ISSN 1725-2547

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

51ό έτος
30 Ιουλίου 2008


Περιεχόμενα

 

I   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 733/2008 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τους όρους εισαγωγής γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ (Κωδικοποιημένη έκδοση)

1

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 734/2008 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την προστασία ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων της ανοικτής θάλασσας από τις δυσμενείς συνέπειες της χρήσης αλιευτικών εργαλείων βυθού

8

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 735/2008 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

14

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 736/2008 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2008, περί της εφαρμογής των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας

16

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 737/2008 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2008, για τον ορισμό των κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς όσον αφορά τις νόσους καρκινοειδών, τη λύσσα και τη φυματίωση των βοοειδών, για τον καθορισμό επιπλέον αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς όσον αφορά τη λύσσα και τη φυματίωση των βοοειδών και για την τροποποίηση του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

29

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 738/2008 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2008, περί τροποποιήσεως, για δωδέκατη φορά, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1763/2004 για την επιβολή ορισμένων περιοριστικών μέτρων προς υποστήριξη της αποτελεσματικής εφαρμογής της εντολής του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΙCTY)

33

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 739/2008 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2008, περί θέσπισης απαγόρευσης της αλιείας του είδους λυθρίνι πελαγίσιο στις ζώνες ICES VI, VII και VIII (κοινοτικά ύδατα και ύδατα που δεν υπάγονται στην κυριαρχία ή στη δικαιοδοσία τρίτων χωρών) από σκάφη που φέρουν σημαία κράτους μέλους πλην Ισπανίας, Γαλλίας, Ιρλανδίας και Ηνωμένου Βασιλείου

34

 

*

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 740/2008 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1418/2007 σχετικά με τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά την εξαγωγή αποβλήτων σε ορισμένες τρίτες χώρες ( 1 )

36

 

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 741/2008 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2008, σχετικά με την έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής για τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2008 έως τις 30 Ιουνίου 2009 στο πλαίσιο της δασμολογικής ποσόστωσης που ανοίχθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 996/97 για το κατεψυγμένο διάφραγμα βοοειδών

45

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Οδηγία 2008/81/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 2008, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με σκοπό την καταχώριση της διφενακούμης (difenacoum) ως δραστικής ουσίας στο παράρτημα I ( 1 )

46

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΥΙΟΘΕΤΗΘΕΙΣΕΣ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

 

*

Απόφαση αριθ. 742/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τη συμμετοχή της Κοινότητας σε πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων ατόμων μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών, το οποίο έχουν αναλάβει διάφορα κράτη μέλη ( 1 )

49

 

*

Απόφαση αριθ. 743/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, περί της συμμετοχής της Κοινότητας σε πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης ορισμένων κρατών μελών, το οποίο στηρίζει τις ΜΜΕ που διεξάγουν έρευνα και ανάπτυξη ( 1 )

58

 

 

II   Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

 

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 

 

Συμβούλιο

 

 

2008/624/ΕΚ

 

*

Απόφαση του Συμβουλίου, της 8ης Ιουλίου 2008, για τον διορισμό τεσσάρων τακτικών και τεσσάρων αναπληρωματικών μελών από τη Γαλλία

68

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ ΟΡΓΑΝΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΜΕ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

 

*

Κανονισμός αριθ. 30 της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ) — Ενιαίες διατάξεις σχετικά με την έγκριση ελαστικών με αέρα για μηχανοκίνητα οχήματα και τα ρυμουλκούμενά τους

70

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις οι τίτλοι οποίων έχουν τυπωθεί με ημίμαυρα στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


I Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση είναι υποχρεωτική

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 733/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Ιουλίου 2008

σχετικά με τους όρους εισαγωγής γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ

(Κωδικοποιημένη έκδοση)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 133,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 737/90 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1990, σχετικά με τους όρους εισαγωγής γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ (1), έχει επανειλημμένα τροποποιηθεί (2) κατά τρόπο ουσιαστικό. Είναι, ως εκ τούτου σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ στις 26 Απριλίου 1986, σημαντικές ποσότητες ραδιενεργών στοιχείων διέφυγαν στην ατμόσφαιρα.

(3)

Με την επιφύλαξη ενδεχόμενης προσφυγής, εφόσον παραστεί ανάγκη, στο μέλλον, στις διατάξεις του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 3954/87 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1987, για τον καθορισμό των μεγίστων επιτρεπτών επιπέδων ραδιενέργειας στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές λόγω πυρηνικού ατυχήματος ή σε περίπτωση εκτάκτου κινδύνου από ακτινοβολίες (3), η Κοινότητα θα πρέπει να μεριμνά, όσον αφορά τις συγκεκριμένες συνέπειες του ατυχήματος του Τσερνομπίλ, ώστε η εισαγωγή στην Κοινότητα γεωργικών και μεταποιημένων προϊόντων, τα οποία προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή και έχουν τυχόν μολυνθεί, να γίνεται μόνο με κοινές διαδικασίες.

(4)

Επιβάλλεται οι κοινές αυτές διαδικασίες να διαφυλάττουν την υγεία των καταναλωτών, να διατηρούν την ενότητα της αγοράς, χωρίς να πλήττουν ανώφελα τις συναλλαγές μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών, και να αποτρέπουν τις εκτροπές του εμπορίου.

(5)

Για την τήρηση αυτών των ανωτάτων ορίων, πρέπει να εξακολουθήσουν να διενεργούνται κατάλληλοι έλεγχοι, συνοδευόμενοι από τη δυνατότητα απαγόρευσης των εισαγωγών σε περίπτωση μη τήρησής τους.

(6)

Η ραδιενεργός μόλυνση σε πολλά γεωργικά προϊόντα μειώθηκε και θα πρέπει να μειώνεται, φθάνοντας στα προ του ατυχήματος του Τσερνομπίλ υφιστάμενα επίπεδα. Επομένως, θα πρέπει να θεσπισθεί διαδικασία που θα επιτρέπει να αποκλείονται τα προϊόντα αυτά από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(7)

Επειδή ο παρών κανονισμός αφορά το σύνολο των γεωργικών και μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων που προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή, δεν ενδείκνυται εν προκειμένω η εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/68/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, σχετικά με τον καθορισμό κανόνων υγειονομικού ελέγχου για την εισαγωγή στην Κοινότητα και τη διαμετακόμιση μέσω αυτής ορισμένων ζώντων οπληφόρων ζώων (4).

(8)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (5),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Με εξαίρεση τα ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και τα προϊόντα τα οποία ενδεχομένως να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα προϊόντα καταγωγής τρίτων χωρών που αναφέρονται:

α)

στο παράρτημα Ι της συνθήκης·

β)

στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1667/2006 του Συμβουλίου, της 7ης Νοεμβρίου 2006, περί της γλυκόζης και της λακτόζης (6)·

γ)

στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2783/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινού συστήματος εμπορίας για την ωοαλβουμίνη και τη γαλακτοαλβουμίνη (7)·

δ)

στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3448/93 του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 1993, για τον καθορισμό του καθεστώτος συναλλαγών που εφαρμόζεται για ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων (8).

Άρθρο 2

1.   Υπό την επιφύλαξη άλλων ισχυουσών διατάξεων, η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 υπόκειται στην προϋπόθεση τήρησης των ανωτάτων ορίων που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.   Η συσσωρευμένη μέγιστη ραδιενέργεια καισίου 134 και 137 είναι (9):

α)

τα 370 Bq/kg για το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, καθώς και για τα τρόφιμα που προορίζονται για την ειδική διατροφή των βρεφών κατά τους πρώτους τέσσερις έως έξι μήνες της ζωής τους και τα οποία καλύπτουν από μόνα τους τις ανάγκες διατροφής των προσώπων αυτής της κατηγορίας και προσφέρονται στη λιανική πώληση σε συσκευασίες που αναγνωρίζονται εύκολα και φέρουν την ένδειξη «παρασκευάσματα για βρέφη»·

β)

τα 600 Bq/kg για όλα τα άλλα σχετικά προϊόντα.

Άρθρο 3

1.   Τα κράτη μέλη ελέγχουν την τήρηση των ανωτάτων επιτρεπομένων ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 για τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό μόλυνσης της χώρας καταγωγής.

Οι έλεγχοι μπορούν επίσης να προβλέπουν την προσκόμιση πιστοποιητικών εξαγωγής.

Ανάλογα με τα αποτελέσματα των ελέγχων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία για κάθε περίπτωση ξεχωριστά ή γενικά για ένα συγκεκριμένο προϊόν.

2.   Κάθε κράτος μέλος ανακοινώνει στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, και ιδίως τις περιπτώσεις μη τήρησης των ανωτάτων επιτρεπομένων ορίων.

Η Επιτροπή διαβιβάζει αυτές τις πληροφορίες στα άλλα κράτη μέλη.

3.   Όταν διαπιστώνονται περιπτώσεις μη τήρησης των ανωτάτων επιτρεπομένων ορίων, μπορούν να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2.

Τα μέτρα αυτά μπορούν να συνίστανται ακόμα και στην απαγόρευση εισαγωγής προϊόντων καταγωγής της συγκεκριμένης τρίτης χώρας.

Άρθρο 4

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού καθώς και οι ενδεχόμενες τροποποιήσεις του καταλόγου των προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και των προϊόντων που αποκλείονται από τον παρόντα κανονισμό, θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2.

Άρθρο 5

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή.

2.   Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε ένα μήνα.

Άρθρο 6

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 737/90, όπως τροποποιήθηκε με τους κανονισμούς που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό θεωρούνται ότι γίνονται στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα IV.

Άρθρο 7

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Λήγει:

α)

στις 31 Μαρτίου 2010, εκτός εάν το Συμβούλιο αποφασίσει άλλως πριν από την ημερομηνία αυτή, ιδίως εάν ο κατάλογος των εξαιρουμένων προϊόντων που αναφέρεται στο άρθρο 4 καλύπτει όλα τα κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση προϊόντα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός·

β)

όταν αρχίσει να ισχύει ο κανονισμός της Επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 3954/87, εάν αυτό συμβεί πριν από τις 31 Μαρτίου 2010.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Ιουλίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. BARNIER


(1)  ΕΕ L 82 της 29.3.1990, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 806/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 1).

(2)  Βλέπε παράρτημα ΙΙΙ.

(3)  ΕΕ L 371 της 30.12.1987, σ. 11. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (Ευρατόμ) αριθ. 2218/89 (ΕΕ L 211 της 22.7.1989, σ. 1).

(4)  ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 321· όπως διορθώθηκε στην ΕΕ L 226 της 25.6.2004, σ. 128.

(5)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11).

(6)  ΕΕ L 312 της 11.11.2006, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 282 της 1.11.1975, σ. 104. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2916/95 της Επιτροπής (ΕΕ L 305 της 19.12.1995, σ. 49).

(8)  ΕΕ L 318 της 20.12.1993, σ. 18. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2580/2000 (ΕΕ L 298 της 25.11.2000, σ. 5).

(9)  Το όριο που ισχύει για τα συμπυκνωμένα ή αφυδατωμένα προϊόντα υπολογίζεται με βάση το ανασυσταθέν προϊόν που είναι έτοιμο για κατανάλωση.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Προϊόντα ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση

Κωδικός ΣΟ

Περιγραφή εμπορευμάτων

ex 0101 10 10

ex 0101 90 19

Άλογα ιπποδρομιών

ex 0106

Άλλα (ζώα ζωντανά, εκτός από κατοικίδια κουνέλια και περιστέρια: όχι για ανθρώπινη διατροφή)

0301 10

Καλωπιστικά ψάρια ζωντανά

0408 11 20

0408 19 20

0408 91 20

0408 99 20

Αυγά χωρίς το τσόφλι τους και κρόκοι αυγών, ακατάλληλα για τη διατροφή των ανθρώπων (1)

ex 0504 00 00

Έντερα, κύστεις και στομάχια ζώων, ολόκληρα ή σε τεμάχια, μη βρώσιμα, άλλα από εκείνα των ψαριών

0511 10 00

ex 0511 91 90

0511 99

Προϊόντα ζωικής προέλευσης, που δεν κατονομάζονται ή περιλαμβάνονται αλλού, εκτός από το βρώσιμο αίμα ζώων· ζώα των κεφαλαίων 1 ή 3, μη ζωντανά, ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση

ex 0713

Όσπρια ξερά, χωρίς λοβό, έστω και ξεφλουδισμένα ή σπασμένα, που προορίζονται για σπορά

1001 90 10

Όλυρα (σπέλτα) που προορίζεται για σπορά (1)

1005 10 11

1005 10 13

1005 10 15

1005 10 19

Υβρίδια καλαμποκιού για σπορά (1)

1006 10 10

Ρύζι που προορίζεται για σπορά (1)

1007 00 10

Υβρίδια σόργου που προορίζονται για σπορά (1)

1201 00 10

1202 10 10

1204 00 10

1205 10 10

1206 00 10

1207 20 10

1207 40 10

1207 50 10

1207 91 10

1207 99 15

Σπόροι και καρποί ελαιώδεις, έστω και σπασμένοι, που προορίζονται για σπορά (1)

1209

Σπέρματα, καρποί και σπόροι για σπορά

1501 00 11

Λίπος χοιρινό με την ονομασία «saindoux» και άλλα χοιρινά λίπη, που προορίζονται για βιομηχανικές χρήσεις, άλλες από την παρασκευή προϊόντων για την ανθρώπινη διατροφή (1)

1502 00 10

Λίπη βοοειδών, προβατοειδών ή αιγοειδών, πλην εκείνων της κλάσης 1503, που προορίζονται για βιομηχανικές χρήσεις άλλες από την παρασκευή προϊόντων για την ανθρώπινη διατροφή (1)

1503 00 11

Στεατίνη και ελαιοστεατίνη που προορίζονται για βιομηχανικές χρήσεις (1)

1503 00 30

Στεατέλαιο που προορίζεται για βιομηχανικές χρήσεις άλλες από την παρασκευή προϊόντων για την ανθρώπινη διατροφή (1)

1505 00

Εριολίπη και λιπαρές ουσίες που προέρχονται από αυτά, στα οποία περιλαμβάνεται και η λανολίνη

1507 10 10

1507 90 10

Σογιέλαιο και τα κλάσματά του, έστω και εξευγενισμένα, αλλά όχι χημικώς μετασχηματισμένα, που προορίζεται για τεχνικές ή βιομηχανικές χρήσεις, άλλες από την παρασκευή προϊόντων για την ανθρώπινη διατροφή (1)

1508 10 10

1508 90 10

Αραχιδέλαιο και τα κλάσματά του, έστω και εξευγενισμένα αλλά όχι χημικώς μετασχηματισμένα, που προορίζεται για τεχνικές ή βιομηχανικές χρήσεις, άλλες από την παρασκευή προϊόντων για την ανθρώπινη διατροφή (1)

1511 10 10

Ακατέργαστο φοινικέλαιο και τα κλάσματά του, έστω και μη εξευγενισμένα, αλλά όχι χημικώς μετασχηματισμένα, που προορίζεται για τεχνικές ή βιομηχανικές χρήσεις άλλες από την παρασκευή προϊόντων για την ανθρώπινη διατροφή (1)

1511 90 91

1512 11 10

1512 19 10

1512 21 10

1512 29 10

1513 11 10

1513 19 30

1513 21 10

1513 29 30

1514 11 10

1514 19 10

1514 91 10

1514 99 10

1515 19 10

1515 21 10

1515 29 10

1515 50 11

1515 50 91

1515 90 21

1515 90 31

1515 90 40

1515 90 60

1516 20 95

Άλλα λάδια που προορίζονται για τεχνικές ή βιομηχανικές χρήσεις άλλες από την παρασκευή προϊόντων για την ανθρώπινη διατροφή (1)

1515 30 10

Ρετσινόλαδο και τα κλάσματά του που προορίζεται για την παραγωγή αμινο-ενδεκανοϊκού οξέος για την κατασκευή είτε συνθετικών ινών είτε τεχνητών πλαστικών υλών (1)

1515 90 11

Λάδι τουνγκ (abrasin)· λάδια από oleococca, oiticica· κερί myrica, κερί Ιαπωνίας· τα κλάσματά τους

1518 00 31

1518 00 39

Λάδια φυτικά σταθερά, ρευστά, απλώς αναμειγμένα, που προορίζονται για τεχνικές ή βιομηχανικές χρήσεις, άλλες από την παρασκευή προϊόντων για την ανθρώπινη διατροφή (1)

2207 20 00

Αιθυλική αλκοόλη και αποστάγματα, μετουσιωμένα, οποιουδήποτε τίτλου

3824 10 00

Συνδετικά παρασκευάσματα για καλούπια ή πυρήνες χυτηρίου

4501

Φελλός φυσικός ακατέργαστος ή απλώς παρασκευασμένος. Απορρίμματα από φελλό. Φελλός σε θραύσματα, κόκκους ή σκόνη

5301 10 00

5301 21 00

5301 29 00

Λινάρι ακατέργαστο ή κατεργασμένο, αλλά όχι νηματοποιημένο

5302

Κάνναβι (Cannabis sativa L.) ακατέργαστο ή κατεργασμένο, αλλά όχι νηματοποιημένο. Στουπιά και απορρίμματα από κάνναβι (στα οποία περιλαμβάνονται και τα απορρίμματα από νήματα και τα ξεφτίδια)

ex Κεφάλαιο 6

Φυτά ζωντανά και προϊόντα της ανθοκομίας. Βολβοί, ρίζες και παρόμοια, άνθη και προϊόντα ανθοκομίας, εκτός από φυτά και ρίζες κιχωρίου της κλάσης 0601 20 10


(1)  Η υπαγωγή στην κλάση αυτή εξαρτάται από τους όρους που καθορίζονται στις οικείες κοινοτικές διατάξεις.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα για τα οποία ισχύει ανώτατο επιτρεπόμενο όριο 370 Bq/kg

Κωδικοί ΣΟ

0401

0402

0403 10 11 έως 39

0403 90 11 έως 69

0404


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Καταργούμενος κανονισμός με τις διαδοχικές τροποποιήσεις του

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 737/90 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 82 της 29.3.1990, σ. 1).

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 686/95 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 71 της 31.3.1995, σ. 15).

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 616/2000 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 75 της 24.3.2000, σ. 1).

 

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 806/2003 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 1).

Μόνον το σημείο 7 του παραρτήματος ΙΙΙ


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 737/90

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1, εισαγωγική φράση

Άρθρο 1, εισαγωγική φράση

Άρθρο 1, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 1, στοιχείο α)

Άρθρο 1, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 1, στοιχείο β)

Άρθρο 1, τρίτη περίπτωση

Άρθρο 1, στοιχείο γ)

Άρθρο 1, τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 1, στοιχείο δ)

Άρθρο 1, πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 2

Άρθρο 2, παράγραφος 1

Άρθρο 3, πρώτη εισαγωγική φράση

Άρθρο 3, δεύτερη εισαγωγική φράση

Άρθρο 2, παράγραφος 2, εισαγωγική φράση

Άρθρο 3, πρώτη και δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία α) και β)

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη, δεύτερη και τρίτη πρόταση

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο

Άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5, πρώτη και δεύτερη πρόταση

Άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 6

Άρθρο 4

Άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 7, παράγραφος 3

Άρθρο 6

Άρθρο 8, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, εισαγωγική φράση

Άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, εισαγωγική φράση

Άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, σημείο 1

Άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α)

Άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, σημείο 2

Άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο β)

Παράρτημα Ι

Παράρτημα Ι

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙΙ

Παράρτημα ΙΙΙ

Παράρτημα ΙV


30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/8


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 734/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Ιουλίου 2008

για την προστασία ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων της ανοικτής θάλασσας από τις δυσμενείς συνέπειες της χρήσης αλιευτικών εργαλείων βυθού

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Κοινότητα είναι συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και της συμφωνίας για την εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το Δίκαιο της Θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982 οι οποίες αφορούν τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόμενων αποθεμάτων ιχθύων και των αποθεμάτων άκρως μεταναστευτικών ιχθύων. Σύμφωνα με τις εν λόγω διεθνείς πράξεις, τα κράτη οφείλουν να συνεργάζονται για τη διατήρηση των έμβιων πόρων στην ανοικτή θάλασσα και η συνεργασία αυτή επιτυγχάνεται απευθείας από τα κράτη ή μέσω κατάλληλων υποπεριφερειακών ή περιφερειακών οργανώσεων ή συμφωνιών διαχείρισης της αλιείας.

(2)

Η έλλειψη περιφερειακών οργανώσεων ή συμφωνιών διαχείρισης της αλιείας δεν απαλλάσσει τα κράτη από την υποχρέωσή τους, βάσει του δικαίου της θάλασσας, να λαμβάνουν για τους υπηκόους τους τα αναγκαία μέτρα για τη διατήρηση των έμβιων πόρων στην ανοικτή θάλασσα, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων από τις επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων.

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (2), η Κοινότητα, στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής, πρέπει να εφαρμόζει προληπτική προσέγγιση, λαμβάνοντας μέτρα για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Το άρθρο 7 του ιδίου κανονισμού ορίζει ότι, εάν υπάρχει ένδειξη σοβαρής απειλής για τη διατήρηση των έμβιων υδρόβιων πόρων ή για το θαλάσσιο οικοσύστημα η οποία οφείλεται σε αλιευτικές δραστηριότητες και απαιτεί άμεσες ενέργειες, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει τη λήψη επειγόντων μέτρων, κατόπιν τεκμηριωμένης αίτησης ενός κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία.

(4)

Η Κοινότητα έχει αναλάβει τη δέσμευση να συμβάλει στη διατήρηση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, όπως είναι οι ύφαλοι, τα θαλάσσια όρη, οι κοραλλιογενείς ύφαλοι των βαθέων υδάτων, οι υδροθερμικές αναβλύσεις και τα σπογγοφόρα πεδία. Υπάρχουν άφθονα επιστημονικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ακεραιότητα των οικοσυστημάτων αυτών απειλείται από τις αλιευτικές δραστηριότητες που χρησιμοποιούν εργαλεία βυθού. Η Κοινότητα έχει θεσπίσει ήδη μέτρα για την απαγόρευση της αλιείας βυθού σε ορισμένες περιοχές των κοινοτικών υδάτων όπου απαντούν τέτοια οικοσυστήματα. Επίσης, ήταν αποφασιστική η συνεισφορά της στην υιοθέτηση παρόμοιων μέτρων σε περιοχές της ανοικτής θάλασσας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των υφισταμένων περιφερειακών οργανώσεων διαχείρισης της αλιείας οι οποίες είναι εξουσιοδοτημένες για τη ρύθμιση της αλιείας βυθού. Συνετέλεσε επιπλέον ενεργά στη σύσταση νέων περιφερειακών οργανώσεων ή στη σύναψη νέων συμφωνιών, με σκοπό την ολοκλήρωση της κάλυψης των ωκεανών του πλανήτη μας σε παγκόσμιο επίπεδο, με κατάλληλα περιφερειακά συστήματα διατήρησης και διαχείρισης των αλιευτικών πόρων. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες περιοχές της ανοικτής θάλασσας για τις οποίες η σύσταση τέτοιων φορέων αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολη.

(5)

Με το ψήφισμα 61/105 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών που εκδόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2006, η διεθνής κοινότητα συμφώνησε ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία των ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων από τις καταστροφικές επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων βυθού, μέσω της υπαγωγής των εν λόγω δραστηριοτήτων σε αυστηρές διατάξεις που καθορίζονται από περιφερειακές οργανώσεις ή συμφωνίες διαχείρισης της αλιείας ή από τα αντίστοιχα κράτη σημαίας όσον αφορά τα σκάφη που αλιεύουν σε περιοχές όπου δεν υφίστανται τέτοιες οργανώσεις ή συμφωνίες.

Η Γενική Συνέλευση διατύπωσε κατευθύνσεις σχετικά με το είδος των μέτρων που πρέπει να θεσπιστούν για το σκοπό αυτό. Οι εργασίες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) για τη θέσπιση διεθνών κατευθυντήριων γραμμών για τη διαχείριση αυτών των αλιευτικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο του «Κώδικα Συμπεριφοράς για μια Υπεύθυνη Αλιεία» είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικές για τη θέσπιση και την έγκριση τέτοιων μέτρων, καθώς και για την εφαρμογή τους από τα κράτη μέλη.

(6)

Η Κοινότητα διαθέτει ευμεγέθη στόλο που ασκεί αλιευτικές δραστηριότητες βυθού σε περιοχές που δεν υπόκεινται σε ρυθμίσεις περιφερειακής οργάνωσης ή συμφωνίας διαχείρισης της αλιείας με αρμοδιότητα ρύθμισης των δραστηριοτήτων αυτών και για τις οποίες δεν αναμένεται βραχυπρόθεσμα η σύστασή τέτοιας οργάνωσης ή η σύναψη συμφωνίας. Με την επιφύλαξη των συνεχιζόμενων προσπαθειών για την κάλυψη των υπολειπόμενων αυτών χωρικών κενών στο διεθνές σύστημα διακυβέρνησης της αλιείας, η Κοινότητα οφείλει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της θάλασσας όσον αφορά τη διατήρηση των θαλάσσιων έμβιων πόρων στις περιοχές αυτές και πρέπει, επομένως, να λάβει κατάλληλα μέτρα για τον στόλο της. Στο πλαίσιο αυτό, η Κοινότητα οφείλει να ενεργήσει λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθύνσεις που παρέχει η Γενική Συνέλευση με το ψήφισμα 61/105.

(7)

Βασικό στοιχείο των συστάσεων που διατύπωσε η Γενική Συνέλευση αποτελούν τα μέτρα «… για να εκτιμηθεί, με βάση τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, κατά πόσον επιμέρους αλιευτικές δραστηριότητες βυθού ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα και να εξασφαλιστεί ότι, στην περίπτωση που εκτιμάται ότι οι δραστηριότητες αυτές θα έχουν σημαντικές δυσμενείς συνέπειες, η διαχείρισή τους θα γίνεται με τρόπο που να αποφεύγονται οι επιπτώσεις αυτές ή δεν θα χορηγείται η σχετική άδεια».

(8)

Για την εφαρμογή της εν λόγω σύστασης απαιτείται έγκριση των αλιευτικών δραστηριοτήτων των σχετικών σκαφών με τη διαδικασία έκδοσης ειδικής αδείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1627/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1994, για τη θέσπιση των γενικών διατάξεων για τις ειδικές άδειες αλιείας (3) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2943/95 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 1995, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1627/94 του Συμβουλίου (4). Πέραν τούτου, η έκδοση και η ισχύς των αδειών αυτών πρέπει να υπόκειται σε ειδικούς όρους με τους οποίους να εξασφαλίζεται ότι οι επιπτώσεις των επιτρεπόμενων αλιευτικών δραστηριοτήτων έχουν εκτιμηθεί δεόντως και ότι η διεξαγωγή των αλιευτικών εργασιών είναι σύμφωνη με την εκτίμηση αυτή.

(9)

Για την εφαρμογή των συστάσεων της Γενικής Συνέλευσης απαιτείται επίσης η θέσπιση κατάλληλων μέτρων παρακολούθησης που θα εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους όρους έκδοσης των αδειών. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται η ύπαρξη παρατηρητών επί του σκάφους καθώς και ειδικές διατάξεις σχετικές με τη λειτουργία δορυφορικών συστημάτων παρακολούθησης των σκαφών με σκοπό την αντιμετώπιση περιπτώσεων τεχνικής αστοχίας ή μη λειτουργίας του συστήματος, πέραν εκείνων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2244/2003 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2003, για τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων όσον αφορά δορυφορικά συστήματα παρακολούθησης σκαφών (5).

(10)

Δεδομένου ότι η ταυτοποίηση ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων σε περιοχές που δεν υπόκεινται στη ρυθμιστική δικαιοδοσία περιφερειακής οργάνωσης διαχείρισης της αλιείας βρίσκεται σε εξέλιξη, τα επιστημονικά στοιχεία που διατίθενται για το θέμα αυτό είναι σχετικά περιορισμένα. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η απαγόρευση χρήσης αλιευτικών εργαλείων βυθού σε περιοχές όπου δεν έχει πραγματοποιηθεί επιστημονική αξιολόγηση ως προς τον κίνδυνο τυχόν σημαντικών επιπτώσεων των εν λόγω αλιευτικών δραστηριοτήτων στα ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα.

(11)

Η παραβίαση ειδικών όρων όπως οι σχετικοί με περιοχές όπου δεν έχει πραγματοποιηθεί αξιολόγηση, με τη λειτουργία του συστήματος παρακολούθησης σκαφών και τη μετατόπιση δραστηριοτήτων σε περίπτωση απρόβλεπτης συνάντησης με ευπαθές θαλάσσιο οικοσύστημα, μπορεί να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη φθορά των οικοσυστημάτων αυτών και αξίζει επομένως να περιληφθεί στον κατάλογο των σοβαρών παραβάσεων που περιλαμβάνεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1447/1999 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1999, περί πίνακος ενεργειών που θίγουν σοβαρά τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής (6).

(12)

Η προστασία των ατόμων σε σχέση με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (7), ο οποίος είναι πλήρως εφαρμοστέος όσον αφορά την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, ιδίως για τα δικαιώματα πρόσβασης, διόρθωσης, απαγόρευσης και διαγραφής δεδομένων από τους ενδιαφερόμενους και την κοινοποίηση δεδομένων σε τρίτα πρόσωπα· συνεπώς, δεν εξειδικεύεται περαιτέρω στον παρόντα κανονισμό,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη που ασκούν αλιευτικές δραστηριότητες με εργαλεία βυθού στην ανοικτή θάλασσα.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη που ασκούν δραστηριότητες σε περιοχές:

α)

που εμπίπτουν στη ρυθμιστική αρμοδιότητα περιφερειακής οργάνωσης διαχείρισης της αλιείας ή σε συμφωνία διαχείρισης της αλιείας με αρμοδιότητα ρύθμισης των δραστηριοτήτων αυτών·

β)

για τις οποίες έχει δρομολογηθεί διαδικασία σύστασης περιφερειακής οργάνωσης, οι δε συμμετέχοντες στη διαδικασία αυτή έχουν συμφωνήσει για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων προστασίας των ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων από τις καταστροφικές επιπτώσεις της χρήσης εργαλείων βυθού.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

«θαλάσσιο οικοσύστημα»: δυναμικό σύμπλεγμα κοινοτήτων φυτών, ζώων και μικροοργανισμών, καθώς και του αβιοτικού περιβάλλοντός τους που αλληλοεπηρεάζονται ως μία λειτουργική μονάδα·

β)

«ευπαθές θαλάσσιο οικοσύστημα»: κάθε θαλάσσιο οικοσύστημα του οποίου η ακεραιότητα (ήτοι η δομή ή/και λειτουργία του) ενδέχεται, σύμφωνα με τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και με την αρχή της προφύλαξης, να απειλείται από σοβαρές δυσμενείς συνέπειες λόγω της πίεσης που οφείλεται στη φυσική επαφή με εργαλεία βυθού κατά τη διάρκεια συνήθων αλιευτικών δραστηριοτήτων· στο εν λόγω οικοσύστημα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ύφαλοι, θαλάσσια όρη, υδροθερμικές αναβλύσεις, κοραλλιογενείς ύφαλοι και σπογγοφόρα πεδία ψυχρών υδάτων. Τα πιο ευπαθή οικοσυστήματα είναι εκείνα που διαταράσσονται εύκολα και η αποκατάστασή τους επέρχεται αργά ή δεν επέρχεται ποτέ.

γ)

«ιδιαιτέρως δυσμενείς συνέπειες»: συνέπειες (εκτιμώμενες μεμονωμένα, σε συνδυασμό μεταξύ τους ή σωρευτικά) οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα των οικοσυστημάτων κατά τρόπον ώστε να παρεμποδίζεται η ικανότητα αναπαραγωγής των θιγόμενων πληθυσμών και να χειροτερεύει μακροπρόθεσμα η φυσική ικανότητα γένεσης των οικοσυστημάτων ή να προκαλείται σημαντική απώλεια της ποικιλίας, του οικότοπου ή των τύπων επικοινωνίας των ειδών η οποία δεν είναι απλώς προσωρινή.

δ)

«εργαλεία βυθού»: εργαλεία που έρχονται σε επαφή με τον θαλάσσιο βυθό κατά τη διάρκεια συνήθων αλιευτικών δραστηριοτήτων, μεταξύ των οποίων τράτες βυθού, δράγες, στάσιμα απλάδια βυθού, παραγάδια βυθού, κιούρτοι και παγίδες.

Άρθρο 3

Ειδική άδεια αλιείας

1.   Για την άσκηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων του άρθρου 1 παράγραφος 1, τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη πρέπει να διαθέτουν ειδική άδεια αλιείας.

2.   Η ειδική άδεια αλιείας εκδίδεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1627/94 του Συμβουλίου υπό τους όρους που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 4

Όροι έκδοσης ειδικής αδείας

1.   Οι αιτήσεις για την έκδοση της ειδικής αδείας αλιείας που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 συνοδεύονται από αναλυτικό σχέδιο αλιείας, στο οποίο αναφέρονται ειδικότερα:

α)

ο προβλεπόμενος τόπος άσκησης των αλιευτικών δραστηριοτήτων,

β)

τα στοχευόμενα είδη,

γ)

το είδος των αλιευτικών εργαλείων και το βάθος στο οποίο θα χρησιμοποιηθούν και

δ)

τα βαθυμετρικά χαρακτηριστικά του βυθού στα προβλεπόμενα αλιευτικά πεδία, όταν οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερομένου κράτους σημαίας δεν έχουν ήδη στη διάθεσή τους τις πληροφορίες αυτές.

2.   Οι αρμόδιες αρχές εκδίδουν ειδική άδεια αλιείας αφού προβούν σε αξιολόγηση των δυνητικών επιπτώσεων των προβλεπόμενων αλιευτικών δραστηριοτήτων του σκάφους και καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν είναι πιθανόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα.

3.   Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που προβλέπεται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές και τεχνικές πληροφορίες σχετικά με τη θέση των ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων στις περιοχές που σκοπεύουν να αλιεύσουν τα σχετικά σκάφη. Οι πληροφορίες περιλαμβάνουν, εφόσον είναι διαθέσιμα, επιστημονικά δεδομένα βάσει των οποίων μπορεί να εκτιμηθεί η πιθανότητα ύπαρξης τέτοιων οικοσυστημάτων. Στη διαδικασία αξιολόγησης περιλαμβάνονται κατάλληλα στοιχεία ανεξάρτητης επιστημονικής εξέτασης.

4.   Κατά την εκτίμηση του κινδύνου σοβαρών δυσμενών συνεπειών σε ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα που διενεργείται στα πλαίσια της αξιολόγησης της παραγράφου 2, λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν σε περιοχές όπου έχει καθιερωθεί η διεξαγωγή αλιευτικών δραστηριοτήτων με εργαλεία βυθού, αφενός, και σε περιοχές όπου τέτοιες αλιευτικές δραστηριότητες είτε δεν διεξάγονται καθόλου είτε διεξάγονται σποραδικά, αφετέρου.

5.   Κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης που προβλέπεται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν κριτήρια σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης. Σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με τη σοβαρότητα ή μη των δυσμενών συνεπειών, οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι οι πιθανές δυσμενείς συνέπειες, όπως προκύπτουν από τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, είναι σημαντικές.

6.   Εάν από την αξιολόγηση προκύπτει ότι οι δραστηριότητες που ασκούνται σύμφωνα με το υποβληθέν σχέδιο αλιείας ενδέχεται να έχουν σημαντικές δυσμενείς συνέπειες στα ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν επακριβώς τους εκτιμώμενους κινδύνους και παρέχουν στους αιτούντες τη δυνατότητα να τροποποιήσουν το σχέδιο αλιείας για την αποφυγή των εν λόγω κινδύνων. Ελλείψει των τροποποιήσεων αυτών, οι αρμόδιες αρχές δεν εκδίδουν την αιτούμενη ειδική άδεια αλιείας.

Άρθρο 5

Όροι ισχύος της ειδικής άδειας

1.   Η ειδική άδεια αλιείας που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 προβλέπει ρητά ότι οι αλιευτικές δραστηριότητες που επιτρέπει συνάδουν ανά πάσα στιγμή με το σχέδιο αλιείας που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1.

2.   Όταν περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου του υπευθύνου για τις δραστηριότητες του σκάφους καθιστούν αναγκαία την τροποποίηση των υποβληθέντων σχεδίων, ο εν λόγω υπεύθυνος ενημερώνει αμελλητί τις αρμόδιες αρχές, αναφέροντας τις προβλεπόμενες τροποποιήσεις του αρχικού σχεδίου. Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τις τροποποιήσεις αυτές και δεν τις εγκρίνουν εφόσον συνεπάγονται μετατόπιση των δραστηριοτήτων σε περιοχές όπου υπάρχουν ή ενδέχεται να υπάρχουν ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα.

3.   Η μη συμμόρφωση με το σχέδιο αλιείας που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 υπό περιστάσεις άλλες από εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 συνεπάγεται την ανάκληση από το κράτος σημαίας της ειδικής αδείας αλιείας που έχει χορηγηθεί στο συγκεκριμένο αλιευτικό σκάφος.

Άρθρο 6

Περιοχές όπου δεν πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση

1.   Στις ζώνες στις οποίες δεν έχει διεξαχθεί και δεν διατίθεται ορθή επιστημονική αξιολόγηση, απαγορεύεται η χρήση εργαλείων βυθού. Η απαγόρευση αυτή υπόκειται στην αναθεώρηση του κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 13.

2.   Οι αλιευτικές δραστηριότητες βυθού επιτρέπονται όπου η επιστημονική αξιολόγηση καταδεικνύει ότι δεν θα κινδυνεύσουν τα ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα.

Άρθρο 7

Απρόβλεπτη συνάντηση με ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα

1.   Εάν κατά τη διάρκεια αλιευτικών δραστηριοτήτων ένα αλιευτικό σκάφος συναντήσει ευπαθές θαλάσσιο οικοσύστημα, οφείλει να διακόψει αμέσως την αλίευση ή να μην αναπτύξει αλιευτικές δραστηριότητες στο σημείο αυτό. Μπορεί να επαναλάβει τις αλιευτικές δραστηριότητες μόνον όταν φθάσει σε εναλλακτικό σημείο που απέχει τουλάχιστον 5 ναυτικά μίλια από το σημείο όπου συνάντησε το ευπαθές οικοσύστημα, εντός της περιοχής που προβλέπεται στο σχέδιο αλιείας το οποίο υπέβαλε σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1.

2.   Εάν συναντήσει άλλο ευπαθές θαλάσσιο οικοσύστημα στο εναλλακτικό σημείο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 συναντήσει ευπαθές οικοσύστημα, το σκάφος οφείλει να συνεχίσει τη μετατόπιση των δραστηριοτήτων του, σύμφωνα με τους κανόνες της εν λόγω παραγράφου, έως ότου φθάσει σε σημείο στο οποίο δεν υπάρχουν ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα.

3.   Το αλιευτικό σκάφος αναφέρει αμελλητί στις αρμόδιες αρχές κάθε συνάντηση, παρέχοντας ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τη φύση, τη θέση, τον χρόνο και τυχόν άλλα στοιχεία σχετικά με τις περιστάσεις της συνάντησης.

Άρθρο 8

Περιοχές απαγόρευσης της αλιείας

1.   Με βάση τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη ή την πιθανότητα ύπαρξης ευπαθών θαλάσσιων οικοσυστημάτων στην περιοχή όπου αλιεύουν τα σκάφη τους, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν περιοχές στις οποίες θα απαγορεύεται η αλιεία με εργαλεία βυθού. Τα κράτη μέλη θέτουν χωρίς καθυστέρηση σε εφαρμογή τις απαγορεύσεις αυτές για τα σκάφη τους και πάραυτα κοινοποιούν στην Επιτροπή την απαγόρευση. Η Επιτροπή διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση την κοινοποίηση σε όλα τα κράτη μέλη.

2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002, η Επιτροπή υποβάλλει κατά περίπτωση στο Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 37 της συνθήκης, προτάσεις για τη λήψη κοινοτικών μέτρων με σκοπό τον χαρακτηρισμό περιοχών απαγόρευσης της αλιείας είτε βάσει των πληροφοριών που κοινοποιούν τα κράτη μέλη είτε με πρωτοβουλία της.

Άρθρο 9

Σύστημα παρακολούθησης σκαφών

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2244/2003, σε περίπτωση τεχνικής αστοχίας ή μη λειτουργίας της συσκευής δορυφορικού εντοπισμού που είναι εγκατεστημένη στο αλιευτικό σκάφος, ο πλοίαρχος του σκάφους αναφέρει ανά δίωρο στο κράτος μέλος σημαίας το γεωγραφικό στίγμα του σκάφους.

2.   Μετά την επιστροφή από το θαλάσσιο ταξίδι, το σκάφος πρέπει να παραμείνει στον λιμένα έως ότου οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ικανοποιητική τη λειτουργία της συσκευής δορυφορικού εντοπισμού.

