Γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών (2000)

1) ΣΤΟΧΟΣ

Ενίσχυση του δυναμικού οικονομικής ανάπτυξης και προώθηση της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και της μετάβασης σε μια οικονομία που βασίζεται στη γνώση, προσδίδοντας παράλληλα λειτουργικό περιεχόμενο στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβόνας.

2) ΠΡΑΞΗ

Σύσταση του Συμβουλίου της 19ης Ιουνίου 2000, σχετικά με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας [Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 210 της 21.8.2000].

3) ΣΥΝΟΨΗ

Οι γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών (ΓΠΟΠ) προσδίδουν ένα λειτουργικό περιεχόμενο στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβόνας, τα οποία υπογραμμίζουν τις ευκαιρίες που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση και η νέα οικονομία που βασίζεται στη γνώση.

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

Προοπτικές ανάπτυξης. Στη δεκαετία του 1990, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ενθάρρυνε την οικονομική ενοποίηση και δημιούργησε ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για την άσκηση των οικονομικών πολιτικών. Η βελτίωση των θεμελιωδών δεδομένων δεν επέτρεψε μέχρι σήμερα την επίτευξη πιο ικανοποιητικών οικονομικών αποτελεσμάτων, γεγονός που καταδεικνύει την ύπαρξη μακροοικονομικών ανισορροπιών και την εμμονή διαρθρωτικών παραγόντων δυσκαμψίας σε ορισμένα κράτη μέλη. Ωστόσο, μετά την έγκριση των τελευταίων ΓΠΟΠ το 1999, η ανάκαμψη της οικονομικής ανάπτυξης ήταν γενική και όλο και πιο ισχυρή στις χώρες της ΕΕ χάρη στις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες και την καλή μακροοικονομική διαχείριση. Αυτό μπορεί να οδηγήσει τα επόμενα χρόνια σε μια μη πληθωριστική ανάπτυξη της τάξης του 3% για το σύνολο της Ένωσης.

Οι κυριότερες προκλήσεις. Όλα τα κράτη μέλη πρέπει να αντιμετωπίσουν ορισμένες κοινές προκλήσεις. Καταρχήν, η επιστροφή στην πλήρη απασχόληση αποτελεί άμεση προτεραιότητα: πράγματι, παρά τη μείωσή της, η ανεργία παραμένει ακόμα πολύ υψηλή. Στο πρόβλημα αυτό προστίθενται τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής και απασχόλησης. Στα συμπεράσματά του, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνήλθε στη Λισσαβόνα το 2000, έκρινε αναγκαία την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στο 70% έως το 2010.

Δεύτερον, η καινοτομία και η γνώση πρέπει να αποτελέσουν εφεξής τις κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη. Για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαία η βελτίωση της ικανότητας προσαρμογής των οικονομικών διαρθρώσεων και η αύξηση των επενδύσεων στις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας, στην έρευνα και ανάπτυξη και στους ανθρώπινους πόρους.

Τρίτον, η γήρανση του πληθυσμού δημιουργεί μια ιδιαίτερα σημαντική πρόκληση για τις ευρωπαϊκές οικονομίες και έχει σοβαρές συνέπειες για την αποταμίευση, τις επενδύσεις και τα δημόσια οικονομικά. Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και οι μεταρρυθμίσεις των συστημάτων συνταξιοδότησης και υγείας προτάθηκαν ως μέσα για την αντιμετώπιση αυτής της δημογραφικής πρόκλησης.

Επιπλέον, η βελτίωση της κοινωνικής συνοχής, και ιδίως η εξάλειψη του κοινωνικού αποκλεισμού, αποτελούν προτεραιότητες των κρατών μελών. Χάρη στη βελτίωση του γενικού περιβάλλοντος της οικονομικής ανάπτυξης και της απασχόλησης, οι οικονομικές πολιτικές συμβάλλουν με τον καλύτερο τρόπο στην κοινωνική ενσωμάτωση.

Σε μια όλο και πιο ενοποιημένη παγκόσμια οικονομία, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις επηρεάζονται από το διεθνές περιβάλλον. Η ΕΕ πρέπει συνεπώς να συνεχίσει την κοινή εμπορική της πολιτική, η οποία ευνοεί την ανάπτυξη ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών.

