Εισαγωγή

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Έπειτα από διαπραγματεύσεις διάρκειας έντεκα μηνών, η Διακυβερνητική Διάσκεψη (ΔΔ) που άρχισε τις εργασίες της τον Φεβρουάριο του 2000 κατέληξε στη Συνθήκη της Νίκαιας, η οποία οριστικοποιήθηκε σε πολιτικό επίπεδο κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας στις 11 Δεκεμβρίου 2000 από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων και υπογράφηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2001. Η Συνθήκη τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2003 αφού επικυρώθηκε από τα δεκαπέντε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς κανόνες τους.

Η σύγκληση της ΔΔ του 2000 προβλεπόταν ρητά στο πρωτόκολλο σχετικά με τα όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Συνθήκης του Αμστερνταμ. Συγκεκριμένα, το εν λόγω πρωτόκολλο προέβλεπε ήδη ότι «έναν τουλάχιστον χρόνο πριν τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερβούν τα είκοσι, θα συγκληθεί διάσκεψη των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών προκειμένου να προβεί σε συνολική αναθεώρηση των διατάξεων των Συνθηκών που αφορούν τη σύνθεση και τη λειτουργία των οργάνων». Επιπλέον, σε επίσημη δήλωσή τους, τρία κράτη μέλη, το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ιταλία, τόνιζαν ότι η ενίσχυση των οργάνων «αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση των πρώτων διαπραγματεύσεων προσχώρησης».

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολονίας (Ιούνιος 1999) επιβεβαίωσε την αναγκαιότητα σύγκλησης ΔΔ για να επιλυθούν τα θεσμικά ζητήματα που δεν είχαν διευθετηθεί στο Αμστερνταμ και που έπρεπε να διευθετηθούν οπωσδήποτε πριν από τη διεύρυνση.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999) επιβεβαίωσε την εντολή αυτή και αποφάσισε τα θέματα που θα εξέταζε η ΔΔ: το μέγεθος και τη σύνθεση της Επιτροπής, τη στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο, την επέκταση του συστήματος λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία καθώς και κάθε άλλη τροποποίηση που έπρεπε να επέλθει στις Συνθήκες όσον αφορά στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, σε σχέση με τα προαναφερθέντα ζητήματα και στο πλαίσιο της εφαρμογής της Συνθήκης του Αμστερνταμ.

Τα συμπεράσματα του εν λόγω Ευρωπαϊκού Συμβουλίου άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο εγγραφής και άλλων θεμάτων στην ημερήσια διάταξη.

Έτσι, κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Φέιρα (Ιούνιος 2000) προστέθηκε στην ημερήσια διάταξη της ΔΔ το θέμα των ενισχυμένων συνεργασιών.

Οι προπαρασκευαστικές εργασίες της ΔΔ άρχισαν τον Οκτώβριο του 1999 με τη δημοσίευση της έκθεσης για το θεσμικό αντίκτυπο της διεύρυνσης που είχε συντάξει, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. Dehaene. Σε συνέχεια της έκθεσης αυτής, στις 26 Ιανουαρίου 2000 η Επιτροπή εξέδωσε γνώμη για το θέμα αυτό με τον τίτλο «Προσαρμογή των οργάνων για την επιτυχία της διεύρυνσης».

Η διάσκεψη των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών συγκλήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2000 υπό την πορτογαλική προεδρία, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, των οποίων οι γνώμες αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύγκληση ΔΔ (άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ). Από τον Ιούλιο του 2000 και μετά, η ΔΔ συνέχισε τις εργασίες της υπό τη γαλλική προεδρία.

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ

Η Διακυβερνητική Διάσκεψη που κατέληξε στη Συνθήκη της Νίκαιας είχε λάβει σαφή εντολή: να προετοιμάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη διεύρυνση αναθεωρώντας τέσσερις βασικούς τομείς των Συνθηκών:

Η ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ

Η Συνθήκη της Νίκαιας αποτελείται από δύο μέρη και τέσσερα πρωτόκολλα. Ακόμη, η ΔΔ υιοθέτησε είκοσι τέσσερις δηλώσεις και έλαβε υπό σημείωση τρεις δηλώσεις διαφόρων κρατών μελών, οι οποίες προσαρτήθηκαν στην τελική πράξη.

Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τις ουσιαστικές τροποποιήσεις. Πρόκειται για τα έξι ακόλουθα άρθρα:

Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τις μεταβατικές και τελικές διατάξεις. Πρόκειται για τα άρθρα 7 έως 13.

Τέλος, στις Συνθήκες προσαρτήθηκαν και τέσσερα πρωτόκολλα:

Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ

Η θεσμική μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια χαρακτηρίστηκε ως «τεχνική» και «περιορισμένη». Ουσιαστικά, η Συνθήκη δεν διαταράσσει καθόλου τη θεσμική ισορροπία· επιφέρει περισσότερο προσαρμογές γύρω από δύο βασικούς άξονες: αφενός τη λειτουργία και τη σύνθεση των θεσμικών οργάνων και αφετέρου τις ενισχυμένες συνεργασίες. Στο περιθώριο των συζητήσεων για τη μεταρρύθμιση των θεσμικών οργάνων εξετάστηκαν και ορισμένα - ελάχιστα - θέματα μη θεσμικού χαρακτήρα.

Για λόγους σαφήνειας, ο παρών συμβουλευτικός οδηγός της Συνθήκης της Νίκαιας χωρίστηκε σε τρία κεφάλαια που καλύπτουν τις κυριότερες νέες καινοτομίες.

Τα θεσμικά ζητήματα

Η διαδικασία λήψης αποφάσεων

Οι λοιπές μεταρρυθμίσεις

Αφορούν σε ορισμένες θεματικές διατάξεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα, την ασφάλεια και την άμυνα, τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, το καθεστώς των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθώς και σε αρκετές διατάξεις οι οποίες περιέχονται στις δηλώσεις και τα πρωτόκολλα που προσαρτήθηκαν στη Συνθήκη.

ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΙΚΑΙΑ: ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

Η δήλωση σχετικά με το μέλλον της Ένωσης

Σε δήλωση σχετικά με το μέλλον της Ένωσης που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη της Νίκαιας, η Διακυβερνητική Διάσκεψη εκφράζει την επιθυμία να αρχίσει μια διεξοδικότερη και ευρύτερη συζήτηση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συζήτηση αυτή, στην οποία θα πρέπει να συμμετέχουν τα εθνικά κοινοβούλια και σύσσωμη η κοινή γνώμη καθώς και οι υποψήφιες προς ένταξη χώρες, θα οδηγήσει στη σύγκληση νέας ΔΔ το 2004.

Η συζήτηση θα πρέπει να καλύψει κυρίως τέσσερα βασικά θέματα:

Η δήλωση του Λάκεν (Δεκέμβριος 2001)

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2001, ανακοίνωσε τη μέθοδο που επιλέχθηκε τελικά για την υλοποίηση της μεταρρύθμισης (τη σύγκληση Συνέλευσης) και το χρονοδιάγραμμα, και καθόρισε το περιεχόμενο της συζήτησης θέτοντας πολλές ερωτήσεις για το μέλλον της Ένωσης.

Η Συνέλευση

Σύμφωνα με τη δήλωση του Λάκεν, για την προετοιμασία της προσεχούς ΔΔ επιλέχθηκε το πρότυπο της Συνέλευσης. Η εν λόγω Συνέλευση, όπως ακριβώς και η Συνέλευση που συνέταξε τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αποτελείτο από εκπροσώπους των κυβερνήσεων και των εθνικών κοινοβουλίων των κρατών μελών και των υποψήφιων προς ένταξη χωρών, και από εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής. Η εναρκτήρια συνεδρίασή της έλαβε χώρα στις 28 Φεβρουαρίου 2002 και οι εργασίες της ολοκληρώθηκαν έπειτα από συζητήσεις που διήρκεσαν δεκαεπτά μήνες.

