελ.

(6)

Από την αίτηση προκύπτει ότι, μετά την επιβολή μέτρων στο υπό εξέταση προϊόν, παρατηρήθηκε σημαντική μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών που αφορούν τις εξαγωγές από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Σιγκαπούρη, για την οποία δεν υπάρχει επαρκής λόγος ή αιτιολόγηση πλην της επιβολής του δασμού. Αυτή η μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών προκύπτει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, από τη μεταφόρτωση του υπό εξέταση προϊόντος μέσω Καναδά και Σιγκαπούρης.

(7)

Επίσης, σύμφωνα πάντα με την αίτηση, μετά την επιβολή των μέτρων, οι εξαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε βιοντίζελ από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν αρχίσει να φτάνουν στην Ένωση αξιοποιώντας, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, το κατώτατο όριο περιεκτικότητας σε βιοντίζελ που ορίζεται στην περιγραφή του υπό εξέταση προϊόντος.

(8)

Επιπλέον, στην αίτηση διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι οι επανορθωτικές συνέπειες των ισχυόντων αντισταθμιστικών δασμών για το υπό εξέταση προϊόν εξουδετερώνονταν τόσο ως προς τις ποσότητες όσο και ως προς την τιμή. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, φαινόταν ότι οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος είχαν αντικατασταθεί από έναν σημαντικό όγκο των εισαγωγών βιοντίζελ σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε βιοντίζελ από Καναδά και Σιγκαπούρη και των εισαγωγών βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε βιοντίζελ. Επιπροσθέτως, υπήρχαν επαρκή στοιχεία ότι αυτός ο αυξημένος όγκος εισαγωγών γινόταν σε τιμές πολύ χαμηλότερες της μη ζημιογόνου τιμής που καθορίστηκε στην έρευνα και η οποία οδήγησε στα ισχύοντα μέτρα.

(9)

Τέλος, στην αίτηση διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι οι τιμές του υπό εξέταση προϊόντος εξακολουθούσαν να επιδοτούνται όπως είχε καθοριστεί προηγουμένως.

1.3.   Έναρξη

(10)

Η Επιτροπή, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι υπάρχουν επαρκή, εκ πρώτης όψεως, αποδεικτικά στοιχεία για την έναρξη έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 23 του βασικού κανονισμού, άρχισε έρευνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 721/2010 (5) («κανονισμός για την έναρξη της έρευνας»). Σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή, με τον κανονισμό για την έναρξη της έρευνας, ζήτησε επίσης από τις τελωνειακές αρχές να καταγράφουν τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τον Καναδά και τη Σιγκαπούρη καθώς και τις εισαγωγές καταγωγής ΗΠΑ του βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων ή/και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης.

(11)

Η Επιτροπή άρχισε επίσης παράλληλη έρευνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 720/2010 (6) για την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται σε εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ από εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά και τη Σιγκαπούρη και από εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ.

1.4.   Έρευνα

(12)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τις αρχές των ΗΠΑ, του Καναδά και της Σιγκαπούρης. Εστάλησαν ερωτηματολόγια σε γνωστούς παραγωγούς-εξαγωγείς των ΗΠΑ, του Καναδά και της Σιγκαπούρης. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στον κανονισμό για την έναρξη της έρευνας.

(13)

Οι ακόλουθες εταιρείες απάντησαν στα ερωτηματολόγια και στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν επιτόπιες επαληθεύσεις στις εγκαταστάσεις τους:

 

Παραγωγοί-εξαγωγείς στον Καναδά

BIOX Corporation

Rothsay Biodiesel

 

Έμποροι στη Σιγκαπούρη

Trafigura Pte Ltd.

Wilmar Trading Pte Ltd.

 

Παραγωγοί-εξαγωγείς στις ΗΠΑ

Archer Daniels Midland Company

BP Products North America Inc

Louis Dreyfus Corporation

 

Συνδεδεμένοι εισαγωγείς

BP Oil International Ltd.

Cargill BV.

(14)

Επίσης, πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις σε οικείες αρμόδιες αρχές των κυβερνήσεων του Καναδά και της Σιγκαπούρης.

1.5.   Περίοδος της έρευνας

(15)

Η έρευνα κάλυψε την περίοδο από την 1η Απριλίου 2009 έως τις 30 Ιουνίου 2010 («ΠΕ»). Συγκεντρώθηκαν στοιχεία για την περίοδο από το 2008 μέχρι το τέλος της ΠΕ για να εξεταστεί η κατά τους ισχυρισμούς μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών.

2.   ΠΡΟΪΟΝ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΘΑΝΗ ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΗΣΗ

(16)

Το προϊόν που εξετάζεται για πιθανή καταστρατήγηση, δηλαδή το προϊόν που αποτέλεσε το αντικείμενο της αρχικής έρευνας, είναι μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, κοινώς γνωστά ως «βιοντίζελ», σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος πάνω από 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, που υπάγονται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 1516 20 98, ex 1518 00 91, ex 1518 00 99, ex 2710 19 41, 3824 90 91, ex 3824 90 97, καταγωγής ΗΠΑ.

(17)

Το προϊόν που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας για πιθανή καταστρατήγηση έχει δύο πτυχές. Πρώτον, όσον αφορά τους ισχυρισμούς μεταφόρτωσης μέσω Καναδά και Σιγκαπούρης, είναι πανομοιότυπο με το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της αρχικής έρευνας, όπως περιγράφεται στην προηγούμενη παράγραφο. Αναφορικά με τις απευθείας αποστολές από τις ΗΠΑ, το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας είναι βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, καταγωγής ΗΠΑ.

3.   ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΒΙΟΝΤΙΖΕΛ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΤΩΝ ΗΠΑ

(18)

Μετά την επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ τον Μάρτιο του 2009, οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος έχουν ουσιαστικά σταματήσει. Η κατάσταση συνοψίζεται στον ακόλουθο πίνακα:

Εισαγωγές βιοντίζελ και ορισμένων μειγμάτων βιοντίζελ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση

υπό τον κωδικό ΣΟ 3824 90 91 (σε τόνους)

 

2008

ποσοστό

2009

ποσοστό

ΠΕ

ποσοστό

ΗΠΑ

1 487 790

83,62 %

381 227

22,29 %

24

0,00 %

Καναδάς

1 725

0,10 %

140 043

8,19 %

197 772

9,28 %

Σιγκαπούρη

179

0,01 %

20 486

1,20 %

32 078

1,50 %

Πηγή: Eurostat.

(19)

Τα παραπάνω στοιχεία της Eurostat καλύπτουν όλο το βιοντίζελ που περιέχει 96,5 % εστέρες και πάνω.

(20)

Συγκριτικά, οι ΗΠΑ δηλώνουν τις εξαγωγές βιοντίζελ και των μειγμάτων βιοντίζελ που υπάγονται στον κωδικό HTS 3824 90 40 00 (μείγματα λιπαρών ουσιών, ζωικής ή φυτικής προέλευσης) ως εξής:

Εξαγωγές βιοντίζελ και μειγμάτων βιοντίζελ των ΗΠΑ

υπό τον κωδικό HTS 3824 90 40 00 (σε τόνους)

 

2008

2009

ΠΕ

Ευρωπαϊκή Ένωση

2 241 473

335 577

358 291

Καναδάς

967

128 233

161 841

Σιγκαπούρη

311

42 056

27 415

 

2 242 751

505 866

547 547

Πηγή: US Department of Commerce.

(21)

Συγκρίνοντας τους ανωτέρω πίνακες, καταλήγουμε ότι οι 358 291 τόνοι που εξήγαγαν στην Ένωση την ΠΕ είναι μείγματα με περιεκτικότητα βιοντίζελ που δεν υπερβαίνει το 96,5 %.

4.   ΚΑΝΑΔΑΣ

4.1.   Γενικές σκέψεις

(22)

Το επίπεδο συνεργασίας των παραγωγών/εξαγωγέων στον Καναδά ήταν υψηλό. Δύο παραγωγοί που αντιπροσωπεύουν περίπου το 90 % της καναδικής παραγωγής βιοντίζελ απάντησαν στο ερωτηματολόγιο και συνεργάστηκαν πλήρως στο πλαίσιο της έρευνας. Επίσης, η καναδική ένωση ανανεώσιμων καυσίμων και οι οικείες αρχές της κυβέρνησης του Καναδά συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας.

(23)

Σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, πρέπει να εκτιμηθεί η ύπαρξη καταστρατήγησης αναλύοντας διαδοχικά αν υπήρξε μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά και Ένωσης, αν αυτή η μεταβολή προκύπτει από πρακτική, διαδικασία ή εργασία για την οποία υπήρχε μη ικανός αποχρών λόγος ή οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής του δασμού αντιντάμπινγκ και αν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ζημίας ή αν οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού εξουδετερώνονταν όσον αφορά τις τιμές ή/και τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος και αν το εισαγόμενο ομοειδές προϊόν εξακολουθεί να επωφελείται από την επιδότηση.

4.2.   Μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών

4.2.1.   Εισαγωγές στην Ένωση

(24)

Οι εισαγωγές βιοντίζελ από τις ΗΠΑ μειώθηκαν από 1 487 790 τόνους το 2008 σε 381 227 τόνους το 2009 και σχεδόν μηδενίστηκαν την ΠΕ.

(25)

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat οι συνολικές εισαγωγές βιοντίζελ από τον Καναδά στην Ένωση αυξήθηκαν σημαντικά μεταξύ του 2008 και της ΠΕ από 1 725 τόνους το 2008 σε 140 043 τόνους το 2009 και σε 197 772 τόνους την ΠΕ.

4.2.2.   Εξαγωγές βιοντίζελ των ΗΠΑ στον Καναδά

(26)

Δεν υπάρχουν τελωνειακοί δασμοί που εφαρμόζονται σε πωλήσεις βιοντίζελ μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά ούτε άλλου είδους περιορισμοί στις εισαγωγές.

(27)

Σύμφωνα με τις στατιστικές των ΗΠΑ, οι εξαγωγές βιοντίζελ από τις ΗΠΑ στον Καναδά αυξήθηκαν από 967 τόνους το 2008 σε 128 233 τόνους το 2009 και σε 161 841 τόνους την ΠΕ.

(28)

Μια σύγκριση των στατιστικών για τις εξαγωγές που προσκόμισαν οι αρχές των ΗΠΑ με τις στατιστικές για τις εισαγωγές που προσκόμισαν επιτόπου οι καναδικές αρχές έδειξε σημαντικές αποκλίσεις σε μηνιαία βάση. Σύμφωνα με τις στατιστικές του Καναδά, οι εισαγωγές βιοντίζελ από τις ΗΠΑ αυξήθηκαν από 11 757 τόνους το 2008 σε 18 673 τόνους το 2009 και σε 174 574 τόνους την ΠΕ.

(29)

Σύμφωνα με τις καναδικές αρχές, δεν υπάρχει συγκεκριμένος κωδικός για τη δήλωση του βιοντίζελ. Σημείωσαν ότι ο Καναδάς και οι ΗΠΑ ανταλλάσσουν στοιχεία για τις εισαγωγές τους προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν αντίστοιχα ως στοιχεία για τις εξαγωγές τους. Επομένως, σε εξαψήφιο επίπεδο τα στοιχεία για τις καναδικές εισαγωγές και τις αμερικανικές εξαγωγές αναμένεται να ταιριάζουν και αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στην περίπτωση του κωδικού HTS 38.24.90. Ωστόσο, πάνω από τα έξι ψηφία η κάθε χώρα έχει το δικό της σύστημα ταξινόμησης. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι καναδικές στατιστικές καλύπτουν μόνο τις εισαγωγές που έχουν εκτελωνιστεί στον Καναδά και δεν καλύπτουν μεταφορτωμένα εμπορεύματα.

(30)

Συμπερασματικά, παρά τις αποκλίσεις μεταξύ των δύο πηγών δεδομένων, είναι σαφές ότι οι εξαγωγές βιοντίζελ των ΗΠΑ προς τον Καναδά αυξήθηκαν από το 2008 έως την ΠΕ και ιδιαίτερα μετά την επιβολή των αντισταθμιστικών μέτρων. Η καναδική αγορά βιοντίζελ αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να απορροφήσει τέτοιες ποσότητες βιοντίζελ. Οι καναδοί παραγωγοί αυθεντικού καναδικού βιοντίζελ είναι προσανατολισμένοι στις εξαγωγές.

4.2.3.   Η παραγωγή στον Καναδά και οι πωλήσεις αυθεντικού καναδικού βιοντίζελ στην Ένωση

(31)

Οι δύο συνεργαζόμενοι παραγωγοί στον Καναδά δεν αγόρασαν βιοντίζελ από τις ΗΠΑ ούτε από άλλη πηγή την ΠΕ.

(32)

Η παραγωγή βιοντίζελ στον Καναδά είναι μια νηπιακή βιομηχανία. Περίπου έξι εγκαταστάσεις παραγωγής υπήρχαν κατά την ΠΕ, αλλά οι δύο εγκαταστάσεις στον ανατολικό Καναδά, ιδιοκτήτες και διαχειριστές των οποίων ήταν στην πραγματικότητα οι δύο συνεργαζόμενοι παραγωγοί, αναλογούν από μόνες τους στο 90 % περίπου της συνολικής παραγωγής.

(33)

Από τον όγκο παραγωγής που πωλήθηκε από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς καθορίστηκαν οι πωλήσεις, οι τελικοί αποδέκτες των οποίων ήταν σίγουρα στη βόρεια Αμερική, δηλαδή οι ΗΠΑ ή ο Καναδάς. Ο υπόλοιπος όγκος κατέληξε σε πελάτες οι οποίοι είτε εμπορεύτηκαν είτε/και ανάμειξαν τα εμπορεύματα με άλλο βιοντίζελ. Οι δύο εταιρείες δεν ήξεραν αν οι πελάτες πούλησαν τα προϊόντα στην Ένωση ως καναδικό βιοντίζελ, αν το ανάμειξαν ή αν το βιοντίζελ πουλήθηκε σε τελικούς πελάτες στις ΗΠΑ ή στον Καναδά.

(34)

Ακόμα κι αν, σε μια ακραία περίπτωση, υποθέταμε ότι όλο το αυθεντικό καναδικό βιοντίζελ κατέληξε στην Ένωση, αυτό θα αντιστοιχούσε μόνο στο 20 % των συνολικών εισαγωγών στην Ένωση από τον Καναδά την ΠΕ.

4.3.   Συμπέρασμα σχετικά με τη μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών

(35)

Η διασταύρωση των στατιστικών με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς έδειξε ότι οι παραγωγοί του καναδικού βιοντίζελ δεν θα μπορούσαν να είχαν παραγάγει τον όγκο που εξήγαγε ο Καναδάς στην Ένωση. Επομένως, αυτό ενισχύει την άποψη ότι η αύξηση των εισαγωγών στην Ένωση από τον Καναδά σχετίζεται με τις εξαγωγές αμερικανικού βιοντίζελ που αποστέλλεται από τον Καναδά.

(36)

Η συνολική μείωση των αμερικανικών εξαγωγών στην Ένωση από το 2008 και η παράλληλη αύξηση των εξαγωγών από τον Καναδά στην Ένωση και των εξαγωγών από τις ΗΠΑ στον Καναδά μετά την επιβολή των αρχικών μέτρων μπορεί, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ως μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών.

4.4.   Μη ικανός αποχρών λόγος ή οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής του αντισταθμιστικού δασμού

(37)

Η έρευνα δεν κατέδειξε κανένα άλλο ικανό αποχρώντα λόγο ή οικονομική δικαιολογία για τη μεταφόρτωση πλην της αποφυγής της καταβολής του ισχύοντος αντισταθμιστικού δασμού για το βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ.

4.5.   Εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του αντισταθμιστικού δασμού

(38)

Τα στοιχεία της Eurostat χρησιμοποιήθηκαν για να αξιολογήσουν αν τα εισαχθέντα προϊόντα είχαν εξουδετερώσει, όσον αφορά την ποσότητα, τις επανορθωτικές συνέπειες των αντισταθμιστικών μέτρων που ισχύουν για τις εισαγωγές βιοντίζελ από τις ΗΠΑ. Οι ποσότητες και οι τιμές των εξαγωγών από τον Καναδά συγκρίθηκαν με το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας που ορίστηκε στην αρχική έρευνα.

(39)

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι εισαγωγές από τον Καναδά στην Ένωση αυξήθηκαν από 1 725 τόνους το 2008 σε 197 772 τόνους την ΠΕ, και το τελευταίο αυτό στοιχείο αντιστοιχεί σε μερίδιο εισαγωγών ύψους 9,2 %. Η αύξηση των εισαγωγών από τον Καναδά δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ασήμαντη, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της αγοράς της Ένωσης όπως καθορίστηκε στην αρχική έρευνα. Λαμβάνοντας υπόψη το μη ζημιογόνο επίπεδο τιμής που καθορίστηκε στην αρχική έρευνα, οι καναδικές εισαγωγές στην Ένωση την ΠΕ έδειξαν πώληση σε τιμές χαμηλότερες από τις ενωσιακές κατά 50 % περίπου, ενώ ταυτόχρονα ήταν μειωμένες σε σχέση με τις τιμές πώλησης των παραγωγών της Ένωσης κατά 40 % περίπου.

(40)

Επομένως, εξήχθη το συμπέρασμα ότι τα μέτρα εξουδετερώνονται όσον αφορά τις ποσότητες και τις τιμές.

4.6.   Αποδεικτικά στοιχεία για την επιδότηση

(41)

Αναφορικά με την επιδότηση, πρέπει να σημειωθεί ότι η πίστωση φόρου των ΗΠΑ για το βιοντίζελ, το κύριο σύστημα επιδότησης που διαπιστώθηκε στην αρχική έρευνα, επαναφέρθηκε αναδρομικά τον Δεκέμβριο του 2010. Σε αυτήν τη βάση, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το εισαχθέν ομοειδές προϊόν εξακολουθούσε να επωφελείται από επιδοτήσεις την ΠΕ.

4.7.   Συμπέρασμα

(42)

Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι οριστικοί αντισταθμιστικοί δασμοί που επιβλήθηκαν σε εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ καταστρατηγήθηκαν με μεταφόρτωση μέσω του Καναδά, σύμφωνα με το άρθρο 23 του βασικού κανονισμού.

5.   ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗ

(43)

Δύο έμποροι που είναι εγκατεστημένοι στη Σιγκαπούρη συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας. Επιπλέον, συνεργάστηκαν και οι οικείες αρχές της κυβέρνησης της Σιγκαπούρης.

(44)

Τα κριτήρια που θα καθορίσουν αν υπάρχει καταστρατήγηση περιγράφηκαν στην αιτιολογική σκέψη 23 παραπάνω.

(45)

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat οι συνολικές εξαγωγές βιοντίζελ από τη Σιγκαπούρη στην Ένωση αυξήθηκαν από 179 τόνους το 2008 σε 20 486 τόνους το 2009 και σε 32 078 τόνους την ΠΕ. Οι εξαγωγές από τις ΗΠΑ στη Σιγκαπούρη αυξήθηκαν επίσης την ίδια περίοδο.

(46)

Σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές της κυβέρνησης της Σιγκαπούρης, το βιοντίζελ που παράχθηκε στη χώρα πωλήθηκε κυρίως μέσα στη Σιγκαπούρη για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, σημειώνουν ότι η βιομηχανία στη Σιγκαπούρη μεγαλώνει με την πρόσφατη κατασκευή νέων εγκαταστάσεων παραγωγής.

(47)

Οι εξαγωγές από τη Σιγκαπούρη ήταν παραδοσιακά χαμηλές. Οι εισαγωγές βιοντίζελ στην Ένωση εξετάστηκαν προσεκτικά σύμφωνα με τη βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 6 και ελέγχθηκαν με τις οικείες εθνικές τελωνειακές αρχές. Φαίνεται ότι οι εισαγωγές κορυφώθηκαν κάποιες φορές. Η ανάλυση έδειξε ότι η πλειονότητα αυτών των εισαγωγών ήταν στην πραγματικότητα καταγωγής Σιγκαπούρης. Ωστόσο, δεν ήταν δυνατόν να συνυπολογιστούν όλες οι εισαγωγές.

(48)

Σε σύγκριση με την κατανάλωση της Ένωσης όπως καταγράφεται στην αρχική έρευνα ο όγκος των εισαγωγών από τη Σιγκαπούρη στην Ένωση που δεν συνυπολογίστηκαν διαπιστώθηκε ότι είναι εξαιρετικά χαμηλός. Επιπλέον, θα ήταν αμελητέο το μερίδιό τους επί της κατανάλωσης της Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της εκτίμησης του ΕΒΒ για τη σημαντική αύξηση της κατανάλωσης στην Ένωση μετά την αρχική έρευνα.

(49)

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι επανορθωτικές συνέπειες των αντισταθμιστικών μέτρων δεν εξουδετερώθηκαν όσον αφορά τις ποσότητες που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη.

(50)

Σχετικά με τη μεταφόρτωση, είναι ευρέως γνωστό ότι η Σιγκαπούρη είναι τεράστιος κόμβος θαλάσσιας διακίνησης εμπορευμάτων στην Ασία όπου τα πλοία της περιφέρειας φτάνουν και ξεφορτώνουν εμπορεύματα τα οποία στη συνέχεια μεταφορτώνονται σε πλοία με προορισμό, μεταξύ άλλων, την Ευρώπη. Σε αυτήν την έρευνα, ένας από τους συνεργαζόμενους εμπόρους μεταφόρτωσε βιοντίζελ καταγωγής Μαλαισίας ή Ινδονησίας μέσω της Σιγκαπούρης με τελικό προορισμό την Ένωση. Την ΠΕ, αυτός ο έμπορος από μόνος του εξήγαγε σημαντική ποσότητα βιοντίζελ στην Ένωση μέσω μεταφόρτωσης στη Σιγκαπούρη και στην Ένωση το βιοντίζελ εκτελωνίστηκε ως καταγωγής Μαλαισίας ή Ινδονησίας. Η επαλήθευση δεν αποκάλυψε ενδείξεις που να αμφισβητούν τη δηλωθείσα καταγωγή Ινδονησίας ή Μαλαισίας.

(51)

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η έρευνα σχετικά με την πιθανή καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων από τις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη θα πρέπει να σταματήσει.

6.   ΗΠΑ

6.1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(52)

Πέντε παραγωγοί από τις ΗΠΑ βιοντίζελ ή μειγμάτων βιοντίζελ συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, τρεις από τους οποίους περιλήφθηκαν στο δείγμα της αρχικής έρευνας. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνεργάστηκε παρέχοντας στατιστικές για τις εξαγωγές και την ερμηνεία τους για τις στατιστικές.

(53)

Και οι τρεις παραγωγοί που περιλήφθηκαν στο δείγμα στην αρχική έρευνα είχαν σταματήσει την εξαγωγή βιοντίζελ μετά την επιβολή οριστικών μέτρων.

(54)

Μόνο μία από τις πέντε συνεργαζόμενες εταιρείες, η BP North America που δεν συνεργάστηκε στην αρχική έρευνα, εξήγαγε μείγματα βιοντίζελ με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ («που δεν υπερβαίνει το B20») στην Ένωση την ΠΕ.

(55)

Το National Biodiesel Board («NBB») που εκπροσωπεί την αμερικανική βιομηχανία βιοντίζελ ισχυρίστηκε ότι ένα προϊόν το οποίο, σύμφωνα με τη γνώμη τους, διαπιστώθηκε ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο του προϊόντος των ισχυόντων μέτρων δεν μπορεί να υπόκειται σε αντισταθμιστικά μέτρα χωρίς νέα έρευνα για την κατάσταση κατά των επιδοτήσεων. Το NBB ισχυρίστηκε ότι ο οριστικός κανονισμός όρισε ρητά το «υπό εξέταση προϊόν» και το «ομοειδές προϊόν» στο επίπεδο του βιοντίζελ ή των μειγμάτων βιοντίζελ όπου το βιοντίζελ αποτελεί πάνω από το 20 %. Σύμφωνα με το NBB, αυτό δεν είναι ένα τεχνητό κατώφλι αλλά αντιστοιχεί στην πραγματικότητα της αγοράς όπως καταγράφηκε στην αρχική έρευνα. Διαπιστώθηκε, π.χ., ότι το κατώφλι του 20 % ήταν κατάλληλο για να υπάρξει σαφής διάκριση μεταξύ των διαφόρων ειδών μειγμάτων που διατίθενται στην αμερικανική αγορά.

(56)

Κατά την άποψη του NBB και άλλων ενδιαφερόμενων μερών, μια έρευνα για την καταστρατήγηση μπορεί μόνο να επεκτείνει τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στο υπό εξέταση προϊόν στο ομοειδές προϊόν που είναι μόνο ένα ελαφρώς τροποποιημένο προϊόν σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν. Για άλλη μια φορά το NBB ισχυρίστηκε ότι το ίδιο το Συμβούλιο στον οριστικό κανονισμό είχε ορίσει ότι το βιοντίζελ σε μείγματα με όγκο βιοντίζελ που δεν ξεπερνά το 20 % δεν είναι ομοειδές προϊόν. Επομένως, σύμφωνα με το NBB, στη δομή των διατάξεων του βασικού κανονισμού δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την έναρξη νέας έρευνας προκειμένου να καθοριστεί αν αυτά τα μείγματα πρέπει να υπόκεινται στα μέτρα.

(57)

Προς απάντηση σε αυτά τα επιχειρήματα, πρέπει πρώτα να σημειωθεί ότι ο σκοπός των διατάξεων για την καταστρατήγηση στο άρθρο 23 του βασικού κανονισμού είναι να εξουδετερωθούν τυχόν προσπάθειες σύμφωνα με τους ισχυρισμούς για την παράκαμψη από τα ισχύοντα μέτρα. Αν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι υφίσταται καταστρατήγηση κατά την έννοια του άρθρου 23 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή θα ξεκινήσει έρευνα για να καθορίσει αν συντρέχει καταστρατήγηση. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, πρέπει να εκτιμηθεί η ύπαρξη καταστρατήγησης, π.χ., αναλύοντας διαδοχικά αν υπήρχε μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ ΗΠΑ και Ένωσης, αν αυτή η μεταβολή προκύπτει από πρακτική, διαδικασία ή εργασία για την οποία υπήρχε μη ικανός αποχρών λόγος ή οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής του δασμού και αν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ζημίας ή αν οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού εξουδετερώνονταν όσον αφορά τις τιμές ή/και τις ποσότητες.

(58)

Θα πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι μια έρευνα για την καταστρατήγηση δεν είναι επανεξέταση του πεδίου του προϊόντος με βάση το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού και δεν αλλάζει τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος. Οι διατάξεις βάσει του άρθρου 23 του βασικού κανονισμού προβλέπουν την οικεία νομική βάση για έρευνα με αντικείμενο την ύπαρξη καταστρατήγησης όσον αφορά ένα προϊόν για το οποίο επιβάλλονται μέτρα.

(59)

Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτήματος που έλαβε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 23 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, μετά την επιβολή των μέτρων, οι εξαγωγές μειγμάτων βιοντίζελ που περιέχουν 20 % βιοντίζελ ή και λιγότερο από τις ΗΠΑ είχαν αρχίσει να καταφτάνουν στην Ένωση, χάρη στο κατώτατο όριο βιοντίζελ που ορίζεται στην περιγραφή του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος. Η έρευνα εξέτασε αν αυτή η πρακτική πρέπει να θεωρηθεί ως καταστρατήγηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του βασικού κανονισμού. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι πρακτικές καταστρατήγησης, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, μπορούν να εξετάζονται μόνο βάσει του άρθρου 23 του βασικού κανονισμού.

6.2.   Εξαγωγές μειγμάτων που δεν υπερβαίνουν το B20 από τις ΗΠΑ στην Ένωση

(60)

Όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 20, στον κωδικό των ΗΠΑ HTS 3824 90 40 00 περιέχονται και μείγματα με περιεκτικότητα βιοντίζελ που δεν υπερβαίνει το 96,5 %. Σύμφωνα με τις αμερικανικές στατιστικές για τις εξαγωγές συνολική ποσότητα 358 291 τόνων αυτού του είδους του μείγματος εξήχθη στην Ένωση κατά την ΠΕ.

(61)

Η BP Products North America («BPNA») την ΠΕ εξήγαγε σημαντικό ποσοστό της προαναφερόμενης ποσότητας.

(62)

Η BPNA δεν συμμετείχε στην αρχική έρευνα διότι δεν είχε αρχίσει τις δραστηριότητες για το βιοντίζελ πριν από τις αρχές του 2009 προσδοκώντας την αύξηση της αγοράς βιοντίζελ στο μέλλον, ανταποκρινόμενη στις κυβερνητικές εντολές τόσο των ΗΠΑ όσο άλλων χωρών. Η BPNA άρχισε την εξαγωγή στην Ένωση τον Δεκέμβριο του 2009. Σε αυτό το πλαίσιο υπενθυμίζεται ότι επιβλήθηκαν οριστικά μέτρα τον Ιούλιο του 2009.

(63)

Στην Ένωση, η BP πούλησε μείγμα βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 15 % βιοντίζελ («B15») στο ΗΒ, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες. Σε κάθε περίπτωση, το προϊόν αναμειγνύεται περαιτέρω προκειμένου να τηρηθεί η οικεία νομοθεσία που ισχύει σε ορισμένα κράτη μέλη για την προώθηση της κατανάλωσης βιοκαυσίμων στην αντλία διότι θεωρούνται επί του παρόντος περιβαλλοντικά βιώσιμα.

(64)

Σύμφωνα με την BPNA, τα μείγματα κάτω του 15 % δεν είναι ομοειδές προϊόν για το υπό εξέταση προϊόν. Τα χαρακτηριστικά και η πραγματικότητα της αγοράς παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές. Η διοικητική μέριμνα (περιλαμβανομένων των περιορισμών στη θαλάσσια μεταφορά) στην παραγωγή και την εισαγωγή μειγμάτων με χαμηλότερη περιεκτικότητα βιοντίζελ είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τα μείγματα υψηλότερης περιεκτικότητας. Σύμφωνα με την BPNA, κατά τη μεταφορά μειγμάτων κάτω του 15 %, τα προϊόντα αυτά κατατάσσονται ως πετρελαϊκό προϊόν για θαλάσσια μεταφορά σε αντίθεση με το χημικό προϊόν που καθιστά την αποστολή πιο οικονομική. Η BPNA ισχυρίστηκε επίσης ότι υπάρχουν διαφορές στην απόδοση μεταξύ μειγμάτων χαμηλότερης και υψηλότερης περιεκτικότητας βιοντίζελ όταν χρησιμοποιούνται σε κινητήρες ντίζελ.

(65)

Ο σκοπός σε μια έρευνα για την καταστρατήγηση είναι να καθοριστεί αν το μείγμα βιοντίζελ με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % έχει καταστρατηγήσει τα ισχύοντα μέτρα. Είναι πιθανό τα μείγματα με χαμηλότερη περιεκτικότητα να συνεπάγονται χαμηλότερο κόστος θαλάσσιας μεταφοράς. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα μείγμα που δεν υπερβαίνει το Β20 είναι στην πραγματικότητα μόνο μια διαφορετική σύνθεση του μείγματος, σε σύγκριση με τη διαδικασία παραγωγής βιοντίζελ σε μείγμα πάνω από Β20. Η διαδικασία αλλαγής της σύνθεσης του μείγματος είναι απλή. Η δημιουργία μείγματος που δεν υπερβαίνει το Β20 θεωρείται απλά μία μικρή τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος και η μόνη διαφορά είναι η αναλογία βιοντίζελ στο μείγμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το υπό εξέταση προϊόν καθώς και το μείγμα που δεν υπερβαίνει το Β20 προορίζονται τελικά για τις ίδιες χρήσεις στην Ένωση. Επιπλέον, το βιοντίζελ σε μείγματα που δεν υπερβαίνουν το Β20 καθώς και το βιοντίζελ σε μείγματα πάνω από Β20 έχουν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά.

6.3.   Μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών

(66)

Οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από τις ΗΠΑ μειώθηκαν από 1 487 790 τόνους το 2008 σε 381 227 τόνους το 2009 και σχεδόν μηδενίστηκαν την ΠΕ.

(67)

Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι αν και υπήρχε υποχρέωση ανάμειξης π.χ. του B5 στην Ένωση κατά την αρχική έρευνα, οι εξαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 από τις ΗΠΑ στην Ένωση άρχισαν μετά την επιβολή των οριστικών μέτρων. Κατά την αρχική έρευνα, κυρίως οι εξαγωγές του B99,9 κατευθύνθηκαν στην Ένωση σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς που συμμετείχαν στο δείγμα. Ο λόγος ήταν ότι μεγιστοποιήθηκε η επιδότηση για τα εξαχθέντα εμπορεύματα (1 δολάριο ΗΠΑ πίστωση φόρου για το βιοντίζελ ανά γαλόνι).

(68)

Επομένως είναι δύσκολο να δούμε ποια θα είναι η οικονομική δικαιολογία για να αρχίσουν οι εξαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 πλην της αποφυγής των ισχυόντων αντισταθμιστικών μέτρων.

(69)

Η αναλογία βιοντίζελ στο μείγμα εξακολουθεί να επιδοτείται και ο εισαγωγέας αποφεύγει την καταβολή του οφειλόμενου αντισταθμιστικού δασμού. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι ο αντισταθμιστικός δασμός στα μείγματα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στο βιοντίζελ του μείγματος, δηλαδή στην περίπτωση των εισαγωγών B15 ο αντισταθμιστικός δασμός που δεν καταβάλλεται θα ήταν περίπου 35 ευρώ ανά τόνο.

6.4.   Μη ικανός αποχρών λόγος ή οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής του αντισταθμιστικού δασμού

(70)

Σύμφωνα με την BNPA, το μείγμα βιοντίζελ που δεν υπερβαίνει το B15 δεν δημιουργήθηκε ειδικά για την αποφυγή δασμών. Η εταιρεία ισχυρίστηκε ότι δεν συμμετείχε στην αρχική έρευνα γιατί άρχισε τις δραστηριότητές της σχετικά με το βιοντίζελ στις αρχές του 2009, προσδοκώντας μια μελλοντικά ενεργή αγορά βιοντίζελ ανταποκρινόμενη στις κυβερνητικές εντολές τόσο των ΗΠΑ όσο και άλλων χωρών. Η συγκεκριμένη δομή της εταιρείας, η δραστηριότητά της ως πετρελαϊκή εταιρεία και η παρουσία της στις ΗΠΑ σε επίπεδο διοικητικής μέριμνας κατέστησε την ανάμειξη στις ΗΠΑ και την εξαγωγή στην Ένωση μια λογική εμπορική απόφαση. Το μείγμα που εξήχθη σε όλες τις περιπτώσεις δεν υπερέβαινε το Β15 λόγω των πιο χαλαρών μέτρων ασφάλειας: μέχρι το Β15 το μείγμα δεν θεωρείται χημικό προϊόν σύμφωνα με τους κανονισμούς των θαλάσσιων μεταφορών.

(71)

Σημειώνεται ότι η δραστηριότητα αυτής της εταιρείας όσον αφορά τις εξαγωγές στην Ένωση άρχισε μόνο μετά την επιβολή των μέτρων. Η έρευνα δεν κατέδειξε κανένα άλλο ικανό αποχρώντα λόγο ή οικονομική δικαιολογία για τη μεταφόρτωση πλην της αποφυγής της καταβολής του ισχύοντος αντισταθμιστικού δασμού που επιβάλλεται στο βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ.

6.5.   Εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του αντισταθμιστικού δασμού

(72)

Λαμβάνοντας υπόψη το μη ζημιογόνο επίπεδο των τιμών της αρχικής έρευνας, οι αμερικανικές εισαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 στην Ένωση την ΠΕ έδειξαν πώληση σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές της Ένωσης και από τις τιμές-στόχους. Οι εισαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 άρχισαν μόνο μετά την επιβολή των οριστικών μέτρων και οι σχετικές ποσότητες δεν ήταν ασήμαντες.

(73)

Επομένως, εξήχθη το συμπέρασμα ότι τα μέτρα εξουδετερώνονται όσον αφορά τις ποσότητες και τις τιμές.

6.6.   Αποδεικτικά στοιχεία για την επιδότηση

(74)

Αναφορικά με την επιδότηση, πρέπει να σημειωθεί ότι η πίστωση φόρου των ΗΠΑ για το βιοντίζελ, το κύριο σύστημα επιδότησης που διαπιστώθηκε στην αρχική έρευνα, επαναφέρθηκε αναδρομικά τον Δεκέμβριο του 2010. Σε αυτή τη βάση, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το εισαχθέν ομοειδές προϊόν εξακολουθούσε να επωφελείται από επιδοτήσεις την ΠΕ.

6.7.   Συμπέρασμα

(75)

Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός που επιβάλλεται στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ καταστρατηγήθηκε μέσω εισαγωγών στην Ένωση βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε βιοντίζελ.

(76)

Συνήχθη το συμπέρασμα ότι η μόνη οικονομική δικαιολογία για την εξαγωγή μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 ήταν η επιδότηση στις ΗΠΑ αφενός και η αποφυγή της καταβολής αντισταθμιστικών δασμών κατά την εισαγωγή στην Ένωση αφετέρου.

(77)

Η BPNA ζήτησε απαλλαγή από την πιθανή επέκταση των μέτρων. Ωστόσο, δεδομένου ότι η έρευνα έδειξε σαφώς ότι οι εισαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 έγιναν μόνο για να καταστρατηγηθούν τα ισχύοντα μέτρα, δεν μπορεί να παραχωρηθεί αυτή η απαλλαγή. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, μπορούν να παραχωρηθούν απαλλαγές σε παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν συνδέονται με κανένα παραγωγό που υπάγεται στα μέτρα και διαπιστώνεται ότι δεν μετέχουν σε πρακτικές καταστρατήγησης. Σε αυτές τις έρευνες, διαπιστώθηκε ότι η BPNA συμμετείχε στις πρακτικές καταστρατήγησης όταν άρχισε να εξάγει μείγματα που δεν υπερβαίνουν το B20 μετά την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών μέτρων χωρίς ικανό αποχρώντα λόγο ούτε οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής των μέτρων. Επιπλέον, υπάρχουν αποδείξεις ότι οι συνέπειες των μέτρων εξουδετερώνονται σε επίπεδο τιμών και ποσοτήτων και ότι το εισαγόμενο προϊόν εξακολουθεί να επιδοτείται.

(78)

Ορισμένοι παραγωγοί βιοντίζελ που συνεργάστηκαν στην αρχική έρευνα ζήτησαν απαλλαγή από την ενδεχόμενη επέκταση των μέτρων λόγω καταστρατήγησης. Διαπιστώθηκε ότι αυτοί οι αμερικανοί παραγωγοί δεν παρήγαγαν ούτε πούλησαν μείγμα βιοντίζελ που δεν υπερβαίνει το Β20. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, μόνο το αίτημα των παραγωγών για απαλλαγή μπορεί να εξεταστεί στη διάρκεια της έρευνας για την καταστρατήγηση. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 23 του βασικού κανονισμού περιέχει διατάξεις για νεοεισερχόμενες εταιρείες.

7.   ΜΕΤΡΑ

7.1.   Καναδάς

(79)

Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 23 του βασικού κανονισμού, ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ καταστρατηγήθηκε με μεταφόρτωση μέσω του Καναδά.

(80)

Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος του βασικού κανονισμού, τα ισχύοντα μέτρα στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής ΗΠΑ θα πρέπει να επεκταθούν στις εισαγωγές του ιδίου προϊόντος που αποστέλλεται από τον Καναδά, είτε δηλώνεται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι.

(81)

Προκειμένου να αποφευχθεί η μη καταβολή του δασμού λόγω μη επαληθεύσιμων ισχυρισμών ότι το προϊόν που μεταφορτώθηκε μέσω Καναδά παράχθηκε από εταιρεία που υπόκειται σε ατομικό δασμό σύμφωνα με τον οριστικό κανονισμό, το μέτρο η επέκταση του οποίου εξετάζεται πρέπει να είναι το μέτρο που έχει οριστεί στο άρθρο 1 παράγραφος 2 «Όλες οι άλλες εταιρείες» του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 598/2009, που είναι ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός ύψους 237 ευρώ ανά τόνο.

(82)

Ο αντισταθμιστικός δασμός στα μείγματα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία, στη συνολική περιεκτικότητα, κατά βάρος, σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και σε παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης (περιεκτικότητα σε βιοντίζελ).

(83)

Σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 4 και το άρθρο 24 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, τα οποία προβλέπουν ότι κάθε επέκταση μέτρων εφαρμόζεται στις εισαγωγές που εισέρχονται στην Ένωση βάσει της καταγραφής που επιβάλλει ο κανονισμός για την έναρξη της έρευνας, πρέπει να εισπράττονται δασμοί για τις καταγεγραμμένες εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά.

7.2.   ΗΠΑ

(84)

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός που επιβλήθηκε σε εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ καταστρατηγήθηκε από εισαγωγές στην Ένωση μείγματος που δεν υπερβαίνει το Β20 σύμφωνα με το άρθρο 23 του βασικού κανονισμού.

(85)

Σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος του βασικού κανονισμού, τα μέτρα που ίσχυαν για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής ΗΠΑ θα πρέπει, συνεπώς, να επεκταθούν στις εισαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το Β20.

(86)

Τα μέτρα που θα επεκταθούν είναι αυτά που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 598/2009.

(87)

Ο επεκταθείς αντισταθμιστικός δασμός για τα μείγματα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία, στη συνολική περιεκτικότητα, κατά βάρος, σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και σε παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης (περιεκτικότητα σε βιοντίζελ).

(88)

Σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 4 και το άρθρο 24 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, τα οποία προβλέπουν ότι κάθε επέκταση μέτρων πρέπει να εφαρμόζεται στις εισαγωγές που εισέρχονται στην Ένωση βάσει της καταγραφής που επιβάλλει ο κανονισμός για την έναρξη της έρευνας, πρέπει να εισπράττονται δασμοί για τις καταγεγραμμένες εισαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το Β20 καταγωγής ΗΠΑ.

8.   ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗΣ

(89)

Με βάση τα συμπεράσματα που αφορούν τη Σιγκαπούρη, η έρευνα σχετικά με την ενδεχόμενη καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων από τις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη θα πρέπει να περατωθεί και η καταγραφή των εισαγωγών βιοντίζελ που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη, η οποία επιβλήθηκε με τον κανονισμό για την έναρξη της έρευνας, θα πρέπει να διακοπεί.

9.   ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ

(90)

Οι δύο συνεργαζόμενες εταιρείες στον Καναδά που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο ζήτησαν απαλλαγή από την ενδεχόμενη επέκταση των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

(91)

Διαπιστώθηκε ότι οι δύο συνεργαζόμενοι καναδοί παραγωγοί δεν μετείχαν σε πρακτικές καταστρατήγησης που αποτελούν το αντικείμενο αυτής της έρευνας. Επιπλέον, αυτοί οι παραγωγοί θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι δεν συνδέονται με κανέναν αμερικανό παραγωγό-εξαγωγέα βιοντίζελ. Επομένως, τα αιτήματά τους για απαλλαγή μπορούν να ικανοποιηθούν.

(92)

Κρίνεται ότι στην περίπτωση αυτή απαιτούνται ειδικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των εν λόγω απαλλαγών. Τα ειδικά αυτά μέτρα συνίστανται στην υποχρέωση υποβολής στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών έγκυρου εμπορικού τιμολογίου το οποίο πρέπει να συμφωνεί με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού. Οι εισαγωγές που δεν συνοδεύονται από τέτοιο τιμολόγιο υπόκεινται σε επεκταθέντα αντισταθμιστικό δασμό.

(93)

Μία συνεργαζόμενη εταιρεία στις ΗΠΑ που απάντησε στο ερωτηματολόγιο ζήτησε απαλλαγή από την ενδεχόμενη επέκταση των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

(94)

Όπως εξηγήθηκε στην αιτιολογική σκέψη 77 παραπάνω, η έρευνα έδειξε σαφώς ότι αυτό το μέρος συμμετείχε σε πρακτικές καταστρατήγησης επειδή εισήγαγε μείγμα που δεν υπερβαίνει το B20. Επομένως, δεν μπορεί να παραχωρηθεί η απαλλαγή.

(95)

Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι, σε περίπτωση που ένας παραγωγός-εξαγωγέας δεν επωφελείται πλέον από επιδοτήσεις, μπορεί να ζητήσει επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού.

10.   ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

(96)

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό, βάσει των οποίων συνάγονται τα ανωτέρω συμπεράσματα, και τους ζητήθηκε να υποβάλουν παρατηρήσεις. Εξετάστηκαν οι προφορικές και οι γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 598/2009 στις εισαγωγές μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων ή/και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, κοινώς γνωστά ως «βιοντίζελ», σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος πάνω από 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επεκτείνεται στις εισαγωγές στην Ένωση μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων ή/και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, κοινώς γνωστά ως «βιοντίζελ», σε καθαρή μορφή ή μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος πάνω από 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, και υπάγονται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 1516 20 98 (κωδικός Taric 1516209821), ex 1518 00 91 (κωδικός Taric 1518009121), ex 1518 00 99 (κωδικός Taric 1518009921), ex 2710 19 41 (κωδικός Taric 2710194121), ex 3824 90 91 (κωδικός Taric 3824909110) και ex 3824 90 97 (κωδικός Taric 3824909701), με εξαίρεση τα προϊόντα των εταιρειών που περιέχονται στον παρακάτω κατάλογο:

Χώρα

Εταιρεία

Πρόσθετος κωδικός Ταric

Καναδάς

BIOX Corporation, Oakville, Ontario, Canada

B107

Καναδάς

Rothsay Biodiesel, Guelph, Ontario, Canada

B108

Ο δασμός που πρέπει να επεκταθεί είναι αυτός που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 «Όλες οι άλλες εταιρείες» του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 598/2009, που είναι οριστικός αντισταθμιστικός δασμός ύψους 237 ευρώ ανά τόνο (καθαρό βάρος).

Ο αντισταθμιστικός δασμός στα μείγματα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία προς τη συνολική περιεκτικότητα του μείγματος, κατά βάρος, σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης (περιεκτικότητα σε βιοντίζελ).

2.   Η εφαρμογή των απαλλαγών που χορηγήθηκαν στις εταιρείες οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή που εγκρίθηκαν από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 εξαρτάται από την προσκόμιση στις τελωνειακές υπηρεσίες των κρατών μελών έγκυρου εμπορικού τιμολογίου το οποίο πληροί τους όρους του παραρτήματος. Εάν δεν προσκομιστεί τιμολόγιο, εφαρμόζεται ο αντισταθμιστικός δασμός όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1.

3.   Ο δασμός που επεκτείνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εισπράττεται για τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, οι οποίες καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 721/2010 και το άρθρο 23 παράγραφος 4 και το άρθρο 24 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 597/2009, εξαιρουμένων όσων παράγονται από τις εταιρείες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 2

1.   Ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 598/2009 στις εισαγωγές μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων ή/και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης (gas oils) που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, κοινώς γνωστά ως «βιοντίζελ», σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος πάνω από 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης (gas oils) που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επεκτείνεται στις εισαγωγές στην Ένωση βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που εμπίπτει επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 1516 20 98 (κωδικός Taric 1516209830), ex 1518 00 91 (κωδικός Taric 1518009130), ex 1518 00 99 (κωδικός Taric 1518009930), ex 2710 19 41 (κωδικός Taric 2710194130) και ex 3824 90 97 (κωδικός Taric 3824909704).

Οι δασμοί που θα επεκταθούν είναι αυτοί που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 598/2009.

Ο αντισταθμιστικός δασμός για τα μείγματα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία προς τη συνολική περιεκτικότητα του μείγματος, κατά βάρος, σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης (περιεκτικότητα σε βιοντίζελ).

2.   Οι δασμοί που επεκτείνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εισπράττονται για τις εισαγωγές καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 721/2010 και το άρθρο 23 παράγραφος 4 και το άρθρο 24 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 597/2009.

3.   Εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 3

Περατώνεται η έρευνα που είχε αρχίσει με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 721/2010, όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 598/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Σιγκαπούρης είτε όχι, και για την υποβολή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή.

Άρθρο 4

1.   Οι αιτήσεις απαλλαγής από τον δασμό που επεκτάθηκε βάσει του άρθρου 1 παράγραφος και του άρθρου 2 παράγραφος 1 συντάσσονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει να υπογράφονται από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που αντιπροσωπεύει τον φορέα ο οποίος ζητά την απαλλαγή. Η αίτηση πρέπει να αποστέλλεται στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Trade

Directorate Η

Office: N-105 4/92

1049 Bruxelles

ΒΕΛΓΙΟ

Φαξ: + 32 22956505

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 597/2009, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί να επιτρέπει, με απόφαση, την απαλλαγή από τον επεκτεινόμενο δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 1 και του άρθρου 2 παράγραφος 1 δασμό των εισαγωγών από εταιρείες που δεν καταστρατηγούν τα αντισταθμιστικά μέτρα που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 598/2009.

Άρθρο 5

Οι τελωνειακές αρχές καλούνται να διακόψουν την καταγραφή των εισαγωγών, όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 721/2010.

Άρθρο 6

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 5 Μαΐου 2011.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

MARTONYI J.


(1)  ΕΕ L 188 της 18.7.2009, σ. 93.

(2)  ΕΕ L 67 της 12.3.2009, σ. 50.

(3)  ΕΕ L 179 της 10.7.2009, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 179 της 10.7.2009, σ. 26.

(5)  ΕΕ L 211 της 12.8.2010, σ. 6.

(6)  ΕΕ L 211 της 12.8.2010, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το έγκυρο εμπορικό τιμολόγιο που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 πρέπει να περιλαμβάνει δήλωση υπογεγραμμένη από υπάλληλο της εταιρείας που εξέδωσε το εμπορικό τιμολόγιο, η οποία να περιέχει τα ακόλουθα:

1.

Το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του υπαλλήλου της εταιρείας που εξέδωσε το εμπορικό τιμολόγιο.

2.

Την ακόλουθη δήλωση: «Ο/Η υπογεγραμμένος (-η) πιστοποιώ ότι ο (όγκος) του (υπό εξέταση προϊόντος) που πωλήθηκε για εξαγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τον οποίο καλύπτει το παρόν τιμολόγιο, παρήχθη από την (επωνυμία και διεύθυνση εταιρείας) (πρόσθετος κωδικός Taric) στ… (χώρα). Δηλώνω ότι τα στοιχεία που αναγράφονται στο παρόν τιμολόγιο είναι πλήρη και ακριβή.»

3.

Ημερομηνία και υπογραφή.


11.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/12


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 444/2011 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 5ης Μαΐου 2011

για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 599/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, και για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 599/2009 στις εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και για την περάτωση της έρευνας όσον αφορά τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 13 παράγραφος 3,

Έχοντας υπόψη την πρόταση που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατόπιν διαβούλευσης με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Η Επιτροπή, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 193/2009 (2), επέβαλε προσωρινό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής («ΗΠΑ»).

(2)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 599/2009 (3) («οριστικός κανονισμός»), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ που κυμαίνεται από 0 EUR μέχρι 198 ευρώ ανά τόνο σε εισαγωγές βιοντίζελ, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του προαναφερόμενου κανονισμού («υπό εξέταση προϊόν») καταγωγής ΗΠΑ («ισχύοντα μέτρα»). Η έρευνα που κατέληξε στην έκδοση του οριστικού κανονισμού αναφέρεται εφεξής ως «αρχική έρευνα».

(3)

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 598/2009 (4), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικό αντισταθμιστικό δασμό που κυμαίνεται από 211,2 ευρώ μέχρι 237 ευρώ ανά τόνο σε εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος.

1.2.   Αίτηση

(4)

Στις 30 Ιουνίου 2010, η Επιτροπή έλαβε αίτηση, δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, με την οποία της ζητήθηκε να διερευνήσει τη σύμφωνα με τους ισχυρισμούς καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος. Η αίτηση υποβλήθηκε από το European Biodiesel Board («EBB») εξ ονόματος των παραγωγών βιοντίζελ της Ένωσης.

(5)

Στην αίτηση διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται σε εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταστρατηγούνταν λόγω της μεταφόρτωσης μέσω Καναδά και Σιγκαπούρης και λόγω των εξαγωγών βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος σε βιοντίζελ που δεν υπερβαίνει το 20 %.

(6)

Από την αίτηση προκύπτει ότι, μετά την επιβολή μέτρων στο υπό εξέταση προϊόν, παρατηρήθηκε σημαντική μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών που αφορούν τις εξαγωγές από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Σιγκαπούρη, για την οποία δεν υπάρχει επαρκής λόγος ή αιτιολόγηση πλην όπως επιβολής του δασμού. Αυτή η μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών προκύπτει, σύμφωνα με όπως ισχυρισμούς, από τη μεταφόρτωση του υπό εξέταση προϊόντος μέσω Καναδά και Σιγκαπούρης.

(7)

Επίσης, σύμφωνα πάντα με την αίτηση, μετά την επιβολή των μέτρων, οι εξαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε βιοντίζελ από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν αρχίσει να φτάνουν στην Ένωση αξιοποιώντας, σύμφωνα με ισχυρισμούς, το κατώτατο όριο περιεκτικότητας βιοντίζελ που ορίζεται στην περιγραφή του υπό εξέταση προϊόντος.

(8)

Επιπλέον, στην αίτηση διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι οι επανορθωτικές συνέπειες των ισχυόντων δασμών αντιντάμπινγκ για το υπό εξέταση προϊόν εξουδετερώνονταν τόσο ως προς τις ποσότητες όσο και ως προς την τιμή. Σύμφωνα με ισχυρισμούς, φαινόταν ότι οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος είχαν αντικατασταθεί από έναν σημαντικό όγκο των εισαγωγών βιοντίζελ σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ από Καναδά και Σιγκαπούρη και των εισαγωγών βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ. Επιπροσθέτως, υπήρχαν επαρκή στοιχεία ότι ο αυξημένος όγκος εισαγωγών γινόταν σε τιμές πολύ χαμηλότερες από της μη ζημιογόνου τιμής που καθορίστηκε στην έρευνα και η οποία οδήγησε στα ισχύοντα μέτρα.

(9)

Τέλος, στην αίτηση διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι οι τιμές του υπό εξέταση προϊόντος εξακολουθούσαν να επιδοτούνται όπως είχε καθοριστεί προηγουμένως.

1.3.   Έναρξη

(10)

Η Επιτροπή, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι υπάρχουν επαρκή, εκ πρώτης όψεως, αποδεικτικά στοιχεία για την έναρξη έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού, άρχισε έρευνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 720/2010 (5) («κανονισμός για την έναρξη της έρευνας»). Σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή, με τον κανονισμό για την έναρξη της έρευνας, ζήτησε επίσης από τις τελωνειακές αρχές να καταγράφουν τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τον Καναδά και τη Σιγκαπούρη, καθώς και τις εισαγωγές καταγωγής ΗΠΑ του βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων ή/και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης.

(11)

Η Επιτροπή άρχισε επίσης παράλληλη έρευνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 721/2010 (6) για την πιθανή καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων που επιβάλλονται σε εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ από εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τον Καναδά και τη Σιγκαπούρη και από εισαγωγές βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ.

1.4.   Έρευνα

(12)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τις αρχές των ΗΠΑ, του Καναδά και της Σιγκαπούρης. Εστάλησαν ερωτηματολόγια σε γνωστούς παραγωγούς-εξαγωγείς των ΗΠΑ, του Καναδά και της Σιγκαπούρης. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στον κανονισμό για την έναρξη της έρευνας.

(13)

Οι ακόλουθες εταιρείες απάντησαν στα ερωτηματολόγια και στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν επιτόπιες επαληθεύσεις στις εγκαταστάσεις τους:

 

Παραγωγοί-εξαγωγείς στον Καναδά:

BIOX Corporation

Rothsay Biodiesel

 

Έμποροι στη Σιγκαπούρη:

Trafigura Pte Ltd.

Wilmar Trading Pte Ltd.

 

Παραγωγοί-εξαγωγείς στις ΗΠΑ:

Archer Daniels Midland Company

BP Products North America Inc.

Louis Dreyfus Corporation

 

Συνδεδεμένοι εισαγωγείς

BP Oil International Limited

Cargill BV

(14)

Επίσης, πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις σε οικείες αρμόδιες αρχές των κυβερνήσεων του Καναδά και της Σιγκαπούρης.

1.5.   Περίοδος της έρευνας

(15)

Η έρευνα κάλυψε την περίοδο από την 1η Απριλίου 2009 έως τις 30 Ιουνίου 2010 («ΠΕ»). Συγκεντρώθηκαν στοιχεία για την περίοδο από το 2008 μέχρι το τέλος της ΠΕ για να εξεταστεί η κατά τους ισχυρισμούς μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών.

2.   ΠΡΟΪΟΝ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΘΑΝΗ ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΗΣΗ

(16)

Το προϊόν που εξετάζεται για πιθανή καταστρατήγηση, δηλαδή το προϊόν που αποτέλεσε το αντικείμενο της αρχικής έρευνας, είναι μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, κοινώς γνωστά ως «βιοντίζελ», σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος πάνω από 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, τα οποία υπάγονται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 1516 20 98, ex 1518 00 91, ex 1518 00 99, ex 2710 19 41, 3824 90 91, ex 3824 90 97, καταγωγής ΗΠΑ.

(17)

Το προϊόν που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας για πιθανή καταστρατήγηση έχει δύο πτυχές. Πρώτον, όσον αφορά τους ισχυρισμούς μεταφόρτωσης μέσω Καναδά και Σιγκαπούρης, είναι πανομοιότυπο με το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της αρχικής έρευνας, όπως περιγράφεται στην προηγούμενη παράγραφο. Αναφορικά με τις απευθείας αποστολές από τις ΗΠΑ, το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας είναι βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, καταγωγής ΗΠΑ.

3.   ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΒΙΟΝΤΙΖΕΛ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΤΩΝ ΗΠΑ

(18)

Μετά την επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ τον Μάρτιο του 2009, οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος έχουν ουσιαστικά σταματήσει. Η κατάσταση συνοψίζεται στον ακόλουθο πίνακα:

Εισαγωγεσ βιοντίζελ και ορισμενων μειγματων βιοντίζελ προσ την Ευρωπαϊκη Ένωση

υπό τον κωδικό ΣΟ 3824 90 91 (σε τόνους)

 

2008

ποσοστό

2009

ποσοστό

ΠΕ

ποσοστό

ΗΠΑ

1 487 790

83,62 %

381 227

22,29 %

24

0,00 %

Καναδάς

1 725

0,10 %

140 043

8,19 %

197 772

9,28 %

Σιγκαπούρη

179

0,01 %

20 486

1,20 %

32 078

1,50 %

Πηγή: Eurostat.

(19)

Τα παραπάνω στοιχεία της Eurostat καλύπτουν όλο το βιοντίζελ που περιέχει 96,5 % εστέρες και πάνω.