Άρθρο 10

Σοβαρές παραβάσεις

1.   Οι αλιευτικές δραστηριότητες που ασκήθηκαν από τη στιγμή που σημειώθηκε παρέκκλιση από τα σχέδια αλιείας του σκάφους υπό περιστάσεις άλλες από εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 θεωρούνται αλιεία χωρίς ειδική άδεια και, συνεπώς, συμπεριφορά που θίγει σοβαρά τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

2.   Η κατ’ επανάληψη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 9 θεωρείται συμπεριφορά που θίγει σοβαρά τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

Άρθρο 11

Παρατηρητές

1.   Παρατηρητές επιβαίνουν σε όλα τα σκάφη για τα οποία εκδίδεται ειδική άδεια αλιείας σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1. Οι παρατηρητές παρατηρούν τις αλιευτικές δραστηριότητες των σκαφών καθ’ όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης του οικείου σχεδίου αλιείας που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

Ο αριθμός των παρατηρητών που καλύπτουν τις αλιευτικές δραστηριότητες σε μια αλιευτική ζώνη θα επανεξεταστεί στις 30 Ιουλίου 2009.

2.   Ο παρατηρητής:

α)

καταχωρίζει ανεξάρτητα, με τη μορφή που χρησιμοποιείται για το ημερολόγιο του πλοίου, τις σχετικές με τα αλιεύματα πληροφορίες που απαιτούνται από το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (8)·

β)

καταχωρίζει τυχόν τροποποιήσεις του σχεδίου αλιείας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2·

γ)

τεκμηριώνει τυχόν περιπτώσεις απρόβλεπτης συνάντησης με ευπαθή θαλάσσια οικοσυστήματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, και στο πλαίσιο αυτό συγκεντρώνει πληροφορίες που μπορεί να είναι χρήσιμες για την προστασία του τόπου·

δ)

καταγράφει το βάθος στο οποίο χρησιμοποιούνται τα αλιευτικά εργαλεία·

ε)

υποβάλλει έκθεση στις αρμόδιες αρχές του αντίστοιχου κράτους μέλους εντός 20 ημερών από τη λήξη της περιόδου παρατήρησης. Αντίγραφο της έκθεσης αυτής διαβιβάζεται στην Επιτροπή εντός 30 ημερών από τη λήψη σχετικής γραπτής αίτησης.

3.   Ο παρατηρητής δεν πρέπει να είναι:

α)

συγγενής του πλοιάρχου του σκάφους ή άλλου αξιωματικού που υπηρετεί στο σκάφος στο οποίο έχει διοριστεί·

β)

υπάλληλος του πλοιάρχου του σκάφους στο οποίο έχει διοριστεί·

γ)

υπάλληλος του αντιπροσώπου του πλοιάρχου·

δ)

υπάλληλος εταιρείας που ελέγχεται από τον πλοίαρχο ή από τον αντιπρόσωπό του·

ε)

συγγενής του αντιπροσώπου του πλοιάρχου.

Άρθρο 12

Πληροφορίες

1.   Στον βαθμό που αλιευτικά σκάφη που φέρουν τη σημαία τους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή για κάθε ημερολογιακό εξάμηνο και εντός τριμήνου από τη λήξη του εν λόγω ημερολογιακού εξαμήνου, έκθεση στην οποία αναφέρονται:

α)

εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93, τα αλιεύματα των αλιευτικών σκαφών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού, όπως προκύπτουν από τα στοιχεία που έχουν καταχωρισθεί στα ημερολόγια, συμπεριλαμβανομένων των πλήρων στοιχείων για τις ημέρες αλιείας εκτός λιμένος και των εκθέσεων που υπέβαλαν οι παρατηρητές, με ανάλυση ανά τρίμηνο, τύπο αλιευτικού εργαλείου και αλιευόμενο είδος·

β)

στοιχεία σχετικά με τη συμμόρφωση των αλιευτικών σκαφών που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 με τα σχέδια αλιείας και τις απαιτήσεις των άρθρων 6, 7 και 8, καθώς και τα επανορθωτικά μέτρα που έχουν ληφθεί και οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και σοβαρών παραβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 10·

γ)

στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζουν το άρθρο 8.

2.   Οι εκθέσεις της παραγράφου 1 συνοδεύονται από όλες τις αξιολογήσεις επιπτώσεων που έχουν διενεργηθεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, κατά την αναφερόμενη εξάμηνη περίοδο.

3.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις πληροφορίες που παραλαμβάνει σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, μεταξύ άλλων μέσω του FAO, και τις διαβιβάζει επίσης αμελλητί στους σχετικούς επιστημονικούς φορείς καθώς και στα κράτη μέλη κατόπιν αιτήσεώς τους.

Άρθρο 13

Επακόλουθες ενέργειες

Η Επιτροπή υποβάλλει, πριν από τις 30 Ιουνίου 2010, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, εφόσον είναι αναγκαίο, από προτάσεις για την τροποποίηση του κανονισμού.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τριακοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Ιουλίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. BARNIER


(1)  Γνώμη της 4ης Ιουνίου 2008 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 865/2007 (ΕΕ L 192 της 24.7.2007, σ. 1).

(3)  ΕΕ L 171 της 6.7.1994, σ. 7.

(4)  ΕΕ L 308 της 21.12.1995, σ. 15.

(5)  ΕΕ L 333 της 20.12.2003, σ. 17.

(6)  ΕΕ L 167 της 2.7.1999, σ. 5.

(7)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 261 της 20.10.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1967/2006 (ΕΕ L 409 της 30.12.2006, σ. 11)· διορθώθηκε στην ΕΕ L 36 της 8.2.2007, σ. 6.


30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/14


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 735/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Ιουλίου 2008

σχετικά με τον καθορισμό των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και ιδίως το άρθρο 138 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 προβλέπει, κατ’ εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης, τα κριτήρια για τον καθορισμό από την Επιτροπή των κατ’ αποκοπή τιμών κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες, για τα προϊόντα και τις περιόδους που ορίζονται στο παράρτημα XV μέρος A, του εν λόγω κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Οι κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή που αναφέρονται στο άρθρο 138 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 καθορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 30 Ιουλίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 29 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2008 της Επιτροπής (ΕΕ L 149 της 7.6.2008, σ. 61).

(2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 590/2008 (ΕΕ L 163 της 24.6.2008, σ. 24).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κατ’ αποκοπή τιμές κατά την εισαγωγή για τον προσδιορισμό της τιμής εισόδου ορισμένων οπωροκηπευτικών

(EUR/100 kg)

Κωδικός ΣΟ

Κωδικός των τρίτων χωρών (1)

Κατ' αποκοπή τιμή κατά την εισαγωγή

0702 00 00

MK

28,9

TR

74,2

XS

29,6

ZZ

44,2

0707 00 05

MK

27,4

TR

106,2

ZZ

66,8

0709 90 70

TR

97,2

ZZ

97,2

0805 50 10

AR

84,2

US

62,5

UY

59,6

ZA

89,4

ZZ

73,9

0806 10 10

CL

58,0

EG

144,2

IL

145,6

TR

123,9

ZZ

117,9

0808 10 80

AR

95,1

BR

101,6

CL

97,9

CN

87,4

NZ

115,6

US

107,9

ZA

88,2

ZZ

99,1

0808 20 50

AR

67,9

CL

88,3

NZ

97,1

TR

156,5

ZA

100,6

ZZ

102,1

0809 10 00

TR

172,1

US

186,2

ZZ

179,2

0809 20 95

CA

388,4

TR

449,8

US

433,2

ZZ

423,8

0809 30

TR

143,6

ZZ

143,6

0809 40 05

BA

82,7

IL

116,4

TR

115,5

XS

66,2

ZZ

95,2


(1)  Ονοματολογία των χωρών που ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1833/2006 της Επιτροπής (ΕΕ L 354 της 14.12.2006, σ. 19). Ο κωδικός «ZZ» αντιπροσωπεύει «άλλες χώρες καταγωγής».


30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/16


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 736/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 22ας Ιουλίου 2008

περί της εφαρμογής των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 1998, για την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ορισμένες κατηγορίες οριζόντιων κρατικών ενισχύσεων (1), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i),

Αφού δημοσίευσε σχέδιο του παρόντος κανονισμού (2),

Μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή για τις κρατικές ενισχύσεις,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 994/98 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να δηλώνει, σύμφωνα με το άρθρο 87 της συνθήκης, ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ενισχύσεις που χορηγούνται σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις («ΜΜΕ») είναι συμβατές με την κοινή αγορά και δεν υπόκεινται σε κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

(2)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (3) δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται με την παραγωγή, τη μεταποίηση ή εμπορία προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας τα οποία καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας (4).

(3)

Η Επιτροπή έχει εφαρμόσει τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης σε πολυάριθμες αποφάσεις για ΜΜΕ που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας και πρόσφατα έχει επίσης εξαγγείλει την πολιτική της με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων για τα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας (5) (στο εξής «κατευθυντήριες γραμμές για τα προϊόντα αλιείας»). Βάσει της σημαντικής εμπειρίας της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων αυτών σε ΜΜΕ που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας, ενδείκνυται, με σκοπό να διασφαλιστεί επαρκής εποπτεία και απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών χωρίς να εξασθενήσει η παρακολούθηση εκ μέρους της Επιτροπής, η Επιτροπή να κάνει χρήση των εξουσιών που της παρέχονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 994/98 και όσον αφορά τις ΜΜΕ που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας, στο μέτρο που το άρθρο 89 της συνθήκης έχει αναγνωριστεί ότι εφαρμόζεται στα προϊόντα αυτά.

(4)

Η συμβατότητα των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα των προϊόντων αλιείας αξιολογείται από την Επιτροπή με βάση τους στόχους τόσο της πολιτικής για τον ανταγωνισμό όσο και της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

(5)

Ο παρών κανονισμός πρέπει να καλύπτει τα είδη των ενισχύσεων που χορηγούνται στον τομέα των προϊόντων αλιείας, οι οποίες εγκρίνονται συστηματικά επί σειρά ετών από την Επιτροπή. Για τις εν λόγω ενισχύσεις δεν απαιτείται κατά περίπτωση εκτίμηση της συμβατότητάς τους με την κοινή αγορά από την Επιτροπή, εφόσον τηρούνται οι όροι που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 2006, για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας (6), στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 498/2007 της Επιτροπής, της 26ης Μαρτίου 2007, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 του Συμβουλίου για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αλιείας (7) και υπό ορισμένες άλλες προϋποθέσεις. Μολονότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 τέθηκε σε ισχύ μόλις στις 4 Σεπτεμβρίου 2006, η Επιτροπή έχει αποκτήσει, με βάση τις υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές για τα προϊόντα αλιείας, επαρκή εμπειρία από την εφαρμογή παρόμοιων όρων γι’ αυτό το είδος των μέτρων, και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι όροι του εν λόγω κανονισμού είναι αρκούντως σαφείς, οπότε δεν χρειάζεται να γίνεται εξέταση ανά περίπτωση.

(6)

Ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να κοινοποιούν ενισχύσεις προς ΜΜΕ που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας. Οι κοινοποιήσεις αυτές πρέπει να αξιολογούνται από την Επιτροπή βάσει του παρόντος κανονισμού και των κατευθυντήριων γραμμών για τα προϊόντα αλιείας.

(7)

Ενισχύσεις τις οποίες τα κράτη μέλη προτίθενται να χορηγήσουν στον τομέα της αλιείας αλλά οι οποίες δεν εμπίπτουν στον πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ή άλλων κανονισμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται στην απαίτηση κοινοποίησης του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης. Οι ενισχύσεις αυτές πρέπει να αξιολογούνται βάσει του παρόντος κανονισμού και των κατευθυντήριων γραμμών για τα προϊόντα αλιείας.

(8)

Ο παρών κανονισμός πρέπει να απαλλάσσει από την υποχρέωση κοινοποίησης κάθε ενίσχυση που ικανοποιεί όλες τις διατάξεις που ο ίδιος ορίζει, καθώς και κάθε καθεστώς ενισχύσεων, υπό τον όρο ότι οποιαδήποτε ενίσχυση δυνάμενη να χορηγηθεί κατ’ εφαρμογή του θα συμφωνεί προς όλες τις σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Οι μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει καθεστώτων ενίσχυσης και οι ενισχύσεις ad hoc πρέπει να περιλαμβάνουν ρητή αναφορά στον παρόντα κανονισμό.

(9)

Για να υπάρχει συνοχή με τα χρηματοδοτούμενα από την Κοινότητα μέτρα στήριξης, τα ανώτατα όρια ενίσχυσης που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό πρέπει να είναι ίσα με εκείνα που ορίζονται για το ίδιο είδος ενίσχυσης στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

(10)

Είναι σημαντικό να μην χορηγείται ενίσχυση σε περιπτώσεις που δεν συνάδουν με το κοινοτικό δίκαιο και, ιδιαίτερα, με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Ενισχύσεις μπορούν συνεπώς να χορηγούνται από ένα κράτος μέλος στον τομέα της αλιείας μόνον εάν τα χρηματοδοτούμενα μέτρα και τα αποτελέσματά τους είναι σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Πριν από τη χορήγηση οποιασδήποτε ενίσχυσης, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι δικαιούχοι κρατικής ενίσχυσης συμμορφώνονται με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής.

(11)

Για να εξασφαλιστεί ότι η ενίσχυση ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας και περιορίζεται στο αναγκαίο ποσό, τα όρια πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να εκφράζονται με όρους έντασης της ενίσχυσης σε σχέση με μια σειρά επιλέξιμων δαπανών. Για τον υπολογισμό των εντάσεων, οι ενισχύσεις που καταβάλλονται σε πολλές δόσεις ανάγονται στην αξία τους κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης. Το επιτόκιο που χρησιμοποιείται για την αναγωγή καθώς και για τον υπολογισμό του ποσού της ενίσχυσης που δεν λαμβάνει τη μορφή επιχορήγησης πρέπει να είναι το επιτόκιο αναφοράς που ισχύει κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης, όπως καθορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (8).

(12)

Για λόγους ελαχιστοποίησης των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στον ενισχυόμενο τομέα και διασφάλισης των στόχων του παρόντος κανονισμού δεν πρέπει να εξαιρούνται οι μεμονωμένες επιχορηγήσεις που υπερβαίνουν ένα καθορισμένο μέγιστο ποσό, άσχετα από το αν χορηγούνται ή όχι στα πλαίσια κάποιου καθεστώτος ενισχύσεων που εξαιρείται βάσει του παρόντος κανονισμού.

(13)

Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις εξαγωγικές δραστηριότητες ή σε ενισχύσεις που ευνοούν τα εγχώρια έναντι των εισαγόμενων προϊόντων. Ειδικότερα, δεν πρέπει να υπάγονται σε αυτόν οι ενισχύσεις για τη χρηματοδότηση της δημιουργίας και λειτουργίας δικτύου διανομής σε άλλες χώρες. Κατά κανόνα δεν πρέπει να θεωρούνται εξαγωγικές ενισχύσεις οι ενισχύσεις για την κάλυψη του κόστους συμμετοχής σε εμπορικές εκθέσεις ή του κόστους μελετών ή συμβουλευτικών υπηρεσιών απαραίτητων για τη διάθεση ενός νέου ή υφιστάμενου προϊόντος σε μια νέα αγορά.

(14)

Οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις κατά την έννοια των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (9) πρέπει να αξιολογούνται με βάση τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, έτσι ώστε να αποφεύγεται η καταστρατήγησή τους. Συνεπώς, οι ενισχύσεις προς τέτοιες επιχειρήσεις πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Για να περιοριστεί ο διοικητικός φόρτος στα κράτη μέλη που χορηγούν ενισχύσεις βάσει του παρόντος κανονισμού, ο ορισμός των θεωρούμενων ως προβληματικών επιχειρήσεων πρέπει να απλοποιηθεί σε σχέση με τον ορισμό που χρησιμοποιείται στις παραπάνω κατευθυντήριες γραμμές. Επιπλέον, οι ΜΜΕ που έχουν συσταθεί πριν από λιγότερο από τρία έτη δεν πρέπει να θεωρούνται προβληματικές επιχειρήσεις για την περίοδο αυτή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εκτός και αν πληρούν τις προϋποθέσεις της εθνικής τους νομοθεσίας περί υπαγωγής σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία. Οι εν λόγω απλοποιήσεις δεν πρέπει να θίγουν τον χαρακτηρισμό αυτών των ΜΜΕ βάσει των παραπάνω κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά ενισχύσεις που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, οι οποίες διέπονται πλήρως από τον ορισμό που περιέχουν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.

(15)

Η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά ώστε οι εγκρινόμενες ενισχύσεις να μη νοθεύουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Συνεπώς, οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε δικαιούχους για τους οποίους εκκρεμεί εντολή ανάκτησης ενισχύσεων κατόπιν προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής με την οποία οι ενισχύσεις αυτές κηρύσσονται παράνομες και μη συμβατές με την κοινή αγορά, πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Επομένως, για κάθε ενίσχυση ad hoc που καταβάλλεται στους εν λόγω δικαιούχους και για κάθε καθεστώς ενισχύσεων που δεν περιλαμβάνει ρητή διάταξη περί εξαίρεσης των δικαιούχων αυτών, εξακολουθεί να ισχύει η υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης. Η διάταξη αυτή δεν πρέπει να επηρεάζει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων καθεστώτων ενισχύσεων εναντίον των οποίων δεν εκκρεμούν εντολές ανάκτησης.

(16)

Για να εξαλειφθούν οι διαφορές που μπορεί να οδηγήσουν σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και για να διευκολυνθεί ο συντονισμός μεταξύ διαφόρων κοινοτικών και εθνικών πρωτοβουλιών σχετικών με ΜΜΕ, ο ορισμός των «μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων» για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού είναι αυτός του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001.

(17)

Για λόγους διαφάνειας, ίσης μεταχείρισης και αποτελεσματικής παρακολούθησης ο παρών κανονισμός πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε ενισχύσεις που χαρακτηρίζονται από διαφάνεια. Ως διαφανής θεωρείται μία ενίσχυση ως προς την οποία είναι δυνατόν να υπολογισθεί εκ των προτέρων με ακρίβεια το ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης χωρίς να είναι αναγκαία η εκτίμηση του κινδύνου. Συγκεκριμένα, οι ενισχύσεις που συνίστανται σε δάνεια θεωρούνται ως διαφανείς, όταν το ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης υπολογίζεται βάσει των επιτοκίων αναφοράς σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (10). Οι ενισχύσεις που συνίστανται σε φορολογικά μέτρα πρέπει να θεωρούνται διαφανείς, όταν τα μέτρα προβλέπουν ανώτατο όριο με το οποίο διασφαλίζεται ότι δεν γίνεται υπέρβαση του ισχύοντος ορίου.

(18)

Οι ενισχύσεις που περιλαμβάνονται σε εγγυοδοτικά καθεστώτα πρέπει να θεωρούνται διαφανείς, όταν η μεθοδολογία για τον υπολογισμό του ακαθάριστου ισοδύναμου επιχορήγησης εγκρίνεται μετά την κοινοποίησή της στην Επιτροπή. Η Επιτροπή θα εξετάζει τις κοινοποιήσεις αυτές με βάση την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (11). Οι ενισχύσεις που περιλαμβάνονται σε εγγυοδοτικά καθεστώτα, πρέπει επίσης να θεωρούνται διαφανείς όταν ο δικαιούχος είναι ΜΜΕ και το ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης υπολογίζεται με βάση τις προμήθειες ασφαλούς λιμένα που καθορίζονται στα άρθρα 3.3 και 3.5 της εν λόγω ανακοίνωσης.

(19)

Λαμβανομένης υπόψη της δυσχέρειας υπολογισμού του ισοδυνάμου επιχορήγησης των ενισχύσεων που έχουν τη μορφή επιστρεπτέων προκαταβολών, οι ενισχύσεις αυτές πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, μόνο εάν το συνολικό ποσό της επιστρεπτέας προκαταβολής είναι χαμηλότερο από το ισχύον όριο κοινοποίησης και τις μέγιστες εντάσεις ενισχύσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

(20)

Σε σχέση με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης η ενίσχυση δεν πρέπει κανονικά να έχει ως αποκλειστικό αποτέλεσμα τη συνεχή ή περιοδική μείωση του λειτουργικού κόστους που πρέπει κανονικά να επιβαρύνει τον δικαιούχο, αλλά να είναι αναλογική προς τα μειονεκτήματα που πρέπει να εξαλειφθούν, προκειμένου να διασφαλισθούν τα κοινωνικοοικονομικά οφέλη τα οποία θεωρείται ότι είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας. Μέτρα κρατικών ενισχύσεων με τα οποία επιδιώκεται απλώς η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των παραγωγών αλλά τα οποία δεν συνεισφέρουν κατά κανένα τρόπο στην ανάπτυξη του τομέα και, ιδιαίτερα, οι ενισχύσεις που χορηγούνται αποκλειστικά βάσει της τιμής, της ποσότητας, της μονάδας παραγωγής ή της μονάδας του μέσου παραγωγής θεωρούνται ότι συνιστούν ενισχύσεις λειτουργίας που δεν είναι συμβατές με την κοινή αγορά. Επιπλέον, οι ενισχύσεις αυτές ενδέχεται να εμποδίζουν και την ομαλή λειτουργία των μηχανισμών των κοινών οργανώσεων των αγορών. Είναι συνεπώς σκόπιμο να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού σε ενισχύσεις για επενδύσεις καθώς και σε ενισχύσεις για ορισμένα κοινωνικοοικονομικά μέτρα.

(21)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ενίσχυση είναι αναγκαία και λειτουργεί ως κίνητρο ανάπτυξης ορισμένων δραστηριοτήτων, ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να καλύπτει ενισχύσεις για δραστηριότητες τις οποίες ο δικαιούχος ασκεί υπό συνθήκες αγοράς. Το κίνητρο αυτό πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχει όταν, πριν ξεκινήσουν οι δραστηριότητες που συνδέονται με την υλοποίηση του ενισχυόμενου έργου ή των ενισχυόμενων δραστηριοτήτων, ο δικαιούχος έχει υποβάλει αίτηση στο κράτος μέλος.

(22)

Για να εξακριβωθεί εάν τηρούνται τα επιμέρους όρια ενισχύσεων και οι μέγιστες εντάσεις ενισχύσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της δημόσιας στήριξης που παρέχεται στην ενισχυόμενη δραστηριότητα ή το ενισχυόμενο έργο, ανεξάρτητα από το αν η στήριξη χρηματοδοτείται από τοπικές, περιφερειακές, εθνικές ή κοινοτικές πηγές.

(23)

Ο παρών κανονισμός πρέπει να καλύπτει τις ακόλουθες ενισχύσεις: τις ενισχύσεις για την οριστική και προσωρινή παύση αλιευτικών δραστηριοτήτων, για τη χρηματοδότηση κοινωνικοοικονομικών μέτρων, για παραγωγικές επενδύσεις στην υδατοκαλλιέργεια, για υδατο-περιβαλλοντικά μέτρα, για μέτρα υπέρ της δημόσιας υγείας και υπέρ της υγείας των ζώων, για αλιεία σε εσωτερικά ύδατα, τις ενισχύσεις για μεταποίηση και εμπορία προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, για μέτρα κοινού ενδιαφέροντος τα οποία υλοποιούνται με την ενεργό συμμετοχή των ίδιων των επιχειρήσεων ή οργανώσεων που ενεργούν εξ ονόματος των παραγωγών ή άλλων οργανώσεων αναγνωρισμένων από τα κράτη μέλη, τις ενισχύσεις για μέτρα κοινού ενδιαφέροντος για την προστασία και την ανάπτυξη της υδρόβιας πανίδας και χλωρίδας που συμβάλλουν ταυτόχρονα και στη βελτίωση του υδάτινου περιβάλλοντος, για επενδύσεις σε δημόσιους ή ιδιωτικούς αλιευτικούς λιμένες, τόπους εκφόρτωσης και αλιευτικά καταφύγια, για μέτρα κοινού ενδιαφέροντος που έχουν ως στόχο την εφαρμογή πολιτικής για την αύξηση της ποιότητας και της αξίας των προϊόντων, την ανάπτυξη νέων αγορών και εκστρατειών προώθησης των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, για πιλοτικά έργα, για την τροποποίηση των αλιευτικών σκαφών για άλλες δραστηριότητες και τις ενισχύσεις για τεχνική βοήθεια.

(24)

Όταν οι φορολογικές απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 14 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (12) εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο για ολόκληρο τον κλάδο της αλιείας, η Επιτροπή θεωρεί ότι δύνανται να συμβάλουν στην ανάπτυξη του κλάδου και να εξυπηρετήσουν το κοινό συμφέρον. Οι εν λόγω απαλλαγές έχουν εφαρμοστεί κατά τον ίδιο τρόπο από τα κράτη μέλη και η εμπειρία από την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1595/2004 έχει δείξει ότι δεν έχουν επηρεάσει δυσμενώς τις συνθήκες των συναλλαγών και συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της κοινής αλιευτικής πολιτικής εξασφαλίζοντας βιώσιμες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Λαμβάνοντας υπόψη τη διαφάνεια του μέτρου, δεδομένου ότι η ενίσχυση υπολογίζεται επί του πραγματικού ποσού του χρησιμοποιούμενου καυσίμου και βάσει του γεγονότος ότι ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνον σε ΜΜΕ και ότι η μεγάλη πλειοψηφία των αλιευτικών επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ΜΜΕ (η πλειοψηφία των επιχειρήσεων που επωφελούνται από τις εν λόγω φορολογικές απαλλαγές είναι μικρές επιχειρήσεις που κατέχουν ένα μόνον σκάφος), η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εν λόγω μέτρα δεν θα προκαλέσουν αδικαιολόγητη στρέβλωση του ανταγωνισμού ούτε θα επηρεάσουν τις συνθήκες των συναλλαγών σε έκταση που να αντιτίθεται στο κοινό συμφέρον. Συνεπώς, οι εν λόγω φορολογικές απαλλαγές πρέπει, εφόσον συνιστούν κρατική ενίσχυση, να θεωρηθούν ως συμβατές με την κοινή αγορά και να εξαιρεθούν από την υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφούνται προς τις εν λόγω οδηγίες και εφαρμόζονται σε ολόκληρο τον κλάδο της αλιείας. Επιπλέον, με τον παρόντα κανονισμό πρέπει επίσης υπό ορισμένες προϋποθέσεις να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά και να εξαιρεθούν από την υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, οι φορολογικές απαλλαγές ή οι μειώσεις που εφαρμόζονται στις αλιευτικές δραστηριότητες εσωτερικών υδάτων και στις ιχθυοκαλλιέργειες που είναι δυνατόν να καθιερώσουν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ.

(25)

Για να εξασφαλιστεί η διαφάνεια και ο αποτελεσματικός έλεγχος, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, θεωρείται σκόπιμο να καταρτιστεί ένα τυποποιημένο έντυπο που θα χρησιμοποιείται από τα κράτη μέλη για τη διαβίβαση στην Επιτροπή των συνοπτικών πληροφοριών κάθε φορά που, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εφαρμόζεται καθεστώς ενισχύσεων ή χορηγείται μεμονωμένη ενίσχυση. Η Επιτροπή θα χορηγεί έναν αριθμό ταυτοποίησης σε κάθε μέτρο ενίσχυσης που της κοινοποιείται. Η χορήγηση αριθμού σε μέτρο ενίσχυσης δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή έχει εξετάσει κατά πόσο η ενίσχυση πληροί τους όρους του παρόντος κανονισμού. Συνεπώς, δεν δημιουργεί οποιαδήποτε θεμιτή προσδοκία στα κράτη μέλη ή στον δικαιούχο όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου ενίσχυσης με τον παρόντα κανονισμό.

(26)

Για τους ίδιους λόγους, η Επιτροπή πρέπει να θεσπίσει ειδικές διατάξεις όσον αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο των ετήσιων εκθέσεων που πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή από τα κράτη μέλη. Επιπλέον ενδείκνυται η θέσπιση κανόνων σχετικά με τα αρχεία τα οποία πρέπει να τηρούν τα κράτη μέλη όσον αφορά τα καθεστώτα ενίσχυσης και τις μεμονωμένες ενισχύσεις που εξαιρούνται με τον παρόντα κανονισμό, βάσει των διατάξεων του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (13).

(27)

Για την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει επίσης να είναι σε θέση να λαμβάνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κράτη μέλη σχετικά με τα μέτρα που εφαρμόζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Εάν ένα κράτος μέλος παραλείψει να χορηγήσει τις σχετικές πληροφορίες εντός εύλογης προθεσμίας όσον αφορά αυτά τα μέτρα ενισχύσεων, το γεγονός αυτό μπορεί, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού. Συνεπώς, εάν ένα κράτος μέλος δεν χορηγήσει τις πληροφορίες που να επιτρέπουν την παρακολούθηση ενός μέτρου ενίσχυσης, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι ο κανονισμός, ή το σχετικό μέρος του κανονισμού, δεν πρέπει να εφαρμόζεται όσον αφορά το εν λόγω κράτος μέλος και ότι όλα τα μεταγενέστερα μέτρα ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένων των νέων μεμονωμένων ενισχύσεων που χορηγούνται βάσει καθεστώτων ενίσχυσης τα οποία καλύπτονταν προηγουμένως από τον παρόντα κανονισμό, πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 της συνθήκης. Μόλις το κράτος μέλος χορηγήσει ορθές και πλήρεις πληροφορίες, η Επιτροπή θα επιτρέπει και πάλι την πλήρη εφαρμογή του κανονισμού.

(28)

Έχοντας υπόψη την ημερομηνία λήξης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση ενίσχυσης βάσει του παρόντος κανονισμού έχουν ευθυγραμμιστεί με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται για τη χρησιμοποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας, κρίνεται σκόπιμο να περιοριστεί η περίοδος εφαρμογής του παρόντος κανονισμού έως την ημερομηνία λήξης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006. Αν ο κανονισμός λήξει χωρίς να παραταθεί, τα καθεστώτα ενισχύσεων που έχουν ήδη απαλλαγεί βάσει του παρόντος κανονισμού θα συνεχίσουν να απαλλάσσονται για έξι μήνες.

(29)

Είναι σκόπιμο να θεσπιστούν μεταβατικές διατάξεις για κοινοποιήσεις που εκκρεμούν κατά την ημέρα έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού και για ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και δεν κοινοποιήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, καθώς και για ενισχύσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1595/2004 της Επιτροπής, της 8ης Σεπτεμβρίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία προϊόντων αλιείας (14),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε διαφανείς ενισχύσεις χορηγούμενες σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις («ΜΜΕ») που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, της μεταποίησης ή της εμπορίας προϊόντων αλιείας.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α)

στις ενισχύσεις το ύψος των οποίων καθορίζεται βάσει της τιμής ή της ποσότητας των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά·

β)

σε ενισχύσεις για δραστηριότητες που σχετίζονται με εξαγωγές, συγκεκριμένα σε ενισχύσεις που συνδέονται απευθείας με τις εξαγόμενες ποσότητες, την εγκαθίδρυση και λειτουργία δικτύου διανομής ή άλλες τρέχουσες δαπάνες συνδεόμενες με εξαγωγικές δραστηριότητες·

γ)

στις ενισχύσεις για τις οποίες τίθεται ως όρος η χρήση εγχώριων αγαθών αντί των εισαγόμενων·

δ)

στις ενισχύσεις που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις·

ε)

σε καθεστώτα ενισχύσεων που δεν αποκλείουν ρητά την καταβολή μεμονωμένης ενίσχυσης υπέρ επιχείρησης που αποτελεί αντικείμενο εκκρεμούσας εντολής ανάκτησης μετά από προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται παράνομη και ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά·

στ)

σε ενισχύσεις ad hoc υπέρ επιχείρησης που αποτελεί αντικείμενο εκκρεμούσας εντολής ανάκτησης μετά από προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται παράνομη και ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις ενισχύσεις για μεμονωμένα έργα με επιλέξιμες δαπάνες που υπερβαίνουν τα 2 εκατ. ευρώ ή όπου το ποσό της ενίσχυσης υπερβαίνει το 1 εκατ. ευρώ ανά δικαιούχο κατ’ έτος.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

ως «ενίσχυση» νοείται κάθε μέτρο που πληροί όλα τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης·

β)

ως «καθεστώς ενισχύσεων» νοείται κάθε πράξη με βάση την οποία, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης, μπορούν να χορηγούνται μεμονωμένες ενισχύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στην εν λόγω πράξη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο καθώς και κάθε πράξη βάσει της οποίας μπορεί να χορηγείται ενίσχυση μη συνδεόμενη με συγκεκριμένο έργο σε μια ή περισσότερες επιχειρήσεις για αόριστο χρονικό διάστημα ή/και για απροσδιόριστο ποσό·

γ)

ως «μεμονωμένη ενίσχυση» νοείται μια ενίσχυση ad hoc και μία ενίσχυση η οποία χορηγείται με βάση καθεστώς ενισχύσεων αλλά πρέπει να κοινοποιηθεί·

δ)

ως «ενίσχυση ad hoc» νοείται η ενίσχυση ατομικού χαρακτήρα που δεν χορηγείται βάσει καθεστώτος ενισχύσεων·

ε)

ως «ένταση ενίσχυσης» νοείται το ποσοστό της ενίσχυσης επί των επιλέξιμων δαπανών·

στ)

ως «προϊόν αλιείας» νοείται κάθε προϊόν που αλιεύεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα καθώς και τα προϊόντα υδατοκαλλιέργειας που παρατίθενται στο άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000·

ζ)

ως «μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις» («ΜΜΕ») νοούνται οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2008 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2008, με τον οποίο ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων κηρύσσονται συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ (15)·

η)

ως «διαφανής ενίσχυση» νοείται η ενίσχυση η οποία παρέχει τη δυνατότητα ακριβούς υπολογισμού του ακαθάριστου ισοδύναμου επιχορήγησης εκ των προτέρων χωρίς να απαιτείται η διενέργεια αξιολόγησης του κινδύνου.

θ)

ως «προβληματική επιχείρηση» νοείται επιχείρηση που πληροί τις εξής προϋποθέσεις:

αν πρόκειται για εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εφόσον έχει απολεσθεί πάνω από το μισό του εγγεγραμμένου της κεφαλαίου και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει απολεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών, ή

αν πρόκειται για εταιρεία στην οποία τουλάχιστον ορισμένα μέλη έχουν απεριόριστη ευθύνη για τα χρέη της εταιρείας, εφόσον έχει απολεσθεί πάνω από το μισό του κεφαλαίου της, όπως εμφανίζεται στους λογαριασμούς της εταιρείας, και άνω του ενός τετάρτου του κεφαλαίου αυτού έχει απολεσθεί κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών, ή

ανεξάρτητα από τη μορφή της εταιρίας, εφόσον η εκάστοτε επιχείρηση πληροί τις προϋποθέσεις της εγχώριας νομοθεσίας προκειμένου να υπαχθεί σε συλλογική πτωχευτική διαδικασία.

Άρθρο 3

Όροι εξαίρεσης

1.   Οι ενισχύσεις ad hoc, οι οποίες πληρούν όλους τους όρους του παρόντος κανονισμού, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και απαλλάσσονται από την προβλεπόμενη από το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υποχρέωση κοινοποίησης, υπό τον όρο ότι έχουν υποβληθεί οι συνοπτικές πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 και ότι η ενίσχυση περιλαμβάνει ρητή παραπομπή στον παρόντα κανονισμό, αναφέροντας τον τίτλο του και τα στοιχεία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Τα καθεστώτα ενίσχυσης που πληρούν όλους τους όρους του παρόντος κανονισμού, είναι συμβατά με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρούνται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί οι συνοπτικές πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1, ότι κάθε μεμονωμένη ενίσχυση που ενδέχεται να χορηγηθεί βάσει των εν λόγω καθεστώτων πληροί όλους τους όρους του παρόντος κανονισμού και ότι κάθε τέτοιο καθεστώς περιλαμβάνει ρητή παραπομπή στον παρόντα κανονισμό, αναφέροντας τον τίτλο του και τα στοιχεία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Οι μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει καθεστώτος που ορίζεται στην παράγραφο 2 είναι συμβατές με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και απαλλάσσονται από την υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι οι χορηγούμενες άμεσες ενισχύσεις πληρούν όλους τους όρους του παρόντος κανονισμού υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί οι συνοπτικές πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 και ότι η μεμονωμένη ενίσχυση περιλαμβάνει ρητή παραπομπή στον παρόντα κανονισμό, αναφέροντας τον τίτλο του και τα στοιχεία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Πριν από τη χορήγηση οποιασδήποτε ενίσχυσης βάσει του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη επαληθεύουν ότι τα χρηματοδοτούμενα μέτρα και τα αποτελέσματά τους είναι σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

5.   Εξαιρούνται του παρόντος κανονισμού μέτρα ενίσχυσης μόνον εφόσον προβλέπουν ρητά ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου επιχορήγησης οι δικαιούχοι της ενίσχυσης συμμορφώνονται με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής και ότι, εάν κατά την διάρκεια της εν λόγω περιόδου διαπιστωθεί ότι ο δικαιούχος δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες της κοινής αλιευτικής πολιτικής, η επιχορήγηση πρέπει να επιστραφεί κατ’ αναλογία προς τη σοβαρότητα της παράβασης.

Άρθρο 4

Ένταση της ενίσχυσης και επιλέξιμες δαπάνες

1.   Για τον υπολογισμό της έντασης των ενισχύσεων, όλα τα στοιχεία υπολογίζονται πριν από την αφαίρεση φόρων ή άλλων επιβαρύνσεων. Όπου η ενίσχυση καταβάλλεται με μορφή άλλη εκτός της επιχορήγησης, το ποσό της ενίσχυσης είναι το ισοδύναμο επιχορήγησης της ενίσχυσης. Οι ενισχύσεις που καταβάλλονται σε δόσεις ανάγονται στην αξία τους κατά το χρόνο της χορήγησης. Το επιτόκιο που χρησιμοποιείται για την αναγωγή είναι το επιτόκιο αναφοράς που ισχύει κατά το χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης. Στις περιπτώσεις που η ενίσχυση χορηγείται μέσω φοροαπαλλαγών ή μειώσεων μελλοντικών φόρων, υπό τον όρο ότι τηρείται ορισμένη ένταση ενίσχυσης που ορίζεται σε ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης, η αναγωγή της αξίας των τμημάτων της ενίσχυσης γίνεται με βάση τα επιτόκια αναφοράς που ισχύουν κατά το χρόνο υλοποίησης των διαφόρων φορολογικών πλεονεκτημάτων.

2.   Οι επιλέξιμες δαπάνες ικανοποιούν τις απαιτήσεις του άρθρου 55 παράγραφοι 2 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007 και τεκμηριώνονται εγγράφως με σαφή και αναλυτικό τρόπο.

Άρθρο 5

Διαφάνεια των ενισχύσεων

1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει μόνον για τις ενισχύσεις που χαρακτηρίζονται από διαφάνεια. Ειδικότερα, θεωρείται ότι χαρακτηρίζονται από διαφάνεια τα ακόλουθα είδη ενισχύσεων:

α)

οι άμεσες μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις επιτοκίου·

β)

οι ενισχύσεις που συνίστανται σε δάνεια, όταν το ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης υπολογίστηκε βάσει των επιτοκίων αναφοράς που ίσχυαν τη στιγμή της χορήγησης και λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη συνήθους ασφάλειας ή/και ασυνήθιστου κινδύνου σε σχέση με το δάνειο·

γ)

ενισχύσεις που περιλαμβάνονται σε εγγυοδοτικά καθεστώτα:

όταν η μεθοδολογία για τον υπολογισμό του ακαθάριστου ισοδύναμου επιχορήγησης έγινε δεκτή μετά την κοινοποίησή της στην Επιτροπή και η εγκεκριμένη μεθοδολογία αναφέρει ρητά τα είδη εγγυήσεων και το είδος των υποκειμένων πράξεων στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού· ή

το ακαθάριστο ισοδύναμο επιχορήγησης έχει υπολογισθεί με βάση τις προμήθειες ασφαλούς λιμένα που καθορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων·

δ)

οι ενισχύσεις που συνίστανται σε φορολογικά μέτρα, όταν τα μέτρα προβλέπουν ανώτατο όριο με το οποίο διασφαλίζεται ότι δεν γίνεται υπέρβαση του ισχύοντος ορίου.

2.   Τα ακόλουθα είδη ενισχύσεων θεωρείται ότι δεν χαρακτηρίζονται από διαφάνεια:

α)

οι ενισχύσεις που περιλαμβάνονται σε εισφορά κεφαλαίου·

β)

οι ενισχύσεις που περιλαμβάνονται σε μέτρα για κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου.

