Κατευθυντήριες γραμμές για συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας

 

ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:

Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ;

Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές έχουν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να διαπιστώνουν κατά περίπτωση εάν οι συμφωνίες συνεργασίας τους είναι συμβατές με τους κανόνες ανταγωνισμού, προσφέροντας ένα πλαίσιο αξιολόγησης βάσει του άρθρου 101 παράγραφοι 1 και 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) (βλέπε σύνοψη).

ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ

Μια συνεργασία είναι «οριζόντιας φύσεως» εάν αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ πραγματικών ή δυνητικών ανταγωνιστών. Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές καλύπτουν επίσης συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ μη ανταγωνιστών, για παράδειγμα μεταξύ δύο εταιρειών που δραστηριοποιούνται στις ίδιες αγορές προϊόντων αλλά σε διαφορετικές γεωγραφικές αγορές χωρίς να είναι δυνητικοί ανταγωνιστές.

Συχνά, η οριζόντια συνεργασία μπορεί να αποφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη, όταν αποτελεί ένα μέσο για την κατανομή των κινδύνων, την εξοικονόμηση δαπανών, την αύξηση των επενδύσεων, την από κοινού εκμετάλλευση τεχνογνωσίας, τη βελτίωση της ποιότητας και της ποικιλίας των προϊόντων και την ταχύτερη προώθηση της καινοτομίας. Ωστόσο, η οριζόντια συνεργασία μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα ανταγωνισμού όταν έχει αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά τις τιμές, την παραγωγή, την καινοτομία ή την ποικιλία και την ποιότητα των προϊόντων.

Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές προσφέρουν ένα αναλυτικό πλαίσιο για τις συνηθέστερες μορφές συμφωνιών οριζόντιας συνεργασίας, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο είναι συμβατές με το άρθρο 101 της ΣΛΕΕ.

Επιπλέον, ισχύουν μόνο για τις συνηθέστερες μορφές συνεργασίας:

Οι συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής (κάθετες συμφωνίες), καταρχήν αποτελούν αντικείμενο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 330/2010, του «κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορίες» για τους κάθετους περιορισμούς (βλέπε σύνοψη) και των κατευθυντήριων γραμμών για τους κάθετους περιορισμούς (βλέπε σύνοψη). Ωστόσο, στον βαθμό που οι κάθετες συμφωνίες συνάπτονται μεταξύ ανταγωνιστών, πρέπει να εξετάζονται με βάση τις αρχές που εφαρμόζονται για τις οριζόντιες συμφωνίες. Όταν οι οριζόντιες συμφωνίες καταλήγουν σε συγκέντρωση, εφαρμόζεται ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 139/2004, ο «κανονισμός συγκεντρώσεων» (βλέπε σύνοψη).

Οι κατευθυντήριες γραμμές παρουσιάζουν τα κριτήρια αξιολόγησης για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 101 της ΣΛΕΕ.

Κριτήρια αξιολόγησης με βάση το άρθρο 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

Το άρθρο 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ απαγορεύει συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Για τους σκοπούς αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών, ο «περιορισμός του ανταγωνισμού» συμπεριλαμβάνει την πρόληψη και τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Εάν μια συμφωνία έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, δηλαδή είναι από τη φύση της ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, τότε δεν είναι απαραίτητο να εξεταστούν τα πραγματικά ή δυνητικά αποτελέσματα της συμφωνίας.

Εάν, ωστόσο, η συμφωνία οριζόντιου χαρακτήρα δεν περιορίζει εξ αντικειμένου τον ανταγωνισμό, πρέπει να γίνεται ανάλυση των πραγματικών ή δυνητικών αποτελεσμάτων της για να διαπιστωθεί εάν έχουν αισθητά αποτελέσματα που περιορίζουν τον ανταγωνισμό.

Για να έχει μια συμφωνία αποτελέσματα που περιορίζουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να έχει, πραγματικό ή ενδεχόμενο, αισθητά δυσμενή αντίκτυπο σε μία τουλάχιστον από τις παραμέτρους του ανταγωνισμού στην αγορά, όπως η τιμή, η παραγωγή, η ποιότητα και η ποικιλία των προϊόντων ή η καινοτομία. Η εν λόγω αξιολόγηση των περιοριστικών αποτελεσμάτων πρέπει να διενεργείται σε σύγκριση με το πραγματικό νομικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο θα λάμβανε χώρα ο ανταγωνισμός, απουσία της συμφωνίας.

