ISSN 1725-2415

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Ανακοινώσεις και Πληροφορίες

50ό έτος
12 Δεκεμβρίου 2007


Ανακοίνωση αριθ

Περιεχόμενα

Σελίδα

 

I   Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

 

ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ

 

Συμβούλιο

2007/C 300/01

Ψήφισμα του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2007, για την εκπαίδευση και κατάρτιση ως βασική κινητήρια δύναμη της Στρατηγικής της Λισσαβώνας

1

 

II   Ανακοινώσεις

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Επιτροπή

2007/C 300/02

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.4817 — Aviva Italia Holding SpA/Banco Popolare Soc. Coop./Novara Assicura SpA) ( 1 )

3

2007/C 300/03

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.4946 — Goldman Sachs/Sintonia SpA/Sintonia) ( 1 )

3

2007/C 300/04

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.4947 — Vodafone/Tele2 Italy/Tele2 Spain) ( 1 )

4

2007/C 300/05

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.4581 — Imperial Tobacco/Altadis) ( 1 )

4

2007/C 300/06

Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση (Υπόθεση COMP/M.4122 — Burda/Hachette/JV) ( 1 )

5

 

IV   Πληροφορίες

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

Συμβούλιο

2007/C 300/07

Συμπεράσματα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνερχομένων στο πλαίσιο του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών

6

 

Επιτροπή

2007/C 300/08

Ισοτιμίες του ευρώ

10

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

2007/C 300/09

Συνοπτικό δελτίο κοινοποιούμενο από τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 70/2001

11

2007/C 300/10

Ανακοίνωση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 94/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών για τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες ( 1 )

14

2007/C 300/11

Συνοπτικό δελτίο κοινοποιούμενο από τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 70/2001

16

 

V   Γνωστοποιήσεις

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO)

2007/C 300/12

Προκήρυξη γενικών διαγωνισμών OHIM/AD/01-02/07 και OHIM/AST/01-02/07

21

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

 

Επιτροπή

2007/C 300/13

Κρατική ενίσχυση — Πολωνία — Κρατική ενίσχυση C 34/07 (ex N 93/06) — Καθιέρωση καθεστώτος φορολόγησης κατ' αποκοπή, βάσει της χωρητικότητας, για τις θαλάσσιες μεταφορές — Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων κατ' εφαρμογήν του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ ( 1 )

22

2007/C 300/14

Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης (Υπόθεση COMP/M.4974 — Gores Group/Sagem Communications) — Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία ( 1 )

37

 

ΛΟΙΠΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

 

Επιτροπή

2007/C 300/15

Δημοσίευση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων

38

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

 


I Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις

ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ

Συμβούλιο

12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/1


ΨΉΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Νοεμβρίου 2007

για την εκπαίδευση και κατάρτιση ως βασική κινητήρια δύναμη της Στρατηγικής της Λισσαβώνας

(2007/C 300/01)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ:

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΑ ΕΞΗΣ:

1.

Τον στρατηγικό στόχο που έθεσε για την Ευρωπαϊκή Ένωση το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας του Μαρτίου του 2000 (1)«να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή», καθώς και την ειδική εντολή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προς τους Υπουργούς Παιδείας «να επιδοθούν σε γενικότερο προβληματισμό σχετικά με τους συγκεκριμένους μελλοντικούς στόχους των εκπαιδευτικών συστημάτων, επικεντρωμένο σε κοινά μελήματα και προτεραιότητες αλλά σεβόμενο παράλληλα την εθνική ποικιλομορφία».

2.

Τους κοινούς στόχους που καθορίστηκαν δυνάμει του λεπτομερούς προγράμματος των επακόλουθων εργασιών σχετικά με τους στόχους των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ευρώπη (το Πρόγραμμα εργασιών «Εκπαίδευση και κατάρτιση 2010»), το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης του Μαρτίου του 2002 (2) καθώς και την εξέλιξη της Ανοικτής Μεθόδου Συντονισμού, η οποία δημιούργησε προοπτικές για περαιτέρω συνεργασία εντός της Ένωσης στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης.

3.

Το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δια βίου μάθηση (3), με το οποίο καλούνται τα κράτη μέλη να προωθήσουν την δια βίου μάθηση για όλους και να διαμορφώσουν και να εφαρμόσουν συνολικές και συνεκτικές στρατηγικές για τη δια βίου μάθηση.

4.

Την ενδιάμεση αναθεώρηση της Στρατηγικής της Λισσαβώνας η οποία πραγματοποιήθηκε από το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2005, ιδίως δε τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές που εγκρίθηκαν στη συνέχεια για την περίοδο 2005-2008 με τις οποίες ζητείται διεύρυνση των επενδύσεων σε ανθρώπινο δυναμικό και προσαρμογή των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης στις νέες απαιτήσεις ως προς τις δεξιότητες (4).

5.

Τα συμπεράσματα του Συμβουλίου και των Αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνελθόντων στα πλαίσια του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με την αποτελεσματικότητα και τη δικαιότητα στην εκπαίδευση και κατάρτιση, στα οποία τονίζεται ότι η ανάπτυξη αποτελεσματικών και ισότιμων συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης υψηλής ποιότητας συντελεί τα μάλα στον μετριασμό των κινδύνων ανεργίας, κοινωνικού αποκλεισμού και αναξιοποίητου ανθρώπινου δυναμικού σε μία σύγχρονη οικονομία βασισμένη στη γνώση (5).

6.

Τα συμπεράσματα του εαρινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του 2007 (6), στα οποία τονίζεται ότι η εκπαίδευση και η κατάρτιση αποτελούν προαπαιτούμενα ενός λειτουργικού «τριγώνου της γνώσης» (εκπαίδευση-έρευνα-καινοτομία) και διαδραματίζουν καίριο ρόλο προκειμένου να δοθεί ώθηση στη μεγέθυνση και την απασχόληση,

ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ την πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής (7) στην οποία αξιολογούνται τα πρώτα τρία χρόνια της αναθεωρημένης Στρατηγικής της Λισσαβώνας για ενισχυμένη οικονομική μεγέθυνση, ανταγωνιστικότητα και καινοτομία και καθορίζονται ορισμένες σημαντικές μελλοντικές προκλήσεις,

ΜΕ ΣΤΟΧΟ την εξασφάλιση της πλήρους αναγνώρισης του απαραίτητου ρόλου που διαδραματίζουν η εκπαίδευση και η κατάρτιση σε μια προοπτική δια βίου μάθησης στην Στρατηγική της Λισσαβώνας και τη συμβολή στις μελλοντικές προτάσεις για τον επόμενο κύκλο της Στρατηγικής της Λισσαβώνας, καθώς και τη σφυρηλάτηση ισχυρότερων αμοιβαίων δεσμών μεταξύ του νέου κύκλου και του σχετικού προγράμματος εργασίας «Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2010»,

ΜΕ ΑΠΩΤΕΡΟ ΣΤΟΧΟ την επίδειξη της προστιθέμενης συμβολής της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, όχι μόνο στους στόχους της Λισαβώνας για τη μεγέθυνση και την απασχόληση, αλλά και στην αντιμετώπιση άλλων προκλήσεων για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως είναι η ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης, η εξέλιξη των δημογραφικών τάσεων και της μετανάστευσης, η τεχνολογική πρόοδος, η αλλαγή του κλίματος και η αειφόρος ανάπτυξη.

ΤΟΝΙΖΕΙ ότι:

1.

Η εκπαίδευση και η κατάρτιση αποτελούν μια κορυφή του τριγώνου της γνώσης και έχουν ζωτική σημασία για την παροχή της ευρείας βάσης δεξιοτήτων και δημιουργικότητας που χρειάζονται η έρευνα και η καινοτομία, αντιπροσωπεύουν δε τον ακρογωνιαίο λίθο από τον οποίον εξαρτάται η μελλοντική οικονομική μεγέθυνση της Ευρώπης και η ευημερία των πολιτών της.

2.

Η εφαρμογή συνολικών και συνεκτικών στρατηγικών για τη δια βίου μάθηση θα πρέπει να τηρεί τους στόχους της αποτελεσματικότητας και της δικαιότητας, παράλληλα δε να προάγει την αριστεία, την καινοτομία και τη δημιουργικότητα. Τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης δεν θα πρέπει μόνον να προσφέρουν τα θεμέλια για μεγαλύτερη οικονομική ανταγωνιστικότητα και ατομική απασχολησιμότητα, αλλά και να εξασφαλίζουν ισχυρότερη κοινωνική συνοχή, αειφόρο ανάπτυξη, προσωπική ολοκλήρωση και ενεργότερη συμμετοχή του πολίτη στα κοινά.

3.

Η καλύτερη παροχή αγωγής των νηπίων, η ενθάρρυνση της απόκτησης βασικών δεξιοτήτων, η αύξηση της ελκυστικότητας της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, η ανάπτυξη της δια βίου καθοδήγησης, η βελτίωση της πρόσβασης στην συνεχή και την τριτοβάθμια εκπαίδευση και της σχετικής αριστείας, η διεύρυνση της εκπαίδευσης ενηλίκων, καθώς και η βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης των διδασκόντων, συνιστούν αποτελεσματικά μέσα ώστε να εξασφαλίζεται ότι όλοι οι πολίτες διαθέτουν καλύτερα προσόντα και, συνεπώς, καθίστανται ικανότεροι να συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.

4.

Ενώπιον της αυξανόμενης ποικιλομορφίας της προέλευσης και των επιλογών των σπουδαστών, η εκπαίδευση και κατάρτιση συνιστούν σημαντικό μέσο για την ένταξη στις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες και για την προαγωγή του διαπολιτισμικού διαλόγου.

5.

Οι γενικές συνθήκες για τη δια βίου μάθηση μπορούν να ενισχυθούν με την ενθάρρυνση της ανάπτυξης εκπαιδευτικών οργανισμών και εταιρικών σχέσεων όπου θα συμμετέχουν ενδιαφερόμενοι φορείς και εργοδότες, και με την ανάπτυξη των υποδομών για την η-μάθηση, με τον εντοπισμό των απαιτούμενων δεξιοτήτων, με την επικύρωση των αποτελεσμάτων της μάθησης και της δια βίου καθοδήγησης καθώς και με τη διερεύνηση ενδεχόμενων νέων χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.

ΚΑΛΕΙ, ΕΠΟΜΕΝΩΣ, ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, στα πλαίσια των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους:

1.

Να αποδίδουν έμφαση στη σημασία της εκπαίδευσης και κατάρτισης για τη στρατηγική της Λισσαβώνας, γενικότερα, ιδίως τονίζοντας την καίρια θέση τους στο μέρος «ανταγωνιστικότητα» των ολοκληρωμένων κατευθυντήριων γραμμών για οικονομική μεγέθυνση και απασχόληση εντός του τριγώνου της γνώσης, παράλληλα με την έρευνα και την καινοτομία, και τονίζοντας στο μέρος «Απασχόληση» των κατευθυντήριων γραμμών ότι η δια βίου μάθηση έχει θεμελιώδη σημασία για να δοθεί στους ευρωπαίους πολίτες η δυνατότητα να επιτύχουν και να συμμετάσχουν πλήρως στην οικονομία της γνώσης, καθώς και για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα όλων των ομάδων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απειλούνται με αποκλεισμό, να αποκτούν τις αναγκαίες γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες.

2.

Να τονίζουν τη συμβολή της εκπαίδευσης και κατάρτισης όχι μόνον στην προαγωγή της απασχόλησης, της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας, αλλά και στην υποστήριξη της κοινωνικής συνοχής, της ενεργού συμμετοχής των πολιτών στα κοινά και της προσωπικής ολοκλήρωσης, καθώς και στην αντιμετώπιση των λοιπών σημερινών προκλήσεων των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

3.

Να μεριμνούν ώστε οι πολιτικές εκπαίδευσης και κατάρτισης να συνδυάζονται με τις πολιτικές άλλων τομέων, όπως η έρευνα, το επιχειρηματικό πνεύμα και η καινοτομία, η κοινωνία της πληροφορίας, η απασχόληση, οι κοινωνικές υποθέσεις, η νεολαία, τα πολιτιστικά θέματα, η υγεία, η μετανάστευση και οι εξωτερικές σχέσεις, να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ του Συμβουλίου Παιδείας και των άλλων συνθέσεων του Συμβουλίου και να εξετάζουν τρόπους για να λαμβάνονται περισσότερο υπόψη οι απόψεις των ενδιαφερομένων,

4.

Να ενισχύσουν τον στρατηγικό ρόλο του Συμβουλίου Παιδείας στην Ανοικτή Μέθοδο Συντονισμού στην εκπαίδευση και κατάρτιση, ιδίως δε με την ενσωμάτωση των αποτελεσμάτων στις διαδικασίες χάραξης πολιτικής, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, και την ανάπτυξη μιας στέρεης βάσης γνώσεων για την πολιτική της εκπαίδευσης και κατάρτισης.

5.

Να εξασφαλίζουν σαφείς δεσμούς μεταξύ του προγράμματος εργασίας «Εκπαίδευση και κατάρτιση» και των ολοκληρωμένων κατευθυντήριων γραμμών της Λισσαβώνας για την οικονομική μεγέθυνση και απασχόληση, βελτιώνοντας παράλληλα την οργάνωση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής στον εν λόγω τομέα, και —όσον αφορά το πρόγραμμα εργασίας μετά το 2010— να συνεχίσουν τη μελέτη των κυριότερων προτεραιοτήτων του προγράμματος και των τρόπων ανάπτυξης μιας πιο ολοκληρωμένης προσέγγισης της εκπαίδευσης και κατάρτισης σε μια προοπτική δια βίου μάθησης.


(1)  Έγγρ. SN 100/1/00 REV 1.

(2)  ΕΕ C 142 της 14.6.2002, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 163 της 9.7.2002, σ. 1.

(4)  Σύσταση 2005/601/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για τις οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών και της Κοινότητας (2005-2008) και απόφαση 2005/600/ΕΚ του Συμβουλίου, για τις κατευθυντήριες γραμμές των πολιτικών απασχόλησης των κρατών μελών.

(5)  ΕΕ C 298 της 8.12.2006, σ. 3.

(6)  Έγγρ. 7224/07, παράγραφος 15.

(7)  COM(2007) 581 τελικό — Ανακοίνωση της Επιτροπής «Το ευρωπαϊκό συμφέρον: επιτυχία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης».


II Ανακοινώσεις

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Επιτροπή

12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/3


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.4817 — Aviva Italia Holding SpA/Banco Popolare Soc. Coop./Novara Assicura SpA)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 300/02)

Στις 6 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32007M4817. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://eur-lex.europa.eu).


12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/3


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.4946 — Goldman Sachs/Sintonia SpA/Sintonia)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 300/03)

Στις 5 Δεκεμβρίου 2007, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32007M4946. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://eur-lex.europa.eu).


12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/4


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.4947 — Vodafone/Tele2 Italy/Tele2 Spain)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 300/04)

Στις 27 Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32007M4947. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://eur-lex.europa.eu).


12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/4


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.4581 — Imperial Tobacco/Altadis)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 300/05)

Στις 18 Οκτωβρίου 2007, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32007M4581. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://eur-lex.europa.eu).


12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/5


Μη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση

(Υπόθεση COMP/M.4122 — Burda/Hachette/JV)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 300/06)

Στις 26 Απριλίου 2006, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για την παραπάνω κοινοποιηθείσα συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβατή με την κοινή αγορά. Η απόφαση βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου. Το πλήρες κείμενο της απόφασης διατίθεται μόνο στην αγγλική γλώσσα και θα δημοσιευθεί μετά την απάλειψη τυχόν επιχειρηματικών απορρήτων που περιέχει. Θα διατίθεται:

από τον δικτυακό τόπο του Europa για τον ανταγωνισμό (http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases/). Στον τόπο αυτό προσφέρονται διάφορα εργαλεία για τον εντοπισμό των μεμονωμένων υποθέσεων συγκεντρώσεων, όπως ευρετήρια με τις εταιρείες, τους αριθμούς υποθέσεων, τις ημερομηνίες και τους διάφορους κλάδους,

σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο του EUR-Lex με τον αριθμό εγγράφου 32006M4122. Το EUR-Lex είναι δικτυακός τόπος που δίνει πρόσβαση στην κοινοτική νομοθεσία (http://eur-lex.europa.eu).


IV Πληροφορίες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Συμβούλιο

12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/6


Συμπεράσματα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνερχομένων στο πλαίσιο του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών (1)

(2007/C 300/07)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ, ΣΥΝΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ:

1.

τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβώνας της 23ης-24ης Μαρτίου 2000, στα οποία τονίζεται ότι η επένδυση στον άνθρωπο έχει ζωτική σημασία για τη θέση της Ευρώπης στην οικονομία της γνώσης και ζητείται από τα κράτη μέλη «να ληφθούν μέτρα για την άρση των εμποδίων στην κινητικότητα των διδασκάλων (…) και για την προσέλκυση διδασκάλων υψηλής ποιότητας» (2)·

2.

την έκθεση του Συμβουλίου «Παιδεία» προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, του Φεβρουαρίου 2001, με θέμα «τους συγκεκριμένους μελλοντικούς στόχους των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης», στα οποία υπογραμμίζεται ότι έχει αλλάξει ο ρόλος των εκπαιδευτικών οι οποίοι, ενώ εξακολουθούν να μεταδίδουν γνώσεις, «λειτουργούν επίσης ως ατομικοί επόπτες που καθοδηγούν τους εκπαιδευόμενους, καθώς ο καθένας τους ακολουθεί το δικό του δρόμο προς τη γνώση» (3)·

3.

τον στόχο 1.1 του Προγράμματος «Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2010»: Βελτίωση της εκπαίδευσης και κατάρτισης των εκπαιδευτικών και εκπαιδευτών, ο οποίος υπογραμμίζει τη σημασία της προσέλκυσης και της παραμονής προσοντούχων και κινητοποιημένων ανθρώπων στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού, του καθορισμού των δεξιοτήτων που είναι απαραίτητο να διαθέτουν οι εκπαιδευτικοί για να καλύπτουν τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας, της εξασφάλισης των προϋποθέσεων για την παροχή υποστήριξης στους εκπαιδευτικούς και τους εκπαιδευτές μέσω της αρχικής κατάρτισης και της συνεχούς επιμόρφωσης, και της προσέλκυσης ατόμων που έχουν επαγγελματική πείρα σε άλλους τομείς (4)·

4.

το ψήφισμα του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2002 για τη δια βίου μάθηση, το οποίο καλεί τα κράτη μέλη να βελτιώσουν την εκπαίδευση και την κατάρτιση εκπαιδευτικών και εκπαιδευτών που ασχολούνται με τη δια βίου μάθηση, ώστε να αποκτήσουν τις απαιτούμενες διδακτικές δεξιότητες για την κοινωνία της γνώσης (5)·

5.

την κοινή ενδιάμεση έκθεση του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 26ης Φεβρουαρίου 2004, σχετικά με την πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη των στόχων της Λισσαβώνας στους τομείς της εκπαίδευσης και κατάρτισης (6), η οποία δίνει προτεραιότητα στον καθορισμό κοινών ευρωπαϊκών αρχών όσον αφορά τα προσόντα και τις ικανότητες που πρέπει να διαθέτουν οι εκπαιδευτικοί προκειμένου να μπορούν να ανταποκριθούν στον μεταβαλλόμενο ρόλο τους στο πλαίσιο της κοινωνίας της γνώσης (7)·

6.

την κοινή ενδιάμεση έκθεση του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 23ης Φεβρουαρίου 2006 για την εφαρμογή του προγράμματος εργασιών «Εκπαίδευση και κατάρτιση 2010», το οποίο υπογραμμίζει ότι «οι επενδύσεις στην κατάρτιση εκπαιδευτικών και εκπαιδευτών και η ενίσχυση της ηγετικής θέσης για τα ιδρύματα εκπαίδευσης και κατάρτισης έχουν καίρια σημασία για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης» (8)·

7.

τα συμπεράσματα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2006, για την αποτελεσματικότητα και δικαιότητα στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, στα οποία αναφέρεται ότι «το ενδιαφέρον, οι δεξιότητες και οι ικανότητες των διδασκόντων, των εκπαιδευτών, άλλων μελών του διδακτικού προσωπικού και των υπηρεσιών καθοδήγησης και πρόνοιας, καθώς και η ποιότητα των διευθυντικών στελεχών των σχολείων, αποτελούν βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην επίτευξη μαθησιακών αποτελεσμάτων υψηλής ποιότητας» και ότι «οι προσπάθειες του διδακτικού προσωπικού θα πρέπει να υποστηρίζονται από συνεχή επαγγελματική εξέλιξη»·

8.

τα συμπεράσματα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με τις μελλοντικές προτεραιότητες για ενισχυμένη ευρωπαϊκή συνεργασία όσον αφορά την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, στα οποία τονίζεται η ανάγκη για εκπαιδευτικούς με προσόντα υψηλής στάθμης που αναλαμβάνουν συνεχή επαγγελματική εξέλιξη (9)·

9.

την απόφαση αριθ. 1720/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, για τη θέσπιση προγράμματος δράσης στον τομέα της δια βίου μάθησης, η οποία περιλαμβάνει, στο πρόγραμμα Comenius, τον ειδικό στόχο «ενίσχυση της ποιότητας και της Ευρωπαϊκής διάστασης της εκπαίδευσης των δασκάλων» (10)·

10.

τη σύσταση 2006/961/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις βασικές ικανότητες της δια βίου μάθησης (11), στην οποία καθορίζονται οι ελάχιστες γνώσεις, δεξιότητες και στάσεις ζωής που πρέπει να έχουν αποκτήσει οι μαθητές έως το τέλος της αρχικής εκπαίδευσης και κατάρτισης προκειμένου να συμμετέχουν στην κοινωνία της γνώσης και οι οποίες, λόγω του εγκάρσιου χαρακτήρα τους, προϋποθέτουν μεγαλύτερο βαθμό συνεργασίας και ομαδικής εργασίας μεταξύ εκπαιδευτικών, καθώς και προσέγγιση της διδασκαλίας η οποία υπερβαίνει τα παραδοσιακά όρια μεταξύ θεματικών τομέων.

ΧΑΙΡΕΤΙΖΟΥΝ την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 23ης Αυγούστου 2007, «για τη βελτίωση της ποιότητας της κατάρτισης των εκπαιδευτικών» (12), η οποία χαρακτηρίζει την ποιότητα της διδασκαλίας και της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών ως βασικούς παράγοντες για την άνοδο του εκπαιδευτικού επιπέδου και την επίτευξη των στόχων της Λισσαβώνας, και περιλαμβάνει προτάσεις για την επίτευξη αυτών των στόχων.

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ότι, καίτοι η ευθύνη για την οργάνωση και το περιεχόμενο των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης και την επίτευξη του στόχου 1.1 του προγράμματος εργασιών «Εκπαίδευση και κατάρτιση 2010» ανήκει στα κράτη μέλη, και μολονότι τα σχολεία σε πολλά κράτη μέλη χαίρουν αυτονομίας σε μεγάλο βαθμό, η ευρωπαϊκή συνεργασία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και να βοηθήσει τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν κοινές προκλήσεις, ιδίως μέσω της ανοικτής μεθόδου συντονισμού, η οποία προϋποθέτει τη θέσπιση κοινών αρχών και στόχων, καθώς και μέσω κοινών πρωτοβουλιών όπως οι δραστηριότητες μάθησης από ομοτίμους, ανταλλαγής εμπειριών και βέλτιστων πρακτικών και αμοιβαίας παρακολούθησης.

ΕΚΤΙΜΟΥΝ ότι:

1.

Η υψηλής ποιότητας διδασκαλία αποτελεί προϋπόθεση για υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και κατάρτιση, οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζουν μακροπρόθεσμα την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και την ικανότητα δημιουργίας μεγαλύτερης απασχόλησης και ανάπτυξης σύμφωνα με τους στόχους της Λισσαβώνας, σε συνδυασμό με άλλους σχετικούς τομείς πολιτικής όπως η οικονομική πολιτική, η κοινωνική πολιτική και η έρευνα.

2.

Είναι εξίσου σημαντικό ότι η διδασκαλία συνιστά υπηρεσία κοινωνικού λειτουργήματος: οι εκπαιδευτικοί διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο καθώς δίνουν σε ανθρώπους τη δυνατότητα να διαπιστώσουν και να αναπτύξουν τα ταλέντα τους και να αξιοποιήσουν το δυναμικό τους για προσωπική ανάπτυξη και ευεξία, καθώς και βοηθώντας τους να αποκτήσουν το περίπλοκο φάσμα γνώσεων, δεξιοτήτων και βασικών ικανοτήτων, που θα χρειαστούν ως πολίτες και ως εργαζόμενοι σε όλη τη διάρκεια του προσωπικού, κοινωνικού και επαγγελματικού τους βίου.

3.

Η ικανότητα των εκπαιδευτικών να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της συνεχώς αυξανόμενης κοινωνικής και πολιτισμικής πολυμορφίας στην τάξη έχει καίρια σημασία για την ανάπτυξη δίκαιων εκπαιδευτικών συστημάτων και την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους.

4.

Η εκπαίδευση και η κατάρτιση των εκπαιδευτικών αποτελεί ζωτικό στοιχείο για τον εκσυγχρονισμό των ευρωπαϊκών συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης· η μελλοντική βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης, όπως και ο ρυθμός της προόδου προς την επίτευξη των κοινών στόχων του προγράμματος εργασιών «Εκπαίδευση και κατάρτιση 2010», θα ευνοηθούν από την ύπαρξη αποτελεσματικών συστημάτων εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών.

5.

Έχοντας υπόψη τις προαναφερόμενες εκτιμήσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δώσουν υψηλή προτεραιότητα στη συνέχιση και βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών με προοπτική το σύνολο της σταδιοδρομίας τους.