(20)

Συγκριτικά, οι ΗΠΑ δηλώνουν τις εξαγωγές βιοντίζελ και των μειγμάτων βιοντίζελ που υπάγονται στον κωδικό HTS 3824 90 40 00 (μείγματα λιπαρών ουσιών, ζωικής ή φυτικής προέλευσης) ως εξής:

Εξαγωγέσ βιοντίζελ και μειγμάτων βιοντίζελ των ΗΠΑ

υπό τον κωδικό HTS 3824 90 40 00 (σε τόνους)

 

2008

2009

ΠΕ

Ευρωπαϊκή Ένωση

2 241 473

335 577

358 291

Καναδάς

967

128 233

161 841

Σιγκαπούρη

311

42 056

27 415

 

2 242 751

505 866

547 547

Πηγή: US Department of Commerce

(21)

Συγκρίνοντας τους ανωτέρω πίνακες, καταλήγουμε ότι οι 358 291 τόνοι που εξήγαγαν στην Ένωση την ΠΕ είναι μείγματα με περιεκτικότητα βιοντίζελ που δεν υπερβαίνει το 96,5 %.

4.   ΚΑΝΑΔΑΣ

4.1.   Γενικές σκέψεις

(22)

Το επίπεδο συνεργασίας των παραγωγών/εξαγωγέων στον Καναδά ήταν υψηλό. Δύο παραγωγοί που αντιπροσωπεύουν περίπου το 90 % τις καναδικής παραγωγής βιοντίζελ απάντησαν στο ερωτηματολόγιο και συνεργάστηκαν πλήρως στο πλαίσιο τις έρευνας. Επιπλέον, η καναδική ένωση ανανεώσιμων καυσίμων και οι οικείες αρχές τις κυβέρνησης του Καναδά συνεργάστηκαν στο πλαίσιο τις έρευνας.

(23)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, για να εκτιμηθεί η ύπαρξη καταστρατήγησης πρέπει να εξεταστεί διαδοχικά κατά πόσον υφίσταται μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των ΗΠΑ, του Καναδά και τις Ένωσης, εάν η μεταβολή αυτή απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία για την οποία δεν υφίστατο ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία πλην τις επιβολής του δασμού, εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές και/ή τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος και εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιοριστεί για το ομοειδές προϊόν.

4.2.   Μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών

4.2.1.   Εισαγωγές στην Ένωση

(24)

Οι εισαγωγές βιοντίζελ από τις ΗΠΑ μειώθηκαν από 1 487 790 τόνους το 2008 σε 381 227 τόνους το 2009 και σχεδόν μηδενίστηκαν την ΠΕ.

(25)

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat οι συνολικές εισαγωγές βιοντίζελ από τον Καναδά στην Ένωση αυξήθηκαν σημαντικά μεταξύ του 2008 και της ΠΕ από 1 725 τόνους το 2008 σε 140 043 τόνους το 2009 και σε 197 772 τόνους την ΠΕ.

4.2.2.   Εξαγωγές βιοντίζελ των ΗΠΑ στον Καναδά

(26)

Δεν υπάρχουν τελωνειακοί δασμοί που εφαρμόζονται σε πωλήσεις βιοντίζελ μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά ούτε άλλου είδους περιορισμοί στις εισαγωγές.

(27)

Σύμφωνα με τις στατιστικές των ΗΠΑ, οι εξαγωγές βιοντίζελ από τις ΗΠΑ στον Καναδά αυξήθηκαν από 967 τόνους το 2008 σε 128 233 τόνους το 2009 και σε 161 841 τόνους την ΠΕ.

(28)

Μια σύγκριση των στατιστικών για τις εξαγωγές που προσκόμισαν οι αρχές των ΗΠΑ με τις στατιστικές για τις εισαγωγές που προσκόμισαν επιτόπου οι καναδικές αρχές έδειξε σημαντικές αποκλίσεις σε μηνιαία βάση. Σύμφωνα με τις στατιστικές του Καναδά, οι εισαγωγές βιοντίζελ από τις ΗΠΑ αυξήθηκαν από 11 757 τόνους το 2008 σε 18 673 τόνους το 2009 και σε 174 574 τόνους την ΠΕ.

(29)

Σύμφωνα με τις καναδικές αρχές, δεν υπάρχει συγκεκριμένος κωδικός για τη δήλωση του βιοντίζελ. Σημείωσαν ότι ο Καναδάς και οι ΗΠΑ ανταλλάσσουν στοιχεία για τις εισαγωγές τους προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν αντίστοιχα ως στοιχεία για τις εξαγωγές τους. Επομένως, σε εξαψήφιο επίπεδο τα στοιχεία για τις καναδικές εισαγωγές και τις αμερικανικές εξαγωγές αναμένεται να ταιριάζουν και αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στην περίπτωση του κωδικού HTS 38.24.90. Ωστόσο, πάνω από τα έξι ψηφία, η κάθε χώρα έχει το δικό της σύστημα ταξινόμησης. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι καναδικές στατιστικές καλύπτουν μόνο τις εισαγωγές που έχουν εκτελωνιστεί στον Καναδά και δεν καλύπτουν μεταφορτωμένα εμπορεύματα.

(30)

Συμπερασματικά, παρά τις αποκλίσεις μεταξύ των δύο πηγών δεδομένων, είναι σαφές ότι οι εισαγωγές βιοντίζελ των ΗΠΑ προς τον Καναδά αυξήθηκαν από το 2008 έως την ΠΕ και ιδιαίτερα μετά την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ. Η καναδική αγορά βιοντίζελ αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να απορροφήσει τέτοιες ποσότητες βιοντίζελ. Οι καναδοί παραγωγοί αυθεντικού καναδικού βιοντίζελ είναι προσανατολισμένοι στις εξαγωγές.

4.2.3.   Η παραγωγή στον Καναδά και οι πωλήσεις αυθεντικού καναδικού βιοντίζελ στην Ένωση

(31)

Οι δύο συνεργαζόμενοι παραγωγοί στον Καναδά δεν αγόρασαν βιοντίζελ από της ΗΠΑ ούτε από άλλη πηγή την ΠΕ.

(32)

Η παραγωγή βιοντίζελ στον Καναδά είναι μια νηπιακή βιομηχανία. Περίπου έξι εγκαταστάσεις παραγωγής υπήρχαν κατά την ΠΕ, αλλά οι δύο εγκαταστάσεις στον ανατολικό Καναδά, ιδιοκτήτες και διαχειριστές των οποίων ήταν στην πραγματικότητα οι δύο συνεργαζόμενοι παραγωγοί, αναλογούν από μόνες τους στο 90 % περίπου της συνολικής παραγωγής.

(33)

Από τον όγκο παραγωγής που πωλήθηκε από τουςς συνεργαζόμενους παραγωγούς καθορίστηκαν οι πωλήσεις, οι τελικοί αποδέκτες των οποίων ήταν σίγουρα στη βόρεια Αμερική, δηλαδή οι ΗΠΑ ή ο Καναδάς. Ο υπόλοιπος όγκος κατέληξε σε πελάτες οι οποίοι είτε εμπορεύτηκαν ή/και ανάμειξαν τα εμπορεύματα με άλλο βιοντίζελ. Οι δύο εταιρείες δεν ήξεραν αν οι πελάτες πούλησαν τα προϊόντα στην Ένωση ως καναδικό βιοντίζελ, αν το ανάμειξαν ή αν το βιοντίζελ πουλήθηκε σε τελικούς πελάτες της ΗΠΑ ή στον Καναδά.

(34)

Ακόμα κι αν, σε μια ακραία περίπτωση, υποθέταμε ότι όλο το αυθεντικό καναδικό βιοντίζελ κατέληξε στην Ένωση, αυτό θα αντιστοιχούσε μόνο στο 20 % των συνολικών εισαγωγών στην Ένωση από τον Καναδά την ΠΕ.

4.3.   Συμπέρασμα σχετικά με τη μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών

(35)

Η διασταύρωση των στατιστικών με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς έδειξε ότι οι παραγωγοί του καναδικού βιοντίζελ δεν θα μπορούσαν να είχαν παραγάγει τον όγκο που εξήγαγε ο Καναδάς στην Ένωση. Επομένως, αυτό ενισχύει την άποψη ότι η αύξηση των εισαγωγών στην αγορά της Ένωσης από τον Καναδά σχετίζεται με τις εξαγωγές αμερικανικού βιοντίζελ που αποστέλλεται από τον Καναδά.

(36)

Η συνολική μείωση των αμερικανικών εξαγωγών στην Ένωση από το 2008 και η παράλληλη αύξηση των εξαγωγών από τον Καναδά στην Ένωση και των εξαγωγών από τις ΗΠΑ στον Καναδά μετά την επιβολή των αρχικών μέτρων μπορεί, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ως μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών.

4.4.   Μη ικανός αποχρών λόγος ή οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής του δασμού αντιντάμπινγκ

(37)

Η έρευνα δεν κατέδειξε κανένα άλλο ικανό αποχρώντα λόγο ή οικονομική δικαιολογία για τη μεταφόρτωση πλην της αποφυγής της καταβολής του ισχύοντος δασμού αντιντάμπινγκ για το βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ.

4.5.   Εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του δασμού αντιντάμπινγκ

(38)

Τα στοιχεία της Eurostat χρησιμοποιήθηκαν για να αξιολογήσουν αν τα εισαγμένα προϊόντα είχαν εξουδετερώσει, όσον αφορά την ποσότητα, τις επανορθωτικές συνέπειες των μέτρων αντιντάμπινγκ που ισχύουν στις εισαγωγές βιοντίζελ από τις ΗΠΑ. Οι ποσότητες και οι τιμές των εξαγωγών από τον Καναδά συγκρίθηκαν με το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας που καθορίστηκε στην αρχική έρευνα.

(39)

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι εισαγωγές από τον Καναδά στην Ένωση αυξήθηκαν από 1 725 τόνους το 2008 σε 197 772 τόνους την ΠΕ, και το τελευταίο αυτό στοιχείο αντιστοιχεί σε μερίδιο εισαγωγών ύψους 9,2 %. Η αύξηση των εισαγωγών από τον Καναδά δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ασήμαντη, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της αγοράς της Ένωσης όπως καθορίστηκε στην αρχική έρευνα. Λαμβάνοντας υπόψη το μη ζημιογόνο επίπεδο τιμής που καθορίστηκε στην αρχική έρευνα, οι καναδικές εισαγωγές στην Ένωση την ΠΕ έδειξαν πώληση σε τιμές χαμηλότερες από τις ενωσιακές κατά 50 % περίπου, και ταυτόχρονα ήταν μειωμένες σε σχέση με τις τιμές πώλησης των παραγωγών της Ένωσης κατά 40 % περίπου.

(40)

Επομένως, εξήχθη το συμπέρασμα ότι τα μέτρα υπονομεύονται όσον αφορά τις ποσότητες και τις τιμές.

4.6.   Αποδεικτικά στοιχεία για την άσκηση πρακτικής ντάμπινγκ

(41)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε κατά πόσον υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με την κανονική αξία που έχει ήδη προσδιοριστεί στην αρχική έρευνα.

(42)

Στην αρχική έρευνα η κανονική αξία καθορίστηκε με βάση τις εγχώριες τιμές πώλησης κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις και κατασκευάστηκε με βάση το κόστος παραγωγής συν ένα εύλογο περιθώριο κέρδους όταν δεν υπήρχαν εγχώριες πωλήσεις ή όταν δεν έγιναν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

(43)

Οι τιμές εξαγωγής από τον Καναδά καθορίστηκαν με βάση τη μέση τιμή εισαγωγής του βιοντίζελ την ΠΕ όπως αναφέρθηκε στη Eurostat.

(44)

Για να πραγματοποιηθεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές, ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τις τιμές και τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, επειδή δεν υπήρχαν πληροφορίες σχετικά με ορισμένα στοιχεία του κόστους, μόνο το κόστος μεταφοράς και ασφάλισης με βάση το παρατηρούμενο μέσο κόστος για το θαλάσσιο ναύλο του βιοντίζελ από τις ΗΠΑ στην Ένωση την περίοδο της αρχικής έρευνας αφαιρέθηκαν από τις τιμές CIF της Eurostat για να φτάσουν στο επίπεδο των τιμών FOB στα καναδικά σύνορα.

(45)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 11 και 12 του βασικού κανονισμού, το ντάμπινγκ υπολογίστηκε με βάση τη σύγκριση της σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας, που καθορίστηκε στην αρχική έρευνα, και της σταθμισμένης μέσης τιμής εξαγωγής κατά την ΠΕ, εκφραζόμενη ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Ένωσης πριν από την καταβολή του δασμού.

(46)

Με τη σύγκριση αυτή αποδείχθηκε η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ.

4.7.   Συμπέρασμα

(47)

Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν σε εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ καταστρατηγήθηκαν με μεταφόρτωση μέσω του Καναδά, σύμφωνα με το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού.

5.   ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗ

(48)

Δύο έμποροι που είναι εγκατεστημένοι στη Σιγκαπούρη συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας. Επιπλέον, συνεργάστηκαν και οι οικείες αρχές της κυβέρνησης της Σιγκαπούρης.

(49)

Τα κριτήρια που θα καθορίσουν αν υπάρχει καταστρατήγηση περιγράφηκαν στην αιτιολογική σκέψη (23) παραπάνω.

(50)

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat οι συνολικές εξαγωγές βιοντίζελ από τη Σιγκαπούρη στην Ένωση αυξήθηκαν από 179 τόνους το 2008 σε 20 486 τόνους το 2009 και σε 32 078 τόνους την ΠΕ. Οι εξαγωγές από τις ΗΠΑ στη Σιγκαπούρη αυξήθηκαν επίσης την ίδια περίοδο.

(51)

Σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές της κυνέρνησης της Σιγκαπούρης, το βιοντίζελ που παράχθηκε στη χώρα πωλήθηκε κυρίως μέσα στη Σιγκαπούρη για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, σημειώνουν ότι η βιομηχανία στη Σιγκαπούρη μεγαλώνει με την πρόσφατη κατασκευή νέων εγκαταστάσεων παραγωγής.

(52)

Οι εξαγωγές από τη Σιγκαπούρη ήταν παραδοσιακά χαμηλές. Οι εισαγωγές βιοντίζελ στην Ένωση εξετάστηκαν προσεκτικά σύμφωνα με τη βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 6 και ελέγχθηκαν με τις οικείες εθνικές τελωνειακές αρχές. Φαίνεται ότι οι εισαγωγές κορυφώθηκαν κάποιες φορές. Η ανάλυση έδειξε ότι η πλειονότητα αυτών των εισαγωγών ήταν στην πραγματικότητα καταγωγής Σιγκαπούρης. Ωστόσο, δεν ήταν δυνατόν να συνυπολογιστούν όλες οι εισαγωγές.

(53)

Σε σύγκριση με την κατανάλωση της Ένωσης που καθορίστηκε στην αρχική έρευνα, ο όγκος εισαγωγών από τη Σιγκαπούρη στην Ένωση, που δεν μπορούσε να συνυπολογιστεί, διαπιστώθηκε ότι ήταν πολύ χαμηλός. Επιπλέον, θα ήταν αμελητέο το μερίδιό τους από την κατανάλωση της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη την εκτίμηση του EBB για τη σημαντική αύξηση της κατανάλωσης της Ένωσης μετά την αρχική έρευνα.

(54)

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι επανορθωτικές συνέπειες των μέτρων αντιντάμπινγκ δεν έχουν υπονομευθεί όσον αφορά τις ποσότητες που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη.

(55)

Σχετικά με τη μεταφόρτωση, είναι ευρέως γνωστό ότι η Σιγκαπούρη είναι τεράστιος κόμβος θαλάσσιας διακίνησης εμπορευμάτων στην Ασία όπου τα πλοία της περιφέρειας φτάνουν και ξεφορτώνουν εμπορεύματα τα οποία στη συνέχεια μεταφορτώνονται σε πλοία με προορισμό, μεταξύ άλλων, την Ευρώπη. Σε αυτήν την έρευνα, ένας από τους συνεργαζόμενους εμπόρους μεταφόρτωσε βιοντίζελ καταγωγής Μαλαισίας ή Ινδονησίας μέσω της Σιγκαπούρης με τελικό προορισμό την Ένωση. Την ΠΕ, αυτός ο έμπορος από μόνος του εξήγαγε σημαντική ποσότητα βιοντίζελ στην Ένωση μέσω μεταφόρτωσης στη Σιγκαπούρη και στην Ένωση το βιοντίζελ εκτελωνίστηκε ως καταγωγής Μαλαισίας ή Ινδονησίας.

(56)

Η επαλήθευση δεν αποκάλυψε ενδείξεις που να αμφισβητούν τη δηλωθείσα καταγωγή Ινδονησίας ή Μαλαισίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η έρευνα σχετικά με την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ από τις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλονται από τη Σιγκαπούρη θα πρέπει να σταματήσει.

6.   ΗΠΑ

6.1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(57)

Πέντε παραγωγοί από τις ΗΠΑ βιοντίζελ ή μειγμάτων βιοντίζελ συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, τρεις από τους οποίους περιλήφθηκαν στο δείγμα της αρχικής έρευνας. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνεργάστηκε παρέχοντας στατιστικές για τις εξαγωγές και την ερμηνεία τους για τις στατιστικές.

(58)

Και οι τρεις παραγωγοί που περιλήφθηκαν στο δείγμα στην αρχική έρευνα είχαν σταματήσει την εξαγωγή βιοντίζελ μετά την επιβολή οριστικών μέτρων.

(59)

Μόνο μία από τις πέντε συνεργαζόμενες εταιρείες, η BP North America που δεν συνεργάστηκε στην αρχική έρευνα, εξήγαγε μείγματα βιοντίζελ με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ («που δεν υπερβαίνει το B20») στην Ένωση την ΠΕ.

(60)

Το National Biodiesel Board («NBB») που εκπροσωπεί την αμερικανική βιομηχανία βιοντίζελ ισχυρίστηκε ότι ένα προϊόν το οποίο, σύμφωνα με τη γνώμη τους, διαπιστώθηκε ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο του προϊόντος των ισχυόντων μέτρων δεν μπορεί να υπόκειται σε μέτρα αντιντάμπινγκ χωρίς νέα έρευνα αντιντάμπινγκ. Το NBB ισχυρίστηκε ότι ο οριστικός κανονισμός όρισε ρητά το «υπό εξέταση προϊόν» και το «ομοειδές προϊόν» στο επίπεδο του βιοντίζελ ή των μειγμάτων βιοντίζελ όπου το βιοντίζελ δεν υπερβαίνει το 20 %. Σύμφωνα με το NBB, αυτό δεν είναι ένα τεχνητό κατώφλι αλλά αντιστοιχεί στην πραγματικότητα της αγοράς όπως καταγράφηκε στην αρχική έρευνα. Διαπιστώθηκε, π.χ., ότι το κατώφλι του 20 % ήταν κατάλληλο για να υπάρξει σαφής διάκριση μεταξύ των διαφόρων ειδών μειγμάτων που διατίθενται στην αμερικανική αγορά.

(61)

Κατά την άποψη του NBB και άλλων ενδιαφερόμενων μερών, μια έρευνα για την καταστρατήγηση μπορεί μόνο να επεκτείνει τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται στο υπό εξέταση προϊόν στο ομοειδές προϊόν που είναι μόνο ένα ελαφρώς τροποποιημένο προϊόν σε σχέση με το υπό εξέταση προϊόν. Για άλλη μια φορά το NBB ισχυρίστηκε ότι το ίδιο το Συμβούλιο, στον οριστικό κανονισμό, είχε ορίσει ότι το βιοντίζελ σε μείγματα με όγκο βιοντίζελ που δεν ξεπερνά το 20 % δεν είναι ομοειδές προϊόν. Επομένως, σύμφωνα με το NBB, στη δομή των διατάξεων του βασικού κανονισμού δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την έναρξη νέας έρευνας προκειμένου να καθοριστεί αν αυτά τα μείγματα πρέπει να υπόκεινται στα μέτρα.

(62)

Προς απάντηση σε αυτά τα επιχειρήματα, πρέπει πρώτα να σημειωθεί ότι ο σκοπός των διατάξεων για την καταστρατήγηση στο άρθρο 13 του βασικού κανονισμού είναι να εξουδετερωθούν τυχόν προσπάθειες σύμφωνα με τους ισχυρισμούς για την παράκαμψη από τα ισχύοντα μέτρα. Αν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν ότι υφίσταται καταστρατήγηση κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή θα ξεκινήσει έρευνα για να καθορίσει αν υπήρξε καταστρατήγηση. Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, πρέπει να εκτιμηθεί η ύπαρξη καταστρατήγησης, π.χ., αναλύοντας διαδοχικά αν υπήρχε μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ ΗΠΑ και Ένωσης, αν αυτή η μεταβολή προκύπτει από πρακτική, διαδικασία ή εργασία για την οποία υπήρχε μη ικανός αποχρών λόγος ή οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής του δασμού αντιντάμπινγκ και αν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ζημίας ή αν οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού υπονομεύονταν όσον αφορά τις τιμές και/ή τις ποσότητες.

(63)

Θα πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι μια έρευνα για την καταστρατήγηση δεν είναι επανεξέταση του πεδίου του προϊόντος με βάση το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού και δεν αλλάζει τον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος. Οι διατάξεις βάσει του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού προβλέπουν την οικεία νομική βάση για έρευνα με αντικείμενο την ύπαρξη καταστρατήγησης όσον αφορά ένα προϊόν για το οποίο επιβάλλονται μέτρα.

(64)

Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτήματος που έλαβε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, μετά την επιβολή των μέτρων, οι εξαγωγές μειγμάτων βιοντίζελ που περιέχουν 20 % βιοντίζελ ή και λιγότερο από τις ΗΠΑ είχαν αρχίσει να καταφτάνουν στην Ένωση, χάρη στο κατώτατο όριο βιοντίζελ που ορίζεται στην περιγραφή του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος. Η έρευνα εξέτασε αν αυτή η πρακτική πρέπει να θεωρηθεί ως καταστρατήγηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι πρακτικές καταστρατήγησης, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, μπορούν να εξετάζονται μόνο βάσει του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού.

6.2.   Εξαγωγές μειγμάτων που δεν υπερβαίνουν το B20 από τις ΗΠΑ στην Ένωση

(65)

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω στην αιτιολογική σκέψη 20, στον κωδικό των ΗΠΑ HTS 3824 90 40 00 περιέχονται και μείγματα με περιεκτικότητα βιοντίζελ που δεν υπερβαίνει το 96,5 %. Σύμφωνα με τις αμερικανικές στατιστικές για τις εξαγωγές συνολική ποσότητα 358 291 τόνων αυτού του είδους του μείγματος εξήχθηκε στην Ένωση κατά την ΠΕ.

(66)

Η BP Products North America («BPNA») την ΠΕ εξήγαγε σημαντικό ποσοστό της προαναφερόμενης ποσότητας.

(67)

Η BPNA δεν συμμετείχε στην αρχική έρευνα διότι δεν είχε αρχίσει τις δραστηριότητες για το βιοντίζελ πριν από τις αρχές του 2009 προσδοκώντας την αύξηση της αγοράς βιοντίζελ στο μέλλον, ανταποκρινόμενη στις κυβερνητικές εντολές τόσο των ΗΠΑ όσο άλλων χωρών. Η BPNA άρχισε την εξαγωγή στην Ένωση τον Δεκέμβριο του 2009. Σε αυτό το πλαίσιο υπενθυμίζεται ότι επιβλήθηκαν οριστικά μέτρα τον Ιούλιο του 2009.

(68)

Στην Ένωση, η BP πούλησε μείγμα βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 15 % βιοντίζελ («B15») στο Ηνωμένο Βασίλειολλία και τις Κάτω Χώρες. Σε κάθε περίπτωση, το προϊόν αναμειγνύεται περαιτέρω προκειμένου να τηρηθεί η οικεία νομοθεσία που ισχύει σε ορισμένα κράτη μέλη για την προώθηση της κατανάλωσης βιοκαυσίμων στην αντλία διότι θεωρούνται επί του παρόντος περιβαλλοντικά βιώσιμα.

(69)

Σύμφωνα με την BPNA, τα μείγματα κάτω του 15 % δεν είναι ομοειδές προϊόν για το υπό εξέταση προϊόν. Τα χαρακτηριστικά και η πραγματικότητα της αγοράς παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές. Η διοικητική μέριμνα (περιλαμβανομένων των περιορισμών στη θαλάσσια μεταφορά) στην παραγωγή και την εισαγωγή μειγμάτων με χαμηλότερη περιεκτικότητα βιοντίζελ είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τα μείγματα υψηλότερης περιεκτικότητας. Σύμφωνα με την BPNA, κατά τη μεταφορά μειγμάτων κάτω του 15 %, τα προϊόντα αυτά κατατάσσονται ως πετρελαϊκό προϊόν για θαλάσσια μεταφορά σε αντίθεση με το χημικό προϊόν που καθιστά την αποστολή πιο οικονομική. Η BPNA ισχυρίστηκε επίσης ότι υπάρχουν διαφορές στην απόδοση μεταξύ μειγμάτων χαμηλότερης και υψηλότερης περιεκτικότητας βιοντίζελ όταν χρησιμοποιούνται σε κινητήρες ντίζελ.

(70)

Ο σκοπός σε μια έρευνα για την καταστρατήγηση είναι να καθοριστεί αν το μείγμα βιοντίζελ με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % έχει καταστρατηγήσει τα ισχύοντα μέτρα. Ενδέχεται τα μείγματα χαμηλότερης περιεκτικότητας σε βιοντίζελ να συνεπάγονται χαμηλότερο κόστος θαλάσσιας μεταφοράς. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα μείγμα που δεν υπερβαίνει το Β20 είναι στην πραγματικότητα μόνο μια διαφορετική σύνθεση του μείγματος, σε σύγκριση με τη διαδικασία παραγωγής βιοντίζελ σε μείγμα πάνω από Β20. Η διαδικασία αλλαγής της σύνθεσης του μείγματος είναι απλή. Η δημιουργία μείγματος που δεν υπερβαίνει το Β20 θεωρείται απλά μία μικρή τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος και η μόνη διαφορά είναι η αναλογία βιοντίζελ στο μείγμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το υπό εξέταση προϊόν καθώς και το μείγμα που δεν υπερβαίνει το Β20 προορίζονται τελικά για τις ίδιες χρήσεις στην Ένωση. Επιπλέον, το βιοντίζελ σε μείγματα κάτω από Β20 καθώς και το βιοντίζελ σε μείγματα που δεν υπερβαίνουν το Β20 έχουν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά.

6.3.   Μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών

(71)

Οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από τις ΗΠΑ μειώθηκαν από 1 487 790 τόνους το 2008 σε 381 227 τόνους το 2009 και σχεδόν μηδενίστηκαν την ΠΕ.

(72)

Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι αν και υπήρχε υποχρέωση ανάμειξης, π.χ., του B5 στην Ένωση κατά την αρχική έρευνα, οι εξαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 από τις ΗΠΑ στην Ένωση άρχισαν μετά την επιβολή των οριστικών μέτρων. Κατά την αρχική έρευνα, κυρίως οι εξαγωγές του B99,9 κατευθύνθηκαν στην Ένωση σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς που συμμετείχαν στο δείγμα. Ο λόγος ήταν ότι μεγιστοποιήθηκε η επιδότηση για τα εξαχθέντα εμπορεύματα (1 δολλάριο ΗΠΑ πίστωση φόρου για το βιοντίζελ ανά γαλόνι).

(73)

Επομένως είναι δύσκολο να δούμε ποια θα είναι η οικονομική δικαιολογία για να αρχίσουν οι εξαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 πλην της αποφυγής των ισχυόντων μέτρων αντιντάμπινγκ.

(74)

Η αναλογία βιοντίζελ στο μείγμα εξακολουθεί να επιδοτείται και ο εισαγωγέας αποφεύγει την καταβολή του οφειλόμενου δασμού αντιντάμπινγκ. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι ο δασμός αντιντάμπινγκ στα μείγματα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στο βιοντίζελ στο μείγμα, δηλαδή στην περίπτωση των εισαγωγών B15 ο δασμός αντιντάμπινγκ που δεν καταβάλλεται θα ήταν περίπου 26 ευρώ ανά τόνο.

6.4.   Μη ικανός αποχρών λόγος ή οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής του δασμού αντιντάμπινγκ

(75)

Σύμφωνα με την BNPA, το βιοντίζελ κάτω από B15 δεν δημιουργήθηκε ειδικά για την αποφυγή δασμών. Η εταιρεία ισχυρίστηκε ότι δεν συμμετείχε στην αρχική έρευνα γιατί άρχισε τις δραστηριότητές της σχετικά με το βιοντίζελ στις αρχές του 2009, προσδοκώντας μια μελλοντικά ενεργή αγορά βιοντίζελ ανταποκρινόμενη στις κυβερνητικές εντολές τόσο των ΗΠΑ όσο και άλλων χωρών. Η συγκεκριμένη δομή της εταιρείας, η δραστηριότητά της ως πετρελαϊκή εταιρεία και η παρουσία της στις ΗΠΑ σε επίπεδο διοικητικής μέριμνας κατέστησε την ανάμειξη στις ΗΠΑ και την εξαγωγή στην Ένωση μια λογική εμπορική απόφαση. Το μείγμα που εξήχθη σε όλες τις περιπτώσεις δεν υπερέβαινε το Β15 λόγω των πιο χαλαρών μέτρων ασφάλειας: το μείγμα μέχρι Β15 δεν θεωρείται χημικό προϊόν σύμφωνα με τους κανονισμούς των θαλάσσιων μεταφορών.

(76)

Επισημαίνεται ότι η δραστηριότητα της εν λόγω εταιρείας όσον αφορά τις εξαγωγές στην Ένωση άρχισε μετά την επιβολή μέτρων. Θεωρείται ότι δεν υπάρχει ικανός αποχρών λόγος ούτε οικονομική δικαιολογία για τη μεταφόρτωση πλην της αποφυγής της καταβολής του ισχύοντος δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στο βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ.

6.5.   Υπονόμευση των επανορθωτικών συνεπειών του δασμού αντιντάμπινγκ

(77)

Λαμβάνοντας υπόψη το μη ζημιογόνο επίπεδο των τιμών της αρχικής έρευνας, οι αμερικανικές εισαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 στην Ένωση την ΠΕ έδειξαν πώληση σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές της Ένωσης και χαμηλότερες από τις τιμές-στόχους. Οι εισαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 άρχισαν μόνο μετά την επιβολή των οριστικών μέτρων και οι σχετικές ποσότητες δεν ήταν ασήμαντες.

(78)

Επομένως, εξήχθη το συμπέρασμα ότι τα μέτρα εξουδετερώνονται όσον αφορά τις ποσότητες και τις τιμές.

6.6.   Αποδεικτικά στοιχεία για την άσκηση πρακτικής ντάμπινγκ

(79)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε κατά πόσον υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με της κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιοριστεί στην αρχική έρευνα. Η σύγκριση μεταξύ της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας και της μέσης σταθμισμένης τιμής εξαγωγής έδειξε την ύπαρξη πρακτικών ντάμπινγκ.

6.7.   Συμπέρασμα

(80)

Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ καταστρατηγήθηκαν από τις εισαγωγές στην Ένωση βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % βιοντίζελ.

(81)

Συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι η μόνη οικονομική δικαιολογία για την εξαγωγή μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 ήταν η επιδότηση στις ΗΠΑ αφενός και η αποφυγή της καταβολής των δασμών ανιντάμπινγκ κατά την εισαγωγή στην Ένωση αφετέρου.

(82)

Η BPNA ζήτησε απαλλαγή από την πιθανή επέκταση των μέτρων. Ωστόσο, δεδομένου ότι η έρευνα έδειξε σαφώς ότι οι εισαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το B20 έγιναν μόνο για να καταστρατηγηθούν τα ισχύοντα μέτρα, δεν μπορεί να παραχωρηθεί αυτή η απαλλαγή. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, μπορεί να παραχωρηθεί απαλλαγή σε παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος που μπορούν να αποδείξουν ότι δεν συνδέονται με κανένα παραγωγό που υπάγεται στα μέτρα και διαπιστώνεται ότι δεν μετέχουν σε πρακτικές καταστρατήγησης. Σε αυτές τις έρευνες, διαπιστώθηκε ότι η BPNA συμμετείχε στις πρακτικές καταστρατήγησης όταν άρχισε να εξάγει μείγματα που δεν υπερβαίνουν το B20 μετά την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών μέτρων χωρίς ικανό αποχρώντα λόγο ούτε οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής των μέτρων. Επιπλέον, υπάρχουν αποδείξεις ότι οι συνέπειες των μέτρων εξουδετερώνονται σε επίπεδο τιμών και ποσοτήτων και ότι υφίσταται ντάμπινγκ σε σχέση με τις κανονικές αξίες που καθορίστηκαν προηγουμένως.

(83)

Ορισμένοι παραγωγοί βιοντίζελ που συνεργάστηκαν στην αρχική έρευνα ζήτησαν απαλλαγή από την ενδεχόμενη επέκταση των μέτρων λόγω καταστρατήγησης. Διαπιστώθηκε ότι αυτοί οι αμερικανοί παραγωγοί δεν παρήγαγαν ούτε πούλησαν μείγμα βιοντίζελ που δεν υπερβαίνει το Β20. Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, μόνο το αίτημα των παραγωγών για απαλλαγή μπορεί να εξεταστεί στη διάρκεια της έρευνας για την καταστρατήγηση. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού περιέχει διατάξεις για νεοεισερχόμενες εταιρείες.

7.   ΜΕΤΡΑ

7.1.   Καναδάς

(84)

Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ καταστρατηγήθηκε με μεταφόρτωση μέσω του Καναδά.

(85)

Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτη περίοδος του βασικού κανονισμού, τα ισχύοντα μέτρα στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής ΗΠΑ θα πρέπει να επεκταθούν στις εισαγωγές του ιδίου προϊόντος που αποστέλλεται από τον Καναδά, είτε δηλώνεται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι.

(86)

Προκειμένου να αποφευχθεί η μη καταβολή του δασμού λόγω μη επαληθεύσιμων ισχυρισμών ότι το προϊόν που μεταφορτώθηκε μέσω Καναδά παράχθηκε από εταιρεία που υπόκειται σε ατομικό δασμό σύμφωνα με τον οριστικό κανονισμό, το μέτρο, η επέκταση του οποίου εξετάζεται, πρέπει να είναι το μέτρο που έχει οριστεί στο άρθρο 1 παράγραφος 2 «Όλες οι άλλες εταιρείες» του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 599/2009, που είναι ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ ύψους 172,2 ευρώ ανά τόνο.

(87)

Ο δασμός αντιντάμπινγκ για τα μείγματα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στη συνολική περιεκτικότητα, κατά βάρος, σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης (περιεκτικότητα σε βιοντίζελ).

(88)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 και το άρθρο 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, τα οποία προβλέπουν ότι κάθε επέκταση μέτρων εφαρμόζεται στις εισαγωγές που εισέρχονται στην Ένωση βάσει της καταγραφής που επιβάλλει ο κανονισμός για την έναρξη της έρευνας, πρέπει να εισπράττονται δασμοί για τις καταγεγραμμένες εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλεται από τον Καναδά.

7.2.   ΗΠΑ

(89)

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε σε εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής ΗΠΑ καταστρατηγήθηκε από εισαγωγές στην Ένωση μείγματος που δεν υπερβαίνει το Β20 σύμφωνα με το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού.

(90)

Σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του άρθρου 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, τα μέτρα που ίσχυαν για τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής ΗΠΑ θα πρέπει, συνεπώς, να επεκταθούν στις εισαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το Β20.

(91)

Τα μέτρα που θα επεκταθούν είναι αυτά που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 599/2009.

(92)

Ο επεκταθείς δασμός αντιντάμπινγκ για τα μείγματα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στη συνολική περιεκτικότητα, κατά βάρος, σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης (περιεκτικότητα σε βιοντίζελ).

(93)

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 και το άρθρο 14 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, τα οποία προβλέπουν ότι κάθε επέκταση μέτρων πρέπει να εφαρμόζεται στις εισαγωγές που εισέρχονται στην Ένωση βάσει της καταγραφής που επιβάλλει ο κανονισμός για την έναρξη της έρευνας, πρέπει να εισπράττονται δασμοί για τις καταγεγραμμένες εισαγωγές μείγματος που δεν υπερβαίνει το Β20 καταγωγής ΗΠΑ.

8.   ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗΣ

(94)

Με βάση τα συμπεράσματα που αφορούν τη Σιγκαπούρη, η έρευνα σχετικά με την ενδεχόμενη καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ από τις εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλεται από τη Σιγκαπούρη θα πρέπει να περατωθεί και η καταγραφή των εισαγωγών βιοντίζελ που αποστέλλεται από τη Σιγκαπούρη, η οποία επιβλήθηκε με τον κανονισμό για την έναρξη της έρευνας, θα πρέπει να διακοπεί.

9.   ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ

(95)

Οι δύο συνεργαζόμενες εταιρείες στον Καναδά που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο ζήτησαν απαλλαγή από την ενδεχόμενη επέκταση των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(96)

Διαπιστώθηκε ότι οι δύο συνεργαζόμενοι καναδοί παραγωγοί δεν συμμετείχαν σε πρακτικές καταστρατήγησης που αποτελούν το αντικείμενο αυτής της έρευνας. Επιπλέον, αυτοί οι παραγωγοί θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι δεν συνδέονται με κανέναν αμερικανό παραγωγό-εξαγωγέα βιοντίζελ. Επομένως, τα αιτήματά τους για απαλλαγή μπορούν να ικανοποιηθούν.

(97)

Κρίνεται ότι στην περίπτωση αυτή απαιτούνται ειδικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των εν λόγω απαλλαγών. Τα ειδικά αυτά μέτρα συνίστανται στην υποχρέωση υποβολής στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών έγκυρου εμπορικού τιμολογίου το οποίο πρέπει να συμφωνεί με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού. Οι εισαγωγές που δεν συνοδεύονται από τέτοιο τιμολόγιο υπόκεινται σε επεκταθέντα δασμό αντιντάμπινγκ.

(98)

Μία συνεργαζόμενη εταιρεία στις ΗΠΑ που απάντησε στο ερωτηματολόγιο ζήτησε απαλλαγή από την ενδεχόμενη επέκταση των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(99)

Όπως εξηγήθηκε στην αιτιολογική σκέψη 82 παραπάνω, η έρευνα έδειξε σαφώς ότι αυτό το μέρος συμμετείχε σε πρακτικές καταστρατήγησης επειδή εισήγαγε μείγμα που δεν υπερβαίνει το B20. Επομένως, δεν μπορεί να παραχωρηθεί η απαλλαγή.

(100)

Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι, σε περίπτωση που ένας παραγωγός-εξαγωγέας δεν ασκεί πλέον πρακτική ντάμπινγκ, μπορεί να ζητήσει επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

10.   ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

(101)

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό, βάσει των οποίων συνάγονται τα ανωτέρω συμπεράσματα, και τους ζητήθηκε να υποβάλουν παρατηρήσεις. Εξετάστηκαν οι προφορικές και οι γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 599/2009 στις εισαγωγές μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων ή/και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, κοινώς γνωστά ως «βιοντίζελ», σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος πάνω από 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επεκτείνεται σε εισαγωγές στην Ένωση μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων ή/και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, κοινώς γνωστά ως «βιοντίζελ», σε καθαρή μορφή ή μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος πάνω από 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων και/ή παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση και/ή υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, και υπάγονται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 1516 20 98 (κωδικός TARIC 1516209821), ex 1518 00 91 (κωδικός TARIC 1518009121), ex 1518 00 99 (κωδικός TARIC 1518009921), ex 2710 19 41 (κωδικός TARIC 2710194121), ex 3824 90 91 (κωδικός TARIC 3824909110) και ex 3824 90 97 (κωδικός TARIC 3824909701), με εξαίρεση τα προϊόντα των εταιρειών που περιέχονται στον παρακάτω κατάλογο:

Χώρα

Εταιρεία

Πρόσθετος κωδικός ΤΑRIC

Καναδάς

BIOX Corporation, Oakville, Ontario, Canada

B107

Καναδάς

Rothsay Biodiesel, Guelph, Ontario, Canada

B108

Ο δασμός που πρέπει να επεκταθεί είναι αυτός που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 «Όλες οι άλλες εταιρείες» του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 599/2009, που είναι οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ ύψους 172,2 ευρώ ανά τόνο (καθαρό βάρος).

Ο δασμός αντιντάμπινγκ για τα μείγματα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στη συνολική περιεκτικότητα, κατά βάρος, σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης (βιοντίζελ).

2.   Η εφαρμογή των απαλλαγών που χορηγήθηκαν στις εταιρείες, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή που εγκρίθηκαν από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, εξαρτάται από την προσκόμιση στις τελωνειακές υπηρεσίες των κρατών μελών έγκυρου εμπορικού τιμολογίου, το οποίο πληροί τους όρους του παραρτήματος. Εάν δεν προσκομιστεί τιμολόγιο, εφαρμόζεται ο δασμός αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται από την παράγραφο 1.

3.   Ο δασμός που επεκτείνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εισπράττεται για τις εισαγωγές που αποστέλλονται από τον Καναδά, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καναδά είτε όχι, οι οποίες καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 720/2010 και το άρθρο 13 παράγραφος 3 και το άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009, εξαιρουμένων όσων παράγονται από τις εταιρείες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 2

1.   Ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 599/2009 στις εισαγωγές μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων ή/και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης (gas oils) που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, κοινώς γνωστά ως «βιοντίζελ», σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος πάνω από 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης (gas oils) που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής επεκτείνεται σε εισαγωγές στην Ένωση βιοντίζελ σε μορφή μείγματος με περιεκτικότητα κατά βάρος που δεν υπερβαίνει το 20 % σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων ή/και παραφινικά πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που εμπίπτει επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 1516 20 98 (κωδικός TARIC 1516209830), ex 1518 00 91 (κωδικός TARIC 1518009130), ex 1518 00 99 (κωδικός TARIC 1518009930), ex 2710 19 41 (κωδικός TARIC 2710194130) και ex 3824 90 97 (κωδικός TARIC 3824909704).

Οι δασμοί που θα επεκταθούν είναι αυτοί που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 599/2009.

Ο δασμός αντιντάμπινγκ για τα μείγματα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στη συνολική περιεκτικότητα, κατά βάρος, σε μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων και παραφινικών πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προέρχονται από σύνθεση ή/και υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης (βιοντίζελ).

2.   Ο δασμός που επεκτείνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εισπράττεται για τις εισαγωγές καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 720/2010 και το άρθρο 13 παράγραφος 3 και το άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009.

3.   Εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 3

Περατώνεται η έρευνα που είχε αρχίσει με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 720/2010, όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 599/2009 σε εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από εισαγωγές βιοντίζελ που αποστέλλεται από τη Σιγκαπούρη, είτε δηλώνεται ως καταγωγής Σιγκαπούρης είτε όχι, και για την υποβολή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή.

Άρθρο 4

1.   Οι αιτήσεις απαλλαγής από τον δασμό που επεκτάθηκε βάσει του άρθρου 1 παράγραφος και του άρθρου 2 παράγραφος 1 συντάσσονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρέπει να υπογράφονται από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που αντιπροσωπεύει τον φορέα ο οποίος ζητά την απαλλαγή. Η αίτηση πρέπει να αποστέλλεται στην ακόλουθη διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Trade

Directorate Η

Office: N-105 4/92

1049 Bruxelles

ΒΕΛΓΙΟ

Φαξ + 32 2 295 65 05

2.   Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί να επιτρέπει, με απόφαση, την απαλλαγή από τον επεκτεινόμενο δυνάμει άρθρου 1 παράγραφος 1 και του άρθρου 2 παράγραφος 1 δασμό των εισαγωγών από εταιρείες που δεν καταστρατηγούν τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 599/2009.

Άρθρο 5

Οι τελωνειακές αρχές καλούνται να διακόψουν την καταγραφή των εισαγωγών, όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 720/2010.

Άρθρο 6

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 5 Μαΐου 2011.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

MARTONYI J.


(1)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51.

(2)  ΕΕ L 67 της 12.3.2009, σ. 22.

(3)  ΕΕ L 179 της 10.7.2009, σ. 26.

(4)  ΕΕ L 179 της 10.7.2009, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 211 της 12.8.2010, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 211 της 12.8.2010, σ. 6.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το έγκυρο εμπορικό τιμολόγιο που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 πρέπει να περιλαμβάνει δήλωση υπογεγραμμένη από υπάλληλο της εταιρείας που εξέδωσε το εμπορικό τιμολόγιο, η οποία περιέχει τα ακόλουθα:

1.

το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του υπαλλήλου της εταιρείας που εξέδωσε το εμπορικό τιμολόγιο·

2.

την ακόλουθη δήλωση: «Ο/Η υπογεγραμμένος(-η) πιστοποιώ ότι ο (όγκος) του (υπό εξέταση προϊόντος) που πωλήθηκε για εξαγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τον οποίο καλύπτει το παρόν τιμολόγιο, παρήχθη από την (επωνυμία και διεύθυνση εταιρείας) (πρόσθετος κωδικός TARIC) στ … (χώρα). Δηλώνω ότι τα στοιχεία που αναγράφονται στο παρόν τιμολόγιο είναι πλήρη και ακριβή.»·

3.

ημερομηνία και υπογραφή.


11.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/22


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 445/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Μαΐου 2011

για σύστημα πιστοποίησης φορέων υπεύθυνων για τη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 653/2007

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την ασφάλεια των κοινοτικών σιδηροδρόμων και την τροποποίηση της οδηγίας 95/18/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις άδειες σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και την οδηγία 2001/14/ΕΚ σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής, καθώς και με την πιστοποίηση ασφάλειας (1), και ιδίως το άρθρο 14α,

Έχοντας υπόψη τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων, της 8ης Ιουλίου 2010, σχετικά με σύστημα πιστοποίησης φορέων υπεύθυνων για τη συντήρηση,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2004/49/ΕΚ αποσκοπεί στη βελτίωση της πρόσβασης στην αγορά των υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών με τον καθορισμό κοινών αρχών για τη διαχείριση, τη ρύθμιση και την εποπτεία της ασφάλειας των σιδηροδρόμων. Η οδηγία 2004/49/ΕΚ προβλέπει επίσης ότι πρέπει να διαμορφωθεί πλαίσιο, το οποίο θα εξασφαλίζει ίσους όρους για όλους τους φορείς που είναι υπεύθυνοι για τη συντήρηση των εμπορευματικών φορταμαξών, με την εφαρμογή ιδίων απαιτήσεων πιστοποίησης σε όλη την Ένωση.

(2)

Σκοπός του συστήματος πιστοποίησης είναι η θέσπιση πλαισίου εναρμόνισης των απαιτήσεων και των μεθόδων αξιολόγησης της ικανότητας των φορέων που είναι υπεύθυνοι για τη συντήρηση ανά την Ένωση.

(3)

Με την επιφύλαξη της ευθύνης των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των διαχειριστών υποδομών για την ασφαλή λειτουργία των αμαξοστοιχιών, ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας πρέπει να διασφαλίζει, με σύστημα συντήρησης, ότι οι εμπορευματικές φορτάμαξες, για τη συντήρηση των οποίων είναι υπεύθυνος, βρίσκονται σε κατάσταση ασφαλούς λειτουργίας. Λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης ποικιλίας μεθόδων σχεδιασμού και συντήρησης, αυτό το σύστημα συντήρησης πρέπει να βασίζεται σε διαδικασίες.

(4)

Οι διαχειριστές υποδομών χρειάζεται να χρησιμοποιούν εμπορευματικές φορτάμαξες για να μεταφέρουν υλικά κατασκευών ή εργασιών συντήρησης υποδομών. Όταν χειρίζονται εμπορευματικές φορτάμαξες προς το σκοπό αυτό, οι διαχειριστές υποδομών ενεργούν με την ιδιότητα της σιδηροδρομικής επιχείρησης. Η αξιολόγηση της ικανότητας του διαχειριστή υποδομής να χειρίζεται εμπορευματικές φορτάμαξες για τον σκοπό αυτό πρέπει να αποτελεί μέρος της αξιολόγησής του για τη χορήγηση αδείας ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

(5)

Οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι που διενεργούνται πριν την αναχώρηση αμαξοστοιχίας ή κατά τη διαδρομή εκτελούνται εν γένει από το επιχειρησιακό προσωπικό των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων ή των διαχειριστών υποδομών, σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας, με βάση το άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

(6)

Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις ή οι διαχειριστές υποδομών εξασφαλίζουν, μέσω δικού τους συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, τον έλεγχο όλων των κινδύνων που σχετίζονται με τη δραστηριότητά τους, συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής σε υπεργολάβους. Προς τον σκοπό αυτό, η σιδηροδρομική επιχείρηση στηρίζεται σε συμβατικές ρυθμίσεις με φορείς, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη συντήρηση όλων των φορταμαξών που χρησιμοποιεί η επιχείρηση. Η εν λόγω ρύθμιση μπορεί να είναι σύμβαση μεταξύ της σιδηροδρομικής επιχείρησης και του υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα ή σειρά συμβάσεων στις οποίες εμπλέκονται άλλα μέρη, όπως ο κάτοχος. Οι συμβάσεις αυτές πρέπει να ανταποκρίνονται στις διαδικασίες που περιγράφονται από τη σιδηροδρομική επιχείρηση ή τον διαχειριστή υποδομών στο δικό τους σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας, καθώς και στην ανταλλαγή πληροφοριών.

(7)

Σύμφωνα με την οδηγία 2004/49/ΕΚ, το πιστοποιητικό υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα (πιστοποιητικό ΥΣΦ) ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση. Τα πιστοποιητικά που εκδίδονται από φορείς τρίτων χωρών, οι οποίοι διορίζονται βάσει ισοδύναμων κριτηρίων και πληρούν προϋποθέσεις ισοδύναμες με αυτές που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό, κανονικά γίνονται δεκτά ως ισότιμα με τα πιστοποιητικά ΥΣΦ που εκδίδονται στην Ένωση.

(8)

Η αξιολόγηση αίτησης για την έκδοση πιστοποιητικού ΥΣΦ από οργανισμό πιστοποίησης αποτελεί αξιολόγηση της ικανότητας του αιτούντος να διαχειρίζεται δραστηριότητες συντήρησης και να εκτελεί τα επιχειρησιακά καθήκοντα της συντήρησης είτε ο ίδιος είτε μέσω συμβάσεων με άλλους φορείς, όπως συνεργεία συντήρησης, που έχουν αναλάβει την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών ή τμημάτων τους.

(9)

Στο σύστημα διαπίστευσης προβλέπεται εργαλείο διαχείρισης των κινδύνων, με το οποίο διασφαλίζεται ότι οι διαπιστευμένοι οργανισμοί είναι αρμόδιοι να εκτελούν το έργο που αναλαμβάνουν. Επιπλέον, η διαπίστευση θεωρείται ως μέσο εξασφάλισης εθνικής και διεθνούς αναγνώρισης των πιστοποιητικών ΥΣΦ που εκδίδουν οι διαπιστευμένοι φορείς.

(10)

Για να διαμορφωθεί ένα σύστημα που θα επιτρέπει στους οργανισμούς πιστοποίησης να διενεργούν ελέγχους σε πιστοποιημένους υπεύθυνους για τη συντήρηση φορείς σε ολόκληρη την Ένωση, είναι σημαντικό όλοι οι οργανισμοί που είναι σε θέση να χορηγούν πιστοποιητικά σε οποιονδήποτε υπεύθυνο για τη συντήρηση φορέα («οργανισμοί πιστοποίησης») να συνεργάζονται μεταξύ τους με σκοπό την εναρμόνιση των προσεγγίσεων πιστοποίησης. Ειδικές απαιτήσεις όσον αφορά τη διαπίστευση καθορίζονται και εγκρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(11)

Για την αξιολόγηση της διαδικασίας πιστοποίησης που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, είναι σημαντικό ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων (ο Οργανισμός) να επιβλέπει την ανάπτυξη του συστήματος πιστοποίησης. Ο Οργανισμός, για να είναι σε θέση να ασκήσει αυτή τη λειτουργία, χρειάζεται να συλλέγει πληροφορίες για τη φύση των οργανισμών πιστοποίησης που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό και για τον αριθμό των πιστοποιητικών που εκδίδουν σε υπεύθυνους για τη συντήρηση φορείς. Είναι επίσης σημαντικό ο Οργανισμός να διευκολύνει τον συντονισμό μεταξύ οργανισμών πιστοποίησης.

(12)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 653/2007 της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2007, σχετικά με τη χρήση κοινού ευρωπαϊκού εντύπου για τα πιστοποιητικά ασφαλείας και για τα έγγραφα της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και σχετικά με την εγκυρότητα της πιστοποιητικών ασφαλείας που εκδίδονται σύμφωνα με την οδηγία 2001/14/ΕΚ (3), προβλέπει τυποποιημένο έντυπο πιστοποιητικού ασφάλειας. Το έντυπο αυτό πρέπει να επικαιροποιείται, ώστε να συμπεριλαμβάνει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τους υπεύθυνους για τη συντήρηση φορείς. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 653/2007 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(13)

Ενόσω εκκρεμεί η πλήρης εφαρμογή του συστήματος πιστοποίησης του υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, η ισχύς των υφιστάμενων πρακτικών για την πιστοποίηση υπεύθυνων για τη συντήρηση φορέων και συνεργείων συντήρησης αναγνωρίζεται για μια μεταβατική περίοδο, ώστε να εξασφαλισθεί αδιάλειπτη εκτέλεση των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών, ιδίως των διεθνών. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, οι εθνικές αρχές ασφαλείας πρέπει να προσδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στην ισοδυναμία και το αντικείμενο των διαφόρων πρακτικών πιστοποίησης.

(14)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που συστάθηκε βάσει του άρθρου 27 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.   Με τον παρόντα κανονισμό θεσπίζεται σύστημα πιστοποίησης των φορέων που είναι υπεύθυνοι για τη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών, όπως ορίζεται στο άρθρο 14α της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

2.   Σκοπός του συστήματος πιστοποίησης είναι η παροχή στοιχείων που αποδεικνύουν ότι υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας έχει καθιερώσει σύστημα συντήρησης και μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό για να εξασφαλίζει την ασφαλή λειτουργία κάθε εμπορευματικής φορτάμαξας για την οποία είναι υπεύθυνος.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Το σύστημα πιστοποίησης εφαρμόζεται σε κάθε φορέα που είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών χρησιμοποιούμενων στο σιδηροδρομικό δίκτυο εντός της Ένωσης.

2.   Τα συνεργεία συντήρησης ή οποιοσδήποτε οργανισμός που αναλαμβάνουν μέρος των καθηκόντων, τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 4 μπορούν να εφαρμόζουν το σύστημα πιστοποίησης εθελοντικά, με βάση τις αρχές που ορίζονται στο άρθρο 8 και το παράρτημα I.

3.   Οι αναφορές του διαχειριστή υποδομής στα άρθρα 5, 7 και 12 νοούνται ότι αφορούν τις δραστηριότητές του με εμπορευματικές φορτάμαξες για τη μεταφορά υλικών κατασκευών ή εργασιών συντήρησης υποδομών. Ο διαχειριστής υποδομών, όταν εκμεταλλεύεται εμπορευματικές φορτάμαξες προς το σκοπό αυτό, ενεργεί με την ιδιότητα σιδηροδρομικής επιχείρησης.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί του άρθρου 3 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

2.   Επιπλέον, νοούνται ως:

α)

«διαπίστευση», η διαπίστευση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008·

β)

«πιστοποιητικό ΥΣΦ», πιστοποιητικό το οποίο χορηγείται σε φορέα υπεύθυνο για τη συντήρηση κατά την έννοια του άρθρου 14α παράγραφος 4 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ·

γ)

«οργανισμός πιστοποίησης», οργανισμός που έχει ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 10, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την πιστοποίηση φορέων υπεύθυνων για τη συντήρηση με βάση τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙ·

δ)

«εμπορευματική φορτάμαξα», μη αυτοκινούμενο όχημα τα οποίο έχει σχεδιαστεί για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή άλλων υλικών που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για δραστηριότητες όπως η κατασκευή ή η συντήρηση υποδομών·

ε)

«συνεργείο συντήρησης», κινητή ή σταθερή οντότητα αποτελούμενη από προσωπικό, συμπεριλαμβανομένων ατόμων με διοικητικές αρμοδιότητες, εργαλεία και εξοπλισμό για τη συντήρηση οχημάτων, εξαρτημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων ή υποσυστημάτων οχημάτων·

στ)

«διάθεση σε λειτουργία», η διαβεβαίωση προς τον διαχειριστή συντήρησης του στόλου εκ μέρους της οντότητας που εκτελεί τη συντήρηση ότι η συντήρηση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις εντολές συντήρησης·

ζ)

«επαναφορά σε λειτουργία», η διαβεβαίωση, βάσει διάθεσης σε λειτουργία, προς τον χρήστη, όπως σιδηροδρομική επιχείρηση ή κάτοχο, εκ μέρους της οντότητας που εκτελεί τη συντήρηση, ότι ολοκληρώθηκαν όλες οι ενδεδειγμένες εργασίες συντήρησης και ότι η φορτάμαξα, η οποία είχε αποσυρθεί, είναι σε κατάσταση ασφαλούς λειτουργίας, ενδεχομένως με προσωρινούς περιορισμούς χρήσης.

Άρθρο 4

Σύστημα συντήρησης

1.   Το σύστημα συντήρησης συνίσταται στις ακόλουθες λειτουργίες:

α)

λειτουργία διαχείρισης, η οποία αφορά την εποπτεία και τον συντονισμό των καθηκόντων συντήρησης που αναφέρονται στα σημεία β) έως δ) και διασφαλίζει την κατάσταση ασφαλούς λειτουργίας της εμπορευματικής φορτάμαξας στο σιδηροδρομικό σύστημα·

β)

λειτουργία ανάπτυξης σε θέματα συντήρησης, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιείται η διαχείριση της τεκμηρίωσης που αφορά τη συντήρηση, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της διάταξης, με βάση τον σχεδιασμό και τα λειτουργικά δεδομένα, καθώς και με βάση τις επιδόσεις και την αποκτώμενη εμπειρία·

γ)

λειτουργία διαχείρισης της συντήρησης του στόλου, με την οποία γίνεται η απόσυρση εμπορευματικής φορτάμαξας για συντήρηση και η επαναφορά της σε λειτουργία μετά τη συντήρηση· και

δ)

λειτουργία παράδοσης της συντήρησης, με την οποία παραδίδεται η απαιτούμενη τεχνική συντήρηση των εμπορευματικών φορταμαξών ή τμημάτων αυτών και η τεκμηρίωση διάθεσης σε λειτουργία.

2.   Ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας διασφαλίζει ότι οι λειτουργίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι σύμφωνες προς τις απαιτήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης που ορίζονται στο παράρτημα III.

