Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομικοί αναλυτές

Η Επιτροπή καταγράφει τα ευρωπαϊκά νομοθετικά μέτρα σχετικά με την έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και παρέχει κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθούνται σε αυτό τον τομέα. Εξετάζει ιδιαίτερα τις συγκρούσεις συμφερόντων, αλλά και άλλα θέματα που συνδέονται με την καταχώριση των αναλυτών, την ανεξάρτητη έρευνα, τις σχέσεις των εκδοτών τίτλων με τους αναλυτές και την εκπαίδευση των επενδυτών.

ΠΡΑΞΗ

Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 12ης Δεκεμβρίου 2006 με τίτλο « Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομικοί αναλυτές» [COM(2006) 789 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα].

ΣΥΝΟΨΗ

Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων παρέχει χρηματοοικονομικές πληροφορίες που εξασφαλίζουν την κατάλληλη τιμολόγηση, βοηθούν τους εκδότες τίτλων να συγκεντρώνουν χρηματοδότηση και εξασφαλίζουν βάθος και ρευστότητα στις δευτερογενείς αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων.

Οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές διεξάγουν τις έρευνες αυτές συνθέτοντας τις ακατέργαστες πληροφορίες για να τις καταστήσουν προσιτές. Αυτή η εργασία βοηθά τους επενδυτές να λαμβάνουν αποφάσεις και διευκολύνει τις ερευνητικές εργασίες, την παροχή επενδυτικών συμβουλών και την εκπόνηση διαφημιστικών ανακοινώσεων από τους ενδιαμέσους.

Οι αναλυτές παρέχουν πολύτιμη βοήθεια για τις χρηματαγορές. Είναι ωστόσο εκτεθειμένοι σε πολλές συγκρούσεις συμφερόντων. Τα συμφέροντα μιας εταιρείας επενδύσεων ή των πελατών μπορούν, για παράδειγμα, να είναι αντίθετα με τα συμφέροντα αυτών στους οποίους απευθύνεται η έρευνα. Η Επιτροπή μελετά επομένως μέτρα που θα αυξήσουν την αξία και την ακεραιότητα της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων.

Η παρούσα ανακοίνωση αντικατοπτρίζει τις εργασίες που έχουν πραγματοποιήσει το Φόρουμ Χρηματοοικονομικών Αναλυτών (DE) (EN) (FR) και η Τεχνική Επιτροπή του Διεθνούς Οργανισμού Επιτροπών Κινητών Αξιών (OICV-IOSCO) (EN).

Εργασίες του Φόρουμ Χρηματοοικονομικών Αναλυτών και του OICV-IOSCO

Η έκθεση του Φόρουμ Χρηματοοικονομικών Αναλυτών επικεντρώνεται στην πρόληψη, τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τη δημοσιοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων σχετικά με την έρευνα στον τομέα των επενδύσεων. Παρέχει συστάσεις στους αναλυτές που εμπλέκονται σε δημόσιες προσφορές τίτλων ή άλλες χρηματοοικονομικές εργασίες. Παρέχει επίσης συμβουλές στις επιχειρήσεις όσον αφορά την εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών, τη διάδοση των αποτελεσμάτων της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων στη λιανική αγορά, την αμοιβή των αναλυτών και τη διαπραγμάτευση τίτλων από αυτούς.

Ο OICV-IOSCO επικεντρώνεται στους αναλυτές που εργάζονται σε ενοποιημένες επενδυτικές τράπεζες ή χρηματιστηριακές εταιρείες, αν και τα εγγενή αποτελέσματα των συγκρούσεων συμφερόντων αφορούν επίσης και άλλους. Η έκθεση (EN) αποσκοπεί στην εφαρμογή συνεκτικών κανόνων όσον αφορά τα εξής:

Οδηγίες σχετικές με την κατάχρηση αγοράς και τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID)

Σύμφωνα με τις διαδοχικές οδηγίες για την κατάχρηση αγοράς, οι συμβουλευτικές πληροφορίες για μια επενδυτική στρατηγική πρέπει να είναι δίκαιες και να αναφέρουν την ύπαρξη συγκρούσεων συμφερόντων. Η Επιτροπή έχει καθιερώσει μηχανισμό κοινοποίησης των συγκρούσεων συμφερόντων που μπορούν να επηρεάσουν τα δεδομένα των επενδύσεων.