Η ΕΕ πρέπει να εντάξει τις απαντήσεις της στις σημερινές προκλήσεις σε μια συνολική και συνεπή στρατηγική με μακροπρόθεσμο προσανατολισμό. Η ύπαρξη ενοποιημένων, αποτελεσματικών και ανταγωνιστικών αγορών αποτελεί βασικό στοιχείο της στρατηγικής αυτής.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

Μακροοικονομικές πολιτικές:

Ταχύτερη επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας:

Ποιότητα και βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών:

Εξέλιξη των μισθών:

Οικονομία της γνώσης:

Αγορές προϊόντων (αγαθά και υπηρεσίες):

Κεφαλαιαγορές:

Αγορές εργασίας:

Βιώσιμη ανάπτυξη:

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΑΝΑ ΧΩΡΑ

Βέλγιο: Η οικονομική ανάκαμψη θα είναι αισθητή το 2000, χάρη στην ισχυρή εσωτερική ζήτηση. Στο Βέλγιο η δημοσιονομική εξυγίανση σημείωσε πρόοδο και, σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας, το 2002 ο προϋπολογισμός θα είναι ισοσκελισμένος. Η κυβέρνηση θα επιδιώξει να επιτύχει το 2000 μια μείωση του ελλείμματος σημαντικότερη από εκείνη που προβλέπεται στο πρόγραμμα σταθερότητας, να περιορίσει το ρυθμό πραγματικής αύξησης των πρωτογενών δαπανών, να διατηρήσει το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού και να χρησιμοποιήσει κάθε διαθέσιμο περιθώριο ελιγμού για να μειώσει το δημόσιο χρέος.

Στις αγορές προϊόντων και κεφαλαίων, συνιστάται να αυξηθεί ο ανταγωνισμός στον τομέα των υπηρεσιών και να επιταχυνθεί η απελευθέρωση του τομέα της ενέργειας, να μειωθεί το βάρος των διοικητικών διατυπώσεων για τις επιχειρήσεις και να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων. Στην αγορά εργασίας, η κυβέρνηση καλείται να προωθήσει την κινητικότητα της εργασίας και να εξασφαλίσει ότι οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις λαμβάνουν καλύτερα υπόψη τις τοπικές συνθήκες της αγοράς εργασίας, καθώς και να ενισχύσει τις ενεργές πολιτικές υπέρ της απασχόλησης.

Δανία: Στη Δανία, η οικονομική δραστηριότητα θα επιταχυνθεί το 2000 και το δημοσιονομικό πλεόνασμα θα ανέλθει στο 2,2% του ΑΕγχΠ. Για να διατηρήσει την καλή κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, η κυβέρνηση πρέπει να εξασφαλίσει ότι η αύξηση των δαπανών, ιδίως της τοπικής διοίκησης, παραμένει εντός των ορίων που καθορίζονται στον προϋπολογισμό και να επιδιώξει μια μείωση των φορολογικών συντελεστών και των δαπανών τηρώντας παράλληλα τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στο πρόγραμμα σύγκλισης.

Στις αγορές προϊόντων και κεφαλαίων, η κυβέρνηση καλείται να ενισχύσει την πολιτική ανταγωνισμού, να αυξήσει την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, να ενισχύσει τους δεσμούς μεταξύ έρευνας και επιχειρήσεων και να λάβει μέτρα για να ενθαρρύνει τις επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων. Στην αγορά εργασίας, συνιστάται να μειωθεί η συνολική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας και ιδίως των χαμηλών μισθών και να αναθεωρηθούν τα καθεστώτα προσυνταξιοδότησης και επαγγελματικών αδειών.

Γερμανία: Η οικονομική δραστηριότητα θα επιταχυνθεί το 2000. Σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί ελαφρά στο 1% του ΑΕγχΠ το 2000 και θα αυξηθεί στη συνέχεια στο 1,5% του ΑΕγχΠ το 2001 λόγω της φορολογικής μεταρρύθμισης. Η κυβέρνηση καλείται να αξιοποιήσει κάθε διαθέσιμο περιθώριο ελιγμών για να μειώσει το έλλειμμα με ρυθμούς ταχύτερους των προβλεπόμενων, να εφαρμόσει με σύνεση τη φορολογική μεταρρύθμιση για να μη θέσει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική εξυγίανση και να προετοιμάσει τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και ιδίως των συντάξεων και της υγείας.