3.   Ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας ασκεί ο ίδιος τις διοικητικές λειτουργίες, μπορεί όμως να αναθέσει τις λειτουργίες συντήρησης που αναφέρονται στα στοιχεία β) έως δ) της παραγράφου 1, ή τμήματα αυτών, σε άλλα συμβαλλόμενα μέρη με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8. Όταν πραγματοποιείται εξωτερική ανάθεση, ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας εξασφαλίζει ότι εφαρμόζονται οι αρχές που καθορίζονται στο παράρτημα I.

4.   Ανεξάρτητα από το σύστημα εξωτερικής ανάθεσης που εφαρμόζεται, ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας αναλαμβάνει την ευθύνη για το αποτέλεσμα των εργασιών συντήρησης που διαχειρίζεται και καθιερώνει σύστημα παρακολούθησης των επιδόσεων των δραστηριοτήτων αυτών.

Άρθρο 5

Σχέσεις μεταξύ μερών εμπλεκόμενων στη διαδικασία συντήρησης

1.   Κάθε σιδηροδρομική επιχείρηση ή διαχειριστής υποδομών εξασφαλίζει ότι για τις εμπορευματικές φορτάμαξες που χρησιμοποιεί, πριν την αναχώρησή τους, υπάρχει πιστοποιημένος φορέας υπεύθυνος για τη συντήρησή τους και ότι η χρήση της φορτάμαξας αντιστοιχεί στο πεδίο εφαρμογής του πιστοποιητικού.

2.   Όλα τα μέρη που εμπλέκονται στη διαδικασία συντήρησης ανταλλάσσουν σχετικές με τη συντήρηση πληροφορίες, σύμφωνα με τα κριτήρια των τμημάτων I.7 και I.8 του παραρτήματος III.

3.   Με βάση συμβατικές ρυθμίσεις, σιδηροδρομική επιχείρηση μπορεί να ζητήσει πληροφορίες για επιχειρησιακούς σκοπούς σχετικά με τη συντήρηση εμπορευματικής φορτάμαξας. Ο υπεύθυνος για τη συντήρηση της εμπορευματικής φορτάμαξας φορέας απαντά στα αιτήματα αυτά, είτε απευθείας είτε μέσω άλλων συμβαλλομένων μερών.

4.   Με βάση συμβατικές ρυθμίσεις, υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας μπορεί να ζητήσει πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία εμπορευματικής φορτάμαξας. Η σιδηροδρομική επιχείρηση ή ο διαχειριστής υποδομών απαντά στα αιτήματα αυτά, είτε απευθείας είτε μέσω άλλων συμβαλλομένων μερών.

5.   Όλα τα συμβαλλόμενα μέρη ανταλλάσσουν πληροφορίες για δυσλειτουργίες, ατυχήματα, συμβάντα, παρ’ολίγον ατυχήματα και άλλα επικίνδυνα περιστατικά που αφορούν την ασφάλεια, καθώς και σχετικά με τον πιθανό περιορισμό της χρήσης εμπορευματικών φορταμαξών.

6.   Τα πιστοποιητικά υπεύθυνων για τη συντήρηση φορέων γίνονται δεκτά ως αποδεικτικά της ικανότητας σιδηροδρομικής επιχείρησης ή διαχειριστή υποδομών να εκπληρώνει τις απαιτήσεις που διέπουν τη συντήρηση και τον έλεγχο των εργολάβων και προμηθευτών που προβλέπονται στο παράρτημα II, σημεία B.1, B.2, B.3 και Γ.1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1158/2010 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2010, περί κοινής μεθόδου ασφάλειας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις απόκτησης έγκρισης σιδηροδρομικής ασφάλειας (4), και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1169/2010 της Επιτροπής, της 10ηςΔεκεμβρίου 2010, περί κοινής μεθόδου ασφάλειας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις απόκτησης έγκρισης σιδηροδρομικής ασφάλειας (5), εκτός εάν η εθνική αρχή ασφάλειας μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου σε επίπεδο ασφαλείας.

7.   Εάν συμβαλλόμενο μέρος, ιδίως σιδηροδρομική επιχείρηση, έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι συγκεκριμένος υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 14α παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ ή προς τις απαιτήσεις πιστοποίησης του παρόντος κανονισμού, ενημερώνει αμέσως τον οργανισμό πιστοποίησης σχετικά. Ο οργανισμός πιστοποίησης λαμβάνει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να ελέγξει εάν ισχυρισμός περί μη συμμόρφωσης είναι δικαιολογημένος και ενημερώνει σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνάς του τα εμπλεκόμενα μέρη (συμπεριλαμβανομένης της αρμόδιας εθνικής αρχής για την ασφάλεια, εάν υπάρχει).

8.   Σε περίπτωση αλλαγής του υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα, ο κάτοχος καταχώρισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), ενημερώνει σε εύθετο χρόνο τον φορέα καταχώρισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της απόφασης 2007/756/ΕΚ της Επιτροπής (7), ώστε αυτός να είναι σε θέση να επικαιροποιήσει το εθνικό μητρώο φορταμαξών.

Ο πρώην υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας παραδίδει το φάκελο συντήρησης είτε στον κάτοχο καταχώρισης είτε στο νέο υπεύθυνο για τη συντήρηση φορέα.

Ο πρώην υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας απαλλάσσεται των ευθυνών του όταν αφαιρείται από το εθνικό μητρώο φορταμαξών. Εάν, κατά την ημερομηνία αφαίρεσης του πρώην υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα, κανένας νέος φορέας δεν αποδεχθεί την ιδιότητα του φορέα συντήρησης, η καταχώριση της φορτάμαξας αναστέλλεται.

Άρθρο 6

Φορείς πιστοποίησης

1.   Τα πιστοποιητικά ΥΣΦ χορηγούνται από οποιονδήποτε αρμόδιο οργανισμό πιστοποίησης που έχει επιλέξει ο αιτών υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι οργανισμοί πιστοποίησης συμμορφώνονται προς τα γενικά κριτήρια και τις αρχές που ορίζονται στο παράρτημα II, καθώς και προς κάθε μεταγενέστερο κλαδικό καθεστώς διαπίστευσης.

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τους οργανισμούς πιστοποίησης υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

4.   Για την εναρμόνιση των προσεγγίσεων αξιολόγησης των αιτήσεων, οι οργανισμοί πιστοποίησης συνεργάζονται μεταξύ τους, τόσο εντός των κρατών μελών όσο και σε ολόκληρη την Ένωση.

5.   Ο Οργανισμός οργανώνει και διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των οργανισμών πιστοποίησης.

Άρθρο 7

Σύστημα πιστοποίησης υπεύθυνων για τη συντήρηση φορέων

1.   Η πιστοποίηση βασίζεται σε αξιολόγηση της ικανότητας του υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα ότι πληροί τις σχετικές απαιτήσεις του παραρτήματος III και ότι μπορεί να τις εφαρμόσει με συνέπεια. Περιλαμβάνει σύστημα επιτήρησης για την εξασφάλιση διαρκούς συμμόρφωσης προς τις ισχύουσες απαιτήσεις μετά τη χορήγηση του πιστοποιητικού ΥΣΦ.

2.   Οι υπεύθυνοι για τη συντήρηση φορείς υποβάλλουν αίτηση πιστοποίησης χρησιμοποιώντας το σχετικό έντυπο του παραρτήματος IV και παρέχουν τα δικαιολογητικά των διαδικασιών που ορίζονται στο παράρτημα III. Διαβιβάζουν έγκαιρα όλες τις συμπληρωματικές πληροφορίες που ζητεί ο οργανισμός πιστοποίησης. Κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων, οι οργανισμοί πιστοποίησης εφαρμόζουν τις απαιτήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης που καθορίζονται στο παράρτημα III.

3.   Ο οργανισμός πιστοποίησης αποφασίζει το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών αφού παραλάβει από τον αιτούντα υπεύθυνο για τη συντήρηση φορέα όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες και κάθε συμπληρωματική πληροφορία που έχει ενδεχομένως ζητήσει. Ο οργανισμός πιστοποίησης διενεργεί την αναγκαία αξιολόγηση στον χώρο ή χώρους του υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα πριν τη χορήγηση του πιστοποιητικού. Η απόφαση χορήγησης του πιστοποιητικού κοινοποιείται στον υπεύθυνο για τη συντήρηση φορέα με το σχετικό έντυπο του παραρτήματος V.

4.   Το πιστοποιητικό ΥΣΦ ισχύει για περίοδο έως πέντε ετών. Ο κάτοχος του πιστοποιητικού ενημερώνει αμέσως τον οργανισμό πιστοποίησης για όλες τις σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη χορήγηση του αρχικού πιστοποιητικού, ώστε ο οργανισμός πιστοποίησης να είναι σε θέση να αποφασίσει εάν πρέπει να τροποποιήσει, να ανανεώσει ή να ανακαλέσει το εν λόγω πιστοποιητικό.

5.   Ο οργανισμός πιστοποίησης αιτιολογεί λεπτομερώς κάθε απόφασή του. Ο οργανισμός πιστοποίησης κοινοποιεί την απόφασή του και τους υποκείμενους λόγους στον υπεύθυνο για τη συντήρηση φορέα, αναφέροντας τη διαδικασία, την προθεσμία προσφυγής και τα στοιχεία του αρμοδίου οργάνου προσφυγής.

6.   Ο οργανισμός πιστοποίησης πραγματοποιεί επιθεωρήσεις τουλάχιστον μία φορά ανά έτος σε επιλεγμένο χώρο ή χώρους, αντιπροσωπευτικούς από γεωγραφική και λειτουργική άποψη του συνόλου των δραστηριοτήτων των υπεύθυνων για τη συντήρηση φορέων που έχει πιστοποιήσει, ώστε να επαληθεύει ότι οι συγκεκριμένοι υπεύθυνοι για τη συντήρηση φορείς εξακολουθούν να πληρούν τα κριτήρια του παραρτήματος III.

7.   Εάν ο οργανισμός πιστοποίησης διαπιστώσει ότι υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις βάσει των οποίων εκδόθηκε το πιστοποιητικό ΥΣΦ, συμφωνεί με τον υπεύθυνο για τη συντήρηση φορέα επί σχεδίου βελτίωσης, ή περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του πιστοποιητικού ή αναστέλλει το πιστοποιητικό, ανάλογα με το βαθμό μη συμμόρφωσης.

Η συνεχής μη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις πιστοποίησης ή προς τυχόν σχέδιο βελτίωσης συνεπάγεται ότι ο οργανισμός πιστοποίησης περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του πιστοποιητικού ΥΣΦ ή το ανακαλεί, αιτιολογώντας την απόφασή του και αναφέροντας τη διαδικασία, την προθεσμία προσφυγής και τα στοιχεία του αρμοδίου οργάνου προσφυγής.

8.   Όταν σιδηροδρομική επιχείρηση ή διαχειριστής υποδομής υποβάλλει αίτηση για πιστοποιητικό ασφαλείας ή άδειας ασφαλείας, εφαρμόζονται τα ακόλουθα για τις εμπορευματικές φορτάμαξες που χρησιμοποιεί:

α)

εφόσον οι εμπορευματικές φορτάμαξες συντηρούνται από τον αιτούντα, είτε ο αιτών υποβάλλει μαζί με την αίτησή του έγκυρο πιστοποιητικό ΥΣΦ, εάν διαθέτει, είτε η ικανότητά του ως υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα αξιολογείται στο πλαίσιο της αίτησής του για πιστοποιητικό ασφαλείας ή άδειας ασφαλείας·

β)

εφόσον οι εμπορευματικές φορτάμαξες συντηρούνται από τρίτα μέρη εκτός από τον αιτούντα, ο αιτών εξασφαλίζει, μέσω του δικού του συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας, τον έλεγχο όλων των κινδύνων που συνδέονται με τη δραστηριότητά του, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης αυτών των φορταμαξών, για την οποία εφαρμόζονται ιδίως οι διατάξεις του άρθρου 5 του παρόντος κανονισμού.

Οι οργανισμοί πιστοποίησης και οι εθνικές αρχές ασφαλείας ανταλλάσσουν ενεργά απόψεις σε αυτές τις περιπτώσεις, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επανάληψης της αξιολόγησης.

Άρθρο 8

Σύστημα πιστοποίησης για την εξωτερική ανάθεση καθηκόντων συντήρησης

1.   Εφόσον ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας αποφασίσει να αναθέσει σε τρίτους ένα ή περισσότερα από τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), ή τμήματα αυτών, η εθελοντική πιστοποίηση του αναδόχου με βάση το σύστημα πιστοποίησης του παρόντος κανονισμού συνιστά για τον υπεύθυνο για τη συντήρηση φορέα τεκμήριο συμμόρφωσης προς τις σχετικές απαιτήσεις του παραρτήματος III, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από την εθελοντική πιστοποίηση του αναδόχου. Ελλείψει τέτοιας πιστοποίησης, ο υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας αποδεικνύει στον οργανισμό πιστοποίησης τον τρόπο συμμόρφωσής του προς όλες τις απαιτήσεις του παραρτήματος III όσον αφορά τα καθήκοντα για τα οποία αποφασίζει εξωτερική ανάθεση.

2.   Πιστοποίηση για καθήκοντα συντήρησης ή τμήματα αυτών, που ανατίθενται σε τρίτους, εκδίδεται από τους οργανισμούς πιστοποίησης σύμφωνα με τις ίδιες διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 6, 7 και 10 παράγραφος 3, ανάλογα με τον εκάστοτε αιτούντα. Οι πιστοποιήσεις αυτές ισχύουν σε όλη την Ένωση.

Κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων για πιστοποιητικά που αφορούν καθήκοντα συντήρησης ή τμήματα αυτών, τα οποία ανατίθενται σε τρίτους, οι οργανισμοί πιστοποίησης εφαρμόζουν τις αρχές που ορίζονται στο παράρτημα I.

Άρθρο 9

Ρόλος του καθεστώτος επίβλεψης

Εάν εθνική αρχή ασφαλείας έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι συγκεκριμένος υπεύθυνος για τη συντήρηση φορέας δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 14α παράγραφος 3 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ ή προς τις απαιτήσεις πιστοποίησης του παρόντος κανονισμού, λαμβάνει αμέσως την απαραίτητη απόφαση και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, τον Οργανισμό, άλλες αρμόδιες αρχές, τον οργανισμό πιστοποίησης και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.

Άρθρο 10

Πληροφόρηση της Επιτροπής και του Οργανισμού

1.   Το αργότερο έως τις 30 Νοεμβρίου 2011, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή εάν οι οργανισμοί πιστοποίησης είναι διαπιστευμένοι οργανισμοί, αναγνωρισμένοι οργανισμοί ή εθνικές αρχές ασφαλείας. Κοινοποιούν επίσης στην Επιτροπή κάθε αλλαγή της κατάστασης εντός ενός μηνός από την αλλαγή.

2.   Το αργότερο έως τις 31 Μαΐου 2012, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στον Οργανισμό τους αναγνωρισμένους οργανισμούς πιστοποίησης. Οι διαπιστευμένοι οργανισμοί, όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008, κοινοποιούν στον Οργανισμό τους διαπιστευμένους οργανισμούς πιστοποίησης. Επίσης, κάθε αλλαγή κοινοποιείται στον Οργανισμό εντός ενός μηνός από την αλλαγή.

3.   Οι οργανισμοί πιστοποίησης κοινοποιούν στον Οργανισμό, χρησιμοποιώντας τα έντυπα του παραρτήματος V, όλα τα εκδοθέντα, τροποποιηθέντα, ανανεωθέντα ή ανακληθέντα πιστοποιητικά ΥΣΦ ή πιστοποιητικά για συγκεκριμένες λειτουργίες σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1, εντός μιας εβδομάδας από την απόφασή τους.

4.   Ο Οργανισμός τηρεί αρχείο όλων των πληροφοριών που κοινοποιούνται βάσει των παραγράφων 2 και 3 και το δημοσιοποιεί.

Άρθρο 11

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 653/2007

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 653/2007 αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος VI του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 12

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Εφαρμόζονται οι ακόλουθες μεταβατικές διατάξεις με την επιφύλαξη του άρθρου 9.

2.   Από τις 31 Μαΐου 2012, όλα τα πιστοποιητικά ΥΣΦ εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό για φορείς υπεύθυνους για τη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών, με την επιφύλαξη του άρθρου 14α παράγραφος 8 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ.

3.   Πιστοποιητικά που έχουν εκδοθεί από οργανισμό πιστοποίησης το αργότερο έως τις 31 Μαΐου 2012 βάσει αρχών και κριτηρίων ισοδύναμων με αυτών του μνημονίου συμφωνίας, όπου καθορίζονται οι βασικές αρχές κοινού συστήματος πιστοποίησης των φορέων που είναι υπεύθυνοι για τη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών, το οποίο υπεγράφη από τις εθνικές αρχές ασφαλείας στις 14 Μαΐου 2009, αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα με τα πιστοποιητικά ΥΣΦ που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού για αρχική περίοδο ισχύος τους το αργότερο έως τις 31 Μαΐου 2015.

4.   Πιστοποιητικά που έχουν εκδοθεί από οργανισμό πιστοποίησης σε υπεύθυνους για τη συντήρηση φορείς το αργότερο έως τις 31 Μαΐου 2012 με βάση εθνικές νομοθεσίες προϋπάρχουσες της έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού και ισοδύναμες με αυτόν, και ιδίως με τα άρθρα 6 και 7 και τα παραρτήματα I και III, αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα με τα πιστοποιητικά ΥΣΦ που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού για αρχική περίοδο ισχύος τους το αργότερο έως τις 31 Μαΐου 2015.

5.   Πιστοποιητικά που έχουν εκδοθεί για συνεργεία συντήρησης το αργότερο έως τις 31 Μαΐου 2014 με βάση εθνικές νομοθεσίες προϋπάρχουσες της έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού και ισοδύναμες με αυτόν, αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα με τα πιστοποιητικά συνεργείων συντήρησης για τη λειτουργία παράδοσης της συντήρησης που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού για αρχική περίοδο ισχύος τους το αργότερο έως τις 31 Μαΐου 2017.

6.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 έως 5, φορείς υπεύθυνοι για τη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών καταχωρισμένων στο εθνικό μητρώο οχημάτων το αργότερο έως 31 Μαΐου 2012 πιστοποιούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό το αργότερο έως 31 Μαΐου 2013. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, οι δηλώσεις συμμόρφωσης υπεύθυνων για τη συντήρηση φορέων προς τις σχετικές απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή του μνημονίου συμφωνίας που θεσπίζει τις βασικές αρχές κοινού συστήματος πιστοποίησης φορέων υπεύθυνων για τη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών, το οποίο υπεγράφη από τις εθνικές αρχές ασφαλείας στις 14 Μαΐου 2009, αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα με τα πιστοποιητικά ΥΣΦ που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

7.   Σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και διαχειριστές υποδομών που έχουν ήδη πιστοποιηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 της οδηγίας 2004/49/ΕΚ το αργότερο έως 31 Μαΐου 2012 δεν χρειάζεται να υποβάλουν αίτηση για πιστοποιητικό ΥΣΦ για την αρχική περίοδο ισχύος των πιστοποιητικών τους για τη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών για την οποία ευθύνονται ως φορείς υπεύθυνοι για τη συντήρηση.

Άρθρο 13

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Μαΐου 2011.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 164 της 30.4.2004, σ. 44.

(2)  ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30.

(3)  ΕΕ L 153 της 14.6.2007, σ. 9.

(4)  ΕΕ L 326 της 10.12.2010, σ. 11.

(5)  ΕΕ L 327 της 11.12.2010, σ. 13.

(6)  ΕΕ L 191 της 18.7.2008, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 305 της 23.11.2007, σ. 30.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Αρχές εφαρμοζόμενες για οργανισμούς που υποβάλλουν αίτηση για πιστοποιητικό σχετικά με λειτουργίες συντήρησης που ανατίθενται από υπεύθυνο για τη συντήρηση φορέα

1.

Για πιστοποίηση φορέα ή οργανισμού που αναλαμβάνει μία ή περισσότερες από τις λειτουργίες συντήρησης υπεύθυνου για τη συντήρηση φορέα (ανάπτυξη συντήρησης, διαχείριση συντήρησης στόλου, παράδοση συντήρησης) ή τμήματα αυτών, εφαρμόζονται οι ακόλουθες απαιτήσεις και κριτήρια αξιολόγησης του παραρτήματος III:

α)

οι απαιτήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης που καθορίζονται στο τμήμα I του παραρτήματος III, ανάλογα με τον τύπο του οργανισμού και την έκταση των υπηρεσιών του·

β)

οι απαιτήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης που περιγράφουν τη συγκεκριμένη λειτουργία ή λειτουργίες συντήρησης.

2.

Για πιστοποίηση συνεργείου συντήρησης το οποίο αναλαμβάνει τη λειτουργία παράδοσης της συντήρησης, εφαρμόζονται οι ακόλουθες απαιτήσεις και κριτήρια αξιολόγησης του παραρτήματος III:

α)

οι απαιτήσεις και τα κριτήρια αξιολόγησης που καθορίζονται στο τμήμα I του παραρτήματος III, οι οποίες πρέπει να προσαρμόζονται στη συγκεκριμένη δραστηριότητα του συνεργείου συντήρησης που παρέχει τη λειτουργία παράδοσης της συντήρησης·

β)

οι διαδικασίες που περιγράφουν τη λειτουργία παράδοσης της συντήρησης.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κριτήρια για τη διαπίστευση ή την αναγνώριση οργανισμών πιστοποίησης που συμμετέχουν στην αξιολόγηση και τη χορήγηση πιστοποιητικών ΥΣΦ

1.   ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Ο οργανισμός πιστοποίησης τεκμηριώνει την οργανωτική του δομή, παρουσιάζοντας τα καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τις εξουσίες διαχείρισης, καθώς και το λοιπό προσωπικό πιστοποίησης και τυχόν επιτροπές. Όταν ο οργανισμός πιστοποίησης αποτελεί καθορισμένο τμήμα νομικής οντότητας, η δομή περιλαμβάνει την ιεραρχική εξουσία και τη σχέση με τα άλλα τμήματα εντός της ίδιας νομικής οντότητας.

2.   ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

Ο οργανισμός πιστοποίησης είναι στη λήψη των αποφάσεών του οργανωτικά και λειτουργικά ανεξάρτητος από σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, διαχειριστές υποδομής, κατόχους, κατασκευαστές και υπεύθυνους για τη συντήρηση φορείς και δεν παρέχει παρεμφερείς υπηρεσίες.

Πρέπει να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με τους ελέγχους πιστοποίησης. Η αμοιβή κάθε υπαλλήλου δεν πρέπει να εξαρτάται ούτε από τον αριθμό των ελέγχων που διενεργεί, ούτε από τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών.

3.   ΕΠΑΡΚΕΙΑ

Ο οργανισμός πιστοποίησης και το απασχολούμενο προσωπικό του διαθέτουν την απαιτούμενη επαγγελματική επάρκεια, ιδίως όσον αφορά την οργάνωση της συντήρησης εμπορευματικών φορταμαξών και το κατάλληλο σύστημα συντήρησης.

Ο οργανισμός πιστοποίησης οφείλει να επιδεικνύει:

α)

επαρκή πείρα στην αξιολόγηση συστημάτων διαχείρισης·

β)

γνώση των εφαρμοζόμενων απαιτήσεων της νομοθεσίας.

Η ομάδα που έχει συσταθεί για την εποπτεία των υπεύθυνων για τη συντήρηση φορέων είναι πεπειραμένη στα αντίστοιχα πεδία, και αποδεικνύει ιδίως:

α)

κατάλληλη γνώση και κατανόηση της εφαρμοστέας ευρωπαϊκής νομοθεσίας·

β)

σχετική τεχνική επάρκεια·

γ)

σχετική πείρα τουλάχιστον τριών ετών στη συντήρηση γενικά·

δ)

επαρκή πείρα στη συντήρηση εμπορευματικών φορταμαξών ή τουλάχιστον στη συντήρηση σε αντίστοιχους βιομηχανικούς κλάδους.

4.   ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑ

Οι αποφάσεις του οργανισμού πιστοποίησης βασίζονται σε αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συμμόρφωση ή μη που συγκεντρώνει ο οργανισμός πιστοποίησης, και δεν πρέπει να επηρεάζονται από άλλα συμφέροντα ή άλλα μέρη.

5.   ΕΥΘΥΝΗ

Ο οργανισμός πιστοποίησης δεν ευθύνεται για την εξασφάλιση συνεχούς συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις πιστοποίησης.

Ο οργανισμός πιστοποίησης είναι υπεύθυνος να αξιολογεί επαρκώς αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίζεται η απόφαση πιστοποίησης.

6.   ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

Κάθε οργανισμός πιστοποίησης παρέχει δημόσια πρόσβαση, ή δημοσιοποιεί, κατάλληλες και έγκαιρες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία ελέγχου και τη διαδικασία πιστοποίησης που εφαρμόζει. Παρέχει επίσης πληροφόρηση σχετικά με τον χαρακτήρα της πιστοποίησης (συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης, επέκτασης, διατήρησης, ανανέωσης, αναστολής, ανάκλησης ή μείωσης του πεδίου εφαρμογής της πιστοποίησης) κάθε οργανισμού, ώστε να δημιουργείται εμπιστοσύνη για την ακεραιότητα και την αξιοπιστία της πιστοποίησης. Η διαφάνεια αποτελεί αρχή πρόσβασης σε κατάλληλες πληροφορίες ή δημοσιοποίησής τους.

7.   ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ

Οργανισμός πιστοποίησης, για να αποκτήσει προνομιακή πρόσβαση σε πληροφορίες που του είναι απαραίτητες για να αξιολογήσει επαρκώς τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις πιστοποίησης, τηρεί την εμπιστευτικότητα οποιωνδήποτε εμπορικών πληροφοριών σχετικών με πελάτη.

8.   ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ

Ο οργανισμός πιστοποίησης καθιερώνει διαδικασία χειρισμού καταγγελιών σχετικών με αποφάσεις και άλλες σχετικές με την πιστοποίηση δραστηριότητες.

9.   ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ

Ο οργανισμός πιστοποίησης είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει αξιολογήσει τους κινδύνους που προκύπτουν από τις δραστηριότητες πιστοποίησης που διεξάγει και ότι έχει προβεί στις δέουσες ενέργειες (συμπεριλαμβανομένων των ασφάλισης ή της σύστασης αποθεματικών) για την κάλυψη υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις ενέργειές του σε κάθε τομέα των δραστηριοτήτων του και στις γεωγραφικές περιοχές στις οποίες δραστηριοποιείται.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Απαιτήσεις και κριτήρια αξιολόγησης για οργανισμούς που υποβάλλουν αίτηση για πιστοποιητικό ΥΣΦ ή για πιστοποιητικό λειτουργιών συντήρησης που ανατίθενται από υπεύθυνο για τη συντήρηση φορέα σε τρίτους

I.   Απαιτήσεις λειτουργίας διαχείρισης και κριτήρια αξιολόγησης

1.   Ηγετικός ρόλος — δέσμευση για ανάπτυξη και εφαρμογή του συστήματος συντήρησης του οργανισμού και για συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για:

α)

καθιέρωση πολιτικής συντήρησης, ανάλογης με του τύπου του οργανισμού και της έκτασης των υπηρεσιών του, εγκεκριμένης από τον γενικό διευθυντή του οργανισμού ή τον εκπρόσωπό του·

β)

διασφάλιση ότι έχουν οριστεί στόχοι για την ασφάλεια, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο και με τον τύπο του οργανισμού, την έκταση και τους σχετικούς κινδύνους·

γ)

αξιολόγηση των συνολικών επιδόσεών του σε θέματα ασφάλειας σε σχέση με τους εταιρικούς του στόχους για την ασφάλεια·

δ)

κατάρτιση σχεδίων και διαδικασιών για την επίτευξη των στόχων του για την ασφάλεια·

ε)

εξασφάλιση διαθεσιμότητας των πόρων που απαιτούνται για την εκτέλεση όλων των διαδικασιών με σκοπό τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙΙ·

στ)

προσδιορισμό και διαχείριση των επιπτώσεων άλλων διαχειριστικών δραστηριοτήτων στο σύστημα συντήρησης·

ζ)

διασφάλιση ότι η ανώτερη διοίκηση είναι ενήμερη για τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των επιδόσεων και των ελέγχων και ότι αναλαμβάνει τη συνολική ευθύνη για την εφαρμογή των αλλαγών στο σύστημα συντήρησης·

η)

διασφάλιση ότι το προσωπικό και οι αντιπρόσωποί του εκπροσωπούνται επαρκώς και συμμετέχουν στον καθορισμό, την ανάπτυξη, την παρακολούθηση και την αναθεώρηση των θεμάτων ασφαλείας σε όλες τις σχετικές διαδικασίες που ενδέχεται να αφορούν το εμπλεκόμενο προσωπικό.

2.   Εκτίμηση κινδύνων — δομημένη προσέγγιση για εκτίμηση των κινδύνων που συνδέονται με τη συντήρηση των εμπορευματικών φορταμαξών, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που απορρέουν απευθείας από επιχειρησιακές διαδικασίες και δραστηριότητες άλλων οργανισμών ή προσώπων, και για προσδιορισμό των κατάλληλων μέτρων ελέγχου των κινδύνων

2.1.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για:

α)

ανάλυση των κινδύνων που σχετίζονται με την έκταση των δραστηριοτήτων του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που απορρέουν από ελαττώματα και περιπτώσεις εκ κατασκευής μη συμμόρφωσης ή δυσλειτουργίες καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής·

β)

αξιολόγηση των κινδύνων που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)

ανάπτυξη και εφαρμογή μέτρων ελέγχου των κινδύνων.

2.2.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες και ρυθμίσεις για να αναγνωρίζει την αναγκαιότητα και τη δέσμευση να συνεργάζεται με κατόχους, σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, διαχειριστές υποδομής ή άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.

2.3.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων για να διαχειρίζεται μεταβολές στον εξοπλισμό, τις διαδικασίες, την οργάνωση, το προσωπικό ή τους μεσάζοντες, και για να εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 352/2009 (1).

2.4.

Κατά την εκτίμηση των κινδύνων, ο οργανισμός εφαρμόζει διαδικασίες για να συνυπολογίζει την ανάγκη καθορισμού, διαμόρφωσης και διατήρησης κατάλληλου εργασιακού περιβάλλοντος, σύμφωνου με την εθνική νομοθεσία και τη νομοθεσία της ΕΕ, και ιδίως με την οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου (2).

3.   Παρακολούθηση — δομημένη προσέγγιση για να εξασφαλίζονται μέτρα ελέγχου των κινδύνων, τα οποία λειτουργούν σωστά και επιτυγχάνουν τους στόχους του οργανισμού

3.1.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασία για την τακτική συλλογή, παρακολούθηση και ανάλυση των σχετικών δεδομένων ασφάλειας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα εξής:

α)

οι επιδόσεις των σχετικών διαδικασιών·

β)

τα αποτελέσματα των διαδικασιών (καθώς και όλων των συμβατικών υπηρεσιών και προϊόντων)·

γ)

η αποτελεσματικότητα των μέτρων ελέγχου των κινδύνων·

δ)

πληροφορίες σχετικά με την πείρα, τις δυσλειτουργίες, τα ελαττώματα και τις επισκευές που προκύπτουν από την καθημερινή λειτουργία και συντήρηση.

3.2.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι ατυχήματα, συμβάντα, παρ’ολίγον ατυχήματα και άλλα επικίνδυνα περιστατικά αναφέρονται, καταγράφονται, ερευνώνται και αναλύονται.

3.3.

Για την περιοδική επανεξέταση του συνόλου των διαδικασιών, ο οργανισμός διαθέτει σύστημα εσωτερικού ελέγχου, ανεξάρτητο και αμερόληπτο που λειτουργεί με διαφανή τρόπο. Το εν λόγω σύστημα πρέπει να περιλαμβάνει διαδικασίες για:

α)

την ανάπτυξη εσωτερικού προγράμματος ελέγχου, το οποίο είναι δυνατόν να αναθεωρείται ανάλογα με τα αποτελέσματα των προηγούμενων ελέγχων και την παρακολούθηση των επιδόσεων·

β)

την ανάλυση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των ελέγχων·

γ)

την πρόταση και εφαρμογή συγκεκριμένων διορθωτικών μέτρων/ενεργειών·

δ)

την επαλήθευση της αποτελεσματικότητας των προηγούμενων μέτρων/ενεργειών.

4.   Συνεχής βελτίωση — δομημένη προσέγγιση για την ανάλυση των πληροφοριών που συλλέγονται μέσω της τακτικής παρακολούθησης, του ελέγχου ή άλλων συναφών πηγών και για την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων για τον προσδιορισμό και τη λήψη προληπτικών ή διορθωτικών μέτρων διατήρησης ή βελτίωσης του επιπέδου ασφάλειας

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι:

α)

αποκαθίστανται οι αδυναμίες που εντοπίζονται·

β)

εφαρμόζονται οι νέες εξελίξεις σε θέματα ασφάλειας·

γ)

αξιοποιούνται τα πορίσματα του εσωτερικού ελέγχου για τη βελτίωση του συστήματος·

δ)

λαμβάνονται προληπτικά ή διορθωτικά μέτρα, όταν χρειάζεται, για να εξασφαλίζεται συμμόρφωση του σιδηροδρομικού συστήματος προς τα πρότυπα και άλλες απαιτήσεις σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του εξοπλισμού και των δραστηριοτήτων·

ε)

αξιοποιούνται οι πληροφορίες που αφορούν την έρευνα και τα αίτια ατυχημάτων, συμβάντων, παρ’ολίγον ατυχημάτων και άλλων επικίνδυνων περιστατικών για να προσδιορίζονται και, εφόσον απαιτείται, να λαμβάνονται μέτρα για τη βελτίωση του επιπέδου ασφάλειας·

στ)

αξιολογούνται και υλοποιούνται, κατά περίπτωση, οι σχετικές συστάσεις της εθνικής αρχής ασφαλείας, του εθνικού φορέα έρευνας και των εσωτερικών ερευνών ή του κλάδου·

ζ)

μελετώνται και λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές εκθέσεις/πληροφορίες σιδηροδρομικών επιχειρήσεων/διαχειριστών υποδομής και κατόχων ή άλλων σχετικών πηγών.

5.   Δομή και ευθύνη — δομημένη προσέγγιση για τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων προσώπων και ομάδων με σκοπό την ασφαλή υλοποίηση των στόχων του οργανισμού στον τομέα της ασφάλειας

5.1.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για τον επιμερισμό των ευθυνών για όλες τις σχετικές διαδικασίες σε ολόκληρο τον οργανισμό.

5.2.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για να καθορίζονται με σαφήνεια οι τομείς αρμοδιότητας σε θέματα ασφάλειας και ο επιμερισμός των αντίστοιχων ευθυνών σε συγκεκριμένα καθήκοντα, καθώς και οι διασυνδέσεις τους. Εν προκειμένω, συμπεριλαμβάνονται οι διαδικασίες που αναφέρονται ανωτέρω μεταξύ οργανισμού και κατόχων και, αναλόγως, σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και διαχειριστών υποδομών.

5.3.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για να εξασφαλίζεται ότι τα μέλη του προσωπικού με ανατεθείσες αρμοδιότητες εντός του οργανισμού διαθέτουν την εξουσία, την αρμοδιότητα και τους κατάλληλους πόρους για να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους. Οι αρμοδιότητες και οι ευθύνες πρέπει να είναι συναφείς και συμβατές με τον εκάστοτε ρόλο και η ανάθεση πρέπει να γίνεται γραπτώς.

5.4.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για να εξασφαλίζεται ο συντονισμός των δραστηριοτήτων που αφορούν τις σχετικές διαδικασίες σε ολόκληρο τον οργανισμό.

5.5.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για να καθίστανται υπόλογα για τις επιδόσεις τους τα άτομα που είναι αρμόδια για τη διαχείριση θεμάτων ασφαλείας.

6.   Διαχείριση της επάρκειας — δομημένη προσέγγιση που εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι έχουν τις την απαιτούμενη επάρκεια για την επίτευξη των στόχων του οργανισμού με ασφάλεια, αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα σε όλες τις περιστάσεις

6.1.

Ο οργανισμός καταρτίζει σύστημα διαχείρισης της επάρκειας, το οποίο προβλέπει:

α)

προσδιορισμό των θέσεων με αρμοδιότητα εκτέλεσης στο πλαίσιο του συστήματος όλων των διαδικασιών που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος παραρτήματος·

β)

προσδιορισμό των θέσεων με καθήκοντα τα οποία αφορούν την ασφάλεια·

γ)

ανάθεση στο προσωπικό των κατάλληλων αρμοδιοτήτων για τα αντίστοιχα καθήκοντα.

6.2.

Στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης της επάρκειας του οργανισμού, πρέπει να υπάρχουν διαδικασίες για τη διαχείριση της επάρκειας του προσωπικού, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

προσδιορισμό των γνώσεων, των δεξιοτήτων και της πείρας που απαιτούνται για καθήκοντα που αφορούν την ασφάλεια, ανάλογα με τις ευθύνες·

β)

αρχές επιλογής, συμπεριλαμβανομένου του βασικού μορφωτικού επιπέδου, της διανοητικής ικανότητας και της φυσικής κατάστασης·

γ)

αρχική εκπαίδευση και τίτλους ή πιστοποιήσεις για τα αποκτηθέντα προσόντα και δεξιότητες·

δ)

διαβεβαίωση ότι όλο το προσωπικό γνωρίζει τη συνάφεια και τη σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων του και τον τρόπο με τον οποίο συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων που αφορούν την ασφάλεια·

ε)

συνεχή επιμόρφωση και περιοδική επικαιροποίηση των υφιστάμενων γνώσεων και δεξιοτήτων·

στ)

περιοδικούς ελέγχους της επάρκειας, της διανοητικής ικανότητας και της φυσικής κατάστασης, ανάλογα με την περίπτωση·

ζ)

ειδικά μέτρα σε περίπτωση ατυχημάτων/συμβάντων ή μακράς απουσίας από την εργασία, όπως απαιτείται.

7.   Πληροφόρηση — δομημένη προσέγγιση που εξασφαλίζει ότι οι σημαντικές πληροφορίες τίθενται στη διάθεση όσων κρίνουν και λαμβάνουν αποφάσεις σε όλα τα επίπεδα του οργανισμού

7.1.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για να διασφαλίζεται ότι υπάρχουν δίαυλοι αναφοράς που εξασφαλίζουν ότι, εντός του ίδιου του φορέα και στις σχέσεις του με άλλους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστών υποδομής, των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των κατόχων, οι πληροφορίες για όλες τις σχετικές διαδικασίες ανταλλάσσονται δεόντως και παρέχονται στο αρμόδιο πρόσωπο τόσο εντός του ιδίου του οργανισμού του όσο και σε άλλους οργανισμούς, με έγκαιρο και σαφή τρόπο.

7.2.

Για να διασφαλίζεται επαρκής ανταλλαγή πληροφοριών, ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για:

α)

την παραλαβή και την επεξεργασία συγκεκριμένων πληροφοριών·

β)

τον προσδιορισμό, την παραγωγή και τη διαβίβαση συγκεκριμένων πληροφοριών·

γ)

την εξασφάλιση ότι διατίθενται αξιόπιστες και επικαιροποιημένες πληροφορίες.

7.3.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για να διασφαλίζεται ότι οι βασικές επιχειρησιακές πληροφορίες είναι:

α)

συναφείς και έγκυρες·

β)

ακριβείς·

γ)

πλήρεις·

δ)

κατάλληλα επικαιροποιημένες·

ε)

ελεγχόμενες·

στ)

συνεκτικές και ευνόητες (όπως και η χρησιμοποιούμενη γλώσσα)·

ζ)

κοινοποιούνται στο προσωπικό πριν από την εφαρμογή τους·

η)

εύκολα προσβάσιμες στο προσωπικό και, εάν απαιτείται, τους παρέχονται αντίγραφα αυτών.

7.4.

Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα σημεία 7.1, 7.2 και 7.3 εφαρμόζονται ειδικότερα για τις ακόλουθες επιχειρησιακές πληροφορίες:

α)

έλεγχοι της ακρίβειας και της πληρότητας των εθνικών μητρώων οχημάτων όσον αφορά την ταυτοποίηση (συμπεριλαμβανομένων των μέσων) και την ταξινόμηση των εμπορευματικών φορταμαξών που συντηρεί ο οργανισμός·

β)

τεκμηρίωση συντήρησης·

γ)

πληροφορίες σχετικά με την υποστήριξη που παρέχεται στους κατόχους και, αναλόγως, σε άλλα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων/διαχειριστών υποδομής·

δ)

πληροφορίες για τα προσόντα του προσωπικού και τη μετέπειτα εποπτεία κατά την ανάπτυξη της συντήρησης·

ε)

πληροφορίες για τη λειτουργία (όπως διανυθέντα χιλιόμετρα, τύπος και έκταση δραστηριοτήτων, συμβάντα/ατυχήματα) και αιτήματα των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων, των κατόχων και των διαχειριστών υποδομής·

στ)

μητρώα εκτελεσθεισών εργασιών συντήρησης, καθώς και πληροφορίες για ελλείψεις που διαπιστώθηκαν κατά τις επιθεωρήσεις και διορθωτικές ενέργειες των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων ή των διαχειριστών υποδομής, όπως επιθεωρήσεις και παρακολούθηση που πραγματοποιήθηκαν πριν την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας ή κατά τη διαδρομή·

ζ)

διάθεση σε λειτουργία και επαναφορά σε λειτουργία·

η)

εντολές συντήρησης·

θ)

τεχνικές πληροφορίες που παρέχονται σε σιδηροδρομικές επιχειρήσεις/διαχειριστές υποδομής και κατόχους ως οδηγίες συντήρησης·

ι)

επείγουσες πληροφορίες για περιπτώσεις κατά τις οποίες υποβαθμίζεται η κατάσταση ασφαλούς λειτουργίας, οι οποίες είναι δυνατόν να συνίστανται:

i)

στην επιβολή περιορισμών χρήσης ή ειδικών συνθηκών λειτουργίας για εμπορευματικές φορτάμαξες που συντηρεί ο οργανισμός ή άλλες φορτάμαξες της ίδιας σειράς, ακόμη και αν συντηρούνται από άλλους υπεύθυνους για τη συντήρηση φορείς, οι πληροφορίες δε αυτές πρέπει επίσης να κοινοποιούνται σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη·

ii)

σε επείγουσες πληροφορίες για θέματα σχετικών με την ασφάλεια, τα οποία επισημαίνονται κατά τη διάρκεια της συντήρησης, όπως αστοχίες που εντοπίζονται σε στοιχείο κοινό σε διάφορους τύπους ή σειρές φορταμαξών·

ια)

όλες τις σχετικές πληροφορίες/δεδομένα που χρειάζεται να συλλέγονται για την υποβολή στον φορέα πιστοποίησης και στους σχετικούς πελάτες (συμπεριλαμβανομένων των κατόχων) της ετήσιας έκθεσης συντήρησης, η οποία πρέπει επίσης να τίθεται στη διάθεση των εθνικών αρχών ασφαλείας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος.

8.   Τεκμηρίωση — δομημένη προσέγγιση που εξασφαλίζει την ιχνηλασιμότητα όλων των σχετικών πληροφοριών

8.1.

Ο οργανισμός καθιερώνει επαρκείς διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι όλες οι σχετικές διαδικασίες είναι δεόντως τεκμηριωμένες.

8.2.

Ο οργανισμός καθιερώνει επαρκείς διαδικασίες για:

α)

την τακτική παρακολούθηση και επικαιροποίηση όλων των σχετικών εγγράφων τεκμηρίωσης·

β)

τη μορφοποίηση, παραγωγή, διανομή και έλεγχο των τροποποιήσεων όλης της συναφούς τεκμηρίωσης·

γ)

την παραλαβή, συλλογή και αρχειοθέτηση όλων των σχετικών εγγράφων τεκμηρίωσης.

9.   Δραστηριότητες εξωτερικής ανάθεσης — δομημένη προσέγγιση που εξασφαλίζει τη δέουσα διαχείριση των δραστηριοτήτων που ανατίθενται υπεργολαβικά, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του οργανισμού

9.1.

Ο οργανισμός καθιερώνει διαδικασίες που διασφαλίζουν την ταυτοποίηση των κρίσιμων για την ασφάλεια προϊόντων και υπηρεσιών.

9.2.

Όταν χρησιμοποιεί εργολάβους ή/και προμηθευτές για κρίσιμα για την ασφάλεια προϊόντα και υπηρεσίες, ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για να διαπιστώνει κατά τον χρόνο της επιλογής ότι:

α)

εργολάβοι, υπεργολάβοι και προμηθευτές διαθέτουν επαρκή προσόντα·

β)

εργολάβοι, υπεργολάβοι και προμηθευτές διαθέτουν επαρκές και τεκμηριωμένο σύστημα συντήρησης και διαχείρισης.

9.3.

Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασία για τον καθορισμό των απαιτήσεων τις οποίες πρέπει να πληρούν οι εν λόγω εργολάβοι και προμηθευτές.

9.4.

Ο οργανισμός καθιερώνει διαδικασίες για την παρακολούθηση της ενημέρωσης προμηθευτών ή/και εργολάβων για τους κινδύνους που ενδέχεται να προκαλέσουν στις δραστηριότητες του οργανισμού.

9.5.

Όταν το σύστημα συντήρησης/διαχείρισης εργολάβου ή προμηθευτή έχει πιστοποιηθεί, η εφαρμογή της διαδικασίας παρακολούθησης που περιγράφεται στο σημείο 3 είναι δυνατόν να περιορίζεται στα αποτελέσματα των συμβατικών επιχειρησιακών διαδικασιών που αναφέρονται στο σημείο 3.1 στοιχείο β).

9.6.

Καθορίζονται σαφώς, γνωστοποιούνται και επιμερίζονται στη σύμβαση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών τουλάχιστον οι κάτωθι βασικές αρχές για τις ακόλουθες διαδικασίες:

α)

αρμοδιότητες και καθήκοντα σχετικά με θέματα ασφάλειας των σιδηροδρόμων·

β)

υποχρεώσεις για τη διαβίβαση σχετικών πληροφοριών μεταξύ των δύο μερών·

γ)

ιχνηλασιμότητα σχετικών με την ασφάλεια εγγράφων.

II.   Απαιτήσεις και κριτήρια αξιολόγησης για τη λειτουργία ανάπτυξης της συντήρησης

1.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασία για τον εντοπισμό και τη διαχείριση όλων των δραστηριοτήτων συντήρησης που επηρεάζουν την ασφάλεια και κρίσιμα για την ασφάλεια δομικά στοιχεία.

2.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες που διασφαλίζουν την τήρηση της συμμόρφωσης προς τις βασικές απαιτήσεις διαλειτουργικότητας, καθώς και επικαιροποιήσεις σε όλο τον κύκλο ζωής, με:

α)

διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις προδιαγραφές που αφορούν τις βασικές παραμέτρους διαλειτουργικότητας, όπως αυτές καθορίζονται στις σχετικές τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ)·

β)

σε κάθε περίπτωση επαλήθευση της συνοχής του φακέλου συντήρησης με την άδεια θέσης σε λειτουργία (και των απαιτήσεων της εθνικής αρχής ασφαλείας), τις δηλώσεις συμμόρφωσης προς τις ΤΠΔ, τις δηλώσεις ελέγχου και με τον τεχνικό φάκελο·

γ)

χειρισμό κάθε αντικατάστασης κατά τη διάρκεια της συντήρησης σύμφωνα με τις προδιαγραφές της οδηγίας 2008/57/ΕΚ και τις σχετικές ΤΠΔ·

δ)

προσδιορισμό της ανάγκης εκτίμησης των κινδύνων όσον αφορά τις πιθανές επιπτώσεις της εν λόγω αντικατάστασης στην ασφάλεια του σιδηροδρομικού συστήματος·

ε)

διαχείριση της διάρθρωσης όλων των τεχνικών αλλαγών που επηρεάζουν την ακεραιότητα του συστήματος της φορτάμαξας.

3.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασία για το σχεδιασμό και την υποστήριξη της υλοποίησης εγκαταστάσεων, εξοπλισμού και εργαλείων συντήρησης, ειδικά ανεπτυγμένων και απαραίτητων για την παράδοση της συντήρησης. Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασία για να ελέγχει ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις, εξοπλισμός και εργαλεία συντήρησης χρησιμοποιούνται και συντηρούνται με βάση το πρόγραμμα συντήρησής τους και σύμφωνα με τις απαιτήσεις συντήρησής τους.

4.   Κατά την έναρξη λειτουργίας εμπορευματικών φορταμαξών, ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για:

α)

την παραλαβή των αρχικών εγγράφων τεκμηρίωσης και τη συλλογή επαρκών πληροφοριών σχετικά με τις προγραμματισμένες εργασίες·

β)

την ανάλυση των αρχικών εγγράφων τεκμηρίωσης και την παροχή του πρώτου φακέλου συντήρησης, λαμβανομένων επίσης υπόψη των υποχρεώσεων που περιέχονται σε τυχόν σχετικές εγγυήσεις·

γ)

την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του πρώτου φακέλου συντήρησης.

5.   Για να διατηρεί τον φάκελο συντήρησης επικαιροποιημένο καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής μιας εμπορευματικής φορτάμαξας, ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για:

α)

τη συλλογή τουλάχιστον των σχετικών πληροφοριών που αφορούν:

i)

τον τύπο και την έκταση των πραγματικά εκτελεσθεισών εργασιών, οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, επιχειρησιακά συμβάντα ικανά να επηρεάσουν την ακεραιότητα της ασφάλειας της εμπορευματικής φορτάμαξας·

ii)

τον τύπο και την έκταση των προγραμματισμένων εργασιών·

iii)

την πραγματικά εκτελεσθείσα συντήρηση·

β)

τον καθορισμό της ανάγκης επικαιροποιήσεων, λαμβανομένων υπόψη των οριακών τιμών διαλειτουργικότητας·

γ)

την υποβολή προτάσεων και την έγκριση αλλαγών και την υλοποίησή τους, για τη λήψη απόφασης με βάση σαφή κριτήρια, λαμβανομένων υπόψη των πορισμάτων της εκτίμησης κινδύνων·

δ)

την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής των αλλαγών.

6.   Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας διαχείρισης επάρκειας στη λειτουργία ανάπτυξης συντήρησης, λαμβάνονται υπόψη τουλάχιστον οι κάτωθι δραστηριότητες που επηρεάζουν την ασφάλεια:

α)

εκτίμηση της σπουδαιότητας των αλλαγών στον φάκελο συντήρησης και προτεινόμενες αντικαταστάσεις κατά τη διάρκεια της συντήρησης·

β)

τεχνικές ειδικότητες που απαιτούνται για τον χειρισμό του προσδιορισμού και των αλλαγών του φακέλου συντήρησης και την ανάπτυξη, την αξιολόγηση, την επικύρωση και την έγκριση αντικαταστάσεων κατά τη διάρκεια της συντήρησης·

γ)

τεχνικές σύνδεσης (καθώς και της συγκόλλησης και της ηλεκτρικής σωμάτωσης), συστήματα πέδησης, άξονες τροχών και όργανα έλξης, τεχνικές μη καταστροφικών δοκιμών και δραστηριότητες συντήρησης σε συγκεκριμένα δομικά στοιχεία εμπορευματικών φορταμαξών για τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων, όπως δεξαμενών και βαλβίδων.

7.   Όταν εφαρμόζεται η διαδικασία τεκμηρίωσης στη λειτουργία ανάπτυξης συντήρησης, διασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα τουλάχιστον των ακόλουθων στοιχείων:

α)

έγγραφα τεκμηρίωσης σχετικά με την ανάπτυξη, την εκτίμηση, την επικύρωση και την έγκριση αντικατάστασης κατά τη διάρκεια της συντήρησης·

β)

διάταξη των φορταμαξών, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, δομικών στοιχείων σχετικών με την ασφάλεια·

γ)

αρχεία σχετικά με την εκτελεσθείσα συντήρηση·

δ)

αποτελέσματα μελετών σχετικά με την αποκομισθείσα πείρα·

ε)

όλες οι διαδοχικές εκδόσεις του φακέλου συντήρησης, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης κινδύνων·

στ)

εκθέσεις σχετικά με την επάρκεια και την επίβλεψη της παράδοσης συντήρησης και της διαχείρισης της συντήρησης του στόλου·

ζ)

τεχνικές πληροφορίες που παρέχονται προς υποστήριξη των κατόχων, των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και των διαχειριστών υποδομής.

III.   Απαιτήσεις και κριτήρια αξιολόγησης για τη λειτουργία διαχείρισης της συντήρησης του στόλου

1.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασία για τον έλεγχο της επάρκειας, της διαθεσιμότητας και της ικανότητας του φορέα που είναι υπεύθυνος για την παράδοση της συντήρησης πριν από την έκδοση των εντολών συντήρησης. Γι’ αυτό απαιτείται τα συνεργεία συντήρησης να διαθέτουν εύλογα προσόντα για να αποφασίζουν με βάση τις απαιτήσεις για τις τεχνικές ικανότητες που καθορίζονται στη λειτουργία παράδοσης της συντήρησης.

2.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασία συγκρότησης του πακέτου εργασιών και έκδοσης και διάθεσης της εντολής συντήρησης.

3.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασία για την έγκαιρη αποστολή εμπορευματικών φορταμαξών για συντήρηση.

4.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασία για τη διαχείριση της απόσυρσης εμπορευματικών φορταμαξών για συντήρηση ή όταν έχουν εντοπισθεί ελαττώματα.

5.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασία για τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων ελέγχου που εφαρμόζονται για την παραδιδόμενη συντήρηση και τη διάθεση εμπορευματικών φορταμαξών σε λειτουργία.

6.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασία για την έκδοση της ειδοποίησης επαναφοράς σε λειτουργία, λαμβανομένης υπόψη της τεκμηρίωσης για τη διάθεση σε λειτουργία.

7.   Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας διαχείρισης της επάρκειας στη λειτουργία διαχείρισης της συντήρησης στόλου, λαμβάνεται υπόψη τουλάχιστον η επαναφορά σε λειτουργία.

8.   Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας πληροφόρησης για τη λειτουργία διαχείρισης της συντήρησης στόλου, παρέχονται στη λειτουργία παράδοσης συντήρησης τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

εφαρμοστέοι κανόνες και τεχνικές προδιαγραφές·

β)

το πρόγραμμα συντήρησης για κάθε εμπορευματική φορτάμαξα·

γ)

κατάλογος των ανταλλακτικών, καθώς και αρκετά λεπτομερής τεχνική περιγραφή κάθε εξαρτήματος, για να καταστεί δυνατή η ομοειδής αντικατάσταση με τις ίδιες εγγυήσεις·

δ)

κατάλογος των υλικών, καθώς και αρκετά λεπτομερής περιγραφή της χρήσης τους και οι απαραίτητες για την υγεία και την ασφάλεια πληροφορίες·

ε)

φάκελος με τις προδιαγραφές για τις δραστηριότητες που επηρεάζουν την ασφάλεια και με τα όρια παρέμβασης και χρήσης για δομικά στοιχεία·

στ)

κατάλογος των δομικών στοιχείων ή συστημάτων που υπόκεινται σε νομικές απαιτήσεις και κατάλογος των απαιτήσεων αυτών (καθώς και των δοχείων και δεξαμενών των φρένων για τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων)·

ζ)

κάθε πρόσθετη σχετική πληροφορία που αφορά την ασφάλεια, σύμφωνα με την εκτίμηση κινδύνων που έχει πραγματοποιήσει ο οργανισμός.

9.   Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας πληροφόρησης για τη λειτουργία διαχείρισης της συντήρησης στόλου, κοινοποιούνται στα ενδιαφερόμενα μέρη τουλάχιστον η επαναφορά σε λειτουργία, καθώς και οι περιορισμοί χρήσης που αφορούν τους χρήστες (σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και διαχειριστές υποδομής).

10.   Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας τεκμηρίωσης στη λειτουργία διαχείρισης της συντήρησης στόλου, καταγράφονται τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

εντολές συντήρησης·

β)

επαναφορά σε λειτουργία, καθώς και περιορισμοί χρήσης που αφορούν τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και τους διαχειριστές υποδομής.

IV.   Απαιτήσεις και κριτήρια αξιολόγησης για τη λειτουργία παράδοσης της συντήρησης

1.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για:

α)

τον έλεγχο της πληρότητας και της ορθότητας των πληροφοριών που παρέχονται από τη λειτουργία διαχείρισης της συντήρησης στόλου για τις παραγγελλόμενες εργασίες·

β)

τον έλεγχο της χρήσης των απαιτούμενων, σχετικών εγγράφων συντήρησης και άλλων προτύπων που ισχύουν για την παροχή των υπηρεσιών συντήρησης, σύμφωνα με τις εντολές συντήρησης·

γ)

τη διασφάλιση ότι όλες οι σχετικές προδιαγραφές συντήρησης στις εντολές συντήρησης είναι διαθέσιμες σε όλο το εμπλεκόμενο προσωπικό (δηλαδή περιλαμβάνονται στις εσωτερικές οδηγίες εργασίας)·

δ)

τη διασφάλιση ότι όλες οι σχετικές προδιαγραφές συντήρησης, όπως ορίζονται στους εφαρμοστέους κανονισμούς και τα καθορισμένα πρότυπα που περιέχονται στις εντολές συντήρησης, είναι διαθέσιμες σε όλο το εμπλεκόμενο προσωπικό (δηλαδή περιλαμβάνονται στις εσωτερικές οδηγίες εργασίας)·

2.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι:

α)

τα κατασκευαστικά στοιχεία (καθώς και τα ανταλλακτικά) και τα υλικά χρησιμοποιούνται όπως ορίζεται στις εντολές συντήρησης και τα έγγραφα τεκμηρίωσης του προμηθευτή·

β)

τα κατασκευαστικά στοιχεία και τα υλικά αποθηκεύονται, διακινούνται και μεταφέρονται κατά τρόπο που δεν επιτρέπει την πρόκληση φθοράς ή ζημίας τους και όπως ορίζεται στις εντολές συντήρησης και τα έγγραφα τεκμηρίωσης του προμηθευτή·

γ)

όλα τα κατασκευαστικά στοιχεία και τα υλικά, καθώς και όσα παρέχονται από τον πελάτη, είναι σύμφωνα με τους σχετικούς εθνικούς και διεθνείς κανόνες, όπως και με τις απαιτήσεις των σχετικών εντολών συντήρησης.

3.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, την παροχή, την καταγραφή και τη διάθεση κατάλληλων και επαρκών εγκαταστάσεων, εξοπλισμού και εργαλείων για να είναι σε θέση να παρέχει τις υπηρεσίες συντήρησης, σύμφωνα με τις εντολές συντήρησης και άλλες εφαρμοστέες προδιαγραφές, οι οποίες εξασφαλίζουν:

α)

την ασφαλή παράδοση της συντήρησης, καθώς και την υγεία και την ασφάλεια του προσωπικού συντήρησης·

β)

την εργονομία και την προστασία της υγείας, καθώς και τις διεπαφές μεταξύ χρηστών και συστημάτων πληροφορικής ή διαγνωστικού εξοπλισμού.