3.   Οι ενισχύσεις με τη μορφή επιστρέψιμων προκαταβολών θεωρείται ότι χαρακτηρίζονται από διαφάνεια μόνον εφόσον το συνολικό ποσό της επιστρέψιμης προκαταβολής δεν υπερβαίνει τα ισχύοντα ανώτατα όρια βάσει του παρόντος κανονισμού. Εφόσον το ανώτατο όριο εκφράζεται σε ένταση ενίσχυσης, το συνολικό ποσό της επιστρέψιμης προκαταβολής, εκφρασμένο ως ποσοστό του επιλέξιμου κόστους, δεν πρέπει να υπερβαίνει την ισχύουσα ένταση ενίσχυσης.

Άρθρο 6

Σώρευση

1.   Για να καθορισθεί αν τηρούνται τα όρια κοινοποίησης των μεμονωμένων ενισχύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 και οι μέγιστες εντάσεις ενίσχυσης που προβλέπονται στο κεφάλαιο 2, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό των μέτρων δημόσιας στήριξης για την ενισχυόμενη δραστηριότητα ή το ενισχυόμενο έργο, ανεξάρτητα από το αν η στήριξη χρηματοδοτείται από τοπικές, περιφερειακές, εθνικές ή κοινοτικές πηγές.

2.   Οι ενισχύσεις που εξαιρούνται βάσει του παρόντος κανονισμού μπορούν να σωρευθούν με οποιεσδήποτε άλλες ενισχύσεις εξαιρούμενες βάσει του παρόντος κανονισμού εφόσον τα εν λόγω μέτρα ενίσχυσης αφορούν διαφορετικές προσδιορίσιμες επιλέξιμες δαπάνες.

3.   Οι ενισχύσεις που εξαιρούνται βάσει του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να σωρευθούν με καμία άλλη ενίσχυση η οποία εξαιρείται βάσει του παρόντος κανονισμού ή ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που πληρούν τις προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 875/2006 της Επιτροπής (16), ούτε με άλλη κοινοτική χρηματοδότηση που αφορά τις ίδιες επιλέξιμες δαπάνες –που αλληλεπικαλύπτονται πλήρως ή εν μέρει– αν η σώρευση αυτή οδηγεί σε ένταση ενίσχυσης ή ποσό ενίσχυσης που υπερβαίνει το ανώτατο όριο το οποίο ισχύει για τις ενισχύσεις αυτές βάσει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 7

Χαρακτήρας κινήτρου

1.   Ο παρών κανονισμός εξαιρεί μόνο τις ενισχύσεις που έχουν χαρακτήρα κινήτρου.

2.   Οι ενισχύσεις θεωρείται ότι έχουν χαρακτήρα κινήτρου εφόσον επιτρέπουν στον δικαιούχο να πραγματοποιεί δραστηριότητες ή σχέδια που δεν θα είχε πραγματοποιήσει χωρίς τις ενισχύσεις αυτές.

Ο όρος αυτός θεωρείται ότι πληρούται εάν πριν από την έναρξη του έργου ή της δραστηριότητας ο δικαιούχος έχει υποβάλλει αίτηση στο οικείο κράτος μέλος για την χορήγηση της ενίσχυσης.

3.   Ο όρος που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 2 δεν ισχύει για φορολογικά μέτρα τα οποία θεσπίζουν νομικό δικαίωμα για ενισχύσεις βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και χωρίς περαιτέρω άσκηση διακριτικής ευχέρειας από την πλευρά του κράτους μέλους, αν τα εν λόγω φορολογικά μέτρα εγκρίθηκαν προτού αρχίσουν οι εργασίες για το ενισχυόμενο έργο ή δραστηριότητα.

4.   Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 έως 3, το μέτρο, στο σύνολό του, δεν μπορεί να απαλλαγεί βάσει του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

Άρθρο 8

Ενίσχυση για οριστική παύση των αλιευτικών δραστηριοτήτων

Η ενίσχυση για την οριστική παύση των αλιευτικών δραστηριοτήτων των αλιευτικών σκαφών είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 9

Ενισχύσεις για την προσωρινή παύση αλιευτικών δραστηριοτήτων

Η ενίσχυση για την προσωρινή παύση των αλιευτικών δραστηριοτήτων αλιέων και ιδιοκτητών αλιευτικών σκαφών είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 10

Ενίσχυση για κοινωνικοοικονομικά αντισταθμιστικά μέτρα στο πλαίσιο της διαχείρισης του στόλου

Η ενίσχυση για τη χρηματοδότηση των κοινωνικοοικονομικών μέτρων είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους του άρθρου 26 παράγραφος 3 και του άρθρου 27 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 11

Ενίσχυση για παραγωγικές επενδύσεις στην υδατοκαλλιέργεια

Η ενίσχυση για παραγωγικές επενδύσεις στην υδατοκαλλιέργεια είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 28 και 29 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και των άρθρων 9 και 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 12

Ενίσχυση για υδατο-περιβαλλοντικά μέτρα

Η ενίσχυση με τη μορφή αποζημίωσης για τη χρήση παραγωγικών μεθόδων υδατοκαλλιέργειας που συμβάλλουν στην προστασία και στη βελτίωση του περιβάλλοντος καθώς και στη διατήρηση της φύσης, είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 28 και 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 13

Ενίσχυση για μέτρα που αφορούν τη δημόσια υγεία

Η ενίσχυση με τη μορφή αποζημίωσης σε οστρακοκαλλιεργητές για την προσωρινή αναστολή της συλλογής εκτρεφόμενων μαλακίων είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 28 και 31 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 14

Ενίσχυση για μέτρα που αφορούν την υγεία των ζώων

Η ενίσχυση για μέτρα υπέρ της υγείας των ζώων είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 28 και 32 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 12 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 15

Ενίσχυση της αλιείας σε εσωτερικά ύδατα

Η ενίσχυση υπέρ της αλιείας σε εσωτερικά ύδατα είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους του άρθρου 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 16

Ενίσχυση της μεταποίησης και εμπορίας

Η ενίσχυση υπέρ της μεταποίησης και εμπορίας προϊόντων αλιείας είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 34 και 35 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 17

Ενίσχυση συλλογικών δράσεων

Η ενίσχυση για μέτρα κοινού ενδιαφέροντος τα οποία υλοποιούνται με την ενεργό συμμετοχή των ίδιων των επιχειρήσεων ή οργανώσεων που ενεργούν εξ ονόματος των παραγωγών ή άλλων οργανώσεων αναγνωρισμένων από τα κράτη μέλη, είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 36 και 37 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 18

Ενίσχυση για μέτρα με στόχο την προστασία και την ανάπτυξη της υδρόβιας πανίδας και χλωρίδας

Η ενίσχυση για μέτρα κοινού ενδιαφέροντος για την προστασία και την ανάπτυξη της υδρόβιας πανίδας και χλωρίδας που συμβάλλει ταυτόχρονα στη βελτίωση του υδάτινου περιβάλλοντος είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 36 και 38 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 19

Ενίσχυση για επενδύσεις σε αλιευτικούς λιμένες, τόπους εκφόρτωσης και αλιευτικά καταφύγια

Η ενίσχυση για επενδύσεις σε δημόσιους ή ιδιωτικούς αλιευτικούς λιμένες, τόπους εκφόρτωσης και αλιευτικά καταφύγια είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 36 και 39 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 20

Ενίσχυση για την ανάπτυξη νέων αγορών και εκστρατειών προώθησης

Η ενίσχυση για μέτρα κοινού ενδιαφέροντος που έχουν ως στόχο την εφαρμογή πολιτικής για την αύξηση της ποιότητας και της αξίας των προϊόντων, την ανάπτυξη νέων αγορών και εκστρατειών προώθησης για τα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 36 και 40 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 21

Ενίσχυση για πιλοτικά έργα

Η ενίσχυση για πιλοτικά έργα είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 36 και 41 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 22

Ενίσχυση για την τροποποίηση αλιευτικών σκαφών για άλλες δραστηριότητες

Η ενίσχυση για την τροποποίηση αλιευτικών σκαφών για άλλες δραστηριότητες, υπό τη σημαία κράτους μέλους και νηολογημένων στην Κοινότητα, για εκπαιδευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς εντός του τομέα της αλιείας ή για άλλες δραστηριότητες εκτός της αλιείας, είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους των άρθρων 36 και 42 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006 και του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 498/2007, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 23

Ενίσχυση για τεχνική βοήθεια

Η ενίσχυση για την παροχή τεχνικής βοήθειας είναι συμβατή με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρείται της υποχρέωσης κοινοποίησης βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η ενίσχυση πληροί τους όρους του άρθρου 46 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006, και

β)

το ύψος της ενίσχυσης, εκφρασμένο σε ισοδύναμο επιδότησης, δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσοστό των δημόσιων συνεισφορών που καθορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1198/2006.

Άρθρο 24

Φορολογικές απαλλαγές σύμφωνα με την οδηγία 2003/96/ΕΚ

1.   Οι φορολογικές απαλλαγές που εφαρμόζονται σε ολόκληρο τον κλάδο της αλιείας, τις οποίες θεσπίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ, στο βαθμό που συνιστούν κρατική ενίσχυση, είναι συμβατές με την κοινή αγορά και εξαιρούνται από την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

2.   Οι περιβαλλοντικές ενισχύσεις με τη μορφή φορολογικών απαλλαγών ή μειώσεων που εφαρμόζονται σε ολόκληρο τον κλάδο της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας εσωτερικών υδάτων, τις οποίες θεσπίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ, είναι συμβατές με την κοινή αγορά και εξαιρούνται από την υποχρέωση κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υπό την προϋπόθεση ότι δεν χορηγούνται για περιόδους που υπερβαίνουν τα δέκα έτη. Μετά το πέρας της δεκαετούς περιόδου, τα κράτη μέλη επανεκτιμούν την καταλληλότητα των σχετικών μέτρων ενίσχυσης.

Ο δικαιούχος της φορολογικής μείωσης καταβάλλει τουλάχιστον το ελάχιστο κοινοτικό φορολογικό επίπεδο που προβλέπεται στην εν λόγω οδηγία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΚΟΙΝΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 25

Διαφάνεια και παρακολούθηση

1.   Κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος καθεστώτος ενίσχυσης ή χορήγησης ενίσχυσης ad hoc, που εξαιρέθηκαν δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το κράτος μέλος διαβιβάζει στην Επιτροπή συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω μέτρα ενισχύσεων. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται σε ηλεκτρονική μορφή μέσω της καθιερωμένης πληροφοριακής εφαρμογής της Επιτροπής υπό τη μορφή που καθορίζεται στο παράρτημα Ι.

Η Επιτροπή γνωστοποιεί αμελλητί την παραλαβή των εν λόγω συνοπτικών πληροφοριών.

Οι συνοπτικές πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη δυνάμει της παραγράφου 1 δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις ιστοσελίδες της Επιτροπής.

2.   Κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος καθεστώτος ενίσχυσης ή χορήγησης ενίσχυσης ad hoc, που εξαιρέθηκαν δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το οικείο κράτος μέλος δημοσιεύει στο διαδίκτυο το πλήρες κείμενο του σχετικού μέτρου ενίσχυσης, αναφέροντας τα κριτήρια και τους όρους χορήγησης της ενίσχυσης καθώς και τα στοιχεία της χορηγούσας αρχής. Το οικείο κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι το πλήρες κείμενο του μέτρου ενίσχυσης παραμένει προσβάσιμο στο διαδίκτυο καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος του εν λόγω μέτρου ενίσχυσης. Στις συνοπτικές πληροφορίες που παρέχει το οικείο κράτος μέλος δυνάμει της παραγράφου 1 προσδιορίζεται η διαδικτυακή διεύθυνση απευθείας πρόσβασης στο πλήρες κείμενο του μέτρου ενίσχυσης. Η εν λόγω διαδικτυακή διεύθυνση περιλαμβάνεται επίσης στην ετήσια έκθεση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 4.

3.   Κατά τη χορήγηση μεμονωμένων ενισχύσεων που έχουν απαλλαχθεί βάσει του παρόντος κανονισμού, εξαιρουμένων των ενισχύσεων υπό τη μορφή φορολογικών μέτρων, η πράξη χορήγησης της ενίσχυσης περιέχει ρητή αναφορά στις ιδιαίτερες διατάξεις του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εν λόγω πράξη, στην εθνική νομοθεσία που διασφαλίζει την τήρηση των σχετικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού και στην διαδικτυακή διεύθυνση που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

4.   Σύμφωνα με το κεφάλαιο III του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (17), τα κράτη μέλη καταρτίζουν έκθεση σε ηλεκτρονική μορφή σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού για κάθε πλήρες έτος ή κάθε τμήμα του έτους για το οποίο ισχύει ο παρών κανονισμός.

5.   Τα κράτη μέλη διατηρούν λεπτομερή αρχεία για τις ενισχύσεις ad hoc ή τις μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγούνται δυνάμει καθεστώτων ενίσχυσης που απαλλάσσονται βάσει του παρόντος κανονισμού. Τα αρχεία αυτά περιέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να καθορισθεί ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένων πληροφοριών για τον χαρακτηρισμό των επιχειρήσεων των οποίων το δικαίωμα σε ενίσχυση ή επιχορήγηση εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό τους ως ΜΜΕ, πληροφοριών για το χαρακτήρα κινήτρου των ενισχύσεων και πληροφοριών που επιτρέπουν να καθοριστεί το ακριβές ποσό των επιλέξιμων δαπανών ώστε να εφαρμοστεί ο παρών κανονισμός.

6.   Τα αρχεία που αφορούν μεμονωμένες ενισχύσεις διατηρούνται επί δέκα έτη από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση. Τα αρχεία που αφορούν καθεστώς ενισχύσεων διατηρούνται επί δέκα έτη από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε η τελευταία ενίσχυση δυνάμει του εν λόγω καθεστώτος.

7.   Η Επιτροπή ελέγχει τακτικά τα μέτρα ενίσχυσης των οποίων λαμβάνει γνώση σύμφωνα με την παράγραφο 1.

8.   Κατόπιν γραπτού αιτήματος της Επιτροπής, τα κράτη μέλη της υποβάλλουν, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο αίτημα, όλες τις πληροφορίες που κρίνονται απαραίτητες για τον έλεγχο της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν υποβληθούν εντός της προθεσμίας αυτής ή μιας από κοινού καθορισθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή αποστέλλει υπενθύμιση στην οποία καθορίζει νέα προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών. Εάν, παρά την υπενθύμιση αυτή, το οικείο κράτος μέλος δεν υποβάλει τις αιτηθείσες πληροφορίες, η Επιτροπή δύναται, αφού δώσει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τη δυνατότητα να παρουσιάσει τις απόψεις του, να εκδώσει απόφαση με την οποία θα ορίζεται ότι όλα τα μελλοντικά μέτρα ενίσχυσης που θα εγκριθούν βάσει του καθεστώτος πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

Άρθρο 26

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Κοινοποιήσεις που εκκρεμούν κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του παρόντος κανονισμού αξιολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του. Εφόσον δεν πληρούνται οι όροι του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή εξετάζει τις εν λόγω εκκρεμούσες κοινοποιήσεις βάσει των κατευθυντήριων γραμμών της Κοινότητας για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της αλιείας.

Οι ενισχύσεις οι οποίες κοινοποιήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού και οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή χωρίς έγκριση της Επιτροπής και κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης υποχρέωσης κοινοποίησης, θεωρούνται συμβατές με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και εξαιρούνται εφόσον πληρούν τους όρους του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού, εκτός από την απαίτηση για αναφορά του παρόντος κανονισμού και του αριθμού ταυτοποίησης της Επιτροπής. Οι ενισχύσεις που δεν πληρούν τους όρους αυτούς αξιολογούνται από την Επιτροπή σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, κατευθυντήριες γραμμές, ανακοινώσεις και δηλώσεις.

2.   Η εξαίρεση των καθεστώτων ενισχύσεων βάσει του παρόντος κανονισμού παραμένει σε ισχύ για μια περίοδο προσαρμογής έξι μηνών από την ημερομηνία που προβλέπεται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 27.

Άρθρο 27

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 22 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Joe BORG

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 248 της 23.10.2007, σ. 13.

(3)  ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1976/2006 (ΕΕ L 368 της 23.12.2006, σ. 85).

(4)  ΕΕ L 17 της 21.1.2000, σ. 22. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1759/2006 (ΕΕ L 335 της 1.12.2006, σ. 3).

(5)  ΕΕ C 229 της 14.9.2004, σ. 5.

(6)  ΕΕ L 223 της 15.8.2006, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 120 της 10.5.2007, σ. 1.

(8)  ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6.

(9)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

(10)  ΕΕ C 14 της 19.1.2008, σ. 6.

(11)  ΕΕ C 155 της 20.6.2008, σ. 10.

(12)  ΕΕ L 283 της 31.10.2003, σ. 51. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2004/75/ΕΚ (ΕΕ L 157 της 30.4.2004, σ. 100).

(13)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1791/2006 (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σ. 1).

(14)  ΕΕ L 291 της 14.9.2004, σ. 3.

(15)  ΕΕ L … της … 2008, σ. …

(16)  ΕΕ L 193 της 25.7.2007, σ. 6.

(17)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Υπόδειγμα συνοπτικών πληροφοριών που υποβάλλονται στην περίπτωση εφαρμογής καθεστώτος ενίσχυσης που απαλλάσσεται βάσει του παρόντος κανονισμού καθώς και στην περίπτωση ενίσχυσης ad hoc που απαλλάσσεται βάσει του παρόντος κανονισμού η οποία χορηγείται εκτός οποιουδήποτε καθεστώτος ενίσχυσης

1.

Κράτος μέλος

2.

Περιφέρεια/Αρχή που χορηγεί την ενίσχυση

3.

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης/Επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει ενίσχυση ad hoc

4.

Νομική βάση

5.

Ετήσιες προγραμματισμένες δαπάνες στα πλαίσια του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της ενίσχυσης ad hoc

6.

Ανώτατη ένταση της ενίσχυσης

7.

Ημερομηνία έναρξης ισχύος

8.

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης (το αργότερο έως τις 30.6.2014)· να αναφερθεί:

για το καθεστώς: η ημερομηνία έως την οποία μπορεί να χορηγείται η ενίσχυση

για ενίσχυση ad hoc: η αναμενόμενη ημερομηνία καταβολής της τελευταίας πληρωτέας δόσης

9.

Στόχος της ενίσχυσης

10.

Να αναφερθεί ποιο/α από τα άρθρα 8 έως 24 εφαρμόζεται

11.

Δραστηριότητα

12.

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής

13.

Διεύθυνση διαδικτύου όπου παρατίθεται το πλήρες κείμενο του καθεστώτος ενίσχυσης ή των κριτηρίων και των όρων χορήγησης ενίσχυσης ad hoc που δεν εντάσσεται σε καθεστώς ενίσχυσης

14.

Αιτιολογία: Αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκε καθεστώς κρατικής ενίσχυσης και όχι ενίσχυση στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Περιεχόμενα περιοδικής έκθεσης προς κατάρτιση και κοινοποίηση στην Επιτροπή

Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων στην Επιτροπή στα πλαίσια κανονισμών για την εφαρμογή εξαιρέσεων κατά κατηγορίες, οι οποίοι εκδόθηκαν βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου, τα κράτη μέλη υποβάλλουν τις κατωτέρω πληροφορίες σχετικά με όλα τα μέτρα ενίσχυσης που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, σε ηλεκτρονική μορφή, βάσει του μορφότυπου που κοινοποιεί η Επιτροπή στα κράτη μέλη.

1.

Κράτος μέλος

2.

Τίτλος

3.

Αριθμός ενίσχυσης

4.

Έτος λήξης ισχύος

5.

Στόχος της ενίσχυσης

6.

Αριθμός δικαιούχων

7.

Κατηγορία ενίσχυσης (π.χ. άμεση μη επιστρεπτέα επιδότηση, δάνεια με μειωμένο επιτόκιο, κ.λπ.)

8.

Συνολική ετήσια δαπάνη

9.

Παρατηρήσεις


30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/29


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 737/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Ιουλίου 2008

για τον ορισμό των κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς όσον αφορά τις νόσους καρκινοειδών, τη λύσσα και τη φυματίωση των βοοειδών, για τον καθορισμό επιπλέον αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς όσον αφορά τη λύσσα και τη φυματίωση των βοοειδών και για την τροποποίηση του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (1), και ιδίως το άρθρο 32 παράγραφοι 5 και 6,

την οδηγία 2006/88/ΕΚ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τις απαιτήσεις υγειονομικού ελέγχου για τα ζώα υδατοκαλλιέργειας και τα προϊόντα τους και σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση ορισμένων ασθενειών των υδρόβιων ζώων (2), και ιδίως το άρθρο 55 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 καθορίζει τα γενικά καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τις απαιτήσεις των κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές, καθώς και για την υγεία των ζώων. Τα κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς για την υγεία των ζώων και για τα ζωντανά ζώα παρατίθενται στο μέρος II του παραρτήματος VII του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η οδηγία 2006/88/ΕΚ θεσπίζει, αφενός, τις απαιτήσεις για την υγεία των ζώων όσον αφορά τη διάθεση στην αγορά, καθώς και την εισαγωγή και διαμετακόμιση μέσω της Κοινότητας ζώων υδατοκαλλιέργειας και των προϊόντων τους και, αφετέρου, ορισμένα ελάχιστα προληπτικά μέτρα και μέτρα καταπολέμησης ορισμένων νόσων που προσβάλλουν αυτά τα ζώα. Σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, τα κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς για τις νόσους που προσβάλλουν τα υδρόβια ζώα πρέπει να συμμορφώνονται με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που προβλέπονται στο μέρος I του παραρτήματος VI της εν λόγω οδηγίας.

(3)

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής κρίθηκε σκόπιμο να οριστεί το Centre for Environment, Fisheries & Aquaculture Science (Cefas), Weymouth Laboratory, Ηνωμένο Βασίλειο, ως το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τις νόσους των καρκινοειδών.

(4)

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής κρίθηκε σκόπιμο να οριστεί το Laboratoire d’études sur la rage et la pathologie des animaux sauvages της Agence française de sécurité sanitaire des aliments (AFSSA), Nancy, Γαλλία, ως το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τη λύσσα.

(5)

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής κρίθηκε σκόπιμο να οριστεί το Laboratorio de Vigilancia Veterinaria (Visavet) της Facultad de Veterinaria, Universidad Complutense de Madrid, Μαδρίτη, Ισπανία, ως το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τη φυματίωση των βοοειδών.

(6)

Τα κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς για τις νόσους των καρκινοειδών, τη λύσσα και τη φυματίωση των βοοειδών ορίζονται για αρχική περίοδο πέντε ετών από την 1η Ιουλίου 2008, ώστε να καταστεί εφικτή η εκτίμηση των επιδόσεων και της συμμόρφωσής τους.

(7)

Εκτός από τις γενικές αρμοδιότητες και καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004, ορισμένες ειδικές αρμοδιότητες και καθήκοντα που συνδέονται με τα χαρακτηριστικά των παραγόντων που προκαλούν τη νόσο πρέπει να εκτελούνται σε κοινοτικό επίπεδο ώστε να εξασφαλίζεται ο μεγαλύτερος συντονισμός. Ως εκ τούτου, αυτές οι επιπλέον ειδικές αρμοδιότητες και καθήκοντα πρέπει να προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τα κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς για τη λύσσα και τη φυματίωση των βοοειδών.

(8)

Ως εκ τούτου, το μέρος II του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα.

(9)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το Centre for Environment, Fisheries & Aquaculture Science (Cefas), Weymouth Laboratory, Ηνωμένο Βασίλειο, ορίζεται ως το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τις νόσους των καρκινοειδών από την 1η Ιουλίου 2008 έως τις 30 Ιουνίου 2013.

Άρθρο 2

Το Laboratoire d’études sur la rage et la pathologie des animaux sauvages της Agence française de sécurité sanitaire des aliments (AFSSA), Nancy, Γαλλία, ορίζεται ως το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τη λύσσα από την 1η Ιουλίου 2008 έως τις 30 Ιουνίου 2013.

Ορισμένες αρμοδιότητες και καθήκοντα του εν λόγω εργαστηρίου ορίζονται στο παράρτημα I.

Άρθρο 3

Το Laboratorio de Vigilancia Veterinaria (Visavet), Facultad de Veterinaria, Universidad Complutense de Madrid, Μαδρίτη, Ισπανία, ορίζεται ως το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τη φυματίωση των βοοειδών από την 1η Ιουλίου 2008 έως τις 30 Ιουνίου 2013.

Ορισμένες αρμοδιότητες και καθήκοντα του εν λόγω εργαστηρίου ορίζονται στο παράρτημα II.

Άρθρο 4

Στο μέρος II του παραρτήματος VII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 προστίθενται τα ακόλουθα σημεία 15, 16 και 17:

«15.

Κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τις νόσους των καρκινοειδών

Centre for Environment, Fisheries & Aquaculture Science (Cefas)

Weymouth Laboratory

The Nothe

Barrack Road

Weymouth

Dorset DT4 8UB

Ηνωμένο Βασίλειο

16.

Κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τη λύσσα

AFSSA — Laboratoire d’études sur la rage et la pathologie des animaux sauvages, Nancy, France

54220 Malzéville

Γαλλία

17.

Κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τη φυματίωση των βοοειδών

VISAVET — Laboratorio de vigilancia veterinaria, Facultad de Veterinaria, Universidad Complutense de Madrid

Avda. Puerta de Hierro, s/n. Ciudad Universitaria

Ε-28040 Madrid

Ισπανία»

Άρθρο 5

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Ανδρούλλα ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1· διορθώθηκε στην ΕΕ L 191 της 28.5.2004, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 301/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ L 97 της 9.4.2008, σ. 85).

(2)  ΕΕ L 328 της 24.11.2006, σ. 14. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/53/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 117 της 1.5.2008, σ. 27).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΥΣΣΑ

Εκτός από τις γενικές αρμοδιότητες και καθήκοντα των κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς στον τομέα της υγείας των ζώων σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004, το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τη λύσσα αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που ορίζονται στα σημεία 1 έως 5.

1.

Συντονίζει, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή, τις μεθόδους που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη για τη διάγνωση της λύσσας, ιδίως με:

α)

την οροθέτηση, την αποθήκευση και την προμήθεια στελεχών του ιού της λύσσας·

β)

την παρασκευή, τον έλεγχο και την προμήθεια διεθνών ορών αναφοράς και άλλων αντιδραστηρίων αναφοράς στα εθνικά εργαστήρια αναφοράς, ώστε να τυποποιούνται οι δοκιμές και τα αντιδραστήρια που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη·

γ)

την επικύρωση αντιδραστηρίων αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων αντιγόνων και διεθνών ορών αναφοράς που υποβάλλονται από τα εθνικά εργαστήρια αναφοράς·

δ)

τη δημιουργία και τη διατήρηση τράπεζας ορού και συλλογής ιών της λύσσας, και τη διατήρηση βάσης δεδομένων στελεχών που έχουν απομονωθεί σε όλη την Κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης της οροθέτησης·

ε)

τη διενέργεια περιοδικών συγκριτικών δοκιμών όσον αφορά τις διαγνωστικές μεθόδους σε κοινοτικό επίπεδο και τη διενέργεια δοκιμών για την επάρκεια των εθνικών εργαστηρίων αναφοράς·

στ)

τη συλλογή και την αντιπαραβολή στοιχείων και πληροφοριών σχετικά με τις χρησιμοποιούμενες διαγνωστικές μεθόδους και τα αποτελέσματα των δοκιμών που διενεργούνται στην Κοινότητα·

ζ)

το χαρακτηρισμό του ιού της λύσσας με τις πλέον επικαιροποιημένες μεθόδους που υπάρχουν, ώστε να κατανοηθεί η επιδημιολογία αυτής της νόσου·

η)

την παρακολούθηση των εξελίξεων όσον αφορά την επιτήρηση, την επιδημιολογία και την πρόληψη της λύσσας σε ολόκληρο τον κόσμο·

θ)

την απόκτηση εμπεριστατωμένων γνώσεων σχετικά με την παρασκευή και τη χρήση των προϊόντων ζωοανοσολογίας που χρησιμοποιούνται για την εκρίζωση και την καταπολέμηση της λύσσας, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης εμβολίων.

2.

Καθιστά ευχερέστερη την εναρμόνιση των τεχνικών σε ολόκληρη την Κοινότητα, ιδίως με τον καθορισμό τυποποιημένων μεθοδολογιών για τις δοκιμές.

3.

Διοργανώνει εργαστήρια προς όφελος των εθνικών εργαστηρίων αναφοράς όπως συμφωνήθηκε στο πρόγραμμα εργασίας και στον ετήσιο προϋπολογισμό που αναφέρονται στα άρθρα 2 έως 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 156/2004 της Επιτροπής (1), συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών και, κατά περίπτωση, τρίτων χωρών, σε νέες μεθοδολογίες ανάλυσης.

4.

Παρέχει τεχνική υποστήριξη στην Επιτροπή και, κατόπιν αιτήματός της, συμμετέχει σε διεθνείς διασκέψεις για τη λύσσα, οι οποίες αφορούν ειδικότερα την τυποποίηση των αναλυτικών διαγνωστικών μεθόδων και την εφαρμογή τους.

5.

Πραγματοποιεί ερευνητικές δραστηριότητες και, όταν είναι εφικτό, συντονίζει ερευνητικές δραστηριότητες που στρέφονται προς την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση και εκρίζωση της λύσσας, ιδίως με:

α)

τη διενέργεια ελέγχων για την επικύρωση των δοκιμών ή τη συνεργασία με εθνικά εργαστήρια αναφοράς για τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων·

β)

την παροχή επιστημονικών συμβουλών στην Επιτροπή και τη συλλογή πληροφοριών και εκθέσεων που σχετίζονται με τις δραστηριότητες του κοινοτικού εργαστηρίου αναφοράς.


(1)  ΕΕ L 27 της 30.1.2004, σ. 5.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΒΟΟΕΙΔΩΝ

Εκτός από τις γενικές αρμοδιότητες και καθήκοντα των κοινοτικών εργαστηρίων αναφοράς στον τομέα της υγείας των ζώων σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004, το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τη φυματίωση των βοοειδών αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που ορίζονται στα σημεία 1 έως 5.

1.

Συντονίζει, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή, τις μεθόδους που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη για τη διάγνωση της φυματίωσης των βοοειδών, ιδίως με:

α)

την οροθέτηση, την αποθήκευση και την προμήθεια στελεχών του Mycobacterium sp. που προκαλεί φυματίωση στα ζώα·

β)

την παρασκευή, τον έλεγχο και την προμήθεια αντιδραστηρίων αναφοράς στα εθνικά εργαστήρια αναφοράς, ώστε να τυποποιούνται οι δοκιμές και τα αντιδραστήρια που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη·

γ)

την επικύρωση αντιδραστηρίων αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων αντιγόνων και φυματινών που υποβάλλονται από τα εθνικά εργαστήρια αναφοράς για τη φυματίωση των βοοειδών·

δ)

τη δημιουργία και τη διατήρηση συλλογής Mycobacterium sp. που προκαλεί φυματίωση στα ζώα, και τη διατήρηση βάσης δεδομένων στελεχών που έχουν απομονωθεί σε όλη την Κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης της οροθέτησης·

ε)

τη διενέργεια περιοδικών συγκριτικών δοκιμών όσον αφορά τις διαγνωστικές μεθόδους σε κοινοτικό επίπεδο και τη διενέργεια δοκιμών για την επάρκεια των εθνικών εργαστηρίων αναφοράς·

στ)

τη συλλογή και την αντιπαραβολή στοιχείων και πληροφοριών σχετικά με τις χρησιμοποιούμενες διαγνωστικές μεθόδους και τα αποτελέσματα των δοκιμών που διενεργούνται στην Κοινότητα·

ζ)

το χαρακτηρισμό, με τις πλέον επικαιροποιημένες μεθόδους που υπάρχουν, του Mycobacterium sp. που προκαλεί φυματίωση στα ζώα, ώστε να κατανοηθεί η επιδημιολογία αυτής της νόσου·

η)

την παρακολούθηση των εξελίξεων όσον αφορά την επιτήρηση, την επιδημιολογία και την πρόληψη της φυματίωσης των βοοειδών σε ολόκληρο τον κόσμο·

θ)

την απόκτηση εμπεριστατωμένων γνώσεων σχετικά με την παρασκευή και τη χρήση των προϊόντων ζωοανοσολογίας που χρησιμοποιούνται για την εκρίζωση και την καταπολέμηση της φυματίωσης των βοοειδών, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης εμβολίων.

2.

Καθιστά ευχερέστερη την εναρμόνιση των τεχνικών σε ολόκληρη την Κοινότητα, ιδίως με τον καθορισμό τυποποιημένων μεθοδολογιών για τις δοκιμές.

3.

Διοργανώνει εργαστήρια προς όφελος των εθνικών εργαστηρίων αναφοράς όπως συμφωνήθηκε στο πρόγραμμα εργασίας και στον ετήσιο προϋπολογισμό που αναφέρονται στα άρθρα 2 έως 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 156/2004, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών και, κατά περίπτωση, τρίτων χωρών, σε νέες μεθοδολογίες ανάλυσης.

4.

Παρέχει τεχνική υποστήριξη στην Επιτροπή και, κατόπιν αιτήματός της, συμμετέχει σε διεθνείς διασκέψεις για τη διάγνωση της φυματίωσης των βοοειδών, οι οποίες αφορούν ειδικότερα την τυποποίηση των αναλυτικών διαγνωστικών μεθόδων και την εφαρμογή τους.

5.

Πραγματοποιεί ερευνητικές δραστηριότητες και, όταν είναι εφικτό, συντονίζει ερευνητικές δραστηριότητες που στρέφονται προς την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση και εκρίζωση της φυματίωσης των βοοειδών, ιδίως με:

α)

τη διενέργεια ελέγχων για την επικύρωση των δοκιμών ή τη συνεργασία με εθνικά εργαστήρια αναφοράς για τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων·

β)

την παροχή επιστημονικών συμβουλών στην Επιτροπή και τη συλλογή πληροφοριών και εκθέσεων που σχετίζονται με τις δραστηριότητες του κοινοτικού εργαστηρίου αναφοράς.


30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/33


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 738/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Ιουλίου 2008

περί τροποποιήσεως, για δωδέκατη φορά, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1763/2004 για την επιβολή ορισμένων περιοριστικών μέτρων προς υποστήριξη της αποτελεσματικής εφαρμογής της εντολής του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΙCTY)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1763/2004 του Συμβουλίου, της 11ης Οκτωβρίου 2004, για την επιβολή ορισμένων περιοριστικών μέτρων προς υποστήριξη της αποτελεσματικής εφαρμογής της εντολής του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ΙCTY) (1), και ιδίως το άρθρο 10 στοιχείο α),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1763/2004 απαριθμεί τα πρόσωπα που αφορά η βάσει του εν λόγω κανονισμού δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων.

(2)

Η Επιτροπή διαθέτει την εξουσία να τροποποιεί το παράρτημα του εν λόγω κανονισμού, σε συνάρτηση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου για την εφαρμογή της κοινής θέσης 2004/694/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 11ης Οκτωβρίου 2004, για περαιτέρω μέτρα προς υποστήριξη της αποτελεσματικής εφαρμογής της εντολής του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) (2). Η απόφαση 2008/613/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου (3), της 24ης Ιουλίου 2008, θέτει σε εφαρμογή την εν λόγω κοινή θέση. Επομένως, το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1763/2004 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1763/2004 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Eneko LANDÁBURU

Γενικός Διευθυντής Εξωτερικών Σχέσεων


(1)  ΕΕ L 315 της 14.10.2004, σ. 14. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 789/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 175 της 5.7.2007, σ. 27).

(2)  ΕΕ L 315 της 14.10.2004, σ. 52. Κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την κοινή θέση 2007/635/ΔΕΥ (ΕΕ L 256 της 2.10.2007, σ. 30).

(3)  ΕΕ L 197 της 25.7.2008, σ. 63.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Το ακόλουθο πρόσωπο διαγράφεται από το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1763/2004:

«Zupljanin, Stojan. Ημερομηνία γέννησης: 22.9.1951. Τόπος γέννησης: Kotor Varos, Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ιθαγένεια: Βοσνία-Ερζεγοβίνη.».


30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/34


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 739/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 28ης Ιουλίου 2008

περί θέσπισης απαγόρευσης της αλιείας του είδους λυθρίνι πελαγίσιο στις ζώνες ICES VI, VII και VIII (κοινοτικά ύδατα και ύδατα που δεν υπάγονται στην κυριαρχία ή στη δικαιοδοσία τρίτων χωρών) από σκάφη που φέρουν σημαία κράτους μέλους πλην Ισπανίας, Γαλλίας, Ιρλανδίας και Ηνωμένου Βασιλείου

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής (1), και ιδίως το άρθρο 26 παράγραφος 4,

τον κανονισμό αριθ. 2847/93 (ΕΟΚ) του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (2), και ιδίως το άρθρο 21 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2015/2006 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τον καθορισμό για το 2007 και το 2008 των αλιευτικών δυνατοτήτων για τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη και για ορισμένα αποθέματα ιχθύων βαθέων υδάτων (3), καθορίζει ποσοστώσεις για το 2007 και το 2008.

(2)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή, τα αλιεύματα του αποθέματος το οποίο αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, από σκάφη τα οποία φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στα κράτη μέλη που αναφέρονται σε αυτό, έχουν εξαντλήσει την ποσόστωση που έχει κατανεμηθεί για το 2008.

(3)

Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η απαγόρευση της αλιείας του εν λόγω αποθέματος, καθώς και η διατήρησή του επί του σκάφους, η μεταφόρτωση και η εκφόρτωσή του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εξάντληση ποσόστωσης

Η αλιευτική ποσόστωση που κατανεμήθηκε στα κράτη μέλη, τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού, σχετικά με το απόθεμα που αναφέρεται σε αυτό για το 2008 θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί.

Άρθρο 2

Απαγορεύσεις

Η αλιεία του αποθέματος που αναφέρεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού από σκάφη που φέρουν τη σημαία ή είναι νηολογημένα στο κράτος μέλος το οποίο αναφέρεται σε αυτό απαγορεύεται. Απαγορεύεται επίσης η διατήρηση επί του σκάφους, η μεταφόρτωση ή η εκφόρτωση του εν λόγω αποθέματος που έχει αλιευθεί από τα σκάφη αυτά.

Άρθρο 3

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Φωκίων ΦΩΤΙΆΔΗΣ

Γενικός Διευθυντής Αλιείας και Ναυτιλιακών Υποθέσεων


(1)  ΕΕ L 358 της 31.12.2002, σ. 59. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 865/2007 (ΕΕ L 192 της 24.7.2007, σ. 1).

(2)  ΕΕ L 261 της 20.10.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1098/2007 (ΕΕ L 248 της 22.9.2007, σ. 1).

(3)  ΕΕ L 384 της 29.12.2006, σ. 28. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 541/2008 της Επιτροπής (ΕΕ L 157 της 17.6.2008, σ. 23).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αριθ.

03/DSS

Κράτος μέλος

ΟΛΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΕΚΤΟΣ από την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο

Απόθεμα

SBR/678-

Είδος

Λυθρίνι πελαγίσιο (Pagellus bogaraveo)

Ζώνη

Κοινοτικά ύδατα και ύδατα που δεν υπάγονται στην κυριαρχία ή στη δικαιοδοσία τρίτων χωρών των ζωνών ICES VI, VII, VIII


30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/36


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 740/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Ιουλίου 2008

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1418/2007 σχετικά με τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά την εξαγωγή αποβλήτων σε ορισμένες τρίτες χώρες

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων (1), και ιδίως το άρθρο 37 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο,

Ύστερα από διαβούλευση με τις ενδιαφερόμενες χώρες,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Πρέπει να εξαλειφθεί κάθε ασάφεια όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 για τις μεταφορές αποβλήτων, για τις οποίες μια χώρα, στην απάντησή της στο αίτημα της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006, ανέφερε ότι δεν θα απαγορεύσει αυτές τις μεταφορές ούτε θα εφαρμόσει σε αυτές τη διαδικασία της προηγούμενης γραπτής κοινοποίησης και συγκατάθεσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 35 του εν λόγω κανονισμού.

(2)

Η Επιτροπή έλαβε απαντήσεις από τη Βοσνία - Ερζεγοβίνη, το Ιράν και το Τόγκο, στα γραπτά της αιτήματα για τη γραπτή επιβεβαίωση ότι απόβλητα που απαριθμούνται στα παραρτήματα ΙΙΙ ή ΙΙΙΑ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 και των οποίων η εξαγωγή δεν απαγορεύεται δυνάμει του άρθρου 36 του εν λόγω κανονισμού, μπορούν να εξαχθούν από την Κοινότητα, προς αξιοποίηση, στις εν λόγω χώρες και για την κοινοποίηση από τις εν λόγω χώρες της διαδικασίας ελέγχου, εφόσον υπάρχει, που θα ακολουθήσουν. Η Επιτροπή έλαβε επίσης περαιτέρω πληροφορίες που αφορούν την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Μαλαισία, τη Μολδαβία (2), τη Ρωσία και την Ουκρανία. Επομένως, το παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1418/2007 της Επιτροπής (3) πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως ώστε να συνεκτιμηθεί το εν λόγω θέμα.

