Μηχανισμοί της αγοράς στην υπηρεσία του περιβάλλοντος

Η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να αυξηθεί η προσφυγή σε μηχανισμούς της αγοράς, μεταξύ των οποίων η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών, φορολογικά μέτρα και επιχορηγήσεις, προκειμένου να επιτευχθούν οι περιβαλλοντικοί και άλλοι στρατηγικοί στόχοι. Με την παρούσα Πράσινη Βίβλο, η Επιτροπή εγείρει ουσιώδη ερωτήματα σχετικά με την προώθηση των μηχανισμών της αγοράς και επιχειρεί να δώσει το έναυσμα σε σχετικό διάλογο.

ΠΡΑΞΗ

Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2007, όσον αφορά τα αγορακεντρικά μέσα για το περιβάλλον και την εξυπηρέτηση αντίστοιχων πολιτικών επιδιώξεων [COM(2007) 140 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

ΣΥΝΟΨΗ

Στην παρούσα Πράσινη Βίβλο, η Επιτροπή ανοίγει έναν προβληματισμό ο οποίος αφορά την προώθηση της χρήσης μηχανισμών της αγοράς στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι αντιδράσεις αναμένονται μέχρι τις 31 Ιουλίου 2007.

Η διαβούλευση και ο διάλογος που δρομολογούνται με την Πράσινη Βίβλο θα συμβάλουν ώστε να κριθεί ποια κατεύθυνση πρέπει να δοθεί στην ευρωπαϊκή πολιτική σχετικά με την αυξημένη προσφυγή σε μηχανισμούς της αγοράς, ιδίως στο πλαίσιο αναθεώρησης της φορολογίας της ενέργειας καθώς και στο πλαίσιο διάφορων πεδίων της περιβαλλοντικής πολιτικής.

Τα τελευταία χρόνια, η ΕΕ προσφεύγει όλο και περισσότερο σε τέτοιου είδους μέσα για να επιτύχει τους στόχους της. Η Επιτροπή θεωρεί ότι χρειάζεται να αυξηθεί η προσφυγή σε μηχανισμούς της αγοράς, όπως προκύπτει και από το έκτο πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον, την αναθεωρημένη στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη (es de en fr) και τη στρατηγική της Λισσαβόνας.

Περιγραφή τέτοιων μηχανισμών της αγοράς

Σε κοινοτικό επίπεδο, χρησιμοποιούνται κυρίως δύο τύποι μηχανισμών της αγοράς:

Οι μηχανισμοί που επενεργούν στις ποσότητες εξασφαλίζουν μεγαλύτερη βεβαιότητα και διαφάνεια σε ό,τι αφορά την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων όπως ο περιορισμός των εκπομπών. Από την πλευρά τους, οι μηχανισμοί που επενεργούν στις τιμές (π.χ. οι φόροι) παρέχουν ασφάλεια όσον αφορά το κόστος υλοποίησης αυτού του στόχου και η διαχείρισή τους είναι συνήθως ευκολότερη. Εξάλλου, οι φόροι αποτελούν πηγή εσόδων, ενώ τα συστήματα εμπορεύσιμων αδειών μπορεί να οδηγήσουν στην παραγωγή εσόδων μόνο όταν τα εκχωρούμενα δικαιώματα δημοπρατούνται από τις δημόσιες αρχές. Σημειωτέον ότι οι δασμοί αποτελούν πληρωμή έναντι συγκεκριμένης υπηρεσίας και, κατά συνέπεια, δεν δημιουργούν έσοδα για τον δημόσιο προϋπολογισμό.

Σε σχέση με τα μέσα κανονιστικού χαρακτήρα, οι μηχανισμοί της αγοράς παρουσιάζουν τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ωστόσο τη σημασία του λεπτομερούς προσδιορισμού των περαιτέρω τομέων στους οποίους θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οι μηχανισμοί της αγοράς κατά τρόπο ώστε να προάγεται η ανταγωνιστικότητα δίχως να επιβαρύνονται υπερβολικά οι καταναλωτές.