4.   Εφόσον είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση έγκυρων αποτελεσμάτων, ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός μέτρησης που χρησιμοποιεί:

α)

βαθμονομείται ή ελέγχεται σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα ή πριν από τη χρήση, βάσει των διεθνών, εθνικών ή βιομηχανικών προτύπων μέτρησης — ελλείψει τέτοιων προτύπων, η χρησιμοποιούμενη βάση βαθμονόμησης ή ελέγχου καταγράφεται·

β)

προσαρμόζεται ή αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες·

γ)

προσδιορίζεται, ώστε να καταστεί δυνατός ο καθορισμός της κατάστασης βαθμονόμησης·

δ)

προστατεύεται από προσαρμογές που θα καθιστούσαν άκυρο το αποτέλεσμα της μέτρησης·

ε)

προστατεύεται από ζημίες και φθορές κατά τον χειρισμό, τη συντήρηση και την αποθήκευσή του.

5.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι όλες οι εγκαταστάσεις, ο εξοπλισμός και τα εργαλεία χρησιμοποιούνται, βαθμονομούνται, φυλάσσονται και συντηρούνται ορθά σύμφωνα με τεκμηριωμένες διαδικασίες.

6.   Ο οργανισμός διαθέτει διαδικασίες για να ελέγχει ότι τα εκτελούμενα καθήκοντα συντήρησης είναι σύμφωνα με τις εντολές συντήρησης και για να εκδίδει την ειδοποίηση διάθεσης σε λειτουργία, η οποία περιλαμβάνει ενδεχομένως περιορισμούς χρήσης.

7.   Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας εκτίμησης κινδύνων (και ιδίως του σημείου 2.4 του τμήματος I) σε αυτή τη λειτουργία παράδοσης συντήρησης, το εργασιακό περιβάλλον δεν περιλαμβάνει μόνο τα συνεργεία όπου πραγματοποιείται η συντήρηση, αλλά και τις σιδηροτροχιές εκτός των κτιριακών εγκαταστάσεων των συνεργείων και όλους τους χώρους όπου πραγματοποιούνται δραστηριότητες συντήρησης.

8.   Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας διαχείρισης επάρκειας στη λειτουργία παράδοσης της συντήρησης, λαμβάνονται υπόψη τουλάχιστον οι κάτωθι δραστηριότητες που επηρεάζουν την ασφάλεια:

α)

τεχνικές σύνδεσης (συμπεριλαμβανομένης της συγκόλλησης και της ηλεκτρικής σωμάτωσης)·

β)

μη καταστροφικές δοκιμές·

γ)

τελική δοκιμή της εμπορευματικής φορτάμαξας και διάθεση σε λειτουργία·

δ)

δραστηριότητες συντήρησης στα συστήματα πέδησης, τους άξονες τροχών και τα όργανα έλξης και δραστηριότητες συντήρησης σε συγκεκριμένα κατασκευαστικά στοιχεία εμπορευματικών φορταμαξών για τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων, όπως δεξαμενών και βαλβίδων.

ε)

άλλα προσδιορισμένα ειδικά πεδία που επηρεάζουν την ασφάλεια.

9.   Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας πληροφόρησης για τη λειτουργία παράδοσης της συντήρησης, παρέχονται στη λειτουργία διαχείρισης του στόλου και στη λειτουργία ανάπτυξης της συντήρησης τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

εργασίες που εκτελούνται σύμφωνα με τις εντολές συντήρησης·

β)

κάθε ενδεχόμενη βλάβη ή ελάττωμα που αφορά την ασφάλεια, όταν διαπιστώνεται από τον οργανισμό·

γ)

διάθεση σε λειτουργία.

10.   Κατά την εφαρμογή της διαδικασίας τεκμηρίωσης στη λειτουργία παράδοσης της συντήρησης, καταγράφονται τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

σαφής προσδιορισμός όλων των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού και των εργαλείων που συνδέονται με δραστηριότητες που επηρεάζουν την ασφάλεια·

β)

όλες οι εκτελούμενες εργασίες συντήρησης, καθώς και το προσωπικό, τα εργαλεία, ο εξοπλισμός, τα ανταλλακτικά και τα υλικά που χρησιμοποιούνται, λαμβανομένων υπόψη:

i)

των σχετικών εθνικών κανόνων στον τόπο όπου εδρεύει ο οργανισμός·

ii)

των προβλεπόμενων στις εντολές συντήρησης απαιτήσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν απαιτήσεις όσον αφορά τα αρχεία·

iii)

της τελικής δοκιμής και της απόφασης σχετικά με τη διάθεση σε λειτουργία·

γ)

τα μέτρα ελέγχου που απαιτούνται από τις εντολές συντήρησης και τη διάθεση σε λειτουργία·

δ)

τα αποτελέσματα της βαθμονόμησης και του ελέγχου, όταν χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση και τη μέτρηση συγκεκριμένων απαιτήσεων, πριν την αρχική χρήση επιβεβαιώνεται, και επανεπιβεβαιώνεται αν χρειάζεται, η ικανότητα του λογισμικού να εκτελέσει την προβλεπόμενη εφαρμογή·

ε)

η εγκυρότητα των προηγούμενων αποτελεσμάτων μέτρησης όταν διαπιστωθεί ότι το όργανο μέτρησης δεν είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις.


(1)  ΕΕ L 108 της 29.4.2009, σ. 4.

(2)  ΕΕ L 183 της 29.6.1989, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Image

Image

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Image

Image

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Image


11.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/47


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 446/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Μαΐου 2011

για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων λιπαρών αλκοολών και των μειγμάτων τους καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισίας

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1) («ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 7,

Έπειτα από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1.   Έναρξη

(1)

Στις 13 Αυγούστου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (η «Επιτροπή») ανήγγειλε, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2) («ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας»), την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές στην Ένωση ορισμένων λιπαρών αλκοολών και των μειγμάτων τους («το υπό εξέταση προϊόν») καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισία («ενδιαφερόμενες χώρες»).

(2)

Η διαδικασία αντιντάμπινγκ κινήθηκε μετά την κατάθεση καταγγελίας στις 30 Ιουνίου 2010 από μέρους δύο παραγωγών της ΕΕ, των Cognis GmbH και Sasol Olefins & Surfactants GmbH («οι καταγγέλλοντες»). Αμφότερες οι εταιρείες αυτές έχουν συσταθεί βάσει του γερμανικού δικαίου και διαθέτουν μονάδες παραγωγής στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Οι δύο εταιρείες αντιπροσωπεύουν μείζον τμήμα, στην παρούσα περίπτωση πάνω από το 25 %, της συνολικής παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση. Η καταγγελία περιλάμβανε εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία ως προς το ντάμπινγκ που ασκήθηκε στο υπό εξέταση προϊόν καταγωγής των ενδιαφερόμενων χωρών και τη συνακόλουθη πρόκληση υλικής ζημίας, στοιχεία που θεωρήθηκαν επαρκή για να δικαιολογηθεί η κίνηση της διαδικασίας.

1.2.   Μέρη που αφορά η διαδικασία

(3)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους καταγγέλλοντες, άλλους γνωστούς παραγωγούς της ΕΕ, εισαγωγείς/εμπόρους και χρήστες που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, τους γνωστούς παραγωγούς-εξαγωγείς και τους αντιπροσώπους των ενδιαφερόμενων εξαγωγικών χωρών για την έναρξη της διαδικασίας. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας.

(4)

Δόθηκε η δυνατότητα ακρόασης σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ιδιαίτερους λόγους να τύχουν ακρόασης.

(5)

Λόγω του μεγάλου αριθμού εισαγωγέων που προσδιορίστηκαν από την καταγγελία, στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας προβλεπόταν η διενέργεια δειγματοληψίας για εισαγωγείς σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Τέσσερις εισαγωγείς έδωσαν τις ζητούμενες πληροφορίες και συμφώνησαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη. Λόγω του μικρού αριθμού εισαγωγέων που αναγγέλθηκαν, αποφασίστηκε να μη γίνει δειγματοληψία.

(6)

Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια στους παραγωγούς-εξαγωγείς, στους παραγωγούς της Ένωσης, τους εισαγωγείς και όλους τους χρήστες που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, καθώς και σε όλα τα μέρη που αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας.

(7)

Στο ερωτηματολόγιο απάντησαν πέντε παραγωγοί της ΕΕ, δύο εισαγωγείς, 21 χρήστες στην ΕΕ, δύο παραγωγοί-εξαγωγείς από την Ινδία, δύο παραγωγοί-εξαγωγείς από την Ινδονησία και οι σχετικοί με αυτούς έμποροι, καθώς και τρεις παραγωγοί-εξαγωγείς από τη Μαλαισία και οι σχετικοί με αυτούς έμποροι.

(8)

Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προκαταρκτικό προσδιορισμό του ντάμπινγκ, της ζημίας που προέκυψε και του συμφέροντος της Ένωσης. Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

α)

Παραγωγοί στην ΕΕ:

Cognis GmbH, Γερμανία

Cognis France S.A.S., Γαλλία

Sasol Olefins & Surfactants GmbH, Γερμανία

β)

Εισαγωγείς στην Ένωση:

Oleo solutions Ltd, United Kingdom

γ)

Χρήστες στην Ένωση:

Henkel AG & Co., Γερμανία

PCC Rokita SA, Πολωνία

Procter & Gamble International Operations SA, Ελβετία

Unilever, Κάτω Χώρες

Zshimmer & Schwarz italiana SpA, Ιταλία

δ)

Παραγωγοί-εξαγωγείς στην Ινδία:

Godrej Industries Limited, Mumbai και Taluka Valia

VVF Limited, Mumbai

ε)

Παραγωγοί-εξαγωγείς στην Ινδονησία:

P.T. Ecogreen Oleochemicals και οι συνδεδεμένες με αυτήν εταιρείες, Batam, Singapore, Dessau

P.T. Musim Mas και οι συνδεδεμένες με αυτήν εταιρείες, Medan, Singapore, Hamburg

στ)

Παραγωγοί-εξαγωγείς στη Μαλαισία:

Fatty Chemical Malaysia Sdn. Bhd. και οι συνδεδεμένες με αυτήν εταιρείες, Prai, Emmerich

KL-Kepong Oleomas Sdn. Bhd. και οι συνδεδεμένες με αυτήν εταιρείες, Petaling Jaya, Hamburg

Emery Oleochemicals Sdn. Bhd., Telok Panglima Garang

1.3.   Περίοδος της έρευνας

(9)

Η έρευνα σχετικά με το ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε το διάστημα από την 1η Ιουλίου 2009 έως την 30ή Ιουνίου 2010 («περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των συναφών τάσεων για την εκτίμηση της ζημίας κάλυψε το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως το τέλος της περιόδου έρευνας («εξεταζόμενη περίοδος»).

2.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

2.1.   Το υπό εξέταση προϊόν

(10)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι οι κορεσμένες λιπαρές αλκοόλες με μήκος της αλυσίδας άνθρακα C8, C10, C12, C14, C16 ή C18 (μη περιλαμβανομένων των διακλαδούμενων ισομερών) περιλαμβανομένων των ενιαίων κορεσμένων λιπαρών αλκοολών (οι οποίες αναφέρονται και ως «ενιαίου μήκους») και μείγματα που περιέχουν κυρίως ένα συνδυασμό μηκών αλυσίδας άνθρακα C6-C8, C6-C10, C8-C10, C10-C12 (που ταξινομούνται κοινώς ως C8-C10), μείγματα που περιέχουν κυρίως ένα συνδυασμό μηκών αλυσίδας άνθρακα C12-C14, C12-C16, C12-C18, C14-C16 (που ταξινομούνται κοινώς ως C12-C14) και μείγματα που περιέχουν κυρίως ένα συνδυασμό μηκών αλυσίδας άνθρακα C16-C18 καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισίας («υπό εξέταση προϊόν»), που εμπίπτει στους κωδικούς ΣΟ πρώην 2905 16 85, 2905 17 00, πρώην 2905 19 00 και πρώην 3823 70 00.

(11)

Το υπό εξέταση προϊόν αποτελεί ενδιάμεσο προϊόν παραγόμενο από φυσικές (ελαιο-χημικές) ή συνθετικές (πετροχημικές) ύλες, όπως φυσικά λίπη και έλαια, αργό πετρέλαιο, φυσικό αέριο, υγρά φυσικού αερίου και άνθρακα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως πρώτη ύλη για την παραγωγή θειικών ενώσεων λιπαρών αλκοολών, αιθοξυλιωμένες λιπαρές αλκοόλες και θειικούς αιθέρες λιπαρών αλκοολών (γνωστές ως τασιοενεργές ουσίες). Οι τασιοενεργές ουσίες χρησιμεύουν για την παραγωγή απορρυπαντικών και οικιακών προϊόντων, προϊόντων καθαρισμού και προϊόντων φροντίδας του σώματος.

2.2.   Ομοειδές προϊόν

(12)

Το προϊόν που εξάγεται στην ΕΕ από την Ινδία, την Ινδονησία και τη Μαλαισία, καθώς και το προϊόν που παράγεται και πωλείται εγχωρίως στις χώρες αυτές, όπως και το προϊόν που παράγεται και πωλείται στην ΕΕ από παραγωγούς της ΕΕ, διαπιστώθηκε ότι διαθέτουν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά, καθώς και τις ίδιες χρήσεις. Ως εκ τούτου, τα προϊόντα αυτά θεωρούνται προσωρινά ως ομοειδή προϊόντα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(13)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ορισμένα από τα μέρη ισχυρίσθηκαν ότι ένας από τους καταγγέλλοντες παρήγε σε μια από τις μονάδες παραγωγής του, προϊόν το οποίο περιλαμβάνει διακλαδισμένα ισομερή μόρια, τα οποία δεν καλύπτονται από τον ορισμό του προϊόντος και, συνεπώς, η παραγωγή αυτή δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο του ομοειδούς προϊόντος. Προσωρινά ορίζεται ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι δικαιολογημένος, και ως εκ τούτου τα δεδομένα του σχετικού παραγωγού δεν έχουν ληφθεί υπόψη στην ανάλυση της ζημίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι, για τον ίδιο λόγο, αποκλείσθηκαν από τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, δύο ακόμη εταιρείες, εκ των οποίων η μία συνεργάζεται στο πλαίσιο της έρευνας.

3.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

3.1.   Ινδία

3.1.1.   Κανονική αξία

(14)

Για τον καθορισμό της κανονικής αξίας εξετάστηκε αρχικά για κάθε παραγωγό εξαγωγέα κατά πόσον ο συνολικός όγκος εγχώριων πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος προς ανεξάρτητους πελάτες ήταν αντιπροσωπευτικός σε σύγκριση με τον συνολικό όγκο εξαγωγικών πωλήσεων στην Ένωση. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι εγχώριες πωλήσεις θεωρούνται αντιπροσωπευτικές όταν ο συνολικός όγκος των εγχώριων πωλήσεων ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση. Διαπιστώθηκε ότι, για έκαστο παραγωγό-εξαγωγέα, το σύνολο των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος από την εταιρεία EGI στην εγχώρια αγορά ήταν αντιπροσωπευτικές.

(15)

Για κάθε τύπο προϊόντος που πωλήθηκε από παραγωγούς-εξαγωγείς στην εγχώρια αγορά τους και που αποδείχθηκε ότι ήταν άμεσα συγκρίσιμος με τον τύπο του προϊόντος που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Ένωση, καθορίστηκε κατά πόσον οι εγχώριες πωλήσεις ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Οι εγχώριες πωλήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου προϊόντος κρίθηκαν επαρκώς αντιπροσωπευτικές, όταν ο συνολικός όγκος του εν λόγω τύπου προϊόντος που πωλήθηκε από τον εκάστοτε παραγωγό-εξαγωγέα στην εγχώρια αγορά σε ανεξάρτητους πελάτες κατά την ΠΕ αντιπροσώπευε τουλάχιστον το 5 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων του συγκρίσιμου τύπου προϊόντος που εξήχθη στην Ένωση.

(16)

Εξετάστηκε επίσης εάν οι εγχώριες πωλήσεις κάθε τύπου προϊόντος θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έγιναν κατά τη συνήθη εμπορική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Αυτό έγινε με τον προσδιορισμό της αναλογίας των επικερδών πωλήσεων σε ανεξάρτητους πελάτες στην εγχώρια αγορά κάθε εξαγόμενου τύπου του υπό εξέταση προϊόντος κατά την ΠΕ.

(17)

Για τους τύπους προϊόντος για τους οποίους άνω του 80 % κατ’ όγκον των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά του συγκεκριμένου τύπου προϊόντος πραγματοποιήθηκαν άνω του κόστους και η μέση σταθμισμένη τιμή πωλήσεων αυτού του τύπου ήταν ίση με ή υψηλότερη από το μοναδιαίο κόστος παραγωγής του, η κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, υπολογίστηκε ως σταθμισμένος μέσος όρος όλων των πραγματικών εγχώριων τιμών πωλήσεων του εν λόγω τύπου, ανεξάρτητα από το αν οι πωλήσεις αυτές ήταν επικερδείς.

(18)

Στις περιπτώσεις όπου ο όγκος των επικερδών πωλήσεων ενός τύπου του προϊόντος αντιπροσώπευε το 80 % ή λιγότερο του συνολικού όγκου πωλήσεων του συγκεκριμένου τύπου, ή αν η μέση σταθμισμένη τιμή του συγκεκριμένου τύπου ήταν κατώτερη από το μοναδιαίο κόστος παραγωγής, η κανονική αξία βασίστηκε στην πραγματική εγχώρια τιμή, η οποία υπολογίστηκε ως μέση σταθμισμένη τιμή μόνο των επικερδών εγχώριων πωλήσεων του εν λόγω τύπου προϊόντος κατά τη διάρκεια της ΠΕ.

3.1.2.   Τιμή εξαγωγής

(19)

Ο μοναδικός παραγωγός-εξαγωγέας στην Ινδία εξήγαγε το υπό εξέταση προϊόν κατευθείαν σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση. Ως εκ τούτου, οι τιμές εξαγωγής καθορίστηκαν βάσει των τιμών που έχουν πράγματι πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθούν από τους εν λόγω ανεξάρτητους πελάτες για το υπό εξέταση προϊόν, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

3.1.3.   Σύγκριση

(20)

Η κανονική τιμή και η τιμή εξαγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων συγκρίθηκαν σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου.

(21)

Για να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τόσο τις τιμές όσο και τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Σε αυτή τη βάση, πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στην έμμεση φορολογία, στο κόστος μεταφοράς, ασφάλισης, χειρισμού, φόρτωσης και το παρεπόμενο κόστος, στο κόστος συσκευασίας και πίστωσης, καθώς και στις προμήθειες, όπου κρίθηκε απαραίτητο και αιτιολογημένο.

(22)

Αμφότεροι οι παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίσθηκαν ότι οι πωλήσεις τους προς έναν από τους καταγγέλλοντες στην Ένωση κατά τη διάρκεια της ΠΕ πρέπει να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ διότι οι πωλήσεις αυτές αφορούσαν σημαντικές ποσότητες σε τιμές που ήταν προϊόν έντονης διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, δεν υφίσταται νομικός λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να εξαιρεθούν οι εξαγωγές αυτές του υπό εξέταση προϊόντος από τον υπολογισμό του ντάμπινγκ. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί αμφότερων των εξαγωγέων απορρίπτονται.

(23)

Αμφότεροι οι παραγωγοί-εξαγωγείς ζήτησαν προσαρμογή για τη μετατροπή συναλλάγματος υποστηρίζοντας ότι υπήρχε συνεχής ανατίμηση της ινδικής ρουπίας (INR) έναντι του ευρώ (EUR) από τον Νοέμβριο του 2009 η οποία θα στρέβλωνε τους υπολογισμούς για το ντάμπινγκ. Αυτό αφορούσε πωλήσεις σε EUR από τον Ιανουάριο του 2010 και μετά και επρόκειτο για αίτημα να αντικατασταθεί, για τους σκοπούς της μετατροπής της αξίας των εν λόγω πωλήσεων σε INR, η ισοτιμία του μήνα στον οποίο πραγματοποιήθηκαν οι πωλήσεις με την ισοτιμία που ίσχυε δύο μήνες ενωρίτερα. Το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο ι) προβλέπει προσαρμογή για μετατροπές συναλλάγματος υπό ορισμένες συνθήκες. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η ανατίμηση της INR συνέβη μόνον κατά το δεύτερο ήμισυ της ΠΕ. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι αμφότερες οι ινδικές επιχειρήσεις προέβαιναν συχνά και αρκετά συστηματικά σε αύξηση των τιμών τους έναντι των κύριων πελατών τους στην Ένωση κατά την περίοδο αυτή, και ότι οι τιμές που χρέωναν στην Ένωση οι καταγγέλλοντες αύξαναν επίσης σταθερά κατά το δεύτερο ήμισυ της ΠΕ. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι η ανατίμηση της INR δεν αντικατοπτριζόταν εγκαίρως στις τιμές που χρέωναν οι ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς στους πελάτες τους στην ΕΕ ή ότι υφίσταντο αδικαιολόγητο μειονέκτημα εξ αυτού κατά τους υπολογισμούς για το ντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί αμφότερων των εταιρειών απορρίφθηκαν.

3.1.4.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(24)

Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 11 και 12 του βασικού κανονισμού, το περιθώριο ντάμπινγκ για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς από την Ινδία καθορίστηκε βάσει σύγκρισης μεταξύ της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας και της μέσης σταθμισμένης τιμής εξαγωγής.

(25)

Με βάση τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στην καταγγελία και εκείνες που παρασχέθηκαν από τους συνεργαζόμενους ιρανούς παραγωγούς-εξαγωγείς, δεν υπάρχουν άλλοι παραγωγοί του υπό εξέταση προϊόντος στην Ινδία. Συνεπώς, το περιθώριο ντάμπινγκ για το σύνολο της Ινδίας καθορίστηκε στο ίδιο επίπεδο με το ανώτατο περιθώριο που υπολογίσθηκε για έναν συνεργαζόμενο παραγωγό-εξαγωγέα.

(26)

Σ’ αυτή τη βάση, τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής:

Εταιρεία

Προσωρινό περιθώριο ντάμπινγκ

Godrej Industries Limited

9,3 %

VVF Limited

4,8 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

9,3 %

3.2.   Ινδονησία

3.2.1.   Κανονική αξία

(27)

Για τον καθορισμό της κανονικής αξίας εξετάστηκε αρχικά για κάθε παραγωγό εξαγωγέα κατά πόσον ο συνολικός όγκος εγχώριων πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος προς ανεξάρτητους πελάτες ήταν αντιπροσωπευτικός σε σύγκριση με τον συνολικό όγκο εξαγωγικών πωλήσεων στην Ένωση. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι εγχώριες πωλήσεις θεωρούνται αντιπροσωπευτικές όταν ο συνολικός όγκος των εγχώριων πωλήσεων ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση. Διαπιστώθηκε ότι, για έκαστο παραγωγό-εξαγωγέα, το σύνολο των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος από την εταιρεία EGI στην εγχώρια αγορά ήταν αντιπροσωπευτικές.

(28)

Για κάθε τύπο προϊόντος που πωλήθηκε από παραγωγούς-εξαγωγείς στην εγχώρια αγορά τους και που αποδείχθηκε ότι ήταν άμεσα συγκρίσιμος με τον τύπο του προϊόντος που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Ένωση, καθορίστηκε κατά πόσον οι εγχώριες πωλήσεις ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Οι εγχώριες πωλήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου προϊόντος κρίθηκαν επαρκώς αντιπροσωπευτικές, όταν ο συνολικός όγκος του εν λόγω τύπου προϊόντος που πωλήθηκε από τον εκάστοτε παραγωγό-εξαγωγέα στην εγχώρια αγορά σε ανεξάρτητους πελάτες κατά την ΠΕ αντιπροσώπευε τουλάχιστον το 5 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων του συγκρίσιμου τύπου προϊόντος που εξήχθη στην Ένωση.

(29)

Εξετάστηκε επίσης εάν οι εγχώριες πωλήσεις κάθε τύπου προϊόντος θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έγιναν κατά τη συνήθη εμπορική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Αυτό έγινε με τον προσδιορισμό της αναλογίας των επικερδών πωλήσεων σε ανεξάρτητους πελάτες στην εγχώρια αγορά κάθε εξαγόμενου τύπου του υπό εξέταση προϊόντος κατά την ΠΕ.

(30)

Για τους τύπους προϊόντος για τους οποίους άνω του 80 % κατ’ όγκον των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά του συγκεκριμένου τύπου προϊόντος πραγματοποιήθηκαν άνω του κόστους και η μέση σταθμισμένη τιμή πωλήσεων αυτού του τύπου ήταν ίση με ή υψηλότερη από το μοναδιαίο κόστος παραγωγής του, η κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, υπολογίστηκε ως σταθμισμένος μέσος όρος όλων των πραγματικών εγχώριων τιμών πωλήσεων του εν λόγω τύπου, ανεξάρτητα από το αν οι πωλήσεις αυτές ήταν επικερδείς.

(31)

Στις περιπτώσεις όπου ο όγκος των επικερδών πωλήσεων ενός τύπου του προϊόντος αντιπροσώπευε το 80 % ή λιγότερο του συνολικού όγκου πωλήσεων του συγκεκριμένου τύπου, ή αν η μέση σταθμισμένη τιμή του συγκεκριμένου τύπου ήταν κατώτερη από το μοναδιαίο κόστος παραγωγής, η κανονική αξία βασίστηκε στην πραγματική εγχώρια τιμή, η οποία υπολογίστηκε ως μέση σταθμισμένη τιμή μόνο των επικερδών εγχώριων πωλήσεων του εν λόγω τύπου προϊόντος κατά τη διάρκεια της ΠΕ.

(32)

Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν εγχώριες πωλήσεις για έναν συγκεκριμένο τύπο προϊόντος από παραγωγό-εξαγωγέα, η κανονική αξία κατασκευάσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(33)

Αν η κανονική αξία κατασκευάστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, τα ποσά για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα κέρδη βασίστηκαν, σύμφωνα με την εισαγωγική φράση του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, στα πραγματικά στοιχεία που αφορούν την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από τον παραγωγό-εξαγωγέα.

3.2.2.   Τιμή εξαγωγής

(34)

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Ένωση είτε απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες είτε μέσω συνδεδεμένων εμπορικών εταιρειών που εδρεύουν στην Σιγκαπούρη και στην Ένωση.

(35)

Στις περιπτώσεις που οι εξαγωγικές πωλήσεις προς την Ένωση πραγματοποιούνταν είτε απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, είτε μέσω συνδεδεμένων εμπορικών εταιρειών με έδρα την Σιγκαπούρη, οι τιμές εξαγωγής καθορίστηκαν βάσει των τιμών που είχαν καταβληθεί στην πραγματικότητα ή ήταν καταβλητέες για το υπό εξέταση προϊόν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

(36)

Στις περιπτώσεις που οι εξαγωγικές πωλήσεις προς την Ένωση πραγματοποιούνταν μέσω συνδεδεμένων εμπορικών εταιρειών με έδρα την Ένωση, οι τιμές εξαγωγής καθορίστηκαν βάσει των τιμών της πρώτης μεταπώλησης από τους συνδεδεμένους εμπόρους σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού.

3.2.3.   Σύγκριση

(37)

Η κανονική τιμή και η τιμή εξαγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων συγκρίθηκαν σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου.

(38)

Για να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τόσο τις τιμές όσο και τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Σε αυτή τη βάση, πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στην έμμεση φορολογία, στο κόστος μεταφοράς, ασφάλισης, χειρισμού, φόρτωσης και το παρεπόμενο κόστος, στο κόστος συσκευασίας και πίστωσης, καθώς και στις προμήθειες, όπου κρίθηκε απαραίτητο και αιτιολογημένο.

(39)

Μια εταιρεία ζήτησε προσαρμογή για διαφορές στα φυσικά χαρακτηριστικά με το επιχείρημα ότι εξάγει το υπό εξέταση προϊόν σε υγρή και στερεά μορφή στην ΕΕ ενώ το πωλεί μόνον σε στερεά μορφή στην εγχώρια αγορά της και ότι οι τιμές για την υγρή μορφή είναι χαμηλότερες από εκείνες της στερεάς μορφής του υπό εξέταση προϊόντος. Ωστόσο, η εταιρεία δεν έδωσε ποσοτικοποιημένα στοιχεία για την προσαρμογή αυτή. Μια απλή σύγκριση τιμών εξαγωγής σε υγρή και στερεά μορφή του υπό εξέταση προϊόντος δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση χορήγησης προσαρμογής για διαφορές στα φυσικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, το λογιστικό σύστημα της εταιρείας δεν επιτρέπει τον απόλυτο διαχωρισμό των διαφορών κόστους μεταξύ του στερεού και υγρού προϊόντος. Συνεπώς, δεν υπήρχε αξιόπιστος τρόπος υπολογισμού μιας δυνητικής προσαρμογής και το αίτημα έπρεπε να απορριφθεί.

(40)

Οι καταγγέλλοντες προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι το κόστος της ενέργειας στην Ινδονησία είναι στρεβλό εξαιτίας των πολύ φθηνών και επιδοτούμενων τιμών. Ωστόσο, δεν υπέβαλαν τεκμηριωμένα στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο η στρέβλωση του κόστους της ενέργειας που χρησιμοποιείται για την εγχώρια και την εξαγωγική παραγωγή θα επηρέαζε τους υπολογισμούς ντάμπινγκ. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

3.2.4.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(41)

Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 11 και 12 του βασικού κανονισμού, το περιθώριο ντάμπινγκ για τον μοναδικό παραγωγό της Ινδονησίας καθορίστηκε βάσει σύγκρισης μεταξύ της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας και των μέσων σταθμισμένων τιμών εξαγωγής.

(42)

Με βάση τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στην καταγγελία και εκείνες που παρασχέθηκαν από τους συνεργαζόμενους ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς, και λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες στατιστικές πληροφορίες, δεν υπάρχουν άλλοι παραγωγοί του υπό εξέταση προϊόντος στην Ινδονησία. Συνεπώς, το περιθώριο ντάμπινγκ για το σύνολο της Ινδονησίας καθορίστηκε στο ίδιο επίπεδο με το ανώτατο περιθώριο που υπολογίσθηκε για έναν συνεργαζόμενο παραγωγό-εξαγωγέα.

(43)

Σ’ αυτή τη βάση, τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής:

Εταιρεία

Προσωρινό περιθώριο ντάμπινγκ

P.T. Ecogreen Oleochemicals

6,3 %

P.T. Musim Mas

7,6 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

7,6 %

3.3.   Μαλαισία

3.3.1.   Κανονική αξία

(44)

Για τον καθορισμό της κανονικής αξίας εξετάστηκε αρχικά για κάθε παραγωγό εξαγωγέα κατά πόσον ο συνολικός όγκος εγχώριων πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος προς ανεξάρτητους πελάτες ήταν αντιπροσωπευτικός σε σύγκριση με τον συνολικό όγκο εξαγωγικών πωλήσεων στην Ένωση. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι εγχώριες πωλήσεις θεωρούνται αντιπροσωπευτικές όταν ο συνολικός όγκος των εγχώριων πωλήσεων ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση. Για δύο από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς διαπιστώθηκε ότι, για έκαστο παραγωγό-εξαγωγέα, το σύνολο των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά ήταν αντιπροσωπευτικές. Για τον εναπομένοντα συνεργαζόμενο παραγωγό-εξαγωγέα δεν διαπιστώθηκαν ανεξάρτητες εγχώριες πωλήσεις κατά την ΠΕ.

(45)

Για κάθε τύπο προϊόντος που πωλήθηκε από παραγωγούς-εξαγωγείς στην εγχώρια αγορά τους και που αποδείχθηκε ότι ήταν άμεσα συγκρίσιμος με τον τύπο του προϊόντος που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Ένωση, καθορίστηκε κατά πόσον οι εγχώριες πωλήσεις ήταν επαρκώς αντιπροσωπευτικές κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Οι εγχώριες πωλήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου προϊόντος κρίθηκαν επαρκώς αντιπροσωπευτικές, όταν ο συνολικός όγκος του εν λόγω τύπου προϊόντος που πωλήθηκε από τον εκάστοτε παραγωγό-εξαγωγέα στην εγχώρια αγορά σε ανεξάρτητους πελάτες κατά την ΠΕ αντιπροσώπευε τουλάχιστον το 5 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων του συγκρίσιμου τύπου προϊόντος που εξήχθη στην Ένωση.

(46)

Εξετάστηκε επίσης εάν οι εγχώριες πωλήσεις κάθε τύπου προϊόντος θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έγιναν κατά τη συνήθη εμπορική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Αυτό έγινε με τον προσδιορισμό της αναλογίας των επικερδών πωλήσεων σε ανεξάρτητους πελάτες στην εγχώρια αγορά κάθε εξαγόμενου τύπου του υπό εξέταση προϊόντος κατά την ΠΕ.

(47)

Για τους τύπους προϊόντος για τους οποίους άνω του 80 % κατ’ όγκον των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά του συγκεκριμένου τύπου προϊόντος πραγματοποιήθηκαν άνω του κόστους και η μέση σταθμισμένη τιμή πωλήσεων αυτού του τύπου ήταν ίση με ή υψηλότερη από το μοναδιαίο κόστος παραγωγής του, η κανονική αξία, ανά τύπο προϊόντος, υπολογίστηκε ως σταθμισμένος μέσος όρος όλων των πραγματικών εγχώριων τιμών πωλήσεων του εν λόγω τύπου, ανεξάρτητα από το αν οι πωλήσεις αυτές ήταν επικερδείς.

(48)

Στις περιπτώσεις όπου ο όγκος των επικερδών πωλήσεων ενός τύπου του προϊόντος αντιπροσώπευε το 80 % ή λιγότερο του συνολικού όγκου πωλήσεων του συγκεκριμένου τύπου, ή αν η μέση σταθμισμένη τιμή του συγκεκριμένου τύπου ήταν κατώτερη από το μοναδιαίο κόστος παραγωγής, η κανονική αξία βασίστηκε στην πραγματική εγχώρια τιμή, η οποία υπολογίστηκε ως μέση σταθμισμένη τιμή μόνο των επικερδών εγχώριων πωλήσεων του εν λόγω τύπου προϊόντος κατά τη διάρκεια της ΠΕ.

(49)

Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν εγχώριες πωλήσεις για έναν συγκεκριμένο τύπο προϊόντος από παραγωγό-εξαγωγέα, η κανονική αξία κατασκευάσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

(50)

Αν η κανονική αξία κατασκευάστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, τα ποσά για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα κέρδη βασίστηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 εισαγωγική φράση του βασικού κανονισμού, στα πραγματικά στοιχεία που αφορούν την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από τον παραγωγό-εξαγωγέα.

(51)

Για τον παραγωγό-εξαγωγέα που δεν είχε εγχώριες πωλήσεις κατά την ΠΕ, τα ποσά για το κόστος πωλήσεων, το γενικό κόστος και το διοικητικό κόστος, καθώς και για τα κέρδη βασίσθηκαν, δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 6 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, στον σταθμισμένο μέσο όρο των πραγματικών ποσών που διαπιστώθηκαν για τους δύο άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς που υποβλήθηκαν σε έρευνα όσον αφορά την παραγωγή και τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην αγορά της Μαλαισίας.

3.3.2.   Τιμή εξαγωγής

(52)

Οι παραγωγοί-εξαγωγείς πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Ένωση είτε απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες είτε μέσω συνδεδεμένων εταιρειών με έδρα την Ένωση.

(53)

Στις περιπτώσεις που οι εξαγωγές στην Ένωση πραγματοποιήθηκαν απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, οι τιμές εξαγωγής καθορίστηκαν με βάση τις πραγματικά καταβληθείσες ή καταβλητέες τιμές για το υπό εξέταση προϊόν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

(54)

Στις περιπτώσεις που οι εξαγωγές προς την Ένωση πραγματοποιούνταν μέσω συνδεδεμένων εμπορικών εταιρειών με έδρα την Ένωση, οι τιμές των εξαγωγών καθορίστηκαν βάσει των τιμών της πρώτης μεταπώλησης από τις συνδεδεμένες αυτές εταιρείες σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού.

3.3.3.   Σύγκριση

(55)

Η κανονική τιμή και η τιμή εξαγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων συγκρίθηκαν σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου.

(56)

Για να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τόσο τις τιμές όσο και τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Σε αυτή τη βάση, πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές για να ληφθεί υπόψη το κόστος μεταφοράς, ασφάλισης, χειρισμού, φόρτωσης και το παρεπόμενο κόστος, το κόστος συσκευασίας και πίστωσης, καθώς και οι προμήθειες, όπου κρίθηκε απαραίτητο και αιτιολογημένο.

(57)

Ένας μαλαισιανός παραγωγός-εξαγωγέας ισχυρίσθηκε ότι η συνδεδεμένη με αυτόν εταιρεία στην Ένωση, είναι στην πράξη το τμήμα εξαγωγών του κατασκευαστή. Στη βάση αυτή, η εταιρεία ισχυρίσθηκε ότι οι αφαιρέσεις για τον υπολογισμό της τιμής από το εργοστάσιο θα ήταν υπερβολικές αν γινόταν πλήρης προσαρμογή ως προς το κόστος πωλήσεων, το γενικό κόστος και το διοικητικό κόστος, καθώς και τα κέρδη, δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού. Από την άποψη αυτή διαπιστώθηκε ότι η συνδεδεμένη εταιρεία είχε εκδώσει τιμολόγια προς πελάτες στην Ένωση και ότι αυτή είχε λάβει πληρωμές από πελάτες στην Ένωση. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι πωλήσεις που πραγματοποίησε η συνδεδεμένη εταιρεία συμπεριελάμβαναν περιθώριο κέρδους. Επίσης, οι οικονομικοί λογαριασμοί του εμπόρου έδειξαν ότι αυτός έφερε το κανονικό κόστος πωλήσεων, το γενικό κόστος και το διοικητικό κόστος που προέκυπτε μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι η συνδεδεμένη εταιρεία όντως εκτελεί τυπικά καθήκοντα εισαγωγέα. Με βάση τα στοιχεία αυτά, ο ισχυρισμός της εταιρείας απορρίφθηκε.

(58)

Οι καταγγέλλοντες προέβαλαν σε σχέση με τη Μαλαισία τον ίδιο ισχυρισμό όσον αφορά το κόστος της ενέργειας που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 40 σε σχέση με την Ινδονησία. Ο ισχυρισμός αυτός επίσης απορρίφθηκε, για τους ίδιους λόγους.

3.3.4.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(59)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 11 και 12 του βασικού κανονισμού, το περιθώριο ντάμπινγκ για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς από τη Μαλαισία καθορίστηκε βάσει σύγκρισης μεταξύ της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας και της μέσης σταθμισμένης τιμής εξαγωγής.

(60)

Με βάση τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στην καταγγελία και εκείνες που παρασχέθηκαν από τους συνεργαζόμενους μαλαισιανούς παραγωγούς-εξαγωγείς, και λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες στατιστικές πληροφορίες, δεν υπάρχουν άλλοι παραγωγοί του υπό εξέταση προϊόντος στη Μαλαισία. Συνεπώς, το περιθώριο ντάμπινγκ για το σύνολο της Μαλαισίας καθορίστηκε στο ίδιο επίπεδο με το ανώτατο περιθώριο που υπολογίσθηκε για έναν συνεργαζόμενο παραγωγό-εξαγωγέα.

(61)

Σ’ αυτή τη βάση, τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής:

Εταιρεία

Προσωρινό περιθώριο ντάμπινγκ

Fatty Chemical Malaysia Sdn. Bhd

13,8 %

KL-Kepong Oleomas Sdn. Bhd.

5,0 %

Emery Oleochemicals Sdn. Bhd

5,3 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

13,8 %

4.   ΖΗΜΙΑ

4.1.   Ορισμός του κλάδου παραγωγής και της παραγωγής της Ένωσης

(62)

Κατά τη διάρκεια της ΠΕ, το ομοειδές προϊόν κατασκεύαζαν δύο γνωστοί παραγωγοί και ορισμένοι άλλοι πολύ μικροί παραγωγοί της Ένωσης. Όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τους παραγωγούς της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που παρέχονται στην καταγγελία και τα δεδομένα που συλλέγονται από τους παραγωγούς της Ένωσης πριν και μετά την έναρξη της έρευνας, χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό της συνολικής παραγωγής της Ένωσης. Σε αυτή τη βάση, η συνολική παραγωγή της Ένωσης κατά την ΠΕ εκτιμήθηκε ότι ήταν μεταξύ 400 000 και 500 000 τόνοι. Οι παραγωγοί της Ένωσης που αντιπροσωπεύουν το σύνολο της παραγωγής της αποτελούν τον κλάδο παραγωγής της ΕΕ κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

(63)

Ορισμένοι ενδιαφερόμενοι τρίτοι υποστήριξαν ότι ένας από τους καταγγέλλοντες δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μέρος του κλάδου της Ένωσης, διότι κατά την ΠΕ έκανε εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος. Ωστόσο, εξακριβώθηκε ότι το ποσοστό των εισαγωγών του προϊόντος που πραγματοποίησε η εν λόγω εταιρεία από τις υπό εξέταση χώρες κατά τη διάρκεια της ΠΕ ήταν σχετικά χαμηλό, και ως εκ τούτου δεν είναι σημαντικό σε σχέση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος από μέρους της. Επιπλέον, οι εισαγωγές αυτές ήταν κυρίως προσωρινού χαρακτήρα. Εξ αυτών επιβεβαιώνεται ότι η βασική δραστηριότητα της εν λόγω εταιρείας είναι η παραγωγή και η πώληση του υπό εξέταση προϊόντος στην ΕΕ και ότι το κύριο συμφέρον της είναι αυτό ενός παραγωγού της Ένωσης. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται προσωρινά ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος.

4.2.   Κατανάλωση της Ένωσης

(64)

Η κατανάλωση καθορίστηκε με βάση τις συνολικές πωλήσεις στην αγορά της Ένωσης, την ενδιάμεση χρήση και τις συνολικές εισαγωγές (σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat). Δεδομένου ότι στα στοιχεία της Eurostat περιλαμβάνονται και άλλα προϊόντα πλην του υπό εξέταση προϊόντος, έγιναν οι σχετικές προσαρμογές. Οι πληροφορίες παρέχονται υπό μορφή δεικτών (2007 = 100) για λόγους εμπιστευτικότητας.

Κατανάλωση της Ένωσης

2007

2008

2009

ΠΕ

Τόνοι

100

102

97

102

Ετήσιο Δ%

 

2,2 %

–4,8 %

4,6 %

Πηγή: Eurostat, στοιχεία καταγγελίας και απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

(65)

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η κατανάλωση στην Ένωση αυξήθηκε ελαφρά κατά 2 %. Πρώτα, από το 2007 έως το 2008, η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 2,2 %, και στη συνέχεια μειώθηκε από το 2008 έως το 2009 κατά 4,8 %. Από το 2009 έως το τέλος της ΠΕ, η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 4,6 %.

(66)

Η οικονομική επιβράδυνση συνέβαλε στη μείωση της κατανάλωσης από το 2008 και μετά, και κατά τη διάρκειά της οι χρήστες του υπό εξέταση προϊόντος είχαν μείωση ζήτησης για τα προϊόντα τους. Στις αρχές της ΠΕ, η κατάσταση της αγοράς άρχισε να βελτιώνεται ελαφρώς με αποτέλεσμα αύξηση της ζήτησης για το υπό εξέταση προϊόν σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2009.

4.3.   Εισαγωγές στην Ένωση από τις εξεταζόμενες χώρες

4.3.1.   Σώρευση

(67)

Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις υπό εξέταση χώρες θα έπρεπε να αξιολογηθούν σωρευτικώς, βάσει των κριτηρίων που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι όταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες αντιντάμπινγκ σε σχέση με εισαγωγές από δύο ή περισσότερες χώρες, οι επιπτώσεις των εισαγωγών αυτών αξιολογούνται σωρευτικώς μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι α) το περιθώριο ντάμπινγκ που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα ξεχωριστά υπερβαίνει το ελάχιστο όριο που ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού και ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα δεν είναι αμελητέος, καθώς και ότι β) η σωρευτική αξιολόγηση των επιπτώσεων των εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη στο πλαίσιο των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως επίσης των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος.

(68)

Τα περιθώρια ντάμπινγκ που καθορίστηκαν όσον αφορά τις εισαγωγές από καθεμία από τις ενδιαφερόμενες χώρες είναι υψηλότερα από το ελάχιστο περιθώριο που καθορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, δηλαδή 2 % των τιμών εξαγωγής, ενώ ο όγκος των εισαγωγών αυτών από καθεμία από τις ενδιαφερόμενες χώρες υπερβαίνει το κατώτατο όριο 1 % του μεριδίου αγοράς που καθορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού.

(69)

Η έρευνα έδειξε ακόμη ότι οι όροι ανταγωνισμού τόσο μεταξύ των εισαγωγών με την πρακτική ντάμπινγκ όσο και μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς προϊόντος ήταν παρόμοιοι. Διαπιστώθηκε ότι οι μέσες τιμές εισαγωγής από όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες μειώθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς, και ότι ακολούθησαν την ίδια τάση. Επιπλέον, το υπό εξέταση προϊόν που εισήχθη από τις ενδιαφερόμενες χώρες ήταν ομοειδές από κάθε άποψη και εναλλάξιμο, διατίθεται δε στο εμπόριο στην Ένωση από παρόμοια κυκλώματα πωλήσεων και υπό παρόμοιες εμπορικές συνθήκες· πρόκειται, επομένως, για προϊόντα ανταγωνιστικά μεταξύ τους και με το υπό εξέταση προϊόν που παράγεται στην Ένωση.

(70)

Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι πληρούνται όλοι οι όροι σωρευτικά και ότι, κατά συνέπεια, η επίπτωση των εισαγωγών με ντάμπινγκ καταγωγής των εξεταζόμενων χωρών πρέπει να εκτιμηθεί από κοινού για τον σκοπό της ανάλυσης της ζημίας.

4.3.2.   Όγκος, τιμή και μερίδιο αγοράς των εισαγωγών με ντάμπινγκ που προέρχονται από τις ενδιαφερόμενες χώρες

Εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες

2007

2008

2009

ΠΕ

Τόνοι

112 523

177 286

165 386

176 279

Δείκτης: 2007 = 100

100

158

147

157

Ετήσιο Δ%

 

57,6 %

–6,7 %

6,6 %

Μερίδιο αγοράς

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

154

151

154

Ετήσιο Δ%

 

54,2 %

–2,0 %

1,9 %

Μέση τιμή σε EUR/τόνο

942

1 017

837

882

Δείκτης: 2007 = 100

100

108

89

94

Ετήσιο Δ%

 

8 %

–18 %

5 %

Πηγή: Eurostat και απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

(71)

Ο όγκος των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες αυξήθηκε σημαντικά κατά 57 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε μεταξύ 2007 και 2008 όταν οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 58 %. Στη συνέχεια οι εισαγωγές μειώθηκαν ελαφρά το 2009 για να αυξηθούν και πάλι στο επίπεδο του 2008 κατά την ΠΕ.

(72)

Οι μέσες τιμές εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες παρουσίασαν μεγάλες διακυμάνσεις κατά την υπό εξέταση περίοδο, αντικατοπτρίζοντας συνολική μείωση 6 %. Καθ’ όλη τη διάρκεια της υπό εξέτασης περιόδου, οι μέσες τιμές εισαγωγής από τις ενδιαφερόμενες χώρες ήταν μονίμως χαμηλότερες από τις τιμές που καθορίζονταν στον υπόλοιπο κόσμο και από τον κλάδο της Ένωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του μεριδίου αγοράς των ενδιαφερομένων χωρών.

(73)

Το μερίδιο αγοράς των ενδιαφερομένων χωρών αυξήθηκε σημαντικά, κατά 54 %, εντός της υπό εξέταση περιόδου. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2007 και 2008. Κατά την οικονομική κρίση σημειώθηκε ελαφρά κάμψη των εισαγωγών, η οποία μείωσε το μερίδιο αγοράς των ενδιαφερομένων χωρών κατά 2 % μεταξύ 2008 και 2009, αλλά στη συνέχεια και έως τη λήξη της υπό εξέταση περιόδου ανέκτησαν το μερίδιο αγοράς που είχαν απολέσει.

4.3.2.1.   Πωλήσεις σε χαμηλότερες τιμές

(74)

Για λόγους ανάλυσης των πωλήσεων σε χαμηλότερες τιμές, πραγματοποιήθηκε σύγκριση μεταξύ των μέσων σταθμισμένων τιμών πώλησης κάθε τύπου προϊόντος από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην αγορά της Ένωσης, προσαρμοσμένων στις τιμές «εκ του εργοστασίου», και των αντίστοιχων σταθμισμένων μέσων τιμών εισαγωγής από τις ενδιαφερόμενες χώρες στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην αγορά της Ένωσης, που καθορίστηκαν σε επίπεδο CIF κατάλληλα προσαρμοσμένο για να ληφθούν υπόψη οι ισχύοντες δασμοί και τα έξοδα μετά την εισαγωγή. Η σύγκριση των τιμών πραγματοποιήθηκε για συναλλαγές στο ίδιο επίπεδο εμπορίου, μετά από αναπροσαρμογή όπου χρειάστηκε, και αφού αφαιρέθηκαν οι μειώσεις και οι εκπτώσεις. Τα αποτελέσματα της σύγκρισης, εκφραζόμενα ως ποσοστό των τιμών πώλησης των καταγγελλόντων παραγωγών της Ένωσης κατά την περίοδο της έρευνας, φανερώνουν την ύπαρξη σημαντικών περιθωρίων χαμηλότερων τιμών (έως 16 %). Τα εν λόγω περιθώρια χαμηλότερων τιμών φανερώνουν ότι οι εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες άσκησαν πίεση στις τιμές της αγοράς της Ένωσης.

(75)

Τα χαμηλότερα περιθώρια ανά χώρα καθορίζονται ως εξής:

Χώρα

Περιθώριο χαμηλότερων τιμών

Ινδία

από – 0,5 έως 16 %

Ινδονησία

από – 12,1 έως – 3,2 %

Μαλαισία

από – 10,4 έως 15,1 %

4.4.   Οικονομική κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης  (3)

4.4.1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(76)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης περιελάμβανε αξιολόγηση όλων των οικονομικών δεικτών για την αξιολόγηση της κατάστασης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης από το 2007 έως το τέλος της ΠΕ.

4.4.2.   Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και ποσοστό χρησιμοποίησής της

Παραγωγή του κλάδου της Ένωσης

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

90

77

83

Παραγωγική ικανότητα του κλάδου της Ένωσης

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

109

103

98

Χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

83

75

85

Πηγή: Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

(77)

Μεταξύ 2007 και 2009, η παραγωγή της Ένωσης μειώθηκε σημαντικά κατά 23 %, ενώ μεταξύ 2009 και τέλους της ΠΕ αυξήθηκε ελαφρά, με αποτέλεσμα συνολική μείωση 17 %, κατά την υπό εξέταση περίοδο. Πρέπει να σημειωθεί ότι μολονότι η κατανάλωση στην Ένωση μειώθηκε κατά περίπου 5 % μεταξύ 2008 και 2009, η παραγωγή του κλάδου της Ένωσης μειώθηκε πολύ περισσότερο, κατά 15 %, και ότι δεν ευνοήθηκε από την ανάκαμψη της κατανάλωσης στην Ένωση, η οποία παρατηρήθηκε κατά την ΠΕ.

(78)

Η παραγωγική ικανότητα του κλάδου παραγωγής της Ένωσης μειώθηκε κατά περίπου 2 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Μετά από αύξηση 9 % περίπου το 2008, η παραγωγική ικανότητα μειώθηκε τα επόμενα έτη, με συνολική υποχώρηση 2 % κατά την υπό εξέταση περίοδο.

(79)

Ωστόσο, ακολουθώντας τη μείωση του όγκου παραγωγής, η χρησιμοποίηση της διαθέσιμης παραγωγικής ικανότητας παρουσίασε μείωση 15 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης συνέβη το 2009, κατά τη γενικευμένη οικονομική κρίση, ενώ κατά την ΠΕ ανέκαμψε ελαφρά.

4.4.3.   Πωλήσεις και μερίδιο αγοράς

(80)

Τα στοιχεία των πωλήσεων στον παρακάτω πίνακα αφορούν τον όγκο και την αξία των πωλήσεων προς τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην αγορά της Ένωσης.

Όγκοι πωλήσεων σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην ΕΕ

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

85

79

82

Ετήσιο Δ%

 

–15,4 %

–6,5 %

4,3 %

Αξία πωλήσεων σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην ΕΕ (ευρώ)

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

102

85

88

Ετήσιο Δ%

 

1,6 %

–16,6 %

3,9 %

Μερίδιο αγοράς του κλάδου της Ένωσης

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

88

87

88

Πηγή: Eurostat και απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

(81)

Οι όγκοι πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς υποχώρησαν μεταξύ 2007 και ΠΕ, κατά 18 % και 12 % αντίστοιχα. Στην αρχή της υπό εξέταση περιόδου, από το 2007 έως το 2008, παρά την αύξηση στην κατανάλωση της Ένωσης, ο όγκος πωλήσεων του κλάδου της Ένωσης μειώθηκε κατά 15 %, ενώ το μερίδιο αγοράς που κατείχε μειώθηκε κατά 12 %. Το 2009, η κατανάλωση στην Ένωση συρρικνώθηκε με αποτέλεσμα περαιτέρω απώλεια όγκου πωλήσεων 6,5 % για τον κλάδο της Ένωσης. Κατά την ΠΕ, ακολουθώντας την αύξηση της κατανάλωσης της Ένωσης, οι πωλήσεις της Ένωσης αυξήθηκαν ελαφρά. Ωστόσο, το μερίδιο αγοράς παρέμεινε σταθερό μεταξύ 2008 έως τα τέλη της ΠΕ.

4.4.4.   Μέσες τιμές μονάδας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης

Τιμή κατά μονάδα, όγκοι πωλήσεων σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην ΕΕ

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

120

107

107

Ετήσιο Δ%

 

20,1 %

–10,8 %

–0,4 %

Πηγή: Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

(82)

Μεταξύ 2007 και 2008 οι τιμές αυξήθηκαν σημαντικά κατά 20 % Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς αύξησαν επίσης τις τιμές τους κατά την περίοδο αυτήν, αν και πολύ λιγότερο σε σχέση με τον κλάδο της Ένωσης.

(83)

Το 2009, ο κλάδος της Ένωσης αναγκάσθηκε να μειώσει τις τιμές ώστε να ανταποκριθεί στην πίεση που ασκούσαν οι αυξημένες εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες. Το 2008 οι εισαγωγές από τις χώρες αυτές είχαν αυξηθεί κατά 57 % και οι τιμές τους ήταν πολύ χαμηλότερες από εκείνες του κλάδου της Ένωσης. Εντούτοις, ο κλάδος της Ένωσης δεν ήταν σε θέση να μειώσει τις τιμές του στο ίδιο επίπεδο με τους παραγωγούς εξαγωγείς.

(84)

Κατά τη διάρκεια της ΠΕ, ο κλάδος της Ένωσης διατήρησε τα επίπεδα τιμών του 2009, με αποτέλεσμα συνολική αύξηση των τιμών κατά την υπό εξέταση περίοδο, 7 %.

4.4.5.   Αποθέματα

(85)

Τα αποθέματα του κλάδου παραγωγής της Ένωσης μειώθηκαν κατά 33 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2008 και ΠΕ, το ύψος των αποθεμάτων μειώθηκε σημαντικά κατά 51 %.

Αποθέματα κλεισίματος του κλάδου της Ένωσης

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

128

86

67

Ετήσιο Δ%

 

27,7 %

–33,0 %

–21,1 %

Αποθέματα σε σχέση με την παραγωγή

5,0 %

7,1 %

5,6 %

4,1 %

Πηγή: Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

4.4.6.   Απασχόληση, μισθοί και παραγωγικότητα

Απασχόληση στον κλάδο της Ένωσης:

2007

2008

2009

ΠΕ

Σύνολο εργαζομένων για το υπό εξέταση προϊόν (με τους σιωπηρούς παραγωγούς)

Δείκτης: 2007 = 100

100

97

91

87

Μέση αμοιβή ανά εργαζόμενο (EUR)

Δείκτης: 2007 = 100

100

102

101

106

Παραγωγικότητα (μονάδα/απασχολούμενο)

Δείκτης: 2007 = 100

100

93

85

96

Πηγή: Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

(86)

Λόγω του περιορισμού των δραστηριοτήτων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, ο αριθμός των εργαζομένων μειώθηκε αναλόγως, κατά 13 %, κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Το εργατικό κόστος ανά εργαζόμενο αυξήθηκε ελαφρά την ίδια περίοδο, κατά 6 %. Πρόκειται για φυσιολογική αύξηση και είναι μικρότερη από το ποσοστό πληθωρισμού κατά την περίοδο αυτή.

4.4.7.   Αποδοτικότητα, ταμειακές ροές, επενδύσεις, απόδοση επενδύσεων και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

Αποδοτικότητα των πωλήσεων στην ΕΕ προς μη συνδεδεμένους πελάτες

2007

2008

2009

ΠΕ

% καθαρής ζημίας/κύκλου εργασιών

Δείκτης: 2007 = 100

100

76

408

236

Αρνητικές ταμειακές ροές του κλάδου της Ένωσης

Δείκτης: 2007 = 100

100

– 249

1 178

439

Ταμειακές ροές ως % των πωλήσεων προς μη συνδεδεμένους πελάτες

–1,3 %

3,7 %

–24,5 %

–7,9 %

Δείκτης: 2007 = 100

100

– 285

1 899

609

Επενδύσεις του κλάδου της Ένωσης (EUR)

Δείκτης: 2007 = 100

100

56

68

65

Ετήσιο Δ%

 

–43,8 %

20,6 %

–4,2 %

Αρνητική απόδοση επί των επενδύσεων του κλάδου της Ένωσης

Δείκτης: 2007 = 100

100

136

510

320

Πηγή: Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

(87)

Η αποδοτικότητα του κλάδου παραγωγής της Ένωσης καθορίστηκε με την έκφραση του καθαρού προ φόρου κέρδους (στην προκειμένη περίπτωση, της ζημίας) του ομοειδούς προϊόντος ως ποσοστού του κύκλου εργασιών των εν λόγω πωλήσεων. Διαπιστώθηκε ότι η απόδοση του κλάδου της Ένωσης υπήρξε αρνητική από τις αρχές της υπό εξέταση περιόδου, δηλαδή από το 2007 και ότι κατά τη διάρκειά της οι ζημίες αυξήθηκαν σημαντικά. Το 2008 παρατηρήθηκε μείωση των ζημιών, αλλά αυτές αυξήθηκαν και πάλι σημαντικά το 2009, δηλαδή κατά τη διάρκεια της γενικευμένης οικονομικής κρίσης. Η οικονομική ανάκαμψη που παρατηρήθηκε κατά την ΠΕ, όμως, επέτρεψε στον κλάδο της Ένωσης να μειώσει τις ζημίες του έναντι του κύκλου εργασιών. Ωστόσο η απόσταση μέχρι την παραγωγή κερδών παρέμεινε μεγάλη.