(3)

Από την κυβέρνηση του Λιχτενστάιν επισημάνθηκε ότι το Λιχτενστάιν πρέπει να θεωρείται χώρα για την οποία ισχύει η απόφαση του ΟΟΣΑ. Επομένως, το άρθρο 37 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 δεν ισχύει για την εν λόγω χώρα και το Λιχτενστάιν πρέπει να διαγραφεί από το παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1418/2007.

(4)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1418/2007 πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1418/2007 τροποποιείται ως εξής:

1.

Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 1α:

«Άρθρο 1a

Όταν μια χώρα, στην απάντησή της σε γραπτό αίτημα της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006, αναφέρει ότι, όσον αφορά ορισμένες μεταφορές αποβλήτων, δεν θα τις απαγορεύσει ούτε θα εφαρμόσει σε αυτές τη διαδικασία της προηγούμενης γραπτής κοινοποίησης και συγκατάθεσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 35 του εν λόγω κανονισμού, τότε ισχύει κατ’ αναλογίαν το άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού.».

2.

Το παράρτημα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1418/2007 τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει τη δέκατη τέταρτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 29 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Peter MANDELSON

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 190 της 12.7.2006, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 669/2008 της Επιτροπής (ΕΕ L 188 της 16.7.2008, σ. 7).

(2)  Η συντομευμένη ονομασία «Μολδαβία» υποδηλώνει τη Δημοκρατία της Μολδαβίας.

(3)  ΕΕ L 316 της 4.12.2007, σ. 6.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Σημείωση: Δυνάμει του άρθρου 1 του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 ισχύει για τις στήλες γ) και δ) του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1418/2007.

1.   Στο κείμενο που προηγείται των πληροφοριών για τη χώρα, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο:

«δ)

ακολουθούνται άλλες διαδικασίες στη χώρα προορισμού, βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.».

2.   Μετά την εγγραφή «Βιετνάμ», εισάγεται η ακόλουθη εγγραφή:

«Βοσνία-Ερζεγοβίνη

α)

β)

γ)

δ)

 

 

B3020

 

 

όλα τα άλλα απόβλητα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006»

 

 

3.   Η εγγραφή «Ακτή Ελεφαντοστού», αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Ακτή Ελεφαντοστού (Δημοκρατία της Ακτής Ελεφαντοστού)

α)

β)

γ)

δ)

 

στο B1010:

όλα τα άλλα απόβλητα

 

στο B1010:

Πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, άργυρος, μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου, με εξαίρεση όμως τον υδράργυρο)

B1020 – B2120

 

 

 

 

B2130

 

 

 

 

 

B3010 – B3020

 

στο B3030:

όλα τα άλλα απόβλητα

 

στο B3030:

Απορρίμματα (συμπεριλαμβάνονται γναφαλίδια, απορρίμματα νημάτων και ξεφτίδια):

Μεταχειρισμένα ενδύματα και άλλα μεταχειρισμένα υφασμάτινα είδη

Μεταχειρισμένα ράκη, φθαρμένοι σπάγκοι, σχοινιά διάφορα και καλώδια και μεταχειρισμένα είδη από σπάγκο, σχοινιά και καλώδια

 

B3035 – B3130

 

 

 

 

 

B3140

 

B4010 – B4030

 

 

GB040

7112

2620 30

2620 90

 

 

 

 

GC010

 

 

 

GC020

 

 

GC030

ex 8908 00

 

 

 

GC050

 

 

 

 

GE020

ex 7001

ex 7019 39

 

 

 

GF010

 

 

 

GG030

ex 2621

 

 

 

GG040

ex 2621

 

 

 

GH013

3915 30

ex 3904 10-40

 

 

 

GN010

ex 0502 00

 

 

 

GN020

ex 0503 00

 

 

 

GN030

ex 0505 90»

 

 

4.   Η εγγραφή για το Λιχτενστάιν διαγράφεται.

5.   Μετά την εγγραφή «Ινδονησία», εισάγεται η ακόλουθη εγγραφή:

«Ιράν (Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν)

α)

β)

γ)

δ)

 

B1010 – B1090

 

 

στο B1100:

οι ακόλουθες επιπλέουσες σκωρίες τήγματος που περιέχουν ψευδάργυρο

Σκωρία γαλβανισμού εν θερμώ (ασυνεχής μέθοδος) (> 92 % Zn)

Υπολείμματα από ξάφρισμα αλουμινίου

Προϊόν ξαφρίσματος αργιλίου, εξαιρουμένης της αλατώδους σκωρίας

Απόβλητα δύστηκτων εσωτερικών επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων χωνευτηρίων, που προέρχονται από τη χώνευση χαλκού

Σκωρία από την κατεργασία χαλκού για περαιτέρω επεξεργασία ή καθαρισμό

Σκωρία κασσιτέρου που περιέχει ταντάλιο, με περιεκτικότητα σε κασσίτερο μικρότερη από 0,5 %

στο B1100:

Υπόλειμμα επιψευδαργύρωσης

Οι ακόλουθες επιπλέουσες σκωρίες τήγματος που περιέχουν ψευδάργυρο

Σκωρία επιφάνειας γαλβανισμού (> 90 % Zn)

Σκωρία πυθμένα γαλβανισμού (> 92 % Zn)

Σκωρία ψευδαργύρου από χύτευση υπό πίεση (> 85 % Zn)

 

 

B1115

 

 

 

 

B1120 – B1150

 

 

B1160 – B1210

 

 

 

 

B1220 – B2010

 

 

B2020 – B2130

 

 

 

 

B3010 – B3020

 

 

B3030 – B3040

 

 

 

στο B3050:

Απόβλητα φελλού: Φελλός σε θραύσματα, κόκκους ή σκόνη

στο B3050:

Απορρίμματα και κατάλοιπα ξύλου ανεξαρτήτως μορφής (κούτσουρα, πλίνθοι, τροχίσκοι ή άλλα παρόμοια)

 

 

B3060 – B3070

 

 

 

 

B3080

 

 

B3090 – B3130

 

 

 

 

B3140

 

 

B4010 – B4030

 

 

 

 

GB040

7112

2620 30

2620 90

 

 

GC010

 

 

 

GC020

 

 

 

GC030

ex 8908 00

 

 

 

GC050

 

 

 

GE020

ex 7001

ex 7019 39

 

 

 

GF010

 

 

 

GG030

ex 2621

 

 

 

GG040

ex 2621

 

 

 

GH013

3915 30

ex 3904 10-40

 

 

 

GN010

ex 0502 00

 

 

 

GN020

ex 0503 00

 

 

 

GN030

ex 0505 90»

 

 

 

6.   Μετά την εγγραφή «Ταϊλάνδη», εισάγεται η ακόλουθη εγγραφή:

«Τόγκο (Δημοκρατία του Τόγκο)

α)

β)

γ)

δ)

 

 

 

στο B3010:

Άχρηστα πλαστικά από μη αλογονωμένα πολυμερή και συμπολυμερή:

πολυπροπυλένιο

πολυ(τερεφθαλικό αιθυλένιο)

 

όλα τα άλλα απόβλητα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006»

 

 

7.   Μετά την εγγραφή «Ομάν», εισάγεται η ακόλουθη εγγραφή:

«Ουκρανία

α)

β)

γ)

δ)

 

 

B2020

 

 

 

B3010 – B3020

 

 

όλα τα άλλα απόβλητα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006»

 

 

8.   [δεν αφορά την ελληνική έκδοση]

9.   Η εγγραφή «Μαλαισία» αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Μαλαισία

α)

β)

γ)

δ)

στο B1010:

Απορρίμματα νικελίου

Απορρίμματα ψευδαργύρου

Απορρίμματα βολφραμίου

Απορρίμματα τανταλίου

Απορρίμματα μαγνησίου

Απορρίμματα τιτανίου

Απορρίμματα μαγγανίου

Απορρίμματα γερμανίου

Απορρίμματα βαναδίου

Απορρίμματα αφνίου, ινδίου, νιοβίου, ρηνίου και γαλλίου

Απορρίμματα σπανίων γαιών

Απορρίμματα χρωμίου

στο B1010:

Απορρίμματα μολυβδαινίου

Απορρίμματα κοβαλτίου

Απορρίμματα βισμουθίου

Απορρίμματα ζιρκονίου

Απορρίμματα θορίου

στο B1010:

Πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, άργυρος, μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου, με εξαίρεση όμως τον υδράργυρο)

Απορρίμματα σιδήρου και χάλυβα

Απορρίμματα χαλκού

Απορρίμματα αλουμινίου

Απορρίμματα κασσιτέρου

 

B1020 – B1090

 

 

 

στο B1100:

όλα τα άλλα απόβλητα

 

στο B1100:

Υπόλειμμα επιψευδαργύρωσης

Αφρός ψευδαργύρου

 

 

 

B1115

 

B1120 – B1140

 

 

 

 

 

B1150

 

B1160 – B1190

 

 

 

 

 

B1200 – B1210

 

B1220 – B1240

 

 

 

 

 

B1250 – B2030

 

στο B2040:

Μερικώς καθαρισμένο θειικό ασβέστιο παραγόμενο κατά την αποθείωση καπναερίων

Σκωρία από την παραγωγή χαλκού, χημικώς σταθεροποιημένη, με υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο (άνω του 20 %), η οποία έχει υποστεί επεξεργασία σύμφωνα με βιομηχανικές προδιαγραφές (π.χ. DIN 4301 και DIN 8201) κυρίως για οικοδομικές εργασίες και εφαρμογές λείανσης

 

στο B2040:

όλα τα άλλα απόβλητα

 

 

 

B2060

 

B2070 – B2080

 

 

 

 

 

B2090

 

B2100

 

 

 

 

 

B2110 – B2130

 

 

 

 

B3010

 

 

B3020 – B3035

 

B3040

 

 

 

 

στο B3050:

Απορρίμματα και κατάλοιπα ξύλου ανεξαρτήτως μορφής (κούτσουρα, πλίνθοι, τροχίσκοι ή άλλα παρόμοια)

στο B3050:

Απόβλητα φελλού: Φελλός σε θραύσματα, κόκκους ή σκόνη

 

 

στο B3060:

Φυτικές ύλες και φυτικά απορρίμματα, κατάλοιπα και υποπροϊόντα φυτικά, έστω και συσσωματωμένα με μορφή σβόλων, των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων, που δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού (μόνον πίτουρο ρυζιού και άλλα υποπροϊόντα 2302 20 100/900)

Απόβλητα οστών και εσωτερικών οστών κεράτων, ανεπεξέργαστα, που τους έχει αφαιρεθεί το λίπος, έχουν μεταποιηθεί στοιχειωδώς (χωρίς να τους έχει δοθεί συγκεκριμένο σχήμα), επεξεργασμένα με οξύ ή αποζελατινοποιημένα

Κελύφη, μεμβράνες (φλούδες) και άλλα απορρίμματα κακάου

Άλλα απόβλητα της βιομηχανίας τροφίμων και μεταποίησης γεωργικών προϊόντων, εξαιρουμένων των παραπροϊόντων που ανταποκρίνονται σε εθνικές και διεθνείς απαιτήσεις και πρότυπα για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα

 

στο B3060:

Φυτικές ύλες και φυτικά απορρίμματα, κατάλοιπα και υποπροϊόντα φυτικά, έστω και συσσωματωμένα με μορφή σβόλων, των τύπων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων, που δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού (μόνον πίτουρο ρυζιού και άλλα υποπροϊόντα 2302 20 100/900)

Άλλα απόβλητα της βιομηχανίας τροφίμων και μεταποίησης γεωργικών προϊόντων, εξαιρουμένων των παραπροϊόντων που ανταποκρίνονται σε εθνικές και διεθνείς απαιτήσεις και πρότυπα για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα

 

 

B3065 – B3140

 

B4010

 

 

 

 

 

B4020

 

B4030

 

 

 

GB040

7112

2620 30

2620 90

 

 

 

GC010

 

 

 

GC020

 

 

 

GC030

ex 8908 00

 

 

 

GC050

 

 

 

 

 

GE020

ex 7001

ex 7019 39

 

 

 

GF010

 

GG030

ex 2621

 

 

 

GG040

ex 2621

 

 

 

GH013

3915 30

ex 3904 10-40

 

 

 

 

GN010

ex 0502 00

 

GN010

ex 0502 00

 

GN020

ex 0503 00

 

GN020

ex 0503 00

 

GN030

ex 0505 90

 

GN030

ex 0505 90»

10.   Η εγγραφή «Μολδαβία» αντικαθίσταται από την ακόλουθη

«Μολδαβία (Δημοκρατία της Μολδαβίας)

α)

β)

γ)

δ)

 

 

 

B1010

 

 

 

B2020

στο B3020:

όλα τα άλλα απόβλητα

 

 

στο B3020:

αλεύκαστο χαρτί ή χαρτόνι ή κυματοειδές χαρτί ή χαρτόνι

άλλου τύπου χαρτί ή χαρτόνι, που παράγεται κυρίως από χαρτοπολτό χημικώς λευκασμένο, μη χρωματισμένο στη μάζα του

χαρτί ή χαρτόνι που παράγεται κυρίως από μηχανικό χαρτοπολτό (π.χ. εφημερίδες, περιοδικά και παρόμοια έντυπα)

Όλα τα άλλα απόβλητα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006»

 

 

 

11.   Η εγγραφή «Ρωσική Ομοσπονδία» αντικαθίσταται από την ακόλουθη:

«Ρωσία (Ρωσική Ομοσπονδία)

α)

β)

γ)

δ)

 

 

 

B1010 – B2120

B2130

 

 

 

 

 

 

B3010 – B3030

B3035 – B3040

 

 

 

 

 

 

B3050 – B3070

B3080

 

 

 

 

 

 

B3090

B3100

 

 

 

 

 

 

B3110 – B3130

B3140

 

 

 

 

 

 

B4010 – B4030

 

 

 

GB040

7112

2620 30

2620 90

 

 

 

GC010

 

 

 

GC020

 

 

 

GC030

ex 8908 00

 

 

 

GC050

GE020

ex 7001

 

 

GE020

ex 7019 39

 

 

 

GF010

 

 

 

GG030

ex 2621

 

 

 

GG040

ex 2621

 

 

 

GH013

3915 30

ex 3904 10-40

 

 

 

GN010

ex 0502 00

 

 

 

GN020

ex 0503 00

 

 

 

GN030

ex 0505 90»


30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/45


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 741/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Ιουλίου 2008

σχετικά με την έκδοση πιστοποιητικών εισαγωγής για τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2008 έως τις 30 Ιουνίου 2009 στο πλαίσιο της δασμολογικής ποσόστωσης που ανοίχθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 996/97 για το κατεψυγμένο διάφραγμα βοοειδών

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (1),

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1301/2006 της Επιτροπής, της 31ης Αυγούστου 2006, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τον τρόπο διαχείρισης των δασμολογικών ποσοστώσεων εισαγωγής γεωργικών προϊόντων των οποίων η διαχείριση πραγματοποιείται με σύστημα πιστοποιητικών εισαγωγής (2), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 996/97 της Επιτροπής, της 3ης Ιουνίου 1997, για το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης δασμολογικής ποσόστωσης για το κατεψυγμένο διάφραγμα βοοειδών του κωδικού ΣΟ 0206 29 91 (3), ανοίχθηκε δασμολογική ποσόστωση για την εισαγωγή προϊόντων του κλάδου του βοείου κρέατος.

(2)

Οι αιτήσεις πιστοποιητικών εισαγωγής που υποβλήθηκαν για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2008 έως τις 30 Ιουνίου 2009 αφορούν ποσότητες που υπερβαίνουν τις διαθέσιμες. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό μπορούν να εκδοθούν τα πιστοποιητικά εισαγωγής, με τον καθορισμό συντελεστή κατανομής που πρέπει να εφαρμόζεται στις αιτούμενες ποσότητες,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Στις αιτήσεις πιστοποιητικών εισαγωγής που υπάγονται στην ποσόστωση με αύξοντα αριθμό 09.4020 και οι οποίες υποβλήθηκαν για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2008 έως τις 30 Ιουνίου 2009 δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 996/97 εφαρμόζεται συντελεστής κατανομής 1,694843 %.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 30 Ιουλίου 2008.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 29 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Jean-Luc DEMARTY

Γενικός Διευθυντής Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης


(1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2008 της Επιτροπής (ΕΕ L 149 της 7.6.2008, σ. 61).

(2)  ΕΕ L 238 της 1.9.2006, σ. 13. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 289/2007 (ΕΕ L 78 της 17.3.2007, σ. 17).

(3)  ΕΕ L 144 της 4.6.1997, σ. 6. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 962/2007 (ΕΕ L 213 της 15.8.2007, σ. 6).


ΟΔΗΓΙΕΣ

30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/46


ΟΔΗΓΊΑ 2008/81/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Ιουλίου 2008

για την τροποποίηση της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με σκοπό την καταχώριση της διφενακούμης (difenacoum) ως δραστικής ουσίας στο παράρτημα I

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998, για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (1), και ιδίως το άρθρο 16 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1451/2007 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη δεύτερη φάση του δεκαετούς προγράμματος εργασιών που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (2), θεσπίστηκε κατάλογος δραστικών ουσιών που πρέπει να αξιολογηθούν, με σκοπό την ενδεχόμενη καταχώρισή τους στο παράρτημα I ή IA ή IB της οδηγίας 98/8/ΕΚ. Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνεται η διφενακούμη.

(2)

Κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1451/2007, η διφενακούμη αξιολογήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/8/ΕΚ για χρήση στον τύπο προϊόντων 14, τρωκτικοκτόνα, που ορίζεται στο παράρτημα V της οδηγίας 98/8/ΕΚ.

(3)

Ως κράτος μέλος εισηγητής ορίστηκε η Φινλανδία, η οποία, στις 21 Μαρτίου 2006, υπέβαλε στην Επιτροπή την έκθεση της αρμόδιας αρχής, συνοδευόμενη από σύσταση, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφοι 4 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1451/2007.

(4)

Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή εξέτασαν την έκθεση της αρμόδιας αρχής. Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1451/2007, οι διαπιστώσεις της εξέτασης ενσωματώθηκαν σε έκθεση αξιολόγησης, στις 29 Νοεμβρίου 2007, στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για τα βιοκτόνα προϊόντα.

(5)

Από την αξιολόγηση της διφενακούμης δεν προέκυψαν ερωτηματικά ή προβληματισμοί που θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν από την επιστημονική επιτροπή για την υγεία και τους περιβαλλοντικούς κινδύνους.

(6)

Από τις διενεργηθείσες έρευνες συνάγεται ότι τα βιοκτόνα που χρησιμοποιούνται ως τρωκτικοκτόνα και περιέχουν διφενακούμη δεν αναμένεται να εκθέσουν σε κίνδυνο τον άνθρωπο, εκτός από τις περιπτώσεις ατυχημάτων με παιδιά. Όσον αφορά τα ζώα που δεν αποτελούν στόχο και το περιβάλλον, εντοπίστηκε κίνδυνος. Ωστόσο, τα τρωκτικά-στόχοι είναι επιβλαβή ζώα και επομένως επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Επιπλέον, δεν έχει ακόμη καταδειχθεί η ύπαρξη καταλλήλων υποκατάστατων της διφενακούμης που να είναι εξίσου αποτελεσματικά και ταυτόχρονα λιγότερο επιβλαβή για το περιβάλλον. Δικαιολογείται συνεπώς η καταχώριση της διφενακούμης στο παράρτημα I για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι εγκρίσεις βιοκτόνων που χρησιμοποιούνται ως τρωκτικοκτόνα και περιέχουν διφενακούμη θα μπορούν να χορηγούνται, να τροποποιούνται ή να ανακαλούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 98/8/ΕΚ, σε όλα τα κράτη μέλη.

(7)

Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων της έκθεσης αξιολόγησης, θεωρείται σκόπιμο να απαιτείται, στο επίπεδο της έγκρισης των προϊόντων, η εφαρμογή ειδικών μέτρων μετριασμού του κινδύνου στα προϊόντα που περιέχουν διφενακούμη και χρησιμοποιούνται ως τρωκτικοκτόνα. Τα μέτρα αυτά πρέπει να έχουν ως στόχο τον περιορισμό, αφενός του κινδύνου πρωτογενούς και δευτερογενούς έκθεσης του ανθρώπου και των ζώων που δεν αποτελούν στόχο και, αφετέρου, των μακροπρόθεσμων επιδράσεων της ουσίας στο περιβάλλον.

(8)

Λόγω των κινδύνων που εντοπίστηκαν και των χαρακτηριστικών της διφενακούμης, που την καθιστούν δυνάμει ανθεκτική στην αποικοδόμηση (έμμονη), βιοσυσσωρεύσιμη και τοξική ή πολύ έμμονη και πολύ βιοσυσσωρεύσιμη, η συγκεκριμένη ουσία πρέπει να καταχωριστεί στο παράρτημα Ι μόνο για πέντε έτη και, πριν ανανεωθεί η καταχώρισή της στο παράρτημα Ι, να υποβληθεί σε συγκριτική αξιολόγηση κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5 σημείο i) δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 98/8/ΕΚ.

(9)

Για να εξασφαλιστεί η ισότιμη αντιμετώπιση στην αγορά των βιοκτόνων που περιέχουν τη δραστική ουσία διφενακούμη και να διευκολυνθεί, γενικότερα, η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς βιοκτόνων, είναι σημαντικό να εφαρμοστούν ταυτόχρονα οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας σε όλα τα κράτη μέλη.

(10)

Πρέπει να προβλέπεται ένα εύλογο χρονικό διάστημα πριν από την καταχώριση δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός στα κράτη μέλη και στα ενδιαφερόμενα μέρη να προετοιμάζονται για την ικανοποίηση των συνεπαγόμενων νέων απαιτήσεων και, αφετέρου, στους αιτούντες που έχουν καταρτίσει φακέλους, να επωφελούνται πλήρως από τη δεκαετή περίοδο προστασίας των δεδομένων, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο ii) της οδηγίας 98/8/ΕΚ, αρχίζει την ημερομηνία καταχώρισης.

(11)

Μετά την καταχώριση, τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν εύλογα χρονικά περιθώρια για να εφαρμόσουν το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 98/8/ΕΚ και, ειδικότερα, για να χορηγήσουν, να τροποποιήσουν ή να ανακαλέσουν εγκρίσεις βιοκτόνων του τύπου προϊόντων 14 που περιέχουν διφενακούμη, ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή τους με την οδηγία 98/8/ΕΚ.

(12)

Κατά συνέπεια, πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως η οδηγία 98/8/ΕΚ.

(13)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για τα βιοκτόνα προϊόντα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Το παράρτημα I της οδηγίας 98/8/ΕΚ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο έως τις 31 Μαρτίου 2009, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από 1ης Απριλίου 2010.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 29 Ιουλίου 2008.

Για την Επιτροπή

Σταύρος ΔΉΜΑΣ

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 123 της 24.4.1998, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2008/31/ΕΚ (ΕΕ L 81 της 20.3.2008, σ. 57).

(2)  ΕΕ L 325 της 11.12.2007, σ. 3.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στο παράρτημα Ι της οδηγίας 98/8/ΕΚ παρεμβάλλεται η ακόλουθη εγγραφή «αριθ. 9»:

Αριθ.

Κοινή ονομασία

Ονομασία IUPAC

Αριθμοί αναγνώρισης

Ελάχιστη καθαρότητα της δραστικής ουσίας στο βιοκτόνο, όπως διατίθεται στην αγορά

Ημερομηνία καταχώρισης

Προθεσμία για τη συμμόρφωση με το άρθρο 16 παράγραφος 3

(στην περίπτωση των προϊόντων που περιέχουν περισσότερες της μιας δραστικές ουσίες, η προθεσμία για τη συμμόρφωση με το άρθρο 16 παράγραφος 3 είναι εκείνη που καθορίζεται στην τελευταία από τις αποφάσεις καταχώρισης των δραστικών ουσιών τους)

Ημερομηνία λήξης της καταχώρισης

Τύπος προϊόντων

Ειδικές διατάξεις (1)

«9

Διφενακούμη (difenacoum)

3-(3-διφαινυλ-4-υλο-1,2,3,4-τετραϋδρο-1-ναφθυλ)-4-υδροξυκουμαρίνη

Αριθ. ΕΚ: 259-978-4

Αριθ. CAS: 56073-07-5

960 g/kg

1η Απριλίου 2010

31 Μαρτίου 2012

31 Μαρτίου 2015

14

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα χαρακτηριστικά της δραστικής ουσίας την καθιστούν δυνάμει ανθεκτική στην αποικοδόμηση (έμμονη), βιοσυσσωρεύσιμη και τοξική ή πολύ έμμονη και πολύ βιοσυσσωρεύσιμη, η δραστική ουσία θα υποβληθεί σε συγκριτική αξιολόγηση κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5 σημείο i) δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 98/8/ΕΚ, πριν ανανεωθεί η καταχώρισή της στο παράρτημα Ι.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εγκρίσεις να υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

1.

Η ονομαστική συγκέντρωση της δραστικής ουσίας στα προϊόντα δεν υπερβαίνει τα 75 mg/kg και εγκρίνονται μόνο ετοιμόχρηστα προϊόντα.

2.

Τα προϊόντα περιέχουν μέσο πρόκλησης αποστροφής και, όπου ενδείκνυται, βαφή.

3.

Τα προϊόντα δεν χρησιμοποιούνται ως σκόνες ιχνηλάτησης.

4.

Ελαχιστοποιείται η πρωτογενής και δευτερογενής έκθεση του ανθρώπου, των ζώων που δεν αποτελούν στόχο και του περιβάλλοντος, με τη μελέτη και εφαρμογή όλων των ενδεδειγμένων και διαθέσιμων μέτρων για τον μετριασμό του κινδύνου. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός της χρήσης του προϊόντος μόνο σε επαγγελματική, ο καθορισμός ανωτάτου ορίου για το μέγεθος της συσκευασίας και η επιβολή της υποχρέωσης να χρησιμοποιούνται σφραγισμένα κουτιά δολωμάτων που δεν είναι δυνατόν να παραβιαστούν.»


(1)  Για την τήρηση των κοινών αρχών του παραρτήματος VI, το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα των εκθέσεων αξιολόγησης διατίθενται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής: http://ec.europa.eu/comm/environment/biocides/index.htm


ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΥΙΟΘΕΤΗΘΕΙΣΕΣ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/49


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. 742/2008/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 9ης Ιουλίου 2008

σχετικά με τη συμμετοχή της Κοινότητας σε πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων ατόμων μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών, το οποίο έχουν αναλάβει διάφορα κράτη μέλη

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 169 και το άρθρο 172 δεύτερο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση αριθ. 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (2) (εφεξής «έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο») προβλέπει τη συμμετοχή της Κοινότητας σε προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης που αναλαμβάνουν από κοινού διάφορα κράτη μέλη, καθώς και τη συμμετοχή στις δομές που έχουν συσταθεί για την εκτέλεση των εν λόγω προγραμμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 169 της συνθήκης.

(2)

Στο έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο έχει καθοριστεί σειρά κριτηρίων για τον προσδιορισμό πεδίων κατάλληλων για την ανάληψη πρωτοβουλιών του άρθρου 169: η σημασία για τους κοινοτικούς στόχους, ο σαφής καθορισμός του επιδιωκόμενου στόχου και η σημασία του για τους στόχους του έβδομου προγράμματος-πλαισίου, η ύπαρξη υφιστάμενης βάσης (υφιστάμενα ή προγραμματιζόμενα εθνικά ερευνητικά προγράμματα), η ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία, η κρίσιμη μάζα από την άποψη του μεγέθους και του αριθμού των σχετικών προγραμμάτων και της ομοιότητας των δραστηριοτήτων που αυτά καλύπτουν, καθώς και η αποτελεσματικότητα του άρθρου 169 ως του πλέον ενδεδειγμένου μέσου για την επίτευξη των στόχων.

(3)

Στην απόφαση 2006/971/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το ειδικό πρόγραμμα «Συνεργασία» για την εκτέλεση του έβδομου προγράμματος-πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τις δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) (3) (εφεξής «ειδικό πρόγραμμα Συνεργασία») προσδιορίζεται η «πρωτοβουλία βάσει του άρθρου 169 στον τομέα της υποβοηθούμενης από το περιβάλλον αυτόνομης διαβίωσης» ως ένα από τα ενδεδειγμένα πεδία για κοινοτική συμμετοχή σε εθνικά ερευνητικά προγράμματα που υλοποιούνται από κοινού βάσει του άρθρου 169 της συνθήκης.

(4)

Η Επιτροπή, στην από 1ης Ιουνίου 2005 ανακοίνωσή της με τίτλο «Η στρατηγική i2010 – Ευρωπαϊκή κοινωνία της πληροφορίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση», πρότεινε τη δρομολόγηση εμβληματικής πρωτοβουλίας για την περίθαλψη ατόμων σε μια γηράσκουσα κοινωνία.

(5)

Η Επιτροπή, στην από 12ης Οκτωβρίου 2006 ανακοίνωσή της με τίτλο «Το δημογραφικό μέλλον της Ευρώπης, μετατροπή μιας πρόκλησης σε ευκαιρία», υπογράμμισε το γεγονός ότι η δημογραφική γήρανση είναι μια από τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι η ενισχυμένη χρήση νέων τεχνολογιών θα μπορούσε να συμβάλει στον έλεγχο του κόστους και στην αύξηση της ευημερίας και της ενεργού συμμετοχής των ηλικιωμένων στην κοινωνία, καθώς και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, σε στήριξη της αναθεωρημένης στρατηγικής της Λισσαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση.

(6)

Συγκεκριμένα στο πεδίο των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας (ΤΠΕ) η γήρανση του πληθυσμού θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ευκαιρία για μία αναδυόμενη αγορά για νέα αγαθά και υπηρεσίες που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ηλικιωμένων. Όμως μία ταχεία ανάπτυξη και χρήση νέων ΤΠΕ δεν πρέπει να οδηγήσει σε κοινωνικό αποκλεισμό και διεύρυνση του ψηφιακού χάσματος· ιδιαιτέρως η διάδοση της ψηφιακής παράδοσης αποτελεί προαπαιτούμενο ένταξης και συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας.

(7)

Η παρούσα πρωτοβουλία για την υποβοηθούμενη από το περιβάλλον αυτόνομη διαβίωση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα μιας γηράσκουσας κοινωνίας στην Ευρώπη όπου το ποσοστό των γυναικών είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό των ανδρών λόγω του μεγαλύτερου κατά μέσον όρο προσδόκιμου επιβίωσης των γυναικών.

(8)

H παράταση του ενεργού βίου αποτελεί κεντρικό στοιχείο των ανανεωμένων κατευθύνσεων για την απασχόληση. Η προσέγγιση της γήρανσης από την Ένωση στοχεύει στην κινητοποίηση του δυναμικού των ατόμων όλων των ηλικιών –η προσέγγιση κύκλου ζωής– και υπογραμμίζει την ανάγκη μετάβασης από αποσπασματικές σε σφαιρικές στρατηγικές.

(9)

Επί του παρόντος, σειρά ερευνητικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων ή δραστηριοτήτων που έχουν αναληφθεί από κράτη μέλη μεμονωμένα σε εθνικό επίπεδο στο πεδίο των ΤΠΕ και αφορούν την ευγηρία, δεν συντονίζονται ικανοποιητικά και δεν παρέχουν τη δυνατότητα συνεκτικής προσέγγισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά την έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών ΤΠΕ που αφορούν την ευγηρία.

(10)

Επιθυμώντας την επίτευξη συνεκτικής προσέγγισης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στο πεδίο των ΤΠΕ που αφορούν την ευγηρία και την ανάληψη αποτελεσματικής δράσης, διάφορα κράτη μέλη ανέλαβαν την πρωτοβουλία ανάληψης κοινού προγράμματος έρευνας και ανάπτυξης με τίτλο «αυτόνομη διαβίωση υποβοηθούμενη από το περιβάλλον» (εφεξής «κοινό πρόγραμμα AAL») στο πεδίο των ΤΠΕ που αφορούν την ευγηρία στην κοινωνία της πληροφορίας, αποβλέποντας στην επίτευξη συνέργειας ως προς τη διαχείριση και τους οικονομικούς πόρους, εξασφαλίζοντας ενιαίο και κοινό μηχανισμό αποτίμησης με τη βοήθεια ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων βάσει καθιερωμένης πρακτικής όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1906/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και οι κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2013) (4), και το συνδυασμό διαθέσιμης συμπληρωματικής εμπειρογνωμοσύνης και πόρων σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.

(11)

Το κοινό πρόγραμμα AAL στοχεύει στην αντιμετώπιση του προβλήματος της δημογραφικής γήρανσης παρέχοντας το απαραίτητο νομικό και οργανωτικό πλαίσιο για ευρωπαϊκή συνεργασία μεγάλης κλίμακας μεταξύ των κρατών μελών σε εφαρμοσμένη έρευνα και καινοτομία στο πεδίο των ΤΠΕ για την ευγηρία σε μια γηράσκουσα κοινωνία. Το Βέλγιο, η Δανία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Κύπρος, το Λουξεμβούργο, η Ουγγαρία, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Φινλανδία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο (εφεξής «συμμετέχοντα κράτη μέλη») και το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία συμφώνησαν να συντονίσουν και να υλοποιήσουν από κοινού δραστηριότητες που αποβλέπουν σε συμβολή στο κοινό πρόγραμμα AAL. Το συνολικό ύψος της συμμετοχής καθεμιάς από τις χώρες αυτές εκτιμάται σε τουλάχιστον 150 εκατ. ευρώ για τη διάρκεια του έβδομου προγράμματος-πλαισίου. Η συμμετοχή καθεμιάς των χωρών αυτών στο έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο θα πρέπει να υπόκειται σε μια ελάχιστη χρηματοδοτική συνεισφορά ανάλογη προς την εν δυνάμει ζήτηση από τις εθνικές του ερευνητικές κοινότητες και κανονικά θα πρέπει να ανέρχεται σε τουλάχιστον 0,2 εκατ. ευρώ εάν η χώρα πρόκειται να συμμετάσχει στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας.

(12)

Το κοινό πρόγραμμα AAL θα πρέπει επίσης να προωθεί τη συμμετοχή μικρών και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων στις δραστηριότητές του σύμφωνα με τους στόχους του έβδομου προγράμματος-πλαισίου.

(13)

Για να αυξηθεί ο αντίκτυπος του κοινού προγράμματος AAL, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία, συμφώνησαν να συμμετάσχει η Κοινότητα στο κοινό πρόγραμμα AAL. Η Κοινότητα αναμένεται να συμμετάσχει στο πρόγραμμα με χρηματοδοτική συνεισφορά ύψους έως 150 εκατ. ευρώ. Δεδομένου ότι το κοινό πρόγραμμα AAL ανταποκρίνεται στους επιστημονικούς στόχους του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και ότι το ερευνητικό πεδίο του κοινού προγράμματος AAL εμπίπτει στον θεματικό τομέα των ΤΠΕ του ειδικού προγράμματος «Συνεργασία» του έβδομου προγράμματος-πλαισίου, η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας πρέπει να καλυφθεί από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού που διατίθενται για τον συγκεκριμένο θεματικό τομέα. Ενδέχεται να υπάρξουν κι άλλες χρηματοδοτικές επιλογές, μεταξύ άλλων, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), και συγκεκριμένα μέσω της χρηματοδοτικής διευκόλυνσης καταμερισμού του κινδύνου που αναπτύσσεται από κοινού με την ΕΤΕπ και την Επιτροπή σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ της απόφασης 2006/971/ΕΚ για το ειδικό πρόγραμμα «Συνεργασία».

(14)

Η κοινοτική χρηματοδοτική στήριξη πρέπει να παρέχεται υπό τον όρο ότι έχει καταρτιστεί σχέδιο χρηματοδότησης που βασίζεται σε επίσημες δεσμεύσεις των αρμόδιων εθνικών αρχών για κοινή υλοποίηση των προγραμμάτων και δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης που αναλαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο, καθώς και για συμβολή στη χρηματοδότηση της κοινής εκτέλεσης του κοινού προγράμματος AAL.

(15)

Η κοινή υλοποίηση των εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων προϋποθέτει την ύπαρξη ή τη σύσταση ειδικής εκτελεστικής δομής, όπως προβλέπεται στο ειδικό πρόγραμμα «Συνεργασία».

(16)

Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη συμφώνησαν σχετικά με την εν λόγω ειδική εκτελεστική δομή για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL.

(17)

Η ειδική εκτελεστική δομή πρέπει να είναι ο αποδέκτης της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας και πρέπει να εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκτέλεση του κοινού προγράμματος AAL.

(18)

Για την αποτελεσματική υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL πρέπει η ειδική εκτελεστική δομή να παρέχει χρηματοδοτική στήριξη σε τρίτους που συμμετέχουν στο κοινό πρόγραμμα AAL, και οι οποίοι επιλέγονται έπειτα από προσκλήσεις για υποβολή προτάσεων.

(19)

Η κοινοτική συνεισφορά παρέχεται υπό τον όρο της δέσμευσης πόρων από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία, και της καταβολής των αντίστοιχων χρηματοδοτικών συνεισφορών.

(20)

Η Κοινότητα θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να μειώσει, να αναστείλει ή να σταματήσει τη χρηματοδοτική συνεισφορά της σε περίπτωση που το κοινό πρόγραμμα AAL υλοποιείται ανεπαρκώς, μερικώς ή καθυστερημένα, σύμφωνα με τους όρους συμφωνίας που θα συναφθεί μεταξύ της Κοινότητας και της ειδικής εκτελεστικής δομής όπου θα ρυθμίζεται λεπτομερώς η κοινοτική συνεισφορά.

(21)

Οποιοδήποτε κράτος μέλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στο κοινό πρόγραμμα AAL.

(22)

Σύμφωνα με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, η Κοινότητα θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συνάπτει συμφωνία επί των όρων της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της στο κοινό πρόγραμμα AAL με αντικείμενο τη συμμετοχή σε αυτό οποιασδήποτε χώρας συνδεδεμένης με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο ή, εφόσον είναι ουσιαστικής σημασίας για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, οποιασδήποτε άλλης χώρας που εντάσσεται στο πρόγραμμα στην πορεία υλοποίησής του, σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

(23)

Θα πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη παρατυπιών και περιπτώσεων απάτης και να κινούνται οι αναγκαίες διαδικασίες για την ανάκτηση απολεσθέντων, αχρεωστήτως καταβληθέντων ή κακώς χρησιμοποιηθέντων κονδυλίων, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (5), του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (6), και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης (OLAF) (7).

(24)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (8) (εφεξής αναφερόμενος ως «δημοσιονομικός κανονισμός»), και τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (9) (εφεξής αναφερόμενος ως «κανόνες εφαρμογής»), η συνεισφορά της Κοινότητας αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης στο πλαίσιο της έμμεσης κεντρικής διαχείρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και του άρθρου 56 του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 35, του άρθρου 38 παράγραφος 2 και του άρθρου 41 των κανόνων εφαρμογής.

(25)

Είναι σημαντικό οι ερευνητικές δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL να συμβαδίζουν με θεμελιώδεις δεοντολογικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που διακηρύσσονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να τηρούν την αρχή της συνεκτίμησης της ισότητας των φύλων. Η εκτέλεση του προγράμματος θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη το ρόλο των γυναικών στους χώρους της επιστήμης και της έρευνας.

(26)

Το κοινό πρόγραμμα AAL θα πρέπει επίσης να αποσκοπεί στην προώθηση επί ίσης βάσης και απλουστευμένης πρόσβασης στα σχετικά, βασιζόμενα στις ΤΠΕ, προϊόντα και υπηρεσίες σε όλα τα κράτη μέλη.

(27)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διεξαγάγει έως το 2010 ενδιάμεση αξιολόγηση, ως προς την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της υλοποίησης του κοινού προγράμματος AAL και ως προς την πρόοδο υλοποίησης των στόχων που έχουν τεθεί. Κατά την εν λόγω αξιολόγηση θα πρέπει επίσης να εκτιμάται η ανάγκη για περαιτέρω ενδιάμεσες αξιολογήσεις πριν από την τελική αξιολόγηση στα τέλη του 2013,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΝ:

Άρθρο 1

1.   Σε υλοποίηση του έβδομου προγράμματος-πλαισίου, η Κοινότητα καταβάλλει χρηματοδοτική συνεισφορά στο πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης «Αυτόνομη διαβίωση υποβοηθούμενη από το περιβάλλον» (εφεξής «κοινό πρόγραμμα AAL»), το οποίο έχει αναληφθεί από κοινού από το Βέλγιο, τη Δανία, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Κύπρο, το Λουξεμβούργο, την Ουγγαρία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο (εφεξής «συμμετέχοντα κράτη μέλη»), καθώς και από το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία.

2.   Η Κοινότητα καταβάλλει χρηματοδοτική συνεισφορά ύψους 150 εκατ. ευρώ κατ’ ανώτατο όριο για τη διάρκεια του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, σύμφωνα με τις αρχές του παραρτήματος I που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης.