ΣΗΜΕΙΩΝΟΥΝ ότι:

1.

Πολυάριθμες κοινωνικές, πολιτιστικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές δημιουργούν νέες απαιτήσεις για το επάγγελμα του εκπαιδευτικού και αυξάνουν την ανάγκη για την ανάπτυξη παιδαγωγικών μεθόδων επικεντρωμένων περισσότερο στην ανάπτυξη ικανοτήτων, με μεγαλύτερη έμφαση στα μαθησιακά αποτελέσματα.

Κατά την απόκτηση βασικών ικανοτήτων για όλη τη ζωή, αναμένεται από τους μαθητές να αναπτύσσουν όλο και μεγαλύτερη μαθησιακή αυτονομία και να αναλαμβάνουν ευθύνη όσον αφορά την προσωπική τους εκπαίδευση.

Επί πλέον, η προέλευση των μαθητών σε οποιαδήποτε σχολική τάξη ενδέχεται να είναι ολοένα και πιο ποικίλη, και οι μαθητές ενδέχεται να διαθέτουν ευρύτατο φάσμα ικανοτήτων.

Προκειμένου οι εκπαιδευτικοί να έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόζουν τις διδακτικές τους μεθόδους στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των μαθητών, θα πρέπει να επικαιροποιούν τακτικά τις δεξιότητες που έχουν ή/και να αποκτούν νέες.

2.

Οι νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί όχι μόνον γεννούν την ανάγκη για ανάπτυξη νέου μαθησιακού περιβάλλοντος και νέων μεθόδων διδασκαλίας, αλλά απαιτούν επίσης υψηλό βαθμό επαγγελματισμού.

Καθώς τα σχολεία μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε αυτόνομα και ανοικτά μαθησιακά περιβάλλοντα, οι εκπαιδευτικοί αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη όσον αφορά τόσο το περιεχόμενο, την οργάνωση και την παρακολούθηση της μαθησιακής διαδικασίας, όσο και την προσωπική τους επαγγελματική ανάπτυξη καθ' όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους.

3.

Αυτό με τη σειρά του φέρνει τα ιδρύματα εκπαίδευσης, τους εκπαιδευτές εκπαιδευτικών και τα σχολεία αντιμέτωπους με νέες προκλήσεις όσον αφορά τη θέσπιση ή την εφαρμογή προγραμμάτων τόσο για τους εν εκπαιδεύσει όσο και για τους εν ενεργεία εκπαιδευτικούς. Προκειμένου να μπορέσουν τα συστήματα εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις, απαιτείται καλύτερος συντονισμός μεταξύ των διαφόρων βαθμίδων κατάρτισής τους — από την αρχική εκπαίδευση, μέσω πρόσθετης υποστήριξης κατά την έναρξη της σταδιοδρομίας [«εισαγωγή στο επάγγελμα» (13)] και μέχρι την ενδοϋπηρεσιακή επαγγελματική εξέλιξη.

Επιπλέον, χρειάζονται περισσότερα κίνητρα για τους εκπαιδευτικούς προκειμένου να συνεχίζουν να επικαιροποιούν τις δεξιότητές τους σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, ενώ παράλληλα απαιτούνται και προσπάθειες προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η ενδοϋπηρεσιακή τους επιμόρφωση ανταποκρίνεται στις ανάγκες της διδασκαλίας τόσο από ποιοτική όσο και από ποσοτική άποψη.

4.

Σε διάφορα κράτη μέλη είναι ανάγκη όχι μόνον να προσελκυσθούν στο επάγγελμα νέα άτομα — μεταξύ άλλων άνθρωποι με τα κατάλληλα προσόντα που έχουν και πείρα από άλλα επαγγέλματα — αλλά και να πεισθούν οι πεπειραμένοι εκπαιδευτικοί να συνεχίσουν να εργάζονται αντί να συνταξιοδοτούνται πρόωρα ή να μεταπηδούν σε άλλα επαγγέλματα.

Η βελτίωση της ποιότητας της κατάρτισης των εκπαιδευτικών μπορεί να αποτελέσει ένα μέσο που θα καταστήσει τη διδασκαλία ελκυστική επιλογή σταδιοδρομίας.

ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους, τα εξής:

1.

να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν ότι οι εκπαιδευτικοί:

κατέχουν δίπλωμα τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού ιδρύματος (14) το οποίο παρέχει σπουδές που επιδιώκουν την ισορροπία μεταξύ σπουδών βασισμένων στην έρευνα και πρακτικών διδασκαλίας,

έχουν εξειδικευμένες γνώσεις επί του αντικειμένου τους, καθώς και τις απαιτούμενες παιδαγωγικές δεξιότητες,

έχουν πρόσβαση σε ουσιαστικά προγράμματα υποστήριξης για την είσοδο στο επάγγελμα κατά την έναρξη της σταδιοδρομίας τους,

έχουν πρόσβαση σε επαρκή υποστήριξη μέσω συμπαράστασης και καθοδήγησης καθ' όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους,

ενθαρρύνονται και υποστηρίζονται σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής τους ζωής να εξετάζουν τις μαθησιακές τους ανάγκες, και να αποκτούν νέες γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες μέσω τυπικής, άτυπης και μη τυπικής κατάρτισης, συμπεριλαμβανομένων των ανταλλαγών και των διορισμών στο εξωτερικό·

2.

να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν ότι οι εκπαιδευτικοί που κατέχουν διευθυντικές θέσεις, πέραν της κατοχής διδακτικών δεξιοτήτων και πείρας, έχουν πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας κατάρτιση σε θέματα διαχείρισης και διεύθυνσης σχολείου·

3.

να προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν ότι όσον αφορά τα προβλεπόμενα για την αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, την υποστήριξη στην αρχή της σταδιοδρομίας τους και την περαιτέρω επαγγελματική τους ανάπτυξη υπάρχει συντονισμός, συνέπεια, επαρκείς πόροι και εξασφάλιση ποιότητας.·

4.

να εξετάσουν τη θέσπιση μέτρων τα οποία θα αποσκοπούν να ανεβάσουν το επίπεδο των προσόντων και του βαθμού πρακτικής εμπειρίας που απαιτούνται για την είσοδο στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού·

5.

να ενθαρρύνουν τη σύσφιγξη των σχέσεων και τις συμπράξεις μεταξύ σχολείων — τα οποία πρέπει να εξελιχθούν σε «κοινότητες μάθησης» — και ιδρυμάτων εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, και να διασφαλίσουν ότι αυτά τα ιδρύματα προσφέρουν συνεκτικά, υψηλής ποιότητας και κατάλληλα προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτικών, που να αντιστοιχούν στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των σχολείων, των εκπαιδευτικών και του συνόλου της κοινωνίας·

6.

να προωθήσουν κατά την αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, την υποστήριξη στην αρχή της σταδιοδρομίας τους και μέσω διαρκούς επαγγελματικής επιμόρφωσης, την απόκτηση ικανοτήτων οι οποίες θα τους επιτρέπουν:

να διδάσκουν εγκάρσιες ικανότητες, όπως οι αναφερόμενες στην σύσταση σχετικά με τις βασικές ικανότητες (15),

να δημιουργούν ένα ασφαλές και ελκυστικό σχολικό περιβάλλον, βασισμένο στον αμοιβαίο σεβασμό και τη συνεργασία,

να διδάσκουν αποτελεσματικά σε ανομοιογενείς τάξεις μαθητών με διαφορετικό κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, και με ευρύ φάσμα ικανοτήτων και αναγκών, συμπεριλαμβανομένων των αναγκών ειδικής εκπαίδευσης,

να συνεργάζονται στενά με τους συναδέλφους τους, με τους γονείς και με την ευρύτερη κοινότητα,

να συμμετέχουν στην εξέλιξη του σχολείου ή του κέντρου κατάρτισης στο οποίο εργάζονται,

να αποκτούν νέες γνώσεις και να καινοτομούν μέσω της συμμετοχής τους στη στοχαστική πρακτική και την έρευνα,

να χρησιμοποιούν τις ΤΠΕ (Τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας) στις διάφορες δραστηριότητες και καθήκοντά τους καθώς και για την προσωπική τους συνεχή επαγγελματική εξέλιξη,

να είναι ικανοί για αυτόνομη μάθηση στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεχούς επαγγελματικής επιμόρφωσης σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους·

7.

να παρέχουν κατάλληλη υποστήριξη στα ιδρύματα εκπαίδευσης και στους εκπαιδευτές εκπαιδευτικών, προκειμένου να τους δώσουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν καινοτόμες απαντήσεις στις νέες απαιτήσεις κατάρτισης των εκπαιδευτικών·

8.

να υποστηρίξουν προγράμματα κινητικότητας για τους εν ενεργεία και εν εκπαιδεύσει εκπαιδευτικούς και για τους εκπαιδευτές εκπαιδευτικών, σχεδιασμένα με στόχο να συμβάλλουν σημαντικά στην επαγγελματική τους εξέλιξη καθώς και να βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση των πολιτισμικών διαφορών και στην συνειδητοποίηση της ευρωπαϊκής διάστασης της διδασκαλίας·

9.

να λάβουν οιαδήποτε μέτρα τα οποία θα αποσκοπούν να καταστήσουν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού ελκυστικότερη επιλογή σταδιοδρομίας.

ΚΑΛΟΥΝ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ, ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ,

1.

να συνεργασθούν για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στο πλαίσιο της ανοικτής μεθόδου συντονισμού — σε διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους παράγοντες και ως εγκάρσιο στόχο της πολιτικής του προγράμματος εργασιών «Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2010» και του διαδόχου του — προκειμένου να επιταχυνθεί η εφαρμογή των προτεραιοτήτων που αναφέρονται στα παρόντα συμπεράσματα όσον αφορά την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών·

2.

να χρησιμοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα μέσα, όπως εκείνα που αποτελούν μέρος της ανοικτής μεθόδου συντονισμού, το πρόγραμμα της δια βίου μάθησης, το 7ο πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη, και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, με σκοπό να προωθήσουν — χρησιμοποιώντας μια ολοκληρωμένη προσέγγιση — την απόκτηση νέων εμπεριστατωμένων γνώσεων σχετικά με τις πολιτικές εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, νέες πρωτοβουλίες αλληλοδιδασκαλίας, καινοτόμα προγράμματα κατάρτισης των εκπαιδευτικών και η κινητικότητα των εν ενεργεία και εν εκπαιδεύσει εκπαιδευτικών και των εκπαιδευτών τους.


(1)  Τα παρόντα συμπεράσματα αφορούν τους εκπαιδευτικούς στη γενική εκπαίδευση και την αρχική επαγγελματική κατάρτιση· προς τούτο, ως «εκπαιδευτικός» νοείται άτομο που αναγνωρίζεται ότι έχει το καθεστώς του εκπαιδευτικού (ή ισοδύναμο) σύμφωνα με τη νομοθεσία και την πρακτική ενός κράτους μέλους. Δεν περιλαμβάνονται εν προκειμένω τα άτομα που απασχολούνται εκτός των επισήμων συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, λόγω της διαφορετικής φύσης και περιεχομένου των καθηκόντων που αναλαμβάνουν.

(2)  Έγγρ. SN 100/1/00 REV 1.

(3)  Έγγρ. 5980/01.

(4)  ΕΕ C 142 της 14.6.2002, σ. 1.

(5)  ΕΕ C 163 της 9.7.2002, σ. 1.

(6)  Έγγρ. 6905/04.

(7)  Παραρτήματα Ι και ΙΙ του εγγρ. 12414/07 ADD 1.

(8)  ΕΕ C 79 της 1.4.2006, σ. 1.

(9)  ΕΕ C 298 της 8.12.2006, σ. 8.

(10)  ΕΕ L 327 της 24.11.2006, σ. 45.

(11)  ΕΕ L 394 της 30.12.2006, σ. 5.

(12)  Έγγρ. 12414/07 + ADD 1 + ADD 2.

(13)  «Εισαγωγή στο επάγγελμα» είναι η διαδικασία που εφαρμόζεται σε ορισμένα κράτη μέλη κατά την οποία οι εκπαιδευτικοί που έχουν αποκτήσει προσφάτως το πτυχίο τους λαμβάνουν, κατά τα πρώτα έτη εργασίας, την πρόσθετη υποστήριξη (π.χ. μέσω συμπαράστασης και καθοδήγησης, επιμόρφωσης, υποδείξεων) που χρειάζονται για να αναλάβουν το νέο ρόλο τους στο σχολείο και στο επάγγελμά τους. Η διαδικασία αυτή αποτελεί επομένως μια γέφυρα μεταξύ της αρχικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών και αυτής καθαυτής της επαγγελματικής πρακτικής.

(14)  Ή, στην περίπτωση εκείνων που εργάζονται στον τομέα της αρχικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, έχουν προσόντα υψηλής στάθμης στον επαγγελματικό τους κλάδο και κατάλληλα παιδαγωγικά προσόντα.

(15)  Βλέπε υποσημείωση 11.


Επιτροπή

12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/10


Ισοτιμίες του ευρώ (1)

11 Δεκεμβρίου 2007

(2007/C 300/08)

1 ευρώ=

 

Νομισματική μονάδα

Ισοτιμία

USD

δολάριο ΗΠΑ

1,4672

JPY

ιαπωνικό γιεν

164,24

DKK

δανική κορόνα

7,4607

GBP

λίρα στερλίνα

0,716

SEK

σουηδική κορόνα

9,405

CHF

ελβετικό φράγκο

1,665

ISK

ισλανδική κορόνα

89,87

NOK

νορβηγική κορόνα

7,9975

BGN

βουλγαρικό λεβ

1,9558

CYP

κυπριακή λίρα

0,585274

CZK

τσεχική κορόνα

26,04

EEK

εσθονική κορόνα

15,6466

HUF

ουγγρικό φιορίνι

251,62

LTL

λιθουανικό λίτας

3,4528

LVL

λεττονικό λατ

0,6976

MTL

μαλτέζικη λίρα

0,4293

PLN

πολωνικό ζλότι

3,5744

RON

ρουμανικό λέι

3,5196

SKK

σλοβακική κορόνα

33,098

TRY

τουρκική λίρα

1,7175

AUD

αυστραλιανό δολάριο

1,6575

CAD

καναδικό δολάριο

1,482

HKD

δολάριο Χονγκ Κονγκ

11,4415

NZD

νεοζηλανδικό δολάριο

1,8709

SGD

δολάριο Σιγκαπούρης

2,1161

KRW

νοτιοκορεατικό γουόν

1 356,13

ZAR

νοτιοαφρικανικό ραντ

9,8583

CNY

κινεζικό γιουάν

10,8287

HRK

κροατικό κούνα

7,3195

IDR

ινδονησιακή ρουπία

13 608,28

MYR

μαλαισιανό ρίγκιτ

4,863

PHP

πέσο Φιλιππινών

60,683

RUB

ρωσικό ρούβλι

35,894

THB

ταϊλανδικό μπατ

44,419


(1)  

Πηγή: Ισοτιμίες αναφοράς που δημοσιεύονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/11


Συνοπτικό δελτίο κοινοποιούμενο από τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 70/2001

(2007/C 300/09)

Αριθμός ενίσχυσης: XA 13/07

Κράτος μέλος: Κάτω Χώρες

Περιφέρεια: Provincie Limburg

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της επιχείρησης που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Universiteit Wageningen (WUR) en indirect steun in natura (adviestraject) ten gunste van 40 ondernemingen in de primaire landbouwsector

Νομική βάση: Algemene Wet Bestuursrecht titel 4.2 Subsidies, Algemene Subsidieverordening 2004 (van de Provincie Limburg) en de Nadere subsidieregels voor de bevordering van de economische ontwikkeling (van de Provincie Limburg)

Ετήσια δαπάνη που προβλέπεται στο πλαίσιο του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην επιχείρηση: Εφάπαξ ενίσχυση ύψους 100 000 EUR (16,89 % του συνολικού κόστους ύψους 592 000 EUR) για το WUR

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: 100 %

Ημερομηνία εφαρμογής: 20 ημέρες μετά τη λήψη της απόφασης από την περιφερειακή διοίκηση του Λιμβούργου (Gedeputeerde Staten van Limburg), στις 30 Ιανουαρίου 2007

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Το έργο θα λήξει την 1η Φεβρουαρίου 2008. Η ενίσχυση χορηγείται το αργότερο 6 μήνες μετά την ολοκλήρωση του έργου, ήτοι την 1η Αυγούστου 2008

Στόχος της ενίσχυσης: Η ενίσχυση της θέσης των επιχειρήσεων πρακτικής μάθησης στον πρωτογενή γεωργικό τομέα. Ο δευτερεύων στόχος είναι η εφαρμογή της βασιζόμενης στις δεξιότητες μάθησης. Η ενίσχυση που λαμβάνει το WUR θα χρησιμοποιηθεί για την παροχή εξειδικευμένης βοήθειας στις επιχειρήσεις πρακτικής μάθησης με τη μορφή δεκαήμερου κύκλου μαθημάτων και υποστήριξης για την κατάρτιση επιχειρηματικού σχεδίου και τη διενέργεια αξιολόγησης

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Πρωτογενής γεωργικός τομέας, ιδίως οι εκμεταλλεύσεις εντατικής κτηνοτροφίας και οι εκμεταλλεύσεις οπωροκηπευτικών.

Εφαρμογή του άρθρου 15 του κανονισμού απαλλαγής (Vrijstellingsverordening).

Οι επιλέξιμες δαπάνες ανέρχονται σε 592 000 EUR

Όνομα και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Provincie Limburg

Limburglaan 10

6229 GA Maastricht

Nederland

Ιστότοπος: www.limburg.nl· επιλέξτε «zoek in limburg» και πληκτρολογήστε «bevordering van de economische ontwikkeling»

Άλλες πληροφορίες: Άνευ αντικειμένου

Αριθμός ενίσχυσης: XA 194/07

Κράτος μέλος: Δημοκρατία της Λιθουανίας

Περιφέρεια: —

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της επιχείρησης που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Valstybės parama gyvulininkystės sektoriui (Schemos Nr. XA 64/07)

Νομική βάση: Lietuvos Respublikos žemės ūkio ministro 2007 m. balandžio 13 d. įsakymas Nr. 3D-162 „Dėl paramos teikimo už šalutinių gyvūninių produktų, neskirtų vartoti žmonėms, pašalinimą ir sunaikinimą taisyklių patvirtinimo ir žemės ūkio ministro 2006 m. gegužės 26 d. įsakymo Nr. 3D-217 bei žemės ūkio ministro 2006 m. spalio 3 d. įsakymo Nr. 3D-385 pripažinimo netekusiais galios“

Lietuvos Respublikos žemės ūkio ministro 2007 m. balandžio 13 d. įsakymas Nr. 3D-346 „Dėl paramos teikimo už šalutinių gyvūninių produktų, neskirtų vartoti žmonėms, pašalinimą ir sunaikinimą taisyklių patvirtinimo ir žemės ūkio ministro 2006 m. gegužės 26 d. įsakymo Nr. 3D-217 bei žemės ūkio ministro 2006 m. spalio 3 d. įsakymo Nr. 3D-385 pripažinimo netekusiais galios“

Ετήσιες δαπάνες που προβλέπονται στο πλαίσιο του καθεστώτος ή συνολικό ετήσιο ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην επιχείρηση: 10 000 000 LTL με βάση την επίσημη συναλλαγματική ιστοτιμία (2 898 550 EUR)

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Έως 100 % του κόστους απομάκρυνσης και καταστροφής νεκρών ζώων, όταν υπάρχει υποχρέωση διενέργειας εξετάσεων για ΜΣΕ στα νεκρά ζώα.

Έως 100 % του κόστους απομάκρυνσης νεκρών ζώων.

Έως 75 % του κόστους καταστροφής των ζώων αυτών

Ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής:

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013

Στόχος της ενίσχυσης: Ενισχύσεις σε ΜΜΕ

Χορήγηση ενισχύσεων σε επιχειρήσεις και γεωργούς που δραστηριοποιούνται στον τομέα της κτηνοτροφίας, για να διασφαλισθεί η εφαρμογή ενός συνεκτικού προγράμματος εποπτείας και ασφαλούς διάθεσης όλων των νεκρών ζώων.

Εφαρμόζεται το άρθρο 16 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1857/2006

Επιλέξιμες δαπάνες:

1.

Δαπάνες απομάκρυνσης και καταστροφής των νεκρών ζώων, όταν υπάρχει υποχρέωση διενέργειας εξετάσεων για ΜΣΕ στα νεκρά ζώα·

2.

Δαπάνες απομάκρυνσης και καταστροφής των νεκρών ζώων, όταν δεν υπάρχει υποχρέωση διενέργειας εξετάσεων για ΜΣΕ στα νεκρά ζώα

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Πρωτογενής παραγωγή γεωργικών προϊόντων

Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Lietuvos Respublikos žemės ūkio ministerija

Gedimino pr. 19 (Lelevelio g. 6)

LT-01103 Vilnius

Διεύθυνση στο Διαδίκτυο: http://www.zum.lt/min/Isakymai/dsp_isakymas.cfm?IsakymasID=3409&langparam=LT

http://www.zum.lt/min/Isakymai/dsp_isakymas.cfm?IsakymasID=3409&langparam=LT

Άλλες πληροφορίες: Μετά την έναρξη ισχύος των νέων κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται για την απομάκρυνση και καταστροφή ζωικών υποπροϊόντων που δεν προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, έγινε σαφές ότι θα χρειαζόταν να γίνουν ορισμένες τροποποιήσεις στους εν λόγω κανόνες. Η κυριότερη από αυτές αφορά την χορήγηση προκαταβολών για τον τρέχοντα μήνα σε επιχειρήσεις μεταποίησης ζωικών υποπροϊόντων.

Βάσει του νέου καθεστώτος ενισχύσεων, αυξήθηκε σημαντικά ο χρόνος που απαιτείται για την επαλήθευση των στοιχείων που υποβάλλονται από τις επιχειρήσεις μεταποίησης ζωικών υποπροϊόντων. Κατά συνέπεια, οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται υπό τη μορφή των αποζημιώσεων για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την απομάκρυνση και καταστροφή ζωικών προϊόντων καταβάλλονται 40-45 ημερολογιακές ημέρες μετά την εκκαθάριση των εν λόγω δαπανών.

Καθώς οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες όταν επιβαρύνονται οι ίδιες με τις δαπάνες απομάκρυνσης και καταστροφής ζωικών υποπροϊόντων, οι κανόνες προβλέπουν τη δυνατότητα χορήγησης προκαταβολών για τον τρέχοντα μήνα στις επιχειρήσεις μεταποίησης ζωικών υποπροϊόντων

Αριθμός ενίσχυσης: XA 195/07

Κράτος μέλος: Δημοκρατία της Σλοβενίας

Περιφέρεια: Območje Mestne občine Ptuj

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της επιχείρησης που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Dodeljevanje državnih in drugih pomoči, ter ukrepov za programe razvoja podeželja mestne občine Ptuj 2007-2013

Νομική βάση: Pravilnik o dodeljevanju državnih in drugih pomoči, ter ukrepov za programe razvoja podeželja v mestni občini Ptuj

Ετήσιες δαπάνες που προβλέπονται στο πλαίσιο του καθεστώτος ή συνολικό ετήσιο ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην επιχείρηση:

 

2007: 26 357 EUR

 

2008: 26 910 EUR

 

2009: 27 475 EUR

 

2010: 28 053 EUR

 

2011: 28 642 EUR

 

2012: 29 243 EUR

 

2013: 29 857 EUR

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης:

1.

Για τις επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις με σκοπό την πρωτογενή παραγωγή:

έως 50 % των επιλέξιμων επενδύσεων στις μειονεκτικές περιοχές,

έως 40 % των επιλέξιμων επενδύσεων στις άλλες περιοχές,

έως 60 % των επιλέξιμων επενδύσεων στις μειονεκτικές περιοχές ή έως 50 % των επιλέξιμων επενδύσεων στις άλλες περιοχές, όταν οι επενδύσεις πραγματοποιούνται από νέους γεωργούς εντός πέντε ετών από την εγκατάστασή τους.

Οι ενισχύσεις προορίζονται για επενδύσεις για την αποκατάσταση των στοιχείων των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, για την αγορά του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται στη γεωργική παραγωγή, για επενδύσεις σε μόνιμες καλλιέργειες και για τη βελτίωση των γεωργικών εκτάσεων και των βοσκοτόπων.

2.

Διατήρηση παραδοσιακών τοπίων και κτιρίων:

έως 60 % ή έως 75 % των επιλέξιμων δαπανών στις μειονεκτικές περιοχές για επενδύσεις στα παραγωγικά στοιχεία του ενεργητικού γεωργικών εκμεταλλεύσεων (αγροτικά κτίρια), υπό τον όρο ότι η επένδυση δεν συνεπάγεται αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της γεωργικής εκμετάλλευσης.

έως 100 % των επιλέξιμων δαπανών για επενδύσεις για τη διατήρηση των μη παραγωγικών στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς που βρίσκονται στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις (χώροι αρχαιολογικής ή ιστορικής αξίας),

επιτρέπεται να χορηγηθεί πρόσθετη ενίσχυση έως 100 %, για την κάλυψη των έκτακτων δαπανών που συνεπάγεται η χρήση παραδοσιακών υλικών, τα οποία είναι απαραίτητα για τη διατήρηση των στοιχείων πολιτιστικής κληρονομιάς των κτιρίων.

3.