(88)

Η τάση που φάνηκε από τις ταμειακές ροές, που είναι η ικανότητα του κλάδου παραγωγής να αυτοχρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές του, αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της κερδοφορίας. Οι ταμειακές ροές παρέμειναν αρνητικές το 2007 και δείχνουν σημαντική υποχώρηση κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Οι ίδιες παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν σχετικά με την απόδοση των επενδύσεων, η οποία σημείωσε επίσης αρνητική εξέλιξη όπως και τα αρνητικά αποτελέσματα του κλάδου παραγωγής της Ένωσης κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

(89)

Συνεπεία των ανωτέρω, η επενδυτική ικανότητα του κλάδου παραγωγής της Ένωσης περιορίστηκε λόγω της σημαντικής μείωσης των ταμειακών ροών κατά την υπό εξέταση περίοδο. Εξαιτίας αυτού, οι επενδύσεις σημείωσαν μείωση 35 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

4.4.8.   Ανάπτυξη

(90)

Η κατανάλωση της Ένωσης παρέμεινε σχετικά σταθερή κατά την υπό εξέταση περίοδο. Ο όγκος των πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς του κλάδου της Ένωσης, όμως, μειώθηκε κατά την περίοδο αυτή κατά 18 % και 12 % αντίστοιχα.

4.4.9.   Μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ

(91)

Δεδομένου του όγκου, του μεριδίου αγοράς και των τιμών των εισαγωγών που ήταν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες, δεν μπορούν να θεωρηθούν αμελητέες οι επιπτώσεις των πραγματικών περιθωρίων ντάμπινγκ στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

4.5.   Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία

(92)

Η έρευνα κατέδειξε ότι οι περισσότεροι δείκτες ζημίας, όπως όγκος παραγωγής (– 17 %), χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας (– 13 %), πωλήσεις (– 18 %) και απασχόληση (– 14 %), επιδεινώθηκαν κατά την υπό εξέταση περίοδο. Επιπλέον, οι δείκτες ζημίας που σχετίζονται με την οικονομική απόδοση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, όπως οι ταμειακές ροές και η αποδοτικότητα, επηρεάστηκαν σοβαρά. Αυτό σημαίνει ότι υπονομεύθηκε επίσης η ικανότητα άντλησης κεφαλαίων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, ιδίως κατά την ΠΕ.

(93)

Δεδομένων των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης υπέστη σοβαρή ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

5.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

5.1.   Εισαγωγή

(94)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 6 και 7 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε εάν οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ του υπό εξέταση προϊόντος, καταγωγής των ενδιαφερομένων χωρών, προκάλεσαν ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης σε βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί σημαντική. Εξετάστηκαν επίσης άλλοι γνωστοί παράγοντες, πλην των εισαγωγών σε τιμές ντάμπινγκ, οι οποίοι θα μπορούσαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα να είχαν προκαλέσει ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, ούτως ώστε η ενδεχομένως προκληθείσα ζημία από τους εν λόγω λοιπούς παράγοντες να μην αποδοθεί στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

5.2.   Οι συνέπειες των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

(95)

Η έρευνα έδειξε ότι η κατανάλωση στην Ένωση παρέμεινε αρκετά σταθερή κατά την υπό εξέταση περίοδο, ενώ οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες αυξήθηκαν σημαντικά, δηλαδή κατά 57 %.

(96)

Οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες άσκησαν πίεση στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, ιδίως το 2008, κατά το οποίο οι εισαγωγές αυτές αυξήθηκαν κατά 58 %. Το έτος εκείνο, οι τιμές από τις ενδιαφερόμενες χώρες, όπως τις υπολόγισε η Eurostat, ήταν πολύ χαμηλότερες από τις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Αυτό οδήγησε σε απώλεια μεριδίου αγοράς για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης ίση προς 12 % περίπου, ενώ οι ενδιαφερόμενες χώρες αύξησαν το μερίδιο αγοράς τους κατά 54 %.

(97)

Προκειμένου να ανταποκριθεί στην πίεση αυτή, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης μείωσε τις τιμές του το 2009. Μολονότι ο όγκος των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες μειώθηκε (– 6,7 %), ακολουθώντας την οικονομική επιβράδυνση και τη συρρίκνωση της αγοράς της ΕΕ, η τιμή εισαγωγής μειώθηκε περισσότερο από την τιμή του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, πράγμα το οποίο εμπόδισε τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης να ανακτήσει το χαμένο μερίδιο αγοράς.

(98)

Κατά την ΠΕ, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης έπρεπε να μειώσει ακόμη περισσότερο τις τιμές του, ενώ η μείωση των τιμών από τις ενδιαφερόμενες χώρες κάτω από το επίπεδο των τιμών της Ένωσης ήταν πάλι 3 % με βάση τα εξακριβωμένα αριθμητικά στοιχεία για τις εξαγωγές. Οι πωλήσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης σε όγκο (+ 4,3 %) και αξία (+ 3,9 %) ανέκαμψαν ελαφρά, αλλά, παρά τη μείωση της διαφοράς τιμής έναντι της τιμής εισαγωγής από τις ενδιαφερόμενες χώρες, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης δεν μπόρεσε να ωφεληθεί από την ανάκαμψη της κατανάλωσης και το μερίδιο αγοράς του έμεινε απαράλλακτο. Εν τω μεταξύ, οι εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες σημείωσαν περαιτέρω αύξηση σε όγκο (6,6 %) και μερίδιο αγοράς (2 %) κατά την ΠΕ.

5.3.   Οι επιπτώσεις από άλλους παράγοντες

(99)

Οι άλλοι παράγοντες που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της αιτιότητας είναι οι εισαγωγές από άλλες χώρες, οι εξαγωγικές επιδόσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης.

5.3.1.   Εισαγωγές από άλλες χώρες (Υπόλοιπος κόσμος - ΥΚ)

Όγκος εισαγωγών ΥΚ (Eurostat)

2007

2008

2009

ΠΕ

τόνοι

32 874

31 446

38 295

30 495

Δείκτης: 2007 = 100

100

96

116

93

Ετήσιο Δ%

 

–4,3 %

21,8 %

–20,4 %

Μερίδιο αγοράς ΥΚ

2007

2008

2009

IP

Δείκτης: 2007 = 100

100

94

120

91

Ετήσιο Δ%

 

–6,4 %

27,9 %

–23,9 %

Μέση τιμή σε EUR/τόνο για ΥΚ (Eurostat)

1 217

1 358

1 129

1 122

Δείκτης: 2007 = 100

100

112

93

92

Ετήσιο Δ%

 

12 %

–17 %

–1 %

Πηγή: Eurostat.

(100)

Βάσει στοιχείων της Eurostat, ο όγκος των εισαγωγών στην Ένωση του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής τρίτων χωρών που δεν εμπίπτουν στην παρούσα έρευνα μειώθηκε κατά 35 % την εξεταζόμενη περίοδο. Το αντίστοιχο μερίδιο αγοράς των εν λόγω χωρών μειώθηκε επίσης κατά 39 %.

(101)

Οι μέσες τιμές των εν λόγω εισαγωγών ήταν υψηλότερες από εκείνες των παραγωγών-εξαγωγέων στις ενδιαφερόμενες χώρες, καθώς και από εκείνες του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

(102)

Με βάση τα ανωτέρω, συνάχθηκε προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από αυτές τις τρίτες χώρες δεν συνέβαλαν στη σοβαρή ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης.

5.3.2.   Εξαγωγικές επιδόσεις του κλάδου παραγωγής της Ένωσης

Όγκοι πωλήσεων σε μη συνδεδεμένους πελάτες

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

38

52

45

Ετήσιο Δ%

 

–62,4 %

38,0 %

–14,0 %

Όγκοι πωλήσεων σε μη συνδεδεμένους πελάτες

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

78

74

76

Ετήσιο Δ%

 

–21,6 %

–5,9 %

3,5 %

Τιμή ανά μονάδα, εξαγωγικές πωλήσεις σε μη συνδεδεμένους πελάτες

2007

2008

2009

ΠΕ

Δείκτης: 2007 = 100

100

208

142

171

Ετήσιο Δ%

 

108,4 %

–31,9 %

20,3 %

(103)

Κατά την υπό εξέταση περίοδο, ο όγκος εξαγωγικών πωλήσεων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης μειώθηκε κατά 55 %. Ο αντίκτυπος της μείωσης αυτής, ωστόσο, αντισταθμίστηκε εν μέρει από το γεγονός ότι, την ίδια περίοδο, η μέση μοναδιαία τιμή πώλησης αυξήθηκε κατά 71 %, περιορίζοντας έτσι τη μείωση της αξίας των εξαγωγικών πωλήσεων σε 24 %. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις κατέλαβαν μόνον το 5 % των συνολικών πωλήσεών του κατά την ΠΕ, οδήγησε στο προσωρινό συμπέρασμα ότι οι εξαγωγικές επιδόσεις δεν αποτελούν παράγοντα που διασπά την αιτιώδη σχέση μεταξύ ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης και εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

5.3.3.   Αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης

(104)

Η οικονομική κάμψη συνέβαλε στη συρρίκνωση της κατανάλωσης στην Ένωση και στη συμπίεση των τιμών. Το χαμηλό επίπεδο ζήτησης για το υπό εξέταση προϊόν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής από τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης και συνέβαλε μερικώς στη μείωση των τιμών πωλήσεων.

(105)

Υπό κανονικές οικονομικές συνθήκες και εν την απουσία ισχυρής πίεσης επί των τιμών και αύξησης των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης μπορεί να είχε κάποια δυσκολία να αντεπεξέλθει στη μείωση της κατανάλωσης και την αύξηση του σταθερού κόστους παραγωγής ανά μονάδα λόγω της μειωμένης χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας μεταξύ 2007 και ΠΕ. Πλην όμως, οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ ενέτειναν τις συνέπειες της οικονομικής κάμψης και κατέστησαν αδύνατη την πώληση σε τιμή άνω του κόστους.

(106)

Βάσει των ανωτέρω, φαίνεται ότι η μείωση της ζήτησης στην ΕΕ που συνδέεται με την οικονομική κρίση συνέβαλε στη ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης. Θεωρείται, όμως, ότι αυτό δεν διασπά την αιτιώδη σχέση που διαπιστώθηκε σε σχέση με τις εισαγωγές, σε χαμηλές τιμές, που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

5.4.   Συμπέρασμα για την αιτιώδη συνάφεια

(107)

Η ανωτέρω ανάλυση απέδειξε την ύπαρξη ουσιαστικής αύξησης του όγκου και του μεριδίου αγοράς των εισαγωγών με ντάμπινγκ σε χαμηλές τιμές καταγωγής από τις ενδιαφερόμενες χώρες κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι οι εν λόγω εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν με τιμές ντάμπινγκ οι οποίες ήταν χαμηλότερες από τις τιμές που χρέωνε ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης στην αγορά της Ένωσης για παρόμοιους τύπους προϊόντων.

(108)

Αυτή η αύξηση σε όγκο και μερίδιο αγοράς των εισαγωγών σε χαμηλές τιμές ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες συνέπεσε με γενική και συνεχή μείωση της κατανάλωσης στην Ένωση κατά την υπό εξέταση περίοδο, αλλά και με την αρνητική εξέλιξη όσον αφορά το μερίδιο αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης κατά την ίδια περίοδο. Επιπλέον, αρχής γενομένης το 2008, με τη συνολική οικονομική επιβράδυνση και την υποχώρηση της κατανάλωσης στην Ένωση, οι εξαγωγείς από τις ενδιαφερόμενες χώρες κατάφεραν να διατηρήσουν το μερίδιο αγοράς τους, μειώνοντας τις τιμές, και πάλι κάτω από το επίπεδο των τιμών της Ένωσης. Παράλληλα, παρατηρήθηκε και άλλη αρνητική εξέλιξη στο μερίδιο αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και στους κύριους δείκτες της οικονομικής του κατάστασης. Πράγματι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η αύξηση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ σε χαμηλές τιμές από την Ινδία, την Ινδονησία και τη Μαλαισία, οι οποίες ήταν σταθερά χαμηλότερες από τις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης είχε ως συνέπεια τη μείωση της αποδοτικότητας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και σοβαρές απώλειες κατά την ΠΕ.

(109)

Η εξέταση των άλλων γνωστών παραγόντων οι οποίοι θα μπρούσαν να έχουν προκαλέσει ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, αποκάλυψε ότι αυτοί οι παράγοντες δεν φαίνεται να είναι τέτοιοι που θα μπορούσαν να διασπάσουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών με ντάμπινγκ από τις ενδιαφερόμενες χώρες και της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης.

(110)

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, με την οποία διακρίθηκαν και διαχωρίστηκαν σαφώς οι επιπτώσεις όλων των γνωστών παραγόντων στην κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης από τις ζημιογόνες επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, συνάχθηκε προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδία, την Ινδονησία και τη Μαλαισία προκάλεσαν σοβαρή ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

6.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

6.1.   Προκαταρκτική παρατήρηση

(111)

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε εάν, παρά το προσωρινό συμπέρασμα για την ύπαρξη ζημιογόνου ντάμπινγκ, υφίστανται σοβαροί λόγοι που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θέσπιση προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Ένωσης. Η ανάλυση του συμφέροντος της Ένωσης βασίστηκε σε εκτίμηση του συμφέροντος όλων των φορέων, συμπεριλαμβανομένων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, των εισαγωγέων και των χρηστών του υπό εξέταση προϊόντος.

6.2.   Κλάδος παραγωγής της Ένωσης

(112)

Ο κλάδος παραγωγής υπέστη σοβαρή ζημία από τις εισαγωγές με ντάμπινγκ από την Ινδία, την Ινδονησία και τη Μαλαισία. Υπενθυμίζεται ότι οι περισσότεροι δείκτες ζημίας παρουσίασαν αρνητικές τάσεις κατά την υπό εξέταση περίοδο. Ειδικότερα, σε σημαντικό βαθμό επηρεάστηκαν οι δείκτες ζημίας που αφορούν την οικονομική επίδοση του κλάδου παραγγής της Ένωσης, όπως οι ταμειακές ροές, η απόδοση των επενδύσεων και η αποδοτικότητα. Αν δεν ληφθούν μέτρα, φαίνεται πολύ πιθανό να συνεχιστεί η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

(113)

Αναμένεται ότι η επιβολή προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ θα αποκαταστήσει τις αποτελεσματικές συνθήκες εμπορίου στην αγορά της Ένωσης και θα επιτρέψει στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης να ευθυγραμμίσει τις τιμές του υπό εξέταση προϊόντος, έτσι ώστε να αντανακλούν το κόστος των διαφόρων συστατικών στοιχείων και τις συνθήκες της αγοράς. Αναμένεται ότι η επιβολή προσωρινών μέτρων θα επιτρέψει στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης να ανακτήσει τουλάχιστον ένα μέρος του μεριδίου αγοράς που απώλεσε κατά την εξεταζόμενη περίοδο, με πρόσθετες θετικές συνέπειες για την οικονομική του κατάσταση και αποδοτικότητα.

(114)

Επομένως, συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι η επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισίας θα ήταν προς το συμφέρον του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

6.3.   Εισαγωγείς

(115)

Εστάλησαν ερωτηματολόγια σε 21 εισαγωγείς στην Ένωση. Μόνον δύο εισαγωγείς συνεργάσθηκαν στην έρευνα, αμφότεροι με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, στους οποίους αντιστοιχούσε, από κοινού, το 0,3 % του συνόλου των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες κατά την ΠΕ. Επίσκεψη έγινε μόνον στον μεγαλύτερο από τους δύο εισαγωγείς. Ωστόσο, κατά την επιτόπια επίσκεψη ο εν λόγω εισαγωγέας αρνήθηκε να παράσχει πρόσβαση στους λογαριασμούς του με αποτέλεσμα οι σχετικές πληροφορίες να μην μπορέσουν να επαληθευτούν. Ήταν σαφές, όμως, ότι μολονότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα σήμαινε μεγαλύτερο κόστος για την εν λόγω επιχείρηση, δεν θα της προκαλούσε πολύ σοβαρά προβλήματα στη δραστηριότητά της, ακόμη και με τους ίδιους πελάτες ή, εν ανάγκη, με αλλαγή του τομέα δραστηριότητας.

(116)

Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι παρόλο που η επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ θα είχε αρνητικές συνέπειες για τον εν λόγω εισαγωγέα, αυτός θα πρέπει να είναι σε θέση να μετακυλήσει τουλάχιστον ένα μέρος της αύξησης του κόστους στους πελάτες του και/ή να στραφεί προς άλλες πηγές εφοδιασμού. Επομένως, η επιβολή προσωρινών μέτρων δεν θα έχει σημαντική αρνητική επίπτωση στους εισαγωγείς.

6.4.   Χρήστες

(117)

Οι χρήστες του υπό εξέταση προϊόντος έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Από τους 97 χρήστες που ειδοποιήθηκαν, οι 21 συνεργάστηκαν στην έρευνα. Αυτοί οι συνεργαζόμενοι χρήστες αντιπροσώπευαν περίπου το 25 % των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση κατά την ΠΕ. Οι επιχειρήσεις αυτές προέρχονται από ολόκληρη την Ένωση και ανήκουν στους τομείς που αφορούν τα προϊόντα φροντίδας του σώματος και τα οικιακά και βιομηχανικά προϊόντα καθαρισμού.

(118)

Από τις 21 εταιρείες, έγιναν επισκέψεις σε 5 που αντιπροσωπεύουν το 18 % του συνόλου των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην ΕΕ από τις ενδιαφερόμενες χώρες για την περίοδο που καλύπτει η έρευνα. Βάσει των επαληθευμένων στοιχείων, φαίνεται ότι το μερίδιο του υπό εξέταση προϊόντος στο κόστος παραγωγής των εν λόγω εταιρειών είναι σημαντικό και κυμαίνεται μεταξύ 10 % και 20 %, ανάλογα με το τελικό προϊόν.

(119)

Για τρεις από τις πέντε εταιρείες στις οποίες έγιναν επισκέψεις, περίπου το 15 % του συνόλου του προσωπικού τους απασχολείται σε τομείς που χρησιμοποιούν το υπό εξέταση προϊόν, για μία από αυτές το ποσοστό είναι περίπου 70 %, ενώ για την άλλη εταιρεία δεν υπήρξε δυνατότητα απόκτησης της πληροφορίας αυτής εξαιτίας της περίπλοκης διάρθρωσης της εταιρείας και της ποικιλίας των προϊόντων που παράγει.

(120)

Για την περίοδο που καλύπτει η έρευνα, το μέσο μερίδιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που χρησιμοποιούν το υπό εξέταση προϊόν επί του συνόλου των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ήταν 22 % για τις επιχειρήσεις στις οποίες έγιναν επισκέψεις, ενώ το μέσο περιθώριο κέρδους στον τομέα ήταν περίπου 6 %. Στη βάση αυτή και λαμβάνοντας υπόψη το σχετικά χαμηλό επίπεδο των προτεινόμενων μέτρων, εκτιμήθηκε ότι ο αντίκτυπος των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες είναι, συνολικά, αρκετά περιορισμένος. Ορισμένοι χρήστες υποστήριξαν ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα δημιουργούσε προβλήματα διαθεσιμότητας του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση, δεδομένου ότι υπάρχουν μόνον δύο παραγωγοί του προϊόντος αυτού στην Ένωση και ότι η ζήτηση για το υπό εξέταση προϊόν αυξάνεται όλο και περισσότερο. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι το σχετικά χαμηλό επίπεδο των προτεινόμενων μέτρων δεν πρέπει να αποκλείει τη δυνατότητα εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος από τις ενδιαφερόμενες χώρες. Επιπλέον, οι δύο παραγωγοί της Ένωσης δεν παρήγαν το προϊόν με πλήρη αξιοποίηση της παραγωγικής τους ικανότητας κατά την υπό εξέταση περίοδο. Εκτός αυτού, υπάρχει πάντοτε δυνατότητα εισαγωγής του προϊόντος από άλλες τρίτες χώρες, που δεν υπόκεινται σε μέτρα. Κατά συνέπεια, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται.

(121)

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ακόμη και αν οι περισσότεροι από τους χρήστες ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά από τα μέτρα για τις εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες, ο συνολικός αντίκτυπος φαίνεται ότι θα είναι γενικά περιορισμένος. Επομένως, συνήχθη προσωρινά το συμπέρασμα ότι, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, οι επιπτώσεις των μέτρων αντιντάμπινγκ κατά των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από τις ενδιαφερόμενες χώρες δεν θα έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στους χρήστες του υπό εξέταση προϊόντος.

6.5.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της ΕΕ

(122)

Με βάση τα ανωτέρω, συνάχθηκε προσωρινά το συμπέρασμα ότι συνολικά, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης, δεν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι για τη μη επιβολή προσωρινών μέτρων στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

7.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(123)

Με βάση τα συμπεράσματα που συνάχθηκαν όσον αφορά το ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Ένωσης, πρέπει να επιβληθούν προσωρινά μέτρα αντιντάμπινγκ ώστε να αποτραπεί η περαιτέρω ζημία σε βάρος του κλάδου παραγωγής της Ένωσης από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

7.1.   Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας

(124)

Για τον καθορισμό του επιπέδου των μέτρων αυτών, ελήφθησαν υπόψη τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν και το ποσό του δασμού που απαιτείται για την εξάλειψη της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης.

(125)

Κατά τον υπολογισμό του ποσού του δασμού που απαιτείται για την εξάλειψη των επιπτώσεων του ζημιογόνου ντάμπινγκ, κρίθηκε ότι τα μέτρα θα πρέπει να επιτρέψουν στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης να καλύψει το κόστος παραγωγής και να πραγματοποιήσει κέρδος πριν από την καταβολή των φόρων το οποίο θα μπορούσε λογικά να επιτευχθεί από μια βιομηχανία αυτού του τύπου στον εν λόγω τομέα υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, δηλαδή χωρίς εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, από τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην Ένωση.

(126)

Συνεπώς, το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας υπολογίσθηκε βάσει σύγκρισης της μέσης τιμής των εισαγωγών που ήταν αντικείμενο ντάμπινγκ και της τιμής στόχου του κλάδου της Ένωσης. Η τιμή-στόχος καθορίστηκε υπολογίζοντας την τιμή πώλησης στο σημείο εξισορρόπησης για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης (δεδομένου ότι σημείωσε ζημίες κατά την ΠΕ) και προσθέτοντας σε αυτήν ένα περιθώριο κέρδους-στόχο. Ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ισχυρίσθηκε ότι 15 % θα ήταν κατάλληλο ως στοχευμένο περιθώριο κέρδους, αλλά δεν ήταν σε θέση να το τεκμηριώσει. Ως εκ τούτου, το στοχευμένο περιθώριο κέρδους καθορίστηκε προσωρινά στο 7,7 % ποσοστό που αντιστοιχεί στο τελευταίο περιθώριο κέρδους που είχε επιτύχει ένας από τους καταγγέλλοντες κατά το τελευταίο έτος κερδοφορίας του πριν από την υπό εξέταση περίοδο.

(127)

Το μέσο περιθώριο υποτιμολόγησης καθορίστηκε σε 24,2 % για την Ινδία, 9,1 % για την Ινδονησία, και 25,7 % για τη Μαλαισία.

7.2.   Προσωρινά μέτρα

(128)

Υπό το πρίσμα των προαναφερομένων και σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, εκτιμάται ότι πρέπει να επιβληθεί προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισίας, ο οποίος θα αντιστοιχεί στο κατώτατο περιθώριο ντάμπινγκ και ζημίας που προέκυψε, σύμφωνα με τον κανόνα του ήσσονος δασμού. Σε όλες τις περιπτώσεις, πλην μιας, οι προσωρινοί δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ βασίζονται στο περιθώριο ντάμπινγκ.

(129)

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, οι προτεινόμενοι δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ, εκφρασμένοι σε τιμή CIF στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή δασμού, έχουν προσωρινά ως εξής:

Χώρα

Εταιρεία

Προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ %

Ινδία

VVF Limited

4,8

Όλες οι άλλες εταιρείες

9,3

Ινδονησία

P.T. Ecogreen Oleochemicals

6,3

P.T. Musim Mas

4,3

Όλες οι άλλες εταιρείες

7,6

Μαλαισία

KL-Kepong Oleomas (KLK)

5,0

Emery

5,3

Όλες οι άλλες εταιρείες

13,8

(130)

Οι ατομικοί δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ σε επίπεδο εταιρείας, που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό, καθορίστηκαν βάσει των διαπιστώσεων της παρούσας έρευνας. Συνεπώς, αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας όσον αφορά τις εν λόγω εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω συντελεστές δασμών (σε αντιδιαστολή προς τους δασμούς σε επίπεδο χώρας, που ισχύουν για «όλες τις άλλες εταιρείες») εφαρμόζονται αποκλειστικά στις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής των εξεταζομένων χωρών, τα οποία έχουν παραχθεί από τις εταιρείες, και, επομένως, από τις συγκεκριμένες νομικές οντότητες που έχουν αναφερθεί. Τα εισαγόμενα προϊόντα που παράγονται από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία η οποία δεν αναφέρεται ρητά στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού με την επωνυμία και τη διεύθυνσή της, συμπεριλαμβανομένων των φορέων που συνδέονται με τις εταιρείες που αναφέρονται ρητά, δεν δύνανται να επωφελούνται από τους εν λόγω συντελεστές και υπόκεινται στον δασμολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται σε «όλες τις άλλες εταιρείες».

(131)

Οποιοδήποτε αίτημα για την εφαρμογή των εν λόγω δασμών αντιντάμπινγκ για μεμονωμένες εταιρείες (π.χ. μετά από αλλαγή της επωνυμίας της επιχείρησης ή μετά τη δημιουργία νέας επιχείρησης παραγωγής ή πωλήσεων) θα πρέπει να απευθύνεται πάραυτα στην Επιτροπή (4) μαζί με όλες τις σχετικές πληροφορίες και, ιδίως, οποιαδήποτε αλλαγή των δραστηριοτήτων της εταιρείας που σχετίζεται με την παραγωγή, τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις, όπως, για παράδειγμα, αλλαγή της επωνυμίας ή των εν λόγω επιχειρήσεων παραγωγής και πωλήσεων. Εάν κρίνεται σκόπιμο, ο κανονισμός θα τροποποιείται αναλόγως, με την επικαιροποίηση του καταλόγου των εταιρειών οι οποίες επωφελούνται από ατομικούς δασμολογικούς συντελεστές.

(132)

Για να εξασφαλιστεί η ορθή επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ, το επίπεδο υπόλοιπου δασμού δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στους μη συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς, αλλά επίσης και στους παραγωγούς εκείνους οι οποίοι δεν πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Ένωση κατά την ΠΕ.

(133)

Για λόγους χρηστής διοίκησης, θα πρέπει να ταχθεί προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη που αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που καθοριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, μπορούν να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση. Επιπλέον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι τα συμπεράσματα σχετικά με την επιβολή δασμών, που συνάγονται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, είναι προσωρινά και ότι μπορεί να χρειαστεί να αναθεωρηθούν ενόψει της επιβολής οριστικών μέτρων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Με τον παρόντα κανονισμό επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κορεσμένων λιπαρών αλκοολών με μήκος της αλυσίδας άνθρακα C8, C10, C12, C14, C16 ή C18 (μη περιλαμβανομένων των διακλαδούμενων ισομερών) περιλαμβανομένων των ενιαίων κορεσμένων λιπαρών αλκοολών (οι οποίες αναφέρονται και ως «ενιαίου μήκους») και μειγμάτων που περιέχουν κυρίως ένα συνδυασμό μηκών αλυσίδας άνθρακα C6-C8, C6-C10, C8-C10, C10-C12 (που ταξινομούνται κοινώς ως C8-C10), μειγμάτων που περιέχουν κυρίως ένα συνδυασμό μηκών αλυσίδας άνθρακα C12-C14, C12-C16, C12-C18, C14-C16 (που ταξινομούνται κοινώς ως C12-C14) και μειγμάτων που περιέχουν κυρίως έναν συνδυασμό μηκών αλυσίδας άνθρακα C16-C18 που εμπίπτει στους κωδικούς ΣΟ πρώην 2905 16 85, 2905 17 00, πρώην 2905 19 00 και πρώην 3823 70 00 (κωδικοί TARIC 2905168510, 2905190060, 3823700011 και 3823700091), καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισίας

2.   Ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Ένωσης», πριν από τον δασμό, των προϊόντων που περιγράφονται στην παράγραφο 1 και παρασκευάζονται από τις εταιρείες που απαριθμούνται κατωτέρω, έχει ως εξής:

Χώρα

Εταιρεία

Προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ %

Πρόσθετος κωδικός Taric

Ινδία

VVF Limited, Sion (East), Mumbai

4,8

B110

Όλες οι άλλες εταιρείες

9,3

B999

Ινδονησία

PT. Ecogreen Oleochemicals, Kabil, Batam

6,3

B111

P.T. Musim Mas, Tanjung Mulia, Medan, Sumatera Utara

4,3

B112

Όλες οι άλλες εταιρείες

7,6

B999

Μαλαισία

KL-Kepong Oleomas Sdn Bhd, Petaling Jaya, Selangor Darul Ehsan

5,0

B113

Emery Oleochemicals (M) Sdn. Bhd., Kuala Langat, Selangor

5,3

B114

Όλες οι άλλες εταιρείες

13,8

B999

3.   Η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση του προϊόντος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εξαρτάται από την παροχή εγγύησης, ίσης με το ποσό που αντιστοιχεί στον προσωρινό δασμό.

4.   Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 2

Με την επιφύλαξη του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009, τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να ζητήσουν να κοινοποιηθούν όλα τα στοιχεία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού, βάσει των οποίων θεσπίστηκε ο παρών κανονισμός, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή εντός ενός μηνός από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Δυνάμει του άρθρου 21 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εντός ενός μηνός από την ημερομηνία της έναρξης ισχύος του.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται για περίοδο έξι μηνών.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Μαΐου 2011.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51.

(2)  ΕΕ C 219 της 13.8.2010, σ. 12.

(3)  Οι πληροφορίες βασίζονται στα επαληθευμένα στοιχεία που υπέβαλε ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης με τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο και παρέχονται υπό μορφή τιμών δείκτη (2007 = 100) ή ως φάσμα τιμών όταν είναι αναγκαίο για λόγους εμπιστευτικότητας.

(4)  European Commission, Directorate-General for Trade, Directorate H, Office Nerv-105, 1049 Brussels.


11.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/63


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 447/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 6ης Μαΐου 2011

σχετικά με τη δασμολογική κατάταξη ορισμένων εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για να εξασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή της συνδυασμένης ονοματολογίας που προσαρτάται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν μέτρα όσον αφορά τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων που αναφέρονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 προβλέπει τους γενικούς κανόνες για την ερμηνεία της συνδυασμένης ονοματολογίας (ΣΟ). Οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται επίσης σε κάθε άλλη ονοματολογία η οποία βασίζεται εν όλω ή εν μέρει στη ΣΟ ή προσθέτει σε αυτήν κάποια νέα υποδιαίρεση και θεσπίζεται με ειδικές διατάξεις της Ένωσης με σκοπό την εφαρμογή δασμολογικών και άλλων μέτρων σχετικά με τις εμπορευματικές συναλλαγές.

(3)

Κατ’ εφαρμογή αυτών των γενικών κανόνων τα εμπορεύματα που περιγράφονται στη στήλη (1) του πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού πρέπει να υπαχθούν στους κωδικούς ΣΟ που εμφαίνονται στη στήλη (2), για τους λόγους που αναφέρονται στη στήλη (3) του εν λόγω πίνακα.

(4)

Είναι σκόπιμο, οι δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες οι οποίες εκδίδονται από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών σχετικά με την κατάταξη εμπορευμάτων στη συνδυασμένη ονοματολογία και δεν είναι σύμφωνες με το δίκαιο που καθορίζει ο παρών κανονισμός να μπορούν να συνεχίσουν να αποτελούν αντικείμενο επίκλησης από τον κάτοχό τους επί τρίμηνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (2).

(5)

Τα μέτρα που προβλέπει ο παρών κανονισμός είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής τελωνειακού κώδικα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Τα εμπορεύματα που περιγράφονται στη στήλη (1) του πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημα κατατάσσονται στη συνδυασμένη ονοματολογία στους κωδικούς ΣΟ που αναφέρονται στη στήλη (2) του εν λόγω πίνακα.

Άρθρο 2

Οι δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες που εκδίδουν οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών και δεν είναι σύμφωνες με τον παρόντα κανονισμό, μπορεί να συνεχίσουν να αποτελούν αντικείμενο επίκλησης για περίοδο τριών μηνών, δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 6 Μαΐου 2011.

Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,

Algirdas ŠEMETA

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 256 της 7.9.1987, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Περιγραφή των εμπορευμάτων

Κατάταξη

(Κωδικός ΣΟ)

Αιτιολογία

(1)

(2)

(3)

Παραγεμισμένα αμπελόφυλλα σε κονσέρβα, έτοιμα για κατανάλωση. Το προϊόν είναι ένα μείγμα παρασκευασμένο από ρύζι, κρεμμύδι, έλαιο σόγιας, αλάτι, κιτρικό οξύ, μαύρο πιπέρι, δυόσμο και άνηθο, περιτυλιγμένο με αμπελόφυλλα.

Σύσταση (εκατοστιαία αναλογία κατά βάρος):

Ρύζι: περίπου 50,

Αμπελόφυλλα: περίπου 15,

Κρεμμύδι: περίπου 9,

Άλλα συστατικά: ελαιόλαδο, αλάτι, καρυκεύματα και νερό.

1904 90 10

Η κατάταξη καθορίζεται από τις διατάξεις των γενικών κανόνων 1, 3 β) και 6 για την ερμηνεία της συνδυασμένης ονοματολογίας, καθώς και από το κείμενο των κωδικών ΣΟ 1904, 1904 90 και 1904 90 10.

Ο ουσιώδης χαρακτήρας του εν λόγω προϊόντος προσδίδεται από το ρύζι.

Δεδομένων των χαρακτηριστικών του, το προϊόν πρέπει συνεπώς να καταταγεί σύμφωνα με τον γενικό κανόνα 3 β) στην κλάση 1904.


11.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/65


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 448/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 6ης Μαΐου 2011

για την καταχώριση ονομασίας στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Σταφίδα Ηλείας (Stafida Ilias) (ΠΓΕ)]

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006, η αίτηση της Ελλάδας για την καταχώριση της ονομασίας «Σταφίδα Ηλείας (Stafida Ilias)» δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2).

(2)

Δεδομένου ότι δεν έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή καμία δήλωση ένστασης, βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006, η εν λόγω ονομασία πρέπει να καταχωριστεί,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Καταχωρίζεται η ονομασία που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 6 Μαΐου 2011.

Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,

Dacian CIOLOŞ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12.

(2)  ΕΕ C 233 της 28.8.2010, σ. 20.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Γεωργικά προϊόντα προοριζόμενα για ανθρώπινη κατανάλωση τα οποία προβλέπονται στο παράρτημα I της συνθήκης:

Κλάση 1.6.   Φρούτα, λαχανικά και δημητριακά, νωπά ή μεταποιημένα

ΕΛΛΑΔΑ

Σταφίδα Ηλείας (Stafida Ilias) (ΠΓΕ)


11.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/67


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (EE) αριθ. 449/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 6ης Μαΐου 2011

για καταχώριση ορισμένων ονομασιών στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων [Image (Shaanxi ping guo) (ΠΟΠ), Image (Longjing Cha) (ΠΟΠ), Image (Guanxi Mi You) (ΠΟΠ), Image (Lixian Ma Shan Yao) (ΠΓΕ)]

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006, οι αιτήσεις καταχώρισης των ονομασιών «

Image

(Shaanxi ping guo)», «

Image

(Longjing Cha)», «

Image

(Guanxi Mi You)» και «

Image

(Lixian Ma Shan Yao)» τις οποίες κατέθεσε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2).

(2)

Δεδομένου ότι δεν έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή καμία δήλωση ένστασης, βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006, οι εν λόγω ονομασίες πρέπει να καταχωριστούν,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Καταχωρίζονται οι ονομασίες που αναφέρονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 6 Μαΐου 2011.

Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,

Dacian CIOLOŞ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12.

(2)  ΕΕ C 252 της 18.9.2010, σ. 16· ΕΕ C 254 της 22.9.2010, σ. 6· ΕΕ C 257 της 24.9.2010, σ. 3· ΕΕ C 257 της 24.9.2010, σ. 7.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Γεωργικά προϊόντα προοριζόμενα για ανθρώπινη κατανάλωση τα οποία προβλέπονται στο παράρτημα I της συνθήκης:

Κλάση 1.6.   Φρούτα, λαχανικά και δημητριακά, νωπά ή μεταποιημένα

ΛΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ

 

Image (Guanxi Mi You) (ΠΟΠ)

 

Image (Lixian Ma Shan Yao) (ΠΓΕ)

 

Image (Shaanxi ping guo) (ΠΟΠ)

Κλάση 1.8.   Λοιπά προϊόντα του παραρτήματος I της συνθήκης (μπαχαρικά κ.λπ.)

ΛΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ

Image (Longjing Cha) (ΠΟΠ)


11.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/69


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 450/2011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Μαΐου 2011

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 11 Μαΐου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Μαΐου 2011.

Για την Επιτροπή, εξ ονόματος του Προέδρου,

José Manuel SILVA RODRÍGUEZ

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ’ αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

JO

78,3

MA

46,2

TN

107,9

TR

82,0

ZZ

78,6

0707 00 05

TR

76,8

ZZ

76,8

0709 90 70

MA

86,8

TR

123,0

ZZ

104,9

0709 90 80

EC

27,0

ZZ

27,0

0805 10 20

EG

51,1

IL

59,9

MA

47,9

TN

54,9

TR

72,0

ZZ

57,2

0805 50 10

TR

49,8

ZZ

49,8

0808 10 80

AR

68,7

BR

72,9

CA

107,1

CL

82,9

CN

102,2

NZ

116,8

US

143,8

UY

71,0

ZA

76,2

ZZ

93,5


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


ΟΔΗΓΙΕΣ

11.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/71


ΟΔΗΓΊΑ 2011/58/ΕΕ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Μαΐου 2011

για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου για ανανέωση της καταχώρισης της carbendazim ως δραστικής ουσίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (1), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η ισχύ της καταχώρισης της δραστικής ουσίας carbendazim στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ εκπνέει στις 13 Ιουνίου 2011.

(2)

Κατόπιν αίτησης, η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας μπορεί να ανανεωθεί για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη. Στις 6 Αυγούστου 2007, η Επιτροπή έλαβε αίτηση από τον αιτούντα για την ανανέωση της καταχώρισης της εν λόγω ουσίας.

(3)

Στις 10 Ιανουαρίου 2008, ο αιτών υπέβαλε στο κράτος μέλος-εισηγητή, τη Γερμανία, στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημά του για ανανέωση της καταχώρισης της carbendazim.

(4)

Το κράτος μέλος-εισηγητής προετοίμασε σχέδιο έκθεσης επανεκτίμησης το οποίο σχολίασε ο αιτών στις 13 Μαΐου 2009 και, μετά την οριστικοποίησή του, υποβλήθηκε στον αιτούντα και την Επιτροπή στις 24 Ιουλίου 2009. Εκτός από την αξιολόγηση της ουσίας, η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει και κατάλογο των μελετών πάνω στις οποίες βασίστηκε το κράτος μέλος-εισηγητής για να πραγματοποιήσει την αξιολόγησή του.

(5)

Η Επιτροπή κοινοποίησε το σχέδιο της έκθεσης επανεκτίμησης στην Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια Τροφίμων (στο εξής: «η Αρχή») και στα κράτη μέλη στις 28 Ιουλίου 2009 για σχολιασμό.

(6)

Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, το σχέδιο της έκθεσης επανεκτίμησης εξετάστηκε από ομότιμους ειδικούς των κρατών μελών και της Αρχής και σχολιάστηκε από τον αιτούντα στις 14 Δεκεμβρίου 2009. Στις 30 Απριλίου 2010 η Αρχή υπέβαλε στην Επιτροπή το συμπέρασμά της όσον αφορά την εξέταση από ομοτίμους της εκτίμησης κινδύνου της carbendazim (2). Αφού δόθηκε η δυνατότητα στον αιτούντα να υποβάλει τα σχόλιά του και λήφθηκαν υπόψη τα σχόλιά του που υπέβαλε στις 31 Μαΐου 2010, το σχέδιο της έκθεσης επανεκτίμησης και το συμπέρασμα της Αρχής εξετάστηκαν από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων και οριστικοποιήθηκαν στις 23 Νοεμβρίου 2010 με τη μορφή έκθεσης ανασκόπησης της Επιτροπής για την carbendazim.

(7)

Από τις διάφορες εξετάσεις προέκυψε ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν carbendazim μπορεί να αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, ιδίως όσον αφορά τις χρήσεις που εξετάστηκαν και παρουσιάστηκαν λεπτομερώς στην έκθεση ανασκόπησης της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να ανανεωθεί η καταχώριση της δραστικής ουσίας carbendazim στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα μπορεί να επιτραπεί η συνέχιση της χρήσης των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν αυτή τη δραστική ουσία εφόσον συμμορφώνονται με την εν λόγω οδηγία. Εκτός από τις χρήσεις που εγκρίθηκαν στην πρώτη καταχώριση, ο αιτών υποστηρίζει στο φάκελο της ανανέωσης τη χρήση σε κτηνοτροφικά τεύτλα. Λαμβάνοντας υπόψη τα πρόσθετα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών, η χρήση της ουσίας στα κτηνοτροφικά τεύτλα πρέπει να προστεθεί στον κατάλογο των χρήσεων που μπορούν να επιτραπούν.

(8)

Το άρθρο 5 παράγραφος 4 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ ορίζει ότι η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς. Με γνώμονα το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος που επιδιώκει η Ένωση, είναι ανάγκη να περιοριστούν οι χρήσεις της carbendazim στις χρήσεις που έχουν πράγματι αξιολογηθεί και θεωρούνται ότι συμμορφώνονται με τους όρους του άρθρου 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ. Αυτό συνεπάγεται ότι οι χρήσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο που ορίζεται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας μπορεί να μην εγκρίνονται αν δεν συμπεριληφθούν πρώτα στον κατάλογο. Είναι σκόπιμο να καθοριστούν ανώτατα όρια για την παρουσία των δύο σχετικών προσμείξεων, της 2-αμινο-3-υδροξυφαιναζίνης (AHP) και της 2,3-διαμινοφαιναζίνη (DAP) στην carbendazim που παρασκευάζεται για το εμπόριο.

(9)

Με την επιφύλαξη του συμπεράσματος που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 8, κρίνεται σκόπιμο να συγκεντρωθούν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένα σημεία. Το άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ ορίζει ότι η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I μπορεί να υπόκειται σε όρους. Επομένως, είναι σκόπιμο να ζητηθεί από τον αιτούντα να υποβάλει περαιτέρω πληροφορίες όσον αφορά την αερόβιο αποικοδόμηση στο έδαφος, τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο για τα πτηνά και τη σημασία μιας τρίτης πρόσμειξης η οποία, για λόγους εμπιστευτικότητας αναφέρεται ως AEF037197. Επιπλέον, θα πρέπει να ζητηθεί από τον αιτούντα να εξετάσει τις μελέτες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του σχεδίου της έκθεσης επανεκτίμησης της 16ης Ιουλίου 2009 (Τόμος 1, Επίπεδο 4 «Περαιτέρω πληροφορίες», σ. 155 – 157).

(10)

Διάφορα κράτη μέλη έχουν εκφράσει ανησυχίες για τα χαρακτηριστικά κινδύνου αυτής της ουσίας. Παρόμοιες ανησυχίες εκφράστηκαν κατά την πρώτη καταχώρισή της. Η ανανέωση αυτού του φακέλου βασίζεται εν μέρει στα στοιχεία για την τοξικότητα κατά την αξιολόγηση του φακέλου που υποβλήθηκαν για την αρχική καταχώριση αυτής της ουσίας. Η αρχική καταχώριση περιορίστηκε σε μια περίοδο τριών ετών (3). Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη η προοδευτική κατανόηση της ανάγκης να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και της βιωσιμότητας του περιβάλλοντος. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να περιοριστεί η περίοδος ανανέωσης της καταχώρισης σε τριάμισι χρόνια.

(11)

Όπως συμβαίνει με όλες τις ουσίες που καταχωρίζονται στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, το καθεστώς της carbendazim θα μπορούσε να αναθεωρηθεί βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 5 της ίδιας οδηγίας αφού διατεθούν νέα στοιχεία, όπως τα αποτελέσματα της τρέχουσας αξιολόγησης στο πλαίσιο της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά και της επανεξέτασης της σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας (4).

(12)

Πριν από την ανανέωση της καταχώρισης μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ πρέπει να μεσολαβήσει εύλογο χρονικό διάστημα που θα επιτρέψει στα κράτη μέλη και στα ενδιαφερόμενα μέρη να προετοιμαστούν για να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις που θα προκύψουν από την ανανέωση.

(13)

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που ορίζονται στην οδηγία 91/414/ΕΟΚ ως αποτέλεσμα της ανανέωσης της καταχώρισης μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να δοθεί στα κράτη μέλη περίοδος έξι μηνών μετά την ανανέωση για να επανεξετάσουν τις άδειες φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν carbendazim ώστε να εξασφαλιστεί ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, και ιδίως του άρθρου 13, καθώς και οι συναφείς όροι που καθορίζονται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας. Κατά περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ανανεώσουν, με τροποποιήσεις εφόσον κρίνεται αναγκαίο, ή να αρνηθούν την ανανέωση των αδειών. Κατά παρέκκλιση από την ανωτέρω προθεσμία, πρέπει να προβλεφθεί μεγαλύτερη προθεσμία για την υποβολή και αξιολόγηση της επικαιροποίησης του πλήρους φακέλου του παραρτήματος III κάθε φυτοπροστατευτικού προϊόντος για κάθε προβλεπόμενη χρήση σύμφωνα με τις ενιαίες αρχές της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ.

(14)

Επομένως, είναι σκόπιμο να τροποποιηθεί αναλόγως η οδηγία 91/414/ΕΟΚ.

(15)

Η μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων δεν εξέδωσε γνώμη εντός της προθεσμίας που ορίζεται από τον πρόεδρό της και συνεπώς η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα μέτρα αυτά. Επειδή, έως την εκπνοή της περιόδου που καθορίζεται στο άρθρο 19 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, το Συμβούλιο δεν είχε εκδώσει τα προτεινόμενα μέτρα ούτε είχε εκδηλώσει την αντίθεσή του σ’ αυτά, τα μέτρα θα πρέπει να εκδοθούν από την Επιτροπή,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, έως τις 30 Νοεμβρίου 2011 το αργότερο, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Δεκεμβρίου 2011.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 3

1.   Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την οδηγία 91/414/ΕΟΚ, τροποποιούν ή ανακαλούν, κατά περίπτωση, τις ισχύουσες εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία carbendazim ως δραστική ουσία έως την 1η Δεκεμβρίου 2011.

Έως την ημερομηνία αυτή εξακριβώνουν, ιδίως, εάν πληρούνται οι όροι του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας σχετικά με την ουσία carbendazim, με εξαίρεση αυτούς του τμήματος Β της καταχώρισης που αφορά την εν λόγω δραστική ουσία, καθώς και εάν ο κάτοχος της άδειας διαθέτει φάκελο ή έχει πρόσβαση σε φάκελο που πληροί τις απαιτήσεις που παραρτήματος II της εν λόγω οδηγίας, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 13 της εν λόγω οδηγίας.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, για κάθε εγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν που περιέχει carbendazim, είτε ως μόνη δραστική ουσία είτε μαζί με άλλες δραστικές ουσίες που έχουν περιληφθεί στο σύνολό τους στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ έως την 1η Ιουνίου 2011 το αργότερο, τα κράτη μέλη, όπου χρειάζεται, επαναξιολογούν τα προϊόντα, ώστε να συνεκτιμηθούν οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, σύμφωνα με τις ενιαίες αρχές που προβλέπονται στο παράρτημα VI της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ, με βάση φάκελο που πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας και λαμβάνοντας υπόψη το μέρος B της καταχώρισης στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας σχετικά με την carbendazim. Με βάση την αξιολόγηση αυτή, προσδιορίζουν κατά πόσον το προϊόν εξακολουθεί να ικανοποιεί τους όρους του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ), δ) και ε) της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ. Ύστερα από τον προσδιορισμό αυτό, τα κράτη μέλη, όπου χρειάζεται, τροποποιούν ή ανακαλούν την άδεια κυκλοφορίας έως την 1η Δεκεμβρίου 2013 το αργότερο.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουνίου 2011.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 10 Μαΐου 2011.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 230 της 19.8.1991, σ. 1.

(2)  Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων· Συμπεράσματα σχετικά με την εξέταση από ομοτίμους της αξιολόγησης του κινδύνου από φυτοπροστατευτικά προϊόντα όσον αφορά τη δραστική ουσία carbendazim, Δελτίο EFSA 2010· 8(5):1598.

(3)  Οδηγία 2006/135/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2006, για τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου ώστε να καταχωριστεί η ουσία carbendazim ως δραστική ουσία (ΕΕ για L 349, σ. 37).

(4)  ΕΕ L 123 της 24.4.1998, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΚ, η σειρά 149 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Αριθ.

Κοινή ονομασία, αριθμοί ταυτοποίησης

Ονομασία IUPAC

Καθαρότητα (1)

Έναρξη ισχύος

Λήξη της καταχώρισης

Ειδικές διατάξεις

«149

Carbendazim

Αριθ. CAS 10605-21-7

Αριθ. CIPAC 263

βενζιμιδαζολ-2-υλοκαρβαμιδικό μεθύλιο

≥ 980 g/kg

Σημαντικές προσμείξεις

 

2-αμινο-3-υδροξυφαιναζίνη(AHP): 0,0005 g/kg κατ’ ανώτατο όριο

 

2,3-διαμινοφαιναζίνη (DAP): 0,003 g/kg κατ’ ανώτατο όριο

1η Ιουνίου 2011

30 Νοεμβρίου 2014

ΜΕΡΟΣ Α

Μπορούν να εγκριθούν μόνον οι χρήσεις ως μυκητοκτόνο στις ακόλουθες καλλιέργειες:

σιτηρά,

κράμβη,

κτηνοτροφικά τεύτλα,

αραβόσιτος,

σε δοσολογίες που δεν υπερβαίνουν

τα 0,25 kg δραστικής ουσίας ανά εκτάριο ανά εφαρμογή, για σιτηρά και κράμβη,

τα 0,075 kg δραστικής ουσίας ανά εκτάριο ανά εφαρμογή για ζαχαρότευτλα και κτηνοτροφικά τεύτλα,

τα 0,1 kg δραστικής ουσίας ανά εκτάριο ανά εφαρμογή για αραβόσιτο.

Οι ακόλουθες χρήσεις δεν πρέπει να επιτρέπονται:

χρήση στον ατμοσφαιρικό αέρα,

χρήση με επινώτιο ψεκαστήρα και ψεκαστήρα χειρός είτε από μη επαγγελματίες είτε από επαγγελματίες χρήστες,

οικιακή κηπουρική.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι λαμβάνονται όλα τα μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου. Πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία:

των υδρόβιων οργανισμών. Πρέπει να εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα μείωσης του διασκορπισμού με σκοπό την ελαχιστοποίηση της έκθεσης των επιφανειακών υδάτων,

τα μέτρα αυτά πρέπει να περιλαμβάνουν την τήρηση απόστασης μεταξύ των περιοχών που έχουν υποστεί επεξεργασία και των επιφανειακών υδάτων ή σε συνδυασμό με τη χρήση τεχνικών ή συσκευών μείωσης του διασκορπισμού,

γεωσκωλήκων και άλλων μακροοργανισμών του εδάφους. Οι όροι έγκρισης περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου, όπως η επιλογή του πλέον κατάλληλου συνδυασμού του αριθμού και της χρονικής στιγμής των εφαρμογών και, εάν χρειάζεται, του βαθμού συγκέντρωσης της δραστικής ουσίας,

των πτηνών (μακροπρόθεσμος κίνδυνος). Ανάλογα με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης κινδύνου για συγκεκριμένες χρήσεις, μπορεί να χρειαστούν στοχοθετημένα μέτρα άμβλυνσης για την ελαχιστοποίηση της έκθεσης,

των χειριστών, οι οποίοι πρέπει να φορούν κατάλληλα προστατευτικά ενδύματα, ιδίως γάντια, πλήρη προστατευτική ενδυμασία, μπότες από καουτσούκ και προστατευτικό κάλυμμα προσώπου ή γυαλιά ασφαλείας κατά τη διάρκεια της ανάμειξης, της φόρτωσης, της χρήσης και του καθαρισμού του εξοπλισμού, εκτός εάν η έκθεση στην ουσία αποφεύγεται επαρκώς μέσω του σχεδιασμού και της κατασκευής του ίδιου του εξοπλισμού ή μέσω της προσθήκης ειδικών προστατευτικών στοιχείων στον εξοπλισμό αυτό.

ΜΕΡΟΣ B

Για την εφαρμογή των ενιαίων αρχών του παραρτήματος VI πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα συμπεράσματα της έκθεσης ανασκόπησης για την carbendazim, και ιδίως τα προσαρτήματα I και II.

Τα οικεία κράτη μέλη ζητούν από τον αιτούντα να προσκομίσει τα ακόλουθα στην Επιτροπή

μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 2011 το αργότερο, πληροφορίες όσον αφορά τη σημασία της πρόσμειξης AEF037197 από τοξικολογική και οικοτοξικολογική άποψη,

μέχρι την 1η Ιουνίου 2012 το αργότερο, την εξέταση των μελετών που επισυνάπτονται στον κατάλογο του σχεδίου της έκθεσης επανεκτίμησης της 16ης Ιουλίου 2009 (Τόμος 1, Επίπεδο 4 “Περαιτέρω πληροφορίες”, σ. 155 – 157),

μέχρι την 1η Ιουνίου 2013 το αργότερο, πληροφορίες για την τύχη και τη συμπεριφορά (εξέλιξη της αερόβιας αποικοδόμησης στο έδαφος) και για τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο για τα πτηνά.»


(1)  Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την ταυτότητα και τις προδιαγραφές της δραστικής ουσίας παρέχονται στην έκθεση ανασκόπησης.


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

11.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/76


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 26ης Μαΐου 2010

σχετικά με την κρατική ενίσχυση υπό μορφή συμφωνίας φορολογικού διακανονισμού που χορήγησε το Βέλγιο υπέρ της εταιρείας Umicore S.A. (πρώην «Union Minière S.A.») [Κρατική ενίσχυση C 76/03 (πρώην NN 69/03)]

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 2538]

(Τα κείμενα στη γαλλική και ολλανδική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2011/276/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (1) σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα και έλαβε υπόψη της τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολή της 11ης Φεβρουαρίου 2002, η Επιτροπή διαβίβασε στις βελγικές αρχές τις πληροφορίες που διέθετε όσον αφορά τη συμφωνία μεταξύ της Inspection Spéciale des Impôts (ειδική υπηρεσία φορολογικών ελέγχων) (εφεξής «ISI») των φορολογικών αρχών του Βελγίου και της εταιρείας Umicore S.A (εφεξής «Umicore»), πρώην «Union Minière S.A.», σχετικά με τη μείωση του οφειλόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας («ΦΠΑ»). Με την ανωτέρω επιστολή, η Επιτροπή ζήτησε από τις βελγικές αρχές να της χορηγήσουν όλες τις πληροφορίες που θα της επέτρεπαν να αξιολογήσει αυτή τη συμφωνία στο πλαίσιο των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης (2).

(2)

Η βελγική κυβέρνηση απάντησε στην Επιτροπή με επιστολή της 7ης Μαΐου 2002.

(3)

Με επιστολή της 9ης Αυγούστου 2002, η Επιτροπή ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για να ολοκληρώσει την αξιολόγηση του μέτρου. Αυτές οι πληροφορίες διαβιβάστηκαν από τη βελγική κυβέρνηση με επιστολή της 18ης Σεπτεμβρίου 2002.

(4)

Με επιστολή της 21ης Οκτωβρίου 2003, η Επιτροπή ζήτησε από τις βελγικές αρχές να της χορηγήσουν συμπληρωματικά έγγραφα που θα της επέτρεπαν να διασαφηνίσει τη θέση των φορολογικών αρχών του Βελγίου όσον αφορά τη συμφωνία με την Umicore.

(5)

Με επιστολή της 31ης Οκτωβρίου 2003, οι βελγικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι ο επιφορτισμένος με την ποινική ανάκριση κατά αγνώστων όσον αφορά τις περιστάσεις σύναψης της συμφωνίας μεταξύ της ISI και της Umicore ανακριτής των Βρυξελλών κ. Lugentz κατάσχεσε τον φορολογικό φάκελο της Umicore, καθώς και όλα τα στοιχεία που αφορούν την εν λόγω συμφωνία.

(6)

Με επιστολή της 10ης Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή ενημέρωσε το Βέλγιο σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης όσον αφορά την προαναφερθείσα ενίσχυση.

(7)

Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3) στις 7 Σεπτεμβρίου 2004. Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

(8)

Κατόπιν λάθους στο κείμενο που δημοσιεύθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2004, η απόφαση δημοσιεύθηκε εκ νέου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 Νοεμβρίου 2004 (4).

(9)

Η Επιτροπή έλαβε τις σχετικές παρατηρήσεις από μέρους της Umicore με επιστολές της 7ης Οκτωβρίου και της 13ης Δεκεμβρίου 2004, καθώς και από μέρους τρίτου ανωνύμου με επιστολή που ελήφθη στις 4 Οκτωβρίου 2004.

(10)

Μετά τη νέα δημοσίευση της απόφασης, το Βέλγιο διαβίβασε τις παρατηρήσεις του με επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 2004.

(11)

Στις 13 Μαΐου 2005, η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις των τρίτων στο Βέλγιο. Το Βέλγιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του στις 13 Ιουνίου 2005.

(12)

Με επιστολή της 12ης Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή ενημέρωσε το Βέλγιο για την απόφασή της να αναστείλει την εξέταση του μέτρου έως ότου εκδοθεί η απόφαση των δικαστικών αρχών για την τρέχουσα υπόθεση.

(13)

Στην απάντησή του της 19ης Ιανουαρίου 2006, το Βέλγιο ανέφερε ότι πράγματι είχαν διεξαχθεί έρευνες στην έδρα της διοίκησης, ότι ο φορολογικός φάκελος είχε κατασχεθεί εξ ολοκλήρου, και ότι επιπλέον, δεν θα παρέλειπε να ενημερώσει την Επιτροπή όσον αφορά τις αποφάσεις που οι δικαστικές αρχές θα ανακοίνωναν στην οικεία διοίκηση.

