Μέγιστη βιώσιμη απόδοση

Η παρούσα ανακοίνωση καθορίζει έναν νέο πολιτικό προσανατολισμό για τον τομέα της αλιείας, με προοπτική την καθιέρωση της αειφόρου εκμετάλλευσης των αλιευτικών πόρων. Η Επιτροπή προτείνει τη διαχείριση της κοινοτικής αλιείας βάσει της μέγιστης βιώσιμης απόδοσης (ΜΒΑ). Πρόκειται για μια μακροπρόθεσμη προσέγγιση διαχείρισης η οποία αποβλέπει στην εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων υπό συνθήκες αειφόρου οικονομικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

ΠΡΑΞΗ

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 4ης Ιουλίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή της αειφορίας στην αλιεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της μέγιστης βιώσιμης απόδοσης [COM(2006) 360 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

ΣΥΝΟΨΗ

Με την παρούσα ανακοίνωση, η Επιτροπή αποβλέπει στη βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων του τομέα της αλιείας και στην εξασφάλιση της βιωσιμότητας του αλιευτικού κλάδου σύμφωνα με το πνεύμα των αποφάσεων που ελήφθησαν κατά την παγκόσμια διάσκεψη κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ για την αειφόρο ανάπτυξη.

Τότε η Επιτροπή και τα κράτη μέλη ανέλαβαν τη δέσμευση να υλοποιήσουν τον στόχο της επίτευξης μέγιστης βιώσιμης απόδοσης (ΜΒΑ) για τα εξαντλημένα αποθέματα το αργότερο μέχρι το 2015.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι πια καιρός να αλλάξει η διαχείριση της κοινοτικής αλιείας κατά τρόπο ώστε να επιδιώκεται η επιτυχία μάλλον παρά η αποφυγή της αποτυχίας και να ανασυσταθούν τα αποθέματα με μια διαχείριση βασιζόμενη στη ΜΒΑ.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει τα δυνητικά πλεονεκτήματα αυτού του νέου προσανατολισμού της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΚΑλΠ). Σύμφωνα με πολλές επιστημονικές αναλύσεις, το 80 % των αλιευτικών αποθεμάτων υφίστανται υπεραλίευση σε σχέση με όσα θα επιτύγχανε μια διαχείριση βασιζόμενη στη μέγιστη βιώσιμη απόδοση (ΜΒΑ).

Η ΜΒΑ αποτελεί μια μακροπρόθεσμη προσέγγιση διαχείρισης η οποία συνίσταται στον καθορισμό ποσοστών αλίευσης τα οποία επιτρέπουν την αναπαραγωγή των αλιευτικών αποθεμάτων ώστε να εξασφαλίζεται η εκμετάλλευσή τους υπό συνθήκες αειφόρου οικονομικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Πλεονεκτήματα μιας προσέγγισης βασιζόμενης στη βιώσιμη απόδοση

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η άσκηση της αλιευτικής δραστηριότητας βάσει της ΜΒΑ θα συμβάλει στην αναστροφή της τάσης εξάντλησης των αλιευτικών πόρων. Η προσέγγιση αυτή θα ωφελήσει το θαλάσσιο περιβάλλον γενικά: θα συμβάλει στην αύξηση της διαθεσιμότητας των πόρων και στην επανεξισορρόπηση των οικοσυστημάτων.

Η προσέγγιση αυτή παρουσιάζει και οικονομικά πλεονεκτήματα, δεδομένου ότι θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους της αλιευτικής δραστηριότητας. Η εκμετάλλευση των αποθεμάτων θα γίνει λιγότερο δύσκολη όταν σταθεροποιηθεί και πάλι η διαθεσιμότητα των πόρων.

Με την αλίευση εντός των ορίων της ΜΒΑ θα επιτευχθεί αύξηση της αναλογίας μεγάλων και υψηλής αξίας ιχθύων στα αλιεύματα και μείωση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων.

Κατά τα τελευταία έτη, εισήχθησαν ετησίως πάνω από 10 εκατ. τόνοι ιχθύων, ποσότητα που αντιπροσωπεύει το 60 % των ιχθύων που καταναλώνονται στην Ευρώπη. Μια διαχείριση των ιχθυαποθεμάτων βάσει της ΜΒΑ θα εξασφαλίσει σταθερή προσφορά υψηλής ποιότητας και επομένως θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού αλιευτικού κλάδου.