Στις αγορές προϊόντων, η Γερμανία πρέπει να επιδιώξει ένα μεγαλύτερο άνοιγμα των αγορών δημόσιων συμβάσεων και να απελευθερώσει το ρυθμιστικό πλαίσιο της διαφήμισης, να βελτιώσει τις διαρθρώσεις του ανταγωνισμού και να περιορίσει τις κρατικές ενισχύσεις. Επιπλέον, συνιστάται να συνεχιστεί η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού και να απλουστευθούν οι διοικητικές διατυπώσεις για τις ΜΜΕ. Όσον αφορά τις αγορές κεφαλαίων, η κυβέρνηση πρέπει να λάβει μέτρα για να ενθαρρύνει τις επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων.

Στις αγορές εργασίας, η Γερμανία καλείται να επανεξετάσει την πολιτική της στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των μεταβιβάσεων και την γενικότερη ευελιξία της αγοράς εργασίας. Επιπλέον, η κυβέρνηση πρέπει να μειώσει τη φορολογική πίεση στην εργασία (φόροι και κοινωνικές εισφορές) και να μεταρρυθμίσει τις διατάξεις των συστημάτων φορολογίας και παροχών που αποθαρρύνουν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας.

Ελλάδα: Η οικονομική ανάπτυξη θα παραμείνει ισχυρή στην Ελλάδα και η δημοσιονομική εξυγίανση συνεχίζεται. Αναμένεται ότι η κυβέρνηση θα επιτύχει το 2000 το στόχο για έλλειμμα 1,2% του ΑΕγχΠ κατ' ανώτατο όριο και θα εφαρμόσει αυστηρό έλεγχο στις δαπάνες. Επιπλέον, συνιστάται να συνεχιστεί η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και η υλοποίηση των προβλεπόμενων ιδιωτικοποιήσεων προκειμένου να επιταχυνθεί η μείωση του δημόσιου χρέους.

Όσον αφορά τις αγορές προϊόντων και κεφαλαίων, αναμένεται ότι η Ελλάδα θα βελτιώσει τη μεταφορά της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά, θα επιταχύνει την απελευθέρωση των τομέων των τηλεπικοινωνιών και της ενέργειας, θα προωθήσει τη δημιουργία επιχειρήσεων καινοτομίας, θα ενθαρρύνει την έρευνα και ανάπτυξη και τις επενδύσεις στις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας και θα θέσει σε εφαρμογή το πρόγραμμα δράσης του 1998 για τα επιχειρηματικά κεφάλαια.

Στην αγορά εργασίας, πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις στις υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την προώθηση της απασχόλησης, ιδίως ενόψει του στόχου για την καταπολέμηση της μακροχρόνιας ανεργίας, και να εφαρμοστούν πλήρως οι ήδη αναληφθείσες μεταρρυθμίσεις. Πρέπει να αναθεωρηθούν οι διαδικασίες μισθολογικών διαπραγματεύσεων προκειμένου να αυξηθεί η ευελιξία τους και να ευθυγραμμιστούν οι αυξήσεις μισθών με τις διαφορές παραγωγικότητας σε γεωγραφικό και τομεακό επίπεδο, καθώς και σε επίπεδο επιχειρήσεων.

Ισπανία: Οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης παραμένουν ευνοϊκές για το 2000. Η δημοσιονομική εξυγίανση σημείωσε σαφή πρόοδο και αναμένεται ότι θα οδηγήσει σε δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2002. Η κυβέρνηση καλείται να υπερβεί τους στόχους του επικαιροποιημένου προγράμματος σταθερότητας, να θέσει σε εφαρμογή τις μεταρρυθμίσεις της νομοθεσίας περί προϋπολογισμού και να εφαρμόσει το εθνικό σύμφωνο σταθερότητας προκειμένου να επιτύχει καλύτερο έλεγχο των δαπανών. Αναμένεται ότι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος θα συνεχιστεί, περιλαμβανομένης της αύξησης των πόρων του αποθεματικού ταμείου. Στις αγορές προϊόντων και κεφαλαίων, συνιστάται να συνεχιστεί η βελτίωση του ανταγωνισμού, να μειωθούν οι τομεακές ενισχύσεις, να απλουστευθούν οι διοικητικές διατυπώσεις, ιδίως για τις ΜΜΕ και να αναπτυχθούν οι αγορές επιχειρηματικών κεφαλαίων προκειμένου να αυξηθούν οι επενδύσεις.

Στην αγορά εργασίας, η Ισπανία πρέπει να επανεξετάσει το σύστημα διαμόρφωσης των μισθών και τους μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των ενεργών πολιτικών για την απασχόληση, να επανεξετάσει τα συστήματα φορολογίας και παροχών και να αναθεωρήσει τη νομοθεσία για την προστασία της απασχόλησης προκειμένου να αυξήσει την ευελιξία της αγοράς εργασίας.