(14)

Με επιστολή της 31ης Μαρτίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε να ενημερωθεί για την εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας και για την ενδεχόμενη ανάκτηση των κατασχεθέντων εγγράφων.

(15)

Το Βέλγιο απάντησε στην Επιτροπή με επιστολή της 16ης Ιουνίου 2008 διευκρινίζοντας ότι η δικαστική διαδικασία είχε περατωθεί στις 13 Νοεμβρίου 2007.

(16)

Στις 28 Ιουλίου 2008, έλαβε χώρα συνεδρίαση μεταξύ των εκπροσώπων της ISI και της Επιτροπής, μετά το πέρας της οποίας ένας κατάλογος ερωτημάτων στον οποίον απαριθμούνταν τα σημεία που έθιξαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης απεστάλη με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις βελγικές αρχές. Οι βελγικές αρχές διαβίβασαν την απάντησή τους με επιστολή της 9ης Σεπτεμβρίου 2008.

(17)

Με επιστολή της 17ης Οκτωβρίου 2008, η Επιτροπή υπενθύμισε στο Βέλγιο ότι όφειλε να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της ανάκτησης των κατασχεθέντων εγγράφων, για να απαντήσει στα ερωτήματα που του έθεσε η Επιτροπή. Σε αυτή την επιστολή, η Επιτροπή ανέφερε επίσης το ενδεχόμενο να διατάξει επίσημα το Βέλγιο να της παράσχει τις πληροφορίες που του ζητήθηκαν, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτές οι πληροφορίες έπρεπε να είχαν ήδη παρασχεθεί στην Επιτροπή σε συνέχεια των προηγούμενων αιτημάτων της για ενημέρωση.

(18)

Με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 21ης Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε από τις βελγικές αρχές να την τηρήσουν ενήμερη για τη συνέχεια που θα έδιναν στην επιστολή της 17ης Οκτωβρίου 2008. Οι βελγικές αρχές απάντησαν με επιστολή της 29ης Ιανουαρίου 2009 ότι η ISI είχε αρχίσει τις ενέργειες για να απαντήσει στα ερωτήματα που έθεσε η Επιτροπή.

(19)

Με επιστολή της 7ης Μαΐου 2009, το Βέλγιο πληροφόρησε την Επιτροπή ότι τα κατασχεθέντα έγγραφα είχαν τελικά επιστραφεί στην ISI και ότι ήταν υπό εξέταση ενόψει της απάντησης στα ερωτήματα της Επιτροπής.

(20)

Με επιστολή της 6ης Αυγούστου 2009, το Βέλγιο διαβίβασε στην Επιτροπή την απάντησή του στα ερωτήματα που έθεσε αυτή στην επιστολή της 17ης Οκτωβρίου 2008.

(21)

Μετά από αίτημα της Επιτροπής, το Βέλγιο διαβίβασε με ηλεκτρονική επιστολή της 22ας Σεπτεμβρίου 2009 συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με ορισμένες εφαρμοστέες διοικητικές διατάξεις.

II.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΉΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

II.1.   Γενικό πλαίσιο της συμφωνίας που συνήψαν η ISI και η Umicore στις 21 Δεκεμβρίου 2000

(22)

Στο πλαίσιο των ερευνών που διεξάγονται από τις φορολογικές αρχές πολλών κρατών μελών επί των συναλλαγών που αφορούν πολύτιμα μέταλλα, η Περιφερειακή Διεύθυνση Βρυξελλών της ISI προέβη σε ελέγχους στην UMICORE S.A. για τα έτη από το 1995 έως το 1999. Στο τέλος αυτών των ελέγχων, η ISI κοινοποίησε στην Umicore, αντιστοίχως στις 30 Νοεμβρίου 1998 και στις 30 Απριλίου 1999, δύο σημειώματα τακτοποίησης όπου διαπιστώνεται η παράνομη εφαρμογή απαλλαγής από τον ΦΠΑ των πωλήσεων αργύρου υπό μορφή κόκκων σε εταιρείες με έδρα την Ιταλία, την Ελβετία και την Ισπανία.

(23)

Συγκεκριμένα, αυτά τα δύο σημειώματα τακτοποίησης αφορούσαν τον προσωρινό καθορισμό του ποσού ΦΠΑ του οποίου η Umicore κατέστη οφειλέτης λόγω των απαλλαγών που εφαρμόσθηκαν παράτυπα, το ποσό του φορολογικού προστίμου προς καταβολή, καθώς και τους αυτοδικαίως απαιτητούς τόκους αρχής γενομένης από την ημερομηνία κατά την οποία γεννήθηκε η οφειλή ΦΠΑ. Τα δύο σημειώματα ζητούσαν από τον υποκείμενο στον φόρο να διαβιβάσει γραπτώς στην ISI τη συμφωνία του για τα ποσά που καθορίστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, ή να προβάλει τις δεόντως αιτιολογημένες αντιρρήσεις του, εντός προθεσμίας 20 ημερών.

(24)

Η Umicore ακολούθησε την τελευταία εναλλακτική λύση και διαβίβασε στην ISI, τον Ιούνιο του 1999, δύο επιστολές με τις οποίες προέβαλε τις αντιρρήσεις της επί των διαπιστώσεων της ISI και επικαλείτο την κανονικότητα της χορηγηθείσας απαλλαγής από τον ΦΠΑ. Στις 23 Δεκεμβρίου 1999, η ISI διαβίβασε στην Umicore τις παρατηρήσεις της σε απάντηση των δύο επιστολών του υποκείμενου στον φόρο επαναβεβαιώνοντας την ισχύ των διαπιστώσεων που έγιναν στα δύο σημειώματα τακτοποίησης. Ως εκ τούτου, η ISI κάλεσε την Umicore να διαβιβάσει είτε τη σύμφωνη γνώμη της για τον καθορισθέντα φόρο, είτε νέα στοιχεία που να επιτρέπουν να μειωθεί ή να ακυρωθεί ο φόρος αυτός και, κατά περίπτωση, να παραιτηθεί του δικαιώματος όσον αφορά τον χρόνο παραγραφής που έχει παρέλθει, προκειμένου να διακοπεί η παραγραφή για την είσπραξη του φόρου, των τόκων και των φορολογικών προστίμων. Στις 30 Μαρτίου 2000, η Umicore ολοκλήρωσε την επιχειρηματολογία της απορρίπτοντας εκ νέου τα πορίσματα της ISI.

(25)

Στις 21 Δεκεμβρίου 2000, η ISI έκανε δεκτή πρόταση συμφωνίας που παρουσίασε η Umicore («συμφωνία διακανονισμού») σχετικά με τα δύο σημειώματα τακτοποίησης, όσον αφορά την εφαρμογή του ΦΠΑ στο σύνολο της περιόδου που ελέγχεται από την ISI. Η εν λόγω συμφωνία προβλέπει την πληρωμή από την Umicore ενός ποσού σημαντικά μειωμένου σε σχέση με τα ποσά που αναγράφονται στα προαναφερθέντα σημειώματα τακτοποίησης.

II.2.   Φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις ενδοκοινοτικές παραδόσεις και στην εξαγωγή αγαθών

(26)

Οι κανόνες για τον ΦΠΑ που εφαρμόζονται στις ενδοκοινοτικές παραδόσεις και στις εξαγωγές των αγαθών που προβλέπονται στη συμφωνία διακανονισμού όσον αφορά τα έτη από το 1995 έως το 1998 βασίζονται στη μεταφορά της οδηγίας 91/680/ΕΟΚ του Συμβουλίου (5) στον βελγικό κώδικα ΦΠΑ. Αυτή η οδηγία περιείχε το μεταβατικό καθεστώς του ΦΠΑ ενόψει της κατάργησης των φορολογικών συνόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τροποποιούσε την έκτη οδηγία ΦΠΑ (6).

1.   Φορολογία των παραδόσεων αγαθών

(27)

Το άρθρο 2 πρώτο εδάφιο του κώδικα ΦΠΑ ορίζει ότι «υπόκεινται στον φόρο, όταν αυτές πραγματοποιούνται στο Βέλγιο, οι παραδόσεις αγαθών και η παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με αυτή του την ιδιότητα.»

(28)

Εξάλλου, το άρθρο 10 του κώδικα ΦΠΑ ορίζει τα εξής:

«Ως παράδοση αγαθού θεωρείται η μεταβίβαση της εξουσίας να διαθέτει κανείς ενσώματο αγαθό ως κύριος. Πρόκειται ιδίως για την πράξη με την οποία το αγαθό τίθεται στη διάθεση του αγοραστή ή του εκδοχέα σε εκτέλεση συμβάσεως με αντικείμενο τη μεταβίβαση ή την αναγνώριση δικαιώματος.»

(29)

Τέλος, το άρθρο 15 του κώδικα ΦΠΑ προβλέπει τα εξής:

«Παράγραφος 1.   Μία παράδοση αγαθών πραγματοποιείται στο Βέλγιο όταν ο τόπος όπου αυτή θεωρείται ότι πραγματοποιείται, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6, βρίσκεται στο Βέλγιο.

Παράγραφος 2.   Ο τόπος μιας παράδοσης αγαθών θεωρείται ότι βρίσκεται στον χώρο όπου το αγαθό τίθεται στη διάθεση του αγοραστή ή του εκδοχέα.

Ωστόσο, ο τόπος παραδόσεως θεωρείται ότι βρίσκεται:

1ον

στον χώρο όπου αρχίζει η αποστολή ή η μεταφορά στον προορισμό του αγοραστή, όταν το αγαθό αποστέλλεται ή μεταφέρεται από τον προμηθευτή, από τον αγοραστή ή από τρίτον·

(…)

Παράγραφος 7.   Εκτός αν αποδεικνύεται διαφορετικά, η παράδοση ενός κινητού αγαθού θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα στο Βέλγιο, όταν, τη στιγμή της παράδοσης, το ένα από τα μέρη της πράξης έχει ορίσει εκεί την έδρα της οικονομικής δραστηριότητάς του ή τη μόνιμη εγκατάστασή του ή, ελλείψει μιας τέτοιας έδρας ή μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης, την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του.».

(30)

Κατά συνέπεια, μια παράδοση αγαθών (η μεταφορά της οποίας αρχίζει στο Βέλγιο) φορολογείται, καταρχήν, στο Βέλγιο. Όταν ένα από τα μέρη της πράξης είναι εγκατεστημένο στο Βέλγιο, ο νόμος εισάγει ένα νομικό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο η παράδοση θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα στο Βέλγιο.

2.   Υπόχρεος ΦΠΑ

(31)

Βάσει του άρθρου 51 παράγραφος 1 του κώδικα ΦΠΑ, ο φόρος οφείλεται από τον υποκείμενο στον φόρο που πραγματοποιεί παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που υπόκεινται σε φόρο και πραγματοποιούνται στο Βέλγιο.

3.   Εξαγωγές

(32)

Το άρθρο 39 παράγραφος 1 του κώδικα ΦΠΑ προβλέπει ένα καθεστώς απαλλαγής ΦΠΑ που εφαρμόζεται στις εξαγωγές αγαθών, ορίζοντας ότι «Απαλλάσσονται του φόρου: 1ον οι παραδόσεις αγαθών που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από τον πωλητή ή για λογαριασμό του εκτός της Κοινότητας· 2ον οι παραδόσεις αγαθών που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από μη εγκατεστημένο στο Βέλγιο αγοραστή ή για λογαριασμό του, εκτός της Κοινότητας (….)».

(33)

Σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 3 του κώδικα ΦΠΑ, στο βελγικό δίκαιο, το βασιλικό διάταγμα αριθ. 18 της 29ης Δεκεμβρίου 1992 («ΒΔ αριθ. 18») όρισε τις προϋποθέσεις σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά την εξαγωγή αγαθών από το Βέλγιο εκτός της Κοινότητας (7).

4.   Ενδοκοινοτικές παραδόσεις

(34)

Το άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ, προβλέπει αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 1993 τα εξής: «Απαλλάσσονται του φόρου: 1ον οι παραδόσεις αγαθών που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από τον πωλητή (…), από τον αγοραστή ή για λογαριασμό τους εκτός του Βελγίου αλλά στο εσωτερικό της Κοινότητας, που πραγματοποιούνται για άλλον υποκείμενο στον φόρο ή για νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στον φόρο, που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίοι υποχρεούνται να υποβάλουν στον φόρο τις ενδοκοινοτικές αγορές τους αγαθών (…).».

(35)

Το φορολογικό δίκαιο του Βελγίου επιβάλλει διάφορες προϋποθέσεις όσον αφορά την απόδειξη που πρέπει να χορηγηθεί με σκοπό τη σωστή εφαρμογή της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ. Το πρώτο άρθρο του βασιλικού διατάγματος αριθ. 52 της 29ης Δεκεμβρίου 1992 («ΒΔ αριθ. 52»), ορίζει ότι«Οι απαλλαγές του φόρου που προβλέπονται στο άρθρο 39α του Κώδικα υπόκεινται στην απόδειξη ότι τα αγαθά απεστάλησαν ή μεταφέρθηκαν εκτός του Βελγίου αλλά στο εσωτερικό της Κοινότητας». Στη συνέχεια, το άρθρο 2 του ΒΔ αριθ. 52 ορίζει ότι αυτή η απαλλαγή «υπόκειται επιπλέον στην απόδειξη ότι η παράδοση πραγματοποιήθηκε από υποκείμενο στον φόρο … εγγεγραμμένο στα μητρώα ΦΠΑ σε άλλο κράτος μέλος». Το άρθρο 3 πρώτο εδάφιο του ΒΔ αριθ. 52 ορίζει εξάλλου ότι «Ο πωλητής οφείλει ανά πάσα στιγμή να έχει στην κατοχή του όλα τα έγγραφα που αιτιολογούν την πραγματοποίηση της αποστολής ή της μεταφοράς των αγαθών …». Επί αυτού, το ανακοινωθέν τύπου που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βελγίου αριθ. 36 της 20ής Φεβρουαρίου 1993 εφιστά την προσοχή των φορολογουμένων στο γεγονός ότι «η μεταφορά πρέπει να πραγματοποιηθεί από τον πωλητή, τον αγοραστή ή για λογαριασμό τους. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι όταν η μεταφορά πραγματοποιείται από ή για λογαριασμό μεταγενέστερου πελάτη (για παράδειγμα στις διαδοχικές πωλήσεις όπου η μεταφορά πραγματοποιείται από τον τελικό πελάτη) δεν επιτρέπεται η απαλλαγή των παραδόσεων που προηγούνται της παράδοσης σ’ αυτόν τον τελευταίο πελάτη».

(36)

Για να χορηγηθεί απαλλαγή στο πλαίσιο ενδοκοινοτικής παράδοσης, εναπόκειται στον υποκείμενο στον φόρο να αποδείξει μεταξύ άλλων ότι η μεταφορά πραγματοποιήθηκε από τον πωλητή, τον αγοραστή ή για λογαριασμό τους (8).

(37)

Σε περίπτωση μη τήρησης των προϋποθέσεων που προβλέπονται για την εφαρμογή των προβλεπόμενων στα άρθρα 39 και 39α του κώδικα ΦΠΑ απαλλαγών, η παράδοση των αγαθών υπόκειται σε φορολόγηση στο Βέλγιο και το χρέος γεννάται μόνο από την επέλευση της πράξης (9). Βάσει της εφαρμογής της αρχής του fair play στον υποκείμενο στον φόρο, οι φορολογικές αρχές του Βελγίου δέχονται ωστόσο να εφαρμόσουν την απαλλαγή δυνάμει αυτών των άρθρων όταν ο υποκείμενος στον φόρο δεν είναι σε θέση να παράσχει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που αιτιολογούν την τήρηση των προϋποθέσεων απαλλαγής, αλλά οι αρχές διαθέτουν οι ίδιες αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της αμοιβαίας συνδρομής άλλων κρατών μελών ή τρίτων χωρών.

5.   Φορολογία που βασίζεται στην πραγματικότητα των γεγονότων

(38)

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Cour de Cassation (Ακυρωτικού Δικαστηρίου) του Βελγίου, ο φόρος (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ) πρέπει να καθοριστεί σε συνάρτηση με την πραγματικότητα των γεγονότων (10). Κατ’ εφαρμογή αυτής της αρχής, η διοίκηση υποχρεούται κατά συνέπεια να βασίσει τον φόρο όχι σε εικονική δικαιοπραξία όπως αυτή παρουσιάζεται από τον φορολογούμενο, αλλά σε πραγματική δικαιοπραξία (όπως αυτή προκύπτει από την πραγματική πρόθεση των εν λόγω μερών).

6.   Διαδικασία

(39)

Στην περίπτωση κατά την οποία η διοίκηση αμφισβητεί τις απαλλαγές ΦΠΑ που εφαρμόστηκαν στις εν λόγω παραδόσεις αγαθών, αυτή απευθύνει στον υπόχρεο στον φόρο, σημείωμα τακτοποίησης (11) που ακολουθείται εν γένει από πρόστιμο.

7.   Συναλλαγή με τον υπόχρεο στον φόρο

(40)

Το άρθρο 84 εδάφιο 2 του κώδικα ΦΠΑ προβλέπει ότι ο Υπουργός Οικονομικών διενεργεί τις συναλλαγές με τους οφειλέτες, αρκεί αυτές να μην συνεπάγονται απαλλαγή ή μείωση του φόρου. Τέτοιες συναλλαγές δεν μπορούν κατά συνέπεια να αφορούν παρά πραγματικά ζητήματα και όχι νομικά. Τέτοιες συναλλαγές εν γένει δεν προβλέπονται παρά μόνο όταν τα μέρη προβαίνουν σε αμοιβαίες παραχωρήσεις (όχι επί του ποσού του φόρου που μπορεί να προκύψει από τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν, αλλά σε πραγματικά ζητήματα, στον καθορισμό των προστίμων κ.λπ.) (12).

(41)

Η αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών αποτελεί αντικείμενο μεταβίβασης στις περιφερειακές διευθύνσεις της διοίκησης του ΦΠΑ, καθώς και της ISI.

8.   Εφαρμογή διοικητικών προστίμων

(42)

Όσον αφορά την εφαρμογή προστίμων σε περίπτωση έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων για το δικαίωμα στην απαλλαγή, το άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα ΦΠΑ προβλέπει για κάθε παράβαση της υποχρέωσης εξόφλησης του ΦΠΑ ένα αναλογικό πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο του μη καταβληθέντος φόρου. Εντούτοις, το βασιλικό διάταγμα αριθ. 41 της 30ής Ιανουαρίου 1987 («ΒΔ αριθ. 41») προβλέπει μια κλίμακα μείωσης των αναλογικών φορολογικών προστίμων. Το άρθρο 1 παράγραφος 1 του ΒΔ αριθ. 41 προβλέπει ότι αυτό το πρόστιμο μειώνεται στο 10 % του ποσού του οφειλόμενου φόρου (πίνακας G του παραρτήματος) σε περιπτώσεις παραβάσεων που διαπράττονται στην εφαρμογή του άρθρου 39α του κώδικα ΦΠΑ (απαλλαγή που εφαρμόζεται αδικαιολογήτως ή ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων του δικαιώματος απαλλαγής). Το ίδιο αναλογικό πρόστιμο εφαρμόζεται για παραβάσεις της ίδιας φύσης στην εφαρμογή του άρθρου 39 του κώδικα ΦΠΑ.

(43)

Το άρθρο 70 παράγραφος 2 του κώδικα ΦΠΑ προβλέπει την εφαρμογή προστίμου ίσου με το διπλάσιο του οφειλόμενου φόρου για την πράξη όταν δεν έχει εκδοθεί τιμολόγιο ή το τιμολόγιο περιέχει ανακριβείς αναφορές, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ταυτότητα, την επωνυμία ή τη διεύθυνση των ενδιαφερομένων στην πράξη μερών. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 70 παράγραφος 2 εδάφιο 2 του κώδικα ΦΠΑ, αυτό το πρόστιμο, ωστόσο, δεν εφαρμόζεται όταν οι παρατυπίες δύνανται να θεωρηθούν ως εντελώς τυχαίες (13), ή όταν ο προμηθευτής δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει για την ιδιότητα του αντισυμβαλλομένου ως μη υποκείμενου στον φόρο (14).

(44)

Το ΒΔ αριθ. 41 (15) επαναφέρει το ποσό του προστίμου στο 100 % του οφειλόμενου φόρου για πράξεις σε περιπτώσεις ανακρίβειας των αναφορών που πρέπει να αναγράφονται στα τιμολόγια. Το άρθρο 3 του ιδίου βασιλικού διατάγματος προβλέπει ότι η πλήρης διαγραφή των προστίμων χορηγείται όταν ένας φορολογούμενος τακτοποιεί αυθόρμητα την κατάστασή του πριν από οποιαδήποτε παρέμβαση των φορολογικών αρχών.

9.   Αναλογικότητα των προστίμων

(45)

Σε απόφασή του της 24ης Φεβρουαρίου 1999 (16), το Διαιτητικό Δικαστήριο του Βελγίου (17) αποφάσισε ότι ο δικαστής πρέπει να είναι σε θέση να εξετάσει εάν «η απόφαση κατασταλτικού χαρακτήρα δικαιολογείται de facto και de jure, εάν πληροί το σύνολο των νομικών διατάξεων και των γενικών αρχών που επιβάλλονται στη διοίκηση, μεταξύ των οποίων την αρχή της αναλογικότητας.» Επ’ ευκαιρία, το Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι τα διοικητικά πρόστιμα όσον αφορά τον ΦΠΑ είχαν κατασταλτικό χαρακτήρα.

(46)

Μια πρόσφατη νομολογία του Cour de Cassation του Βελγίου (18) επιβεβαίωσε εξάλλου την υποχρέωση τόσο για τις αρμόδιες φορολογικές αρχές όσο και για τον δικαστή να εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας στο ποσό των διοικητικών προστίμων, ακόμα και όταν αυτό συνεπάγεται παρέκκλιση από καθορισμένους πίνακες.

10.   Δυνατότητα της διοίκησης να μειώσει ή να διαγράψει τα πρόστιμα

(47)

Μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου της 15ης Μαρτίου 1999 σχετικά με τις αντιδικίες στον φορολογικό τομέα, οι διατάξεις του κώδικα ΦΠΑ (19) που παρείχαν στον Υπουργό Οικονομικών την εξουσία να χορηγεί διαγραφή προστίμου καταργήθηκαν. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 9 του βασιλικού διατάγματος (arrêté du régent) της 18ης Μαρτίου 1831 (20), ο Υπουργός Οικονομικών ή ο εντεταλμένος γι’ αυτό υπάλληλος διατηρεί την αρμοδιότητα να μειώσει ή να διαγράψει τα πρόστιμα. Ο Υπουργός μεταβίβασε αυτή την αρμοδιότητα στον γενικό διευθυντή και στους περιφερειακούς διευθυντές (21) της διοίκησης του ΦΠΑ (22).

(48)

Αυτή η διάταξη επιτρέπει καταρχήν στη διοίκηση, όταν αυτή επιβάλλει πρόστιμο ΦΠΑ, να αποκλίνει από τους νόμιμους πίνακες που προβλέπονται στο άρθρο 70 παράγραφος 2 του κώδικα ΦΠΑ, καθώς και στο ΒΔ αριθ. 41, ιδίως όταν η αυστηρή εφαρμογή αυτών των πινάκων θα μπορούσε να αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας.

(49)

Όταν είναι δυνατή η μείωση προστίμου, θα ήταν κατά συνέπεια κανονικό, σε περίπτωση συμβιβαστικής συμφωνίας μεταξύ των φορολογικών αρχών και του οφειλέτη, ότι αυτή η συμφωνία αναφέρεται επίσης στο πρόστιμο και δύναται να διεξαχθεί μια διαπραγμάτευση γι’ αυτόν τον σκοπό.

11.   Τόκοι υπερημερίας

(50)

Όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας, το άρθρο 91 παράγραφος 1 του κώδικα ΦΠΑ προβλέπει ότι αυτοί υπολογίζονται με επιτόκιο 0,8 % του οφειλόμενου φόρου για κάθε μήνα καθυστέρησης. Το άρθρο 84α του κώδικα ΦΠΑ διευκρινίζει ότι, σε ειδικές περιπτώσεις, ο αρμόδιος περιφερειακός διευθυντής δύναται να χορηγήσει, υπό προϋποθέσεις που ο ίδιος καθορίζει, την απαλλαγή όλων των τόκων ή μέρους αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 91 του κώδικα ΦΠΑ.

(51)

Εντούτοις, από τις διοικητικές παρατηρήσεις όσον αφορά τον ΦΠΑ (23) προκύπτει ότι μία τέτοια μερική ή συνολική διαγραφή των τόκων υπερημερίας δύναται να χορηγηθεί μόνο σε περίπτωση που ο υποκείμενος στον φόρο βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση λόγω αιτίας ανεξάρτητης από τη βούλησή του. Αυτή η θέση επιβεβαιώθηκε από το Βέλγιο στην επιστολή του της 13ης Ιουνίου 2005 σε απάντηση των παρατηρήσεων των τρίτων, στην οποία διευκρινίζει ότι «οι περιφερειακοί διευθυντές της ISI δεν χορήγησαν ποτέ για κανένα φάκελο τη συνολική ή μερική διαγραφή των τόκων υπερημερίας. Επιπλέον, αυτή η διαγραφή χορηγείται μόνο στους οφειλέτες που βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση (…)».

12.   Επιστροφή

(52)

Το άρθρο 77 παράγραφος 1 στοιχείο 7 του κώδικα ΦΠΑ προβλέπει ότι ο φόρος που επιβάρυνε την παράδοση αγαθού (ή την παροχή υπηρεσίας) επιστρέφεται κατά το αντίστοιχο ποσό σε περίπτωση ολικής ή μερικής απώλειας της σχετικής απαίτησης επί του τιμήματος.

(53)

Η εγκύκλιος αριθ. 78 σχετικά με τις επιστροφές στον τομέα του ΦΠΑ (24) διευκρινίζει ότι η επιστροφή προβλέπεται όχι μόνο όταν υπάρχει απώλεια της απαίτησης επί του τιμήματος κατόπιν πτώχευσης ή πτωχευτικού συμβιβασμού, αλλά ακόμα και σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ο προμηθευτής αποδεικνύει ότι το τιμολόγιο δεν εξοφλήθηκε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει και ότι εξάντλησε όλα τα μέσα προσφυγής. Το ζήτημα σε ποια στιγμή η απώλεια δύναται να θεωρηθεί ως βεβαία εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης (25).

(54)

Όταν έχει εξοφληθεί μόνο μέρος του τιμολογίου, π.χ., επειδή εξοφλήθηκε το ποσό προ ΦΠΑ του τιμολογίου από τον αγοραστή, ενώ το ποσό που αντιστοιχεί στον ΦΠΑ δεν έχει εξοφληθεί, μόνο το μέρος του ΦΠΑ που αντιστοιχεί αναλογικά στο μη εξοφληθέν ποσοστό (26) δύναται να τύχει επιστροφής (27).

13.   Δυνατότητα έκπτωσης του ΦΠΑ από τον φόρο εταιρειών

(55)

Το άρθρο 53 του κώδικα για τον φόρο εισοδήματος («CIR92») προβλέπει ότι ορισμένοι φόροι δεν δύνανται να αφαιρεθούν από τον υπολογισμό της φορολογητέας βάσης που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος (συμπεριλαμβανομένου του φόρου εταιρειών). Παρά ταύτα, ο ΦΠΑ δεν εμφανίζεται μεταξύ των αναφερόμενων φόρων.

(56)

Οι διοικητικές οδηγίες όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος (28) προβλέπουν επιπλέον ότι ο καταβληθείς ή οφειλόμενος ΦΠΑ στο δημόσιο ταμείο από φορολογούμενο και μη καλυπτόμενος από ΦΠΑ που βαρύνει τον πελάτη, συνιστά επαγγελματική δαπάνη.

14.   Δυνατότητα έκπτωσης των προστίμων ΦΠΑ από τον φόρο εταιρειών

(57)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Cour de Cassation, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε από τις διοικητικές παρατηρήσεις (29), τα αναλογικά πρόστιμα για τον ΦΠΑ εκπίπτουν από τον φόρο εταιρειών.

15.   Εξουσία της ISI

(58)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 του νόμου της 8ης Αυγούστου 1980, η ISI και οι περιφερειακοί διευθυντές της διαθέτουν τις ίδιες εξουσίες με τη διοίκηση ΦΠΑ.

II.3.   Ο δικαιούχος

(59)

Η εταιρεία Umicore S.A. είναι ανώνυμη εταιρεία βελγικού δικαίου που παράγει και εμπορεύεται ειδικά υλικά και πολύτιμα μέταλλα στην αγορά της Ένωσης και στη διεθνή αγορά· στις δραστηριότητες αυτές περιλαμβάνεται και η παραγωγή και η πώληση αργύρου υπό μορφή κόκκων. Ιδίως, η Umicore θεωρείται μία από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις εξευγενισμού αργύρου σε παγκόσμιο επίπεδο.

(60)

Ο άργυρος που παράγεται από την Umicore προέρχεται από άλλα υλικά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων από βιομηχανικά απόβλητα που παραλαμβάνει στο πλαίσιο συμβάσεων υπεργολαβίας για την ανάκτηση πολύτιμων ή μη μετάλλων (άργυρος, χρυσός, λευκόχρυσος, παλλάδιο, ρόδιο, ιρίδιο, κοβάλτιο, χαλκός, μόλυβδος, κ.λπ.). Ειδικότερα, η Umicore παράγει άργυρο υπό μορφή κόκκων, που εν γένει πωλείται σε χονδρεμπορικές επιχειρήσεις του τομέα της κοσμηματοποιίας ή στη βιομηχανία.

(61)

Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της εμπορίας αργύρου υπό μορφή κόκκων, η Umicore πραγματοποιεί, ιδίως, παραδόσεις με προορισμό άλλα κράτη μέλη. Από τις πληροφορίες που χορήγησε η Umicore στις φορολογικές αρχές του Βελγίου προκύπτει ότι η παγκόσμια κατανάλωση αργύρου ανερχόταν την περίοδο των γεγονότων σε περίπου 26 000 τόνους ετησίως, και ότι η Ιταλία ήταν η μεγαλύτερη αγορά στην Ευρώπη και μία από τις σημαντικότερες γεωγραφικές αγορές, με περίπου 2 000 τόνους ετησίως.

II.4.   Έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν και σημειώματα τακτοποίησης που διαβιβάστηκαν από την ISI

(62)

Κατόπιν ελέγχων που πραγματοποίησε η ISI όσον αφορά τη δραστηριότητα εμπορίας πολύτιμων μετάλλων της Umicore κατά τη διάρκεια των ετών 1995 έως και 1999, η Περιφερειακή Διεύθυνση Βρυξελλών της ISI κοινοποίησε στην Umicore, στις 30 Νοεμβρίου 1998 και στις 30 Απριλίου 1999, δύο σημειώματα τακτοποίησης που διαπιστώνουν την παράτυπη εφαρμογή της απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 39α του κώδικα ΦΠΑ (και, σε ορισμένες περιπτώσεις, δυνάμει του άρθρου 39 του κώδικα όσον αφορά την απαλλαγή για τις εξαγωγές αγαθών εκτός Ένωσης) όσον αφορά διάφορες παραδόσεις αργύρου υπό μορφή κόκκων που πραγματοποιήθηκαν σε ιταλούς, ισπανούς και ελβετούς πελάτες , με προορισμό την Ιταλία. Ειδικότερα, οι έρευνες που διεξήχθησαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες των συγκεκριμένων κρατών μελών είχαν επιτρέψει να προσδιοριστεί ότι ορισμένοι ξένοι πελάτες της Umicore ήταν εικονικοί και συνδεδεμένοι με μηχανισμούς αλυσιδωτής απάτης που τέθηκαν σε εφαρμογή για την αποφυγή της πληρωμής του ΦΠΑ.

(63)

Οι παρατυπίες που διαπιστώθηκαν από την ISI αφορούν ιδίως παραβάσεις των άρθρων 39 και 39α του κώδικα ΦΠΑ και των άρθρων 1 έως 3 του ΒΔ αριθ. 52 σχετικά με τις απαλλαγές που εφαρμόστηκαν από την Umicore σε ορισμένες ενδοκοινοτικές παραδόσεις και εξαγωγές. Ιδίως, οι αρχές έκριναν ότι ο υπόχρεος στον φόρο δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της απαλλαγής δυνάμει των άρθρων 39 και 39α του κώδικα ΦΠΑ πληρούνταν για αυτές τις παραδόσεις. Η ISI, κατά συνέπεια, έκρινε ότι κατ’ αρχάς η Umicore είχε εφαρμόσει αδικαιολόγητα την απαλλαγή από τον ΦΠΑ σε ορισμένες ενδοκοινοτικές παραδόσεις ή σε ορισμένες εξαγωγές.

(64)

Όσον αφορά ειδικότερα ορισμένες πωλήσεις σε διάφορους Ιταλούς και Ισπανούς υποκείμενους στον φόρο (περίοδος 1995-1996), η ISI έκρινε, (σε προκαταρκτική βάση), ότι η μεταφορά του εμπορεύματος δεν είχε πραγματοποιηθεί ούτε από την Umicore ούτε από τον αγοραστή που αναφερόταν στο τιμολόγιο, ούτε για λογαριασμό τους, αλλά από έναν μεταγενέστερο πελάτη στην αλυσίδα πωλήσεων στην Ιταλία. Σύμφωνα με την ISI, οι εν λόγω παραδόσεις δεν πληρούσαν κατά συνέπεια τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ όσον αφορά τις απαλλαγές σχετικά με τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις αγαθών.

(65)

Όσον αφορά ορισμένες πωλήσεις σε εταιρείες εγκατεστημένες στην Ελβετία, η ISI έκρινε ομοίως ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 39 του κώδικα ΦΠΑ για τις εξαγωγές αγαθών εκτός της Κοινότητας, δεδομένου ότι τα αγαθά είχαν παραδοθεί με προορισμό την Ιταλία και ως εκ τούτου δεν είχαν εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης.

(66)

Κατά συνέπεια, η ISI συνήγαγε προσωρινά, στο σημείωμα τακτοποίησης της 30ής Νοεμβρίου 1998, ότι η Umicore όφειλε στο βελγικό κράτος, για τα έτη 1995 και 1996, τα ακόλουθα ποσά:

για ΦΠΑ: 708 211 924 BEF, ήτοι περίπου 17 556 115 EUR,

για μειωμένο φορολογικό πρόστιμο (πίνακας G του ΒΔ αριθ. 41): 70 820 000 BEF, ήτοι περίπου 1 755 582 EUR,

για τόκους υπερημερίας: 0,8 % ανά μήνα καθυστέρησης αρχής γενομένης από την 21η Ιανουαρίου 1997, υπολογιζόμενου επί του οφειλόμενου ποσού ΦΠΑ.

(67)

Στο σημείωμα τακτοποίησης της 30ής Απριλίου 1999, η ISI, εξάλλου, συνήγαγε προσωρινά ότι η Umicore όφειλε στο βελγικό κράτος, για τα έτη 1997-1998, τα ακόλουθα ποσά:

για ΦΠΑ: 274 966 597 BEF, ήτοι περίπου 6 816 243 EUR,

για μειωμένο φορολογικό πρόστιμο (πίνακας G του ΒΔ αριθ. 41): 27 496 000 BEF, ήτοι περίπου 681 608 EUR,

για τόκους υπερημερίας: 0,8 % ανά μήνα καθυστέρησης αρχής γενομένης από την 21η Ιανουαρίου 1997, υπολογιζόμενου επί του οφειλόμενου ποσού ΦΠΑ.

(68)

Συνολικά, το ποσό του ΦΠΑ που απαιτείται από την Umicore κατόπιν των αιτημάτων τακτοποίησης ανερχόταν σε 24 372 358 EUR και το φορολογικό πρόστιμο που υπολογίστηκε σ’ αυτά τα σημειώματα τακτοποίησης ανερχόταν σε 2 437 235 EUR.

(69)

Με επιστολές της 11ης, της 18ης Ιουνίου 1999 και της 31ης Μαρτίου 2000, η Umicore εξέφρασε την αντίθεσή της με τα δύο σημειώματα. Ιδίως, η Umicore δήλωσε ότι δεν είχε ανάμειξη στις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν σε βάρος πελατών της και προς υπεράσπισή της υπενθύμισε ότι υπό την ιδιότητά της ως χονδρεμπόρου στην αγορά του αργύρου υπό μορφή κόκκων δεν ήταν υποχρεωμένη να γνωρίζει την ταυτότητα των πελατών των αγοραστών της δεδομένου ότι οι πωλήσεις αργύρου πραγματοποιούνταν «εκ του εργοστασίου» έτσι ώστε να αποφεύγονται οι κίνδυνοι των μεταφορών. Επιπλέον, η Umicore αντέταξε ότι όλοι οι πελάτες της επιχείρησης ήταν εγγεγραμμένοι στα μητρώα ΦΠΑ σε άλλα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια της περιόδου των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν, ότι τα τριμηνιαία δελτία ενδοκοινοτικών παραδόσεων της Umicore ανέφεραν πάντοτε όλες τις εν λόγω παραδόσεις όπως προβλέπεται από τον κώδικα ΦΠΑ του Βελγίου, ότι τα τιμολόγια της Umicore είχαν εκδοθεί στο όνομα των παραληπτών εγγεγραμμένων στα μητρώα ΦΠΑ, σύμφωνα με τα οριζόμενα κατά τις παραγγελίες, ότι οι μεταφορές είχαν όντως πραγματοποιηθεί από τις εξειδικευμένες εταιρείες μεταφορών και ότι τα εμπορεύματα είχαν πράγματι εξέλθει από το έδαφος του Βελγίου και είχαν όντως φτάσει στην Ιταλία. Έτσι, η Umicore έκρινε ότι έπραξε ορθώς όταν εφάρμοσε την απαλλαγή από τον ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ στις εν λόγω πράξεις.

(70)

Η Umicore είχε επίσης υπογραμμίσει ότι ορισμένα κράτη ζητούν μόνο αποδεικτικά στοιχεία για τη μεταφορά των αγαθών σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της αναχώρησης, ενώ το Βέλγιο ζητά αποδεικτικά στοιχεία για την πραγματοποίηση της μεταφοράς από ή για λογαριασμό του πωλητή ή του αγοραστή των εν λόγω αγαθών. Η απαίτηση αυτή ήταν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης και προξενούσε σοβαρές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού σε βάρος της Umicore και των άλλων βελγικών επιχειρήσεων που πραγματοποιούν αυτή τη μορφή ενδοκοινοτικών παραδόσεων. Ως εκ τούτου, η Umicore ισχυρίζεται ότι δεν παρακράτησε τον ΦΠΑ επί των επίμαχων πράξεων καλή τη πίστει.

II.5.   Βάση της συμφωνίας διακανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 2000

(71)

Στις 21 Δεκεμβρίου 2000, η ISI δέχθηκε πρόταση συμφωνίας που υποβλήθηκε από την Umicore σχετικά με τις οφειλές ΦΠΑ για τα έτη 1995 έως 1998. Στην πρόταση συμφωνίας διευκρινίζεται ότι η Umicore αμφισβητούσε το βάσιμο των τακτοποιήσεων που απαιτούσε η ISI, αλλά δεχόταν τη ρύθμιση που προτεινόταν ώστε να καταστεί δυνατή η επίτευξη συμβιβασμού.

(72)

Η εν λόγω συμφωνία προβλέπει την καταβολή από μέρους της Umicore ποσού ύψους 423 000 000 BEF, ήτοι περίπου 10 485 896 EUR, ως «οριστικό διακανονισμό και σε εξόφληση του συνόλου της οφειλής για τον ΦΠΑ της Umicore για τα έτη 1995 μέχρι και 1999». Στη συμφωνία διευκρινίζεται επίσης ότι το ποσό αυτό δεν μπορεί να εκπέσει από τον φόρο εταιρειών.

(73)

Όπως είχε ήδη διευκρινιστεί από το Βέλγιο κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής έρευνας που προηγήθηκε της κίνησης της διαδικασίας, οι φορολογικές αρχές θεωρούν ότι το ποσό που προβλέπεται στην πράξη αντιστοιχεί σε πρόστιμο που καθορίστηκε δυνάμει του άρθρου 70 παράγραφος 2 του κώδικα ΦΠΑ και που έχει μειωθεί βάσει του άρθρου 84 του κώδικα ΦΠΑ. Ειδικότερα το άρθρο 70 παράγραφος 2 προβλέπει ότι η ανακριβής αναγραφή σε τιμολόγιο που εκδίδεται από τον υποκείμενο στο φόρο «όσον αφορά τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, το όνομα ή τη διεύθυνση των μερών της συναλλαγής, τη φύση ή την ποσότητα των παραδιδόμενων αγαθών ή παρεχόμενων υπηρεσιών, την τιμή ή συναφείς με την τιμή συνιστώσες» οδηγεί στην επιβολή προστίμου που ανέρχεται στο διπλάσιο του φόρου που οφείλεται για τη συναλλαγή. Εντούτοις, το πρόστιμο μειώνεται στο 100 % του οφειλόμενου φόρου σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του ΒΔ αριθ.o41 (πίνακας C που προσαρτάται στο ΒΔ αριθ.o41).

(74)

Το Βέλγιο ισχυρίζεται επίσης ότι το ποσό του διακανονισμού που ορίστηκε από την Umicore και την ISI ήταν απόλυτα νόμιμο και δικαιολογημένο βάσει της βελγικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, είχε προκύψει από τον ακόλουθο υπολογισμό:

κατ’ αρχήν οφειλόμενος φόρος (θεωρητικός υπολογισμός) επί των σχετικών συναλλαγών: 708 εκατομμύρια BEF

πρόστιμο προβλεπόμενο από τον νόμο: 708 εκατομμύρια BEF × 200 % = 1 416 εκατομμύρια BEF (εφαρμογή του άρθρου 70 παράγραφος 2 του κώδικα ΦΠΑ)·

μείωση 100 %, σύμφωνα με το ΒΔ αριθ. 41 (πίνακας C) που καθορίζει το ποσό των προστίμων στον τομέα του ΦΠΑ όταν οι παραβάσεις δεν διαπράχθηκαν με την πρόθεση να αποφευχθεί ο φόρος ή να καταστεί δυνατή η αποφυγή του φόρου: 708 εκατομμύρια BEF

λαμβάνεται υπόψη ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να εκπέσει το πρόστιμο στο πλαίσιο των επαγγελματικών επιβαρύνσεων (708 - 40,17 % του 708): 423 εκατομμύρια BEF, ήτοι περίπου 10 485 896 εκατομμύρια EUR.

(75)

Σύμφωνα με το Βέλγιο, μια τέτοια συμφωνία δικαιολογείται διότι τα σχετικά σημειώματα τακτοποίησης δεν αποτελούν παρά το πρώτο βήμα μιας πολύπλοκης διοικητικής διαδικασίας για τον καθορισμό μιας φορολογικής οφειλής που πρέπει να καταβληθεί από εταιρεία που υπόκειται σε ΦΠΑ. Η διεξοδική εξέταση των πληροφοριών και των επιχειρημάτων που επικαλέστηκε η Umicore, η οποία είχε πάντοτε αρνηθεί ότι είχε διαπράξει απάτη, είχαν πείσει την ISI ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν έπρεπε να απαιτηθεί φόρος. Η ISI θεωρεί ότι το σύνολο των στοιχείων, και ιδίως τα αποδεικτικά στοιχεία που παρασχέθηκαν από την Umicore και τις ιταλικές αρχές, επέτρεψαν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πληρούνταν οι όροι απαλλαγής από τον ΦΠΑ παρά τα αναφερόμενα στα σημειώματα τακτοποίησης. Δεδομένου ότι δεν είχε προσδιοριστεί ποσό φόρου, δεν είχε χορηγηθεί μείωση της οφειλής ΦΠΑ.

ΙΙΙ.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(76)

Στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή θεώρησε ότι υπήρχαν αμφιβολίες όσον αφορά την εφαρμογή της απαλλαγής από τον ΦΠΑ στις παραδόσεις αγαθών που αποτελούσαν αντικείμενο των σημειωμάτων τακτοποίησης που εκδόθηκαν από την ISI. Η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι μια λανθασμένη εφαρμογή της απαλλαγής από τον ΦΠΑ θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του περιθωρίου κέρδους του προμηθευτή σε σχέση με τις εν λόγω πωλήσεις.

(77)

Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι μπορεί να εφαρμοστεί απαλλαγή στην ενδοκοινοτική παράδοση αγαθών, που φορολογείται κατ’ αρχήν στο Βέλγιο, όταν πληρούνται οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις:

τα αγαθά αποστέλλονται ή μεταφέρονται από τον πωλητή ή από τον αγοραστή ή για λογαριασμό τους, εκτός του εδάφους του κράτους μέλους αναχώρησης αλλά εντός της Ένωσης, και

η παράδοση των αγαθών πραγματοποιείται από άλλον υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με αυτήν την ιδιότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος αναχώρησης της αποστολής ή της μεταφοράς των αγαθών.

(78)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή, η Umicore δεν φαινόταν ότι ήταν σε θέση, κατά τη διάρκεια των ελέγχων της ISI, να αποδείξει ότι πληρούνταν αυτές οι προϋποθέσεις εξαίρεσης. Κατά συνέπεια, και σύμφωνα με τους κανόνες για την εφαρμογή του ΦΠΑ σε παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιήθηκαν στο Βέλγιο, είχε δημιουργηθεί φορολογική οφειλή λόγω του γεγονότος ότι πραγματοποιήθηκαν αυτές οι φορολογητέες πράξεις.

(79)

Συνεπώς, η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι η επίμαχη συμφωνία φαινόταν να παρέχει πλεονέκτημα στην Umicore που συνίστατο στη μείωση μιας φορολογικής οφειλής η οποία θα έπρεπε κανονικά να αναληφθεί από την ίδια.

(80)

Η Επιτροπή θεώρησε επίσης ότι θα ήταν αντιφατικό και αδικαιολόγητο να εφαρμοστεί πρόστιμο αναλογικό με τον μη καταβληθέντα ΦΠΑ χωρίς να απαιτείται η πληρωμή του ίδιου του ΦΠΑ.

(81)

Κατά την Επιτροπή, η εικαζόμενη απουσία πρόθεσης απάτης από μέρους της Umicore δεν δικαιολογεί την εφαρμογή αναλογικού προστίμου αντί του ίδιου του φόρου.

(82)

Επίσης, η Επιτροπή επισήμανε ότι το ποσό του ΦΠΑ που λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό του αναλογικού προστίμου (708 εκατομμύρια BEF) αποτελούσε μόνο ένα μέρος της οφειλής που είχε αρχικά καθοριστεί βάσει των σημειωμάτων της ISI (983 εκατομμύρια BEF). Τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν από το Βέλγιο σχετικά με τον υπολογισμό όσον αφορά τον σχετικό διακανονισμό δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη το οφειλόμενο ποσό του ΦΠΑ από μέρους της Umicore την περίοδο 1997-1998 βάσει του σημειώματος τακτοποίησης της 30ής Απριλίου 1999.

(83)

Εξάλλου, η Επιτροπή εξέφρασε τις αμφιβολίες της σχετικά με τη νομιμότητα της μεταγενέστερης μείωσης του σχετικού ποσού, που εφαρμόστηκε με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να εκπέσει το πρόστιμο από τον φόρο εταιρειών στο πλαίσιο των επαγγελματικών επιβαρύνσεων.

(84)

Επίσης, η Επιτροπή εξέφρασε τις αμφιβολίες της ως προς τους όρους σύναψης της συμφωνίας. Ειδικότερα, το γεγονός ότι δεν καθορίστηκε για τη συμφωνία η νομική της βάση και η επίσημη αιτιολόγησή της από νομικής πλευράς φαίνεται να αποτελεί παρέκκλιση από την κανονική διεξαγωγή της διαδικασίας προσδιορισμού και εκκαθάρισης του οφειλόμενου ΦΠΑ που εφαρμόζεται εν γένει στο Βέλγιο. Κατ’ αρχήν, σε περιπτώσεις στις οποίες οι αρχές αμφισβητούν το δικαίωμα απαλλαγής ενός υποκείμενου στον φόρο, οι αρχές αυτές του απευθύνουν σημείωμα τακτοποίησης που συνοδεύεται συνήθως από πρόστιμο. Στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος αμφισβητεί τη φορολογία που απαιτούν οι αρχές και οι αιτιάσεις του δεν μπορούν να πείσουν την οικεία υπηρεσία, οι αρχές θα πρέπει κατ’ αρχήν να απευθύνουν διαταγή πληρωμής συνοδευόμενη από προσαύξηση του προστίμου κατά 50 %.

(85)

Όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι πρακτικές άσκησης διακρίσεων από μέρους των φορολογικών αρχών θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αποτελούν ευνοϊκή μεταχείριση που εμπίπτει στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης (30).

(86)

Συνεπώς, η Επιτροπή θεώρησε ότι ένας φιλικός διακανονισμός, όπως εκείνος που προβλέφθηκε για την Umicore, με μείωση του οφειλόμενου ΦΠΑ, των προστίμων και των τόκων, δεν εφαρμοζόταν εν γένει σε όλους τους υπόχρεους σε ΦΠΑ, ακόμη και στην περίπτωση που αυτοί αμφισβητούσαν το βάσιμο των παραβάσεων που τους είχαν αποδοθεί και, κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση ικανοποιείται το κριτήριο του επιλεκτικού χαρακτήρα.

(87)

Σύμφωνα με την Επιτροπή, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί για την εν λόγω ενίσχυση καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 της Συνθήκης.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ

(88)

Το Βέλγιο υπογραμμίζει ότι ο κώδικας ΦΠΑ δεν καθορίζει την ακριβή επίσημη διαδικασία που διέπει τις διορθώσεις των οφειλών που βαρύνουν τους υπόχρεους σε ΦΠΑ. Ωστόσο, έχει καθιερωθεί σχετικά μια πρακτική που σκοπό έχει κατ’ αρχάς να ενημερώσει τον υπόχρεο στον φόρο σχετικά με την προβλεπόμενη από τις αρχές διόρθωση και να του ζητήσει να προσκομίσει τυχόν αντεπιχειρήματα όσον αφορά την επιβολή αυτής της φορολογίας. Η πρακτική αυτή στηρίζεται στην εφαρμογή των αρχών της χρηστής διαχείρισης και του δικαιώματος υπεράσπισης. Συνεπώς, σε αυτό το πλαίσιο, το σημείωμα τακτοποίησης αποτελεί απλώς μια πρόταση των αρχών που χρησιμεύει για την έναρξη συζήτησης με τον υποκείμενο σε φόρο, χωρίς να παράγει νομικά αποτελέσματα για αυτόν ούτε να συνιστά απαίτηση του κράτους. Το σημείωμα τακτοποίησης επιτρέπει ουσιαστικά στον υπόχρεο στον φόρο να αντιταχθεί στην προκαταρκτική θέση των αρχών και να παρουσιάσει τα στοιχεία που θα στήριζαν τη θέση του.

(89)

Κατά το Βέλγιο, θα μπορούσε, μετά την εξέταση των επιχειρημάτων του υπόχρεου στον φόρο που θα προβάλλονταν ως απάντηση στο σημείωμα τακτοποίησης, να τροποποιηθεί η προβλεπόμενη διόρθωση ή ακόμη και να μην επιβληθεί κανένας απολύτως φόρος.

(90)

Το Βέλγιο διευκρινίζει επίσης ότι το σημείωμα τακτοποίησης δεν έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία οφειλής. Μόνο η διαταγή πληρωμής, που καθίσταται εκτελεστή, θα αποτελούσε το μέσο με το οποίο το κράτος θεμελιώνει φορολογική απαίτηση για την είσπραξη του ΦΠΑ (31). Δεδομένου ότι ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην Umicore διαταγή πληρωμής στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, ο όρος «μείωση του οφειλόμενου ΦΠΑ» είναι, κατά το Βέλγιο, ανακριβής.

(91)

Για να αποδείξει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην υπόθεση Umicore ακολουθείται επίσης και σε άλλες υποθέσεις υπόχρεων σε φόρο, το Βέλγιο διαβίβασε αντίγραφο συμφωνίας που συνάφθηκε το 2000 με υποκείμενο στον φόρο και που αφορούσε ποσό ύψους 6 εκατομμυρίων BEF, ενώ το πρωτόκολλο που εκδόθηκε το 1995 για τις ίδιες συναλλαγές γνωστοποιούσε στον ίδιο υποκείμενο στον φόρο ότι όφειλε ποσό ύψους 14 εκατομμυρίων BEF.

(92)

Όσον αφορά τη διεξαγωγή της διαδικασίας με τον υποκείμενο στον φόρο, το Βέλγιο προσθέτει ότι οι φορολογικές συμφωνίες είναι βασικά εργαλεία στον τομέα του ΦΠΑ, που επιβεβαιώνονται τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία και προβλέπονται ρητά στο άρθρο 84 του κώδικα ΦΠΑ. Συνεπώς, ο διακανονισμός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της διαδικασίας και είναι στη διάθεση όλων ανεξαιρέτως των υπόχρεων στον φόρο.

(93)

Όσον αφορά το γεγονός ότι η συμφωνία δεν προσδιορίζει τη νομική της βάση, το Βέλγιο αναφέρει ότι το άρθρο 84 του κώδικα ΦΠΑ δεν καθορίζει τη μορφή ή το υποχρεωτικό περιεχόμενο για τις φορολογικές συμφωνίες στον τομέα του ΦΠΑ. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε υποχρέωση να αναφερθεί στη συμφωνία οποιαδήποτε νομική βάση ή επίσημη αιτιολογία.

(94)

Το Βέλγιο υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή όχληση το 1999 το βελγικό κράτος σχετικά με την αυστηρότητα με την οποία οι βελγικές αρχές αξιολογούσαν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμιζαν οι υπόχρεοι στον φόρο για να αιτιολογήσουν την ακρίβεια των ενδοκοινοτικών παραδόσεών τους. Σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, οι βελγικές αρχές αναφέρονται στην ανταλλαγή επιστολών μεταξύ της Επιτροπής και του Βέλγου Υπουργού Οικονομικών όσον αφορά τον βαθμό αποδείξεως που απαιτείτο για να δοθεί απαλλαγή σε περίπτωση ενδοκοινοτικών παραδόσεων (32).

(95)

Το Βέλγιο υπενθυμίζει επίσης ότι δεν υπάρχουν ακριβείς διατάξεις, τόσο στη νομοθεσία της Ένωσης όσο και του Βελγίου, σύμφωνα με τις οποίες οι υπόχρεοι στον φόρο θα μπορούσαν, και θα όφειλαν, σε όλες τις περιπτώσεις να αποδείξουν το δικαίωμά τους να τύχουν απαλλαγής. Αντιθέτως, εναπόκειται κατ’ αρχάς στις αρχές, και ενδεχομένως, εν συνεχεία στον δικαστή, να εκτιμήσει, κατά περίπτωση, κατά πόσο τα στοιχεία με τα οποία επιχειρείται να αποδειχθεί ότι πληρούνται οι όροι για τη χορήγηση απαλλαγής, είναι επαρκώς πειστικά. Σε αυτό το πλαίσιο, το Βέλγιο διαβιβάζει επίσης αντίγραφο διαφόρων αποφάσεων με τις οποίες κρίθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση το ζήτημα αυτό.

(96)

Όσον αφορά το πρώτο σημείωμα τακτοποίησης για τα έτη 1995 και 1996, το Βέλγιο διευκρινίζει ότι λήφθηκαν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία για τη εφαρμογή της αρχικά προβλεφθείσας φορολογίας:

η μη συμμετοχή της Umicore στο σύστημα απάτης,

τα εμπορεύματα είχαν πληρωθεί και παραληφθεί από επαγγελματίες μεταφορείς με εντολή των αγοραστών,

προσκομίστηκε απόδειξη της μεταφοράς των εμπορευμάτων στην Ιταλία, έστω και εάν αυτή δεν προέρχεται ουσιαστικά από την Umicore, αλλά από τις ίδιες τις ιταλικές αρχές (33).

(97)

Το Βέλγιο διευκρινίζει ωστόσο ότι η ISI, έχοντας διαπιστώσει την ύπαρξη παραλείψεων από μέρους της Umicore όσον αφορά τον προσδιορισμό των πραγματικών πελατών, θεώρησε ότι θα έπρεπε να επιβληθεί σημαντικό πρόστιμο στον υποκείμενο στον φόρο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρχές συμβιβάστηκαν μόνο όσον αφορά το ποσό του προστίμου, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η πληρωμή στην οποία προέβη ο υπόχρεος στον φόρο είχε εγγραφεί ως αναλογικό πρόστιμο στους λογαριασμούς του κράτους.

(98)

Όσον αφορά το δεύτερο σημείωμα τακτοποίησης σχετικά με τα έτη 1997 και 1998, το Βέλγιο αναφέρει ότι η μη εφαρμογή της προβλεπόμενης φορολόγησης είναι δικαιολογημένη, διότι διαπιστώθηκε ότι πράγματι πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση απαλλαγής. Πράγματι, τα εμπορεύματα είχαν αποσταλεί σε ένα άλλο κράτος μέλος (Ιταλία) και η παράδοση είχε πραγματοποιηθεί για υποκείμενο στον φόρο με αριθμό μητρώου ΦΠΑ σε άλλο κράτος μέλος (Ηνωμένο Βασίλειο) (34).

(99)

Το Βέλγιο αναφέρει επίσης ότι η αλλαγή της εκτίμησης οφείλεται στο γεγονός ότι το 1998 και 1999 δεν ήταν ακόμη διαθέσιμα όλα τα σχετικά έγγραφα. Αντίθετα, όταν προσκομίστηκαν τα έγγραφα αυτά, εναπόκειτο στις αρχές να εκτιμήσουν με βάση όλα τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους εάν θα μπορούσαν να απορρίψουν την απαλλαγή και εάν θα ήταν σε θέση να στηρίξουν αυτήν την απόρριψη με επαρκείς πιθανότητες επιτυχίας ενώπιον των δικαστικών αρχών. Το Βέλγιο προσθέτει ότι, βάσει παρόμοιας εκτίμησης των κινδύνων με εκείνη που θα πραγματοποιούσε κάθε ιδιώτης πιστωτής, η ISI θα προτιμούσε ένα αποτέλεσμα άμεσο, πραγματικό και αναμφισβήτητο από μια μακρόχρονη και δαπανηρή αντιδικία με πιο αβέβαια αποτελέσματα.

(100)

Το Βέλγιο αναφέρει ότι όταν καταρτίστηκαν τα σημειώματα τακτοποίησης, οι υπάλληλοι είχαν προβεί σε αυτόματη εφαρμογή των νομικών διατάξεων σχετικά με την προβλεπόμενη φορολόγηση. Σε περίπτωση απαλλαγής που ζητείται ή εφαρμόζεται αδικαιολόγητα χωρίς πρόθεση απάτης, το άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα ΦΠΑ καθώς και ο πίνακας G (σημείο VII, 2, A) του ΒΔ αριθ. 41 προβλέπουν πρόστιμο ύψους 10 % του οφειλόμενου φόρου. Το Βέλγιο υπογραμμίζει σχετικά ότι ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι διοικητικοί υπάλληλοι είχαν κατ’ ανάγκη εκτιμήσει ότι δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσουν οποιαδήποτε πρόθεση απάτης από μέρους Umicore.

