Αγορά αφορολόγητων ειδών

1) ΣΤΟΧΟΣ

Ανάλυση των μέσων αντιμετώπισης των ενδεχόμενων επιπτώσεων επί της απασχόλησης από την κατάργηση της αγοράς αφορολόγητων ειδών, συμπεριλαμβανομένης και μιας δυνατότητας περιορισμένης επέκτασης των μεταβατικών ρυθμίσεων.

2) ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο σχετικά με τις συνέπειες για την απασχόληση της απόφασης για την κατάργηση της δυνατότητας αγοράς αφορολόγητων ειδών κατά τις ενδοκοινοτικές μετακινήσεις.

3) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Η δημιουργία της ενιαίας αγοράς σήμανε την κατάργηση των φορολογικών συνόρων. Βραχυπρόθεσμα, η κατάργηση των φορολογικών συνόρων ενδέχεται να βλάψει ορισμένους κλάδους

Μεταξύ των μέτρων που αποσκοπούσαν στο να επιτρέψουν σε ορισμένους κλάδους να προσαρμοστούν στους κανόνες της εσωτερικής αγοράς, το Συμβούλιο θέσπισε ένα καθεστώς, με ισχύ έως τις 30 Ιουνίου 1999, βάσει του οποίου τα καταστήματα αφορολόγητων ειδών έχουν το δικαίωμα να εξακολουθήσουν μέχρι τότε να πωλούν ορισμένη ποσότητα/αξία αγαθών υπό την ευθύνη του πωλητή. Έτσι, το Συμβούλιο έδωσε το 1991 (για τον ΦΠΑ) και το 1992 (για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης) τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να χορηγούν απαλλαγή από τον ΦΠΑ ή/και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για τα αγαθά που αγοράζονται από ταξιδιώτες σε πλοία, αεροσκάφη και αεροδρόμια. Αντίθετα, δεν επιτράπηκαν οι πωλήσεις αφορολογήτων ειδών σε τραίνα και υπεραστικά λεωφορεία.

Κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βιέννης (11 και 12 Δεκεμβρίου 1998) η Επιτροπή και το Συμβούλιο κλήθηκαν να εξετάσουν, μέχρι τον Μάρτιο του 1999, τα προβλήματα που πιθανόν να ανακύψουν ως προς την απασχόληση και, βάσει προτάσεων της Επιτροπής, να εξετάσουν τους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών, συμπεριλαμβανομένης και μιας δυνατότητας περιορισμένης επέκτασης των μεταβατικών ρυθμίσεων.

Οι τιμές των αφορολόγητων ειδών είναι συχνά υψηλότερες από αυτές τις οποίες εφαρμόζουν τα πλέον πολυσύχναστα από τα καταστήματα λιανικής, δεδομένου ότι η φοροαπαλλαγή της οποίας απολαύουν τα καταστήματα αφορολόγητων ειδών τους επιτρέπει να έχουν υψηλότερα περιθώρια κέρδους από αυτά που εφαρμόζουν οι υπόλοιπες επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου. Η φοροαπαλλαγή ισοδυναμεί στην ουσία περισσότερο με επιδότηση των κερδών των επιχειρήσεων αφορολόγητων ειδών. Επί πλέον, οι πωλήσεις αφορολόγητων ειδών είναι περιορισμένες σε ποσότητα και αξία και τα αγαθά που κοστίζουν περισσότερο από 90 ευρώ δεν μπορούν να πωληθούν ως αφορολόγητα.

Από το 1991 και μετά σημειώθηκε αύξηση των πωλήσεων σε ενδοκοινοτικό επίπεδο η οποία αποδεικνύει με σαφήνεια ότι, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που παραχωρήθηκε στις επιχειρήσεις οι οποίες εκμεταλλεύονται καταστήματα αφορολόγητων ειδών, ο κλάδος επεξέτεινε τη δραστηριότητά του, αντί να προετοιμαστεί σταδιακά για την κατάργησή του, όπως καλούσε η μεταβατική περίοδος.

Σύμφωνα με στοιχεία του 1996 προερχόμενα από τον ίδιο τον κλάδο, η βιομηχανία αφορολογήτων ειδών απασχολεί συνολικά 140.000 άτομα, εκ των οποίων 100.000 θέσεις συνδέονται με δραστηριότητες πωλήσεων αφορολόγητων ειδών εκτός Κοινότητας :

Υπάρχουν δύο πηγές βάσει των οποίων μπορεί να υπολογιστούν οι επιπτώσεις για την απασχόληση από τις ομόφωνες αποφάσεις των Συμβουλίων του 1991 και 1992 να καταργήσουν από τις 30 Ιουνίου 1999 τις πωλήσεις αφορολόγητων ειδών:

Όσον αφορά τα φορολογικά έσοδα, σύμφωνα με υπολογισμούς της Επιτροπής που πραγματοποίησε το 1996, το καθεστώς της ατέλειας κόστισε ενδεχομένως στα κράτη μέλη έως 2 δισεκατομμύρια ευρώ σε διαφυγόντα φορολογικά έσοδα. Τα φορολογικά έσοδα που θα προκύψουν από την κατάργηση των πωλήσεων αφορολόγητων ειδών θα μπορούσαν αξιοποιηθούν για την τόνωση της απασχόλησης ή ακόμη για την ευξυγείανση των δημοσίων οικονομικών. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους μέλους να αποφασίσει με ποιό τρόπο θα χρησιμοποιήσει τους πόρους που θα αποδεσμευτούν από τη κατάργηση των σημερινών φοροαπαλλαγών.

