Θέση σε εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ: εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της ΣΛΕΕ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), προς το συμφέρον τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων, διαθέτει κανόνες με σκοπό να κρίνονται παράνομες οι συμπράξεις (καρτέλ) που καθορίζουν τις τιμές ή διαμοιράζουν τις αγορές μεταξύ ανταγωνιστών. Η ΕΕ επιδιώκει επίσης να αποτρέπει τις εταιρείες από το να εκμεταλλεύονται καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση τους σε μια αγορά, για παράδειγμα, χρεώνοντας αθέμιτες τιμές ή περιορίζοντας την παραγωγή.

ΠΡΆΞΗ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης.

ΣΎΝΟΨΗ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), προς το συμφέρον τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων, διαθέτει κανόνες με σκοπό να κρίνονται παράνομες οι συμπράξεις (καρτέλ) που καθορίζουν τις τιμές ή διαμοιράζουν τις αγορές μεταξύ ανταγωνιστών. Η ΕΕ επιδιώκει επίσης να αποτρέπει τις εταιρείες από το να εκμεταλλεύονται καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση τους σε μια αγορά, για παράδειγμα, χρεώνοντας αθέμιτες τιμές ή περιορίζοντας την παραγωγή.

ΤΙ ΠΡΟΒΛΈΠΕΙ Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ;

Ο κανονισμός εφαρμόζει τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ που καθορίζονται στο άρθρο 101 (εναρμονισμένες πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό) και στο άρθρο 102 (καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) [πρώην άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Συνθήκη ΕΚ)]. Ο παρών κανονισμός προέβλεψε κανόνες που άλλαξαν, πρωτίστως, τις πτυχές της πολιτικής της ΕΕ για τον ανταγωνισμό που αφορούν την επιβολή του νόμου.

Επιτρέπει στους κανόνες ανταγωνισμού που προηγουμένως εφαρμόζονταν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επιβάλλονται εφεξής σε αποκεντρωμένη βάση, από τις αρχές ανταγωνισμού των χωρών της ΕΕ. Έτσι, ενίσχυσε τον ρόλο των εθνικών αντιμονοπωλιακών αρχών και δικαστηρίων όσον αφορά την επιβολή της νομοθεσίας της ΕΕ περί ανταγωνισμού. Τούτο επιτρέπει στην Επιτροπή να επικεντρώνει τους πόρους της στην επιβολή του νόμου στις πιο σοβαρές παραβάσεις του ανταγωνισμού με διασυνοριακό χαρακτήρα.

ΒΑΣΙΚΆ ΣΗΜΕΊΑ

Διαδικασίες του άρθρου 101 (ΣΛΕΕ) - αντιμονοπωλιακή νομοθεσία

Οι περιπτώσεις διενέργειας έρευνας όσον αφορά αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες (π.χ. συμπράξεις) ξεκινούν από:

μια καταγγελία (π.χ. από ανταγωνιστή)·

την πρωτοβουλία της αρχής ανταγωνισμού (εθνική αρχή ή Ευρωπαϊκή Επιτροπή)·

μια αίτηση στο πλαίσιο προγράμματος επιεικούς μεταχείρισης (όπου ένας συμμετέχοντας σε συμπράξεις μπορεί να αποφύγει πρόστιμο ή να μειώσει αυτό το πρόστιμο εάν παράσχει πληροφορίες για τη σύμπραξη).

Όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκινάει έρευνα, διαθέτει ευρείες εξουσίες. Αυτές οι εξουσίες περιλαμβάνουν το δικαίωμα να απαιτεί πληροφορίες από εταιρείες, αλλά επίσης να εισέρχεται στις εγκαταστάσεις εταιρειών, να κατάσχει τα αρχεία τους και να εξετάζει τους εκπροσώπους τους.

Εάν η Επιτροπή, βάσει των αρχικών ερευνών της, αποφασίσει να διεξάγει εμπεριστατωμένη έρευνα, συντάσσει μια κοινοποίηση των αιτιάσεων, την οποία αποστέλλει στις εν λόγω εταιρείες.

Οι εταιρείες που αποτελούν αντικείμενο έρευνας μπορούν να έχουν πρόσβαση στον φάκελο της Επιτροπής και να απαντήσουν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων. Επίσης, μπορούν να ζητήσουν ακρόαση. Εάν η Επιτροπή, μετά από αυτό το στάδιο, εξακολουθεί να πιστεύει ότι υπάρχει παράβαση, μπορεί να εκδώσει απόφαση παράβασης η οποία ενδέχεται να προβλέπει την επιβολή προστίμων στους διαδίκους.