Μια μεταρρύθμιση των περιβαλλοντικών φόρων μπορεί να αποβεί σε όφελος των τριών παραμέτρων της αειφόρου ανάπτυξης (περιβάλλον, οικονομική μεγέθυνση, απασχόληση). Η μετακύλιση της φορολογικής επιβάρυνσης από το κεφάλαιο και την εργασία (άμεση φορολογία) στην επιβλαβή για το περιβάλλον κατανάλωση θα επιτρέψει τη μείωση των φόρων που επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής και την αύξηση εκείνων που αντιθέτως τη βελτιώνουν. Εξάλλου, φορολογικά κίνητρα όπως οι επιδοτήσεις της καινοτομίας μπορούν επίσης να ωφελήσουν τόσο τις επιχειρήσεις όσο και το περιβάλλον (υπό τον όρο ότι οι δημόσιοι πόροι που διατίθενται για τη χορήγηση αυτών των επιδοτήσεων δεν προέρχονται από άμεσους φόρους και ότι οι δαπάνες παραμένουν χαμηλές).

Εναπόκειται στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν την ορθή ισορροπία μεταξύ κινήτρων και αντικινήτρων στα φορολογικά τους συστήματα, με συνολική τήρηση των φορολογικών περιορισμών καθώς και της επιτακτικής ανάγκης για δημοσιονομική ουδετερότητα. Η καθιέρωση μηχανισμών συντονισμού και η δυνατότητα δημιουργίας ενός γενικού φόρουμ για τους μηχανισμούς της αγοράς θα μπορούσαν να βελτιώσουν την αξιοποίηση αυτών των μέσων, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης της περιβαλλοντικής φορολογίας.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει εξάλλου την αναγκαιότητα μεταρρύθμισης ή κατάργησης, ανά τομέα, των επιχορηγήσεων που μπορεί να αποδειχτούν επιβαρυντικές για το περιβάλλον.

Μηχανισμοί της αγοράς και ενεργειακή πολιτική

Η Επιτροπή διερωτάται ως προς τη σκοπιμότητα αναθεώρησης της οδηγίας για τη φορολογία της ενέργειας (es de en fr) (η οποία καθορίζει ελάχιστα επίπεδα φορολογίας για τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια όταν χρησιμοποιούνται ως καύσιμα κίνησης ή ως καύσιμα θέρμανσης), προκειμένου να επιτευχθεί σαφέστερη σύνδεση της ενεργειακής φορολογίας με τους περιβαλλοντικούς και συναφείς στόχους της οδηγίας.

Μια λύση θα μπορούσε να είναι η διάκριση της φορολογίας σε ενεργειακές και περιβαλλοντικές συνιστώσες. Κατ' αυτό τον τρόπο, οι πηγές ενέργειας θα φορολογούνται συναρτήσει, αφενός, του ενεργειακού τους περιεχομένου και, αφετέρου, συναρτήσει των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων (εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, εκπομπές άλλων ρύπων). Αυτό το σύστημα θα διευκολύνει την προώθηση πηγών ενέργειας φιλικότερων προς το περιβάλλον, και ιδίως των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Εντούτοις, ενδέχεται να χρειαστούν κάποιες διαφοροποιήσεις της φορολογικής αντιμετώπισης ανάλογα με τη χρήση, και ιδίως ώστε να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι τα καύσιμα θέρμανσης είναι απαραίτητα.

Επιπλέον, με την επανεξέταση της οδηγίας για τη φορολογία της ενέργειας θα εξασφαλιστεί συνοχή με τους άλλους μηχανισμούς της αγοράς, έτσι ώστε οι τελευταίοι να συμπληρώνονται και να αποφεύγονται τυχόν επικαλύψεις μεταξύ τους.

Πρόκειται κυρίως για το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου. Πράγματι, το σύστημα αυτό εφαρμόζεται σε ορισμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις και εγκαταστάσεις καύσης. Η αναθεώρηση της οδηγίας για τη φορολογία της ενέργειας θα επιτρέψει να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι εγκαταστάσεις όταν χρησιμοποιούν την ενέργεια ως καύσιμο θέρμανσης ή κίνησης και να εφαρμόζεται γι' αυτές είτε η ενεργειακή συνιστώσα της φορολογίας όταν οι εγκαταστάσεις καλύπτονται από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής (χωρίς την περιβαλλοντική συνιστώσα),είτε και οι δύο συνιστώσες της φορολογίας, ενεργειακή και περιβαλλοντική, όταν οι εγκαταστάσεις αυτές δεν συμμετέχουν στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής.