Η παράταση της μεταβατικής περιόδου, δηλαδή της δυνατότητας αγοράς αφορολόγητων ειδών κατά τις ενδοκοινοτικές μετακινήσεις και πέραν της 30ής Ιουνίου 1999, θα μπορούσε να έχει διάφορες μορφές, οι οποίες θα εξεταστούν στο παρόν έγγραφο :

Συμπερασματικά, η Επιτροπή πιστεύει ότι η παράταση της ισχύος των ισχυουσών διατάξεων για τις πωλήσεις αφορολόγητων ειδών, μετά τις 30 Ιουνίου 1999, δεν θα επέτρεπε την αποτελεσματική αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιορισμένων και ειδικών προβλημάτων απασχόλησης, όπως τα κατέγραψε η τελευταία. Θα ήταν μια ρύθμιση υπέρμετρης ευρύτητας και αρκετά υψηλού κόστους, αν ληφθεί υπόψη ότι η κατάργηση θα έχει περιορισμένες επιπτώσεις από την άποψη της απασχόλησης στην ευρωπαϊκή οικονομία. Επιπλέον, η παρελθούσα πείρα έχει αποδείξει ότι η διατήρηση των ρυθμίσεων που διέπουν τις πωλήσεις αφορολόγητων ειδών δεν παρακινεί τις εμπορικές επιχειρήσεις του κλάδου να προετοιμασθούν για την προβλεπόμενη μεταβολή των δεδομένων.

Μια προσέγγιση της μορφής αυτής θα διατηρούσε τη διακριτική μεταχείριση μεταξύ μέσων μεταφοράς (εφόσον θα ίσχυε μόνον για τις αεροπορικές, τις θαλάσσιες μεταφορές και τα καταστήματα που βρίσκονται στους δύο σταθμούς του τούνελ της Μάγχης) και μεταξύ επιχειρήσεων, γεγονός που θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ενώπιον των δικαστηρίων. Επί πλέον, θα έθετε υπό αμφισβήτηση το σύνολο των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μεταβατικών περιόδων.

Από την ανάλυση που πραγματοποίησε η Επιτροπή, βάσει των στοιχείων που διέθετε, συνάγεται ότι η κατάργηση του καθεστώτος αφορολόγητων πωλήσεων δεν θα έχει μικροοικονομικές η μακροοικονομικές επιπτώσεις. Η Κοινότητα πρέπει να αντιμετωπίζει με συνοχή κάθε τοπικό, περιφερειακό ή κοινωνικό πρόβλημα που διαπιστώνεται από τα κράτη μέλη. Τα διαρθρωτικά ταμεία, τα ταμεία συνοχής και οι κρατικές ενισχύσεις μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμα μέσα για το σκοπό αυτό.

Εάν οι υφιστάμενοι κοινοτικοί μηχανισμοί δεν θεωρούνται επαρκείς, μία πρόσθετη δυνατότητα θα μπορούσε να είναι η θεσμοθέτηση ενός νέου, αυτοτελούς μέτρου για την παροχή ειδικής βοήθειας με συγκεκριμένους αποδέκτες. Οι στόχοι ενός τέτοιου μέσου θα μπορούσαν να είναι οι ακόλουθοι:

Οι λύσεις που προτείνει η Επιτροπή στην ανακοίνωση αυτή εγγράφονται στο γενικό πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής πολιτικής για την απασχόληση. Συγκεκριμένα, ακόμη και η ύπαρξη του καθεστώτος πώλησης αφορολογήτων ειδών έχει επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας, δεδομένου ότι στρεβλώνει τον ανταγωνισμό. Άλλωστε, τα μέτρα που λαμβάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση για το καθεστώς των αφορολόγητων πωλήσεων αποτελούν απόδειξη της θέλησής της να προσφύγει στο συντονισμό των φορολογικών πολιτικών για να αντιμετωπίσει τον επιβλαβή φορολογικό ανταγωνισμό, ο οποίος υπό μορφή συγκεκαλυμμένων επιδοτήσεων, έχει επιπτώσεις στο κόστος του εργατικού δυναμικού και παρεμποδίζει τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.

4) προθεσμια για την εφαρμογη της νομοθεσιας στα κρατη μελη

Δεν απαιτείται

5) ημερομηνια εναρξης της ισχυος (εάν διαφέρει από την προηγούμενη)

Δεν απαιτείται

6) στοιχεια αναφορας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 66, 09.03.1999

7) μεταγενεστερες εργασιες

8) μετρα εφαρμογης της επιτροπης