Η Επιτροπή μπορεί, αντίθετα, να εγκρίνει απόφαση δέσμευσης όπου δεν επιβάλλονται πρόστιμα. Σε αυτή την περίπτωση, οι διάδικοι συμφωνούν να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες της Επιτροπής για τον ανταγωνισμό, κανονικά, για δεδομένη περίοδο. Εάν παραβιάσουν την εν λόγω δέσμευση, μπορεί να τους επιβληθεί πρόστιμο.

Οι διάδικοι μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά των αποφάσεων της Επιτροπής στο Γενικό Δικαστήριο

Δυνάμει της οδηγίας 2014/104/ΕΕ, τα θιγέντα πρόσωπα από συμπράξεις ή αντιμονοπωλιακές παραβάσεις μπορούν να αποζημιωθούν για τις ζημίες τους.

Διαδικασίες του άρθρου 102 (ΣΛΕΕ) - καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης

Μια εθνική αρχή ανταγωνισμού ή η Επιτροπή δύναται να αρχίσει έρευνα με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν καταγγελίας.

Το πρώτο καίριο βήμα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η αξιολόγηση του εάν η εμπλεκόμενη εταιρεία είναι «δεσπόζουσα». Η εν λόγω αξιολόγηση αφορά τον προσδιορισμό της αγοράς της εταιρείας τόσο ως προς το προϊόν (τα προϊόντα) που προσφέρει όσο και τη γεωγραφική περιοχή μέσα στην οποία πωλούνται αυτά. Κατά γενικό κανόνα, εάν το μερίδιο της αγοράς είναι μικρότερο από 40 %, είναι απίθανο να είναι δεσπόζουσα.

Επίσης, λαμβάνονται υπόψη άλλες περιστάσεις, όπως εάν υπάρχουν φραγμοί που εμποδίζουν να εισέλθουν νεοεισερχόμενοι στην αγορά ή ο βαθμός κατά τον οποίον η εταιρεία που αποτελεί αντικείμενο έρευνας συμμετέχει σε διάφορα επίπεδα της αλυσίδας εφοδιασμού (γνωστός ως «κάθετη ενοποίηση»).

Το επόμενο βήμα είναι να αποκαλυφθεί εάν γίνεται καταχρηστική εκμετάλλευση αυτής της δεσπόζουσας θέσης λόγω πρακτικών όπως εξοντωτική τιμολόγηση (τιμές που αποκλείουν ανταγωνιστές), επιμονή ότι η εταιρεία είναι ο αποκλειστικός προμηθευτής κ.λπ.

Οι αρχές ανταγωνισμού διαθέτουν τις ίδιες εξουσίες έρευνας όπως και για τις διαδικασίες του άρθρου 101. Επίσης πανομοιότυπα είναι ζητήματα όπως τα δικαιώματα υπεράσπισης, το σύστημα κοινοποιήσεων των αιτιάσεων, οι αποφάσεις δέσμευσης, τα πρόστιμα και η αποζημίωση.

Τέλος, ένα ευρωπαϊκό δίκτυο ανταγωνισμού, που απαρτίζεται από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού και την Επιτροπή, τους επιτρέπει να ανταλλάσσουν πληροφορίες, μεταξύ άλλων και εμπιστευτικές πληροφορίες, προκειμένου να βοηθηθούν στην επιβολή του νόμου όσον αφορά παραβιάσεις των κανόνων ανταγωνισμού.

ΑΠΌ ΠΌΤΕ ΕΦΑΡΜΌΖΕΤΑΙ Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ;

Από τις 24 Ιανουαρίου 2003.

Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε στις σελίδες για την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία του δικτυακού τόπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΈΣ

Πράξη

Έναρξη ισχύος

Προθεσμία για μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003

24.1.2003

-

ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1-25

Πράξη(-εις) τροποποίησης

Έναρξη ισχύος

Προθεσμία για μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 411/2004

9.3.2004

-

ΕΕ L 68 της 6.3.2004, σ. 1-2

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1419/2006

18.10.2006

-

ΕΕ L 269 της 28.9.2006, σ. 1-3

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 169/2009

25.3.2009

-

ΕΕ L 61 της 5.3.2009, σ. 1-5

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 246/2009

14.4.2009

-

ΕΕ L 79 της 25.3.2009, σ. 1-4

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 487/2009

1.7.2009

-

ΕΕ L 148 της 11.6.2009, σ. 1-4

Διαδοχικές τροποποιήσεις και διορθώσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 έχουν ενσωματωθεί στο βασικό κείμενο. Αυτή η ενοποιημένη έκδοση είναι μόνο για σκοπούς αναφοράς.

ΣΥΝΑΦΕΊΣ ΠΡΆΞΕΙΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ (Επίσημη Εφημερίδα L 123 της 27.4.2004, σ. 18-24). Βλέπε ενοποιημένη έκδοση.

Οδηγία 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (Επίσημη Εφημερίδα L 349 της 5.12.2014, σ. 1-19).

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 31.07.2015