Γαλλία: Η οικονομική ανάπτυξη στη Γαλλία θα διατηρήσει το δυναμισμό της το 2000. Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε στο 1,8% του ΑΕγχΠ το 1999. Η κυβέρνηση καλείται να μειώσει το έλλειμμα το 2000 κάτω από το στόχο του προγράμματος σταθερότητας, να συγκρατήσει τις δημόσιες δαπάνες και να αξιοποιήσει κάθε διαθέσιμο περιθώριο για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος. Επιπλέον, η Γαλλία πρέπει να μεταρρυθμίσει το συνταξιοδοτικό της σύστημα προκειμένου να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών της.

Στις αγορές προϊόντων, συνιστάται να βελτιωθεί το ποσοστό μεταφοράς των οδηγιών για την εσωτερική αγορά, να μειωθούν οι κρατικές ενισχύσεις, να συνεχιστεί η απελευθέρωση των βιομηχανιών δικτύου και η απλούστευση των διοικητικών διατυπώσεων για τις επιχειρήσεις. Όσον αφορά τις αγορές κεφαλαίων, η Γαλλία πρέπει να διευκολύνει την πρόσβαση των θεσμικών επενδυτών στις αγορές μετοχών και να βελτιώσει το φορολογικό καθεστώς των επιχειρηματικών κεφαλαίων.

Στην αγορά εργασίας, η Γαλλία πρέπει να μειώσει τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, να επανεξετάσει τα συστήματα παροχών και προστασίας της απασχόλησης και να μεριμνήσει ώστε η εφαρμογή της εβδομάδας των 35 ωρών να μην έχει αρνητικές επιπτώσεις στους μισθούς, στην προσφορά εργασίας και την οργάνωση της εργασίας.

Ιρλανδία: Η οικονομική ανάπτυξη θα συνεχιστεί με ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς. Τα δημόσια οικονομικά είναι υγιή. Στη δημοσιονομική της πολιτική, η κυβέρνηση πρέπει να προσπαθήσει να αποφύγει την υπερθέρμανση της οικονομίας, να συγκρατήσει την αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης στο επίπεδο που καθορίζεται στο πρόγραμμα σταθερότητας και να δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη των υποδομών, τηρώντας παράλληλα τους στόχους για δημοσιονομική σταθερότητα.

Όσον αφορά τις αγορές προϊόντων και κεφαλαίων, η Ιρλανδία καλείται να ενισχύσει την πολιτική ανταγωνισμού και να εφαρμόσει πλήρως το κοινοτικό δίκαιο, να απελευθερώσει τους τομείς των μεταφορών και να προωθήσει τις επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων. Στην αγορά εργασίας, η Ιρλανδία πρέπει να παρακολουθήσει την εξέλιξη των μισθών και να αυξήσει το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας.

Ιταλία: Οι προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης είναι ευνοϊκές για το 2000 και το 2001. Το πρόγραμμα σταθερότητας προβλέπει τη μείωση του ελλείμματος στο 0,1% του ΑΕγχΠ έως το 2003. Με την προοπτική αυτή, η ιταλική κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει τα διαθέσιμα περιθώρια ελιγμού για τη μείωση του δημόσιου χρέους, να ασκήσει έλεγχο στις τρέχουσες πρωτογενείς δαπάνες, να λάβει μέτρα για τη συγκράτηση των μελλοντικών δαπανών μέσω της αναθεώρησης των συστημάτων συντάξεων και να εφαρμόσει το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.

Στις αγορές προϊόντων και κεφαλαίων, η Ιταλία καλείται να περιορίσει τις μη γεωργικές κρατικές ενισχύσεις, να απλουστεύσει το ρυθμιστικό πλαίσιο των επιχειρήσεων, να ενισχύσει την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία και να ενθαρρύνει τις επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων. Στην αγορά εργασίας συνιστάται να βελτιωθεί το σύστημα επιδομάτων ανεργίας και να αυξηθεί η ευελιξία του καθεστώτος προστασίας της απασχόλησης, να αυξηθεί η ευελιξία της αγοράς εργασίας, ιδίως των μισθών, και να μειωθεί η φορολογία της εργασίας και οι κοινωνικές εισφορές.

