Εισαγωγή

Η δημιουργία της πρώτης «Κοινότητας», της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) υπήρξε η αφετηρία μιας περιόδου εκπόνησης ευρωπαϊκών συνθηκών η οποία διήρκεσε πάνω από πενήντα χρόνια. Από το 1951 (συνθήκη ΕΚΑΧ) έως το 2001 (συνθήκη της Νίκαιας), υπογράφηκαν τουλάχιστον δεκαέξι συνθήκες.

Η οικοδόμηση της Ευρώπης αποτελεί μια δυναμική διαδικασία. Η Ένωση εξελίσσεται ακολουθώντας μια προοδευτική διαδικασία, η οποία βασίζεται σε δεσμούς μερικής αλληλεξάρτησης που επεκτάθηκαν σταδιακά από οικονομικούς σε πολιτικούς τομείς. Σκοπός του παρόντος συνοπτικού δελτίου είναι να παρουσιάσει μια επισκόπηση των κυριοτέρων σταδίων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ακολουθώντας μια χρονολογική προσέγγιση.

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Η ευρωπαϊκή συνεργασία συνίστατο αρχικά στη συνέχιση ορισμένων στρατιωτικών συμμαχιών που χρονολογούνταν από την εποχή του πολέμου. Με τη συνθήκη της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης, του Μαρτίου του 1948, παρατάθηκε, για παράδειγμα, η συμμαχία μεταξύ της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και του Βελγίου. Η συμμαχία αυτή διευρύνθηκε στη συνέχεια και αποτέλεσε τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) (EN) (FR). Κατά τον ίδιο χρόνο σχεδόν, η ευρωπαϊκή συνεργασία άρχισε να εφαρμόζεται στον οικονομικό τομέα, με τη δημιουργία, τον Απρίλιο του 1948, του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας, που στη συνέχεια μετεξελίχθηκε στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) (EN) (FR). Λίγο μετά γεννήθηκε η πολιτική Ευρώπη, με τη δημιουργία του Συμβουλίου της Ευρώπης (EN) (FR) (DE) (IT), η οποία κατέστησε δυνατή την επέκταση της ευρωπαϊκής συνεργασίας σε ευρύ φάσμα πολιτικών, τεχνικών, κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, η συνεργασία αυτή, παρά τον ευρύ χαρακτήρα της, περιορίστηκε σε διακρατικό επίπεδο.

Η ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ: Η ΘΕΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (1951-1965)

Η υπερεθνική Ευρώπη αντιστοιχεί σε μια νέα αντίληψη της Ευρώπης, η οποία διατυπώθηκε από τον Robert Schuman στην περίφημη δήλωσή του της 9ης Μαΐου 1950 (υπάρχει σε όλες τις γλώσσες). Η λειτουργική αυτή προσέγγιση αποσκοπεί στη δημιουργία μιας πραγματικής αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών. Η πρωτοβουλία αυτή συνέβαλε ώστε να δημιουργηθεί από το ευρωπαϊκό «νεφέλωμα» ένας σκληρός πυρήνας κρατών «η Ευρώπη των έξι» και να γεννηθούν οι ευρωπαϊκές Κοινότητες.

Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα--ΕΚΑΧ (1951-2002)

Το πρώτο αποτέλεσμα της νέας προσπάθειας ολοκλήρωσης ήταν η σύσταση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), η οποία αποσκοπούσε στην οργάνωση των ρυθμίσεων για την ελεύθερη κυκλοφορία του άνθρακα και του χάλυβα, καθώς και για την ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές παραγωγής. Στην εν λόγω Κοινότητα συμμετέχουν έξι κράτη: η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και οι χώρες της Μπενελούξ. Τα κράτη μέλη βρίσκονται υπό την εποπτεία υπερεθνικών οργάνων, τα οποία, αν και οι αρμοδιότητές τους περιορίζονται στους τομείς του άνθρακα και του χάλυβα, έχουν αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων και επιβολής τους στους συγκεκριμένους τομείς. Η Ανώτατη Αρχή και το Συμβούλιο Υπουργών έχουν επιφορτιστεί με τη λήψη αυτών των αποφάσεων, ενώ η Κοινοβουλευτική Συνέλευση έχει κυρίως συμβουλευτικό ρόλο.

