ISSN 1725-2415

doi:10.3000/17252415.C_2011.190.ell

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

54ό έτος
30 Ιουνίου 2011


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2011/C 190/01

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.6126 — Thermo Fisher/Dionex Corporation) ( 1 )

1

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

2011/C 190/02

Απόφαση του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2011, για τους κανόνες που διέπουν την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

2

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2011/C 190/03

Ισοτιμίες του ευρώ

16

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

2011/C 190/04

Ενημέρωση του καταλόγου των συνοριακών σημείων διέλευσης στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (EE C 316 της 28.12.2007, σ. 1·ΕΕ C 134 της 31.5.2008, σ. 16·ΕΕ C 177 της 12.7.2008, σ. 9·ΕΕ C 200 της 6.8.2008, σ. 10·ΕΕ C 331 της 31.12.2008, σ. 13·ΕΕ C 3 της 8.1.2009, σ. 10·ΕΕ C 37 της 14.2.2009, σ. 10·ΕΕ C 64 της 19.3.2009, σ. 20·ΕΕ C 99 της 30.4.2009, σ. 7·ΕΕ C 229 της 23.9.2009, σ. 28·ΕΕ C 263 της 5.11.2009, σ. 22·ΕΕ C 298 της 8.12.2009, σ. 17·ΕΕ C 74 της 24.3.2010, σ. 13·ΕΕ C 326 της 3.12.2010, σ. 17·ΕΕ C 355 της 29.12.2010, σ. 34·ΕΕ C 22 της 22.1.2011, σ. 22·ΕΕ C 37 της 5.2.2011, σ. 12·ΕΕ C 149 της 20.5.2011, σ. 8)

17

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

 

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

2011/C 190/05

Περίληψη Απόφασης της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 322/10/COL, της 14ης Ιουλίου 2010, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ κατά της Posten Norge AS (υπόθεση αριθ. 34250 Posten Norge/Privpak)

18

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

2011/C 190/06

Πρόσκληση υποβολής προτάσεων IX-2012/01 — Επιδοτήσεις για πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο

26

2011/C 190/07

Πρόσκληση υποβολής προτάσεων IX-2012/02 — Επιδοτήσεις για πολιτικά ιδρύματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο

31

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2011/C 190/08

Πρόσκληση υποβολής προτάσεων — Πρόγραμμα ESPON 2013

36

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

2011/C 190/09

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.6259 — Covéa/Bipiemme Vita) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

37

2011/C 190/10

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.6231 — KKR/Capsugel) ( 1 )

38

 

Διορθωτικά

2011/C 190/11

Διορθωτικό στην έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της συνθήκης ΣΛΕΕ — Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση (ΕΕ C 187 της 28.6.2011)

39

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

30.6.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190/1


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.6126 — Thermo Fisher/Dionex Corporation)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 190/01

Στις 13 Μαΐου 2011, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με την ανωτέρω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την χαρακτηρίσει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Η απόφαση αυτή βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνον στα αγγλική και θα δημοσιοποιηθεί χωρίς τα επιχειρηματικά απόρρητα στοιχεία τα οποία ενδέχεται να περιέχει. Θα διατίθεται:

από τη σχετική με τις συγκεντρώσεις ενότητα του δικτυακού τόπου για τον ανταγωνισμό της Επιτροπής (http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/). Ο δικτυακός αυτός τόπος παρέχει διάφορα μέσα που βοηθούν στον εντοπισμό μεμονωμένων αποφάσεων για συγκεντρώσεις όπως ευρετήρια επιχειρήσεων, αριθμών υποθέσεων, και ημερομηνιών και τομεακά ευρετήρια·

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο EUR-Lex (http://eur-lex.europa.eu/en/index.htm) με αριθμό εγγράφου 32011M6126. Ο δικτυακός τόπος EUR-Lex αποτελεί την επιγραμμική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

30.6.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190/2


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΕΊΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ

της 6ης Ιουνίου 2011

για τους κανόνες που διέπουν την επεξεργασία των εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

2011/C 190/02

ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ,

Έχοντας υπόψη το άρθρο 23, παράγραφος 12, του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Δεδομένης της νέας συμφωνίας-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1) που υπεγράφη στις 20 Οκτωβρίου 2010 («συμφωνία-πλαίσιο») καθίσταται απαραίτητη η αναθεώρηση της απόφασης του Προεδρείου με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 2006 σχετικά με τον διοικητικό χειρισμό των εμπιστευτικών εγγράφων.

(2)

Η Συνθήκη της Λισαβόνας αναθέτει νέα καθήκοντα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και, προκειμένου να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες του Κοινοβουλίου στους τομείς εκείνους που απαιτούν ένα βαθμό εμπιστευτικότητας, είναι απαραίτητο να θεσπισθούν βασικές αρχές, ελάχιστα πρότυπα ασφάλειας και κατάλληλες διαδικασίες για την επεξεργασία από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εμπιστευτικών αλλά και διαβαθμισμένων πληροφοριών.

(3)

Οι κανόνες που ορίζονται στην απόφαση αυτή αποσκοπούν να διασφαλίσουν ισοδύναμα πρότυπα προστασίας και συμβατότητα με τους κανόνες που έχουν θεσπίσει άλλα όργανα, οργανισμοί, γραφεία και υπηρεσίες που έχουν ιδρυθεί βάσει των Συνθηκών ή από τα κράτη μέλη, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εύρυθμη λειτουργία της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(4)

Οι διατάξεις της απόφασης αυτής δεν θίγουν το άρθρο 15 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (2).

(5)

Οι διατάξεις της απόφασης αυτής δεν θίγουν το άρθρο 16 ΣΛΕΕ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (3).

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Σκοπός

Η παρούσα απόφαση διέπει τη δημιουργία, παραλαβή, διαβίβαση και αποθήκευση εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με στόχο την ενδεδειγμένη προστασία του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα. Εφαρμόζει ιδίως το Παράρτημα 2 της συμφωνίας-πλαίσιο.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:

α)

ως «πληροφορία» νοείται κάθε προφορική ή γραπτή πληροφόρηση, ανεξάρτητα από το μέσο στο οποίο διατίθεται ή τον συντάκτη της·

β)

ως «εμπιστευτική πληροφορία» νοείται η «διαβαθμισμένη πληροφορία ΕΕ» (ΔΠΕΕ) και η μη διαβαθμισμένη «άλλη εμπιστευτική πληροφορία»·

γ)

ως «διαβαθμισμένη πληροφορία ΕΕ» (ΔΠΕΕ) νοείται κάθε πληροφορία και υλικό που έχει διαβαθμιστεί ως «TRÈS SECRET UE/ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ», «SECRET UE/ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ», «CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ» ή «RESTREINT UE/ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΕ», και των οποίων η άνευ αδείας κοινολόγηση μπορεί να βλάψει σε ποικίλο βαθμό τα συμφέροντα της ΕΕ, ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, είτε η πληροφορία αυτή προέρχεται από όργανα, οργανισμούς, γραφεία και υπηρεσίες που έχουν συσταθεί από ή με βάση τις Συνθήκες είτε έχει ληφθεί από κράτος μέλος, τρίτο κράτος ή διεθνή οργανισμό. Στο πλαίσιο αυτό:

«TRÈS SECRET UE/ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ» είναι η διαβάθμιση για πληροφορίες και υλικό, η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει σοβαρότατα τα ζωτικά συμφέροντα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της,

«SECRET UE/ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ» είναι η διαβάθμιση για πληροφορίες και υλικό, η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά τα ζωτικά συμφέροντα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της,

«CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ» είναι η διαβάθμιση για πληροφορίες και υλικό, η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να βλάψει τα ζωτικά συμφέροντα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της,

«RESTREINT UE/ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΕ» είναι η διαβάθμιση για πληροφορίες και υλικό, η άνευ αδείας κοινολόγηση των οποίων θα μπορούσε να είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών της.

δ)

ως «άλλη εμπιστευτική πληροφορία» νοείται οποιαδήποτε άλλη μη διαβαθμισμένη εμπιστευτική πληροφορία, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που καλύπτονται από κανόνες περί προστασίας δεδομένων ή από υποχρέωση επαγγελματικής εχεμύθειας, που έχει δημιουργηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή έχει διαβιβασθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από άλλα όργανα, οργανισμούς, γραφεία και αρχές που έχουν συσταθεί από ή με βάση τις Συνθήκες ή από τα κράτη μέλη·

ε)

ως «έγγραφο» νοείται κάθε καταγεγραμμένη πληροφορία ανεξαρτήτως της φυσικής της μορφής ή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της·

στ)

ως «υλικό» νοείται κάθε έγγραφο ή αντικείμενο ή μηχανή ή εξοπλισμός που είτε έχει κατασκευασθεί ή βρίσκεται σε διαδικασία κατασκευής·

ζ)

ως «ανάγκη γνώσης» νοείται η ανάγκη ενός προσώπου να αποκτήσει πρόσβαση σε εμπιστευτική πληροφορία προκειμένου να μπορεί να ασκεί ένα επίσημο καθήκον ή μία εργασία·

η)

ως «άδεια» νοείται μία απόφαση (απόφαση ελέγχου ασφάλειας) που εκδίδει ο Πρόεδρος προκειμένου για μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ο Γενικός Γραμματέας προκειμένου για υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες με την οποία χορηγείται ατομική πρόσβαση σε ΔΠΕΕ έως ένα συγκεκριμένο επίπεδο, βάσει του θετικού αποτελέσματος ενός ελέγχου ασφάλειας που διενεργείται από μία εθνική αρχή στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου και βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται στο Παράρτημα Ι, μέρος 2·

θ)

ως «υποχαρακτηρισμός» νοείται η μείωση του βαθμού ασφάλειας·

ι)

ως «αποχαρακτηρισμός» νοείται η άρση οποιασδήποτε διαβάθμισης·

κ)

ως «αρχικός συντάκτης» νοείται ο δεόντως εξουσιοδοτημένος συντάκτης ΔΠΕΕ ή οποιαδήποτε άλλης εμπιστευτικής πληροφορίας·

λ)

ως «οδηγίες ασφάλειας» νοούνται μέτρα τεχνικής εφαρμογής που θεσπίζονται στο Παράρτημα ΙΙ (4).

Άρθρο 3

Βασικές αρχές και ελάχιστα πρότυπα

1.   Η επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ακολουθεί τις βασικές αρχές και τους ελάχιστους κανόνες που θεσπίζονται στο Παράρτημα Ι, μέρος 1.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συγκροτεί ένα σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας των πληροφοριών (ΣΔΑΠ) σύμφωνα με τις βασικές αρχές και ελάχιστα πρότυπα το οποίο αποσκοπεί στο να διευκολύνει το κοινοβουλευτικό και διοικητικό έργο, διασφαλίζοντας συγχρόνως την προστασία κάθε εμπιστευτικής πληροφορίας που επεξεργάζεται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σεβόμενο πλήρως τους κανόνες που έχει θεσπίσει ο αρχικός συντάκτης των πληροφοριών αυτών, όπως καθορίζονται στις οδηγίες ασφάλειας.

Η επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών μέσω ενός αυτόματου συστήματος ενημέρωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκτελείται σύμφωνα με το σύστημα ασφάλειας των πληροφοριών και θεσπίζεται στις οδηγίες ασφάλειας.

3.   Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορούν να συμβουλεύονται διαβαθμισμένες πληροφορίες μέχρι το επίπεδο CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ χωρίς έλεγχο ασφάλειας. Για πληροφορίες με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ τα μέλη δηλώνουν υπεύθυνα να μην αποκαλύψουν το περιεχόμενο της πληροφορίας αυτής σε τρίτους. Οι πληροφορίες που διαβαθμίζονται πάνω από το επίπεδο CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ διατίθενται μόνο σε βουλευτές που διαθέτουν το κατάλληλο επίπεδο ελέγχου ασφάλειας.

4.   Οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες μπορούν να συμβουλεύονται εμπιστευτικές πληροφορίες εφόσον έχουν διαπιστωμένη «ανάγκη γνώσης» και μπορούν να συμβουλεύονται διαβαθμισμένες πληροφορίες πάνω από το επίπεδο RESTREINT UE/ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΕ, εφόσον διαθέτουν το κατάλληλο επίπεδο ελέγχου ασφάλειας.

Άρθρο 4

Δημιουργία εμπιστευτικών πληροφοριών και διοικητική διαχείριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

1.   Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι πρόεδροι των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών και ο Γενικός Γραμματέας και/ή κάθε πρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο από αυτόν εγγράφως μπορούν να αποτελούν τον αρχικό συντάκτη εμπιστευτικών πληροφοριών και/ή να διαβαθμίζουν πληροφορίες, όπως ορίζεται στις οδηγίες ασφάλειας.

2.   Κατά τη δημιουργία διαβαθμισμένης πληροφορίας, ο αρχικός συντάκτης εφαρμόζει το ενδεδειγμένο επίπεδο διαβάθμισης σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και τους ορισμούς που εκτίθενται στο Παράρτημα Ι της παρούσας απόφασης του Προεδρείου. Κατά κανόνα, ο αρχικός συντάκτης καθορίζει επίσης τους αποδέκτες που εξουσιοδοτούνται να συμβουλεύονται τις πληροφορίες που αντιστοιχούν στο επίπεδο διαβάθμισης. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στην Υπηρεσία Εμπιστευτικών Πληροφοριών (ΥΕΠ) όταν το έγγραφο κατατίθεται σε αυτήν.

3.   Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που καλύπτονται από επαγγελματικό απόρρητο εξετάζονται σύμφωνα με τις οδηγίες χειρισμού που ορίζονται στις οδηγίες ασφάλειας.

Άρθρο 5

Παραλαβή εμπιστευτικών πληροφοριών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

1.   Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που παραλαμβάνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωστοποιούνται όπως ακολούθως:

ΔΠΕΕ με διαβάθμιση RESTREINT UE/ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΕ και άλλη εμπιστευτική πληροφορία στη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που υπέβαλε την αίτηση·

ΔΠΕΕ με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ και άνω στην ΥΕΠ.

2.   Την καταχώρηση, αποθήκευση και ανιχνευσιμότητα εμπιστευτικών πληροφοριών διασφαλίζεται είτε από τη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που παρέλαβε την πληροφορία είτε από την ΥΕΠ.

3.   Σε περίπτωση γνωστοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών από την Επιτροπή βάσει της συμφωνίας-πλαίσιο, οι συμφωνηθείσες ρυθμίσεις σύμφωνα με το σημείο 3.2 του παραρτήματος ΙΙ της ΣΠ (όπως ορίζονται με κοινή συμφωνία και αφορούν τους αποδέκτες, τη διαδικασία διαβούλευσης, δηλ. την ασφαλή αίθουσα ανάγνωσης και τις συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών ή άλλα θέματα) που αποσκοπούν να διαφυλάξουν την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών, κατατίθενται μαζί με τις εμπιστευτικές πληροφορίες στη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου ή στην ΥΕΠ, εφόσον οι πληροφορίες έχουν διαβαθμιστεί ως CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ και άνω.

4.   Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 3 μπορούν επίσης να εφαρμοσθούν τηρουμένων των αναλογιών για τη γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών από άλλα όργανα, οργανισμούς, γραφεία και υπηρεσίες που έχουν συσταθεί από ή με βάση τις Συνθήκες ή από τα κράτη μέλη.

5.   ΔΠΕΕ που έχουν διαβαθμισθεί ως SECRET UE/ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με επιφύλαξη περαιτέρω ρυθμίσεων που θα συμφωνηθούν μεταξύ του κοινοβουλευτικού οργάνου/του αξιωματούχου που υπέβαλε την αίτηση για πληροφόρηση και του οργάνου της ΕΕ ή των κρατών μελών από τα οποία γνωστοποιείται. Η Διάσκεψη των Προέδρων συγκροτεί μία επιτροπή ελέγχου. Στόχος της είναι η διασφάλιση ενός επιπέδου προστασίας αναλόγου του επιπέδου της διαβάθμισης αυτής.

Άρθρο 6

Γνωστοποίηση ΔΠΕΕ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε τρίτους

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, με τη συγκατάθεση του αρχικού συντάκτη, να διαβιβάσει ΔΠΕΕ σε άλλα όργανα, οργανισμούς, γραφεία και υπηρεσίες που έχουν συσταθεί από ή με βάση τις Συνθήκες ή στα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζουν ότι, κατά την επεξεργασία ΔΠΕΕ, τηρούνται στις υπηρεσίες και τις εγκαταστάσεις τους κανόνες ισοδύναμοι προς τους κανόνες που ορίζονται στην παρούσα απόφαση.

Άρθρο 7

Αποθήκευση και εξέταση εμπιστευτικών πληροφοριών σε ασφαλείς χώρους (ασφαλείς αίθουσες ανάγνωσης)

1.   Οι ασφαλείς αίθουσες ανάγνωσης παρέχουν ασφαλή αποθήκευση και δεν περιέχουν φωτοαντιγραφικά μηχανήματα, τηλέφωνα, τηλεομοιοτυπικά μηχανήματα (fax), σαρωτές (scanner) ή άλλα τεχνικά μέσα αναπαραγωγής ή διαβίβασης εγγράφων.

2.   Οι ακόλουθοι κανόνες διέπουν την πρόσβαση σε ασφαλή αίθουσα ανάγνωσης:

α)

μόνο τα ακόλουθα πρόσωπα έχουν πρόσβαση:

οι Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες που ταυτοποιούνται δεόντως, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2 ή του άρθρου 5, παράγραφος 3 και παράγραφος 4,

οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ασκούν διαχειριστικά καθήκοντα στην ΥΕΠ,

εφόσον απαιτείται, οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είναι αρμόδιοι για την ασφάλεια και την πυροπροστασία.