Η Συνέλευση συνέταξε σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, το οποίο παρουσίασε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης ο πρόεδρός της, ο κ. Giscard d'Estaing. Η Συνέλευση ολοκλήρωσε επίσημα τις εργασίες της τον Ιούλιο του 2003.

Η Διακυβερνητική Διάσκεψη και το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης

Το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης, αποτέλεσμα των εργασιών της Συνέλευσης, χρησίμευσε ως βάση για τις διαπραγματεύσεις της ΔΔ που συγκλήθηκε τον Οκτώβριο του 2003. Το σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης, μετά την πολιτική συμφωνία που επιτεύχθηκε στις 18 Ιουνίου 2004 με τη λήξη των εργασιών της εν λόγω ΔΔ, διαβιβάστηκε στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων οι οποίοι το υπέγραψαν στις 29 Οκτωβρίου 2004.

Για να τεθεί σε ισχύ η συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, έπρεπε να επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη, με βάση τους ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες τους, δηλαδή μέσω επικύρωσης από το κοινοβούλιο ή μέσω δημοψηφίσματος.

Λόγω των δυσκολιών που συνάντησε η επικύρωση της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης σε ορισμένα κράτη μέλη, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων αποφάσισαν, στο πλαίσιο των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 16ης και 17ης Ιουνίου 2005, να δρομολογήσουν μια «περίοδο προβληματισμού» με αντικείμενο το μέλλον της Ευρώπης.

Η Συνθήκη της Λισσαβόνας

Κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 21ης και 22ας Ιουνίου 2007, οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες κατέληξαν σε συμβιβασμό. Δόθηκε εντολή για τη σύγκληση μιας ΔΚΔ με σκοπό την οριστικοποίηση και την έκδοση μιας «μεταρρυθμιστικής συνθήκης» για την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι Συντάγματος. Το τελικό κείμενο της συνθήκης στο οποίο κατέληξε η ΔΚΔ εγκρίθηκε στη διάρκεια της άτυπης συνόδου κορυφής που πραγματοποιήθηκε στη Λισσαβόνα στις 18 και 19 Οκτωβρίου. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας υπογράφηκε από τα κράτη μέλη στις 13 Δεκεμβρίου 2007.

Η τροποποίηση της Συνθήκης της Νίκαιας από τις Συνθήκες προσχώρησης

Κατά τη σύνταξη της Συνθήκης της Νίκαιας δεν ήταν γνωστό πότε και με ποια σειρά θα προσχωρούσαν στην Ένωση οι υποψήφιες προς ένταξη χώρες. Η συνθήκη της Νίκαιας περιορίστηκε λοιπόν στον καθορισμό των αρχών και των μεθόδων σταδιακής αλλαγής της σύνθεσης της Επιτροπής και της σχέσης της ειδικής πλειοψηφίας στο Συμβούλιο. Έτσι, όπως προέβλεπαν το πρωτόκολλο για τη διεύρυνση και οι προσαρτημένες στη Συνθήκη δηλώσεις, ο αριθμός των εδρών που θα έχουν τα νέα κράτη μέλη στο Κοινοβούλιο, ο αριθμός των ψήφων που θα τους δοθεί στο Συμβούλιο και η ειδική πλειοψηφία που θα απαιτείται στο μέλλον για τη λήψη αποφάσεων καθορίστηκαν διά της νομικής οδού με τις Συνθήκες προσχώρησης. Η Συνθήκη προσχώρησης των δέκα νέων κρατών μελών, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2003, και η συνθήκη προσχώρησης της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 25 Απριλίου 2005, διευκρινίζουν συνεπώς τους σχετικούς κανόνες. Από την 1η Ιανουαρίου 2007, επομένως, η Ένωση βασίζεται στις συνθήκες ΕΕ και ΕΚ, όπως τροποποιήθηκαν με τις συνθήκες της Νίκαιας, της Αθήνας και του Λουξεμβούργου.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 04.01.2007