Η συνθήκη των Παρισίων θέσπισε την ΕΚΑΧ για περιορισμένη διάρκεια πενήντα ετών. Η ισχύς της συνθήκης ΕΚΑΧ έληξε συνεπώς στις 23 Ιουλίου 2002.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, γνωστή ως Ευρατόμ (1957)

Μετά την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ) το 1954, το πεδίο εφαρμογής της ΕΚΑΧ περιορίζεται στον οικονομικό τομέα με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, περισσότερο γνωστής με την ονομασία Ευρατόμ. Οι δύο αυτές Κοινότητες δημιουργούνται με τις γνωστές «συνθήκες της Ρώμης» που υπογράφηκαν τον Μάρτιο του 1957.

Η ΕΟΚ, στην οποία συμμετέχουν οι έξι χώρες ήδη μέλη της ΕΚΑΧ, έχει ως αποστολή την ολοκλήρωση μέσω της προώθησης των εμπορικών συναλλαγών με στόχο την οικονομική ανάπτυξη. Η ΕΟΚ θεσπίζει μια κοινή αγορά, μια τελωνειακή ένωση και προβλέπει κοινές πολιτικές (γεωργική πολιτική, εμπορική πολιτική και πολιτική στον τομέα των μεταφορών).

Η Ευρατόμ αποτελείται από τα ίδια μέλη. Στόχος της είναι να συμβάλει στην ίδρυση και στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών πυρηνικών βιομηχανιών και να μεριμνά ώστε όλα τα κράτη μέλη να μπορούν να επωφελούνται από την ανάπτυξη της ατομικής ενέργειας και να εξασφαλίζεται η ασφάλεια του εφοδιασμού. Παράλληλα, η συνθήκη εγγυάται υψηλό επίπεδο ασφάλειας για την προστασία του πληθυσμού και εμποδίζει τη χρήση των πυρηνικών υλικών για σκοπούς διαφόρους από εκείνους για τους οποίους προορίζονται.

Τέλος, τρεις ξεχωριστές Κοινότητες συνυπάρχουν από το 1957. Οι τρεις Κοινότητες διαθέτουν ορισμένα κοινά θεσμικά όργανα. Ωστόσο, δεδομένου ότι παρατηρούνται επικαλύψεις μεταξύ ορισμένων θεσμικών οργάνων, η ενοποίηση αυτών των Κοινοτήτων κατέστη αναγκαία σε αυτό το στάδιο. Με τη Συνθήκη των Βρυξελλών του 1965, συγχωνεύονται οι εκτελεστικές εξουσίες των τριών Κοινοτήτων σε μία «Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» και ιδρύεται ενιαίο Συμβούλιο το οποίο αντικαθιστά τα Συμβούλια των τριών Κοινοτήτων.

ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΡΧΩΝ ΚΡΑΤΩΝ (1961-1970)

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρατηρήθηκε έντονη αμφισβήτηση των θεμελιωδών αρχών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η αντίσταση των κυρίαρχων κρατών στην οικοδόμηση της Ευρώπης εντείνεται. Οι οπαδοί μιας Ευρώπης των εθνών απορρίπτουν την υπερεθνική αντίληψη των Κοινοτήτων.

Η αποτυχία του σχεδίου Fouchet (1961)

Παρά την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας, επανέρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα της πολιτικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Το 1961, μια διακυβερνητική επιτροπή με επικεφαλής έναν Γάλλο διπλωμάτη, τον Christian Fouchet, εξουσιοδοτείται από τις έξι χώρες να καταρτίσει συγκεκριμένες προτάσεις για την προώθηση της πολιτικής Ένωσης. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της, η επιτροπή αυτή προτείνει τη δημιουργία μιας Ένωσης η οποία θα έχει ως στόχο τη θέσπιση κοινής εξωτερικής πολιτικής και κοινής πολιτικής άμυνας. Οι σχετικές διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αποτυχία εξαιτίας αντιρρήσεων σε τρία σημεία: την ασάφεια όσον αφορά τη συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας, τη διαφωνία ως προς τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού αμυντικού συστήματος το οποίο στόχευε στην ανεξαρτησία έναντι της ατλαντικής συμμαχίας και τον υπερβολικά διακυβερνητικό χαρακτήρα των προτεινομένων θεσμικών οργάνων, ο οποίος συνιστούσε απειλή για τη διατήρηση της υπερεθνικής διάστασης των υφιστάμενων κοινοτικών θεσμικών οργάνων.