Ο καθαρισμός του ασφαλούς χώρου διενεργείται παρουσία και υπό τη στενή επιτήρηση υπαλλήλου που εργάζεται στην ΥΕΠ·

β)

κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να έχει πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες γνωστοποιεί εκ των προτέρων το όνομά του στην ΥΕΠ. Η ΥΕΠ ελέγχει την ταυτότητα κάθε προσώπου που υποβάλλει αίτηση για να συμβουλευθεί αυτές τις πληροφορίες και εξακριβώνει, κατά περίπτωση, εάν το πρόσωπο αυτό έχει το αναγκαίο επίπεδο ελέγχου ασφάλειας και έχει σχετική άδεια να εξετάσουν το υλικό σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2 ή του άρθρου 5, παράγραφος 3 και παράγραφος 4·

γ)

η ΥΕΠ δικαιούται να αρνηθεί την πρόσβαση στην αίθουσα σε κάθε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δυνάμει των στοιχείων α και β. Οιαδήποτε αμφισβήτηση της απόφασης της ΥΕΠ υποβάλλεται στον Πρόεδρο στην περίπτωση των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στον Γενικό Γραμματέα στις άλλες περιπτώσεις.

3.   Οι ακόλουθοι κανόνες διέπουν την εξέταση εμπιστευτικών πληροφοριών στην ασφαλή αίθουσα ανάγνωσης:

α)

τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να εξετάσουν πληροφορίες και έχουν υποβάλει την αίτηση που ορίζεται στο στοιχείο β της παραγράφου 2 οφείλουν να παρουσιάζονται αυτοπροσώπως στην ΥΕΠ.

Με την επιφύλαξη εξαιρετικών συνθηκών (π.χ. όταν πολυάριθμες αιτήσεις εξέτασης υποβάλλονται σε βραχύ χρονικό διάστημα), μόνο ένα πρόσωπο κάθε φορά λαμβάνει άδεια για να εξετάσει εμπιστευτική πληροφορία στην ασφαλή αίθουσα ανάγνωσης, παρουσία ενός υπαλλήλου της ΥΕΠ.

Ο εν λόγω υπάλληλος ενημερώνει το ούτως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο σχετικά με τις υποχρεώσεις του και το καλεί, ιδίως, να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση, η οποία το δεσμεύει να μην αποκαλύψει σε τρίτους το περιεχόμενο των πληροφοριών·

β)

κατά τη διαδικασία ανάγνωσης, οι εξωτερικές επαφές (συμπεριλαμβανομένης της χρήσης τηλεφώνων ή άλλων τεχνολογικών μέσων), η λήψη σημειώσεων και η φωτοαντιγραφική αναπαραγωγή ή φωτογράφηση των εμπιστευτικών πληροφοριών απαγορεύονται·

γ)

πριν επιτρέψει σε ένα πρόσωπο να εγκαταλείψει την ασφαλή αίθουσα ανάγνωσης, ο υπάλληλος της ΥΕΠ που αναφέρεται στο στοιχείο α, ελέγχει ότι τα έγγραφα που εξετάσθηκαν είναι ακόμη παρόντα, άθικτα και πλήρη.

4.   Σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω κανόνων, ο αρμόδιος υπάλληλος για την ΥΕΠ ενημερώνει σχετικώς τον Γενικό Γραμματέα, ο οποίος παραπέμπει το θέμα στον Πρόεδρο σε περίπτωση που ο διαπράξας την παραβίαση είναι Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Άρθρο 8

Ελάχιστα πρότυπα για την εξέταση εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Όσον αφορά τη διοικητική επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών σε συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών, η γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου που έχει αρμοδιότητα για τη συνεδρίαση διασφαλίζει ότι:

μόνο τα πρόσωπα που προορίζονται να συμμετάσχουν στη συνεδρίαση και διαθέτουν το αναγκαίο επίπεδο ελέγχου ασφάλειας μπορούν να εισέλθουν στην αίθουσα συνεδρίασης·

όλα τα έγγραφα αριθμούνται, διανέμονται κατά την έναρξη της συνεδρίασης και συλλέγονται και πάλι μετά το πέρας της και δεν λαμβάνονται σημειώσεις, φωτοτυπίες ή φωτογραφίες των εγγράφων αυτών·

τα πρακτικά της συνεδρίασης δεν κάνουν καμία αναφορά στο περιεχόμενο της συζήτησης για τις πληροφορίες που εξετάστηκαν βάσει της εμπιστευτικής διαδικασίας·

οι εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται προφορικά σε αποδέκτες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποβάλλονται στον ισοδύναμο βαθμό προστασίας με αυτόν που εφαρμόζεται για τις εμπιστευτικές πληροφορίες που παρέχονται σε γραπτή μορφή. Τούτο μπορεί να περιλαμβάνει και υπεύθυνη δήλωση των αποδεκτών των πληροφοριών αυτών ότι δεν θα αποκαλύψουν το περιεχόμενό τους σε κανένα τρίτο πρόσωπο.

2.   Οι ακόλουθοι κανόνες διέπουν τη διοικητική επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών από τη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου εκτός της συνεδρίασης κεκλεισμένων των θυρών:

τα αντίγραφα των εγγράφων παραδίδονται προσωπικά στον προϊστάμενο της γραμματείας, ο οποίος τα καταχωρίζει και εκδίδει απόδειξη παραλαβής·

τα έγγραφα αυτά, εφόσον δεν χρησιμοποιούνται, τηρούνται σε χώρο στον οποίο απαγορεύεται η πρόσβαση, υπό την ευθύνη της γραμματείας·

με την επιφύλαξη της διοικητικής επεξεργασίας εμπιστευτικών πληροφοριών σε συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, απαγορεύεται απολύτως η αναπαραγωγή τους, η εγγραφή τους σε άλλο μέσο ή η διαβίβασή τους σε τρίτους·

η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά περιορίζεται στους αποδέκτες τους και τελεί υπό την εποπτεία της γραμματείας, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 5 παράγραφος 3 ή παράγραφος 4·

η γραμματεία τηρεί μητρώο των προσώπων που εξέτασαν τα έγγραφα και την ημερομηνία και το χρόνο της εξέτασης αυτής. Το μητρώο αυτό διαβιβάζεται στην ΥΕΠ με σκοπό τη θέσπιση της ετήσιας έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 12.

Άρθρο 9

Αρχειοθέτηση εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Δυνατότητες ασφαλούς αρχειοθέτησης παρέχονται στις εγκαταστάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Εμπιστευτικές πληροφορίες που κατατίθενται οριστικά στην ΥΕΠ ή στη γραμματεία του κοινοβουλευτικού οργάνου/αξιωματούχου μεταφέρονται στο ασφαλές αρχείο της ΥΕΠ έξι μήνες μετά την τελευταία εξέτασή τους ή, το αργότερο, ένα έτος μετά την κατάθεσή τους.

2.   Η ΥΕΠ είναι αρμόδια για τη διαχείριση των ασφαλών αρχείων, σύμφωνα με καθιερωμένα κριτήρια αρχειοθέτησης.

3.   Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που τηρούνται σε ασφαλή αρχεία μπορούν να εξετασθούν σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

μόνον τα πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα προσδιορίζεται ονομαστικώς ή με την ιδιότητά τους στο συνοδευτικό δελτίο που συμπληρώνεται κατά την κατάθεση του της εμπιστευτικής πληροφορίας έχουν άδεια να εξετάσουν την πληροφορία αυτή·

η αίτηση εξέτασης πρέπει να υποβάλλεται στην ΥΕΠ, η οποία διασφαλίζει τη μεταφορά του εν λόγω εγγράφου από τα αρχεία στην ασφαλή αίθουσα ανάγνωσης·

εφαρμόζονται οι διαδικασίες και οι κανόνες που ισχύουν για την εξέταση των εμπιστευτικών πληροφοριών οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 7.

Άρθρο 10

Υποχαρακτηρισμός και αποχαρακτηρισμός των ΔΠΕΕ

1.   Οι ΔΠΕΕ μπορούν να υποχαρακτηρίζονται ή να αποχαρακτηρίζονται μόνο κατόπιν αδείας του αρχικού συντάκτη, και, εφόσον απαιτείται, αφού ζητηθεί η γνώμη των λοιπών ενδιαφερομένων. Ο υποχαρακτηρισμός ή αποχαρακτηρισμός επιβεβαιώνεται γραπτώς. Ο αρχικός συντάκτης ενημερώνει τους παραλήπτες του εγγράφου για τη μεταβολή της διαβάθμισης, οι δε παραλήπτες ενημερώνουν τους διαδοχικούς παραλήπτες στους οποίους έχουν διαβιβάσει το πρωτότυπο ή αντίγραφο του εγγράφου για τη μεταβολή. Ει δυνατόν, οι αρχικοί συντάκτες αναγράφουν επί των διαβαθμισμένων εγγράφων την ημερομηνία, την προθεσμία ή το γεγονός μετά τα οποία τα περιεχόμενά τους μπορούν να υποχαρακτηρίζονται ή αποχαρακτηρίζονται. Σε αντίθετη περίπτωση, επανεξετάζουν τα έγγραφα το αργότερο ανά πενταετία, ώστε να επιβεβαιώνεται ότι η αρχική διαβάθμιση εξακολουθεί να είναι αναγκαία.

2.   Ο αποχαρακτηρισμός εγγράφων που τηρούνται σε ασφαλή αρχεία λαμβάνει χώρα το αργότερο μετά την πάροδο 30 ετών σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ, Euratom) αριθ. 354/83 του Συμβουλίου της 1ης Φεβρουαρίου 1983 για το άνοιγμα στο κοινό των ιστορικών αρχείων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (5) Ο αποχαρακτηρισμός πραγματοποιείται από τον αρχικό συντάκτη του διαβαθμισμένου εγγράφου ή από την αρμόδια υπηρεσία σύμφωνα με το τμήμα 10, μέρος 1ο, του Παραρτήματος Ι.

Άρθρο 11

Παραβιάσεις των εμπιστευτικών πληροφοριών

1.   Οι παραβιάσεις της εμπιστευτικότητας εν γένει και της παρούσας απόφασης ειδικότερα επιφέρουν στην περίπτωση των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την εφαρμογή των σχετικών περί κυρώσεων διατάξεων που θεσπίζονται στον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

2.   Παραβιάσεις που διαπράττει το προσωπικό επιφέρουν την εφαρμογή των διαδικασιών και των κυρώσεων που προβλέπονται, αντίστοιχα, στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων και στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (6) (ο «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»).

3.   Ο Πρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας οργανώνουν τυχόν απαραίτητες έρευνες.

Άρθρο 12

Προσαρμογή της παρούσας απόφασης και των κανόνων εφαρμογής και υποβολή ετήσιας έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης

1.   Ο Γενικός Γραμματέας προτείνει κάθε απαραίτητη προσαρμογή της παρούσας απόφασης και των παραρτημάτων εφαρμογής της και διαβιβάζει τις προτάσεις αυτές στο Προεδρείο με σκοπό τη λήψη απόφασης.

2.   Ο Γενικός Γραμματέας υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Προεδρείο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 13

Τελικές και μεταβατικές διατάξεις

1.   Εμπιστευτικά έγγραφα που υπάρχουν στην ΥΕΠ ή στα αρχεία πριν από την εφαρμογή της παρούσας απόφασης διαβαθμίζονται καταρχήν ως RESTREINT UE/ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΕ, εκτός εάν ο αρχικός συντάκτης τους αποφασίσει είτε να μη τα διαβαθμίσει ή να τα διαβαθμίσει σε υψηλότερο επίπεδο διαβάθμισης ή να επιθέσει μία επισήμανση εντός ενός έτους από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της παρούσας απόφασης.

2.   Εάν ο αρχικός συντάκτης αποφασίσει να δώσει σε αυτές τις εμπιστευτικές πληροφορίες υψηλότερο επίπεδο διαβάθμισης, το έγγραφο διαβαθμίζεται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο από τον αρχικό συντάκτη ή τα εξουσιοδοτημένα από αυτόν πρόσωπα, σε συνεννόηση με την ΥΕΠ και σύμφωνα με τα κριτήρια που θεσπίζονται στο Παράρτημα Ι.

3.   Η απόφαση του Προεδρείου της 13ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με τους κανόνες που διέπουν τη διοικητική επεξεργασία εμπιστευτικών εγγράφων καταργούνται.

4.   Η απόφαση του Προεδρείου της 24ης Οκτωβρίου 2005 με την οποία ανατίθεται στον Γενικό Γραμματέα να συγκροτήσει μία επιτροπή αποχαρακτηρισμού και να εγκρίνει αποφάσεις σχετικά με τον αποχαρακτηρισμό καταργείται.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος

1.   Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ την ημέρα δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2011.


(1)  ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47.

(2)  ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

(3)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(4)  Εκκρεμεί η έγκριση του Παραρτήματος.

(5)  ΕΕ L 43 της 15.2.1983, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΜΕΡΟΣ 1

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

1.   Εισαγωγή

Οι παρούσες διατάξεις θεσπίζουν τις βασικές αρχές και τα ελάχιστα πρότυπα ασφάλειας που πρέπει να τηρούνται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε όλους τους τόπους δραστηριοτήτων του, καθώς και από όλους τους αποδέκτες ΔΠΕΕ και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών έτσι ώστε να περιφρουρείται η ασφάλεια και όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να βεβαιούνται ότι έχουν θεσπισθεί κοινά πρότυπα προστασίας. Οι διατάξεις αυτές συμπληρώνονται από κανόνες που διέπουν την επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών από κοινοβουλευτικές επιτροπές και άλλα όργανα/αξιωματούχους του Κοινοβουλίου.

2.   Γενικές αρχές

Η πολιτική του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ασφάλεια αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της γενικής πολιτικής του για την εσωτερική διαχείριση και, κατά συνέπεια, βασίζεται στις αρχές που διέπουν τη γενική πολιτική αυτή. Οι εν λόγω αρχές περιλαμβάνουν τη νομιμότητα, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την επικουρικότητα και την αναλογικότητα.

Η αρχή της νομιμότητας συνεπάγεται την ανάγκη της παραμονής αυστηρά εντός του νομικού πλαισίου κατά την άσκηση των λειτουργιών ασφάλειας, καθώς και της τήρησης των εφαρμοστέων νομικών απαιτήσεων. Σημαίνει επίσης ότι οι αρμοδιότητες στον τομέα της ασφάλειας πρέπει να βασίζονται στις κατάλληλες νομικές διατάξεις. Οι διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ιδίως το άρθρο 17, σχετικά με την υποχρέωση του προσωπικού να απέχει από την χωρίς άδεια κοινολόγηση των πληροφοριών που περιέρχονται στην αντίληψή του εξαιτίας των καθηκόντων του, καθώς και ο τίτλος VI σχετικά με τα πειθαρχικά μέτρα, εφαρμόζονται πλήρως. Τέλος, σημαίνει ότι οι παραβιάσεις της ασφάλειας εντός της αρμοδιότητας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο συνεπή με την πολιτική του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη λήψη πειθαρχικών μέτρων.

Η αρχή της διαφάνειας συνεπάγεται την ανάγκη για σαφήνεια όσον αφορά όλους τους κανόνες και τις διατάξεις ασφάλειας, για να επιτευχθεί εξισορρόπηση μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών και των διαφόρων τομέων (φυσική ασφάλεια σε σύγκριση με την προστασία των πληροφοριών, κλπ) και την ανάγκη για μια συνεκτική και διαρθρωμένη πολιτική ευαισθητοποίησης σχετικά με την ασφάλεια. Σημαίνει επίσης ότι είναι αναγκαίες σαφείς γραπτές γενικές κατευθύνσεις για την εφαρμογή μέτρων ασφάλειας.

Η αρχή της λογοδοσίας σημαίνει ότι θα πρέπει να καθορίζονται σαφώς οι αρμοδιότητες στον τομέα της ασφάλειας. Επιπλέον, συνεπάγεται την ανάγκη να ελέγχεται τακτικά εάν οι εν λόγω αρμοδιότητες έχουν εκτελεσθεί ορθά.

Η αρχή της επικουρικότητας σημαίνει ότι η ασφάλεια οργανώνεται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο και όσο το δυνατόν στενότερα σε συνεργασία με τις Γενικές Διευθύνσεις και τις υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η αρχή της αναλογικότητας σημαίνει ότι οι δραστηριότητες ασφάλειας περιορίζονται αυστηρά στο απολύτως αναγκαίο και ότι τα μέτρα ασφάλειας είναι ανάλογα των συμφερόντων που πρέπει να προστατευθούν και της πραγματικής ή δυνητικής απειλής για τα εν λόγω συμφέροντα, ούτως ώστε να είναι δυνατή η προστασία τους με τρόπο που προκαλεί τις ελάχιστες δυνατές διαταραχές.

3.   Θεμέλια της ασφάλειας των πληροφοριών

Η ορθή διαχείριση της ασφάλειας των πληροφοριών θεμελιώνεται στα εξής στοιχεία:

α)

Εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σε μια υπηρεσία ελέγχου της ασφάλειας των πληροφοριών (INFOSEC), υπεύθυνη για τη συνεργασία με την οικεία αρχή ασφάλειας προκειμένου να παρέχει πληροφορίες και συμβουλές σχετικά με τις απειλές τεχνικής φύσεως κατά της ασφάλειας και τα μέσα για την προστασία από αυτές·

β)

Στη στενή συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις υπηρεσίες ασφάλειας των άλλων οργάνων της ΕΕ.

4.   Αρχές της ασφάλειας των πληροφοριών

4.1.   Στόχοι

Οι κύριοι στόχοι της ασφάλειας των πληροφοριών είναι οι εξής:

α)

η προστασία των ΔΠΕΕ και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών από κατασκοπεία, διαρροή ή κοινοποίηση άνευ αδείας·

β)

η προστασία των ΔΠΕΕ που διακινούνται στα συστήματα και στα δίκτυα επικοινωνιών και πληροφορικής από κάθε απειλή για την εμπιστευτικότητα, την αξιοπιστία και τη διαθεσιμότητά τους·

γ)

η προστασία των εγκαταστάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις οποίες αποθηκεύονται ΔΠΕΕ από το ενδεχόμενο δολιοφθοράς και κακόβουλης εκ προθέσεως φθοράς·

δ)

σε περίπτωση αποτυχίας της ασφάλειας, η εκτίμηση της ζημίας, ο περιορισμός των συνεπειών της, η διενέργεια ερευνών ασφάλειας και η λήψη των αναγκαίων επανορθωτικών μέτρων.