(101)

Κατά το Βέλγιο, το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται το πρόστιμο που έγινε δεκτό στη συμφωνία της 21ης Δεκεμβρίου 2000 διαφέρει ριζικά από το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται το πρόστιμο που προβλεπόταν στα σημειώματα τακτοποίησης. Εφόσον είχε αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον το αληθές των ενδοκοινοτικών παραδόσεων, το Βέλγιο υπογραμμίζει ότι θα ήταν εντελώς αντιφατικό να εφαρμοστεί ένα πρόστιμο βάσει του άρθρου 70 παράγραφος 1 του κώδικα ΦΠΑ με την αιτιολογία ότι η απαλλαγή βάσει του άρθρου 39α του κώδικα ΦΠΑ ήταν αστήρικτη.

(102)

Το Βέλγιο συνεχίζει υπογραμμίζοντας ότι αντιθέτως, αν και είχαν όντως αποδειχθεί οι ενδοκοινοτικές παραδόσεις, δεν έπαυε να είναι αλήθεια ότι τα τιμολόγια που προσκομίστηκαν από την Umicore παρουσίαζαν σοβαρές αμέλειες όσον αφορά τον προσδιορισμό των πραγματικών ιταλών πελατών για τον άργυρο που είχε παραδοθεί. Η σοβαρότητα της αμέλειας αυτής είχε αξιολογηθεί λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Umicore είναι μεγάλος οικονομικός φορέας, που δραστηριοποιείται κυρίως και μονίμως στη διεθνή αγορά και, κατά συνέπεια, στην ευρωπαϊκή αγορά. Κατά τεκμήριο, το συμπέρασμα που προέκυψε ήταν ότι οι υπεύθυνοι της εταιρείας δεν θα ήταν δυνατό να αγνοούν ότι τα τιμολόγιά τους παρουσίαζαν ελλείψεις όσον αφορά τον προσδιορισμό των πελατών τους και ότι, συνεπώς, δεν ήταν απολύτως σύμφωνα με τις κανονιστικές απαιτήσεις του Βελγίου. Ωστόσο, ελλείψει άλλων στοιχείων, το τεκμήριο αυτό δεν επαρκούσε για τη στοιχειοθέτηση πρόθεσης απάτης εκ μέρους της Umicore.

(103)

Το Βέλγιο υπενθυμίζει τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε το ύψος του προστίμου κατόπιν του διακανονισμού και διευκρινίζει ότι η εφαρμογή ενός αναλογικού προστίμου, χωρίς να απαιτείται ΦΠΑ, δεν είναι αντίθετη με την εφαρμοστέα νομοθεσία. Όταν μια πράξη είναι κατ’ αρχήν φορολογητέα (35), ο κώδικας απαλλάσσει εν συνεχεία – αλλά μόνον εν συνεχεία – ορισμένες πράξεις όπως τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις, από τον φόρο στο Βέλγιο. Κατά συνέπεια, μπορεί να εφαρμοστεί ένα αναλογικό πρόστιμο επί του ποσού του κατ’ αρχήν οφειλόμενου φόρου επί των σχετικών πράξεων, ακόμη και αν αυτές εν συνεχεία απαλλάσσονται (36).

(104)

Το Βέλγιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 70 παράγραφος 2 του κώδικα ΦΠΑ προβλέπει κυρώσεις για ανακριβή στοιχεία τιμολογίων, ανεξαρτήτως του καθεστώτος ΦΠΑ που εφαρμόζεται στις σχετικέ πράξεις. Συνεπώς δεν θα μπορούσε να επιβληθεί πρόστιμο μόνο στην περίπτωση που μια πράξη δεν είναι φορολογητέα δυνάμει του άρθρου 2 του κώδικα ΦΠΑ. Εξάλλου, το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 70 παράγραφος 2 του κώδικα ΦΠΑ δεν προβλέπει κυρώσεις για την μη καταβολή του φόρου – αυτές προβλέπονται στο άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα ΦΠΑ – αλλά για το γεγονός ότι κατέστη δυνατή η αποφυγή του οφειλόμενου φόρου κατά τις φάσεις που έπονται της εμπορίας των αγαθών. Συγκαλύπτοντας την πραγματική ταυτότητα του αποδέκτη των εμπορευμάτων, το κράτος χάνει τα ίχνη τους και δεν μπορεί να επιβάλει ούτε ΦΠΑ ούτε καν τους άμεσους φόρους που οφείλονται λόγω των επόμενων πράξεων που πραγματοποιούνται με τα παραδοθέντα αγαθά. Το διοικητικό σχόλιο του κώδικα ΦΠΑ επεξηγεί καθαρά το θέμα αυτό (37).

(105)

Όσον αφορά την καθορισμό του αναλογικού προστίμου, το Βέλγιο διευκρινίζει ότι μια έκπτωση από 200 % - όπως προβλέπεται στο άρθρο 70 παράγραφος 2 του κώδικα ΦΠΑ - σε 100 % είναι απολύτως νόμιμη δεδομένου ότι μια τέτοια έκπτωση είναι σύμφωνη με το ποσό των προστίμων που προβλέπεται στο ΒΔ αριθ. 41, πίνακας C, σε περίπτωση που δεν υπάρχει πρόθεση απάτης.

(106)

Τέλος, το Βέλγιο υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Cour de Cassation), τα αναλογικά πρόστιμα στον τομέα του ΦΠΑ μπορούν να εκπέσουν από τη φορολογική βάση για τον φόρο εταιρειών (38). Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η εταιρεία Umicore επιθυμούσε κατά κάποιον τρόπο να επισπεύσει αυτήν την έκπτωση με στόχο να θέσει οριστικό τέρμα στη διαφορά της με την ISI πριν από τη λήξη του λογιστικού έτους 2000, οι αρχές είχαν δεχθεί την επίσπευση αυτή στον διακανονισμό 21ης Δεκεμβρίου 2000. Το Βέλγιο συνεχίζει την επιχειρηματολογία του διευκρινίζοντας ότι η ικανοποίηση του αιτήματος αυτού αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της υπουργικής αρμοδιότητας για μείωση ή μετάθεση της προθεσμίας πληρωμής των προστίμων. Υπογραμμίζει επίσης ότι η Umicore όντως κατέβαλε το ποσό των 423 εκατομμυρίων BEF πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2000, όπως είχε δεσμευτεί να πράξει.

(107)

Το Βέλγιο δεν δέχεται ότι χορήγησε ποτέ ενίσχυση στην Umicore. Τονίζει επίσης ότι ο εξεταζόμενος διακανονισμός δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα ή πλεονέκτημα για την Umicore και ότι δεν ενίσχυσε κατά κανένα τρόπο την θέση της έναντι των ανταγωνιστών της στις συναλλαγές της με τα άλλα κράτη μέλη. Εκτιμά ότι η Umicore δεν επωφελήθηκε από οποιαδήποτε ειδική μεταχείριση, αλλά ότι εφαρμόστηκε απλώς στη συγκεκριμένη περίπτωσή της ένα βασικό εργαλείο το οποίο ούτως ή άλλως χρησιμοποιείται ευρύτατα.

(108)

Κατά το Βέλγιο, συμφωνίες διακανονισμού αυτού του είδους είναι συνηθισμένες όχι μόνο στο Βέλγιο, αλλά για ευνόητους λόγους (συγκεκριμένα για την αποφυγή μακροχρόνιων, δαπανηρών και αβέβαιου αποτελέσματος αντιδικιών) και στις διοικήσεις πολλών κρατών μελών. Το Βέλγιο παρατηρεί σχετικά ότι και η ίδια η Επιτροπή έκανε χρήση συμφωνίας διακανονισμού με την Philip Morris International όσον αφορά απώλεια δασμών και ΦΠΑ που θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί σε περίπτωση νόμιμης εισαγωγής (39).

(109)

Το Βέλγιο προσθέτει ότι, στην περίπτωση που είχε εφαρμοστεί ο ΦΠΑ στις επίμαχες πράξεις, ο εν λόγω ΦΠΑ θα έπρεπε να είχε επιστραφεί από τις φορολογικές αρχές στους πελάτες της Umicore, εφόσον οι πελάτες αυτοί θα μπορούσαν να ασκήσουν το δικαίωμά τους για έκπτωση του ΦΠΑ με την ιδιότητά τους ως υποκείμενων στον ΦΠΑ. Θα επρόκειτο συνεπώς για μια πράξη με ουδέτερο αποτέλεσμα για το βελγικό δημόσιο ταμείο, χωρίς καμία μεταφορά πόρων του δημοσίου.

(110)

Όσον αφορά το κριτήριο της ιδιαιτερότητας, το Βέλγιο διευκρινίζει ότι αντίθετα με τους ισχυρισμούς της Επιτροπής στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, το γεγονός και μόνο ότι η συμφωνία αφορά μόνο την Umicore δεν σημαίνει ότι ικανοποιείται το κριτήριο της επιλεκτικότητας (40). Για να προσδιοριστεί εάν υφίσταται ειδικό πλεονέκτημα, θα πρέπει να αξιολογηθεί το μέτρο σε σχέση με την αντιμετώπιση που επιφυλάσσεται σε επιχειρήσεις που βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση όπως η εταιρεία που φέρεται να έχει ευνοηθεί (41).

(111)

Σύμφωνα με το Βέλγιο, εφόσον, όπως στην προκειμένη περίπτωση, κάθε υποκείμενος στον ΦΠΑ έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει ένα σημείωμα τακτοποίησης, να εκθέσει τα επιχειρήματά του στις αρχές και να συνάψει συμφωνία για τη συγκεκριμένη περίπτωσή του με τις αρχές, και η συμφωνία αυτή δεν περιέχει καμία παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου, και περιορίζεται, με βάση τις αποδείξεις που έχουν υποβληθεί, στην αποδοχή του βάσιμου των γεγονότων όπως προσδιορίζονται από τον υποκείμενο στο φόρο, το μέτρο είναι γενικού χαρακτήρα και δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 της Συνθήκης. Κατά το Βέλγιο, η διαδικασία που εφαρμόστηκε για την Umicore είναι ανοικτή και σε άλλες επιχειρήσεις και εφαρμόζεται με παρόμοιο τρόπο σε όλες τις περιπτώσεις που υπάρχουν διαφορές.

(112)

Επ’ αυτού, το Βέλγιο υπογραμμίζει ότι εν προκειμένω οι αρχές δεν διέθεταν ούτε έκαναν χρήση οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας ή αυθαίρετης εξουσίας στην εφαρμογή του φορολογικού δικαίου όσον αφορά τον ΦΠΑ.

(113)

Σύμφωνα με το Βέλγιο, το υπό εξέταση μέτρο δικαιολογείται επίσης λόγω της φύσης και της οικονομίας του βελγικού φορολογικού συστήματος. Πράγματι, είναι στη λογική κάθε διοικητικής διαδικασίας να επιτύχει το συντομότερο δυνατό ένα σωστό αποτέλεσμα που εξυπηρετεί την ασφάλεια του δικαίου με αυστηρή τήρηση της οικονομίας της διαδικασίας, εξασφαλίζοντας συγχρόνως αποτελεσματικά της είσπραξη του φόρου. Οι συμφωνίες που συνάπτονται με φορολογούμενους όπως η Umicore επιτρέπουν σε τελική ανάλυση την αποφυγή παρατεταμένων δικαστικών αντιδικιών με αβέβαια αποτελέσματα.

(114)

Το Βέλγιο αναφέρει ότι, εξ όσων γνωρίζει, ευρωπαίοι ανταγωνιστές της Umicore είχαν προμηθεύσει καθαρό άργυρο στους ίδιους ιταλούς πελάτες όπως η Umicore και με τους ίδιους όρους, και ότι η φορολογική κατάσταση ως προς τον ΦΠΑ αυτών των παραγωγών δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο καμίας διόρθωσης από μέρους των εθνικών αρχών τους λόγω του ότι η απάτη είχε διαπραχθεί στην Ιταλία και όχι στους παραγωγούς. Δεχόμενη να πληρώσει πρόστιμο σημαντικού ύψους, ενώ οι ανταγωνιστές της δεν πλήρωσαν ούτε ΦΠΑ ούτε διοικητικό πρόστιμο, η Umicore, όχι μόνο δεν έλαβε ενίσχυση, αλλά αποτέλεσε αντικείμενο ενός μέτρου που έθιξε την ανταγωνιστική της θέση στη σχετική αγορά, και εάν μπορεί να γίνει λόγος για επηρεασμό των συναλλαγών, αυτός έγινε εις βάρος της.

(115)

Κατά συνέπεια, το Βέλγιο θεωρεί ότι το μέτρο δεν πληροί καμία από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις που επιτρέπουν να διαπιστωθεί η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης βάσει της Συνθήκης. Πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε ούτε μεταβίβαση πόρων, ούτε πλεονέκτημα, ούτε επιλεκτικότητα, ούτε επηρεασμός του ανταγωνισμού, ούτε επηρεασμός των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών.

(116)

Τέλος, το Βέλγιο συμπεραίνει ότι εάν η Επιτροπή σκοπεύει να προσβάλει τον ίδιο τον μηχανισμό των φορολογικών διακανονισμών, που είναι ωστόσο ευρύτατα διαδεδομένοι, και έχουν καθοριστική σημασία για την καλή λειτουργία και την είσπραξη των φόρων από όλες τις φορολογικές αρχές, θα πρέπει, για να κρίνει την εφαρμογή του δικαίου επί της ουσίας, να λαμβάνει σε κάθε υπόθεση τη θέση του εθνικού δικαστή ενεργώντας κατά κάποιο τρόπο ως «εφέτης» για τις αποφάσεις των εθνικών αρχών.

V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

V.1.   Umicore

(117)

Η Umicore υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι, σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική, που έχει αναπτυχθεί στον τομέα του διεθνούς εμπορίου πολύτιμων μετάλλων, η παράδοση πραγματοποιείται εκ του εργοστασίου («ex works»), δηλαδή ο αγοραστής αναλαμβάνει τη μέριμνα της μεταφοράς των εμπορευμάτων. Αυτό το είδος της πώλησης φαίνεται να περικλείει πολλούς κινδύνους βάσει του νέου συστήματος ΦΠΑ για τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις. Πράγματι, αυτός που πρέπει να αποδείξει ότι όντως πραγματοποιήθηκε η μεταφορά είναι ο πωλητής, ενώ, στην περίπτωση αυτή, τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη μεταφορά είναι στη διάθεση του αγοραστή (ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι, από το 1993, η κατ’ εξοχήν απόδειξη της μεταφοράς –δηλαδή η σφραγίδα του τελωνείου στο έγγραφο εξαγωγής– δεν υφίσταται πλέον για τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις).

(118)

Όσον αφορά ειδικότερα την απόδειξη της μεταφοράς των εμπορευμάτων, η Umicore υπογραμμίζει ότι προσκόμισε στην ISI πολύ λεπτομερή έγγραφα για την αιτιολόγηση της μεταφοράς αυτής.

(119)

Η Umicore επικαλείται εξάλλου την καλή της πίστη όσον αφορά τις επίμαχες συναλλαγές, όπως αποδεικνύεται από το πρόστιμο 10 % που προβλέπεται στα σημειώματα τακτοποίησης, πρόστιμο που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που πρόκειται για καλή τη πίστει φορολογούμενο. Σε αυτό το πλαίσιο, η Umicore διευκρινίζει επίσης ότι συνεργάστηκε αυθόρμητα με την ιταλική δικαιοσύνη η οποία, αφού πείσθηκε για την καλή της πίστη, δεν άσκησε δίωξη κατ’ αυτής.

(120)

Η Umicore υπογραμμίζει επίσης ότι, κατά τη γνώμη της, ευθύνη φέρει η Ιταλία στο μέτρο που δεν αφαίρεσε τον αριθμό ΦΠΑ από τις ιταλικές εικονικές εταιρείες μόλις διαπιστώθηκαν σοβαρές παρατυπίες από τις φορολογικές αρχές.

(121)

Επιβεβαιώνει επίσης ότι άλλοι ανταγωνιστές που παράγουν άργυρο, εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, είχαν εφοδιάσει τις ίδιες ενδιάμεσες ελβετικές και ιταλικές εταιρείες με πανομοιότυπες περιστάσεις και συνθήκες όπως εκείνες των δικών της παραδόσεων χωρίς οι παραδόσεις αυτές να αποτελέσουν αντικείμενο οποιασδήποτε όχλησης από μέρους των φορολογικών τους διοικήσεων. Κατά συνέπεια είναι απαράδεκτο η Umicore, αφού κατέβαλε ποσό 423 εκατομμυρίων BEF (10 485 896 EUR), να θεωρείται ότι έλαβε κρατική ενίσχυση, ενώ οι άλλες ανταγωνιστικές εταιρείες διαφεύγουν κάθε δίωξη.

(122)

Τέλος, η Umicore συντάσσεται με τις παρατηρήσεις του Βελγίου, σύμφωνα με τις οποίες το σημείωμα τακτοποίησης – αντίθετα με τη διαταγή πληρωμής – ουδόλως οδηγεί στη δημιουργία οφειλής ΦΠΑ κατά το βελγικό δίκαιο.

(123)

Η Umicore προβάλλει παρόμοια επιχειρήματα με εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν από το Βέλγιο όσον αφορά τη νομιμότητα και την εγκυρότατα των συμφωνιών στον τομέα του ΦΠΑ που συνάπτονται μεταξύ των αρχών και των υποκείμενων στον φόρο. Η ενδιαφερόμενη εταιρεία υπενθυμίζει ότι συμφωνίες αυτού του είδους δεν μπορεί παρά να αφορούν μόνο πραγματικά στοιχεία όπως την απόδειξη της μεταφοράς στον τομέα των ενδοκοινοτικών παραδόσεων (και τη φορολογική βάση που προκύπτει). Σε αυτό το πλαίσιο, η Umicore διευκρινίζει ότι η σύναψη τέτοιων συμφωνιών είναι πολύ διαδεδομένη σε διάφορες υπηρεσίες, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών της ISI (42).

(124)

Το ενδιαφερόμενο μέρος διευκρινίζει επίσης ότι η εγκυρότητα και η νομιμότητα των μειώσεων των διοικητικών προστίμων, σε αντάλλαγμα της συμφωνίας του φορολογούμενου για το ποσό, είχε επιβεβαιωθεί από τη νομολογία (43).

(125)

Τέλος, όσον αφορά τη δυνατότητα να εκπέσει από τη φορολογία το ποσό που πρέπει να πληρωθεί, η Umicore υπογραμμίζει ότι:

η ISI δεν έχει μόνο αρμοδιότητα στον τομέα του ΦΠΑ, αλλά και στον τομέα του φόρου εισοδήματος,

αντί να απαιτηθεί η πληρωμή από την Umicore ενός ακαθάριστου ποσού προ φόρων εισοδήματος, το οποίο θα μπορούσε να εκπέσει από τη φορολογία, η ISI δέχθηκε την πληρωμή ενός καθαρού ποσού, μετά από φόρους, υπό τον όρο βεβαίως, όπως αναφέρεται στη συμφωνία, αυτό το (καθαρό) ποσό να μην μπορεί το ίδιο να εκπέσει από τη φορολογία. Σε αντάλλαγμα, η Umicore δέχθηκε να πληρώσει το (καθαρό) ποσό εντός πολύ σύντομης προθεσμίας (εντός μιας εβδομάδας) πράγμα που δεν αντιβαίνει καμία νομοθετική διάταξη που ισχύει στον τομέα αυτόν.

(126)

Η Umicore θεωρεί ότι το ποσό των 423 εκατομμυρίων BEF αποτελεί το ποσό του ΦΠΑ που οφειλόταν για τα έτη 1995-1996 και ότι η ISI είχε απαλλάξει την Umicore από την καταβολή των φόρων υπερημερίας δυνάμει του άρθρου 84 α του κώδικα ΦΠΑ και από το αναλογικό πρόστιμο (10 %) δυνάμει του άρθρου 9 του βασιλικού διατάγματος.

(127)

Όσον αφορά τη μείωση του ποσού του οφειλόμενου ΦΠΑ από 708 εκατομμύρια BEF σε 423 εκατομμύρια BEF, η Umicore υπογραμμίζει ότι η μείωση αυτή δικαιολογείται λόγω του γεγονότος ότι η απαίτηση ΦΠΑ που προέκυψε με την τιμολόγηση του ΦΠΑ από την Umicore στους ιταλούς και τους ελβετούς αγοραστές δεν είχε πληρωθεί και συνεπώς μπορούσε να εκπέσει από τη φορολογία.

(128)

Όσον αφορά τα έτη 1997-1998, η Umicore διευκρινίζει ότι δεν δόθηκε συνέχεια στο σημείωμα τακτοποίησης της 30ής Απριλίου 1999, δεδομένου ότι ο υποκείμενος στον φόρο είχε αποδείξει δεόντως ότι οι εν λόγω πωλήσεις μπορούσαν να απαλλαγούν από τον ΦΠΑ βάσει του άρθρου 39 α του κώδικα ΦΠΑ.

(129)

Η Umicore έχει τη γνώμη ότι μια φορολογική συμφωνία όπως η εξεταζόμενη δεν συνιστά πλεονέκτημα κατά την έννοια της ΣΛΕΕ και επομένως δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση. Ειδικότερα, η Umicore αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής σύμφωνα με τον οποίο η επίμαχη φορολογική συμφωνία την είχε θέσει σε ευνοϊκότερη οικονομική θέση σε σχέση με εκείνη των άλλων φορολογούμενων.

(130)

Πρώτον, η Umicore διευκρινίζει ότι, στην πραγματικότητα, η ίδια η ISI έκρινε ότι η φορολογική συμφωνία ήταν πιο συμφέρουσα για το δημόσιο ταμείο από ό,τι η κίνηση διαδικασίας της οποίας η τελική έκβαση θα μπορούσε να είναι λιγότερο ευνοϊκή.

(131)

Δεύτερον, η δυνατότητα σύναψης μιας φορολογικής συμφωνίας και επίτευξης συμβιβασμού δεν αποτελεί, αυτή καθεαυτή, ειδικό πλεονέκτημα για την Umicore, δεδομένου ότι τέτοιες συμφωνίες ήταν εν γένει διαθέσιμες σε όλους τους υποκείμενους στον φόρο και αποτελούν τρέχουσα και συνήθη πρακτική στον τομέα του ΦΠΑ.

(132)

Τρίτον, μια συμφωνία διακανονισμού, λόγω της φύσης της, δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα που θα μπορούσε να εμπίπτει στους κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Εξ ορισμού, κάθε απόφαση συμβιβασμού περιλαμβάνει αξιολόγηση των κινδύνων για κάθε εμπλεκόμενο μέρος μεταξύ, αφενός, μιας βέβαιης και άμεσης πληρωμής και, αφετέρου, του θεωρητικού ή πιθανού αποτελέσματος μιας αντιδικίας.

(133)

Θα ήταν συνεπώς παραπλανητικό κατά την Umicore να χαρακτηριστούν οι συνθήκες ενός διακανονισμού ως «πλεονέκτημα», εκτός των ακραίων περιπτώσεων στις οποίες ένα μέρος αποκομίζει από ένα διακανονισμό αποτελέσματα προφανώς ευνοϊκότερα από εκείνα που θα ανέμενε να αποκομίσει από την έκβαση μιας αντιδικίας.

(134)

Κατά την Umicore, η Επιτροπή προδικάζει ότι, εάν η φορολογική διαφορά έφθανε ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων, με την άσκηση προσφυγής κατά διοικητικής απόφασης, ο δικαστής θα είχε αναγκαστικά καταδικάσει την Umicore να καταβάλει σημαντικότερο ποσό από εκείνο που προέκυψε με τη συμφωνία μεταξύ της ISI και της Umicore. Ωστόσο, για να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, η Επιτροπή θα πρέπει να υποκαταστήσει την εκτίμησή της με εκείνη της εθνικής διοίκησης ή ακόμη, ενδεχομένως, εκείνη του εθνικού δικαστή.

(135)

Τέταρτον, η Umicore αναφέρεται στην υπόθεση Déménagements-Manutention Transport SA (44) («DMT»), στην οποία το Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι με την παροχή διευκολύνσεων πληρωμής στη σχετική επιχείρηση, η ONSS (45) είχε συμπεριφερθεί ως πιστωτής του δημόσιου τομέα, ο οποίος, όπως ένας πιστωτής του ιδιωτικού τομέα, προσπαθεί να εισπράξει τις απαιτήσεις του έναντι οφειλέτη που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες. Το Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι εναπόκειτο στην εθνική δικαιοδοσία να αποφανθεί εάν αυτές οι ευκολίες πληρωμής ήταν προφανώς σημαντικότερες από εκείνες που θα είχε χορηγήσει ένας ιδιώτης πιστωτής σε αυτήν την εταιρεία.

(136)

Με βάση το ίδιο σκεπτικό του Δικαστηρίου, η Umicore θεωρεί ότι εν προκειμένω η ISI, ενεργώντας όπως ένας πιστωτής του δημοσίου τομέα ο οποίος επιζητεί, όπως και ένας πιστωτής του ιδιωτικού τομέα, να εισπράξει τα ποσά που του οφείλονται, επέλεξε την άμεση πληρωμή ενός καθαρού ποσού αντί ενός ακαθάριστου, πράγμα που του επέτρεψε να επιτύχει την βέβαιη και ιδιαίτερα ταχεία είσπραξη της οφειλής. Κατά συνέπεια, αυτή η συμπεριφορά είναι ορθολογική και συνετή από οικονομική άποψη, συγκρίσιμη με εκείνη που θα είχε υιοθετηθεί από έναν υποθετικό ιδιώτη δανειστή αν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση.

(137)

Εν προκειμένω, η Umicore θεωρεί ότι σαφώς δεν ικανοποιείται το κριτήριο της επιλεκτικότητας, στο μέτρο που η επίμαχη φορολογική συμφωνία δεν αποτελεί παρά τη συγκεκριμένη εφαρμογή σε έναν υποκείμενο στον φόρο ενός γενικού καθεστώτος που ισχύει για όλους τους φορολογούμενους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, και ότι η ISI, δεν ασκεί τη διακριτική της εξουσία όταν προβαίνει στον συμβιβασμό.

(138)

Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το επίμαχο μέτρο είναι επιλεκτικό, δεν παύει να είναι δικαιολογημένο λόγω της φύσης και της οικονομίας του συστήματος. Πράγματι, κατά την Umicore, ένα φορολογικό μέτρο ακόμη και επιλεκτικό θα πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν παρέχει πλεονέκτημα εφόσον αποδεικνύεται ότι συμβάλλει στην αποτελεσματική είσπραξη του φόρου (46). Στην προκειμένη περίπτωση, η Umicore θεωρεί ότι το μέτρο ήταν δικαιολογημένο λόγω της φύσης και της οικονομίας του συστήματος στο μέτρο που η συμφωνία που συνάφθηκε συνέβαλε στην αποτελεσματική είσπραξη του φόρου (47).

(139)

Η Umicore δηλώνει ότι η ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης κατά τρόπο που να περιλαμβάνει μια φορολογική συμφωνία όπως αυτή που συνάφθηκε με την ISI, θα οδηγούσε αναπόφευκτα την Επιτροπή σε υπέρβαση του εξουσιών της δεδομένου ότι θα αναλάμβανε μια εξουσία στον τομέα της είσπραξης των έμμεσων φόρων την οποία δεν διαθέτει και θα παραβίαζε τα προνόμια των εθνικών δικαστών που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να εκδικάσουν φορολογικές διαφορές.

(140)

Η Umicore αναφέρει ότι κατέβαλε σημαντικό ποσό στην ISI, ενώ άλλοι ανταγωνιστές παραγωγοί αργύρου που ήταν εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη δεν κατέβαλαν ΦΠΑ, πρόστιμο ή τόκους για τις παραδόσεις που πραγματοποίησαν υπό πανομοιότυπες περιστάσεις και συνθήκες.

(141)

Σε αυτό το πλαίσιο, η Umicore θεωρεί ότι το επίμαχο μέτρο προφανώς δεν ενίσχυσε την ανταγωνιστική θέση της στη σχετική αγορά, και συγκεκριμένα του εμπορίου αργύρου σε κόκκους. Κατά συνέπεια, η Umicore συμπεραίνει ότι η συμφωνία που είχε συνάψει με την ISI δεν επηρεάζει ούτε τον ανταγωνισμό ούτε τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και ότι, επομένως, η εξεταζόμενη υπόθεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

V.2.   Ανώνυμος τρίτος

(142)

Ένας ανώνυμος τρίτος διαβίβασε στην Επιτροπή αντίγραφο επιστολής που απηύθυνε στο Βελγικό Υπουργείο Οικονομικών στις 15 Φεβρουαρίου 2002, στην οποία πραγματοποιείται νομική ανάλυση της συμφωνίας με την Umicore καθώς και των σχετικών διακανονισμών.

(143)

Στην επιστολή αυτή, ο ανώνυμος τρίτος ισχυρίζεται ότι α) η συμφωνία μεταξύ της ISI και της Umicore είχε ως αποτέλεσμα την μετονομασία του οφειλόμενου ΦΠΑ σε πρόστιμο, κατά παράβαση των άρθρων 10 και 172 του βελγικού συντάγματος και του άρθρου 84 του κώδικα ΦΠΑ, β) είναι παράνομο να ληφθεί υπόψη η επίπτωση της φορολογίας επιχειρήσεων για τον υπολογισμό του οφειλόμενου ΦΠΑ ή του προστίμου και γ) δεν είναι λογικό να εφαρμοστεί αναλογικό πρόστιμο (στο ποσό του ΦΠΑ) χωρίς να ζητηθεί η καταβολή του ίδιου του ΦΠΑ.

VI.   ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(144)

Το Βέλγιο θεωρεί ότι η θέση της Umicore επιβεβαιώνει εν γένει τη θέση του Βελγίου σχετικά με την παρούσα διαδικασία, ιδίως όσον αφορά την απουσία επίσημης διαδικασίας διόρθωσης του ΦΠΑ, την έλλειψη νομικού κύρους ενός σημειώματος τακτοποίησης που δεν είχε υπογραφεί από τον υποκείμενο στον φόρο, τη νομιμότητα των φορολογικών συμφωνιών και τη δυνατότητα χρήσης τους από όλους τους υπόχρεους στον φόρο, και γενικότερα την έλλειψη αποδείξεων που θα στοιχειοθετούσαν την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης.

(145)

Όσο αφορά την ανώνυμη επιστολή της 1ης Οκτωβρίου 2004, το Βέλγιο θεωρεί ότι η επιστολή αυτή δεν περιλαμβάνει καμία ειδική παρατήρηση σχετικά με τη διαδικασία κρατικής ενίσχυσης και, επομένως, στερείται λυσιτέλειας.

VII.   ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΧΟΡΗΓΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΒΕΛΓΙΟ

(146)

Μετά την επιστροφή των εγγράφων που είχαν κατασχεθεί από τις δικαστικές αρχές, το Βέλγιο χορήγησε στην Επιτροπή μια σειρά πληροφοριών και εγγράφων σχετικά με τις πράξεις που καλύπτονται από την παρούσα διαδικασία.

(147)

Όσον αφορά τις πωλήσεις σε πελάτες εγκατεστημένους στην Ιταλία, το Βέλγιο προσκόμισε έγγραφα βάσει των οποίων είχε αποφασιστεί να χορηγηθεί η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ. Τα εν λόγω έγγραφα περιλάμβαναν ειδικότερα τιμολόγια που εκδόθηκαν από την Umicore, τιμολόγια μεταφοράς και διάφορα άλλα έγγραφα σχετικά με τις μεταφορές.

(148)

Όσον αφορά τις παραδόσεις σε πελάτες που ήταν εγκατεστημένοι στην Ελβετία, το Βέλγιο χορήγησε επίσης μια σειρά εγγράφων για να αποδειχθεί η απευθείας μεταφορά των εμπορευμάτων προς την Ιταλία. Σύμφωνα με το Βέλγιο, ο ρόλος των ελβετικών εταιρειών περιοριζόταν σε μια χρηματοδοτική παρέμβαση όσον αφορά τις πράξεις αγοράς και μεταφοράς.

(149)

Όσον αφορά τις παραδόσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου 1997-1998, το Βέλγιο διευκρίνισε ότι, σε πρώτη φάση, η ρύθμιση που προβλεπόταν για τα έτη 1995-1996 εφαρμόστηκε και τα επόμενα έτη. Προσθέτει ότι οι ίδιοι οι επιθεωρητές της ISI εγκατέλειψαν πολύ γρήγορα τη διόρθωση για την περίοδο αυτή. Για τον σκοπό αυτό, το Βέλγιο υπέβαλε επίσης αντίγραφα εσωτερικών σημειωμάτων που δείχνουν ότι οι σχετικοί επιθεωρητές είχαν πράγματι εγκαταλείψει την προβλεπόμενη φορολόγηση.

VIII.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(150)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

(151)

Ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης προϋποθέτει ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθοι όροι: 1) το συγκεκριμένο μέτρο παρέχει πλεονέκτημα μέσω κρατικών πόρων, 2) το εν λόγω πλεονέκτημα είναι επιλεκτικό και 3) νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

(152)

Πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, η έννοια της ενίσχυσης περιλαμβάνει όχι μόνο τις θετικές παροχές, όπως είναι οι επιχορηγήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις δαπάνες που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης, όπως οι απαλλαγές και οι φορολογικές ελαφρύνσεις (48).

VIII.1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(153)

Πρέπει κατ’ αρχάς να παρατηρηθεί ότι οι συμφωνίες διακανονισμού με τους φορολογούμενους αποτελούν συνήθη πρακτική των βελγικών φορολογικών αρχών και, όσον αφορά τον τομέα του ΦΠΑ, προβλέπονται ρητά στο άρθρο 84 του κώδικα ΦΠΑ. Στην παρούσα απόφαση δεν αμφισβητείται η χρησιμότητα των συμφωνιών αυτών που επιτρέπουν την αποφυγή πολλών αντιδικιών.

(154)

Υπενθυμίζεται ότι οι βελγικές διοικητικές οδηγίες στον τομέα αυτόν προβλέπουν ότι η σύναψη συμφωνίας διακανονισμού με τον υποκείμενο στον φόρο συνεπάγεται εν γένει παραχωρήσεις και από τα δύο μέρη. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 84 του κώδικα ΦΠΑ, οι συμφωνίες αυτές επιτρέπονται μόνο στο μέτρο που δεν συνεπάγονται απαλλαγή από το φόρο ή μείωσή του. Βάσει της αρχής αυτής, μια συμφωνία μπορεί να αφορά μόνο πραγματικά ζητήματα, αλλά όχι το ποσό του φόρου που προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που έχουν βεβαιωθεί.

(155)

Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή θεωρεί ότι μια συμφωνία διακανονισμού μεταξύ ενός υποκείμενου στον ΦΠΑ και των βελγικών φορολογικών αρχών μπορεί να οδηγεί σε οικονομικό πλεονέκτημα μόνο υπό τις ακόλουθες συνθήκες:

όταν οι παραχωρήσεις στις οποίες έχει προβεί η διοίκηση είναι προφανώς δυσανάλογες σε σχέση με τις παραχωρήσεις του υποκείμενου στον φόρο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, και φαίνεται ότι η διοίκηση δεν εφαρμόζει την ίδια ευνοϊκή μεταχείριση σε άλλους φορολογούμενους που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση,

όταν αμφισβητείται η νομιμότητα της συμφωνίας, παραδείγματος χάρη όταν το ποσό του οφειλόμενου φόρου μειώνεται κατά παράβαση του άρθρου 84 του κώδικα ΦΠΑ (απαλλαγή από το φόρο ή μείωσή του σε σχέση με νομικό θέμα).

(156)

Θα πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εάν η συμφωνία διακανονισμού που συνάφθηκε μεταξύ της ISIS και της Umicore πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις.

VIII.2.   Σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος

(157)

Θα πρέπει κατ’ αρχάς να εξακριβωθεί εάν το μέτρο παρέχει στον δικαιούχο πλεονέκτημα το οποίο ελαφρύνει τις δαπάνες που κανονικά θα βάρυναν τον προϋπολογισμό του (49). Στην παρούσα υπόθεση, πρέπει να προσδιοριστεί εάν η επίμαχη συμφωνία διακανονισμού συνάφθηκε με τρόπο παράνομο ή βάσει δυσανάλογων παραχωρήσεων εκ μέρους των φορολογικών αρχών.

VIII.2.1.   Όσον αφορά τη νομιμότητα της διαδικασίας

(158)

Στην απόφασή της για την κίνηση διαδικασίας, η Επιτροπή θεώρησε ότι η διαδικασία που ακολούθησαν οι φορολογικές αρχές θα μπορούσε να αποτελεί παρέκκλιση από την κανονική διεξαγωγή της διαδικασίας προσδιορισμού και εκκαθάρισης οφειλής ΦΠΑ, στο μέτρο που η συμφωνία δεν αναφέρει νομική βάση και που, ελλείψει συμφωνίας του υποκείμενου στον φόρο, οι αρχές έπρεπε να έχουν στείλει διαταγή πληρωμής συνοδευόμενη από προσαύξηση του προστίμου κατά 50 %.

(159)

Όπως αναφέρθηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 39, η αποστολή ειδοποίησης τακτοποίησης αποτελεί συνήθη πρακτική των βελγικών φορολογικών αρχών στον τομέα του ΦΠΑ, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση θεμελιωδών αρχών όπως το δικαίωμα υπεράσπισης. Συνεπώς, οι δύο ειδοποιήσεις τακτοποίησης που εστάλησαν από το ISI στην εταιρεία Umicore πρέπει πράγματι να θεωρηθούν προκαταρκτικές θέσεις των φορολογικών αρχών και όχι ως γενεσιουργό αίτιο του απαιτητού του ΦΠΑ.

(160)

Εξάλλου, η δυνατότητα σύναψης συμφωνιών διακανονισμού με τους υποκείμενους στον φόρο προβλέπεται ρητά στον βελγικό κώδικα ΦΠΑ και πρέπει να εξετάζεται ως συνήθης πρακτική των βελγικών φορολογικών αρχών. Οι εν λόγω αρχές πρέπει ωστόσο να τηρούν την αρχή σύμφωνα με την οποία τέτοιου είδους διακανονισμοί δεν μπορούν να συνεπάγονται ούτε απαλλαγή ούτε μείωση του οφειλόμενου φόρου. Οι διακανονισμοί αυτοί γίνονται επομένως, κατ’ αρχήν, στις περιπτώσεις στις οποίες οι φορολογικές αρχές θέλουν να αποφύγουν αντιδικία με τον υποκείμενο στον φόρο σχετικά με γεγονότα που δεν έχουν επιβεβαιωθεί σαφώς.

(161)

Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι φορολογικές αρχές δεν υποχρεούνται να στείλουν διαταγή πληρωμής στις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπόρεσαν να λάβουν τη σύμφωνη γνώμη του υποκείμενου στον φόρο σχετικά με τη φορολογία που προτείνεται στην ειδοποίηση τακτοποίησης. Αντίθετα, σε περίπτωση που εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά τα σχετικά γεγονότα, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προσπαθήσουν να καταλήξουν σε συμφωνία με τον υποκείμενο στον φόρο.

(162)

Τέλος, από την ανάλυση των νομοθετικών κειμένων προκύπτει ότι καμία διάταξη δεν προβλέπει την υποχρέωση των βελγικών φορολογικών αρχών να αναφέρουν στις εν λόγω συμφωνίες ρητή νομική βάση.

(163)

Η Επιτροπή πρέπει λοιπόν να συμπεράνει, με βάση το νομικό πλαίσιο που περιγράφεται στην παρούσα απόφαση, ότι η διαδικασία που εφάρμοσαν οι φορολογικές αρχές για την Umicore διεξήχθη σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες και τις ισχύουσες πρακτικές και δεν αποτελεί παρέκκλιση από την κανονική διεξαγωγή της διαδικασίας.

(164)

Στη συνέχεια πρέπει να αναλυθούν οι εν λόγω διακανονισμοί αφού ληφθούν υπόψη οι προκαταρκτικές παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν, προκειμένου να καθοριστεί το ενδεχομένως υπάρχον πλεονέκτημα. Ο συλλογισμός που ακολουθεί βασίζεται στην ανάλυση δύο διαφορετικών περιόδων, η πρώτη από τις οποίες καλύπτει τα έτη 1995 και 1996, τα οποία αφορά ο διακανονισμός που πραγματοποίησαν οι φορολογικές αρχές, και η δεύτερη τα έτη 1997 και 1998 για τα οποία διαγράφηκε πλήρως η φορολογία.

VIII.2.2.   Έτη 1995-1996

(165)

Όσον αφορά την περίοδο 1995-1996, πρέπει να αναλυθούν τρία είδη διαφορετικών πράξεων που αποτέλεσαν το αντικείμενο του σχεδίου διόρθωσης που κοινοποιήθηκε στην Umicore στις 30 Νοεμβρίου 1998, προκειμένου να καθοριστεί το ενδεχομένως υπάρχον πλεονέκτημα. Για κάθε είδος πράξης, στόχος της παρούσας ανάλυσης είναι να προσδιοριστούν τα ελάχιστα ποσά ΦΠΑ, προστίμων και τόκων υπερημερίας που έπρεπε να έχουν επιβάλει οι βελγικές φορολογικές αρχές με βάση εύλογη ερμηνεία των γεγονότων, χωρίς υπερβολικές παραχωρήσεις των εν λόγω αρχών, αλλά ούτε και παράτυπη εφαρμογή των κανόνων στον τομέα του ΦΠΑ.

1.   Παραδόσεις αγαθών σε πελάτες εγκατεστημένους στην Ιταλία

(166)

Στην πρώτη περίπτωση, οι συναλλαγές αφορούσαν παραδόσεις καθαρού αργύρου «εκ του εργοστασίου» οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Φεβρουαρίου 1995 και Φεβρουαρίου 1996 με την ακόλουθη σειρά:

Image

(167)

Η Umicore εξέδωσε τα τιμολόγια για τα εμπορεύματα στο όνομα μιας εταιρείας Β (50) εγκατεστημένης στην Ιταλία, η οποία είχε αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ σε αυτό το κράτος μέλος. Η εν λόγω εταιρεία χρέωσε με τη σειρά της τα εμπορεύματα σε πελάτη Γ εγγεγραμμένο στα μητρώα ΦΠΑ και εγκατεστημένο επίσης στην Ιταλία. Η μεταφορά των εμπορευμάτων έγινε, κατόπιν εντολής του υποκείμενου στον φόρο Γ, κατευθείαν από τον τόπο παραγωγής στο Βέλγιο προς την Ιταλία. Τα περισσότερα από τα τιμολόγια που έστειλε η Umicore στον πελάτη της Β εξοφλήθηκαν από τον υποκείμενο στον φόρο Γ.

(168)

Τα τιμολόγια που έστειλε η Umicore στην εταιρεία Β καταρτίστηκαν με βάση την απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ. Από την εξέταση των προτιμολογίων, τα οποία ελήφθησαν στο πλαίσιο της διοικητικής συνεργασίας με τις ιταλικές φορολογικές αρχές, προκύπτει ότι παραλήπτης των εμπορευμάτων ήταν ο υποκείμενος στον φόρο Γ.

(169)

Στο σημείωμα τακτοποίησης της 30ής Νοεμβρίου 1998, η ISI έκρινε αρχικά ότι δεν πληρούνταν το κριτήριο απαλλαγής των ενδοκοινοτικών παραδόσεων σχετικά με τη μεταφορά, στο μέτρο που η μεταφορά είχε πραγματοποιηθεί για λογαριασμό μεταγενέστερου πελάτη (και όχι από ή για λογαριασμό του πωλητή ή του αγοραστή όπως ορίζει το άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ). Σε αυτή τη βάση, οι αρχές συνεπέραναν επομένως ότι η συναλλαγή μεταξύ Umicore και του πελάτη Β συνιστούσε παράδοση αγαθού χωρίς μεταφορά και, επομένως, δεν μπορούσε να τύχει της απαλλαγής που προβλέπει το άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ.

(170)

Ωστόσο, οι πληροφορίες που διαβίβασαν το Βέλγιο και η Umicore στην Επιτροπή φαίνεται να αποδεικνύουν ότι λογικά οι βελγικές φορολογικές αρχές μπορούσαν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη της συναλλαγής μεταξύ Umicore και της εταιρείας Β. Πράγματι παρατηρούνται τα εξής:

οι πληροφορίες που διαβίβασαν οι ιταλικές φορολογικές αρχές προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι η εταιρεία Β θα μπορούσε να θεωρηθεί «αφανής έμπορος» (ή «missing trader»), ο ρόλος του οποίου περιοριζόταν στο να εκδίδει τιμολόγια με εφαρμογή του ΦΠΑ και στη συνέχεια να εξαφανίζεται χωρίς να εκπληρώνει τις φορολογικές του υποχρεώσεις, μεταξύ άλλων την πληρωμή του ΦΠΑ στις ιταλικές φορολογικές αρχές,

σύμφωνα επίσης με τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι ιταλικές φορολογικές αρχές, ο μοναδικός διευθυντής της εταιρείας Β δεν ήταν καταχωρημένος στο μητρώο της αστυνομίας·,

δύο αιτήσεις παροχής πληροφοριών που υπέβαλαν οι βελγικές φορολογικές αρχές στους ιταλούς ομολόγους τους στις 26 Αυγούστου 1998 και την 1η Απριλίου 1999, αντίστοιχα, αποδεικνύουν επίσης ότι οι βελγικές φορολογικές αρχές είχαν σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την ύπαρξη της εταιρείας Β πριν από τη σύναψη της συμφωνίας,

η μεταφορά των εμπορευμάτων στην Ιταλία πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του υποκείμενου στον φόρο Γ,

τα εμπορεύματα μεταφέρθηκαν κατευθείαν από τον τόπο παραγωγής στο Βέλγιο σε αποθήκη στην Ιταλία όπου τέθηκαν στη διάθεση του Γ,

τα περισσότερα από τα τιμολόγια που έστειλε η Umicore στην εταιρεία Β εξοφλήθηκαν από την εταιρεία Γ,

με βάση τις δηλώσεις των υπευθύνων της Umicore, οι οποίες περιλαμβάνονται σε έκθεση, απόσπασμα της οποίας περιλήφθηκε στο σημείωμα τακτοποίησης, φαίνεται επίσης ότι δεν υπήρχε καμία σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ της Umicore και της εταιρείας Β,

αντίθετα, φαίνεται ότι η ύπαρξη της εταιρείας Γ δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τις ιταλικές φορολογικές αρχές, οι οποίες είχαν πλήρη πρόσβαση στα λογιστικά βιβλία αυτής της εταιρείας.

(171)

Μεμονωμένα, καθεμία από αυτές τις διαπιστώσεις προφανώς δεν είναι αρκετή για να αποδείξει ότι η πώληση μεταξύ της Umicore και της εταιρείας Β ήταν εικονική. Ωστόσο, οι ίδιες διαπιστώσεις, εάν εξεταστούν από κοινού, μπορούν να οδηγήσουν στην απόλυτη αμφισβήτηση της ύπαρξης πώλησης μεταξύ της Umicore και της εταιρείας Β. Οι βελγικές φορολογικές αρχές, που είχαν ενημερωθεί σχετικά με τις υπόνοιες όσον αφορά την πραγματική ύπαρξη των δραστηριοτήτων της εταιρείας Β πριν από τη σύναψη της συναλλαγής με την εταιρεία Umicore στις 21 Δεκεμβρίου 2000, διέθεταν, επομένως, ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την ύπαρξη των συναλλαγών και την ενδεχόμενη αλλαγή του χαρακτηρισμού.

(172)

Ως προς αυτό, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Cour de Cassation) στο Βέλγιο, ο φόρος πρέπει να βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα (51). Επομένως, οι βελγικές φορολογικές αρχές πρέπει να βασίζουν τη φορολογία τους όχι στις φαινομενικές συναλλαγές που παρουσιάζει ο υποκείμενος στον φόρο για να αιτιολογήσει ενδεχόμενη απαλλαγή, αλλά στις πραγματικές συναλλαγές που βασίζονται στην πραγματική πρόθεση των συμβαλλόμενων μερών.

(173)

Εάν από τις πληροφορίες που έχουν οι βελγικές φορολογικές αρχές προκύπτει ότι η πώληση μεταξύ Α και Β είναι εικονική και ότι η πραγματική πώληση (που συνεπάγεται μεταβίβαση της εξουσίας διάθεσης του αγαθού) έγινε στην πράξη μεταξύ Α και Γ, οι εν λόγω αρχές είχαν δικαίωμα να χαρακτηρίσουν εκ νέου την παράδοση αγαθού μεταξύ Α και Β σε παράδοση αγαθού μεταξύ Α και Γ και να εφαρμόσουν τους κανόνες για τον ΦΠΑ σε αυτή την εκ νέου χαρακτηρισθείσα συναλλαγή.

(174)

Το γεγονός ότι μια απάτη έλαβε χώρα στην Ιταλία μέσω αφανούς εμπόρου δεν σημαίνει ότι πρέπει να αμφισβητηθεί το δικαίωμα απαλλαγής του οποίου μπορούσε να τύχει η Umicore στο μέτρο που η καλή πίστη αυτής δεν αμφισβητήθηκε από τις βελγικές αρχές.

(175)

Επομένως, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι βελγικές φορολογικές αρχές μπορούσαν λογικά να χαρακτηρίσουν εκ νέου τις σχετικές συναλλαγές ως ενδοκοινοτικές παραδόσεις μεταξύ της Umicore και της εταιρείας Γ, χωρίς ο νέος αυτός χαρακτηρισμός να συνιστά δυσανάλογη παραχώρηση των αρχών ή παράτυπη εφαρμογή των κανόνων ΦΠΑ. Επίσης μπορούσαν να εγκρίνουν την απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τους διακανονισμούς που χαρακτηρίστηκαν εκ νέου, δεδομένου ότι πληρούνταν όλοι οι όροι απαλλαγής (συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς από τον αγοραστή ή για λογαριασμό του).

(176)

Επομένως πρέπει να εξεταστούν τα εξής σημεία: i) κατά πόσον οι βελγικές φορολογικές αρχές είχαν το δικαίωμα να επιβάλουν πρόστιμο βάσει του άρθρου 70 παράγραφος 2 του κώδικα ΦΠΑ λόγω της ύπαρξης ανακριβών στοιχείων στα τιμολόγια και, εάν ναι, ii) ποιο θα έπρεπε να είναι το ποσό αυτού του προστίμου και iii) κατά πόσον η Umicore έτυχε δυσανάλογων παραχωρήσεων ή παράτυπης εφαρμογής του νόμου από τις φορολογικές αρχές.

(177)

Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, σε περίπτωση ανακρίβειας στην αναγραφή των ενδείξεων που πρέπει να αναφέρονται σε τιμολόγιο σχετικά με ενδοκοινοτική παράδοση, το ΒΔ αριθ. 41 προβλέπει πρόστιμο που ανέρχεται στο 100 % του οφειλόμενου για τις εν λόγω πράξεις φόρου. Ωστόσο, όπως αναφέρεται ανωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 45 και 46, η επιβολή διοικητικού προστίμου υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας και οι αρχές έχουν, δυνάμει του άρθρου 9 του βασιλικού διατάγματος της 18ης Μαρτίου 1831, την εξουσία να παρεκκλίνουν από την κλίμακα των προστίμων που προβλέπεται στο ΒΔ αριθ. 41.

(178)

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αποκλείεται να ήταν δυσανάλογο ένα πρόστιμο 100 %, λαμβανομένης υπόψη της καλής πίστης του υποκείμενου στον φόρο, την οποία δεν αμφισβήτησαν οι αρχές. Επίσης δεν αποκλείεται, στο πλαίσιο της διαφοράς τους με την Umicore, οι βελγικές φορολογικές αρχές να προσπάθησαν να μεγιστοποιήσουν τα έσοδα, όπως ακριβώς ένας πιστωτής προσπαθεί να μεγιστοποιήσει την ανάκτηση των πιστώσεών του. Σχετικά με αυτό υπενθυμίζεται ότι μια τέτοια πρακτική δεν μπορεί να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 της Συνθήκης στο μέτρο που δεν συνεπάγεται δυσανάλογες ή παράνομες παραχωρήσεις εκ μέρους των αρχών.

(179)

Δεδομένης της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν οι αρχές στο πλαίσιο αυτό, λογικά μπορεί να θεωρηθεί ότι, στο πλαίσιο συμφωνίας διακανονισμού, το ποσό του προστίμου έπρεπε να έχει καθοριστεί από τις αρχές σε ποσοστό μεταξύ 10 % και 50 %. Αφενός, το ποσοστό 10 % μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτό σε σχέση με το ποσοστό 10 % που προβλέπεται στον πίνακα G του παραρτήματος του ΒΔ αριθ. 41 για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα ΦΠΑ, καθώς και σε σχέση με το πρόστιμο 10 % που αναφέρεται στο σημείωμα τακτοποίησης της 30ής Νοεμβρίου 1998. Αφετέρου, το ποσοστό 50 % θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το εφαρμοστέο ανώτατο όριο, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και το πλαίσιο μιας συμφωνίας διακανονισμού. Η εφαρμογή ποσοστού 50 % φαίνεται να ενισχύεται από την πρόσφατη νομολογία του βελγικού Cour de Cassation (52). Δεδομένου ότι η τελευταία αυτή απόφαση αφορά ποινική υπόθεση, μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην οποία αποδεικνύεται ότι δεν υπήρχε πρόθεση φοροδιαφυγής εκ μέρους της Umicore, το ποσοστό 50 % αποτελεί το μέγιστο ποσοστό.

(180)

Συνεπώς, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, λόγω των περιστάσεων της υπόθεσης, το πρόστιμο μπορούσε λογικά να καθοριστεί σε ποσό μεταξύ 33 238 698 BEF (10 % x 332 386 976) και 166 193 488 BEF (50 % x 332 386 976).

(181)

Δεδομένου ότι ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα θα μπορούσε να προκύψει μόνο από δυσανάλογες παραχωρήσεις εκ μέρους των φορολογικών αρχών, για τον προσδιορισμό ενδεχόμενου πλεονεκτήματος πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνο το μικρότερο ποσό, δηλ. 33 238 698 BEF. Το ποσό αυτό μπορεί, κατ’ αρχήν, να εκπέσει από τη φορολογητέα βάση για τη φορολόγηση των εταιρειών (53).

2.   Παραδόσεις αγαθών σε πελάτες εγκατεστημένους στην Ελβετία

(182)

Στη δεύτερη περίπτωση, η σειρά των επίμαχων συναλλαγών με τους ελβετούς πελάτες ήταν συνήθως η εξής:

Image

(183)

Μεταξύ Φεβρουαρίου 1996 και Οκτωβρίου 1996, η Umicore εξέδιδε τιμολόγια για τα εμπορεύματα στο όνομα μιας εταιρείας Β (54) εγκατεστημένης στην Ελβετία, η οποία δεν είχε αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ σε κάποιο κράτος μέλος. Στη συνέχεια, η ελβετική εταιρεία χρέωνε με τη σειρά της τα εμπορεύματα σε πελάτη Γ εγγεγραμμένο στα μητρώα ΦΠΑ και εγκατεστημένο στην Ιταλία. Η μεταφορά των εμπορευμάτων γινόταν κατευθείαν από τον τόπο παραγωγής στο Βέλγιο προς την Ιταλία. Με βάση τα έγγραφα που διαβίβασε το Βέλγιο, φαίνεται ότι η μεταφορά είχε ανατεθεί από τη εταιρεία Γ. Επίσης, φαίνεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, την τιμή των εμπορευμάτων κατέβαλε απ’ ευθείας η εταιρεία Γ στην Umicore, ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, την πληρωμή την έκανε η εταιρεία Β. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η εταιρεία Γ αναφέρεται στην πραγματικότητα σε εταιρείες που θεωρούνται εικονικές από τις ιταλικές και ισπανικές φορολογικές αρχές (55).

(184)

Τα τιμολόγια που έστειλε η Umicore στην ελβετική εταιρεία Β μεταξύ Φεβρουαρίου 1996 και Οκτωβρίου 1996 αφορούν πωλήσεις καθαρού αργύρου «εκ του εργοστασίου Hoboken» και αναφέρουν τα εξής: «Εξαγωγή – Απαλλαγή από τον ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 39 του κώδικα».

(185)

Αν και οι εν λόγω παραδόσεις έγιναν από την UMICORE με απαλλαγή από τον ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 39 του κώδικα ΦΠΑ, οι πληροφορίες που έλαβε η ISI από τον υποκείμενο στον φόρο και από τη βελγική υπηρεσία τελωνείων και ειδικών φόρων κατανάλωσης αποδείκνυαν ότι τα εμπορεύματα μεταφέρθηκαν με προορισμό την Ιταλία χωρίς να έχει γίνει εξαγωγή.

(186)

Εφόσον δεν είχε γίνει εξαγωγή και, επομένως, δεν υπήρχε το δικαίωμα απαλλαγής βάσει του άρθρου 39 του κώδικα ΦΠΑ, τίθεται και πάλι το ερώτημα κατά πόσον οι βελγικές φορολογικές αρχές θα μπορούσαν να έχουν συμπεράνει ότι οι συναλλαγές μεταξύ της Umicore και της ελβετικής εταιρείας ήταν εικονικές, ότι οι πραγματικές συναλλαγές πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της Umicore και της εταιρείας Γ και ότι οι συναλλαγές αυτές μπορούσαν να τύχουν της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ.

(187)

Στο σημείωμα τακτοποίησης της 30ής Νοεμβρίου 1998, η ISI έκρινε ότι δεν πληρούνταν τα κριτήρια απαλλαγής βάσει του άρθρου 39 του κώδικα ΦΠΑ (εξαγωγές), διότι δεν κατέστη δυνατό να προσκομιστεί κανένα έγγραφο το οποίο να αποδεικνύει ότι τα εμπορεύματα πράγματι εξήχθησαν, και κυρίως καμία διασάφηση εξαγωγής.

(188)

Σε αυτή τη βάση, οι αρχές κατέληξαν, συνεπώς, στο συμπέρασμα ότι οι συναλλαγές μεταξύ της Umicore και των ελβετικών εταιρειών δεν μπορούσαν να απαλλαγούν δυνάμει του άρθρου 39 του κώδικα ΦΠΑ, ούτε μπορούσε να θεωρηθεί ότι πραγματοποιήθηκαν στο Βέλγιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 7 του κώδικα ΦΠΑ. Επομένως, υπόκεινταν στον βελγικό ΦΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 2 του κώδικα ΦΠΑ. Συνεπώς, κατέληξαν ότι η Umicore όφειλε ΦΠΑ ύψους 312 608 393 BEF (56) (7 749 359 EUR), καθώς και πρόστιμο που ανερχόταν στο 10 % αυτού του ποσού.

