Αντίκτυπος της ηλεκτρονικής οικονομίας στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις

Η παρούσα ανακοίνωση αναλύει τον αντίκτυπο των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και την ευρωπαϊκή αγορά. Ο στόχος είναι να υποστηριχθεί η πλήρης υλοποίηση της ηλεκτρονικής οικονομίας στην Ευρώπη.

ΠΡΑΞΗ

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Ο αντίκτυπος της ηλεκτρονικής οικονομίας για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις: οικονομική ανάλυση και συνέπειες πολιτικής [COM(2001) 711 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

ΣΥΝΟΨΗ

Πλαίσιο

1 Οι τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας (ΤΠΕ) έχουν βαθύ αντίκτυπο στο δυναμικό της οικονομικής ανάπτυξης: αυτές έχουν καταστεί μια από τις σημαντικότερες πηγές ανταγωνιστικότητας και αύξησης εσόδων. Κατά συνέπεια, έχουν τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης. Όταν, τον Μάρτιο του 2000, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) όρισε στη Λισσαβόνα το φιλόδοξο στόχο να καταστεί η «οικονομία της γνώσης» η πλέον ανταγωνιστική και η πλέον δυναμική ανά την υφήλιο εντός 10 ετών, αναγνώρισε ότι η επίτευξη του στόχου αυτού εξαρτάται από την όσο το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση των ΤΠΕ. Η στρατηγική της Λισσαβόνας ενίσχυσε την αναφορά στην κοινωνία της γνώσης στις υφιστάμενες πολιτικές διαδικασίες και ξεκίνησε το σχέδιο δράσης eEurope 2002 ως σχέδιο πορείας για τον εκσυγχρονισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Η εμφάνιση της ηλεκτρονικής οικονομίας: μακροοικονομικά και μικροοικονομικά θέματα

Είναι γενικά αποδεκτό ότι, στο μακροοικονομικό επίπεδο, η αυξημένη προσφυγή στις ΤΠΕ οδηγεί στην πραγματοποίηση κέρδους σε παραγωγικότητα και βελτιώνει ως εκ τούτου την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της οικονομίας συνολικά. Τα κέρδη στην παραγωγικότητα που προκύπτουν από τις ΤΠΕ αποτελούν επίσης μια πηγή δημιουργίας απασχόλησης σε ορισμένους τομείς - ενώ θέσεις απασχόλησης μπορούν να εκλείπουν σε άλλους τομείς. Η χρησιμοποίηση των ΤΠΕ περιορίζει τις επαναλαμβανόμενες εργασίες που εκτελούνται συχνά από χαμηλής εξειδίκευσης εργαζόμενους. Ο συνολικός δυναμισμός που προκύπτει από τη χρησιμοποίηση των ΤΠΕ οδηγεί στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε άλλους τομείς, σε βαθμό που υπερβαίνει την αντιστάθμιση των απωλειών.

Στο πλαίσιο αυτό, η επάρκεια των επαγγελματικών προσόντων αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για την όλη αντίληψη και τη διαχείριση στην αγορά απασχόλησης. Το έλλειμμα ικανοτήτων ΤΠΕ αποτελεί μείζονα κίνδυνο που παρεμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη στην Ευρώπη. Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα λεπτή στην Ευρώπη λόγω πτωτικών δημογραφικών τάσεων και του φθίνοντος ενδιαφέροντος των νέων Ευρωπαίων για επιστημονικές σπουδές.

Στο μικροοικονομικό επίπεδο, η ηλεκτρονική οικονομία συνεπάγεται σημαντικές αλλαγές στις οργανωτικές δομές της αγοράς. Η επιτάχυνση της τεχνολογικής εξέλιξης έχει μεγάλο αντίκτυπο στη δομή και στον κύκλο ζωής των επιχειρήσεων. Πρώτον, οι ΤΠΕ μειώνουν τον οικονομικό αντίκτυπο της απόστασης και του κόστους πρόσβασης στην πληροφορία, αυξάνοντας έτσι τις δυνατότητες ανταγωνισμού στο πλαίσιο των αγορών. Δεύτερον, οι ΤΠΕ έχουν συχνά τάση να μειώνουν το κόστος δημιουργίας μικρών επιχειρήσεων εισάγοντας έτσι, δυνητικά, έναν πρόσθετο ανταγωνισμό. Τρίτον, οι ΤΠΕ δημιουργούν την ευκαιρία νέων συνεταιριστικών μέσων παράδοσης προϊόντων και υπηρεσιών, πράγμα που μπορεί να επιφέρει βελτίωση της ποιότητας και της αποδοτικότητας. Τέλος, και είναι ίσως το πιο σημαντικό, οι ΤΠΕ συνεπάγονται νέα προϊόντα και νέες υπηρεσίες.