4.2.   Διαβάθμιση

4.2.1.   Όσον αφορά την εμπιστευτικότητα, απαιτείται μέριμνα και πείρα κατά την επιλογή των πληροφοριών και του υλικού που πρέπει να προστατεύονται και κατά την εκτίμηση του αναγκαίου βαθμού προστασίας. Είναι θεμελιώδες ο βαθμός προστασίας να ανταποκρίνεται στο βαθμό ευαισθησίας, ως προς την ασφάλεια, των συγκεκριμένων προστατευτέων πληροφοριακών στοιχείων ή υλικών. Για να διασφαλιστεί η ομαλή ροή των πληροφοριών, τόσο η υπερβολική όσο και η ανεπαρκής διαβάθμιση αποφεύγονται.

4.2.2.   Το σύστημα διαβάθμισης αποτελεί το μέσο διά του οποίου υλοποιούνται οι αρχές που ορίζονται στο τμήμα αυτό· παρόμοιο σύστημα διαβάθμισης εφαρμόζεται και κατά τον προγραμματισμό και την οργάνωση τρόπων αντιμετώπισης της κατασκοπείας, των δολιοφθορών, της τρομοκρατίας και άλλων απειλών, ούτως ώστε να παρέχεται ο μέγιστος βαθμός ασφάλειας στους κυριότερους χώρους εντός των οποίων αποθηκεύονται ΔΠΕΕ καθώς και στα πλέον ευαίσθητα σημεία των χώρων αυτών.

4.2.3.   Την ευθύνη για τη διαβάθμιση των πληροφοριών έχει αποκλειστικά ο αρχικός συντάκτης των εν λόγω πληροφοριών.

4.2.4.   Το επίπεδο διαβάθμισης δύναται να βασίζεται αποκλειστικά στο περιεχόμενο των εν λόγω πληροφοριών.

4.2.5.   Σε περίπτωση που ένας αριθμός πληροφοριακών στοιχείων αποτελεί μια ενότητα, το επίπεδο διαβάθμισης που πρέπει να εφαρμόζεται για το σύνολο, είναι τουλάχιστον ίσο με εκείνο της υψηλότερης διαβάθμισης που εφαρμόζεται ατομικά στα στοιχεία αυτά. Μια συλλογή πληροφοριών δύναται ωστόσο να έχει υψηλότερη διαβάθμιση σε σχέση με τα επιμέρους στοιχεία της.

4.2.6.   Οι διαβαθμίσεις καθορίζονται μόνον εφόσον είναι απαραίτητο και για τον απαιτούμενο χρόνο.

4.3.   Στόχοι των μέτρων ασφάλειας

Τα μέτρα ασφάλειας:

α)

καλύπτουν όλα τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε ΔΠΕΕ, τα μέσα που φέρουν ΔΠΕΕ και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες, καθώς και όλους τους χώρους όπου υπάρχουν τέτοιες πληροφορίες και τις σημαντικές εγκαταστάσεις·

β)

σχεδιάζονται κατά τρόπο που να επισημαίνονται τα πρόσωπα των οποίων η θέση ενδέχεται να διακινδυνεύσει την ασφάλεια των πληροφοριών αυτών και των σημαντικών εγκαταστάσεων στις οποίες αποθηκεύονται και να παρέχεται η δυνατότητα αποκλεισμού ή απομάκρυνσής τους·

γ)

εμποδίζουν κάθε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές ή στις εγκαταστάσεις όπου αποθηκεύονται·

δ)

εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες αυτές διανέμονται μόνο με βάση την αρχή της «ανάγκης γνώσης», αρχή θεμελιώδους σημασίας για όλες τις πτυχές της ασφάλειας·

ε)

εξασφαλίζουν την αξιοπιστία (δηλ. εμποδίζουν την αλλοίωση, την άνευ αδείας τροποποίηση ή διαγραφή στοιχείων) και τη διαθεσιμότητα (στα πρόσωπα που απαιτείται να έχουν γνώση αυτών και διαθέτουν σχετική άδεια) όλων των εμπιστευτικών πληροφοριών, διαβαθμισμένων ή μη, και όταν αποτελούν αντικείμενο αποθήκευσης, επεξεργασίας ή διαβίβασης με ηλεκτρομαγνητικά μέσα.

5.   Κοινά ελάχιστα πρότυπα

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διασφαλίζει την τήρηση των κοινών ελάχιστων προτύπων ασφάλειας από όλους τους αποδέκτες των ΔΠΕΕ, τόσο μέσα στο θεσμικό όργανο όσο και στο πλαίσιο της ευθύνης του, συγκεκριμένα από όλες τις υπηρεσίες και τους συμβαλλόμενους, έτσι ώστε να είναι δυνατόν οι πληροφορίες αυτές να διαβιβάζονται με τη βεβαιότητα ότι θα αντιμετωπιστούν με την αντίστοιχη προσοχή. Τα εν λόγω ελάχιστα πρότυπα περιλαμβάνουν κριτήρια για τον έλεγχο των υπαλλήλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του λοιπού προσωπικού του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες και διαδικασίες για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιτρέπει σε εξωτερικούς φορείς την πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνο υπό τον όρο ότι διασφαλίζουν ότι κατά τον χειρισμό τους τηρούνται διατάξεις που είναι τουλάχιστον αυστηρά ισοδύναμες με αυτά τα κοινά ελάχιστα πρότυπα.

Τα εν λόγω κοινά ελάχιστα πρότυπα εφαρμόζονται επίσης όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με βάση σύμβαση ή συμφωνία επιχορήγησης, μεταβιβάζει σε βιομηχανικές επιχειρήσεις ή άλλους φορείς καθήκοντα που αφορούν εμπιστευτικές πληροφορίες.

6.   Ασφάλεια για τους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του κοινοβουλίου που εργάζονται για τις πολιτικές ομάδες

6.1.   Οδηγίες ασφάλειας για τους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες

Οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες που απασχολείται σε θέσεις που επιτρέπουν την πρόσβαση σε ΔΠΕΕ λαμβάνουν λεπτομερείς οδηγίες τόσο κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους όσο και σε τακτικά διαστήματα στη συνέχεια για την ανάγκη ασφάλειας καθώς και για τις διαδικασίες επίτευξής της. Τα πρόσωπα αυτά καλούνται να πιστοποιούν εγγράφως ότι έχουν διαβάσει και κατανοήσει πλήρως τις εφαρμοστέες διατάξεις ασφάλειας.

6.2.   Ευθύνες της διεύθυνσης

Τα διευθυντικά στελέχη πρέπει να γνωρίζουν ποιοι από το προσωπικό τους εργάζονται σε επαφή με διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έχουν πρόσβαση σε ασφαλή συστήματα επικοινωνιών ή επεξεργασίας πληροφοριών, καθώς και να καταγράφουν και να αναφέρουν όλα τα περιστατικά ή τα εμφανή τρωτά σημεία τα οποία ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στην ασφάλεια.

6.3.   Καθεστώς ασφάλειας για τους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του λοιπού προσωπικού του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες

Θεσμοθετούνται διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι, όταν υπάρχουν αρνητικές πληροφορίες για κάποιον υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, πραγματοποιούνται ενέργειες για να εξετασθεί εάν το πρόσωπο αυτό εργάζεται σε επαφή με διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έχει πρόσβαση σε ασφαλή συστήματα επικοινωνιών ή επεξεργασίας πληροφοριών και ενημερώνεται η αρμόδια υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εάν διαπιστωθεί ότι το πρόσωπο αυτό αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια, τότε του απαγορεύεται η πρόσβαση ή απομακρύνεται από θέσεις στις οποίες θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο για την ασφάλεια.

7.   Φυσική Ασφάλεια

Ως «φυσική ασφάλεια» νοείται η εφαρμογή φυσικών και τεχνικών προστατευτικών μέτρων που παρεμποδίζουν την μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε ΔΠΕΕ.

7.1.   Ανάγκη προστασίας

Η αυστηρότητα των μέτρων φυσικής ασφάλειας που εφαρμόζονται για την προστασία των ΔΠΕΕ είναι ανάλογη με τη διαβάθμιση και τον όγκο των πληροφοριών και του υλικού και την υφισταμένη απειλή. Όλοι οι κάτοχοι ΔΠΕΕ ακολουθούν ομοιόμορφες διαδικασίες όσον αφορά τη διαβάθμιση των πληροφοριών αυτών και οφείλουν να εφαρμόζουν κοινές προδιαγραφές ασφάλειας σχετικά με τη φύλαξη, τη διαβίβαση και τη διάθεση πληροφοριών και υλικού που απαιτούν προστασία.

7.2.   Έλεγχος

Προτού εγκαταλείψουν αφύλακτους τους χώρους όπου αποθηκεύονται ΔΠΕΕ, τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη φύλαξή τους βεβαιώνονται ότι αυτές είναι ασφαλώς αποθηκευμένες και ότι έχουν ενεργοποιηθεί όλοι οι μηχανισμοί ασφάλειας (κλειδαριές, συναγερμοί, κ.λπ). Διεξάγονται περαιτέρω ανεξάρτητοι έλεγχοι μετά το πέρας των ωρών εργασίας.

7.3.   Ασφάλεια των κτιρίων

Τα κτίρια όπου στεγάζονται ΔΠΕΕ ή ασφαλή συστήματα επικοινωνιών και πληροφοριών προστατεύονται από το ενδεχόμενο εισόδου μη εξουσιοδοτημένων προσώπων.

Η φύση της προστασίας των ΔΠΕΕ, π.χ. κάγκελα στα παράθυρα, κλειδαριές στις πόρτες, φύλακες στις εισόδους, αυτόματα συστήματα ελέγχου των εισερχομένων, έλεγχοι ασφάλειας και περίπολοι, συστήματα συναγερμού, συστήματα ανίχνευσης εισβολών και σκύλοι-φύλακες, εξαρτάται από:

α)

τη διαβάθμιση, τον όγκο και τη θέση εντός του κτιρίου των προστατευτέων πληροφοριών και υλικού·

β)

την ποιότητα των φωριαμών ασφάλειας όπου φυλάσσονται αυτές οι πληροφορίες και το υλικό· και

γ)

τη φύση της κατασκευής και τη θέση του κτιρίου.

Η φύση της προστασίας των συστημάτων επικοινωνιών και πληροφοριών εξαρτάται και αυτή από την εκτίμηση της αξίας των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων, από το μέγεθος της ενδεχόμενης ζημίας σε περίπτωση παραβίασης της ασφάλειας, από τη φύση της κατασκευής και τη θέση του κτιρίου στο οποίο στεγάζεται το σύστημα και από τη θέση του συστήματος αυτού εντός του κτιρίου.

7.4.   Σχέδια έκτακτης ανάγκης

Εκπονούνται εκ των προτέρων αναλυτικά σχέδια προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών για τις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.

8.   Ενδείξεις ασφάλειας, σημάνσεις, θέσεις και διαχείριση της διαβάθμισης

8.1.   Ενδείξεις ασφάλειας

Δεν επιτρέπονται άλλες διαβαθμίσεις εκτός από εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο γ της παρούσας απόφασης.

Μπορεί να χρησιμοποιείται μια συμφωνημένη ένδειξη ασφάλειας για τον περιορισμό της ισχύος της διαβάθμισης (που σημαίνει για τις διαβαθμισμένες πληροφορίες αυτόματο υποχαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό). Η ένδειξη αυτή είναι είτε «ΕΩΣ … (ώρα/ημερομηνία)» είτε «ΕΩΣ … (γεγονός)».

Στις περιπτώσεις που υπάρχει ανάγκη περιορισμένης διανομής και ειδικού χειρισμού, πέραν των όσων απαιτούνται βάσει της διαβάθμισης ασφάλειας, τίθενται πρόσθετες ενδείξεις ασφάλειας, όπως CRYPTO (κρυπτογράφηση) ή άλλες αναγνωρισμένες από την ΕΕ ενδείξεις ασφάλειας.

Οι ενδείξεις ασφάλειας χρησιμοποιούνται μόνο σε συνδυασμό με μια διαβάθμιση.

8.2.   Σημάνσεις

Μία σήμανση μπορεί να χρησιμοποιείται για να υποδηλώνεται ο τομέας που καλύπτεται από ένα συγκεκριμένο έγγραφο ή ορισμένη διανομή του με βάση την ανάγκη γνώσης ή (για τις μη διαβαθμισμένες πληροφορίες) για να δηλώνεται η λήξη της απαγόρευσης κυκλοφορίας.

Μια σήμανση δεν αποτελεί διαβάθμιση και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στη θέση αυτής.

8.3.   Θέση της διαβάθμισης και των ενδείξεων ασφαλείας

Οι διαβαθμίσεις τίθενται ως εξής:

α)

σε έγγραφα με διαβάθμιση RESTREINT UE/ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΕΕ, με μηχανικά ή ηλεκτρονικά μέσα·

β)

σε έγγραφα με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ, με μηχανικά μέσα ή ιδιοχείρως ή με εκτύπωση σε προσφραγισμένο ταξινομημένο χαρτί·

γ)

σε έγγραφα με διαβάθμιση SECRET UE/ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ και TRÈS SECRET UE/ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ, με μηχανικά μέσα ή ιδιοχείρως.

Οι ενδείξεις ασφάλειας τίθενται αμέσως κάτω από τη διαβάθμιση, με τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούνται και για τη θέση των διαβαθμίσεων.

8.4.   Διαχείριση της διαβάθμισης

8.4.1.   Γενικά

Οι πληροφορίες διαβαθμίζονται μόνον εφόσον αυτό είναι απαραίτητο. Η διαβάθμιση επισημαίνεται σαφώς και καταλλήλως και διατηρείται μόνο για όσο χρονικό διάστημα οι συγκεκριμένες πληροφορίες απαιτείται να προστατευθούν.

Αποκλειστικός υπεύθυνος για τη διαβάθμιση των πληροφοριών και για τον τυχόν μεταγενέστερο υποχαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό τους είναι ο αρχικός συντάκτης του εγγράφου.

Οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαβαθμίζουν, υποχαρακτηρίζουν ή αποχαρακτηρίζουν πληροφορίες κατόπιν εντολής του Γενικού Γραμματέα ή κατόπιν εξουσιοδοτήσεως από αυτόν.

Οι αναλυτικές ρυθμίσεις για τον χειρισμό των διαβαθμισμένων εγγράφων εκπονούνται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι τυγχάνουν προστασίας ανάλογα με τις πληροφορίες που περιέχουν.

Ο αριθμός των προσώπων που επιτρέπεται να συντάσσουν έγγραφα TRÈS SECRET UE/ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ περιορίζεται στο ελάχιστο, τα δε ονόματά τους συμπεριλαμβάνονται σε κατάλογο που καταρτίζεται από την ΥΕΠ.

8.4.2.   Εφαρμογή των διαβαθμίσεων

Η διαβάθμιση ενός εγγράφου καθορίζεται από το επίπεδο ευαισθησίας του περιεχομένου του σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχείο γ. Είναι σημαντικό η διαβάθμιση να χρησιμοποιείται σωστά και με φειδώ, ιδίως όσον αφορά τη διαβάθμιση TRÈS SECRET UE/ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ.

Η διαβάθμιση μιας επιστολής ή ενός σημειώματος που περιλαμβάνει επισυναπτόμενα έγγραφα καθορίζεται στο επίπεδο της υψηλότερης διαβάθμισης που εφαρμόζεται σε ένα από τα επισυναπτόμενα έγγραφα. Ο αρχικός συντάκτης επισημαίνει σαφώς σε ποιο επίπεδο πρέπει να διαβαθμιστεί η επιστολή ή το σημείωμα όταν αποχωριστεί από τα επισυναπτόμενα έγγραφα.

Ο αρχικός συντάκτης ενός εγγράφου το οποίο πρόκειται να λάβει διαβάθμιση οφείλει να έχει πάντοτε κατά νου τους προαναφερόμενους κανόνες και να αποφεύγει την τάση προς υπερβολικά υψηλή ή χαμηλή διαβάθμιση.

Επί μέρους σελίδες, παράγραφοι, τμήματα, παραρτήματα και προσαρτήματα ενός εγγράφου καθώς και τα επισυναπτόμενα και εσωκλειόμενα σε αυτό έγγραφα ενδέχεται να απαιτούν διαφορετικές διαβαθμίσεις και πρέπει να διαβαθμίζονται αναλόγως. Η διαβάθμιση του όλου εγγράφου αντιστοιχεί σε εκείνη του τμήματός του με την υψηλότερη διαβάθμιση.

9.   Επιθεωρήσεις

Η αρμόδια για την ασφάλεια διεύθυνση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία μπορεί να επικουρείται στο έργο της από την ΥΕΠ, διενεργεί περιοδικές επιθεωρήσεις των ρυθμίσεων ασφάλειας για την προστασία των ΔΠΕΕ.

Η αρμόδια για την ασφάλεια διεύθυνση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και οι υπηρεσίες ασφάλειας των άλλων οργάνων, οργανισμών, γραφείων και υπηρεσιών που έχουν συσταθεί από ή με βάση τις Συνθήκες που κατέχουν ΔΠΕΕ, μπορούν επίσης να συμφωνήσουν να διεξάγουν αξιολογήσεις των ρυθμίσεων ασφάλειας για την προστασία των ΔΠΕΕ από ομοτίμους.

10.   Διαδικασία αποχαρακτηρισμού

10.1.   Η ΥΕΠ εξετάζει τις ΔΠΕΕ και υποβάλλει προτάσεις για τον αποχαρακτηρισμό στον αρχικό συντάκτη ενός εγγράφου σε κάθε περίπτωση το αργότερο το 25ο έτος που έπεται της ημερομηνίας σύνταξής του. Τα έγγραφα που δεν έχουν αποχαρακτηρισθεί κατά την πρώτη εξέταση επανεξετάζονται περιοδικά και τουλάχιστον ανά πενταετία.