Όταν μια επιχείρηση παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, πρέπει να είναι εγκεκριμένη βάσει της MiFID και να πληροί τις απαιτήσεις της. Σύμφωνα με την MiFID, οι επιχειρήσεις έχουν τις εξής υποχρεώσεις:

Συγκρούσεις συμφερόντων που αφορούν συγκεκριμένα την έρευνα στον τομέα των επενδύσεων

Μια σύσταση που περιγράφεται από τη φράση «έρευνα στον τομέα των επενδύσεων» ή από παρόμοιους όρους, ή παρουσιάζεται ως αντικειμενική και ανεξάρτητη, μπορεί να θεωρείται έρευνα στον τομέα των επενδύσεων. Μια τέτοια σύσταση, διατυπωμένη γενικά με προορισμό τον πελάτη, δεν μπορεί να θεωρείται παροχή συμβουλών, επειδή πρέπει να αντιστοιχεί στις ανάγκες ενός συγκεκριμένου πελάτη ή να βασίζεται στη συγκεκριμένη κατάσταση του πελάτη. Οι εταιρείες επενδύσεων πρέπει να εφαρμόζουν ουσιαστικό διαχωρισμό ανάμεσα στις δραστηριότητες υπέρ των πελατών τους και στις δραστηριότητες που εξυπηρετούν εμπορικά συμφέροντα. Έτσι, μια εταιρεία που διατυπώνει συστάσεις που δεν ισοδυναμούν με έρευνα πρέπει να αναφέρει ότι οι εν λόγω συστάσεις δεν είναι σύμφωνες με τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί για την προώθηση της αντικειμενικότητας.

Προκειμένου να εγγυηθούν την αντικειμενικότητά τους, οι εταιρείες επενδύσεων πρέπει να απαγορεύουν στα σχετικά άτομα να εκτελούν ορισμένες συναλλαγές, ιδίως εάν τα άτομα αυτά γνωρίζουν την ημερομηνία δημοσιοποίησης και το περιεχόμενο της έρευνας πριν από το κοινό.

Οι επιχειρήσεις που δημοσιοποιούν δεδομένα παραχθέντα από τρίτους δεν δεσμεύονται από αυτά τα μέτρα, υπό τον όρο ότι δεν έχουν τροποποιήσει τα εν λόγω δεδομένα και ότι έχουν επαληθεύσει την εφαρμογή των απαιτήσεων της MiFID.

Τέσσερα εκκρεμή θέματα

Οι εργασίες του Φόρουμ Χρηματοοικονομικών Αναλυτών και του OICV-IOSCO έχουν αφήσει τέσσερα εκκρεμή θέματα. Το πρώτο αφορά τη δυνατότητα να υποχρεωθούν οι αναλυτές να καταχωρίζουν τα τυπικά προσόντα τους. Όμως, τα προβλήματα της υποκειμενικότητας των αναλυτών δεν οφείλονται στην έλλειψη ικανοτήτων τους, αλλά μάλλον στην ανικανότητα των εταιρειών να διαχειρίζονται τις συγκρούσεις συμφερόντων που επηρεάζουν τις έρευνές τους.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά τις υπηρεσίες έρευνας των ανεξάρτητων εταιρειών και των τραπεζών σε θέματα επενδύσεων. Παρόλο που οι πρώτες χρηματοδοτούνται από τους πελάτες τους και οι δεύτερες χρηματοδοτούνται με πιο έμμεσους τρόπους, δεν υπάρχουν οπωσδήποτε ποιοτικές διαφορές μεταξύ τους. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η δίκαιη μεταχείριση των ερευνών που διεξάγουν, η MiFID επιτρέπει στις εταιρείες επενδύσεων να δέχονται κίνητρα, στο βαθμό που αυτά βελτιώνουν την ποιότητα των παραγομένων υπηρεσιών και υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης είναι ενήμερος. Αυτή η δυνατότητα ισχύει για τις ομαδοποιημένες («bundled») υπηρεσίες ή τις αποδεσμευμένες («softed») υπηρεσίες που παρέχονται από χρηματιστηριακά γραφεία σε διαχειριστές χαρτοφυλακίων.

Το τρίτο ζήτημα συνδέεται με τη θέσπιση κώδικα δεοντολογίας που θα διέπει τις σχέσεις των εκδοτών τίτλων με τους αναλυτές. Οι κανόνες που καθιερώθηκαν από την οδηγία για την κατάχρηση αγοράς και την MiFID εμποδίζουν τους εκδότες τίτλων να ασκούν αθέμιτη εκδοτική επιρροή στην έρευνα. Τους εμποδίζουν επίσης να γνωστοποιούν στους αναλυτές πληροφορίες που μπορεί να επηρεάσουν τις τιμές πριν από τη γνωστοποίησή τους στην υπόλοιπη αγορά. Για την Επιτροπή, η θέσπιση ενός κώδικα δεοντολογίας θα εξασφαλίσει την ύπαρξη πιο επαγγελματικών σχέσεων μεταξύ των εκδοτών τίτλων και των αναλυτών.

Το τελευταίο σημείο αφορά την εκπαίδευση των επενδυτών. Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα κράτη μέλη, οι επαγγελματικές οργανώσεις και οι εταιρείες επενδύσεων πρέπει να λάβουν μέτρα σ' αυτό τον τομέα. Η ίδια δεσμεύεται να ενημερώσει και να εκπαιδεύσει τους καταναλωτές, κυρίως μέσω ενός συνεδρίου όπου θα εκτεθούν παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών όσον αφορά την εκπαίδευση των καταναλωτών και θα αναζητηθεί τρόπος βελτίωσης των χρηματοοικονομικών γνώσεών τους.

See also

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 14.01.2008