Ενισχύσεις για την πληρωμή ασφαλίστρων:

Με βάση το διάταγμα που αφορά τη συγχρηματοδότηση των ασφαλίστρων για την ασφάλιση της γεωργικής παραγωγής κατά το τρέχον έτος, όπως εγκρίθηκε από την κυβέρνηση της Σλοβενίας, η ενίσχυση του δήμου φτάνει έως 50 % των επιλέξιμων δαπανών για τα ασφάλιστρα που προορίζονται για την ασφάλιση των καλλιεργειών και των καρπών και για την ασφάλιση του ζωικού κεφαλαίου κατά των κινδύνων θανάτου από νόσους.

4.

Ενισχύσεις αναδασμού:

Έως 100 % των επιλέξιμων νομικών και διοικητικών δαπανών, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών ελέγχου.

5.

Ενισχύσεις για την ενθάρρυνση της παραγωγής γεωργικών προϊόντων ποιότητας:

Οι ενισχύσεις χορηγούνται σε ποσοστό έως 100 % των δαπανών που συνεπάγεται η προώθηση γεωργικών προϊόντων ποιότητας. Η ενίσχυση πρέπει να χορηγείται μέσω επιδοτούμενων υπηρεσιών και δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνει άμεσες χρηματικές πληρωμές προς τους παραγωγούς.

6.

Παροχή τεχνικής υποστήριξης στο γεωργικό τομέα:

Οι ενισχύσεις χορηγούνται σε ποσοστό που φτάνει έως 100 % των επιλέξιμων δαπανών για την εκπαίδευση και την κατάρτιση κατόχων και εργαζομένων σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, για τις υπηρεσίες αντικατάστασης προκειμένου να καλυφθούν οι απουσίες λόγω ασθενείας και διακοπών, για τη διοργάνωση εκδηλώσεων, διαγωνισμών, εμπορικών εκθέσεων και πανηγύρεων, για τη διάδοση των επιστημονικών γνώσεων και για δημοσιεύσεις, όπως οι κατάλογοι και οι σελίδες στο Διαδίκτυο. Η ενίσχυση πρέπει να χορηγείται μέσω επιδοτούμενων υπηρεσιών και δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνει άμεσες χρηματικές πληρωμές προς τους παραγωγούς.

7.

Μετεγκατάσταση αγροτικών κτιρίων για λόγους δημοσίου συμφέροντος:

έως 100 % των πραγματικών δαπανών, όταν η μετεγκατάσταση για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνίσταται απλώς στην κατεδάφιση, την απομάκρυνση και την εκ νέου ανέγερση υφισταμένων εγκαταστάσεων,

όταν η μετεγκατάσταση για λόγους δημοσίου συμφέροντος έχει ως αποτέλεσμα να αποκτήσει ο κάτοχος της εκμετάλλευσης πιο σύγχρονες κτιριακές εγκαταστάσεις, ο κάτοχος της εκμετάλλευσης πρέπει να συνεισφέρει τουλάχιστον το 60 %, ή το 50 % στις μειονεκτικές περιοχές, της αύξησης της αξίας των σχετικών εγκαταστάσεων μετά τη μετεγκατάσταση. Εάν ο δικαιούχος είναι νέος γεωργός, η συνεισφορά του είναι τουλάχιστον 55 % ή 45 %, αντίστοιχα,

όταν η μετεγκατάσταση για λόγους δημοσίου συμφέροντος έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας, η συνεισφορά του δικαιούχου πρέπει να είναι τουλάχιστον ίση με το 60 % ή το 50 % στις μειονεκτικές περιοχές, των σχετικών με την ανωτέρω αύξηση δαπανών. Εάν ο δικαιούχος είναι νέος γεωργός, η συνεισφορά του είναι τουλάχιστον 55 % ή 45 %

Ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής: Αύγουστος 2007 (ή η ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει το καθεστώς)

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Έως τις 31.12.2013

Στόχος της ενίσχυσης: Παροχή ενισχύσεων σε ΜME

Παραπομπή σε άρθρα του κανονισμού (EΚ) αριθ.1857/2006 της Επιτροπής και επιλέξιμες δαπάνες: Το κεφάλαιο ΙΙ του σχεδίου διατάγματος σχετικά με τη χορήγηση κρατικών και άλλων ενισχύσεων και μέτρα για την προώθηση των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης στον δήμο του Ptuj προβλέπει μέτρα που συνιστούν κρατική ενίσχυση βάσει των ακόλουθων άρθρων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 (ΕΕ L 358 της 16.12.2006, σ. 3):

άρθρο 4 του κανονισμού της Επιτροπής: Επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις,

άρθρο 5 του κανονισμού της Επιτροπής: Διατήρηση παραδοσιακών τοπίων και κτιρίων,

άρθρο 6 του κανονισμού της Επιτροπής: Μετεγκατάσταση αγροτικών κτιρίων για λόγους δημοσίου συμφέροντος,

άρθρο 12 του κανονισμού της Επιτροπής: Ενισχύσεις για την πληρωμή ασφαλίστρων,

άρθρο 13 του κανονισμού της Επιτροπής: Ενισχύσεις αναδασμού,

άρθρο 14 του κανονισμού της Επιτροπής: Ενισχύσεις για την ενθάρρυνση της παραγωγής γεωργικών προϊόντων ποιότητας,

άρθρο 15 του κανονισμού της Επιτροπής: Παροχή τεχνικής υποστήριξης στο γεωργικό τομέα

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Γεωργία: Φυτική και ζωική παραγωγή

Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Διεύθυνση στο Διαδίκτυο: Αναφέρεται η διεύθυνση στο Διαδίκτυο όπου διατίθεται το πλήρες κείμενο του καθεστώτος ενισχύσεων ή των κριτηρίων και των όρων χορήγησης μεμονωμένων ενισχύσεων που δεν εντάσσονται σε καθεστώς ενισχύσεων.

http://www.lex-localis.info/KatalogInformacij/VsebinaDokumenta.aspx?SectionID=44ac4dc2-c7bb-440b-a127-f75db8c4cc65

Άλλες πληροφορίες: Το μέτρο της πληρωμής των ασφάλιστρων για την ασφάλιση των καλλιεργειών και των καρπών επεκτείνεται και στα ακόλουθα δυσμενή καιρικά φαινόμενα που μπορούν να εξομοιωθούν με θεομηνία: εαρινός παγετός, χαλάζι, κεραυνοί, πυρκαγιά που προκαλείται από κεραυνό, καταιγίδες και πλημμύρες.

Οι δημοτικές ρυθμίσεις συμμορφώνονται με τους όρους που επιβάλλονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής για τα μέτρα που πρέπει να θεσπισθούν από τους δήμους και τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις εφαρμογής (διαδικασία χορήγησης των ενισχύσεων, σώρευση, διαφάνεια και έλεγχος).

Υπογραφή του αρμοδίου προσώπου:

Klavdija PETEK, πτυχ. πολιτ. μηχανικός

Προϊσταμένη των οικονομικών υπηρεσιών


12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/14


Ανακοίνωση της Επιτροπής, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 94/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1994, σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών για τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(Δημοσίευση τίτλων και στοιχείων αναφοράς νέες εναρμονισμένων προτύπων βάσει της οδηγίας)

(2007/C 300/10)

EOT (1)

Στοιχείο αναφοράς και τίτλος

του εναρμονισμένου προτύπου

Έγγραφο αναφοράς

Ημερομηνία λήξης της ισχύος του τεκμηρίου συμμόρφωσης του αντικατασταθέντος προτύπου

Σημείωση 1

CEN

EN 14492-2:2006

Γερανοί — Μηχανοκίνητα βαρούλκα και σύσπαστα — Μέρος 2: Μηχανοκίνητα σύσπαστα

 

CEN

EN 14591-2:2007

Πρόληψη και προστασία έναντι εκρήξεων σε υπόγεια ορυχεία — Συστήματα προστασίας — Μέρος 2: PaΕξοπλισμός και συστήματα προστασίας για εκκένωση εκρηκτικού αερίου

 

CEN

EN 14591-4:2007

Πρόληψη κσι προστασία από εκρήξεις σε υπόγεια ορυχεία — Συστήματα προστασίας — Μέρος 4: Αυτόματα συστήματα πυρόσβεσης για μηχανήματα σημειακής κοπής.

 

CEN

EN 14756:2006

Προσδιορισμός της οριακής συγκέντρωσης οξυγόνου (LOC) σε εύφλεκτα αέρια και ατμούς

 

CEN

EN 14797:2006

Συσκευές εξαερισμού έναντι εκρήξεων

 

CEN

EN 14973:2006/AC:2007

Ταινιόδρομοι για χρήση σε υπόγειες εγκαταστάσεις — Απαιτήσεις ασφάλειας, ηλεκτρικές και αναφλεξιμότητας — Corrigendum

 

CEN

EN 14983:2007

Πρόληψη και προστασία έναντι εκρήξεων σε υπόγεια ορυχεία — Εξοπλισμός και συστήματα προστασίας για εκκένωση εκρηκτικού αερίου

 

CEN

EN 14986:2007

Σχεδιασμός ανεμιστήρων για εργασίες σε δυνητικά εκρήξιμες ατμόσφαιρες

 

CEN

EN 14994:2007

Συστήματα προστασίας με εξαερισμό έναντι εκρήξεων αερίου

 

CEN

EN 15188:2007

Προσδιορισμός της συμπεριφοράς για αυτανάφλεξη σε σωρούς σκόνης

 

CEN

EN 15198:2007

Μεθοδολογία για εκτίμηση της επικινδυνότητας σε μη ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και εξαρτήματα προοριζόμενα για χρήση σε δυνητικά εκρήξιμες ατμόσφαιρες

 

CEN

EN 15233:2007

Μεθοδολογία για αξιολόγηση της λειτουργικής ασφάλειας σε συστήματα προστασίας για δυνητικά εκρήξιμες ατμόσφαιρες

 

Σημείωση 1

Γενικά, η ημερομηνία λήξεως της ισχύος του τεκμηρίου συμμόρφωσης είναι η ημερομηνία απόσυρσης («dow»), η οποία καθορίζεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Τυποποίησης, αλλά εφιστάται η προσοχή των χρηστών των προτύπων αυτών στο γεγονός ότι σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, αυτό μπορεί να αλλάξει.

Σημείωση 3

Στην περίπτωση τροποποιήσεων, το έγγραφο αναφοράς είναι το EN CCCCC:YYYY. Οι προηγούμενες τροποποιήσεις, αν υπάρχουν, και οι νέες ονομάζονται «τροποποίηση». Το αντικατασταθέν πρότυπο (στήλη 3) συνεπώς αποτελείται από το EN CCCCC:YYYY και από τις προηγούμενες τροποποιήσεις του, αν υπάρχουν, αλλά χωρίς τη νέα ονομαζόμενη «τροποποίηση». Τη δεδομένη ημερομηνία, το αντικατασταθέν πρότυπο παύει να παρέχει τεκμήρια συμμόρφωσης με τις βασικές απαιτήσεις της οδηγίας.

Προειδοποίηση:

Κάθε αίτηση για παροχή πληροφοριών σχετικά με τα πρότυπα πρέπει να απευθύνεται είτε στους Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς Τυποποίησης είτε στους εθνικούς οργανισμούς τυποποίησης των οποίων ο κατάλογος επισυνάπτεται ως παράρτημα στην οδηγία 98/34/ΕΚ του Συμβουλίου (2) όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ (3).

Η δημοσίευση των στοιχείων αυτών Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν σημαίνει ότι τα πρότυπα είναι διαθέσιμα σε όλες τις κοινοτικές γλώσσες.

Προηγούμενους καταλόγους που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 306 της 15ης Δεκεμβρίου 2006.

Περισσότερες πληροφορίες σε

http://ec.europa.eu/enterprise/newapproach/standardization/harmstds.


(1)  EOT: Ευρωπαϊκός Οργανισμός Τυποποίησης.

CEN: rue de Stassart 36, B-1050 Βρυξέλλες, τηλ.: (32-2) 550 08 11, φαξ: (32-2) 550 08 19 (http://www.cen.eu)

CENELEC: rue de Stassart 35, B-1050 Βρυξέλλες, τηλ.: (32-2) 519 68 71, φαξ: (32-2) 519 69 19 (http://www.cenelec.org)

ETSI: 650, route des Lucioles, F-06921 Sophia Antipolis, τηλ.: (33) 492 94 42 00, φαξ: (33) 493 65 47 16 (http://www.etsi.org)

(2)  ΕΕ L 204 της 21.7.1998, σ. 37.

(3)  ΕΕ L 217 της 5.8.1998, σ. 18.


12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/16


Συνοπτικό δελτίο κοινοποιούμενο από τα κράτη μέλη για τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς της παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 70/2001

(2007/C 300/11)

Αριθ. ενίσχυσης: XA 152/07

Κράτος μέλος: Δημοκρατία της Σλοβενίας

Περιφέρεια: Območje občine Bovec

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της επιχείρησης που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Finančne intervencije za ohranjanje in razvoj kmetijstva in podeželja v občini Bovec

Νομική βάση: Pravilnik o finančnih intervencijah za ohranjanje in razvoj kmetijstva in podeželja v občini Bovec po Uredbi za skupinske izjeme

Ετήσιες δαπάνες που προβλέπονται στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης ή συνολικό ετήσιο ποσό ενίσχυσης που χορηγείται στην επιχείρηση:

 

2007: 6 260 EUR

 

2008: 7 000 EUR

 

2009: 7 500 EUR

 

2010: 8 000 EUR

 

2011: 8 500 EUR

 

2012: 9 000 EUR

 

2013: 9 500 EUR

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Αναγράφεται η μέγιστη ένταση της ενίσχυσης ή το μέγιστο ποσό της ενίσχυσης ανά επιλέξιμο στοιχείο:

Μέχρι ποσοστό 40 % των επιλέξιμων δαπανών σε μειονεκτικές περιοχές και μέχρι 50 % των επιλέξιμων δαπανών σε άλλες περιοχές για επενδύσεις σε αροτραίες καλλιέργειες και στην κτηνοτροφία.

Η δημοτική στήριξη καλύπτει μόνο τις έκτακτες δαπάνες που προκύπτουν ως αποτέλεσμα χρησιμοποίησης παραδοσιακών υλικών για τη διατήρηση των παραδοσιακών χαρακτηριστικών ενός κτιρίου. Οι έκτακτες αυτές δαπάνες συγχρηματοδοτούνται μέχρι 100 %.

Μέχρι 100 % των επιλέξιμων δαπανών για εκπαίδευση και κατάρτιση γεωργών και εργατών γης, για υπηρεσίες υποκατάστασης, για συμβουλευτικές υπηρεσίες, για οργάνωση και συμμετοχή σε φόρουμ ανταλλαγής απόψεων στον γεωργικό τομέα, διαγωνισμούς, εκθέσεις, εμποροπανηγύρεις και εκδόσεις (κατάλογοι, ιστοσελίδες). Η ενίσχυση χορηγείται ως επιδοτούμενες υπηρεσίες και δεν περιλαμβάνει καταβολή άμεσων χρηματικών ενισχύσεων σε παραγωγούς

Ημερομηνία εφαρμογής: Έως 3 Ιουλίου 2007

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Έως 31 Δεκεμβρίου 2013

Στόχος της ενίσχυσης: Στήριξη προς ΜΜΕ

Παραπομπές σε άρθρα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής και επιλέξιμες δαπάνες: Οι κανόνες που διέπουν τη χρηματοδοτική ενίσχυση για τη διατήρηση, γεωργική και αγροτική ανάπτυξη στον Δήμο Bovec, σύμφωνα με τον κανονισμό απαλλαγής κατά κατηγορία, περιλαμβάνουν μέτρα τα οποία συνιστούν κρατική ενίσχυση σύμφωνα με τα ακόλουθα άρθρα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 (ΕΕ L 358 της 16.12.2006, σ. 3):

άρθρο 4: Επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις,

άρθρο 5: Διατήρηση παραδοσιακών τοπίων και κτιρίων,

άρθρο 15: Παροχή τεχνικής στήριξης στο γεωργικό τομέα

Καλυπτόμενοι τομείς: Γεωργία: αροτραίες καλλιέργειες και κτηνοτροφία.

Δεν αναφέρονται επιμέρους τομείς

Όνομα και διεύθυνση της αρχής που χορηγεί την ενίσχυση:

Občina Bovec

Trg golobarskih žrtev 8

SLO-5230 Bovec

Διεύθυνση στο διαδίκτυο: http://www.uradni-list.si/1/ulonline.jsp?urlid=200752&dhid=89919

Άλλες πληροφορίες: Ενίσχυση χορηγούμενη δυνάμει του μέτρου για διατήρηση παραδοσιακών τοπίων και κτιρίων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 άρθρο 5 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο. Η χρηματοδότηση επενδύσεων με δημοτικούς πόρους καλύπτει μέχρι και 100 % μόνο έκτακτες δαπάνες λόγω χρησιμοποίησης παραδοσιακών υλικών.

Οι δημοτικοί κανόνες ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής, αναφορικά με τα μέτρα που θα λάβει η δημοτική αρχή και τις γενικές διατάξεις που θα εφαρμόσει (διαδικασία κατανομής ενισχύσεων, συσσώρευση ενισχύσεων, διαφάνεια και παρακολούθηση των ενισχύσεων).

Όνομα αρμόδιου υπαλλήλου

Danijel Krivec

župan

Αριθμός ενίσχυσης: XA 153/07

Κράτος μέλος: Δημοκρατία της Σλοβενίας

Περιφέρεια: Območje občine Dobrova – Polhov Gradec

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της επιχείρησης που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Programi razvoja podeželja v občini Dobrova – Polhov Gradec 2007-2013

Νομική βάση: Pravilnik o ukrepih za razvoj podeželja na območju Občine Dobrova — Polhov Gradec od leta 2007 do leta 2013 (2. Poglavje) Uradni list 53/07, 15.6.2007

Προγραμματισμένη ετήσια δαπάνη βάσει του καθεστώτος ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην επιχείρηση: Η προγραμματισμένη μέση ετήσια δαπάνη για την περίοδο 2007-13 ανέρχεται σε 64 000 EUR.

Το συνολικό ύψος χορηγούμενης ενίσχυσης για την περίοδο 2007-13 ανέρχεται κατά μέσον όρο σε 450 000 EUR

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Η ένταση της ενίσχυσης για τα μεμονωμένα μέτρα που απαριθμούνται στη συνέχεια είναι σύμφωνη με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής. Εφαρμόζονται επίσης οι κανόνες σχετικά με τα ανώτατα όρια των ενισχύσεων (επενδύσεις σε γεωργικές επιχειρήσεις).

μέχρι ποσοστό 40 % των επιλέξιμων δαπανών σε μειονεκτικές περιοχές και μέχρι 30 % των επιλέξιμων δαπανών για επενδύσεις σε άλλες περιοχές,

μέχρι ποσοστό 50 % των επιλέξιμων δαπανών για επενδύσεις στην πρωτογενή παραγωγή σε μειονεκτικές περιοχές ή μέχρι 40 % σε άλλες περιοχές όταν ο δικαιούχος είναι νεαρός αγρότης, αρκεί η επένδυση να γίνει μέσα στα πέντε πρώτα χρόνια μετά την εγκατάστασή του.

Σκοπός της ενίσχυσης για επένδυση είναι η αποκατάσταση μιας γεωργικής εκμετάλλευσης, η αγορά εξοπλισμού γεωργικής παραγωγής, η επένδυση σε μόνιμες καλλιέργειες και βοσκοτόπους, οι γεωργικές βελτιώσεις και ιδιωτικές επενδύσεις σε γεωργική εκμετάλλευση.

επενδύσεις διαφύλαξης κληρονομιάς η οποία δεν παρουσιάζει παραγωγικό ενδιαφέρον: μέχρι 50 % των επιλέξιμων δαπανών για επένδυση σε μειονεκτικές περιοχές ή μέχρι 40 % σε άλλες περιοχές,

μέχρι 60 % των επιλέξιμων δαπανών για επενδύσεις διαφύλαξης κληρονομιάς που έχει παραγωγικό ενδιαφέρον, π.χ. γεωργικών κατασκευών, σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, υπό τον όρο ότι η επένδυση δεν θα οδηγήσει σε αύξηση του παραγωγικού δυναμικού,

το ύψος της ενίσχυσης για την κάλυψη έκτακτων δαπανών που προκύπτουν ως αποτέλεσμα χρησιμοποίησης παραδοσιακών υλικών σε μειονεκτικές περιοχές μπορεί να ανέλθει μέχρι 60 % των επιλέξιμων δαπανών (για επενδύσεις διαφύλαξης κληρονομιάς που δεν παρουσιάζει παραγωγικό ενδιαφέρον).

μέχρι 100 % των δαπανών για εκπαίδευση και κατάρτιση αγροτών, συμβουλευτικές υπηρεσίες, εκδόσεις, διοργάνωση φόρουμ, διαγωνισμών, εκθέσεων, εμποροπανηγύρεων, ως επιδοτούμενες υπηρεσίες· η ενίσχυση δεν περιλαμβάνει άμεση χρηματική καταβολή σε παραγωγούς

Ημερομηνία εφαρμογής: Ιούλιος 2007 (ή την ημερομηνία που θα τεθούν σε ισχύ οι κανόνες)

Διάρκεια του καθεστώτος ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2013

Στόχος της ενίσχυσης: Στήριξη ΜΜΕ

Παραπομπή σε άρθρα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής και επιλέξιμες δαπάνες: Το κεφάλαιο II των κανόνων που διέπουν τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης στον δήμο Dobrova — Polhov Gradec για την περίοδο 2007-13 περιλαμβάνει μέτρα τα οποία συνιστούν κρατική ενίσχυση σύμφωνα με τα ακόλουθα άρθρα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 (ΕΕ L 358 της 16.12.2006, σ. 3):

άρθρο 4: Επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις,

άρθρο 5: Διατήρηση παραδοσιακών τοπίων και κτιρίων,

άρθρο 15: Παροχή τεχνικής στήριξης στο γεωργικό τομέα

Καλυπτόμενοι τομείς: Γεωργία: αροτραίες καλλιέργειες και κτηνοτροφία

Όνομα και διεύθυνση της αρχής που χορηγεί την ενίσχυση:

Občina Dobrova – Polhov Gradec

Ulica Vladimirja Dolničarja 2

SLO-1356 Dobrova

Διεύθυνση στο διαδίκτυο: http://www.uradni-list.si/1/ulonline.jsp?urlid=200753&dhid=89975

Λοιπές πληροφορίες: Για το μέτρο της διατήρησης παραδοσιακών τοπίων και κτιρίων, ο Δήμος προβλέπει αυξημένη στήριξη για χρησιμοποίηση παραδοσιακών υλικών στο πλαίσιο επενδύσεων διαφύλαξης κληρονομιάς χωρίς παραγωγικό ενδιαφέρον (10 % σε μειονεκτικές περιοχές και 20 % σε άλλες), υπό τον όρο ότι τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής.

Οι δημοτικοί κανόνες ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής, αναφορικά με τα μέτρα που θα λάβει η δημοτική αρχή και τις γενικές διατάξεις που θα εφαρμόσει (διαδικασία κατανομής ενισχύσεων, συσσώρευση ενισχύσεων, διαφάνεια και παρακολούθηση των ενισχύσεων).

Όνομα αρμόδιου υπαλλήλου

Mateja Tavčar

Γενικός Γραμματέας

Αριθμός ενίσχυσης: XA 154/07

Κράτος μέλος: Γερμανία

Περιφέρεια: Niedersachsen

Τίτλος του καθεστώτος ενισχύσεων ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Förderung nicht investiver Projekte im Bereich von landwirtschaftlichen Qualitätserzeugnissen aus ökologischem Landbau (VO (EWG) Nr. 2092/91). Durchführung durch das Kompetenzzentrum Ökolandbau Niedersachsen (KÖN)

Νομική βάση: Erlass des ML zur Förderung nicht investiver Projekte im Bereich von landwirtschaftlichen Qualitätserzeugnissen aus ökologischem Landbau (VO (EWG) Nr. 2092/91). Durchführung durch das Kompetenzzentrum Ökolandbau Niedersachsen (KÖN); Landeshaushaltsordnung Niedersachsen

Ετήσιες δαπάνες που έχουν προγραμματιστεί στο πλαίσιο του καθεστώτος ενισχύσεων ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στην εταιρεία: Περίπου 8 έργα ανά έτος. Αναμενόμενο συνολικό κόστος των έργων 400 000 έως 500 000 EUR, μέγιστο ετήσιο ποσό ανά έργο ή ανά δικαιούχο 100 000 EUR

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης: Έως ποσοστό 100 % των επιλέξιμων δαπανών

Ημερομηνία εφαρμογής: Έναρξη της ενίσχυσης μετά τη λήξη της ενίσχυσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1257/1999, έγκριση από το 2007

Διάρκεια του καθεστώτος ενισχύσεων ή της χορήγησης μεμονωμένης ενίσχυσης: Τέλος του καθεστώτος και τελευταία πληρωμή τον Δεκέμβριο του 2010

Στόχος της ενίσχυσης: Ενίσχυση μη επενδυτικών έργων στον τομέα των γεωργικών ποιοτικών προϊόντων βιολογικής καλλιέργειας [κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91]. Υλοποίηση από το κέντρο αριστείας Kompetenzzentrum Ökolandbau Niedersachsen (KÖN). Δικαιούχοι της εν λόγω ενίσχυσης είναι μικρές και μεσαίες γεωργικές εκμεταλλεύσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής γεωργικών προϊόντων με βιολογική καλλιέργεια ή μικρές και μεσαίες γεωργικές εκμεταλλεύσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής γεωργικών προϊόντων και προτίθενται να στραφούν στον βιολογικό τρόπο παραγωγής.