(189)

Σε συμπληρωματική απάντηση της 30ής Μαρτίου 2000 στα σημειώματα τακτοποίησης, η Umicore αναφέρει ότι «αποδείχτηκε πλέον ότι ο μηχανισμός που εφαρμόστηκε είχε εικονικό χαρακτήρα, τον οποίο το εμπορικό τμήμα της Umicore δεν μπορούσε να γνωρίζει. Οι εισαγωγές στην Ελβετία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ και, επομένως, πρέπει να τονιστεί ότι, τόσο σε αυτές τις περιπτώσεις όσο και στις άλλες, δεν αμφισβητείται η ύπαρξη των παραδόσεων στην Ιταλία».

(190)

Επίσης, σε προτιμολόγια που έστειλε η Umicore στους ελβετούς πελάτες της φαίνεται ότι το όνομα του ιταλού υποκείμενου στον φόρο και παραλήπτη των εμπορευμάτων αναφέρεται ρητά και ότι η ταυτότητα αυτού του παραλήπτη επιβεβαιώνεται από τις φορτωτικές που κατάρτισε ο μεταφορέας.

(191)

Οι σχετικές συναλλαγές δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστούν εκ νέου ως ενδοκοινοτικές παραδόσεις μεταξύ της Umicore και της εταιρείας Γ για τους εξής λόγους:

κατά τη σύναψη της συμφωνίας, οι βελγικές αρχές ήταν ήδη ενημερωμένες ότι η εταιρεία Γ στην πραγματικότητα ήταν εταιρείες που θεωρούνταν εικονικές από τις ιταλικές και ισπανικές φορολογικές αρχές,

η ύπαρξη των ελβετικών εταιρειών δεν αμφισβητήθηκε ποτέ ούτε από τις βελγικές ή ιταλικές φορολογικές αρχές ούτε από την Umicore,

η εταιρεία Umicore δεν μπορεί να αγνοούσε ότι δεν είχε το δικαίωμα να εφαρμόσει την απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 39 του κώδικα ΦΠΑ (απαλλαγή από τον ΦΠΑ για τις εξαγωγές) χωρίς να γίνει εξαγωγή των εμπορευμάτων.

(192)

Συνεπώς, οι σχετικές συναλλαγές δεν μπορούσαν να τύχουν της απαλλαγής από τον ΦΠΑ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 39 του κώδικα ΦΠΑ (λόγω του ότι δεν έγινε εξαγωγή των εμπορευμάτων), ούτε της απαλλαγής από τον ΦΠΑ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 39α του κώδικα ΦΠΑ. Οι εν λόγω συναλλαγές έπρεπε, στην περίπτωση αυτή, να θεωρηθούν ως παραδόσεις αγαθών χωρίς μεταφορά οι οποίες δεν μπορούσαν να τύχουν απαλλαγής ΦΠΑ. Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφοι 2 και 7 του κώδικα ΦΠΑ και του άρθρου 2 του κώδικα ΦΠΑ, η Umicore όφειλε ΦΠΑ ύψους 312 608 393 BEF (7 749 359 EUR). Εξάλλου, στο ποσό αυτό έπρεπε να εφαρμοστεί επίσης πρόστιμο 10 %, δηλαδή 31 260 839 BEF, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 70 παράγραφος 1 του κώδικα ΦΠΑ και του άρθρου 1 παράγραφος 1 του ΒΔ αριθ. 41. Η Επιτροπή δεν μπορεί να βασιστεί σε κανένα στοιχείο του φακέλου για να θεωρήσει ότι το ποσοστό 10 % θα δημιουργήσει πρόβλημα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας (57).

(193)

Σύμφωνα με τους εφαρμοστέους φορολογικούς κανόνες, το συμπληρωματικό ποσό ΦΠΑ που οφείλει ο υποκείμενος στον φόρο και που δεν χρεώθηκε στον πελάτη πρέπει να θεωρείται ως δαπάνη που γεννά δικαίωμα έκπτωσης κατά τον καθορισμό της φορολογητέας βάσης για τη φορολόγηση των εταιρειών. Το ποσό του διοικητικού προστίμου μπορεί επίσης να εκπέσει από τη φορολογία των εταιρειών.

3.   Παραδόσεις αγαθών σε πελάτες εγκατεστημένους στην Ιταλία και στην Ισπανία

(194)

Μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 1996, η σειρά των επίμαχων συναλλαγών με τους πελάτες ήταν η εξής:

Image

(195)

Η Umicore εξέδιδε τιμολόγια για τα εμπορεύματα στο όνομα εταιρειών Β εγκατεστημένων στην Ιταλία ή στην Ισπανία όπου είχαν αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ. Τα εν λόγω τιμολόγια αφορούσαν πωλήσεις καθαρού αργύρου «εκ του εργοστασίου» και καταρτίζονταν με βάση την απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 39 του κώδικα ΦΠΑ (εξαγωγές) ή στο άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ (ενδοκοινοτικές παραδόσεις). Η μεταφορά των εμπορευμάτων γινόταν κατευθείαν από τον τόπο παραγωγής στο Βέλγιο προς την Ιταλία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η εξόφληση των τιμολογίων γινόταν από την ελβετική εταιρεία Γ (58), η οποία φαίνεται επίσης ως αυτή που είχε αναθέσει ουσιαστικά τη μεταφορά (59).

(196)

Τέλος, οι πληροφορίες που διαβίβασαν οι ιταλικές και οι ισπανικές φορολογικές αρχές στις βελγικές αρχές πριν από τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού αποδεικνύουν ότι οι εταιρείες Β ήταν εικονικές.

(197)

Στο σημείωμα τακτοποίησης της 30ής Νοεμβρίου 1998, οι βελγικές φορολογικές αρχές έκριναν ότι οι πραγματικοί αγοραστές των εμπορευμάτων ήταν οι ελβετικές εταιρείες Γ και όχι αυτοί που αναφέρονταν στα τιμολόγια πώλησης. Οι βελγικές αρχές διευκρίνιζαν στο σημείωμα τακτοποίησης ότι, χωρίς εξαγωγή των εμπορευμάτων εκτός του εδάφους της Ένωσης, η απαλλαγή βάσει του άρθρου 39 του κώδικα ΦΠΑ δεν ισχύει και ότι οι σχετικές πωλήσεις πρέπει να χαρακτηριστούν εκ νέου ως παραδόσεις αγαθών που υπόκεινται στον βελγικό ΦΠΑ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφοι 2 και 7 του κώδικα ΦΠΑ και του άρθρου 2 του κώδικα ΦΠΑ. Οι αρχές, συνεπώς, κατέληξαν ότι η Umicore όφειλε για τον ΦΠΑ ποσό 63 216 555 BEF (60) (1 567 097,46 EUR), καθώς και διοικητικό πρόστιμο που ανέρχεται στο 10 % αυτού του ποσού.

(198)

Στο πλαίσιο ανταλλαγής επιστολών με την ISI, η Umicore ανέφερε ότι οι ελβετικές εταιρείες ήταν εξουσιοδοτημένες από τις εταιρείες Β για την οργάνωση της μεταφοράς των εμπορευμάτων και ενεργούσαν επίσης ως οικονομικός αντιπρόσωπος αυτών των εταιρειών.

(199)

Σχετικά με αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο με βάση τα οποία να αποδεικνύεται ότι οι ελβετικές εταιρείες ενήργησαν ως εντολοδόχοι για τη μεταφορά για λογαριασμό των ιταλικών και ισπανικών εταιρειών. Αντίθετα, όλα τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή αποδεικνύουν ότι η μεταφορά των εμπορευμάτων είχε πραγματοποιηθεί για λογαριασμό των ελβετικών εταιρειών και ότι αυτές ήταν οι δικαιούχοι και πραγματικοί κάτοχοι των εν λόγω εμπορευμάτων.

(200)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι, στο σημείωμα τακτοποίησής τους, οι βελγικές φορολογικές αρχές δικαίως είχαν χαρακτηρίσει εκ νέου τις επίμαχες συναλλαγές ως παραδόσεις αγαθών στις ελβετικές εταιρείες. Τέτοιου είδους παραδόσεις έπρεπε, συνεπώς, να υπόκεινται στον βελγικό ΦΠΑ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφοι 2 και 7 του κώδικα ΦΠΑ και του άρθρου 2 του κώδικα ΦΠΑ, χωρίς δυνατότητα απαλλαγής βάσει του άρθρου 39 ή 39α του κώδικα ΦΠΑ.

(201)

Ακόμη και αν οι φορολογικές αρχές μπορούσαν να αναγνωρίσουν νομίμως την ύπαρξη των συναλλαγών με τις ιταλικές και τις ισπανικές εταιρείες, η απαλλαγή βάσει του άρθρου 39α του κώδικα ΦΠΑ θα έπρεπε να απορριφθεί εφόσον δεν έγινε μεταφορά των εμπορευμάτων από τον πωλητή (Umicore) ή τον αγοραστή (Β) ή για λογαριασμό του, αντίστοιχα.

(202)

Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί ότι η Umicore όφειλε για τον ΦΠΑ ποσό 63 216 555 BEF (1 567 097,46 EUR), καθώς και διοικητικό πρόστιμο που ανέρχεται σε 6 321 655 BEF (10 % του οφειλόμενου ΦΠΑ) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 70 παράγραφος 1 του κώδικα ΦΠΑ και του άρθρου 1 παράγραφος 1 του ΒΔ αριθ. 41.

(203)

Το ποσό των 63 216 555 BEF καθώς και το ποσό του διοικητικού προστίμου μπορούν, κατ’ αρχήν, να εκπέσουν από τη φορολογία των εταιρειών.

4.   Εκτίμηση της απουσίας δυνατότητας να εκπέσει το ποσό της συναλλαγής

(204)

Η πρακτική σύμφωνα με την οποία ένα διοικητικό πρόστιμο το οποίο κατ’ αρχήν μπορεί να εκπίπτει από τη φορολογία των εταιρειών θεωρείται ότι δεν μπορεί να εκπίπτει και, στη συνέχεια, μειώνεται το ποσό αυτού του προστίμου, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι αυτό δεν μπορεί να εκπέσει (συμψηφισμός ή «netting») δεν είναι σύμφωνη με τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική σε αυτόν τον τομέα (61). Κατά συνέπεια, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πλεονέκτημα ή το μειονέκτημα αυτής της πρακτικής σε σύγκριση με μια κατάσταση στην οποία οι αρχές δεν θα είχαν εφαρμόσει αυτό τον συμψηφισμό.

(205)

Ο ίδιος συλλογισμός μπορεί να εφαρμοστεί στα ποσά ΦΠΑ τα οποία, κατ’ αρχήν, μπορούν να εκπέσουν από τη φορολογία των εταιρειών και για τα οποία θα είχε ισχύσει ο ίδιος συμψηφισμός.

(206)

Από τα ποσά που καθορίστηκαν σε προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις, τα ακόλουθα ποσά πρέπει να θεωρούνται ποσά που μπορούν να εκπέσουν:

33 238 698 + 312 608 393 + 31 260 839 + 63 216 555 + 6 321 655 = 446 646 140 BEF.

(207)

Οι αρνητικές επιπτώσεις του ότι η Umicore δεν μπορεί να εκπέσει αυτά τα ποσά εκτιμώνται κατ’ αρχήν σε:

446 646 140 × 40,17 % (62) = 179 417 754 BEF

(208)

Εντούτοις, δεδομένου ότι η Umicore παρουσίαζε φορολογική ζημία όσον αφορά το φορολογητέο εισόδημα του έτους 2000, το ότι τα σχετικά ποσά δεν μπορούσαν να εκπέσουν είχε ουσιαστικά αρνητική επίπτωση μόνο για την επόμενη φορολογική περίοδο (εισόδημα 2001) κατά την οποία η Umicore πίστωσε πράγματι όλη τη φορολογική ζημία της που θα μπορούσε να μεταφερθεί στην επόμενη χρήση. Κατά συνέπεια, το σύστημα συμψηφισμού όπως εφαρμόζεται από τις βελγικές αρχές είχε ως αποτέλεσμα να μετατεθεί χρονικά η καταβολή του φόρου ή του προστίμου στην επόμενη φορολογική περίοδο.

(209)

Επίσης, στο μέτρο που η φορολογία των βελγικών εταιρειών καταβάλλεται κατ’ αρχήν μέσω προκαταβολικών πληρωμών τις οποίες ο φορολογούμενος πραγματοποιεί κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους, προκειμένου να αποφύγει προσαυξήσεις του φόρου (63), λογικά μπορεί να συναχθεί ότι, ελλείψει συμψηφισμού, η Umicore θα έπρεπε να πραγματοποιήσει τις εν λόγω πληρωμές στα μέσα του 2001, δηλαδή ότι η Umicore στην πράξη έτυχε αναβολής πληρωμής του ποσού των 179 417 754 BEF για έξι μήνες.

(210)

Η θετική επίπτωση του ότι η Umicore δεν μπορεί να εκπέσει αυτά τα ποσά εκτιμάται επομένως σε:

179 417 754 BEF × 0,8 % (64) × 6 μήνες = 8 612 052 BEF

5.   Τόκοι υπερημερίας

(211)

Οι τόκοι υπερημερίας που οφείλονται κατ’ αρχήν επί των ποσών του ΦΠΑ και που υπολογίζονται ανωτέρω πρέπει να υπολογιστούν με βάση μηνιαίο συντελεστή 0,8 % από τις 21 Ιανουαρίου 1997 (65) και μέχρι την πραγματική καταβολή η οποία έγινε στο τέλος Δεκεμβρίου 2000.

37,6 % (66) × (312 608 393 + 63 216 555) = 141 310 180 BEF

6.   Σύνοψη των οφειλόμενων ποσών για την περίοδο 1995-1996

(212)

Τα ελάχιστα οφειλόμενα ποσά από την Umicore για την περίοδο 1995-1996 συνοψίζονται στον κατωτέρω πίνακα:

(σε BEF)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΑ ΠΟΣΑ

1)

Πρώτο είδος πράξεων

 

διοικητικό πρόστιμο

33 238 698

2)

Δεύτερο είδος πράξεων

 

οφειλόμενος ΦΠΑ

312 608 393

διοικητικό πρόστιμο (10 %)

31 260 839

3)

Τρίτο είδος πράξεων

 

οφειλόμενος ΦΠΑ

63 216 555

διοικητικό πρόστιμο (10 %)

6 321 655

Μερικό σύνολο

BEF 446 646 140

(4)

Τόκοι υπερημερίας

141 310 180

Σύνολο οφειλόμενο κατ’ αρχήν (ΦΠΑ + τόκοι)

BEF 587 956 320

5)

Επίπτωση της απουσίας δυνατότητας έκπτωσης

 

– αρνητική επίπτωση της απουσίας δυνατότητας έκπτωσης

– 179 417 754

+ θετική επίπτωση της καθυστερημένης πληρωμής

8 612 052

ΣΥΝΟΛΟ

BEF 417 150 618

(213)

Με βάση τον ανωτέρω υπολογισμό, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το ελάχιστο ποσό που όφειλε η Umicore για τα έτη 1995 και 1996 στο πλαίσιο συμφωνίας διακανονισμού με τις φορολογικές αρχές ανέρχεται σε 587 956 320 BEF (14 575 056,46 EUR). Ωστόσο, προτού συγκριθεί αυτό το ποσό με το ποσό της συμφωνίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη η επίπτωση της απουσίας δυνατότητας έκπτωσης, η οποία μειώνει το καθορισμένο ποσό σε 417 150 618 BEF (10 340 893,71 EUR).

VIII.2.3.   Έτη 1997-1998

(214)

Όσον αφορά την περίοδο 1997-1998, οι αμφισβητούμενες πράξεις στο σημείωμα τακτοποίησης της 30ής Απριλίου 1999 είχαν ως εξής:

Image

(215)

Στο τελευταίο αυτό σενάριο, ο πελάτης της Umicore είναι υποκατάστημα Β εγκατεστημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο ελβετικής εταιρείας με αριθμό ΦΠΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο μεταγενέστερος πελάτης είναι υποκείμενος στον φόρο Γ εγκατεστημένος στην Ιταλία. Τα εμπορεύματα μεταφέρονταν κατευθείαν από τον τόπο παραγωγής στο Βέλγιο προς την Ιταλία. Τέλος, η εξόφληση των τιμολογίων πώλησης που κατάρτιζε η Umicore γινόταν από τον υποκείμενο στον φόρο Β.

(216)

Στο σημείωμα τακτοποίησης της 30ής Απριλίου 1999, οι φορολογικές αρχές έκριναν ότι ο υποκείμενος στον φόρο Β δεν είχε δικαίωμα να απαιτήσει την απαλλαγή από τον ΦΠΑ που προβλέπεται στο άρθρο 39α του κώδικα ΦΠΑ, διότι δεν είχε έγκυρο αριθμό ΦΠΑ στην Ιταλία. Επιπλέον, θεωρούσαν ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι ο υποκείμενος στον φόρο Β είχε πραγματική οικονομική δραστηριότητα που του παρείχε την ιδιότητα υποκείμενου στον ΦΠΑ, οι σχετικές πωλήσεις θα έπρεπε να εξεταστούν ως ενδοκοινοτικές τριγωνικές συναλλαγές. Σε αυτή την περίπτωση, η πρώτη πώληση μεταξύ της Umicore και του υποκείμενου στον φόρο Β θα έπρεπε να εξεταστεί ως εθνική πώληση χωρίς μεταφορά που υπόκειται στον βελγικό ΦΠΑ χωρίς τη δυνατότητα απαλλαγής, εφόσον η μεταφορά θα είχε γίνει για λογαριασμό των ιταλών πελατών.

(217)

Κατ’ αρχάς, πρέπει πρώτα απ’ όλα να σημειωθεί ότι, αντίθετα με την περίοδο 1995-1996, οι ίδιοι οι επιθεωρητές της ISI έκριναν αργότερα ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για την απόρριψη της απαλλαγής. Αυτό προκύπτει πράγματι σαφώς από τα εσωτερικά σημειώματα που έστειλαν οι επιθεωρητές στον διευθυντή τους πριν και μετά τη σύναψη της συμφωνίας.

(218)

Δεύτερον, από τα έγγραφα που έστειλε το Βέλγιο στην Επιτροπή, με επιστολή της 6ης Αυγούστου 2009, προκύπτει ότι η μεταφορά είχε πράγματι πραγματοποιηθεί για λογαριασμό του υποκείμενου στον φόρο Β (και όχι για λογαριασμό ενδεχόμενου μεταγενέστερου πελάτη). Επίσης, αυτό φαίνεται ότι μπορεί να επιβεβαιωθεί με βάση αντίγραφα εγγράφων που έστειλε η Umicore στην ISI, με την επιστολή της 11ης Ιουνίου 1999, τα οποία αποδεικνύουν ότι, για κάθε πώληση, ο υποκείμενος στον φόρο Β έστελνε φαξ στην Umicore για να την ενημερώσει σχετικά με τα στοιχεία της εταιρείας μεταφορών, το όνομα του οδηγού και τον αριθμό κυκλοφορίας του φορτηγού.

(219)

Επίσης, το γεγονός ότι ο υποκείμενος στον φόρο Β δεν είχε έγκυρο αριθμό ΦΠΑ στην Ιταλία, όπως ανέφεραν οι βελγικές αρχές στο σημείωμα τακτοποίησης της 30ής Απριλίου 1999, δεν έχει σχέση με το θέμα, δεδομένου ότι οι υποκείμενοι στον φόρο δεν υποχρεούνται να εγγραφούν στο μητρώο ΦΠΑ στο κράτος μέλος όπου αποστέλλονται τα εμπορεύματα. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι βρετανικές φορολογικές αρχές, που έστειλαν πληροφορίες στις βελγικές αρχές κατόπιν αιτήματός τους, ουδόλως έθεσαν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη των δραστηριοτήτων του υποκείμενου στον φόρο Β στο Ηνωμένο Βασίλειο.

(220)

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι βελγικές φορολογικές αρχές δεν αμφισβήτησαν το γεγονός ότι τα εμπορεύματα πράγματι εγκατέλειψαν το βελγικό έδαφος και μεταφέρθηκαν σε άλλο κράτος μέλος.

(221)

Τα ανωτέρω στοιχεία φαίνεται ότι αποδεικνύουν επαρκώς ότι η ISI δεν διέθετε στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να απορρίψει την απαλλαγή από τον ΦΠΑ, την οποία εφάρμοσε η Umicore. Επομένως, συμπερασματικά συνάγεται ότι η Umicore δεν όφειλε να καταβάλει συμπληρωματικό ΦΠΑ, αλλά ούτε και πρόστιμο ή τόκους για την περίοδο 1997-1998.

VIII.2.4.   Συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος

(222)

Με βάση την ανωτέρω εκτίμηση, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το ελάχιστο ποσό που όφειλε η Umicore για τα έτη 1995 έως 1998 στο πλαίσιο συμφωνίας διακανονισμού με τις φορολογικές αρχές ανερχόταν συνολικά σε 417 150 618 BEF (10 340 893,71 EUR).

(223)

Στο μέτρο που το ποσό αυτό είναι μικρότερο από το ποσό που κατέβαλε η Umicore βάσει της συμφωνίας της 21ης Δεκεμβρίου 2000, δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι βελγικές φορολογικές αρχές προέβησαν σε δυσανάλογες παραχωρήσεις. Η μόνο πτυχή της συμφωνίας που παρεκκλίνει από τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική αφορά το σύστημα συμψηφισμού, με το οποίο το οφειλόμενο ποσό μειώθηκε προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ότι δεν μπορεί να εκπέσει η φορολογία των εταιρειών. Ωστόσο, η οικονομική επίπτωση αυτής της πρακτικής ελήφθη δεόντως υπόψη στην εν λόγω εκτίμηση.

(224)

Η Επιτροπή θεωρεί, συνεπώς, ότι οι βελγικές φορολογικές αρχές δεν χορήγησαν οικονομικό ή χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα στην εταιρεία Umicore στο πλαίσιο της σύναψης της συμφωνίας διακανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 2000.

IX.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(225)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η συμφωνία διακανονισμού που συνήφθη στις 21 Δεκεμβρίου 2000 μεταξύ των βελγικών φορολογικών αρχών και της εταιρείας Umicore δεν παρέσχε πλεονέκτημα στην τελευταία και δεν συνιστά, ως εκ τούτου, κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η συμφωνία φορολογικού διακανονισμού που συνήφθη στις 21 Δεκεμβρίου 2000 μεταξύ του βελγικού κράτους και της Umicore S.A. (πρώην Union Minière S.A.), σχετικά με ποσό 423 εκατ. BEF, δεν συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο του Βελγίου.

Βρυξέλλες, 26 Μαΐου 2010.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 280 της 17.11.2004, σ. 10.

(2)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ έγιναν αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Και στις δύο περιπτώσεις, οι διατάξεις είναι στην ουσία ίδιες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται, όταν ενδείκνυται, ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88 αντιστοίχως της συνθήκης ΕΚ. Επίσης, η ΣΛΕΕ επέφερε μία σειρά ορολογικών αλλαγών, όπως «Ένωση» αντί για «Κοινότητα» και «εσωτερική αγορά» αντί για «κοινή αγορά».

(3)  ΕΕ C 223 της 7.9.2004, σ. 2.

(4)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(5)  ΕΕ L 376 της 31.12.1991, σ. 1.

(6)  Οδηγία 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977 περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ L 145 της 13.6.1977, σ. 1).

(7)  Το άρθρο 5 παράγραφος 2 του ΒΔ αριθ. 18, ορίζει ότι «ο αγοραστής που δεν είναι εγκατεστημένος στο Βέλγιο, ο οποίος αποκτά ο ίδιος την κατοχή των αγαθών στο Βέλγιο, οφείλει να παραδώσει, κατά την απόκτηση κατοχής, απόδειξη παραλαβής στον πωλητή ο οποίος είναι εγκατεστημένος στο Βέλγιο. Η απόδειξη παραλαβής προς παράδοση στον πωλητή πρέπει να αναγράφει την ημερομηνία παράδοσης των αγαθών, την περιγραφή αυτών και τη χώρα προορισμού. Αυτό το έγγραφο πρέπει να χορηγείται στον πωλητή όταν η απόκτηση των αγαθών στο Βέλγιο πραγματοποιείται από ένα τρίτο πρόσωπο, που ενεργεί για λογαριασμό του αγοραστή ο οποίος δεν είναι εγκατεστημένος στο Βέλγιο. Σ’ αυτή την περίπτωση, το έγγραφο πρέπει να χορηγηθεί στο προαναφερθέν τρίτο πρόσωπο, το οποίο δηλώνει σ’ αυτό ότι ενεργεί για λογαριασμό του εντολέα.» Το άρθρο 6 του ΒΔ αριθ. 18 ορίζει ότι «Ο πωλητής οφείλει να προσκομίσει την απόδειξη εξαγωγής (…) ανεξάρτητα από το έγγραφο που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2» Το άρθρο 3του ΒΔ αριθ. 18 ορίζει στη συνέχεια ότι «Ο πωλητής οφείλει να έχει πάντοτε στην κατοχή του όλα τα έγγραφα που δικαιολογούν την ύπαρξη της εξαγωγής και να τα δείχνει όταν τα ζητούν οι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο υπάλληλοι. Αυτά τα έγγραφα περιλαμβάνουν ιδίως τα δελτία παραγγελίας, τα μεταφορικά έγγραφα, τα έγγραφα πληρωμής, καθώς και τη διασάφηση εξαγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2» το οποίο ορίζει ότι «αντίγραφο του τιμολογίου πώλησης ή, ελλείψει τιμολογίου πώλησης, δελτίο αποστολής που περιέχει όλες τις αναφορές που πρέπει να φέρει ένα τιμολόγιο πώλησης, πρέπει να χορηγηθεί στο τελωνείο όπου, σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία για τις εξαγωγές, πρέπει να κατατεθεί διασάφηση εξαγωγής».

(8)  Ένα απόσπασμα της απάντησης του Υπουργού Οικονομικών του Βελγίου στην κοινοβουλευτική ερώτηση αριθ. 248 της 23ης Ιανουαρίου 1996 (Δελτίο κοινοβουλευτικών ερωτήσεων Bull. Q.R., Ch. Repr. S.O. 1995-1996, αριθ. 26 της 18/3/1996) διευκρινίζει ότι «Μια ενδοκοινοτική παράδοση που αποστέλλεται από το Βέλγιο και πραγματοποιείται από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με αυτή του την ιδιότητα συνιστά πράξη με την οποία ο ΦΠΑ καθίσταται, κατ’ αρχήν, απαιτητός στο Βέλγιο. Εξυπακούεται ότι το δικαίωμα στο ευεργέτημα αυτής της απαλλαγής πρέπει να αποδειχθεί από τον προμηθευτή που το επικαλείται. Κατά συνέπεια, σε αυτόν εναπόκειται το βάρος της απόδειξης ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της απαλλαγής».

(9)  Το άρθρο 16 διευκρινίζει ότι η παράδοση πραγματοποιείται τη στιγμή κατά την οποία το αγαθό τίθεται στη διάθεση του αγοραστή και το άρθρο 17 ότι η γενεσιουργός αιτία του φόρου παρεμβαίνει και ο φόρος καθίσταται απαιτητός τη στιγμή κατά την οποία πραγματοποιείται η παράδοση του αγαθού.

(10)  Βλέπε απόφαση του Cour de Cassation (Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 21.5.1982, Pas. I, 1982, σ. 1.106.

(11)  Μολονότι αυτή η διαδικασία δεν προβλέπεται ρητώς στον κώδικα ΦΠΑ, συνιστά τη συνήθη πρακτική της διοίκησης για την τήρηση πολλών βασικών αρχών όπως της αρχής του δικαιώματος υπεράσπισης και της αρχής της χρηστής διοίκησης.

(12)  Διοικητική παρατήρηση του κώδικα ΦΠΑ αριθ. 84/91.

(13)  Ιδίως όσον αφορά τον αριθμό και τη σπουδαιότητα των πράξεων που δεν έχουν διαπιστωθεί με κανονικά έγγραφα, σε σύγκριση με τον αριθμό και τη σπουδαιότητα των πράξεων που έχουν αποτελέσει αντικείμενο κανονικών εγγράφων.

(14)  Η διοικητική παρατήρηση αριθ. 70/67 προβλέπει ότι αυτή η διάταξη εφαρμόζεται όταν ο υποκείμενος στον φόρο πωλεί χωρίς τιμολόγιο σε πελάτη που παρουσιάζεται ως ιδιώτης υπό τον όρο ότι ο υποκείμενος στον φόρο δεν είχε σοβαρούς λόγους να αμφιβάλλει ότι οι αντισυμβαλλόμενοί του δεν υπόκεινται στον φόρο.

(15)  Βλέπε πίνακα C.

(16)  Απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 1999 στην υπόθεση αριθ. 22/99.

(17)  Που εν τω μεταξύ κατέστη το Συνταγματικό Δικαστήριο.

(18)  Cassation (Ακυρωτικό Δικαστήριο), 12 Φεβρουαρίου 2009, RG C.07.0507.N, μη δημοσιευθείσα· Cassation, 13 Φεβρουαρίου 2009, RG F.06.0107.N, μη δημοσιευθείσα και Ακυρωτικό Δικαστήριο, 12 Φεβρουαρίου 2009, RG F.06.0108.N.

(19)  Βλέπε πρώην άρθρο 84 του CTVA.

(20)  Το άρθρο 9 του βασιλικού διατάγματος προβλέπει ότι ο Υπουργός Οικονομικών αποφαίνεται για τις προσφυγές που έχουν ως αντικείμενο τη διαγραφή προστίμων και την αύξηση των δικαιωμάτων όσον αφορά τα πρόστιμα, εκτός αυτών που έχει καθορίσει ο δικαστής.

(21)  Οι περιφερειακοί διευθυντές της ISI διαθέτουν τις ίδιες εξουσίες δυνάμει του άρθρου 95 του νόμου της 15ης Μαρτίου 1999 που αντικαθιστά το άρθρο 87 του νόμου της 8ης Αυγούστου 1980.

(22)  Βλέπε σχόλιο ΦΠΑ αριθ. 84/59.

(23)  Βλέπε σχόλιο ΦΠΑ αριθ. 84α/4 και ακόλουθες.

(24)  Εγκύκλιος ΦΠΑ αριθ. 78 της 15ης Δεκεμβρίου 1970, σημείο 9.

(25)  Βλέπε εγχειρίδιο ΦΠΑ που δημοσιεύθηκε από τη διοίκηση του ΦΠΑ, σ. 1116, σημείο 530.

(26)  Εάν ένας υποκείμενος στον φόρο τιμολογεί αρχικά ποσό 100, συν ΦΠΑ 21, ήτοι συνολικό ποσό 121 και ο αγοραστής πληρώνει μόνο το ποσό των 100, η ενδεχόμενη επιστροφή δεν θα αφορά το ποσό των 21 αλλά το ποσό των 21 × (21/121) = 3,64.

(27)  Δεν υπάρχουν ακριβείς οδηγίες για τον τρόπο υπολογισμού της επιστροφής σε περίπτωση μερικής απώλειας επί του τιμήματος. Εντούτοις, τίποτα δεν εμποδίζει ώστε μια τέτοια επιστροφή να δύναται να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις στις οποίες το ποσό του ΦΠΑ τιμολογείται μεταγενέστερα από τον υποκείμενο στον φόρο (ακόμη και πολλά έτη μετά τη γενεσιουργό αιτία του φόρου).

(28)  Βλέπε Com.I.R. αριθ. 53/88.

(29)  Βλ. Com.I.R. αριθ. 53/97 και αριθ. 53/97.1.

(30)  Βλέπε ιδίως την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4551· απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2002 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-127/99, Diputación Foral de Álava, T-129/99, Comunidad Autónoma del País Vasco et Gasteizko Industria Lurra και T-148/99, Daewoo Electronics Manufacturing España, Συλλογή 2002 σ. II-1275, σκέψεις 151 και 154.

(31)  Άρθρο 85 του κώδικα ΦΠΑ.

(32)  Στην επιστολή [SG(99) 3364] της 10.5.1999, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, παρόλο που οι βελγικές διατάξεις φαίνεται να είναι εύλογες και αναλογικές, η Επιτροπή έλαβε αρκετές καταγγελίες από τις οποίες προέκυπτε ότι, ιδίως όταν ο αγοραστής μεταφέρει ο ίδιος τα αγαθά που αγοράζει, η βελγική διοίκηση απαιτεί έγγραφα τα οποία ο πωλητής δεν είναι σε θέση να προσκομίσει, όπως έγγραφα σχετικά με τη μεταφορά.

(33)  Επ’ αυτού, το Βέλγιο υπενθυμίζει τη βελγική νομολογία σύμφωνα με την οποία ο φόρος πρέπει να στηρίζεται στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης αλλά και στην αρχή της χρηστής διαχείρισης. Βάσει των αρχών αυτών, οι φορολογικές αρχές εκτιμούν ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται από τις αρχές άλλης χώρας για την ενδεχόμενη χορήγηση της απαλλαγής από τον ΦΠΑ όσον αφορά τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις.

(34)  Στην προκειμένη περίπτωση, η ελβετική εταιρεία που είχε αγοράσει τα αγαθά είχε ορίσει αντιπρόσωπο στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος είχε αριθμό ΦΠΑ και εκπλήρωνε τις φορολογικές υποχρεώσεις του στη χώρα αυτή.

(35)  Το άρθρο 2 του κώδικα ΦΠΑ προβλέπει ότι οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας υπόκεινται σε φόρο όταν λαμβάνουν χώρα στο Βέλγιο. Εντούτοις, το άρθρο 53 παράγραφος 2 του κώδικα ΦΠΑ απαιτεί την έκδοση τιμολογίου για όλες τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών, είτε αυτές φορολογούνται πραγματικά στο Βέλγιο είτε όχι.

(36)  Το άρθρο 70 παράγραφος 2 του κώδικα ΦΠΑ εφαρμόζεται επίσης όταν δεν καταρτίζονται τιμολόγια η έκδοση των οποίων προβλέπεται στα άρθρα 53, 53 ζ και 54 του κώδικα ΦΠΑ, ή όταν δεν καταρτίζονται ορθά.

(37)  Βλ σχόλια ΦΠΑ αριθ. 70/60 έως 70/62.

(38)  Βλ σχόλια σχετικά με τη φορολογία εισοδήματος αριθ. 53/97 και 53/97.1.

(39)  Βλ. δελτίο τύπου της 9ης Ιουλίου 2004, IP/04/882.

(40)  Βλ. αιτιολογική σκέψη 55 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας.

(41)  Βλ. προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση C-353/95P, Συλλογή 1997, σ. I-7007, σκέψη 30.

(42)  Η Umicore αναφέρει στατιστικές της ISI σύμφωνα με τις οποίες 22 % των προσαυξήσεων στον τομέα του ΦΠΑ λόγω αύξησης του κύκλου εργασιών την περίοδο 2000-2002 καθορίστηκαν μετά από συμφωνία με τον φορολογούμενο.

(43)  Δικαστήριο Namur, 10.01.91, FJ.F, 91/204: «Οι φορολογικές αρχές και ο φορολογούμενος μπορούν εγκύρως να καταλήξουν σε συμφωνία για τη φορολογική βάση στον τομέα του ΦΠΑ. Οι εφαρμοστέες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις προβλέπουν ότι ο φορολογούμενος, με τη συμφωνία του για τον διακανονισμό σχετικά με τη φορολογική βάση, ζητεί επίσης να τύχει του ευεργετήματος της μείωσης των προστίμων. Με τον τρόπο αυτόν, η πράξη ανταποκρίνεται, λόγω της ίδιας της φύσης, στον ορισμό της συνδιαλλαγής το βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ύπαρξη αμοιβαίων παραχωρήσεων που πραγματοποιούνται από τα μέρη. Εν προκειμένω, η παραχώρηση του φορολογούμενου συνίσταται στη συμφωνία του ως προς τη φορολογική βάση που προκύπτει από το σημείωμα τακτοποίησης μετά από έλεγχο. Η παραχώρηση των φορολογικών αρχών συνίσταται στη μείωση των νομίμων προστίμων που συνδέονται με τη συμφωνία σχετικά με τον προσδιορισμό της φορολογικής βάσης».

(44)  Απόφαση της 29.06.1999, DM Transport, C-256/97, Συλλογή 1999, σ. I - 3913. Συγκεκριμένα, η DM Transport όφειλε 18,1 εκατομμύρια BEF στην εθνική υπηρεσία κοινωνικής ασφάλισης του Βελγίου (Office national de sécurité sociale belge ή «ONSS»), στο πλαίσιο κρατήσεων από μισθούς και εργοδοτικών εισφορών. Δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας, ο εργοδότης ο οποίος δεν καταβάλλει έγκαιρα τις εισφορές υπόκειται μεταξύ άλλων σε πρόστιμα και ποινικές κυρώσεις. Έγινε ωστόσο αποδεκτό ότι η ONSS μπορεί να χορηγήσει περίοδο χάριτος. Θεωρώντας ότι οι ευκολίες πληρωμής είχαν επιτρέψει στην αφερέγγυα επιχείρηση να συνεχίσει τη λειτουργία της με τεχνητό τρόπο, το Εμποροδικείο Βρυξελλών (Tribunal de commerce de Bruxelles) έθεσε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί εάν οι εν λόγω διευκολύνσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κρατικές ενισχύσεις.

(45)  Εθνικός οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης του Βελγίου.

(46)  Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Forai de Álava e.a., T-127/99, Συλλογή 2002, σ. II - 1275, σκέψεις 164-166.

(47)  Ως προς την πτυχή αυτή, η Umicore αναφέρεται στο σημείο 26 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3) σύμφωνα με την οποία ο λόγος ύπαρξης του φορολογικού συστήματος είναι «η είσπραξη των εσόδων που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών».

(48)  Βλ., ιδίως, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994 στην υπόθεση C-387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994 σ. I-877, σκέψη 13, της 8ης Νοεμβρίου 2001 στην υπόθεση C-143/99, Adria Wien Pipeline GmbH, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 38, της 22ας Νοεμβρίου 2001, στην υπόθεση C-53/00, Ferring, Συλλογή 2001, σ. I-9067, σκέψη 15, της 3ης Μαρτίου 2005, στην υπόθεση C-172/03, Heiser, Συλλογή 2005, σ. I-1627, σκέψη 36, της 22ης Ιουνίου 2006 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-182/03 και C-217/03, Forum 187 ASBL, Συλλογή 2003, σ. I-6887, σκέψη 86.

(49)  Βλ. σημείο 9 της ανακοίνωσης του 1998 που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 46.

(50)  Το Β αναφέρεται, στην πραγματικότητα, σε δύο ξεχωριστές ιταλικές εταιρείες.

(51)  Βλ. μέρος II.2 σχετικά με το θέμα αυτό.

(52)  Cassation, προαναφερθείσες αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2009. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το πρόστιμο 200 % ήταν δυσανάλογο με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης και ότι το Cour d'appel (Εφετείο) δικαίως μείωσε το πρόστιμο σε 50 %.

(53)  Βλ. μέρος II.2 σχετικά με το θέμα αυτό.

(54)  Το «Β» αναφέρεται, στην πραγματικότητα, σε δύο εταιρείες εγκατεστημένες στην Ελβετία.

(55)  Η εταιρεία Γ αναφέρεται στην πραγματικότητα στις ίδιες εταιρείες με τη Β στην τρίτη περίπτωση που περιγράφεται στην επόμενη αιτιολογική σκέψη.

(56)  1 488 611 396 BEF x 21 % = 312 608 393 BEF.

(57)  Στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 70 παράγραφος 1, το ποσοστό 10 % αποτελεί το ελάχιστο που εφαρμόζεται από τις φορολογικές αρχές.

(58)  Το Γ αναφέρεται στην πραγματικότητα στις ίδιες ελβετικές εταιρείες που εμπλέκονται στο δεύτερο παράδειγμα.

(59)  Στα προτιμολόγια που κατάρτισε η Umicore αναφέρεται, στην περιγραφή των εμπορευμάτων, ως «κάτοχος» η εταιρεία Γ. Όσον αφορά τα έγγραφα μεταφοράς, απευθύνονται κατ’ αρχάς στην ελβετική εταιρεία Γ και αναφέρουν γενικά ότι τα εμπορεύματα μεταφέρονται με προορισμό την Ιταλία για λογαριασμό της ελβετικής εταιρείας Γ.

(60)  21 % των ποσών των τιμολογίων: (29 595 944 + 34 744 972 + 32 355 113 + 73 803 950 + 130 531 237) X 21 % = 63 216 555 BEF

(61)  Βλέπε μέρος II.2.

(62)  Συντελεστής του φόρου για τις εταιρείες που εφαρμόζεται κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας.

(63)  Βλ. άρθρο 218 CIR92 σε συνδυασμό με τα άρθρα 157 έως 168 CIR92.

(64)  Συντελεστής που εφαρμόζεται από τις βελγικές φορολογικές αρχές για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας.

(65)  Ημερομηνία που καθορίζεται στο σημείωμα τακτοποίησης σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική των φορολογικών αρχών.

(66)  (3 × 12 μήνες) + 11 μήνες = 47 μήνες × 0,8 % = 37,6 %.


11.5.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 122/100


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 10ης Μαΐου 2011

για την τροποποίηση του παραρτήματος II της απόφασης 93/52/ΕΟΚ όσον αφορά την αναγνώριση ορισμένων περιφερειών στην Ιταλία ως επισήμως απαλλαγμένων από τη βρουκέλλωση (B. melitensis) και για την τροποποίηση των παραρτημάτων της απόφασης 2003/467/ΕΚ όσον αφορά την κήρυξη ορισμένων περιφερειών της Ιταλίας, της Πολωνίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ως επισήμως απαλλαγμένων από τη φυματίωση, τη βρουκέλλωση και την ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 3066]

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2011/277/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών (1), και ιδίως το παράρτημα A τμήμα I σημείο 4, το παράρτημα A τμήμα II σημείο 7 και το παράρτημα Δ τμήμα I στοιχείο E,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 91/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 1991, σχετικά με το καθεστώς υγειονομικού ελέγχου που διέπει το ενδοκοινοτικό εμπόριο αιγοπροβάτων (2), και ιδίως το παράρτημα A κεφάλαιο 1 τμήμα II,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 91/68/ΕΟΚ καθορίζει τους όρους υγείας των ζώων που διέπουν το εμπόριο αιγοπροβάτων στην Ένωση. Καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη ή περιφέρειές τους αναγνωρίζονται ως επισήμως απαλλαγμένα από τη βρουκέλλωση.

(2)

Στην απόφαση 93/52/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1992, που διαπιστώνει την τήρηση εκ μέρους ορισμένων κρατών μελών ή περιφερειών των όρων σχετικά με τη βρουκέλλωση (B. melitensis) και που τους αναγνωρίζει το καθεστώς κράτους μέλους ή περιφέρειας επισήμως απαλλαγμένης από την ασθένεια αυτή (3), παρατίθενται οι περιφέρειες των κρατών μελών που αναγνωρίζεται ότι είναι επισήμως απαλλαγμένες από τη βρουκέλλωση (B. melitensis) σύμφωνα με την οδηγία 91/68/ΕΟΚ.

(3)

Η Ιταλία υπέβαλε στην Επιτροπή δικαιολογητικά έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται η συμμόρφωση της περιφέρειας Εμίλια-Ρομάνια και της Κοιλάδας Αόστης προς τους σχετικούς όρους που προβλέπονται στην οδηγία 91/68/ΕΟΚ, ώστε οι εν λόγω περιφέρειες της Ιταλίας να αναγνωριστούν ως επισήμως απαλλαγμένες από τη βρουκέλλωση (B. melitensis).

(4)

Σε συνέχεια της αξιολόγησης των εγγράφων που υπέβαλε η Ιταλία, οι περιφέρειες Εμίλια-Ρομάνια και Κοιλάδα Αόστης θα πρέπει να αναγνωριστούν ως επισήμως απαλλαγμένες από την ανωτέρω νόσο. Ως εκ τούτου, η εγγραφή στο παράρτημα II της απόφασης 93/52/ΕΟΚ όσον αφορά την Ιταλία θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

(5)

Η οδηγία 64/432/ΕΟΚ εφαρμόζεται στον τομέα του εμπορίου βοοειδών και χοιροειδών εντός της Ένωσης. Καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους ένα κράτος μέλος ή περιφέρεια αυτού μπορούν να αναγνωριστούν ως επισήμως απαλλαγμένα από τη φυματίωση, τη βρουκέλλωση και την ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών, όσον αφορά τις αγέλες βοοειδών.

(6)

Παρά το ότι η Νήσος του Μαν, ως εσωτερικά αυτοδιοικούμενη Εξάρτηση του Στέμματος, δεν είναι μέρος της Ένωσης, έχει μια ιδιαίτερη, περιορισμένη σχέση με την Ένωση. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 706/73 του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 1973, περί της κοινοτικής ρυθμίσεως που εφαρμόζεται στις αγγλο-νορμανδικές νήσους και στη νήσο του Man σχετικά με τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων (4), προβλέπει ότι για την εφαρμογή των κανόνων που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη νομοθεσία για την υγεία των ζώων, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Νήσος του Μαν θεωρούνται ως ένα μόνο κράτος μέλος.

(7)

Τα παραρτήματα της απόφασης 2003/467/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 2003, για τη θέσπιση καθεστώτος επίσημης απαλλαγής από τη φυματίωση, τη βρουκέλλωση και την ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών σε ορισμένα κράτη μέλη και περιφέρειες κρατών μελών όσον αφορά τις αγέλες βοοειδών (5), απαριθμούν τα κράτη μέλη και τις περιφέρειες αυτών που αναγνωρίζονται ως επισήμως απαλλαγμένα από τη φυματίωση, τη βρουκέλλωση και την ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών.

(8)

Η Ιταλία υπέβαλε στην Επιτροπή δικαιολογητικά έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται η συμμόρφωση προς τους όρους που προβλέπονται στην οδηγία 64/432/ΕΟΚ, ώστε να αναγνωριστούν ως επισήμως απαλλαγμένες από τη φυματίωση οι επαρχίες Rieti και Viterbo στην περιφέρεια του Λάτσιο.

(9)

Ύστερα από την αξιολόγηση των δικαιολογητικών εγγράφων που υπέβαλε η Ιταλία, οι επαρχίες Rieti και Viterbo στην περιφέρεια του Λάτσιο θα πρέπει να κηρυχθούν επισήμως απαλλαγμένες από φυματίωση.

(10)

Η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλαν επίσης στην Επιτροπή δικαιολογητικά έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται η συμμόρφωση προς τους όρους που προβλέπονται στην οδηγία 64/432/ΕΟΚ, ώστε να αναγνωριστούν ως επισήμως απαλλαγμένες από τη βρουκέλλωση οι επαρχίες Frosinone, Latina και Viterbo στην περιφέρεια του Λάτσιο στην Ιταλία και στη Νήσο του Μαν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

(11)

Ύστερα από αξιολόγηση των δικαιολογητικών εγγράφων που υπέβαλαν η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι επαρχίες Frosinone, Latina και Viterbo στην περιφέρεια του Λάτσιο στην Ιταλία και η Νήσος του Μαν στο Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να κηρυχθούν επισήμως απαλλαγμένες από βρουκέλλωση περιφέρειες στην Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο αντίστοιχα.

(12)

Η Ιταλία, η Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλαν στην Επιτροπή δικαιολογητικά έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται η συμμόρφωση προς τους όρους που προβλέπονται στην οδηγία 64/432/ΕΟΚ, ώστε να μπορέσουν να αναγνωριστούν ως επισήμως απαλλαγμένες από την ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών η επαρχία Viterbo στην περιφέρεια του Λάτσιο στην Ιταλία, σαράντα τέσσερις κομητείες (powiaty) εντός των βοεβοδάτων Lubuskie, Kujawsko-Pomorskie, Mazowieckie, Podlaskie, Warmińsko-Mazurskie και Wielkopolskie στην Πολωνία και η Νήσος του Μαν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

(13)

Σε συνέχεια της αξιολόγησης των δικαιολογητικών εγγράφων που υπέβαλε η Ιταλία, η Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι εν λόγω περιφέρειες θα πρέπει να κηρυχθούν επισήμως απαλλαγμένες περιφέρειες της Ιταλίας, της Πολωνίας και του Ηνωμένου Βασιλείου από την ενζωοτική λεύκωση των βοοειδών.

(14)

Ως εκ τούτου, τα παραρτήματα της απόφασης 2003/467/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθούν αναλόγως.

(15)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα II της απόφασης 93/52/ΕΟΚ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Τα παραρτήματα της απόφασης 2003/467/ΕΚ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα II της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 10 Μαΐου 2011.

Για την Επιτροπή

John DALLI

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 1977/64.

(2)  ΕΕ L 46 της 19.2.1991, σ. 19.

(3)  ΕΕ L 13 της 21.1.1993, σ. 14.

(4)  ΕΕ L 68 της 15.3.1973, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 156 της 25.6.2003, σ. 74.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Στο παράρτημα II της απόφασης 93/52/ΕΟΚ, η εγγραφή όσον αφορά την Ιταλία αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στην Ιταλία:

Περιφέρεια Αμπρούτσο: Επαρχία Pescara,

Επαρχία Bolzano,

Περιφέρεια Εμίλια-Ρομάνια,

Περιφέρεια Φριούλι-Βενέτσια Τζούλια,

Περιφέρεια Λάτσιο: Επαρχίες Latina, Rieti, Roma, Viterbo,

Περιφέρεια Λιγυρίας: Επαρχία Savona,

Περιφέρεια Λομβαρδίας,

Περιφέρεια Μάρκε,

Περιφέρεια Μολίζε,

Περιφέρεια Πιεμόντε,

Περιφέρεια Σαρδηνίας,

Περιφέρεια Τοσκάνης,

Επαρχία Trento,

Περιφέρεια Ουμβρίας,

Περιφέρεια Κοιλάδα Αόστης,

Περιφέρεια Βένετο.».


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Τα παραρτήματα I, II και III της απόφασης 2003/467/ΕΚ τροποποιούνται ως εξής:

1.

Στο παράρτημα I κεφάλαιο 2, η εγγραφή όσον αφορά την Ιταλία αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στην Ιταλία:

Περιφέρεια Αμπρούτσο: Επαρχία Pescara,

Επαρχία Bolzano,

Περιφέρεια Εμίλια-Ρομάνια,

Περιφέρεια Φριούλι-Βενέτσια Τζούλια,

Περιφέρεια Λάτσιο: Επαρχίες Rieti και Viterbo,

Περιφέρεια Λομβαρδίας,

Περιφέρεια Μάρκε: Επαρχία Ascoli Piceno,

Περιφέρεια Πιεμόντε: Επαρχίες Novara, Verbania, Vercelli,

Περιφέρεια Σαρδηνίας: Επαρχίες Cagliari, Medio-Campidano, Ogliastra, Olbia-Tempio, Oristano,

Περιφέρεια Τοσκάνης,

Επαρχία Trento,

Περιφέρεια Βένετο.».

2.

Στο παράρτημα II κεφάλαιο 2:

α)

Η εγγραφή όσον αφορά την Ιταλία αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στην Ιταλία:

Περιφέρεια Αμπρούτσο: Επαρχία Pescara,

Επαρχία Bolzano,

Περιφέρεια Εμίλια-Ρομάνια,

Περιφέρεια Φριούλι-Βενέτσια Τζούλια,

Περιφέρεια Λάτσιο: Επαρχίες Frosinone, Latina, Rieti, Roma, Viterbo,

Περιφέρεια Λιγυρίας: Επαρχίες Imperia, Savona,

Περιφέρεια Λομβαρδίας,

Περιφέρεια Μάρκε,

Περιφέρεια Μολίζε: Επαρχία Campobasso,

Περιφέρεια Πιεμόντε,

Περιφέρεια Απουλίας: Επαρχία Brindisi,

Περιφέρεια Σαρδηνίας,

Περιφέρεια Τοσκάνης,

Επαρχία Trento,

Περιφέρεια Ουμβρίας,

Περιφέρεια Βένετο.».

β)

Η εγγραφή όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στο Ηνωμένο Βασίλειο:

Μεγάλη Βρετανία: Αγγλία, Σκωτία, Ουαλία.

Νήσος του Μαν.».

3.

Το παράρτημα III κεφάλαιο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

Η εγγραφή όσον αφορά την Ιταλία αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στην Ιταλία:

Περιφέρεια Αμπρούτσο: Επαρχία Pescara,

Επαρχία Bolzano,

Περιφέρεια Καμπανίας: Επαρχία Napoli,

Περιφέρεια Εμίλια-Ρομάνια,

Περιφέρεια Φριούλι-Βενέτσια Τζούλια,

Περιφέρεια Λάτσιο: επαρχίες Frosinone, Rieti, Viterbo,

Περιφέρεια Λιγυρίας: Επαρχίες Imperia, Savona,

Περιφέρεια Λομβαρδίας,

Περιφέρεια Μάρκε,

Περιφέρεια Μολίζε,

Περιφέρεια Πιεμόντε,

Περιφέρεια Απουλίας: Επαρχία Brindisi,

Περιφέρεια Σαρδηνίας,

Περιφέρεια Σικελίας: Επαρχίες Agrigento, Caltanissetta, Siracusa, Trapani,

Περιφέρεια Τοσκάνης,

Επαρχία Trento,

Περιφέρεια Ουμβρίας,

Περιφέρεια Κοιλάδα Αόστης,

Περιφέρεια Βένετο.».

β)

Η εγγραφή για την Πολωνία αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στην Πολωνία:

Βοεβοδάτο dolnośląskie

Powiaty:

bolesławiecki, dzierżoniowski, głogowski, górowski, jaworski, jeleniogórski, Jelenia Góra, kamiennogórski, kłodzki, legnicki, Legnica, lubański, lubiński, lwówecki, milicki, oleśnicki, oławski, polkowicki, strzeliński, średzki, świdnicki, trzebnicki, wałbrzyski, Wałbrzych, wołowski, wrocławski, Wrocław, ząbkowicki, zgorzelecki, złotoryjski.

Βοεβοδάτο lubelskie

Powiaty:

bialski, Biała Podlaska, biłgorajski, chełmski, Chełm, hrubieszowski, janowski, krasnostawski, kraśnicki, lubartowski, lubelski, Lublin, łęczyński, łukowski, opolski, parczewski, puławski, radzyński, rycki, świdnicki, tomaszowski, włodawski, zamojski, Zamość.

Βοεβοδάτο lubuskie

Powiaty:

gorzowski, Gorzów Wielkopolski, krośnieńsko-odrzański, międzyrzecki, nowosolski, słubicki, strzelecko–drezdenecki, sulęciński, świebodziński, Zielona Góra, zielonogórski, żagański, żarski, wschowski.

Βοεβοδάτο kujawsko-pomorskie

Powiaty:

aleksandrowski, brodnicki, bydgoski, Bydgoszcz, chełmiński, golubsko-dobrzyński, grudziądzki, inowrocławski, lipnowski, Grudziądz, radziejowski, rypiński, sępoleński, świecki, toruński, Toruń, tucholski, wąbrzeski, Włocławek, włocławski.

Βοεβοδάτο łódzkie

Powiaty:

bełchatowski, brzeziński, kutnowski, łaski, łęczycki, łowicki, łódzki, Łódź, opoczyński, pabianicki, pajęczański, piotrkowski, Piotrków Trybunalski, poddębicki, radomszczański, rawski, sieradzki, skierniewicki, Skierniewice, tomaszowski, wieluński, wieruszowski, zduńskowolski, zgierski.

Βοεβοδάτο małopolskie

Powiaty:

brzeski, bocheński, chrzanowski, dąbrowski, gorlicki, krakowski, Kraków, limanowski, miechowski, myślenicki, nowosądecki, nowotarski, Nowy Sącz, oświęcimski, olkuski, proszowicki, suski, tarnowski, Tarnów, tatrzański, wadowicki, wielicki.

Βοεβοδάτο mazowieckie

Powiaty:

białobrzeski, ciechanowski, garwoliński, grójecki, gostyniński, grodziski, kozienicki, legionowski, lipski, łosicki, makowski, miński, mławski, nowodworski, ostrołęcki, Ostrołęka, ostrowski, otwocki, piaseczyński, Płock, płocki, płoński, pruszkowski, przasnyski, przysuski, pułtuski, Radom, radomski, Siedlce, siedlecki, sierpecki, sochaczewski, sokołowski, szydłowiecki, Warszawa, warszawski zachodni, węgrowski, wołomiński, wyszkowski, zwoleński, żuromiński, żyrardowski.

Βοεβοδάτο opolskie

Powiaty:

brzeski, głubczycki, kędzierzyńsko-kozielski, kluczborski, krapkowicki, namysłowski, nyski, oleski, opolski, Opole, prudnicki, strzelecki.

Βοεβοδάτο podkarpackie

Powiaty:

bieszczadzki, brzozowski, dębicki, jarosławski, jasielski, kolbuszowski, krośnieński, Krosno, leski, leżajski, lubaczowski, łańcucki, mielecki, niżański, przemyski, Przemyśl, przeworski, ropczycko-sędziszowski, rzeszowski, Rzeszów, sanocki, stalowowolski, strzyżowski, Tarnobrzeg, tarnobrzeski.

Βοεβοδάτο podlaskie

Powiaty:

augustowski, białostocki, Białystok, bielski, grajewski, hajnowski, kolneński, łomżyński, Łomża, moniecki, sejneński, siemiatycki, sokólski, suwalski, Suwałki, wysokomazowiecki, zambrowski.

Βοεβοδάτο pomorskie

Powiaty:

Gdańsk, gdański, Gdynia, lęborski, Sopot, wejherowski.

Βοεβοδάτο śląskie

Powiaty:

będziński, bielski, Bielsko-Biała, bieruńsko-lędziński, Bytom, Chorzów, cieszyński, częstochowski, Częstochowa, Dąbrowa Górnicza, gliwicki, Gliwice, Jastrzębie Zdrój, Jaworzno, Katowice, kłobucki, lubliniecki, mikołowski, Mysłowice, myszkowski, Piekary Śląskie, pszczyński, raciborski, Ruda Śląska, rybnicki, Rybnik, Siemianowice Śląskie, Sosnowiec, Świętochłowice, tarnogórski, Tychy, wodzisławski, Zabrze, zawierciański, Żory, żywiecki.

Βοεβοδάτο świętokrzyskie

Powiaty:

buski, jędrzejowski, kazimierski, kielecki, Kielce, konecki, opatowski, ostrowiecki, pińczowski, sandomierski, skarżyski, starachowicki, staszowski, włoszczowski.

Βοεβοδάτο warmińsko-mazurskie

Powiaty:

Elbląg, elbląski, ełcki, giżycki, gołdapski, kętrzyński, lidzbarski, olecki, piski, szczycieński, węgorzewski.

Βοεβοδάτο wielkopolskie

Powiaty:

jarociński, kaliski, Kalisz, kępiński, kolski, koniński, Konin, krotoszyński, międzychodzki, nowotomyski, ostrowski, ostrzeszowski, pleszewski, słupecki, średzki, śremski, turecki, wolsztyński, wrzesiński.».

γ)

Προστίθεται η ακόλουθη εγγραφή για το Ηνωμένο Βασίλειο:

«Στο Ηνωμένο Βασίλειο:

Νήσος του Μαν.».