3.   Η κοινοτική χρηματοδοτική συνεισφορά καταβάλλεται από τις πιστώσεις του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν διατεθεί για τον θεματικό τομέα «Τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών» (ΤΠΕ) του ειδικού προγράμματος «Συνεργασία».

Άρθρο 2

Η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας εξαρτάται από:

α)

την τεκμηρίωση, εκ μέρους των συμμετεχόντων κρατών μελών, του Ισραήλ, της Νορβηγίας και της Ελβετίας, ότι το κοινό πρόγραμμα AAL έχει πράγματι συγκροτηθεί όπως περιγράφεται στο παράρτημα Ι·

β)

την επίσημη σύσταση ή τον καθορισμό, από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία, ή από οργανισμούς που έχουν καθοριστεί από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία, μιας δομής με νομική προσωπικότητα, υπεύθυνης για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, καθώς και για την παραλαβή, την κατανομή και την παρακολούθηση της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας στο πλαίσιο της έμμεσης κεντρικής διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και το άρθρο 56 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και το άρθρο 35, το άρθρο 38 παράγραφος 2 και το άρθρο 41 των κανόνων εφαρμογής·

γ)

τον καθορισμό κατάλληλου και αποτελεσματικού μοντέλου διαχείρισης του κοινού προγράμματος AAL σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του παραρτήματος II που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης·

δ)

την αποτελεσματική διεξαγωγή των δραστηριοτήτων του κοινού προγράμματος AAL που περιγράφονται στο παράρτημα Ι από την ειδική εκτελεστική δομή, η οποία συνεπάγεται την προκήρυξη προσκλήσεων υποβολής προτάσεων για τη χορήγηση επιχορηγήσεων·

ε)

τη δέσμευση των συμμετεχόντων κρατών μελών, του Ισραήλ, της Νορβηγίας και της Ελβετίας να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση του κοινού προγράμματος AAL, και από την πραγματική καταβολή της χρηματοδοτικής τους συνεισφοράς, ιδίως τη χρηματοδότηση των συμμετεχόντων στα έργα που έχουν επιλεγεί βάσει των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων που προκηρύσσονται στο πλαίσιο του προγράμματος·

στ)

τη συμμόρφωση με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της Κοινότητας και ιδίως με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στο κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία (10)·

ζ)

τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου επιστημονικής αριστείας και τήρησης των δεοντολογικών αρχών σύμφωνα με τις γενικές αρχές του έβδομου προγράμματος-πλαισίου σύμφωνα με τις αρχές της συνεκτίμησης της διάστασης του φύλου και της ισότητας των φύλων, καθώς και της αειφόρου ανάπτυξης· και

η)

τη διατύπωση διατάξεων που διέπουν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, τα οποία απορρέουν από τις δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL και από την υλοποίηση και τον συντονισμό των προγραμμάτων και δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης που διεξάγουν, σε εθνικό επίπεδο, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία, κατά τρόπο ώστε να αποβλέπουν στην προαγωγή της παραγωγής τέτοιων γνώσεων και στην υποστήριξη της ευρύτερης χρήσης και διάδοσης των παραγόμενων γνώσεων.

Άρθρο 3

Κατά την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, η χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης από την ειδική εκτελεστική δομή σε τρίτους, και ιδίως χρηματοδοτικής ενίσχυσης σε συμμετέχοντες σε έργα που έχουν επιλεγεί έπειτα από προσκλήσεις υποβολής προτάσεων για την καταβολή επιχορηγήσεων, υπόκειται στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, του προβλέψιμου για τους αιτούντες και της αξιολόγησης από ανεξαρτήτους εμπειρογνώμονες. Η χρηματοδοτική ενίσχυση σε τρίτους χορηγείται βάσει της επιστημονικής αριστείας, των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της σχέσης προς τους γενικούς στόχους του προγράμματος, σύμφωνα με τις αρχές και διαδικασίες του παραρτήματος Ι.

Άρθρο 4

Οι ρυθμίσεις για την κοινοτική οικονομική συνεισφορά και οι κανόνες που αναφέρονται στην οικονομική ευθύνη και τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, καθώς και οι λεπτομερείς κανόνες για την παροχή οικονομικής στήριξης από την ειδική εκτελεστική δομή σε τρίτους θεσπίζονται μέσω γενικής συμφωνίας που συνάπτεται μεταξύ της Επιτροπής, εξ ονόματος της Κοινότητας, και της ειδικής εκτελεστικής δομής, καθώς και με ετήσιες συμφωνίες χρηματοδότησης.

Άρθρο 5

Εάν το κοινό πρόγραμμα AAL δεν υλοποιηθεί ή εάν υλοποιηθεί ανεπαρκώς, μερικώς ή καθυστερημένα, η Κοινότητα μπορεί να μειώσει, να αρνηθεί να καταβάλει ή να διακόψει τη χρηματοδοτική της συνεισφορά ανάλογα με την πραγματική υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL.

Εάν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία δεν συνεισφέρουν ή συνεισφέρουν μερικώς ή καθυστερημένα στη χρηματοδότηση του κοινού προγράμματος AAL, η Κοινότητα μπορεί να μειώσει τη χρηματοδοτική της συνεισφορά ανάλογα με το πραγματικό ύψος των δημόσιων χρηματοδοτικών πόρων που έχουν διαθέσει τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία βάσει των όρων της συμφωνίας που συνάπτεται μεταξύ της Επιτροπής και της ειδικής εκτελεστικής δομής.

Άρθρο 6

Κατά την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία, λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα νομοθετικά, ρυθμιστικά διοικητικά ή άλλα μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων. Ειδικότερα, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται η πλήρης επιστροφή οποιωνδήποτε ποσών που τυχόν οφείλονται στην Κοινότητα, σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 38 παράγραφος 2 των κανόνων εφαρμογής.

Άρθρο 7

Η Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο μπορούν, μέσω των μονίμων ή άλλων υπαλλήλων τους, να προβαίνουν σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις προκειμένου να διασφαλίζεται η χρηστή διαχείριση των κοινοτικών πόρων και η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας έναντι οποιασδήποτε απάτης ή παρατυπίας. Προς το σκοπό αυτό, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία ή/και η ειδική εκτελεστική δομή θέτουν, εν ευθέτω χρόνω, στη διάθεση της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου όλα τα σχετικά έγγραφα.

Άρθρο 8

Η Επιτροπή διαβιβάζει κάθε σχετική πληροφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία, καλούνται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή, μέσω της ειδικής εκτελεστικής δομής, κάθε συμπληρωματική πληροφορία που απαιτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με την οικονομική διαχείριση της ειδικής εκτελεστικής δομής που είναι συνεπής προς τις γενικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.

Άρθρο 9

Οποιοδήποτε κράτος μέλος μπορεί να προσχωρήσει στο κοινό πρόγραμμα AAL σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχεία ε) έως η).

Άρθρο 10

Οποιαδήποτε τρίτη χώρα μπορεί να προσχωρήσει στο κοινό πρόγραμμα AAL σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχεία ε) έως η) και υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συμμετοχή καλύπτεται από σχετική διεθνή συμφωνία, και ότι σε αυτό συμφωνούν τόσο η Επιτροπή όσο και τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία.

Άρθρο 11

Οι προϋποθέσεις για τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας σε σχέση με τη συμμετοχή στο κοινό πρόγραμμα AAL οποιασδήποτε χώρας συνδεδεμένης με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο ή, εάν αυτό είναι απαραίτητο για την εκτέλεση του κοινού προγράμματος AAL, οποιασδήποτε άλλης χώρας, μπορούν να συμφωνούνται από την Κοινότητα βάσει των κανόνων που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση καθώς και οποιωνδήποτε εκτελεστικών κανόνων και ρυθμίσεων.

Άρθρο 12

1.   Η ετήσια έκθεση για το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο που υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 173 της συνθήκης περιλαμβάνει έκθεση των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL.

2.   Η Επιτροπή διεξάγει ενδιάμεση αξιολόγηση του κοινού προγράμματος AAL δύο έτη έπειτα από την έναρξη του προγράμματος, το αργότερο όμως το 2010. Εάν κριθεί απαραίτητο μετά την πρώτη ενδιάμεση αξιολόγηση, μπορούν να πραγματοποιηθούν περαιτέρω ενδιάμεσες αξιολογήσεις.

Στην ενδιάμεση αξιολόγηση εξετάζεται η πρόοδος προς την κατεύθυνση των στόχων του κοινού προγράμματος AAL που ορίζονται στο παράρτημα Ι, περιλαμβανομένων και συστάσεων σχετικά με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο περαιτέρω προώθησης της ολοκλήρωσης, η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα της υλοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής, διαχειριστικής και οικονομικής ολοκλήρωσης του κοινού προγράμματος AAL, καθώς και το ζήτημα του εάν το επίπεδο οικονομικής συνεισφοράς των συμμετεχόντων κρατών μελών, του Ισραήλ, της Νορβηγίας και της Ελβετίας είναι το ενδεδειγμένο, δεδομένης της εν δυνάμει ζήτησης από τις διάφορες εθνικές ερευνητικές τους κοινότητες. Λαμβάνεται επίσης υπόψη η εμπειρία που έχει αποκομισθεί από άλλα κοινά προγράμματα που εκτελούνται σύμφωνα με το άρθρο 169 της συνθήκης.

Η Επιτροπή ανακοινώνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τα σχετικά συμπεράσματα, συνοδευόμενα από τις παρατηρήσεις της και, κατά περίπτωση, προτάσεις για την προσαρμογή της παρούσας απόφασης.

3.   Στο τέλος του 2013, η Επιτροπή διεξάγει τελική αξιολόγηση του κοινού προγράμματος AAL. Τα αποτελέσματα της τελικής αξιολόγησης υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 13

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 9 Ιουλίου 2008.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J.-P. JOUYET


(1)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαρτίου 2008 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2008.

(2)  ΕΕ L 412 της 30.12.2006, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 400 της 30.12.2006, σ. 86.

(4)  ΕΕ L 391 της 30.12.2006, σ. 1.

(5)  ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1233/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 279 της 23.10.2007, σ. 10).

(6)  ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2.

(7)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1525/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ L 343 της 27.12.2007, σ. 9).

(9)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 478/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 111 της 28.4.2007, σ. 13).

(10)  ΕΕ C 323 της 30.12.2006, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ, ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ AAL

I.   Επιμέρους στόχοι

Το κοινό πρόγραμμα AAL έχει τους ακόλουθους επιμέρους στόχους:

Διευκόλυνση της εμφάνισης βασιζόμενων σε ΤΠΕ καινοτόμων προϊόντων, υπηρεσιών και συστημάτων ευγηρίας στο σπίτι, στην κοινότητα και στην εργασία, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, της αυτονομίας, της συμμετοχής στην κοινωνική ζωή, των δεξιοτήτων και της απασχολησιμότητας των ηλικιωμένων και τον περιορισμό του κόστους της υγείας και της κοινωνικής περίθαλψης. Τα παραπάνω μπορούν να βασίζονται π.χ. σε καινοτόμο εφαρμογή ΤΠΕ, σε νέους τρόπους αλληλεπίδρασης με τους πελάτες ή σε νέους τύπους αλυσίδας αξιών για υπηρεσίες αυτοδύναμης διαβίωσης. Τα αποτελέσματα από το κοινό πρόγραμμα AAL θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν και από άλλες ομάδες πληθυσμού, ήτοι τα άτομα με αναπηρίες.

Δημιουργία, σε επίπεδο ΕΕ, κρίσιμης μάζας έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας στα πεδία των τεχνολογιών και υπηρεσιών ευγηρίας στην κοινωνία της πληροφορίας, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης ευνοϊκού περιβάλλοντος για τη συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) στο πρόγραμμα·

Βελτίωση των συνθηκών βιομηχανικής εκμετάλλευσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων μέσω της δημιουργίας συνεκτικού ευρωπαϊκού πλαισίου για την ανάπτυξη κοινών προσεγγίσεων, περιλαμβανομένων κοινών ελάχιστων προδιαγραφών, και τη διευκόλυνση της τοπικής προσαρμογής κοινών λύσεων, συμβιβάσιμων με διαφορετικές κοινωνικές προτιμήσεις και ρυθμιστικές πτυχές, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Εστιάζοντας στην εφαρμοσμένη έρευνα, το κοινό πρόγραμμα AAL θα συμπληρώσει σχετικές μακροπρόθεσμες ερευνητικές δραστηριότητες που προβλέπονται στο έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, καθώς και τις δραστηριότητες επίδειξης που αποτελούν μέρος του προγράμματος-πλαισίου ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας (CIP, 2007-2013), το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 1639/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1), και εστιάζει σε μεγάλης κλίμακας υιοθέτηση υφιστάμενων λύσεων.

Μέσω των δραστηριοτήτων του το κοινό πρόγραμμα AAL πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη των ανανεωμένων στόχων της στρατηγικής της Λισσαβόνας και τη δημιουργία της κοινωνίας που βασίζεται στη γνώση, ενώ θα αποφεύγεται το να οδηγεί η χρήση της νέας τεχνολογίας στον αποκλεισμό. Επ’ αυτού θα προωθείται η ανάπτυξη αποτελεσματικών ως προς το κόστος λύσεων που μπορεί να βοηθούν στην εξασφάλιση επί ίσης βάσης και απλουστευμένης πρόσβασης στα σχετικά, βασιζόμενα στην ΤΠΕ προϊόντα και υπηρεσίες, περιλαμβανομένης της πρόσβασης σε υπηρεσίες μέσα από την επιλογή διαφόρων καναλιών, που σέβονται τη σφαίρα του προσωπικού και την αξιοπρέπεια των ηλικιωμένων απ’ άκρου εις άκρο των περιφερειών της Ευρώπης, περιλαμβανομένων των περιοχών της υπαίθρου και εκείνων στην περιφέρεια.

Πέραν τούτων το κοινό πρόγραμμα AAL πρέπει να προωθεί την καινοτομία στον ιδιωτικό τομέα και τη συγχρηματοδότηση από αυτόν, ιδιαίτερα τις ΜΜΕ, για έργα που σχετίζονται με την αγορά, την προσαρμογή της τεχνολογίας και λύσεων που πρέπει να αναπτυχθούν στα πλαίσια έργων για τις ανάγκες των ηλικιωμένων ενόψει ευρύτερης συμμετοχής τους στην κοινωνία.

Όπου είναι τούτο δυνατόν εξασφαλίζονται ο συμπληρωματικός χαρακτήρας του κοινού προγράμματος AAL προς άλλα προγράμματα σε επίπεδο Κοινότητας, κρατών μελών και περιφερειών και συνέργειες με αυτά.

Πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή σε πιθανά θέματα δεοντολογίας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής, σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα.

II.   Δραστηριότητες

Οι κυριότερες δραστηριότητες στο κοινό πρόγραμμα AAL συνίστανται στις δραστηριότητες έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας. Οι δραστηριότητες αυτές υλοποιούνται μέσω διακρατικών έργων επιμερισμένου κόστους στα οποία συμμετέχουν εταίροι από τουλάχιστον τρεις διαφορετικές χώρες από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία και άλλες συμμετέχουσες χώρες και τα οποία περιλαμβάνουν δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης, επίδειξης και διάδοσης. Θα πρέπει να εστιάζουν σε έρευνα προσανατολισμένη στην αγορά, να είναι βραχυπρόθεσμης ή μεσοπρόθεσμης διάρκειας και να αποδεικνύουν την ικανότητα εκμετάλλευσης των αποτελεσμάτων του έργου εντός ρεαλιστικού χρονικού πλαισίου.

Επιπλέον, δραστηριότητες μεσιτείας, προώθησης προγραμμάτων και δικτύωσης μπορούν να υλοποιηθούν μέσω ειδικών εκδηλώσεων ή σε συνδυασμό με υφιστάμενες. Σε αυτές περιλαμβάνεται η διοργάνωση συναντήσεων εργασίας και η ανάπτυξη επαφών με άλλους ενδιαφερόμενους στην αξιακή αλυσίδα.

Το κοινό πρόγραμμα AAL περιλαμβάνει διαβούλευση με ευρωπαίους ενδιαφερόμενους (όπως υπεύθυνους για λήψη αποφάσεων από υπουργεία και δημόσιες αρχές, παρόχους υπηρεσιών και ασφαλιστές του ιδιωτικού τομέα, καθώς επίσης και εκπροσώπους κλάδων, ΜΜΕ και χρηστών) όσον αφορά τις ερευνητικές προτεραιότητες και την υλοποίηση του προγράμματος.

Το κοινό πρόγραμμα AAL λαμβάνει επίσης υπόψη τις δημογραφικές τάσεις και τη δημογραφική έρευνα στα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη για να παρέχει λύσεις που αντικατοπτρίζουν την κοινωνική και οικονομική κατάσταση απ’ άκρου εις άκρο των κρατών μελών.

III.   Υλοποίηση του προγράμματος

Ετήσιο πρόγραμμα εργασιών και προσκλήσεις υποβολής προτάσεων

Το κοινό πρόγραμμα AAL υλοποιείται στη βάση ετησίων προγραμμάτων εργασιών όπου προσδιορίζονται τα θέματα για τις προσκλήσεις υποβολής προτάσεων, οι οποίες αφού συμφωνηθούν με την Επιτροπή χρησιμεύουν ως βάση για τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας.

Στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL προκηρύσσονται τακτικά προσκλήσεις υποβολής προτάσεων, κατά το συμφωνημένο πρόγραμμα εργασιών. Οι προτάσεις υποβάλλονται από τους υποψηφίους κεντρικά στην ειδική εκτελεστική δομή (ενιαίο σημείο υποβολής).

Μετά τη λήξη της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, διεξάγεται κεντρικός έλεγχος επιλεξιμότητας από την ειδική εκτελεστική δομή σε συνεργασία με τους εθνικούς οργανισμούς διαχείρισης προγράμματος. Ο έλεγχος γίνεται με βάση τα κοινά κριτήρια επιλεξιμότητας προγραμμάτων του κοινού προγράμματος AAL που δημοσιεύονται με το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών όπως ορίζεται στη συνέχεια. Στα κοινά κριτήρια επιλεξιμότητας περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα εξής:

έγκαιρη, ολοκληρωμένη και ηλεκτρονική υποβολή της πρότασης και

η εκπλήρωση υποχρεώσεων όσον αφορά τη σύνθεση κοινοπραξιών.

Επιπλέον, η ειδική εκτελεστική δομή με τη συνδρομή των εθνικών οργανισμών διαχείρισης προγράμματος, πραγματοποιεί έλεγχο σε σύγκριση με τα εθνικά κριτήρια επιλεξιμότητας που δημοσιεύονται με το ετήσιο πρόγραμμα εργασιών. Αυτά τα εθνικά κριτήρια επιλεξιμότητας, τα οποία μνημονεύονται στις αντίστοιχες προσκλήσεις, αφορούν μόνο τη νομική και οικονομική κατάσταση μεμονωμένων συμμετεχόντων και δεν αφορούν το περιεχόμενο της πρότασης. Τα κριτήρια αυτά είναι:

ο τύπος συμμετέχοντος, όπως νομικό καθεστώς και σκοπός,

η ευθύνη και η βιωσιμότητα, όπως οικονομική ευρωστία, εκπλήρωση φορολογικών/κοινωνικών υποχρεώσεων κ.λπ.

Οι επιλέξιμες προτάσεις έργων αξιολογούνται και επιλέγονται σε κεντρικό επίπεδο με τη συνδρομή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, βάσει διαφανών και κοινών κριτηρίων αξιολόγησης, όπως ορίζεται στο πρόγραμμα εργασιών. Η επιλογή αυτή, αφού εγκριθεί από τη γενική συνέλευση, είναι δεσμευτική για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και για το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία.

Η ειδική εκτελεστική δομή είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση των έργων· για τη διαχείριση ολόκληρου του κύκλου του έργου καθιερώνονται κοινές επιχειρησιακές διαδικασίες.

Δεδομένου ότι τα διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους εθνικούς εταίρους έργων στα πλαίσια των επιλεγόμενων έργων διεκπεραιώνονται από την εκάστοτε εθνική υπηρεσία διαχείρισης προγράμματος, ισχύουν τα εθνικά κριτήρια επιλεξιμότητας που αφορούν αποκλειστικά τη νομική και οικονομική κατάσταση μεμονωμένων συμμετεχόντων, όπως ορίζεται ανωτέρω, καθώς και οι εθνικές διοικητικές βασικές αρχές.

Σε περίπτωση όπου κατά το στάδιο της ανάθεσης των συμβάσεων ένας συμμετέχων δεν πληροί ένα από τα εθνικά κριτήρια επιλεξιμότητας, το κοινό πρόγραμμα AAL διασφαλίζει την επιστημονική αριστεία. Για το σκοπό αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με απόφαση του εκτελεστικού συμβουλίου συμπληρωματική κεντρική και ανεξάρτητη αξιολόγηση της συγκεκριμένης πρότασης με τη συνδρομή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, για να αξιολογηθεί η πρόταση χωρίς τη συμμετοχή του συγκεκριμένου συμμετέχοντος ή, εφόσον προταθεί από την κοινοπραξία έργου, με τη συμμετοχή αντικαταστάτη.

Κάθε χώρα χρηματοδοτεί τους εθνικούς της συμμετέχοντες των οποίων οι προτάσεις επιλέγονται μέσω των εθνικών της υπηρεσιών, οι οποίες επιπλέον διοχετεύουν την κεντρική χρηματοδότηση από την ειδική εκτελεστική δομή, βάσει συμφωνίας που συνάπτεται μεταξύ αντίστοιχων εθνικών υπηρεσιών και των εθνικών συμμετεχόντων για κάθε έργο.

Εξασφάλιση επιστημονικής, διαχειριστικής και οικονομικής ολοκλήρωσης

Το κοινό πρόγραμμα AAL εξασφαλίζει την επιστημονική ολοκλήρωση των συμμετεχόντων εθνικών προγραμμάτων μέσω της κατάρτισης κοινών προγραμμάτων εργασιών και του καθορισμού κοινών θεμάτων προσκλήσεων για όλα τα εθνικά προγράμματα.

Η διαχειριστική ολοκλήρωση των εθνικών προγραμμάτων εξασφαλίζεται από τη νομική οντότητα που δημιουργείται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και από το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία. Η διαχείριση του κοινού προγράμματος AAL περιλαμβάνει:

κεντρική οργάνωση των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων,

κεντρική, ανεξάρτητη και διαφανή αξιολόγηση από εμπειρογνώμονες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βάσει κοινών κανόνων και κριτηρίων αξιολόγησης και επιλογής προτάσεων ανάλογα με την επιστημονική τους αριστεία,

ενιαία διεύθυνση υποβολής (προβλέπεται ηλεκτρονική υποβολή).

Το κοινό πρόγραμμα AAL θα ενισχύσει την οικονομική ολοκλήρωση:

εξασφαλίζοντας τη συνολική τήρηση των ανειλημμένων δεσμεύσεων χρηματοδότησης σε εθνικό επίπεδο για τη διάρκεια της πρωτοβουλίας, καθώς και των ετήσιων δεσμεύσεων για κάθε προτεινόμενο πρόγραμμα εργασιών,

εξασφαλίζοντας ότι η τελική κατάταξη των προτάσεων, που συμφωνείται βάσει της αξιολόγησης, θα είναι δεσμευτική για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία όπως περιγράφεται ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου ανάθεσης των συμβάσεων,

προάγοντας την ευρύτερη δυνατή ευελιξία στην κατανομή εθνικών δημοσιονομικών πόρων για την αντιμετώπιση εξαιρέσεων, π.χ. με αύξηση των εθνικών συνεισφορών ή με σταυροειδή χρηματοδότηση.

Ως μέρος της πρωτοβουλίας, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για την ενίσχυση της ολοκλήρωσης και την άρση των υφιστάμενων εθνικών νομικών και διοικητικών φραγμών για τη διεθνή συνεργασία.

IV.   Αρχές χρηματοδότησης

Η κοινοτική συνεισφορά αντιπροσωπεύει σταθερό ποσοστό της συνολικής δημόσιας χρηματοδότησης από τα συμμετέχοντα εθνικά προγράμματα, σε καμία περίπτωση όμως δεν υπερβαίνει ποσοστό 50 % της συνολικής δημόσιας χρηματοδότησης ενός συμμετέχοντος σε έργο που έχει επιλεγεί έπειτα από πρόσκληση υποβολής προτάσεων στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL. Το εν λόγω σταθερό ποσοστό ορίζεται στη συμφωνία μεταξύ της ειδικής εκτελεστικής δομής και της Επιτροπής και βασίζεται στην πολυετή ανάληψη δέσμευσης των συμμετεχόντων κρατών μελών και του Ισραήλ, της Νορβηγίας και της Ελβετίας, καθώς και στην κοινοτική συνεισφορά.

Μέγιστο ποσοστό 6 % της χρηματοδοτικής συνεισφοράς από την Κοινότητα χρησιμοποιείται ως συμβολή για τις συνολικές επιχειρησιακές δαπάνες του κοινού προγράμματος AAL.

Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, το Ισραήλ, η Νορβηγία και η Ελβετία επίσης θα συνεισφέρουν για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εκτέλεση του κοινού προγράμματος AAL.

Τα έργα συγχρηματοδοτούνται από τους συμμετέχοντες σε αυτά.

V.   Αναμενόμενα παραδοτέα από την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL

Η ειδική εκτελεστική δομή θα υποβάλλει ετήσια έκθεση η οποία θα περιλαμβάνει λεπτομερή επισκόπηση της υλοποίησης του κοινού προγράμματος AAL (αριθμός έργων που έχουν υποβληθεί και επιλεγεί για χρηματοδότηση, αξιοποίηση της κοινοτικής χρηματοδότησης, κατανομή των εθνικών πόρων, τύπος συμμετεχόντων, στατιστικές ανά χώρα, εκδηλώσεις τεχνομεσιτείας και δραστηριότητες διάδοσης κ.λπ.), καθώς και της προόδου προς την κατεύθυνση περαιτέρω ολοκλήρωσης.

Τα αναμενόμενα παραδοτέα θα καθορίζονται λεπτομερέστερα στη συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ της Επιτροπής, εξ ονόματος της Κοινότητας, και την ειδική εκτελεστική δομή.


(1)  ΕΕ L 310 της 9.11.2006, σ. 15.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ AAL

Η οργανωτική διάρθρωση του κοινού προγράμματος AAL είναι η ακόλουθη:

 

Η AAL Association, μια διεθνής μη κερδοσκοπική ένωση διεπόμενη από το βελγικό δίκαιο, συνιστά την ειδική εκτελεστική δομή που δημιουργήθηκε από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και από το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία.

 

Η AAL Association είναι υπεύθυνη για όλες τις δραστηριότητες του κοινού προγράμματος AAL. Στους σκοπούς της AAL Association περιλαμβάνονται η διαχείριση συμβάσεων και του προϋπολογισμού, η κατάρτιση των ετήσιων προγραμμάτων εργασιών, η οργάνωση των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων, η διεκπεραίωση της αξιολόγησης και η βαθμολογική κατάταξη των έργων. Επιπλέον, η AAL Association επιβλέπει την παρακολούθηση των έργων και μεταβιβάζει τις πληρωμές των κοινοτικών συνεισφορών στις καθορισμένες εθνικές υπηρεσίες του προγράμματος. Διοργανώνει επίσης δραστηριότητες διάδοσης.

 

Η διοίκηση της AAL Association ασκείται από τη γενική συνέλευση. Η γενική συνέλευση είναι το όργανο του κοινού προγράμματος AAL που λαμβάνει τις αποφάσεις, διορίζει τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου και επιβλέπει την υλοποίηση του κοινού προγράμματος AAL, συμπεριλαμβανομένης της έγκρισης των ετήσιων προγραμμάτων εργασιών, της κατανομής της εθνικής χρηματοδότησης σε έργα και των αιτήσεων προσχώρησης νέων μελών. Λειτουργεί στη βάση της αρχής «μια χώρα μια ψήφος». Οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία, εκτός των αποφάσεων διαδοχής, εισδοχής ή αποκλεισμού μελών ή διάλυσης της ένωσης, περιπτώσεις για τις οποίες μπορούν να καθοριστούν ειδικές απαιτήσεις ψηφοφορίας στο καταστατικό της ένωσης. Στις συνεδριάσεις της γενικής συνέλευσης η Επιτροπή συμμετέχει με καθεστώς παρατηρητή.

 

Το εκτελεστικό συμβούλιο της Ένωσης AAL —αποτελούμενο από τουλάχιστον έναν πρόεδρο, έναν αντιπρόεδρο και έναν ταμία— εκλέγεται από τη γενική συνέλευση για να αναλάβει τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες διαχείρισης, όπως η κατάρτιση του προϋπολογισμού, η διαχείριση του προσωπικού και η σύναψη συμβάσεων. Είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ένωσης και είναι υπόλογο στη γενική συνέλευση.

 

Οι εθνικές υπηρεσίες διαχείρισης προγράμματος εξουσιοδοτούνται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και από το Ισραήλ, τη Νορβηγία και την Ελβετία να αναλάβουν εργασίες που συνδέονται με τη διαχείριση των έργων και με τα διοικητικά και νομικά ζητήματα που αφορούν τους εθνικούς εταίρους έργων, καθώς και να παρέχουν υποστήριξη κατά την αξιολόγηση και τη διαπραγμάτευση των προτάσεων έργων. Εργάζονται υπό την επιτήρηση της ένωσης AAL.

 

Ένα συμβουλευτικό όργανο, απαρτιζόμενο από εκπροσώπους του κλάδου και άλλων ενδιαφερόμενων μερών και στο οποίο περιλαμβάνονται εκπρόσωποι διαφορετικών γενεών, διατυπώνει συστάσεις ως προς τις προτεραιότητες και τα αντικείμενα των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων που προκηρύσσονται στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος AAL.


30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/58


ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. 743/2008/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 9ης Ιουλίου 2008

περί της συμμετοχής της Κοινότητας σε πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης ορισμένων κρατών μελών, το οποίο στηρίζει τις ΜΜΕ που διεξάγουν έρευνα και ανάπτυξη

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 169 και το άρθρο 172 δεύτερο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η απόφαση αριθ. 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (3) (εφεξής «έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο»), προβλέπει τη συμμετοχή της Κοινότητας σε προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης που αναλαμβάνουν από κοινού διάφορα κράτη μέλη, καθώς και τη συμμετοχή στις δομές που έχουν συσταθεί για την εκτέλεση των εν λόγω προγραμμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 169 της συνθήκης.

(2)

Στο έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο έχει καθορισθεί σειρά κριτηρίων για τον προσδιορισμό πεδίων κατάλληλων για την ανάληψη πρωτοβουλιών δυνάμει του άρθρου 169: η σχέση με τους κοινοτικούς στόχους, ο σαφής καθορισμός του στόχου και η σχέση του με τους στόχους του έβδομου προγράμματος-πλαισίου, η ύπαρξη προϋφιστάμενης βάσης (υφιστάμενα ή προγραμματιζόμενα εθνικά ερευνητικά προγράμματα), η ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία, η κρίσιμη μάζα από την άποψη του μεγέθους και του αριθμού των σχετικών προγραμμάτων και της ομοιότητας των δραστηριοτήτων τους, καθώς και η αποτελεσματικότητα του άρθρου 169 της συνθήκης ως του πλέον ενδεδειγμένου μέσου για την επίτευξη των στόχων.

(3)

Στην απόφαση 2006/974/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το ειδικό πρόγραμμα «Ικανότητες» για την εκτέλεση του έβδομου προγράμματος-πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τις δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) (4) (εφεξής «ειδικό πρόγραμμα Ικανότητες»), προσδιορίζεται πρωτοβουλία βάσει του άρθρου 169 σχετικά με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) που διεξάγουν έρευνα ως ένα από τα ενδεδειγμένα πεδία για κοινοτική συμμετοχή σε εθνικά ερευνητικά προγράμματα που υλοποιούνται από κοινού βάσει του άρθρου 169 της συνθήκης.

(4)

Στα συμπεράσματά του, της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, το Συμβούλιο αναγνώρισε τον σημαντικό ρόλο του έβδομου προγράμματος-πλαισίου στην προώθηση της ανάπτυξης του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (ΕΧΕ) και τόνισε παράλληλα τη σημασία της ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ του ΕΧΕ και των ευρωπαϊκών διακυβερνητικών οργανισμών όπως το EUREKA.

(5)

Στα συμπεράσματά του, της 25ης και 26ης Νοεμβρίου 2004, το Συμβούλιο τόνισε τη σημασία των ΜΜΕ για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ και, κατά συνέπεια, την ανάγκη να ενισχύσουν τα κράτη μέλη και η Επιτροπή την αποτελεσματικότητα και τη συμπληρωματικότητα των εθνικών και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στήριξης των ΜΜΕ. Το Συμβούλιο ενθάρρυνε ιδιαίτερα την Επιτροπή να μελετήσει αν υπάρχει ανάγκη ενός σχεδίου «από τη βάση στην κορυφή» για τις ΜΜΕ που διεξάγουν έρευνα. Το Συμβούλιο υπενθύμισε τη σημασία του συντονισμού των εθνικών προγραμμάτων για την ανάπτυξη του ΕΧΕ. Το Συμβούλιο κάλεσε τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να συνεργαστούν στενά για τον προσδιορισμό περιορισμένου αριθμού τομέων για την περαιτέρω εφαρμογή του άρθρου 169 της συνθήκης. Το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να αναπτύξει περαιτέρω τη συνεργασία και το συντονισμό μεταξύ των Κοινοτήτων και των δραστηριοτήτων των διακυβερνητικών φορέων, ιδίως με το EUREKA, υπενθυμίζοντας την υπουργική σύνοδο του EUREKA της 18ης Ιουνίου 2004.

(6)

Με το ψήφισμά του, της 10ης Μαρτίου 2005, σχετικά με την επιστήμη και την τεχνολογία — Κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ της έρευνας (5), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενθάρρυνε τα κράτη μέλη να παράσχουν φορολογικά και άλλα κίνητρα για την προώθηση της βιομηχανικής καινοτομίας, περιλαμβανομένης και της σύνδεσης με το πρόγραμμα EUREKA, ιδίως όσον αφορά τις ΜΜΕ, και τόνισε ότι ο ΕΧΕ θα υλοποιηθεί μόνο εφόσον η Ένωση διαθέσει μεγαλύτερο μερίδιο από τους χρηματοδοτικούς πόρους για την έρευνα, για τον στενότερο συντονισμό των ευρωπαϊκών, εθνικών και περιφερειακών πολιτικών έρευνας σε ό,τι αφορά τόσο την ουσία όσο και τη χρηματοδότησή τους, και εφόσον αυτοί οι πόροι προστεθούν στις πολιτικές έρευνας των κρατών μελών, τόσο στο εσωτερικό τους και μεταξύ τους. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε την πεποίθηση ότι χρειάζεται μια αποτελεσματικότερη και πιο συντονισμένη χρήση άλλων μηχανισμών χρηματοδότησης και μηχανισμών στήριξης της έρευνας και ανάπτυξης (εφεξής «Ε & A») και της καινοτομίας και αναφέρει, μεταξύ άλλων, το EUREKA. Το Κοινοβούλιο συνέστησε την ενίσχυση του συντονισμού μεταξύ των εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων και κάλεσε την Επιτροπή να αναλάβει πρωτοβουλίες σύμφωνα με το άρθρο 169 της συνθήκης.

(7)

Στην ανακοίνωση της 4ης Ιουνίου 2003 με τίτλο «Επενδύοντας στην έρευνα: ένα σχέδιο δράσης για την Ευρώπη» η Επιτροπή υπογράμμισε τη σημασία της συμμετοχής των ΜΜΕ σε άμεσα μέτρα στήριξης της έρευνας και της καινοτομίας, τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση του καινοτόμου δυναμικού μεγάλων τομέων της οικονομίας.

(8)

Σήμερα, μια σειρά προγραμμάτων και δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη μεμονωμένα σε εθνικό επίπεδο για την υποστήριξη δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης που ασκούν οι ΜΜΕ δεν συντονίζονται επαρκώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δεν επιτρέπουν μια συνεκτική προσέγγιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την εκπόνηση ενός αποτελεσματικού προγράμματος έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης.

(9)

Επιθυμώντας να καθιερώσουν συνεκτική προσέγγιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο στον τομέα των ΜΜΕ που διεξάγουν Ε & Α και προκειμένου να ενεργήσουν αποτελεσματικά, ορισμένα κράτη μέλη ανέλαβαν πρωτοβουλία στο πλαίσιο του EUREKA για τη συγκρότηση κοινού προγράμματος έρευνας και ανάπτυξης με τίτλο «Eurostars» (εφεξής το «κοινό πρόγραμμα Eurostars») υπέρ των ΜΜΕ που διεξάγουν Ε & Α, προκειμένου να επιτύχουν μια κρίσιμη μάζα όσον αφορά τους διαχειριστικούς και οικονομικούς πόρους και το συνδυασμό πρόσθετης εμπειρογνωμοσύνης και πόρων που διατίθενται σε διάφορες χώρες σε ολόκληρη την Ευρώπη.

(10)

Στόχος του κοινού προγράμματος Eurostars είναι η στήριξη των ΜΜΕ που διεξάγουν Ε & Α μέσω της εξασφάλισης του αναγκαίου νομικού και οργανωτικού πλαισίου για ευρωπαϊκή συνεργασία μεγάλης κλίμακας μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμοσμένη έρευνα και την καινοτομία σε κάθε τεχνολογικό ή βιομηχανικό τομέα. Το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Δανία, η Γερμανία, η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Λεττονία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Ουγγαρία, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Σλοβακία, η Φινλανδία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο (εφεξής «τα συμμετέχοντα κράτη μέλη»), καθώς και η Ισλανδία, το Ισραήλ, η Νορβηγία, η Ελβετία και η Τουρκία (εφεξής «οι λοιπές συμμετέχουσες χώρες») συμφώνησαν να συντονίσουν και να υλοποιήσουν από κοινού δραστηριότητες με στόχο τη συμμετοχή στο κοινό πρόγραμμα Eurostars. Το συνολικό ύψος της συμμετοχής τους εκτιμάται σε τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ για τη διάρκεια της προτεινόμενης εξαετούς περιόδου. Η οικονομική συνεισφορά της Κοινότητας θα πρέπει να είναι έως 25 % της συνολικής δημόσιας συνεισφοράς στο κοινό πρόγραμμα Eurostars, η οποία εκτιμάται σε 400 εκατ. ευρώ.

(11)

Για να αυξηθεί ο αντίκτυπος του κοινού προγράμματος Eurostars, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οι άλλες συμμετέχουσες χώρες συμφώνησαν να συμμετάσχει η Κοινότητα στο κοινό πρόγραμμα Eurostars. Η Κοινότητα θα πρέπει να συμμετάσχει στο πρόγραμμα με συνεισφορά έως 100 εκατ. ευρώ για όλη τη διάρκειά του. Δεδομένου ότι το κοινό πρόγραμμα Eurostars ανταποκρίνεται στους επιστημονικούς στόχους του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και ότι το ερευνητικό πεδίο του Eurostars εμπίπτει στο τμήμα «Έρευνα υπέρ των ΜΜΕ» του ειδικού προγράμματος «Ικανότητες», η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας θα πρέπει να καλυφθεί από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού που διατίθενται για το συγκεκριμένο τμήμα. Υπάρχουν και άλλες επιλογές χρηματοδότησης, μεταξύ άλλων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και ειδικότερα μέσω της Χρηματοδοτικής διευκόλυνσης καταμερισμού του κινδύνου που έχει συσταθεί από κοινού με την ΕΤΕπ και την Επιτροπή σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ της απόφασης 2006/974/ΕΚ.

(12)

Η κοινοτική χρηματοδοτική στήριξη θα πρέπει να παρέχεται όταν έχει καταρτιστεί σχέδιο χρηματοδότησης που βασίζεται σε επίσημες δεσμεύσεις των αρμόδιων εθνικών αρχών για κοινή υλοποίηση των προγραμμάτων και δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης οι οποίες αναλαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο, καθώς και για συνεισφορά στη χρηματοδότηση της κοινής εκτέλεσης του κοινού προγράμματος Eurostars.

(13)

Η κοινή υλοποίηση των εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων προϋποθέτει την ύπαρξη ή τη σύσταση μιας ειδικής εκτελεστικής δομής, όπως προβλέπεται στο ειδικό πρόγραμμα «Ικανότητες».

(14)

Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη συμφώνησαν σχετικά με την εν λόγω ειδική εκτελεστική δομή για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος Eurostars.

(15)

Η ειδική εκτελεστική δομή θα πρέπει να είναι ο αποδέκτης της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας και να εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκτέλεση του κοινού προγράμματος Eurostars.

(16)

Η συνεισφορά της Κοινότητας θα πρέπει να παρέχεται υπό τον όρο της δέσμευσης πόρων από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και τις άλλες συμμετέχουσες χώρες, και της εκταμίευσης των αντίστοιχων χρηματοδοτικών συνεισφορών.