Η Επιτροπή θεωρεί εξάλλου ότι η ΕΕ θα πρέπει να προωθήσει τους μηχανισμούς της αγοράς σε διεθνές επίπεδο, και ιδίως μεταξύ των εμπορικών της εταίρων.

Μηχανισμοί της αγοράς και περιβαλλοντική πολιτική

Οι μεταφορές είναι ένας από τους τομείς με υψηλό μερίδιο στην ατμοσφαιρική ρύπανση και τις εκπομπές CO2. Η Επιτροπή έχει ήδη προτείνει να συνδεθεί η φορολογία των επιβατηγών αυτοκινήτων (es de en fr) με τις εκπομπές CO2 και να υπαχθεί ο τομέας των αερομεταφορών (es de en fr) στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου.

Όσον αφορά τις εκπομπές που οφείλονται στις θαλάσσιες μεταφορές, η καθιέρωση ενός μηχανισμού της αγοράς που θα αποβλέπει στη μείωση των εκπομπών αυτών θα πρέπει να συνεκτιμά τις περί δασμών διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (FR) και τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου κλάδου (ιδίως στο επίπεδο της γεωγραφικής διαφοροποίησης και των μηχανισμών ελέγχου).

Μια προσαρμοσμένη τιμολόγηση των χερσαίων υποδομών (οδικών και σιδηροδρομικών) και η ενσωμάτωση περιβαλλοντικών παραμέτρων στην οδηγία για την « ευρωβινιέτα » θα επιτρέψουν επίσης πληρέστερη ενοποίηση των δαπανών που συνδέονται, μεταξύ άλλων, με την ατμοσφαιρική ρύπανση από SO2, NOx ή σωματίδια καθώς και με την ηχορρύπανση και την κυκλοφοριακή συμφόρηση. Η Επιτροπή θα εξακολουθήσει να υποστηρίζει την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με τις αστικές μεταφορές, με σκοπό ιδίως τη διάδοση των ορθών πρακτικών που έχουν προκύψει από επιτυχημένα τοπικά εγχειρήματα πόλεων όπως το Λονδίνο και η Στοκχόλμη.

Επιπλέον, η ΕΕ ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να προσφεύγουν σε μηχανισμούς της αγοράς για την καταπολέμηση της ρύπανσης και την προστασία των πόρων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν πολιτικές τιμολόγησης του ύδατος που να ενθαρρύνουν την αποτελεσματική χρήση των υδάτινων πόρων, ως συμβολή για στενότερη σύνδεση των επενδύσεων σε εθνικά έργα και της αντίστοιχης τιμολόγησης.

Επιπλέον, η φορολόγηση της υγειονομικής ταφής απορριμμάτων θα ενθαρρύνει την ανακύκλωση και την ανάκτηση των αποβλήτων, υπό την προϋπόθεση εναρμονισμένων επιπέδων φορολογίας μεταξύ των κρατών μελών (πράγματι, η εφαρμογή διαφορετικών επιπέδων φορολογίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα φαινόμενο «φορολογικού ντάμπινγκ»). Η Επιτροπή προτείνει επίσης την καθιέρωση διαφοροποιημένων μηχανισμών της αγοράς για τις συσκευασίες ανάλογα με τις επιπτώσεις των προϊόντων και των αποβλήτων, με σκοπό να προαχθούν πιο αειφόρες μορφές κατανάλωσης.

Για την προστασία της βιοποικιλότητας χρησιμοποιούνται ήδη και μπορούν να αξιοποιηθούν περαιτέρω διάφοροι τύποι μηχανισμών της αγοράς, όπως π.χ. οι πληρωμές για περιβαλλοντικές υπηρεσίες (αναφέρονται ως παράδειγμα τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα της γεωργικής πολιτικής) και τα συστήματα αντιστάθμισης της βιοποικιλότητας (δημιουργία τραπεζών ενδιαιτημάτων).

Όσον αφορά την ατμοσφαιρική ρύπανση, θα ήταν ίσως σκόπιμο να χρησιμοποιηθεί ο μηχανισμός της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής για την καταπολέμηση των κλασικών ατμοσφαιρικών ρύπων (SO2 και NOx) που έχουν τοπικές επιπτώσεις, ιδίως στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας για τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών για ορισμένους ατμοσφαιρικούς ρύπους και της οδηγίας για την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 11.06.2007