Η διαδικασία δημιουργίας νέων επιχειρήσεων καθώς και η προσαρμογή ή η αντικατάσταση των παραδοσιακών επιχειρήσεων είναι σημαντική ως προς το ότι η οικονομία προσαρμόζεται σε νέες συνθήκες της αγοράς. Η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε σημαντικά από το τέλος της δεκαετίας του 1990. Τα προϊόντα καθίστανται όλο και περισσότερο «εκτεταμένα προϊόντα», που συμπεριλαμβάνουν μια σημαντική συνισταμένη υπηρεσιών. Οι ευθυγραμμισμένες προς το Διαδίκτυο επιχειρήσεις αρχίζουν να αποκτούν τα χαρακτηριστικά παραδοσιακών επιχειρήσεων, όπως αποθήκες και αλυσίδες καταστημάτων. Αντίθετα, οι παραδοσιακοί πωλητές λιανικής αρχίζουν να διοχετεύουν ένα μέρος των δραστηριοτήτων τους σε απευθείας σύνδεση (on-line), προσθέτοντας νέα κυκλώματα διανομής και νέες στρατηγικές ανεφοδιασμού.

Ο αντίκτυπος των ΤΠΕ κυμαίνεται εντούτοις από τον έναν τομέα στον άλλο. Οι πλούσιοι σε πληροφορίες τομείς (ψηφιακά αγαθά, υπηρεσίες ενημέρωσης, χρηματοοικονομικές και οικονομικές υπηρεσίες κ.λπ.) συμβάλλουν στην εμφάνιση νέων οικονομικών μοντέλων και έναν αυξανόμενο ανταγωνισμό της αγοράς. Στις βιομηχανίες όπου τα εμπόδια στην πρόσβαση είναι υψηλότερα, όπως οι κατασκευές και η βαριά βιομηχανία, ο αντίκτυπος θα έχει τάση να είναι πιο προοδευτικός. Οι ψηφιακές ανταλλαγές μεταξύ διοικητικών υπηρεσιών και επιχειρήσεων αποτελούν σημαντικές συνιστώσες της ηλεκτρονικής οικονομίας. Προσφέροντας μια πρόσβαση σε απευθείας σύνδεση στις δημόσιες υπηρεσίες, οι κυβερνήσεις μπορούν να προσθέσουν συγκεκριμένα και άμεσα κίνητρα ώστε οι επιχειρήσεις οι ίδιες να προχωρήσουν στη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας.

Ένα χαρακτηριστικό της ηλεκτρονικής οικονομίας είναι η εμφάνιση νέων οικονομικών μοντέλων. Ένας σημαντικός αριθμός των μοντέλων αυτών έχει αποτύχει, όπως και πολυάριθμες επιχειρήσεις, η δραστηριότητα των οποίων είναι επικεντρωμένη στο Διαδίκτυο και προοριζόμενη στο ευρύ κοινό (οι «dotcoms»). Άλλες, εν τούτοις, αποδείχθηκαν βιώσιμες, ιδίως στον τομέα των ηλεκτρονικών ανταλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων (επιχείρηση προς επιχείρηση, B2B). Η είσοδος στην ηλεκτρονική οικονομία με έναν πιο προχωρημένο βαθμό ωριμότητας θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία μάλλον παρά μια δυσχέρεια για τις επιχειρήσεις της ΕΕ, οι οποίες άντλησαν διδάγματα από τα σφάλματα των πρωτοπόρων. Οι επιχειρήσεις δύνανται τη στιγμή αυτή να χρησιμοποιήσουν ορθές και δοκιμασμένες τεχνολογίες, καθώς και βιώσιμα οικονομικά μοντέλα. Πρόκειται κυρίως για B2C (από την επιχείρηση προς τον καταναλωτή), το δυναμικό των οποίων θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης.

Οι επιχειρήσεις της ηλεκτρονικής οικονομίας έχουν όλο και περισσότερο ανάγκη να καθορίσουν και να διαχειριστούν τους κινδύνους που συνδέονται με μια δυναμική και μια επεκτεινόμενη διάταξη της επιχείρησης. Δεν πρόκειται μόνο για κινδύνους συνδεόμενους με την υποδομή της πληροφορίας, αλλά επίσης -και κυρίως- για κινδύνους που συνδέονται με την πρόσβαση σε επαρκή χρηματοοικονομικά μέσα. Παρά το γεγονός ότι η κατάσταση βελτιώνεται, η αγορά του επιχειρηματικού κεφαλαίου υψηλού κινδύνου στην ΕΕ συνεχίζει να αντιστοιχεί σε ένα μόνο κλάσμα εκείνης των ΗΠΑ, όπου τα συνταξιοδοτικά ταμεία διαδραματίζουν μείζονα ρόλο. Οι επενδύσεις εκκίνησης στις ΗΠΑ το 2000 ήταν πέντε φορές ανώτερες εκείνων τη Ευρώπης. Το χρηματοοικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη παραμένει ανεπαρκώς ευνοϊκό στην καινοτομία, τόσο στο επίπεδο της τεχνολογίας όσο και της οργάνωσης. Κατά την έννοια αυτή, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων με την πρωτοβουλία της «Καινοτομία 2000» και η Επιτροπή με το σχέδιο δράσης για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και το πολυετές πρόγραμμα για τις επιχειρήσεις και το επιχειρηματικό πνεύμα (2001-2006), και στη συνέχεια το πρόγραμμα-πλαίσιο για την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα (ΠΚΑ) (2007-2013) ανέλαβαν πρωτοβουλίες για να συμβάλουν στην προσφορά επιχειρηματικού κεφαλαίου υψηλού κινδύνου για τις καινοτόμες επιχειρήσεις.