(17)

Η εκταμίευση της κοινοτικής συνεισφοράς θα πρέπει να εξαρτάται από τη σύναψη γενικής συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και της ειδικής εκτελεστικής δομής, η οποία θα περιέχει λεπτομερείς ρυθμίσεις σχετικά με τη χρήση της κοινοτικής συνεισφοράς. Η εν λόγω συμφωνία θα πρέπει να περιέχει τις αναγκαίες διατάξεις περί προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

(18)

Οι τόκοι που παράγονται από τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας θεωρούνται έσοδα για ειδικό προορισμό σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (6) (εφεξής «δημοσιονομικός κανονισμός»). Η μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας που αναφέρεται στην παρούσα απόφαση μπορεί να αυξηθεί αναλόγως από την Επιτροπή.

(19)

Η Κοινότητα θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να μειώσει, να αναστείλει ή να σταματήσει τη χρηματοδοτική συνεισφορά της όταν το κοινό πρόγραμμα Eurostars υλοποιείται ανεπαρκώς, μερικώς ή καθυστερημένα, ή αν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και άλλες χώρες δεν συνεισφέρουν, ή συνεισφέρουν μερικώς ή καθυστερημένα στη χρηματοδότηση του κοινού προγράμματος Eurostars, σύμφωνα με τη συμφωνία μεταξύ της Κοινότητας και της ειδικής εκτελεστικής δομής.

(20)

Για την αποτελεσματική υλοποίηση του κοινού προγράμματος Eurostars θα πρέπει να παρασχεθεί χρηματοδοτική στήριξη προς τους συμμετέχοντες στα σχέδια του κοινού προγράμματος Eurostars (στο εξής «σχέδια Eurostars»), οι οποίοι επιλέγονται σε κεντρικό επίπεδο έπειτα από προσκλήσεις υποβολής προτάσεων. Η χρηματοδοτική στήριξη και οι συνδεόμενες με αυτήν πληρωμές θα πρέπει να είναι διαφανείς και αποτελεσματικές. Οι πληρωμές θα πρέπει να εκτελούνται εντός της περιόδου που καθορίζεται βάσει συμφωνίας μεταξύ των εθνικών φορέων χρηματοδότησης και της ειδικής εκτελεστικής δομής. Η ειδική εκτελεστική δομή θα πρέπει να ενθαρρύνει τα συμμετέχοντα κράτη μέλη να διευκολύνουν τις πληρωμές προς τους συμμετέχοντες στα επιλεγμένα σχέδια Eurostars, περιλαμβανομένης, ενδεχομένως, και της κατ’ αποκοπή χρηματοδότησης.

(21)

Η αξιολόγηση των προτάσεων θα πρέπει να γίνεται σε κεντρικό επίπεδο από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Θα πρέπει να εγκριθεί σε κεντρικό επίπεδο ένας πίνακας ταξινόμησης, ο οποίος θα είναι δεσμευτικός για τη χρηματοδότηση από την κοινοτική συνεισφορά και από τους εθνικούς προϋπολογισμούς που προορίζονται για σχέδια Eurostars.

(22)

H συνεισφορά της Κοινότητας αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης στο πλαίσιο της έμμεσης κεντρικής διαχείρισης βάσει του δημοσιονομικού κανονισμού και του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου περί του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (7) (εφεξής «κανόνες εφαρμογής»).

(23)

Για κάθε επιλεγόμενο σχέδιο Eurostars, οι ΜΜΕ που διεξάγουν Ε & Α θα πρέπει να συνεισφέρουν συλλογικά στην κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους των συλλογικών δαπανών που συνδέονται με τις δραστηριότητες Ε & Α όλων των συμμετεχόντων.

(24)

Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να συμμετάσχουν στο κοινό πρόγραμμα Eurostars.

(25)

Σύμφωνα με τους στόχους του έβδομου προγράμματος-πλαισίου, η συμμετοχή στο κοινό πρόγραμμα Eurostars χωρών που συνδέονται με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο ή άλλων χωρών θα πρέπει να είναι δυνατή υπό τον όρο ότι η εν λόγω συμμετοχή προβλέπεται από τη σχετική διεθνή συμφωνία και εφόσον συμφωνήσουν σε αυτή τόσο η Επιτροπή όσο και τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οι άλλες συμμετέχουσες χώρες.

(26)

Σύμφωνα με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο, η Κοινότητα θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να συνάπτει συμφωνία για τους όρους της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της στο κοινό πρόγραμμα Eurostars προκειμένου για συμμετοχή σε αυτό οποιασδήποτε χώρας συνδεδεμένης με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο ή, εφόσον είναι ουσιαστικής σημασίας για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος Eurostars, άλλων χωρών που εντάσσονται στο πρόγραμμα στην πορεία της υλοποίησής του, σύμφωνα με τους κανόνες και όρους της παρούσας απόφασης.

(27)

Θα πρέπει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη παρατυπιών και απατών και για να κινούνται οι αναγκαίες διαδικασίες για την ανάκτηση απολεσθέντων, αχρεωστήτως καταβληθέντων ή κακώς χρησιμοποιηθέντων κονδυλίων, βάσει του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (8), του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (9), και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (10).

(28)

Είναι σημαντικό οι ερευνητικές δραστηριότητες που διεξάγονται στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος Eurostars να συμμορφούνται προς τις θεμελιώδεις δεοντολογικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που διακηρύσσονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να τηρούν, ως θέμα αρχής, την ένταξη της διάστασης του φύλου και την ισότητα των φύλων.

(29)

Η Επιτροπή θα πρέπει να πραγματοποιήσει ενδιάμεση αξιολόγηση, ιδίως ως προς την ικανότητα των ΜΜΕ που διεξάγουν Ε & Α να έχουν πρόσβαση στο κοινό πρόγραμμα Eurostars και την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα της υλοποίησής του και ως προς την πρόοδο υλοποίησης των στόχων που έχουν τεθεί, καθώς και τελική αξιολόγηση.

(30)

Η παρακολούθηση της εκτέλεσης του κοινού προγράμματος Eurostars θα πρέπει να είναι αποτελεσματική και να μην επιβάλλει περιττά βάρη στους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα, ιδίως στις ΜΜΕ.

(31)

Η ειδική εκτελεστική δομή θα πρέπει να ενθαρρύνει τους συμμετέχοντες στα επιλεγόμενα σχέδια Eurostars να κοινοποιούν και να διαδίδουν τα αποτελέσματά τους και να δημοσιοποιούν αυτά τα στοιχεία,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Κατά την υλοποίηση του έβδομου προγράμματος-πλαισίου η Κοινότητα καταβάλλει χρηματοδοτική συνεισφορά στο κοινό πρόγραμμα Eurostars το οποίο αναλαμβάνεται από κοινού από το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Δανία, τη Γερμανία, την Εσθονία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Κύπρο, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, την Ουγγαρία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο («συμμετέχοντα κράτη μέλη»), καθώς και την Ισλανδία, το Ισραήλ, τη Νορβηγία, την Ελβετία και την Τουρκία («οι λοιπές συμμετέχουσες χώρες»).

2.   Η Κοινότητα καταβάλλει χρηματοδοτική συνεισφορά έως το ένα τρίτο των πραγματικών συνεισφορών των συμμετεχόντων κρατών μελών και των λοιπών συμμετεχουσών χωρών, μέχρι ανωτάτου ορίου 100 εκατ. ευρώ για τη διάρκεια του έβδομου προγράμματος-πλαισίου, σύμφωνα προς τις αρχές που εκτίθενται στο παράρτημα Ι.

3.   Η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας καταβάλλεται από το κονδύλιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διατίθεται για το τμήμα «Έρευνα υπέρ των ΜΜΕ», στα πλαίσια του ειδικού προγράμματος «Ικανότητες».

Άρθρο 2

Η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας εξαρτάται από:

α)

την τεκμηρίωση, εκ μέρους των συμμετεχόντων κρατών μελών και των άλλων συμμετεχουσών χωρών, ότι το κοινό πρόγραμμα Eurostars έχει πράγματι καταρτισθεί όπως περιγράφεται στο παράρτημα Ι·

β)

την επίσημη ίδρυση ή καθορισμό, από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, και τις άλλες συμμετέχουσες χώρες, ή από οργανισμούς που ορίζονται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και τις άλλες συμμετέχουσες χώρες, μιας ειδικής εκτελεστικής δομής με νομική προσωπικότητα, υπεύθυνης για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος Eurostars, καθώς και για την παραλαβή, την κατανομή και την παρακολούθηση της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας στο πλαίσιο της έμμεσης κεντρικής διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και το άρθρο 56 του δημοσιονομικού κανονισμού καθώς και το άρθρο 35, το άρθρο 38 παράγραφος 2 και το άρθρο 41 των κανόνων εφαρμογής·

γ)

τον καθορισμό κατάλληλου και αποτελεσματικού προτύπου διαχείρισης του κοινού προγράμματος Eurostars σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ·

δ)

την αποτελεσματική διεξαγωγή των δραστηριοτήτων του κοινού προγράμματος Eurostars που περιγράφονται στο παράρτημα Ι της παρούσας απόφασης από την ειδική εκτελεστική δομή, πράγμα που συνεπάγεται την πρόσκληση προς υποβολή προτάσεων για τη χορήγηση επιχορηγήσεων·

ε)

τη δέσμευση των συμμετεχόντων κρατών μελών και των άλλων συμμετεχουσών χωρών να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση του κοινού προγράμματος Eurostars, και από την πραγματική εκταμίευση της χρηματοδοτικής τους συνεισφοράς, ιδίως τη χρηματοδότηση των συμμετεχόντων στα σχέδια Eurostars που έχουν επιλεγεί βάσει των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων που διενεργούνται στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος Eurostars·

στ)

τη συμμόρφωση προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της Κοινότητας και ιδίως προς τους κανόνες του κοινοτικού πλαισίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία (11)·

ζ)

την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου επιστημονικής αριστείας και την τήρηση δεοντολογικών αρχών σύμφωνα με τις γενικές αρχές του έβδομου προγράμματος-πλαισίου, την αρχή της ένταξης της διάστασης του φύλου και την αρχή της ισότητας των φύλων, και τη συμβολή στην αειφόρο ανάπτυξη και

η)

τη διατύπωση διατάξεων που διέπουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία απορρέουν από τις δραστηριότητες του κοινού προγράμματος Eurostars και από την υλοποίηση και το συντονισμό των προγραμμάτων και δραστηριοτήτων Ε & A που διεξάγουν, σε εθνικό επίπεδο, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οι άλλες συμμετέχουσες χώρες, ώστε να ενισχύεται η παραγωγή τέτοιων γνώσεων και να υποστηρίζεται η ευρύτερη χρήση και διάδοση των παραγόμενων γνώσεων.

Άρθρο 3

Κατά την υλοποίηση του κοινού προγράμματος Eurostars, η χορήγηση χρηματοδοτικής ενίσχυσης σε συμμετέχοντες σε σχέδια Eurostars που έχουν επιλεγεί σε κεντρικό επίπεδο σύμφωνα προς το παράρτημα ΙΙ, έπειτα από προσκλήσεις υποβολής προτάσεων για την καταβολή επιχορηγήσεων, υπόκειται στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας. Η χρηματοδοτική ενίσχυση χορηγείται βάσει της επιστημονικής αριστείας και λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της στοχευόμενης ομάδας ΜΜΕ, των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της σχέσης προς τους συνολικούς στόχους του προγράμματος, σύμφωνα με τις αρχές και τις διαδικασίες του παραρτήματος Ι.

Άρθρο 4

Οι ρυθμίσεις για τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας και οι κανόνες που αναφέρονται στην οικονομική ευθύνη και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και οι λεπτομερείς κανόνες για την παροχή χρηματοδοτικής ενίσχυσης από την ειδική εκτελεστική δομή σε τρίτους, θεσπίζονται μέσω γενικής συμφωνίας που συνάπτεται μεταξύ της Επιτροπής, εξ ονόματος της Κοινότητας, και της ειδικής εκτελεστικής δομής, καθώς και με ετήσιες συμφωνίες χρηματοδότησης.

Άρθρο 5

Σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι τόκοι που παράγονται από τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας η οποία διατίθεται στο κοινό πρόγραμμα Eurostars θεωρούνται έσοδα για ειδικό προορισμό. Η μέγιστη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 της παρούσας απόφασης μπορεί να αυξηθεί αναλόγως από την Επιτροπή.

Άρθρο 6

Εάν το κοινό πρόγραμμα Eurostars δεν υλοποιηθεί ή εάν υλοποιηθεί ανεπαρκώς, μερικώς ή καθυστερημένα, ή εάν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οι άλλες συμμετέχουσες χώρες δεν συνεισφέρουν, ή συνεισφέρουν μερικώς ή καθυστερημένα στη χρηματοδότηση του κοινού προγράμματος Eurostars, η Κοινότητα μπορεί να μειώσει, να αναστείλει ή να σταματήσει τη χρηματοδοτική της συνεισφορά ανάλογα με το βαθμό υλοποίησης του κοινού προγράμματος Eurostars και το ύψος των δημόσιων κονδυλίων που έχουν διαθέσει τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οι άλλες συμμετέχουσες χώρες για την υλοποίησή του, βάσει συμφωνίας που θα συναφθεί μεταξύ της Επιτροπής και της ειδικής εκτελεστικής δομής.

Άρθρο 7

Κατά την υλοποίηση του κοινού προγράμματος Eurostars, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οι λοιπές συμμετέχουσες χώρες λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα νομοθετικά, κανονιστικά, διοικητικά ή άλλα μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων. Ειδικότερα, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οι λοιπές συμμετέχουσες χώρες, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης επιστροφή οιωνδήποτε ποσών οφείλονται στην Κοινότητα σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 38 παράγραφος 2 των κανόνων εφαρμογής.

Άρθρο 8

Η Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο μπορούν, μέσω των μονίμων ή άλλων υπαλλήλων τους, να προβαίνουν σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις προκειμένου να διασφαλίζεται η χρηστή διαχείριση των κοινοτικών πόρων και η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας έναντι οποιασδήποτε απάτης ή παρατυπίας. Προς το σκοπό αυτό, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οι άλλες συμμετέχουσες χώρες και η ειδική εκτελεστική δομή θέτουν, εγκαίρως, στη διάθεση της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου όλα τα σχετικά έγγραφα.

Άρθρο 9

Η Επιτροπή διαβιβάζει κάθε σχετική πληροφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οι άλλες συμμετέχουσες χώρες, καλούνται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή, μέσω της ειδικής εκτελεστικής δομής, κάθε συμπληρωματική πληροφορία που ζητούν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με την οικονομική διαχείριση της ειδικής εκτελεστικής δομής.

Άρθρο 10

Κάθε κράτος μέλος μπορεί να προσχωρήσει στο κοινό πρόγραμμα Eurostars σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχεία ε) έως η).

Άρθρο 11

Οιαδήποτε τρίτη χώρα μπορεί να προσχωρήσει στο κοινό πρόγραμμα Eurostars σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχεία ε) έως η), αν η συμμετοχή καλύπτεται από σχετική διεθνή συμφωνία και συμφωνούν τόσο η Επιτροπή όσο και τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οι λοιπές συμμετέχουσες χώρες.

Άρθρο 12

Οι προϋποθέσεις για τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας σε σχέση με τη συμμετοχή στο κοινό πρόγραμμα Eurostars οιασδήποτε χώρας συνδεδεμένης με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο ή, όπου αυτό είναι απαραίτητο για την εκτέλεση του κοινού προγράμματος Eurostars, οιασδήποτε άλλης χώρας, μπορούν να συμφωνούνται από την Κοινότητα βάσει των κανόνων που θεσπίζονται στην παρούσα απόφαση καθώς και οιωνδήποτε εκτελεστικών κανόνων και ρυθμίσεων.

Άρθρο 13

1.   Η ετήσια έκθεση για το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο που υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 173 της συνθήκης, περιλαμβάνει περίληψη των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος Eurostars βάσει της ετήσιας έκθεσης που υποβάλλει η ειδική εκτελεστική δομή στην Επιτροπή.

2.   Η Επιτροπή διεξάγει ενδιάμεση αξιολόγηση του κοινού προγράμματος Eurostars δύο έτη μετά την έναρξή του, η οποία καλύπτει την πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων που έχουν οριστεί στο παράρτημα Ι. Στην αξιολόγηση διατυπώνονται επίσης συστάσεις σχετικά με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο προώθησης της επιστημονικής διαχείρισης και της χρηματοδοτικής ενοποίησης, της αποτίμησης της ικανότητας των ΜΜΕ να διεξάγουν Ε & Α, ιδίως σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στο κοινό πρόγραμμα Eurostars, καθώς και της ποιότητας και αποτελεσματικότητας της υλοποίησής του. Η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο τα σχετικά συμπεράσματα συνοδευόμενα από τις παρατηρήσεις της και τυχόν προτάσεις τροποποίησης της παρούσας απόφασης.

3.   Κατά την ολοκλήρωση του κοινού προγράμματος Eurostars, η Επιτροπή διεξάγει την τελική του αξιολόγηση. Τα πορίσματα της αξιολόγησης υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 14

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 15

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 9 Ιουλίου 2008.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

H.-G. PÖTTERING

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J.-P. JOUYET


(1)  Γνώμη της 29ης Μαΐου 2008 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Απριλίου 2008 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2008.

(3)  ΕΕ L 412 της 30.12.2006, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 400 της 30.12.2006, σ. 299. Διορθώθηκε στην ΕΕ L 54 της 22.2.2007, σ. 101.

(5)  ΕΕ C 320 Ε της 15.12.2005, σ. 259.

(6)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1525/2007 (ΕΕ L 343 της 27.12.2007, σ. 9).

(7)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 478/2007 (ΕΕ L 111 της 28.4.2007, σ. 13).

(8)  ΕΕ L 312 της 23.12.1995, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1233/2007 της Επιτροπής (ΕΕ L 279 της 23.10.2007, σ. 10).

(9)  ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2.

(10)  ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

(11)  ΕΕ C 323 της 30.12.2006, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ EUROSTARS

Ι.   Στόχοι

Στόχος της παρούσας πρωτοβουλίας που ανέλαβαν οι χώρες μέλη του EUREKA είναι η συγκρότηση του κοινού προγράμματος Eurostars απευθυνόμενου στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) που διεξάγουν δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης (Ε & Α). Οι εν λόγω ΜΜΕ είναι εταιρείες έντασης γνώσεων με βάση την τεχνολογία/την καινοτομία και διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στη διαδικασία της καινοτομίας. Χαρακτηρίζονται από έντονο προσανατολισμό προς τους πελάτες ή την αγορά και στοχεύουν στην επίτευξη μιας ισχυρής θέσεως διεθνώς, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία ιδιαίτερα καινοτόμων σχεδίων με προορισμό την αγορά. Με βάση τις δικές τους ικανότητες Ε & Α έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν προϊόντα, μεθόδους και υπηρεσίες με σαφές πλεονέκτημα στους τομείς της καινοτομίας και της τεχνολογίας. Οι εν λόγω εταιρείες μπορεί να ποικίλλουν ως προς το μέγεθος και τον τομέα δραστηριοτήτων, μπορεί π.χ. να είναι γνωστές επιχειρήσεις με εμπειρία στη διεξαγωγή Ε & Α αιχμής προσανατολισμένης προς τις εφαρμογές ή νεοεμφανιζόμενες επιχειρήσεις υψηλού δυναμικού. Η Ε & Α αποτελεί ζωτικό στοιχείο της εταιρικής τους στρατηγικής και των επιχειρηματικών τους σχεδίων. Οι εν λόγω εταιρείες πρέπει να είναι ΜΜΕ κατά την έννοια της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (1), οι οποίες αφιερώνουν σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων τους στην Ε & Α. Τα λεπτομερή ελάχιστα όρια της δραστηριότητας αυτής αποσαφηνίζονται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ.

Το κοινό πρόγραμμα Eurostars έχει ως στόχο τη στήριξη των εν λόγω ΜΜΕ που διεξάγουν Ε & Α μέσω των εξής:

1.

της δημιουργίας ευπρόσιτου και βιώσιμου ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης Ε & Α για τις ΜΜΕ που διεξάγουν Ε & Α·

2.

της ενθάρρυνσής τους να αναπτύξουν νέες οικονομικές δραστηριότητες με βάση αποτελέσματα Ε & Α και να διαθέσουν στην αγορά νέα προϊόντα, διεργασίες και υπηρεσίες ταχύτερα από ό,τι θα ήταν ειδάλλως δυνατόν·

3.

της προώθησης της τεχνολογικής και επιχειρηματικής ανάπτυξης και διεθνοποίησης των εν λόγω εταιρειών.

Το κοινό πρόγραμμα Eurostars συμπληρώνει υφιστάμενα εθνικά προγράμματα και προγράμματα της ΕΕ με στόχο τη στήριξη των ΜΜΕ που διεξάγουν δραστηριότητες Ε & Α στο στάδιο της διαδικασίας ανάπτυξης καινοτομίας.

Συμβάλλει στην ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, καινοτομία, απασχόληση, οικονομική αλλαγή, αειφόρο ανάπτυξη και προστασία του περιβάλλοντος και βοηθά στην επίτευξη των στόχων της Λισσαβόνας και της Βαρκελώνης. Μέσω της υιοθετούμενης προσέγγισης «από τη βάση στην κορυφή» στηρίζει δραστηριότητες έρευνας, ανάπτυξης και επίδειξης που πραγματοποιούνται από διακρατικές κοινοπραξίες των οποίων ηγούνται ΜΜΕ που διεξάγουν Ε & Α και με τις οποίες συνεργάζονται, όπου ενδείκνυται, ερευνητικοί οργανισμοί ή/και μεγάλες επιχειρήσεις.

Στόχος του κοινού προγράμματος Eurostars είναι η ευθυγράμμιση και ο συγχρονισμός των συναφών εθνικών προγραμμάτων έρευνας και καινοτομίας για τη δημιουργία κοινού προγράμματος που χαρακτηρίζεται από επιστημονική, διαχειριστική και οικονομική ενοποίηση και συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία του ΕΧΕ. Η επιστημονική ενοποίηση επιτυγχάνεται μέσω του ορισμού και της υλοποίησης από κοινού των δραστηριοτήτων στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος Eurostars. Η διαχειριστική ενοποίηση επιτυγχάνεται μέσω της χρήσης της γραμματείας του EUREKA ως ειδικής εκτελεστικής δομής. Ο ρόλος της είναι η διαχείριση του κοινού προγράμματος Eurostars και η παρακολούθηση της εκτέλεσής του όπως περιγράφεται με περισσότερες λεπτομέρειες στο παράρτημα ΙΙ. Η οικονομική ενοποίηση συνεπάγεται ότι τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και οι άλλες συμμετέχουσες χώρες συνεισφέρουν στην πράξη στη χρηματοδότηση του κοινού προγράμματος Eurostars, και περιλαμβάνει ιδίως τη δέσμευση να χρηματοδοτηθούν οι συμμετέχοντες στα σχέδια Eurostars που θα επιλεγούν από τους εθνικούς προϋπολογισμούς που έχουν δεσμευθεί για το κοινό πρόγραμμα Eurostars.

Μακροπρόθεσμα, στο πλαίσιο της παρούσας πρωτοβουλίας πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για την ανάπτυξη στενότερων δεσμών όσον αφορά την επιστημονική, διαχειριστική και οικονομική ενοποίηση. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, καθώς και οι λοιπές συμμετέχουσες χώρες πρέπει να ενισχύσουν περαιτέρω την ενοποίηση και να απαλείψουν τους υφιστάμενους εθνικούς νομικούς και διοικητικούς φραγμούς όσον αφορά τη διεθνή συνεργασία, ως τμήμα της παρούσας πρωτοβουλίας.

II.   Δραστηριότητες

Η κύρια δραστηριότητα του κοινού προγράμματος Eurostars συνίσταται σε δραστηριότητες Ε & Α των οποίων ηγούνται μία ή περισσότερες ΜΜΕ που διεξάγουν δραστηριότητες Ε & Α και που είναι εγκατεστημένες στα συμμετέχοντα κράτη μέλη ή σε άλλες συμμετέχουσες χώρες. Στο πρόγραμμα μπορούν επίσης να συμμετάσχουν ερευνητικοί οργανισμοί, πανεπιστήμια, άλλες ΜΜΕ ή μεγάλες εταιρείες. Οι δραστηριότητες Ε & Α καλύπτουν το σύνολο των επιστημονικών και τεχνολογικών πεδίων και:

1.

υλοποιούνται μέσω διακρατικών σχεδίων με πολλούς συμμετέχοντες στα οποία συμμετέχουν τουλάχιστον δύο συμμετέχοντες από διαφορετικά συμμετέχοντα κράτη μέλη και άλλες συμμετέχουσες χώρες και περιλαμβάνουν δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης, επίδειξης, κατάρτισης και διάδοσης,

2.

ο πυρήνας του σχεδίου εκτελείται από τις ΜΜΕ που διεξάγουν Ε & Α. Για κάθε επιλεγμένο σχέδιο Eurostars, οι ΜΜΕ που διεξάγουν δραστηριότητες Ε & Α πρέπει να συνεισφέρουν συλλογικά στην κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους των συνολικών δαπανών που συνδέονται με τις δραστηριότητες Ε & Α όλων των συμμετεχόντων. Εάν απαιτηθεί, μπορεί να προβλεφθεί για το σχέδιο ήσσονος σημασίας υπεργολαβία,

3.

έχουν στόχο έρευνα και ανάπτυξη προσανατολισμένη στην αγορά και πρέπει να είναι βραχείας ή μέσης διάρκειας και να καλύπτουν υψηλού ενδιαφέροντος εργασίες έρευνας και ανάπτυξης· οι ΜΜΕ πρέπει να αποδείξουν την ικανότητά τους να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα του σχεδίου στο πλαίσιο ρεαλιστικών χρονοδιαγραμμάτων,

4.

η διεύθυνση και ο συντονισμός εξασφαλίζονται από συμμετέχουσα ΜΜΕ που διεξάγει Ε & Α, την αποκαλούμενη «διευθύνουσα ΜΜΕ».

Επιπλέον πρέπει να στηρίζονται δραστηριότητες μεσιτείας, προώθησης προγραμμάτων και δικτύωσης σε περιορισμένη έκταση προκειμένου να προωθηθεί το κοινό πρόγραμμα Eurostars και να ενισχυθεί ο αντίκτυπός του. Σε αυτές περιλαμβάνεται η διοργάνωση συναντήσεων εργασίας και η ανάπτυξη επαφών με άλλους ενδιαφερόμενους όπως επενδυτές και παρόχους υπηρεσιών διαχείρισης γνώσεων.

ΙΙΙ.   Αναμενόμενα παραδοτέα από την υλοποίηση του προγράμματος

Το κύριο παραδοτέο του κοινού προγράμματος Eurostars είναι ένα νέο κοινό ευρωπαϊκό πρόγραμμα έρευνας και ανάπτυξης για τις ΜΜΕ που διεξάγουν δραστηριότητες Ε & Α, «από τη βάση στην κορυφή», με βάση το EUREKA και συγχρηματοδοτούμενο από τα συμμετέχοντα εθνικά προγράμματα Ε & Α και την Κοινότητα.

Η ειδική εκτελεστική δομή υποβάλλει ετήσια έκθεση η οποία περιλαμβάνει λεπτομερή ανασκόπηση της υλοποίησης του κοινού προγράμματος (διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής, στατιστικές σχετικά με την ομάδα των αξιολογητών, αριθμό υποβληθέντων και επιλεχθέντων προς χρηματοδότηση σχεδίων, χρήση της κοινοτικής χρηματοδότησης, κατανομή των εθνικών πόρων, τύπο συμμετεχόντων, στατιστικές ανά χώρα, εκδηλώσεις μεσιτείας και δραστηριότητες διάδοσης κ.λπ.), καθώς και την πρόοδο προς την περαιτέρω ενοποίηση. Η ειδική εκτελεστική δομή πραγματοποιεί εκ των υστέρων αξιολόγηση των επιπτώσεων του προγράμματος μετά την ολοκλήρωση του κοινού προγράμματος Eurostars.

IV.   Υλοποίηση του προγράμματος

Η διαχείριση του κοινού προγράμματος Eurostars εξασφαλίζεται από ειδική εκτελεστική δομή. Οι προτάσεις υποβάλλονται κεντρικά στην ειδική εκτελεστική δομή από τους αιτούντες (ενιαίο σημείο υποβολής) ύστερα από κεντρική και κοινή, ετήσια πρόσκληση υποβολής προτάσεων με περιοδικές ημερομηνίες λήξης. Οι προτάσεις για σχέδια αξιολογούνται και επιλέγονται κεντρικά βάσει διαφανών και κοινών κριτηρίων επιλεξιμότητας και αξιολόγησης ύστερα από διαδικασία δύο σταδίων. Στο πρώτο στάδιο οι προτάσεις αξιολογούνται από τουλάχιστον δύο ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες οι οποίοι εξετάζουν τις τεχνικές και τις εμπορικές πτυχές της πρότασης. Οι εν λόγω εμπειρογνώμονες μπορούν να εργαστούν εξ αποστάσεως. Η κατάταξη των προτάσεων πραγματοποιείται σε δεύτερο στάδιο, από διεθνή επιτροπή αξιολόγησης από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Ο κατάλογος κατάταξης εγκρίνεται κεντρικά, είναι δεσμευτικός για τη διάθεση της χρηματοδότησης από την κοινοτική συνεισφορά και από τους εθνικούς προϋπολογισμούς που έχουν δεσμευθεί για σχέδια Eurostars. Η ειδική εκτελεστική δομή είναι υπεύθυνη για σχέδια παρακολούθησης, ενώ για τη διαχείριση ολόκληρου του κύκλου του σχεδίου καθιερώνονται κοινές επιχειρησιακές διαδικασίες. Η ειδική εκτελεστική δομή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να ενθαρρύνει την αναγνώριση της κοινοτικής συμβολής στο κοινό πρόγραμμα Eurostars, τόσο στο συνολικό πρόγραμμα όσο και στα επιμέρους σχέδια. Θα πρέπει να προωθεί την κατάλληλη προβολή της συμβολής αυτής μέσω της χρήσης του κοινοτικού λογότυπου σε όλες τις δημοσιεύσεις, συμπεριλαμβανομένων των έντυπων και των ηλεκτρονικών δημοσιεύσεων, που αφορούν το κοινό πρόγραμμα Eurostars. Οι συμμετέχοντες στα επιλεγμένα σχέδια Eurostars υποστηρίζονται διοικητικώς από τα αντίστοιχα εθνικά προγράμματά τους.

V.   Μηχανισμός χρηματοδότησης

Το κοινό πρόγραμμα Eurostars συγχρηματοδοτείται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και τις άλλες συμμετέχουσες χώρες και την Κοινότητα. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη καταρτίζουν πολυετές πρόγραμμα χρηματοδότησης για τη συμμετοχή στο κοινό πρόγραμμα Eurostars και συνεισφέρουν στη συγχρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του. Οι εθνικές συνεισφορές είναι δυνατόν να προέλθουν από υφιστάμενα ή από νεοδημιουργηθέντα εθνικά προγράμματα, υπό τον όρο να ανταποκρίνονται στον χαρακτήρα «από τη βάση στην κορυφή» του κοινού προγράμματος Eurostars. Κάθε συμμετέχον κράτος μέλος ή άλλη συμμετέχουσα χώρα είναι ελεύθερη να αυξήσει τον εθνικό προϋπολογισμό που έχει δεσμεύσει για το κοινό πρόγραμμα Eurostars ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια του προγράμματος.

Χρηματοδότηση σε επίπεδο προγράμματος

Η κοινοτική συνεισφορά στο κοινό πρόγραμμα Eurostars, την οποία διαχειρίζεται η ειδική εκτελεστική δομή, υπολογίζεται ως ποσό που αντιστοιχεί το πολύ στο ένα τρίτο των πραγματικών συνεισφορών των συμμετεχόντων κρατών μελών και των άλλων συμμετεχουσών χωρών μέχρι ανωτάτου ορίου 100 εκατ. ευρώ.

Μέγιστο ποσοστό 4,5 % της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας χρησιμοποιείται από την ειδική εκτελεστική δομή προκειμένου να συμβάλει στις συνολικές λειτουργικές δαπάνες του κοινού προγράμματος Eurostars.

Η χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας σε επιλεγμένα σχέδια Eurostars μεταβιβάζεται από την ειδική εκτελεστική δομή στους εθνικούς φορείς χρηματοδότησης που ορίζονται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και τις άλλες συμμετέχουσες χώρες, βάσει συμφωνίας που θα συναφθεί μεταξύ των εθνικών φορέων χρηματοδότησης και της ειδικής εκτελεστικής δομής. Οι εθνικοί φορείς χρηματοδότησης χρηματοδοτούν τους εθνικούς συμμετέχοντες οι προτάσεις των οποίων έχουν επιλεγεί σε κεντρικό επίπεδο και διοχετεύουν επίσης τη χρηματοδοτική συνεισφορά της Κοινότητας από την ειδική εκτελεστική δομή.

Χρηματοδότηση σχεδίων Eurostars

Η διάθεση κονδυλίων από τη συνεισφορά της Κοινότητας και από τους δεσμευθέντες εθνικούς προϋπολογισμούς σε επιλεγμένα σχέδια Eurostars γίνεται βάσει της σειράς του καταλόγου κατάταξης. Η χρηματοδοτική συνεισφορά που χορηγείται στους συμμετέχοντες στα εν λόγω σχέδια υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες χρηματοδότησης των συμμετεχόντων εθνικών προγραμμάτων.

Σε περίπτωση δανείου εφαρμόζεται τυποποιημένος υπολογισμός της ισοδύναμης ακαθάριστης επιχορήγησης, λαμβανομένων υπόψη της έντασης επιχορήγησης επιτοκίου και του μέσου ποσοστού αποτυχίας του αντίστοιχου εθνικού προγράμματος.

VI.   Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Η ειδική εκτελεστική δομή θεσπίζει την πολιτική πνευματικής ιδιοκτησίας του κοινού προγράμματος Eurostars, σύμφωνα προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4 της παρούσας απόφασης. Στόχος της εν λόγω πολιτικής πνευματικής ιδιοκτησίας του κοινού προγράμματος Eurostars είναι η προώθηση της δημιουργίας γνώσεων σε συνδυασμό με την αξιοποίηση και τη διάδοση των αποτελεσμάτων του σχεδίου υπέρ της ομάδας-στόχου των ΜΜΕ που διεξάγουν Ε & Α. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο η προσέγγιση που υιοθετήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1906/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου και οι κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2013) (2).


(1)  ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.

(2)  ΕΕ L 391 της 30.12.2006, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ EUROSTARS

Το σύστημα διοίκησης του κοινού προγράμματος Eurostars περιλαμβάνει τέσσερις κύριους φορείς:

1.

Η «ομάδα υψηλού επιπέδου EUREKA» («EUREKA HLG)» αποτελείται από τα άτομα που διορίζουν τα κράτη μέλη του EUREKA ως εκπροσώπους υψηλού επιπέδου, συμπεριλαμβανομένου του εκπροσώπου της Επιτροπής. Είναι αρμόδια για την αποδοχή μη συμμετεχόντων κρατών μελών ή άλλων μη συμμετεχουσών χωρών στο κοινό πρόγραμμα Eurostars, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 10 και 11 της παρούσας απόφασης.

2.

Η «ομάδα υψηλού επιπέδου Eurostars» («Eurostars HLG)» αποτελείται από τους εκπροσώπους στην ομάδα υψηλού επιπέδου EUREKA των κρατών που συμμετέχουν στο κοινό πρόγραμμα Eurostars και άλλων συμμετεχουσών χωρών. Η Επιτροπή καθώς και τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στο κοινό πρόγραμμα Eurostars διατηρούν το δικαίωμα να αποστείλουν εκπροσώπους τους ως παρατηρητές στις συνεδριάσεις της εν λόγω ομάδας. Είναι αρμόδια για την επίβλεψη της υλοποίησης του κοινού προγράμματος Eurostars και ιδίως για τα ακόλουθα: το διορισμό των μελών της συμβουλευτικής ομάδας Eurostars, την έγκριση των επιχειρησιακών διαδικασιών για τη διαχείριση του κοινού προγράμματος Eurostars, την έγκριση του προγράμματος και του προϋπολογισμού των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων και την έγκριση του καταλόγου κατάταξης των σχεδίων Eurostars που θα χρηματοδοτηθούν.

3.

Η «συμβουλευτική ομάδα Eurostars» απαρτίζεται από τους εθνικούς συντονιστές σχεδίων EUREKA («EUREKA NPC») των κρατών μελών και άλλων χωρών που συμμετέχουν στο Eurostars και η προεδρία της ασκείται από τον επικεφαλής της γραμματείας EUREKA. Η συμβουλευτική ομάδα Eurostars παρέχει συμβουλές στη γραμματεία του EUREKA στο πλαίσιο της υλοποίησης του κοινού προγράμματος Eurostars και γνωμοδοτεί επί των ρυθμίσεων για την υλοποίησή του, όπως για τις διαδικασίες χρηματοδότησης, τις διαδικασίες αξιολόγησης και επιλογής, τον συγχρονισμό μεταξύ κεντρικών και εθνικών διαδικασιών και την παρακολούθηση των σχεδίων. Γνωμοδοτεί επίσης επί της προόδου εκτέλεσης του κοινού προγράμματος, καθώς και επί της προόδου προς περαιτέρω ενοποίηση.

4.

Η γραμματεία του EUREKA ενεργεί ως ειδική εκτελεστική δομή για το κοινό πρόγραμμα Eurostars. Ο επικεφαλής της γραμματείας του EUREKA ενεργεί ως νόμιμος εκπρόσωπος του προγράμματος Eurostars. Η γραμματεία του EUREKA είναι αρμόδια για την υλοποίηση του κοινού προγράμματος Eurostars και ευθύνεται ιδίως για τα εξής:

κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων, κεντρική διοργάνωση κοινών προσκλήσεων υποβολής προτάσεων και παραλαβή των προτάσεων για σχέδια (ενιαίο σημείο υποβολής),

κεντρική διοργάνωση της επιλεξιμότητας και αξιολόγηση των προτάσεων για σχέδια, βάσει κοινών κριτηρίων επιλεξιμότητας και αξιολόγησης, κεντρική διοργάνωση της επιλογής των προς χρηματοδότηση προτάσεων για σχέδια, παρακολούθηση των σχεδίων και της συνέχειας που δίδεται σε αυτά,

παραλαβή, κατανομή και παρακολούθηση της συνεισφοράς της Κοινότητας,

συλλογή των λογαριασμών σχετικά με την κατανομή, στους συμμετέχοντες σε σχέδια Eurostars, της χρηματοδότησης από τους φορείς χρηματοδότησης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και στις άλλες συμμετέχουσες χώρες,

προβολή του κοινού προγράμματος Eurostars,

υποβολή εκθέσεων στην ομάδα υψηλού επιπέδου EUREKA, στην ομάδα υψηλού επιπέδου Eurostars και στην Επιτροπή σχετικά με το κοινό πρόγραμμα Eurostars, συμπεριλαμβανομένης της προόδου προς περαιτέρω ενοποίηση,

ενημέρωση του δικτύου EUREKA για τις δραστηριότητες του Eurostars.


II Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει των συνθηκών ΕΚ/Ευρατόμ των οποίων η δημοσίευση δεν είναι υποχρεωτική

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Συμβούλιο

30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/68


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 8ης Ιουλίου 2008

για τον διορισμό τεσσάρων τακτικών και τεσσάρων αναπληρωματικών μελών από τη Γαλλία

(2008/624/ΕΚ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 263,

την πρόταση της γαλλικής κυβέρνησης,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στις 24 Ιανουαρίου 2006, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2006/116/ΕΚ περί διορισμού των τακτικών και αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών για την περίοδο από 26ης Ιανουαρίου 2006 έως τις 25 Ιανουαρίου 2010 (1).

(2)

Μία θέση τακτικού μέλους έμεινε κενή μετά τον θάνατο του κ. Raymond FORNI. Τρεις θέσεις τακτικών μελών έμειναν κενές μετά το τέλος της θητείας του κ. Jean PUECH, της κ. Juliette SOULABAILLE και του κ. Michel THIERS. Δύο θέσεις αναπληρωματικού μέλους της Επιτροπής των Περιφερειών έμειναν κενές μετά το τέλος της θητείας της κ. Carola JORDA-DEDIEU και του κ. Jean-Pierre TEISSEIRE. Δύο θέσεις αναπληρωματικών μελών έμειναν κενές μετά τον διορισμό του κ. Pierre HUGON και του κ. Christophe ROUILLON ως τακτικών μελών της Επιτροπής των Περιφερειών,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Διορίζονται στην Επιτροπή των Περιφερειών, για το εναπομένον διάστημα της θητείας, ήτοι έως τις 25 Ιανουαρίου 2010:

α)

ως τακτικά μέλη:

ο κ. Pierre HUGON, vice-président du Conseil général de la Loire (αλλαγή αξιώματος),

ο κ. Pierre MAILLE, président du Conseil général du Finistère,

ο κ. René SOUCHON, président du Conseil régional d’Auvergne,

ο κ. Christophe ROUILLON, maire de Coulaines (αλλαγή αξιώματος),

και

β)

ως αναπληρωματικά μέλη:

ο κ. Jean-Michel DACLIN, adjoint au maire de Lyon,

η κ. Rose-Marie FALQUE, maire d’Azerailles,

η κ. Rachel PAILLARD, maire de Bouzy,

ο κ. Jean-Louis TOURENNE, président du Conseil général d’Ille-et-Vilaine.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα από την ημέρα έκδοσής της.