10.2.   Επιπλέον της εφαρμογής της σε έγγραφα που τηρούνται σε ασφαλή αρχεία και έχουν δεόντως διαβαθμισθεί, η διαδικασία αποχαρακτηρισμού μπορεί επίσης να καλύπτει και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες που υπάρχουν είτε σε ασφαλή αρχεία είτε στο Κέντρο Αρχειοθέτησης και Τεκμηρίωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (CARDOC).

10.3.   Η ΥΕΠ είναι αρμόδια να ενημερώσει για λογαριασμό του αρχικού συντάκτη τους παραλήπτες του εγγράφου για τη μεταβολή στη διαβάθμιση, οι δε παραλήπτες είναι με τη σειρά τους αρμόδιοι να ενημερώσουν τους διαδοχικούς παραλήπτες στους οποίους έχουν διαβιβάσει το πρωτότυπο ή αντίγραφο του εγγράφου.

10.4.   Ο αποχαρακτηρισμός δεν επηρεάζει τυχόν σημάνσεις που μπορεί να φέρει το έγγραφο.

10.5.   Η αρχική διαβάθμιση στο άνω και στο κάτω μέρος κάθε σελίδας διαγράφεται. Η πρώτη σελίδα του εγγράφου σφραγίζεται και συμπληρώνεται με κωδικό της ΥΕΠ.

10.6.   Το κείμενο του αποχαρακτηρισμένου εγγράφου επισυνάπτεται στο ηλεκτρονικό φύλλο ή στο ισοδύναμο σύστημα στο οποίο έχει καταχωρηθεί.

10.7.   Σε περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από την εξαίρεση που αφορά την ιδιωτικότητα και την ακεραιότητα του ατόμου ή τα επαγγελματικά συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου και στην περίπτωση ευαίσθητων εγγράφων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 2, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατομ) αριθ. 354/83 του Συμβουλίου.

10.8.   Επιπλέον των διατάξεων των σημείων 10.1 έως 10.7, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

όσον αφορά έγγραφα τρίτων, η ΥΕΠ συνεννοείται με τον ενδιαφερόμενο τρίτο πριν προβεί στη διαδικασία αποχαρακτηρισμού. Οι τρίτοι διαθέτουν οκτώ εβδομάδες κατά τη διάρκεια των οποίων υποβάλλουν παρατηρήσεις·

β)

όσον αφορά την εξαίρεση σχετικά με την ιδιωτικότητα και την ακεραιότητα του ατόμου, η διαδικασία αποχαρακτηρισμού λαμβάνει ιδίως υπόψη τη συμφωνία του ενδιαφερομένου προσώπου, την αδυναμία ταυτοποίησης του ενδιαφερομένου προσώπου και/ή το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή·

γ)

όσον αφορά την εξαίρεση σχετικά με τα επαγγελματικά συμφέροντα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί να ενημερωθεί μέσω δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με μία προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων από την ημέρα της δημοσίευσης αυτής κατά τη διάρκεια των οποίων υποβάλλει παρατηρήσεις.

ΜΕΡΟΣ 2

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

11.   Διαδικασία ελέγχου ασφάλειας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

11.1.   Υπό το πρίσμα των προνομίων και αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι Βουλευτές του δύνανται να αποκτήσουν πρόσβαση σε ΔΠΕΕ μέχρι και το επίπεδο CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ χωρίς έλεγχο ασφάλειας. Για πληροφορίες που διαβαθμίζονται ως CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ υπογράφουν μια υπεύθυνη δήλωση ότι δεν θα γνωστοποιήσουν το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών σε τρίτους.

11.2.   Για να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες με τη διαβάθμιση TRÈS SECRET UE/ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ και SECRET UE/ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ, οι Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πρέπει να έχουν λάβει σχετική άδεια, σύμφωνα με τη διαδικασία των σημείων 11.3 και 11.4.

11.3.   Η άδεια χορηγείται μόνο σε Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε έλεγχο ασφάλειας από τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών, σύμφωνα με τη διαδικασία των σημείων 11.9 έως 11.14. Ο Πρόεδρος είναι αρμόδιος για τη χορήγηση της άδειας στους βουλευτές.

11.4.   Ο Πρόεδρος μπορεί να χορηγήσει την άδεια αφού λάβει τη γνώμη των αρμόδιων εθνικών αρχών των κρατών μελών, βάσει του ελέγχου ασφάλειας που διενεργείται σύμφωνα με τα σημεία 11.8 έως 11.13.

11.5.   Η αρμόδια για την ασφάλεια διεύθυνση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τηρεί ένα επικαιροποιημένο κατάλογο όλων Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια, συμπεριλαμβανομένης και της προσωρινής άδειας κατά την έννοια του σημείου 11.15.

11.6.   Η άδεια έχει ισχύ για το συντομότερο εκ των δύο: για πέντε έτη ή για τη διάρκεια των καθηκόντων βάσει των οποίων χορηγείται. Μπορεί να ανανεωθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του σημείου 11.4.

11.7.   Ο Πρόεδρος ανακαλεί την άδεια όταν πιστεύει ότι υπάρχουν βάσιμοι προς τούτο λόγοι. Κάθε απόφαση για την ανάκληση της άδειας κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο Βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο οποίος ζητεί ακρόαση από τον Πρόεδρο προτού η ανάκληση τεθεί σε εφαρμογή καθώς και από την αρμόδια εθνική αρχή.

11.8.   Ο έλεγχος ασφάλειας διενεργείται με τη συνδρομή του ενδιαφερομένου Βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κατόπιν αιτήσεως του Προέδρου. Η αρμόδια για τον έλεγχο εθνική αρχή είναι η αρχή του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος ο ενδιαφερόμενος βουλευτής.

11.9.   Ως μέρος της διαδικασίας ελέγχου, μπορεί να ζητηθεί από τον ενδιαφερόμενο Βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να συμπληρώσει έντυπο με προσωπικές πληροφορίες.

11.10.   Ο Πρόεδρος προσδιορίζει στην αίτησή του στις αρμόδιες εθνικές αρχές το επίπεδο των διαβαθμισμένων πληροφοριών που πρόκειται να τεθούν στη διάθεση του ενδιαφερομένου βουλευτή, ώστε αυτές να μπορέσουν να διενεργήσουν τη διαδικασία ελέγχου.

11.11.   Ολόκληρη η διαδικασία ελέγχου ασφάλειας που διενεργούν οι αρμόδιες εθνικές αρχές μαζί με τα πορίσματα που προκύπτουν, υπόκειται στους σχετικούς κανόνες και ρυθμίσεις που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος, περιλαμβανομένων των αυτών που αφορούν διαδικασίες προσφυγής.

11.12.   Όταν οι αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους μέλους διατυπώνουν θετική γνώμη, ο Πρόεδρος μπορεί να χορηγήσει άδεια στον ενδιαφερόμενο Βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

11.13.   Η αρνητική γνώμη των αρμόδιων εθνικών αρχών γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο Βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο οποίος μπορεί να ζητήσει ακρόαση από τον Πρόεδρο. Εφόσον το θεωρήσει απαραίτητο, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές περαιτέρω διευκρινίσεις. Εάν επιβεβαιωθεί η αρνητική γνώμη, η άδεια δεν χορηγείται.

11.14.   Όλοι οι Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που λαμβάνουν άδεια κατά την έννοια του σημείου 11.3 λαμβάνουν, κατά τη χορήγηση της άδειας και στη συνέχεια σε τακτικά διαστήματα, τις τυχόν αναγκαίες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών και με τα μέσα για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής. Οι βουλευτές αυτοί υπογράφουν δήλωση με την οποία αναγνωρίζουν την παραλαβή αυτών των κατευθυντήριων γραμμών.

11.15.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο Πρόεδρος, αφού ειδοποιήσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές και υπό τον όρο ότι αυτές δεν απαντήσουν εντός ενός μηνός, μπορεί να χορηγήσει προσωρινή άδεια σε ένα Βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, εν αναμονή του αποτελέσματος του ελέγχου που αναφέρεται στο σημείο 11.11. Οι ούτως χορηγούμενες προσωρινές άδειες δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες με διαβάθμιση TRÈS SECRET UE/ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ.

12.   Διαδικασία ελέγχου ασφάλειας για υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές αμάδες

12.1.   Μόνο οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, οι οποίοι, λόγω των καθηκόντων τους και για τις ανάγκες της υπηρεσίας, απαιτείται να λάβουν γνώση ή να κάνουν χρήση διαβαθμισμένων πληροφοριών, δύνανται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές.

12.2.   Για να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες με τη διαβάθμιση TRÈS SECRET UE/ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ, SECRET UE/ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ και CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ, τα πρόσωπα που μνημονεύονται στο σημείο 12.1, πρέπει να έχουν λάβει σχετική άδεια, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα σημεία 12.3 και 12.4.

12.3.   Η άδεια χορηγείται μόνο στα πρόσωπα που αναφέρονται στο σημείο 12.1 τα οποία έχουν υποστεί έλεγχο ασφάλειας από τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών, σύμφωνα με τη διαδικασία των σημείων 12.9 έως 12.14. Ο Γενικός Γραμματέας είναι αρμόδιος για τη χορήγηση της άδειας στους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες.

12.4.   Ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να χορηγήσει την άδεια αφού λάβει τη γνώμη των αρμόδιων εθνικών αρχών των κρατών μελών, βάσει του ελέγχου ασφάλειας που διενεργείται σύμφωνα με τα σημεία 12.8 έως 12.13.

12.5.   Η αρμόδια για την ασφάλεια διεύθυνση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τηρεί ενημερωμένο κατάλογο όλων των θέσεων που απαιτούν έλεγχο ασφάλειας, όπως προβλέπονται από τις σχετικές υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και όλων των προσώπων στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής άδειας σύμφωνα με το σημείο 12.15.

12.6.   Η άδεια έχει ισχύ για το συντομότερο εκ των δύο: για πέντε έτη ή για τη διάρκεια των καθηκόντων βάσει των οποίων χορηγείται. Μπορεί να ανανεωθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του σημείου 12.4.

12.7.   Ο Γενικός Γραμματέας ανακαλεί την άδεια όταν πιστεύει ότι υπάρχουν βάσιμοι προς τούτο λόγοι. Κάθε απόφαση για την ανάκληση της άδειας κοινοποιείται στον υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στο λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, που μπορεί να ζητήσει ακρόαση από το Γενικό Γραμματέα προτού η ανάκληση τεθεί σε εφαρμογή, καθώς και από την αρμόδια εθνική αρχή.

12.8.   Ο έλεγχος ασφάλειας διενεργείται με τη συνδρομή του ενδιαφερομένου προσώπου και με αίτηση του Γενικού Γραμματέα. Η αρμόδια για τον έλεγχο εθνική αρχή είναι η αρχή του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος το πρόσωπο το οποίο αφορά η άδεια. Όταν επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία και κανονιστικές ρυθμίσεις, οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να διεξαγάγουν έρευνες ασφάλειας σχετικά με μη υπηκόους που ζητούν πρόσβαση σε πληροφορίες με διαβάθμιση CONFIDENTIEL UE/ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ ΕΕ ή ανώτερη.

12.9.   Ως μέρος της διαδικασίας ελέγχου, μπορεί να ζητηθεί από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή από το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για μία πολιτική ομάδα να συμπληρώσει έντυπο με προσωπικές πληροφορίες.

12.10.   Ο Γενικός Γραμματέας προσδιορίζει στην αίτησή του προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές το επίπεδο των διαβαθμισμένων πληροφοριών που πρόκειται να τεθούν στη διάθεση του ενδιαφερομένου προσώπου, ώστε αυτές να μπορέσουν να διενεργήσουν τη διαδικασία ελέγχου και να δώσουν τη γνώμη τους ως προς το επίπεδο της άδειας που θα ήταν κατάλληλο να χορηγηθεί στο εν λόγω πρόσωπο.

12.11.   Ολόκληρη η διαδικασία ελέγχου ασφάλειας που διενεργούν οι αρμόδιες εθνικές αρχές μαζί με τα πορίσματα που προκύπτουν, υπόκειται στους κανόνες και τις ρυθμίσεις που ισχύουν εν προκειμένω στο οικείο κράτος μέλος, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν διαδικασίες προσφυγής.

12.12.   Όταν οι αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους μέλους δίνουν θετική γνώμη, ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να χορηγήσει άδεια στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

12.13.   Η αρνητική γνώμη των αρμόδιων εθνικών αρχών γνωστοποιείται στον υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για μία πολιτική ομάδα που μπορεί να ζητήσει ακρόαση από τον Γενικό Γραμματέα. Εφόσον το κρίνει αναγκαίο, ο Γενικός Γραμματέας μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση μπορούν να παράσχουν. Εάν επιβεβαιωθεί η αρνητική γνώμη, η άδεια δεν χορηγείται.

12.14.   Όλοι οι υπάλληλοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για τις πολιτικές ομάδες, στους οποίους χορηγείται άδεια κατά την έννοια των σημείων 12.4 και 12.5, λαμβάνουν, κατά τη στιγμή χορήγησης της άδειας και στη συνέχεια σε τακτικά διαστήματα, τις τυχόν αναγκαίες οδηγίες σχετικά με την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών και με τα μέσα για τη διασφάλιση της προστασίας αυτής. Αυτοί οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό υπογράφουν δήλωση με την οποία αναγνωρίζουν την παραλαβή των οδηγιών αυτών και δεσμεύονται ότι θα τις τηρήσουν.

12.15.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο Γενικός Γραμματέας, αφού ειδοποιήσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές και υπό τον όρο ότι αυτές δεν απαντήσουν εντός ενός μηνός, μπορεί να χορηγήσει προσωρινή άδεια σε ένα υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στο λοιπό προσωπικό του Κοινοβουλίου που εργάζεται για μία πολιτική ομάδα για μία περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, εν αναμονή του αποτελέσματος του ελέγχου που αναφέρεται στο σημείο 12.11 αυτού του μέρους. Οι ούτως χορηγούμενες προσωρινές άδειες δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε πληροφορίες με διαβάθμιση TRÈS SECRET UE/ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΕΕ.


Ευρωπαϊκή Επιτροπή

30.6.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190/16


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

29 Ιουνίου 2011

2011/C 190/03

1 ευρώ =


 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,4425

JPY

ιαπωνικό γιεν

116,93

DKK

δανική κορόνα

7,4592

GBP

λίρα στερλίνα

0,89980

SEK

σουηδική κορόνα

9,2047

CHF

ελβετικό φράγκο

1,2036

ISK

ισλανδική κορόνα

 

NOK

νορβηγική κορόνα

7,8055

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CZK

τσεχική κορόνα

24,342

HUF

ουγγρικό φιορίνι

267,05

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,7093

PLN

πολωνικό ζλότι

3,9987

RON

ρουμανικό λέι

4,2105

TRY

τουρκική λίρα

2,3604

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,3585

CAD

καναδικό δολάριο

1,4037

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

11,2265

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,7559

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

1,7799

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 553,32

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

9,8846

CNY

κινεζικό γιουάν

9,3235

HRK

κροατικό κούνα

7,3833

IDR

ινδονησιακή ρουπία

12 412,97

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,3727

PHP

πέσο Φιλιππινών

62,770

RUB

ρωσικό ρούβλι

40,3780

THB

ταϊλανδικό μπατ

44,429

BRL

ρεάλ Βραζιλίας

2,2687

MXN

μεξικανικό πέσο

16,9954

INR

ινδική ρουπία

64,7210


(1)  Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

30.6.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190/17


Ενημέρωση του καταλόγου των συνοριακών σημείων διέλευσης στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (EE C 316 της 28.12.2007, σ. 1· ΕΕ C 134 της 31.5.2008, σ. 16· ΕΕ C 177 της 12.7.2008, σ. 9· ΕΕ C 200 της 6.8.2008, σ. 10· ΕΕ C 331 της 31.12.2008, σ. 13· ΕΕ C 3 της 8.1.2009, σ. 10· ΕΕ C 37 της 14.2.2009, σ. 10· ΕΕ C 64 της 19.3.2009, σ. 20· ΕΕ C 99 της 30.4.2009, σ. 7· ΕΕ C 229 της 23.9.2009, σ. 28· ΕΕ C 263 της 5.11.2009, σ. 22· ΕΕ C 298 της 8.12.2009, σ. 17· ΕΕ C 74 της 24.3.2010, σ. 13· ΕΕ C 326 της 3.12.2010, σ. 17· ΕΕ C 355 της 29.12.2010, σ. 34· ΕΕ C 22 της 22.1.2011, σ. 22· ΕΕ C 37 της 5.2.2011, σ. 12· ΕΕ C 149 της 20.5.2011, σ. 8)

2011/C 190/04

Η δημοσίευση του καταλόγου των συνοριακών σημείων διέλευσης στα οποία αναφέρεται το άρθρο 2 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) βασίζεται στις πληροφορίες που κοινοποίησαν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 34 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν.

Συμπληρωματικά προς τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα, τακτική επικαιροποίηση δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων.