Προς την υλοποίηση αυτής της προσέγγισης

Η διαχείριση της αλιευτικής δραστηριότητας πρέπει να βασίζεται στην αειφορία και τη σταθερότητα. Η Επιτροπή προτείνει για το σκοπό αυτό να επιδιωχθεί εξισορρόπηση μεταξύ της αλιευτικής δραστηριότητας και της αναπαραγωγικής ικανότητας των αλιευτικών πόρων.

Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, είναι σημαντικό να καθορίζονται κάθε έτος τα ποσοστά αλίευσης που ενδείκνυνται για τα διάφορα ιχθυαποθέματα. Η Επιτροπή έχει ήδη υπογραμμίσει τη σημασία της βελτίωσης των διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε θέματα διαχείρισης της αλιείας.

Η επιτυχία της μετάβασης προς τη νέα αυτή προσέγγιση εξαρτάται από την ικανότητα του αλιευτικού κλάδου, σε εθνικό επίπεδο, να προσαρμοστεί σε μια νέα κατάσταση. Εξαρτάται επίσης από τις τακτικές διαβουλεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και του αλιευτικού κλάδου.

Αυτή η περίοδος προοδευτικής προσαρμογής μπορεί να οδηγήσει σε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Στην πρώτη περίπτωση, τα κράτη μέλη μπορούν να προωθήσουν την ανάπτυξη ενός πιο μικρού, πιο αποτελεσματικού και πιο κερδοφόρου αλιευτικού κλάδου, που συνεπάγεται τη μείωση του αριθμού των αλιέων. Στη δεύτερη περίπτωση, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν τα υψηλά επίπεδα απασχόλησης, χωρίς μείωση του μεγέθους του στόλου αλλά με μείωση της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων.

Παρόλο που η επιλογή της οικονομικής στρατηγικής για τον τομέα της αλιείας εξαρτάται από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή σημειώνει ότι, στο παρελθόν, λύσεις πλην της παύσης των αλιευτικών δραστηριοτήτων δημιούργησαν προβλήματα επιβολής και κοινωνικής αποδοχής: η διατήρηση μεγάλου αλιευτικού στόλου που δεν χρησιμοποιείται είναι δύσκολη.

Μακροπρόθεσμα σχέδια

Μέσα στα επόμενα χρόνια, η Επιτροπή θα προτείνει μια σειρά μακροπρόθεσμων σχεδίων με σκοπό την επίτευξη, με ορίζοντα το 2015, των επιπέδων ΜΒΑ για την εκμετάλλευση των πόρων στα κοινοτικά ύδατα. Κάθε σχέδιο θα καθορίζει το ποσοστό αλίευσης που ενδείκνυται για το εκάστοτε απόθεμα. Τα μακροπρόθεσμα αυτά σχέδια θα βασίζονται στις ακόλουθες αρχές:

Πλαίσιο

Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της ΚΑλΠ το 2002, δόθηκε ήδη έμφαση στη σημασία μιας πιο μακροπρόθεσμης διαχείρισης της αλιείας για την αειφόρο διαφύλαξη των αλιευτικών πόρων. Ο προσανατολισμός αυτός έλαβε εξάλλου συγκεκριμένη μορφή με την κατάρτιση σχεδίων αποκατάστασης των πλέον απειλούμενων αποθεμάτων. Εντούτοις, λόγω της υπεραλίευσης, εδώ και μερικά χρόνια παρατηρείται σοβαρή μείωση των ποσοστών αλιευμάτων διαφόρων ειδών. Για το λόγο αυτόν, η Επιτροπή θεωρεί απαραίτητη τη μετάβαση σε ένα επόμενο στάδιο και την αναστροφή αυτής της τάσης εξάντλησης των περισσότερων αλιευτικών πόρων. Κατά την παγκόσμια διάσκεψη κορυφής του Γιοχάνεσμπουργκ το 2002, τα κράτη μέλη ανέλαβαν εξάλλου τη δέσμευση να επαναφέρουν τα αποθέματα σε επίπεδα ΜΒΑ μέχρι το 2015 το αργότερο.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 17.10.2011