Η φύση μιας συμφωνίας καθορίζεται από παράγοντες όπως ο τομέας και ο στόχος της συνεργασίας, η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των μερών και ο βαθμός στον οποίο συνδυάζουν τις δραστηριότητές τους. Οι εν λόγω παράγοντες καθορίζουν το είδος των δυνητικών προβλημάτων ανταγωνισμού που μπορούν να προκύψουν.

Οι συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας ενδέχεται να περιορίσουν τον ανταγωνισμό με περισσότερους από έναν τρόπους. Για παράδειγμα, οι συμφωνίες παραγωγής ενδέχεται να οδηγήσουν σε άμεσο περιορισμό τού ανταγωνισμού όταν τα συμβαλλόμενα μέρη μειώνουν την παραγωγή. Το κύριο πρόβλημα ανταγωνισμού στις συμφωνίες εμπορίας είναι ο καθορισμός των τιμών.

Η ισχύς στην αγορά είναι η ικανότητα επικερδούς διατήρησης των τιμών πάνω από τα επίπεδα συνθηκών ανταγωνισμού για κάποιο χρονικό διάστημα ή η επικερδής διατήρηση της παραγωγής κάτω από τα επίπεδα συνθηκών ανταγωνισμού, όσον αφορά την ποσότητα, την ποιότητα και την ποικιλία, ή την καινοτομία, για κάποιο χρονικό διάστημα. Η ισχύς στην αγορά μπορεί ορισμένες φορές να οφείλεται σε μειωμένο ανταγωνισμό μεταξύ των μερών.

Η ανάλυση της ισχύος στην αγορά ξεκινά από τη θέση των μερών στις αγορές που επηρεάζονται από τη συνεργασία. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η ανάλυση, η σχετική αγορά (αγορές) πρέπει να προσδιορίζεται, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς (βλέπε σύνοψη), ενώ πρέπει να υπολογίζεται και το συνδυασμένο μερίδιο αγοράς των μερών. Εάν είναι χαμηλό το συνδυασμένο μερίδιο αγοράς, η οριζόντια συνεργασία δεν είναι πιθανό να προκαλέσει αποτελέσματα περιορισμού. Λόγω των ποικίλων μορφών που μπορούν να λάβουν οι συμφωνίες συνεργασίας και των διαφορετικών αποτελεσμάτων που μπορεί να έχουν στις διάφορες συνθήκες της αγοράς, είναι αδύνατο να δοθεί ένα γενικό όριο μεριδίου αγοράς πέραν του οποίου μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει αρκετή ισχύς στην αγορά ώστε να προκύψουν αποτελέσματα περιορισμού.

Ανάλογα με τη θέση των μερών στην αγορά και τον βαθμό συγκέντρωσης σε αυτήν, θα πρέπει να εξετασθούν και άλλοι παράγοντες, όπως:

Κριτήρια αξιολόγησης με βάση το άρθρο 101 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ

Εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101 παράγραφος 1, μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 101 παράγραφος 3. Κατά τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (βλέπε σύνοψη), το βάρος της απόδειξης φέρει η επιχείρηση που επικαλείται την εν λόγω διάταξη. Οι συμφωνίες συνεργασίας τυγχάνουν απαλλαγής όταν πληρούνται οι ακόλουθες τέσσερις σωρευτικές προϋποθέσεις:

Όταν πληρούνται τα τέσσερα αυτά κριτήρια, μπορεί να θεωρηθεί ότι η βελτίωση της αποδοτικότητας που προκύπτει από τη συμφωνία αντισταθμίζει τους περιορισμούς στον ανταγωνισμό που δημιουργεί η ίδια.

Ανταλλαγή πληροφοριών

Οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν γενικές αρχές για την εκτίμηση από άποψη ανταγωνισμού της ανταλλαγής πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης σύμφωνα με τα άρθρα 101 παράγραφος 1 και 101 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, τα οποία ισχύουν για όλα τα είδη συμφωνιών οριζόντιας συνεργασίας που περιλαμβάνουν ανταλλαγή πληροφοριών.