ΙΣΠΑΝΙΑ

Τροποποίηση των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στην ΕΕ C 316 της 28.12.2007 και στην ΕΕ C 74 της 24.3.2010

Εναέρια σύνορα

Νέο σημείο διέλευσης των συνόρων: Castellón


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

30.6.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190/18


ΠΕΡΊΛΗΨΗ ΑΠΌΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 322/10/COL

της 14ης Ιουλίου 2010

σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ κατά της Posten Norge AS

(υπόθεση αριθ. 34250 Posten Norge/Privpak)

(Τα κείμενα στην αγγλική και νορβηγική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

2011/C 190/05

Στις 14 Ιουλίου 2010, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (η «Εποπτεύουσα Αρχή») εξέδωσε απόφαση σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του κεφαλαίου ΙΙ του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας περί εποπτείας και δικαστηρίου, η Εποπτεύουσα Αρχή δημοσιεύει τα ονόματα των μερών και τα βασικότερα σημεία της απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη το νόμιμο συμφέρον των επιχειρήσεων ως προς τη διαφύλαξη των επιχειρηματικών τους απορρήτων. Μια μη εμπιστευτική εκδοχή του πλήρους κειμένου της απόφασης διατίθεται στις αυθεντικές γλώσσες της υπόθεσης στον δικτυακό τόπο της Εποπτεύουσας Αρχής στη διεύθυνση:

http://www.eftasurv.int/competition/competition-cases/

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ

1.   Εισαγωγή

(1)

Η απόφαση απευθύνθηκε στην Posten Norge AS. Η Posten Norge παρέχει τις εθνικές ταχυδρομικές υπηρεσίες στη Νορβηγία. Το 2006, ο κύκλος εργασιών της Posten Norge σε παγκόσμιο επίπεδο έφθανε σε 23 668 εκατομμύρια νορβηγικές κορώνες («MNOK»). Το 2006, ο κύκλος εργασιών εκτός της Νορβηγίας αντιπροσώπευε περίπου 17,5 % του συνολικού κύκλου εργασιών του ομίλου. Το νορβηγικό κράτος είναι ο αποκλειστικός ιδιοκτήτης της Posten Norge.

(2)

Ο καταγγέλλων ήταν η εταιρεία Schenker Privpak AB («Privpak»), που είχε συσταθεί στη Σουηδία το 1992. Η Privpak παραδίδει δέματα από εταιρείες πωλήσεων εξ αποστάσεως σε καταναλωτές στη Νορβηγία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Η Schenker Privpak AB είναι μέρος του ομίλου εταιρειών DB Schenker. Η DB Schenker συνδυάζει όλες τις δραστηριότητες μεταφοράς και εφοδιαστικής της Deutsche Bahn AG. Τέλος, η Deutsche Bahn AG ανήκει εξ ολοκλήρου στο γερμανικό κράτος. Στη Νορβηγία, η Privpak ασκούσε τις δραστηριότητές της μέσω της Schenker Privpak AS, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης που είχε συσταθεί βάσει του νορβηγικού δικαίου.

2.   Διαδικασία

(3)

Στις 24 Ιουνίου 2002, η Εποπτεύουσα Αρχή έλαβε καταγγελία από την Privpak. Η Privpak υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολές της 9ης Δεκεμβρίου 2002, της 14ης Ιανουαρίου 2003, της 15ης Αυγούστου 2003 και της 5ης Μαρτίου 2004. Η Posten Norge απάντησε στα αιτήματα παροχής πληροφοριών στις 16 και στις 23 Ιουνίου 2003. Από τις 21 έως τις 24 Ιουνίου 2004, πραγματοποιήθηκαν επιθεωρήσεις στις εγκαταστάσεις της Posten Norge στο Όσλο. Μετά από αιτήματα παροχής πληροφοριών που απευθύνθηκαν στην Privpak, στην Posten Norge και σε τρίτα μέρη, η Εποπτεύουσα Αρχή εξέδωσε κοινοποίηση αιτιάσεων κατά της Posten Norge στις 17 Δεκεμβρίου 2008. H Posten Norge απάντησε στην κοινοποίηση αιτιάσεων στις 3 Απριλίου 2009. Στις 16 Ιουνίου 2009 πραγματοποιήθηκε ακρόαση.

3.   Η συμπεριφορά της Posten Norge

(4)

Το 1999, η Posten Norge θεώρησε ότι το υφιστάμενο δίκτυο διανομής της δεν ανταποκρινόταν επαρκώς στις απαιτήσεις της αγοράς σχετικά με την προσπελασιμότητα και την παροχή υπηρεσιών. Επιπλέον, τα έσοδα από το δίκτυο είχαν μειωθεί αισθητά τα πρόσφατα έτη και η λειτουργία του δικτύου της είχε καταστεί υπερβολικά δαπανηρή. Συνεπώς, η Posten Norge αποφάσισε να αναδιοργανώσει το δίκτυο διανομής της, να μειώσει τον αριθμό των ταχυδρομείων σε 300-450 και να εγκαταστήσει τουλάχιστον 1 100 ταχυδρομεία σε καταστήματα («Post-in-Shops»). Με αυτόν τον τρόπο, η Posten Norge θα μπορούσε να αυξήσει την προσπελασιμότητα και την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αυξάνοντας τον συνολικό αριθμό των σημείων παράδοσης κατά τουλάχιστον 200 και να βελτιώσει την αποδοτικότητά της με τη μείωση των λειτουργικών της δαπανών.

(5)

Το σύστημα των ταχυδρομείων σε καταστήματα, την αποκλειστικότητα του οποίου έχει η Posten Norge, αναπτύχθηκε για την παροχή ενός φάσματος ταχυδρομικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε σημεία λιανικής πώλησης όπως σουπερμάρκετ, παντοπωλεία, περίπτερα και πρατήρια καυσίμων. Κάθε τέτοιο ταχυδρομείο σε κατάστημα πρέπει να προσφέρει τουλάχιστον τις ελάχιστες βασικές ταχυδρομικές και τραπεζικές υπηρεσίες που οφείλει να παρέχει η Posten Norge για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της άδειας βάσει της οποίας ασκεί τις δραστηριότητές της. Μπορούν να προστεθούν και άλλα προϊόντα και υπηρεσίες ανάλογα με την πελατειακή βάση των επιμέρους ταχυδρομείων σε καταστήματα. Η Posten Norge φέρει κατά κύριο λόγο την ευθύνη για τον καθημερινό έλεγχο των ταχυδρομείων σε καταστήματα, και έχει το δικαίωμα να ελέγχει όλες τις πτυχές λειτουργίας του συστήματος αυτού. Τα ταχυδρομεία σε καταστήματα είναι ενσωματωμένα στα σημεία λιανικής πώλησης και έχουν το ίδιο ωράριο λειτουργίας με αυτά. Τα ταχυδρομεία σε καταστήματα έχουν ομοιόμορφα χαρακτηριστικά και η εμπορική εκμετάλλευσή τους γίνεται σύμφωνα τη γενική στρατηγική της Posten Norge.

(6)

Το 1999-2000, όταν θεσπίστηκε το σύστημα των ταχυδρομείων σε καταστήματα, η πρόθεση της Posten Norge ήταν να συνάψει στρατηγικές συμμαχίες με τις κυριότερες αλυσίδες/ομίλους σουπερμάρκετ, περιπτέρων και πρατηρίων καυσίμων για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών σε καταστήματα. Στις αρχές του 2000, η Posten Norge διαπραγματεύτηκε συμφωνίες δήλωσης προθέσεων με τους κυριότερους ομίλους και αλυσίδες λιανικής στον τομέα αυτόν. Στη συνέχεια, προέβη στη σύναψη των ακόλουθων συμφωνιών σχετικά με το σύστημα των ταχυδρομείων σε καταστήματα:

επιχειρηματική συμφωνία τον Σεπτέμβριο του 2000 με την NorgesGruppen/Shell, με την οποία ο όμιλος NorgesGruppen/Shell έγινε προνομιακός εταίρος της Posten Norge. Σε αντάλλαγμα, παραχωρήθηκε στην Posten Norge αποκλειστική πρόσβαση σε όλα τα σημεία πώλησης του ομίλου (αποκλειστικότητα σε επίπεδο ομίλου),

τον Ιανουάριο του 2001, συμφωνία πλαίσιο με την COOP βάσει της οποίας δόθηκε στην COOP καθεστώς δεύτερης προτεραιότητας, και

τον Ιανουάριο του 2001 πρωτόκολλο με την ICA.

(7)

Βάσει των δύο τελευταίων συμφωνιών, παραχωρήθηκε στην Posten Norge αποκλειστική πρόσβαση στα σημεία πώλησης στα οποία δημιουργήθηκε ταχυδρομείο σε κατάστημα. Επίσης, έγιναν διαπραγματεύσεις με κάθε όμιλο για τη σύναψη τυποποιημένων λειτουργικών συμφωνιών με τα επιμέρους σημεία πώλησης στα οποία δημιουργήθηκαν ταχυδρομεία σε καταστήματα.

(8)

Από τις αρχές του 2004, η Posten Norge διεξήγαγε, με δική της πρωτοβουλία, παράλληλες διαπραγματεύσεις με τις NorgesGruppen, COOP και ICA με στόχο τη σύναψη νέων συμφωνιών πλαισίου για ταχυδρομεία σε καταστήματα. Οι συμφωνίες αυτές αποσκοπούσαν στην αντικατάσταση των υφιστάμενων συμφωνιών από την 1η Ιανουαρίου 2006. Προτάθηκε εσωτερικά στην Posten Norge να ενημερωθούν όλοι οι όμιλοι ότι η Posten Norge επιθυμούσε i) να συνάψει νέες συμφωνίες πλαίσιο για ταχυδρομεία σε καταστήματα· και ii) να προσαρμόσει τις διατάξεις σχετικά με το προτιμησιακό καθεστώς, αλλά χωρίς να ενημερώσει τους ομίλους λιανικής κατά πόσο θα χορηγείτο προτεραιότητα, και αν ναι σε ποιον, πριν το τέλος των διαπραγματεύσεων. Η Posten Norge ακολούθησε την προταθείσα στρατηγική και κράτησε ανοικτό κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων το θέμα του καθεστώτος του προνομιακού εταίρου.

(9)

Στη διάρκεια του 2006, όλες οι ρήτρες σχετικά με την αποκλειστικότητα και το καθεστώς του προνομιακού εταίρου αφαιρέθηκαν από τις συμφωνίες της Posten Norge.

4.   Άρθρο 54 της συμφωνίας ΕΟΧ

4.1.   Η σχετική αγορά

(10)

Στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, η Posten Norge παρείχε υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» σε καταστήματα και κατ’ οίκον. Επίσης, παρείχε υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» στο εξωτερικό.

(11)

Το δίκτυο της Posten Norge για υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» αποτελείτο από τα ταχυδρομεία της και τα ταχυδρομεία σε καταστήματα λιανικής. Το δίκτυο αυτό μπορούσε να συμπληρωθεί από ταχυδρόμους, εάν υπήρχε ανάγκη, στις πιο αγροτικές περιοχές. Η Posten Norge ήταν ο μόνος πάροχος υπηρεσιών παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» με δίκτυο διανομής που κάλυπτε το σύνολο της Νορβηγίας.

4.1.1.   Η σχετική αγορά προϊόντος

(12)

Η υπόθεση αφορά την παροχή υπηρεσιών διανομής δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» με παράδοση σε καταστήματα. Η παράδοση σε καταστήματα ήταν ο συνηθέστερος τρόπος παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» στη Νορβηγία με τον οποίο ήταν εξοικειωμένοι οι πελάτες. Η Posten Norge ήταν ο σημαντικότερος φορέας παροχής υπηρεσιών παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες»· η κατ’ οίκον παράδοση αποτελούσε ένα ελάχιστο μόνο τμήμα του συνολικού όγκου δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες». Τα στοιχεία δεν δείχνουν ότι οι εταιρείες πωλήσεων εξ αποστάσεως θεωρούσαν τις υπηρεσίες παράδοσης κατ’ οίκον ως υποκατάστατο των υπηρεσιών της Posten Norge για παράδοση δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» σε καταστήματα. Η κατ’ οίκον παράδοση δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» απαιτεί υποδομή μεταφορών ικανή να ανταποκρίνεται στην παράδοση δεμάτων στο σπίτι κάθε παραλήπτη. Οι υπηρεσίες κατ’ οίκον παράδοσης δεμάτων και παράδοσης σε καταστήματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως υποκαταστάσιμες ή εναλλάξιμες εάν θα ήταν βραχυπρόθεσμα δυνατό ένα σημαντικό μέρος της διανομής δεμάτων να αλλάξει από παράδοση σε καταστήματα σε παράδοση κατ’ οίκον. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι αυτό δεν ήταν ρεαλιστικό σενάριο κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου. Συνεπώς, οι κατ’ οίκον υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» δεν συμπεριλήφθηκαν στη σχετική αγορά προϊόντος.

(13)

Οι υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε επιχειρήσεις» χρησιμοποιούνται από εταιρικούς πελάτες που ζητούν παράδοση «από πόρτα σε πόρτα» σε άλλες επιχειρήσεις εντός του ωραρίου εργασίας. Αυτοί οι εταιρικοί πελάτες είναι απαιτητικοί ως προς την ώρα της παράδοσης και είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν υψηλότερες τιμές για τις υπηρεσίες αυτές. Λόγω των διαφορών στις τιμές μεταξύ των δύο υπηρεσιών, που φαίνεται να αντανακλούν τη διαφορά κόστους για την παροχή αυτών των υπηρεσιών, δεν θα ήταν οικονομικά συμφέρον για τις εταιρείες πωλήσεων εξ αποστάσεως να αντικαταστήσουν τις υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» σε καταστήματα με υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε επιχειρήσεις». Συνεπώς, οι δεύτερες αυτές υπηρεσίες δεν αποτελούν ανταγωνιστικό περιορισμό για την παροχή υπηρεσιών παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες». Επιπλέον, δεν θα ήταν πρακτικά εφικτό για τις εταιρείες πωλήσεων εξ αποστάσεως να στραφούν προς τις υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε επιχειρήσεις» διότι οι πάροχοι αυτών των υπηρεσιών συνήθως απαιτούν οι παραλήπτες αυτών των δεμάτων να είναι επιχειρήσεις και όχι ιδιώτες.

(14)

Η Εποπτεύουσα Αρχή δεν γνώριζε κανένα φορέα που προσέφερε, σε οποιοδήποτε αξιόλογο βαθμό, υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» σε πελάτες στο χώρο εργασίας στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Οι διαφορές στα χαρακτηριστικά, τις τιμές και την επιδιωκόμενη χρήση συνεπάγονται ότι, για τις εταιρείες πωλήσεως εξ αποστάσεως, οι υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε επιχειρήσεις» δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν υποκατάστατα των υπηρεσιών παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» σε καταστήματα.

(15)

Η Εποπτεύουσα Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, η αγορά των υπηρεσιών παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» σε καταστήματα ήταν διαφορετική από τις υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» κατ’ οίκον ή στον χώρο εργασίας, τις υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε επιχειρήσεις» και «από ιδιώτες σε ιδιώτες».

4.1.2.   Η σχετική γεωγραφική αγορά

(16)

Η γεωγραφική έκταση της αγοράς για υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» σε καταστήματα περιοριζόταν στη Νορβηγία.

4.2.   Δεσπόζουσα θέση

(17)

Από την ίδρυσή της το 1997, η Posten Norge αποτελεί τον κυριότερο φορέα παροχής υπηρεσιών παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» σε καταστήματα στη Νορβηγία και έχει αντιμετωπίσει ελάχιστο ανταγωνισμό. Η Privpak ήταν, μέχρι την είσοδο της Tollpost στην αγορά, ο μόνος ανταγωνιστής της Posten Norge. Οι εταιρείες πωλήσεων εξ αποστάσεως δεν ανέφεραν άλλους φορείς που ανταγωνίζονταν στην παροχή υπηρεσιών παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» σε καταστήματα πριν το φθινόπωρο του 2006. Η Tollpost αποφάσισε να εισέλθει στην αγορά το φθινόπωρο του 2005, αλλά η λειτουργία της δεν άρχισε πριν το φθινόπωρο του επόμενου έτους και σε πολύ μικρή κλίμακα.

(18)

Το μερίδιο αγοράς της Posten Norge διατηρήθηκε σε επίπεδα άνω ή πλησίον του 98% σε όλη τη διάρκεια της σχετικής περιόδου. Υπήρχαν πολύ σοβαροί φραγμοί εισόδου και επέκτασης στη σχετική αγορά στη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Η δυνατότητα νέας εισόδου στη διάρκεια της περιόδου αυτής δεν περιόρισε σε σημαντικό βαθμό τη συμπεριφορά της Posten Norge στην αγορά. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν εναλλακτικοί προμηθευτές με σημαντικά και σταθερά μερίδια αγοράς, δεν υφίστατο αξιόλογος κίνδυνος μετακίνησης, ακόμη και από τους μεγαλύτερους πελάτες, του συνόλου ή πολύ μεγάλου μέρους της ζήτησής τους από την Posten Norge σε άλλους προμηθευτές. Συνεπώς, η Posten Norge παρέμεινε αδιαφιλονίκητος εμπορικός εταίρος σε όλη τη διάρκεια της σχετικής περιόδου.

(19)

Η Εποπτεύουσα Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Posten Norge, στη διάρκεια της σχετικής περιόδου, κατείχε δεσπόζουσα θέση κατά την έννοια του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ στη σχετική αγορά. Η σχετική γεωγραφική αγορά στην οποία η Posten Norge κατείχε δεσπόζουσα θέση αποτελούσε «σημαντικό τμήμα» του εδάφους του ΕΟΧ.

4.3.   Κατάχρηση

4.3.1.   Εκτίμηση της συμπεριφοράς της Posten Norge

(20)

Σύμφωνα με το άρθρο 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, κάθε καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός του εδάφους που καλύπτεται από τη συμφωνία ή σημαντικού τμήματός του απαγορεύεται και είναι ασυμβίβαστη με τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

(21)

Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η έννοια της κατάχρησης είναι:

«Η έννοια της κατάχρησης είναι αντικειμενική έννοια σχετικά με τη συμπεριφορά μιας επιχείρησης που κατέχει τέτοια δεσπόζουσα θέση, η οποία είναι τέτοια ώστε να επηρεάζει τη διάρθρωση μιας αγοράς όπου, λόγω ακριβώς της ίδιας της παρουσίας της επιχείρησης αυτής, ο ανταγωνισμός εξασθενεί, και η οποία, μετερχόμενη μεθόδους διαφορετικές από εκείνες που διέπουν τον κανονικό ανταγωνισμό για προϊόντα και υπηρεσίες βάσει των συναλλαγών εμπορικών επιχειρήσεων, παρακωλύει είτε τη διατήρηση του βαθμού ανταγωνισμού που υπάρχει ακόμη στην αγορά είτε την αύξηση του ανταγωνισμού αυτού»

 (1).