Βρυξέλλες, 8 Ιουλίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

C. LAGARDE


(1)  ΕΕ L 56 της 25.2.2006, σ. 75.


ΠΡΑΞΕΙΣ ΟΡΓΑΝΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΜΕ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

30.7.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 201/70


 

Μόνο τα πρωτότυπα κείμενα της ΟΕΕ/ΗΕ έχουν νομική ισχύ δυνάμει του διεθνούς δημόσιου δικαίου. Το καθεστώς και η ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού πρέπει να ελέγχονται στην τελευταία έκδοση του εγγράφου που αφορά την κατάσταση προσχώρησης στους κανονισμούς της ΟΕΕ/ΗΕ, δηλαδή του εγγράφου TRANS/WP.29/343, το οποίο διατίθεται στον δικτυακό τόπο: http://www.unece.org/trans/main/wp29/wp29wgs/wp29gen/wp29fdocstts.html

Κανονισμός αριθ. 30 της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ΟΕΕ/ΗΕ) — Ενιαίες διατάξεις σχετικά με την έγκριση ελαστικών με αέρα για μηχανοκίνητα οχήματα και τα ρυμουλκούμενά τους

Αναθεώρηση 3

Ενσωματώνει όλα τα έγκυρα κείμενα έως:

Συμπλήρωμα 15 έως τη σειρά τροποποιήσεων 02 — Ημερομηνία έναρξης ισχύος: 10 Νοεμβρίου 2007

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

1.

Πεδίο εφαρμογής

2.

Ορισμοί

3.

Σημάνσεις

4.

Αίτηση για έγκριση

5.

Έγκριση

6.

Απαιτήσεις

7.

Τροποποιήσεις τύπου ελαστικού με αέρα και επέκταση της έγκρισης

8.

Συμμόρφωση της παραγωγής

9.

Κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της παραγωγής

10.

Οριστική παύση της παραγωγής

11.

Μεταβατικές διατάξεις

12.

Ονομασίες και διευθύνσεις των διοικητικών υπηρεσιών και των τεχνικών υπηρεσιών που είναι υπεύθυνες για τη διεξαγωγή των δοκιμών έγκρισης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Παράρτημα I —

Κοινοποίηση σχετικά με την έγκριση ή επέκταση ή άρνηση ή ανάκληση της έγκρισης ή την οριστική παύση της παραγωγής τύπου ελαστικών με αέρα για μηχανοκίνητα οχήματα σύμφωνα με τον κανονισμό αριθ. 30

Παράρτημα II —

Παράδειγμα της σχηματικής διάταξης του σήματος έγκρισης

Παράρτημα III —

Σχηματική διάταξη των σημάνσεων του ελαστικού

Παράρτημα IV —

Δείκτες φορτίου

Παράρτημα V —

Χαρακτηρισμός μεγέθους ελαστικού και διαστάσεις

Παράρτημα VI —

Μέθοδος μέτρησης ελαστικών με αέρα

Παράρτημα VII —

Διαδικασία δοκιμών επιδόσεων φόρτισης/ταχύτητας

1.   ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Ο παρών κανονισμός καλύπτει καινούργια ελαστικά με αέρα που προορίζονται ως επί το πλείστον για οχήματα, μεταξύ άλλων, των κατηγοριών M1, O1 και O2  (1).

Δεν εφαρμόζεται σε ελαστικά προοριζόμενα

α)

για αυτοκίνητα αντίκες

β)

για αγωνιστικά οχήματα.

2.   ΟΡΙΣΜΟΙ

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού,

2.1.

Ως «τύπος ελαστικού με αέρα» νοείται κατηγορία ελαστικών με αέρα τα οποία δεν διαφέρουν ως προς τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους όπως:

2.1.1.

ο κατασκευαστής·

2.1.2.

ο χαρακτηρισμός μεγέθους ελαστικού·

2.1.3.

η κατηγορία χρήσης (σύνηθες (οδικής χρήσης) ή ελαστικό χιονιού ή ελαστικό προσωρινής χρήσης)·

2.1.4.

η δομή (διαγώνια (συμβατική), σταυρωτή με ζώνη, ακτινωτή, ελαστικά ασφαλείας τύπου run flat))·

2.1.5.

το σύμβολο κατηγορίας ταχύτητας·

2.1.6.

ο δείκτης φορτίου·

2.1.7.

η διατομή του ελαστικού·

2.2.

Ως «ελαστικό χιονιού» νοείται το ελαστικό του οποίου το ανάγλυφο και η δομή πέλματος έχουν κατά κύριο λόγο σχεδιαστεί έτσι ώστε σε λάσπη και με φρέσκο ή τηκόμενο χιόνι να επιτυγχάνονται επιδόσεις καλύτερες από τις επιδόσεις συνήθους ελαστικού (οδικής χρήσης). Το ανάγλυφο του πέλματος του ελαστικού χιονιού αποτελείται γενικά από αυλακώσεις (νευρώσεις) ή/και συμπαγή στοιχεία με διάταξη αραιότερη σε σχέση με τα συνήθη ελαστικά (οδικής χρήσης)·

2.3.

Ως «δομή» ελαστικού με αέρα νοούνται τα τεχνικά χαρακτηριστικά του σκελετού του επισώτρου. Ειδικότερα, διακρίνονται οι ακόλουθοι τύποι δομής:

2.3.1.

Ο όρος «διαγώνια» ή «σταυρωτή (συμβατική)» αναφέρεται σε δομή ελαστικού με αέρα όπου τα νήματα των λινών εκτείνονται μέχρι την πτέρνα (τακούνι) και είναι αλληλοδιαδόχως διατεταγμένα υπό γωνίες αισθητά μικρότερες των 90 ° ως προς τον κεντρικό άξονα του πέλματος·

2.3.2

Ο όρος «σταυρωτή (συμβατική) με ζώνη» αναφέρεται σε δομή ελαστικού με αέρα διαγώνιου (συμβατικού) τύπου του οποίου ο σκελετός περιορίζεται από ζώνη που περιλαμβάνει δύο ή περισσότερες στρώσεις νημάτων από μη εκτατό υλικό, τοποθετημένες εναλλάξ υπό γωνία κοντά στις στρώσεις των νημάτων του σκελετού·

2.3.3.

Ο όρος «ακτινωτή» αναφέρεται σε δομή ελαστικών με αέρα όπου τα νήματα των λινών εκτείνονται μέχρι την πτέρνα και είναι διατεταγμένα έτσι ώστε να σχηματίζουν ορθή γωνία με τον κεντρικό άξονα του πέλματος, ενώ ο σκελετός σταθεροποιείται από μια μη εκτατή ζώνη κατά μήκος της περιφέρειας·

2.3.4.

Ο όρος «ενισχυμένη» ή «βαρέος φορτίου» αναφέρεται σε δομή ελαστικού με αέρα όπου ο σκελετός είναι ανθεκτικότερος σε σχέση με τον σκελετό του αντίστοιχου συνήθους ελαστικού·

2.3.5.

Ως «εφεδρικό ελαστικό προσωρινής χρήσης» νοείται ελαστικό διαφορετικό από εκείνα που προορίζονται για τοποθέτηση σε όχημα υπό κανονικές συνθήκες οδήγησης και το οποίο χρησιμοποιείται μόνο προσωρινά υπό περιορισμένες συνθήκες οδήγησης·

2.3.6.

Ως «εφεδρικό ελαστικό τύπου Τ για προσωρινή χρήση» νοείται ο τύπος εφεδρικού ελαστικού προσωρινής χρήσης που σχεδιάστηκε για να χρησιμοποιείται υπό εσωτερική πίεση υψηλότερη της καθιερωμένης για συνήθη και ενισχυμένα ελαστικά·

2.3.7.

Ως «ελαστικό τύπου run flat» ή «αυτο-υποστηριζόμενο ελαστικό» νοείται ελαστικό με αέρα με τεχνικά χαρακτηριστικά (για παράδειγμα, ενισχυμένες παρειές, κ.λπ.) που του επιτρέπουν, εφόσον είναι τοποθετημένο στον κατάλληλο τροχό και ελλείψει οποιουδήποτε πρόσθετου εξαρτήματος, να παρέχει τουλάχιστον τις βασικές λειτουργίες ελαστικού σε όχημα κινούμενο με ταχύτητα 80 km/h (50 mph) και για απόσταση 80 km υπό συνθήκες απώλειας πίεσης του ελαστικού.

2.4.

Ως «πτέρνα» νοείται το μέρος του ελαστικού με αέρα που είναι διαμορφωμένο και κατασκευασμένο έτσι ώστε να προσαρμόζεται στο σώτρο (ζάντα) και να συγκρατεί το ελαστικό επ’ αυτού (2)·

2.5.

Ως «νήματα» νοούνται οι ίνες που συνθέτουν τα πλέγματα λινών των ελαστικών με αέρα (2)·

2.6.

Ως «λινά» νοείται στρώση παράλληλων νημάτων με επίστρωση καουτσούκ (2)·

2.7.

Ως «σκελετός» νοείται το στοιχείο του ελαστικού με αέρα — εκτός του πέλματος και των ελαστικών παρειών — που φέρει το φορτίο όταν το ελαστικό επίσωτρο έχει φουσκωθεί με αέρα (2)·

2.8.

Ως «πέλμα» νοείται το μέρος του ελαστικού με αέρα που έρχεται σε επαφή με το έδαφος (2)·

2.9.

Ως «παρειά» νοείται το μέρος του ελαστικού με αέρα μεταξύ του πέλματος και της πτέρνας (2)·

2.10.

Ως «κάτω τμήμα ελαστικού» νοείται η επιφάνεια μεταξύ της γραμμής του μέγιστου πλάτους διατομής του ελαστικού και της επιφάνειας που έχει προβλεφθεί να καλύπτεται από το χείλος του σώτρου (2)·

2.10.1.

Στην περίπτωση, ωστόσο, ελαστικών με «διαμόρφωση της συναρμογής του ελαστικού με το σώτρο» τύπου «Α» ή «U» (βλ. σημείο 3.1.10.), ως «κάτω τμήμα ελαστικού» νοείται η επιφάνεια του ελαστικού που εφάπτεται στο σώτρο.

2.11.

Ως «αυλάκωση πέλματος» νοείται το διάστημα μεταξύ παρακείμενων νευρώσεων ή συμπαγών τμημάτων στο ανάγλυφο του πέλματος (2)·

2.12.

Ως «πλάτος διατομής» νοείται η ευθεία απόσταση μεταξύ των εξώτατων σημείων των παρειών φουσκωμένου ελαστικού με αέρα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη εξάρσεις οφειλόμενες στην επισήμανση, στη διακόσμηση ή σε προστατευτικές ταινίες ή νευρώσεις (2)·

2.13.

Ως «συνολικό πλάτος» νοείται η ευθεία απόσταση μεταξύ των εξώτατων σημείων των παρειών φουσκωμένου ελαστικού με αέρα, περιλαμβανομένων της επισήμανσης, της διακόσμησης και των προστατευτικών ταινιών ή νευρώσεων (3)·

2.14.

Ως «ύψος διατομής» νοείται απόσταση ίση προς το ήμισυ της διαφοράς μεταξύ της εξωτερικής διαμέτρου του ελαστικού και της ονομαστικής διαμέτρου του σώτρου (3)·

2.15.

Ως «ονομαστικός λόγος διατομής (Ra)» νοείται το εκατονταπλάσιο της τιμής που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμού που εκφράζει το ονομαστικό ύψος διατομής με τον αριθμό που εκφράζει το ονομαστικό πλάτος διατομής σε mm·

2.16.

Ως «εξωτερική διάμετρος» νοείται η συνολική διάμετρος του φουσκωμένου με αέρα καινούργιου ελαστικού με αέρα (3)·

2.17.

Ως «χαρακτηρισμός μεγέθους ελαστικού» νοείται

2.17.1.

ο χαρακτηρισμός που υποδεικνύει:

2.17.1.1.

το ονομαστικό πλάτος διατομής. Το μέγεθος αυτό πρέπει να εκφράζεται σε mm εκτός των περιπτώσεων τύπων ελαστικών των οποίων ο χαρακτηρισμός μεγέθους αναφέρεται στην πρώτη στήλη των πινάκων του παραρτήματος V του παρόντος κανονισμού·

2.17.1.2.

τον ονομαστικό λόγο διατομής, εκτός των περιπτώσεων τύπων ελαστικών επισώτρων των οποίων ο χαρακτηρισμός μεγέθους αναφέρεται στην πρώτη στήλη των πινάκων του παραρτήματος V του παρόντος κανονισμού ή, ανάλογα με τον τύπο του σχεδιασμού του ελαστικού, την ονομαστική εξωτερική διάμετρο εκφρασμένη σε mm·

2.17.1.3.

έναν συμβατικό αριθμό που υποδηλώνει την ονομαστική διάμετρο του σώτρου και αντιστοιχεί στη διάμετρο του σώτρου εκφρασμένη είτε με κωδικούς (αριθμοί μικρότεροι του 100) είτε σε χιλιοστόμετρα (αριθμοί μεγαλύτεροι του 100)·

2.17.1.4.

το γράμμα «T» μπροστά από το ονομαστικό πλάτος διατομής στην περίπτωση εφεδρικών ελαστικών τύπου T για προσωρινή χρήση·

2.17.1.5.

ένδειξη της διαμόρφωσης της συναρμογής του ελαστικού με το σώτρο όταν αυτή διαφέρει από την πρότυπη διαμόρφωση.

2.18.

Ως «ονομαστική διάμετρος σώτρου» νοείται η διάμετρος του σώτρου στο οποίο προορίζεται να εφαρμοστεί το ελαστικό·

2.19.

Ως «σώτρο» νοείται το τμήμα του τροχού όπου εδράζεται η πτέρνα του ελαστικού με ή χωρίς αεροθάλαμο (3)·

2.19.1.

Ως «διαμόρφωση της συναρμογής του ελαστικού με το σώτρο» νοείται ο τύπος σώτρου στο οποίο προορίζεται να προσαρμοστεί το ελαστικό. Στην περίπτωση μη τυποποιημένων σώτρων, η διαμόρφωση υποδεικνύεται με σύμβολο που αναγράφεται επί του ελαστικού, για παράδειγμα, «CT», «TR», «TD», «A» ή «U».

2.20.

Ως «θεωρητικό σώτρο» νοείται υποθετικό σώτρο του οποίου το πλάτος είναι κατά x φορές πολλαπλάσιο του ονομαστικού πλάτους διατομής του ελαστικού. Η τιμή του «x» πρέπει να προσδιορίζεται από τον κατασκευαστή του ελαστικού·

2.21.

Ως «σώτρο μέτρησης» νοείται το σώτρο επί του οποίου πρέπει να τοποθετείται το ελαστικό για τη μέτρηση διαστάσεων·

2.22.

Ως «σώτρο δοκιμής» νοείται το σώτρο επί του οποίου πρέπει να τοποθετείται το ελαστικό για τη διεξαγωγή δοκιμών·

2.23.

Ως «θρυμματισμός πέλματος» νοείται η αποκόλληση τεμαχίων ελαστικού από το πέλμα·

2.24.

Ως «διαχωρισμός νημάτων» νοείται η αποκόλληση νημάτων από το ελαστικό τους περίβλημα·

2.25.

Ως «διαχωρισμός λινών» νοείται ο διαχωρισμός παρακείμενων στρώσεων λινών·

2.26.

Ως «αποκόλληση πέλματος» νοείται η απόσπαση του πέλματος από το σκελετό·

2.27.

Ως «δείκτες φθοράς πέλματος» νοούνται οι προεξοχές εντός των αυλακώσεων του πέλματος, σκοπός των οποίων είναι να αποτελούν οπτική ένδειξη της φθοράς του πέλματος·

2.28.

Ως «δείκτης φορτίου» νοείται ένας αριθμός ο οποίος αναφέρεται στο φορτίο αναφοράς που δύναται να φέρει ένα ελαστικό υπό τις καθοριζόμενες από τον κατασκευαστή συνθήκες χρήσης του·

2.29.

Ως «κατηγορία ταχύτητας» νοείται η μέγιστη ταχύτητα που μπορεί να αντέξει επί μακρόν το ελαστικό, εκφραζόμενη με το σύμβολο κατηγορίας ταχύτητας (βλ. παρακάτω πίνακα).

2.29.1.

Οι κατηγορίες ταχύτητας παρατίθενται στον ακόλουθο πίνακα:

Σύμβολο κατηγορίας ταχύτητας

Μέγιστη ταχύτητα

(km/h)

L

120

M

130

N

140

P

150

Q

160

R

170

S

180

T

190

U

200

H

210

V

240

W

270

Y

300

2.30.

Αυλακώσεις αναγλύφου πέλματος

2.30.1.

Ως «κύριες αυλακώσεις» νοούνται οι πλατιές αυλακώσεις στο κεντρικό τμήμα του πέλματος του ελαστικού, εντός των οποίων βρίσκονται οι δείκτες φθοράς πέλματος (βλ. σημείο 2.27.).

2.30.2.

Ως «δευτερεύουσες αυλακώσεις» νοούνται οι συμπληρωματικές αυλακώσεις του αναγλύφου του πέλματος οι οποίες ενδέχεται να εξαφανίζονται κατά τη διάρκεια της ζωής του ελαστικού.

2.31.

Ως «μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο» νοείται η μέγιστη μάζα την οποία επιτρέπεται να φέρει το ελαστικό·

2.31.1.

για ταχύτητες που δεν υπερβαίνουν τα 210 km/h, το μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο δεν πρέπει να υπερβαίνει την τιμή που αντιστοιχεί στον δείκτη φορτίου του ελαστικού·

2.31.2.

για ταχύτητες που υπερβαίνουν τα 210 km/h, όχι όμως υψηλότερες από 240 km/h (ελαστικά που κατατάσσονται στην κατηγορία ταχύτητας στην οποία αντιστοιχεί το σύμβολο «V»), το μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το αναφερόμενο στον ακόλουθο πίνακα ποσοστό της τιμής που αντιστοιχεί στον δείκτη φορτίου του ελαστικού, σε συνάρτηση με την ταχύτητα την οποία μπορεί να επιτύχει το όχημα στο οποίο τοποθετείται το ελαστικό.

Μέγιστη ταχύτητα

(km/h)

Μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο

(επί τοις εκατό)

215

98,5

220

97

225

95,5

230

94

235

92,5

240

91

Για ενδιάμεσες μέγιστες ταχύτητες επιτρέπεται γραμμική παρεμβολή του μέγιστου επιτρεπόμενου φορτίου.

2.31.3.

Για ταχύτητες άνω των 240 km/h (ελαστικά που κατατάσσονται στην κατηγορία ταχύτητας στην οποία αντιστοιχεί το σύμβολο «W»), το μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το αναφερόμενο στον ακόλουθο πίνακα ποσοστό της τιμής που αντιστοιχεί στον δείκτη φορτίου του ελαστικού, σε συνάρτηση με την ταχύτητα την οποία μπορεί να επιτύχει το όχημα στο οποίο τοποθετείται το ελαστικό.

Μέγιστη ταχύτητα

(km/h)

Μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο

(τοις εκατό)

240

100

250

95

260

90

270

85

Για ενδιάμεσες μέγιστες ταχύτητες επιτρέπεται γραμμική παρεμβολή του μέγιστου επιτρεπόμενου φορτίου.

2.31.4.

Για ταχύτητες άνω των 270 km/h (ελαστικά που κατατάσσονται στην κατηγορία ταχύτητας στην οποία αντιστοιχεί το σύμβολο «Y»), το μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το αναφερόμενο στον ακόλουθο πίνακα ποσοστό της τιμής που αντιστοιχεί στον δείκτη φορτίου του ελαστικού, σε συνάρτηση με την ταχύτητα την οποία μπορεί να επιτύχει το όχημα στο οποίο τοποθετείται το ελαστικό.

Μέγιστη ταχύτητα

(km/h)

Μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο

(τοις εκατό)

270

100

280

95

290

90

300

85

Για ενδιάμεσες μέγιστες ταχύτητες επιτρέπεται γραμμική παρεμβολή του μέγιστου επιτρεπόμενου φορτίου.

2.31.5.

Για ταχύτητες μικρότερες ή ίσες με 60 km/h, το μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσοστό της μάζας που αντιστοιχεί στον δείκτη φορτίου του ελαστικού που υποδεικνύεται στον παρακάτω πίνακα, σε συνάρτηση με τη μέγιστη ονομαστική ταχύτητα του οχήματος στο οποίο τοποθετείται το ελαστικό.

Μέγιστη ταχύτητα

(km/h)

Μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο

(τοις εκατό)

25

142

30

135

40

125

50

115

60

110

2.31.6.

Για ταχύτητες άνω των 300 km/h, το μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τη μάζα που ορίζεται από τον κατασκευαστή του ελαστικού σε συνάρτηση με την ικανότητα ταχύτητας του ελαστικού. Για ενδιάμεσες ταχύτητες μεταξύ των 300 km/h και της μέγιστης ταχύτητας που ορίζεται από τον κατασκευαστή του ελαστικού, εφαρμόζεται γραμμική παρεμβολή του μέγιστου επιτρεπόμενου φορτίου.

2.32.

Ο όρος «οδήγηση υπό συνθήκες απώλειας πίεσης ελαστικού» αναφέρεται στην κατάσταση ενός ελαστικού το οποίο διατηρεί ουσιαστικά τη δομική του ακεραιότητα όταν η εσωτερική του πίεση κυμαίνεται μεταξύ 0 και 70 kPa.

2.33.

Ο όρος «βασικές λειτουργίες ελαστικού» αναφέρεται στη συνήθη ικανότητα ενός φουσκωμένου ελαστικού να φέρει ένα δεδομένο φορτίο μέχρι μια καθορισμένη ταχύτητα και να μεταδίδει τις δυνάμεις κίνησης, διεύθυνσης και πέδησης στην επιφάνεια επί της οποίας κινείται.

2.34.

Ως «σύστημα τύπου run flat» ή «σύστημα συνέχισης της οδήγησης» νοείται ένα σύνολο συγκεκριμένων λειτουργικά αλληλεξαρτώμενων στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του ελαστικού, τα οποία διασφαλίζουν από κοινού τις προδιαγραφόμενες επιδόσεις παρέχοντας τουλάχιστον τις βασικές λειτουργίες του ελαστικού σε όχημα κινούμενο με ταχύτητα 80 km/h (50 mph) και για απόσταση 80 km υπό συνθήκες απώλειας πίεσης ελαστικού.

2.35.

Το «ύψος παραμόρφωσης» είναι η διαφορά μεταξύ της ακτίνας παραμόρφωσης, μετρούμενης από το κέντρο του σώτρου μέχρι την επιφάνεια του τυμπάνου, και του ημίσεος της ονομαστικής διαμέτρου του σώτρου όπως ορίζεται στο πρότυπο ISO 4000-1.

3.   ΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

3.1.   Τα ελαστικά με αέρα που υποβάλλονται για έγκριση πρέπει να φέρουν σε αμφότερες τις παρειές, όταν πρόκειται για συμμετρικά ελαστικά, και σε τουλάχιστον μία εξωτερική παρειά όταν πρόκειται για ασύμμετρα ελαστικά:

3.1.1.

την επωνυμία ή το εμπορικό σήμα·

3.1.2.

τον χαρακτηρισμό μεγέθους του ελαστικού όπως ορίζεται στο σημείο 2.17. του παρόντος κανονισμού·

3.1.3.

την ένδειξη της δομής ως εξής:

3.1.3.1.

σε διαγώνια (συμβατικά) ελαστικά, καμία ένδειξη ή το γράμμα «D» τοποθετημένο μπροστά από τη σήμανση της διαμέτρου του σώτρου

3.1.3.2.

σε ακτινωτά ελαστικά: το γράμμα «R» τοποθετημένο μπροστά από τη σήμανση της διαμέτρου του σώτρου και, προαιρετικά, τη λέξη «RADIAL»·

3.1.3.3.

σε σταυρωτά ελαστικά με ζώνη, το γράμμα «B» τοποθετημένο μπροστά από τη σήμανση της διαμέτρου του σώτρου και επιπλέον τις λέξεις «BIAS-BELTED»·

3.1.3.4.

σε ακτινωτά ελαστικά κατάλληλα για ταχύτητες άνω των 240 km/h όχι όμως υψηλότερες από 300 km/h (ελαστικά που φέρουν το σύμβολο «W» ή «Y» όπως αναφέρεται στο χαρακτηριστικό χρήσης), το γράμμα «R», το οποίο τοποθετείται μπροστά από τη σήμανση του κωδικού της διαμέτρου του σώτρου επιτρέπεται να αντικαθίσταται από την ένδειξη «ZR»·

3.1.3.5.

σε «ελαστικά τύπου run flat» ή «αυτο-υποστηριζόμενα ελαστικά», το γράμμα «F» τοποθετημένο μπροστά από τη σήμανση της διαμέτρου του σώτρου·

3.1.4.

ένδειξη της κατηγορίας ταχύτητας του σώτρου υπό τη μορφή του συμβόλου που υποδεικνύεται στο σημείο 2.29. ανωτέρω·

3.1.4.1.

σε ελαστικά κατάλληλα για ταχύτητες άνω των 300 km/h, το γράμμα «R» που είναι τοποθετημένο μπροστά από τον κωδικό της σήμανσης της διαμέτρου του σώτρου, πρέπει να αντικαθίσταται από την ένδειξη «ZR» και το ελαστικό πρέπει να φέρει το χαρακτηριστικό χρήσης το οποίο αποτελείται από το σύμβολο ταχύτητας «Y» και τον αντίστοιχο δείκτη φόρτισης. Το χαρακτηριστικό χρήσης πρέπει να περικλείεται σε παρενθέσεις, για παράδειγμα «(95Y)»·

3.1.5.

την ένδειξη M+S ή M.S ή M&S όταν πρόκειται για ελαστικό χιονιού·

3.1.6.

τον δείκτη φορτίου που ορίζεται στο σημείο 2.28. του παρόντος κανονισμού·

3.1.7.

τη λέξη «TUBELESS» εάν το ελαστικό προορίζεται για χρήση χωρίς αεροθάλαμο·

3.1.8.

τη λέξη «REINFORCED» ή τις λέξεις «EXTRA LOAD» εφόσον πρόκειται για ενισχυμένο ελαστικό·

3.1.9.

την ημερομηνία κατασκευής υπό τη μορφή συστοιχίας τεσσάρων ψηφίων, εκ των οποίων τα δύο πρώτα δηλώνουν την εβδομάδα και τα δύο τελευταία το έτος κατασκευής. Εντούτοις, η σήμανση αυτή, η οποία μπορεί να αναγράφεται στη μία μόνο παρειά, δεν είναι υποχρεωτική για κανένα ελαστικό που υποβάλλεται για έγκριση, μέχρι και δύο έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού (4).

3.1.10.

Στην περίπτωση ελαστικών που έλαβαν πρώτη έγκριση μετά την έναρξη ισχύος του συμπληρώματος 13 στη σειρά τροποποιήσεων 02 του κανονισμού αριθ. 30, η ένδειξη που αναφέρεται στο σημείο 2.17.1.5. πρέπει να τοποθετείται αποκλειστικά αμέσως μετά τη σήμανση της διαμέτρου του σώτρου που αναφέρεται στο σημείο 2.17.1.3.

3.1.11.

Στην περίπτωση εφεδρικών ελαστικών προσωρινής χρήσης, τις λέξεις «TEMPORARY USE ONLY» με κεφαλαίους χαρακτήρες ύψους τουλάχιστον 12,7 mm.

3.1.11.1.

Επιπλέον, στην περίπτωση εφεδρικών ελαστικών τύπου «T» για προσωρινή χρήση, την ένδειξη «INFLATE TO 420 kPa (60 psi)», με κεφαλαίους χαρακτήρες ύψους τουλάχιστον 12,7 mm.

3.1.12.

Το ακόλουθο σύμβολο, εάν πρόκειται για «ελαστικό τύπου run flat» ή «αυτο-υποστηριζόμενο ελαστικό», όπου το «h» πρέπει να είναι τουλάχιστον 12 mm.

Image

3.2.   Πρέπει να υπάρχει στα ελαστικά ελεύθερος χώρος επαρκής για να χωρέσει το σήμα έγκρισης που υποδεικνύεται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού.

3.3.   Στο παράρτημα III του παρόντος κανονισμού παρατίθεται παράδειγμα της σχηματικής διάταξης των σημάνσεων των ελαστικών.

3.4.   Οι σημάνσεις που αναφέρονται στο σημείο 3.1 και το σήμα έγκρισης που προδιαγράφεται στο σημείο 5.4 του παρόντος κανονισμού πρέπει να είναι έκτυπα ή εγχάρακτα στα ελαστικά. Πρέπει να είναι ευανάγνωστα και, με εξαίρεση τη σήμανση που αναφέρεται στο σημείο 3.1.1 ανωτέρω, πρέπει να αναγράφονται στο κάτω τμήμα του ελαστικού ή σε τουλάχιστον μία κάτω παρειά.

3.4.1.   Όσον αφορά, ωστόσο, ελαστικά με «διαμόρφωση της συναρμογής του ελαστικού με το σώτρο» τύπου «Α» ή «U» (βλ. σημείο 3.1.10.), οι σημάνσεις μπορούν να τοποθετούνται σε οποιοδήποτε σημείο της εξωτερικής παρειάς του ελαστικού.

4.   ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗ

4.1.   Η αίτηση για έγκριση τύπου ελαστικού με αέρα υποβάλλεται από τον κάτοχο της επωνυμίας ή του εμπορικού σήματος ή από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του. Στην αίτηση πρέπει να περιλαμβάνονται τα ακόλουθα στοιχεία:

4.1.1.

ο χαρακτηρισμός μεγέθους ελαστικού όπως ορίζεται στο σημείο 2.17. του παρόντος κανονισμού·

4.1.2.

η επωνυμία ή το εμπορικό σήμα·

4.1.3.

η κατηγορία χρήσης (συνήθη (οδικής χρήσης) ή ελαστικά χιονιού ή ελαστικά προσωρινής χρήσης)·

4.1.4.

η δομή: διαγώνια (συμβατική), σταυρωτή με ζώνη, ακτινωτή, ελαστικά τύπου run flat·

4.1.5.

η κατηγορία ταχύτητας·

4.1.6.

ο δείκτης φορτίου του ελαστικού·

4.1.7.

το εάν το ελαστικό προορίζεται για χρήση με ή χωρίς αεροθάλαμο·

4.1.8.

το εάν το ελαστικό είναι «σύνηθες» ή «ενισχυμένο» ή «εφεδρικό ελαστικό τύπου T για προσωρινή χρήση»·

4.1.9.

ο αριθμός των λινών των διαγωνίων (συμβατικών) ελαστικών·

4.1.10.

οι συνολικές διαστάσεις: συνολικό πλάτος διατομής και εξωτερική διάμετρος·

4.1.11.

τα σώτρα επί των οποίων μπορεί να τοποθετείται το ελαστικό·

4.1.12.

το σώτρο μέτρησης και το σώτρο δοκιμής·

4.1.13.

η πίεση δοκιμής, σε περίπτωση που ο κατασκευαστής ζητά την εφαρμογή του σημείου 1.3. του παραρτήματος VII του παρόντος κανονισμού·

4.1.14.

ο συντελεστής «x» που αναφέρεται στο σημείο 2.20. ανωτέρω·

4.1.15.

για ελαστικά κατάλληλα για ταχύτητες άνω των 300 km/h, η μέγιστη ταχύτητα που επιτρέπεται από τον κατασκευαστή του ελαστικού και η ικανότητα φόρτισης που επιτρέπεται για την εν λόγω μέγιστη ταχύτητα. Ο κατασκευαστής του ελαστικού πρέπει επίσης να προσδιορίζει αυτές τις τιμές στην τεχνική τεκμηρίωση του τύπου του ελαστικού.

4.1.16.

η ένδειξη του περιγράμματος του σώτρου συγκράτησης του τακουνιού ειδικά για «οδήγηση υπό συνθήκες απώλειας πίεσης ελαστικού» με «ελαστικά τύπου run flat».

4.2.   Η αίτηση για έγκριση πρέπει επίσης να συνοδεύεται από σχέδια ή φωτογραφίες (εις τριπλούν) όπου εμφαίνονται το ανάγλυφο του πέλματος καθώς και το περίβλημα του φουσκωμένου με αέρα ελαστικού τοποθετημένου στο σώτρο μέτρησης με ένδειξη των σχετικών διαστάσεων (βλ. σημεία 6.1.1 και 6.1.2) του τύπου ελαστικού που υποβάλλεται προς έγκριση. Πρέπει επίσης να συνοδεύεται από την έκθεση δοκιμής την οποία συντάσσει εγκεκριμένο εργαστήριο δοκιμής ή από ένα ή δύο δείγματα του τύπου ελαστικού, κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής. Τα σχέδια ή οι φωτογραφίες της παρειάς και του πέλματος του ελαστικού πρέπει να υποβάλλονται μετά την έναρξη της παραγωγής, το αργότερο εντός ενός έτους από την ημερομηνία έκδοσης της έγκρισης τύπου.

4.3.   Η αρμόδια αρχή επαληθεύει, πριν από τη χορήγηση έγκρισης τύπου, την καταλληλότητα των μέτρων που εξασφαλίζουν τον αποτελεσματικό έλεγχο συμμόρφωσης της παραγωγής.

4.4.   Όταν ένας κατασκευαστής ελαστικών υποβάλλει αίτηση για έγκριση τύπου μιας σειράς ελαστικών, δεν θεωρείται αναγκαίο να διεξάγεται δοκιμή φορτίου/ταχύτητας για κάθε τύπο ελαστικού της σειράς. Η επιλογή της χείριστης περίπτωσης πραγματοποιείται κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας για την έγκριση αρχής.

5.   ΕΓΚΡΙΣΗ

5.1.   Έγκριση τύπου ελαστικών με αέρα χορηγείται εφόσον ο τύπος που υποβάλλεται προς έγκριση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ικανοποιεί τις απαιτήσεις της παρακάτω παραγράφου 6.

5.2.   Για κάθε τύπο που εγκρίνεται χορηγείται αριθμός έγκρισης. Τα δύο πρώτα ψηφία του (επί του παρόντος 02) υποδεικνύουν τη σειρά τροποποιήσεων που ενσωματώνουν τις πλέον πρόσφατες σημαντικές τεχνικές τροποποιήσεις του κανονισμού κατά τη στιγμή της έκδοσης της έγκρισης. Το ίδιο συμβαλλόμενο μέρος δεν δύναται να εκχωρήσει τον ίδιο αριθμό σε άλλο τύπο ελαστικών με αέρα που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

5.3.   Η ειδοποίηση για την έγκριση ή την επέκταση ή την απόρριψη ή την ανάκληση της έγκρισης ή την οριστική παύση της παραγωγής τύπου ελαστικού με αέρα σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό κοινοποιείται στα συμβαλλόμενα στη συμφωνία του 1958 μέρη που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό, με τη χρήση εντύπου σύμφωνα με το υπόδειγμα στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

5.3.1.   Στην περίπτωση χορήγησης έγκρισης τύπου για ελαστικά κατάλληλα για ταχύτητες άνω των 300 km/h (βλ. σημείο 4.1.15.), η σχετική μέγιστη ταχύτητα (km/h) και η επιτρεπόμενη για τη μέγιστη ταχύτητα ικανότητα φόρτισης (kg) πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια στην ενότητα 10 του δελτίου κοινοποίησης (βλ. παράρτημα I του παρόντος κανονισμού)· μπορούν επίσης να προσδιορίζονται οι τιμές φορτίου για ενδιάμεσες ταχύτητες άνω των 300 km/h.

5.4.   Επιπλέον των σημάνσεων που περιγράφονται στο σημείο 3.1. ανωτέρω, σε κάθε ελαστικό με αέρα σύμφωνο προς τον τύπο που εγκρίνεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, τοποθετείται σε εμφανές σημείο, το οποίο προσδιορίζεται στο σημείο 3.2. ανωτέρω, διεθνές σήμα έγκρισης αποτελούμενο από:

5.4.1.

έναν κύκλο που περικλείει το γράμμα «E», ακολουθούμενο από τον διακριτικό αριθμό της χώρας η οποία χορήγησε την έγκριση (5)·

5.4.2.

τον αριθμό έγκρισης.

5.5.   Το σήμα έγκρισης πρέπει να είναι ευανάγνωστο και ανεξίτηλο.

5.6.   Στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού παρατίθεται παράδειγμα της σχηματικής διάταξης του σήματος έγκρισης.

6.   ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

6.1.   Διαστάσεις των ελαστικών

6.1.1.   Πλάτος διατομής ελαστικού

6.1.1.1.   Το πλάτος διατομής προκύπτει από τον ακόλουθο τύπο:

S = S1 + K(A – A1),

όπου:

S

=

είναι το «πλάτος διατομής» εκφρασμένο σε mm και μετρούμενο επί του σώτρου μέτρησης·

S1

=

είναι το «ονομαστικό πλάτος διατομής» (σε mm), όπως αναγράφεται στον προδιαγραφόμενο χαρακτηρισμό ελαστικού στην παρειά του·

A

=

είναι το πλάτος του σώτρου μέτρησης (εκφρασμένο σε mm), όπως υποδεικνύεται από τον κατασκευαστή στο περιγραφικό σημείωμα (6)·

A1

=

είναι το πλάτος του θεωρητικού σώτρου (εκφρασμένο σε mm).

Το μέγεθος A1 θεωρείται ότι ισούται με το γινόμενο του μεγέθους S1 επί τον συντελεστή x όπως ορίζεται από τον κατασκευαστή, ενώ το μέγεθος K πρέπει να θεωρείται ότι ισούται με 0,4.

6.1.1.2.   Όσον αφορά, εντούτοις, τους τύπους ελαστικών των οποίων ο χαρακτηρισμός παρατίθεται στην πρώτη στήλη των πινάκων του παραρτήματος V του παρόντος κανονισμού, το πλάτος διατομής θεωρείται ότι είναι αυτό που αντιστοιχεί στον εκάστοτε χαρακτηρισμό του ελαστικού στους συγκεκριμένους πίνακες.

6.1.1.3.   Όσον αφορά ελαστικά με «διαμόρφωση της συναρμογής του ελαστικού με το σώτρο» τύπου «A» ή «U» (βλ. σημείο 3.1.10.), το μέγεθος K θεωρείται ίσο με 0,6.

6.1.2.   Εξωτερική διάμετρος ελαστικού

6.1.2.1.   Η εξωτερική διάμετρος ενός ελαστικού προκύπτει από τον ακόλουθο τύπο:

D = d + 2H

όπου:

 

D είναι η εξωτερική διάμετρος εκφρασμένη σε mm

 

d είναι ο συμβατικός αριθμός που αναφέρεται στο σημείο 2.17.1.3. ανωτέρω, εκφρασμένος σε mm (6),

 

H είναι το ονομαστικό ύψος διατομής εκφρασμένο σε mm, ίσο με:

H = 0,01 S1 × Ra,

 

S1 είναι το ονομαστικό πλάτος διατομής σε mm, και

 

Ra ο ονομαστικός λόγος διατομής,

όλα δε τα ανωτέρω όπως εμφαίνονται στον χαρακτηρισμό του μεγέθους του ελαστικού στην παρειά του σύμφωνα με τις απαιτήσεις του σημείου 3.4 ανωτέρω.

6.1.2.2.   Όσον αφορά, εντούτοις, τους τύπους ελαστικών των οποίων ο χαρακτηρισμός παρατίθεται στην πρώτη στήλη των πινάκων του παραρτήματος V του παρόντος κανονισμού, η εξωτερική διάμετρος θεωρείται ότι είναι αυτή που αντιστοιχεί στον εκάστοτε χαρακτηρισμό «μεγέθους» στους συγκεκριμένους πίνακες.

6.1.2.3.   Όσον αφορά ελαστικά με «διαμόρφωση της συναρμογής του ελαστικού με το σώτρο» τύπου «A» ή «U» (βλ. σημείο 3.1.10.), η εξωτερική διάμετρος είναι αυτή που ορίζεται στον χαρακτηρισμό μεγέθους ελαστικού όπως αυτός αναγράφεται στην παρειά του ελαστικού.

6.1.3.   Μέθοδος μέτρησης ελαστικών με αέρα

Οι διαστάσεις των ελαστικών με αέρα πρέπει να μετρώνται σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο παράρτημα VI του παρόντος κανονισμού.

6.1.4.   Προδιαγραφές πλάτους διατομής ελαστικού

6.1.4.1.   Το συνολικό πλάτος ενός ελαστικού επιτρέπεται να είναι κατώτερο από το πλάτος που ορίζεται σύμφωνα με το σημείο 6.1.1 ανωτέρω.