Λουξεμβούργο: Αναμένεται ότι η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη θα συνεχιστεί το 2000. Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, η κυβέρνηση καλείται να ασκήσει έλεγχο στις τρέχουσες δαπάνες και να θέσει εφαρμογή τις μεταρρυθμίσεις της κοινωνικής ασφάλισης για να προετοιμαστεί στη γήρανση του πληθυσμού. Στις αγορές προϊόντων, το Λουξεμβούργο καλείται να μεταρρυθμίσει την πολιτική ανταγωνισμού προκειμένου να εφαρμόσει πλήρως τους κοινοτικούς κανόνες στον τομέα αυτό και να προωθήσει την ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας. Στην αγορά εργασίας, συνιστάται να επανεξεταστούν τα συστήματα φορολογίας και παροχών προκειμένου να βελτιωθεί το εθνικό ποσοστό απασχόλησης.

Κάτω Χώρες: Η οικονομική ανάπτυξη θα επιταχυνθεί ακόμα περισσότερο στις Κάτω Χώρες το 2000. Για να εξασφαλίσει την καλή κατάσταση των δημόσιων οικονομικών και να διατηρήσει το δημοσιονομικό πλεόνασμα, η κυβέρνηση καλείται να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά, με τον έλεγχο ιδίως των δαπανών. Η φορολογική μεταρρύθμιση δεν πρέπει να θέσει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική κατάσταση.

Στις αγορές προϊόντων και κεφαλαίων, αναμένεται ότι οι Κάτω Χώρες θα σημειώσουν πρόοδο στη εφαρμογή των οδηγιών για τις αγορές δημόσιων συμβάσεων, θα συνεχίσουν τις μεταρρυθμίσεις των βιομηχανιών δικτύου, θα προωθήσουν τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην έρευνα και ανάπτυξη και θα προωθήσουν τις επενδύσεις σε επιχειρηματικά κεφάλαια, ιδίως στα πρώτα στάδια ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Για να διασφαλίσει την καλή κατάσταση της αγοράς εργασίας, συνιστάται να καταργηθούν τα εμπόδια στην άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, ιδίως για τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους εργαζομένους, και να μειωθεί ο αριθμός των προσώπων που δεν συμμετέχουν στην αγορά εργασίας και λαμβάνουν παθητικές εισοδηματικές ενισχύσεις.

Αυστρία: Η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνεται το 2000. Σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα ανέλθει στο 1,7% του ΑΕγχΠ. Η κυβέρνηση πρέπει να προσπαθήσει να ελέγξει καλύτερα τις δαπάνες κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού και να θέσει σε εφαρμογή τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν μακροπρόθεσμα στη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης. Η αναγγελθείσα μεταρρύθμιση των συντάξεων πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή.

Στις αγορές προϊόντων, συνιστάται να βελτιωθεί η μεταφορά των οδηγιών για τις αγορές δημόσιων συμβάσεων, να αναθεωρηθεί το ρυθμιστικό πλαίσιο των τομέων της ενέργειας και των μεταφορών και να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα στην έρευνα και ανάπτυξη. Όσον αφορά τις αγορές κεφαλαίων, η κυβέρνηση καλείται να εκσυγχρονίσει το πλαίσιο προληπτικής εποπτείας, να παράσχει κίνητρα για επενδύσεις σε ίδια κεφάλαια και σε κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου, καθώς και να προωθήσει γενικότερα τα επιχειρηματικά κεφάλαια. Στην αγορά εργασίας, η Αυστρία πρέπει να μεταρρυθμίσει το σύστημα παροχών και συντάξεων, ιδίως όσον αφορά την προσυνταξιοδότηση, και να μειώσει την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας.

Πορτογαλία: Αναμένεται ότι η οικονομική δραστηριότητα θα επιταχυνθεί το 2000. Σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί στο 1,5% του ΑΕγχΠ. Η πορτογαλική κυβέρνηση καλείται να εφαρμόσει αυστηρό έλεγχο των δαπανών προκειμένου να αποφύγει τουλάχιστον την υπέρβαση του προβλεπόμενου ελλείμματος, να εξασφαλίσει ότι η δημοσιονομική πολιτική συμβάλλει στη διόρθωση των κυριότερων οικονομικών ανισορροπιών και να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στα συστήματα υγείας και συνταξιοδότησης.

Όσον αφορά την αγορά προϊόντων, συνιστάται να μειωθούν οι κρατικές ενισχύσεις, να εναρμονιστεί με το κοινοτικό δίκαιο η νομοθεσία περί ανταγωνισμού, να απλουστευθούν οι διοικητικές διαδικασίες και να προωθηθεί η έρευνα και ανάπτυξη και η διάδοση των τεχνολογικών της πληροφορίας και της επικοινωνίας. Η Πορτογαλία πρέπει να αναπτύξει την αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων. Όσον αφορά την αγορά εργασίας, η κυβέρνηση καλείται να βελτιώσει την εκπαίδευση και την κατάρτιση, να βελτιώσει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας αυξάνοντας ιδίως την ευελιξία της και να ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ κοινωνικών εταίρων.