Τα έργα καλύπτουν τα εξής:

Γενική παρακολούθηση της εξέλιξης της αγοράς βιολογικής καλλιέργειας [άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006]

Εφαρμογή συστημάτων διασφάλισης της ποιότητας [άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006]

Εκπαίδευση και κατάρτιση κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων καθώς και παροχή συμβουλών σε θέματα βιολογικής καλλιέργειας ή για τη στροφή στη βιολογική καλλιέργεια οι οποίες δεν συνιστούν διαρκή ή περιοδική δραστηριότητα [άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχεία α) και γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006]

Φόρα ανταλλαγής γνώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, διαγωνισμούς, εμπορικές εκθέσεις και πανηγύρεις [άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006]

Εκλαΐκευση της επιστημονικής γνώσης και τεκμηριωμένες πληροφορίες για συστήματα ποιότητας [άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006].

Δημοσιεύσεις [άρθρο 15 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006]

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Τα έργα θα είναι διατομεακά και θα ληφθούν υπόψη, στο βαθμό που είναι δυνατόν, όλοι οι δραστηριοποιούμενοι στην πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων

Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Niedersächsisches Ministerium für den ländlichen Raum, Ernährung, Landwirtschaft und Verbraucherschutz

Calenberger Str. 2

D-30169 Hannover, Referat 107.2

Διεύθυνση στο Διαδίκτυο: http://www.ml.niedersachsen.de/master/C659683_N8970_L20_D0_I655.html

(μη επενδυτικά έργα)

Άλλες πληροφορίες:

Niedersächsisches Ministerium für den ländlichen Raum, Ernährung, Landwirtschaft und Verbraucherschutz

Calenberger Str. 2

D-30169 Hannover

Dr. Schrörs

Τμηματάρχης

Αριθ. ενίσχυσης: XA 155/07

Κράτος μέλος: Δημοκρατία της Σλοβενίας

Περιφέρεια: Območje občine Radeče

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της εταιρείας που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Finančne pomoči v kmetijstvu iz proračuna občine Radeče

Νομική βάση: Pravilnik o dodeljevanju državnih pomoči za ohranjanje in razvoj kmetijstva in podeželja v občini Radeče

Προβλεπόμενες ετήσιες δαπάνες στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στη δικαιούχο επιχείρηση:

 

2007: 17 944 EUR

 

2008: 19 195 EUR

 

2009: 19 300 EUR

 

2010: 19 600 EUR

 

2011: 20 000 EUR

 

2012: 20 300 EUR

 

2013: 20 500 EUR

Μέγιστη ένταση των ενισχύσεων:

1.   Επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις για σκοπούς πρωτογενούς παραγωγής:

μέχρις 50 % του επιλέξιμου κόστους στις μειονεκτικές περιοχές,

μέχρις 40 % του επιλέξιμου κόστους στις υπόλοιπες περιοχές.

Οι ενισχύσεις προορίζονται για επενδύσεις ανακαίνισης στοιχείων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, για την αγορά εξοπλισμού που χρησιμοποιείται στη γεωργική παραγωγή καθώς και για επενδύσεις στις μόνιμες καλλιέργειες, την ανάκτηση γεωργικών εκτάσεων και τη διευθέτηση βοσκότοπων και προσβάσεων σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις.

2.   Διαφύλαξη παραδοσιακών τοπίων και κτιρίων:

μέχρις 100 % των πραγματικών δαπανών για τις επενδύσεις σε μη-παραγωγικά στοιχεία,

μέχρις 60 % των πραγματικών δαπανών, ή 75 % στις μειονεκτικές περιοχές, για τις επενδύσεις στα μέσα γεωργικής παραγωγής, υπό τον όρο ότι η επένδυση δεν οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας,

πρόσθετη ενίσχυση μπορεί να χορηγηθεί σε ποσοστό μέχρις 100 % ώστε να καλυφθεί το επιπλέον κόστος από τη χρήση παραδοσιακών υλικών αναγκαίων για τη διαφύλαξη των παραδοσιακών χαρακτηριστικών του κτιρίου.

3.   Μετεγκατάσταση, προς το δημόσιο συμφέρον, κτιρίων γεωργικών εκμεταλλεύσεων:

μέχρις 100 % των πραγματικών δαπανών, όταν η μετεγκατάσταση συνίσταται απλώς στην αποσυναρμολόγηση, τη μετακίνηση και την ανακατασκευή υφιστάμενων εγκαταστάσεων,

όταν η μετεγκατάσταση έχει ως αποτέλεσμα να αποκομίσει οφέλη ο γεωργός από πλέον σύγχρονες εγκαταστάσεις, ο γεωργός οφείλει να συμβάλει τουλάχιστον κατά ποσοστό 60 % ή 50 % στις μειονεκτικές περιοχές, της αύξησης της τιμής των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων μετά την μετεγκατάσταση. Εάν ο δικαιούχος είναι νέος γεωργός, η συμμετοχή αυτή πρέπει να είναι τουλάχιστον το 45 % ή το 55 %, αντιστοίχως,

στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, ως αποτέλεσμα της μετεγκατάστασης, αυξάνεται η παραγωγική δυναμικότητα, ο γεωργός οφείλει να συμβάλει σε ποσοστό 60 % τουλάχιστον, ή κατά 50 % στις μειονεκτικές περιοχές, του κόστους που συναρτάται με την αύξηση της δυναμικότητας. Εάν ο δικαιούχος είναι νέος γεωργός, η εν λόγω συνεισφορά πρέπει να είναι τουλάχιστον 55 % ή 45 %, αντιστοίχως.

4.   Ενισχύσεις για την πληρωμή ασφαλίστρων:

η δημοτική χρηματοδοτική ενίσχυση συμπληρώνει τη συγχρηματοδότηση των ασφαλίστρων από τον εθνικό προϋπολογισμό μέχρις ποσοστού 50 % του επιλέξιμου κόστους των ασφαλίστρων για την ασφάλιση των καλλιεργειών και προϊόντων έναντι αντίξοων καιρικών συνθηκών που μπορούν να εξομοιωθούν με φυσικές καταστροφές και για την ασφάλιση των ζώων κατά των κινδύνων θανάτου λόγω ασθενείας.

5.   Ενισχύσεις για αναδασμό:

μέχρις 100 % του πραγματικού κόστους δικαστικών και διοικητικών διαδικασιών.

6.   Ενισχύσεις για την ενθάρρυνση της παραγωγής γεωργικών προϊόντων ποιότητας:

μέχρις 100 % του πραγματικού κόστους, χορηγούμενων υπό μορφήν επιχορηγούμενων υπηρεσιών· οι ενισχύσεις αυτές δεν πρέπει να εμπλέκουν άμεσες χρηματικές πληρωμές στους παραγωγούς.

7.   Τεχνική στήριξη στον γεωργικό τομέα:

μέχρις 100 % του κόστους για την κατάρτιση και εκπαίδευση γεωργών, για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών από τρίτα μέρη, για την οργάνωση φόρουμ που αποσκοπούν στην ανταλλαγή γνώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, διαγωνισμών, εκθέσεων και αγορών, για τη διάδοση επιστημονικών ευρημάτων και για τη χρηματοδότηση δημοσιεύσεων. Η ενίσχυση δεν πρέπει να εμπλέκει άμεσες χρηματικές αλλαγές στους παραγωγούς

Ημερομηνία εφαρμογής: Ιούλιος 2007 (ή η ημερομηνία κατά την οποία οι κανονιστικές ρυθμίσεις τίθενται σε ισχύ)

Διάρκεια του καθεστώτος ενίσχυσης ή των μεμονωμένων ενισχύσεων: Η ενίσχυση μπορεί να χορηγείται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013

Στόχος της ενίσχυσης: Η στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ)

Παραπομπή σε άρθρα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής και επιλέξιμο κόστος: Το κεφάλαιο ΙΙ του δημοτικού κανονισμού για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για προγράμματα γεωργικής ανάπτυξης στο Δήμο του Radeče, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που συνιστούν κρατική ενίσχυση σύμφωνα με τα ακόλουθα άρθρα του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 (ΕΕ L 358 της 16.12.2003, σ. 3):

άρθρο 4: επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις με σκοπό την πρωτογενή παραγωγή,

άρθρο 5: διατήρηση παραδοσιακών τοπίων και κτιρίων,

άρθρο 6: μετεγκατάσταση αγροτικών κτιρίων για λόγους δημοσίου συμφέροντος,

άρθρο 12: ενισχύσεις για την πληρωμή ασφαλίστρων,

άρθρο 13: ενισχύσεις αναδασμού,

άρθρο 14: ενισχύσεις για την ενθάρρυνση της παραγωγής γεωργικών προϊόντων ποιότητας,

άρθρο 15: παροχή τεχνικής υποστήριξης

Σχετικός(-οί) τομέας(-είς): Γεωργία

Όνομα και διεύθυνση των αρχών που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση της ενίσχυσης:

Občina Radeče

Milana Majcna 1

SLO-1433 Radeče

Διεύθυνση στο διαδίκτυο: http://www.uradni-list.si/1/ulonline.jsp?urlid=200760&dhid=90457

Άλλες πληροφορίες: Οι ενισχύσεις για την κάλυψη των ασφαλίστρων στο πλαίσιο της ασφάλισης της σοδειάς και τον προϊόντων περιλαμβάνουν τα ακόλουθα δυσμενή καιρικά φαινόμενα που μπορούν να εξομοιωθούν με θεομηνία: εαρινός παγετός, χαλάζι, κεραυνοί, πυρκαγιά που προκαλείται από κεραυνό, θύελλες και πλημμύρες.

Οι δημοτικές ρυθμίσεις πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να θεσπιστούν από τους δήμους και τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις εφαρμογής (διαδικασία χορήγησης των ενισχύσεων, σώρευση, διαφάνεια και έλεγχος)

Αριθμός ενίσχυσης: XA 156/07

Κράτος μέλος: Δημοκρατία της Σλοβενίας

Περιφέρεια: Območje Mestne občine Nova Gorica

Τίτλος του καθεστώτος ενίσχυσης ή επωνυμία της επιχείρησης που λαμβάνει μεμονωμένη ενίσχυση: Podpore programom razvoja kmetijstva v Mestni občini Nova Gorica 2007-2013

Νομική βάση: Pravilnik o dodeljevanju finančnih pomoči za programe in investicije v kmetijstvu v Mestni občini Nova Gorica

Προβλεπόμενες ετήσιες δαπάνες στο πλαίσιο του καθεστώτος ενίσχυσης ή συνολικό ποσό της μεμονωμένης ενίσχυσης που χορηγείται στη δικαιούχο επιχείρηση: Οι μέσες ετήσιες προβλεπόμενες δαπάνες για την περίοδο 2007-2013 είναι 55 188 EUR

Μέγιστη ένταση της ενίσχυσης:

1.   επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις για πρωτογενή παραγωγή:

μέχρις 50 % του επιλέξιμου κόστους στις μειονεκτικές περιοχές και μέχρις 40 % του επιλέξιμου κόστους για επενδύσεις σε άλλες περιοχές.

Σκοπός της ενίσχυσης είναι η διενέργεια επενδύσεων για τη διαχείριση γεωργικών εκτάσεων, για προσβάσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις και βοσκότοπους και για επενδύσεις σε εξοπλισμό γεωργικής παραγωγής.

2.   Ενισχύσεις για την πληρωμή ασφαλίστρων:

η ενίσχυση του δήμου συμπληρώνει την εθνική συγχρηματοδότηση μέχρι ποσοστού 50 % των επιλέξιμων δαπανών για ασφάλιστρα στο πλαίσιο της ασφάλισης καλλιεργειών και προϊόντων έναντι αντίξοων καιρικών συνθηκών και, όσον αφορά το ζωικό κεφάλαιο, έναντι των ασθενειών, καλύπτοντας τη διαφορά μεταξύ του ύψους της συγχρηματοδότησης των ασφαλίστρων από τον εθνικό προϋπολογισμό.

3.   Ενισχύσεις αναδασμού:

μέχρις ποσοστού 100 % των επιλέξιμων δαπανών για την κάλυψη του κόστους των δικαστικών και διοικητικών διαδικασιών.

4.   Ενισχύσεις για την ενθάρρυνση της παραγωγής γεωργικών προϊόντων ποιότητας:

μέχρις ποσοστού 100 % των επιλέξιμων δαπανών υπό μορφήν επιδότησης υπηρεσιών.

5.   Τεχνική στήριξη στον γεωργικό τομέα

μέχρις ποσοστού 100 % των επιλέξιμων δαπανών για την εκπαίδευση και κατάρτιση των γεωργών, τη διοργάνωση φόρουμ, διαγωνισμών, εκθέσεων, για δημοσιεύσεις, τη δημοσίευση καταλόγων, τη δημιουργία σελίδων στο διαδίκτυο και τη διάδοση επιστημονικών γνώσεων. Η ενίσχυση λαμβάνει τη μορφή επιδότησης υπηρεσιών και δεν πρέπει να περιλαμβάνει άμεση καταβολή χρηματικών ποσών σε παραγωγούς

Ημερομηνία έναρξης εφαρμογής: Ιούλιος 2007 (ή ημερομηνία έναρξης ισχύος των κανόνων)

Διάρκεια του καθεστώτος ενισχύσεων ή της μεμονωμένης ενίσχυσης: Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013

Στόχος της ενίσχυσης: Ενίσχυση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ)

Σχετικός τομέας: Γεωργία

Ονομασία και διεύθυνση της χορηγούσας αρχής:

Mestna občina Nova Gorica

Trg E. Kardelja 1

SLO-5000 Nova Gorica

Διεύθυνση στο διαδίκτυο: http://www.uradni-list.si/1/ulonline.jsp?urlid=200760&dhid=90451

Άλλες πληροφορίες: Οι ενισχύσεις για την κάλυψη των ασφαλίστρων στο πλαίσιο της ασφάλισης της σοδειάς και των προϊόντων περιλαμβάνουν τα ακόλουθα δυσμενή καιρικά φαινόμενα που μπορούν να εξομοιωθούν με θεομηνία: εαρινός παγετός, χαλάζι, κεραυνοί, πυρκαγιά που προκαλείται από κεραυνό, θύελλες, πλημμύρες.

Οι γνωστές ρυθμίσεις πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1857/2006 της Επιτροπής σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να θεσπιστούν από τους δήμους και τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις εφαρμογής (διαδικασία χορήγησης των ενισχύσεων, σώρευση, διαφάνεια και έλεγχος).

Tatjana Gregorčič

Προϊσταμένη τμήματος οικονομικών


V Γνωστοποιήσεις

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO)

12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/21


ΠΡΟΚΉΡΥΞΗ ΓΕΝΙΚΏΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΏΝ OHIM/AD/01-02/07 ΚΑΙ OHIM/AST/01-02/07

(2007/C 300/12)

Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO) διοργανώνει, εξ ονόματος του Γραφείου Εναρμόνισης στην Εσωτερική Αγορά (Σήματα, Σχέδια και Υποδείγματα) (στο εξής «OHMI»), τους ακόλουθους γενικούς διαγωνισμούς:

OHIM/AD/01/07 — Υπάλληλοι διοίκησης (AD6) βουλγαρικής, κυπριακής, εσθονικής, ουγγρικής, λετονικής, λιθουανικής, μαλτέζικης, πολωνικής, ρουμανικής, σλοβακικής, σλοβενικής ή τσεχικής ιθαγένειας στον τομέα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας·

OHIM/AD/02/07 — Υπάλληλοι διοίκησης (AD6) στον τομέα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας·

OHIM/AST/01/07 — Βοηθοί (AST3) βουλγαρικής, κυπριακής, εσθονικής, ουγγρικής, λετονικής, λιθουανικής, μαλτέζικης, πολωνικής, ρουμανικής, σλοβακικής, σλοβενικής ή τσεχικής ιθαγένειας στον τομέα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας·

OHIM/AST/02/07 — Βοηθοί (AST3) στον τομέα της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

Οι προκηρύξεις των διαγωνισμών δημοσιεύονται μόνο στα γερμανικά, στα αγγλικά και στα γαλλικά στην Επίσημη Εφημερίδα C 300 A της 12ης Δεκεμβρίου 2007.

Περισσότερες πληροφορίες δημοσιεύονται στο δικτυακό τόπο της EPSO http://europa.eu/epso.


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Επιτροπή

12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/22


ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΝΊΣΧΥΣΗ — ΠΟΛΩΝΊΑ

Κρατική ενίσχυση C 34/07 (ex N 93/06) — Καθιέρωση καθεστώτος φορολόγησης κατ' αποκοπή, βάσει της χωρητικότητας, για τις θαλάσσιες μεταφορές

Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων κατ' εφαρμογήν του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 300/13)

Με επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 που αναδημοσιεύεται στην αυθεντική γλώσσα του κειμένου της επιστολής στις σελίδες που ακολουθούν την παρούσα περίληψη, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Δημοκρατία της Πολωνίας την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, σχετικά με την προαναφερθείσα ενίσχυση.

Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας ενός μηνός από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας περίληψης και της επιστολής που ακολουθεί, στην εξής διεύθυνση:

European Commission

Directorate-General for Energy and Transport

Directorate A — Unit 4

B-1049 Brussels

Φαξ (32-2) 296 12 42.

Οι παρατηρήσεις αυτές θα κοινοποιηθούν στη Δημοκρατία της Πολωνίας. Το απόρρητο της ταυτότητας του ενδιαφερόμενου μέρους που υποβάλλει τις παρατηρήσεις μπορεί να ζητηθεί γραπτώς, με μνεία των σχετικών λόγων.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ

1.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

1.1.   Τίτλος

Φορολόγηση βάσει της χωρητικότητας

1.2.   Περιγραφή του κοινοποιηθέντος μέτρου

Ο φόρος βάσει της χωρητικότητας θεωρείται ότι αντικαθιστά για τους πλοιοκτήτες που ασχολούνται με διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές τον εταιρικό φόρο ή το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων με ένα κατ' αποκοπήν ποσό που υπολογίζεται βάσει της χωρητικότητας του στόλου που χρησιμοποιείται. Η φορολογητέα βάση θα καθορίζεται εφαρμόζοντας, για κάθε ένα από τα πλοία του πλοιοκτήτη, έναν φθίνοντα συντελεστή από 0,50 ευρώ έως 0,10 ευρώ ανά 100 NT της χωρητικότητάς του.

Οι επιλέξιμες δραστηριότητες θα είναι οι διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές, οι επιχειρήσεις διάσωσης στη θάλασσα και οι δραστηριότητες ρυμούλκησης, υπό τον όρο ότι τα ρυμουλκά παράγουν περισσότερο από το 50 % των εσόδων τους από υπηρεσίες ρυμούλκησης εκτός από τη ρυμούλκηση από ή προς έναν λιμένα ή έντός ενός, καθώς και οι βυθοκόροι και οι εργασίες βυθοκόρησης, υπό τον όρο ότι οι βυθοκόροι παράγουν περισσότερο από το 50 % των εσόδων τους από τη θαλάσσια μεταφορά των εξαγομένων υλικών.

Ο φόρος βάσει της χωρητικότητας καλύπτει επίσης διάφορες βοηθητικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών για τη διαχείριση των πλοίων, των πληρωμάτων και των εισοδημάτων που προέρχονται από τη ναύλωση των πλοίων.

Επιπλέον, οι πλοιοκτήτες που υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, έχουν το δικαίωμα να εκπίπτουν τις εισφορές ασφάλισης υγείας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης από το ποσό και τη βάση του φόρου βάσει της χωρητικότητας, αντίστοιχα.

2.   ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

Το κοινοποιηθέν καθεστώς αποτελεί σαφώς κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

3.   ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

Η Επιτροπή έχει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα των ακόλουθων χαρακτηριστικών του κοινοποιηθέντος καθεστώτος με την κοινή αγορά και, επομένως, αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (1):

η κάλυψη από το φόρο βάσει της χωρητικότητας των φυσικών — ή νομικών — προσώπων που υπόκεινται σε φόρο ατομικού εισοδήματος,

η δυνατότητα που παρέχεται στα εν λόγω πρόσωπα, εάν φαίνεται ότι ο φόρος χωρητικότητας μπορεί επίσης να αποτελέσει υποκατάστατο του φόρου ατομικού εισοδήματος, να εκπίπτουν τις εισφορές ασφάλισης υγείας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης από το ποσό του φόρου και τη φορολογήσιμη βάση τους, αντίστοιχα,

η υποχρέωση που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις που επιλέγουν να φορολογούνται βάσει της χωρητικότητας να παραμείνουν στο καθεστώς φορολόγησης βάσει της χωρητικότητας για ελάχιστη περίοδο μόνον 5 ετών,

η δυνατότητα που παρέχεται στις επιχειρήσεις που επιλέγουν να φορολογούνται βάσει της χωρητικότητας να υπαγάγουν σε φορολόγηση βάσει της χωρητικότητας τα πλοία για τα οποία δεν καλύπτουν σωρευτικά, για δικό τους λογαριασμό ή για λογαριασμό ενός τρίτου, τις εξής τρεις λειτουργίες: την εμπορική διαχείριση των πλοίων, την τεχνική τους διαχείριση και τη διαχείριση των πληρωμάτων, για χωρητικότητα που υπερβαίνει το τετραπλάσιο της χωρητικότητας των πλοίων για τα οποία τις καλύπτουν,

η ένταξη στο καθεστώς φορολόγησης βάσει της χωρητικότητας των ρυμουλκών ή/και των βυθοκόρων, όταν τα πλοία αυτά παρέχουν υπηρεσίες που συνιστούν θαλάσσιες μεταφορές για λιγότερο από το μισό του λειτουργικού χρόνου τους κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους,

οι απαιτήσεις όσον αφορά τη στρατηγική διαχείριση και την τεχνική διαχείριση, σύμφωνα με τις οποίες όλες οι βασικές αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται στην Πολωνία και το ανώτερο προσωπικό, η έδρα και το διοικητικό συμβούλιο καθώς και το επιχειρησιακό συμβούλιο πρέπει να βρίσκονται στην Πολωνία θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα δημιουργίας διακρίσεων με βάαση την ιθαγένεια και να θέσουν περιορισμούς της ελευθερίας εγκατάστασης για τους πλοιοκτήτες που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος εάν επιθυμούν να επωφεληθούν από το μέτρο με δευτερεύουσα εγκατάσταση στην Πολωνία.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ

«1.   PROCEDURA

(1)

Pismem z dnia 1 lutego 2006 r. (2) Polska zgłosiła Komisji zamiar wprowadzenia systemu podatku tonażowego. Sprawa została zarejestrowana pod numerem N 93/06.

(2)

W pismach z dnia 9 marca, 7 września i 14 listopada 2006 r. oraz 11 kwietnia 2007 r. (3) służby Komisji zwróciły się z prośbą o udzielenie dodatkowych wyjaśnień. W odpowiedziach z dnia 13 kwietnia, 9 i 16 maja 2006 r., 5 stycznia oraz 6 czerwca 2007 r. (4) władze polskie przekazały informacje, o które zostały poproszone. Dodatkowo dnia 19 stycznia 2007 r. miało miejsce spotkanie na szczeblu technicznym.

2.   SZCZEGÓŁOWY OPIS ŚRODKÓW POMOCY

2.1.   Tytuł

(3)

Podatek tonażowy

2.2.   Streszczenie

(4)

Podatek tonażowy to nowy podatek, który obejmuje armatorów prowadzących działalność w międzynarodowej żegludze morskiej. Armatorzy spełniający pewne kryteria (patrz ppkt 2.7 — Kryteria kwalifikacji) mogą w przeciągu następnych trzech lat dokonać wyboru opodatkowania podatkiem tonażowym. W odniesieniu do armatora, który złożył wniosek o objęcie go podatkiem tonażowym i któremu organy podatkowe przyznały prawo do tej formy opodatkowania (zwanego dalej »armatorem opodatkowanym podatkiem tonażowym«), roczne opodatkowanie przychodu z udziału w międzynarodowym transporcie morskim statków objętych podatkiem tonażowym będzie obliczane na zasadzie ryczałtu liczonego na podstawie pojemności netto posiadanej przez niego floty.

2.3.   System podatku tonażowego

(5)

Polski system opodatkowania podatkiem tonażowym został wprowadzony przez Ustawę o podatku tonażowym z dnia 24 sierpnia 2006 r. (5) Powinien on wejść w życie z mocą wsteczną od dnia 1 stycznia 2007 r., gdy tylko zostanie zatwierdzony przez Komisję.

(6)

Według władz polskich zgłoszona Ustawa o podatku tonażowym została przygotowana na podstawie analizy istniejących systemów podatku tonażowego obowiązujących w Niemczech, Zjednoczonym Królestwie, Belgii i Niderlandach oraz po konsultacjach z armatorami.

(7)

Ustawa o podatku tonażowym pozwala armatorom opodatkowanym podatkiem tonażowym na zwolnienie z obowiązku dokonywania wpłat z zysku, o których mowa w Ustawie z dnia 31 stycznia 1989 r. o gospodarce finansowej przedsiębiorstw państwowych (6) oraz w Ustawie z dnia 1 grudnia 1995 r. o wpłatach z zysku przez jednoosobowe spółki Skarbu Państwa (7), w zakresie przychodów z działalności opodatkowanej tym podatkiem.

(8)

Zgodnie z art. 5 Ustawy o podatku tonażowym, w odniesieniu do każdego statku objętego podatkiem tonażowym dobową stawkę w odniesieniu do przychodów z działalności kwalifikującej się do objęcia opodatkowaniem ustala się na zasadzie zryczałtowanej stawki w zależności od pojemności netto statku od każdych 100 NT i na każdy rozpoczęty dzień, niezależnie od tego czy statek jest w eksploatacji, czy nie:

Pojemność netto statku

Stawki do obliczenia dochodu

Do 1 000 NT

Równowartość 0,5 euro za każde 100 NT

Od 1001 do 10 000 NT

Równowartość 0,35 euro za każde 100 NT

Od 10 001 do 25 000 NT

Równowartość 0,20 euro za każde 100 NT

Od 25 001 NT

Równowartość 0,10 euro za każde 100 NT

(9)

Dla celów obliczeniowych pojemność netto statku zaokrągla się w następujący sposób: pojemność mniejszą niż 50 NT pomija się, a pojemność 50 i więcej podwyższa się do pełnych 100 NT.