6.1.4.2.   Μπορεί να υπερβαίνει αυτήν την τιμή κατά τα ακόλουθα ποσοστά:

6.1.4.2.1.

στα διαγώνια (συμβατικά) ελαστικά: 6 τοις εκατό·

6.1.4.2.2.

στα ακτινωτά ελαστικά, ελαστικά τύπου run flat: 4 τοις εκατό·

6.1.4.2.3.

επιπλέον, σε περίπτωση που το ελαστικό έχει ειδικές προστατευτικές νευρώσεις (ή ταινίες), επιτρέπεται επιπλέον υπέρβαση του αριθμού που προκύπτει από τα ανωτέρω ποσοστά ανοχής κατά 8 mm.

6.1.4.2.4.

Όσον αφορά όμως ελαστικά με «διαμόρφωση της συναρμογής του ελαστικού με το σώτρο» τύπου «A» ή «U» (βλ. σημείο 3.1.10.), το συνολικό πλάτος του ελαστικού στο κατώτερο τμήμα του ισούται με το ονομαστικό πλάτος του σώτρου επί του οποίου είναι τοποθετημένο, όπως υποδεικνύεται από τον κατασκευαστή στο περιγραφικό σημείωμα, αυξημένο κατά 20 mm.

6.1.5.   Προδιαγραφές εξωτερικής διαμέτρου ελαστικού

Η εξωτερική διάμετρος ενός ελαστικού δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τιμές Dmin και Dmax που προκύπτουν από τους ακόλουθους τύπους:

 

Dmin = d + (2H × a)

 

Dmax = d + (2H × b)

όπου:

6.1.5.1.

για τα μεγέθη που παρατίθενται στο παράρτημα V και για τα ελαστικά με «διαμόρφωση της συναρμογής του ελαστικού με το σώτρο» τύπου «A» ή «U» (βλ. σημείο 3.1.10.), το ονομαστικό ύψος διατομής H ισούται με:

H = 0,5 (D – d), για παραπομπές βλ. σημείο 6.1.2.

6.1.5.2.

για άλλα μεγέθη, τα οποία δεν παρατίθενται στο παράρτημα V, οι τιμές των «H» και «d» είναι αυτές που ορίζονται στο σημείο 6.1.2.1,

6.1.5.3.

Οι συντελεστές «a» και «b» είναι αντιστοίχως:

6.1.5.3.1.

Συντελεστής «a» = 0,97

6.1.5.3.2.

Συντελεστής «b» για συνήθη (οδικής χρήσης) ελαστικά

Ακτινωτά, Ελαστικά τύπου Run flat

Διαγώνια και σταυρωτά με ζώνη

1,04

1,08

6.1.5.4.

για ελαστικά χιονιού, επιτρέπεται υπέρβαση της συνολικής διαμέτρου (Dmax) που υπολογίζεται σύμφωνα με τα παραπάνω, αλλά όχι περισσότερο από 1 τοις εκατό.

6.2.   Δοκιμή επιδόσεων φόρτισης/ταχύτητας

6.2.1.   Τα ελαστικά με αέρα πρέπει να υποβάλλονται σε δοκιμή επιδόσεων φόρτισης/ταχύτητας που διεξάγεται σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο παράρτημα VII του παρόντος κανονισμού.

6.2.1.1.   Όταν υποβάλλεται αίτηση έγκρισης για ελαστικά που στον χαρακτηρισμό μεγέθους φέρουν σήμανση με τον κωδικό χαρακτήρων «ZR» και είναι κατάλληλα για ταχύτητες άνω των 300 km/h (βλ. σημείο 4.1.15.), η προαναφερθείσα δοκιμή φορτίου/ταχύτητας διεξάγεται σε ένα ελαστικό για τις τιμές φορτίου και ταχύτητας που αναγράφονται στο ελαστικό (βλ. σημείο 3.1.4.1.). Μια δεύτερη δοκιμή φορτίου/ταχύτητας πρέπει να διεξάγεται σε δεύτερο δείγμα του ίδιου τύπου ελαστικού για τις τιμές φορτίου και ταχύτητας που προσδιορίζονται ως μέγιστες από τον κατασκευαστή (βλ. σημείο 4.1.15. του παρόντος κανονισμού).

Η δεύτερη δοκιμή επιτρέπεται να διεξάγεται στο ίδιο δείγμα ελαστικού, εφόσον συμφωνεί ο κατασκευαστής του ελαστικού.

6.2.1.2.   Όταν υποβάλλεται αίτηση έγκρισης για «σύστημα οδήγησης run flat», η προαναφερθείσα δοκιμή φορτίου/ταχύτητας διεξάγεται σε ένα ελαστικό, το οποίο έχει φουσκωθεί με αέρα σύμφωνα με το σημείο 1.2. του παραρτήματος VII, για τις τιμές φορτίου και ταχύτητας που αναγράφονται στο ελαστικό (βλ. σημείο 3.1.4.1.). Μια δεύτερη δοκιμή φορτίου ταχύτητας/ταχύτητας πρέπει να διεξάγεται σε δεύτερο δείγμα του ίδιου τύπου ελαστικού όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του παραρτήματος VII. Η δεύτερη δοκιμή επιτρέπεται να διεξάγεται στο ίδιο δείγμα, εφόσον συμφωνεί ο κατασκευαστής.

6.2.2.   Θεωρείται ότι αντεπεξέρχεται στη δοκιμή ελαστικό στο οποίο μετά από τη δοκιμή αντοχής φορτίου/ταχύτητας δεν παρατηρείται αποκόλληση πέλματος, διαχωρισμός λινών, αποκόλληση νημάτων, θρυμματισμός πέλματος ή κοπή νημάτων.

6.2.2.1.   Εντούτοις, στη δοκιμή θεωρείται ότι αντεπεξέρχεται ελαστικό που φέρει το σύμβολο ταχύτητας «Y» και στο πέλμα του οποίου παρατηρούνται μετά τη σχετική δοκιμή επιφανειακά εξογκώματα (φυσαλίδες αέρος) τα οποία προκλήθηκαν από τον συγκεκριμένο εξοπλισμό και τις συνθήκες δοκιμής.

6.2.2.2.   Στη δοκιμή θεωρείται ότι αντεπεξέρχεται ελαστικό «τύπου run flat» στο οποίο το ύψος παραμόρφωσης δεν μεταβλήθηκε μετά τη δοκιμή που ορίζεται στην παράγραφο 3 του παραρτήματος VII κατά περισσότερο από 20 τοις εκατό σε σύγκριση με την εκκίνηση της δοκιμής και στο οποίο το πέλμα δεν έχει αποκολληθεί από τις δύο παρειές.

6.2.3.   Η εξωτερική διάμετρος του ελαστικού, μετρούμενη έξι ώρες μετά τη δοκιμή επιδόσεων φόρτισης/ταχύτητας, δεν πρέπει να διαφέρει κατά περισσότερο από ±3,5 τοις εκατό από την εξωτερική διάμετρο που μετρήθηκε πριν από τη δοκιμή.

6.3.   Δείκτες φθοράς πέλματος

6.3.1.   Τα ελαστικά με αέρα πρέπει να περιλαμβάνουν όχι λιγότερες από έξι εγκάρσιες σειρές δεικτών φθοράς, διαταγμένες σε περίπου ίσες αποστάσεις, οι οποίες βρίσκονται στις κύριες αυλακώσεις του πέλματος. Οι δείκτες φθοράς πέλματος πρέπει να είναι διαμορφωμένοι έτσι ώστε να μην συγχέονται με τις προεξοχές ελαστικού υλικού μεταξύ των νευρώσεων ή των συμπαγών μερών του πέλματος.

6.3.2.   Πάντως, σε περίπτωση ελαστικών των οποίων οι διαστάσεις είναι τέτοιες ώστε να είναι κατάλληλα για τοποθέτηση σε σώτρο ονομαστικής διαμέτρου μέχρι 12, είναι αποδεκτές τέσσερις σειρές δεικτών φθοράς πέλματος.

6.3.3.   Μέσω των δεικτών φθοράς πέλματος πρέπει να είναι δυνατόν να διαπιστώνεται, με ανοχή + 0,60/– 0,00 mm, κατά πόσον οι αυλακώσεις του πέλματος δεν είναι πλέον βαθύτερες από 1,6 mm.

6.3.4.   Το ύψος των δεικτών φθοράς πέλματος καθορίζεται με μέτρηση, από την επιφάνεια του πέλματος, της διαφοράς του βάθους μέχρι την κορυφή των δεικτών φθοράς πέλματος και του βάθους των αυλακώσεων του πέλματος, κοντά στην κλίση των αυλακώσεων στη βάση των δεικτών φθοράς πέλματος.

7.   ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΥΠΟΥ ΕΛΑΣΤΙΚΟΥ ΜΕ ΑΕΡΑ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΤΥΠΟΥ ΕΛΑΣΤΙΚΟΥ

7.1.   Κάθε τροποποίηση τύπου ελαστικού με αέρα κοινοποιείται στη διοικητική υπηρεσία που έχει χορηγήσει την έγκριση τύπου του ελαστικού. Η αρχή αυτή δύναται εν συνεχεία:

7.1.1.

είτε να θεωρήσει ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν δεν ενδέχεται να έχουν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις και ότι σε κάθε περίπτωση το ελαστικό με αέρα εξακολουθεί να ικανοποιεί τις απαιτήσεις· είτε

7.1.2.

να απαιτήσει περαιτέρω έκθεση δοκιμών από την τεχνική υπηρεσία που είναι αρμόδια για τη διενέργεια των δοκιμών.

7.2.   Η τροποποίηση του αναγλύφου του πέλματος του ελαστικού δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη επανάληψη των δοκιμών που προδιαγράφονται στην παράγραφο 6 του παρόντος κανονισμού.

7.3.   Η επικύρωση ή η απόρριψη της έγκρισης, στην οποία προσδιορίζονται οι τροποποιήσεις, ανακοινώνεται στα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο σημείο 5.3 ανωτέρω.

7.4.   Η αρμόδια αρχή η οποία έχει χορηγήσει επέκταση της έγκρισης εκχωρεί αύξοντα αριθμό για την επέκταση και ενημερώνει σχετικά τα άλλα συμβαλλόμενα στη συμφωνία του 1958 μέρη που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό με τη διαβίβαση δελτίου κοινοποίησης σύμφωνα με το υπόδειγμα στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

8.   ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Οι διαδικασίες παραγωγής πρέπει να συμμορφώνονται προς τις διαδικασίες που καθορίζονται στη συμφωνία, προσάρτημα 2 (E/ECE/324-E/ECE/TRANS/505/Rev. 2), με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

8.1.

Τα ελαστικά που εγκρίνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να κατασκευάζονται κατά τρόπο ώστε να συμμορφώνονται προς τον εγκεκριμένο τύπο ικανοποιώντας τις απαιτήσεις που ορίζονται στην ανωτέρω παράγραφο 6.

8.2.

Η αρχή που χορήγησε την έγκριση τύπου μπορεί να επαληθεύει ανά πάσα στιγμή τις μεθόδους ελέγχου της συμμόρφωσης που εφαρμόζονται σε κάθε εγκατάσταση παραγωγής. Η συνήθης συχνότητα αυτών των επαληθεύσεων είναι τουλάχιστον δύο φορές ετησίως για κάθε εγκατάσταση παραγωγής.

9.   ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

9.1.   Η έγκριση που χορηγείται για έναν τύπο ελαστικού με αέρα σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό μπορεί να ανακληθεί εάν δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του σημείου 8.1. ανωτέρω ή εάν τα ελαστικά που ελήφθησαν δειγματοληπτικά από τη σειρά δεν αντεπεξήλθαν στις δοκιμές που προδιαγράφονται στο εν λόγω σημείο.

9.2.   Εάν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία το οποίο εφαρμόζει τον παρόντα κανονισμό ανακαλέσει έγκριση που έχει χορηγήσει προηγουμένως, ενημερώνει αμέσως τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό με τη διαβίβαση του δελτίου κοινοποίησης σύμφωνα με το υπόδειγμα στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

10.   ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Αν ο κάτοχος της έγκρισης διακόψει οριστικά την παραγωγή ενός τύπου ελαστικού με αέρα εγκεκριμένου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ενημερώνει σχετικά την αρχή που χορήγησε την έγκριση. Αφού λάβει τη σχετική κοινοποίηση, η αρχή ενημερώνει τα άλλα συμβαλλόμενα στη συμφωνία του 1958 μέρη που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό με τη διαβίβαση δελτίου κοινοποίησης σύμφωνα με το υπόδειγμα στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

11.   ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

11.1.   Κανένα συμβαλλόμενο μέρος που εφαρμόζει τον παρόντα κανονισμό δεν αρνείται τη χορήγηση επέκτασης έγκρισης σύμφωνα με προγενέστερες σειρές τροποποιήσεων ή σύμφωνα με προγενέστερο συμπλήρωμα στη σειρά τροποποιήσεων του παρόντος κανονισμού.

11.2.   Κανένα συμβαλλόμενο μέρος που εφαρμόζει τον παρόντα κανονισμό δεν αρνείται την έγκριση τύπου σύμφωνα με τη σειρά τροποποιήσεων 01 του παρόντος κανονισμού.

11.3.   Δείκτες φθοράς πέλματος:

11.3.1.

Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του συμπληρώματος 4 στη σειρά τροποποιήσεων 02, τα συμβαλλόμενα μέρη που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό δεν δύνανται πλέον να χορηγούν εγκρίσεις σε σχέση με τις απαιτήσεις του σημείου 6.3.3 σύμφωνα με το συμπλήρωμα 3 στη σειρά τροποποιήσεων 02.

11.3.2.

Όλα τα καινούργια ελαστικά που κατασκευάστηκαν από την 1η Οκτωβρίου 1995 πρέπει να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του σημείου 6.3.3. όπως τροποποιήθηκε από το συμπλήρωμα 4 στη σειρά τροποποιήσεων 02.

12.   ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΔΟΚΙΜΩΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣ

12.1.   Τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία του 1958 μέρη που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό οφείλουν να κοινοποιούν στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών τις ονομασίες και τις διευθύνσεις των τεχνικών υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τη διενέργεια των δοκιμών έγκρισης και των διοικητικών υπηρεσιών που χορηγούν εγκρίσεις, προς τις οποίες πρέπει να αποστέλλονται τα έντυπα πιστοποίησης της έγκρισης ή της επέκτασης ή της απόρριψης ή της ανάκλησης της έγκρισης που εκδίδεται σε άλλες χώρες.

12.2.   Τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία του 1958 μέρη που εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό επιτρέπεται να ορίζουν ως εγκεκριμένα εργαστήρια δοκιμών εργαστήρια των κατασκευαστών ελαστικών.

12.3.   Σε περίπτωση που συμβαλλόμενο στη συμφωνία του 1958 μέρος εφαρμόζει το σημείο 12.2 ανωτέρω έχει το δικαίωμα, εφόσον το επιθυμεί, να εκπροσωπείται στις δοκιμές από ένα ή περισσότερα άτομα της επιλογής του.

Επεξηγηματικό σχήμα

(βλ. παράγραφο 2 του κανονισμού)

Image


(1)  Όπως ορίζεται στο παράρτημα VII του ενοποιημένου ψηφίσματος για την κατασκευή οχημάτων (R.E.3), (έγγραφο TRANS/WP.29/78/Rev.1/Amend.2 όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την τροποποίηση 4).

(2)  Βλ. επεξηγηματικό σχήμα.

(3)  Βλ. επεξηγηματικό σχήμα.

(4)  Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2000, η ημερομηνία κατασκευής πρέπει να υποδεικνύεται υπό τη μορφή συστοιχίας τριών ψηφίων, εκ των οποίων τα δύο πρώτα δηλώνουν την εβδομάδα και το τελευταίο το έτος κατασκευής.

(5)  1 για τη Γερμανία, 2 για τη Γαλλία, 3 για την Ιταλία, 4 για τις Κάτω Χώρες, 5 για τη Σουηδία, 6 για το Βέλγιο, 7 για την Ουγγαρία, 8 για την Τσεχική Δημοκρατία, 9 για την Ισπανία, 10 για τη Σερβία, 11 για το Ηνωμένο Βασίλειο, 12 για την Αυστρία, 13 για το Λουξεμβούργο, 14 για την Ελβετία, 15 (κενό), 16 για τη Νορβηγία, 17 για τη Φινλανδία, 18 για τη Δανία, 19 για τη Ρουμανία, 20 για την Πολωνία, 21 για την Πορτογαλία, 22 για την Ομοσπονδία της Ρωσίας, 23 για την Ελλάδα, 24 για την Ιρλανδία, 25 για την Κροατία, 26 για τη Σλοβενία, 27 για τη Σλοβακία, 28 για τη Λευκορωσία, 29 για την Εσθονία, 30 (κενό), 31 για τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, 32 για τη Λεττονία, 33 (κενό), 34 για τη Βουλγαρία, 35 (κενό), 36 για τη Λιθουανία, 37 για την Τουρκία, 38 (κενό), 39 για το Αζερμπαϊτζάν, 40 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, 41 (κενό), 42 για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (οι εγκρίσεις χορηγούνται από τα κράτη μέλη χρησιμοποιώντας το αντίστοιχο σύμβολο ECE), 43 για την Ιαπωνία, 44 (κενό), 45 για την Αυστραλία, 46 για την Ουκρανία, 47 για τη Νότια Αφρική, 48 για τη Νέα Ζηλανδία, 49 για την Κύπρο, 50 για τη Μάλτα, 51 για τη Δημοκρατία της Κορέας, 52 για τη Μαλαισία, 53 για την Ταϊλάνδη, 54 και 55 (κενό) και 56 για το Μαυροβούνιο. Οι επόμενοι αριθμοί θα χορηγηθούν σε άλλες χώρες σύμφωνα με την χρονολογική σειρά που θα κυρώσουν ή θα προσχωρήσουν στη Συμφωνία σχετικά με την υιοθέτηση ενιαίων προϋποθέσεων έγκρισης τροχοφόρων οχημάτων, των εξοπλισμών και κατασκευαστικών μερών που μπορούν να τοποθετηθούν ή/και να χρησιμοποιηθούν σε τροχοφόρα οχήματα, καθώς και την αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων αυτών, οι δε αριθμοί που θα χορηγηθούν κατ' αυτό τον τρόπο θα κοινοποιηθούν από τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στα συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας.

(6)  Όταν ο συμβατικός αριθμός δηλώνεται με κωδικό, η τιμή σε mm προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αριθμού αυτού επί 25,4.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

[Μέγιστες διαστάσεις: A4 (210 × 297 mm)]

Image


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Παράδειγμα της σχηματικής διάταξης του σήματος έγκρισης

Image

Το ανωτέρω σήμα έγκρισης τοποθετημένο επί ενός ελαστικού με αέρα υποδεικνύει ότι ο τύπος του σχετικού ελαστικού έχει εγκριθεί στις Κάτω Χώρες (E4) με αριθμό έγκρισης 022439.

Σημείωση: Τα δύο πρώτα ψηφία του αριθμού έγκρισης υποδηλώνουν ότι η έγκριση χορηγήθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού όπως τροποποιήθηκε από τη σειρά τροποποιήσεων 02.

Ο αριθμός έγκρισης πρέπει να τοποθετείται πλησίον του κύκλου, πάνω ή κάτω, αριστερά ή δεξιά του γράμματος «E». Τα ψηφία του αριθμού έγκρισης πρέπει να βρίσκονται στην ίδια πλευρά του γράμματος «E» και να είναι διατεταγμένα κατά την ίδια διεύθυνση. Πρέπει να αποφεύγεται η χρήση λατινικών ψηφίων ως αριθμών έγκρισης ούτως ώστε να αποφεύγονται συγχύσεις με άλλα σύμβολα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Σχηματική διάταξη σημάνσεων ελαστικών

1.   Παράδειγμα των σημάνσεων που πρέπει να φέρουν οι τύποι των ελαστικών που διατίθενται στην αγορά μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού

Image

Οι ως άνω σημάνσεις προσδιορίζουν ένα ελαστικό με αέρα:

α)

με ονομαστικό πλάτος διατομής 185·

β)

με ονομαστικό λόγο διατομής 70·

γ)

ακτινωτής δομής (R)·

δ)

με ονομαστική διάμετρο σώτρου 14·

ε)

με ικανότητα φόρτισης 580 kg, η οποία αντιστοιχεί στο δείκτη φόρτισης 89 σύμφωνα με το παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού·

στ)

το οποίο κατατάσσεται στην κατηγορία ταχύτητας T (μέγιστη ταχύτητα 190 km/h)·

ζ)

το οποίο προορίζεται για τοποθέτηση χωρίς αεροθάλαμο («tubeless»)·

η)

το οποίο είναι ελαστικό «χιονιού» (M + S)·

θ)

το οποίο κατασκευάστηκε την εικοστή πέμπτη εβδομάδα του έτους 2003.

2.   Στην περίπτωση ελαστικών με διαμόρφωση της συναρμογής του ελαστικού με το σώτρο τύπου «A» ή «U», η σήμανση έχει τη μορφή που υποδεικνύεται στο ακόλουθο παράδειγμα:

185-560 R 400A, ή 185-560 R 400U όπου:

 

185 είναι το ονομαστικό πλάτος διατομής σε mm,

 

560 είναι η εξωτερική διάμετρος σε mm,

 

R είναι η ένδειξη της δομής του ελαστικού — βλ. σημείο 3.1.3. του παρόντος κανονισμού,

 

400 είναι η ονομαστική διάμετρος του σώτρου εκφρασμένη σε mm,

 

A ή U είναι η διαμόρφωση της συναρμογής του ελαστικού με το σώτρο.

Οι σημάνσεις του δείκτη φόρτισης, της κατηγορίας ταχύτητας, της ημερομηνίας κατασκευής και άλλες σημάνσεις πρέπει να είναι όπως παρατίθενται στο παραπάνω παράδειγμα 1.

3.   Η θέση και η σειρά των σημάνσεων που συνιστούν τον χαρακτηρισμό το ελαστικού είναι η ακόλουθη:

α)

ο χαρακτηρισμός μεγέθους όπως ορίζεται στο σημείο 2.17. του παρόντος κανονισμού ομαδοποιείται όπως υποδεικνύεται στα παραπάνω παραδείγματα ως: 185/70 R 14 και 185-560 R 400A ή 185-560 R 400U·

β)

το χαρακτηριστικό χρήσης, αποτελούμενο από το δείκτη φόρτισης και το σύμβολο ταχύτητας, πρέπει να τοποθετείται αμέσως μετά το χαρακτηρισμό μεγέθους του ελαστικού όπως ορίζεται στο σημείο 2.17 του παρόντος κανονισμού·

γ)

τα σύμβολα «tubeless», «reinforced» και «M + S» επιτρέπεται να βρίσκονται σε κάποια απόσταση από το χαρακτηρισμό μεγέθους.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Δείκτες ικανότητας φόρτισης

Li

=

Δείκτης φορτίου

kg

=

Αντίστοιχη μάζα την οποία προορίζεται να φέρει το ελαστικό.


Li

kg

0

45

1

46,2

2

47,5

3

48,7

4

50

5

51,5

6

53

7

54,5

8

56

9

58

10

60

11

61,5

12

63

13

65

14

67

15

69

16

71

17

73

18

75

19

77,5

20

80

21

82,5

22

85

23

87,5

24

90

25

92,5

26

95

27

97,5

28

100

29

103

30

106

31

109

32

112

33

115

34

118

35

121

36

125

37

128

38

132

39

136

40

140

41

145

42

150

43

155

44

160

45

165

46

170

47

175

48

180

49

185

50

190

51

195

52

200

53

206

54

212

55

218

56

224

57

230

58

236

59

243

60

250

 

 

61

257

62

265

63

272

64

280

65

290

66

300

67

307

68

315

69

325

70

335

71

345

72

355

73

365

74

375

75

387

76

400

77

412

78

425

79

437

80

450

81

462

82

475

83

487

84

500

85

515

86

530

87

545

88

560

89

580

90

600

 

 

91

615

92

630

93

650

94

670

95

690

96

710

97

730

98

750

99

775

100

800

101

825

102

850

103

875

104

900

105

925

106

950

107

975

108

1 000

109

1 030

110

1 060

111

1 090

112

1 120

113

1 150

114

1 180

115

1 215

116

1 250

117

1 285

118

1 320

119

1 360

120

1 400

 

 


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Χαρακτηρισμός μεγέθους ελαστικού και διαστάσεις

Πίνακας I

Ελαστικά διαγώνιας δομής (ευρωπαϊκά ελαστικά)

Μέγεθος

Κωδικός πλάτους σώτρου μέτρησης

Συνολική διάμετρος (1)

σε mm

Πλάτος διατομής ελαστικού (1)

σε mm

Ονομαστική διάμετρος σώτρου

«d»

σε mm

Σειρά υπερευρέος πέλματος (Super Ballon)

4.80-10

3.5

490

128

254

5.20-10

3.5

508

132

254

5.20-12

3.5

558

132

305

5.60-13

4

600

145

330

5.90-13

4

616

150

330

6.40-13

4.5

642

163

330

5.20-14

3.5

612

132

356

5.60-14

4

626

145

356

5.90-14

4

642

150

356

6.40-14

4.5

666

163

356

5.60-15

4

650

145

381

5.90-15

4

668

150

381

6.40-15

4.5

692

163

381

6.70-15

4.5

710

170

381

7.10-15

5

724

180

381

7.60-15

5.5

742

193

381

8.20-15

6

760

213

381

Σειρά χαμηλής διατομής

5.50-12

4

552

142

305

6.00-12

4.5

574

156

305

7.00-13

5

644

178

330

7.00-14

5

668

178

356

7.50-14

5.5

688

190

356

8.00-14

6

702

203

356

6.00-15 L

4.5

650

156

381

Σειρά πολύ χαμηλής διατομής (2)

155-13/6.15-13

4.5

582

157

330

165-13/6.45-13

4.5

600

167

330

175-13/6.95-13

5

610

178

330

155-14/6.15-14

4.5

608

157

356

165-14/6.45-14

4.5

626

167

356

175-14/6.95-14

5

638

178

356

185-14/7.35-14

5.5

654

188

356

195-14/7.75-14

5.5

670

198

356

Σειρά εξαιρετικά χαμηλής διατομής

5.9-10

4

483

148

254

6.5-13

4.5

586

166

330

6.9-13

4.5

600

172

330

7.3-13

5

614

184

330


Πίνακας II

Χιλιοστομετρική σειρά — Ακτινωτά ελαστικά (ευρωπαϊκά ελαστικά)

Μέγεθος

Κωδικός πλάτους σώτρου μέτρησης

Συνολική διάμετρος (3)

σε mm

Πλάτος διατομής ελαστικού (3)

σε mm

Ονομαστική διάμετρος σώτρου

«d»

σε mm

125 R 10

3.5

459

127

254

145 R 10

4

492

147

254

125 R 12

3.5

510

127

305

135 R 12

4

522

137

305

145 R 12

4

542

147

305

155 R 12

4.5

550

157

305

125 R 13

3.5

536

127

330

135 R 13

4

548

137

330

145 R 13

4

566

147

330

155 R 13

4.5

578

157

330

165 R 13

4.5

596

167

330

175 R 13

5

608

178

330

185 R 13

5.5

624

188

330

125 R 14

3.5

562

127

356

135 R 14

4

574

137

356

145 R 14

4

590

147

356

155 R 14

4.5

604

157

356

165 R 14

4.5

622

167

356

175 R 14

5

634

178

356

185 R 14

5.5

650

188

356

195 R 14

5.5

666

198

356

205 R 14

6

686

208

356

215 R 14

6

700

218

356

225 R 14

6.5

714

228

356

125 R 15

3.5

588

127

381

135 R 15

4

600

137

381

145 R 15

4

616

147

381

155 R 15

4.5

630

157

381

165 R 15

4.5

646

167

381

175 R 15

5

660

178

381

185 R 15

5.5

674

188

381

195 R 15

5.5

690

198

381

205 R 15

6

710

208

381

215 R 15

6

724

218

381

225 R 15

6.5

738

228

381

235 R 15

6.5

752

238

381

175 R 16

5

686

178

406

185 R 16

5.5

698

188

406

205 R 16

6

736

208

406


Πίνακας III

Σειρά 45 — Ακτινωτά ελαστικά τοποθετημένα σε σώτρα με κλίση βάσης 5°

Μέγεθος

Πλάτος σώτρου μέτρησης

Συνολική διάμετρος

Πλάτος διατομής ελαστικού

280/45 R 415

240

661

281


(1)  Ανοχή: βλ. σημεία 6.1.4. και 6.1.5.

(2)  Είναι αποδεκτοί οι ακόλουθοι χαρακτηρισμοί μεγέθους: 185-14/7,35-14 ή 185-14 ή 7,35-14 ή 7,35-14/185-14.

(3)  Ανοχή: βλ. σημεία 6.1.4. και 6.1.5.


ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ VI

Μέθοδος μέτρησης πνευματικών ελαστικών επισωτρών

1.1.

Το ελαστικό τοποθετείται στο σώτρο μέτρησης που καθορίζεται από τον κατασκευαστή σύμφωνα με το σημείο 4.1.12. του παρόντος κανονισμού και φουσκώνεται έως ότου επιτευχθεί πίεση 3 έως 3,5 bar.

1.2.

Η πίεση ρυθμίζεται ως εξής:

1.2.1.

στα συνήθη σταυρωτά ελαστικά με ζώνη: στα 1,7 bar·

1.2.2.

σε διαγώνια (συμβατικά) ελαστικά: στα:

Αριθμός λινών

Πίεση (bar)

Κατηγορία ταχύτητας

L, M, N

P, Q, R, S

T, U, H, V

4

1,7

2,0

6

2,1

2,4

2,6

8

2,5

2,8

3,0

1.2.3.

στα συνήθη ακτινωτά ελαστικά: στα 1,8 bar·

1.2.4.

σε ενισχυμένα ελαστικά: στα 2,3 bar·

1.2.5.

σε εφεδρικά ελαστικά τύπου T για προσωρινή χρήση: στα 4,2 bar.

2.

Το ελαστικό, τοποθετημένο στο σώτρο του, αφήνεται στη θερμοκρασία περιβάλλοντος επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον 24 ωρών, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο σημείο 6.2.3 του παρόντος κανονισμού.

3.

Η πίεση επαναρυθμίζεται στην τιμή που ορίζεται στο σημείο 1.2 ανωτέρω.

4.

Το συνολικό πλάτος μετράται με παχύμετρο σε έξι ισαπέχοντα σημεία λαμβανομένου υπόψη του πάχους των προστατευτικών νευρώσεων ή ταινιών. Η μεγαλύτερη τιμή που προκύπτει με τον τρόπο αυτό λαμβάνεται ως συνολικό πλάτος.

5.

Η εξωτερική διάμετρος υπολογίζεται με τη μέτρηση της μέγιστης περιφέρειας και διαίρεση της τιμής που προκύπτει διά π (3,1416).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

Διαδικασία δοκιμών φόρτισης/ταχύτητας

1.   ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΣΤΙΚΟΥ

1.1.

Το καινούργιο ελαστικό τοποθετείται στο σώτρο δοκιμής που ορίζεται από τον κατασκευαστή στο σημείο 4.1.12. του παρόντος κανονισμού.

1.2.

Το ελαστικό φουσκώνεται στην κατάλληλη πίεση (σε bar) σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:

Εφεδρικά ελαστικά τύπου T για προσωρινή χρήση: στα 4,2 bar.

Κατηγορία ταχύτητας

Ελαστικά διαγώνιας (συμβατικής) δομής

Ακτινωτά ελαστικά/Ελαστικά ασφαλείας (τύπου run flat)

Σταυρωτά ελαστικά με ζώνη

Αριθμός λινών

Συνήθη

Ενισχυμένα

Συνήθη

4

6

8

L, M, N

2,3

2,7

3,0

2,4

2,8

P, Q, R, S

2,6

3,0

3,3

2,6

3,0

2,6

T, U, H

2,8

3,2

3,5

2,8

3,2

2,8

V

3,0

3,4

3,7

3,0

3,4

W

3,2

3,6

Y

3,2 (1)

3,6

1.3.

Ο κατασκευαστής είναι δυνατό να ζητήσει, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, να γίνει το φούσκωμα σε πίεση δοκιμής διαφορετική από εκείνη που προβλέπεται στο σημείο 1.2 ανωτέρω. Στην περίπτωση αυτή το ελαστικό φουσκώνεται στην επιθυμητή από τον κατασκευαστή πίεση.

1.4.

Ο τροχός με το προσαρμοσμένο ελαστικό αφήνονται να εγκλιματισθούν στη θερμοκρασία του χώρου δοκιμών για τρεις τουλάχιστον ώρες.

1.5.

Η πίεση του ελαστικού επαναρυθμίζεται στην πίεση που ορίζεται στο σημείο 1.2. ή 1.3. ανωτέρω.

2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΟΚΙΜΗΣ

2.1.

Ο τροχός με το προσαρμοσμένο ελαστικό τοποθετούνται σε άξονα δοκιμής και πιέζονται πάνω στην εξωτερική όψη λείου τροχού διαμέτρου 1,70 m ± 1 τοις εκατό ή 2 m ± 1 τοις εκατό.

2.2.

Στον άξονα δοκιμών εφαρμόζεται φορτίο ίσο προς το 80 τοις εκατό:

2.2.1.

του μέγιστου επιτρεπόμενου φορτίου που αντιστοιχεί στο δείκτη φορτίου για ελαστικά με σύμβολο κατηγορίας ταχύτητας από L έως και H,

2.2.2.

του μέγιστου επιτρεπόμενου φορτίου που αντιστοιχεί σε μέγιστη ταχύτητα 240 km/h για ελαστικά με σύμβολο κατηγορίας ταχύτητας «V» (βλ. σημείο 2.31.2. του παρόντος κανονισμού),

2.2.3.

του μέγιστου επιτρεπόμενου φορτίου που αντιστοιχεί σε μέγιστη ταχύτητα 270 km/h για ελαστικά με σύμβολο κατηγορίας ταχύτητας «W» (βλ. σημείο 2.31.3. του παρόντος κανονισμού),

2.2.4.

του μέγιστου επιτρεπόμενου φορτίου που αντιστοιχεί σε μέγιστη ταχύτητα 300 km/h για ελαστικά με σύμβολο κατηγορίας ταχύτητας «Y» (βλ. σημείο 2.31.4. του παρόντος κανονισμού).

2.3.

Η πίεση του ελαστικού δεν πρέπει να διορθώνεται στη διάρκεια της δοκιμής και το φορτίο πρέπει να διατηρείται σταθερό.

2.4.

Όσο διαρκεί η δοκιμή, η θερμοκρασία στο χώρο δοκιμών πρέπει να διατηρείται μεταξύ 20 °C και 30 °C ή, εάν συμφωνεί ο κατασκευαστής, και σε υψηλότερα επίπεδα.

2.5.

Η δοκιμή εκτελείται χωρίς διακοπή σύμφωνα με τα ακόλουθα:

2.5.1.

χρόνος επιτάχυνσης από την κατάσταση ακινησίας στην αρχική ταχύτητα δοκιμής: 10 λεπτά·

2.5.2.

αρχική ταχύτητα δοκιμής: μέγιστη προβλεπόμενη ταχύτητα για τον τύπο του ελαστικού (βλ. σημείο 2.29.3 του παρόντος κανονισμού), μείον 40 km/h σε περίπτωση λείου τροχού διαμέτρου 1,70 m ± 1 τοις εκατό ή μείον 30 km/h σε περίπτωση λείου τροχού διαμέτρου 2 m ± 1 τοις εκατό·

2.5.3.

βήματα αύξησης της ταχύτητας: 10 km/h·

2.5.4.

διάρκεια δοκιμής για κάθε τιμή ταχύτητας εκτός από την τελευταία: 10 λεπτά·

2.5.5.

διάρκεια δοκιμής στην τελευταία τιμή ταχύτητας: 20 λεπτά·

2.5.6.

μέγιστη ταχύτητα δοκιμής: μέγιστη προβλεπόμενη ταχύτητα για τον τύπο ελαστικού, μείον 10 km/h σε περίπτωση λείου τροχού διαμέτρου 1,7 m ± 1 τοις εκατό ή ίση προς τη μέγιστη προβλεπόμενη ταχύτητα σε περίπτωση λείου τροχού διαμέτρου 2 m ± 1 τοις εκατό·

2.5.7.

εντούτοις, για ελαστικά κατάλληλα για τη μέγιστη ταχύτητα των 300 km/h (σύμβολο κατηγορίας ταχύτητας «Y»),η διάρκεια της δοκιμής είναι 20 λεπτά στο αρχικό στάδιο της ταχύτητας δοκιμής και 10 λεπτά στο τελικό στάδιο της ταχύτητας δοκιμής.

2.6.

Η διαδικασία της δεύτερης δοκιμής (βλ. σημείο 6.2.1.1.) για την αξιολόγηση των επιδόσεων ενός ελαστικού κατάλληλου για ταχύτητες άνω των 300 km/h, είναι η εξής:

2.6.1.

στον άξονα δοκιμών εφαρμόζεται φορτίο ίσο προς το 80 τοις εκατό του μέγιστου επιτρεπόμενου φορτίου που αντιστοιχεί στη μέγιστη ταχύτητα που ορίζεται από τον κατασκευαστή του ελαστικού (βλ. σημείο 4.1.15. του παρόντος κανονισμού).

2.6.2.

Η δοκιμή εκτελείται χωρίς διακοπή σύμφωνα με τα ακόλουθα:

2.6.2.1.

χρονικό διάστημα διάρκειας δέκα λεπτών για την επιτάχυνση από την κατάσταση ακινησίας στη μέγιστη ταχύτητα που ορίζεται από τον κατασκευαστή του ελαστικού (βλ. σημείο 4.1.15. του παρόντος κανονισμού)·

2.6.2.2.

πέντε λεπτά με μέγιστη ταχύτητα δοκιμής.

3.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ «ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΠΙΕΣΗΣ ΕΛΑΣΤΙΚΟΥ» ΤΟΥ «ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ RUN FLAT»

3.1.

Το καινούργιο ελαστικό τοποθετείται στο σώτρο δοκιμής που ορίζεται από τον κατασκευαστή σύμφωνα με τα σημεία 4.1.12. και 4.1.15. του παρόντος κανονισμού.

3.2.

Διεξάγεται η διαδικασία που περιγράφεται στα σημεία 1.2. έως 1.5. ανωτέρω, σε θερμοκρασία χώρου δοκιμών 38 °C ± 3 °C για τον εγκλιματισμό του τροχού με το προσαρμοσμένο ελαστικό, όπως περιγράφεται στο σημείο 1.4.

3.3.

Αφαιρέστε το ελατήριο της βαλβίδας και περιμένετε έως ότου το ελαστικό ξεφουσκώσει πλήρως.

3.4.

Ο τροχός με το προσαρμοσμένο ελαστικό τοποθετούνται σε άξονα δοκιμής και πιέζονται πάνω στην εξωτερική όψη λείου τροχού διαμέτρου 1,70 m ± 1 τοις εκατό ή 2,0 m ± 1 τοις εκατό.

3.5.

Στον άξονα δοκιμών εφαρμόζεται φορτίο ίσο προς το 65 τοις εκατό του μέγιστου επιτρεπόμενου φορτίου που αντιστοιχεί στο δείκτη φορτίου του ελαστικού.

3.6.

Στην αρχή της δοκιμής, μετράται το ύψος της παραμόρφωσης (Z1).

3.7.

Όσο διαρκεί η δοκιμή, η θερμοκρασία στο χώρο δοκιμών πρέπει να διατηρείται στους 38 °C ± 3 °C.

3.8.

Η δοκιμή εκτελείται χωρίς διακοπή σύμφωνα με τα ακόλουθα:

3.8.1.

χρόνος επιτάχυνσης από την κατάσταση ακινησίας στην αρχική ταχύτητα δοκιμής: 5 λεπτά·

3.8.2.

ταχύτητα δοκιμής: 80 km/h·

3.8.3.

διάρκεια δοκιμής στην ταχύτητα δοκιμής: 60 λεπτά.

3.9.

Στο τέλος της δοκιμής, μετράται το ύψος της παραμόρφωσης (Z2).

3.9.1.

Υπολογίζεται η μεταβολή ως ποσοστό επί τοις εκατό του ύψους της παραμόρφωσης σε σύγκριση με το ύψος της παραμόρφωσης στην αρχή της δοκιμής [(Z1 – Z2)/Z1)] × 100.

4.   ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΟΚΙΜΗΣ

Σε περίπτωση που εφαρμόζεται μέθοδος διαφορετική από εκείνη που περιγράφεται ανωτέρω στις παραγράφους 2 ή/και 3, πρέπει να αποδεικνύεται η ισοδυναμία της.


(1)  Η τιμή «3,2» για τα ελαστικά που κατατάσσονται στην κατηγορία ταχύτητας «Y» παραλήφθηκε εκ παραδρομής από το συμπλήρωμα 5 στη σειρά τροποποιήσεων 02 που τέθηκε σε ισχύ την 8η Ιανουαρίου 1995 και μπορεί να θεωρηθεί ως διορθωτικό στο συγκεκριμένο συμπλήρωμα καθώς και ότι τέθηκε σε ισχύ την ίδια ημερομηνία.