Φινλανδία: Αναμένεται ότι η ταχεία οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών θα συνεχιστεί και υπάρχει κίνδυνος υπερθέρμανσης. Σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας, το δημοσιονομικό πλεόνασμα θα ανέλθει στο 4% περίπου του ΑΕγχΠ στην περίοδο 2000-2003. Λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου υπερθέρμανσης, συνιστάται να εφαρμοστεί περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕγχΠ και να ελαφρυνθεί η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας.

Όσον αφορά τις αγορές προϊόντων και κεφαλαίων, η κυβέρνηση καλείται να ενισχύσει τον ανταγωνισμό, να ανοίξει τις αγορές δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, να προωθήσει τα επιχειρηματικά κεφάλαια και να διευκολύνει τις επενδύσεις των θεσμικών επενδυτών. Στην αγορά εργασίας, η Φινλανδία καλείται να αναθεωρήσει το σύστημα κοινωνικών παροχών στο σύνολό του, να καταστήσει πιο αποτελεσματική την αναζήτηση εργασίας και να μειώσει τους φόρους, ιδίως επί των χαμηλών μισθών.

Σουηδία: Αναμένεται ότι η σουηδική οικονομία θα αναπτυχθεί το 2000 με ταχείς ρυθμούς. Για να επιτύχει το στόχο για δημοσιονομικό πλεόνασμα 2% του ΑΕγχΠ, η κυβέρνηση πρέπει να εφαρμόσει ακόμα πιο περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και αυστηρούς ελέγχους στις δαπάνες και να ελαφρύνει τη φορολογική πίεση λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη το στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Στις αγορές προϊόντων, συνιστάται να αναθεωρηθεί η νομοθεσία περί ανταγωνισμού σε μια σειρά τομέων όπως ιδίως οι κατασκευές, τα φαρμακευτικά προϊόντα και οι σιδηροδρομικές και αεροπορικές μεταφορές. Όσον αφορά τις κεφαλαιαγορές, η κυβέρνηση πρέπει να διευκολύνει την πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια. Για να βελτιώσει την κατάσταση στην αγορά εργασίας, η Σουηδία καλείται να ελαφρύνει την φορολογική πίεση στα εισοδήματα της εργασίας και να προσαρμόσει τα καθεστώτα παροχών και επιδομάτων.

Ηνωμένο Βασίλειο: Αναμένεται ότι το 2000 η οικονομική ανάπτυξη θα είναι ακόμα πιο δυναμική. Για το οικονομικό έτος 1999-2000, προβλέπεται ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα θα ανέλθει στο 1,3% του ΑΕγχΠ. Συνιστάται να διατηρηθεί αμετάβλητη η διαρθρωτική θέση των δημόσιων οικονομικών.

Στις αγορές προϊόντων και κεφαλαίων, η κυβέρνηση καλείται να ενθαρρύνει την έρευνα και ανάπτυξη και την καινοτομία, να αυξήσει τις επενδύσεις στα οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα και να αναλύσει τις αιτίες των χαμηλών επενδύσεων των συνταξιοδοτικών ταμείων σε κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου. Στην αγορά εργασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας σε ορισμένες περιοχές και πόλεις και την καταπολέμηση γενικότερα της μακροχρόνιας ανεργίας.

4) μετρα εφαρμογης

5) μεταγενεστερες εργασιες

Έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών για το 2000 [COM(2001) 105 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΤΟΜΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Μακροοικονομικές πολιτικές: Το 2000, η οικονομία της ΕΕ αναπτύχθηκε με τους ταχύτερους ρυθμούς της τελευταίας δεκαετίας, οι οποίο ανήλθαν στο 3,4% χάρη στην ισχυρή εσωτερική και εξωτερική ζήτηση. Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου επιβράδυνε ελαφρά την ανάπτυξη στα τέλη του έτους, αλλά ο πληθωρισμός, παρά την επιτάχυνσή του, παρέμεινε υπό έλεγχο. Η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκιά της έξι φορές, στο 4,75%. Η δημιουργία θέσεων απασχόλησης συνεχίστηκε με γρήγορο ρυθμό και η ανεργία μειώθηκε στο 8,4%. Η δημοσιονομική εξυγίανση σημείωσε πρόοδο και το δημοσιονομικό έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε στο 0,7% [εκτός εσόδων από τις άδειες UMTS (es de en fr)], δηλαδή σε επίπεδο ελαφρά χαμηλότερο από το προβλεπόμενο. Η εξέλιξη των μισθών παρέμεινε γενικά ικανοποιητική.