Η κρίση της κενής έδρας (1965)

Η Γαλλία, λόγω της αντίθεσής της σε ορισμένες προτάσεις της Επιτροπής που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη χρηματοδότηση της κοινής αγροτικής πολιτικής, έπαυσε, από τον Ιούλιο του 1965, να συμμετέχει σε συνεδριάσεις του Συμβουλίου και έθεσε ως προϋπόθεση για την εκ νέου ανάληψη της θέσης της πολιτική συμφωνία σχετικά με τον ρόλο της Επιτροπής και τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία. Το επεισόδιο αυτό στην ιστορία της Ευρώπης είναι γνωστό ως η «κρίση της κενής έδρας». Η επίλυση της κρίσης επιτεύχθηκε χάρη στο Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου (Ιανουάριος του 1966) σύμφωνα με τον οποίο «όταν διακυβεύονται πολύ σημαντικά συμφέροντα ενός ή πολλών χωρών, τα μέλη του Συμβουλίου επιδιώκουν να καταλήξουν σε λύσεις που μπορούν να γίνουν δεκτές από όλους σε πνεύμα σεβασμού των αμοιβαίων συμφερόντων».

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΔΙΕΥΡΥΝΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ (1970-1985)

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι τρεις Κοινότητες γνωρίζουν τις πρώτες διευρύνσεις τους με την ένταξη νέων κρατών μελών. Συγκεκριμένες εξελίξεις δίνουν νέα ώθηση στην κοινοτική δυναμική.

Η Μεγάλη Βρετανία προσχωρεί στις ευρωπαϊκές Κοινότητες τον Ιανουάριο του 1973 μαζί με τη Δανία και την Ιρλανδία. Το 1980, προσχωρεί η Ελλάδα και, το 1986, ακολουθούν η Ισπανία και η Πορτογαλία.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η οικοδόμηση της Ευρώπης συνεχίστηκε, αλλά συνοδεύτηκε από δύο παγκόσμιες κρίσεις: την κρίση του δολαρίου και την πετρελαϊκή κρίση. Οι κρίσεις αυτές αποτέλεσαν την αφορμή προβληματισμού της Κοινότητας για το μέλλον της. Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκε ουσιαστικό έργο. Μεταξύ των σημαντικότερων συμβολών, αναφέρουμε την έκθεση Davignon (1970) και την έκθεση Tindemans (1975), την έκθεση της επιτροπής των «τριών σοφών» (1978), το σχέδιο Spinelli (1984) και τη Λευκή Βίβλο για την ολοκλήρωση της Εσωτερικής Αγοράς (1985).

Παράλληλα με αυτό το έργο προβληματισμού που προδιέγραψε κατά κάποιον τρόπο την Ενιαία Πράξη, το κοινοτικό οικοδόμημα γνωρίζει σημαντικές εξελίξεις όπως:

Η ΕΝΙΑΙΑ ΠΡΑΞΗ: ΠΡΩΤΕΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ (1986) Σταδιακά έγινε αισθητή η ανάγκη να δοθεί νέα ώθηση στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Συγκεκριμένα, διαφαινόταν ότι θα ήταν πολύ δύσκολη η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς με βάση τις υφισταμένες συνθήκες, ιδίως τις θεσμικές διατάξεις τους που απαιτούσαν τη λήψη αποφάσεων με ομοφωνία στο Συμβούλιο όσον αφορά την εναρμόνιση της νομοθεσίας.

Η Ενιαία Πράξη εισάγει έναν αριθμό μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στην απλούστευση της εν λόγω διαδικασίας εναρμόνισης.

Κατ΄ αρχάς, θέτει ως στόχο την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς την 1η Ιανουαρίου 1993.

Επίσης, προβλέπει την επέκταση της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία, καθώς και την ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (θέσπιση διαδικασίας συνεργασίας) και τη διεύρυνση των κοινοτικών αρμοδιοτήτων, ιδίως στον οικονομικό και νομισματικό τομέα, καθώς και στους τομείς του περιβάλλοντος και της έρευνας. Τέλος, η Ενιαία Πράξη επισημοποιεί την ύπαρξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και διαφυλάσσει την πρακτική της συνεργασίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ, Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (1992)

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι σηματοδοτεί τη μετάβαση στην πολιτική διάσταση της ευρωπαϊκής οικοδόμησης.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ συγκεντρώνει σε ένα ενιαίο κείμενο, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Κοινότητες, την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), καθώς και τη συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων (ΔΕΥ). Η συνθήκη αυτή αποτελεί τη βάση της γνωστής «δομής των πυλώνων».

