Ο μηχανισμός των ιδίων πόρων

Το ζήτημα των ιδίων πόρων είναι πολύ σημαντικό από πολιτική άποψη: η προέλευση των ιδίων πόρων προσδιορίζει τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών, των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων, ενώ αφορά και το ζήτημα της οικονομικής αυτονομίας των Κοινοτήτων. Η συζήτηση γύρω από τους ίδιους πόρους συνδέεται, από την πλευρά της Κοινότητας, με τη γενική συζήτηση σχετικά με το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στο πλαίσιο της οποίας αντιπαρατίθενται δύο απόψεις, ο φεντεραλισμός και η αλληλεξάρτηση των κυβερνήσεων.

Η απόφαση του 1970 περί ιδίων πόρων διαχωρίζει τις Κοινότητες από τους άλλους διεθνείς οργανισμούς, των οποίων η χρηματοδότηση βασίζεται στις εισφορές των κρατών που συμμετέχουν σ' αυτούς.

Προς τη δημοσιονομική αυτονομία της ΕΕ: από τις εθνικές εισφορές στους ιδίους πόρους

Όσον αφορά τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, η Συνθήκη της Ρώμης, της 25ης Μαρτίου 1957, προέβλεπε μια μεταβατική περίοδο με εισφορές εκ μέρους των κρατών μελών και στη συνέχεια το πέρασμα σ' ένα σύστημα ιδίων πόρων. Η αρχή των ιδίων πόρων περιλαμβανόταν ήδη στο άρθρο 201 της Συνθήκης: «Ο προϋπολογισμός χρηματοδοτείται στο ακέραιο, υπό την επιφύλαξη των άλλων εσόδων, από ιδίους πόρους». Οι ίδιοι πόροι μπορούν να ορισθούν ως τα ίδια μέσα χρηματοδότησης, τα οποία είναι ανεξάρτητα των κρατών μελών. Πρόκειται για έσοδα φορολογικού χαρακτήρα, τα οποία προορίζονται άπαξ και δια παντός για την Κοινότητα, με σκοπό τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της, της αποδίδονται δε αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται κάθε φορά σχετική απόφαση των οικείων εθνικών αρχών. Έτσι, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να αποδίδουν στην Κοινότητα τα προβλεπόμενα για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της ποσά.

Μια πρώτη απόπειρα μεταφοράς των «εκ φύσεως» ιδίων πόρων, δηλαδή των τελωνειακών δασμών και των γεωργικών εισφορών, που προκύπτουν από τις κοινοτικές πολιτικές (Τελωνειακή Ένωση και Κοινή Γεωργική Πολιτική) απέτυχε το 1965, λόγω της αντίδρασης της Γαλλίας που οδήγησε στο συμβιβασμό του Λουξεμβούργου. Η μεταβατική περίοδος, η οποία έπρεπε να προηγηθεί της μετάβασης, το 1966, σ' ένα σύστημα χρηματοδότησης που να εγγυάται μια σχετική αυτάρκεια για την Κοινότητα, δεν τηρήθηκε. Η απόφαση για τη μετάβαση αυτή είχε ληφθεί από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων κατά τη διάσκεψη κορυφής της Χάγης το 1969, με στόχο τη νέα ώθηση της Κοινότητας μετά από μια περίοδο δυσχερειών. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο εξέδωσε μιαν απόφαση η οποία αποδίδει στις Κοινότητες (βάσει της συνθήκης συγχώνευσης της 2ας Απριλίου 1965) τους ιδίους πόρους που απαιτούνται για την κάλυψη όλων των δαπανών τους. Έτσι, η απόφαση της 21ης Απριλίου 1970 θέσπισε τη μετάβαση από το σύστημα των εθνικών εισφορών, μέσω του οποίου τα κράτη μέλη εξασφάλιζαν τον έλεγχο των κοινοτικών πολιτικών, σ' ένα αυτόνομο σύστημα χρηματοδότησης, μέσω των «παραδοσιακών» ιδίων πόρων (γεωργικών εισφορών και τελωνειακών δασμών) και ενός πόρου βασιζόμενου στη φορολόγηση της προστιθέμενης αξίας, δηλαδή στον ΦΠΑ.

Η προέλευση των ιδίων πόρων

Οι ίδιοι παραδοσιακοί πόροι (ΙΠΠ) θεωρούνται ως ίδιοι πόροι «εκ φύσεως», και τούτο διότι πρόκειται για έσοδα στο πλαίσιο των κοινοτικών πολιτικών, και όχι για έσοδα προερχόμενα από τα κράτη μέλη με τη μορφή εθνικών εισφορών. Οι σημερινοί ίδιοι πόροι προέρχονται από τελωνειακούς δασμούς, γεωργικούς δασμούς, εισφορές ζάχαρης και ενός συντελεστή που εφαρμόζεται στην εναρμονισμένη βάση του φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) καθώς και έναν συντελεστή που εφαρμόζεται στο ακαθάριστο εθνικό εισόδημα (ΑΕΕ).

Οι ίδιοι πόροι τίθενται στη διάθεση της Ένωσης μηνιαίως από τα κράτη μέλη πιστώνοντας το λογαριασμό «ίδιοι πόροι» που έχει ανοιχθεί από την Επιτροπή, συνήθως στην εθνική κεντρική τράπεζα. Οι παραδοσιακοί ίδιοι πόροι εγγράφονται κάθε μήνα με το ρυθμό που εισπράττονται. Ως προς τους πόρους ΦΠΑ και ΑΕΕ, αυτοί αποδίδονται στην Επιτροπή την πρώτη εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, και τούτο κατά το ένα δωδέκατο του προβλεπόμενου ύψους τους που εμφαίνεται στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Όσον αφορά τις ειδικές ανάγκες πληρωμής των γεωργικών δαπανών, είναι δυνατό, ωστόσο, να κληθούν τα κράτη μέλη από την Επιτροπή να προκαταβάλλουν έναν ή δύο μήνες κατά το πρώτο τρίμηνο εγγραφής των προβλεπομένων ποσών ως πόρους του ΦΠΑ και/ή του ΑΕΕ.

Αλλα εισοδήματα. Ο προϋπολογισμός δεν χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τους ίδιους πόρους αλλά και από τους φόρους και τις εισφορές που κατακρατούνται επί των εισοδημάτων του προσωπικού, τα τραπεζικά επιτόκια, τις συνεισφορές των τρίτων χωρών σε ορισμένα κοινοτικά προγράμματα (π.χ. στον τομέα της έρευνας), τις επιστροφές κοινοτικών ενισχύσεων που δεν χρησιμοποιήθηκαν, τα επιτόκια υπερημερίας καθώς και το υπόλοιπο του προηγούμενου οικονομικού έτους.

Η βρετανική εξαίρεση

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Fontainebleau, το 1984, αποφάσισε να εισάγει τη βρετανική αντιστάθμιση. Σύμφωνα με τον μηχανισμό αυτό, επιστέφεται στο Ηνωμένο Βασίλειο το ισοδύναμο του 0,66% του καθαρού αρνητικού δημοσιονομικού υπολοίπου του. Η χρηματοδότηση της βρετανικής αντιστάθμισης κατανέμεται μεταξύ των υπολοίπων κρατών μελών κατ' αναλογία προς το μερίδιό τους στο κοινοτικό ΑΕΕ, με εξαίρεση τη Γερμανία, την Αυστρία, τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία, το μερίδιο των οποίων μειώνεται κατά τα τρία τέταρτα. Το οικονομικό αυτό βάρος ανακατανέμεται μεταξύ των είκοσι δύο άλλων κρατών μελών.

See also

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 04.09.2007