Δημοσιονομική εξυγίανση: Όλες οι χώρες βελτίωσαν τις δημοσιονομικές τους θέσεις, γεγονός που επέτρεψε τη γενική μείωση του δημόσιου χρέους. Στο Βέλγιο, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα αποτελέσματα ήταν πολύ καλύτερα από τους στόχους που είχαν τεθεί. Άλλες χώρες δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν πλήρως την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης για να βελτιώσουν τις δημοσιονομικές τους θέσεις.

Ποιότητα και βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών: Η δημοσιονομική εξυγίανση βασίζεται, αντίθετα από ό,τι στη δεκαετία του 1990, στη μείωση των δαπανών και όχι στην αύξηση των φόρων. Ελάχιστη πρόοδος σημειώθηκε στη μεταρρύθμιση των συστημάτων δημόσιων δαπανών, αλλά η ανάγκη πιο αυστηρού ελέγχου των δαπανών υπογραμμίζεται ολοένα περισσότερο. Οι μεταρρυθμίσεις των συστημάτων παροχών δεν ήταν επαρκώς φιλόδοξες, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν σε ορισμένα κράτη μέλη.

Όσον αφορά τα συστήματα συντάξεων, η Δανία, η Ιρλανδία, οι Κάτω Χώρες, η Αυστρία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, πραγματοποίησαν μεταρρυθμίσεις, ενώ το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιρλανδία και η Φινλανδία δημιούργησαν ή ανήγγειλαν τη δημιουργία αποθεματικού ταμείου συντάξεων. Σημειώθηκε επίσης πρόοδος όσον αφορά το επίπεδο της φορολογικής πίεσης: για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970, η συνολική φορολογική πίεση μειώθηκε. Σε ορισμένα κράτη μέλη λήφθηκαν μέτρα για την ελάφρυνση της φορολογικής επιβάρυνσης των χαμηλών ιδίως μισθών. Στο Συμβούλιο ECOFIN του Νοεμβρίου 2000 επιτεύχθηκε σημαντική συμφωνία σχετικά με τα κυριότερα σημεία της εφαρμογής της δέσμης φορολογικών μέτρων για τη μείωση του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού και των φορολογικών στρεβλώσεων στην εσωτερική αγορά.

Εξέλιξη των μισθών: Η αύξηση των ονομαστικών μισθών επιταχύνθηκε το 2000 σε σχέση με τους χαμηλούς ρυθμούς του προηγούμενου έτους, αλλά οι μισθολογικές αυξήσεις παραμένουν γενικά συγκρατημένες. Κανένα σημαντικό μέτρο δεν λήφθηκε για τη μεταρρύθμιση του νόμιμου ελάχιστου μισθού ή των μηχανισμών μισθολογικών διαπραγματεύσεων.

Οικονομία της γνώσης: Όσον αφορά την έρευνα και ανάπτυξη, οι συνολικές δαπάνες διατηρούνται στο επίπεδο του 1,8% του ΑΕγχΠ, παρόλο που αυτό συγκαλύπτει μια πολύ άνιση κατανομή μεταξύ κρατών μελών. Η Ευρώπη εξακολουθεί να υστερεί στις ιδιωτικές επενδύσεις για έρευνα και ανάπτυξη. Τα περισσότερα κράτη μέλη έλαβαν μέτρα για να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις δαπάνες τους, ιδίως με φορολογικά μέτρα.

Όσον αφορά τη διάδοση των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας, η ΕΕ καλύπτει την υστέρησή της σε σχέση με της ΗΠΑ. Το ποσοστό διάδοσης του Διαδικτύου αυξήθηκε κατά 10% μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου 2000, στο 28% του πληθυσμού. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα διαφορές μεταξύ κρατών μελών. Οι περισσότερες χώρες έλαβαν μέτρα για την ενίσχυση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης στις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας.