Ο πρώτος πυλώνας αποτελείται από τις προϋπάρχουσες Κοινότητες και λειτουργεί χάρη στα θεσμικά όργανα σύμφωνα με τη λεγόμενη κοινοτική μέθοδο, δηλαδή την από κοινού άσκηση της εθνικής κυριαρχίας.

Ο δεύτερος πυλώνας αφορά την ΚΕΠΠΑ (τίτλος V της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και ο τρίτος τη ΔΕΥ (τίτλος VI της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Οι δύο αυτοί πυλώνες βασίζονται στη διακυβερνητική συνεργασία, η οποία χρησιμοποιεί, εντούτοις, τα κοινά θεσμικά όργανα και διαθέτει ορισμένα υπερεθνικά χαρακτηριστικά, κυρίως τη συμμετοχή της Επιτροπής και τη διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η ΕΟΚ μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΚ), γεγονός που εκφράζει τη βούληση των κρατών που υπέγραψαν τη συνθήκη να επεκτείνουν τις κοινοτικές αρμοδιότητες σε μη οικονομικούς τομείς.

Στον κοινοτικό τομέα, οι βασικές καινοτομίες είναι: η έναρξη εφαρμογής της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η οποία έγινε πραγματικότητα με την απόφαση που ελήφθη το 1998 για τη θέσπιση του ενιαίου νομίσματος (ευρώ), η θέσπιση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας, η υλοποίηση νέων πολιτικών (εκπαίδευσης, πολιτισμού), καθώς και η εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας που διέπει την άσκηση των αρμοδιοτήτων. Τέλος, ένα κοινωνικό πρωτόκολλο επεκτείνει τις κοινοτικές αρμοδιότητες στον κοινωνικό τομέα.

Σε θεσμικό επίπεδο, ενισχύεται ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου χάρη στη θέσπιση της διαδικασίας συναπόφασης σε ορισμένους τομείς και στη συμμετοχή του Κοινοβουλίου στον διορισμό των μελών της Επιτροπής.

Οι εξελίξεις αυτές δεν θα ήταν δυνατές χωρίς την ύπαρξη ενός βαθμού διαφοροποίησης μεταξύ των κρατών μελών. Ειδικότερα, το Ηνωμένο Βασίλειο δε συμμετέχει στο κοινωνικό πρωτόκολλο και διατηρεί το δικαίωμα να αποφασίσει τη συμμετοχή του στη ζώνη του ευρώ, όπως και η Δανία. Η κύρωση της συνθήκης δεν αποτέλεσε εύκολη διαδικασία, απόδειξη του γεγονότος ότι αντιπροσώπευε ένα αποφασιστικό βήμα προς τη δημιουργία μιας Ευρώπης με πολιτιστική διάσταση.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ (1997)

Τα έτη που ακολούθησαν την έναρξη ισχύος της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σηματοδοτήθηκαν από τη διεύρυνση της Ένωσης με την ένταξη της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας το 1995.

Η συνθήκη του Άμστερνταμ έφερε σημαντικές εξελίξεις.

Κατέστησε δυνατή την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης. Έμφαση δόθηκε στην επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου απασχόλησης και στον συντονισμό των πολιτικών απασχόλησης.

Η κοινοτική μέθοδος άρχισε να εφαρμόζεται σε σημαντικούς τομείς οι οποίοι υπάγονταν μέχρι τότε στον τρίτο πυλώνα, όπως η παροχή ασύλου, η μετανάστευση, η διέλευση των εξωτερικών συνόρων, η καταπολέμηση της απάτης και η τελωνειακή συνεργασία.

Η συνθήκη του Άμστερνταμ περιλαμβάνει για πρώτη φορά διατάξεις που επιτρέπουν σε έναν ορισμένο αριθμό κρατών μελών να αξιοποιήσουν τα κοινά θεσμικά όργανα για να οργανώσουν μια ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ τους. Επιπλέον, η συνθήκη αυτή ενισχύει τις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου με την επέκταση της διαδικασίας συναπόφασης και των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του. Προβλέπει, επίσης, την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων για την προετοιμασία των αναγκαίων θεσμικών μεταρρυθμίσεων εν όψει της διεύρυνσης (σύνθεση της Επιτροπής, του Κοινοβουλίου και δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο) με στόχο τη διατήρηση του δημοκρατικού χαρακτήρα και της αποτελεσματικότητας ενός οικοδομήματος που θα περιελάμβανε πάνω από είκοσι μέλη. Μετά την υπογραφή αυτής της συνθήκης κατέστη εξάλλου δυνατή η επέκταση της διαδικασίας διεύρυνσης στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, από το 1998.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ (2001)