(22)

Οι επιπτώσεις που αναφέρονται στη νομολογία που αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο δεν αφορούν αναγκαστικά τις συγκεκριμένες ή πραγματικές επιπτώσεις της καταχρηστικής συμπεριφοράς για την οποία υπεβλήθη καταγγελία. Για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, αρκεί να αποδειχθεί ότι η καταχρηστική συμπεριφορά της κατέχουσας δεσπόζουσας θέσης επιχειρήσεως τείνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό ή, με άλλα λόγια, ότι η συμπεριφορά είναι ικανή ή ενδέχεται να έχει τέτοιο αποτέλεσμα. Η ικανότητα της εξεταζόμενης πρακτικής να περιορίσει τον ανταγωνισμό μπορεί να είναι έμμεση, με την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται με τον απαιτούμενο κατά νόμο βαθμό αποδείξεως ότι είναι όντως σε θέση να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

(23)

Στην απόφαση διαπιστώνεται ότι η Posten Norge καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της μέσω της χρήσης των ρητρών αποκλειστικότητας σε επίπεδο ομίλου και σημείων πώλησης στις συμβατικές της ρυθμίσεις της με ομίλους λιανικής πώλησης και μέσω της στρατηγικής που ακολουθούσε κατά την επαναδιαπραγμάτευση των συμφωνιών της από το 2004 και μετά.

(24)

Η ρήτρα αποκλειστικότητας σε επίπεδο ομίλου εμπόδιζε τους ανταγωνιστές της Posten Norge να αποκτήσουν πρόσβαση στο σύνολο της NorgesGruppen/Shell, που συμπεριλάμβανε τον μεγαλύτερο όμιλο λιανικής πώλησης καταναλωτικών αγαθών καθημερινής χρήσης, τη μεγαλύτερη αλυσίδα περιπτέρων και μια σημαντική αλυσίδα πρατηρίων καυσίμων στη Νορβηγία. Η ρήτρα αποκλειστικότητας σε επίπεδο ομίλου και σημείων πώλησης συνέδεε ένα μεγάλο αριθμό σημείων πώλησης στις κυριότερες αλυσίδες παντοπωλείων, περιπτέρων και πρατηρίων καυσίμων της Νορβηγίας με την Posten Norge.

(25)

Από τη σύναψη των συμφωνιών τους με την Posten Norge το 2001 και μέχρι το μεγαλύτερο μέρος του 2002, όταν ιδρύθηκε ένας μεγάλος αριθμός νέων ταχυδρομείων σε καταστήματα, τόσο η COOP όσο και η ICA ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα ταχυδρομεία σε καταστήματα. Το γεγονός ότι η Posten Norge ζητούσε αποκλειστικότητα στα σημεία πώλησης απέκλειε τη δυνατότητα δημιουργίας ταχυδρομείου σε κατάστημα σε οποιοδήποτε σημείο πώλησης ανήκε στην COOP ή στην ICA στις οποίες είχε δοθεί πρόσβαση σε ανταγωνιζόμενο φορέα παροχής υπηρεσιών παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες». Με άλλα λόγια, κάθε σημείο πώλησης που χρησιμοποιείτο από ανταγωνιστή της Posten Norge θα αποκλειόταν από το σύστημα του ταχυδρομείου σε κατάστημα. Η συμφωνία ανάπτυξης ενός ανταγωνιστικού συστήματος παράδοσης, που θα οδηγούσε στη δημιουργία αρκετών εκατοντάδων «ανταγωνιστικών» σημείων πώλησης στα δίκτυα λιανικής πώλησής τους θα είχε μειώσει αισθητά την πιθανότητα να παραχωρηθούν στις COOP και ICA νέα ταχυδρομεία σε καταστήματα.

(26)

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η Posten Norge κράτησε ανοικτό το θέμα του καθεστώτος προνομιακού εταίρου, και με τον τρόπο αυτόν έδωσε την εντύπωση στις COOP και ICA ότι επρόκειτο να τους απονεμηθεί το καθεστώς αυτό ή ότι τουλάχιστον το καθεστώς τους θα βελτιωνόταν από το 2006 και μετά. Αυτό δημιούργησε σαφή αντικίνητρα τόσο για την COOP όσο και για την ICA που κατά πάσα πιθανότητα περιόρισαν την προθυμία τους προμηθεύουν εναλλακτικούς εταίρους υπηρεσιών παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες». Αυτό συνέβαινε τουλάχιστον όσο χρονικό διάστημα συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις και οι συμβατικές σχέσεις με τις COOP και ICA δεν είχαν διευθετηθεί.

(27)

Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η Εποπτεύουσα Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τέταρτος σημαντικότερος όμιλος λιανικής, η Reitangruppen, και άλλες μεγάλες αλυσίδες πρατηρίων καυσίμων δεν ήταν διατεθειμένοι να αναπτύξουν συστήματα άλλων προμηθευτών υπηρεσιών παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» στις αλυσίδες τους. Θεωρούσαν ότι δεν διέθεταν επαρκή χώρο στα σημεία πώλησής τους για την παροχή υπηρεσιών παράδοσης, ότι ένα σύστημα παράδοσης δεμάτων δεν θα προσέφερε επαρκείς επιχειρηματικές ευκαιρίες, ή είχαν αρνητική στάση έναντι σχεδίων που θα ήταν πιθανό να αυξήσουν το κόστος ή/και να στρέψουν την προσοχή από τη βασική στρατηγική της αλυσίδας. Κατά συνέπεια, οι άλλες σημαντικές αλυσίδες ειδών παντοπωλείου, περιπτέρων και πρατηρίων καυσίμων ήταν σε μεγάλο βαθμό μη διαθέσιμες στους ανταγωνιστές της Posten Norge στη διάρκεια της σχετικής περιόδου.

(28)

Σε αυτήν τη βάση, η Εποπτεύουσα Αρχή διαπίστωσε ότι η συμπεριφορά της Posten Norge καθιστούσε αισθητά δυσχερέστερη για νεοεισερχόμενους φορείς την απόκτηση πρόσβασης στους πιο ελκυστικούς διαύλους διανομής της Νορβηγίας. Συνεπώς, η συμπεριφορά της Posten Norge δημιουργούσε στρατηγικούς φραγμούς για την είσοδο στη σχετική αγορά παροχής υπηρεσιών διανομής δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» με παράδοση σε καταστήματα. Κατά συνέπεια, ο περιορισμός της πρόσβασης σε σημαντικές αλυσίδες ειδών παντοπωλείου, περιπτέρων και πρατηρίων καυσίμων λόγω της συμπεριφοράς της Posten Norge θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των κινήτρων των ανταγωνιστών της Posten Norge να ανταγωνιστούν στην αγορά παροχής υπηρεσιών διανομής δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» με παράδοση σε καταστήματα.

(29)

Επιπλέον, η Εποπτεύουσα Αρχή θεώρησε ότι η συμπεριφορά της Posten Norge είχε κατά πάσα πιθανότητα αντιανταγωνιστικές επιπτώσεις εις βάρος των καταναλωτών. Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, θεωρήθηκε πιθανό ότι, αν η Posten Norge δεν είχε υιοθετήσει τη συμπεριφορά αυτή, οι ανταγωνιστές της θα είχαν αποκτήσει πρόσβαση σε σημαντικές αλυσίδες παντοπωλείων και περιπτέρων. Αυτό θα είχε διευκολύνει την είσοδο και την επέκτασή τους στη σχετική αγορά, θα είχε ασκηθεί μεγαλύτερη ανταγωνιστική πίεση στην Posten Norge και με τον τρόπο αυτό θα είχε περιοριστεί η ισχύς της Posten Norge στην αγορά προς όφελος των εταιρειών πωλήσεων εξ αποστάσεως και, τελικά, των καταναλωτών.

4.3.2.   Αντικειμενική αιτιολόγηση

(30)

Η συμπεριφορά που οδηγεί στον αποκλεισμό επιχειρήσεων μπορεί να μην υπάγεται στην απαγόρευση του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ εάν η δεσπόζουσα επιχείρηση μπορεί να αποδείξει ότι η συμπεριφορά της ήταν αντικειμενικά αναγκαία ή ότι οδηγεί σε βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας που υπεραντισταθμίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό (2). Η δεσπόζουσα επιχείρηση έχει το βάρος της αποδείξεως αυτής της αντικειμενικής αναγκαιότητας ή των βελτιώσεων της αποτελεσματικότητας (3).

(31)

Η Posten Norge ισχυρίστηκε ότι η αποκλειστικότητα σε επίπεδο ομίλου ήταν αναγκαία για να επιτευχθούν οι βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας με τη διευκόλυνση της ταχείας εφαρμογής του δικτύου ταχυδρομείων σε καταστήματα, για να διασφαλιστεί ότι κανένα από τα σημεία πώλησης που ήταν αναγκαία για τα ταχυδρομεία σε καταστήματα δεν θα λαμβάνονταν από ανταγωνιστές, για να εξαλειφθεί ο κίνδυνος μη επαρκούς συμμετοχής της NorgesGruppen/Shell στην ανάπτυξη του συστήματος των ταχυδρομείων σε καταστήματα και για να εξασφαλιστεί επαρκής χώρος για τις δραστηριότητες στα σημεία πώλησης. Η Εποπτεύουσα Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα, μετά από λεπτομερή εξέταση, ότι η Posten Norge δεν είχε αποδείξει ότι η αποκλειστικότητα ομίλου, στο μέτρο που εφαρμοζόταν στις υπηρεσίες διανομής δεμάτων, ήταν αναγκαία για οποιονδήποτε από τους λόγους αυτούς. Επιπλέον, ακόμη και γινόταν δεκτό ότι η αποκλειστικότητα σε επίπεδο ομίλου οδηγούσε σε ορισμένες βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας στον τομέα αυτόν, η έκταση και η διάρκειά της ήταν σε κάθε περίπτωση υπερβολικές και, συνεπώς, δυσανάλογες.

(32)

Η Posten Norge ισχυρίστηκε επίσης ότι κατέβαλλε σημαντικά ποσά ετησίως στην NorgesGruppen/Shell για τις δαπάνες που αναλάμβανε ο όμιλος λόγω της συμμετοχής του στο σύστημα των ταχυδρομείων σε καταστήματα. Ισχυρίστηκε ότι δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι τα ποσά αυτά θα χρησιμοποιούντο προς όφελός της χωρίς την αποκλειστικότητα σε επίπεδο ομίλου, και ότι η αποκλειστικότητα αυτή ήταν απαραίτητη για να αποτραπεί η παρασιτική εκμετάλλευση της επένδυσης από ανταγωνιστές. Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή διαπίστωσε ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε κίνδυνος οι πληρωμές που γίνονταν από την Posten Norge προς την NorgesGruppen/Shell να είναι επωφελείς για ανταγωνιστικούς διανομείς δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» ούτε αποδείχθηκε ότι υπήρχε κίνδυνος ανεπάρκειας επενδύσεων.

(33)

Η Posten Norge ισχυρίστηκε ότι η αποκλειστικότητα στα σημεία πώλησης ήταν αναγκαία για να προστατευτούν οι προσπάθειες που κατέβαλλε για την προώθηση των υπηρεσιών της και οι επενδύσεις της σε κατάρτιση, για να προστατευτούν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, για να διαφυλαχθεί η ταυτότητα και η φήμη του συστήματος των ταχυδρομείων σε καταστήματα, για να διασφαλιστεί ότι κάθε ταχυδρομείο σε κατάστημα επικεντρωνόταν στο σύστημα και τις ανάγκες της Posten Norge, και για να προστατευτούν οι επενδύσεις της σε θυρίδες εξυπηρέτησης και εξοπλισμό. Μετά από λεπτομερή εκτίμηση των σχετικών επιχειρημάτων και των πληροφοριών που υποβλήθηκαν από την Posten Norge, η Εποπτεύουσα Αρχή διαπίστωσε ότι δεν είχε αποδειχθεί η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου παρασιτισμού όσον αφορά τις προσπάθειες προώθησης της Posten Norge ή τις επενδύσεις σε κατάρτιση όσον αφορά τους ανταγωνιζόμενους διανομείς δεμάτων. Ούτε η αποκλειστικότητα σε σημεία πώλησης, όσον αφορά την εφαρμογή της σε ανταγωνιζόμενους διανομείς δεμάτων, θα μπορούσε να θεωρηθεί απαραίτητη για την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας της Posten Norge ή της κοινής ταυτότητας και φήμης του δικτύου ταχυδρομείων της σε καταστήματα. Η Εποπτεύουσα Αρχή διαπίστωσε επίσης ότι η ανάγκη επιβολής αποκλειστικότητας στα σημεία πώλησης με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι τα ταχυδρομεία σε καταστήματα θα εστιάζονταν στο σύστημα της Posten Norge έπρεπε επίσης να θεωρηθεί περιορισμένη. Σε κάθε περίπτωση, η αποκλειστικότητα στα σημεία πώλησης δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απαραίτητη για τη συνολική διάρκεια των συμφωνιών που είχε συνάψει η Posten Norge σε επίπεδο σημείων πώλησης.

(34)

Όσον αφορά τη στρατηγική αναδιαπραγμάτευσης, η Posten Norge ισχυρίστηκε ότι οι παράλληλες διαπραγματεύσεις με διάφορους προμηθευτές τόνωνε τον ανταγωνισμό διότι αυτός ήταν ο αποτελεσματικότερος τρόπος διαπραγμάτευσης νέων συμφωνιών. Η Posten Norge ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν ασκούσε στρατηγική αποκλεισμού άλλων επιχειρήσεων. Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή διαπίστωσε ότι η Posten Norge δεν είχε αποδείξει ότι η στρατηγική που εφάρμοζε για την αναδιαπραγμάτευση των συμφωνιών οδηγούσε σε βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας, ότι ήταν απαραίτητο και αναλογικό μέσο για την επίτευξη των βελτιώσεων αυτών, και ότι οι φερόμενες βελτιώσεις αντιστάθμιζαν τις αντιανταγωνιστικές επιπτώσεις που απέρρεαν από τη στρατηγική αναδιαπραγμάτευσης.

(35)

Συνεπώς, η Εποπτεύουσα Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Posten Norge δεν είχε αποδείξει ότι η συμπεριφορά της ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη.

4.3.3.   Συμπέρασμα για την κατάχρηση

(36)

Η Εποπτεύουσα Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά της Posten Norge — δηλαδή, η χρήση της ρήτρας αποκλειστικότητας σε επίπεδο ομίλου και σε σημεία πώλησης στις συμφωνίες της με την NorgesGruppen/Shell, η χρήση της ρήτρας αποκλειστικότητας σε σημεία πώλησης στις συμφωνίες της με τις COOP και ICA, και η στρατηγική που ακολουθούσε κατά την αναδιαπραγμάτευση των συμφωνιών της με τις NorgesGruppen, COOP και ICA από το 2004 και μετά — συνιστούσε κατάχρηση κατά την έννοια του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ.

4.4   Επιπτώσεις στο εμπόριο

(37)

Η καταχρηστική συμπεριφορά της Posten Norge ήταν ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σε σημαντικό βαθμό όπως απαιτεί το άρθρο 54 της συμφωνίας ΕΟΧ.

4.5.   Διάρκεια

(38)

Η καταχρηστική συμπεριφορά ήταν ενιαία και συνεχής παράβαση, και υφίστατο τουλάχιστον για το διάστημα για το οποίο η NorgesGruppen ήταν δεσμευμένη από τη ρήτρα αποκλειστικότητας σε επίπεδο ομίλου και ήταν ο προνομιακός εταίρος της Posten Norge, δηλαδή από τις 20 Σεπτεμβρίου 2000 έως τις 31 Μαρτίου 2006.

5.   Πρόστιμο

5.1.   Βασικό ποσό

(39)

Κατά γενικό κανόνα, το βασικό ποσό του προστίμου πρέπει να οριστεί σε επίπεδο που μπορεί να φθάνει μέχρι το 30% της αξίας των πωλήσεων των προϊόντων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη σχετική γεωγραφική αγορά εντός του ΕΟΧ. Η Εποπτεύουσα Αρχή χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις πωλήσεις της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση. Ο κύκλος εργασιών της Posten Norge το 2005 από τη διανομή δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» με παράδοση σε καταστήματα έφθασε σε 674,16 εκατομμύρια NOK. Αυτό ισοδυναμεί με 84,17 εκατομμύρια EUR (4).

(40)

Το βασικό ποσό του προστίμου συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παράβασης, πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών της παράβασης.

(41)

Για να αποφασιστεί εάν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα ληφθεί υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση θα πρέπει να βρίσκεται στο κατώτερο ή ανώτερο μέρος της κλίμακας αυτής, η Εποπτεύουσα Αρχή πραγματοποιεί κατά περίπτωση ανάλυση, λαμβάνοντας υπόψη τις κρίσιμες περιστάσεις της υπόθεσης. Η Εποπτεύουσα Αρχή συνεκτιμά μια σειρά παραγόντων, όπως τη φύση της παράβασης, το μερίδιο αγοράς της σχετικής επιχείρησης και τη γεωγραφική έκταση της παράβασης.

(42)

Η φύση της εξεταζόμενης παράβασης αφορούσε τις πρακτικές αποκλεισμού που επηρέασαν τη διάρθρωση της σχετικής αγοράς. Η Posten Norge είχε πολύ υψηλό μερίδιο αγοράς στη σχετική αγορά για όλη τη διάρκεια της παράβασης. Η κατάχρηση κάλυπτε όλο το έδαφος της Νορβηγίας και έθετε σε κίνδυνο, αντίθετα με τα συμφέροντα της συμφωνίας ΕΟΧ, την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με την παρεμβολή φραγμών για την αποτελεσματική είσοδο στη σχετική αγορά διανομής δεμάτων στη Νορβηγία, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό τη δημιουργία διακρατικών αγορών.