Αγορές προϊόντων (αγαθά και υπηρεσίες): Η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς βελτιώθηκε χάρη στην πρόοδο της μεταφοράς των οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο των περισσοτέρων κρατών μελών. Ορισμένα κράτη μέλη έλαβαν μέτρα για να ανοίξουν τις εγχώριες αγορές δημοσίων συμβάσεων (Ισπανία, Ιταλία), ενώ πρόοδος σημειώθηκε και όσον αφορά την πολιτική ανταγωνισμού και τον περιορισμό των τομεακών και ατομικών κρατικών ενισχύσεων.

Όσον αφορά τις δημόσιες υπηρεσίες, η απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική μείωση των τιμών για τους καταναλωτές. Η πρόοδος ήταν πιο περιορισμένη στον τομέα της ενέργειας, στον οποίο εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ κρατών μελών. Στους τομείς των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών πρέπει ακόμα να καταβληθούν προσπάθειες, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό ενός γενικού ρυθμιστικού πλαισίου. Η ανεπαρκής πρόοδος προς τη δημιουργία πραγματικής εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών, οδήγησε την Επιτροπή να υιοθετήσει μια νέα στρατηγική για τον τομέα αυτό. Πρόοδος σημειώθηκε επίσης στη μεταρρύθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου: πολλές χώρες έλαβαν μέτρα για να ελαφρύνουν τις διοικητικές διατυπώσεις για τις επιχειρήσεις.

Κεφαλαιαγορές: Η εφαρμογή του προγράμματος δράσης για χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες σημείωσε ικανοποιητική πρόοδο σε πολλούς τομείς προτεραιότητας όπως η δημιουργία «ενιαίου διαβατηρίου» για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, το ηλεκτρονικό εμπόριο και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ή οι δημόσιες προσφορές εξαγοράς. Διαπιστώνεται επίσης πρόοδος στην εφαρμογή του σχεδίου δράσης για τα επιχειρηματικά κεφάλαια. Ορισμένες χώρες έλαβαν μέτρα για την ελάφρυνση των περιορισμών που εφαρμόζονται στους θεσμικούς επενδυτές και των φορολογικών περιορισμών που έχουν αποτρεπτικές επιπτώσεις στις επενδύσεις. Για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ΕΕ, βελτιώθηκε στην πράξη η λειτουργία των θεσμικών μηχανισμών, ιδίως όσον αφορά το συντονισμό μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.

Αγορές εργασίας: Τα αποτελέσματα στην αγορά εργασίας εξακολουθούν να βελτιώνονται: η ανεργία μειώθηκε το 2000 κατά μία περίπου εκατοστιαία μονάδα, χάρη στο δυναμισμό της οικονομικής συγκυρίας και στη μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η πρόοδος ήταν άνιση στα διάφορα κράτη μέλη, δεδομένου ότι ορισμένες χώρες δεν προσπάθησαν να επωφεληθούν πλήρως από τη μακροοικονομική κατάσταση για να θέσουν σε εφαρμογή της αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Τα κράτη μέλη σημείωσαν αισθητή πρόοδο στην εφαρμογή ενεργών και προληπτικών μέτρων για την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων και της μακροχρόνιας ανεργίας. Συμπληρωματικά μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν για τη μεταρρύθμιση του συστήματος εισφορών και παροχών προκειμένου να αυξηθούν τα κίνητρα για την ενεργό αναζήτηση εργασίας ή για την παραμονή στην αγορά εργασίας.

Η έλλειψη ευελιξίας στην αγορά εργασίας αποτελεί μια από τις αιτίες της διαρθρωτικής ανεργίας σε πολλά κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη έχουν σημειώσει πρόοδο στον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης της εργασίας, αλλά η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία αυτή είναι ανεπαρκής. Στα περισσότερα κράτη μέλη λήφθηκαν μέτρα για την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των γυναικών και την καταπολέμηση της μισθολογικής ανισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Βιώσιμη ανάπτυξη: Πολλά κράτη μέλη ενίσχυσαν τους μηχανισμούς της αγοράς στις περιβαλλοντικές στρατηγικές τους, μεταθέτοντας για παράδειγμα μέρος της φορολογικής επιβάρυνσης από την εργασία στην κατανάλωση ενέργειας. Ωστόσο, μερικά κράτη μέλη εξακολουθούν να επιδοτούν ορισμένες πηγές ενέργειας, όπως ο άνθρακας, οι οποίες έχουν αρνητικές οικολογικές επιπτώσεις. Καμία πρόοδος δεν επιτεύχθηκε όσον αφορά τον καθορισμό κατάλληλου πλαισίου για τη φορολόγηση της ενέργειας σε κοινοτικό επίπεδο

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 15.10.2002