(10)

Należną kwotę podatku tonażowego oblicza się od podstawy opodatkowania, którą stanowi wysokość dochodu obliczanego jak wskazano powyżej i która podlega opodatkowaniu normalną 19 % stawką podatku dochodowego od osób prawnych aktualnie obowiązującego w Polsce lub podatku dochodowego od osób fizycznych, zależnie od tego, czy armator opodatkowany podatkiem tonażowym normalnie podlega opodatkowaniu podatkiem od osób prawnych, czy podatkiem dochodowym od osób fizycznych.

(11)

Kwota podatku tonażowego będzie obliczana w EUR, a płacona w PLN po przeliczeniu według średniego kursu EUR ogłaszanego przez Narodowy Bank Polski z ostatniego miesiąca, za który jest obliczany podatek tonażowy. Należną kwotę podatku tonażowego oblicza się bez pomniejszania dochodu o koszty jego uzyskania.

(12)

Zgodnie z art. 8 Ustawy o podatku tonażowym przychody uzyskane przez armatora będącego podatnikiem podatku tonażowego ze sprzedaży statku, w części niewykorzystanej na nabycie własności, remont, modernizację lub przebudowę innego statku, w okresie 3 lat od dnia sprzedaży, nie będą podlegać opodatkowaniu podatkiem tonażowym, lecz stawką ryczałtową w wysokości 15 %.

(13)

Osoby fizyczne lub osoby będące wspólnikami spółki osobowej podlegające opodatkowaniu podatkiem dochodowym od osób fizycznych korzystają ze specjalnych dodatkowych środków. Przysługuje im prawo do odliczenia:

od kwoty podatku tonażowego, kwoty składki na ubezpieczenie zdrowotne określonej w Ustawie z dnia 27 sierpnia 2004 r. o świadczeniach opieki zdrowotnej finansowanych ze środków publicznych (8), zapłaconej przez nich bezpośrednio w odnośnym roku podatkowym (art. 6 Ustawy o podatku tonażowym); oraz

od podstawy opodatkowania podatkiem tonażowym, kwoty składek na ubezpieczenia społeczne określonych w Ustawie z dnia 13 października 1998 r. o systemie ubezpieczeń społecznych (9), zapłaconych przez nich bezpośrednio w odnośnym roku podatkowym (art. 4 ust. 3 Ustawy o podatku tonażowym).

(14)

Kwota składek na ubezpieczenia społeczne podlegająca odliczeniu nie może przekroczyć podstawy opodatkowania (art. 4 ust. 3 oraz art. 4 ust. 4 Ustawy o podatku tonażowym). Kwota składki na ubezpieczenie zdrowotne, o którą zmniejsza się podatek tonażowy, nie może przekroczyć 7,75 % podstawy wymiaru tej składki. W związku z powyższym odliczenie kwoty składki na ubezpieczenie zdrowotne może anulować należną kwotę podatku tonażowego, nie może jednak sprawić, że będzie ona ujemna.

(15)

Armator opodatkowany podatkiem tonażowym musi dostarczyć odpowiednie dokumenty stwierdzające faktyczne poniesienie przez niego wydatków na cele ubezpieczenia zdrowotnego oraz ubezpieczeń społecznych.

(16)

Władze polskie wyjaśniają, że odliczenia składek na ubezpieczenia emerytalne, rentowe, chorobowe oraz wypadkowe zgodnie z art. 4 ust. 3 oraz art. 6 przysługują jedynie armatorom będącym osobami fizycznymi i tym samym nie obejmują armatorów będących osobami prawnymi. Władze polskie twierdzą, że taki system odliczeń wynika ze specyfiki funkcjonowania systemu ubezpieczeń społecznych i zdrowotnych w Polsce. Wskazały one, że system ten nie przewiduje obowiązku uiszczania składek na ubezpieczenia społeczne oraz na ubezpieczenie zdrowotne przez osoby prawne w związku z prowadzoną przez nie działalnością.

(17)

W tym zakresie, z polskiego systemu podatkowego, w szczególności z Ustawy o podatku dochodowym od osób fizycznych oraz Ustawy z dnia 20 listopada 1998 r. o zryczałtowanym podatku dochodowym od niektórych przychodów osiąganych przez osoby fizyczne (10), wynika, że w zakresie podatku dochodowego od osób fizycznych możliwe jest odliczenie składek na ubezpieczenia społeczne od podstawy opodatkowania oraz składek na ubezpieczenie zdrowotne od wysokości podatku. Zdaniem władz polskich zasadą jest kompensowanie poprzez system podatku dochodowego składek na ubezpieczenia społeczne oraz ubezpieczenie zdrowotne płaconych przez podatników (osoby fizyczne). To właśnie dlatego, według władz polskich, wprowadzona została możliwość odliczenia tego rodzaju składek od podstawy opodatkowania podatkiem tonażowym, względnie od podatku tonażowego.

(18)

Władze polskie utrzymują również, że wyłączenie możliwości kompensaty tych składek poprzez podatek tonażowy w odniesieniu do armatorów będących osobami fizycznymi stawiałoby ich w gorszej sytuacji niż innych płatników podatku dochodowego od osób fizycznych. W konsekwencji stanowiłoby to niczym nieuzasadnione zróżnicowanie sytuacji prawnej podatników w odniesieniu do możliwości odliczania składek na ubezpieczenia społeczne i zdrowotne, w zależności od formy opodatkowania. Kompensata tych składek nie jest zatem związana jedynie z podatkiem tonażowym.

(19)

Władze polskie podkreślają, że odpowiednie przepisy Ustawy o podatku tonażowym nie pozwalają na odliczenie od podatku tonażowego składek zapłaconych przez członków załogi zatrudnionych na pokładzie statków lub innych pracowników armatorów.

2.4.   Cel programu

(20)

Program opiera się na wprowadzeniu środków podatkowych na rzecz sektora gospodarki morskiej związanego z międzynarodowym transportem morskim. Ma on na celu zachęcenie do powrotu do — aktualnie prawie pustego — polskiego rejestru statków handlowych przewidywanej ilości ok. 96 statków, zwiększenie zatrudnienia wspólnotowych marynarzy oraz zatrudnienia w sektorze morskim na lądzie.

(21)

Według władz polskich, Ustawa o podatku tonażowym ma na celu zmniejszenie negatywnych skutków »przeflagowania« statków polskich armatorów pod obce bandery, takich jak:

spadek zatrudnienia w gospodarce morskiej;

utrata przez Polskę morskiego »know-how«;

dodatkowe koszty ponoszone przez kontrolę państwa portu (Port State Control) państw Unii Europejskiej przy kontroli statków polskich pływających pod »wygodnymi banderami«;

bojkotowanie polskich statków pływających pod »wygodnymi banderami« przez Międzynarodowy Związek Transportowców;

brak możliwości korzystania przez polskich armatorów z instrumentów polityki żeglugowej Unii Europejskiej, skierowanych wyłącznie do statków podnoszących bandery państw członkowskich Unii Europejskiej.

(22)

Z analiz i symulacji przeprowadzonych przez władze polskie wynika, że wprowadzenie podatku tonażowego spowoduje stopniowy powrót statków polskich pod banderę narodową, a także przyczyni się do zwiększenia wpływów do budżetu państwa z tytułu eksploatacji statków morskich przez armatorów krajowych. Zarówno każde powiększenie Polskiego Rejestru Statków, jak i każde nowe działanie w ramach żeglugi na terenie Polski przeprowadzone w celu skorzystania z proponowanego podatku, doprowadzi do zwiększenia zatrudnienia.

2.5.   Budżet

(23)

Polski system podatku tonażowego będzie finansowany przez redukcję wpływów do budżetu państwa. Niemniej jednak władze polskie nie są w stanie ocenić wysokości dochodów fiskalnych, które zostaną utracone. Szacowany dochód z podatku tonażowego wyniesie ok. 0,175 mln EUR rocznie.

2.6.   Czas trwania programu

(24)

Pismem z dnia 13 kwietnia 2006 r. władze polskie zobowiązały się do ograniczenia czasu stosowania podatku tonażowego do okresu 10 lat oraz do ponownego zgłoszenia programu po upływie tego 10-letniego okresu. W związku z tym analizowany tu program po jego zatwierdzeniu wejdzie w życie na lata 2007-2016.

2.7.   Kryteria kwalifikacji

2.7.1.   Kwalifikujące się statki

(25)

Statkiem kwalifikującym się do objęcia podatkiem jest statek morski o polskiej przynależności wykorzystywany w międzynarodowym transporcie morskim i spełniający wszystkie warunki dopuszczenia do żeglugi na morzu. Uznanie statku za statek morski wymaga uzyskania świadectwa zgodnie z Międzynarodową konwencją w sprawie linii ładunkowych lub Międzynarodową konwencją o bezpieczeństwie życia na morzu (SOLAS).

2.7.2.   Kwalifikująca się działalność

(26)

Podatek tonażowy obejmie wyłącznie armatorów prowadzących działalność polegającą na świadczeniu usług w morskiej żegludze międzynarodowej z wykorzystaniem statków o pojemności powyżej 100 GT. Działalnością kwalifikującą się do objęcia podatkiem tonażowym jest:

(i)

transport ładunków i/lub pasażerów,

(ii)

ratownictwo pełnomorskie (statki ratownicze oraz używane do transportu osób na morzu),

(iii)

holowanie pełnomorskie, pod warunkiem że co najmniej 50 % przychodów z działalności faktycznie wykonywanej w ciągu roku podatkowego przez holownik stanowią przychody uzyskane z usługi transportu morskiego innego niż holowanie do portu i z portu,

(iv)

pogłębianie, pod warunkiem, że 50 % przychodów z całości działalności faktycznie wykonywanej w ciągu roku przez pogłębiarkę stanowią przychody z transportu wydobytych materiałów na pełnym morzu.

(27)

W Ustawie o podatku tonażowym pod pojęciem żeglugi międzynarodowej należy rozumieć żeglugę morską wykonywaną między portami polskimi a portami zagranicznymi, żeglugę morską między portami zagranicznymi lub żeglugę morską między portami polskimi, pod warunkiem, że podróż ta stanowi odcinek dalszej podróży morskiej do portu zagranicznego. W związku z tym, żegluga jedynie w granicach Polski (kabotaż) nie może zostać objęta podatkiem tonażowym na podstawie obecnej Ustawy o podatku tonażowym.

(28)

Dodatkowo pewna działalność pomocnicza związana z usługami w zakresie transportu towarów lub pasażerów lub mająca na celu wspomaganie działalności głównej może również podlegać opodatkowaniu podatkiem tonażowym. Artykuł 3 ust. 2 Ustawy o podatku tonażowym wymienia działania pomocnicze, które również mogą zostać objęte podatkiem tonażowym, pod warunkiem, że mają związek ze świadczeniem kwalifikujących się usług wymienionych powyżej. Działalność pomocnicza, to działalność w zakresie:

(i)

dzierżawy i użytkowania kontenerów,

(ii)

prowadzenia działalności załadunkowej, rozładunkowej i naprawczej,

(iii)

prowadzenia terminali pasażerskich,

(iv)

sprzedaży towarów i usług na pokładzie statków pasażerskich i pasażersko-towarowych w celu ich konsumpcji na pokładzie statku,

(v)

prowadzenia działalności kantorowej na pokładzie statków pasażerskich i pasażersko-towarowych skierowanej jedynie do pasażerów statku, pod warunkiem, że taka działalność pozostaje w związku z działalnością główną,

(vi)

dowozu lądowego i morskiego ładunków i pasażerów,

(vii)

przewozu ładunków i pasażerów w transporcie multimodalnym,

(viii)

zarządu nad statkami,

(ix)

świadczenia usług agentów i maklerów morskich, usług brokerskich i usług agencji zatrudniania, związanych z załogą statku,

(x)

działalności polegającej na wynajmie, dzierżawie lub wyczarterowaniu statku.

(29)

Artykuł 3 ust. 3 Ustawy o podatku tonażowym zawiera wykaz działalności, która nie może podlegać opodatkowaniu podatkiem tonażowym:

(i)

poszukiwania, badania geologiczne oraz wydobycie zasobów mineralnych z dna morskiego,

(ii)

rybołówstwo lub przetwórstwo rybne,

(iii)

budowa portów morskich, budowa i remont infrastruktury portowej lub urządzeń portowych,

(iv)

budowa elektrowni wiatrowych,

(v)

budowa rurociągów przesyłowych na dnie morza,

(vi)

budowa dróg wodnych lub pogłębianie dna dróg i zbiorników wodnych,

(vii)

prace podwodne,

(viii)

świadczenie usług pilotowych w granicach portów morskich,

(ix)

żegluga pasażerska w granicach portów i przystani morskich,

(x)

edukacja, badania naukowe, sport lub transport rekreacyjny,

(xi)

eksploatacja statków stale zakotwiczonych lub zacumowanych, które nie posiadają zdolności żeglugowej,

(xii)

holowanie, chyba że co najmniej 50 % przychodów z działalności faktycznie wykonywanej w ciągu roku przez holownik stanowią przychody uzyskane z usługi holowania innego niż holowania do i z portu oraz w granicach portu,

(xiii)

pogłębianie, chyba że 50 % przychodów z całości działalności faktycznie wykonywanej w ciągu roku przez pogłębiarkę stanowią przychody z transportu wydobytych materiałów na pełnym morzu.

2.7.3.   Kwalifikujące się podmioty

(30)

Przedsiębiorstwami kwalifikującymi się do objęcia pomocą są przedsiębiorstwa armatorskie spełniające określone kryteria.

(31)

Zgodnie z art. 2 ust. 3 Ustawy o podatku tonażowym armator to osoba fizyczna lub osoba prawna, spółka z nieograniczoną odpowiedzialnością, spółka cywilna, spółka jawna, spółka partnerska, spółka komandytowa, spółka komandytowo-akcyjna lub spółka kapitałowa w organizacji, mająca odpowiednio miejsce zamieszkania, siedzibę lub zarząd w Polsce i posiadająca ważny Dokument Zgodności wydany zgodnie z Międzynarodową konwencją o bezpieczeństwie życia na morzu (11). Armator taki musi spełniać przynajmniej jeden z warunków:

we własnym imieniu uprawiać żeglugę statkiem morskim własnym lub cudzym,

być właścicielem statku, nie uprawiając jednocześnie we własnym imieniu żeglugi statkiem własnym lub cudzym, lub

zarządzać cudzym statkiem, w cudzym imieniu i na cudzą rzecz na podstawie umowy.

(32)

Władze polskie dokładniej określają (12), że przedsiębiorstwa kwalifikujące się do objęcia podatkiem mogą być:

osobami fizycznymi, spółkami cywilnymi osób fizycznych, spółkami jawnymi osób fizycznych oraz spółkami komandytowo-akcyjnymi, jeżeli ich przychody netto ze sprzedaży towarów, usług i operacji finansowych za poprzedni rok obrotowy wyniosły co najmniej równowartość w walucie polskiej 800 000 EUR,

spółkami handlowymi (osobowymi i kapitałowymi, w tym również w organizacji), a także innymi osobami prawnymi,

zagranicznymi osobami prawnymi, zagranicznymi jednostkami nie posiadającymi osobowości prawnej oraz zagranicznymi osobami fizycznymi, prowadzącymi na terytorium Rzeczypospolitej Polskiej działalność osobiście, przez osobę upoważnioną lub przy pomocy pracowników — w odniesieniu do działalności prowadzonej na terytorium Rzeczypospolitej Polskiej, bez względu na wielkość przychodów,

innymi jednostkami nie wymienionymi powyżej, jeżeli otrzymują one na realizację zadań zleconych dotacje lub subwencje z budżetu państwa, budżetów jednostek samorządu terytorialnego lub funduszów celowych — od początku roku obrotowego, w którym dotacje lub subwencje zostały im przyznane.

(33)

W związku z zarządzaniem strategicznym, przedsiębiorstwo objęte podatkiem tonażowym musi podejmować decyzje w kwestii znacznych wydatków kapitałowych oraz obniżenia kapitału z terytorium Polski. Przy ocenie powyższych kwestii, władze polskie wezmą pod uwagę stopień, w jakim zagraniczni pracownicy pracują pod kierunkiem pracowników polskich. lub w jakim odpowiadają przed pracownikami polskimi. W ocenie czy strategiczna działalność przeprowadzana jest z terytorium Polski ważne również będzie umiejscowienie głównej siedziby, włączając w to miejsce pracy kadry zarządzającej szczebla wyższego oraz miejsce, z którego podejmowane są decyzje zarówno rady nadzorczej, jak i zarządu.

(34)

W przypadku zarządzania komercyjnego, organy podatkowe sprawdzą, czy działalność w zakresie planowania tras, przyjmowania rezerwacji dla pasażerów lub załadunku, zaopatrzenia statku, zarządzania i szkolenia pracowników, technicznego zarządzania statkami, włącznie z podejmowaniem decyzji w sprawie napraw i przeglądu statków, ma miejsce w Polsce. Znaczenie ma także zachowanie takich miejsc, jak centra szkoleń, terminale, itp. w Polsce oraz zakres w jakim zagraniczne biura lub oddziały pracują pod kierownictwem personelu umiejscowionego w Polsce. Fakt, że statek pływa pod polską banderą, jest zarejestrowany, ubezpieczony lub finansowany w Polsce może działać jako dodatkowy argument na poparcie elementów wskazanych powyżej. W każdym razie przedsiębiorstwo musi przejść obie części oceny: badanie zarządzania strategicznego oraz zarządzania komercyjnego, z wynikiem pozytywnym.

(35)

Podsumowując, przedsiębiorstwo kwalifikujące się do objęcia pomocą musi spełniać trzy kryteria:

podlegać opodatkowaniu polskim podatkiem dochodowym od osób prawnych lub podatkiem dochodowym od osób fizycznych;

wykorzystywać w swej działalności kwalifikujące się statki, pływające pod polską banderą;

oraz wykonywać nad nimi zarząd strategiczny i komercyjny z terytorium Polski.

2.7.4.   Środki zabezpieczające

(36)

System pomocy przewiduje pewne środki zabezpieczające uniemożliwiające niekontrolowane przysparzanie korzyści z działań w Polsce lub w innych krajach, które nie spełniają kryteriów kwalifikacji.

(37)

Po pierwsze należy przypomnieć, że podatek tonażowy będzie funkcjonował w ramach polskiego systemu podatkowego. System ten opiera się głównie na:

Ustawie o podatku dochodowym od osób prawnych z dnia 15 lutego 1992 r. (13); oraz

Ustawie o podatku dochodowym od osób fizycznych z dnia 26 lipca 1991 r. (14).

2.7.5.   Weryfikacja transakcji w ramach grupy spółek na zasadzie ceny rynkowej

(38)

Przepisy dwóch wyżej wspomnianych obecnie obowiązujących ustaw podatkowych zawierają uregulowania uniemożliwiające »przerzucanie« dochodu ze spółki stowarzyszonej nieopodatkowanej podatkiem tonażowym do spółki opodatkowanej tym podatkiem. Artykuł 11 Ustawy o podatku dochodowym od osób prawnych (15) (i odpowiednio art. 25 Ustawy o podatku dochodowym od osób fizycznych (16)) stanowi, że jeśli podatnicy powiązani są ze sobą w sposób ustalony lub narzucony przez te przepisy, i jeżeli w wyniku takich powiązań zostaną ustalone lub narzucone warunki różniące się od warunków, które ustaliłyby między sobą niezależne podmioty i w wyniku tego podmiot nie wykazuje dochodów albo wykazuje dochody niższe od tych, jakich należałoby oczekiwać, gdyby wymienione powiązania nie istniały — dochody danego podmiotu oraz należny podatek określa się bez uwzględnienia warunków wynikających z tych powiązań. Władze polskie są zdania, że zasada ta odnosi się również mutatis mutandis do transakcji między spółkami stowarzyszonymi opodatkowanymi podatkiem tonażowym a spółkami stowarzyszonymi nieopodatkowanymi tym podatkiem. W tym celu dochody takich podatników określa się w drodze oszacowania przy zastosowaniu metod wskazanych w odpowiedniej ustawie podatkowej (tj. w Ustawie o podatku dochodowym od osób prawnych lub Ustawie o podatku dochodowym od osób fizycznych).

(39)

Dodatkowo, zgodnie z art. 9 Ustawy o podatku dochodowym od osób prawnych oraz art. 25a Ustawy o podatku dochodowym od osób fizycznych, podatnicy, którzy zawierają transakcje z podmiotami powiązanymi mają obowiązek sporządzania szczególnej dokumentacji podatkowej. Istnieje obowiązek przedłożenia takiej dokumentacji na żądanie organów podatkowych lub organów kontroli skarbowej. Dokumentacja ta musi stanowić dowód na to, że przeprowadzone transakcje nie różnią się od transakcji zawieranych przez podmioty niezależne, a jeśli odbiegają od transakcji rynkowych, należy udokumentować, że jest to uzasadnione racjonalnymi przesłankami. Przepisy obu ustaw o podatku dochodowym przewidują szczególną stawkę podatku w wysokości 50 %, która ma zastosowanie do oszacowanego dochodu podatników podlegających opodatkowaniu w Polsce, jeśli podatnicy ci nie przedstawią organom podatkowym wymaganej przez przepisy dokumentacji w zakresie transakcji z powiązanymi z nimi spółkami.

(40)

Przepisy te będą stosowane również w odniesieniu do podatników opodatkowanych podatkiem tonażowym będących jednocześnie płatnikami podatku dochodowego w odniesieniu do działalności, która nie kwalifikuje się do objęcia podatkiem tonażowym. Obowiązujące przepisy prawne umożliwiają dokonywanie weryfikacji osiągniętego zysku poprzez sprawdzenie kosztów uzyskania przychodów i kosztów podatkowych. Natomiast w przypadku podatku tonażowego opodatkowaniu podlega inna kategoria dochodu niezwiązana z przychodami i kosztami w rozumieniu ustaw o podatku dochodowym. Jest ona uzależniona jedynie od tonażu posiadanych statków i okresu ich eksploatacji.

(41)

W związku z powyższym Polska uważa, że ustawodawstwo podatkowe zawiera już środki zabezpieczające uniemożliwiające niekontrolowane przysparzanie korzyści oparte na zasadzie ceny rynkowej, które są wystarczające do wykrycia i skorygowania transakcji między podmiotami powiązanymi, zawieranych po cenie innej niż cena rynkowa.

2.7.6.   Odrębna księgowość

(42)

Zgodnie z art. 7 ust. 1 Ustawy o podatku tonażowym działalność armatora objętą podatkiem tonażowym należy oddzielić od innych rodzajów prowadzonej przez niego działalności.

(43)

Armatorzy podlegający Ustawie o rachunkowości z dnia 29 września 1994 r. (17), tj. ci, którzy zarejestrowali swą działalność lub główne miejsce zarządzania w Polsce, zobowiązani są w prowadzonej ewidencji księgowej do oddzielenie aktywów i pasywów, przychodów i związanych z nimi kosztów w odniesieniu do poszczególnych rodzajów działalności podlegającej opodatkowaniu podatkiem tonażowym oraz tych, które nie podlegają opodatkowaniu podatkiem tonażowym. Ponadto armatorzy opodatkowani podatkiem tonażowym są zobowiązani prowadzić w okresie opodatkowania podatkiem tonażowym odrębny wykaz środków trwałych oraz wartości niematerialnych i prawnych związanych z działalnością objętą tym podatkiem.

(44)

Polskie ustawodawstwo podatkowe (18) zezwala organom podatkowym na dokonanie, jeśli to konieczne, określenia zysków z różnego rodzaju działalności prowadzonej przez podatników w drodze oszacowania. Podatnicy są zobowiązani do prowadzenia ewidencji rachunkowej (lub księgi przychodów i rozchodów w przypadku podatku dochodowego od osób fizycznych) w sposób zapewniający możliwość określenia wysokości dochodu (straty), podstawy opodatkowania i wysokości należnego podatku za dany rok podatkowy. W przedstawianych przez siebie dokumentach armatorzy objęci podatkiem tonażowym muszą uwzględnić środki trwałe oraz wartości niematerialne i prawne oraz wszelkie informacje niezbędne do obliczenia wysokości odpisów amortyzacyjnych.

(45)

W sytuacji gdy armator objęty podatkiem tonażowym prowadzi działalność objętą podatkiem tonażowym oraz inną działalność objętą podatkiem dochodowym, wówczas jest on zobowiązany w ewidencji księgowej wyodrębnić przychody i związane z nimi koszty, pochodzące z obu rodzajów działalności. W ten sposób obowiązujące przepisy podatkowe uniemożliwiają transfer dochodów lub zysku z działalności nieopodatkowanej podatkiem tonażowym do działalności nim opodatkowanej.

(46)

W konsekwencji władze polskie są zdania, że obecne ustawodawstwo podatkowe w wystarczający sposób określa zasady podziału nie tylko przychodów i kosztów, lecz także zadłużenia i kapitalizacji w odniesieniu do podatku tonażowego w zakresie działalności objętej oraz nieobjętej tym podatkiem.

2.7.7.   Minimalny udział we własności floty

(47)

Ustawa o podatku tonażowym nie ustanawia wymogu minimalnego udziału armatorów opodatkowanych podatkiem tonażowym we własności floty. W szczególności dochody z czarterowania statków na zasadzie czarteru na czas, czarteru na podróż lub umowy o zafrachtowanie lub z komercyjnego zarządzania cudzymi statkami mogą najwyraźniej bez żadnych ograniczeń zostać objęte podatkiem tonażowym.