Η Συνθήκη της Νίκαιας αφορά κυρίως τα «υπόλοιπα του Άμστερνταμ», δηλαδή τα θεσμικά προβλήματα σχετικά με τη διεύρυνση τα οποία δεν διευθετήθηκαν το 1997. Πρόκειται για τη σύνθεση της Επιτροπής, τη στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο και την επέκταση των περιπτώσεων λήψης απόφασης με ειδική πλειοψηφία. Η εν λόγω συνθήκη απλοποίησε επίσης τους κανόνες για την εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας και κατέστησε αποτελεσματικότερο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.

Επιπροσθέτως, κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής της Νίκαιας, οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής διακήρυξαν τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον οποίο είχε καταρτίσει ειδική συνέλευση.

Με τη συνθήκη της Νίκαιας καθίσταται εμφανές ότι η αρχιτεκτονική της Ένωσης θα πρέπει να λάβει μια σφαιρική και σταθερή μορφή ώστε η Ένωση να είναι δυνατόν να λειτουργεί με συνέπεια μετά τη διεύρυνση. Η σύσταση της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης και η κατάρτιση του Συντάγματος αποτελούν απόρροια αυτής της εξέλιξης.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (2004)

Η Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη , η οποία συχνά καλείται απλά Σύνταγμα, καταργούσε και αντικαθιστούσε με ένα ενιαίο κείμενο τις ισχύουσες συνθήκες με εξαίρεση τη συνθήκη Ευρατόμ. Το κείμενο αυτό ενοποιούσε 50 έτη ευρωπαϊκών συνθηκών.

Πέραν του έργου της ενοποίησης και της απλούστευσης των κειμένων, το Σύνταγμα εισήγαγε μεγάλο αριθμό καινοτομιών, μεταξύ των οποίων: η απόδοση νομικής προσωπικότητας στην Ένωση, ο σαφής καθορισμός των αρμοδιοτήτων, η δυνατότητα ενός κράτους μέλους να αποχωρήσει από την Ένωση, η ενσωμάτωση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η απλοποίηση των οργάνων δράσης της Ένωσης, η θέσπιση του αξιώματος του υπουργού Εξωτερικών της Ένωσης, η επίσημη θεσμοθέτηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και η δημιουργία του μόνιμου αξιώματος του Προέδρου του Συμβουλίου, ο οποίος θα εκλέγεται για διάστημα δυόμισι ετών, η θέσπιση ενός νέου συστήματος ειδικής πλειοψηφίας για την ψηφοφορία στο Συμβούλιο, σειρά τροποποιήσεων που αφορούν τις πολιτικές, την κατάργηση της δομής των πυλώνων, την επέκταση του πεδίου εφαρμογής τόσο της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο, όσο και της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας (διαδικασίας συναπόφασης).

Η Συνταγματική Συνθήκη υπεγράφη τον Οκτώβριο του 2004. Για να τεθεί σε ισχύ η συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, έπρεπε να επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη, με βάση τους ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες τους, δηλαδή μέσω επικύρωσης από το κοινοβούλιο ή μέσω δημοψηφίσματος. Λόγω των δυσκολιών που συνάντησε η επικύρωση της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης σε ορισμένα κράτη μέλη, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων αποφάσισαν, στο πλαίσιο των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 16ης και 17ης Ιουνίου 2005, να δρομολογήσουν μια «περίοδο προβληματισμού» με αντικείμενο το μέλλον της Ευρώπης.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΙΣΣΑΒΟΝΑΣ (2007)

Κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 21ης και 22ας Ιουνίου 2007, οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες κατέληξαν σε συμβιβασμό. Δόθηκε εντολή για τη σύγκληση μιας ΔΚΔ με σκοπό την οριστικοποίηση και την έκδοση μιας «μεταρρυθμιστικής συνθήκης» για την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι Συντάγματος. Το τελικό κείμενο της συνθήκης στο οποίο κατέληξε η ΔΚΔ εγκρίθηκε στη διάρκεια της άτυπης συνόδου κορυφής που πραγματοποιήθηκε στη Λισσαβόνα στις 18 και 19 Οκτωβρίου. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας υπογράφηκε από τα κράτη μέλη στις 13 Δεκεμβρίου 2007.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 14.12.2007