Μεγιστοποίηση των οφελών της ηλεκτρονικής οικονομίας: βήματα που πρέπει να πραγματοποιηθούν

Η παρούσα ανακοίνωση προβάλλει τα βήματα που πρέπει να πραγματοποιηθούν ώστε να καταστεί δυνατή η μεγιστοποίηση της ηλεκτρονικής οικονομίας για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Οι φάσεις αυτές περνούν από:

Το επιχειρηματικό πνεύμα υποστηρίζεται από τις ικανότητες. Και οι δύο πλευρές συνδέονται στενά. Το πρόβλημα του ελλείμματος ικανοτήτων (ικανότητες για το επιχειρηματικό πνεύμα και τεχνικές ικανότητες σε θέματα ΤΠΕ) εξετάστηκε μέσω ορισμένων πρωτοβουλιών, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση καθώς και στο σχέδιο δράσης ηλεκτρονικής μάθησης (es de en fr) eLearning (2001-2004). Λαμβανομένων υπόψη αυτών των προκλήσεων είναι απαραίτητο να:

Η προσπάθεια απλοποίησης και εναρμόνισης, που πραγματοποιήθηκε μέχρι σήμερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μπορεί να συνεχιστεί ώστε να επιτρέψει την ταχεία ανάπτυξη των πανευρωπαϊκών επιχειρήσεων και την αξιοπιστία των ανταλλαγών στα περιβάλλοντα B2B και B2C. Εξάλλου, θα πρέπει να συνεχιστεί η επανεξέταση της υπάρχουσας νομοθεσίας των προϊόντων σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις απαιτήσεις και τις διαδικασίες πιστοποίησης για την εγγύηση της ουδετερότητάς τους μεταξύ των διαφόρων μέσων διανομής των προϊόντων και υπηρεσιών.

Οι δυσκολίες δεν μπορούν εντούτοις όλες να επιλυθούν μόνο με τη νομοθεσία. Η αυτορρύθμιση θα πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο ευνοώντας την εμπιστοσύνη μεταξύ των εταίρων στις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Η πολιτική της δημόσιας εξουσίας θα έπρεπε να έχει στόχο την ενίσχυση της αξιοπιστίας της αυτορρύθμισης και την επαγρύπνηση ώστε οι κώδικες συμπεριφοράς να γίνονται σεβαστοί, προβλέποντας την ανάγκη νομικών λύσεων.

Στην Ευρώπη, η ηλεκτρονική οικονομία εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την πλήρη συμμετοχή των ΜΜΕ. Η πρωτοβουλία eEurope «Go Digital» (es de en fr) αποτελούσε μια πρώτη απάντηση στην πρόκληση αυτή. Αυτή αποσκοπούσε στο να εγγυηθεί ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, και ιδίως οι ΜΜΕ, υιοθετούν πλήρως το ηλεκτρονικό εμπόριο και καθίστανται ενεργοί συμμετέχοντες στην ηλεκτρονική οικονομία. Είναι λοιπόν απαραίτητο να:

Οι ανταλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων και των δημόσιων υπηρεσιών αποτελούν μια δυνητικά ισχυρή κινητήρια δύναμη της ηλεκτρονικής οικονομίας. Η παρούσα ανακοίνωση καλεί τις δημόσιες διοικήσεις να βρίσκονται στην αιχμή των παροχών υπηρεσιών σε απευθείας σύνδεση και να παρέχουν τα κίνητρα ώστε οι επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες αυτές. Οι δημόσιες διοικήσεις καλούνται επίσης να συνεχίσουν την προσπάθεια αυτή για εκσυγχρονισμό στο επίπεδο της εσωτερικής δομής, προωθώντας π.χ. την παροχή υπηρεσιών σε απευθείας σύνδεση. Ο στόχος είναι να υπάρχει εγγυημένη μια ευρεία διαλειτουργικότητα από τις δύο πλευρές των συνόρων και μεταξύ διοικητικών υπηρεσιών και των επιχειρήσεων.

ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2001, eEurope 2002: Συνέπειες και προτεραιότητες [COM(2001) 140 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2001, Βοήθεια προς τις ΜΜΕ για τη «Μετάβαση στην ψηφιακή εποχή» [COM(2001) 136 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

Απόφαση 2000/819/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με ένα πολυετές πρόγραμμα για τις επιχειρήσεις και την επιχειρηματικότητα, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) (2001 - 2005) [Επίσημη Εφημερίδα L 333 της 29.12.2000].

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 03.09.2007