(43)

Ενόψει των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, το αρχικό ποσό του προστίμου ορίστηκε σε 2 525 100 EUR. Το ποσό αυτό πολλαπλασιάστηκε επί 5,5 για να ληφθεί υπόψη η διάρκεια της παράβασης (πεντέμισι χρόνια). Το βασικό πρόστιμο καθορίζεται, συνεπώς, στο ποσό των 13,89 εκατομμυρίων EUR.

5.2.   Επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις.

(44)

Δεν υπάρχουν επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις.

5.3.   Άλλες περιστάσεις

(45)

Η Εποπτεύουσα Αρχή αναγνώρισε ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση ήταν σημαντική και θεώρησε ότι, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, ήταν δικαιολογημένη μια μείωση του βασικού ποσού του προστίμου κατά 1 εκατομμύριο EUR.

5.4.   Ύψος του προστίμου

(46)

Το βασικό πρόστιμο καθορίζεται, συνεπώς, στο ποσό των 12,89 εκατομμυρίων EUR.

6.   Απόφαση

(47)

Η Posten Norge AS διέπραξε ενιαία και συνεχή παράβαση του άρθρου 54 της συμφωνίας ΕΟΧ από τις 20 Σεπτεμβρίου 2000 μέχρι τις 31 Μαρτίου 2006 στην αγορά παράδοσης δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» σε καταστήματα στη Νορβηγία, με την εφαρμογή στρατηγικής αποκλεισμού και προνομιακής αντιμετώπισης κατά τη σύσταση και τη διατήρηση του δικτύου ταχυδρομείων σε καταστήματα. Η παράβαση αποτελείτο από τα εξής στοιχεία:

Σύναψη και διατήρηση συμφωνιών με την NorgesGruppen/Shell και με μεμονωμένα σημεία πώλησης εντός του ομίλου αυτού με την παροχή αποκλειστικότητας σε επίπεδο ομίλου και σημείων πώλησης υπέρ της Posten Norge,

Σύναψη και διατήρηση συμφωνιών με την COOP και με μεμονωμένα σημεία πώλησης εντός της COOP με την παροχή αποκλειστικότητας σε σημεία πώλησης υπέρ της Posten Norge,

Σύναψη και διατήρηση συμφωνιών με την ICA και με μεμονωμένα σημεία πώλησης εντός της ICA με την παροχή αποκλειστικότητας σε σημεία πώλησης υπέρ της Posten Norge, και

Άσκηση στρατηγικής αναδιαπραγμάτευσης η οποία ήταν πιθανό να περιορίσει την προθυμία των COOP και ICA να διαπραγματευτούν και να συνάψουν συμφωνίες με ανταγωνιστές της Posten Norge για την παροχή υπηρεσιών διανομής δεμάτων «από επιχειρήσεις σε ιδιώτες» με παράδοση σε καταστήματα.

(48)

Για την παράβαση που προαναφέρθηκε, επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 12,89 εκατομμυρίων EUR στην Posten Norge AS.

(49)

Στο μέτρο που δεν το έχει ήδη πράξει, ζητήθηκε από την Posten Norge AS να θέσει τέρμα στην παράβαση και να απέχει από συμπεριφορές οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν τον ίδιο ή ισοδύναμο στόχο ή αποτέλεσμα εφόσον κατέχει δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά.


(1)  Υπόθεση 85/76 Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογή 1979 σ. 461, σκέψη 91· Υπόθεση 322/81 Michelin κατά Επιτροπής (Michelin II), Συλλογή 1983 σ. II-3461, σκέψη 70· Υπόθεση C-62/86 AKZO κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991 σ. I-3359, σκέψη 69· Υπόθεση T-228/97 Irish Sugar κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999 σ. II-2969, σκέψη 111· Υπόθεση T-219/99 British Airways κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II 5917, σκέψη 241· Υπόθεση T-271/03, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. ΙΙ -477, παράγραφος 233.

(2)  Υπόθεση 27/76 United Brands κατά Επιτροπής, Συλλογή 1978, σ. 207, σκέψη 184· Υπόθεση T-83/91 Tetra Pak κατά Επιτροπής (Tetra Pak II), Συλλογή 1994, σ. II 755, σκέψη 136· Υπόθεση C-95/04, British Airways κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-2331, σκέψεις 69 και 86.

(3)  Βλ. κεφάλαιο 2 του Πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου.

(4)  Η μέση συναλλαγματική ισοτιμία για το 2005 ήταν 8,0092 σύμφωνα με τις ιστορικές συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς του ευρώ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

30.6.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190/26


Πρόσκληση υποβολής προτάσεων IX-2012/01 — «Επιδοτήσεις για πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο»

2011/C 190/06

Σύμφωνα με το άρθρο 10(4) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης και στην έκφραση της βούλησης των πολιτών της Ένωσης. Ακόμη, το άρθρο 224 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, καθορίζουν το καθεστώς των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, του άρθρου 10, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως τους κανόνες για τη χρηματοδότησή τους.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Κοινοβούλιο δημοσιεύει πρόσκληση για την υποβολή προτάσεων με σκοπό την χορήγηση επιδοτήσεων στα πολιτικά κόμματα ευρωπαϊκού επιπέδου.

1.   ΒΑΣΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ο από 4 Νοεμβρίου 2003 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [εφεξής «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2004/2003»] σχετικά με το καθεστώς και τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (1).

Η από 29 Μαρτίου 2004 Απόφαση του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τον καθορισμό των όρων εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 (εφεξής «Απόφαση του Προεδρείου») (2).

Ο από 25 Ιουνίου 2002 Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «Δημοσιονομικός Κανονισμός») (3).

Ο από 23 Δεκεμβρίου 2002 Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «Κανόνες Εφαρμογής του Δημοσιονομικού Κανονισμού») (4).

2.   ΣΚΟΠΟΣ

Βάσει του άρθρου 2 της Απόφασης του Προεδρείου, «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δημοσιεύει κατ’ έτος πριν από το τέλος του α’ εξαμήνου πρόσκληση υποβολής προτάσεων εν όψει της χορήγησης επιδότησης για τη χρηματοδότηση των κομμάτων και ιδρυμάτων. Η πρόσκληση μνημονεύει τα κριτήρια επιλεξιμότητας, τους όρους της κοινοτικής χρηματοδότησης και τις προβλεπόμενες ημερομηνίες για τη διαδικασία χορήγησης.»

Η παρούσα πρόσκληση υποβολής προτάσεων αφορά αιτήσεις επιδοτήσεων για το οικονομικό έτος 2012, που καλύπτει περίοδο δραστηριοτήτων από 1 Ιανουαρίου 2012 έως 31 Δεκεμβρίου 2012. Σκοπός των επιδοτήσεων είναι η στήριξη του ετήσιου προγράμματος εργασιών του δικαιούχου.

3.   ΠΑΡΑΔΕΚΤΕΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ

Οι αιτήσεις θα γίνουν παραδεκτές μόνον εφόσον υποβληθούν εγγράφως μέσω του ειδικού εντύπου του Παραρτήματος 1 της ανωτέρω Απόφασης του Προεδρείου και σταλούν στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

4.   ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ

4.1.   Κριτήρια επιλεξιμότητας

Για να είναι επιλέξιμο για τη χορήγηση επιδότησης, ένα πολιτικό κόμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο οφείλει να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003, δηλ.:

α)

να έχει νομική προσωπικότητα στο κράτος μέλος όπου εδρεύει·

β)

να εκπροσωπείται τουλάχιστον στο ένα τέταρτο των κρατών μελών από μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στα εθνικά ή περιφερειακά κοινοβούλια ή τις περιφερειακές συνελεύσεις, ή να έχει συγκεντρώσει, τουλάχιστον στο ένα τέταρτο των κρατών μελών, τουλάχιστον 3 % των ψηφισάντων σε έκαστο από αυτά τα κράτη μέλη κατά τις τελευταίες εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

γ)

να σέβεται, ιδίως στο πρόγραμμά του και με τη δράση του, τις αρχές στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήτοι τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου·

δ)

να έχει συμμετάσχει στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή να έχει εκδηλώσει την πρόθεση.

4.2.   Κριτήρια αποκλεισμού

Οι αιτούντες πρέπει επίσης να βεβαιώσουν ότι δεν τελούν σε κάποια από τις καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων που περιγράφονται στα άρθρα 93(1) και 94 του Δημοσιονομικού Κανονισμού.

4.3.   Κριτήρια επιλογής

Οι αιτούντες οφείλουν να υποβάλουν αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτουν τη νομική και χρηματοοικονομική βιωσιμότητα που απαιτείται για την υλοποίηση των προγραμμάτων εργασιών που συνυποβάλλονται με την αίτηση χρηματοδότησης και ότι διαθέτουν την τεχνική ικανότητα και τα αναγκαία διαχειριστικά προσόντα για την επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος εργασιών για το οποίο αιτούνται επιδότηση.

4.4.   Κριτήρια ανάθεσης

Δυνάμει του άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003, οι διαθέσιμες για το οικονομικό έτος 2012 πιστώσεις θα κατανεμηθούν ως εξής μεταξύ των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα έχουν λάβει θετική απάντηση στην αίτηση χρηματοδότησής τους βάσει των κριτηρίων επιλεξιμότητας, αποκλεισμού και επιλογής:

(α)

το 15 % θα κατανεμηθεί σε ίσα μερίδια

(β)

το 85 % θα κατανεμηθεί μεταξύ εκείνων που διαθέτουν εκλεγμένους ευρωβουλευτές, κατ’ αναλογία προς τον αριθμό τους.

4.5.   Δικαιολογητικά έγγραφα

Για την αξιολόγηση των ως άνω κριτηρίων, οι αιτούντες πρέπει να υποβάλουν τα εξής δικαιολογητικά:

α)

Πρωτότυπο διαβιβαστικής επιστολής στην οποία αναφέρεται το ζητούμενο ποσό επιδότησης

β)

Έντυπο αίτησης του Παραρτήματος 1 της Απόφασης του Προεδρείου δεόντως συμπληρωμένο και υπογεγραμμένο (συμπεριλαμβανομένης της έγγραφης υπεύθυνης δήλωσης)

γ)

Καταστατικό του πολιτικού κόμματος

δ)

Επίσημη βεβαίωση εγγραφής

ε)

Πρόσφατο αποδεικτικό στοιχείο ύπαρξης του πολιτικού κόμματος

στ)

Κατάλογο διευθυντών /μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (ονοματεπώνυμο, τίτλος ή ιδιότητα εντός του αιτούντος κόμματος)

ζ)

Έγγραφα που πιστοποιούν ότι ο αιτών πληροί τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο (β) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 (5)

η)

Έγγραφα που πιστοποιούν ότι ο αιτών πληροί τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο (δ) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003

θ)

Πρόγραμμα του πολιτικού κόμματος

ι)

Συνολική οικονομική κατάσταση περιόδου 2010 πιστοποιούμενη από εξωτερικό οργανισμό ελέγχου λογαριασμών (6)

ια)

Προβλεπόμενο προϋπολογισμό λειτουργίας της συγκεκριμένης περιόδου (1 Ιανουαρίου 2012 έως 31 Δεκεμβρίου 2012) που να αναγράφει τις δαπάνες που είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

Ως προς τα στοιχεία (γ), (δ), (στ), (η), (θ), ο αιτών δύναται να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν για την προηγούμενη χρήση παραμένουν έγκυρες.

5.   ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΕ

Οι πιστώσεις για το οικονομικό έτος 2012 από το άρθρο 402 του Προϋπολογισμού της ΕΕ «Εισφορές σε ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα» εκτιμώνται συνολικά σε 18 900 000 EUR Απαιτείται η έγκρισή τους από την αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή.

Το μέγιστο ποσόν που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καταβάλει σε δικαιούχο δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 85 % του επιλέξιμου επιχειρησιακού κόστους των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το βάρος της απόδειξης το φέρει το ενδιαφερόμενο πολιτικό κόμμα.

Η χρηματοδότηση λαμβάνει τη μορφή επιχειρησιακής επιδότησης κατά τα προβλεπόμενα από τον Δημοσιονομικό Κανονισμό και από τους Κανόνες Εφαρμογής του Δημοσιονομικού Κανονισμού. Οι όροι καταβολής της επιδότησης και οι υποχρεώσεις που διέπουν τη χρήση της εκτίθενται στην απόφαση χορήγησης της επιδότησης, της οποίας υπόδειγμα υπάρχει στο Παράρτημα 2α της Απόφασης του Προεδρείου.

6.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

6.1.   Προθεσμία και υποβολή αιτήσεων

Η προθεσμία για την αποστολή αιτήσεων είναι η 30 Σεπτεμβρίου 2011. Οι αιτήσεις που θα σταλούν μετά την ημερομηνία αυτή δεν θα ληφθούν υπόψη.

Οι αιτήσεις οφείλουν:

α)

να συμπληρωθούν στο ειδικό έντυπο αίτησης (Παράρτημα 1 απόφασης Προεδρείου)

β)

να είναι υπογεγραμμένες από τον αιτούντα ή τον δεόντως εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του,

γ)

να σταλούν εντός διπλού φακέλου. Οι δυο φάκελοι πρέπει να είναι σφραγισμένοι. Επί πλέον της διεύθυνσης της παραλήπτριας υπηρεσίας, όπως αυτή έχει στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων, ο εσωτερικός φάκελος πρέπει να αναγράφει και το εξής:

«CALL FOR PROPOSALS — 2012 GRANTS TO POLITICAL PARTIES AT EUROPEAN LEVEL

NOT TO BE OPENED BY THE MAIL SERVICE OR BY ANY OTHER UNAUTHORISED PERSON»

Εάν χρησιμοποιηθούν αυτοκόλλητοι φάκελοι, πρέπει να σφραγιστούν με κολλητική ταινία επί της οποίας εγκαρσίως θα τεθεί η υπογραφή του αποστολέα. Η υπογραφή του αποστολέα θεωρείται ότι περιλαμβάνει όχι μόνο τη χειρόγραφη υπογραφή του αλλά και τη σφραγίδα του φορέα του.

Ο εξωτερικός φάκελος πρέπει να αναγράφει τη διεύθυνση του αποστολέα και να αναγράφει τη διεύθυνση του παραλήπτη ως εξής:

European Parliament

Mail Service

KAD 00D008

2929 Luxembourg

LUXEMBOURG

Ο εσωτερικός φάκελος πρέπει να έχει την εξής διεύθυνση παραλήπτη:

President of the European Parliament

via Mr Vanhaeren, Director-General of Finance

SCH 05B031

2929 Luxembourg

LUXEMBOURG

δ)

να σταλούν το αργότερο την τελευταία ημέρα της προθεσμίας που ορίζεται στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων είτε με συστημένη επιστολή με τεκμήριο το χρονοσήμαντρο του ταχυδρομείου, είτε με υπηρεσία ταχυμεταφοράς με τεκμήριο την ημερομηνία του καταθετηρίου.

6.2.   Ενδεικτική διαδικασία και χρονοδιάγραμμα

Η παρακάτω διαδικασία και το παρακάτω χρονοδιάγραμμα θα εφαρμοστούν για τη χορήγηση των επιδοτήσεων στα πολιτικά κόμματα ευρωπαϊκού επιπέδου:

(α)

Υποβολή της αίτησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2011)

(β)

Εξέταση και επιλογή από τις υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μόνον οι αιτήσεις που θα θεωρηθούν παραδεκτές θα εξετασθούν ως προς τα κριτήρια επιλεξιμότητας, αποκλεισμού και επιλογής που ορίζονται στην πρόσκληση

(γ)

Έγκριση απόφασης για τη χορήγηση επιδοτήσεων από το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (μέχρι 1 Ιανουαρίου 2012 κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της απόφασης του Προεδρείου) και κοινοποίησή της στους αιτούντες

(δ)

Πληρωμή προκαταβολής 80 % (εντός 15 ημερών από την απόφαση χορήγησης επιδότησης).

6.3.   Λοιπές πληροφορίες

Τα κατωτέρω κείμενα είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/tenders/invitations.htm

(α)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2004/2003

(β)

Απόφαση του Προεδρείου

(γ)

Έντυπο αίτησης για τη χορήγηση επιδότησης (Παράρτημα 1 απόφασης Προεδρείου).

Οποιεσδήποτε ερωτήσεις σχετικά με την παρούσα πρόσκληση υποβολής προτάσεων για τη χορήγηση επιδότησης πρέπει να σταλεί με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και με αναγραφή του κωδικού της δημοσίευσης στην ακόλουθη διεύθυνση: fin.part.fond.pol@europarl.europa.eu

6.4.   Επεξεργασία προσωπικών δεδομένων

Δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), περί προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, τα προσωπικά δεδομένα των πιθανών δικαιούχων δύνανται να διαβιβασθούν στις υπηρεσίες εσωτερικού ελέγχου, στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, στην Υπηρεσία Δημοσιονομικών Παρατυπιών ή στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης («OLAF»).


(1)  ΕΕ L 297 της 15.11.2003, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 155 της 12.6.2004, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 1.

(5)  Μαζί με τον κατάλογο εκλεγμένων που προβλέπεται στο άρθρο 3(β), εδάφιο α) και στο άρθρο 10(1)(β)

(6)  Εκτός κι αν το πολιτικό κόμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο ιδρύθηκε κατά το τρέχον έτος.

(7)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.


30.6.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190/31


Πρόσκληση υποβολής προτάσεων IX-2012/02 — «Επιδοτήσεις για πολιτικά ιδρύματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο»

2011/C 190/07

Σύμφωνα με το άρθρο 10(4) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής συνείδησης και στην έκφραση της βούλησης των πολιτών της Ένωσης. Ακόμη, το άρθρο 224 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, καθορίζουν το καθεστώς των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, του άρθρου 10, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως τους κανόνες για τη χρηματοδότησή τους.