2.7.8.   Zasady dotyczące nakładów finansowych

(48)

Żadne ulgi podatkowe, takie jak amortyzacja majątku, nie przysługują w odniesieniu do części nakładów finansowych netto związanej z działalnością objętą podatkiem tonażowym. Aktywa brane pod uwagę w odniesieniu do działalności objętej podatkiem tonażowym to kwalifikujące się statki, aktywa trwałe częściowo lub w całości wykorzystywane do wykonywania tej działalności oraz aktywa łatwo zbywalne i powiązane. Jedynie ta część kosztów odsetek oraz strat kursowych, która związana jest z działalnością nieobjętą podatkiem tonażowym, będzie podlegać odliczeniu od dochodu pochodzącego z działalności opodatkowanej podatkiem dochodowym od osób prawnych.

2.7.9.   Opcja »wszystko albo nic«

(49)

Artykuły 3 oraz 4 Ustawy o podatku tonażowym stanowią, że armator opodatkowany podatkiem tonażowym rozlicza w ten sposób całą działalność kwalifikującą się do objęcia tym podatkiem wykonywaną z wykorzystaniem wszystkich posiadanych statków kwalifikujących się do objęcia tym podatkiem. Nie jest możliwe wybiórcze korzystanie z systemu podatku tonażowego.

(50)

Zasadę tą stosuje się także w odniesieniu do grup przedsiębiorstw. Wszystkie przedsiębiorstwa z danej grupy przedsiębiorstw kwalifikujące się do objęcia podatkiem tonażowym podlegające opodatkowaniu w Polsce muszą przyjąć sposób opodatkowania podatkiem tonażowym w odniesieniu do wszystkich rodzajów działalności kwalifikujących się do objęcia podatkiem tonażowym, w momencie gdy jedno z nich wybierze ten sposób opodatkowania.

(51)

Zasada ta ma celu uniknięcie sytuacji, w której armatorzy opodatkowani podatkiem tonażowym wybieraliby opodatkowanie podatkiem tonażowym w odniesieniu do statków przynoszących dochody, zachowując opodatkowanie zwyczajnym podatkiem dochodowym tej części floty, która przynosi straty. W Ustawie o podatku tonażowym brak jest szczegółowych przepisów dotyczących grup przedsiębiorstw, gdyż znajdują się one w Ustawie o podatku dochodowym od osób fizycznych.

(52)

Jako grupę przedsiębiorstw należy rozumieć wszystkie przedsiębiorstwa kontrolowane przez jedną osobę fizyczną, lub w przypadku, gdy przedsiębiorstwo nie jest kontrolowane w ten sposób, to przedsiębiorstwo oraz inne przedsiębiorstwa przez nie kontrolowane. Zgodnie z tymi przepisami osoba kontroluje przedsiębiorstwo, jeśli jest zdolna do kontrolowania lub nabycia kontroli, w sposób bezpośredni lub pośredni, działalności tego przedsiębiorstwa.

(53)

Zgodnie z art. 11 Ustawy o podatku tonażowym, w przypadku połączenia się armatorów, z których przynajmniej jeden opodatkowany jest podatkiem tonażowym lub w przypadku, gdy armator opodatkowany podatkiem tonażowym przejmuje innego armatora, nowo utworzone przedsiębiorstwo będzie podlegało opodatkowaniu podatkiem tonażowym w odniesieniu do całości posiadanej kwalifikującej się floty.

(54)

Kierując się tą samą logiką, w celu uniemożliwienia wybiórczego korzystania przez armatorów z tego systemu, tj. uniemożliwienia stosowania strategii polegającej na jednoczesnym wyborze najkorzystniejszych aspektów podatku dochodowego i podatku tonażowego w odniesieniu do kwalifikujących się rodzajów działalności, armatorzy objęci podatkiem tonażowym nie mogą przez określony czas zrezygnować z tej formy opodatkowania. Okres ten, nazwany “okresem opodatkowania podatkiem tonażowym« wprowadzony został do ustawy w celu uniemożliwienia armatorom dowolnej zmiany formy opodatkowania z podatku tonażowego na podatek dochodowy zależnie od posiadanych aktualnie długów lub dochodów. Okres opodatkowania podatkiem tonażowym określony w Ustawie o podatku tonażowym wynosi 5 lat.

2.8.   Bandera

(55)

Zgłoszony przez Polskę system podatku tonażowego ściśle związany jest z podnoszoną banderą, tzn. ze spełnieniem przez kwalifikujące się statki warunku zarejestrowania w polskim rejestrze okrętowym.

2.9.   Inne programy pomocy

(56)

Na gruncie posiadanych przez Komisję informacji, nie istnieje obecnie żaden system pomocy na rzecz transportu morskiego w Polsce.

2.10.   Zobowiązania strony polskiej

(57)

Władze polskie zobowiązały się w swoim zgłoszeniu do:

przedkładania Komisji rocznych sprawozdań dotyczących zmian stanu zarejestrowanej w Polsce floty oraz zatrudnienia marynarzy, wskazujących liczbę armatorów lub grup armatorów objętych podatkiem tonażowym; oraz

ponownego zgłoszenia systemu podatku tonażowego po upływie okresu 10 lat (19).

3.   OCENA POMOCY

3.1.   Istnienie pomocy zgodnie z art. 87 ust. 1 Traktatu WE

(58)

Zgodnie z art. 87 ust. 1 Traktatu WE, wszelka pomoc przyznawana przez państwo członkowskie lub przy użyciu zasobów państwowych w jakiejkolwiek formie, która zakłóca lub grozi zakłóceniem konkurencji poprzez sprzyjanie niektórym przedsiębiorstwom lub produkcji niektórych towarów, jest niezgodna ze wspólnym rynkiem w zakresie, w jakim wpływa na wymianę handlową między państwami członkowskimi.

(59)

Dzięki systemowi podatku tonażowego, władze polskie przewidują przyznanie pomocy poprzez obniżenie podatków, które w innym wypadku musiałyby ponosić przedsiębiorstwa w tym sektorze, przy użyciu zasobów państwowych, faworyzując przez to pewien rodzaj działalności, w związku z faktem, że środek ten odnosi się do sektora międzynarodowego transportu morskiego. Tego rodzaju pomoc grozi zakłóceniem konkurencji i może wpływać na handel miedzy państwami członkowskimi, ponieważ działalność w zakresie transportu morskiego prowadzona jest głównie na poziomie międzynarodowym. W związku z tym, Komisja uznaje, że środek dotyczy pomocy państwa w rozumieniu art. 87 ust. 1 Traktatu WE. Władze polskie nie próbowały zakwestionować tej oceny. Niniejsza opinia Komisji zgodna jest z poprzednią praktyką Komisji w tym zakresie (20).

3.2.   Podstawa prawna oceny

(60)

W rozumieniu art. 87 ust. 3 lit. c) Traktatu WE pomoc przeznaczona na wsparcie rozwoju niektórych rodzajów działalności gospodarczej lub niektórych sektorów gospodarki może być traktowana jako zgodna ze wspólnym rynkiem w przypadku, gdy nie zakłóca, w sposób sprzeczny ze wspólnym interesem, warunków wymiany handlowej i stanowić podstawę do wyłączenia jej spod ogólnego zakazu pomocy państwa. Komisja uznaje, że art. 87 ust. 3 lit. c) traktatu WE stanowi zatem stosowną podstawę prawną do analizy niniejszego programu pomocy.

(61)

W tym konkretnym przypadku pomoc dla sektora morskiego musi być zbadana w świetle Wytycznych Wspólnoty w sprawie pomocy państwa dla transportu morskiego (21) z 2004 r. (dalej zwanych »Wytycznymi«). Wytyczne te określają warunki, na jakich zezwala się państwom członkowskim na tworzenie niektórych programów pomocy państwa w celu wsparcia przemysłu transportu morskiego, jeśli służą one realizacji ogólnych celów takich, jak:

udoskonalenie bezpiecznego, wydajnego i przyjaznego dla środowiska transportu morskiego,

zachęcanie do rejestrowania statków pod banderami państw członkowskich lub ich powrotu pod te bandery,

wspieranie konsolidacji konglomeratu morskiego posiadającego siedziby w państwach członkowskich, przy jednoczesnym utrzymaniu wszechstronnie konkurencyjnej floty na rynkach światowych,

utrzymanie i udoskonalenie morskiego know-how oraz ochronę i promowanie zatrudnienia marynarzy z państw członkowskich UE i państw EFTA, a także

wspieranie promocji nowych usług w dziedzinie transportu morskiego bliskiego zasięgu zgodnie z białą księgą poświęconą polityce transportowej Wspólnoty.

3.3.   Poprzednie decyzje dotyczące podobnych programów pomocy w państwach członkowskich

(62)

W przeciągu ostatnich 11 lat Komisja zatwierdziła na wyżej wspomnianej podstawie prawnej wiele programów pomocowych na rzecz sektora transportu morskiego opartych na podatku tonażowym, w których zawarte były podobne przepisy (22).

niderlandzki system opodatkowania podatkiem tonażowym (pomoc N 738/95, zatwierdzona dnia 20 marca 1996 r.);

niemiecki system opodatkowania podatkiem tonażowym (pomoc N 396/98, zatwierdzona dnia 25 listopada 1998 r.);

angielski system opodatkowania podatkiem tonażowym (pomoc N 790/99, zatwierdzona dnia 2 sierpnia 2000 r.);

hiszpański system opodatkowania podatkiem tonażowym (pomoc N 736/01, zatwierdzona dnia 27 lutego 2002 r.);

duński system opodatkowania podatkiem tonażowym (pomoc N 563/01, zatwierdzona dnia 12 marca 2002 r.);

fiński system opodatkowania podatkiem tonażowym (pomoc N 195/02, zatwierdzona dnia 16 października 2002 r.);

irlandzki system opodatkowania podatkiem tonażowym (pomoc N 504/02, zatwierdzona dnia 11 grudnia 2002 r.);

belgijski system opodatkowania podatkiem tonażowym (pomoc N 433/02, zatwierdzona dnia 19 marca 2003 r.);

francuski system opodatkowania podatkiem tonażowym (pomoc N 737/02, zatwierdzona dnia 13 maja 2003 r.);

system opodatkowania podatkiem tonażowym w hiszpańskim Kraju Basków (pomoc N 572/02, zatwierdzona dnia 5 lutego 2003 r.)

włoski system opodatkowania podatkiem tonażowym (pomoc N 114/04, zatwierdzona dnia 20 października 2004 r.);

litewski system opodatkowania podatkiem tonażowym (pomoc N 330/05, zatwierdzona dnia 19 lipca 2006 r.).

3.4.   Ocena zgodności

(63)

Rozdział 3.1 Wytycznych wyraźnie wskazuje na system opodatkowania przedsiębiorstw podatkiem tonażowym jako przykład środków podatkowych, które »zabezpieczają wysokojakościowe zatrudnienie w sektorze morskim na lądzie« i w związku z tym mogą być uznane za zgodne ze wspólnym rynkiem (23).

(64)

Wytyczne wyznaczają jednakże pewne kryteria, które system taki musi spełnić, aby mógł zostać uznany za zgodny ze wspólnym rynkiem. Ponadto w dotychczas przyjętych decyzjach w sprawie systemów opodatkowania podatkiem tonażowym Komisja rozwinęła przywołaną powyżej w pkt 62 ugruntowaną praktykę w sposobie oceny, czy dane zgłoszenie spełnia wspomniane kryteria, w celu zapobieżenia zakłóceniom konkurencji we Wspólnocie.

(65)

W dalszej części niniejszego dokumentu Komisja dokona oceny zgłoszonego programu pomocy pod względem spełnienia przez niego kryteriów zawartych w Wytycznych. Ocena ta wymaga zbadania programu pod względem działalności, statków oraz przedsiębiorstw kwalifikujących się do objęcia programem, zbadania środków zabezpieczających uniemożliwiających niekontrolowane przysparzanie korzyści z działań, które nie spełniają kryteriów kwalifikacji, zbadania czy spełnione są warunki odnoszące się do pułapu określonego w rozdziale 11 Wytycznych oraz do obowiązku przedkładania sprawozdań ustanowionego w rozdziale 12 Wytycznych.

3.4.1.   Badanie zakresu programu

3.4.1.1.   Kwalifikująca się działalność

Podstawowa kwalifikująca się działalność

(66)

Komisja nie ma zastrzeżeń co do zgodnej z Wytycznymi możliwości objęcia podatkiem tonażowym międzynarodowego transportu morskiego ładunków i/lub pasażerów. Komisja przypomina, że w wielu spośród wyżej wspomnianych decyzji nie wprowadzano żadnego rozróżnienia pomiędzy transportem międzynarodowym a kabotażem i w związku z tym można stwierdzić, że Komisja zaaprobowała objęcie kabotażu morskiego podatkiem tonażowym. Praktyka Komisji nie stoi więc na przeszkodzie temu, aby Polska rozszerzyła system opodatkowania podatkiem tonażowym również na usługi kabotażu.

(67)

W odniesieniu do holowania, Wytyczne stanowią, że »holowanie« jest objęte zakresem ich stosowania, tylko jeżeli ponad 50 % działań holowniczych faktycznie wykonanych w danym roku przez holownik stanowi »transport morski«. Czas oczekiwania można proporcjonalnie włączyć do tej części działań wykonanych przez holownik, która stanowi »transport morski«.

(68)

W odniesieniu do pogłębiania Wytyczne zawierają podobne przepisy: »Niemniej rozwiązania fiskalne przewidziane dla przedsiębiorstw (takie jak podatek tonażowy) można także stosować do tych jednostek pogłębiających, których działalność polega na ‘transporcie morskim’tj. transporcie dalekomorskim wydobytego materiałuprzez ponad 50 % rocznego czasu pracy oraz wyłącznie w odniesieniu do takich właśnie działań transportowych«.

(69)

Komisja jest zdania, że zarówno w przypadku holowania, jak i pogłębiania, odpowiednim kryterium do zmierzenia czy osiągnięto próg 50 % jest czas pracy danego holownika lub pogłębiarki w roku podatkowym, a nie, jak stanowi Ustawa o podatku tonażowym, wysokość wypracowanego dochodu. Mimo tego, że obliczenia oparte na wysokości dochodu mogą w niektórych przypadkach prowadzić do uzyskania takiego samego wyniku, jak obliczenia oparte na czasie pracy, na obecnym etapie Komisja uważa, że Polska musi wprowadzić zmiany lub dodatkowe wyjaśnienia do Ustawy o podatku tonażowym w tej kwestii.

(70)

Komisja pragnie zwrócić uwagę Polski na fakt, że wspomniany próg może jedynie być obliczany w odniesieniu do działalności, która dokładnie odpowiada definicji transportu morskiego w rozumieniu prawa Unii Europejskiej, w świetle rozporządzeń Rady (EWG) nr 4055/86 (24) oraz (EWG) nr 3577/92 (25), do których Wytyczne bezpośrednio się odwołują. Na tej podstawie transport morski może być zdefiniowany jako »przewóz pasażerów lub towarów na rzecz klienta drogą morską między portami lub portami a urządzeniami oddalonymi od brzegu«. Dlatego też definicja oparta na zasadzie wyłączenia, jak np. na podstawie listy zawartej w art. 3 ust. 3 Ustawy o podatku tonażowym nie może być sama w sobie wystarczająca. Podobnie sam fakt, że wspomniany artykuł wyklucza holowanie z portu oraz w obrębie portu może być niewystarczający.

(71)

Należy wspomnieć, że Trybunał Sprawiedliwości wyjaśnił pojęcie transportu morskiego w swoim niedawnym wyroku z dnia 11 stycznia 2007 r. w sprawie C-251/04, Komisja przeciwko Grecji, w odniesieniu do kwestii czy działalność holownicza może stanowić transport morski: »[…] charakter i cechy holowania są inne niż kabotażu, zdefiniowanego w art. 2 ust. 1 rozporządzenia (EWG) nr 3577/92. Choć holowanie jest usługą z reguły świadczoną za wynagrodzeniem, nie polega ono zasadniczo na bezpośrednim przewozie pasażerów lub towarów drogą morską. Polega ono raczej na pomocy w przemieszczeniu statku, wiertnicy, platformy lub boi. Holownik, który wspomaga statek przy manewrowaniu, dostarcza mu dodatkowy napęd, lub zastępuje jego silniki w razie awarii, udziela pomocy temu statkowi przewożącemu pasażerów lub towary, lecz nie jest sam statkiem transportującym«. Trybunał stwierdził również, że rozporządzenie (EWG) nr 3577/92 nie obejmuje »usług powiązanych, akcesoryjnych lub pomocniczych w stosunku do świadczenia usług transportu morskiego« (26).

(72)

W świetle cytowanego wyroku, pojęcie transportu morskiego dla celów wytycznych w zakresie pomocy państwa musi być interpretowane wąsko, jako obejmujące jedynie bezpośredni przewóz pasażerów lub towarów drogą morską między dwoma portami lub portem a urządzeniami oddalonymi od brzegu. W tym kontekście Komisja wyraża wątpliwość czy ewentualne objęcie podatkiem tonażowym holowania i/lub pogłębiania, w sposób przedstawiony w zgłoszeniu, pozostaje w zgodzie z tymi zasadami.

Działalność pomocnicza w transporcie morskim

(73)

Nie naruszając treści poprzednich akapitów oraz pozostając w zgodzie z kierunkami wyznaczonymi przez praktykę (27), Komisja nie sprzeciwia się objęciu przez polski system opodatkowania podatkiem tonażowym następujących rodzajów działalności pomocniczej, które pozostają w ścisłym związku ze świadczeniem usług w transporcie morskim:

a)

dzierżawy i użytkowania kontenerów,

b)

prowadzenia działalności załadunkowej, rozładunkowej i naprawczej,

c)

prowadzenia terminali pasażerskich,

d)

sprzedaży towarów i usług na pokładzie statków pasażerskich i pasażersko-towarowych w celu ich konsumpcji na pokładzie statku,

e)

prowadzenia działalności kantorowej na pokładzie statków pasażerskich i pasażersko-towarowych skierowanej jedynie do pasażerów statku, pod warunkiem, że taka działalność pozostaje w związku z działalnością główną,

f)

dowozu lądowego i morskiego ładunków i pasażerów,

g)

przewozu ładunków i pasażerów w transporcie multimodalnym.

(74)

Komisja jest zdania, że wyżej wymienione rodzaje działalności są integralna częścią transportu morskiego i muszą zostać włączone w zakres podatku tonażowego. Wymienione rodzaje działalności podlegają objęciu podatkiem tonażowym, jeśli wykonywane są bezpośrednio przez armatora opodatkowanego podatkiem tonażowym.

(75)

Komisja uważa, że usługi transportu morskiego w zakresie pozostałych rodzajów działalności spełniających kryteria kwalifikacji, powinny zostać podzielone na trzy główne grupy:

komercyjne zarządzanie statkami;

techniczne zarządzanie statkami (tankowanie paliwa, zaopatrzenie w żywność, ubezpieczenie, wydawanie świadectw zgodności statków, konserwacja, itd.); oraz

zarządzanie załogą (umowy o pracę, odnowienie załogi, itd.).

(76)

W odniesieniu do zarządzania statkami Wytyczne stanowią, że “przedsiębiorstwa armatorskie mogą się ubiegać o pomoc wyłącznie dla tych statków, w przypadku których powierzono im pełne zarządzanie techniczne i zarządzanie załogą«.

(77)

Sytuację, w której statek czarterowany jest bez załogi (czarter samej łodzi) (28), zazwyczaj traktuje się jako przybliżoną do sytuacji korzystania z własnego statku. Mimo, że osoba czarterująca statek nie posiada prawnego tytułu do statku, ponosi większą część, jeśli nie całość odpowiedzialności za zarządzanie statkiem i/lub załogą. Statek może również być czarterowany wraz z załogą (czarter na czas) (29). W takiej sytuacji osoba czarterująca nie jest zazwyczaj odpowiedzialna za wszystkie aspekty związane z zarządzaniem. Tego rodzaju statki mogą zostać opodatkowane podatkiem tonażowym, ale z pewnymi ograniczeniami. Kwestia zarządzania staje się ważna w celu określenia czy statki spełniają warunki konieczne do objęcia podatkiem tonażowym. Komisja jest zdania, że w takich przypadkach do zachowania prawa do korzystania z podatku tonażowego nie wystarczy, aby armatorzy objęci podatkiem tonażowym prowadzili działalność jedynie w zakresie części z trzech wymienionych grup — konieczne jest łączne wypełnianie trzech wymienionych funkcji.

(78)

Można dodatkowo zacytować Wytyczne, które stanowią, że “przedsiębiorstwa armatorskie mogą się ubiegać o pomoc wyłącznie dla tych statków, w przypadku których powierzono im pełne zarządzanie techniczne i zarządzanie załogą. Aby stać się uprawnionymi, armatorzy muszą w szczególności przyjąć od właściciela pełną odpowiedzialność za eksploatację statków, jak również przejąć od właściciela wszelkie prawa i obowiązki, które nakłada Kodeks ISM«. W praktyce oznacza to, że jeśli armator zarządzający statkiem nie zapewnia zarządzania komercyjnego, musi wypełniać jednocześnie przynajmniej dwie pozostałe funkcje.

(79)

Inaczej mówiąc, armatorzy mogą osiągać dochody poprzez wypełnianie jednej lub dwóch z wyżej wymienionych funkcji w odniesieniu do cudzych statków. Dzieje się tak na przykład, gdy przedsiębiorstwo armatorskie zapewnia odpłatnie zarządzanie komercyjne konsorcjum przewoźników.

(80)

Pod tym względem władze polskie zmieniły treść zgłoszenia pismem z dnia 6 czerwca 2007 r. stwierdzając, że zarządzający statkiem mogą zostać objęci podatkiem tonażowym jedynie pod warunkiem, że jednocześnie będą zapewniać zarówno zarządzanie załogą, jak i techniczne zarządzanie statkami. Warunek ten odnosi się zarówno do przedsiębiorstw jedynie zarządzających statkami, jak i do armatorów, który świadczą na rzecz stron trzecich usługi w zakresie technicznego zarządzania statkami i/lub ich załogą w odniesieniu do floty objętej umową dotyczącą zarządzania. Przedsiębiorstwa te, jeśli spełnią powyższy warunek, zostaną opodatkowane podatkiem tonażowym obliczanym na podstawie pojemności zarządzanej przez nie floty, tak jakby były przedsiębiorstwami świadczącymi usługi w transporcie morskim.

(81)

W szczególności w odniesieniu do zarządzania statkami władze polskie przypomniały, że na podstawie art. 2 ust. 3 Ustawy o podatku tonażowym armator, który zarządza cudzym statkiem, w cudzym imieniu i na cudzą rzecz może zostać opodatkowany podatkiem tonażowym pod warunkiem, że posiada ważny Dokument Zgodności, stwierdzający, że zarządzający statkiem przejmuje od armatora wszystkie prawa i obowiązki nałożone przez Międzynarodowy Kodeks Zarządzania Bezpieczeństwem.

(82)

W odróżnieniu od zarządzania statkiem, zarządzanie komercyjne polega na wypełnianiu wszystkich obowiązków handlowych oraz wzięciu odpowiedzialności za stosunki z klientami w imieniu armatora lub osoby czarterującej statek. Dzieje się tak np. w sytuacji, kiedy przedsiębiorstwu armatorskiemu powierza się sprawowanie zarządzania konsorcjum przewoźników, do którego samo należy. Komisja rozumie, że opłaty pochodzące z takiego zarządzania komercyjnego objęte są opodatkowaniem jako “opłaty brokerskie«, o których mowa w art. 3 ust. 2 pkt 9 Ustawy o podatku tonażowym z dnia 24 sierpnia 2006 r.

(83)

W każdym z tych przypadków Komisja jest zdania, że można zaakceptować opodatkowanie tego typu dochodów podatkiem tonażowym z powodu konieczności zachowania pewnej elastyczności, jednakże możliwość objęcia tym podatkiem musi być ograniczona w sposób, który sprawi, że przedsiębiorstwa opodatkowane podatkiem tonażowym nie stracą cech przedsiębiorstw świadczących usługi w transporcie morskim.

(84)

W związku z tym Komisja uważa, że dochody płynące z zarządzania statkami we własnym lub w cudzym imieniu mogą zostać objęte podatkiem tonażowym, jeśli armator opodatkowany podatkiem tonażowym zapewnia:

albo jednoczesne zarządzanie załogą i techniczne zarządzanie danymi statkami,

albo ich zarządzanie komercyjne,

pod warunkiem, że tonaż tych statków nie przekracza czterokrotności tonażu statków, w odniesieniu do których armator opodatkowany podatkiem tonażowym zapewnia jednocześnie zarządzanie załogą, zarządzanie techniczne i komercyjne (30).

(85)

Komisja przypomina, że tonaż statków, w odniesieniu do których armator spełnia niektóre funkcje w cudzym imieniu musi również być brany pod uwagę przy obliczaniu podstawy opodatkowania.

(86)

Kończąc należy powiedzieć, że Komisja nie jest przeciwna włączeniu do podatku tonażowego dochodów pochodzących z następującej działalności (art. 3 ust. 2 pkt 8, 9 i 10 Ustawy o podatku tonażowym): “zarząd statkami«; “świadczenie usług agentów i maklerów morskich, usług brokerskich i usług agencji zatrudniania, związanych z załogą statku«; “działalności polegającej na wynajmie, dzierżawie lub wyczarterowaniu statku« pod warunkiem, że całkowity tonaż statków, w odniesieniu do których armator opodatkowany podatkiem tonażowym nie wykonuje samodzielnie jednoczesnego zarządzania technicznego, komercyjnego i zarządzania załogą, nie przekracza czterokrotności tonażu statków, w odniesieniu do których wykonuje takie zarządzanie. Zasada ta ma służyć zapewnieniu, aby program pozostawał w zgodzie z praktyką Komisji, z której wynika, że system opodatkowania podatkiem tonażowym dotyczy właścicieli statków.