Η ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, όπως άμεση ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ ανταγωνιστών, έμμεση ανταλλαγή μέσω κοινού φορέα ή τρίτου μέρους ή ανταλλαγή μέσω των προμηθευτών ή λιανοπωλητών των επιχειρήσεων. Η ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί να είναι επωφελής για τις εταιρείες, π.χ. βοηθώντας τις να εξοικονομήσουν δαπάνες μειώνοντας τα αποθέματά τους, και μπορεί να ωφελήσει άμεσα τους καταναλωτές, π.χ. μειώνοντας το κόστος αναζήτησης και βελτιώνοντας τα περιθώρια επιλογών. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί επίσης να προκαλέσει περιορισμούς του ανταγωνισμού, όταν επιτρέπει στις επιχειρήσεις να γνωρίζουν τις στρατηγικές των ανταγωνιστών τους στην αγορά. Η κοινοποίηση πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών μπορεί να συνιστά συμφωνία, εναρμονισμένη πρακτική ή απόφαση με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών ή ποσοτήτων. Αυτά τα είδη ανταλλαγής πληροφοριών κατά κανόνα θεωρούνται συμπράξεις και συνεπάγονται ανάλογα πρόστιμα.

Εκτός του τομέα των συμπράξεων, η ανταλλαγή πληροφοριών θεωρείται ότι περιορίζει εξ αντικειμένου τον ανταγωνισμό μόνον όταν οι ανταγωνιστές ανταλλάσσουν εξατομικευμένες πληροφορίες σχετικά με προβλεπόμενες μελλοντικές τιμές ή ποσότητες. Η ανταλλαγή πληροφοριών άλλης μορφής, περιλαμβανομένων των τρεχουσών τιμών, δεν θα αντιμετωπίζονται ως εξ αντικειμένου περιορισμοί και θα αξιολογούνται βάσει των περιοριστικών αποτελεσμάτων που έχουν στον ανταγωνισμό.

Τύποι συμφωνιών συνεργασίας

Οι κατευθυντήριες γραμμές προσδιορίζουν επίσης τα χαρακτηριστικά ορισμένων τύπων συμφωνιών συνεργασίας και εφαρμόζουν το πλαίσιο αξιολόγησης βάσει του άρθρου 101 παράγραφοι 1 και 3 της ΣΛΕΕ, που περιγράφεται ανωτέρω, σε κάθε έναν από τους ακόλουθους τύπους συμφωνίας:

ΑΠΟ ΠΟΤΕ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ;

Οι κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται από τις 14 Ιανουαρίου 2011.

ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε:

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Ανακοίνωση της Επιτροπής — Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (ΕΕ C 11 της 14.1.2011, σ. 1-72)

Διορθωτικό στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 101 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (ΕΕ C 33 της 2.2.2011, σ. 20)

ΣΥΝΑΦΗ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Μέρος τρίτο — Οι εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ένωσης — Τίτλος VII — Κοινοί κανόνες για τον ανταγωνισμό, τη φορολογία και την προσέγγιση των νομοθεσιών — Κεφάλαιο 1 — Κανόνες ανταγωνισμού — Τμήμα 1 — Κανόνες εφαρμοστέοι επί των επιχειρήσεων — Άρθρο 101 (πρώην άρθρο 81 της ΣΕΚ) (ΕΕ C 202 της 7.6.2016, σ. 88-89)

Ανακοίνωση της Επιτροπής — Κατευθυντήριες γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς (SEC(2010) 411 τελικό, 10.5.2010)

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 330/2010 της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 101(3) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμπράξεων και εναρμονισμένων πρακτικών (ΕΕ L 102 της 23.4.2010, σ. 1-7)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (κανονισμός συγκεντρώσεων της ΕΚ) (ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1-22)

Κανονισμός (EΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1-25)

Οι διαδοχικές τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 έχουν ενσωματωθεί στο αρχικό κείμενο. Αυτή η ενοποιημένη έκδοση αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης.

Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (EE C 372 της 9.12.1997, σ. 5-13)

τελευταία ενημέρωση 03.12.2020