Με την αναθεώρηση του κανονισμού αναγνωρίζεται ο ρόλος των πολιτικών ιδρυμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα οποία, ως οργανισμοί που συνδέονται με πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, «είναι δυνατόν μέσω των δραστηριοτήτων τους να υποστηρίζουν και να προωθούν τους στόχους των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδίως όσον αφορά τη συμβολή στη δημόσια συζήτηση για θέματα ευρωπαϊκής δημόσιας πολιτικής και για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ενώ μπορούν επίσης να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο με την παρουσίαση νέων ιδεών, αναλύσεων και επιλογών πολιτικής». Ο κανονισμός αυτός προβλέπει ειδικότερα ετήσια επιχειρησιακή οικονομική συνεισφορά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα πολιτικά ιδρύματα που υποβάλλουν σχετική αίτηση και πληρούν τους όρους που θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Κοινοβούλιο δημοσιεύει πρόσκληση για την υποβολή προτάσεων με σκοπό την χορήγηση επιδοτήσεων στα πολιτικά ιδρύματα ευρωπαϊκού επιπέδου.

1.   ΒΑΣΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ο από 4 Νοεμβρίου 2003 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [εφεξής «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2004/2003»] σχετικά με το καθεστώς και τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (1).

Η από 29 Μαρτίου 2004 Απόφαση του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τον καθορισμό των όρων εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 (εφεξής «Απόφαση του Προεδρείου») (2).

Ο από 25 Ιουνίου 2002 Κανονισμός (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «Δημοσιονομικός Κανονισμός») (3).

Ο από 23 Δεκεμβρίου 2002 Κανονισμός (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «Κανόνες Εφαρμογής του Δημοσιονομικού Κανονισμού») (4).

2.   ΣΚΟΠΟΣ

Βάσει του άρθρου 2 της Απόφασης του Προεδρείου, «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δημοσιεύει κατ’ έτος πριν από το τέλος του α’ εξαμήνου πρόσκληση υποβολής προτάσεων εν όψει της χορήγησης επιδότησης για τη χρηματοδότηση των κομμάτων και ιδρυμάτων. Η πρόσκληση μνημονεύει τα κριτήρια επιλεξιμότητας, τους όρους της κοινοτικής χρηματοδότησης και τις προβλεπόμενες ημερομηνίες για τη διαδικασία χορήγησης.»

Η παρούσα πρόσκληση υποβολής προτάσεων αφορά αιτήσεις επιδοτήσεων για το οικονομικό έτος 2012, που καλύπτει περίοδο δραστηριοτήτων από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012. Σκοπός των επιδοτήσεων είναι η στήριξη του ετήσιου προγράμματος εργασιών του δικαιούχου.

3.   ΠΑΡΑΔΕΚΤΕΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ

Οι αιτήσεις θα γίνουν παραδεκτές μόνον εφόσον υποβληθούν εγγράφως μέσω του ειδικού εντύπου του Παραρτήματος 1 της ανωτέρω Απόφασης του Προεδρείου και σταλούν στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

4.   ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ

4.1.   Κριτήρια επιλεξιμότητας

Για να δικαιούται επιχορήγηση, ένα πολιτικό ίδρυμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να πληροί τους όρους που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003, ήτοι:

α)

να υπάγεται σε ένα από τα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο που είναι αναγνωρισμένα βάσει του παρόντος Κανονισμού, βάσει βεβαίωσης του εν λόγω κόμματος·

β)

να έχει νομική προσωπικότητα στο κράτος μέλος όπου εδρεύει. Η νομική του προσωπικότητα να είναι ξεχωριστή από τη νομική προσωπικότητα του πολιτικού κόμματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο οποίο υπάγεται το ίδρυμα·

γ)

να σέβεται, ιδίως στο πρόγραμμά του και με τη δράση του, τις αρχές στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, ήτοι τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου·

δ)

να μην επιδιώκει κερδοσκοπικούς στόχους·

ε)

να έχει διοικητικό συμβούλιο με ισορροπημένη γεωγραφικά σύνθεση.

Επί πλέον, οφείλει να πληροί τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003: Στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, επαφίεται σε κάθε πολιτικό κόμμα και ίδρυμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο να καθορίσουν τις ειδικές λεπτομέρειες που θα διέπουν τις σχέσεις τους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εξασφαλίζοντας ορισμένο βαθμό διαχωρισμού μεταξύ της καθημερινής διαχείρισης και των διοικητικών δομών του πολιτικού ιδρύματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αφενός και του πολιτικού κόμματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο με το οποίο συνδέεται το ίδρυμα αυτό, αφετέρου.

4.2.   Κριτήρια αποκλεισμού

Οι αιτούντες πρέπει επίσης να βεβαιώσουν ότι δεν τελούν σε κάποια από τις καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων που περιγράφονται στα άρθρα 93(1) και 94 του Δημοσιονομικού Κανονισμού.

4.3.   Κριτήρια επιλογής

Οι αιτούντες οφείλουν να υποβάλουν αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτουν τη νομική και χρηματοοικονομική βιωσιμότητα που απαιτείται για την υλοποίηση των προγραμμάτων εργασιών που συνυποβάλλονται με την αίτηση χρηματοδότησης και ότι διαθέτουν την τεχνική ικανότητα και τα αναγκαία διαχειριστικά προσόντα για την επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος εργασιών για το οποίο αιτούνται επιδότηση.

4.4.   Κριτήρια ανάθεσης

Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003, οι διαθέσιμες για το οικονομικό έτος 2010 πιστώσεις θα κατανεμηθούν ως εξής μεταξύ των πολιτικών ιδρυμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα έχουν λάβει θετική απάντηση στην αίτηση χρηματοδότησής τους βάσει των κριτηρίων επιλεξιμότητας, αποκλεισμού και επιλογής:

α)

το 15 % θα κατανεμηθεί σε ίσα μερίδια

β)

το 85 % θα κατανεμηθεί μεταξύ εκείνων που συνδέονται με τέτοια πολιτικά κόμματα ευρωπαϊκού επιπέδου που διαθέτουν εκλεγμένους ευρωβουλευτές, κατ’αναλογία προς τον αριθμό τους.

4.5.   Δικαιολογητικά έγγραφα

Για την αξιολόγηση των ως άνω κριτηρίων, οι αιτούντες πρέπει να υποβάλουν τα εξής δικαιολογητικά:

α)

Πρωτότυπο διαβιβαστικής επιστολής στην οποία αναφέρεται το ζητούμενο ποσό επιδότησης

β)

Έντυπο αίτησης του Παραρτήματος 1 της Απόφασης του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 29ης Μαρτίου 2004, δεόντως συμπληρωμένο και υπογεγραμμένο (συμπεριλαμβανομένης της έγγραφης υπεύθυνης δήλωσης)

γ)

Καταστατικό του αιτούντος

δ)

Επίσημη βεβαίωση εγγραφής

ε)

Πρόσφατο αποδεικτικό στοιχείο ύπαρξης του αιτούντος

στ)

Κατάλογο διευθυντών/μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (ονοματεπώνυμο, ιθαγένεια, τίτλος ή ιδιότητα εντός του αιτούντος)

ζ)

Πρόγραμμα του πολιτικού κόμματος

η)

Συνολική οικονομική κατάσταση περιόδου 2010 πιστοποιούμενη από εξωτερικό οργανισμό ελέγχου λογαριασμών (5)

θ)

Προβλεπόμενο προϋπολογισμό λειτουργίας της συγκεκριμένης περιόδου (1η Ιανουαρίου 2012 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012) που να αναγράφει τις δαπάνες που είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό της Ένωσης.

ι)

Έγγραφα που πιστοποιούν ότι ο αιτών πληροί τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003

Ως προς τα στοιχεία γ), δ), στ), ζ), ο αιτών δύναται να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν για την προηγούμενη χρήση παραμένουν έγκυρες.

5.   ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΕ

Οι πιστώσεις για το οικονομικό έτος 2012 από το άρθρο 403 του Προϋπολογισμού της ΕΕ «Εισφορές σε ευρωπαϊκά πολιτικά ιδρύματα» εκτιμώνται συνολικά σε 12 150 000. EUR Απαιτείται η έγκρισή τους από την αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή.

Το μέγιστο ποσόν που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καταβάλει σε δικαιούχο δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 85 % του επιλέξιμου επιχειρησιακού κόστους των πολιτικών ιδρυμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το βάρος της απόδειξης το φέρει το ενδιαφερόμενο πολιτικό ίδρυμα.

Η χρηματοδότηση λαμβάνει τη μορφή επιχειρησιακής επιδότησης κατά τα προβλεπόμενα από τον Δημοσιονομικό Κανονισμό και από τους Κανόνες Εφαρμογής του Δημοσιονομικού Κανονισμού. Οι όροι καταβολής της επιδότησης και οι υποχρεώσεις που διέπουν τη χρήση της εκτίθενται στην απόφαση χορήγησης της επιδότησης, της οποίας υπόδειγμα υπάρχει στο Παράρτημα 2Β της Απόφασης του Προεδρείου.

6.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

6.1.   Προθεσμία και υποβολή αιτήσεων

Η προθεσμία για την αποστολή αιτήσεων είναι η 30ή Σεπτεμβρίου 2011. Οι αιτήσεις που θα σταλούν μετά την ημερομηνία αυτή δεν θα ληφθούν υπόψη.

Οι αιτήσεις οφείλουν:

α)

να συμπληρωθούν στο ειδικό έντυπο αίτησης (Παράρτημα 1 απόφασης Προεδρείου)

β)

να είναι υπογεγραμμένες από τον αιτούντα ή τον δεόντως εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του·

γ)

να σταλούν εντός διπλού φακέλου. Οι δυο φάκελοι πρέπει να είναι σφραγισμένοι. Επί πλέον της διεύθυνσης της παραλήπτριας υπηρεσίας, όπως αυτή έχει στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων, ο εσωτερικός φάκελος πρέπει να αναγράφει και το εξής:

«CALL FOR PROPOSALS — 2012 GRANTS TO POLITICAL FOUNDATIONS AT EUROPEAN LEVEL

NOT TO BE OPENED BY THE MAIL SERVICE OR BY ANY OTHER UNAUTHORISED PERSON»

Εάν χρησιμοποιηθούν αυτοκόλλητοι φάκελοι, πρέπει να σφραγιστούν με κολλητική ταινία επί της οποίας εγκαρσίως θα τεθεί η υπογραφή του αποστολέα. Η υπογραφή του αποστολέα θεωρείται ότι περιλαμβάνει όχι μόνο τη χειρόγραφη υπογραφή του αλλά και τη σφραγίδα του φορέα του.

Ο εξωτερικός φάκελος πρέπει να αναγράφει τη διεύθυνση του αποστολέα και να αναγράφει τη διεύθυνση του παραλήπτη ως εξής:

European Parliament

Mail Service

KAD 00D008

2929 Luxembourg

LUXEMBOURG

Ο εσωτερικός φάκελος πρέπει να έχει την εξής διεύθυνση παραλήπτη:

President of the European Parliament

via Mr Vanhaeren, Director-General of Finance

SCH 05B031

2929 Luxembourg

LUXEMBOURG

δ)

να σταλούν το αργότερο την τελευταία ημέρα της προθεσμίας που ορίζεται στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων είτε με συστημένη επιστολή με τεκμήριο το χρονοσήμαντρο του ταχυδρομείου, είτε με υπηρεσία ταχυμεταφοράς με τεκμήριο την ημερομηνία του καταθετηρίου.

6.2.   Ενδεικτική διαδικασία και χρονοδιάγραμμα

Η παρακάτω διαδικασία και το παρακάτω χρονοδιάγραμμα θα εφαρμοστούν για τη χορήγηση των επιδοτήσεων στα πολιτικά ιδρύματα ευρωπαϊκού επιπέδου:

α)

Υποβολή της αίτησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2011)

β)

Εξέταση και επιλογή από τις υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μόνον οι αιτήσεις που θα θεωρηθούν παραδεκτές θα εξετασθούν ως προς τα κριτήρια επιλεξιμότητας, αποκλεισμού και επιλογής που ορίζονται στην πρόσκληση

γ)

Έγκριση απόφασης για τη χορήγηση επιδοτήσεων από το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (μέχρι 1η Ιανουαρίου 2012 κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 της απόφασης του Προεδρείου) και κοινοποίησή της στους αιτούντες

δ)

Πληρωμή προκαταβολής 80 % (εντός 15 ημερών από την απόφαση χορήγησης επιδότησης).

6.3.   Λοιπές πληροφορίες

Τα κατωτέρω κείμενα είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.europarl.europa.eu/tenders/invitations.htm:

α)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2004/2003

β)

Απόφαση του Προεδρείου

γ)

Έντυπο αίτησης για τη χορήγηση επιδότησης (Παράρτημα 1 απόφασης Προεδρείου).

Οποιεσδήποτε ερωτήσεις σχετικά με την παρούσα πρόσκληση υποβολής προτάσεων για τη χορήγηση επιδότησης πρέπει να σταλεί με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και με αναγραφή του κωδικού της δημοσίευσης στην ακόλουθη διεύθυνση: fin.part.fond.pol@europarl.europa.eu

6.4.   Επεξεργασία προσωπικών δεδομένων

Δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), περί προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων, τα προσωπικά δεδομένα των πιθανών δικαιούχων δύνανται να διαβιβασθούν στις υπηρεσίες εσωτερικού ελέγχου, στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, στην Υπηρεσία Δημοσιονομικών Παρατυπιών ή στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης («OLAF»).


(1)  ΕΕ L 297 της 15.11.2003, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 155 της 12.6.2004, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 1.

(5)  Εκτός κι αν ο αιτών ιδρύθηκε κατά το τρέχον έτος.

(6)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.


Ευρωπαϊκή Επιτροπή

30.6.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190/36


Πρόσκληση υποβολής προτάσεων — Πρόγραμμα ESPON 2013

2011/C 190/08

Στο πλαίσιο του προγράμματος ESPON 2013, θα δημοσιευθεί πρόσκληση υποβολής προτάσεων στις 24 Αυγούστου 2011.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 2011 θα διοργανωθεί στις Βρυξέλλες ενημερωτική ημερίδα με καφέ για τους δυνητικούς δικαιούχους.

Για περισσότερες πληροφορίες, παρακαλείστε να επισκέπτεστε τακτικά τον δικτυακό τόπο http://www.espon.eu


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

30.6.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190/37


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.6259 — Covéa/Bipiemme Vita)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 190/09

1.

Στις 17 Ιουνίου 2011, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση Covéa, Société de Groupe d’Assurance Mutuelle — S.G.A.M. («Covéa», Γαλλία) αποκτά κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων και μέσω των MMA IARD Assurances Mutuelles, MMA VIE Assurances Mutuelles, MAAF Assurances και Assurances Mutuelles de France (όλες εταιρείες μέλη του ομίλου Covéa), τον έλεγχο του συνόλου της Bipiemme Vita SpA («Bipiemme», Ιταλία) με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την επιχείρηση Covéa: διαχείριση των δεσμών οικονομικής αλληλεγγύης με ενώσεις αλληλασφάλισης και άλλα ιδρύματα του γαλλικού κλάδου αλληλασφάλισης· διαχείριση συμμετοχών σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εταιρείες·

για την επιχείρηση Bipiemme: ασφάλειες ζωής και ζημιών στην ιταλική επικράτεια.

3.

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια απλοποιημένη διαδικασία αντιμετώπισης ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων (2) σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια για να αντιμετωπιστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν στην Επιτροπή ενδεχόμενες παρατηρήσεις για τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την ένδειξη COMP/M.6259 — Covéa/Bipiemme Vita. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με φαξ (+32 22964301), ηλεκτρονικά στην COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

J-70

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων»).

(2)  ΕΕ C 56 της 5.3.2005, σ. 32 («Ανακοίνωση σχετικά με απλοποιημένη διαδικασία»).


30.6.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190/38


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.6231 — KKR/Capsugel)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

2011/C 190/10

1.

Στις 23 Ιουνίου 2011, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 και σε ακολουθία παραπομπής δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση KKR & Co. L.P. («KKR», ΗΠΑ) αποκτά κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων έλεγχο του συνόλου της Capsugel («Capsugel», ΗΠΑ) με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την KKR: παροχή ευρέος φάσματος υπηρεσιών εναλλακτικής διαχείρισης περιουσίας προς δημόσιους και ιδιώτες επενδυτές, καθώς και λύσεις κεφαλαιαγορών για την επιχείρηση, τις εταιρείες που έχει στο χαρτοφυλάκιό της και τους πελάτες της·

για την Capsugel: παραγωγή προϊόντων δοσολόγησης και παροχή συναφών υπηρεσιών για την φαρμακευτική βιομηχανία, τον κλάδο των μη συνταγογραφούμενων παρασκευασμάτων και τους κλάδους της υγείας και της διατροφής.

3.

Κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα πράξη θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού κανονισμού συγκεντρώσεων. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν στην Επιτροπή ενδεχόμενες παρατηρήσεις για τη σχεδιαζόμενη συγκέντρωση.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την ένδειξη COMP/M.6231 — KKR/Capsugel. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Επιτροπή με φαξ (+32 22964301), ηλεκτρονικά στην COMP-MERGER-REGISTRY@ec.europa.eu ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

J-70

1049 Bruxelles/Brussel

BELGIQUE/BELGIË


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1 («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων»).


Διορθωτικά

30.6.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 190/39


Διορθωτικό στην έγκριση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 107 και 108 της συνθήκης ΣΛΕΕ — Περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δεν προβάλλει αντίρρηση

( Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 187 της 28ης Ιουνίου 2011 )

2011/C 190/11

Στη σελίδα 8:

αντί:

«Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης: SA.322266 (11/N)»

διάβαζε:

«Αριθμός αναφοράς κρατικής ενίσχυσης: SA.32266 (11/N)».