(87)

Na obecnym etapie oceny zgłoszenia Komisja ma wątpliwości czy powyższy warunek został w nim spełniony. W ocenie Komisji władze polskie nie dostarczyły jak dotąd wystarczających wyjaśnień w tej kwestii. W związku z tym Komisja wyraża wątpliwości w odniesieniu do zgodności zgłoszonego środka pod wspomnianym względem.

3.4.1.2.   Kwalifikujące się statki

(88)

Ustawa o podatku tonażowym zawiera warunek powiązania z banderą. Pozostaje to w zgodności z założeniami polityki Komisji, przyczyniając się do dążenia do powrotu pod bandery europejskie statków kontrolowanych przez interesy Wspólnoty. W związku z tym warunek powiązania z banderą ustanowiony w rozdziale 3.1 akapit 8 Wytycznych automatycznie uważa się za spełniony.

(89)

W odniesieniu do charakteru powiązania między armatorem opodatkowanym podatkiem tonażowym a statkami wykorzystywanymi przez niego do prowadzenia działalności, Komisja nie widzi przeszkód w objęciu podatkiem tonażowym zysków pochodzących z działalności wykonywanej na pokładzie kwalifikujących się statków posiadanych przez armatora lub czarterowanych przez niego na zasadzie czarteru samej łodzi.

(90)

Niemniej jednak włączenie do podatku tonażowego statków, w odniesieniu do których armator opodatkowany podatkiem tonażowym nie wykonuje zarządzania załogą, ani nie zapewnia obsługi technicznej tych statków, jest (jak wskazano powyżej) zależne od spełnienia pewnych warunków. Statki te są zazwyczaj czarterowane na zasadzie czarteru na czas, czarteru na podróż lub umowy o zafrachtowanie. W odniesieniu do tej kwestii praktyka ustalona przez Komisję wymaga, aby flota objęta podatkiem tonażowym czarterowana na zasadzie czarteru na czas, czarteru na podróż lub umowy o zafrachtowanie nie przekraczała czterokrotności tonażu posiadanej floty lub floty czarterowanej na zasadzie czarteru samej łodzi. (31). Nałożenie takiego warunku ma na celu uniknięcie przyznawania prawa do korzystania z podatku tonażowego podatnikom niebędącym właścicielami statków.

(91)

Komisja pragnie zauważyć, że Polska nie wprowadziła w zgłoszonym systemie pomocy żadnych zmian w celu włączenia tego typu warunku do systemu opodatkowania podatkiem tonażowym.

(92)

Mimo że głównym celem Wytycznych oraz omawianych w nich środków jest odpowiedź na kwestię konkurencyjności pomiędzy statkami pływającymi pod banderami Wspólnoty a statkami zarejestrowanymi w rejestrach otwartych, Komisja musi być świadoma istnienia ryzyka stworzenia sytuacji nieuczciwej przewagi pomiędzy armatorami wykorzystującymi statki zarejestrowane w różnych państwach członkowskich. Wytyczne bezpośrednio odwołują się do “konkurencji podatkowej między państwami członkowskimi  (32) « oraz “coraz większej zbieżności w podejściu państw członkowskich do pomocy dla żeglugi morskiej«. W związku z tym Komisja musi “utrzymywać bieżącą, sprawiedliwą równowagę  (33).« (akapit 18) i pozostawać “świadoma konieczności utrzymania wysokiego podobieństwa i zbieżności pomiędzy systemami opodatkowania podatkiem tonażowym w obrębie Wspólnoty«.

(93)

W związku z faktem, że władze polskie nie odniosły się do kwestii zawężenia możliwości opodatkowania podatkiem tonażowym statków czarterowanych na zasadzie czarteru na czas poprzez wprowadzenie kryterium czterokrotności tonażu statków będących własnością armatora opodatkowanego podatkiem tonażowym lub czarterowanych przez niego na zasadzie czarteru samej łodzi, Komisja musi na tym etapie wyrazić wątpliwość co do zgodności zgłoszonego programu ze wspólnym rynkiem.

3.4.1.3.   Przedsiębiorstwa spełniające kryteria

(94)

Komisja nie widzi przeszkód, aby Ustawa o podatku tonażowym objęła spółki podlegające opodatkowaniu podatkiem dochodowym od osób prawnych. Taka możliwość jest wyraźnie przewidziana w Wytycznych (34).

(95)

Niemniej jednak polski system opodatkowania podatkiem tonażowym jest szczególny, ponieważ w odróżnieniu od systemów opodatkowania podatkiem tonażowym zatwierdzonych do tej pory przez Komisję, objęte mogą nim zostać osoby fizyczne podlegające opodatkowaniu podatkiem dochodowym od osób fizycznych. Na gruncie posiadanej przez siebie wiedzy Komisja stwierdza, że nie posiada ona jak do tej pory żadnego doświadczenia w odniesieniu do systemów opodatkowania podatkiem tonażowym obejmujących swoim zakresem osoby fizyczne lub osoby prawne podlegające opodatkowaniu podatkiem dochodowym od osób fizycznych. Należy przypomnieć, że sformułowania użyte w Wytycznych wskazują na bezpośrednią zależność między podatkiem tonażowym a podatkiem dochodowym od osób prawnych (35). W związku z tym Komisja zwraca się z prośbą do władz polskich o dostarczenie dodatkowych wyjaśnień w tej kwestii.

(96)

Jeśli chodzi o zarządzanie strategiczne, armatorzy opodatkowani podatkiem tonażowym są zobowiązani do podejmowania strategicznych decyzji dotyczących wydatków kapitałowych oraz obniżenia kapitału z terytorium Polski. Wydaje się, że w przeprowadzaniu oceny tej kwestii władze polskie będą się kierować kryterium fizycznego ulokowania niektórych pracowników, którzy muszą zostać umiejscowieni w Polsce. Znaczenie mieć będzie umiejscowienie siedziby, miejsce pracy kadry zarządzającej szczebla wyższego oraz usytuowanie ciał zarządzających, jak rada zarządzająca i zarząd, które powinny znajdować się w Polsce. W przypadku zarządzania komercyjnego, organy podatkowe dokonają oceny tego, czy takie działania jak planowanie tras, przyjmowanie rezerwacji dla pasażerów lub załadunku, zaopatrzenie statku, zarządzanie i szkolenie pracowników, techniczne zarządzanie statkami, włącznie z podejmowaniem decyzji w sprawie napraw i przeglądu statków, mają miejsce w Polsce. Inne czynniki, jak zachowanie takich miejsc, jak centra szkoleń, terminale etc. w Polsce, zakres w jakim zagraniczne biura lub oddziały pracują pod kierownictwem pracowników umiejscowionych w Polsce oraz fakt, że statek pływa pod polską banderą, jest zarejestrowany, ubezpieczony lub finansowany w Polsce mogą nadać dodatkowego znaczenia elementom wskazanym powyżej.

(97)

Tak restrykcyjne warunki (określone w pkt 33 i 34 powyżej) wydają się zmniejszać możliwość zakładania drugiej siedziby w Polsce przez przedsiębiorstwa armatorskie z innych państw członkowskich oraz korzystania przez nie z omawianego środka, co w konsekwencji może zniechęcać do zakładania drugiej siedziby. W związku z powyższym wydaje się, że tego rodzaju restrykcyjne warunki mogą doprowadzić do zmniejszenia możliwości zakładania filii oraz — na podstawie oceny prima facie, — że mogą przyczynić się do powstania problemów i de facto dyskryminacji i wpłynąć na ograniczenie swobody przedsiębiorczości. W związku z tym Komisja musi na obecnym etapie postępowania, wyrazić wątpliwość co do zgodności tych warunków ze wspólnym rynkiem.

(98)

Ponadto, niezależnie od tego czy rozszerzenie podatku tonażowego na przedsiębiorstwa podlegające opodatkowaniu podatkiem dochodowym od osób fizycznych jest zgodne ze wspólnym rynkiem, Komisja ma poważne wątpliwości co do zgodności możliwości odliczeń składek na ubezpieczenia społeczne oraz ubezpieczenia zdrowotne odpowiednio od kwoty podatku oraz podstawy opodatkowania.

(99)

Po pierwsze, jako że systemy opodatkowania podatkiem tonażowym oparte są na fikcyjnym przychodzie określanym na podstawie tonażu statków, a nie realnych dochodach, armatorzy objęci podatkiem tonażowym nie mają prawa korzystania z tych odliczeń (odpisów amortyzacyjnych i innych przywilejów podatkowych), które stanowią część ogólnego systemu opodatkowania.

(100)

Władze polskie argumentowały, że ponieważ każda osoba fizyczna lub prawna podlegająca opodatkowaniu podatkiem dochodowym od osób fizycznych ma w polskim systemie podatku dochodowego prawo do tego typu odliczeń, podatnicy opodatkowani podatkiem tonażowym również powinni mieć do tego prawo. Mimo wszystko Komisja ma wątpliwości dotyczące tej argumentacji. Systemy opodatkowania podatkiem tonażowym tworzone są w celu zastąpienia, a nie w celu dopełnienia zwykłych systemów opodatkowania armatorów, a więc w konsekwencji armatorzy objęci podatkiem tonażowym nie zachowują prawa do dokonywania odliczeń, z których normalnie mogliby korzystać. To rozumowanie powinno mieć zastosowanie również w przypadku, gdy armator jest osobą fizyczną opodatkowaną podatkiem dochodowym od osób fizycznych.

(101)

Reasumując, Komisja ma wątpliwości co do kwestii czy w sytuacji, gdy istnieje możliwość objęcia przez podatek tonażowym także osób podlegających opodatkowaniu podatkiem dochodowym od osób fizycznych, odliczenia składek na ubezpieczenie zdrowotne oraz na ubezpieczenia społeczne od odpowiednio kwoty podatku i podstawy opodatkowania byłyby zgodne ze wspólnym rynkiem, biorąc pod uwagę ogólną zasadę zabraniającą odliczeń w ramach systemów opodatkowania podatkiem tonażowym.

3.4.2.   Ocena środków zabezpieczających

(102)

Aby system opodatkowania podatkiem tonażowym spełniał warunki określone w Wytycznych, muszą mu towarzyszyć odpowiednie środki zabezpieczające uniemożliwiające niekontrolowane przysparzanie korzyści z działań nie związanych z żeglugą morską, a także uniemożliwiające uchylanie się od opodatkowania (36).

3.4.2.1.   Weryfikacja transakcji w ramach grupy spółek oparta na zasadzie ceny rynkowej

(103)

Komisja uważa, że państwo członkowskie wprowadzające podatek tonażowy ma obowiązek zapewnienia, aby obowiązujący na jego terenie system podatku tonażowego nie prowadził do sytuacji unikania opodatkowania za pomocą cen transferowych na szkodę innego kraju, w którym spółka stowarzyszona podlega opodatkowaniu. Komisja stwierdza, że powyższy warunek został spełniony.

3.4.2.2.   Odrębna księgowość

(104)

Komisja stwierdza, że w związku z faktem, iż Ustawa o podatku tonażowym stawia jasny wymóg prowadzenia przez armatorów opodatkowanych podatkiem tonażowym odrębnej księgowości dla działań objętych i działań nieobjętych tym podatkiem, powyższy wymóg uznaje się za spełniony.

3.4.2.3.   Opcja »wszystko albo nic«

(105)

Ustawa o podatku tonażowym stanowi, że dokonując wyboru opodatkowania podatkiem tonażowym, armator zobowiązany jest objąć nim całą swoją działalność kwalifikującą się do objęcia podatkiem tonażowymi oraz wszystkie swoje statki spełniające kryteria objęcia tym podatkiem. Co więcej, Komisja przyjmuje do wiadomości, że Polska zobowiązuje się do stosowania tej zasady także w odniesieniu do podlegających opodatkowaniu w Polsce grup spółek.

(106)

Komisja pragnie jednakże zauważyć, że okres opodatkowania podatkiem tonażowym, tj. okres, w którym armatorzy, którzy wybrali opodatkowanie podatkiem tonażowym nie mogą zrezygnować z tej formy opodatkowania, ograniczony jest w Polsce do 5 lat. Komisja pragnie zwrócić uwagę na fakt, że minimalna długości tego okresu w innych dotychczas zatwierdzonych systemach opodatkowania podatkiem tonażowym wynosi 10 lat. Jak wskazano w pkt 92, Komisja dąży do zachowania wysokiego stopnia zbieżności pomiędzy zatwierdzonymi systemami opodatkowania podatkiem tonażowym w celu uniknięcia nierównego traktowania statków i armatorów wykonujących działalność pod banderami różnych państw członkowskich.

(107)

Zgoda Komisji na wprowadzenie krótszego okresu opodatkowania podatkiem tonażowym w jednym szczególnym państwie członkowskim spowodowałaby wystąpienie ryzyka naruszenia zasady równego traktowania armatorów z różnych państw członkowskich i doprowadziłaby do zaistnienia szkodliwych rozbieżności pomiędzy systemami opodatkowania podatkiem tonażowym, co z kolei mogłoby doprowadzić do sytuacji, w której polski system opodatkowania podatkiem tonażowym byłby bardziej (lub mniej) atrakcyjny, powodując chęć przerejestrowywania statków pomiędzy państwami członkowskimi przez armatorów pragnących osiągnąć korzyści dzięki istniejącym różnicom w systemach. Komisja musi niniejszym wyrazić wątpliwość w odniesieniu do tego aspektu zgłoszonego środka i poddać go postępowaniu wyjaśniającemu.

3.4.3.   Przestrzeganie pułapu finansowego

(108)

Rozdział 11 Wytycznych stanowi, że »całkowita wielkość pomocy udzielonej w ramach rozdziałów 3 do 6 nie może przekraczać całkowitej sumy podatków i składek socjalnych pobranych z tytułu działalności żeglugowej i od marynarzy«.

(109)

Zgodnie z wiedzą posiadaną przez Komisję, obecnie nie istnieje w Polsce program pomocy, z którego korzyści mogłyby sumować się z korzyściami płynącymi z niniejszego programu. W związku z tym Komisja stwierdza, że warunek dotyczący pułapu określonego w wytycznych został spełniony.

3.4.4.   Sprawozdania

(110)

Komisja stwierdza, że zgodnie z wymogiem ustanowionym w Wytycznych, Polska zobowiązała się do przedkładania Komisji rocznego sprawozdania na temat wprowadzania w życie systemu opodatkowania podatkiem tonażowym oraz jego skutków w odniesieniu do zarejestrowanej we Wspólnocie floty oraz do zatrudnienia wspólnotowych marynarzy.

4.   WNIOSKI

(111)

W świetle powyższych rozważań Komisja, świadoma konieczności unikania rozbieżności (patrz pkt 92 powyżej) pomiędzy systemami opodatkowania podatkiem tonażowym we Wspólnocie, podjęła decyzję o wszczęciu postępowania wyjaśniającego zgodnie z art. 4 ust. 4 (37) rozporządzenia (WE) nr 659/1999, w odniesieniu do następujących kwestii:

możliwości dokonywania odliczeń składek na ubezpieczenia społeczne oraz ubezpieczenia zdrowotne od odpowiednio kwoty podatku i podstawy opodatkowania przez osoby fizyczne lub osoby prawne podlegające opodatkowaniu podatkiem dochodowym od osób fizycznych, które wybrały system opodatkowania podatkiem tonażowym;

możliwości zrezygnowania z opodatkowania podatkiem tonażowym już po upływie 5 lat od momentu wyboru tej formy opodatkowania;

możliwości objęcia podatkiem tonażowym statków, w odniesieniu do których armator nie wypełnia łącznie, we własnym imieniu lub na cudzą rzecz, trzech następujących funkcji: komercyjnego i technicznego zarządzania statkami oraz zarządzania załogą statków wchodzących w skład tonażu przekraczającego czterokrotność tonażu statków, w odniesieniu do których wypełnia te trzy funkcje;

objęcia podatkiem tonażowym holowników i pogłębiarek, które świadczą usługi będące transportem morskim przez mniej niż połowę swojego czasu pracy w danym roku podatkowym;

oceny czy wymóg, aby kluczowe decyzje w zakresie zarządzania strategicznego oraz technicznego były faktycznie podejmowane w Polsce oraz aby kadra zarządzająca szczebla wyższego, główna siedziba, rada nadzorcza i zarząd były umiejscowione w Polsce może prowadzić do dyskryminacji de facto i ograniczenia swobody przedsiębiorczości w odniesieniu do armatorów z innych państw członkowskich.

(112)

W związku z powyższym Komisja, zgodnie z art. 6 ust. 1 (38) rozporządzenia (EWG) nr 659/1999, wzywa Rzeczpospolitą Polską do przedstawienia uwag na temat zgodności ze wspólnym rynkiem wyżej wspomnianych aspektów programu pomocy i do dostarczenia informacji, które mogą pomóc w przeprowadzeniu oceny zamierzonych środków, w ciągu jednego miesiąca od dnia otrzymania niniejszego pisma. Komisja zwraca się do władz polskich o bezzwłoczne przekazanie kopii niniejszego pisma wszystkim potencjalnie zainteresowanym odbiorcom.

(113)

Komisja pragnie przypomnieć władzom polskim o skutku zawieszającym art. 88 ust. 3 Traktatu WE. W tym kontekście, pragnie ona również zwrócić uwagę władz polskich na art. 14 (39) wspomnianego rozporządzenia, który stanowi, że pomoc przyznana bezprawnie podlega windykacji od beneficjentów.

(114)

Komisja informuje Polskę, że udostępni zainteresowanym stronom informacje, publikując niniejsze pismo wraz z jego streszczeniem w Dzienniku Urzędowym Unii Europejskiej. Poinformuje również zainteresowane strony w państwach EFTA będących sygnatariuszami Porozumienia EOG, publikując zawiadomienie w Suplemencie EOG do Dziennika Urzędowego Unii Europejskiej, oraz poinformuje Urząd Nadzoru EFTA, wysyłając na jego adres kopię niniejszego pisma. Wszystkie zainteresowane strony zostaną wezwane do przedstawienia uwag w ciągu jednego miesiąca od dnia publikacji.»


(1)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

Άρθρο 4 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999:

«4.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες κατά πόσον συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 2 της συνθήκης (εφεξής αποκαλούμενη “απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας”).»

(2)  Zarejestrowanym pod nr ref. TREN(2006) A/12656.

(3)  Nr ref. TREN(2006) D/204393, D/210227, D/223420 i TREN(2007) D/307010.

(4)  Zarejestrowanymi pod nr ref. TREN(2006) A/19774, A/22657 i TREN(2007) A/31073, A/34300.

(5)  Dziennik Ustaw z 2006 r., nr 183, poz. 1353.

(6)  Dziennik Ustaw z 1992 r., nr 6, poz. 27, z późn. zm.

(7)  Dziennik Ustaw z 1995 r., nr 154, poz. 792.

(8)  Dziennik Ustaw z 2004 r., nr 210, poz. 2135, z późn. zm.

(9)  Dziennik Ustawz 2007 r., nr 11, poz. 74, z późn. zm.

(10)  Dziennik Ustaw z 1998 r., nr 144, poz. 930, z późn. zm.

(11)  Dziennik Urzędowy Ministerstwa Infrastruktury (WE) nr 4/2005, poz. 28.

(12)  Ustawa o rachunkowości z dnia 29 września 1994 r., Dziennik Ustaw z 2002 r., nr 76, poz. 694, z późn. zm.

(13)  Dziennik Ustaw z 2000 r., nr 54, poz. 654, z późn. zm.

(14)  Dziennik Ustaw z 2000 r., nr 14, poz. 176, z późn. zm.

(15)  Por. przypis 13.

(16)  Por. przypis 14.

(17)  Dziennik Ustaw z 2000 r., nr 14, poz. 176, z późn. zm.

(18)  Artykuł 9 Ustawy o podatku dochodowym od osób prawnych i art. 24a Ustawy o podatku dochodowym od osób fizycznych.

(19)  Armatorzy, którzy zostaną objęci podatkiem tonażowym przed końcem 2016 roku, zatrzymają prawo do korzystania z przedłożonego do ponownej oceny programu przez okres 10 lat.

(20)  Wytyczne wspólnoty w sprawie pomocy publicznej dla transportu morskiego; Dz.U. C 13 z 17.1.2004, str. 3. W szczególności rozdział 3.1, w którym mowa, że: »system zastępujący zwyczajny podatek dochodowy podatkiem tonażowym jest pomocą państwa.«

(21)  Wytyczne wspólnoty w sprawie pomocy państwa dla transportu morskiego, Dz.U. C 13 z 17.1.2004, str. 3.

(22)  Tekst większości tych decyzji dostępny jest w języku(-ach) oficjalnym(-ych) pod następującym adresem internetowym:

 

http://ec.europa.eu/community_law/state_aids/index.htm.

Nieautentyczne wersje w językach roboczych Komisji dostępne są na stronie:

 

http://ec.europa.eu/dgs/energy_transport/state_aid/decisions/decisions_dg_tren_en.htm.

(23)  Zob. rozdział 3.1, akapit 4 i 5 wytycznych: »Tego rodzaju ulgi podatkowe, stosowane szczególnie do żeglugi morskiej, uważa się za pomoc publiczną. Pomocą publiczną jest także zastępowanie tradycyjnego systemu opodatkowania przedsiębiorstw podatkiem tonażowym. (…) Tego rodzaju środki zabezpieczają wysokojakościowe zatrudnienie w sektorze morskim na lądzie, jak np. w sferze zarządzania bezpośrednio związanego z żeglugą morską lub w zakresie działań towarzyszących (ubezpieczenia, maklerstwo, finanse). (…) Tego rodzaju bodźce podatkowe są generalnie akceptowane«.

(24)  Artykuł 1 ust. 4 rozporządzenia Rady (EWG) nr 4055/86 z dnia 22 grudnia 1986 r.; Dz.U. L 378 z 31.12.1986 , stanowi:

»4.   Do celów niniejszego rozporządzenia przez ‘usługi transportu morskiego między państwami członkowskimi oraz między państwami członkowskimi a państwami trzecimi’, gdzie są one z reguły świadczone za wynagrodzeniem, rozumie się:

a)

wewnątrzwspólnotowe usługi żeglugowe: przewóz pasażerów lub towarów drogą morską między każdym portem w państwie członkowskim a każdym portem lub urządzeniem oddalonym od brzegu w innym państwie członkowskim;

b)

ruch między państwami członkowskimi a państwami trzecimi: przewóz pasażerów lub towarów drogą morską między portami w państwach członkowskich a portami lub urządzeniami oddalonymi od brzegu w państwie trzecim.«

(25)  Dz.U. L 364 z 12.12.1992.

(26)  Zob. pkt 31 i 32 tego wyroku.

(27)  Zob. np. pomoc państwa N 563/01 — Dania — duński system opodatkowania podatkiem tonażowym zatwierdzony przez Komisję dnia 12 marca 2002 r.

(28)  Umowy o czarter samej łodzi są zazwyczaj długoterminowe i obejmują czasem nawet całą długość życia statku.

(29)  Kontrakty czarterowe na czas często obejmują krótszy okres i są zazwyczaj zawierane w przypadku, kiedy armator w danym momencie nie posiada wystarczającej pojemności, a inne przedsiębiorstwo armatorskie dysponuje pojemnością przekraczającą własne potrzeby.

(30)  Niniejsza zasada została wypracowana w praktyce przez Komisję w odniesieniu do czarterowanych statków w decyzji N 563/01 — Dania — Podatek tonażowy, zatwierdzonej dnia 12 marca 2002 r.

(31)  Zob. przypis 28 powyżej.

(32)  Zob. rozdział 3.1 akapit 2 Wytycznych.

(33)  Ibidem akapit 18.

(34)  Zob. na przykład rozdział 3.1 akapit 4 Wytycznych: »system zastępujący zwyczajny podatek dochodowy podatkiem tonażowym jest pomocą państwa« (podkreślenie dodano).

(35)  Zob. rozdział 3.1 akapit 4 Wytycznych wspomniany w przypisie 28 powyżej.

(36)  Zob. rozdział 3.1 akapit 19 Wytycznych: »We wszystkich przypadkach korzyści płynące z programów muszą ułatwiać rozwój sektora żeglugi morskiej oraz zatrudnienia w interesie Wspólnoty. W konsekwencji, opisane powyżej korzyści podatkowe muszą się ograniczać do działań związanych z żeglugą morską; skutkiem tego w przypadkach, w których przedsiębiorstwo posiadające statki jest również zaangażowane w inne działania komercyjne, wymagana będzie przejrzysta rachunkowość, zapobiegająca ‘wyciekom’ do działań niezwiązanych z żeglugą. Takie podejście powinno wspierać konkurencyjność żeglugi morskiej Wspólnoty, przy zobowiązaniach podatkowych zbliżonych poziomem do stawek stosowanych gdzie indziej na świecie, utrzymując zarazem w państwie członkowskim normalną wysokość podatków od innych działań, jak również osobiste wynagrodzenia akcjonariuszy i dyrektorów«.

(37)  Artykuł 4 ust. 4 rozporządzenia (WE) nr 659/1999:

4.   W przypadku gdy po przeprowadzeniu wstępnego badania Komisja stwierdza, że zaistniały wątpliwości co do zgodności środka będącego przedmiotem zgłoszenia ze wspólnym rynkiem, Komisja podejmuje decyzję o wszczęciu postępowania zgodnie z art. 93 ust. 2 Traktatu (zwaną dalej »decyzją o wszczęciu formalnej procedury dochodzenia«).

(38)  Artykuł 6 ust. 1 rozporządzenia (WE) nr 659/1999:

1.   Decyzja o wszczęciu formalnej procedury dochodzenia zawiera podsumowanie odpowiednich kwestii faktycznych i prawnych, wstępną ocenę Komisji odnośnie do charakteru pomocowego proponowanego środka i określa wątpliwości co do jego zgodności ze wspólnym rynkiem. Decyzja wzywa zainteresowane państwo członkowskie i inne zainteresowane strony do przedstawienia uwag w wyznaczonym terminie, który zwykle nie przekracza jednego miesiąca. W należycie uzasadnionych przypadkach Komisja może przedłużyć wyznaczony termin.

(39)  Artykuł 14 rozporządzenia (WE) nr 659/1999:

Windykacja pomocy

1.   W przypadku gdy podjęte zostały decyzje negatywne w sprawach pomocy przyznanej bezprawnie, Komisja podejmuje decyzję, że zainteresowane państwo członkowskie podejmie wszelkie konieczne środki w celu windykacji pomocy od beneficjenta (zwaną dalej »decyzją o windykacji«). Komisja nie wymaga windykacji pomocy, jeżeli byłoby to sprzeczne z ogólną zasadą prawa wspólnotowego.

2.   Pomoc podlegająca windykacji na podstawie decyzji o windykacji obejmuje odsetki naliczone według właściwej stopy ustalonej przez Komisję. Odsetki są płatne od dnia, w którym pomoc przyznana bezprawnie została udostępniona beneficjentowi do daty jej windykacji.

3.   Bez uszczerbku dla jakiegokolwiek orzeczenia Trybunału Sprawiedliwości Wspólnot Europejskich wydanego zgodnie z art. 185 Traktatu, windykacja zostaje przeprowadzona bezzwłocznie i zgodnie z procedurami przewidzianymi w prawie krajowym zainteresowanego państwa członkowskiego, pod warunkiem że przewidują one bezzwłoczne i skuteczne wykonanie decyzji Komisji. W tym celu oraz w wypadku postępowania przed sądami krajowymi, zainteresowane państwa członkowskie podejmują wszelkie konieczne kroki, jakie dostępne są w ich odpowiednich systemach prawnych, włącznie ze środkami tymczasowymi, bez uszczerbku dla prawa wspólnotowego.


12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/37


Προηγούμενη γνωστοποίηση συγκέντρωσης

(Υπόθεση COMP/M.4974 — Gores Group/Sagem Communications)

Υπόθεση υποψήφια για απλοποιημένη διαδικασία

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2007/C 300/14)

1.

Στις 30 Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή έλαβε γνωστοποίηση μιας προτεινόμενης συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (1) με την οποία η επιχείρηση Gores Group LLC («Gores Group», ΗΠΑ) αποκτά με την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού του Συμβουλίου έλεγχο του συνόλου της επιχείρησης Sagem Communications («Sagem», Γαλλία) με αγορά μετοχών.

2.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των εν λόγω επιχειρήσεων είναι:

για την Gores Group: επενδύσεις σε ιδιωτικό μετοχικό κεφάλαιο,

για την Sagem: δραστηριότητες στον τομέα του εξοπλισμού (hardware) επικοινωνιών, παραγωγή ευρέος φάσματος εξοπλισμού τελικού χρήστη που χρησιμοποιείται σε κινητές (συμπεριλαμβανομένου φορητού εξοπλισμού) και ευρυζωνικές επικοινωνίες.

3.

Κατά την προκαταρκτική εξέταση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η γνωστοποιηθείσα συναλλαγή θα μπορούσε να εμπέσει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (EK) αριθ. 139/2004. Εντούτοις, επιφυλάσσεται να λάβει τελική απόφαση επί του σημείου αυτού. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μια απλοποιημένη διαδικασία αντιμετώπισης ορισμένων συγκεντρώσεων βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (2) σημειώνεται ότι η παρούσα υπόθεση είναι υποψήφια για να αντιμετωπιστεί βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στην ανακοίνωση.

4.

Η Επιτροπή καλεί τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για την προτεινόμενη συγκέντρωση στην Επιτροπή.

Οι παρατηρήσεις πρέπει να φθάσουν στην Επιτροπή το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης, με την αναφορά COMP/M.4974 — Gores Group/Sagem Communications. Οι παρατηρήσεις μπορούν να σταλούν στην Eπιτροπή με φαξ [αριθμός (32-2) 296 43 01 ή 296 72 44]) ή ταχυδρομικά στην ακόλουθη διεύθυνση:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ΓΔ Ανταγωνισμού

Μητρώο Συγχωνεύσεων

J-70

B-1049 Bruxelles/Brussel


(1)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 56 της 5.3.2005, σ. 32.


ΛΟΙΠΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Επιτροπή

12.12.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 300/38


Δημοσίευση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων

(2007/C 300/15)

Η παρούσα δημοσίευση παρέχει το δικαίωμα ένστασης κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου. Η δήλωση ένστασης υποβάλλεται στην Επιτροπή εντός εξαμήνου από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης.

ΣΥΝΟΨΗ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 510/2006 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

«PRESUNTO DO ALENTEJO» ή «PALETA DO ALENTEJO»

Αριθ. ΕΚ: PT/PDO/005/0440/24.11.2004

ΠΟΠ (X) ΠΓΕ ( )

Στην παρούσα σύνοψη παρατίθενται τα κύρια στοιχεία των προδιαγραφών του προϊόντος για ενημερωτικούς σκοπούς.

1.   Αρμόδια υπηρεσία του κράτους μέλους:

Όνομα:

Gabinete de Planeamento e Politicas

Διεύθυνση:

Rua Padre António Vieira, n.o 1, 8o

P-1099-073 Lisboa

Τηλέφωνο:

(351) 213 81 93 00

Φαξ:

(351) 213 87 66 35

e-mail:

gppaa@gppaa.min-agricultura.pt

2.   Ομάδα:

Όνομα:

ACPA — Associação de Criadores de Porco Alentejano

Διεύθυνση:

Rua Armação de Pêra, n.o 7

P-7670-259 Ourique

Τηλέφωνο:

(351) 286 51 80 30

Φαξ:

(351) 286 51 80 37

e-mail:

acpaourique@mail.telepac.pt

Σύνθεση:

Παραγωγοί/Μεταποιητές ( Χ ) άλλοι ( )

3.   Τύπος προϊόντος:

Κλάση 1.2: Προϊόντα κρέατος (μαγειρευτά, παστά, καπνιστά, κ.λπ.)

4.   Προδιαγραφές:

[σύνοψη των απαιτήσεων του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006]

4.1.   Όνομα: «Presunto do Alentejo» ή«Paleta do Alentejo»

4.2.   Περιγραφή: Ωμό χοιρομέρι (Presunto) ή ωμοπλάτη (paleta) λαμβανόμενα, με ειδικές διαδικασίες, από μηρούς και ωμοπλάτες, αντιστοίχως, χοίρων της φυλής «alentejana» (εκτός των κάπρων αναπαραγωγής) οι οποίοι έχουν σφαγεί σε ηλικία μεταξύ 12 και 24 μηνών, εγγεγραμμένους στο πορτογαλικό γενεαλογικό μητρώο χοίρων (στο τμήμα για τη φυλή «Alentejana»). Μετά τη σφαγή υποβάλλονται σε αλάτιση, στράγγιση, ξήρανση και ωρίμαση, παλαίωση, τεμαχισμό και συσκευασία σύμφωνα με ειδικούς και σαφώς καθορισμένους κανόνες.

Το χοιρομέρι αποτελείται από το οπίσθιο άκρο που έχει διαιρεθεί στο σημείο της σύμφυσης του ισχίου με την ηβική χώρα και η ωμοπλάτη από το πρόσθιο άκρο του χοίρου. Στην περιγραφή αυτή των ανατομικών και μυϊκών βάσεων του χοιρομεριού και της ωμοπλάτης, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι μυϊκές μάζες περιβάλλονται από στρώμα λίπους. Εξωτερική όψη και σχήμα: τομή από επιμήκης και εκτεταμένη έως στρογγυλή, με εξωτερικό στρώμα λίπους και διατήρηση του ποδικού άκρου. Το βάρος είναι μεγαλύτερο των 5 kg για τα χοιρομέρια και των 3,5 kg για τις ωμοπλάτες. Η τομή έχει χρώμα από ροζ έως σκούρο κόκκινο, ελαιώδη όψη, στιλπνή, ετερογενή, με νευρώσεις και διάστικτη με ενδομυϊκό λίπος. Η υφή είναι ελαστική, μαλακή, ελάχιστα ινώδης, πολύ τρυφερή και χυμώδης. Το λίπος έχει στιλπνή όψη, χρώμα λευκό μαργαριταρώδες και ευχάριστη γεύση. Η γεύση είναι απαλή, λεπτή, ελάχιστα αλμυρή, έντονη, ευχάριστη, μερικές φορές ελάχιστα καυστική και με άρωμα ευχάριστο, απαλό, λεπτό, βουνίσιο («a montanheira»).

4.3.   Γεωγραφική περιοχή: Η γεωγραφική περιοχή γέννησης, εκτροφής και πάχυνσης των ζώων, σφαγής, τεμαχισμού και παραλαβής των πρόσθιων και οπίσθιων άκρων, μεταποίησης σε χοιρομέρι και ωμοπλάτη, κοπής, τεμαχισμού σε φέτες και συσκευασίας, οριοθετείται με φυσικό τρόπο καθώς καλύπτει τις περιοχές με δρυοδάση («montado») και επομένως με εκμεταλλεύσεις που είναι σε θέση να εφαρμόσουν τη μέθοδο εκτροφής «montanheira», να τηρήσουν τους ειδικούς κανόνες σφαγής, τεμαχισμού και παραλαβής των μηρών και των ωμοπλατών χοίρων της φυλής «alentejana» και οι οποίες διαθέτουν την τεχνογνωσία των κατοίκων της περιοχής όσον αφορά τη μεταποίηση, την κοπή και τη συσκευασία η οποία βασίζεται σε τοπικές μεθόδους, σύμφωνες με τα συναλλακτικά ήθη και σταθερές.

Η γεωγραφική περιοχή περιλαμβάνει τους ακόλουθους δήμους και κοινότητες: Abrantes, Alandroal, Alcácer do Sal (πλην της κοινότητας Santa Maria do Castelo), Alcoutim, Aljezur (κοινότητες Odeceixe, Bordeira, Rogil και Aljezur), Aljustrel, Almodôvar, Alter do Chão, Alvito, Arraiolos, Arronches, Avis, Barrancos, Beja, Borba, Campo Maior, Castelo Branco, Castelo de Vide, Castro Marim (κοινότητες Odeleite και Azinhal), Castro Verde, Chamusca, Coruche, Crato, Cuba, Elvas (πλην της κοινότητας Caia e S. Pedro), Estremoz, Évora, Ferreira do Alentejo, Fronteira, Gavião, Grândola (πλην της κοινότητας Melides), Idanha-a-Nova, Lagos (κοινότητα Bensafrim), Loulé (κοινότητες Ameixial, Salir, Alte, Benafim και Querença), Marvão, Mértola, Monchique (κοινότητες Monchique, Marmelete και Alferce), Monforte, Montemor-o-Novo, Mora, Moura, Mourão, Nisa, Odemira (πλην των κοινοτήτων Vila Nova de Mil Fontes και S. Teotónio), Ourique, Penamacor, Ponte de Sôr, Portalegre, Portel, Redondo, Reguengos de Monsaraz, Sabugal, Santiago do Cacém (πλην της κοινότητας Santo André), Sardoal, São Brás de Alportel, Serpa, Sines, Silves (κοινότητες S. Marcos, S. Bartolomeu de Messines και Silves), Sousel, Tavira, (κοινότητα Cachopo), Vendas Novas, Viana do Alentejo, Vidigueira, Vila Velha de Ródão και Vila Viçosa.

4.4.   Απόδειξη προέλευσης: Οι χοίροι της φυλής «alentejana» πρέπει υποχρεωτικά να έχουν γεννηθεί και εκτραφεί σε εκμεταλλεύσεις που έχουν καταχωρισθεί και υπόκεινται σε ελέγχους. Κατά τη γέννησή τους, τα ζώα εγγράφονται στο αντίστοιχο μητρώο. Η σφαγή, ο τεμαχισμός του σφαγίου, η μεταποίηση, η κοπή και η συσκευασία μπορούν να εκτελούνται μόνο σε εγκαταστάσεις που έχουν λάβει σχετική πιστοποίηση από τον φορέα διαχείρισης, βρίσκονται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής και υπόκεινται σε ελέγχους. Η έγκριση χορηγείται μόνο μετά τον έλεγχο των συνθηκών παραγωγής και παρασκευής, ιδίως όσον αφορά την προέλευση, τη μέθοδο παραλαβής και τα χαρακτηριστικά των πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν, τις συνθήκες μεταποίησης, τεμαχισμού, κοπής σε φέτες και συσκευασίας, καθώς και τα χαρακτηριστικά του τελικού προϊόντος. Σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας και σε όλους τους συντελεστές της εφαρμόζονται προδιαγραφές και ανάλογοι κανόνες ελέγχου.

Υπάρχει επίσης ένα πλήρες σύστημα ιχνηλασιμότητας, εφαρμοζόμενο από τους ίδιους τους παραγωγούς, το οποίο επιτρέπει τον προσδιορισμό όλου του κύκλου παραγωγής, από την πρώτη ύλη στο τελικό προϊόν [σύστημα «Από το τραπέζι στο δρυοδάσος» («da Mesa ao Montado»)] και τη σύνδεση του αριθμού ταυτοποίησης που αναγράφεται στα ολόκληρα τεμάχια ή στις συσκευασίες του τεμαχισμένου σε φέτες προϊόντος με τον αριθμό ταυτοποίησης του ζώου στο κτηνοτροφείο.

Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας παραγωγής, μπορούν να φέρουν το σήμα πιστοποίησης, το λογότυπο και τις ονομασίες «Presunto do Alentejo — DOP» ή «Paleta do Alentejo — DOP» μόνο τα προϊόντα που ανταποκρίνονται στο σύνολο των προβλεπόμενων στις προδιαγραφές απαιτήσεων και τα οποία έχουν υποβληθεί, τεκμηριωμένα, στις δέουσες εξακριβώσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν ιδίως ελέγχους, εργαστηριακές δοκιμές και εξέταση από ομάδα γευσιγνωστών.

4.5.   Μέθοδος παραγωγής: Η εκτροφή των χοίρων της φυλής «alentejana» είναι εκτατικού ή ημι-εκτατικού τύπου και συνίσταται κυρίως σε εκτροφή στο ύπαιθρο σε δασώδεις περιοχές που περιλαμβάνουν τουλάχιστον 40 βελανιδιές (φελλόδεντρα και αριές) ανά εκτάριο, με μέγιστη πυκνότητα ενός χοίρου ανά εκτάριο δρυοδάσους. Η διατροφή των ζώων στηρίζεται κυρίως στη βοσκή, με εκτατικό σύστημα, και περιλαμβάνει κυρίως υπολείμματα και θραύσματα σιτηρών, χόρτα, όσπρια (όπως μπιζέλια και βίκο), καθώς και μικρά θηλαστικά και πτηνά, αυγά, ερπετά, μαλάκια, δακτυλιοσκώληκες κ.λπ., όπως όλων των παμφάγων ζώων. Σε περίπτωση έλλειψης τροφής στους αγρούς και μόνο, μπορεί να χορηγηθεί στα ζώα συμπλήρωμα, κατάλληλης σύνθεσης, που δεν προέρχεται από την περιοχή και δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30 % του σιτηρεσίου τους. Τα ζώα περνούν πάντοτε μια φάση πάχυνσης. Πρόκειται για περίοδο μεταξύ 60 και 90 ημερών κατά την οποία τα ζώα εκτρέφονται με προϊόντα του δάσους (βελανίδια και άλλα τρόφιμα από το δρυοδάσος). Είναι υποχρεωτικό να αυξηθεί το βάρος τους τουλάχιστον κατά 3 arrobas (45 κιλά) με αυτή τη διατροφή. Οι χοίροι σφάζονται σε ηλικία μεταξύ 12 και 24 μηνών και γίνονται αποδεκτά μόνο τα σφάγια ελάχιστου βάρους 90 kg. Οι (νωποί) μηροί και οι ωμοπλάτες σημαίνονται ατομικά με αριθμημένο δακτύλιο. Τα τεμάχια αυτά πρέπει να έχουν ελάχιστο βάρος 7,5 kg για τα χοιρομέρια και 5 kg για τις ωμοπλάτες και να περιλαμβάνουν το πόδι. Αναλόγως του βάρους των χοιρομεριών και των ωμοπλατών, μπορεί να επιτραπεί η αφαίρεση τμήματος του υποδόριου λίπους. Η διαδικασία μεταποίησης των χοιρομεριών και των ωμοπλατών βασίζεται σε τοπικές μεθόδους, σύμφωνες με τα συναλλακτικά ήθη και σταθερές, στηριζόμενες στην τεχνογνωσία των κατοίκων της περιοχής και περιλαμβάνει πολλά στάδια σαφώς καθορισμένα: τεμαχισμό, αλάτιση, πλύσιμο, στράγγιση, ξήρανση/ωρίμαση και παλαίωση. Χάρη στη διαδικασία αυτή, τα χοιρομέρια ή ωμοπλάτες αποκτούν αργά και βαθμιαία την εμφάνιση, το χρώμα, το άρωμα και την υφή που τα καθιστούν μοναδικά και ιδιαίτερα προϊόντα.

Τα προϊόντα «Presunto do Alentejo» και «Paleta do Alentejo» μπορούν να διατίθενται στο εμπόριο ολόκληρα, σε τεμάχια ή σε φέτες, με ή χωρίς κόκαλο. Ο τεμαχισμός ή/και η κοπή σε φέτες, καθώς και η αφαίρεση του κόκαλου, μπορούν να εκτελούνται μόνο σε εγκαταστάσεις εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής παραγωγής, δεδομένου ότι οι εργασίες αυτές στηρίζονται σε ειδική τεχνογνωσία που λαμβάνει υπόψη, για κάθε τεμάχιο, την ιδιαιτερότητα του σχήματος, τη λεπτότητα των αρωμάτων και την πολυπλοκότητα της γεύσης του. Πριν επιλεχθεί για τεμαχισμό και κοπή σε φέτες, κάθε τεμάχιο εξετάζεται από ειδικούς της περιοχής, οι οποίοι καθορίζουν το βέλτιστο σημείο διατήρησης. Κατόπιν υποβάλλεται σε οργανοληπτική εξέταση από εκπαιδευμένο δοκιμαστή γευσιγνώστη, ο οποίος, με τα κατάλληλα εργαλεία, προχωρεί σε αισθητηριακή ανάλυση του προϊόντος σε βάθος και αποφαίνεται εάν είναι κατάλληλο για τεμαχισμό. Για να έχει κάθε τεμάχιο μεγάλη οικονομική απόδοση, ο τεμαχισμός εκτελείται μόνο από πολύ καλά εκπαιδευμένους ειδικούς, ικανούς να εκτελούν την κοπή με εξαιρετικό τρόπο, αξιοποιώντας πλήρως τους μυς κάθε τεμαχίου και δημιουργώντας λεπτότατες φέτες, ώστε να αναδεικνύεται όλη η οργανοληπτική αξία του προϊόντος. Τα λίπος αυτών των τεμαχίων — ου χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από γεύση, άρωμα, χρώμα και στιλπνότητα τελείως ιδιαίτερα— αλλοιώνεται εύκολα όταν εκτεθεί στο αέρα ή σε υψηλές θερμοκρασίες. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι εργασίες που περιγράφηκαν πρέπει να εκτελούνται σε κατάλληλες εγκαταστάσεις, από μικροβιολογική άποψη και από άποψη θερμοκρασίας και υγρασίας, για να διατηρείται η λεπτότητα της γεύσης του προϊόντος και να είναι δυνατή η συσκευασία του αμέσως, ώστε να μην εκτίθεται υπερβολικά στον αέρα. Πρέπει να προστεθεί ότι αυτές οι εργασίες συνοδεύονται από οργανοληπτικές δοκιμασίες, οι οποίες και πάλι εκτελούνται από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό.

Οι κανόνες αυτοί έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την πλήρη ιχνηλασιμότητα του προϊόντος και την αποφυγή κάθε αλλοίωσης, ιδίως όσον αφορά τις αισθητηριακές ιδιαιτερότητές του, ώστε να μην εξαπατάται ο καταναλωτής και να προμηθεύεται ένα προϊόν το οποίο έχει πράγματι παραχθεί και μεταποιηθεί στην περιοχή προέλευσής του. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται επίσης ο έλεγχος του συνόλου του κύκλου παραγωγής.

4.6.   Δεσμός: Το «Presunto do Alentejo» και το «Paleta do Alentejo» παράγονται σε μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από φτωχά εδάφη και κλίμα ιδιαιτέρως θερμό και ξηρό το καλοκαίρι και ψυχρό και ξηρό τον χειμώνα. Η μόνη χλωρίδα που είναι ανθεκτική στις συνθήκες αυτές και μπορεί να έχει κάποια οικονομική απόδοση είναι τα δρυοδάση («montados») με φελλóδεντρα και αριές και ο υπόροφός τους. Οι χοίροι της φυλής «alentejana» είναι το καλύτερα προσαρμοσμένο ζώο στις φυσικές αυτές συνθήκες, αφού είναι δυνατή η εκτροφή του στην ύπαιθρο και η σίτισή του, κυρίως, με φυσικά προϊόντα του ίδιου του «montado» (χόρτα, βελανίδια, σιτηρά και όσπρια, μικρά ζώα), στο πλαίσιο του ειδικού συστήματος κτηνοτροφίας που ονομάζεται «montanheira».

Αυτός ο τύπος εκτροφής και διατροφής προσδίδει στο συγκεκριμένο χοιρινό κρέας (μυς και λίπος) ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Η ιδιαίτερη κλιματολογική κατάσταση που περιγράφεται επέτρεψε, επίσης, την ανάπτυξη ειδικής τεχνογνωσίας που επιτρέπει τη φυσική ξήρανση των τεμαχίων που προέρχονται από την κοπή του σφαγίου του χοίρου, χωρίς υποκαπνισμό ούτε χρήση εξωτερικών παραγόντων πλην της προσθήκης απλού άλατος.

Για τον λόγο αυτό, λαμβάνονται «presuntos» και «paletas» με τυπικό σχήμα που περιλαμβάνουν το πόδι (με το χαρακτηριστικό μαύρο νύχι από το οποίο αναγνωρίζεται αμέσως η προέλευσή τους από χοίρους της φυλής «alentejana») και διαθέτουν ιδιαίτερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά όπως η μυώδης σάρκα, το παχύρρευστο λίπος με το ιδιαίτερο χρώμα, η ιδιότυπη υφή, άρωμα και γεύση που χαρακτηρίζουν τα προϊόντα τα οποία προέρχονται από χοίρους της φυλής «alentejana» (όταν έχουν εκτραφεί «em montanheira») και ξηραίνονται στις φυσικές συνθήκες της οριοθετημένης περιοχής.

Εξάλλου, ο δεσμός μεταξύ των προϊόντων και της περιοχής παραγωγής στηρίζεται στα ακόλουθα στοιχεία:

Ιστορικός δεσμός: Οι πρώτες αναφορές στην ύπαρξη χοίρων στην περιοχή του Alentejo ανάγονται σε πολλούς αιώνες πριν την εποχή μας. Υπάρχουν εξάλλου αποδείξεις της παρουσίας χοίρων και χοιρινών προϊόντων κατά τις περιόδους ρωμαϊκής και αραβικής κυριαρχίας. Ο Κάτων ήδη συνιστούσε το «presunto» του Alentejo, που παρασκευαζόταν πέρα, στη μακρινή Δύση, κοντά στη θάλασσα. Αφηγήσεις που χρονολογούνται από την εποχή της επανάκτησης της Ιβηρικής Χερσονήσου από τους Χριστιανούς αναφέρουν τις διαμάχες μεταξύ γεωργών με αφορμή τις ζημιές που προκαλούσαν οι χοίροι στις καλλιέργειες, καθώς και τα οφέλη από την διατροφή με τα εξαιρετικής ποιότητας κρέατα και προϊόντα που προέρχονταν από τους χοίρους αυτούς. Στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η χοιροτροφία εδραιώθηκε στο Alentejo ως μια από τις σημαντικότερες από οικονομική άποψη κτηνοτροφικές δραστηριότητες, η οποία εξασφαλίζει την οικονομική βιωσιμότητα της περιοχής και των κατοίκων της.

Δεσμός με τον άνθρωπο: Η κατανάλωση των προϊόντων αυτών, που καταναλώνονται πάντοτε ωμά, καλύπτεται από συγκεκριμένες συνήθειες. Στο παρελθόν, τα «presuntos» και «paletas» του Alentejo καταναλώνονταν αποκλειστικά σε γιορτές και προσφέρονταν ως βραβείο σε διαγωνισμούς.

4.7.   Οργανισμός ελέγχου:

Όνομα:

Agricert — Certificação de Produtos Alimentares, Lda

Διεύθυνση:

Av. de Badajoz, n.o 3

P-7350-903 Elvas

Τηλέφωνο:

(351) 268 62 50 26

Φαξ:

(351) 268 62 65 46

e-mail:

agricert@agricert.pt

Η AGRICERT έχει πιστοποιηθεί κατά το πρότυπο 45011:2001.

4.8.   Επισήμανση: Στις ετικέτες αναγράφονται υποχρεωτικά η ένδειξη «Presunto do Alentejo — DOP» ή «Paleta do Alentejo — DOP» και ο αντίστοιχος κοινοτικός λογότυπος. Οι ετικέτες πρέπει να φέρουν το σήμα πιστοποίησης, στο οποίο πρέπει υποχρεωτικά να αναγράφονται: η ονομασία του προϊόντος και αντίστοιχη ένδειξη, το όνομα του οργανισμού ελέγχου και ο αριθμός σειράς του προϊόντος (αριθμητικός ή αλφαριθμητικός κωδικός ιχνηλασιμότητας του προϊόντος). Το «Presunto do Alentejo» και το «Paleta do Alentejo» φέρουν στο δέρμα, χαραγμένο με πυροσφραγίδα, το ακόλουθο σήμα: